ΗΜΙΦΩΣ

Page 1

Ημίφως

Ευρυδίκη Αμανατίδου

1

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ημίφως Νουβέλα


2

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ευρυδίκη Αμανατίδου σπούδασε Νομικά και ζει στην Αθήνα. Στις εκδόσεις Σαΐτα θα βρείτε τα έργα της: «Η Πολιτεία που δεν είχε Χριστούγεννα», «Ένα καπέλο για τον καθηγητή», «Ο ήλιος που έχασε τον δρόμο του», «Το συναχωμένο ηφαίστειο», «Το αεράκι και η καμινάδα», «Ο Δράκος και οι Σκορδοφάγοι Ιππότες (τα τέσσερα τελευταία και στα αγγλικά), τα μυθιστορήματα «Η ακριβή ανάσα του νερού» και «Αραμπέλα/τα όρια της πίστης», όπως και τη συλλογή διηγημάτων «Μαζί» που έγραψε με τον Γιάννη Λαμπράκη. Το έργο της «ένα καπέλο για τον καθηγητή» βραβεύτηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1991 στην κατηγορία του παιδικού θεατρικού έργου. Το προσωπικό της ιστολόγιο είναι το http://evriam.blogspot.gr


Ημίφως

3

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ

Ημίφως Νουβέλα


4

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ευρυδίκη Αμανατίδου, Ημίφως ISBN: 978-618-5147-89-1 Νοέμβριος 2016

Φωτογραφία εξωφύλλου:

Ευρυδίκη Αμανατίδου

Σελιδοποίηση:

Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Η συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου. Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Ημίφως

5

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


6

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο

ουρανός είχε πάρει το χρώμα του χυμένου μολυβιού. Ο αγέρας που σηκώθηκε ξάφνιασε τον άνδρα. Το κρύο έγινε διαπεραστικό. Ερχόταν καταιγίδα, η εξιλέωση της φύσης και των ψυχών. Ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα σκασμένα από την αρμύρα χείλη του, ενώ οι ρυτίδες στα μάτια του έκαναν πιο αποτρόπαια την έκφραση του προσώπου του. Ενός προσώπου που δεν ήθελε να φέρνει στη μνήμη του -αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που, στη μανία του επάνω, είχε καταστρέψει τον μεγάλο καθρέφτη και είχε αφήσει κάθε γυάλινο σημείο να παραδέρνει στη σκόνη, ώστε να μην μπορεί να αποκαλύψει την αλήθεια του. Απέφευγε με επιμέλεια να κοιτάξει την επιφάνεια της θάλασσας τις μέρες εκείνες που η νηνεμία τής χάριζε μια κρυστάλλινη καθαρότητα. Δεν ήθελε να βλέπει αυτά που μισούσε, αυτά για τα οποία ο συμβιβασμός δεν του ήταν ούτε μπορετός ούτε όμως αρκετός. Η βροχή ξέσπασε ανελέητη σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η καταιγίδα μαινόταν και στροβιλιζόταν παλεύοντας με τα ταραγμένα νερά. «Δεν σε φοβάμαι!» φώναξε προκλητικά καθώς η λάμψη των αστραπών χώριζε στα δύο τον ταλαιπωρημένο ουρανό. Κοίταξε προς τα επάνω αποκαλύπτοντας περιφρονητικά το πρόσωπό του στον Δημιουργό του. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί μέχρι τα γόνατα σχεδόν στην άμμο, που βούλιαζε ολοένα από το βάρος της βροχής αφρίζοντας και ξεφυσώντας τη δική της οργή. Τα δάκρυα του ουρανού δεν στάθηκαν ικανά να αποφορτίσουν τη λύσσα που ροκάνιζε το είναι του αργά και μεθοδικά. Δεν άκουγε πια την αδιέξοδη κραυγή της φύσης, άκουγε μόνο τους μανιασμένους χτύπους της καρδιάς του και την πάλη που έκανε το αίμα του για να παραμερίσει το πέπλο του μίσους που είχε κατακαθίσει στο διάβα του. Άρχισε να τρέχει προς τα βράχια. Όσο σκαρφάλωνε ματώνοντας τα χέρια του στις κοφτερές πέτρες, οι λυγμοί του ανακατεύονταν με το βουητό της καταιγίδας και τα δάκρυά του γίνονταν ένα με το νερό που μαστίγωνε το πρόσωπό του. Ο δρόμος του έμοιαζε χωρίς νόημα, ώσπου διέκρινε τον πύργο με τα κυκλάμινα που απλωνόταν στο βάθος του ορίζοντα. Σκέφτηκε ότι κάποιοι κάποτε θα είχαν φτιάξει το επιβλητικό κτίσμα από όνειρα και μια αγκαλιά ελπίδες. Οι παραστάσεις με τα λευκά και μαβιά κυκλάμινα πλαισίωναν όχι μόνο την κεντρική είσοδο, αλλά κοσμούσαν και τα παράθυρα και στεφάνωναν τα μπαλκόνια. Από μακριά ο πύργος τού φαινόταν να χάνεται μέσα στα σύννεφα, δίνοντας την εντύπωση της συνέχειας ενός


Ημίφως

7

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παραμυθιού. Όσο τον πλησίαζε όμως, τα γύψινα λουλούδια συνέθεταν την εικόνα μιας εύθραυστης πραγματικότητας. Γιατί είχε οδηγήσει τα πόδια του μέχρι εκεί; Ίσως γιατί του είχαν πει ότι η ερημιά του τοπίου είχε πάψει να υφίσταται, και αυτός, μόνος όπως πάντα, ήθελε να διαπιστώσει με τα μάτια του αν είχε χαθεί η εικόνα της εγκατάλειψης. Η βροχή είχε σταματήσει πια και το μόνο που θύμιζε τη μανία της φύσης ήταν οι λασπωμένες λίμνες στο έδαφος. Η ερημιά παρέμενε ίδια και απαράλλακτη. Ίσως και να έφταιγε η συγκεκριμένη στιγμή. Αν και η καταιγίδα είχε ξεπλύνει τα πάντα, η καθαρότητα δεν είχε ακόμη υπερισχύσει. Ήταν η θαμπάδα της ώρας, μιας ώρας που μισούσε. Είχε αργήσει μέχρι να φτάσει στον πύργο και το μούχρωμα τον είχε προλάβει στον δρόμο. Δεν ήταν καλή η ώρα, σίγουρα. Σε λίγο, το τελευταίο φως θα εγκατέλειπε ηττημένο τον ορίζοντα, κι αυτός θα έπρεπε να πάρει τον κουραστικό δρόμο της επιστροφής σαν ένας μοναχικός λύκος. Παρατήρησε λίγο ακόμη τον πύργο με τα ξεφλουδισμένα αετώματα, τα ραγίσματα και τις φθορές που έδειχναν τη σιωπηλή ανοχή του χρόνου. Θα κατάλαβαν λάθος αυτοί που του είπαν για τον νέο ένοικο ή ίσως πάλι να ήθελαν να τον κοροϊδέψουν. Μούγκρισε χαμηλόφωνα, κάνοντας την ευχή να γίνει επιτέλους αγρίμι, κατάρα για όλους. Έπειτα, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό όπου είχε προβάλει ένα απόκοσμο φεγγάρι, έτοιμος να ξεστομίσει λόγια ανίερα. Και τότε, μέσα στην απόλυτη σιωπή αυτής της παράξενης ώρας, ο στρυφνός ήχος τον έκανε να γυρίσει ξαφνιασμένος κατά τη μεριά του πύργου. Η βαριά πόρτα άνοιξε σαν με δισταγμό ανθρώπου. Κι εκείνη τη στιγμή ο κόσμος άλλαξε λες και η λευκοντυμένη φιγούρα που ξεπρόβαλε έδωσε κάτι από το δικό της φως στη νύχτα που απλωνόταν ολόγυρα, μια νύχτα που και τα αγρίμια έμελλε να μαγευτούν. Ασυναίσθητα πλησίασε παρατηρώντας τα μακριά χυτά μαλλιά και τις κινήσεις του σώματος που έμοιαζαν παράδοξα αιθέριες. Ώστε υπήρχε κάποιος, ήταν αλήθεια όσα έλεγαν. Ξεφύσηξε ανακουφισμένος, το βάρος που πλάκωνε το στήθος του χάθηκε κι αυτό. Το γυναικείο κορμί έμεινε ακίνητο σαν να αφουγκραζόταν, μόνο τα χέρια υψώθηκαν αβέβαια στον αέρα. «Ποιος είναι εκεί;» Η μαγική φωνή του ξωτικού της νύχτας διέτρεξε την παραμορφωμένη όψη του άνδρα, στάθηκε στον κόμπο του λαιμού του και τρύπωσε στα μύχια


