Η Ντοπιολαλιά στην Αρκαδία

Page 1

Η ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ Λέξεις και εκφράσεις της Γορτυνίας

14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2020 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ


ΛΕΞΙΚΟ Αναπόφευκτα το Γλωσσάρι αυτό, έχει παραλείψεις είτε σε ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις, είτε σε διαφορετικές ερμηνείες, είτε σε λανθασμένες επεξηγήσεις κ.λ.π. Γιά την πληρέστερη ενημέρωσή του είναι δεκτή κάθε παρατήρηση συγχωριανού μας που θα το διαβάσει. Στον χαρακτηρισμό "Τουρκική " μιας λέξης συνυπολογίζεται και η απώτερη Αραβική ή Περσική προέλευση της. Α Αβαδαίος,ο= ο τάβανος , αιμομυζητική μύγα που τρέφεται με αίμα ανθρώπων η ζωών λίγο ποιο μικρή από την αλογόμυγα Αβάρεγος, = «αβάρεγος ο ήλιος» (=προ της ανατολής του ηλίου) Αβγατίζω κ΄ αυγατίζω = κάνω κάτι να αυξηθεί, επαυξάνω Αβδέλλα ή και κλαπάτσα , η = ασθένεια κατά την οποία το πρόβατο ή η γίδα «κατεβάζει» λίγο γάλα Αβέρτα = (επίρρ.), 1)ελεύθερα, ανεμπόδιστα: μπαίνει στο σπίτι αβέρτα 2) με παρρησία, απροκάλυπτα: του τα είπε αβέρτα. Αβέρτικα: ελεύθερα, αφύλακτα. (1). (Λατ. apertas). Αγάλι,= (Ιταλ. eguale) σιγά,γλυκά (αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι) Αγανο (το): η πριονωτή βελόνα που έχει το στάχυ των σιτηρών Αγγάρεια ,ή και Αγγαρεία, η: (Περσική) η άνευ μισθού εργασία. (λέξη ποὺ σήμαινε «ἔφιππος ταχυδρόμος» < agru «μισθοφόρος»Ἡ σημασία «ἐπιβάλλω καταναγκαστικὴ ἐργασία» προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄγγαροι εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἀπαιτοῦν τέτοια ἐργασία, γιὰ νὰ ἔλθουν εἰς πέρας τὰ βασιλικὰ παραγγέλματα. Αγγειό, το = μαγειρικό ή άλλο σκεύος, ή δοχείο πήλινο ή και χάλκινο η λέξη συν. στον πληθυντικό: τα αγγειά της κουζίνας, τ’ αγγειά για το γάλα. Αγιογδύτης (ο) = ο χωρίς αναστολές ,εκμεταλλευτής Αγκαθιά, η= θάμνος με αγκάθια Αγκελώνω = Αγκυλώνω, κάνω κάτι αγκύλο, κυρτώνω, τρυπώ με αγκύλη ή με άλλο αιχμηρό αντικείμενο (αγκύλι=αγκάθι, κεντρί). Αγκιά (τα) = δοχεία και σκεύη της μαγειρικής (κατσαρόλες, πιάτα κ.λπ.). Αγκομαχάω = βογκάω από πόνο ή κόπο Αγκούσα, η = δυσφορία, κυρίως λόγω ζέστης: μου ήρθε


αγκούσα. Στεναχώρια, δύσπνοια. Αγκρουμάζομαι, = ακούω με μεγάλη προσοχή Αγκυλώθηκα,= τρυπήθηκα από αγκάθι Αγκωνάρι (το) =( αρχαία ελληνική ἀγκών), μεγάλη πέτρα ,γωνιακός, ακρογωνιαίος λίθος Αγλέορας = Βότανο, με γαλακτώδη δηλητηριώδη χυμό Αγναντεύω,= βλέπω από μακριά, ή παρατηρώ από ψηλά, από ύψωμα Αγνάντιο ή αγνάντια (επίρρ.) = ( αρχ. ελλ. ἐναντίος= ο απέναντι.) ,απέναντι: Βγές αγνάντιο να σε δώ. Αγνάντιος τόπος: περίοπτος τόπος. Αγουρίδα (η) = το άγουρο ξινό φρούτο Αγουριέται = σκούζει Άγουρος = (αρχαία ελληνική ἄωρος ),ανώριμος, άπειρος νέος Αγριάδα (η) = είδος αγριόχορτου, θυμός Αγροικάω κ΄ γροικάω κ΄ γροικώ = εννοώ, καταλαβαίνω, νοιώθω : δεν αγροικάς τίποτα, δεν αγροικάς τι σου γίνεται. (1), Αλλά και: 1) αισθάνομαι, ακούω (επί κοιμωμένου). «Τόση ώρα σε φωνάζω και δεν αγροικάς». 2) υπακούω, πείθομαι. «Όσα του είπα, δεν τ’ αγροίκησε» (Π. Παπαζαφ.). Αγύριγος = αγύριστος – «να πας στον αγύριγο» (διάβολο) Αγώι το:= (εκ του άγω=οδηγώ ) ,το δρομολόγιο, η διαδρομή που κάνει κάποιος (συνήθ. επαγγελματίας) με φορτηγό ζώο ή αμάξι για να μεταφέρει με αμοιβή, καθώς και το σχετικό φορτίο ή το αντίτιμο, κόμιστρα. Αδειά, η: ευκαιρία. «δεν έχω αδειά =δεν μπορώ τώρα». «Δεν αδειάζω τώρα=δεν ευκαιρώ. Αδειάζω (είμαι) αδειανός = ευκαιρώ, έχω ελεύθερο χρόνο (- Έλα απ’ το σπίτι… – Δεν αδειάζω…) Αδερφομοίρια τα = μερίδια που ανήκουν σε αδέλφια Αδρασκελάω: =διασκελίζω, διαβαίνω. Και το αντίθετο: ξεδρασκελάω. Αδρασκελιά=ο διασκελισμός. Λαμβάνεται και ως μέτρον εκτάσεως (Π. Ππαζαφ.). Αδράχτι (το) = εργαλείο της ρόκας για το γνέσιμο (κλώσιμο) του μαλλιού για να γίνει νήμα Αερικό, το:= νεράίδες, πνεύματα πονηρά, επιβλαβή (Π. Παπαζαφ.). Αθέρας, ο = 1) η ακμή μαχαιριού ή ξυραφιού 2) ότι εκλεκτό ή εξαίρετο, (άλλως ο αφρός) από ένα σύνολο: διάλεξε και πήρε τον αθέρα. Άθερος,ο= αθέριστος Άιντε,= (τουρκ. haydi, αλβαν, hajde,), συνώνυμα: άι, άμε, άντεστε = άντε…για προτροπή Άντε, σηκωθείτε … για έκπληξη ή ειρωνεία άντε καλέ… σαν προστακτικό άντε χάσου Ακαλίγωτο,= χωρίς πέταλα Ακαμάτης (ο) = ο τεμπέλης


Ακαπίστροτος,ο= ο χωρίς καπίστρι ,ο ατίθασος Ακοπάνιγος:= ο ακοπάνιστος, αυτός που δεν έχει κοπανιστεί (κτυπηθεί) με τον κόπανο. Ακουμπέτι, επίρρ. = επιτέλους. (1)Ντε και καλά. Αλαιμαργίλα: η λαιμαργία. Αλαίμαργος: ο λαίμαργος. Αλάλιασα = τρέλανα Αλαξιά (η) = φορεσιά, τράμπα, ανταλλαγή Αλατζάς ,ο= τύπος υφάσματος Αλαφροΐσκιωτος, η, ο = ο έχων την ιδιότητα να βλέπει φαντάσματα, αερικά (κατά την λαϊκή δεισιδαιμονία). Άλειμμα ή γουρνάλειμμα (το) = το χοιρινό λίπος στην λαήνα. Αλειτούργητος = ο άθρησκος – αυτός που δεν έχει πάει σε εκκλησία Αλεσιά (η) = αλεσμένη ποσότητα σταριού Αλεστικά, τα = η δαπάνη της αλέσεως, η αμοιβή για το άλεσμα: μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε. Αλησμονάω =ξεχνώ «- Δεν ήρθες… -Τ’ αλησμόνησα…» Αλιγδώνω = αλείφω με ζωικό λίπος, «αλίγδωσε τα ρούχα του» =τα λέρωσε Αλισβερίσι (το) = (τουρκική alιşveri ) συναλλαγή, δοσοληψία, συνεργασία Αλισίβα (η) = (ιταλική lisciva ), βρασμένη στάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων, (μετ.)=το πόσιμο νερό που έχει ζεσταθεί υπερβολικά από τον ήλιο Αλλάργα: =(ιταλική alla larga < largo)μακρυά, αλλαργηνός: ο ευρισκόμενος πολύ μακρυά. Αλλαργεύω ,= απομακρύνομαι Αλογόμυγα,= μεγάλη αιμομυζητική μύγα με οδυνηρό τσίμπημα που κάνει ανθρώπους και ζωα να αντιδρούν απότομα και νευρικά…(πως κάνεις έτσι αλογόμυγα σε τσίμπησε; ) ,μας γέμισες αλογόμυγες έκφραση για κάποιον που λέει ανοησίες ,μου κόλλησε σαν αλογόμυγα όταν μας γίνεται κάποιος φορτικός Αλογόπετρα (η)= χαλκός, γαλαζόπετρα. Χαλκός ραντίσματος των αμπελιών, κυρίως. Λιώνουν τη γαλαζόπετρα με νερό και μ΄ αυτό ψεκάζουν τα φυτά. Αλογοσούρτης, ο: =ζωοκλέφτης. ….«Οι αλογοσούρτες είναι κάποτε συντρόφοι με τους δημάρχους» Αλουνού = άλλου Αλπού (η) = η αλεπού Αλύχτημα (το) =( αρχ. ὑλακτῶ < ὑλῶ < - "κραυγή ζώου") , το γοερό γαύγισμα Αλωνάρης, αλωνιστής (ο) = ο μήνας Ιούλιος Αλώνι = 1.το κυκλικό μέρος, στρωμένο με πλάκες που αλώνιζαν, 2.το νέφος γύρω από το φεγγάρι.


Αμάλλιαγος -η -ο: =χωρίς μαλλιά, χωρις πούπουλα (αμάλλιαγο πουλί) Αμάραντος, ο = Είδος φυτού του οποίου τα άνθη, ενώ ξηραίνονται, διατηρούν το σχήμα και το χρώμα τους. Ἀμάχη: = ἔχθρα, μῖσος, διένεξις. Αμέτι μουχαμέτι =(τουρκ.amet muhabbet) το έβαλε σκοπό ,πείσμα Αμή, αμί = ναι Αμόλα =(ενετ.ammolla), φεύγα Αμολόητος, η, ο ή αμολόγητος, η, ο = ο ανομολόγητος, αυτός που δεν μολογιέται, ο άρρητος, ο ενεκδιήγητος, ο αδιήγητος: αμολόητα είναι τα όργια που κάνει. Επίρρ.: αμολόητα και αμολόγητα (1). Λέγεται και η έκφραση: Έφυγε, έγινε αμολόητος: έφυγε τρέχοντας και δενπρόλαβε να τον δεί κανείς καλά – καλά, έγινε άφαντος. Άμπακας = ( ιταλική abbacc(o) + -ας) υπερβολικό φαγοπότι ( έφαγε τον άμπακα) Αμπάρα, η= (ιταλική barra),επιμήκης σιδερένια ή ξύλινη βέργα που τοποθετείται στην εσωτερική πλευρά μιας πόρτας, για να εμποδίζει το άνοιγμα και να παρέχει ασφάλεια.Αμπαρώνω=βάζω την αμπάρα, ασφαλίζω την πόρτα.). Αμπάρι = (τουρκική ambar ) ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για αποθήκευση σιταριού Αμπάριζα (η) =( αλβανική ambaresë, ), παλιό ομαδικό παιχνίδι Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος – αυτός που λέει βλακείες Αμποδάω = εμποδίζω , αμπόδηκε = δεν άφησε Ἄμποτε: = (ἂν, μακάρι) = άμποτε ὁ θεὸς νὰ δώσῃ Αμωρύλλα, η = κουταμάρα, μωρία. (1). Αλλά και ραθυμία, οκνηρία (Π. Παπαζαφ.). Αναβροχιά = ανομβρία Αναγελάω = χλευάζω, κοροϊδεύω Αναγλυτσάζει = Είναι κάτι που έχει πιάσει κάτι σαν γλίτσα και γλυστράει Ανακαψίλα ή και ανακαϊλα, η = καούρα, κάψιμο του στομάχου. Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι να ξεμουδιάσω Αναλήγωμα: =ζέσταμα για μερικό ή ολικό λιώσιμο παγωμένου λαδιού, λίπους, κλπ. Αναμαλλιάρης- αναμαλλιασμένος = με αχτένιστα μαλλιά Αναμεριάζω:= παραμερίζω, πάω στο μέρος, στη μεριά μου. Αναμπουμπούλα, η: ανησυχία, ταραχή, αναστάτωση. Αναπιάνω = ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι- φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού Ανάπιασμα,= το ετοιμο για χρήση προζύμι


Ανάρια (τα) =αραιά Ανάρμεγος, (η,ο) = το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. Ανάρτηγο = νηστίσιμο, «Το φαγητό είναι ανάρτηγο» Ανασασμός ο: =η ανάσα, αναπνοή, ο ρυθμός της αναπνοής. Ανασταίνω = 1) ανατρέφω μικρόν, παρέχω τα μέσα εις μικρόν ή νεογνό έως ότου ενηλικιωθεί, παιδοκομώ: ανασταίνει τα παιδιά του με βάσανα. 2) ευφραίνω, θέλγω: αυτή η μυρωδιά ανασταίνει. Αναφέρνω = αναπνέω δύσκολα, λαχανιάζω. Αναχαράζω: μηρυκάζω, αναμασάω, ξαναμασάω (επί ζώων). Αναχρικά (τα) = τα απαραίτητα πράγματα του σπιτιού (κουζινικά), φυλαγμένα για ώρα ανάγκης Ανεβάσταγος=ανυπόμονος. Ανεβατό, το = το ένζυμο, το φουσκωτό ψωμί–το αντίθετο: λειψό, άζυμο. Ανέκοπα: χωρίς κόπο. Ανεμοτούρλησα = ανακάτωσα Ανερώτηγα: χωρίς ερώτηση ή άδεια από υπεύθυνο ή ανώτερο. «Έφυγε ανερώτηγα» Ανήμερα, επίρρ. = κατά την διάρκεια της ημέρας, αυθημερόν: Ανήμερα την Λαμπρή, πήγαμε και ήρθαμε ανήμερα. Ανημπόρια = η αρρώστια Άνιφτος -η -ο:= που δεν έχει νιφτεί, άπλυτος στο πρόσωπο Αντέστε,= κοπιάστε ,ελάτε Αντί (το) = εξάρτημα του αργαλειού, ξύλο κυλινδρικό που τυλίγεται το στημόνι( νήμα), αντιά = βγαίνει από την λέξη εντείνω = τραβώ, απλώνω και τανύω = τανώ (τεντώνω) Αντιγώνι το: =πέτρα που έμπαινε στα θεμέλια του σπιτιού, μετά το αγκωνάρι. Αντιπροψές = αντιπροχθές (αντί+προ+ψες). Αντιριέμαι = Δυσκολεύομαι, επιφυλάσσομαι Αντράκλα ,η : =είδος λαχανικόυ, η γλιστρίδα. Αντρομίδα ή Αντρομίδι ,= βαρύ μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποιείται σαν σκέπασμα Ανυφάντρα (η) = η υφάντρα Αξάϊ, το = αλεστικό δικαίωμα. Αξεσυνέριγα: επίρ. και αξεσυνέριστα= χωρίς πολλή έρευνα, ειλικρινά, απαθώς, αδιαφόρως «Εμείς τα πάμε αξεσυνέριγα» (Π. Παπαζαφ.). Άξινος,= άκλιτο, σκωπτική, κάπως επιθετική απάντηση στο επιφώνημα «α»! Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα, Απάγγιος, α, ο ή απάγγειος, α, ο ή απάγκειος, α, ο = (αρχ.ελλην. αγκος=καμπυλός ,κυρτός),υπήνεμος, απρόσβλητος υπό ανέμου, βροχής ψύχους: απάγγια μεριά, ή κάθισα απάγκειο.


Απαντάει,= δεν μ΄απαντάει ο τόπος =δεν με χωράει ,με δυσανασχετεί Απαντάω = συναντάω κάποιον « – Τον απάντησα στο δρόμο…» Απανωγόμι, το = πρόσθετο φορτίο στο σαμάρι του ζώου που δρα ως ισορροπιστικό βάρος, Μπαίνει πάνω ακριβώς στο σαμάρι του φορτωμένου ζώου και γεμίζει το κενό που αφήνουν οι δύο «μεριές»…… κι ο ποντικός εφόρτωσε σαράντα κολοκύθια, κι απά στο πανωγόμι του εννιά κιλά ρεβίθια Απαρατάω, ή απαρατώ = αφήνω, εγκαταλείπω: τον απαράτησε για άλλον. Απαρά τα το και φεύγα. Δεν απαρατιέμαι από τα χωράφια μου Απέκη, =απέναντι , δίπλα Απέριωρα, τα = μετά τα μεσάνυχτα. (1)και απάριωρα=πριν λαλήσει ο κόκορας. Απίδι,το= αχλάδι Απιθώνω: =. Αφήνω κάτω κάτι πού κρατάω στα χέρια μου. Απίκου, απίκο (επίρρ.)= (ιταλική a picco ),είμαι έτοιμος, σε επιφυλακή Απλάδα, η: (και απλάδι), ύφασμα για στρώμα, αλλά και κουβέρτα. «Ρίξε μου μια απλάδα, κάνει κρύο». Απλογιέμαι: απαντάω σε φωνή που με καλεί. Απλοχεριά (η) = όσο χωράει μια παλάμη Απόειδα = απογοητεύθηκα. Απόκανα = παρακουράστηκα, Αποκόβω: απογαλακτίζω το παιδί που θηλάζει ή ότι θηλάζει. Γενικά ξεκόβω. Αποκομάρα, η = κατάπτωση δυνάμεων, αβουλία, νάρκη Αποκορωμένος,=χαζός ,μειωμένης αντίληψης Αποκούμπι: = καταφύγιο, άσυλο, το μέρος όπου ακουμπώ και ζητώ στήριξη. Απολάω: =αφήνω, απαλλάσσω, χαλαρώνω. «Απόλα το σκοινί, μην το κρατείς» Απολιχούδια,τα= αποφάγια Απόλυσε = φύτρωσε (ή αμόλυσε) Απόρριξε = όταν κάποιο ζώο απέβαλε το έμβρυο που κυοφορούσε Απόσκιο, το: τόπος σκιερός, εκεί που δεν έχει ήλιο αυτή την ώρα. Αποσταίνω = κουράζομαι, Απόστασα = κουράστηκα Αποτέτοιωμα,το= το κουτούπωμα,η ερωτική πράξη Απότρυγα = μετά τον τρύγο Αποτώραγια,(επιρ)=από αυτή τη στιγμή Αράδα = (βενετική arada ) γραμμή, σειρά από πρόσωπα ή πράγματα Άρατις= γιατί, για ποιο λόγο Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε, «έγινε άρατος » Άραχλος: επίθ. οικτρός, άθλιος. «Μαύρος και άραχλος». Άραχνος = άτυχος- για λύπηση, σκοτεινός «μαύρος και άραχνος»


Αρβάλι, το = κινητή, ιδίως μεταλλική λαβή λέβητα, πιαστήρι. Αργάζω= επεξεργάζομαι, δέρνω, κακοποιώ-(του άργασε το τομάρι =τον ξυλοφόρτωσε ) Αργαλειός = μηχανισμός για την ύφανση του νήματος ώστε να γίνει υφαντό. Αργητό = καθυστέρηση Αργιεύω = αραιώνω Άρεντος = αράντιστος Αριάνι το: =( τουρκική ayran )το ξυνόγαλο, γιαούρτι αραιωμένο με νερό. Αρίδι,το= χειροκίνητο τρυπάνι Αριολόϊ ή και αργιολόϊ, το = κόσκινο με το οποίο ξεχωρίζονται τα ξένα σώματα από τα Δημητριακά. Αρμάρι ή αρμάριον, το = (ισπανικά : armario · ιταλικά : armadio.) ιματιοθήκη, ντουλάπα, ντουλάπι. Άρμη (η) = (αρχαία ελληνική ἅλμη ), το πηχτό αρμυρό γάλα μαζί με τρίμματα τυριού Αρμολόι = γέμισμα των αρμών του τοίχου Αρνάδα = χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή (αντίστοιχα – κατσικάδα για τα γίδια) Αρνόκουρα (τα) = μαλλιά από την κουρά των αρνιών Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό) Αρταίνουμαι = παραβαίνω θρησκευτική νηστεία Αρταίνω = (αρχαία ελληνική ἀρτύω ),δίνω να φάγουν (όχι νηστίσιμη) τροφή σε ημέρα νηστείας: τον άρτυσα με λίγο κοκορέτσι. (1), αλλά και καρυκεύω. Άρτζι – μπούρτζι = «τρέχα γύρευε», ανακάτωμα, «άρτζι – μπούρτζι και λουλάς», από το αρμενικό αρτζιβούριον = νηστεία τις απόκριες Αρτσίδι: =μούσκεμα. Μ’ έπιασε η βροχή και γίνηκα αρτσίδι. Ασίκης, ο = (Τούρκ.: acik) εραστής , υποψήφιο μέλος του τάγματος των Μπεκτασήδων. (Χαλίλ Ιναλτζίκ: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία-Εκδ. Αλεξάνδρεια) και μεταφορικά ο εύσωμος, ο θελκτικός, ο έχων αξιέραστον εμφάνισιν. Ασκί (το) = δερμάτινο δοχείο από επεξεργασμένο δέρμα Ασουλούπωτος, (η, ο) = ( τουρκ. üslûp=εξωτερικη εμφανιση),ατημέλητος Αστάρι, το = (Τούρκ. astar) ,η φόδρα, μεσωπάνι. Αστούμπηγος ή αστούμπηχτος, ο, η το = αχτύπητος, ασυμπίεστος, άλιωτος. Αστράχα ή αστρέχα, η = (σλαβική стреха )ο μεταξύ της στέγης και της κορυφής του τοίχου, επί του οποίου αυτή στηρίζεται, κενό διάστημα, το εξέχον του τοίχου άκρον της στέγης, το γείσον. Ασύδοτος: = χωρίς πειθαρχία. Ατάηγο = νηστικό, δεν το έχουν ταίσει. Ατσάκιγος = ατσαλάκωτος- που δεν τσακίζεται


