Subtales #5

Page 1


CREDITS …………………….. Το εξώθςλλο είναι μια δημιοςπγία ηηρ Lisa Falzon -lisa-falzon.comΤο ζκίηζο ηος διηγήμαηορ ‘’ΣΝΑΕΣ’’ είναι ηος Γιώργοσ Χοσρίδη -georgehouridis.webs.comΤο ζκίηζο ηος διηγήμαηορ ‘’Η Φπύα θηιάσνει ηοςρ ανθπώποςρ’’ είναι ηος Άγγελοσ Παποσηζή -galeerie.blogspot.grΤο ζκίηζο ηος ποιήμαηορ ‘’Οικογενειακή γιοπηή’’ είναι ηηρ Ναηάζας Πασλίηζεβιης Το ζκίηζο ηος διηγήμαηορ ‘’Το πεπιζηέπι πος ονειπεςόηαν γεπάκια’’ είναι ηηρ Ζαθειρούλας Σιμοπούλοσ Η εικόνα πος ζςνοδεύει ηο ‘’Ηλεκηπονικό Ημεπολόγιο’’ είναι ηος Essy May


Αποσπάσματα από το ηλεκτρονικό Ημερολόγιο

Διαμαντής Φλωράκης


(Τί ζα ζπκβεί αλ ζην Αίληγκα ηεο ύπαξμεο, αληηπαξαζέζνπκε ην αίληγκα ηεο δηθηάο καο αδηαθνξίαο; Πώο ην Αίληγκα ηνπ Κόζκνπ ζα ιύζεη ην δηθό καο αίληγκα; Πώο ην κέγηζην ζα ρσξέζεη ζην ειάρηζην. Καη πνηα ζεκαζία κπνξεί λα ’ρεη έλα αίληγκα ρσξίο ηνπο ιύηεο ηνπ; Τν πάσ πην θάησ: Η δεκηνπξγία είλαη έλα δώξν ηνπ Δεκηνπξγνύ ζηνλ εαπηό ηνπ, θπξίσο. -Κάπνπ κέζα ζ’ απηή ηε θξάζε ππάξρεη έλα θιεηδί ηεο ηζηνξίαο κνπ-).

#1 Ε΢ΧΑΣΗ ΑΝΑΡΧΙΑ (κι άλλα αποσπάσματα):. Καη κηα θαη ην ’θεξε ε θνπβέληα, ε πνηλή ηνπ ζαλάηνπ γηα πνην παξάπησκα επηβιήζεθε ζηα όληα; Γηα πνην έγθιεκά ηνπο; Πνηνο δηάβνινο ηέινο πάλησλ δνινθνλεί ηελ ύπαξμε θαη καδί ηεο ηελ αζσόηεηα πνπ ηελ απνηειεί; Πνηνο απνρσξίδεη ηηο ππάξμεηο, πνιπηεκαρίδεη ηελ θαξδηά πνπ ηηο ελώλεη; Είκαη θαηάπιεθηνο από ηνλ ζαδηζκό, ή ηνλ καδνρηζκό, αλ ζέιεηε, ηεο πξώηεο Αηηίαο, αθόκα θη αλ απηή είλαη ην Τπραίν). «Αγάπε», κνπ θάλεη ζε κηα ζηηγκή ε Άλλα, «μέξεηο ηί ιέεη ν ηππόηεο ηνπ αλνηρηνύ θάζηξνπ, ν αγαπεκέλνο κνπ ήξσαο, εδώ θάπνπ;»


«Τί Άλλα;» «Πσο ε πξαγκαηηθόηεηα δηαθέξεη από ην όλεηξν, κόλν σο πξνο ην βαζκό κηαο ςεπδαίζζεζεο. Ωξαίν δελ είλαη;» Είλαη νινθάλεξν πσο ε αλζξώπηλε ηζηνξία πήξε ιάζνο δξόκν, από ην γεγνλόο πσο πάληα, ην πεδίν κέζα ζην νπνίν θηλήζεθε ήηαλ έλαο βάιηνο από αίκα θαη πόλν. Οη ππμίδεο καο έδεημαλ ιάζνο θαηεύζπλζε. Ο ζηνραζκόο, ε επηζηήκε κάο παξαπιάλεζαλ. Ο βάιηνο πνπ δηαζρίδνπκε δε βγάδεη ζε όαζε. Η όαζε πξέπεη λα βξίζθεηαη κέζα ζην πξώην καο βήκα, ή πνπζελά. Η εξκελεία ηεο Ιζηνξίαο πξέπεη λα βξίζθεηαη ζε θάζε ιεπηό ηνπ ρξόλνπ. Όρη ζην ηέινο ηνπ. Έλαο άιινο νξίδνληαο είλαη ν ηόπνο καο. Έλαο νπνηνζδήπνηε άιινο. Καη γηα ηελ πεξίπησζε πνπ απαηηείηαη κεγαιύηεξε ζαθήλεηα, ζαο ιέσ: Όρη κέζα ζην ρώξν ηεο αηηηνθξαηίαο. Μέζα ζην όλεηξν, ζηνλ κύζν πξέπεη λα θηλεζνύκε. Η αηηηνθξαηία καο ξίρλεη ζην αηέξκνλν, πνπ ζα καο θαηαπηεί νινθιεξσηηθά. Δελ ην θαηαιαβαίλεηε; Δελ επαξθνύλ νη δπλάκεηο καο γηα λα εξκελεύζνπκε, όπσο είλαη απαξαίηεην, θαη ην έζραην ζσκαηίδην ηνπ ρσξνρξόλνπ πνπ, άιισζηε, δελ ππάξρεη θηόιαο. Ο Κόζκνο είλαη εθείλν πνπ ζα νλεηξεπηνύκε. Είλαη ν κύζνο πνπ ζα ηνλ ληύζνπκε. Είλαη εθείλν πνπ ζα γξάςνπκε πάλσ ηνπ).


«Δειαδή», ιέσ, «θαληάδεζηε έλα ζύκπαλ νλ, πνπ ζθέθηεηαη, αηζζάλεηαη, ελεξγεί, δεκηνπξγεί;» «Όρη ππνρξεσηηθά», κνπ θάλεη ν ςπρίαηξνο από ην βάζνο ηεο έθζηαζήο ηνπ. «Όρη ππνρξεσηηθά». «Τόηε, πώο αιιηώο;» ζπλερίδσ λα ξσηώ. «Αθόκα θη έλα ζύκπαλ ρσξίο ςπρή, εληαία ζθέςε,


απνθιεηζηηθά κεραληζηηθό, κπνξεί λα ’λαη παξάινγν, αθνύ κπνξεί λα ’λαη ινγηθό. Ελλνώ, πσο έλα ζύκπαλ πνπ ην ζπγθξνηνύλ λόκνη, θάιιηζηα, ζε θάπνηα ζηηγκή, νη λόκνη απηνί κπνξνύλ λα θαηαξξεύζνπλ, ή λ’ αληηζηξαθνύλ. Θέισ, κεηαμύ ησλ άιισλ, λα πσ πσο ε ζπκπαληηθή δνκή, ίζσο κεηαζρεκαηίδεηαη ζε ράνο. Με ή ρσξίο κεηαθπζηθή αηηία, απηό κπνξεί λα ζπκβεί. Δελ είλαη ππνρξεσηηθό λα ’λαη απεξηόξηζηεο δηάξθεηαο νη θπζηθνί λόκνη. Ούηε απηνί νη λόκνη λα κελ πεξηέρνπλ ζηελ εληειέρεηά ηνπο, ηε δηαθνξνπνίεζε. Αθόκα θαη ην παηρλίδη. Τν ρηνύκνξ, ηνλ ζαξθαζκό. Τελ νξγή. Τελ αγάπε. Τε θζνξά ηνπο θαη δελ μέξσ ηη άιιν αθόκε. Η άινγε, ή ε ινγηθή αηηία πνπ όξηζε ηελ ηαρύηεηα ηνπ θσηόο ζε 300 ρηιηάδεο ρηιηόκεηξα ην δεπηεξόιεπην, κπνξεί, μαθληθά, λα ηελ νξίζεη ζε 300 κέηξα, ή ζε 300 εθαηνκκύξηα ρηιηόκεηξα. Κη νι’ απηά, ρσξίο, ππνρξεσηηθά, λα ππάξρεη πίζσ απ’ απηό κηα βνύιεζε. Όπσο έγηλε απηό πνπ ππήξμε, γίλεηαη ηώξα απηό πνπ βιέπνπκε λα δηαθνξνπνηείηαη. Τν ’πα θαη πξηλ. Γηαηί λα κελ ππάξρεη ζηνπο θπζηθνύο λόκνπο θαη ν λόκνο ηεο θαηάξγεζήο ηνπο, ή ηεο κεηαηξνπήο ηνπο; Κξαηάκε ζηα ρέξηα καο ήδε πνιιέο απνδείμεηο γηα θάηη ηέηνην. Εθείλν πνπ καο ιείπεη είλαη ε