8

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της καρδιάς του. Σάστισε, σχεδόν αμέσως όμως κίνησε να φύγει. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Δεν το έβρισκε σωστό να τρομάξει το κορίτσι. Δεν ήθελε η δική του ασχήμια να διαβρώσει την ομορφιά της. «Πού είσαι; Φεύγεις;» Η απογοήτευση στη φωνή της μαρμάρωσε τη θέλησή του. Ποια ήταν αυτή που ζούσε μόνη στην ερημιά, ποια ήταν αυτή που δεν φοβήθηκε κάποιον άγνωστο τούτη την ώρα; Η περιέργειά του έμπλεξε στις ρίζες της ελπίδας. Κινήθηκε αυτόματα και σταμάτησε μόνο όταν τα βήματα που τους χώριζαν δεν ήταν παρά ελάχιστα. Η κοπέλα κοιτούσε προς το μέρος του με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη κι αυτό τον έκανε να θυμώσει. Να που κι αυτή τον κορόιδευε με τον τρόπο της. Πεισμωμένος έκανε μερικά βήματα στα πλάγια, έτσι ώστε το φως του φεγγαριού να πέφτει ανελέητο στα φρικτά του σημάδια. Και μετά, κοίταξε τον λευκό δίσκο στον ουρανό συγκρίνοντας τις παραμορφώσεις τους. Το φεγγάρι όμως ήταν πάντα φεγγάρι και οι κρατήρες του προκαλούσαν μόνο δέος και τρυφερότητα. Παρατήρησε ενοχλημένος ότι η κοπέλα δεν είχε αλλάξει θέση -η στάση του σώματός της παρέμενε η ίδια- και συνέχιζε να κοιτάζει προς τη μεριά του χαμογελώντας ακόμα. Δεν έβλεπε τα σημάδια του; Δεν της προξενούσε αποστροφή; Τυφλή ήταν; Σ’ αυτή τη σκέψη τα χέρια του απόκτησαν δική τους θέληση και έφτασαν τα μάτια της. Δεν πετάρισε καν τα βλέφαρα! Εκείνο το βάρος στην καρδιά του, το άχθος που πίστεψε ότι είχε αποδιώξει, επέστρεψε βαρύ κι εγκαταστάθηκε μέσα του βουλιάζοντας υποχθόνια όλη του την ύπαρξη. Χωρίς να πει λέξη έκανε στροφή, κι έπιασε να τρέχει αγκομαχώντας μέσα στο σκοτάδι που τον προσκαλούσε πιο δαιμονισμένα από ποτέ. «Γιατί;» άκουσε τη φωνή της πίσω του, αλλά ακόμη κι ο πόνος που έβγαζαν αυτές οι δυο λέξεις δεν ήταν αρκετός για να τον γυρίσει κοντά της. Βρόντηξε την πόρτα του σπιτιού του και ακούμπησε πάνω της βαριανασαίνοντας. Είχε κάνει όλον τον δρόμο τρέχοντας σαν κυνηγημένος. Παραλογιζόταν, όμως ένιωθε προδομένος. Η κοπέλα ήταν τυφλή, κι αυτός αντέδρασε λες και το φταίξιμο ήταν δικό της. Αναρωτήθηκε αν θα προτιμούσε να είχε το φως της, να τον έβλεπε και να τρόμαζε από τα σημάδια του. Θα ήταν μια εκδίκηση της μοίρας, που θα του πετούσε το γάντι για να του υποδείξει ότι έναν χρόνο πριν κι ο ίδιος θα αντιμετώπιζε εντελώς αδιάφορα την τυφλότητά της.


Ημίφως

9

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Προσπάθησε να θυμηθεί πώς ήταν έναν χρόνο πριν. Εξωτερικά δεν θύμιζε σε τίποτα τον σημερινό του εαυτό. Οι γυναίκες, χωρίς καμία εξαίρεση, έπεφταν θύματα της ομορφιάς του, έως ότου αντιληφθούν πικραμένες ότι εκείνος ήταν απλά ένας νάρκισσος. Η νοοτροπία που είχε χαραχτεί βαθιά μέσα του από την εφηβεία ή μάλλον από τα παιδικά του χρόνια, ενδυνάμωνε με τη βουβή αποδοχή της μάνας του, που σαν άλλη κουκουβάγια έβλεπε στον γιο της το τέλειο θεϊκό δώρο. Η δική του άποψη για τις γυναίκες συνοψιζόταν στο ότι η καλύτερη θέση που μπορούσαν να βρουν στη ζωή του ήταν αυτή που εξυπηρετούσε απλά και μόνο τις ερωτικές του ορμές. Ώσπου ήρθε το ατύχημα και τα άλλαξε όλα χαρίζοντάς του την παραμόρφωση και την αυτολύπηση. Συνήλθε κάπως και τράβηξε κατά το εργαστήριό του. Οι μυρωδιές του ξύλου, τα βερνίκια, οι κόλες, η πλάνη του, τα κοπίδια, οι δημιουργίες του, ολοκληρωμένες και ημιτελείς, ήταν τα μόνα που συντηρούσαν κάποια ίχνη από τον παλιό εγωισμό του. Τα έργα του συνέχιζαν να είναι εμπνευσμένα, κι ας είχε αλλάξει τρόπο έκφρασης αφήνοντας τον χρωστήρα και πιάνοντας την ξυλογλυπτική. Ψηλάφισε έναν αετό που είχε τελειώσει τρεις ημέρες πριν. Η κακοκαιρία της προηγούμενης εβδομάδας τον είχε οδηγήσει σε μια ηθελημένη απομόνωση που του έβγαλε αυτό ακριβώς το έργο: τον βασιλιά του αέρα με ανοιγμένα φτερά να απολαμβάνει τη σιγουριά που ο ίδιος δεν είχε πια. Τα δάχτυλά του διέτρεξαν όλη τη λουστραρισμένη επιφάνεια έως ότου συνάντησαν τα μάτια του πουλιού ειρωνικά καρφωμένα επάνω του. «Περνιέσαι για έξυπνος; Ούτε εσύ είσαι ελεύθερος! Στο χέρι μου είναι να σε τσακίσω!» ούρλιαξε. Αμέσως ξέσπασε την οργή του πετώντας το ξύλινο πουλί στον απέναντι τοίχο και παρατηρώντας το αδιάφορα να καταλήγει πληγωμένο στο πάτωμα. Είχε βδομάδες να βάλει ποτό στο στόμα του. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα στην προσπάθειά του να γεμίσει το ποτήρι. Με μια βλαστήμια, κατέβασε μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι. Δεν είχε καταφέρει να αντισταθεί σε αυτό που έκοψε τη ζωή του στα δύο. Πρώτα ήταν το τροχαίο και μετά η απόφαση να εγκαταλείψει τα πάντα και τη ζωγραφική μαζί. Διπλή η τιμωρία, διπλός ο θυμός. Ένα άδειο μπουκάλι και ένα χαμένο τέταρτο της ώρας αργότερα, το οινόπνευμα χτυπούσε ύπουλα το σώμα του. Οι νευρικές απολήξεις του κήρυξαν πόλεμο οδηγώντας τον να καταφύγει στην ίδια λύση. Κούρνιασε σε μια σκοτεινή γωνιά, έβαλε τα χέρια στο κεφάλι κι άρχισε να κλαίει γοερά. Η λύτρωση θα ήταν πρόσκαιρη, όπως πάντα, μέχρι η μανία του να ξεσπάσει


10

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάνω στο σώμα του, να πάρει το κοπίδι και να προσθέσει άλλη μία χαρακιά δίπλα στις τόσες. Κάθε χαρακιά ήταν κι ένας εξαγνισμός, πρόσκαιρος όμως και αυτός. Δεν ένιωθε λύτρωση παρά μόνο μια στιγμιαία ανακούφιση, αυτήν που κατά παράδοξο τρόπο έφερναν το αφόρητο κάψιμο και ο πόνος που ακολουθούσε. Το ξημέρωμα τον βρήκε ματωμένο και άδειο. Σύρθηκε μέχρι τον καθρέφτη του μπάνιου που χρησιμοποιούσε μόνο όταν πλήγωνε το σώμα του και κοίταξε τις νέες πληγές αποφεύγοντας να εστιάσει στο πρόσωπό του. Δεν ήταν άραγε διαστροφικό αυτό που έκανε; Να επιδιώκει να μελετάει προσεκτικά αυτά που ο ίδιος είχε προκαλέσει άμεσα, αλλά όχι τα σημάδια στο πρόσωπό του, καθώς δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι και για εκείνα μόνο ο εαυτός του ήταν ο φταίχτης; Γέλασε δυνατά και επανέλαβε αυτό που είχε κάνει ευαγγέλιο. «Δεν φταίω εγώ! Εκείνος ο ασυνείδητος είναι ο φταίχτης», εννοώντας τον οδηγό του άλλου αυτοκινήτου, λες και ο ίδιος δεν είχε καμία ευθύνη. Αυτός που έπρεπε να προσέχει αν μη τι άλλο τον εαυτό του, γιατί τα χέρια του ήταν το εργαλείο της δουλειάς του. Αυτός που όφειλε να έχει σταματήσει να πίνει ώρες πριν. Αυτός που έπρεπε να μην οδηγήσει τύφλα στο μεθύσι με μηδενικά αντανακλαστικά. Δεν τον ενδιέφερε πια τίποτα από όλα αυτά. Είχε συμβεί, ήταν κάτι που είχε περάσει στην ιστορία. Ο εγωισμός για τη δική του κατάντια τον είχε αποτρέψει από το να ζητήσει πληροφορίες για το τι είχε γίνει τελικά σε εκείνο το τροχαίο. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι οι ασφαλιστικές είχαν διευθετήσει τα πράγματα χωρίς άλλη δική του ανάμειξη. Σιχάθηκε ξανά τον εαυτό του. Φοβόταν περισσότερο τις στιγμές που η συνείδησή του υπερίσχυε. Γνώριζε βέβαια τι συνεπαγόταν αυτό. Του είχε γίνει εμμονή και συνήθεια η διαδρομή μέχρι το ποτάμι για να ξεπλύνει τα αίματα στο παγωμένο νερό, προσπαθώντας μάταια να καθαρίσει και την ψυχή του. Ο δρόμος ήταν αρκετός, η απόσταση καταπονούσε κι άλλο το ήδη εξαντλημένο του σώμα. Σκεφτόταν καμιά φορά ότι εκεί θα τελείωνε, στο ποτάμι, κι επιτέλους το μαρτύριό του θα γινόταν παρελθόν. Το φθινοπωρινό τοπίο τον άφηνε αδιάφορο. Παιδί του καλοκαιριού ήταν, των γρήγορων ρυθμών, της άγριας και ευκαιριακής απόλαυσης. Τώρα κουτσαίνοντας και με βαριά ανάσα, ανηφόριζε αποφεύγοντας να πλησιάσει ξανά τον πύργο. Την τελευταία στιγμή δεν άντεξε και σαν τη γυναίκα του Λωτ έστρεψε το κεφάλι. Τα γύψινα κυκλάμινα έμοιαζαν ζωντανά θροΐζοντας στον