Αυγατάω, ή αυγατίζω = αυξάνω. Αυγολόγος (ο)= μικροπωλητής που γυρνούσε στα χωριά και αγόραζε αυγά. το αυγό ήταν τρόπος αγοράς διάφορων προϊόντων, αγόραζαν για παράδειγμα κουβαρίστρες και πλήρωναν με αυγά. Αφαλαρίδα, η = αγκαθωτό φυτό. Αφαλόκομμα, το = το κόψιμο του ομφάλιου λώρου. Αφιονισμένος,ο =(τουρκ. Afyon),αυτός που εχει πιει αφιόνι ζουμί από άγρια παπαρούνα, ύπνος,ναρκωση Αφόρεγο (το) = καινούργιο Αφοριστικό το =Άνθρωπος χωρίς υπόληψη Αφόρμησε = ερεθίστηκε η πληγή Αφτούρηγος, ο, η, το = αυτός που δεν φτουράει, που δεν φτάνει, που δεν επαρκεί. Άφτουρος, ο,η,το = ο σπάταλος, ο απερίσκεπτος στα έξοδα. Ο ανίκανος γενικά(1)Αυτός που τελειώνει γρήγορα. Άφτρα, η = ασθένεια των μωρών, αναγνωρίζεται από το άσπρισμα του στόματος και για θεραπεία δίδονται μέλι, μακεδονήσι (=μαϊντανός) και σόδα. Αφώτιγα (επίρρ.) = πριν φωτίσει. Αφώτιγο = πολύ πρωί πριν χαράξει Αχαΐρευτος, η, ο = (Τουρκ. hayιr) ο άνευ προκοπής ή προόδου, που δεν έχει χαίρι, ο απρόκοπος: αυτός ο αχαΐρευτος να πάει μπροστά; Αχαμνός, (η, ο) = ο αδύνατος Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα Άχερο (το) = το άχυρο Αχουγιάζω ή χουγιάζω = (σλαβική hujati + -άζω) 1) εκβάλλω κραυγάς: μην αχουγιάζεις έτσι 2) φωνάζω προς τινα επιτιμητικώς δια να φύγει, εκδιώκω δια κραυγών ή ύβρεων: τον αχούγιαξα και γίνηκε άφαντος 3) επιπλήττω σκαιώς, αποπαίρνω: μην αχουγιάζεις έτσι το παιδί. Αχούρι (το) = (Τουρκ. ahır) αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι Αχρόνιαγο = το άτυχο- το κακορίζικο, χαϊδευτική φράση ή βρισιά για παιδιά(που είσαι ρε αχρόνιαγο) Αχρόνιαγος: επίθ., αυτός που δεν έκλεισε χρόνο. Άχτι, το = (Τουρκ. ahd) , 1) διακαής πόθος, σφοδρά επιθυμία: το είχε άχτι να παντρέψει το γιο του, 2) βγάνω το άχτι μου = εκδικούμαι, του έχω αχτι = του έχω μανία, διάκειμαι δυσμενώς. Αψύ,το= πολύ δυνατό σε γεύση ή οσμή… αυτό το ξύδι είναι πολύ αψύ Αψώμωτος,=αγουρος, αγίνωτος Β. Βαγένι (το) = (σλαβική vagan ) κρασοβάρελο, μεγάλο δρύινο βαρέλι για αποθήκευση κρασιού


Βάγια = η δάφνη Βάκρα, η: Προβατίνα με άσπρο τρίχωμα στο σώμα της και μαύρες κηλίδες μόνο στο μούτρο της. Βάνω = Βάζω. Βαρβάτο (άλογο)= (λατινική barbatus ) επιβήτορας, που τον ζευγάρωναν με φοράδες ή γαϊδούρες. 2) αυτός που χαρακτηρίζεται από σεξουαλικό δυναμισμό Βαρβάτος (νοικοκύρης) = ο έχων μεγάλην περιουσία (αλλά και υπόληψιν). Βάρδα = (βενετική varda),απομακρύνσου, φύγε μακρυά (βάρδα φουρνέλο !! ) Βαρέλα , η = ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό Βαρικό, βαρκό (το) = βάλτος, βούρκος, χωράφι με νερό Βαρικός, ο = ο συγκρατών υγρασία, ο υγρός. Βατσίνα,= το εμβόλιο Βγάζω = κηδεύω «τον έβγαλαν» Βελάγκι, το = (αρχαία ελληνική βάλανος) ,βελανίδι , ο καρπός πουρναριού και , βελανιδιάς. Βελέσι, το, ή βελεσάκι =( βενετ. Valessia. ) γυναικείο εσωτερικό ένδυμα από μαλλί, βαμβάκι ή μετάξι, το μεσοφόρι ή το μεσοφούστανο. Βερβέριξε ,= έσκουξε από τον πόνο. Βεργάδα, η = η ενός έτους κατσίκα, βετούλα. Βεργάδι, το = το ενός έτους ερίφιο, βετούλι. Βερεσέ, (επίρ.) = (Τουρκ. veresiye), με πίστωση Βετούλα, η = η ενός έτους κατσίκα, βεργάδα. Βετούλι (το) = κατσίκι ενός χρόνου Βίκα, η = (αρχαίο Ελλην. Βίκος,=σταμνα),πλαστικό δοχείο για μεταφορά νερού ή άλλου υγρού. Βιλάρι,το= σχετικό με τον αργαλειό Βιτσιά, η = ραβδισμός. Βλάμης =( αλβανική vëllam), σύντροφος, φίλος, αδελφοποιτός Βλάχος = ο τσέλιγκας, ο φουστανελάς, ο ακοινώνητος Βλοημένο (το) = ευλογημένο «το βούλιαξε το βλοημένο» (ασταμάτητη βροχή) Βολά, η = φορά: μια βολά (μια φορά) κι έναν καιρό. Βολή (η)= άνεση, ευκολία“Να κοιτάξεις τη βολή σου. Βολύμι (το) =μολύβι γραφής, κοινώς βολυμοκόντυλο Βορός, ο = το ποιμνιοστάσιο, κυρίως ο περίφρακτος τόπος εις τον οποίον διανυκτερεύουν τα ζώα: νάχω από πάλιουρα βορό και στρούγκα από ροδάμι. Βούζα (η) = βατράχι μεγάλο Βούτα = 1) αρπαγή 2) το βούτηγμα της μπουκιάς σε φαγητό


Βουτσί = κρασοβάρελο – ξιδοβάρελο, σκεύος για μεταφορά υγρών Βρακοζώνι (το) = η ζώνη,( πλεγμένη ζώνη που συγκρατούσε στη μέση το σώβρακο· ) Βρασιά,η= ποσότητα για φαγητό …(μια βρασιά φασόλια) Βραστογαλιά (η) = βραστό γάλα Βροντημένος,ο= αλλοπρόσαλλος ,χωρίς λογική Γ. Γαβάθα,η = (λατινική gavata),ξύλινο ή πήλινο αγγείο στο οποίο παρατίθεται φαγητό, τσανάκα: μια γαβάθα πίτουρα. Γαζέπι, το =( Τουρκ. Gazap) , 1)θυμός ,οργή , 2)απροσδόκητη συμφορά Γαλάρι, το = μαντρί. Γαλάρια (τα) =οι προβατίνες ή κατσίκες που κρατούν γάλα, το αντίθετο από τα στέρφα που δεν έχουν Γάλος ο & γαλί το: =η γαλοπούλα. Γανιάζω = 1) διψάω πολύ: εγάνιασ(ξ)α για λιγάκι νερό 2) ταλαιπωρούμαι, υποβάλλομαι σε πολλούς κόπους: εγάνιασα ως που να βρώ το σπίτι 3) επί χάλκινων σκευών: καλύπτομαι από οξείδωση, σκουριάζω: τέντζερης γανιασμένος 4) μαυρίζω, μελανιάζω: γάνιασε το παιδί στο κλάμα. Γαρδέλι το:= ( ιταλική cardello ),η καρδερίνα Γάρις ή γαρς, επίρρ. = μήπως,(γάρις ξέρω; ) Γατηλάω,= γαργαλάω Γατσούλι το =μικρό γατί, το γατάκι. Γδυτός = γυμνός Γέννημα (το) = το σιτάρι Γέρνω = μτφ.κοιμάμαι – πάω να γείρω , 2) παρακμάζω Γεροκομάω ή γεροκομώ = περιποιούμαι κάποιον γέροντα ή κατά το γήρας αυτού: δεν έχει ο έρημος κανέναν να τον γεροκομήσει. Γερούτσος,ο= γεροντοπαλίκαρο Για πρέζα ταμπάκο,= για κάτι ασήμαντο, (λέγεται ότι έστειλε ο Αλή Φαρμάκης κάποιον από το Μοναστηράκι στου Λάλα να του φέρει λίγο ταμπάκο) Γιάκου = για άκου ,οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο…αναφωνούσαν γιάκου γιάκου Γιατάκι, το = (Τούρκ.: yatak) θέση διανυχτέρευσης. Γιάτρα, =κοίτα,για τήρα Γιδιά, η = 1) δέρμα γίδας ή τράγου 2) ασκός εκ δέρματος γίδας για την μεταφορά ή φύλαξη υγρών, τυρού κ.λ. Γιδοξούρι (το) = σκωπτικά ο κουρεμένος σαν γίδι, ο άξεστος Γιόμα, το = το μεσημέρι: το γιόμα ο πετροκότσυφας, τ’ απόβραδο η τρυγόνα. Γιοματάρι (το) = το βαγένι με το νέο κρασί


Γιορτόπιασμα,το=το παιδί που η σύλληψη του έγινε Κυριακή ή γιορτή Γιούκος (ο) = (Τουρκ. yk),στοίβα ρούχων που τοποθετούνται με σειρά Γιούργια, η = (τουρκική yürü), έφοδος ,γιουρούσι Γιουρούσι, το = (Τούρκ.: yuruyus) έφοδος, επίθεση, εφόρμηση. Γιωργαλίτικο = γεωργαλίτικο, γρήγορο άλογο. Γκάβαλα τα =περιττώματα μουλαριών γαιδουριών,αλόγων. Γκαβός (ο) = (βλαχ. gavu ),αλλήθωρος (Γκαβίζω = αλληθωρίζω) Γκαλντερίμι, το = (Τουρκ.: Kaldirim) δρόμος λθόστρωτος. Γκαργκανιάζω = ξεραίνομαι. Το ψωμί είναι γκαργκανιασμένο. Γκαρλόζα,η=……….. Γκεζεράω = (τουρκική gezi = περίπατος, βόλτα) ,Περιφέρομαι άσκοπα (- που γκεζέραγες; ) Γκεσέμι (το) =( τουρκική kösem), οδηγός του κοπαδιού με το μεγαλύτερο τροκάνι ή κουδούνι. Γκιάζω,= προκαλώ πόνο με άγγιγμα σε πληγή Γκιό,το= το δοχείο νυκτός των ηλικιωμένων Γκιόσα (η) = (βλαχ. ghes ) μαύρη γίδα με δυο άσπρες ρίγες στο πρόσωπο ή άσπρη κοιλιά. Γκλάβα, η = (Σλαβ. glava (κεφάλι) σκωπτικώς η κεφαλή, ο νούς – δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν παίρνει η γκλάβα του (δεν αντιλαμβάνεται εύκολα). Γκλαφούνισμα = αλύχτημα σκύλου Γκλίτσα (η) = ( σλαβική ključ), Ποιμενική κυρτή σκαλιστή λαβή με περίτεχνη ξύλινη διακόσμηση που εφαρμόζει σε ραβδί. Γκορτσιά (η) = ( αρβ. goritse )αγριοαχλαδιά Γκουρλώνομαι:= πνίγομαι, Γκούσια (η) =(σλάβ.=gusa) το στομάχι των πουλερικών Γκράς, ο = είδος παλαιού τουφεκιού. Γκρίτζαλης ,ο=τραχύς, κακότροπος, φιλόνικος Γλάρα (η) = 1.νύστα, 2.καθαρός καιρός «-απόψε έχει γλάρα» Γλέπω ή γλιέπω = βλέπω Γλήγορα = γρήγορα Γλίνα, η =( ελλ. γλίνη ),αργιλώδης πηλός ,λάσπη από ειδικό χώμα γκρί ανοιχτού χρώματος, εύπλαστο. Γνέθω = φτιάχνω νήμα (γνέμα) για ύφανση στη ρόκα (γνέσιμο) Γνέμα (το) = το νήμα Γουβί, το = λάκκος για φύτεμα δέντρων κ.λ. Γούπατο (το) = τόπος που βουλιάζει Γουρλομάτης ο / γουρλομάτα = που έχει γουρλωτά μάτια. Γούρμος, η, ο = ώριμος, μεστωμένος: γούρμο απίδι. Γούρνα (η) =(αρχαία Ελλην.= γρώνη), 1) λακκούβα με βρόμικο στάσιμο νερό


2) λίθινη λάρνακα ή λεκάνη, το ποτιστήρι, φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα στην πέτρα απ’ όπου περνάει το νερό: …πάνω σε γούρνας ξέχειλης την άκρη. Γουρνοπέτσι, το = δέρμα γουρουνιού. Γουρνοτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού Γούτσι,το = βυζανιάρικο γουρούνι Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου Γράνα, η = (Σλαβ. grana) τάφρος, αυλάκι στενό και σχετικά βαθύ, συνήθως τεχνητό, που χωρίζει αγρό ή αμπέλι από άλλο. Συνώνυμη με το χαντάκι. Γρέκι, το = 1) πρόχειρο από κλαδιά και θάμνους περίφραγμα των ποιμένων στο οποίο σταυλίζονται αιγοπρόβατα 2) ο καταυλισμός ανθρώπων: κι απάνω στα βουνά, κει πέρα ώσμε τα γρέκια θ’ ανεβούμε 3) κατοικία, οικία: ώρα να τραβάμε για το γρέκι. Γρουμπούλι (το) = (αρχαία Ελλην, γρόμπος )στρογγυλός ακανόνιστος όγκος, « μεγάλα γρουμπούλια έχει ο χυλός» Γυρολόγος,ο= πραματευτής Γυρόρχομαι = χρονοτριβώ, είμαι αναποφάσιστος. Γυφτοφάσουλα (τα)= ποικιλία φασολιών με καρπό μικροκαμωμένο και μελαμψό Γωνιά,ή και παραγώνι = το σημείο γύρω από την εστία του τζακιού. Δ. Δάλας,= βλαχ.dala.= ξινόγαλο Δανεικαριά: =Όταν βοηθούσε ο ένας χωρικός τον άλλο στις δουλειές του χωραφιού, με σκοπό να βοηθηθεί και εκείνος μετά. π.χ. “κάνω δανεικαριά με τον τάδε”. Δασιά, τα = πυκνά. ( Κάτω στα δασιά πλατάνια…) Δαυλί = 1) αναμμένο ή μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, 2) μτφ. πίνω πολύ κρασί, μεθάω, «έγινα δαυλί » Δαύτος, η, ο = αυτός (μόνο σε εμπρόθετη χρήση, π.χ. πώχω βάσανα για δαύτη, ή και περιφρονητικά για πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις). Δεμάτι, το =(αρχ.Ελλην. δέμα), δέσμη από χερόβολα : και συ κακό χερόβολο και γω κακό δεμάτι. Δεμένος, η, ο = αυτός που έχει υποστεί δέσιμο (κατάδεσμο), ο μαγεμένος. Δεντρογαλιά (η) = είδος φιδιού Το όνομα προέρχεται από τις λέξεις δέντρο και γαλή, δηλαδή γάτα, περιγράφοντας τις εξαιρετικές αναρριχητικές ικανότητες του φιδιού. Δέντρος (ο) = η βελανιδιά, η δρυς Δέση (του νερού), η = το μέρος του ποταμού όπου με τεχνητό τρόπο (ξύλινους πασάλους, ξύλα, χώμα και πέτρες) αλλάζει ρούν μέρος του νερού και πηγαίνει στο αυλάκι για πότισμα των χωραφιών, η για το μύλο κ.λ. Δέση = η δέση του μύλου, το σημείο που διοχετεύετε το νερό στο αυλάκι


Δεφτέρι ή τεφτέρι (το) =( Τουρκ. defter ),τετράδιο για σημείωση χρεών Δημοσιά, η = δημόσιος δρόμος: πήρα τη δημοσιά. Δήξιος & Μπήξιος (ο) = απαξιωτική έκφραση με μη αναφορά σε συγκεκριμένα ονόματα αν και σαφώς εννοούνται Διακονιάρης, ο = ζητιάνος. Διάσελο (το) = ξέφωτο στο ύψωμα με θέα, «βγήκα ψηλά στα διάσελα» Διάτανος (ο) =( συμφυρμός των λέξεων διά(βο)λος + (σα)ταν(άς) + -ος) ,ο διάβολος, ο σατανάς «άι στο διάτανο» Διάφορο το:= όφελος, η οικονομική ωφέλεια, «Ακριβά πουλά ο χωριάτης και θαρρεί πως διαφορίζει» ,και «Το πολύ το διάφορο τρώει και το κεφάλι.» Διβολίζω = οργώνω για δεύτερη φορά κάθετη προς την πρώτη Δικολάβος (ο) = δικηγόρος, διπλωμάτης στο δικαστήριο Δικριάνι (το) = (αρχαία ελληνική δίκρανος ),εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού για το λίχνισμα στο αλώνι, και το μάζεμα του σανού Διμούτσουνος (ο) = (βενετική musona ,φάτσα. ),διπρόσωπος Διπλάρια,= τα δίδυμα Δίφορος ο -η -ο:= για φυτό που ανθίζει ή καρποφορεί δύο φορές το χρόνο. Διχάλα (η) =(εκ του δίχηλος < (δίς) δι- + χηλή=το νύχι ορισμένων μηρυκαστικών, π.χ. του προβάτου, του βοδιού κλπ) ,διχαλωτό ξύλο Δόλιος, α, ο = όταν αναφερόμαστε σε κπ. που βασανίζεται ή ταλαιπωρείται, και για να εκφράσουμε τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας· κακομοίρης, καημένος: …H δόλια η μάνα μου . Δοξαπατρί (το) = το μέτωπο, κατακούτελα Δραγάτης, ο = ο αγροφύλακας, ο αμπελοφύλακας. Δράμι το:= (μεσαιωνική ελληνική δράμιον -τουρκική dirhem ),παλαιότερη μονάδα βάρους, το ένα τετρακοσιοστό (1/400) της οκάς, μικρή ποσότητα Δραπάνι η και δρεπάνι = ( αρχαία ελληνική δρέπανον), εργαλείο θερισμού με κυρτή μεγάλη λεπίδα Δραπέτσι, το = Δραπέτι ή τραπέτσι λέγεται το πολύ δυνατό ξίδι και γενικότερα καθετί που έχει δυνατή,δριμεία γεύση,π.χ.το πολύ αλμυρό φαγητό,η δυνατή σκορδαλιά,το ξινισμένο κρασί ή το στυφό άγουρο φρούτο.Η λέξη ετυμολογείται από την φράση «δραπέτης οίνος»,όπως λεγόταν το κρασί που έχει ξινίσει,έχει χάσει τον χαρακτήρα του(ετυμολογία που πρότεινε ο Φ.Κουκουλές Δρασκελάω =( αρχαία ελληνική διά + σκέλος), περνάω από πάνω. Δρίματα,τα= Οι δευτέρες του Αυγούστου. Τα δρίματα είναι μέρες αποφράδες, δυσοίωνες, γρουσούζικες. Αυτές τις μέρες, δεν λούζονταν κι ούτε έπλεναν ρούχα, γιατί πίστευαν ότι θα τους πέσουν τα μαλλιά και ότι τα ρούχα θα "δριμιάσουν" , δηλαδή θα καταστρέφονταν. Επίσης δεν πότιζαν και δεν έκοβαν ξύλα, γιατί πίστευαν ότι θα ξεραθούν τα φυτά και ότι τα ξύλα θα


σαρακιάσουν. Δρόλαπας, ο ή και δρολάπι, το = ( υδρο-) + λαῖλαψ),σφοδρός άνεμος συνοδευόμενος από ραγδαία βροχή ή χιονόνερο: νερό μαζί και χιόνι…ένα κακό δρολάπι. Δροτσίλα, ή δρωτσίλα, = (αρχαία ελληνική ἱδρώς),μικρή φουσκάλα στο δέρμα γεμάτη υγρό (συνήθως από τον ήλιο, την σκόνη και τον ιδρώτα). Δρούγα (η) = το αδράχτι, η βέργα που τυλιγόταν η κλωστή από το γνέψιμο του μαλλιού Δρυμόνι, το ή και δριμόνι = μέγα κόσκινο για τον καθαρισμό του σίτου (στο αλώνι). Δυχατέρα (η) =( λεξη από τους μυκηναϊκούς χρόνους tu-ka-te*dhug(h)әter με πιθ. αρχική σημασία «θηλάζουσα» ),θυγατέρα, κόρη Δώθε = από εδώ. Αντίθετο: κείθε Ε. Εγάνιαξα,=δίψασα υπερβολικά Έγκιξε ,με =κρύωσα Εδεκεί, επίρρ. = εκεί ακριβώς. Εδεπά, ή εδωπά, επίρρ. = εδώ ακριβώς. Εδιάκα = επήγα. Εδώθε, και δώθε, και δώθενες, επίρρ. = προς τα εδώ, απ’ εδώ. Είναιτος-(η) ,= έχει τη σημασία τού αν ζεί…είναιτος ο τάδε ή πέθανε; Είτε,= ούτε, (είτε μια μέρα δεν έμεινε ) Εκάλντισα ,= κουράστηκα. Εκείθε, επίρρ. = προς εκείνο το μέρος, προς τα εκεί. Εκεινού = αυτού εκεί Εμπατή, η = Είσοδος. Ενί, το = υνί. (εξάρτημα του αλετριού) Ένταγια = να τα. Έντονε = νάτο. Έντος = νάτος. Εντοσα,= ξεπιάστηκα, χαλάρωσα Επρόγκιξα = τρόμαξα και έφυγα τρέχοντας Έριζα = κοντά στη ρίζα (σύνθετη αρχαία ελληνική λέξη – εν ρίζα) Ερμαδιακός, ο, η, το = έχει τη σημασία του έρημος, μόνος. Επί ζώων: Τα ερμαδιακά δεν κουνιούνται, δεν κάνουν πέρα. Ευτού = εκεί κοντά σου. Ευτούνα = αυτά. Ευτούνος-η-ο = αυτός-η-ο Ευτουνού = αυτού εδώ Εχτέ = εχτές (χθές).


Εψές, κ΄ ψες (οψέ = χθες) επίρρ. = Την εσπέρα της χθες, χθες το βράδυ, χθες αργά. Ζ. Ζάβετη,η=(σλαβ.zavet),σύμφωνο ,όρκος Ζαβός = (πιθανόν από την αραβική zāwiya= γωνία), στριμμένος, ανάποδος…μτφ. χαζός, με νοητικό ελάττωμα Ζαγάρι, το = (Αραβ. Sakar) κυνηγετικό σκυλί. Ζακόνι (το) = (σλαβ. zakonu),συνήθεια, ελάττωμα Ζαλιά, η = (σλαβ .zalá)=φορτίο ξύλων ή φρυγάνων, όσο βαστάζει κάποιος στους ώμους του… μια ζαλιά ξύλα. Ζαλώνω φορτώνω κάποιον (Ζαλώνουμαι = φορτώνομαι ) Ζάμπα,η= (σέρβικο zaba) μολυσματικός καφέ μεγάλος βάτραχος που ζει στην ξηρά και καταφεύγει στο νερό μόνο κατά την περίοδο της αναπαραγωγής του ,μτφ. γλοιώδης άνθρωπος Ζαμπλαρίκος = ο τσιγαρισμένος τραχανάς Ζαμπλαρώθηκα,= βαρυστομάχιασα Ζαρζαβατικό,το= (τουρκική zerzavat ),λαχανικό, κηπευτικό ή χορταρικό Ζάφτι, το = (Τούρκ. zapt ) καταβάλλω, δαμάζω, επιβάλλομαι: μεγάλωσαν τα παιδιά μου και δεν τα κάνω ζάφτι. Ζέγνω = ζεύω, βάζω τα ζώα στο ζυγό, βάζω να οργώσω. Ζεματάω = (αρχαία ελληνική ζέω (βράζω), «το φαί ζεματάει», είμαι ζεστός, υπερθερμαίνομαι Ζερβοκουτάλα, η = (μεταφορικά) ο αριστερόχειρας. Ζευγάρι (το) = το όργωμα, ζευγάρι ζώων που όργωναν Ζευγολάτης (ο) = (αρχαία ελληνική ζευγηλάτης < ζεῦγος + ἐλαύνω) ,ο γεωργός που οργώνει Ζεύλα, η = (από την αρχαία λέξη ζεύγλα ή ζεύγλη) επιμήκης ξύλινη λεπτή λωρίδα φάρδους 5 έως 10 πόντους από σφενδάμι, μελιό ή πουρνάρι (για να λυγίζει καθώς ζεσταίνεται στη φωτιά), από την οποία κρεμιέται το κουδούνι, το κυπρί κ.λ. Ζέχνω = ( αρχαία ελληνική ὄζω-ὤζεσα), βρωμάω, εκπέμπω δυσοσμία. Βρωμάει και ζέχνει. Ζιλές ή ζηλές (ο) =( Γαλ. gilet ),το αμάνικο πλεχτό πουλόβερ Ζιόβα,η= μικροκαμωμένη Ζιογκάρι,το= καρούμπαλο Ζόρι, το =( Τουρκ. zor )πίεση, βία, καταναγκασμός, αντίστασις: τον βαστάνε με το ζόρι, ή βρήκα ζόρι στο τράβηγμα. Ζούδι (το) == (Ετυμολογικά κατά πάσα πιθανότητα συνδέεται με τη λέξη ζώο [αρχ. ελληνικά ζώδιον, με τροπή του ω σε ου), το άγριο ζώο Ζούδια, τα αγρίμια, άγρια ζώα (τσακάλια, αλεπούδες κ.λ.).