απόδεημε ηεο ύπαξμεο ή όρη, κηαο βνύιεζεο. Τεο ζπκπαληηθήο βνύιεζεο. Πάλησο, ό,ηη θαη λα ζπκβαίλεη, ήδε θπζά έλαο αέξαο ειεπζεξίαο κέζα ζην ρσξνρξνληθό ζπλερέο. Δελ ηνλ αηζζάλεζηε;» «Ναη», απαληά ε νκάδα ππλσηηζκέλα. «Α, καο είπεο θάηη ην ηξνκεξά ζεκαληηθό, Τίην»,

#2

Ρώτησε κάποιος: “Ποιοι είναι οι όροι

της Ύπαρξης;” Σου είπα, αυτοί: Ο πνευματικά και σωματικά δυνατός παίρνει τα περισσότερα (αφορά όλα τα γνωστά όντα). Ο μη ηθικός που συνδυάζει και τις δυο πάρα πάνω ιδιότητες (αφορά τον Άνθρωπο αποκλειστικά) τα παίρνει όλα.


Ο απόλυτα ηθικός άνθρωπος τα δίνει όλα (και τη ζωή του). Ο «άλλος» άνθρωπος είναι το μέσον για την υλοποίηση της ανάγκης σου για δύναμη, κυριαρχία, ηδονή ή ό εχθρός σου. Όμως, στους νόμους της Ύπαρξης περιέχεται και ένας ακόμα νόμος που όσο περισσότερο ενεργοποιείται (από τον άνθρωπο) τόσο μειώνεται η ισχύς των νόμων της αντιπαράθεσης των όντων. Κι αυτόν τον νόμο υπηρετούν οι θρησκείες, οι τέχνες, οι ουμανιστικές πολιτικές θεωρίες, ο πολιτισμός, που κάποτε θα ολοκληρώσουν το ανθρώπινο πεπρωμένο, που είναι ο εμπλουτισμός του Χωροχρονικού ΢υνεχούς με αυτό που ο Άνθρωπος ονόμασε Αγάπη. #3 Είπα στο νεαρό συγγραφέα: Οι νέοι συγγραφείς πρέπει να μελετούν τα


έργα των παλαιοτέρων για να γνωρίζουν τι πρέπει να ξεπεράσουν. Και οι παλαιοί συγγραφείς να θυμούνται αυτό που είπε κάποιος:

“Καλός δάσκαλος είναι εκείνος που πλάθει μαθητές που τον ξεπερνούν”.

#5 Έρεη κηα κέγηζηε αιεζνθάλεηα ην Επέθεηλά κνπ. Οκνινγώ πσο δελ εθπέκπεη δπλαηή, ζηέξεα αίζζεζε ηεο αιήζεηαο. Πάλησο, αλ δελ βξίζθνκαη ζην Επέθεηλα αιιά εγθισβηζκέλνο ζε θάπνην όλεηξό κνπ. Τόηε απηά όια πνπ νλεηξεύηεθα κπνξνύλ λα είλαη κηα πξόηαζε πξνο ηε Σησπειή, Αηληγκαηηθή, ακέηνρε ζηα ηεθηαηλόκελα ηνπ αηζζεηνύ Κόζκνπ, Αηηία ηεο Δεκηνπξγίαο. Μηα ππόδεημε. Αθόκα θαη ζηηο ζξεζθείεο πνπ θαληάδνληαη ηνπο ζενύο ηνπο ηόζν κηθξνύο, ώζηε λα απαηηνύλ ηε ιαηξεία, ηελ ππνηαγή (ησλ εγθαηαιεηκκέλσλ ζηε κνίξα ησλ πξνδηαγξαθώλ ηνπο δεκηνπξγεκάησλ ηνπο) ζηεξεκέλνπο από ηελ απόιπηε Αγάπε θαη δεκηνπξγνύο ελόο αηληγκαηηθνύ, όιν δάθξπα, πόλν θαη αίκα Κόζκνπ.

(Εδώ τελειώνει ένα ακόμα όνειρό μου. Το τελευταίο;).


H Φρύα φτιάχνει τους ανθρώπους

Γεωργία Φιλιππίδου


Στα πολύ παλιά χρόνια, η Φρύα, μέσα στην απέραντη σοφία της, αποφάσισε να φτιάξει ανθρώπους. Τότε ο κόσμος δεν ήταν έτσι όπως είναι τώρα, ήταν πιο μιαμιά, σαν πατηκωμένοι χουρμάδες ένα πράγμα. Τέλος πάντων, τριγύριζε λοιπόν η Φρύα και έπαιρνε χούφτες-χούφτες από το μιαμιά που ήταν ο κόσμος και έπλαθε ανθρωπάκια. Τα πρώτα της βγήκαν λίγο κάπως, αλλά γρήγορα πήρε το κολάι και άρχισε να τα φτιάχνει όλο και καλύτερα. Γι’ αυτό αν δεις μερικοί άνθρωποι είναι κακομούτσουνοι, φαίνεται ότι ήταν από τους πρώτους που έφτιαξε. Μόλις τα έφτιαχνε, τα ανθρωπάκια πηδούσαν από το πλοκάμι της και τριγύριζαν εδώ και κει χωρίς σκοπό. Τι να τον κάνουν τον σκοπό, έτσι χύμα που ήταν ο κόσμος, θα με πεις και θά 'χεις δίκιο. Η Φρύα, μέσα στην απέραντη σοφία της, χαιρόταν γενικώς πολύ και έφτιαχνε κι άλλα. Σύντομα όμως άρχισε να της φαίνεται κάπως μονότονη η εικόνα,


μόνο ένας ασουλούπωτος κόσμος και διάφορα μπαρμπαδάκια να περιφέρονται πάνω του, και άρχισε να φτιάχνει κι άλλα σχέδια: έφτιαξε κάκτους και τρυποκάρυδους, πεταλούδες και χελώνες, μολόχες και ελέφαντες και περνούσε τον χρόνο της πολύπολύ ευχάριστα, θα έλεγα, αν υπήρχε τότε χρόνος. Που δεν υπήρχε, αλλά κάτσε να δεις τι έγινε. Είχε λοιπόν γεμίσει παντού ζωντανά πράγματα που έτρωγαν ή πηδούσαν το ένα το άλλο και όλα ήταν πολύ όμορφα και ευτυχισμένα, μέχρι που τα σκοτεινά τζιν, εκείνα που ζούσαν πίσω από τα άστρα, είπανε να ρίξουν καμιά ματια στον κόσμο, να δουν πώς πάει. Τελευταία φορά που τον είχανε δει ήταν ψιλοάμορφη μάζα, αλλά τώρα είδαν, προς μεγάλη τους έκπληξη, ότι ήταν εντελώς αλλιώτικος. Υπήρχαν δάση και χώμα και βουνά και ηλιοβασιλέματα και