Ημίφως

11

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πρωινό αέρα. Όλο αυτό το πένθιμο χρώμα δεν του έφτιαχνε ούτε στο ελάχιστο τη διάθεση. Μισούσε πια το καλοκαίρι, μισούσε και το φθινόπωρο. Το γουργουρητό του νερού τού έφερε μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Τα πόδια του πονούσαν και ήταν ζήτημα αν θα τον έβγαζαν μέχρι το ποτάμι. Ο αέρας συνέχιζε να παίζει ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων δημιουργώντας ήχους απόκοσμους. Απόκοσμοι πια είχαν γίνει όλοι οι ήχοι γύρω του παρόλο που ο ήλιος είχε κατορθώσει να τρυπώσει μέσα από τα πυκνά κλαδιά και φώτιζε το τοπίο. Ο αέρας αγκάλιασε το σώμα του καθώς γυμνωνόταν για να μπει στο νερό. Άφησε να τον παρασύρει το παγωμένο ρεύμα ακολουθώντας πειθήνια την πορεία του προς τον καταρράκτη. Ήταν ο τελικός προορισμός του, το σημείο όπου κάθε φορά αφηνόταν στη δύναμη του νερού που πρόσθετε κι άλλο πόνο, καθώς το κάψιμο γινόταν πια τόσο αφόρητο ώστε το μυαλό του άδειαζε, κι αυτός είχε την αίσθηση ότι πετούσε προς κάτι ανεξερεύνητο, γι’ αυτό και ποθητό. Πόθος… Πόσο καιρό είχε να τον νιώσει; Το σώμα του είχε πάψει να λειτουργεί, λες και οι ορμές του είχαν αποκοιμηθεί για πάντα. Ειρωνεία μπορούσε να το χαρακτηρίσει ή τη δικαιότερη τιμωρία του. Οι σκέψεις αυτές μεγάλωναν την εξάντλησή του, η ανάσα του πεισμωμένη αρνιόταν να βγει. Ο ήλιος τον τύφλωνε. Με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια γύρισε το σώμα του μπρούμυτα. Το απρόσμενο θέαμα τον παρέλυσε. Η θέση που προόριζε για τον εαυτό του δεν ήταν κενή. Σε άλλη περίπτωση ο θυμός θα είχε βάψει το πρόσωπό του κάνοντας πιο έντονη την παραμόρφωσή του. Σε άλλη περίπτωση θα είχε βάλει τις φωνές σαν αγροίκος, λες και ο τόπος τού ανήκε. Δεν έκανε τίποτα από αυτά όμως, γιατί ο θυμός του είχε αδρανοποιηθεί και η φωνή του είχε σιγήσει κι αυτή από την έκπληξη. Κάτω από τον καταρράκτη, το κατάλευκο γυναικείο σώμα έμοιαζε να πολλαπλασιάζεται και τα είδωλά του να παίζουν με τους ιριδισμούς του νερού. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή του ή μάλλον δεν είχε παρατηρήσει ποτέ με παρόμοιο τρόπο τα ανθρώπινα μέλη. Οι γυναίκες που πόζαραν γι’ αυτόν δεν ήταν παρά αντικείμενα που εξυπηρετούσαν την τέχνη του. Δεν ήθελε να κινούνται, εκνευριζόταν με τον παραμικρό τους ψίθυρο ή έστω από έναν ανεπαίσθητο αναστεναγμό. Όταν τις πλησίαζε για να αλλάξει την πόζα τους, το έκανε με ένα είδος απέχθειας. Τις τιμωρούσε πάντα βγάζοντας στον καμβά αυτό που είχαν στην ψυχή τους: την ασχήμια της υποκρισίας. Επίτηδες διαστρέβλωνε κάποιο σημείο του σώματός τους, εφευρίσκοντας με τον τρόπο του έναν ελάχιστο ψόγο για τα σμιλεμένα


12

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κορμιά. Ο τελευταίος εξευτελισμός που τους επιφύλασσε ήταν η σαρκική επαφή μαζί τους: πάντα βίαιη και βιαστική, αδιάφορη σαν την ανυπαρξία. Το γυναικείο σώμα απέναντί του έμοιαζε να αιωρείται απόκοσμα, να διασπάται και να ανασυνθέτεται. Η κοπέλα δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του, ο θόρυβος του καταρράκτη ήταν σύμμαχός του. Ανενόχλητη, λες και υπήρχε μόνο αυτή πάνω στη γη, συνέχιζε την ιεροτελεστία μιας χορογραφίας αποτυπωμένης από πάντα στη μνήμη. Τα χέρια της έμοιαζαν άλλοτε να χαϊδεύουν τον λαιμό της, άλλοτε να ακουμπούν τα στήθη, τους γλουτούς, άλλοτε χάνονταν σε μέρη κρυφά, ερωτικά. Το σώμα του κραύγαζε να βγει από το παγωμένο νερό. Το αγνόησε καθώς ακινητοποιημένος τόση ώρα, είχε βυθιστεί σε μια γλυκιά αλλά επικίνδυνη νάρκη. Λεπτές αιχμηρές βελόνες τον τρυπούσαν ενεργοποιώντας κάτι από καιρό ξεχασμένο μέσα του. Έκπληκτος αφουγκραζόταν το αίμα του να ζωντανεύει σε σημεία που ο ίδιος είχε αποκοιμίσει. Κάτι υπήρχε λοιπόν από τον παλιό του εαυτό, σμιλεμένο όμως με κάτι νέο, που το χάος του νου του δεν τον άφηνε να ονομάσει. Και τα όνειρα, οι οπτασίες, τα οράματα χάνονται όταν η πραγματικότητα τα σπρώξει θυμωμένη. Μα ο θυμός ήταν αποκλειστικά δικό του δημιούργημα, και ήρθε αιφνίδιος όταν επιτέλους η γυναίκα έκανε μερικά βήματα και βγήκε από τη ροή του καταρράκτη, στρέφοντας τα μάτια της προς αυτόν. Τα απλανή μάτια της.... Έκανε μεταβολή. Δεύτερη φορά που έφευγε σαν κυνηγημένος. Ήταν δειλός, γιατί δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι η ομορφιά σπανίως είχε υπάρξει τέλεια. Τα μάτια της τον έκαναν να μισεί περισσότερο τον εαυτό του. Ίσως γιατί η κοπέλα φαινόταν απόλυτα συμβιβασμένη με την έλλειψη όρασης, ενώ αυτός που μπορούσε να βλέπει, δεν ήθελε να αποδεχτεί τη δική του πραγματικότητα. Τρέχοντας να κρυφτεί στο καταφύγιό του αναρωτήθηκε αν ήταν αιώνια καταδίκη το να βλέπει όχι μόνο τα σημάδια του αλλά και την ασχήμια της ψυχής του. Όχι, προτιμούσε να θωρακιστεί στο καβούκι του. Να τι πάθαινε κάνοντας βόλτες, πλησιάζοντας εκεί που έστω και αναπάντεχα ελλόχευε η ανθρώπινη παρουσία. Καθώς σφάλιζε την πόρτα πίσω του κλείνοντας έξω αυτό που εξελισσόταν σε θεομηνία κι ενώ ο δυνατός αέρας και η άμμος που σήκωνε ο κυκλώνας από τη μεριά της θάλασσας τράνταζαν με έναν συριστικό ήχο τα ταλαιπωρημένα ξύλα, η εμμονή του με την ομορφιά τον συνεπήρε ξανά. Η ομορφιά εκείνης


Ημίφως

13

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν απόκοσμη, τη χαρακτήριζε μια εξωπραγματική χάρη όμοια με αυτή της φύσης ακόμα και τη στιγμή του θυμού της. Τι παράταιρες σκέψεις! Είχε αρχίσει να παραλογίζεται για τα καλά. Βούλιαξε στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα κι έβαλε τα χέρια στο κεφάλι καλύπτοντας τα αυτιά του για να μην ακούει τα μουγκρητά της καταιγίδας που είχε ξεσπάσει με όλη την οργή του ουρανού και της θάλασσας μαζί. Έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να κερδίσει ξανά τη χαμένη επαφή με την ομορφιά της κοπέλας, όμως πάντα μπροστά του υπήρχε το κενό της βλέμμα. Τα μάτια σήμαιναν πολλά, πάντα τον απασχολούσε και ταυτόχρονα τον τρόμαζε αυτό. Ίσως να ήταν και ο λόγος που τα πρόσωπα στους πίνακές του απεικονίζονταν έτσι ώστε το βλέμμα να κρύβεται, το βλέμμα που μέσα του αναγνώριζε αυτό που μισούσε. Δεν ωφελούσε η ψυχοθεραπεία παρότι είχε κάνει αρκετές συνεδρίες μετά το ατύχημα. Ο ειδικός τού τα είχε επισημάνει όλα αυτά: ότι ενδόμυχα επεδίωκε τον τραυματισμό και τον εξωτερικό στιγματισμό του για να λυτρωθεί από τις δικές του ενοχές. Το ότι δε μπορούσε να δώσει και να δοθεί ήταν το κατάλοιπο της προβληματικής σχέσης με τη μητέρα του, δεν χρειαζόταν τις συνεδρίες για να το καταλάβει. Όλη του η ενήλικη ζωή είχε οικοδομηθεί πάνω στο σαθρό υπόβαθρο της εφηβείας του. Αυτά τα υλικά τού είχαν δοθεί, αυτά είχε χρησιμοποιήσει. Άλλοι θα τα είχαν πετάξει και θα είχαν αναζητήσει κάτι πιο στέρεο. Αυτός βολεύτηκε με ό,τι είχε, προκρίνοντάς το ως το ισχυρότερο. Εισέπραξε μια φορτική και ασφυκτική αγάπη, που κατά μία έννοια τον ευνούχισε. Δεν μπορούσε να δώσει, όχι μόνο γιατί δεν ήθελε, αλλά και γιατί πίστευε ότι ήταν το απόλυτα λογικό. Κάθε άνθρωπος βαδίζει μόνος του στη ζωή οπότε κι αυτός δεν είχε καμία ανάγκη τους συνοδοιπόρους. Πριν το ατύχημα ήταν εγωιστής. Ο εγωισμός του πλέον είχε διαφορετική μορφή. Το εκτός κοινωνίας και αφ’ υψηλού είχε μεταλλαχτεί σε ένα εγωκεντρικό «γιατί σε εμένα;» Η κοπέλα είχε εισβάλει στον κόσμο του, αν και στην πραγματικότητα ήταν αυτός που είχε οδηγηθεί στον δικό της από περιέργεια και μια ανάγκη που δεν ήθελε να αναγνωρίσει, αλλά να που την έβλεπε να θεριεύει μέσα του κιι αυτό τον μπέρδευε περισσότερο. Η καταιγίδα μαινόταν ακόμα. Σηκώθηκε και μπήκε στο εργαστήριό του. Δεν έδωσε καμιά σημασία στην προηγούμενη καταστροφή ούτε επιχείρησε να βάλει σε τάξη το χάος των δημιουργημάτων του. Βημάτισε για λίγο άσκοπα και μετά έπιασε να κοντοστέκεται και να μυρίζει τα ξύλα που φύλαγε στην άκρη, εκείνα που σκόπευε να χρησιμοποιήσει ανάλογα με τις κατά καιρούς