Ζουλάπι = ( αλβανική zullap )1) άγριο ζώο, το αγρίμι 2) μτφ. ο κουτοπόνηρος Ζουλίτσα (η) = είδος σκληρού ορεινού σταριού Ζουπακιάζω = ζουπάω, πιέζω, χτυπάω Ζουπάω =(αλβαν. Zhupë),πιέζω πατώντας, πατάω και πιέζω. Ζουρίζομαι = μαραίνομαι, δυσκολεύομαι, πάσχω από μαρασμό. Ζουρλαίνω = (βενετική zurlo ),τρελαίνω, μουρλαίνω. (1) Ζουρλή = η τρελή. Ζυγάλετρα,τα= τα σύνεργα για όργωμα Ζύγι, το = νήμα της στάθμης. Ζυγιά, η = 1) ζεύγος, ζευγάρι 2) το ζύγισμα. Ζυγός = Εγκάρσιο ξύλο για το αλέτρι, όπου ζεύονται τα ζώα Ζυγούρι, το = αρνί στο δεύτερο έτος της ηλικίας του. Ζωνάρι = γκρεμός, στενή χαράδρα Ζωντανά (τα): Τα πρόβατα και τα γίδια συνολικά. Αλλιώς τα πράματα. Ζωντόβολο = 1)μεγάλο οικιακό ζώο, από αυτά που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασία του (βόδι, άλογο, γαϊδούρι): …Άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλα σε ζωντόβολα, γενικά για οποιοδήποτε ζώο,2),βρισιά,( κουτός, άξεστος, ζώο). Η. Ήρα, (η) = ζιζάνιο που προσβάλλει τα δημητριακά (αρχαία λέξη=Αίρα) Ήσαντε = ήσαν. Ήσκα ή ίσκα = μύκητας από τα δέντρα εύφλεκτος που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα Ηύρα = βρήκα Θ. Θανατικό (το) = θανατηφόρα επιδημία Θαρρώ = voμίζω Θειά,η= θεία. Θελά= ήθελα Θέλημα (το) = εξυπηρέτηση , μικρή εργασία ή αποστολή που εκτελείται για λογαριασμό άλλου Θελός(η,ο) = θολός « -το νερό θέλωσε , είναι θελωμένο) Θεοπούλι,το= Ελεύθερο πουλί (όχι οικόσιτο). Θέρμη (η) = ρίγος, πυρετό Θηλύκι (το)=είδος κουμπότρυπας, που την έπλεκαν οι νοικοκυρές μόνες τους. Το σχήμα του θηλυκιού, ήταν κυκλικό κι ανάμεσα του περνούσαν το κουμπί και το φόρεμα θηλύκωνε. Θημονιά, η ή και θεμονιά = ( αρχαία ελληνική θημών < τίθημι ),σύνολο από πολλά δεμάτια (στο αλώνι). Θράκα = ( αρχαία ελληνική ἄνθραξ- ἀνθράκιον),τα κάρβουνα μόλις σβήσει η


φλόγα Θυγατέρα (η) = η κόρη (αρχαία λέξη-θυγάτηρ) (λεγόταν και δυχατέρα) Θυμητικό (το) = μνήμη εvθυμητικόv, ισχυρή μνήμη Θύμιαμα ,το = το άρωμα (καπνός) του λιβανιού Ι. Ίγκλα, η = δερμάτινο εξάρτημα του σαμαριού. (1)Ζωστήρας του ζώου για την συγκράτηση του σαμαριού. Ινάτι ή γινάτι, το = (Τουρκ. inat) πείσμα. (1) Ινατώνω = πεισμώνω. Ίσια (επίρρημα ποσοτικό) = πολύ λίγο, μόλις «ίσια που πρόλαβε» Κ. Κά,= κάτω (κατέβα κά= έλα κάτω) Καβουρντιστήρι = ( τουρκική kavurmak )χειροκίνητη συσκευή καβουρντίσματος καφέ η ρεβιθιών (μεταφορικά το παρωχημένο μηχάνημα) Καγιανάς (ο) =(τουρκ. Kaygana) τηγανιτά αυγά με παραγινωμένες ντομάτες Κάδη (η) = ξύλινος λεπτός κάδος με στενή βάση που χτυπούσαν το γάλα για να γίνει βούτυρο Καζάντι, το = (Τουρκ. kazandı )προκοπή. (Καζαντισμένος = προκομμένος.) Καζάντια (τα) =τα πλούτη, τα κέρδη Καθάριο ψωμί = το σταρένιο ψωμί Καθεράω,= καθαρίζω Καϊλα ή και καήλα, η = 1) καύμα, θέρμη, φλόγωσις, ιδίως του στομάχου 2) μεταφορ. Ψυχικός πόνος 3) καημός. Κακαρέντζα, η = κοπριά προβάτου, γιδιού. Κακαρώνω = (αρχαία ελληνική καρῶ < κάρος, αναισθησία, νάρκη ),πεθαίνω Κακορίζικος (η, ο) = ο άτυχος, δύστυχος στην ζωή… Ο Θεός του κακορίζικου κακή βουλή του βάνει (παροιμ.) … Καλαμπαλίκια, τα =( Τουρκ. kalabalık ) θόρυβος που προκαλείται από το συγκεντρωμένο πλήθος , στην αργκό οι όρχεις. Καλεσιά (η) = ο χτύπος της καμπάνας της εκκλησίας που καλεί σε κηδεία Καλιά (η) = χρησιμοποιείται στην φράση «πάει καλιά του ή πας καλιά σου» = πάει χαράμι , “πήγε καλιά του” λέμε για κάποιον που έφυγε από τη ζωή ή το προσκήνιο. Καλιάζω = ταιριάζω, τα φέρνει η τύχη βολικά Καλιακούδα (η) = πουλί Καλιγώνω = πεταλώνω(αλβαν. Kalë-κάλι= άλογο ) Κάλιεσα ή κάλεσα, η = πρόβατο λευκό που έχει μελανές γραμμές γύρω στα ρουθούνια και στα μάτια. Καλικαντζούρα η=: μτφ. μουτζούρα στο γράψιμο, κακογραμμένη λέξη ή γράμμα.


Καλικούτσια = μεταφορά κάποιου στην πλάτη, κυρίως παιδιού Καλμάρω = (ιταλική calmare ),καθησυχάζω. Κάλντησα = απόστασα, κουράστηκα Καλόγερας = πυώδης φλεγμονή του δέρματος Καλτσούνια,τα=(τουρκ. Kalçın),κάλτσες Κάλφας, ο = (Τούρκ.: kalfa) βοηθός τεχνίτη. Καματερά = ζώα κατάλληλα για όργωμα Καματερός, η, ο = ο ανήκων ή αναφερόμενος σε κοπιώδη γεωργικήν εργασία: καματερό βόδι (το κατάλληλο να σύρει άροτρο βόδι). Καματεύω = οργώνω την γη με άροτρο, εργάζομαι στον αγρό. Καμοσιὰ ,η = ἡ ποσότης ἐλαιοκάρπου , (έκανα μια καμοσιά λάδι) Καμουτσίκι, (το) = (Τουρκ. kamçı + -ίκι) μαστίγιο για ζώα Κάμποσος, ο = ( μεσαωνικό καμπόσος (καν και πόσος) ,αρκετός Καμπόσος,ο= παρουσιάζω τον εαυτό μου σαν γενναίο ή σπουδαίο…μας κάνει τον καμπόσο Κανάτι = (Τουρκ. kanat ) πήλινο δοχείο για προσφορά κρασιού ή νερού Κάνε (επίρρ.) = τότε: δικόσου είναι; Αλλά τίνους είναι κάνε; Κανείνε ,=κανέναν (π.χ. δε έχω κανείνε να με βοηθήκει = δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει Κανίσκι (το) = το μικρό κανίστρι, καλάθι. Προέρχεται από το αρχαίο κανίσκιον που είναι το υποκοριστικό του κάνεον. [Κανισκέρης ονομαζόταν το άτομο που πήγαινε τα δώρα του γαμπρού μέσα σε κανίσκι στην νύφη λίγες μέρες πριν το γάμο. Ο κανισκέρης διανυκτέρευε στο σπίτι της νύφης και συμμετείχε στο βραδυνό γλέντι. Την επομένη μετέφερε τα δώρα της νύφης στον γαμπρό, μεταξύ αυτών και το γαμπριάτικο πουκάμισο Κάνουλα (η) =( λατινική cannula), η βρύση του βαγενιού Καντάρι = (Τουρκ. kantar ) είδος ζυγαριάς που αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο και μεταλλικό βραχίονα , μεγάλη ποσότητα από κάτι Καντίλα (η) = τα σπυράκια στη γλώσσα, ή άφτρα ή ερεθισμός των χεριών από τη δουλειά Καπάρο,= (ιταλική caparra ),προκαταβολή που δίνεται για αγορά, ώστε ο πωλητής να μην πουλήσει το αντικείμενο της συναλλαγής σε άλλον μέχρι να γίνει η οριστική πώληση… μτφ.αυτήν μην την κοιτάς είναι καπαρωμένη (αρραβωνιασμένη) Καπινιά = καπνιά ή καπνιά του τζακιού Καπινός, (ο) = ο καπνός Καπιστάλι,το =ξύλο στο στόμα για τα ζώα για να μην βυζαίνουν Καπιστράνα (η) = οι λωρίδες στο κεφάλι του αλόγου που κρατάνε το καπίστρι


Καπίστρι το= (λατινική capistrum ),χαλινάρι ζώου Καπότα, η =( ιταλική cappotto ) η κάπα του βοσκού από μαλλί γίδας (από κοζιά) (ή χονδρός μάλλινος επενδύτης των χωρικών εκ τριχών αιγός ή εξ ερίου μετά καλύμματος της κεφαλής. (1)) Καποτάδες ελέγοντο οι κατασκευαστές και έμποροι αυτών των επενδυτών. Καρακαηδόνα(η) = 1) η πολυλογού γυναίκα 2) η ψιλή και άχαρη Καραμάνικη (η) = άσπρη προβατίνα με μαύρα σημάδια γύρω στα μάτια και με φαρδιά ουρά Καραμάνικο, το (πρόβατο) = αυτό που έχει μικρή ουρά ή δεν έχει καθόλου. Καραμπουζουκλής (ο) = (Τουρκ. karabıyıklı ), που έχει μαύρο μουστάκι ,λεβέντης κοροϊδευτικά (- λεβέντης, ασίκης και καραμπουζουκλής) Καραπουτσαριό,= αδιαφορία ,τεμπελιά Κάργα ,= (Τουρκ. karga )1) πολύ γερά «κράτα κάργα» 2) «γεμάτο κάργα» Καργάρω = παραγεμίζω. Καρδαμώνω = δυναμώνω ,αναρρώνω Καρδάρια, τα = (βλαχ. kardare ),ξύλινα δοχεία, μέσα στα οποία έβαζαν το γάλα, όταν άρμεγαν τα γιδοπρόβατα. Καρίτζαφλος = ο λάρυγγας Καρκαλέτσι,η= (αλβ. karkalec –i),η ακρίδα,…………………… Κάρμα = το ψοφίμι, ψόφιο ζώο Καρμιροσάκουλος,ο= τσιγκούνης Καρναβίτσα = (ισως τουρκ. Karanabit), εξόγκωμα στα χέρια, μυρμηγκιά Καρούλα = το σημάδι από κάψιμο ή η πληγή που αφήνει στα χέρια ή στα πόδια η βέργα ή η ζωστήρα καρούλες = φουσκάλες Καρούλι,το= κουβαρίστρα Καρούτα (η) =( αλβαν. karrutë) η σκάφη για το φαγητό των ζώων Καρτεράω, καρτερώ = περιμένω… Αν πας, Μαλάμω μ , για νερό, κι εγώ στη βρύση καρτερώ Κασέλα (η) =( βενετική cassela) ,(ξύλινο κασόνι (μπαούλο) με περίτεχνη διακόσμηση όπου φυλάσσονταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα Κασιάρα ,η= (βλαχ. Căşar),κοπτικό εργαλείο με γυριστή λάμα Κασίδα, η = (Ιταλ. cassis) νόσος πτώσεως τριχών, τριχόπτωση. Κασιδιάρης = χωρίς μαλλιά από αρρώστια Κασκαρίκα = (τούρκικο. kaşkariko.)πάθημα από φάρσα Κάσσα = (ιταλικ. Cassa),το φέρετρο. Κατάπλασμα, το = θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο. Καταράχι,το= το ύψωμα ,η κορυφή του λόφου (Του Χρόνη το καταράχι…το νεκροταφείο μας) Καταράχτης,ο= καταπακτή που κατέβαινες από το πάτωμα του σπιτιού στο


κατώι Κατάσαρκα = επάνω στη σάρκα Κατάχαμα = χάμω Καταχεριάζω = δέρνω κάποιον με το χέρι μου Κατεβασιά, η = απότομη και μεγάλη ροή υδάτων ποταμού ή ρέματος. Κάτινου = κάποιου, (αυτό κάτινους είναι) Κατρούτσο, το = (βενετ. quartuzzo, ),ένα κατοστάρι κρασί, το ¼ της οκάς. Κατσαμάκι,το=( τουρκική kaçamak ),χυλός από καλαμποκάλευρο Κάτσενα, η = (άσπρη) η προβατίνα πούχει τα μούτρα κόκκινα. Κατσιαβός = κατσιασμένος, ισχνός. Κατσιαπλιάς = (πιθανόν από το αλβ. Plaçkitja=πλιατσικο)= (ιδιαίτερα στην κατοχή)= αυτός που εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις για κλεψιές και ατιμίες. Κατσικάδα, (η) = Χρονιάρα κατσίκα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή Κατσικαδερό, το = δέρμα κατσικιού, αλλά και περιπαιχτικά: το ορεσίβιο και άτροπο άτομο. Τι κατσικαδερό είναι τούτος, ρε; Κατσικώθηκε = 1) δεν μετακινείται 2) πείσμωσε. Κατσιμπούλα = η πεταλούδα Κατσιμπουχέρια = οι καλικάντζαροι Κατσιούλα (η) = (αλβανική kaçule),η κουκούλα της κάπας Κατσιφάρα (η) = η ομίχλη, η καταχνιά Κατσομαλλιάζω = μου σηκώνονται τα μαλλιά από το κρύο Κατσούλα, η =Γάτα Κατσουλάει ή κατσουλίζει (το παιδί) = μπουσουλάει: Το παιδί πάει κατσουλώντας ακόμη (δεν περπάτησε ακόμη). Κατσουλιέρα:,η = (αλβαν, kacul - i, = το λοφίο πουλιού,), ο τσαλαπετεινός, Κατώι (το) = το παραδοσιακό ισόγειο που χρησιμοποιείτο για αποθήκη και στάβλος μεγάλων ζώων Καύκαλο, το = ( αρχαία ελληνική καῦκος (κύπελλο) το κρανίο και ιδίως των ζώων. Κάφτρα, η = σπίθα φωτιάς. Καψερός: = (μεσαιωνική λέξη (ίσως από τοπικά έθιμα να καίνε επί Τουρκοκρατίας μέρος του σώματός τους σε ένδειξη πένθους),ο δυστυχισμένος, ο καημένος. Αυτός που χρειάζεται συμπάθεια. Καψοκαλύβας (ο)= σκωπτικά ο υπερβολικά φιλόξενος Κεντρί, το = το πίσω μέρος του σπιτιού Κεντρώνω,= μπολιάζω Κεσέμι, το = αυτό το αρσενικό ζώο που οδηγεί το κοπάδι. Κεφαλώνω: Ελέγχω την πορεία της δουλειάς. Εργάζομαι εντατικά για να


τελειώσω έγκαιρα. Κεψές, ο = (Τούρκ. kepçe ) τρυπητή κουτάλα, ξαφριστήρας. Κηκίδι, το = καρπός κυπαρισσιού αλλά και ο καρπός της κηκιδιάς (το φυτό δρυς η σμίλαξ). Κι απέ = και λοιπόν. Κιαπέκει,= (επιρ) και ύστερα Κιβούρι (το) = το μνήμα Κινάω & κινώ:= ξεκινώ Κιοτεύω = (Τούρκ.) δειλιάζω. Κιότεψα = τέλειωσαν οι δυνάμεις μου, δείλιασα Κιοτής (ο) =( Τουρκ. kötü ),δειλός Κιούπι (το) = (τουρκική küp ),πήλινο πλατύστομο σκεύος Κιτάπι,το= (Τούρκ.kitap) κατάστιχο, βιβλίο Κιώνω = τελειώνω. , το ’κιωσε = το τελείωσε Κλάπα: (γερμανική Klappe ),ο μεντεσές Κλαπαρχίδας ο:= η φράση σήμαινε αρχικά τον αργοκίνητο και βαρύ ή περήφανο, αλλά λέγεται ως ήπια βρισιά ή χιουμοριστικά· Κλαπάτσα, η, ή και χλαπάτσα = (Βλαχ. gãlbadzã ), η νόσος των προβάτων διστομίασις. Κλαπάφτης (ο) = αυτός που έχει μεγάλα αυτιά Κλαρίζω: Κόβω τα κλαδιά δένδρου,ταίζω ζωα με κλαδιά Κλαφούνισμα, το = το συνεχές γαύγισμα του κυνηγόσκυλου όταν βρίσκεται στα αχνάρια του θηράματος. (Κλαφουνάω ή κλαφουνίζω(1) Κλειδέρα (η) = 1) ξύλο γυριστό στο μπροστινό μέρος για να παίρνουμε τα πράγματα ή φρούτα που είναι ψηλά 2) η γραμμή που έχουν ορισμένα γράμματα (φ,μ,ρ κ.λ.π) 3) (μεταφ.) η φράση «Μάθε καμιά κλειδέρα γράμματα» = μάθε λίγα γράμματα Κλειδωνιά η=: κλειδαριά, το λουκέτο, Κλειώ = κλείνω Κλίτσικας = παιδικό παιχνίδι που παίζεται με ένα ραβδί του κλίτσικα κι ένα μικρότερο ξύλο, το κλιτσίκι Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση. Κλιτσινάρες = τα μακριά και αδύνατα πόδια Κλωθογυρίζω ,=περιφέρομαι χωρίς να αποδίδω έργο, Κλωνά ,η=κλωστή (τρανή κλωνά ζουρλή κυρά… επειδή μπερδευόταν η κλωστή ) Κοζιά, η = μαλλί γίδας. Κόζινα, τα = τα κατασκευασμένα από τραγόμαλλο Κοκκινογούλι (το) = ραπανάκι Κοκολόγημα = επίπονο μάζεμα ελάχιστων μικρών καρπών « -είχαν τίποτα


φέτος οι καρυδιές ; – Μπά, κοκολόγια» Κοκολόγια,τα= πολύ ισχνή παραγωγή καρποφόρων δένδρων Κοκολόϊ, το = τα εναπομείναντα εις αμπέλους και ελαιόδενδρα μετά τον τρυγητό. Κοκορόβι,το= ψιλό χαλάζι Κοκόσια,ή κοκότα=τα πράσινα καρύδια Κοκοσιάλι ,το = το χαλάζι. (Έπεσε ένα κοκοσιάλι ίσαμε ένα αυγό.) Κολαριά,η= Το κάτω μέρος του χωραφιού, που είναι και πιο γόνιμο, επειδή παρασύρεται προς τα εκεί το χώμα από τις βροχές Κολήγοι: =Σμίξιμο δύο – τριών τσοπάνηδων για κοινή πορεία – συνεταιρισμό Κόλιας, ο= (Αλβαν.) Νικόλας Κολίνα (η) = φέτα πορτοκαλιού ή σκελίδα σκόρδου Κολιτσάκι = το άγκιστρο (γάντζος) του σαμαριού από το οποίο δένονται τα σχοινιά του φορτίου Κολλαρίνα (η)= γραβάτα, περιλαίμιο Κολλυβογράμματα τα:= τα εκκλησιαστικά γράμματα, βασικές γνώσεις γραφής και ανάγνωση Κολοκοτρωνέϊκος, ο = γαμψός σουγιάς με ξύλινη λαβή σχιστή ώστε να μπαίνει μέσα η λεπίδα του όταν κλείνει. Κολοκουρίζω = κουρεύω τα πρόβατα στον αυχένα στην ουρά και στα οπίσθια. Κολόκουρο, το = κοντό μαλλί που προέρχεται από το κούρεμα των προβάτων ή των γιδιών, κάτω από την κοιλιά και ανάμεσα στα πίσω πόδια. Κολόκουρος (ο) = Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη. Κολομπότσικο,το= υποκοριστικό παιδιών Κολονούρι = το μέρος της ουράς Κολορίζι (το) = η δυνατή ρίζα δέντρου Κολόστρα, η =( λατινικό colostrum) ,το πρώτο γάλα προβάτου ή γίδας μετά τον τοκετό. Κόμπια (τα) = οι αρθρώσεις του σώματος Κόμπιτσα (η)= πόρπη φορεμάτων Κομπόδεμα = η αποταμίευση χρήματος σε κόμπο μαντηλιού. Κονάκι, το = (Τούρκ.: konak) ενδιαίτημα, κατοικία, κατάλυμα, οικία. Στα Τούρκικα = διοικητήριο. Κόνξες,= υπεκφυγές, ιδιοτροπίες Κοντοκαρτέρει = το λέμε όταν θέλουμε να προφθάσουμε κάποιον να κινείται ποιο αργά Κοντύλι (το) = ο κοντυλοφόρος, κομμάτι λίθου που έγραφε στην πλάκα Κόπανος = (αρχαία ελληνική κόπανον ),1) ξύλινο όργανο νοικοκυράς για το