ορνιθόρυγχοι και άλλα πράγματα θαυμαστά. Όπως ήτανε φυσικό, ζήλεψαν. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλα μαζί, να δουν τι να κάνουν. Τους φάνηκε ξαφνικά μεγάλη αδικία, ο κόσμος να έχει γίνει έτσι τζιτζί και τα ίδια να στριμώχνονται ανάμεσα στις φεγγαραχτίδες και να τρώνε κομήτες. Καλά ήταν, αλλά πόσους κομήτες να φας, στο τέλος το βαριέσαι. Οπότε, αποφάσισαν να περιμένουν να νυχτώσει και τότε να περάσουν μέσα από τις τρύπες των άστρων και να κατέβουν στην γη. Έπρεπε να το κάνουν κρυφά, επειδή ως γνωστόν οι θεοί και τα τζιν δεν τα πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους και δεν ήθελαν να τα δει η Φρύα, μέσα στην απέραντη σοφία της. Όντως, ένα βράδυ έβγαλαν τα σώματά τους, τα άφησαν εκεί, πίσω από τα αστέρια κι έτσι αόρατα άρχισαν να κατρακυλούν αργά, σαν δάκρυα γλυκόπικρων αναμνήσεων, και να πέφτουν ένα-ένα στη γη, μαλακά και τρυφερά. Κι όταν ήρθε και το τελευταίο,


βάλθηκαν να σέρνονται και να κοιτάζουν γύρω τους και να ψάχνουν για κάπου να τρυπώσουν. Μερικά πήγαν και χώθηκαν σε κάτι μυρμήγκια που βρήκαν εκει πέρα πρόχειρα, αλλά γρήγορα ξαναβγήκαν φρικαρισμένα, αρνούμενα να απαντήσουν τι είχαν δει και απαντώντας στις ερωτήσεις των άλλων μόνο με δυνατά κουνήματα των κεφαλιών τους. Άρχισαν λοιπόν να μπαίνουν σε ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, χωρίς να έχουν καλύτερη τύχη. Μερικά μπήκαν σε κάτι φίδια αλλά ξεπάγιασαν, κάποια χώθηκαν σε κάτι κουκουβάγιες αλλά αηδίασαν από τα υπολείμματα ποντικιών στα έντερα και ξαναβγήκαν γρήγορα. Οι τυφλοπόντικες είχαν πολύ σπασμένα νύχια, τα γεωσκώληκα μια απαίσια γεύση σαπίλας στο στόμα και οι πέτρες παραήταν συμπαγείς. Στο μεταξύ, ο ουρανός στην ανατολή είχε αρχίσει να ανοίγει, κι αυτό τα έκανε να ανησυχήσουν, επειδή τα τζιν δεν τα πάνε και πολύ καλά


ούτε με τον ήλιο. Γενικά δεν τα πάνε και πολύ καλά με τίποτα, ούτε και μεταξύ τους, όπως διαπιστώνουμε εδώ και αιώνες· αλλά προτρέχω. Εκεί λοιπόν που άρχισαν να αγχώνονται και να ψάχνουν όλο και πιο εντατικά, ένα από αυτά έτυχε να σκουντουφλήσει πάνω σε κάτι ζεστό και μαλακό που κοιτόταν στο χώμα. Το πράγμα αναδεύτηκε και έκανε μούχουχνούχου και το τζιν χωρίς να χάσει καιρό βούτηξε μέσα του. Εκεί το περίμενε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Το πλάσμα έμοιαζε με κάτι άλλα που είχε δοκιμάσει, αλλά είχε και κάποιες ενδιαφέρουσες διαφορές. Εκείνο το μαλακό πράγμα μέσα στο κρανίο του ας πούμε. Πω πω, ήταν πολύ! Και τι δεν θα μπορούσε να κάνει! Αργά και προσεχτικά απλώθηκε και χώθηκε σε κάθε μέλος του πλάσματος και το σώμα του ταίριαξε γάντι, καλύτερα κι από κείνο που έιχε αφήσει πίσω


από τα αστέρια, θα έλεγε κανείς. Με τον ενθουσιασμό να το πλημυρίζει, το τζιν άνοιξε τα μάτια του πλάσματος και αντίκρυσε έναν κόσμο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο, μια απέραντη ασημιά νύχτα και τα αστέρια σαν γυαλιστερή σκόνη στο στερέωμα και τότε άνοιξε το στόμα του πλάσματος και έβγαλε από μέσα τις πρώτες λέξεις που ακούστηκαν ποτέ στον κόσμο: -- Μαλάκες, ρε, τρέχτε να δείτε! Τα τζιν μαζεύτηκαν γύρω του αστραπιαία. Έριξαν μια ματιά στο άτριχο ζώο που είχε σηκωθεί στα πίσω του πόδια και ανεβοκατέβαζε τα χέρια χαρωπά, αν και κάπως άγαρμπα, και χωρίς άλλα χασομέρια κοίταξαν τριγύρω και βρήκαν το υπόλοιπο κοπάδι να κοιμάται λίγο πιο κει. Τότε έγινε ένα ψιλομπάχαλο, γιατί όλα τα τζιν ορμήσανε να χωθούνε μέσα στα κοιμησμένα πλάσματα, τα οποία δεν έφταναν για όλους. Σημειώθηκαν μικροκαυγάδες, αλλά στο τέλος κατάφεραν να βολευτούν τα περισσότερα.


Μερικά μπήκαν δύο μαζί, ενώ άλλα αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε διπλανούς θάμνους, βράχους, φίδια, όπου βρήκαν πρόχειρα και τέλος, σηκώθηκε ο ήλιος. Και έλαμψε πάνω σε έναν κόσμο ο οποίος δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Αυτό το κατάλαβε η Φρύα, μέσα στην απέραντη σοφία της, με την πρώτη ματιά, όταν κατέβηκε να κάνει τη βόλτα της στον κόσμο, όπως το συνήθιζε. Αντί να βρει τα μπαρμπαδάκια της να τρώνε, να πηδιούνται και να παίζουν, τα βρήκε να κάθονται όλα μαζί σε έναν κύκλο και να αγριοκοιτιούνται. Αμέσως έσμιξε τα φρύδια της, στήριξε τα πλοκάμια στους γοφούς της και έβαλε φωνή μεγάλη. -- Τι έχουμ' εδώ; Τα τζιν, που πλέον δεν ήταν τζιν αλλά είχαν καταφέρει να γίνουν οι πρώτοι άνθρωποι, γύρισαν και την κοίταξαν. -- Συζητάμε αν θα πρέπει να Σας προσφέρουμε χοές, σπονδές ή


ανθρωποθυσίες, είπε ένας ηλικιωμένος με μούσια. Συγνώμη, αλλά εγώ δεν το βρίσκω σωστό να τη βγάλουμε με μέλι και λίγα φρούτα, όπως μερικοί. Έριξε ένα πλάγιο βλέμμα όλο σημασία σε μια ομάδα που στέκοταν λίγο παρακεί και συνέχισε. -- Στο κάτω-κάτω, μας πλάσατε. Η Φρύα, πάντα μέσα στην απέραντη σοφία της, κοίταξε αυτόν που της μίλησε, την γενειάδα, την γκελεμπία από δέρμα σκίουρου και τη μαγκούρα από νεαρή δρυ στο χέρι του, και είπε: -- Για μισό λεπτό. Εγώ δεν έπλασα τέτοια πράγματα. Έδειξε με μια κίνηση τον τύπο με το μούσι και μετά έστρεψε το βλέμμα της στους άλλους. Εκείνοι ήταν μερικοί νεαροί και νεαρές με μακρυά μπερδεμένα μαλλιά. Φορούσαν φουστάνια από πλεγμένα βούρλα και στα κεφάλια στεφάνια από αγριολούλουδα. -- Δεν έχουμε δικαίωμα να αφαιρούμε τη ζωή από κανένα ζώο, πουλί, φυτό ή ορυκτό, της είπε ένας από αυτούς με


