Teyxos 18

Page 206

FOCUS στασία των Ηνωμένων Εθνών. Ο Ερυθρός Σταυρός ανέλαβε τη σίτισή τους αλλά και οι ίδιοι ήταν αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουν το χωριό, μέχρι να φύγουν οι Τούρκοι. Γύρευαν πολλά άραγε;

Γλυκό του κουταλιού…

«Μια μέρα συνοδεία ενός γνωστού μου τουρκοκύπριου αστυνομικού, η γυναίκα μου κι εγώ πήγαμε να δούμε το σπίτι μας στον Άγιο Γεώργιο. Εμπειρία τραυματική. Η γυναίκα μου έτρεξε αμέσως στο παλιό ερμάρι της μάνας της, όπου φύλαγε την προίκα της κόρης μας, την οποία θα παντρεύαμε εκείνο το Καλοκαίρι. Όχι μόνο τα προικιά έλειπαν αλλά και ολόκληρο το ερμάρι. Οι τουρκοκύπριοι οι οποίοι διέμεναν εκείνη την εποχή στο σπίτι μας, έσπευσαν να μας φέρουν κάτι παλιές φωτογραφίες μας. Επέμεναν δε να μας κεράσουν γλυκό και καφέ. Καθίσαμε με τη γυναίκα μου κι οι δυο στον καναπέ σαν ναμαστε δυο ξένοι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι και μας τράταραν γλυκό περγαμόντο. Ήταν το ίδιο εκείνο γλυκό που έφτιαξε η γυναίκα μου πριν φύγουμε! Τρώγαμε και κλαίγαμε και νιώθαμε το γλυκό να πικραίνει και να στέκεται κουβάρι στο λαιμό μας…

Ο διωγμός…

«Τα σχέδια των Τούρκων ήταν φυσικά να μας εκδιώξουν όλους σιγά-σιγά από τη γη και τα σπίτια μας. Έτσι άρχισαν να δίνουν άδειες στους περισσότερους να φύγουν. Μαζί έφυγαν η γυναίκα μου και η κόρη μου. Μείναμε 400 πλάσματα. Μάρτη του 76, μια νύχτα καθώς πίναμε το ποτό μας, λέω στους άλλους: ‘αν φύγει έστω κι ένας και μείνουμε τριακόσιοι ενενήντα εννιά, αυτός θα είναι προδότης’. Την άλλη μέρα βρήκα έξω από την πόρτα τουρκοκύπριους αστυνομικούς. Με συνέλαβαν και με πήραν στη φυλακή όπου με άφησαν για μια εβδομάδα. Θυμάμαι έπινα νερό από το καζανάκι του αποχωρητηρίου. Ήρθε ένας τουρκοκύπριος αστυνομικός, γνωστός μου και μου υπέδειξε ότι πρέπει να υπογράψω και να φύγω. Του είπα, ‘δεν υπογράφω και ότι θέλει ας γίνει’. ‘Αυτοί’, μου λέει, ‘δεν είναι οι τούρκοι της Κύπρου’, με ότι αυτό υπονοούσε... ‘Έτσι με έπεισε να υπογράψω και να φύγω. Απαίτησα να πάρω μαζί και την μοτόρα μου, μάρκας Norton, η οποία χρειάστηκε πολλή δουλειά βέβαια για να μοιάζει ξανά με μηχανή. Κι αυτό έγινε πολύ αργότερα όταν την έφερα μαζί μου στην Πάφο. Περιττό να πω ότι μέχρι το Καλοκαίρι έδιωξαν και τους υπόλοιπους εγκλωβισμένους συντρόφους μου». Ο Απρίλης του 76 βρίσκει το Γιάννη στην Πάφο ως υπεύθυνο των ανασκαφών που διενεργούσαν οι διάφορες αρχαιολογικές αποστολές. Ο τότε Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων ονόματι Νικολάου, τον κάλεσε και του ανακοίνωσε

206

PRESTIGE Pafos

την πρόθεσή του να του αναθέσει τη δημιουργία του λαϊκού μουσείου Γεροσκήπου. ‘’Μα η Κερύνεια;’, του κάνει ο Γιάννης. ‘Όταν ανοίξει η Κερύνεια θα έρθεις πίσω’, δεσμεύεται ο Νικολάου. Έτσι η Πάφος και το τουρκοκυπριακό χωριό Λέμπα, απετέλεσαν το δεύτερο σπίτι του Γιάννη. Μια μάντρα στο κέντρο του χωριού, που ανήκε σε κάποιον παπλωματά ονόματι Ορκατζίογλου, επιδιορθώθηκε και στέγασε το Γιάννη, τη γυναίκα και τα παιδιά του, το Μάριο, τη Σοφία και τον Κλεάνθη, που πια είχαν στήσει τα δικά τους σπιτικά. Όμορφες πετροτοιχίες, φούρνοι, δέντρα και λουλούδια, όλα μαστορεμένα από τα χέρια του Γιάννη, ανάστησαν κυριολεκτικά το μέρος, στο οποίο ήρθαν να προστεθούν αντικείμενα και ξύλινες επιγραφές και χαρτόνια με γνωμικά που θαρρείς μοσχοβολούν Κερύνεια. Τι μοσχοβολούν! Ευωδιάζουν!

