Βιβλίο: «Η Μάρω, η Κάλω και τα καλικαντζάρια»

Page 1

Δημοτικό Σχολείο Σταυρακίου Ιωαννίνων 2014 - 2015



Η Μάρω, η Κάλω και τα καλικαντζάρια! Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ' της κλότσο να γυρίσει να σας πω ένα παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι...

Δεν το ξέρω αν είναι αλήθεια γιατί πάει πολύς καιρός, μου το είπανε κι εμένα όταν ήμουνα μικρός!



Μια εργασία των μαθητών και των μαθητριών της Γ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Σταυρακίου Ιωαννίνων

Συνεργάστηκαν οι εκπαιδευτικοί: Χριστόφορος Πουλίζος, δάσκαλος Ελένη Αγγέλη, δασκάλα Χάρις Μέγα, μουσικός Έφη Μπόζιου, καθ. αγγλικών Δόξα Αδάμου, γυμνάστρια





ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κακιά μητριά που 'χε μια θυγατέρα και μια προγονή (κόρη του άντρα της από προηγούμενο γάμο). Τη θυγατέρα της την έλεγαν Κάλω και την προγονή της Μάρω. Η Κάλω ήταν άσχημη, ζηλιάρα και κακιά. Η ορφανή η Μάρω ήταν καλή και όμορφη και την αγαπούσε όλος ο κόσμος. Όλος ο κόσμος; Όχι και όλος... Η μητριά της τη ζήλευε πολύ, επειδή ήταν ομορφότερη και καλύτερη και πιο προκομμένη από τη δική της την κόρη και ήθελε με κάθε τρόπο να την ξεκάνει την καημένη τη Μάρω. Σαν ήρθαν τα Δωδεκάημερα (τις μέρες των Χριστουγέννων που βγαίνουν οι καλικάντζαροι και πειράζουν τον κόσμο όλο) η κακιά μητριά αποφάσισε να στείλει τη Μάρω στο μύλο, τάχα για ν' αλέσει, ελπίζοντας πως θα την πάρουν οι καλικάντζαροι και θα ησυχάσει μια και καλή από την προγονή της που τόσο πολύ τη μισούσε... Της φόρτωσε λοιπόν ένα τσουβάλι σιτάρι στην πλάτη και την έστειλε στο μύλο. Μικρό κορίτσι ήτανε η Μάρω και φοβότανε πολύ, γιατί είχε ακούσει για τους καλικάντζαρους που βγαίνουν τα βράδια και πειράζουν τον κόσμο, αλλά τι να κάνει, δεν μπορούσε και ν' αρνηθεί στη μητριά της. Κίνησε λοιπόν για το μύλο και μόλις έφτασε είχε ήδη νυχτώσει. Όταν την είδε ο μυλωνάς απόρησε και της λέει: -Μα καλά, κορίτσι πράμα εσύ Μαριώ μου και γυρνάς τέτοιες χρονιάρες μέρες έξω απ' το σπίτι σου; Δεν ξέρεις ότι τώρα τα Χριστούγεννα, μόλις νυχτώσει, βγαίνουν τα καλικαντζάρια και δεν αφήνουν κανέναν ήσυχο; -Το ξέρω, απαντάει αυτή, αλλά τι να κάνω; Μ' έστειλε η μητέρα μου ν’ αλέσω το σιτάρι. - Κι εγώ τι μπορώ να κάνω τώρα; Είναι η ώρα να φύγω! της λέει ο μυλωνάς. Έχω ήδη αργήσει... - Σε παρακαλώ, του λέει η Μαριώ, άφησέ με ν' αλέσω γιατί δεν μπορώ να γυρίσω πίσω χωρίς αλεύρι... - Έλα, έμπα μέσα κι άλεσε, μα εγώ δεν θα μείνω, της λέει ο μυλωνάς. Όταν τελειώσεις κλείσε και την πόρτα καθώς θα φεύγεις.



Έτσι ο μυλωνάς έφυγε και την άφησε μόνη της στο μύλο... Η Μάρω έριξε το σιτάρι στο μύλο κι άρχισε ν' αλέθει. Μόλις οι καλικάντζαροι άκουσαν τις μυλόπετρες να γυρίζουν, ξετρύπωσαν μέσα από τη γη, πήγαν κοντά στη Μάρω, κι άρχισαν να την πειράζουν. -Με παίρνεις εμένα για γαμπρό; τη ρωτάει ο πρώτος. -Σε παίαιαιρνω, απαντάει, αργά-αργά η Μάρω. Με παίρνεις εμένα, Μάρω; τη ρωτάει ο δεύτερος. -Σε παίαιαιρνω, απαντάει, αργά-αργά η Μάρω, για να περάσει η ώρα και να 'ρθει το πρωί! «Με παίρνεις εμένα;» ο ένας, «με παίρνεις εμένα;» ο άλλος, ρωτούσαν όλοι με τη σειρά. -Σε παίαιαιρνω κι εσένα, απαντούσε όλο και πιο αργά η Μάρω. - Με παίρνεις κι εμένα, Μάρω; τη ρώτησε κι ο μικρός. -Σε παίαιαιρνω κι εσένα, τ' απάντησε κι αυτουνού η Μάρω. Τι θέλει η νύφη, Μάρω; ρωτούσαν πάλι οι καλικάντζαροι. -Η νύφη θέλει φουστάαανι, έκανε η Μάρω. Βρρρρ, γρήγορα-γρήγορα τα καλικαντζάρια να φέρουν το φουστάνι της νύφης. Τό 'φεραν και τό 'δωσαν αμέσως στη Μάρω. -Τι άλλο θέλει η νύφη; ξαναρωτούσαν -Η νύφη θέλει παπούουουτσια, απαντούσε, όσο πιο αργά μπορούσε, η Μάρω. Κικιρίκουουου! λάλησε ο πρώτος πετεινός. Αρέντα τα καλικαντζάρια (κι ο μικρός από κοντά) να φέρουν τα παπούτσια της νύφης. -Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω; ρωτούσαν γρήγορα-γρήγορα τα καλικαντζάρια. -Η νύφη θέλει μαντίλι για το κεφάααλι! Τρέχα πάλι αυτά να φέρουν στη Μάρω το μαντίλι. -Τι θέλει ακόμα η νύφη; Κικιρίκουουου! λάλησε κι ο δεύτερος πετεινός. Είδε κι απόειδε η Μάρω πως τα καλικαντζάρια τής έφερναν αμέσως αυτό που ζητούσε (αργούσε κιόλας να ξημερώσει) κι έτσι σκαρφίστηκε να τους ζητήσει κάτι ακόμα: -Η νύφη θέλει μια βελόνα με δυο τρύπες να κεντήσει τα προικιάααα της! Αμέσως τα καλικαντζάρια να βρουν τη βελόνα που ζήτησε η Μάρω.