τραγουδιστή φωνή. Οι υπόλοιποι χτύπησαν ρυθμικά κάτι πέτρες που κρατούσαν στα χέρια τους, κάνοντας ένα μακρόσυρτο χρρρ. Και τότε η Φρύα μέσα στην απέραντη σοφία της, πολύ φοβάμαι ότι απλά έκανε μεταβολή, καβάλησε τον πύρινο δεινόσαυρό της και πέταξε στα ουράνια. Τράβηξε ίσα για την κατοικία των θεών, οι οποίοι ήταν σίγουρη ότι θα της έλεγαν ''στά λεγα εγώ'' και ''δεν είπαμε άμα φτιάχνεις κόσμους να τους τυλίγεις με την προστατευτική μεμβράνη;'' Και ποτέ δεν ξαναφάνηκε ανάμεσά μας, όσες παρθένες κι αν έσφαξαν οι άνθρωποι για να τη φέρουν πίσω. Κι αν μερικοί ισχυρίζονται ότι την βλέπουν κατά καιρούς, μη τους πιστεύεις. Η αλήθεια είναι ότι μας άφησε έτσι, να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Και αυτό κάνουμε από τότε, οι δύστυχοι.


ΣΝΑΕΣ

Νίκος Μούρας


Το δωμάτιο είχε μια ατμόσφαιρα βαριά, σαν αιωρούμενη πάχνη και μύριζε εξίσου βαριά. Κάτι σαν λιβάνι με μια υποψία κόλιανδρου, ένα παράξενο μείγμα για τα άπειρα ρουθούνια μου. Δεν ξέρω αν ήταν της φαντασίας μου όλα αυτά. Ίσως και να ήταν, καθώς ο διάμεσος δεν είχε έρθει ακόμη. Μάλλον ανυπομονούσα τόσο πολύ για αυτή τη συνάντηση που οι αισθήσεις μου είχαν τρελαθεί και ένιωθα πράγματα πριν καν συμβούν. Ωστόσο θα μπορούσα να ορκιστώ πως αν κουνούσα το χέρι μου θα έβλεπα τον αέρα να αναδεύεται μπροστά στα μάτια μου, να στροβιλίζεται και να σπρώχνει μικρά κρύα ρεύματα στα μάγουλά μου. Αυθυποβολή το λένε νομίζω. Να αισθάνεσαι πράγματα επειδή επιθυμείς κάτι σφόδρα. Αυτή η διαδικασία βέβαια δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη σε καμία περίπτωση. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου υπήρξε μια


επιτυχής επικοινωνία αλλά οι παράμετροι ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την έκβαση μιας τέτοιας τελετής. Ούτε καν ο διάμεσος. Τον γνώρισα πριν λίγες ημέρες και ευλογώ την τύχη μου γι’ αυτό. Δεν δίστασε να μου αποκαλύψει την ιδιότητά του, ίσως από συμπόνια, ίσως και από προσωπική φιλοδοξία. Δεν με ενδιαφέρει και τόσο. Από τη στιγμή που μου είπε πως θα είχα τη δυνατότητα να μιλήσω με τη γυναίκα μου, τον εκτίμησα τόσο που ουδόλως με απασχόλησε ο χαρακτήρας και τα κίνητρά του. Ήξερα πως δε μου έλεγε ψέματα και αυτό αρκούσε. Στην αρχή φυσικά και ήμουν επιφυλακτικός, καθώς κυκλοφορούν πολλοί απατεώνες που εκμεταλλεύονται τον πόνο της απώλειας. Αυτός όμως είχε ένα παρουσιαστικό που αν είχε στόμα θα φώναζε για το πόσο ιδιαίτερος ήταν. Ψηλός, με σκούρα εκφραστικά μάτια,


μυτερό σαγόνι. ΋χι πως είχε σημασία, μα όλη του η εμφάνιση και η συμπεριφορά ανέδιδαν κάτι το μυστηριώδες, κάτι το σαγηνευτικό. Φυσικά, αν δεν μου ανέλυε με κάθε λεπτομέρεια όλες του τις πετυχημένες επικοινωνίες, τις οποίες εγώ αργότερα διασταύρωσα με όσα άτομα ανέφερε και έτυχε να γνωρίζω, η κορμοστασιά του θα συγκρινόταν με ένα πανύψηλο αλλά ξερό δέντρο. Εντυπωσιακό αλλά άχρηστο. ΋σο περνούσε η ώρα η αγωνία μου όλο και αυξανόταν. Κοιτούσα προς τη πόρτα και μισοέκλεινα τα μάτια μου σα να ήθελα να τη κάνω να χτυπήσει από μόνη της. Ακόμα και αν ο διάμεσος αποτύγχανε να επικοινωνήσει με τη γυναίκα μου, θα είχα σαν παρηγοριά αυτή την ακραία προσπάθεια που είχα κάνει για να μιλήσω μαζί της για μια τελευταία φορά.


Προσπάθησα να φέρω την εικόνα της στο μυαλό μου μα ήταν θολή και αυτό με εξόργισε. Πίεσα τον εαυτό μου να ανατρέξει σε όλες μου τις αναμνήσεις από αυτήν και να δημιουργήσει μια καθαρή εικόνα. Δεν ήταν δυνατό να αρχίζω να τη ξεχνάω. Δεν είχε περάσει τόσος καιρός. Πιέστηκα κι άλλο μέχρι που την είδα σε μια φωτογραφία που είχαμε βγάλει μαζί. Τη θυμόμουν καλά αυτή τη φωτογραφία. Χαμογέλασα. Όστερα η ανάμνηση χάθηκε και ένα άμορφο περίγραμμα με σποραδικά μονάχα χαρακτηριστικά, πήρε τη θέση της πίσω από τα κλειστά μου μάτια. Πριν προλάβω να στεναχωρηθώ για την αδυναμία μου να διατηρήσω το πρόσωπό της στο μυαλό μου, η πόρτα χτύπησε. Ο ήχος που έκαναν τα δάχτυλα πάνω στο ξύλο αντήχησε σε όλο το δωμάτιο σαν απόκοσμη φωνή. Ήταν ένα σιγανό χτύπημα αλλά


ανέδυε μια σιγουριά. Ανατρίχιασα. Οι αισθήσεις μου πατούσαν πάλι σε τεντωμένο σχοινί. Προχώρησα προς τη πόρτα και την άνοιξα. Ο διάμεσος στεκόταν μπροστά μου, στο κατώφλι και το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε το κούφωμα. Φορούσε ένα μαύρο παλτό που έφτανε στα γόνατά του και τα γένια του έμοιαζαν υγρά. Με κοίταξε και χαμογέλασε ελαφρά. Εγώ του έγνεψα με το κεφάλι και παράλληλα παραμέρισα για να τον αφήσω να μπει μέσα. Μπήκε στο δωμάτιο με αργά αλλά σίγουρα βήματα, όπως ακριβώς είχε χτυπήσει και τη πόρτα μου. Αυτά φαντάζουν σαν ανούσιες λεπτομέρειες μα για μένα ολόκληρη η συμπεριφορά του, κάθε της έκφανση ήταν σημαντική. Το σύνολο αυτών των χαρακτηριστικών του, οι εκφράσεις του, οι χειρονομίες του, ο τρόπος που περπατούσε,


μου αποδείκνυαν με τρόπο ασυνείδητο πως ήταν κάτι το ξεχωριστό. Αυτό με γέμιζε ελπίδα πως θα είχα την ευκαιρία να την ακούσω και ποιος ξέρει, ίσως και να την έβλεπα κιόλας. Δεν ήταν κάτι εντελώς απίθανο. Ο διάμεσος περιεργάστηκε το χώρο με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί. Είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του και έμοιαζε να οσφραίνεται την ατμόσφαιρα. Είχε ανοίξει τα χέρια του διάπλατα και τα μάτια του παρέμειναν κλειστά σε όλη τη διαδικασία. Ένας συνδυασμός αγγέλου και κυνηγόσκυλου. Άφησε έναν αναστεναγμό να βγει με δύναμη από το στόμα του και στη συνέχεια απευθύνθηκε σε μένα. Η φωνή του ήταν βραχνή μα με ευγενικό τόνο. «Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που…»