Η Λώρα…

Καρμική η σχέση του Γιάννη με τη ιρλανδέζα Λορέττα Κήτινκ, αφού η γνωριμία τους μετρά κοντά σαράντα χρόνια. Τα πράγματα ήρθαν με τέτοιο τρόπο στη ζωή και των δυο, που η μοίρα τους έφερε να ναι μαζί. Η Λώρα είναι μια απίστευτα όμορφη γυναίκα, που η κουλτούρα και η ευγένεια έχουν λες σμιλευτεί στο πρόσωπό της. Μουσικός στο επάγγελμα, διευθύντρια της Ορχήστρας Νέων Ιρλανδίας, πέτυχε να φέρει και στην Κύπρο το θεσμό Ορχήστρα Νέων. Γνωρίστηκε με το Γιάννη και την οικογένεια του από το 73 αλλά έκτοτε χάθηκαν, για να ξανασυναντηθούν το 1979, όταν εκείνη ήταν ακόμη παντρεμένη με τον πρώτο της σύζυγο. Η ίδια θα μου πει: «Αγάπησα την Κύπρο από το 73, όταν κατεβαίναμε από τον Άγιο Ιλαρίωνα προς το Μπογάζι και ο αέρας μύριζε θυμάρι». Εκείνη η λατρεία ήρθε και φώλιασε στο πρόσωπο του Γιάννη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1993 και έκτοτε ζουν στο σπιτάκι τους στη Λέμπα. Η ίδια αισθάνεται πολύ περήφανη για το γεγονός ότι με πρωτοβουλία δική της, έπεισε την κυπριακή κυβέρνηση να εντάξει το θεσμό της Ορχήστρας Νέων Κύπρου, σημαντικό λιθαράκι για την κουλτούρα του τόπου. Πίνουμε τον καφέ μας στον ίσκιο των δέντρων, στην αυλή του σπιτιού τους εκεί στη Λέμπα. «Σ΄ αυτό τον Παράδεισο θέλω να πεθάνω», λέει ο Γιάννης και δεν τολμώ να του υποδείξω ότι ‘ίσως πρέπει να περιμένει να γυρίσει στο Κάρμι και βλέπουμε…’. «Το μόνο που σκέφτομαι», συνεχίζει, «είναι το Κάρμι και το νεκροταφείο του, εκεί όπου είναι θαμμένοι οι γονιοί μου. Μου λείπει βασανιστικά το κάστρο της Κερύνειας και εκείνα τα μαγεμένα ηλιοβασιλέματα». Μισοκλείνει τα μάτια και ξέρω πως κάνει το νοερό του περίπατο στο μπαλκονάκι απ΄ όπου αγνάντευε όλη τη θάλασσα της Κερύνειας. «Πήγα με το γιό μου πρόσφατα», μου λέει «και γνωρίστηκα και με τον τούρκο φύλακα. Τίποτα όμως δεν ήταν το ίδιο. Του είπα, ‘ξέρεις σε εκείνη την καρέκλα καθόμουν 25 χρόνια’». Να δεις που ο τούρκος δεν έκανε το συνειρμό. Στοιχηματίζω επίσης πως ο Γιάννης ήθελε να του πει κι άλλα. Για τα ηλιοβασιλέματα που χάζευε με τους φίλους του, για τα ποτήρια που τσούγκριζαν καθώς έδυε ο ήλιος, για τα αστεία και τα γέλια τους και τα παιδιά που μεγάλωσαν, για το Κάρμι και τον Άγιο Γεώργιο και τις βουτιές στο ‘Τρουλλί’ και τον ‘Κουβελλαρκό’, το οφτόν κλέφτικον και τα άλλα μεζελίκια εκεί στην ‘Καλή καρδιά’, όνομα και πράμα, αφού και ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ο Σάββας, είχε καρδιά μάλαμα….Για τα ‘Παλιάλωνα’ του Καρμιού και το κονιάκ που κουβάλησε από την Κύπρο στον Πειραιά, για την καθέλκυση του Κερύνεια ΙΙ. Για τον κολλητό του φίλο, τον Γιάννη τον αστυνομικό, τον ‘Ψηλέα’, όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά. Δυο ζωές να καθόταν εκεί, δεν έφταναν για να του πει όλα αυτά. Άσε που μπορεί και να μην χαμπάριαζε ο τουρκαλάς…


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.