14

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εμπνεύσεις του. Κάτι είχε στον νου, αυτό όμως που έψαχνε δεν θα τον τραβούσε από την υφή και το χρώμα, αλλά από τη μυρωδιά: τη μυρωδιά της νοτισμένης επιδερμίδας όταν ενώνεται με την υγρή γη. Τελικά οι σκέψεις του γύριζαν στα ίδια και στα ίδια. Αυτό που είχε μπροστά του σαν ξαφνικό όραμα, αυτό που αρνιόταν να παραδεχτεί και αποδεχτεί ήταν απλά ότι η ζωή του θα άλλαζε ξανά όσο και να το πολεμούσε. Έξω η γαλήνη είχε δαμάσει επιτέλους τη θάλασσα. Ο άνδρας ξεμύτισε μισοκλείνοντας τα μάτια, ενοχλημένος από το φως. Η άμμος δεν είχε προλάβει να στεγνώσει, τα πόδια του βούλιαζαν και το βήμα του γινόταν ένας κόπος. Κάθε λίγο κοντοστεκόταν, χαμήλωνε κι έπιανε στη χούφτα τους κόκκους της, έψαχνε τη μυρωδιά τους. Αναζητούσε τη γυναικεία φύση καθώς όλα γύρω του ήταν θηλυκά: η θάλασσα, η αμμουδιά, η ξέρα που ήταν ο προορισμός του. Η μανία της καταιγίδας είχε ξεβράσει ξύλινα κουφάρια κι εκείνος έσκυβε και τα καθάριζε προσεκτικά από τα φύκια παραμερίζοντάς τα με κινήσεις μετρημένες. Αυτό που είχε κατά νου, του ξέφευγε ακόμη. Στην ξέρα ίσως έβρισκε ό,τι ζητούσε. Η ξέρα ήταν ένας αφιλόξενος τόπος. Πάντα η φουσκοθαλασσιά άφηνε εκεί τα άχρηστα αποφόρια της. Κοίταξε γύρω του. Σκόρπιες σανίδες, ερείπια από ναυαγισμένες βάρκες στέγνωναν στον ήλιο. Λίγα μέτρα μακρύτερα, τα βράχια σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο κρατώντας μακριά από τα ενοχλητικά βλέμματα τον κρατήρα όπου μαζευόταν το θαλασσινό νερό σε μια αβαθή λίμνη. Πατώντας προσεκτικά στις κοφτερές επιφάνειες άρχισε να ανεβαίνει. Είχε μόλις σκαρφαλώσει στην κορυφή και ξεκινούσε την επίπονη κατάβαση όταν ένιωσε μια ζωντανή παρουσία πίσω του, μια λαχανιασμένη ανάσα κι ένα απότομο σπρώξιμο. Ένα τεράστιο μαλλιαρό σκυλί πέρασε δίπλα του γαβγίζοντας δαιμονικά με φανερό προορισμό του το νερό. Ο άνδρας έχασε την ισορροπία του και τα χέρια του σκίστηκαν στα κοφτερά βράχια. Άφησε μια χαμηλόφωνη βλαστήμια να του ξεφύγει. Τα χέρια του ήταν το μόνο που του είχε απομείνει για να πληγώνει το ξύλο, να πληγώνει το σώμα του. Κοίταξε στο νερό και είδε το σκυλί να πλατσουρίζει προσπαθώντας να τραβήξει έναν μέτριο κορμό. «Την ίδια ιδέα είχαμε φίλε μου, αλλά ξεκίνησα πρώτος. Δεν θα σου περάσει!» είπε πεισμωμένος ο άνδρας κι άρχισε να κατεβαίνει πιο γρήγορα. Ο σκύλος τού γάβγισε δυο φορές στην απροσδιόριστη γλώσσα του και αφοσιώθηκε ξανά στο έργο του. Ο άνδρας σκέφτηκε πως ο σκύλος είχε μαντέψει την επιθυμία του και του έπαιζε ένα περίεργο παιχνίδι. Όσο


Ημίφως

15

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πλησίαζε, έβλεπε πως ο κορμός δεν ήταν αυτό που αναζητούσε, όμως η ανάγκη του να τον κάνει δικό του δυνάμωνε με κάθε του βήμα. Έχοντας πατήσει πια στο νερό του κρατήρα, είδε τον σκύλο να στέκεται ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο επάνω του σαν να τον ρωτούσε τι σκόπευε να κάνει. Δεν έδειχνε εχθρικός, ο άνδρας όμως δεν ήξερε να επικοινωνεί με τα ζώα και κοντοστάθηκε. Ο σκύλος έβαλε αποφασιστικά την πατούσα του στον κορμό θέλοντας να δηλώσει ότι αυτό το παιχνίδι ήταν δικό του. Γάβγισε ξανά. «Όχι, είναι δικό μου!» είπε ο άνδρας κι ο σκύλος γάβγισε μια φορά και κούνησε την ουρά του. «Μια και το παραδέχεσαι λοιπόν....» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί την ώρα που έσκυβε για να τραβήξει τον κορμό προς το μέρος του, ο σκύλος αποφάσισε να τον απωθήσει με τον δικό του τρόπο, τινάζοντας τα νερά με τα πόδια του, μουσκεύοντάς τον. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει, αλλά όπως όλες του οι αντιδράσεις, έτσι και εκείνη τη στιγμή, του βγήκε η παιδιάστικη ιδιοτροπία κι αποφάσισε να ανταγωνιστεί τον σκύλο. Αυτός με τη σειρά του, αφού μάταια προσπάθησε να τραβήξει τον κορμό, έδωσε ένα σάλτο κι έπεσε επάνω του. Στη στιγμή βρέθηκαν κι οι δυο μέσα στο νερό, μιλώντας ο ένας στον άλλον. Ο σκύλος γαβγίζοντας, ο άνδρας γαβγίζοντας κι αυτός στη δική του γλώσσα. «Ρούντυ! Ρούντυ! Πού χάθηκες πάλι;» Ο άνδρας άκουσε τη φωνή, αλλά η απόσταση και ο ήχος των κυμάτων που έσπαζαν στην ξέρα δεν του επέτρεπαν να καταλάβει ούτε ποιος ήταν ούτε πού ακριβώς βρισκόταν. Ο σκύλος φάνηκε να αντιδρά αστραπιαία στο κάλεσμα και μ’ έναν ξέφρενο καλπασμό, χάθηκε από το οπτικό πεδίο του άνδρα, σκαρφαλώνοντας στην αντίθετη μεριά. Ο άνδρας ήθελε να τον ακολουθήσει, γιατί έτσι του υπαγόρευσε ξαφνικά μία περίεργη διαίσθηση, από την άλλη όμως το σώμα του έμοιαζε να έχει αδρανοποιηθεί στο παγωμένο νερό. Η φωνή ακούστηκε ξανά και ήταν γυναικεία, μια μελωδία που ο θαλασσινός αέρας έφερνε κοντά του. «Εδώ είσαι λοιπόν! Τι λες, θα με συνοδεύσεις στο σπίτι ή θα σε κυνηγάω πάλι; Πώς έγινες έτσι; Πάλι στα νερά ήσουν;» ψευτομάλωσε τον σκύλο γελώντας. Το γέλιο της έφτασε στα αυτιά του άνδρα και από εκεί μέχρι την καρδιά του. Δεν ένιωθε πια το παγωμένο νερό ούτε τα βρεγμένα ρούχα τον ενοχλούσαν. Θα μπορούσε να κάτσει εκεί και να ονειρεύεται τη φωνή. Μετά