«Πέντε μήνες», του αποκρίθηκα. Ένα τραπέζι και δύο καρέκλες ήταν ο μόνος διάκοσμος του δωματίου. Δύο κεριά, ένα σε κάθε άκρη του τραπεζιού, ήταν οι μοναδικές πηγές φωτός. Οι σκιές τους χόρευαν πάνω στο γκριζαρισμένο τοίχο με την κάθε ανεπαίσθητη κίνηση. Έκατσε στη μία καρέκλα και μου έκανε νεύμα να καθίσω και γω. Υπάκουσα σαν υπνωτισμένος. «Δεν μπορώ να τη φέρω στη μνήμη μου, του είπα. Προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις και το μόνο που καταφέρνω είναι να τη δω για μια στιγμή, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Συμβαίνει συχνά αυτό;» Έτριψε τα γένια του και χαμογέλασε πλατύτερα από τη προηγούμενη φορά. «Την αγαπούσες πολύ λοιπόν, είπε. ΋ταν αγαπάς κάποιον τόσο πολύ, η εικόνα παύει


να έχει τη σημασία που οι περισσότεροι της αποδίδουν. Αυτό που μένει είναι η αίσθηση που σου αφήνει το πρόσωπο. Δεν συμβαίνει συχνά δυστυχώς. Εσύ μπορεί να δυσχερείς που δυσκολεύεσαι να φέρεις στο μυαλό σου το πρόσωπό της, μα από τη πείρα μου σου λέω πως αυτό είναι καλό. Τι λες λοιπόν, να ξεκινήσουμε;» Στο άκουσμα αυτών των λέξεων η ταραχή μου ήταν απερίγραπτη. Προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος. «Είμαι όσο έτοιμος η κατάστασή μου, μου επιτρέπει. Θα χρησιμοποιήσουμε κάποιο πίνακα με γράμματα ή κάτι παρόμοιο;» Εκείνος γέλασε ελαφρά. «Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα, είπε. Ο πίνακας θα ήταν αποτελεσματικός σε άλλες περιπτώσεις, όχι για αυτό που θέλουμε να


κάνουμε. Δεν γνωρίζω εάν άλλοι διάμεσοι το χρησιμοποιούν. Εγώ βασίζομαι μονάχα στο νου μου και στην επιθυμία του άλλου να επικοινωνήσει με το αγαπημένο του πρόσωπο.» Τα λόγια του με ηρέμησαν κάπως. Δεν ήξερα πώς οι μέθοδοί του θα γινόντουσαν πράξη αλλά ήμουν στα σίγουρα περίεργος να μάθω. ΋χι πια μονάχα από προσωπικό ενδιαφέρον. Θα ήθελα να παρευρισκόμουν και σε άλλη μια τέτοια τελετή, να τον έβλεπα να λειτουργεί με αντικειμενική ματιά, σαν παρατηρητής. Δεν είμαι σίγουρος πως θα με άφηνε βέβαια. Ο διάμεσος πήρε το αριστερό μου χέρι και το έσφιξε στις παλάμες του. Το δέρμα του το ένιωθα ξερό και κρύο στα δάχτυλά μου. Η λαβή του ήταν σφιχτή αλλά όχι τόσο δυνατή ώστε να πονέσω. Είχα ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που πόνεσα σωματικά.


Έκλεισε τα μάτια του και αυτοσυγκεντρώθηκε. Με φωνή που έμοιαζε περισσότερο με ρόγχο είπε: «Κλείσε τα μάτια σου και προσπάθησε να τη θυμηθείς. ΋χι την εικόνα της απαραίτητα, οτιδήποτε. Τη φωνή της, τη μυρωδιά του δέρματός της, καθετί που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη των αισθήσεών σου. Συγκέντρωσε όλη τη προσοχή σου σε αυτό. Είναι το μόνο που θέλω από σένα. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβω εγώ.» Σκέφτηκα τα δάχτυλά μου να χαϊδεύουν το χέρι της απαλά. Πλησίασα το πρόσωπό μου στο λαιμό της. Το δέρμα της ανέδιδε μια μυρωδιά καλαμποκιού και κανέλλας. Ένιωσα το στόμα μου να τη φιλάει στον ώμο. Εκείνη γέλασε παιχνιδιάρικα. Πέρασα το χέρι μου στη μέση της και της ζούληξα τη κοιλιά. Εκείνη άρχισε να γελάει και να μου λέει να


σταματήσω επειδή γαργαλιόταν. Εγώ συνέχισα, καθώς ήξερα πως της άρεσε. Ήταν το παιχνίδι μας. Τότε εκείνη τράβηξε το χέρι μου από πάνω της και γύρισε να με κοιτάξει. Την κοίταξα και γω αλλά αυτό που είδα με παραξένεψε. Το μάτια της είχαν γουρλώσει. Φαινόταν σα να μη με αναγνώριζε. Το στόμα της ήταν διάπλατα ανοιχτό και έτρεμε σύγκορμη. Μα πως ήταν δυνατό; Πριν λίγο εγώ ήμουν αυτός που τη χάιδευα και τη φιλούσα; Είχε αρχίσει και η φαντασία μου να με προδίδει; Αλίμονο αν ούτε οι σκέψεις μου δε συμβάδιζαν με τις επιθυμίες μου. Αυτή τη κατάρα δεν ξέρω πώς θα την άντεχα. Τότε κοίταξα γύρω μου. Δε βρισκόμουν στο κόσμο της φαντασίας μου. Σε κάποιο σημείο είχα ανοίξει τα μάτια μου και ο,τι είδα μετά ήταν πραγματικό. Ο διάμεσος καθόταν απέναντι μου και χαμογελούσε ελαφρά


παίζοντας με τα γένια του. Δεν κρατούσε πια το χέρι μου. Εκείνη στεκόταν όρθια δίπλα στο τραπέζι. Την έβλεπα. Την έβλεπα πραγματικά! Η τελετή είχε πετύχει. Σηκώθηκα αργά από το τραπέζι προσπαθώντας να μη την τρομάξω κι άλλο. «Μη φοβάσαι, της είπα. Ο φίλος μου και γω κάναμε μια τελετή ελπίζοντας να επικοινωνήσω μαζί σου μα αυτό είναι κάτι το απίστευτο.» Εκείνη έτρεμε ακόμη αλλά ένα χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στα χείλη της. «΍στε δεν ονειρεύομαι, είπε. Είσαι στα αλήθεια εσύ;» «Εγώ είμαι αγάπη μου και δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!»