Ψάχνουν από δω, ψάχνουν από κει, γυρίζουν τον τόπο όλον, αλλά πουθενά να βρουν βελόνα με δυο τρύπες... Περνούσε όμως η ώρα και... Κικιρίκουουου! κι ο τρίτος πετεινός. -Πω, πω! ξημέρωσε, είπαν οι καλικάντζαροι, και πρέπει να φύγουμε. Όλο το βράδυ δεν φάγαμε τίποτα... Κι έχουμε μια πείνα! -Δεν πειράζει, να, πάρτε το αλεύρι μου να φτιάξετε ψωμί να φάτε, τους λέει η Μάρω που τους λυπήθηκε γιατί ήταν καλόκαρδη και πονόψυχη. Τα καλικαντζάρια την κοίταξαν με τα μεγάλα, πονηρά τους ματάκια και της είπαν: -Καλά, πάρε κι εσύ το δικό μας σακούλι και μην το ανοίξεις πριν φτάσεις στο σπίτι σου. Της άφησαν ένα μεγάλο σακούλι και χώθηκαν πάλι γρήγορα-γρήγορα μέσα στις τρύπες τους, επειδή είχε ήδη ξημερώσει. Παίρνει η Μάρω τα προικιά και το σακούλι και ξεκινάει για το σπίτι. Φτάνει στο σπίτι και μόλις τη βλέπει η μητριά της απόμεινε. Σαν είδε τα προικιά ζήλεψε πολύ. Ανοίγει η Μάρω το σακούλι και τι να δει; Φλουριά ολόχρυσα, γεμάτο μέχρι απάνω! Η μητριά κόντεψε να σκάσει απ' το κακό της. Το άλλο βράδυ αποφάσισε να στείλει και τη δική της την κόρη στο μύλο για να της δώσουν κι αυτηνής οι καλικάντζαροι φουστάνια, παπούτσια και φλουριά. Μάταια η Μάρω την παρακάλαγε να μην στείλει την αδερφή της νυχτιάτικα στο μύλο. Ήρθε τ' άλλο βράδυ, φορτώνει την Κάλω μ' ένα τσουβάλι σιτάρι και τη στέλνει κι αυτή στο μύλο. Φτάνει η Κάλω στο μύλο νύχτα. Διώχνει τον μυλωνά άρον-άρον και ρίχνει στο μύλο το σιτάρι για τ' αλέσει. Βγαίνουν τότε οι καλικάντζαροι, κι αρχινάν να την πειράζουν: -Με παίρνεις εμένα για γαμπρό; τη ρωτάει ο πρώτος. -Όχι! του απαντάει άγρια η Κάλω. -Με παίρνεις εμένα; τη ρωτάει ο δεύτερος. -Μπλλλλ, του βγάζει τη γλώσσα και τον κοροϊδεύει η Κάλω. «Με παίρνεις εμένα;», «με παίρνεις κι εμένα;», τη ρωτούν ένας-ένας όλοι υπόλοιποι.



-Μπλλλλλ, τους κοροϊδεύει όλους η Κάλω. -Με παίρνεις κι εμένα; τη ρωτάει κι ο μικρός. -Μπλλλ, τον κοροϊδεύει κι αυτόν η Κάλω. -Τι θέλει η νύφη, Κάλω; τη ρωτούν τώρα οι καλικάντζαροι. -Μπλλλ, τους ξανακοροϊδεύει η Κάλω. Σαν είδαν κι απόειδαν οι καλικάντζαροι ότι η Κάλω δεν τους θέλει για γαμπρούς, την πιάνουν με τα σκόπια και τα στειλιάρια τους και την κάνουν μαύρη στο ξύλο... Την αλευρώνουν και με το αλεύρι της, τη φορτώνουν κι ένα τσουβάλι με πέτρες και την στέλνουν πίσω στο σπίτι της. Φτάνει η Κάλω στο σπίτι, τη βλέπει η μάνα της και βγαίνει όλο χαρά κι ανυπομονησία έξω για να δει τι έφερε η πολυαγαπημένη της κόρη. Μόλις βγαίνει στην αυλή τι να δει; Η Κάλω κατάμαυρη από το ξύλο και αλευρωμένη, στα κακά της τα χάλια... Έτσι την έπαθε η κακιά μητριά κι η θυγατέρα της, που βασάνιζαν την καημένη τη Μάρω κι ήθελαν το κακό της. Κι από τότε δεν την ενόχλησαν ποτέ ξανά. Κι έζησε η Μάρω μας καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.