16

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θυμήθηκε εκείνο το βλέμμα. Σκαρφάλωσε στα γρήγορα και την παρακολούθησε κρυμμένος στην ασφάλεια των βράχων. «Πώς με λένε εμένα; Γλαύκη! Γλαύκη!» φώναζε η κοπέλα αγκαλιάζοντας το τετράποδο. Κι εκεί πάνω στην άμμο μπερδεύτηκαν σ’ ένα τρελό παιχνίδι. Μετά σηκώθηκε κι έπιασε το κεφάλι του άτακτου ζώου με τα δυο της χέρια. «Αφού ήρθες να με βρεις και δήλωσες πως θα μείνεις μαζί μου, πρέπει να μάθεις το όνομά μου. Για να σε δω λοιπόν!» Το σκυλί γάβγισε χαρούμενο κα την ακολούθησε ενώ εκείνη του φώναζε γελώντας ξανά και ξανά το όνομά της. «Γλαύκη!» ψιθύρισε ο άνδρας στη φιγούρα που απομακρυνόταν. Το όνομα έμοιαζε με ερωτικό κάλεσμα αλλά και μια σατανική σύμπτωση. Τι θα έλεγε η κοπέλα αν έφτανε κάποτε η ώρα να της συστηθεί και να της πει ότι τον έλεγαν Ιάσονα; Μπορεί όμως και να μη γνώριζε την τραγική σχέση των αντίστοιχων μυθολογικών προσώπων. Όταν δεν άκουγε πια το παραμικρό, ο Ιάσονας σηκώθηκε. Κοίταξε διστακτικά τον κορμό, και μετά το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον θαλασσινό ορίζοντα σαν από φόβο πως κάποια βάρκα, κάποιο θαλασσοπούλι θα γελούσε μαζί του. Μόνο αφού βεβαιώθηκε πως ήταν ολομόναχος, έσκυψε και μύρισε τον κορμό. Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε για λίγο, του ήταν όμως αρκετό. Το βρεγμένο κουφάρι που έσερνε ξοπίσω του έμοιαζε ασήκωτο. Με κοπιαστικά βήματα κατόρθωσε να επιστρέψει στο καταφύγιό του. Εκεί, έστησε τον κορμό στον τοίχο που έβλεπε περισσότερο ο ήλιος και τον περιεργάστηκε προσεκτικά. Οι σκέψεις του ήταν και πάλι ένα κουβάρι. Η ψυχή πλανάται, η ψυχή κατοικεί στο βλέμμα, το βλέμμα εκείνης είναι άδειο, γυάλινο, ακίνητο. Αποκαμωμένος, κάθισε κατάχαμα, δίπλα στο ξύλο που ορίστηκε σύντροφος του, κι έκλεισε τα μάτια. Πώς θα γέμιζε το βλέμμα της; Και γιατί να θέλει να το κάνει; Δεν ήταν ακόμη έτοιμος να δώσει την απάντηση στον εαυτό του. Όταν έψαχνε κάποιο θέμα για να σμιλέψει στο ξύλο, του άρεσε πάντα να ρίχνει μια ματιά στη μυθολογία. Από τα παιδικά παιχνίδια της φαντασίας του, αυτό ήταν το μόνο που τον συντρόφευε ακόμα. Το βιβλίο που είχε πάντα μαζί του ήταν ένα κράμα εντυπωσιακών απεικονίσεων, μυθολογικών παθών, χρωμάτων και οσμών ενός πολύ μακρινού παρελθόντος. Κάθε φορά που φυλλομετρούσε τις σελίδες του, πισωγύριζε σε κάτι που έμοιαζε με ηρωική


Ημίφως

17

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αφέλεια, σε ιστορίες απίστευτες, που όμως ένιωθες την ανάγκη να τις κάνεις δικές σου, γιατί μόνο έτσι αντιλαμβανόσουν την πραγματικότητα. Πήρε στα χέρια του και πάλι το βιβλίο και έφτασε στην Αργοναυτική εκστρατεία. Στο παλάτι του βασιλιά Αιήτη, ένας δράκος φύλαγε το χρυσόμαλλο δέρας. Γύρω του ο κήπος γέμιζε λουλούδια κι ένα από αυτά ήταν το κυκλάμινο. Παρατήρησε μαγεμένος την εικόνα και αμέσως σκέφτηκε τον πύργο με τα κυκλάμινα, τον πύργο της Γλαύκης, όπως ήταν το όνομά της. Απόρησε και πάλι με τη σύμπτωση. Ο Ιάσονας και η Γλαύκη δεν θα ζούσαν ποτέ τον έρωτά τους, η εκδικητική μανία της Μήδειας θα φρόντιζε γι’ αυτό. Δεν θέλησε να ψάξει πιο βαθιά. Ήταν αρκετές οι ομοιότητες της ζωής του. Η δική του Μήδεια χρειαζόταν να χορτάσει από την εκδίκηση που όπλιζε το χέρι του. Κοίταξε το ξύλο που στέγνωνε κοντά στη φωτιά. Δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα που θα έπαιρνε κάτι από τη μορφή της κοπέλας. Όλα ήθελαν τον χρόνο τους. Και ο Ιάσονας είχε ανάγκη τον χρόνο για να ματαιώσει και να δημιουργήσει ξανά. Ξάπλωσε πάνω στην παχιά φλοκάτη αποκρυπτογραφώντας με το βλέμμα τα ονειρικά σχήματα του καπνού. Η μυρωδιά της πυρωμένης ελιάς κόλλησε στο δέρμα του, εισχώρησε στους πόρους, σε κάθε ανοιχτή δίοδο του κορμιού, ευπρόσδεκτη. Του θύμισε την εικόνα της Γλαύκης καθώς έτρεχε στην άμμο και ο σκύλος την ακολουθούσε γαβγίζοντας εκστατικός. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του, καυτές σταγόνες που προτίμησε να αποδώσει στον καπνό, παραβάτη της εστίας από ένα γύρισμα του ανέμου. «Γλαύκη!» ψιθύρισε χαλαρωμένος από τη θαλπωρή της φωτιάς κι όλες οι έγνοιες του έγιναν πουλιά έτοιμες να ταξιδέψουν ψηλά μαζί με τον καπνό, να τρέξουν ελεύθερες και να πάνε να στοιχειώσουν άλλες υπάρξεις. Βολεύτηκε πάνω στην παχιά φλοκάτη και βυθίστηκε σε ένα όνειρο γεμάτο αρμύρα και χυμούς: Έπρεπε να προφυλαχτεί από την αφρισμένη βροχή που σπάραζε πάνω στα βράχια, ήθελε όμως και να ακολουθήσει τη Γλαύκη, όμοια με ολόλευκο ξωτικό που είχε βγάλει φτερά και πετούσε. Τα γυμνά της πέλματα δεν άφηναν σημάδια στη βρεγμένη άμμο. Η βροχή είχε θυμώσει μαζί του, γιατί ακολουθούσε άλλο στοιχειό αψηφώντας την. Ο Ιάσονας έτρεχε κι η βροχή μπερδευόταν με τον ιδρώτα του. Άκουγε ακόμη τους ήχους της θάλασσας, μπροστά του όμως είχε μόνο το πυκνό δάσος. Σταμάτησε λαχανιασμένος κοιτώντας γύρω. Η Γλαύκη δεν φαινόταν


18

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πουθενά. Δεν έπρεπε να απογοητευτεί τώρα, η επιθυμία του να πάει κοντά της ήταν πιο δυνατή από τις ιδιοτροπίες της φύσης. «Θα σε νικήσω!» φώναξε κοιτάζοντας τον ουρανό, και τότε τα κλαδιά μπροστά του παραμέρισαν φανερώνοντας ένα στενό πέρασμα. Ήταν ολοσκότεινα εκεί που πήγαινε. Μια φωνή μέσα στο κεφάλι του τού ψιθύριζε πως αν ήθελε να βρεθεί γρήγορα κοντά στην κοπέλα, έπρεπε να τρέξει ξανά, να τρέξει με τα μάτια κλειστά. «Δε μπορώ να το κάνω αυτό!» απάντησε. «Φοβάσαι;» Μέσα στο σκοτάδι, το γυναικείο γέλιο αντήχησε ολοκάθαρο και μετά έσβησε καθώς άλλοι ήχοι προσπαθούσαν να κερδίσουν την εύνοια της ακοής του: κρωξίματα, μακρόσυρτα ουρλιαχτά, βρυχηθμοί, τριγμοί του ξύλου σαν να ζωντάνευαν τα δέντρα, όμοιοι με ερωτικά καλέσματα. «Άκου... την ... καρδιά σου!» συλλάβισε η φωνή μέσα του. Μα η καρδιά του είχε πετρώσει εδώ και καιρό. Το σώμα του έβγαζε ρίζες που σέρνονταν σαν μισοζαλισμένα φίδια πάνω στη γη. Αν δεν έκανε κάτι, θα γινόταν άλλο ένα δέντρο μέσα στο σκοτεινό δάσος και δεν θα έφτανε ποτέ κοντά στη Γλαύκη. Η καρδιά του δεν χτυπούσε καθόλου. Κι όμως, ήταν ζωντανός. Ένιωθε ακόμη τον ιδρώτα που ξεχυνόταν σαν δηλητήριο από τους πόρους του κι ο πόνος στα πληγιασμένα του πόδια γινόταν αφόρητος. Το σκοτάδι ήταν αδιαπέραστο. Υπήρχε άραγε κάποιος λόγος να συνεχίσει; Οι ήχοι γινόντουσαν αποκρουστικοί, το σώμα του κλυδωνιζόταν καθώς οι ρίζες τον διεκδικούσαν η καθεμία σαν τρόπαιό της. Έκλεισε τα μάτια τόσο σφιχτά που πόνεσε. Ο πόνος έφερε τη λάμψη και η λάμψη την εικόνα μιας Γλαύκης φορτωμένης πέπλα, ημιδιάφανα μεταξωτά υφάσματα, ένα ουράνιο τόξο ένδυμα για το θεϊκό κορμί της. Ήταν εξαντλημένος πια. Μήπως θα ρίζωνε εκεί και θα άφηνε για πάντα την ανθρώπινη υπόσταση; Τότε όμως, οι αισθήσεις του θα χανόντουσαν και μαζί με αυτές όλες οι αναμνήσεις του. Δεν θα ήταν άνθρωπος, δεν θα λεγόταν άνθρωπος. Τίναξε το κεφάλι και άνοιξε τα μάτια. Η καρδιά του απάντησε στην απότομη κίνηση με έναν δυνατό χτύπο. Σάστισε. Κι άλλος χτύπος, κι άλλος. «Ακούω την καρδιά μου!» φώναξε και το σκοτάδι αναταράχτηκε, δέσμες φωτός τον χάιδεψαν, ο αέρας έγινε πηχτή μελάσα, και η Γλαύκη πρόβαλε κοιτάζοντάς τον πίσω από μια μάσκα στολισμένη με πολύτιμα πετράδια. Οι ρίζες αποκόπηκαν από το σώμα του και χάθηκαν σφυρίζοντας ύπουλα μέσα στα δέντρα, πήραν μαζί τους τον πόνο και τους βάρβαρους ήχους κι άφησαν δώρο στους ώμους του ένα ζευγάρι φτερά για να πετάξει κοντά της. Τα χέρια του