«Σ’ έβλεπα στον ύπνο μου συχνά τον τελευταίο χρόνο. Έκλαψα πολύ, να το ξέρεις. Ακόμα δεν το έχω ξεπεράσει αλλά είμαι σε καλό δρόμο. Μου λείπεις πολύ όμως!» Ένα χρόνο είπε; Πως μου φαινόταν πως ήταν λιγότερο. Κοίταξα τον διάμεσο και το βλέμμα του με καθησύχασε. Η αίσθηση του χρόνου μάλλον ήταν πολύ σχετική. ΋ταν ζεις στον κόσμο των νεκρών παύεις να τον υπολογίζεις όπως όταν ήσουν ζωντανός. Μερικές φορές ξεχνάς να το κάνεις κιόλας. Δε σε ενδιαφέρει τι μέρα είναι, αν νύχτωσε, αν άλλαξε η χρονιά. Αυτό που λέμε βιολογικό ρολόι έχει ξεκουρδιστεί στη προσπάθειά του να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Άλλωστε λίγα πράγματα έχουν σημασία εδώ. ΋πως τα πρόσωπα που αγαπούσες. ΋,τι έκανα ήταν για να της δώσω την ευκαιρία να με δει έστω για μια τελευταία φορά. Για να τη δω και γω


μια τελευταία φορά. Είχα σκοπό να ξαναδοκιμάσω στο μέλλον μα τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Συνεπώς αυτή μας η συνάντηση να έμελλε να είναι η στερνή μας. Τώρα δεν έμοιαζε να φοβάται πια. Ήταν ταραγμένη σίγουρα αλλά ήταν φυσιολογικό. Έμοιαζε χαρούμενη. «Πως περνάς, πες μου», την ρώτησα. «Αντέχω, αυτό έχει σημασία. Τις έριξα τις στάχτες σου στη θάλασσα, όπως μου είπες. Τώρα έχω μόνο τις φωτογραφίες μας για να θυμάμαι.» «Έχεις και τη φαντασία σου, μη το ξεχνάς, της αποκρίθηκα. Το κάνω και γω. Κυκλοφορείς συνέχεια μέσα στο μυαλό μου.» «Σ’ αγαπώ πολύ!»


«Και γω σ’ αγαπάω.» Τότε τα κεριά τρεμούλιασαν σαν να τα έπληξε ένα απότομο ρεύμα αέρα και έσβησαν. Το σκοτάδι απλώθηκε παντού σαν αδιάφανο πέπλο. Εγώ έμεινα στη θέση μου, ακίνητος. Ως δια μαγείας τα κεριά άναψαν ξανά μόνα τους και στο δωμάτιο ήμασταν μονάχα εγώ και ο διάμεσος. Εκείνη είχε φύγει. Είχε γυρίσει στον κόσμο που άνηκε ή καλύτερα αυτή η δίοδος που είχε ενώσει τους κόσμους μας είχε πλέον κλείσει. Το μυαλό μου είχε πλημμυρίσει από μια χαρμολύπη. Ο διάμεσος σηκώθηκε αργά από την καρέκλα και με πλησίασε. «Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω», του είπα με τρεμάμενη φωνή. Εκείνος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και είπε:


«Χαίρομαι που πέτυχε. Το να καταφέρεις να δεις κάποιον ζωντανό είναι πολύ σπάνιο. Να τη θυμάσαι φίλε μου. Να τη θυμάσαι, όχι να τη νοσταλγείς. Είναι ο μόνος τρόπος για να μη τρελαθείς. Αυτός είναι ο μόνος κανόνας που ισχύει τόσο εδώ, όσο και εκεί πέρα. Και κείνη αυτό πρέπει να κάνει. Νομίζω πως το έχει συνειδητοποιήσει. Είναι καιρός να το κάνεις και συ.» Προχώρησε προς τη πόρτα, την άνοιξε και βγήκε χωρίς να πει κάτι άλλο. Δεν χρειαζόταν. Απόμεινα μόνος στο δωμάτιο και αναλογίστηκα τα λόγια του. Είχε απόλυτο δίκιο. Έσβησα τα κεριά με μια κίνηση. Δεν τα χρειαζόμουν πια. Ίσως να μη τα χρειαζόμουν ποτέ ξανά. Έμεινα στο σκοτάδι και με τη φαντασία μου άρχισα να περπατώ πάνω στο κορμί της και να μυρίζω το δέρμα της και να γελάω όποτε μου έλεγε πως γαργαλιόταν.



οικογενειακή γιορτή

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος


Ήταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι η μάνα μου, ο πατέρας, ο Φραντς κι εγώ. Ο πατέρας μού έτρωγε το χέρι κι εγώ με το άλλο ανακάτευα το μυαλό μου, ψάχνοντας να βρω το κουτάλι που είχε πέσει μέσα. Η μάνα, μοναδική γυναίκα πια στον κόσμο, κρατούσε την ομπρέλα για να μην πέφτουν οι βόμβες στα κεφάλια μας. Κι ο Φραντς στη μέση του τραπεζιού περίμενε τον πατέρα μας να τελειώσει μαζί μου.


Ο Φραντς πάνω στη μεγάλη ασημένια πιατέλα μ’ ένα μήλο στο στόμα.


Το περιςτζρι που ονειρευόταν γεράκια

Κωνςταντίνοσ Παραδιάσ


Μια φορά και ζνα καιρό ιταν ζνα περιςτζρι που φάνταηε τον εαυτό του για γεράκι. Δεν καταδεχόταν να ςυναγελαςτεί με το ςμινοσ των αδελφϊν, ξαδζλφων, πατεράδων και μθτζρων του, μιτε καταδζχονταν να παλεφει μαηί τουσ για να τςιμπιςει με το ράμφοσ του μια μπουκιά από ξεραμζνο λουκοφμι ι πολυκαιριςμζνθ τθγανιτι πατάτα. Στισ ςυηθτιςεισ των αδελφϊν του και τουσ κομπαςμοφσ τουσ (για νεαρζσ όμορφεσ υπάρξεισ που ςαγινευςαν με τα κζλγθτρά τουσ ι ιςτορίεσ ηεςτά, μυςτικά καταφφγια μακριά από το ανκρϊπινο μάτι), δε ςυμμετείχε ποτζ. Δεν ενδιαφερόταν για τισ μικρζσ, αςιμαντεσ αςχολίεσ τουσ και θ μπόχα και θ ςιψθ που αποτελοφςε τθν κακθμερινότθτά τουσ τον απωκοφςε. Το περιςτζρι που φάνταηε τον εαυτό του για γεράκι προτιμοφςε να κάκεται ςε ψθλά μζρθ (τθν αψίδα τθσ ειςόδου ενόσ ςτακμοφ ι τθν κορυφι μιασ ςτζγθσ ενόσ νεοκλαςςικοφ κτθρίου) και να κοιτάηει κάτω του τον κόςμο να αναδεφεται ανιςυχα τθ μζρα. Κοιτοφςε τα κεφάλια των ανκρϊπων (που ςε αυτό το φφοσ του ζμοιαηαν ςαν τθ γοφνα ενόσ μεγάλου


αρπακτικοφ, κάκε τοφφα του ςε διαφορετικό χρϊμα, πυκνότθτα και μικοσ) και παρακολουκοφςε με κάκε του μάτι χωριςτά κάκε λεπτομζρεια, κάκε κίνθςθ και φζρςιμο. Μάκαινε τουσ τρόπουσ των ανκρϊπων και μελετοφςε τουσ ιχουσ που κάνουν οι γάτεσ πριν χιμιξουν. Παρακολουκοφςε τισ περίεργεσ ηωζσ των ποντικϊν και φοφςκωνε με περθφάνια όταν άπλωνε τα φτερά του το καταμεςιμερο και ζβλεπε τθ ςκιά του, τεράςτια και ολότρανθ, να τα κάνει να ςκορπάνε ςε κάκε κατεφκυνςθ. Κάποιεσ φορζσ, το περιςτζρι που φάνταηε τον εαυτό του για γεράκι, ζβλεπε από το ορμθτιριό του μια μάηα από τουσ αδελφοφσ του, κακϊσ αντιμάχονταν για ζνα ψίχουλο από ξεραμζνο κουλοφρι, μαριναριςμζνο με βρωμόνερα. Τότε, άνοιγε τα φτερά του απ’ άκρθ ς’ άκρθ και με δυο χτυπιματα ανζβαινε ψθλά ςτον αζρα, μζχρι που ζφτανε πάνω από τουσ αδελφοφσ του, με τθ ςκιά του να κρφβει τον ιλιο. Τότε, κακϊσ τα αδζλφια του ςκορποφςαν (όντασ ςτα μάτια του δειλοί από τθ φφςθ τουσ), αυτόσ ορμοφςε με μια βουτιά, άπλωνε τα νφχια του και χραπ! Άρπαηε το ξεροκόμματο, ορμϊντασ και πάλι προσ του αικζρεσ. Δεν το ζτρωγε