κοπάνημα χοντρόσκουτων ώστε να καθαρίσουν 2) (μεταφ.) ο βλάκας Κοπιάζω = δέχομαι πρόσκληση κάποιου «κόπιασε στο σπίτι, θα κοπιάσω» Κόπιτσας ,ο= σκόρος …μου τόφαγε ο κόπιτσας Κόρα (ή) = ή εξωτερική επιφάνεια(φλούδα) του ψωμιού, 2) το σημείο όπου επουλώνεται μια πληγή Κορακιάζω = υποφέρω από δίψα Κορακοζώητος (ο) = αυτός που ζει πολλά χρόνια Κόρδωμα το:= η επιδεικτική στάση· Κοριάζει,= ξεραίνεται η επιφάνεια σε κάτι φαγώσιμο (απ' το πολύ ψήσιμο) Κορίτος (ο)= σκεύος μέσα στο οποίο έβαζαν νερό να πίνουν οι κότες και τα γουρούνια Κόρμπα (η) = μαύρη γίδα Κορύτα ή καρούτα, η = (Σλάβ. korito) ,σκάφη ,ποτίστρα Κορφάδα, η = ο βλαστός της αραποσιτιάς ,αλλά και ο τρυφερός βλαστός της κολοκυθιάς ( κολοκυθοκορφάδες). Κορφιάς, ο = το μεγαλύτερο οριζόντιο δοκάρι μιάς ψαλλιδωτής στέγης. Κορφίγκι (το): βρασμένο, πηχτό γάλα ζώου, το αμέσως μετά τη γέννα. Κορώνω = βρωμάω Κόσα η= βατοκόφτης Κοτάω = τολμάω. (Προέρχεται από το κόττος = κύβος. Στην αρχαία Ελληνική κοτώ σημαίνει οργίζομαι.) Κότσαλο ή κότσιαλο = το κοτσάνι του αραποσιτιού Κοτσιόρω,η= η μπεμπέκα, χαιδεμένη.μικρό θηλυκό ζώων Κουλούντρα, η = μικρή μάζα ζυμαρικού που κόλησε κατά τη βράση, ιδίως στον τραχανά και στις τριφτάδες. Κουλούρα = 1) το γρήγορο ψωμί ή στολισμένη πίτα γιορτής 2) η κουλούρα έπαθλο σε αγώνες δρόμου Κουμάσι, το =( τουρκ. kumaş ) κατάλυμα γουρουνιού αλλά και φαύλος, ευτελής: καλό κουμάσι είναι αυτός Κουμούτσι,τσα , = ξεροκόμματο ψωμί Κούμπουλα,τα=(αλβ. kumbull ),κορόμηλα Κουνενές ,=1)ξεμωραμένος 2)μαμμόθρεφτο Κούντουρο,(το)=με κοντή ουρά Κούρβουλο, το = ο κορμός του κλίματος. Κουρελού = υφαντό από στενόμακρα κουρέλια Κουρεμπάτσης ή Κουρεμπέτσος, ο = ο κουρεμένος σύρριζα ο κουρεμένος σίρριζα με το ψαλίδι ή τη ψιλή μηχανή Κουρκούτι,το = 1) ο χυλός, πολτός από μπομποτάλευρο και νερό, 2)το θολωμένο μυαλό Κουρκουφίκι ή και κορφοφίγκι, το = Παρασκεύασμα από το πρώτο γάλα του


προβάτου ή της γίδας αμέσως μετά τον τοκετό. Κουρμπέτι,το = (τουρκική gurbet ),1) η εξορία, η ξενιτιά , 2)«βγήκες στο κουρμπέτι» βγαίνω στη ζωή, αντιμετωπίζω τη βιοπάλη, είμαι χρόνια στον χώρο Κούρνια (η) = (σλαβ. kurnja ),το κοτέτσι, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά Κουρνιαχτός (ο) = ο μπουχός, η σκόνη, Κούρος,: Το κούρεμα των προβάτων. Κουρούνα, η = το πτηνό κορώνη, το θηλυκό κοράκι. Κουρούνης, ο, ή η κουρούνα = δυστυχής, ταλαίπωρος, άθλιος. Κουρούπα (η) = δοχείο Κουρούτα (η) = η προβατίνα ή γίδα με μικρά και κοντά κέρατα Κούσαλο, το = χούφταλο, ξεπεσμένος γέρος. Κουσούρι,το =( τουρκική kusur ),ελάττωμα Κούτουλας = ξύλινο δοχείο για μέτρημα του γάλακτος, ίσο με δύο κιλά περίπου Κουτουπώνω = (τουρκική kutu (αργκό= γυναικείος κόλπος) , επιτίθεμαι με ερωτικές διαθέσεις ,αρπάζω κάποιον Κουτουρού, επίρρ. = (τουρκική götürü ),τυχαία, ανυπολόγιστα, στην τύχη. Κουτρούλι = ο σωρός από χώμα ή πέτρες Κουτρουλιάζω = φυλάω το χωράφι να μην βοσκηθεί, φτιάχνω σε κάθε γωνιά κουτρούλια Κούτσαυλος –αύλω= Κούτσαυλος -αύλω (κόπτω, αὐλὸς) = ἀνάπηρος τὸ σκέλος, χωλός, κουτσός. Κούτσια,η= όταν μεταφέρω κάποιον στην πλάτη μου ,τον πήρα κούτσια Κουτσοκέρα, η (γίδα) = αυτή που έχει κομμένα ή κοντά κέρατα. Κουτσούβελα = μικρά παιδιά Κουτσουμπέλι,το= μικρό ξύλο ,πιτσιρίκι Κουτσούνα (η) = 1) το πέος μικρού παιδιού, 2) τρυφερή προσφώνηση μικρών παιδιών, 3) η πάνινη κούκλα Κούτσουρο (το) = 1) κοντοκομμένος κορμός δέντρου 2) μτφ. ο έρημος, ο μοναχικός Κόφα = Κοφίνι, μεγάλο καλάθι πλεκτό από βέργες λυγαριάς για την μεταφορά σταφυλιών και άλλων ειδών Κόφτει, = δήλωση ενδιαφέροντος,εσένα τι σε κόφτει (τι σε ενδιαφέρει) Κόφτρα (η) = μεγάλο πριόνι Κοψίδι (το) = κομμάτι ψητού κρέατος Κοψοσβερκιάζω = (μετ.) χτυπώ κάποιον άσχημα Κράνη, η = λιμός ζώων , αλλά και κράνη = έλλειψη χόρτων στους αγρούς, γενικώς η ανέχεια. Κρασοψιχιά,η και κρασομπουκιά= ψωμί βουτηγμένο σε κρασί


Κρατημάρα, η = ασθένεια κατά την οποία το πρόβατο ή η γίδα πονάει στα πόδια και στο σώμα. Κρέμαση (του μύλου) = το σημείο της πτώσης του νερού στο μύλο Κρένω = λέγω, ομιλώ. ( της κρένω δε μου κρένει ούτε με τηρά). Κριτσανάω = τρώγω τραγανιστά τρόφιμα που βγάζουν ήχο Κριτσανήδα,= σκληρό οστεώδες μέρος (σαν σκληρό ζελέ) ζωϊκού ιστού Κρούτα, η = η προβατίνα που έχει κέρατα. Κρυογάτσουλο= ο κρυουλιάρης άνθρωπος Κρυφοκούτι,το= παιδικό παιχνίδι που έκρυβε ένας ένα τενεκεδάκι και έπρεπε οι άλλοι να το βρουν Κυπρί,το = επίμηκες και κωνοειδές κουδούνι με ιδιαίτερο ήχο που κρεμιέται σε γίδια σ’ αντίθεση με τα κουδούνια που κρεμιούνται σε πρόβατα. Κωλαρέντζος, ο = ο τρανός, χοντρός, αναίσθητος, ή επιδέξιος κώλος…κώλο δέρνεις κώλο αφήνεις πάλι κωλαρέντζος είναι Κωλοπηλάλα=» = δυσεντερία, διάρροια Κωλοσάρα,η= σύρσιμο με τον κώλο ,μεγάλη κατηφόρα Κωλοσαύρα η.= μικρή πράσινη σαύρα Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα(αρχαία ελληνική πυγή=οπίσθια,κώλος+ λάμπω) Λ. Λαγαρό:= Η ευαίσθητη περιοχή του υπογάστριου (κάτω από το στομάχι). Λάγια = (βλάχικα, lai),μαύρη προβατίνα Λαγούμι: (Τουρκ. lağım )Το καταφύγιο του λαγού και γενικότερα αγριμιών. Λαγούσια ή =η μαγκούρα Λαζί, το = μικρό κομμάτι χωραφιού μέσα στο δάσος που έγινε ύστερα από υλοτόμηση, μεμονωμένο χωράφι. Λαήνα (η) = (λατινική lagena ),πήλινο κιούπι (μεγάλο δοχείο) με καπάκι που έβαζαν τρόφιμα, ελιές, τσιγαρίδες κ.λ.π.. Λαιμαριά η:= ο λαιμός, το σβέρκο, η περιοχή του λαιμού, εξάρτημα από δέρμα και μαλλί που προσαρμόζεται στο λαιμό ζώων που μεταφέρουν φορτία ή οργώνουν Λάκα,η= το ίσιωμα Λακάω = φεύγω, τρέχω βιαστικά, δραπετεύω. Λακριντί (το) = (τουρκ. lakırtı), ψιλοκουβεντούλα, κουτσομπολιό Λάλας,ο=( αλβ. lale) ο μεγάλος αδερφός ,θειος Λάλησε = Έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε, ξέφυγε Λάμια (η) =στρίγγλα, νεράιδα Λαμπίκο, (ο) = ( βενετσ.lambico),Ο γυαλιστερός «τα πιάτα έγιναν λαμπίκο» Λανάρι, το = =( βενετσ.lanaro ),χειροκίνητη κατασκευή ή μηχάνημα για το ξάσιμο των μαλλιών των προβάτων που προορίζονται για νήματα.


Λαναρίζω = ξαίνω το μαλλί. Λάτα ,η= (βενετσ. Lata),γκαζοτενεκές ,μέτρο χωρητικότητας Λατοπουγάνα,η= το καπάκι της γάστρας Λατσιάρα ,η=το υπερβολικό κατάβρεγμα Λαφιάτης ,ο = φίδι Λαχίδι, (το) = μικρό χωράφι ((αρχαία λέξη= λάχος) Λαψάνα, η = το χόρτο σινάπι Λεβέτι ,(το) =μεγάλο χαλκωματένιο καζάνι με χερούλια (αρχ.: λέβης) Λεβίθρες,οι= τα σκουλήκια στα έντερα Λεημόνι (το) = λεμόνι Λειβαδάρικο: Νοικιασμένο χωράφι από τον τσοπάνη που χρησιμοποιεί για βοσκή. Το ενοίκιο το πληρώνει σε είδος και συνήθως είναι τυρί. Λειτουργιά (η) = το πρόσφορο, το σφραγισμένο με την ξύλινη σφραγίδα ψωμί που προσφέρεται στον ιερέα στις ονομαστικές εορτές κ.λ.π. Λειψοκουλούρα, η = η κουλούρα χωρίς προζύμι. Λειψός, η, ο = επί άρτου: ο άζυμος: ψήσαμε το ψωμί λειψό στο τηγάνι και φάγαμε, η πίττα μου έμεινε λειψή Λελούδι = Το λουλούδι Λέρα,η=(αλβαν. lerë-a),βρόμα …μτφ. ανέντιμος,κακόβουλος άνθρωπος ,…μεγάλη λέρα αυτός Λερός = Ο λερωμένος, ο βρώμικος Λέτσος = (ιταλικ. Lezzo),Ο κακοντυμένος, ο ατημέλητος Λεφούσι (το) = ( ίσως από την τουρκ. nufus =πληθυσμός, το πλήθος, το σμήνος), μεγάλο πλήθος από ανθρώπους ή ζώα ή έντομα Λέχρα,= τιποτένιος, αλήτης, απατεώνας Λημέρια, τα =( ὁλημέριον (όλος + ημέρα),καταφύγια… Όσο χιονίζουν τα βουνά, Τούρκους μην προσκυνούμε. Πάμε να λημεριάζωμε όπου φωλιάζουν λύκοι. Λημερίζω,= … φάει να λημερίσεις ,να βγάλεις τη μέρα Λητάρι το: =σκοινί, «φόρτωμα» για δέσιμο ζώων ή φορτίων Λητρουβιὸ καὶ λιτρουβιὸ = ελαιοτριβείο . Λιάζω = από το ηλιάζω, αποξηραίνω στο ήλιο (τρόφιμα στο λιακωτό= βεράντα). Λιακωτό το:= βεράντα (ή ταράτσα) εκτεθειμένη στο ηλιακό φως(αρχαία ελληνική ἡλιακός) Λιανός = λεπτός, αδύνατος, μικρός Λιάρα, η = γίδα άσπρη με σημάδια μαύρα ή και αντίθετα. Λιάρος (ο) =(αλβαν. Larë), παρδαλός, ασπρόμαυρος. Λιασιά η = πρόχειρη πόρτα περίφραξης Λιβακώνω = ζεσταίνομαι. (από το λίβα)


Λίγδα (η) = (αρχαία ελληνική λίγδην ),Το λυομένο πάχος από το παστό του γουρουνιού, ο λεκές Λίμα, η = (λατινική lima , μεσαιωνική ελληνική λίμα < λιμάζω ), μεγάλη πείνα, λαιμαργία. Λιμάρης,= λιγούρης, πεινασμένος, αχόρταγος, ακόρεστος. Λιμοκοντόρος = φτωχός νέος που ντύνεται με ωραία φανταχτερά ρούχα Λιμοτάγαρο, (το) = ο άχρηστος, ο τεμπέλης, ο πειναλέος. Λίμπα = μεταλλικό ή πήλινο δοχείο αποθήκευσης λαδιού Λιμπίζουμαι =( μεσαιωνική ελληνική λιμπίζομαι < ελληνιστική κοινή λιμβός =επιθυμώ, λαχταρώ),εκ του λιμβός προερχεται και η λεξη «λιμπά» που σε κάποιες περιοχές που σημαίνει αυτά που λιμπίζονται …σαν τα λιμπά (όρχεις ) του κριαριού. Κρέμονται, αλλά δεν πέφτουν. Η αλεπού όμως που τα βλέπει να κουνιόνται πέρα-δώθε λέει: «Δεν μπορεί. Εδώ θα πέσουν, εκεί θα πέσουν» και τρέχει όλη την ώρα από πίσω του. Αυτά τα έρμα κουνιόνται, αλλά δεν πέφτουν. Και η αλεπού ψοφάει από την πείνα. Λινάτσα =(ιταλικ. Linazza),τσουβάλι Λιοκόκι ,το= ελαιοπυρήνας Λιόκρινο = «ρίχνω το λιόκρινο», υλικό για ξεμάτιασμα Λιοπύρι το: =η υπερβολική ζέστη από την ηλιακή ακτινοβολία, ο καύσωνας Λιχνάω ,λιχνίζω = ( αρχαία ελληνική λικμάω )σηκώνω με το δικριάνι το αλωνισμένο σιτάρι για να ξεχωρίσω με την βοήθεια του αέρα τον καρπό από το άχυρο. Λιχνιστήρι = δεκριάνι, ξύλινο εργαλείο σαν πιρούνι για το λίχνισμα του άχυρου στο αλώνι Λογάς ο:=αυτός που λέει πολλά λόγια, πολυλογάς, φαφλατάς. Λόρδα (η) =(βενετσ. Lorda),η πείνα, «τον έκοψε η λόρδα» Λοστάρι το: =( αρχαία ελληνική λοῖσθος ),ο λοστός· μοχλός που χρησιμοποιείται κυρίως για να μετακινούνται βαριά και ογκώδη αντικείμενα, Λούγκα, η = αδένας μηρού. Λούμπα (η) = (αλβ.luba) λακκούβα με θολό στάσιμο και βρόμικο νερό. Λουμώνω = κρύβομαι Λούπης = το αρπακτικό πτηνό ικτίνος , λύκος. Λουπουνιάζω = ( λατινική lupinum=λούπινο) χρησιμοποιείται στην φράση .τον λουπούνιασε στο ξύλο ….μάλλον έχει σχέση με το πρήξιμο που κάνουν τα λούπουνα στα ζώα ,τον τουμπάνιασε . Λούρα (η) = ψιλή βέργα Λόϋρα = ολόγυρα Λουρίδα,η= ζώνη, ζωστήρα Λούτος,ο=(σλαβ. Lud),χαζός Λούτσα, =(σλάβ.= luze), μούσκεμα «έγινε λούτσα απ’ τη βροχή»


Λουτσίζομαι,= πλένομαι, βρέχομαι Λυγερή (η) = γυναίκα ευκίνητη, λεπτή ψηλή και κομψή. Λυγιά (η) = η λυγαριά Λυκοτόμαρο το: τομάρι από λύκο· μτφ. άνθρωπος άθλιας διαγωγής, τομάρι. Λυσσιακό (το) = η λύσσα Λώβα,η= 1)βαριά επιδημική αρρώστια ,η λέπρα 2)μεταφορικά ρυπαρότητα (θα λωβιάσουμε εδώ μέσα από την βρώμα) Λωβιάρης-α =αυτός που έχει λώβα, βρώμικος, καχεκτικός Λωβός, ή, ο = επί ανθρώπων: ο μη άρτιος, ο μη τέλειος, ο αδύνατος, ή και ο ανάπηρος: και τα δυο του παιδιά είναι λωβά. Μ Μαγάρα, η = ακαθαρσία,βρωμιά, αλλά και μτφ. ο κουτοπόνηρος, ο βρωμιάρης. Μαγαρισμένος (η, ο) = 1) ο ανήθικος,2) αυτός που έχει διαπράξει μιαρή πράξη Μάγκανα, τα = Μαλώματα, γκρίνιες. Μαθὸς ,ὁ = ὁ μαθημένος εκ πείρας «ὁ παθὸς εἶναι μαθός». Μαλλιοστουμπάω = δέρνω κάποιον μετά μανίας, πιάνοντας τον από τα μαλλιά Μαμούρι = 1.Το μικρό παιδί 2. το χαμίνι, το διαολόπαιδο Μανάρι, το = θρεφτάρι, αρνί οικόσιτο. Μαναχά (τους) = μοναχά (τους). Μανέστρα,η= (βενετσ. Manestra),χυλοπίτες Μάνι μάνι = (ιταλική mano (a) mano= από χέρι σε χέρι), τώρα αμέσως Μανόγαλο (το) = της μάνας το γάλα Μαντάτο (το) =( λατινική mandatum ), η είδηση, το νέο Μαντράχαλος = Ο ψηλός και άχαρος Μαντρί (το) = (Το μαντρί είναι υποκοριστικό της μάντρας, -αρχαία (μάνδρα) άγνωστης ετυμολογίας) πρόχειρος χώρος για την στέγαση κοπαδιών Μάπα,η =(βενετσ.mappa=σφαίρα, μπάλα),το λάχανο Μάρα = χωρίς έννοια, «άρες μάρες κουκουνάρες», ανόητα πράγματα Μαράζι (το) =( τουρκική maraz ) ο καημός, ο διαρκής πόνος για κάποιον ή κάτι Μαραζωμένος, (η, ο) = χτυπημένος από μεγάλο καημό, ο καχεκτικός. Μαραφέτι = εργαλείο Μαργώνω = παγώνω – εμάργωσε = επάγωσε, εψύχθηκε. Μάρκαλος (ο) =(αλβαν. Marr = βατεύω),το ζευγάρωμα των αιγοπροβάτων για αναπαραγωγή. Μαρμάγκα,η= (αλβανικ. merimangë-a ),και σπανιότερα μαρμάγια (η) μικρό φαρμακερό σφελάγκι . μτφ.= συμμορία κακοποιών που δρα στο σκοτάδι, εξ


ου και η φράση: “θα σε φάει η μαρμάγκα” – “ Μαρτίνια, τα = οικόσιτα ζώα, συνήθως 2-3 πρόβατα ή γίδες. Μάσια, η = (τουρκ. Maşa)μεταλλικό εργαλείο για την τακτοποίηση της φωτιάς. Μασουλάω = σιγομασάω Μασούρι = Εξάρτημα του αργαλειού λεπτό καλάμι όπου τυλίγεται επάνω το νήμα (γνέμα) Μαστάρι, (το) = ( αρχαία ελλην. μαστός),το βυζί των ζώων. Μάτα = ξανά, πάλι (Από τότε δε ματαπήγα στο βουνό) Ματαράτσι, το = μάλλινο σκέπασμα διπλό Ματάχει,=ξαναέχει, τέτοιο πράμα δεν ματάχει γίνει Ματιάζω = μτφ βασκάνω Ματσούκι, το =(βενετσ. Mazzoca), ραβδί , ρόπαλο ,το ξύλο, Μαυλάω: =Καλώ κοντά μου με ιδιόρρυθμη φωνή οικόσιτα ζώα. Μαύρος,ο= Ο καημένος (Δηλώνει οίκτο ή συμπάθεια)…τι του΄τυχε του μαύρου. Μαχαλάς (ο) = (τουρκική mahalle ),η γειτονιά του χωριού Μαχιάς, ο =(τουρκ. Mahya) το ένα από τα τέσσερα δοκάρια, αν η στέγη έχει το σχήμα πυραμίδος ή από τα δύο αν ο ένας εκ των τεσάρων τοίχων καταλήγει σε γωνία στο πάνω μέρος, το οποίο ξεκινάει από την γωνία του τοίχου και κατακήγει στον κορφιά. Μελίγγι= (αρχαία ελληνική μῆνιγξ. ),μηνίγγι Μεργιάου: Κάνω στην άκρη. Αφήνω χώρο να περάσει κάποιος άλλος. Απομακρύνομαι διακριτικά. Μερμελάει = Η ενόχληση από τις πληγές ή το τσίμπημα εντόμου «με μερμελάει» Μεροδούλι (το) = το μεροκάματο, αμοιβή μίας ημέρας δουλειάς Μερομήνια, τα : οι πρώτες δώδεκα ημέρες του Αυγούστου, από την καιρική κατάσταση των οποίων ο λαός μαντεύει την κατάσταση των μηνών του έτους αρχίζοντας από τον Αύγουστο. Μέρος ,ή απόπατος= τουαλέτα Μερτικό (το) = το μερίδιο Μεσάντρα, η = ξύλινο χώρισμα δωματίων. Μεσοράχη, η = η κορυφή μεταξύ δύο βουνών. Μετερίζι (το) = (τουρκ. Meteris),το οχύρωμα, η θέση μάχης προμαχώνας, ταμπούρι Μηγάρις (ερωτημ.) =μήπως, τάχα; μήπως και συμβαίνει τίποτα; “Μηγάρις και έμαθε το κακό χαμπέρι;” – Μήρλα= μουρμούρισμα , γκρίνια


Μιλιόρα (η) = η προβατίνα η πρωτόγεννη Μίρ-μὶρ=. μουρμούρα Μισιακό (το) = κάτι που ανήκει σε δύο Μισογόμι = το μέσο του σαμαριού ενός φορτωμένου και από τις δύο πλευρές ζώου. Φόρτωσα κάμποσες καλαμιές, έβαλα και το παιδί μισογόμι. Μισοφόρι (το) = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα Μιτάρι = το τοποθετημένο νήμα στον αργαλειό, το οποίο στηρίζεται σε 2 ξυλαράκια. Μιτζούλι ,το= σπυρί στο σώμα Μολέβω = μολύνω, (μόλεμα= μολυντήρι) Μολογάω = διηγούμαι, σχολιάζω, «Για μολόγα μου τα νέα» Μονάντερος = Ο αχόρταγος Μόνοιασμα = Η συμφιλίωση Μονομερίδα,η= μικρό δηλητηριώδες φίδι…(οχιά και μονομερίδα να σε φάει) Μονομηνιάτικα,τα= αδέλφια που έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα Μονοχαίρα = μακριά και φαρδιά πριονόλαμα με λαβή στην κάθε άκρη που την χειρίζονταν 2 άτομα Μόρα,ή Μώρα,= Υπνική παράλυση , (με πλάκωσε η μόρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία), (κατάρα= Μόρα και κασίδα να σε πιάσει) Μορώνω = Σταματάω να κλαίω Μόσκος (ο) = αρωματικό υγρό, μυρουδιά, ευωδία «το μόσκο το γαρίφαλο» (& ευχή = -μόσκος να ‘ναι το κρασί) Μούκουλο: Περιοχή με πολύ λίπος στην κάτω σιαγόνα ζώων, ιδίως του γουρουνιού (κατ’ επέκτασιν και του ανθρώπου – μεταφορικά). Μούλικο (το) = ( ιταλική mulo ),νόθο, εξώγαμο παιδί Μουλωχτός = ύπουλος Μουνουχάω = ευνουχίζω, στειρώνω, κόβω τα αχαμνά ζώου Μουνουχισμένος = ευνουχισμένος, εκείνος που του έχουν αφαιρεθεί τα γεννητικά όργανα. Μουντζαλιά (η) = μουντζούρα από μελάνι. Μούργα,η= (λατινική amurga), το κατακάθι του λαδιού Μούργος = Ο τεμπέλης, το μαύρο σκυλί Μούρλια ,== παραφροσύνη, παράκρουσις, τρέλλα, ζωηρότης. Μουρντάρης = ( τουρκική murdar )Αυτός που κυνηγά τον ποδόγυρο Μουρόχαβλος = Βλάκας Μουρχούτα, η = βαθύ πιάτο Μουρχούτας, ο = λαίμαργος. Μουσαφίρης (ο) = (τουρκική misafir ),ο φιλοξενούμενος Μούσκλια (τα) = παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων,


πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά Μουστερής = (τουρκική müşteri ), επισκέπτης, ο πελάτης, ο μουσαφίρης (λαϊκή έκφραση: – Ε ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει) Μουτζούχρα,= νόστιμο και αρωματικό άγριο χόρτο Μούτζωτα = παράταττα (- Μούτζωτα , δεν πάνε καλά οι δουλειές) Μπαγάδια, τα = οι όρχεις. Μπαγιάτι,το= (τουρκική bayat ),ξερό ψωμί Μπαγλαρώνω =( τουρκική bağlamak),συλλαμβάνω, πιάνω, φυλακίζω, δένω Μπαζίνα, η = μπατζίνα παραδοσιακή πίτα. Ο μπάτζος (και μπάτσος) είναι Ελληνικό λευκό, σκληρό αιγοπρόβειο τυρί, με προέλευση τη Δυτική Μακεδονία.Η μπαζίνα φτιαχνόταν με κυρίως με κολοκύθι και τυρί (κολοκυθομπατζίνα) αλλα και με πολλά άλλα υλικά και παραλλαγές όπως με ξίγκι και όσες είχαν έβαζαν βούτυρο και κομματάκια τσιγαρίδες,αν υπήρχαν και τα υπόλοιπα υλικά,τα πρόσθεταν,αν όχι την έφτιαχναν «κατώτερη.».Η μπομπότα και η μπαζίνα ηταν τα φαγητά της φτώχειας, Στα μέρη μας την έφτιαχναν κυρίως με μπομποτάλευρο, με τσιγαρισμένο σε λάδι κρεμύδι, με νερό και αλάτι.. Μπαϊλντίζω =( τουρκική bayıldım ),βαριεστώ, βαριέμαι, κουράζω κάποιον, τον εξουθενώνω Μπάκα (η) = (λατινική baca ή bacca ),η κοιλιά Μπακανιάρης (α,ικο) = 1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. Άρρωστο από σπλήνα παιδί Μπάλιος (ο) = το κατάμαυρο άλογο με μια άσπρη βούλα στο κούτελο Μπαλντίμια, τα = (Τουρκ. baldir )οι δερμάτινες λουρίδες που αγκαλιάζουν τα καπούλια του ζώου και συγκρατούν το σαμάρι πάνω του. Μπανταλίκι,το= το άχρηστο χωράφι αυτό που δεν μπορεί να καλλιεργηθεί Μπαντανία (η) = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα Μπαρδαβίτσα, η =( (ίσως από το σλαβ bradavitca ) κρεατοελιά χεριού. Μπαρθαμίτσες,η= σπυριά στα χέρια Μπαρμπούτια,=Αποκριάτικες στολές Μπάρτσα, η = η γίδα που είναι μισή κόκκινη και μισή μαύρη. Μπάστακας (ο) = (τουρκική baştaki ) ,αυτός που στέκεται ενοχλητικά ασάλευτα δίπλα μας Μπατάκα (η) = η πατάτα Μπαταλιακό ή μπάταλο (το) = άχρηστο «-δεν έκαμε τίποτα φέτο το μπάταλο» Μπεκιάρης ,ο= (Τουρκ. bekâr) ,ανύπαντρος ,γεροντοπαλίκαρο Μπελάς = (Τουρκ. belâ ), βάσανο, σκοτούρα, προβληματική κατάσταση Μπελερίνα (η) η= πελερίνα, είδος μπέρτας


Μπέμπελη, η = η ιλαρά. Μπέμπελη,(έβγαλα την μπέμπελη) = (σλαβική *pepelъ (στάχτη), ζεσταίνομαι υπερβολικά, αφόρητη ζέστη …«έβγαλα τη μπέμπελη» Μπενεβρέκι,το= (τουρκ. benevrek ) μάλλινη βράκα, πιο φαρδιά πάνω,είδος υφαντού παντελονιού Μπερνάκι,το= μεγάλο αρνί Μπερντάχι, το =( τουρκική perdah ),το δάρσιμο, το ξύλο: έφαγε ένα μπερντάχι = τον έδειρα. Μπερσίμι, το (μπιρσίμι ή και μπρισίμι) = (Τουρκ. ibrisim) μεταξωτή κλωστή για ράψιμο. Μπεσίκι το= κούνια μωρού Μπίμπες, οι = μεγάλα κουδούνια με ειδικά βαρύ και σκληρό ήχο, που κρεμιούνται στα κριάρια και τα κεσέμια για να οδηγούν το κοπάδι. Μπίτι,= καθόλου ,(δεν τον βλέπω μπίτι ) Μπλάστρα ,η= αποτυχημένο φαί ή χυλός Μπλάστρης (ο) = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν το φύλο για τα ζυμαρικά Μπλοκός,ο=μέρος που έβαζαν τα άχυρα Μποβίτης ,ο= σχοινί που χρησιμοποιούσαν στο φάσκιωμα των μωρών Μποκρίλα,η = δύσβατο μονοπάτι, κακοτοπιά. Μπόλια ,η= μεμβράνη,το στρώμα λίπους , που καλύπτει τα εσωτερικά όργανα των ζώων Μπόλκα η = είδος γυναικείου ενδύματος το οποίο φοριέται στο στήθος και φθάνει μέχρι την μέση και καλύπτει το πάνω μέρος της φούστας Μπομπόλια, τα = τα μεγάλα σαλιγκάρια Μπομπότα, η = (βενετ. bobbota ,αλβανική bobotë ),το ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού. Μπονώρα (επίρρ.) =πολύ πρωί, νωρίς. Μποτίλια (η) =( ιταλική bottiglia), Μπουκάλα Μπότσα ,η= βαρελακι,μέτρο χωρητικότητας υγρών για τη μέτρηση κυρίως μούστου ή κρασιών, ίσο με δυο οκάδες, Μποτσίκι,το= το σκυλοκρέμμυδο, (φυτό που μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι έχει πικρή γεύση και περιέχει δηλητήριο) , το κρεμάγανε για γούρι την πρωτοχρονιά γιατί και ξεριζωμένο αναπτύσσεται κανονικά και βγάζει νέα φύλλα, ακόμη και άνθη,(Στην αρχαία Αρκαδία το χρησιμοποιούσαν στην λατρεία του Πάνα για να βοηθήσει στην γονιμότητα της Γης και ν’ απωθήσει μακριά τις κακόβουλες δυνάμεις.) Μπουγάζι το:= (τουρκ. boğaz ),στενό ανάμεσα σε δύο βουνά, ρεύμα αέρα που φυσάει σε στενό. Μπουγιουρντί (το) = (Τουρκ.buyrultu),έγγραφο με δυσάρεστα νέα,


λογαριασμός Μπούζα: Δερματική – εξανθηματική νόσος των μηρυκαστικών ζώων, που εντοπίζεται κυρίως στα χείλη. Μπούζι = (τουρκ. buz),πολύ κρύο, πάγος Μπουζιάζω,= γίνομαι μπούζι, παγώνω Μπουζιασμένο,το=αυτό που έχει πάθει μπούζα , (σπυριά που βγάζουν τα αρνιά και κατσίκα στα χείλια, από τα αγκάθια, τα γιατρεύουν με ξίγκι γουρουνιού) Μπουζουριάζω = κλείνω στη φυλακή, σπρώχνω Μπούκα = στόχος, στο μάτι, στη μπούκα του ντουφεκιού Μπούλα, η = αποκριάτικος μασκαράς. Μπουλαμάς: Το πρωτοχρονιάτικο χαρτζηλίκι στα παιδιά, μποναμάς Μπουλουγούρι,το=( Τουρκικό: bulgur) Το πλιγούρι. Φαγητό που γίνεται συνήθως από άσπρο και σκληρό σιτάρι. Μπουλούκι, το = (Τούρκ. bölük ) κατά λέξη στα τούρκικα μεταφράζεται κομμάτι, αλλά σημαίνει το στρατιωτικό τμήμα κυρίως ιππέων. Σημαίνει όμως και ασύντακτο πλήθος ανθρώπων. Μπουλούκια = (αλβανική buluk ),ομάδες, πολλοί μαζί, κοπάδι πουλιών Μπουνταλάς, ο = (Τούρκ.: budala) ανόητος Μπουράματα, τα = περιεχόμενο στομάχου. (1)Το περιεχόμενο των εντέρων του ζώου. Μπουρδούκλωμα = περδίκλωμα (περδικλώθηκε = μπουρδουκλώθηκε) Μπούρμπερη= σκόνη …«-Μπα που να γένει στάχτη και μπούρμπερη» Μπούρμπουλας (ο) = σκαθάρι στις ακαθαρσίες των ζώων Μπουρμπουλήθρα (η) = φουσκάλα αέρα επάνω στο νερό Μπουρμπουλιάζω,=(ιταλικ. Borbogliare),βράζω, μαγειρεύω (να μπουρμπουλιάσω λίγα φασόλια να φάω) Μπουρνέλι,το= άγριο φρούτο Μπουσιουλάω = κινούμαι με τα τέσσερα Μπούτσικα, η = Η γίδα που έχει εδώ – εκεί κόκκινα μούτρα. Μπούφλα (η) = Χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης Μπουχάω-μπουχίζω = ραντίζω, καταβρέχω με υγρό Μπουχός = ( σλαβ. mŭhŭ )1. Σκόνη από χώμα, κονιορτός 2. Φεύγω τρέχοντας «έγινε μπουχός» Μπούχτισα = χόρτασα, απηύδησα Μπρίκι,το= ( τουρκ. ibrik ),αλουμινένιο κύπελλο , μεταλλικό σκεύος για το ψήσιμο καφέ Μπρίσκαλο,το= το άγουρο σύκο Μπροστόβαρο, το = Αυτό που το βάρος γέρνει (κλίνει) προς τα μπρός. Μυλαύλακο = αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο


Μυλόπετρα (η) = μεγάλη κυλινδρική πέτρα για το άλεσμα δημητριακών Μωρώνω = παρηγορώ μωρό Ν. Νάκα,η= κρεμαστή κούνια Νέθω = γνέθω. Νέμα,το= το νήμα Νεραϊδοπαρμένος, ο = εκείνος του οποίου πήραν το μυαλό οι νεράϊδες, ο ευρισκόμενος σε νοσηρά ονειροφαντασία και περιφερόμενος σ’ έρημους τόπους. Νερομπλούτσα= γεύμα ή ρόφημα άνοστο και κακής ποιότητας. Λέμε: Αυτήνη η σούπα πο’ φτιασες, είναι μπιτ νερομπλούτσα. Νερομπούλι, το = φαγητό άνοστο λόγω της μεγάλης ποσότητας νερού που περιέχει. Νεροτριβή = Σημείο δίπλα σε ποτάμι που από την πτώση του νερού στα υφαντά αυτά καθαρίζονται και γίνονται αφράτα Νιανιά = Φαγητό των μωρών, κακοφτιαγμένο φαγητό Νιάνιαρο,το=( πιθανότατα βενετική gnagnara ),μικρό παιδί Νίβομαι = (μεσαιωνικό και δημοτική) του νίπτομαι, πλένομαι στο πρόσωπο. Νιογάμπρια (τα) = το νιόπαντρο ζευγάρι Νιονιό , το = (μεταφορικά) το μυαλό (Δεν έχεις καθόλου νιονιό;) Νισάφι, το = (Τουρκ. insaf ) διάκριση, χάρη, ευσπλαχνία, έλεος (νισάφι πιά!). Νιτερέσο, το = (Ιταλ. interesso ), συναλλαγή (Με συγγενή φάε και πιές αλλά νιτερέσο μην κάνεις). Νογάω = εννοώ, αντιλαμβάνομαι (δεν νογάει να ξεχωρίσει δυό γαϊδάρων άχυρα). Νομάτοι, και νοματαίοι, οι = άτομα, πρόσωπα (είχα δέκα νοματαίους στο τραπέζι). Νούμερο,(για σιταρι)=σιτάρι χωρίς άγανα Νουντούκι =ο κρεβατωμένος, ο ασθενής Νουρά (η) = η ουρά Νταβάς (ο) = πήλινο ή χαλκωματένιο μικρό ταψί Νταβλαράς,ο= μεγαλόσωμος, ψηλός Νταγιάκοσα =πήρα τα πάνω μου Νταγιαντώ, -ίζω =( τουρκ. dayandım) υπομένω, υποφέρω, ανέχομαι, βαστώ. Ντάλα (χρονικό επίρρημα),= ακριβώς στη μέση , (ντάλα μεσημέρι = το καταμεσήμερο) (τουρκ. λέξη dal = στη μεση) Ντάλας,=-Από το τουρκ. dal,= σκέτος,γυμνός. Νταλγκάς, ο = (Τούρκ. dalga ) σφοδρά επιθυμία, πόθος, μεράκι. Ντάλε- κουάλε =( ιταλική tale quale ),ίδιος, απαράλλαχτος Νταμάχιασε,= βαρυστομάχιασε


Νταμπλάς (ο) = συγκοπή ή συμφόρηση Ντάνα (η) = ( ιταλική tana ),σειρά από όμοια πράγματα Ντάντεμα = περιποίηση μικρού παιδιού Νταραβέρι, το = ( ιταλική dare-avere, δούναι-λαβείν),δοσοληψία εμπορική, συναλλαγή (στο παζάρι έγινε καλό νταραβέρι), αλλά και διαπληκτισμός, φασαρία, καβγάς, τσακωμός (αν δεν με πληρώσεις θα γίνει μεγάλο νταραβέρι) ως επίσης και σχέση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων (τα κόψαμε τα νταραβέρια). Νταρντάνα (η) =( ιταλική tartana) μεγαλόσωμη, δυνατή γυναίκα, αντρογυναίκα. Ντερέκι = (Τουρκ. direk )Ο ψηλός και αδύνατος Ντερλίκοσα = (τουρκική dirlik = πλούσια ζωή, ευημερία), έφαγα με απληστία. χόρτασα πολύ. Πρήστηκα απ’ το πολύ φαΐ. Ντερμπεντέρης, ο, η, το = (Περσ. (dar-ba-dar, ο κοινωνικός ,από πόρτα σε πόρτα), ο ανοιχτόκαρδος, ο γενναιόφρων, ο λεβέντης (- Ντερμπεντέρισσα Βασίλω, στρώσ' το μπράτσο σου νά γείρω.. Ντέρτι, το = (Τούρκ. dert) ,ψυχικός πόνος, καημός, βάσανο. (1)Στεναχώρια, λύπη. Ντζιριντζάντζουλα η: =( ιταλική gironzolare )κόλπο, τέχνασμα, κάμωμα, ελιγμός. Ντιπ = (τουρκ.dip ),καθόλου, (Ντιπ για ντιπ = καθόλου μα καθόλου). «Ντιπ μυαλό» Ντίτης,ο= ανόητος χαζός Ντομασιάρα ,η νταμαχιάρα= αχόρταγη,η…αυτή είναι νταμαχιάρα (για την προβατίνα που έφευγε από το κοπάδι και έκανε ζημιές) Ντόμπρος, α, ο = (Σλαβ. dobro =καλό), ειλικρινής, απόνηρος, κατηγορηματικός – ντόμπρος άνθρωπος. Επίρρ. –α = ειλικρινώς, με θάρρος – του μίλησε ντόμπρα. Ντορβάς, ο = (Τούρκ. torba) μικρό σακκίδιο(1). (ο ντορβάς του αλόγου – το σακκίδιο με την τροφή που κρεμούν στο ζώο ώστε να είναι το κεφάλι του πάντα μέσα για να μπορεί να τρώει). Ντορής = (τουρκ. doru )Άλογο με κοκκινωπό χρώμα Ντορός ή και τορός, ο = (αλβαν. torua ), τα ίχνη, τα πατήματα, αλλά και τα κρατούντα ήθη και έθιμα (πάω με τον ντορό: ακολουθώ τα κρατούντα ήθη και έθιμα, χάνω ή έχασα τον ντορό: έχασα την κατεύθυνση ή τις συνήθειές μου). Ντόρος, ο = μέγας θόρυβος, αναστάτωσις, οχλοβοή διαλαλιά.(1) Η λέξη αυτή νομίζουμε ότι προέρχεται από την ιταλική toro που σημαίνει ταύρος, αλλά προήλθε από την Ζάκυνθο όπου οι τοπικοί κρεοπώλες, ύστερα από συμφωνία με πλουσιόπαιδα, εξαπέλυαν στους δρόμους της πόλης τους


ταύρους, που έφερναν με τα πλοία, και στη συνέχεια τους καταδίωκαν με πάταγο και φωνές. (βλ. Λ. Ζώη: Λεξικόν Ζακύνθου). Ντουβάρι (το) = (Τουρκ. duvar ) 1) ο τοίχος,2) Ο χαζός, ο αγράμματος Ντούγα (η) = (ιταλ. doga ),η ταύλα του βαρελιού, βαρελοσανίδα Ντουγένι (το) = ξύλινο ή σιδερένιο εργαλείο που έσερναν τα ζώα για το αλώνισμα.( ίσως η πιο αγαπημένη αγροτική δουλειά των παιδιών) Ντουγρού ή και ντογρού, = (Τούρκ. doğru) ευθεία (1) (τραβάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη). Ντουζένι,το= (τουρκ. düzen) ,Σειρά ,τάξη Ντουμπλέκιασα,=………………………………… Ντουντούκι = Ο βλαστός του κρεμμυδιού (λεγόταν μεταφορικά όμως και για κάποιον που είχε κρυώσει) Ντούρος, ο = (Ιταλ. duro ) ευθυτενής, ίσιος, ο μη λυγιζόμενος (ντούρα κορμοστασιά). Ντούτσι,το= 1) (Αλβαν. = το γυναικείο γεννητικό όργανο) 2)(Βλαχ. = η σαΐτα του αργαλειού )…χρησιμοποιείτο σε φράσεις απαξιωτικές , είσαι μπίτι ντούτσι ,είναι ντούτσι στα γράμματα Ντράβαλα (τα) =( ιταλ. Travaglio), φασαρίες Ντραμιτζάνα (η) = (βεν. damegiana), μεγάλη γυάλινη μπουκάλα με περίβλημα από πλεκτή ψάθα λέγεται και ντραμπουτζάνα Ντριβέλι = 1. Ζιζάνιο(χωραφιών) σαράκι 2. Βάσανο « – Μη με ντριβελίζεις ρε μαμούρι Ντρίλλι, το = (Αγγλ. ) ύφασμα βαμβακερό για φθηνές ανδρικές ενδυμασίες (1). (το ντρίλλινο παντελόνι). Ντρόμισσες ή ντρόμιζες οι = (Αρβ. dromtsε,) οι τριφτάδες Ντρούδα,η= ψίχουλο Ντρουμπούκι, = ο καρπός του καλαμποκιού με το κότσαλο, καλαμένια κουβαρίστρα για χοντρές κλωστές. Ντώνω = Αφήνω, χαλαρώνω, «Μην τον ντώνεις»= μη τον αφήνεις Ξ. Ξαγγλίζω =χτενίζω με αραιό χτένι. Ξάγι ή ξάϊ, το = δοχείο ορισμένης χωρητικότητας σιτηρών, με το οποίο μετριέται το δικαίωμα (το ποσοστό) αλέσεως του μυλωνά, τα αλεστικά (1) (στο τέλος το παίρνει ο μυλωνάς τ’ αξάϊ). Ξαγκούσεψε = πρόκοψε Ξάγναντο (το) = το ξέφωτο Ξαίνω = κτενίζω με τέχνη το μαλλί ώστε να γίνει κατάλληλο για την δημιουργία του νήματος (γνέσιμο), λαναρίζω. Ξακρίδι (το) = υπόλειμμα χωραφιού, «μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι»


Ξαμόνια,τα= οι όρχεις ,τα γεννητικά όργανα Ξαμώνω = αποτρέπω το μουλάρι(συνήθως) από ζημιά «- ξάμωσ’ το μουλάρι» Ξανασαίνω = παύω να ασθμαίνω, αναπαύομαι από την κούραση, ανασαίνω ήσυχα.. Ξανάφανε,= ξεπρόβαλε από μακριά , αντίθ.σκαπέτηκε Ξαργιτού, επίρρ. = (Μεσαιων.) επίτηδες, γι αυτόν τον σκοπό. Ξαρίζω = καθαρίζω τα περιττά κλαδιά, συγιρίζω. Ξεβουρτσάλι,το= υπόθετο από σαπόύνι Ξεγκοφιάζουμαι = παθαίνω εξάρθρωση του γοφού. Ξεζαλώνω = ξεφορτώνω Ξεθρακάω = αφαιρώ την θράκα, βγάζω κάρβουνα, σκαλίζω τη φωτιά. Ξεΐγκλωτος = Ο ασουλούπωτος. Ξεκουμπίζουμαι = φεύγω «κακήν κακώς», αποδιώχνομαι (ξεκουμπίσου= Φύγε μακριά μου, εξαφανίσου) Ξεκουμπίζω = διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, αποπέμπω (ξεκουμπίσου γρήγορα από μπροστά μου, να μην σε βλέπω). Ξεκουρβουλιάζω = ξεριζώνω τα κούρβουλα, τους κορμούς του κλίματος του αμπελιού. Ξελακώνω = βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα του αμπελιού Ξελημεριάζω = περνάω όλη τη μέρα μου στο λημέρι Ξελιγώθηκα = πείνασα πολύ Ξελωβιάζω =. καθαρίζω σχολαστικά κάποιον Ξεμαρλούκωτος,= ατημέλητος Ξεμασκαλίζω = Ξεκολλάω τα κλαδιά από τον κορμό Ξεμπουντουλώνω = ξεθεμελιώνω, καταστρέφω αντικείμενα ή ξεκληρίζω οικογένειες. Ξενηστηκωμάρα (η) = η πείνα Ξεπατωμάρα η & ξεπατωμός ο: ξεπάτωμα, μτφ. καταστροφή, μεγάλη ζημιά, Ξεπεταρούδι (το) = το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέταγμα, το πολύ μικρό παιδί Ξέρα (η) = η ανομβρία « -Μαύρη ξέρα φέτο …» Ξερικός, ο = επί χωραφιών: ο μη ποτιζόμενος, επί φυτών: ο αναπτυσσόμενος χωρίς πότισμα (ξερικά φασόλια). Ξερογιάζω =τσιμπολογώ κατ΄ επιλογήν ρόγες σταφυλιών Ξεροσταλιάζω = στέκομαι αναγκαστικά πολλή ώρα στο ίδιο μέρος. Ξεσάλωτο,το= υποζύγιο χωρίς σελα,χωρις σαμάρι Ξεσέλιασμα,το= η μετατόπιση φορτίου στο ζώο, όταν γέρνει το σαμάρι απ την μια μεριά (δεν το φόρτωσες καλά και ξεσελιάστηκε) Ξέσκουρα = (επίρρημα) ξυστά, επιπόλαια Ξεσπινάω ,= αφαιρώ τα σπόρια από ρόδια ,καλαμπόκια ,κλπ.