Ημίφως

19

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μάκρυναν κι απλώθηκαν επάνω της αφαιρώντας τα πέπλα, το ένα μετά το άλλο, σκορπίζοντας τα χρώματά τους που έγιναν σταγόνες και έραναν το σκοτάδι, κι αυτό υποκλίθηκε στην ομορφιά της Γλαύκης και υποχώρησε. Όταν το σώμα της απόμεινε γυμνό, εκείνη έβγαλε τη μάσκα από το πρόσωπο. Η καρδιά του άνδρα έστειλε μήνυμα στη λογική κι ο χρόνος σάστισε. Κάλυψε τα μάτια του με τις παλάμες, πήρε το φως τους και μετά τα δάχτυλά του το ταξίδεψαν σε εκείνην ενώ ταυτόχρονα τη σκέπαζε με τις φτερούγες του. Τα κορμιά τους έμειναν έτσι ενωμένα, εξερευνώντας ακίνητα, εισχωρώντας νοερά το ένα στο άλλο έως τη στιγμή του τελικού σπασμού. Και τότε, ανέβηκαν στους ουρανούς. Ο άνδρας ένιωσε την καρδιά του να ντύνεται φλόγα καθώς η αγγελική συμφωνία αιώνιων σωμάτων παλλόταν εντός της. Το χοντρό κούτσουρο μετακινήθηκε απότομα στο τζάκι. Ο τριγμός και οι σπίθες απόδιωξαν το όνειρο. Ο Ιάσονας ανακάθισε και άπλωσε το χέρι στη μελαγχολική συντροφιά της φωτιάς. Κοίταξε το ξύλινο κουφάρι που είχε κουβαλήσει από την ξέρα και κατάλαβε επιτέλους τι έπρεπε να κάνει. Το πήρε στην αγκαλιά του και το χάιδεψε θρηνώντας λυτρωτικά. Πίσω από την απώλεια κρυβόταν η αναγέννηση, αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να ζωντανέψει το βλέμμα της Γλαύκης. Πριν το ατύχημα, δεν μπορούσε να επιβληθεί στα πάθη του. Χρειάστηκε το αποτρόπαιο για να πνίξει ένα μέρος του Εγώ του. Και πάλι, πέρασε καιρός για να αφήσει την τέχνη να απαλύνει τον πόνο, να της επιτρέψει να μπει με έναν άλλο τρόπο στη ζωή του. Ίσως και να είχε συνδέσει τη ζωγραφική με το παρελθόν, -χρόνο αμετάκλητα ξοδεμένο-, και να είχε φτάσει η στιγμή της αλλαγής. Καθώς περιεργαζόταν το ολόστεγνο πια κούτσουρο, ο Ιάσονας χαμογέλασε δίνοντας διέξοδο στην πίκρα του. Αυτός που έβλεπε την ξυλογλυπτική ως κατώτερη μορφή τέχνης, μία λαϊκή ασχολία που δημιουργούσε μόνο χρηστικά αντικείμενα ή κακόγουστα διακοσμητικά, είχε εν τέλει αντιληφθεί τη μαγεία του ξύλου. Πονούσε όταν έβγαζε προσεκτικά τη φλούδα του, και τότε έσκυβε και το μύριζε λες και το άρωμα θα περνούσε μέσα από τους πόρους του δέρματός του και θα γέμιζε την ψυχή του. Και μετά, βερνίκωνε το ξύλο αφού είχε πάρει όλα τα μυστικά του, τα ίδια μυστικά που αυτός θα μετάγγιζε με άλλο τρόπο, κι έτσι ο κύκλος δεν θα έκλεινε ποτέ, θα έμενε πάντα ανοιχτός μέχρι το νέο αντικείμενο να αποκτήσει τη δική του οντότητα.


20

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Ιάσονας κοίταξε με μια αδιόρατη θλίψη τον σωρό της φλούδας, που άχρηστο αποφόρι είχε πέσει στο πάτωμα. Κατόπιν πέρασε τα χέρια του πάνω από το απογυμνωμένο ξύλο. Διέτρεξε την επιφάνειά του, ένιωσε τη δροσιά του, και μετά έσκυψε και το αφουγκράστηκε. Έκλεισε τα μάτια κι ανάπνευσε βαθιά. Η γλώσσα του το άγγιξε απαλά σαν να ήταν το σώμα μιας γυναίκας που ποθούσε να γευτεί. Μετά έπιασε το μπλοκ ζωγραφικής και ένα μολύβι και κοίταξε ξανά το ξύλο. Προσπάθησε να σκεφτεί το δέντρο από το οποίο είχε προέλθει, τον δυνατό κορμό, τη θέση του, τα χρόνια που πέρασε στη γη και όλη τη σοφία που έκρυβε μέσα του. Οι χυμοί που είχε ρουφήξει κυλούσαν τώρα στις δικές του φλέβες, ένιωθε πως ρίζωνε ο ίδιος στο χώμα, πως απλωνόταν, και τα κλαδιά του, γυμνά στην αρχή, έφταναν ψηλά. Και μετά, οι κόμποι της ζωής ξεμύτιζαν, κι από εκεί άνοιγαν τρυφερά μικροσκοπικά βλαστάρια μέχρι να γίνουν φύλλωμα πυκνό και άνθη και καρποί. Φθάνοντας σε αυτό το σημείο, πάντα το χέρι του κατευθυνόταν αυτόματα και σχεδίαζε τις γραμμές που του υπαγόρευε το δέντρο μέσα του. Όσο τα δάχτυλά του αποτύπωναν αφηρημένα περιγράμματα πάνω στο χαρτί, ο Ιάσονας αναρωτιόταν αν θα δημιουργούσε τρισδιάστατο ή εγχάρακτο γλυπτό. Το σχήμα υπήρχε στο νου του. Σε κατάσταση έκστασης σχεδίαζε αυτόματα χωρίς καν να κοιτάζει τι αποτύπωνε στο μπλοκ. Γέμισε τα φύλλα το ένα μετά το άλλο μέχρι που η εικόνα της Γλαύκης πρόβαλε ολοζώντανη μπροστά του, και τότε έχασε τον ειρμό, το μολύβι τινάχτηκε από το χέρι του και κύλησε δίπλα στο τζάκι. Του φάνηκε ότι άκουσε τη φωνή της και ταυτόχρονα το γάβγισμα εκείνου του σκύλου. Μπορεί να είχαν έρθει πάλι στην παραλία. Η τελευταία σκέψη τον έκανε να πεταχτεί από τη θέση του. Κρυφοκοίταξε από το παράθυρο, αλλά το οπτικό του πεδίο ήταν περιορισμένο. Έπρεπε να το διακινδυνεύσει και να βγει έξω. Αν η κοπέλα ήταν με τον σκύλο, το τετράποδο θα τον αντιλαμβανόταν και θα πρόδινε την παρουσία του. Έπρεπε όμως να το κάνει. Πώς γινόταν να βασανίζει η Γλαύκη τα όνειρα και τις νύχτες του, κι αυτός να φοβάται να την πλησιάσει; Αποφασιστικά, άνοιξε την πόρτα και κοίταξε κι από τις δυο μεριές του ορίζοντα. Δεν υπήρχε κανείς. Ίσως να ήταν τελικά η ιδέα του, μπορεί και ο άνεμος να τον ξεγέλασε. Δεν ησύχασε. Διέσχισε την παραλία κι έπιασε να ανεβαίνει προς τον λόφο. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να δουλέψει άλλο. Ήδη είχε κάνει αρκετά σχέδια στο χαρτί, άρα μπορούσε να ξοδέψει τον χρόνο του.


Ημίφως

21

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο χρόνος είχε πάρει άλλες διαστάσεις, ακόμη και για αυτόν που ποτέ του δεν είχε αναλωθεί σε τυποποιημένα ωράρια. Η θάλασσα, ο ουρανός, το δάσος στο οποίο ασυναίσθητα κατευθυνόταν, έμοιαζαν να έχουν ενσωματώσει ένα σύστημα μέτρησης διαφορετικό από αυτό που ο άνθρωπος όριζε με το πέρασμα της ώρας, της ημέρας και του μήνα. Πολλά είχαν αλλάξει και στο δικό του σύστημα μέτρησης, λες και ο πάγος που είχε καλύψει την καρδιά του ράγιζε και θρυμματιζόταν, κι όλα έρρεαν σε άλλο ρυθμό. Δεν ωφελούσε πια να λέει ψέματα στον εαυτό του, αν και δεν μπορούσε ακόμη να παραδεχτεί ότι ήθελε να γίνει άνθρωπος, ότι είχε κουραστεί να τρώει τις σάρκες του κυριολεκτικά και μεταφορικά. Υπήρχαν στιγμές που δεν άντεχε να γυμνώνει το στήθος του και να αντικρίζει τις χαρακιές που ο ίδιος είχε μπολιάσει στο σώμα του. Πάλευε το παρελθόν, τη συνήθεια, τον εθισμό, τις εμμονές. Κι αυτό το χρωστούσε στη Γλαύκη. Σε ποια από τις δύο όμως; Την πραγματική ή αυτή που υπήρχε στη φαντασία του; Τη νεράιδα του πύργου με τα κυκλάμινα ή την κόρη της μυθολογίας που τον καλούσε κοντά της; Γέλασε καθώς ο παραλογισμός δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει. Είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι η συνάντησή του με την τυφλή πυργοδέσποινα ήταν προδιαγεγραμμένη από τη μοίρα που τον καλούσε να κάνει κάτι για να ξεφύγει από τη δική του μίζερη ζωή. Γιατί η Γλαύκη, αντίθετα από αυτόν, αντιμετώπιζε με έναν τρόπο ανέμελο σχεδόν τη διαφορετικότητά της. Έμοιαζε αυτή η κοπέλα, που με τα ίδια του τα μάτια είχε παρακολουθήσει να τρέχει χαρούμενη και να παίζει με το σκυλί, σαν κάποια που αποδέχτηκε ότι είχε στερηθεί κάτι πολύτιμο; Η δική του διαφορετικότητα βρισκόταν στο μυαλό του και μόνο, απρόσκλητος επισκέπτης με πρόθεση όμως να συνοικίσει μαζί του. Το ζητούμενο του Ιάσονα δεν ήταν να πάρει μαθήματα από τη Γλαύκη. Αυτό ήταν απλά η πρόφαση για να μην παραδεχτεί το πιο φυσιολογικό που θα μπορούσε να συμβεί ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα: την είχε ερωτευτεί, κι αυτό είχε συμβεί χωρίς καμία προειδοποίηση. Κι όμως, το πολεμούσε ακόμη. Από τη μία φοβόταν τη λύπηση των ανθρώπων, μια λύπηση που φαινόταν αμέσως στο βλέμμα τους καθώς αυτό έμενε μετέωρο στα ορατά σημάδια στο πρόσωπο, στα χέρια, στη βάση του λαιμού του. Κι από την άλλη, -παρότι η Γλαύκη δεν μπορούσε να διακρίνει τα σημάδια του κι έτσι δεν κινδύνευε από τη δική της λύπηση-, δεν ήξερε τι θα έβγαζε ο ίδιος προς τα έξω, πώς θα ακουγόταν η φωνή του, αν θα φαινόταν η