φυςικά, οφτε που ανεχόταν να το κοιτάηει. Το άφθνε να πζςει κάπου μακριά, ςτθ μζςθ ενόσ δρόμου ι ςτισ ράγεσ των τρζνων, χορταςμζνοσ και μόνο από τθν τρομάρα τουσ. Κακόταν τότε, με το ςτικοσ του φουςκωμζνο περιφανα και καφμαηε τθν αντανάκλαςι του ςτουσ φεγγίτεσ των ςιδθροδρομικϊν ςτακμϊν. Κοιτοφςε τον εαυτό του με ζνα μάτι τθ φορά και ζβλεπε φτζρωμα που είχε το χρϊμα κορμοφ δζντρου, νοτιςμζνο από τθ βροχι, ραντιςμζνο με χρυςάφι. Θωροφςε το ράμφοσ του και ςτα μάτια του φάνταηε τρανό και ςουβλερό. Τα πόδια του δεν του ζμοιαηαν λεπτά ςαν ξυλαράκια αλλά τρομερά και δυνατά, ςτολιςμζνα με μακριά, γαμψά νφχια. Κάποιεσ φορζσ, μάλιςτα, κακϊσ τςιμποφςε ςτα κρυφά κάποιο ςφκο που είχε (παραγινωμζνο πια) πζςει από το κλαρί του, παρίςτανε πωσ ιταν ζνα ποντίκι που ‘ςκιηε με τα νφχια του και άνοιγε με το τρανό του ράμφοσ τα ςωκικά του, λεκιάηοντασ το φτζρωμά του με το αίμα του. Μια μζρα, κακϊσ το περιςτζρι που ονειρευόταν γερακοςφνθ ετοιμαηόταν για άλλθ μια φορά να βουτιξει ςτθ γθ και να κοψοχολιάςει τουσ ομοίουσ του, είδε μια ςκιά που ςκοτείνιαηε τον


ιλιο. Με τθν άκρθ του ματιοφ του, είδε τα τρομερά τθσ φτερά να χτυποφν μια, δυο, τρεισ, πριν βουτιξουν κάτω ταχφτερα κι από ςφαίρα. Πρόφταςε μόλισ να δει τον κυνθγό, μια κολοφρα από καφζ και κόκκινο, κακϊσ ορμοφςε κάτω. Τθν επόμενθ ςτιγμι, κάπου χαμθλά, άκουςε τισ κραυγζσ και τον κρινο των αδελφϊν του, κακϊσ το γεράκι ζκλειςε τα γαμψά του νφχια γφρω από τον πιο τροφαντό ανάμεςά τουσ και πζταξε ψθλά, κρατϊντασ το χορταςτικό του τρόπαιο ςτα νφχια του, ςτάηοντασ αίμα ςτθν άςφαλτο. Κοιτοφςε το γεράκι κακϊσ απομακρυνόταν, με τα φτερά του να χτυποφν τεμπζλικα, τον άνεμο να παςχίηει να το κρατιςει ςτον αζρα ςα να ιταν ςτ’ αλικεια κάποιοσ αυκζντθσ των ουρανϊν. Το περιςτζρι επζςτρεψε ςτο λθμζρι του, με το κρινο και τον οδυρμό των αδελφϊν του ςα μακρινό βόμβο ςτα αυτιά του. Κοίταξε τον εαυτό του ςτον φεγγίτθ και είδε πωσ ζτρεμε, με το ςτικοσ του μικρό και ηαρωμζνο, το φτζρωμά του ανάκατο και το ράμφοσ του και τα νφχια του τόςο μικρά και ανίκανα. Για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι του, το περιςτζρι που εφχονταν να ιταν γεράκι, διαπίςτωςε πόςο


απίκανο και τρελό ιταν το όνειρό του. Τρομοκρατθμζνο, άφθςε το λθμζρι του και ζτρεξε για να βρει τουσ αδελφοφσ του, που πανικόβλθτοι είχαν μαηευτεί ςτο κοίλωμα μια ςτζγθσ. Στεκόταν ανάμεςά τουσ και άκουγε το μοιρολόι τουσ, αλλά δεν ζβγαλε άχνα. Τθ νφχτα, το περιςτζρι δε μποροφςε να κλείςει μάτι. Στα όνειρά του ζβλεπε ζνα ουρανό όλο γεράκια, με τον ιλιο να ξεπροβάλει δειλά ανάμεςα από τα τρομερά φτερά τουσ. Ονειρεφτθκε μια βροχι από αίμα περιςτεριϊν και ζνα νζφοσ από γκρίηα ποφπουλα να ςκεπάηει τθν πόλθ. Ξφπνθςε ςτθ μζςθ τθσ νφχτασ γνωρίηοντασ πωσ ζπρεπε να γίνει γεράκι αμζςωσ, αν ικελε να γλιτϊςει τθν τρομερι αυτι μοίρα. Να γίνει κφτθσ το ταχφτερο δυνατό, προτοφ καταλιξει ςτο ςωρό με κφματα. Επζςτρεψε ςτο λθμζρι του, αναηθτϊντασ μια ςτιγμισ θρεμία, όταν πρόςεξε το ποντίκι που με κράςοσ αναςκάλευε τθ φωλιά του. Το κεφάλι του ιταν χωμζνο βακιά μζςα ςτα πλεγμζνα κλαριά και θ ουρά του κουνιόταν χυδαία ςτον αζρα, κακϊσ το ςτόμα του και τα νφχια του


πάλευαν να φάνει μια απαίςια λιχουδιά κάπου ςτα βάκθ. Το περιςτζρι που νόμιηε πωσ ιταν γεράκι πλθςίαςε τότε με βιματα αργά και ςτακερά και άπλωςε τα νφχια του να πιάςει το ποντίκι. Με μια κίνθςθ (που ςτα μάτια του φάνταηε γριγορθ και κανάςιμα ακριβισ, αλλά ιταν ςτθν πραγματικότθτα αδζξια και τρεμάμενθ) ζμπθξε τα νφχια του ςτα πίςω πόδια του ποντικοφ, που πιδθξε ζξω από τθ φωλιά και ζτρεξε αμζςωσ να ξεφφγει. Το περιςτζρι όρμθςε και πάλι, ςπρωγμζνο από τον τρόμο του κφματοσ και αυτό που νόμιηε πωσ ιταν θ ανάγκθ να γίνει κφτθσ. Με ζνα χτφπθμα των φτερϊν του ζπεςε πάνω ςτο ποντίκι και το πλάκωςε. Τα νφχια του ποντικοφ ςφρκθκαν πάνω ςτο φτζρωμά του, ξεριηϊνοντασ ποφπουλα με τισ μικρζσ του χοφφτεσ, κακϊσ πάλευε να ελευκερωκεί, μπερδεμζνο και τρομοκρατθμζνο ςυνάμα. Τθν επόμενθ ςτιγμι (ςπρωγμζνο από ανάγκθ και τρόμο παρά από ςυνειδθτι ςκζψθ), το περιςτζρι χτφπθςε με ορμι το ποντίκι, χτυπϊντασ το κεφάλι του με το ράμφοσ του. Ζνα, δφο, τρία χτυπιματα το ζνα πίςω από το