Ξεσυνέρια (η) = ο ανταγωνισμός Ξεσυνερίζομαι = προκαλούμαι. Ξετάζω = εξετάζω, δίνω σημασία. Ξεχαρβαλωμένος, η, ο = παραλυμένος, εξαρθρωμένος, χαλαρωμένος, διαλυμένος: ξεχαρβάλωσε η πόρτα, σπίτι ξεχαρβαλωμένο. Ξεχειμάζω: =ξεχειμωνιάζω (για αιγοπρόβατα, βοοειδή κτλ.), περνώ, βγάζω το χειμώνα· διαχειμάζω. Kατεβάζουν τα κοπάδια για να ξεχειμάσουν στα πεδινά. Ξεχωνιάζω =σκάβω βαθιά το χωράφι μου, βγάνοντας πέτρες, ρίζες, κ.λπ. Ξιέμαι = Ξύνομαι (λεγόταν για αυτόν που πήγαινε γυρεύοντας «-ξιέται στην γκλίτσα του τσοπάνη…» Ξινάρι, το = αξίνα, εργαλείο σκαψίματος, αξίνα. Ξινόγαλο ή ξυνόλαλα, το = το ξινισμένο γάλα. Ξιόνι = εργαλείο για καθαρισμό του αλετριού από τα χώματα Ξόβεργα (η) = παγίδα με κόλα για πουλιά Ξυλοφάϊ, το = εργαλείο επεξεργασίας ξύλου, η ράσπα. Ξυπολιάρης = ὁ ἀνυπόδητος. Ξωτικά, τα = δαιμόνια τα οποία εδημιούργησε3 η λαϊκή φαντασία, στοιχειά κ.λ. Ξώφαλτσα, επίρρ. = ξυστά, , ξώπετσα. Ο. Ογλήγορα (επίρρ.) = γρήγορα. Ογλήγορος = γρήγορος στα πόδια, ταχύς Όγοιος, α, ο = όποιος , α, ο Οκάρικος= της οκάς Ολότελα = ολοκληρωτικά , εντελώς « – χάθηκε ολότελα» Οματιά, η = χοιρινά έντερα παραγεμισμένα Οξαποδός = ο διάβολος Οργυιά, η = μονάδα μήκους που ισούται με έξι πόδια, όσο περίπου είναι το άνοιγμα των τεντωμένων χεριών ενός άνδρα, αλλά και μονάδα μετρήσεως εκτάσεων. Ορίζω,= διατάζω Ορμήνεια, η = συμβουλή, καθοδήγηση, υπόδειξη, νουθεσία. Όρνιο, το = το αρπαχτικό σαρκοφάγο πτηνό αλλά και ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο χαζός. Ούλα = όλα. Ούλος = Όλος, ολόκληρος Ουλούθε, επίρρ. = από όλα τα μέρη, από παντού. Όχιάλλο =επιφώνημα αγανάκτησης…οχιάλλο πια Οχτος (ὁ)= ὄχθη, φυσική ἤ τεχνητή κατακόρυφος τομή ἐδάφους.


Π. Παβούρι ,το=παγούρι Παγαιμένος,= αυτός που έχει πάει κάπου (είναι παγαιμένος στην Αθήνα) Παγαίνω, πααίνω = Πηγαίνω Παγανιά ή παγάνα (η) = σκόρπιο απόσπασμα που ψάχνει ,η ομαδική οργανωμένη καταδίωξη άγριων ζώων Παιδοκομάω = κάνω παιδιά ,ανατρέφω παιδιά Παλάτζα = (βενετική balanza ),η κρεμαστή ζυγαριά με το βαρίδι Πάλε = Πάλι Παλιούρι (το)= ακανθώδης θάμνος, Παλουκοκαύτης = παρατσούκλι του μηνός Μαρτίου Παλουκώνομαι = κάθομαι επί τέλους κάτω. Παλουκώσου, τι κάθεσαι σα στυλιάρι όρθιος τόση ώρα; Πάμετε,= πάμε Πάντα,η= μεριά ,η πλευρά,….(πάντα κ’ άλλη =τον διαπέρασε) Παντέρμος -η -ο: =εντελώς έρημος, μόνος, κατάμονος Παντιγιέρα,=( ιταλ. bandiera) = σημαία : « σήκωσε παντιγιέρα» (επαναστάτησε, δεν υπακούει, κάνει του κεφαλιού του ) Παντοχή, η = (απαντοχή) προσδοκία, ελπίδα, καταφυγή. (1) (νάχω και γω μια παντοχή, νάχω και την ελπίδα). Πανωπροίκι, το = το, πέραν του συμφωνηθέντος, χρηματικό ποσό που δίδεται ως προίκα. Πανώρια (η) = η πολύ ωραία Παπάρα (η) = (τουρκική papara , σλαβική popara )κομμάτια ψωμιού μέσα σε νερό ή γάλα Παπάς, ο = κορμός στη στέγη που ξεκινάει από την συμβολή των ψαλλιδιών και κατεβαίνει μέχρι το πάτερο, χωρίς να το ακουμπάει πολλές φορές. Πάνω του στηρίζονται κέθετοι στα ψαλλίδια δοκοί. Παραβόλα, η = η άκρη του σπαρμένου χωραφιού, που έχει χόρτο κατάλληλο για βοσκή. Παράγαλος (ο) = αρρώστια αιγοπροβάτων Παραγώνι = Ο χώρος γύρω από το τζάκι Παραδίνω = βρίζω, στέλνω κάποιον στο διάβολο Παραθάρια: Εμπιστοσύνη Παραθαρράω = δίνω θάρρος, παρηγορώ. Παρακά = πιο κάτω Παράλαμα (το)= παραλλαγμένος άνθρωπος, λόγω ασθενείας, αδυνατίσματος κ.π. Λένε: “ έγινε σωστό παράλαμα” Παραλής ο:=( τουρκική paralı), αυτός που έχει παράδες, πλούσιος, λεφτάς Παραλογάω = παραληρώ


Παραλοϊζω = χάνω τα λογικά μου « – Παραλοϊζεσαι γέρο …» Παραπούλια (τα) = οι παραφυάδες στα λάχανα Παρασάνταλος (ο)= άνθρωπος με σωματικά ελαττώματα, ασύμμετρος, στρεβλός. Παρατσούκλι (το) = σκωπτικό παρωνύμιο Παράωρα, επίρρ. = μετά την κατάλληλη ώρα, σε πολύ περασμένη ώρα, πολύ αργά Παρδαλή (η) = εύκολη γυναίκα, ελαφρών ηθών Παρλιακός (η,ο) = ο ανισόρροπος,αυτός που λέει ανοησίες Παρμάρα, η = ασθένεια κατά την οποία το πρόβατο ή η γίδα δεν «φέρνει» γάλα. Προκειμένου να γίνει καλά το ζώο βρέχουν τους μαστούς με κρύο νερό. Παρμένο,= έχω πάρει (Έχω παρμένο λεφτά) Παρμένος,ο= βλαμμένος,χαζός Παρτσακλός,=( τουρκική parçak = τμήμα, κομμάτι) ,ο κατά κάποιον τρόπο σωματικά ελλιπής. Πασπάλα (η) = το χιόνι που σκεπάζει ίσα-ίσα τη γη Πάστα,η=( ιταλική pasta ),ντοματοπολτός,μτφ. ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου ή τα διάφορα (έμφυτα) χαρακτηριστικά του Πάστρα η: =καθαριότητα, νοικοκυροσύνη Παστρεύω: =καθαρίζω, Πατατούκα = βαρύ παλτό ή κάπα Πάτερο ή πατερό, το = μεγάλο και χονδρό ξύλινο δοκάρι, από την μία μεριά του τοίχου έως την άλλη. Πάνω στα πάτερα στηρίζονται τα ψαλλίδια και το ταβάνι. Πατητήρι = χώρος για το πάτημα των σταφυλιών Πατικώνω = συμπιέζω και γεμίζω Πατιρντί (το) = (τουρκική patırtı ),φασαρία, διασκέδαση, τρικούβερτο γλέντι Πατόκορφα = Από την κορυφή ως τα νύχια Πατουλιά (η) = μεγάλος θάμνος « – Εκεί στην πατουλιά έχει λαγό» Πατσαλιάζω = ανακατώνω, Πατσιαβούρα (η) = (βενετική spazzadura),παλιόσκουτο για σκούπισμα Πατσιουρομύτικο,το =:με μικρές και φαρδιές μύτες (οχιά πατσουρομύτα) Πάφιλο = Τσίγκος (τα καρφώνανε στις στέγες των σπιτιών, χρησιμοποιώντας ως υλικό συγκράτησης τις παλιές δεκάρες) Παχνί, ή παγνί, το = ξύλινο εντός σταύλου κατασκεύασμα ή κοίλωμα μέσα στο οποίο μπαίνει η τροφή για τα υποζύγια, άλογα και βοοειδή κυρίως. Παχνιάζω = βάζω τροφή στα ζώα Πάχυτα (τα) = πολλά λίπη Πεδουκλιά η: =η τρικλοποδιά


Πεδούκλωμα,το =δέσιμο χιαστί των ποδιών του ζώου Πεζούλι, το ή και πεζούλα, η = λιθόκτιστο τοιχάκι έξωαπό σπίτι, εκκλησία κ.λ. χρησιμεύον ως κάθισμα, αλλά και ο τοίχος σε κατηφορικό έδαφος για την συγκράτηση του χώματος και την ισοπέδωση του εδάφους. Πελεκούδι = κομμάτι ξύλου που προκύπτει από το πελέκημα με τσεκούρι, κατάλληλο για προσάναμμα «θα καεί το πελεκούδι» Πεντόβολα = Παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή πέτρες Πέραθε ή εκειπέραθε,=σε αυτό το μέρος,σε αυτόν τον τόπο Περατζάδα = μια βόλτα τριγύρω Περγιορίζω = περιορίζω Περδικούλα η: =μτφ. η καρδιά…Το λέει η περδικούλα του: το λέει η καρδιά του. Περδοῦκλι = μικρό σχοινί που έδεναν τα πόδια των ζώων Περίδρομος (ο) = πολυφαγία, «έφαγε τον περίδρομο»Στην αλιευτική ορολογία των αρχαίων «περίδρομος» είναι το σχοινί που περιβάλλει τα δίχτυα, οπότε, η φράση θα μπορούσε να ξεκινάει από εκεί: έφαγε ολόκληρη την ψαριά, όλο το περιεχόμενο του διχτυού. «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο» …ίσως Περικόβει ή περικόφτει (η βροχή) = μουκεύει μέχρι τη σάρκα. Περικοπά = από σύντομο δρόμο «- ήρθα γλήγορα γιατί ήρθα περικοπά». Περκάλεση, η = παράκληση. Περονιάζει =( ίσως από το πιρούνιασμα =το τρύπημα με το πιρούνι) , το τσούξιμο που αισθάνεται κανείς όταν τον διαπερνά η υγρασία ή το κρύο Πεσκέσι, το = (Τούρκ. peskes) δώρο συνιστάμενο κυρίως εις εδώδιμα: κάθε μέρα του πάνε πεσκέσι Πετιμέζι =( τουρκική pekmez ),Βρασμένος μούστος Πετσώνω = Χορταίνω, («την πέτσωσα»), καλύπτω με σανίδες μια επιφάνεια Πηγαιμός ο:= το να πηγαίνεις, η διαδρομή προς κάπου, το ταξίδι. Πηχτή = Βρασμένο χοιρινό από το κεφάλι και τα πόδια του ζώου Πιάνουμαι = απασχολούμαι, αναπιάνω = Φτιάχνω το ζυμάρι Πιέτα (η) = η τσάκιση του ρούχου Πιθωσηκώματα, τα = απιθώνω και σηκώνομαι. Πικρουλίθρα (η) = είδος άγριου χόρτου Πιλάλα (η) = η τρεχάλα, γρήγορα Πιλαλάω, πιλαλώ = ( ισως από το ἐπιλαλῶ «φλυαρώ, μιλώ γρήγορα» (και κατ’ επέκταση «τρέχω γρήγορα» ΚΟΡΑΗΣ ), 1) αναγκάζω κάποιον να βαδίσει ταχέως, ελαύνω: πιλάλα το άλογο να πάμε γρήγορα, 2) τρέχω δρομαίως, βαδίζω τροχάδην, ταχέως, επελαύνω: κι αν ειν’ στα πόδια γρήγορος κι αν πιλαλεί και τρέχει. Πιλατεύω: (λατινική Pilatus ),ταλαιπωρώ, παιδεύω, βασανίζω Πινακωτή = Ξύλινο κατασκεύασμα με χωρίσματα για το ψωμί μέχρι να


φουσκώσει ώστε να είναι έτοιμο για ψήσιμο Πινίγω = Πνίγω Πινόμαλλα, τα = Τα μαλλιά των προβάτων που έχουν πίνον, που είναι βρώμικα και άπλυτα. Πίνος, ο = ρύπος (βρωμιά) των μαλλιών των προβάτων. Πιργιόνι ,το= το πριόνι Πίρος = στρογγυλή ξύλινη τάπα του βαγενιού Πιστάρι (το) = το πίσω μέρος του σαμαριού (αρχαία λέξη: οπισθάριον) Πιστρόφια, τα = Η επίσκεψη της νύφης μετά τον γάμο στο πατρικό της σπίτι μετά την οποία επιτρέπεται πλέον να έλθουν οι συγγενείς αυτής εις την οικοίαν του γαμπρού. Πιστρώνω = διπλώνω τα κλινοσκεπάσματα από κάτω μου για να μην περνάει μέσα το κρύο. Πισωκάπουλα, επίρρ. = (λατινική scapula), ιππεύοντος από πίσω, πίσω στα καπούλια του υποζυγίου. Πισωκέρα, η = η γίδα πούχει τα κέρατα προς τα πίσω. Πιτιά (η): Το στομάχι των κατσικιών από το οποίο παίρνουν το πήγμα (ένζυμο), για να πήξουν το γάλα για τυρί. Πλαγιάζω = κοιμάμαι …πάω να πλαγιάσω Πλακοπαγίδα,η= παγίδα με πέτρινη πλάκα για πουλιά Πλαντάζω = Κλαίω δυνατά, ταράζομαι από θυμό Πλαστήρι = Επίπεδο τετράγωνη η στρογγυλή τάβλα για να πλάθουν και να ρίχνουν τη ζύμη στο φούρνο Πλάστης = Κυλινδρικό ξύλο για το άνοιγμα της ζύμης Πλατσουράω = ( (ηχομιμητική λέξη- πλατς ),Τσαλαβουτώ στα νερά Πλεμονάρα , η = ασθένεια κατά την οποία το πρόβατο ή η γίδα «λαγγοδέρνει», φουσκώνει, ανοίγει το στόμα και σκούζει. Την ποτίζουν ζουμί από πλεμονοχόρταρο βρασμένο σε τσιπουρο. (Φωτόπουλος Αθ.) Πλεξούδα = αρμαθιά σκόρδων, κρεμμυδιών κ.λ.π , τα πλεγμένα μαλλιά των γυναικών. Πλερώνω = Πληρώνω Πλευριτωμός ο: =δυνατό κρύο, ψύχος, θα πλευριτώσεις=θα ξεπαγιάσεις Πλιάτσικο, το = (αλβ. Plaçkitja) ,λεία, λάφυρο και η πράξη: λαφυραγωγία, διαρπαγή. Πλιατσικολόγος (ο) = ο κλέφτης στο πλιάτσικο Πλίθρα (η) = κύβος πλασμένος από χώμα και άχυρα που χρησίμευε ως οικοδομικό υλικό για το χτίσιμο σπιτιών Πλουμί (το) = στολίδι, κεντητό ή ζωγραφιστό Πλοχεριά = Μια χούφτα φαγώσιμα Πλύμα (το) = Νερό ή τυρόγαλο με πίτουρα για το τάισμα των γουρουνιών


Ποδαράτος -η -ο: =με τα πόδια, πεζός· Πόδεμα (το) = η υπόδηση Ποδεμή, η = υποδηση. Ποδόλυσσα (η) = αρρώστια σκύλων Ποκάρι, το = το σύνολο του μαλλιού από το κούρεμα του προβάτου, αλλά και όγκος μαλλιού. Πολληώρα (χρον. επίρ.) = πριν από λίγη ώρα, νωρίτερα. Πολύτεροι,οι= περισσότεροι Πόμπεμα, το = εξευτελισμός, διαπομπή. Πόντζι,το= Μείγμα τσίπουρου και πετιμεζιού, βρασμένο στη φωτιά Πορδάλες,οι= μυρμήγκια δέντρων με έντονο τσίμπημα Πορδοβούλωμα, το = ο τιποτένιος, ο μικροκαμωμένος. Πόρδος ο:= η δυνατή, θορυβώδης κλανιά Ποριά, η = το πέρασμα, η διάβαση του ποταμιού, του χειμάρρου κ.λ. αλλά και το μέρος περιφραγμένου χώρου (κήπου, αμπελιού κ.λ.) από το οποίο μπαίνει κάποιος, μπασιά. Πόσια = Πόση ( «πόσια μπατάκα κάματε»=πόση πατάτα μαζέψατε) Πουγάνα,η= η γάστρα Πούθε (επίρρ.) = από πού;, αλλά και: πού; Από πούθε ήρθες; Πούθε πας; Πουλάρι = Νεογέννητο άλογο ή γαϊδούρι Πουμόνω = γεμίζω καπνούς: Πούμωσε το σπίτι καπνούς = γέμισε το σπίτι καπνούς. Πουμωμένος,= μπουκωμένος, κρυωμένος Πούντα = (ιταλική punta),Κρυολόγημα Πούντος, ερωτ. = που είναι αυτός; Πουρνό = το πρωί Πουρνοκοτσιά ,η= συστάδα θάμνων από πουρνάρια Πούσια = Τα φύλλα του καρπού του καλαμποκιού Πουτσούλα,η= χαϊδευτικό του ανδρικού γεννητικού μορίου, «πουτσούλα μου» λεν τα αγοράκια Ο Θεός άλλους πλάνει, άλλους κλάνει κι άλλους πουτσουλά και βγαίνει Το λέν όταν παρουσιάζονται ειδών ειδών άνθρωποι δηλ. όλοι δεν είναι ίδιο Πράματα = Τα γιδοπρόβατα Πρεμούρα (η) =( ιταλική premura ), βιασύνη να τελειώσει η δουλειά γρήγορα Πρησκοκοίλι το: =σκωπτικά το φασόλι. Πρόγκα, η = εξάρτημα του αλετριού που κρατάει το σταβάρι (το μακρύ μέρος του από το ζυγό). 2)πρόκα Προγκάω = (σλαβική поруга (pôruɡa,) τρομάζω τα ζώα με φωνές και θορύβους Προγκηχτήρι = Το σκιάχτρο


Προσάναμμα = εύφλεκτο υλικό για το άναμμα της φωτιάς Προσόψι το:= η πετσέτα, Προσφάϊ (το) = αυτό που τρώγεται συνοδεύοντας το ψωμί Προσφώλι = το αυγό στην φωλιά που προσελκύσει τις κότες. Προψές = προχθές, προχθές το βράδυ (προ+ψες). Πύρα, η = ζέστη από την φωτιά. Πυριόβολος,ή Πριόβολος (ο)= το χαλύβδινο έλασμα που σπινθηρίζει καθώς κτυπάει την στουρναρόπετρα, κοινώς τσακμάκι. Πυροστιά = Μεταλλικός τρίποδας που βαστάζει το καζάνι στην εστία (φωτιά) Πυτιά, η = είναι το πρώτο γάλα του προβάτου, το οποίο παίρνεται από το στομάχι του μικρού αρνιού ή κατσικιού που θα το βυζάξει αφού σφαγεί. Χρησιμοποιείται για την φυσική πήξι του γάλακτος σε τυρί. Ρ. Ραμολιμέντο (το) = ( ιταλική rammollimento),ο ετοιμόρροπος, ο γεροξεκούτης Ράνω = παθαίνω. Ραχάτι, το = (τουρκική rahat ) αργία και ανάπαυσις, ξάπλα, χουζούρι. Ρεγάλο, το ή και ριγάλο, το = (Ιταλ. regalo,) φιλοδώρημα, δώρον. Ρέγουλα (η) =( λατινική regula ), με μέτρο Ρεζές, ο = (τουρκική reze ),μεντεσές πόρτας ή παραθύρου. Ρεμπελεύω = (βενετική rebelo) ζω χωρίς απασχόληση, περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί, είμαι ρέμπελος, τεμπέλης. Ρεμπεσκές, ο = ο απρόκοπτος, ο τεμπέλης, ο αχαϊρευτος, ο φυγόπονος και διαφθαρμένος Ρέντι ή ρέντος = το ράντισμα Ρεντίκολο = (ιταλική ridicolo ),ρεζίλη Ρετάλι (το) = ( ιταλική ritaglio )1. κομμάτι ύφασμα, 2. βρισιά Ρεύω = φθίνω, εξαντλούμαι (έρεψε από την αρρώστια), αλλά και καταπονώ, εξαντλώ κάποιον, καταβάλλω (τον έρεψαν οι πυρετοί – η φτώχεια) και μεταφορικά δέρνω κάποιον μέχρις εξαντλησεως (τον έρεψε στο ξύλο) . Ρημαδιακό (το) = Έρημο σπίτι «στο ρημαδιακό μου»= το φτωχικό μου Ρημαδιό, το = σύνολο ερειπίων, χαλασμάτων,ερειπωμένος τόπος (ρημαδιό γένηκε πέρα ως πέρα ο Μωριάς στου Ιμπραήμ το πέρασμα) . Ριζάφτι (το) = η ρίζα του αφτιού Ριζικό (το) = το πεπρωμένο Ριζιμιές, οι = λιθάρια ριζωμένα Ρίνα η: = Η Αικατερίνη.