22

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δική του συμπόνια για την αδικία που κρυβόταν στο γεγονός ότι μια τόσο όμορφη νέα κοπέλα ήταν τυφλή. Ποιος ξέρει πόση ώρα συνομιλούσε με τον εαυτό του; Είχε ήδη φτάσει στο δάσος και δεν το είχε αντιληφθεί. Ίσως οι οσμές από το χώμα, τους κορμούς και το φύλλωμα των δένδρων -οσμές που ξεσήκωναν βίαια τις αισθήσεις τουνα τον επενέφεραν στη δεδομένη στιγμή. Σκέφτηκε ότι ακόμη κι αν έχεις χάσει κάτι πολύτιμο όπως η όραση, δεν παύεις να λειτουργείς ως άνθρωπος. Οι υπόλοιπες αισθήσεις είναι όχι μόνο το υποκατάστατο της χαμένης, αλλά και σαν σύνολο δημιουργούν μία νέα προοπτική που δυναμώνει τη φλόγα της ζωής. Και τότε την είδε. Καθόταν στον πεσμένο κορμό ενός δέντρου σαν να τον περίμενε. Ντυμένη με ένα χοντρό λευκό πανωφόρι έμοιαζε με άγαλμα που κάποιος είχε αφιερώσει στις θεότητες του δάσους. Από πάνω της τα κλαδιά των δέντρων σχημάτιζαν έναν φυσικό θόλο δίνοντας την εντύπωση ενός χρυσού πέπλου με κόκκινα κεντίδια. Κάπου-κάπου οι ριπές του αέρα έραιναν τη Γλαύκη με πριονόσχημα φύλλα που έχοντας αποχωριστεί από τις πυκνές βελανιδιές και οξιές κατέληγαν να προσκυνούν ευλαβικά τα πόδια της. Έμεινε ακίνητος κρατώντας την αναπνοή του. Όσες φορές την είχε δει, ήταν πάντα ντυμένη στα λευκά, θυμίζοντας άλλοτε ξωτικό κι άλλοτε οπτασία. Ίσως κάπως έτσι να είχε πλάσει στα κρυφά του όνειρα τη γυναικεία μορφή, αυτήν που στην καθημερινότητά του απαξίωνε με τον χειρότερο τρόπο. Τελικά οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις αποτελούσαν τη μόνη κινητήρια δύναμη της δημιουργικότητάς του. Όμως, όσο καλύτερα γινόντουσαν τα έργα του, τόσο περισσότερο πάλευε με τον εαυτό του. Θα το άλλαζε αυτό. Σήμερα κιόλας, θα το άλλαζε. Μονάχα να στεκόταν λίγο ακόμη και να παρατηρούσε τη Γλαύκη. Όσο δεν έβλεπε καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, μπορούσε να ονειρεύεται. Και το είχε ανάγκη αυτό το όνειρο. «Ρούντυ! Εσύ είσαι;» Η Γλαύκη στράφηκε απότομα προς τη μεριά του και τα μάτια της καρφώθηκαν ίσια στα δικά του. Ο Ιάσονας τρομοκρατήθηκε, νιώθοντας το παράξενο βλέμμα να τρυπάει την ψυχή του. Έκανε δυο βήματα πίσω, παραπάτησε σε ένα σπασμένο κλαρί και σωριάστηκε στο παχύ στρώμα των φύλλων. Βλαστήμησε σιγανά και δοκίμασε να σηκωθεί όρθιος, αλλά ο μεγαλόσωμος σκύλος τον πρόλαβε. Προφανώς ακούγοντας τη φωνή της Γλαύκης και τον θόρυβο, κατάλαβε τον εισβολέα. Με δυο δρασκελιές έφτασε από πάνω του, τον μύρισε έντονα κι ευθύς η επιθετικότητά του μεταμορφώθηκε σε παιχνιδιάρικη έξαψη. Ο


Ημίφως

23

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ιάσονας είχε κερδίσει την εύνοια του μαλλιαρού ζωντανού με εκείνο το παράξενο παιχνίδι τους στη θάλασσα. Ο Ρούντυ βάλθηκε να τον τραβάει από το ξεφτισμένο τελείωμα του παντελονιού του αφήνοντας χαρωπά γρυλλίσματα. «Είσαι φίλος του Ρούντυ;» ρώτησε η Γλαύκη πλησιάζοντας διστακτικά. Έφτασε δίπλα του κι έσκυψε ψηλαφώντας το σώμα του. Ο Ιάσονας ένιωσε μια γλυκιά θαλπωρή. «Φύγε από εδώ Ρούντυ! Τι μανία κι αυτή να τρομάζεις όλο τον κόσμο!» μάλωσε το άταχτο τετράποδο. Ο σκύλος κλαψούρισε σιγανά κι έπειτα κατευθύνθηκε προς τον πεσμένο κορμό, όπου και στάθηκε στα δυο του πόδια με το κεφάλι γερμένο ελαφρά στα πλάγια σε μια έκφραση πληγωμένης απορίας. «Δεν χτύπησες πουθενά, έτσι;» ρώτησε ξανά η Γλαύκη και προτού ο Ιάσονας προλάβει να απαντήσει, το χέρι της άγγιξε την κνήμη του. Η αίσθηση της βελούδινης επιδερμίδας πάνω στη δική του τον έκανε να τιναχτεί αγχωμένος. Ευχαρίστησε τον Θεό που δεν είχε τη σαδιστική έμπνευση να σημαδέψει τα πόδια του ή μάλλον τον χρόνο να φτάσει μέχρι εκεί. «Δεν είναι τίποτα… Νόμιζα πως ήμουν μόνος στο δάσος. Η έκπληξη ήταν…, δεν είδα το κλαδί και παραπάτησα» απολογήθηκε κι ευθύς σηκώθηκε όρθιος κι έκανε μερικά βήματα πίσω για να αποτρέψει τα χέρια της κοπέλας από το να συνεχίσουν την εξερεύνησή τους. «Είμαι η Γλαύκη. Μένω εδώ και λίγο καιρό στον παλιό πύργο του λόφου» του συστήθηκε. «Ιάσονας» απάντησε μονολεκτικά χωρίς καν να δώσει το χέρι του. Ένιωθε γελοίος και απέστρεφε το βλέμμα προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του. «Ιάσονας… Τι σύμπτωση! Η μυθολογία μάλλον με κυνηγάει». Ο άνδρας έμεινε σιωπηλός με μόνο αντίπαλο την ταραχή του, που στο άκουσμα αυτής της τελευταίας φράσης δυνάμωσε. Τι εννοούσε η κοπέλα; Είχε μπει στα όνειρά του, διάβαζε τις σκέψεις του; «Τι εντύπωση θα σχημάτισες για εμένα! Όλοι το λένε πως εξωτερικεύω τις σκέψεις μου ακριβώς όπως τις κουβεντιάζω με τον εαυτό μου. Πολλές φορές άλλα θέλω να πω κι άλλα η γλώσσα κοινωνεί» «Κι άλλα η γλώσσα κοινωνεί» επανέλαβε μηχανικά ο Ιάσονας και οι λέξεις τον πήγαν συνειρμικά σε έναν πίνακα που είχε ζωγραφίσει δυο χρόνια


24

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πριν, άλλη μία διαστρέβλωση του γυναικείου σώματος που μόλις τώρα συνέδεε με τα λόγια της Γλαύκης. «Σε μπέρδεψα. Ξέχασέ το!» του χαμογέλασε κοιτάζοντάς τον ξανά στα μάτια. Ο Ιάσονας θα έπαιρνε όρκο πως τα μάτια της του χαμογελούσαν και αυτά. Είχε κάνει λάθος μερικές ημέρες πριν. Δεν μπορεί να ήταν τυφλή. Την είχε πρωτοδεί νύχτα, μετά από μακριά στον καταρράκτη, με τον σκύλο αλλά πάλι από μακριά στην παραλία και τώρα, πρώτη φορά από τόσο κοντά στο φως της ημέρας. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Δεν μπορούσε όμως και να τη ρωτήσει. Κάποτε, το τολμούσε χωρίς να λογαριάσει το αποτέλεσμα. «Δεν μιλάς πολύ…» «Είμαι λίγο ερημίτης» της χαμογέλασε αμήχανα. «Κι εγώ είμαι ερημίτισσα. Πολύ όμως!» «Σε έχω δει κι άλλες φορές…» «Το ξέρω. Σε κατάλαβα». Μα πότε θα του το έλεγε; Είχε πει σε κατάλαβα και όχι σε είδα. Μήπως περίμενε να της το αναφέρει εκείνος; Μπήκε πάλι στον πειρασμό να περάσει το χέρι του μπροστά από τα μάτια της. Το έκανε, αντανακλαστικά σχεδόν. Τα βλέφαρά της πετάρισαν και το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ. «Θέλεις να μάθεις, αλλά δεν τολμάς! Αναμενόμενο. Το ίδιο θα έκανα κι εγώ στη θέση σου» είπε κι έπειτα στράφηκε προς το σημείο που καθόταν πριν, του έδειξε αόριστα προς τα εκεί, κι ο Ιάσονας την ακολούθησε. Κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλον αμίλητοι για λίγο. «Τι βλέπεις γύρω σου;» ρώτησε η Γλαύκη. «Εννοείς να περιγράψω τη φύση;» Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Μοιάζει σαν να καθόμαστε στη μέση μιας λεωφόρου. Μόνο που δεν υπάρχει άσφαλτος, αλλά μόνο το γρασίδι και τα φύλλα που πέφτουν πάνω του από τα γύρω δέντρα. Από εδώ ο ουρανός δεν φαίνεται καθόλου σχεδόν, τα κλαδιά φτιάχνουν μια αψίδα…» Σταμάτησε μπερδεμένος, παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Γλαύκης. Στην ουσία παρακολουθούσε τα μάτια της και για μία ακόμη φορά ήταν σίγουρος πως είχε κάνει λάθος. Έμοιαζαν απόλυτα φυσιολογικά, κι όμως… «Δεν θα με παρεξηγήσεις αν σου πω ότι πιο πεζή περιγραφή δεν έχω ξανακούσει στη ζωή μου. Είχα άλλη εντύπωση για εσένα». Γιατί αυτό το χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει από τα χείλη της; Άθελά του ο Ιάσονας είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Του έμοιαζε ότι η Γλαύκη τον