άλλο που ζςκιςαν τθ ςάρκα του, το ζκαναν να γευτεί αίμα. Κάτι μαλακό υποχϊρθςε από το τελευταίο του χτφπθμα και το ποντίκι πάλεψε μια τελευταία φορά, ζςκουξε και φςτερα ςταμάτθςε να παλεφει. Ανιμπορο, αιμορραγοφςε ςτθ ςτζγθ του ςτακμοφ, λεκιάηοντασ τα κεραμίδια. Το περιςτζρι προςπάκθςε να γίνει γεράκι τότε. Ζμπθξε τα νφχια του, που τα ζνιωκε μουδιαςμζνα, μζςα ςτθ ςάρκα και προςπάκθςε να ςκίςει το τομάρι του ποντικοφ, αλλά δε μπόρεςε. Τςίμπθςε τθν εκτεκειμζνθ ςάρκα των πλθγϊν του, αλλά θ γεφςθ του αίματοσ του ανακάτεψε το ςτομάχι. Προςπάκθςε να κοιμθκεί, αλλά ο ιχοσ τθσ ανάςασ του ποντικοφ δε ςίγαςε μζχρι το πρωί. Τθν επόμενθ μζρα, το περιςτζρι που πλζον είχε παραδεχτεί πωσ δε γνϊριηε πϊσ να φερκεί ςα γεράκι, ςκζφτθκε ζνα νζο ςχζδιο. Θα πιγαινε ο ίδιοσ ςτο γεράκι, με τον νεκρό ποντικό ςαν δϊρο και κα εκλιπαροφςε να του διδάξει τισ μεκόδουσ του κφτθ. Το κυνιγι μπορεί να μθν ιταν κάτι που γνϊριηε από γεννθςιμιοφ του, αλλά κα το μάκαινε με κάκε κόςτοσ.


Περίμενε ςτο λθμζρι του όλθ τθν θμζρα, κοιτάηοντασ τα αδζλφια του που, ςπρωγμζνα από τθν αζναθ πείνα τουσ, είχαν πλζον ξεχάςει τθν απειλι και ξανά μαηεφονταν ζξω από το ςτακμό, για να χορτάςουν με τα απορρίμματα τθσ ανκρωπότθτασ. Ο ιλιοσ είχε φτάςει και πάλι ψθλά ςτον ουρανό, όταν θ ςκιά του γερακιοφ ζπεςε ςτθν άςφαλτο. Με μάτια που ο τρόμοσ και θ αναμονι είχαν προετοιμάςει, βρικε τον κφτθ και μελλοντικό του δάςκαλο, τθ ςτιγμι που βουτοφςε ςτον ουρανό για να αρπάξει τουσ αδελφοφσ του. Χωρίσ να διςτάςει ςτιγμι, το περιςτζρι άρπαξε τον ποντικό με τα νφχια του (ριγϊντασ ςαν ζνιωςε το δίχωσ ηωι όγκο του κφματόσ του) και πζταξε, ακολουκϊντασ το γεράκι που επζςτρεφε ςτθ φωλιά του με άλλο ζνα αιμόφυρτο τρόπαιο. Με μια ματιά, ο όγκοσ που ςπαρταροφςε του φάνθκε γνωςτόσ, αλλά δεν είχε πια χρόνο για διςταγμοφσ. Χτυπϊντασ τα φτερά του με μανία, πάςχιςε να ακολουκιςει το γεράκι, που με τόςθ ευκολία προπορεφονταν και ανζβαινε ςε φψθ που δεν είχε ποτζ του τολμιςει να εξερευνιςει. Το ακολοφκθςε κακϊσ ςκαρφάλωςε, καβάλα ςτον


άνεμο, κατά μικοσ των τρομερϊν κτθρίων που ζςκιηαν τον ουρανό. Σπρωγμζνο από τθν αγωνία ςτθν ψυχι του, το περιςτζρι άνοιξε τα φτερά του και τα χτφπθςε με διπλάςια μανία, φτάνοντάσ το. Είδε το γεράκι να προςγειϊνεται ςτο λθμζρι του, ςε μια αψίδα πάνω από τα ςφννεφα και να ακουμπά εκεί το κιραμά του. Το ράμφοσ του καρφϊκθκε χωρίσ διςταγμό μζςα ςτθ ςάρκα και χϊριςε τον κόκκινο κθςαυρό από το πουπουλζνιο του περιτφλιγμα. Το περιςτζρι προςγειϊκθκε δίπλα του, βαριαναςαίνοντασ, αφινοντασ το δικό του πενιχρό φορτίο ςτα πόδια του. Το γεράκι τον κοίταξε με προςοχι, με ζνα ςτόμα όλο αίμα. Το περιςτζρι προςπάκθςε να κάνει τισ λζξεισ να βγουν από το ράμφοσ του: Δείξε μου πώς να γίνω θφτης. Αλλά ο τρόμοσ είχε ριηϊςει μζςα του και διζτρεχε κάκε ρανίδα του κορμιοφ του. Κροτάλιςε τα νφχια του ςτο μάρμαρο τθσ αψίδασ και χτφπθςε τα φτερά του. Το γεράκι ζςτρεψε το τρομερό του ςϊμα, φαντάηοντασ


τϊρα μεγάλο ςαν τον κόςμο, ηυγιάηοντασ το περιςτζρι με μάτια που μποροφςαν να κάνουν μζχρι και τθν άςφαλτο να δακρφςει από τρόμο Το περιςτζρι κζλθςε να πει: Σου ζφερα ζνα δώρο. Να, δες! Είμαι και εγώ θφτης. Αλλά το γεράκι χτφπθςε τα φτερά του δίχωσ να πει λζξθ. Το περιςτζρι (που πια δεν ικελε να γίνει γεράκι) τινάχτθκε πίςω, αλλά τα φτερά του τον πρόδωςαν και κουτρουβαλιάςτθκε, ςκοφηοντασ αδφναμα. Τα μάτια του γερακιοφ το κακιλωςαν και τα νφχια του αντιχθςαν κλακκλακ ςτο τςιμζντο. Κάτι υγρό και μακάβρια γνϊριμο ζπεςε από το ράμφοσ του γερακιοφ ςτθ ςτικοσ του. Θζλθςε να ουρλιάξει: Όχι! Φφγε! Φάε αυτόν, όχι εμζνα! Αλλά τα νφχια του γερακιοφ είχαν μπθχτεί ιδθ μζςα ςτο ςτικοσ του. Το περιςτζρι ζνιωςε το αίμα του, κακϊσ μοφλιαηε το φτζρωμά του. Πριν προλάβει να βγάλει άχνα, το ράμφοσ του γερακιοφ του ’χε αφαιρζςει πρϊτα το ζνα μάτι, φςτερα το άλλο. Μια, δυο κινιςεισ, δφο ιχοι


ςαν μακρινό χειροκρότθμα και το περιςτζρι ιταν πια τυφλό. Χτφπθςε για μια φορά ακόμθ τα φτερά του, αυτό το κφμα που παρζμεινε κφμα, κακϊσ ο κφτθσ του, ςπρωγμζνοσ από τθ φφςθ του παρά από ανάγκθ ι από πείνα, ζδωςε τζλοσ ςτο μαρτφριό του.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ ……………………. Όια ηα ωξαία θάπνηε ηειεηώλνπλ. Έηζη θαη ην SubTales έθηαζε ζην ηέινο ηνπ. Μηθξή ήηαλ ε δωή ηνπ, κα ππέξνρε. Σθνπόο ηνπ έηζη θη αιιηώο δελ ήηαλ λα γίλεη θαζεζηώο, αιιά πεγή έκπλεπζεο θαη ζύκβνιν θαιήο ζέιεζεο. Καη απηό ην πέηπρε. Επραξηζηίεο ζε όινπο όζνπο ζπκκεηείραλ, ην ζηήξημαλ, ην αγάπεζαλ θαη έλνηωζαλ θνκκάηη ηνπ. Χωξίο απηνύο, ηίπνηα δελ ζα ήηαλ εθηθηό. Αο κείλεη ζην αζπλείδεην ηεο κλήκεο ηνπ θαληαζηηθνύ, ζαλ έλα όλεηξν πνπ πέξαζε θαη εράζε… Έλαο θύθινο θιείλεη… Κάπνηνο άιινο αλνίγεη… Τν SubTales πεζαίλεη λέν, όπωο ηνπ πξέπεη. Καη έηζη ε ηζηνξία ηνπ ζα δήζεη… Abuno



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.