Ροβολάω = κατεβαίνω από το ύψωμα προς τα ισόπεδα (βλαχούλα εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα), αλλά και κατρακυλώ (επί βραχων) . (1). Ροβολάω: εκ του ρ. ρομβέω (ρομβέω= περιστρέφω κάτι ως ρόμβον*. (συνεκδ.) σφενδονίζω), κατέρχομαι συνήθως κατρακυλών περιστρεφόμενος, κατρακυλώ. Στη δημοτική σημαίνει κατέρχομαι από κάποιο ύψωμα προς ίσιο μέρος ή πεδινό, κατεβαίνω, επί ανθρώπων και ζώων, ιδίως ποιμνίων. Ροβολητά (επίρρ.)= κατρακυλιστά. Ρόβολος= κατωφέρεια, κατακύληση. Επήρε ρόβολο=επήρε την κάτω βόλτα, έγινε επιρεπής σε κακές πράξεις. (Δημητράκος, Ζώης, Βυζάντιος). *ρόμβος= το τροχοειδές ξύλινο όργανο το οποί περιστρεφόμενο αποτελεί βαρύ ή οξύ ήχο ανάλογα αν στρέφεται αργά ή γρήγορα αντίστοιχα. Το ματαχειριζόντουσαν οι μάγισσες και οι κορύβαντες στις τελετές τους. Η σβούρα των παιδιών κ.λ. Ρόγκαλα,τα= λέξη που χρησιμοποιείται για προσεκτική έρευνα , ….έφαγα τα ρόγκαλα για να το βρω Ρογός, ο = έδαφος νωπό. Ροδάμι, το = το άνθος του πουρναριού, το τρυφερό πέταγμα των φύλλων που γίνεται την άνοιξη. Ροϊδάμι = Βλαστάρι πουρναριού (αρχαία λέξη: ορόδαμνος) Ροϊδάνι = το εργαλείο που καλαμίζει (τυλίγει στο καλάμι) το νήμα στην ανέμη (από το αρχαίο ροδάνη) (μεταφ. «πάει το στόμα του ροϊδάνι») Ρόκα, η = (ηλακάτη), (ιταλική rocca ),επίμηκες ξύλο περίτεχνα φτιαγμένο από έλατο συνήθως, με λυγισμένα τα δύο αντικρυστά λεπτά κλαδιά έτσι σαν να σχηματίζουν το Ελληνικό κεφαλαίο γράμμα Φ, όπου έκεί δένονται οι «τουλούπες» από το ξασμένο μαλλί και με την βοήθεια του αδραχτιού και από έμπειρα χέρια γίνονται κλωστή. Ρονιά η= Η στέγη που εξέχει από τον εξωτερικό τοίχο για να διώχνει τα νερά, εκεί που στάζουν τα κεραμίδια Ρούγα (η) = (λατινική ruga )η γειτονιά, δρομίσκος « κάθε τόπος και ζακόνι κάθε γειτονιά και ρούγα» Ρουμάνι, το =( τουρκική orman + -ι =δάσος), έκταση γεμάτη από θαμνώδη δένδρα, δασώδης κ΄ πυκνή. Ρουπάκι, το = ( ρωπάκι < ρωπάκιον < ρώπαξ < ρώψ. ), Είδος βελανιδιάς (συνήθως θαμνώδης).Η αριά και το ρουπάκι αποτελούν παραλλαγές της δρυός (βελανιδιάς).. Αλλά και τόπος κατάφυτος από πουρνάρια. Ρούπι, το =( τουρκική urup), Εν όγδοον του Τουρκικού εμπορικού πήχεως ίσον προς 0,0825 του μέτρου περίπου. – Δεν το κουνάω ρούπι (Δεν μετακινούμαι). Ρουπώνω = γεμίζω το κρασοβάρελο με νερό για να στανιάρει “ρούπωσε το βαγένι”


Ρούσα, η = η έχουσα ξανθή ή μάλλον καφέ κώμη. (1)Ρούσα γίδα= εκείνη πούχει τη ράχη μαύρη και το κορμί καστανό. Ρουτζώνω = χολιάω, δυσφορώ. Σ. Σάβανο (το) = το σεντόνι που τυλίγουν το νεκρό Σαβουρώνω = γεμίζω με τροφή το στομάχι μου. Σαγάνι, το = (τουρκική sahan ),μικρό τηγάνι με δύο λαβές. Σαδώ = προς τα δω, κατά δώ Σαδώ, σακεί = από εδώ, από εκεί Σάϊσμα, το = χονδρό κλινοσκέπασμα ή χαλί για στρώσιμο, από μαλλί γίδινο (κοζιά). Σαΐτα = 1. Είδος φιδιού που πηδάει 2. Εξάρτημα του αργαλειού (περιλαμβάνει το υφάδι) για το πέρασμα(ρίξιμο) της κλωστής του υφαδιού στις κλωστές του στημονιού Σακάτου = προς τα κάτω Σακαφιόρα,= πανούργα γυναίκα Σακιάζω = Γεμίζω τα σακιά (τσουβάλια) Σαλαγάω = οδηγάω τα ζώα με φωνές κινήσεις & σφυρίγματα Σαλαμούρα (η) =( βενετική salamora) άρμη, αλατόνερο Σάλεψε = κινήθηκε, μετακινήθηκε Σάλμη (η) = το άχυρο της βρόμης Σαμάρι, το = (αρχαία ελληνική σάγμα) , ξύλινο,συνήθωςαπο πλάτανο , εξάρτημα που προσαρμόζεται στη ράχη γαϊδουριού ή μουλαριού ώστε να φορτωθεί πάνω σ' αυτό ένα φορτίο…. χτυπάει το σαμάρι για ν’ ακούσει το γαϊδούρι λέγεται σε περιπτώσεις που, κυρίως από αδυναμία να αποδοθεί τιμωρία ή να ζητηθούν ευθύνες από τον υπεύθυνο, τιμωρείται ο ανεύθυνος ή λιγότερο ισχυρός Σαμαροσκούτι, το = χονδρό μάλλινο ή λινό ύφασμα ή δέρμα από γίδα, που τοποθετείται στην ράχη του ζώου και κάτω από το σαμάρι για προστασία απ’ αυτό αλλά και από το κρύο. Σάματις= μήπως ,“σάματις και κατάφερε τίποτα;” – “σάματις και του ΄πα εγώ να πάει;” – Σάμπως, επίρρ. = σαν, ως εάν (μου ζήτησε χρήματα σάμπως να του χρωστούσα), αλλά και ίσως, ενδεχομένως, μήπως (σάμπως νάχει δίκιο). Σανός (ο) =(σλαβ. seno ),ξερό χορτάρι για τροφή ζώων Σάξε = ταχτοποίησε, φτιάξε Σαπάνου = προς τα επάνω Σαπέρα = προς τα πέρα Σάρα (η) = σκουπίδια, οι άχρηστοι άνθρωποι, « η σάρα και η μάρα» Σαρίδι (το) = 1. Μικρό σκουπίδι 2. Ο τιποτένιος


Σαρμάκο = (Τούρκ. sarmak ) ,σκασμός ,ησυχία Σαρμούτσα (η)= ειδος σφυριού Σάρωμα (το) = η σκούπα Σαφρακιασμένος .ο= ο ζαρωμένος Σάψαλο, το = ( τουρκική şapşa), άνθρωπος εξασθενημένος λόγω νόσου ή γήρατος. Σβάρνα, (η) =( σλαβική barna),ξύλινο ή μεταλλικό γεωργικό εργαλείο (με πλεκτές βέργες) για το στρώσιμο του οργωμένου χωραφιού «Πήρε σβάρνα τα χωριά» = γύρισε σε όλα τα χωριά Σβερκώνομαι = Κοιμάμαι «-Μάνα πεινάω… -Σβερκώσου να το ξεχάσεις…» Σβερκώνω =(αλβαν. zverk) ,πιάνω κάποιον απο τον σβέρκο (αυχένα) « – θα σε σβερκώσω …» Σβίγκος ,ο= η χρυσόμυγα Σβουνιά, η = κοπριά βοδιού. Σβουρδάω= πετάω κάτι με δύναμη Σγάρλισμα= το ψάξιμο μέσα σε λάσπες ή χαλίκια από τις κότες Σγάρτσα, η = ακαθαρσία δέρματος. Σεβντάς, ο = (Τούρκ. sevda ) και σεβδάς: ο έρωτας, η αγάπη, ο εκ του έρωτος διακαής πόθος Σεκλέτι (το) = (Τουρκ. sıklet) ,βάρος, θλίψη, καημός, η στενοχώρια Σέκος = ξερός, νεκρός (λέγεται και για τον πολύ κουρασμένο «έπεσε σέκος» Σεληνιασμός, ο = η νόσος επιληψία, αποδιδομένη εις την επιβλαβή ενέργεια της σελήνης. Σεμπριά, η = έθιμο κατά το οποίο κατά το οποίο δίνεται το χωράφι αλλά και το κιοπάδι κάποιες φορές, σε άλλον καλλιεργητή ή τσοπάνη (συνεταίρο) με σκοπό να το καλλιεργήσει ή να το φυλάξει αντίστοιχα και να δίδει στον κάτοχο ένα ποσοστό των προϊόντων που μπορεί να ήταν και το μισό (μισιακά). Το συνεταιριλίκι. Σέμπρος (ο) =( σλαβική sebrȗ ) ο συνέταιρος στις γεωργικές εργασίες Σεντούκι (το) = (αραβική ʂundūq,=κουτί), μπαούλο όπου φυλάσσονται κοσμήματα, χρήματα και έγγραφα Σέπομαι = σαπίζω (δημ. τραγούδι: «αν στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει…») –από την αρχαία λέξη σήπομαι Σερνικοβότανο, το = βότανο που φυτρώνει στα χωράφια και παίρνουν τους σπόρους του και τους βράζουν. Αυτή που θέλει να γεννήσει αγόρι πρέπει να πιεί από το παρασκεύασμα οπωσδήποτε ημέρα Σάββατο και σε χάση φεγγαριού, επαναλαμβάνοντας την πόσιν αυτήν την ίδια ημέρα στις δύο επόμενες βδομάδες. (Αθ. Θ. Φωτόπουλος) Σέρσεγκας ή σερσέγκι = Καφέ κίτρινο μεγάλο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί (σαν μεγάλη μέλισσα)


Σηκοβροντάω,= κοπανώ κάποιον κάτω Σιαδώ,= προς τα εδώ Σιακεί = προς τα εκεί , κατακεί Σιάλντιξα = πέταξα, ξαπόστειλα Σιάτρα,η= η σάτιρα ,το σκωπτικό ποίημα Σιδεροστιά,η = πυροστιά, Πρόκειται για ένα ισοσκελές μεταλλικό τρίγωνο με τρία πόδια. Τοποθετείται στη φωτιά ως βάση για μαγειρικά σκεύη. Σιούτα γίδα, η = γίδα χωρίς κέρατα. Σιταρήθρα ,η = κορυδαλλός Σιχαντερός, ή, ό = σιχαμένος, ο άξιος σιχασιάς. Σκαλούνια,τα= σκαλοπάτια Σκάλτζα. Χοντρό κάλυμμα των ποδιών από τα γόνατα ως τα στραγάλια Σκαλτσούνι = ανδρική κάλτσα. Παραφθορά της λέξης καλτσούνι που προέρχεται από το ιταλικό calzone. Σκαμπίλι (το) = (γαλλική brusquembille ), χαστούκι Σκαπετάω = (ιταλική scappato = ξεφεύγω, δραπετεύω) φεύγοντας προσπερνάω την κορυφή κάποιου υψώματος εξαφανιζόμενος πίσω απ’ αυτό. Σκαπουλάρω = ( ιταλικό scapolare, )διαφεύγω τον κίνδυνο, γλυτώνω, αλλά και δραπετεύω, φεύγω απ’ τα χέρια κάποιου. Σκαρίζω = επί ζώων: βγαίνω για βοσκή, επί βοσκών: βγάζω το κοπάδι στη βοσκή. Σκασίλα (η) = στεναχώρια . σαρκασμός =«σκασίλα μου» Σκατζίκι ,το=Μυρώνι, αρωματικό χόρτο του βουνού για πίτες. Φυτρώνει σε μεγάλο υψόμετρο. Σκατζίλες η= περιττώματα γουρουνιού Σκατογένης ,ο= διάβολος Σκάφη, η = σκεύος ξύλινο και επίμηκες μέσα στο οποίο ζυμώνεται το ψωμί, αλλά και έτερο ξύλινο ή μεταλικό σκέυος μέσα στο οποίο πλένονται τα ρούχα κ.λ. Σκαφίδι = Κοίλο σκεύος, ξύλινη σκάφη για ζύμωμα Σκέπη, η = σκέπασμα, κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών. Σκερβελές (ο) =( πιθανόν) γαλλική écervelé ), ο ανεπρόκοπος άνθρωπος Σκιάζουμαι = φοβούμαι, τρομάζω Σκιάζω, = τρομάζω κάποιον Σκιάχτρο = ομοίωμα ανθρώπου με παλιόρουχα για τον εκφοβισμό των ανεπιθύμητων ζώων & πουλιών Σκίζα, η = τεμάχιο ξύλου σχισμένο από μεγαλύτερο, πελεκούδι. Σκλήθρα (η) = Μυτερή και λεπτή πελεκούδα ξύλου που καρφώνεται συνήθως στα χέρια


Σκοντάβω = προσκρούω με το πόδι μου κάπου, προσκρούω σε εμπόδιο κατά την κίνησή μου, αλλά και συναντώ σοβαρές δυσκολίες στην προσπάθειά μου να κάνω κάτι. Σκορδοκαΐλα = αδιαφορία για κάτι συγκεκριμένο «σκορδοκαΐλα μου» Σκορτσιέρα η= μικρή σαύρα Σκουληκαντέρα (η) = μεγάλο σκουλήκι της γης σαν άντερο Σκουλικιάζω = Βρωμίζω Σκουντάω = σπρώχνω, ακουμπάω σκουντηξιά (η) = σπρωξιά. Σκουντουφλάω = σκοντάφτω, Σκούρκος ο= μεγάλη μαύρη σφήκα. Σκουτί, το =( Προέρχεται από το αρχαίο σκύτος και το υποκοριστικό του σκυτίον και σε παραφθορά σκουτί.), ύφασμα χονδρόν, συνήθως μάλλινο ρούχο (πληθυντ.: σκουτιά = ρούχα, ενδύματα εσώρουχα). Σκύβαλο,το= ο. ό,τι μένει στο κόσκινο μετά από το κοσκίνισμα του σταριού ή άλλων δημητριακών; απόρριμμα, σκουπίδι Σμερδάκι, το = το πνεύμα, η μεταφυσική μορφή ενός παιδιού που πεθαίνει αβάπτιστο. Η ψυχή του παιδιού γίνεται σμερδάκι και πλανιέται συνεχώς και κλαίει γοερά και σκούζει. Γι’ αυτό και την τελευταία στιγμή πριν εισέλθουν στον περίβολο του νεκροταφείου για να θάψουν το παιδί το πετούν τρείς φορές στον αέρα φωνάζωντας συγχρόνως το χριστιανικό όνομα το οποίο θα του έδιναν αν ζούσε. (Αθ. Θ. Φωτόπουλος) Σμπαράλια =πολλά σπασμένα κομμάτια Σμπαριάζω= πυροβολῶ κάτι ή κάποιον Σογιά, η = το μαχαιρίδιο τσέπης, ο σουγιάς. Σόμπολα:= Οι μεγαλύτερες πέτρες που βάζουμε μέσα στο «χαρμάνι» (λάσπη με Τσιμέντο), να «δέσει» και να «αβγατίσει». Σουβλερό = μυτερό Σούγλα = η σούβλα Σουγλάω = σουβλίζω Σουγλί (το) = μυτερό εργαλείο του τσαγκάρη Σούδα, η = στενό δρομάκι μεταξύ χωραφιών, ή και διάδρομος (μονοπατάκι) μέσα στο δάσος. Άσε μια σούδα να περνάμε! Σούκουλα, τα= (Αλβαν.) κουρέλια Σουλάτσο, το =( ιταλική sollazzo), το περπάτημα, η βόλτα. Σουλούπι (το) = (τουρκική üslûp), η εμφάνιση Σούρδου-μούρδου= ανακατεμένα, άνω κάτω Σουριάω = σφυρίζω Σούριγμα, το = σφύριγμα. Σούρνω = Σχολιάζω, κακολογώ, βρίζω, (του τα έσουρε) Σούρπα, επίρρ. = η ώρα μετά την δύση του ηλίου και πριν πέσει το σκοτάδι,


το σούρουπο. Σούρτα φέρτα, επίρρ. = το πηγαινοέρχεσθαι, άσκοπος ενέργεια, μάταιος χαμένος κόπος. Σουρτούκης:=( τουρκική sürtük )αυτός που τριγυρίζει συνέχεια, κόβει βόλτες Σούτο ζώο, το = αυτό που δεν έχει κέρατα. Σοφράς, ο = (Τούρκ. sofra) ξύλινος δίσκος, σπανιώτερα τετράγωνος, στηριζόμενος επί ενός μόνο χονδρού κ΄ χαμηλού ποδιού, ύψους 0,30 έως 0,40 μ. που χρησιμεύει σαν τραπέζι φαγητού, γύρω από το οποίο κάθονται όσοι πρόκειται να φάνε, πάνω σε μαξιλάρια ή επί του εδάφους. Σπάλα, η = (Ιταλ. spalla) το οστό της ωμοπλάτης, η πλάτη του σφαχτού. Σπάρτο (το) = αυτοφυής θάμνος από το οποίο με κατάλληλη επεξεργασία έφτιαχναν στρωσίδια και σαρώματα Σπαρτσαράω = σπαράζω. Σπερνά, τα = τα κόλλυβα. Σπέτζα,η = το μανουσάκι Σπιθούρι = Σπυράκι Σπολλάτι = (από την ευχή: εις πολλά έτη) λεγόταν ως ειρωνικό επιφώνημα με την έννοια: πάλι καλά «-σπολλάτι που μας κάλεσες…» Στάκα,= περίμενε ,στάσου Σταλίζω, ή και σταλιάζω = επί ζώων: αναπαύομαι υπό σκιάν τις μεσημβρινές ώρες, αλλά και μεταφορ. οδηγώ το κοπάδι τις μεσημβρινές ώρες προς ανάπαυση (σταλίζει ο τσοπάνος τα πρόβατα κάτω από ένα μεγάλο πεύκο). Στάμνα = (αρχαία ελληνική στάμνος ),δοχείο πήλινο με λαβή για την μεταφορά νερού από την βρύση Στάνη, η = (Σλαβ. stanъ ) η μάντρα των ζώων, που χρησιμεύει κυρίως τη νύχτα Στανιάρω = (ιταλική stagnare ),επανέρχομαι στην αρχική θέση «το βαρέλι στάνιαρε»= έσφιξε από το νερό και δεν τρέχει Στασιό = Στάση, Ξεκούραση για λίγο «το παιδί δεν έχει στασιό» Στατέρι το: =ο στατήρας, το καντάρι, η ζυγαριά. Στερνά,= ύστερα Στέρφα, η = επί ζώων η στείρα (αντίθ. του γαλάρια), (χώρια τα στέρφα, χώρια τα γαλάρια). (1) Στερφεύω = επί ζώων: παύω να παράγω γάλα και επί υδάτων: στερεύω, ξηραίνομαι. Στέρφος (η, ο) =στείρος, άτεκνος,άγονος Στοιχειό το: =φάντασμα, ον υπερφυσικό, δαίμονας Στούμπος =( σλαβ. stonpa) 1. Ο κοντόχοντρος 2.στρογγυλή λεία πέτρα με την οποία έτριβαν το αλάτι & άλλα , «θα στουμπίσω το αραποσίτι» Στουρνάρι (το) = γερή πέτρα κόκκινου χρώματος


Στραβοκουτάλα, η = ο αριστερόχειρας. Στραβούλιακας = Βρισιά για τον ζημιάρη Στράτα (η) = (λατινική strata), το δρομάκι Στράφι = (Τουρκ.israf), άδικα, στα χαμένα Στρεγκλάω,= τρικλίζω ,βαδίζω δεξιά αριστερά Στρίγγλικο (το) = καχεκτικό παιδί & προσφώνηση σε άτακτο παιδί Στριγκλί,= δύστροπο Στρούγκα, η = (Βλαχ. strunga ) το ποιμνιοστάσιο, το μέρος όπου διαμένει το κοπάδι. (1), αλλά και ο περιφραγμένος χώρος που οδηγεί μόνο σ’ ένα πέρασμα από εμπρός όπου κάθονται οι τσοπάνηδες και με την καθοδήγηση ενός τρίτου στα νώτα του κοπαδιού, περνούν ένα ένα τα ζώα για άρμεγμα. ….Ενύχτωσε κι εβράδιασε και πάει και τούτ’ η μέρα πάει και τούτ’ η συντροφιά που είχαμε όλη μέρα…. Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί, τα πρόβατα στη στρούγκα κι η Χρύσω μας δε φαίνεται για να στρουγκοβαρέσει…. Στυλιάρι (το) = 1. Ξύλο γεωργικών εργαλείων 2. Αγράμματος, «στυλιάρι στα γράμματα, ξύλο απελέκητο» Συγενικό, συγενικιάρικο,= μάλλον η κρίση…να σε πιάσει συγενικό Συνερίζομαι = (αρχαία ελληνική συν+ερίζω=φιλονικώ ),παρεξηγώ κάποιον, τσακώνομαι. Συνταβλάω:= ανακατεύω τα κάρβουνα και τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά. Συχαρίκια (τα) = Τα ευχάριστα μηνύματα για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π. το φιλοδώρημα σ’ όποιον φέρνει ευχάριστη είδηση Σφαρδάκλια τα = βατράχια Σφαχτά (τα) = Τα γιδοπρόβατα, το κοπάδι, το προς σφαγή ζώο Σφάχτης ο: = αυτός που σφάζει, σφαγέας· μτφ. ο οξύς, έντονος, ανυπόφορος πόνος, Σφελάγγι ,το= αράχνη Σφέλαχτο, (το) = είδος ακανθώδους θάμνου Σφοντύλι (το) = 1. υφαντικό εργαλείο, στρογγυλή πέτρα που τοποθετείται στο κάτω μέρος του αδραχτιού και διευκολύνει την περιστροφή του για το κλώσιμο της κλωστής 2. Κάτι ξαφνικό, ταμπλάς «μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι» Σώγαμπρος (ο) = ο γαμπρός που κατοικεί μαζί με τα πεθερικά του Σώνω = τελειώνω κάτι, εξαντλώ Σώσμα = το κρασί στο τελείωμά του Τ. Ταβούλι: παραδοσιακό κρουστό μουσικό όργανο Μεταφορικά έχει την έννοια έντονου πρηξίματος….έγινε το μάτι μου ταβούλι


Ταή (η) = το φαγητό των ζώων Ταιριάω = ταιριάζω. Ταλίμι, το = ταλέντο, ικανότητα ξεχωριστή στην εκτέλεση μιας δύσκολης για τους άλλους εργασίας, ιδίως χειρωνακτικής. Για να σηκώσεις το σακκί θέλει ταλίμι αλλιώς θα κοψομεσιαστείς. Ταμάμ, επίρρ. = (τουρκική tamam)ακριβώς, σωστά, πλήρως, εξ’ ολοκλήρου. Ταμαχιάρης (ο) = (Τουρκ, tamahkâr), ο δουλευταράς Ταμπλάς=( Τουρκ. damla), ημιπληγία, απότομα, απρόοπτο Τάνημα: Το σφίξιμο.το ζόρι Ταπίστωμα = πέσιμο ανάποδα,μπρούμητα «- έπεσε ταπίστωμα» Ταράκουλο (το) = Ταραχή Τάραμα, το = το τάραγμα, έντονος ψυχική ταραχή. Ταρναρίζω: Κουνάω ρυθμικά, π.χ. το μωρό στην κούνια του. Τάσι, το = (Αραβ.) μετάλλινο πλατύστομο κύπελλο με το οποίο πίνουμε νερό. Τάχα,= μας κάνει τον τάχα =τον καμπόσο ,τον σπουδαίο Τάχαμ,= δήθεν Ταχιά = αύριο, σε λίγο καιρό Τέζα (η) = τέντωμα, «τεζάρωσε» πέθανε Τεζάρω = τεντώνω κάτι, αλλά και μεταφ. τελειώνω πεθαίνω. Τελάκι -ια (το)= μικρές και σκληρές προκίτσες με κεφάλι Τελάλης (ο) = διαλαλητής (τούρκικη λέξη=tellal) Τεμπελχανάς = ο τεμπέλης Τέμπλα (η) = Μακρύ ξύλινο ραβδί για το ρίξιμο των καρπών από τα δέντρα. Τέντα = ορθάνοιχτα …(τέντα την άφησες την πόρτα) Τέντζερης (ο) = (τουρκική tencere ) σκεύος με καπάκι, κατσαρόλα μαγειρέματος Τερλεκάτσι = ο γδυτός όπως τον έκανε η μάννα του. Τέσα,η = σιδερένια μικρή καρδάρα Τεψί ,ή Τέψα, = ταψί Τζαμαλλής ο: =ο αχτένιστος, με ανακατεμένα μαλλιά Τζαναπέτης,ο= (Τουρκ. canābat), δύστροπος ,στριμμένος Τζερεμές = ( Τουρκ. cereme ) ανυπολόγιστο έξοδο, τα χρήματα που πληρώνει κάποιος για να αποκαταστήσει ζημιές, μεταφορικά άνθρωπος τεμπέλης και άχρηστος Τζίβα η: =χόρτο ψιλό και άγριο, το αχτένιστο, απεριποίητο μαλλί Τζόρας ο:= πεισματάρης, ανάποδος, ξεροκέφαλος. Τζουλούφι, το = ( τουρκ.zülüf ) μπούκλα μαλλιών που πετάει, συνήθως μπροστά στο μέτωπο και πάνω από τα μάτια Τζουρλάς,ο= φλογέρα Τζουτζούκια,τα= βουρλιασμένα καρύδια βουτηγμένα στο μούστο


Τηλώνω = Χορταίνω Τήρα = (προστ.) κοίταξε, κοίτα. Τηράγομαι = 1. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη 2. εξετάζομαι για αρρώστια Τηράω = κοιτάω, προσέχω, τήρα κει = κοίτα εκεί Τίγαρις = μήπως « – τίγαρις τελειώσαμε τη δουλειά; » (από το αρχαίο τι γαρ) Τίγκα,. = (ιταλική tinga )γεμάτο μέχρι που να μην χωράει άλλο. Τιλογό,= τι είδος,πως είναι; Τότενες,= τότε Τούβουλο,το= τούβλο Τουλούμι (το) = το ασκί, το φουσκωμένο δέρμα Τουλούπα (η) =Τούφα (μπάλα) μαλλιού, η νιφάδα του χιονιού Τουλουπάνι: Λευκό γυναικείο μαντήλι κεφαλής. Τούρλα = (λατινικής trulla -μετάθεση του ρ) πολύ γεμάτο, ξεχειλισμένο Τουρλόκωλα, επίρ. = πέφτω μπρούμυτα, ( «τουρλοκολιάστηκε από το ζώο» = έπεσε) Τραβάω = Κατευθύνομαι («τράβηξε για το ποτάμι») Τράμπα, η = (Τουρκ. trampa , ιταλική tramutare),ανταλλαγή. Τρανός = μεγάλος. Αυτός έγινε μεγάλος και τρανός (πρόκοψε, πέτυχε). Τράστο, το = (Αρβανίτικη λέξη: τράστε = ταγάρι) υφαντό ταγάρι από μαλλί προβάτου ή και γίδας με πολύχρωμα σχέδια. Τράτο, το = (Ιταλ. tratto ) διάστημα τοπικό ή χρονικό επαρκές για μια πράξη, περιθώριο. Τράφος = ρέμα, τάφρος Τρεμοκουκουλιάζω= τρέμω από το δυνατό κρύο Τρεμπεκλάω = τρικλίζω Τριβέλλι, το = (Ital. Trivella). τρυπάνι, αλλά μεταφ. η ενόχληση (του έγινε τριβέλλι: του έγινε ενοχλητικός) . Τριβελλίζω = ενοχλώ την ακοήν κάποιου. Τριδόνες:= αιμορροΐδες ,μτφ και έγνοιες «Έχεις τριδόνες στον κώλο και δεν μπορείς να κάτσεις σ’ ένα μέρος; Τρικοκιά: =Αγκαθωτός θάμνος. Μεταφ.: Μεγάλο αγκάθι που μας τρύπησε Τρίμματα (τα) = ψίχουλα Τριπουσάκι (το) = ζιζάνιο των δημητριακών Τριτάρικος, η, ο = αυτός που μοιράζεται σε τρία μέρη, δύο για τον ιδιοκτήτη και ένα για τον καλλιεργητή Τριτσινάω, ντριτσινάω = Κλωτσάω κατ’ εξακολούθηση (για ζώα) Τριφτάδες (οι) = Παραδοσιακό ζυμαρικό που παρασκευάζεται στη στιγμή Τριχιά (η) = μακρύ σχοινί Τριψάνα= τριμμένο ψωμί σε φαγητά που έχουν πολύ ζουμί, ή στο γάλα Τροκάνι (το) = Το κουδούνι των προβάτων


Τρούπα (η) = τρύπα Τρουποκεφαλιάζω = Πληγώνω πετώντας πέτρα στο κεφάλι Τρουπώνω = Καταφέρνω να μπω κάπου Τροΰρω, τρογύρω = Τριγύρω Τρόχαλος,ο= μεγάλος σωρός από πέτρες Τσαλαφός (ο) = Ο χαζός, αυτός που δεν παίρνει από λόγια Τσαμπάσης (ο) = Έμπορος αλόγων Τσαμπασίρια τα:= τα πράγματα, τα αντικείμενα του νοικοκυριού, εμπορεύματα, τα υπάρχοντα. Τσάμπουρο, το = ο σκελετός του σταφυλιού μετά την αφαίρεση των ρωγών. Τσανάκα, η = (τουρκική çanak )ξύλινο ή πήλινο αγγείο στο οποίο παρατίθεται φαγητό, γαβάθα. Τσανακογλείφτης, ο = ο γλύφων τα τσανάκια ,παράσιτος, ευτελής κόλακας. Τσαντίλα, η =( σλαβ. Tsedilo) σάκος από αραιά υφασμένο ύφασμα για την αποστράγγιση του τυριού, τυροτσαντίλα: τυρί της τσαντίλας (τυρί νωπό μη αλατισμένο ακόμη) Τσαπέλλα, η = ( βενετσιάνικα zambela ) αποξηραμένο σύκο, αρμαθιά ξηρών σύκων περασμένων σε κλωστή ή βούρλο. Τσαπικούνης: Ο καλός νοικοκύρης. Ο προσεγμένα ντυμένος. Ο «ατσαλάκωτος». Αυτός που είναι προσεκτικός σε τρόπους και σε κινήσεις. Τσαρκάς ,ο= μέρος που έβαζαν τα νεογέννητα αρνιά ,κατσίκια Τσαρούχι, το = (Τουρκ. (carik).) είδος ελαφρού και χαμηλού υποδήματος των ποιμένων και των χωρικών της ηπειρωτικής Ελλάδος ως και των ευζώνων, από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα, που καταλήγει σε φούντα: με μισό τσαρούχι (για πολύ φτωχούς). Τσατάλι, το = (Τούρκ. çatal ) χονδρή διχαλωτή ράβδος. Τσάχαλο (το) = ξυλαράκι, «θα μαζέψω τσάχαλα για την φωτιά» Τσεβούλα ,η: = βαφτ. όνομα Παρασκευή, Παρασκευούλα, Τσέλιγκας, ο = (Σλαβ. čelnik=αρχηγός, επικεφαλής), αρχιποιμένας, αυτός που έχει στην κατοχή του πολλά γιδοπρόβατα Τσεμπερέκι (το) = χερούλι, πόμολο ξυλόπορτας που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δάχτυλου. Τσεμπέρι (το) = (Τουρκ. çember) Βαμβακερό υφαντό μαντήλι , κεφαλομάντηλο Τσέπι (το) = το κέρατο Τσερβέλλο, το = (Ιταλ. cervello,) ο εγκέφαλος, νους, κεφάλι, μυαλό. Τσιακμάκι ,το= (Τουρκ. çakmak) ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα) Τσιακμακώνω =αντιλαμβάνομαι ,κατανοώ Τσιαφαλεύω,= Προκαλώ μικρό θόρυβο ψάχνοντας κάτι με τα χέρια μου. Τσιγαρίδα (η) = Κομμάτι παστού χοιρινού κρέατος


Τσιγαρίζω = τηγανίζω κρέας… μτφ. κάνω κάποιον να υποφέρει. Τσιγκλιδάρα,η= το πουλί δρυοκολάπτης Τσίκαλο,ή τσίγαλο= το αγίνωτο αμύγδαλο Τσιλάγρα: = Καυτή σταγόνα νερού ή φαγητού που «πετάγεται» από την κατσαρόλα κατά το βράσιμο. Τσιλιβήθρα = πολύ αδύνατος Τσίλικος, η, ο = (Τουρκ. çilçil ) γυαλιστερός ξανθοκόκκινος, νεαρός με στιλπνό δέρμα. (1)Το τσίλικο άλογο. Τσίμπλα (η) = κολλώδες υγρό στο μάτι, ο τσιμπλιάρης Τσινάω, = 1)επί υποζυγίων: λακτίζω, κλωτσώ προς τα πίσω λόγω εξαγρίωσης 2)επί ανθρώπων: ερεθίζομαι, εξοργίζομαι, δυστροπώ Τσιόκαλα ,τα= τα φλούδια απ' τα καρύδια Τσιόνα,η=: Το θηλυκό γαϊδούρι. Τσιόνιμ,= προστακτικό επιφώνημα για γάιδαρο Τσιούλος, ο = (βλαχ.čiul ) κοτσιαύτης, με μικρά αυτιά». Τσιουράπια = (τουρκική çorap), κάλτσες Τσιούτσικος, ο = ο πολύ μικρός , ο μικρούτσικος. Τσιριμόνια η:= φιλοφρόνηση, το καλόπιασμα, γλυκό νάζι, Τσίρλα (η) =( αρχαία ελληνική τίλλω), Διάρροια, ευκοίλια Τσιροπούλι (το) =το μικρό πουλί, σπουργίτι. Τσίτα,η= σφεντόνα Τσίτσα, η = (σλαβική tsitsa),ξύλινο, ή από κούφιο κολοκύθι. Φορητό κυκλοτερές δοχείο στρογγυλό ή εν είδη πεπλατυσμένης φιάλης. Αλλιώς τσάτρα, φλασκί. Τσιτσί = Κρέας (έκφραση μωρών) Τσίφτης, ο ,ή τσίφτι, το = (αλβαν.qift ) 1)ο έξυπνος ,ο καταφερτζής, 2) η πένσα. Τσοκανάω ,= χτυπάω ,κοβω Τσοκάνι, το = (σλαβική tṩukan) χειροποίητο χονδροειδές όργανο από χυτοσίδηρο που κρεμιέται στα ζώα και με την κίνηση κουδουνίζει ιδιότυπο θόρυβο κάνοντας αισθητή την παρουσία του ζώου. Τσόλι, το = (Τουρκ. çul), ευτελές ύφασμα, αλλά και παλιόρουχο Τσόνι, το = το πτηνό σπίνος. Τσορομπίλι, το = το μικρό παιδί, το πιτσιρίκι. (τα τσορομπίλια έπαιζαν κυνηγητό). Τσότρα (η) = (Τουρκ. çotra), το ξύλινο παγούρι Τσουκάλι =( ίσως ιταλική zucca) (χάλκινο στενό σκεύος με χερούλι για ζέσταμα του νερού στο τζάκι Τσούκνα, η = μάλλινο ύφασμα της νεροτριβής, για την κατασκευή επενδυτών.


Τσούλο ,(επί ζώων) = (βλαχ.čiul )το έχων μικρά αυτιά. Τσουλώνω = σηκώνω τα αυτιά Τσούπα (η) == (Αλβαν. tsupa) το κορίτσι, η κοπέλα, η κόρη Τσουπί, το = το μικρό κορίτσι. Τσουράπω,η= η άσχημη γυναίκα Τσουρούλι, το = ξεροκόμματο ψωμί. Τυλώνω = μεταφ. κατά μίαν έννοια: γεμίζω, υπερπληρώ (την τύλωσε: γέμισε την κοιλιά του, χόρτασε) Υ. Υφάδι = Το νήμα του αργαλειού που υφαίνεται στο στημόνι Φ Φαγιά (τα) = φαγητά Φαλαρίδα, η = φυτό. Φαμελιά, η = (λατινική familia), οικογένεια. Φάρα, η = (Αλβαν. fara) φυλή, γένος, σόϊ, αλλά και υποτιμητικά: ευτελής, χαμηλής υποστάσεως, ασημάντου καταγωγής. Φαρμακίλα (η) = η πίκρα, «άσε με στην φαρμακίλα μου παιδάκι μου» Φαρμακώνω = 1. δίνω φαρμάκι σε κάποιον 2. «κάνει φαρμάκι» κάνει πολύ κρύο, Φασκελοκουκούλωτα = έκφραση απελπισίας (στην κυριολεξία= -μούντζωσέ τα και σκέπασέ τα ) Φασκελώνω = μουντζώνω, αλλά και εγκαταλείπω. Φασκιά = (λατινική fascia =ταινία, επίδεσμος, δέμα) ),λωρίδα ύφασμα που τύλιγαν το σώμα των νεογέννητων Φασούλια = Τα φασόλια Φελάω = αξίζω Φελέκι (το)= λέξη με άγνωστη σημασία. φράση: γαμώ το φελέκι σου Φελί,= (μάλλον από το λατινικό offella = φέτα , κομμάτι),ένα φελί παστού βακαλάου Φερμάνι ή φιρμάνι, το = (Τούρκ. ferman ) διαταγή Φέρμελη (η) =(αρβανιτ. fermele), κεντημένο γιλέκο φουστανελά Φερμένος,= αυτός που έχει έρθει από αλλού (Είναι φερμένος από άλλο χωριό) Φερτός, η, ον = αυτός που ήρθε από αλλού, ο ξένος. Φιδοπουκάμισο,ή φιδοτόμαρο = το δέρμα του φιδιού Φιλεύω = προσφέρω φιλοφρόνως κάτι φαγώσιμο κυρίως, όπως: γεύμα, ποτόν, γλυκό κ.λ. (με φίλεψε ένα καλάθι σύκα). Φιότσος-α =( βεν. fiozzo ) βαφτιστήρας-α Φιρί φιρί = (τουρκ.fırıl fırıl ),πας γυρεύοντας, ψάχνεσαι Φίσκα, επίρρ. =( αρχαία ελληνική φύσκη ),γεμάτο μέχρι επάνω.


Φιτιλιά (η) = (τουρκική fitil ),το ανακάτεμα σε τσακωμό, η ραδιουργία Φκιάνω = φτιάχνω Φκιασίδι (το) = το κοκκινάδι για το πρόσωπο, το στολίδι Φκυάρι = Φτυάρι Φλαγούνα, η = ζεστή κουλούρα ψωμιού ζυμωτού, λαγάνα, ο την Καθαρά Δευτέρα απλωτός άρτος. Φλούσια: Τά τσόφλια, π.χ. αυγών, φασολιών, κ.λ.π.. Φόλα, η =( λατ.follis ), μικρό δερμάτινο κομμάτι που ράβεται πάνω σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, αλλά και κομμάτι κρέατος περιέχον δηλητήριο για την θανάτωση των αδέσποτων σκυλιών. Φορτωτήρα, η = ξύλινη διχάλα συγκρατούσα την τριχιά κατά το φόρτωμα του ζώου. Φουκό ,το =μεγάλη πέτρα Φούλης,α = οικεία προσφώνηση(τι κανεις φούλη;) πιθανόν εκ του αδερφούλη Φούντι, το = κάθε μία από τις σανίδες του πυθμένα ενός βαρελιού. Φούρκα (η) = (λατινική furca) ,ξύλινος πάσσαλος με διχάλα Φουρκίστηκε = κρεμάστηκε, απαγχονίστηκε Φούρλα, η = γύρος, γυροβολιά, χορευτική στροφή. Φουρνόξυλο (το) = ξύλο για τη διευθέτηση της φωτιάς του φούρνου Φουρφουράω ,= θορυβώ Φουσάτο,το= άξαφνη και δυνατή δίνη αέρα ,ανεμοστρόβιλος, το θεωρούσαν κάτι σατανικό… (το ξόρκιζαν φωνάζοντας …κά στα ρέματα ,κά στα ρέματα) Φουσκί, το =( αρχαία ελληνική φύσκη) κοπριά για την λίπανση της γής Φούσκος (ο) = τούμπα ή σκαμπίλι « -Έφαγε ένα φούσκο …» Φράτζαλα,τα= μικρά ξύλα για προσάναμμα Φρίκιασα = φοβήθηκα Φρουμάζω = επί ίππων ή και άλλων ζώων: φυσώ δυνατά από τα ρουθούνια, από ανυπομονησία, εντόνου συναισθήματος ή οργασμού. Φτενός (η,ο) = ο λεπτός Φτούνα = αυτά Φτουράω = επαρκώ, διαρκώ, κρατώ πολύ (το άσπρο ψωμί δε φτουράει, τρώγεται γρήγορα). Φτουχάμου = εκεί κάτω μπροστά σου. Φυρὸς -ὴ -ὸ= λειψός Φώλος, ο ή φώλι, το = το αυγό που τοποθετείται στην φωλιά της κόττας για να την προσελκύσει να γεννήσει εκεί. Φωτερά, τα = μτφ.τα μάτια. Φώτιμα, το = η χαραυγή, το ξημέρωμα


Χ. Χαβάς, ο = (Τούρκ. hava =αέρας, καιρός και μελωδικός σκοπός) … έχει το χαβά του = αυτός έχει την δική του γνώμη, συμπεριφορά. Χαγιάτι (το ) = (Τουρκ. hayat) ο ξύλινος εξώστης, η βεράντα Χαϊβάνι, το = (Τούρκ. hayvan =ζώον) ,βλάκας,ανοητος…άνθρωπος ευρισκόμενος εις την κατάστασιν του ζώου. Χαϊμαλί (το) = το στολίδι των ζώων με χάντρες Χαϊμαλιά, τα = (Αρβαν.: hamaili) φυλαχτά. Χαΐρι (το) = (Τουρκ. hayιr ) η προκοπή « – Δεν θα ιδείς χαϊρι και προκοπή» Χαλκάς,=( Τουρκ. halka ),ο κρίκος Χαλκιάς (ο)=( αρχαία ελληνική χαλκεύς- ο τεχνίτης που χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη το χαλκό για να κατασκευάσει αντικείμενα όπως όπλα, σκεύη κλπ ),ο σιδηρουργός Χαλκώματα, τα = αγγεία, σκεύη κατασκευασμένα από χαλκό. Χαμοκέλα,η = η καλύβα , Προέρχεται από τις λέξεις Χάμο - κέλα. Η λέξη κέλα = κελί από το μεσαιωνικό κέλλα που προέρχεται από το λατινικό cella, χάμο από το αρχαίο χαμαί. Χάμου, επίρρ. = χάμω, κάτω στη γη, κατά γης. Χαμουτζήδες σκωπτικά οι Πελοποννήσιοι Χαμπάρι, το αλλά και χαμπέρι = (Τούρκ.: haber) 1)γνώση, αντίληψη (δεν πήρα χαμπάρι=δεν αντιλήφθηκα)2) είδηση, νέο, (τι χαμπάρια; : τι νέα;) Χαμπαριάζω,=δεν υπολογίζω, δεν λογαριάζω Χαμπηλώνω χαμπηλά = Χαμηλώνω, χαμηλά Χαντρολέμι = κολιέ, Χάπατο=χαμένος, ηλίθιος. “Είσαι χάπατο” – “Ναι, μωρέ χάπατο, που σε κοροϊδέψανε Χαράμι = (Τουρκ. haram), άδικα Χαραμοφάης = ο τεμπέλης, αυτός που τρώει χωρίς να προσφέρει Χάρβαλο (το) = Το χαλασμένο, διαλυμένο, ετοιμόρροπο Χάση, η = περίοδος βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (η χάση του φεγγαριού = η από της πανσελήνου μέχρι της νέας σελήνης περίοδος), αντίθ. γέμιση: φέξη (στη χάση και στη φέξη = κατ’ αραιά διαστήματα). (1) Χασομεράω = χάνω την ημέρα μου μη εργαζόμενος, μένω αργός, χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου. Χάφτω ή χάβω = αρπάζω την τροφή και την καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα· καταβροχθίζω: α. περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτε: Kάθεται όλη τη μέρα και χάφτει μύγες. β. (μτφ.) είμαι χαζός, αφελής,πιστεύω ό,τι ακούω, χωρίς να το ελέγχω ... Aυτός είναι βλάκας, ό,τι του πεις το χάφτει. Tο ΄χαψε το παραμύθι.


Χαψιά (η) = η μπουκιά Χειμωνικό, το = όψιμο φρούτο, ιδίως πεπόνι ή και καρπούζι διατηρούμενο μέχρι τον χειμώνα Χεριά (η) = όσο πιάνει ένα χέρι Χερικό (το) = το καλό χέρι όπως το ποδαρικό Χερόβολο, ή χειρόβολο, το = δέσμη από θερισμένα στάχυα (πολλά χερόβολα δένονται σε δεμάτι) Χέρσο, το = χωράφι ακαλλιέργητο. Χιονίστρα, η = κυανοερυθρά οιδηματώδης διόγκωση των δακτύλων, της μύτης, των αυτιών που προέρχεται από ψύξη και προκαλεί έντονη φαγούρα και κάψιμο. Χλαπακιάζω = Τρώγω λαίμαργα και με θόρυβο Χλαπάτσα, (η) = αρρώστια των προβάτων Χλεμπόνα (η)= (χλιέμπ, είναι το ψωμί στα ρώσικα και γενικά σε πολλές σλαβικές γλώσσες. Αν υπάρχει σλάβικη επιρροή στη λέξη «χλεμπόνα,χλεμπονιάρης», τότε αυτολεξεί σημαίνει ο «ψωμάς», αλλά με την έννοια του πεινασμένου που ζητάει συνεχώς ψωμί και εμφανισιακά είναι χάλια.),… αρρωστημένη γυναίκα, κίτρινη από ελονοσία Χλεμπονιάζω = πρασινοκιτρινίζω ἀπὸ ἑλονοσία, γίνομαι νωθρὸς καὶ ἀδρανής. Χλιαίνω = (αρχαία ελληνική χλίω ),Ζεσταίνω Χλίβομαι = θλίβομαι, λυπάμαι. Χόβολη (η) = η θράκα, τα αναμμένα κάρβουνα σκεπασμένα με στάχτη Χολαχού,= νάιλον κάλτσες μέχρι το γόνατο με καλτσοδέτα Χολιάζω ή και χολιάω = δυσανασχετώ, θυμώνω, οργίζομαι. Χολιασμένος = ο θυμωμένος, στενοχωρημένος Χορίδι ,το = ο ασβέστης Χορομπουλάου: 1. Χορεύω χωρίς ρυθμό και με «πηδήματα». 2. Από τη χαρά μου «ξεσπάω» σε πηδήματα. Χορτασίλα, η = χόρτασμα, χορτασιά. Χουγιάζω = (σλαβική hujati + -άζω) αχουγιάζω, φωνάζω δυνατά από απόσταση Χούι = (τουρκική huy )Άσχημη συνήθεια, ελάττωμα, ιδιοτροπία. Χουλιάρα, η = η κουτάλα. Χουλιάρι,το= το κουτάλι Χούρχουρη, η = ο κάδος που διοχετεύει το νερό στον νερόμυλο μεταξύ κρέμασης και φτερωτής. Χρονιάρα ,η= η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές Χρούσι ,το= σκουπιδάκι Χτένω,= χτίζω


Χτικιό= φυματίωση Ψ Ψαλλίδια, τα = ξύλινα δοκάρια της σκεπής στέγης, ανά δύο αντικρυστά σχηματίζοντα γωνία, τα οποία ξεκινούν από τον τοίχο το ένα απέναντι του άλλου και ενώνονται στην κορυφή. Μεταξύ αυτών ευρίσκεται ο παπάς. Ψένω,=ψήνω Ψίκι ,= πομπή, συνοδεία Ψιμάρνι (το)= το όψιμα γεννημένο αρνί. Ψιχαστήρα,η= μηχανή πλάτης για ράντισμα Ψωμόλυσσα (η)= μεγάλη πείνα ,η στέρηση του ψωμιού,


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.