Ημίφως

25

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παρατηρούσε προσεκτικά χωρίς στην ουσία να κοιτάζει προς τη μεριά του. Εστίασε το βλέμμα του στα χείλη της. Το περίγραμμά τους ήταν τόσο αισθησιακό… Το μισάνοιχτο στόμα της άφηνε την υποψία μιας ρόδινης γλώσσας και κατάλευκων δοντιών. Η επιδερμίδα της είχε μια στιλπνότητα που του έφερνε στον νου τους πειραματισμούς του όταν, προσθέτοντας υλικά με την έμπνευση της τελευταίας στιγμής πάνω στην παλέτα του, προσπαθούσε να πετύχει αυτή τη βελούδινη φωτεινότητα. Τα μάτια της δεν μπορούσε να τα περιγράψει, κάτι του έλειπε. Παρατήρησε τις βλεφαρίδες της: μακριές και καμπυλωτές με χρυσαφιές αποχρώσεις, όπως ακριβώς και τα μαλλιά της με τις χρυσοκόκκινες ανταύγειες. Μα για στάσου ένα λεπτό! Ποια άλλη εντύπωση είχε για αυτόν; Από πού τον ήξερε; «Μην ανησυχείς! Δεν σε παρακολουθώ. Μου μίλησαν στο χωριό για εσένα» είπε η Γλαύκη σαν να διάβασε ξανά τη σκέψη του. «Και τι ήταν αυτό που έμαθες λοιπόν και σε απογοήτευσε;» «Πως ζεις μόνος, πως φτιάχνεις ξυλόγλυπτα, πως αν χρειαστώ κάποιον για να μου φέρει προμήθειες, να ζητήσω εσένα». «Εγώ πάλι δεν ξέρω το παραμικρό για εσένα πέρα από το ότι είσαι η νέα ένοικος του πύργου». «Στην ουσία είμαι η πυργοδέσποινα» του είπε συνωμοτικά. «Μοιάζεις με πυργοδέσποινα. Μου θυμίζεις γυναικείες φιγούρες σε πίνακες ζωγραφικής…» Κι εκεί σταμάτησε απότομα. Είχε πει πολύ περισσότερα και πολύ πιο διαφορετικά λόγια από αυτά που είχε κατά νου. «Να μαντέψω ότι το Ιάσονας συνοδεύεται από το επίθετο Σοφιανός; Ότι εσύ είσαι ο ζωγράφος;» «Με ξέρεις;» «Τι φαντάζεσαι πάλι! Αλλά έτσι κι αλλιώς η φαντασία παίζει τον ρόλο της στη δουλειά του ζωγράφου». «Ας πούμε λοιπόν πως είμαι αυτός: ο Ιάσονας Σοφιανός. Έχει καμία σημασία, αλήθεια;» «Εσύ θέλεις να έχει;» «Τώρα πια, όχι. Κατάλαβα πως η ματαιότητα και η ματαιοδοξία αργά ή γρήγορα προσελκύουν η μία την άλλη». «Αλήθεια, εσύ τι σκέφτεσαι για εμένα;» ρώτησε με τη σειρά της η Γλαύκη. «Σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να σε ζωγραφίσω. Όχι, έχω πάψει να ασχολούμαι με τον καμβά. Θα μπορούσα όμως να χαράξω τη μορφή σου στο ξύλο».


26

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Με βρίσκεις τόσο τέλεια, λοιπόν;» τον ρώτησε με μια ελαφριά ειρωνεία στη φωνή της. «Η τελειότητα της όρασης είναι υποκειμενική, αυτό προσπαθώ να σκέφτομαι!» αποκρίθηκε πικαρισμένος. «Αν στηριχτώ σε αυτά που μόλις είπες, τι απάντηση θα μπορούσα να περιμένω στη δική μου ερώτηση;» Τον έφερνε σε δύσκολη θέση, όπως τον έφερναν όλες οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, γι’ αυτό και η συμπεριφορά του απέναντί τους χειροτέρευε κάθε φορά, διατρέχοντας τον ίδιο φαύλο κύκλο. Κι όμως, η Γλαύκη είχε γεμίσει με μια παράξενη θαλπωρή τις μέρες του. Η παρουσία της στα όνειρα-οράματά του τον έκανε να αποζητά με όλο του το είναι κάποια μορφή λύτρωσης. «Αφού δεν απαντάς, θα σε ρωτήσω κάπως αλλιώς. Θα τολμούσες να ζωγραφίσεις κάτι διαφορετικό;» «Τι θα ήταν αυτό το διαφορετικό;» «Ας μιλήσουμε λοιπόν ειλικρινά και πιστεύω ότι θα καταλάβεις τι θέλω να πω. Ασχολήθηκα πολύ καιρό με τους πίνακές σου, Ιάσονα. Όταν αποφάσισα να έρθω σε αυτό τον τόπο, δεν γνώριζα βέβαια ότι θα σε βρω εδώ, ότι είχες επιλέξει το ίδιο μικρό ψαροχώρι. Ήξερα μόνο ότι ο Ιάσονας Σοφιανός είχε ξαφνικά αποσυρθεί από τη δημοσιότητα». «Αυτό λένε για εμένα; Τίποτα άλλο;» ρώτησε παραξενεμένος ο Ιάσονας. Η παλιά του ματαιοδοξία τον έτσουξε σαν μια πληγή που σαδιστικά την έθρεφε με αλάτι. «Οι ιδιοτροπίες του καλλιτέχνη συνήθως περνούν απαρατήρητες αν εκείνος δεν επιδιώκει να τις φέρνει συνεχώς στην επιφάνεια». «Προφανώς δεν έχεις και την καλύτερη γνώμη για εμένα και τους πίνακές μου!» «Τα δημιουργήματα και ο δημιουργός μπορεί να είναι κάτι το ενιαίο και κάτι το διαφορετικό συγχρόνως. Εγώ αναφέρομαι στους πίνακές σου. Σου ζητάω λοιπόν να με ζωγραφίσεις». «Γιατί;» «Για να βάλω σε δοκιμασία τον εαυτό μου». «Μάλλον εμένα θέλεις να δοκιμάσεις. Να διαπιστώσεις με τα μάτια σου πόσο δαιμονικός είμαι» είπε ο Ιάσονας μετανιώνοντας την ίδια στιγμή που ξεστόμιζε τα τελευταία λόγια. «Με τα μάτια μου! Νομίζω πως και οι δύο εκεί θέλαμε να καταλήξουμε την κουβέντα μας. Δεν μπορώ να διαπιστώσω κάτι με τα μάτια μου, αλλά αυτό


Ημίφως

27

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

το έχεις καταλάβει ήδη» είπε η Γλαύκη χωρίς την παραμικρή πίκρα στη φωνή της. «Πώς;… Τι θέλεις να πεις;» κόμπιασε ο Ιάσονας. «Αυτός είναι ο λόγος που κάθε φορά απομακρύνεσαι όταν συναντιόμαστε τυχαία. Φοβάσαι, με φοβάσαι! Μην το αρνείσαι, Ιάσονα! Δεν με πειράζει καθόλου, έχω συνηθίσει κάθε είδους αντίδραση στην κατάστασή μου». «Ποια κατάστασή σου;» την ξαναρώτησε, λες και θα έπαιρνε μια διαφορετική απάντηση αντί της αναμενόμενης. «Τα αισθητήριά μας συμπληρώνουν ή αντικαθιστούν το ένα το άλλο. Αν λείπει κάποια αίσθηση, έρχονται οι υπόλοιπες να μπαλώσουν την τρύπα, όπως πολύ χαριτωμένα μου επισήμανε κάποια φίλη μου. Συναντηθήκαμε κι άλλες φορές, Ιάσονα, και κατάλαβα πως για κάποιο λόγο με απέφευγες. Τι άλλο βέβαια, εκτός από τον συγκεκριμένο λόγο; Είμαι τυφλή, και αυτό σοκάρει τους ανθρώπους. Δεν ξέρουν πώς να φερθούν. Τυφλή είμαι, δεν είμαι παράλυτη όμως!» «Λυπάμαι!» Ήταν το μόνο που βρήκε να πει ο Ιάσονας, αν και λυπόταν περισσότερο τον εαυτό του, που άθελά του είχε απογυμνωθεί για μία ακόμη φορά. «Εγώ πάλι δεν λυπάμαι καθόλου. Δηλαδή έπαψα να λυπάμαι όταν μου εξήγησαν την κατάστασή μου. Αν υπάρχει λογική εξήγηση σε αυτό που μου συνέβη. Δεν γεννήθηκα τυφλή, αν αυτό θέλεις να μάθεις. Είναι κάτι που έγινε κάποιους μήνες πριν. Σε ένα ατύχημα, σε ένα τροχαίο». Ο Ιάσονας σοκαρίστηκε και μόνο ακούγοντας τη λέξη τροχαίο. Με τρόμο έφερε στο μυαλό του τη δική του περίπτωση. Τον έκαιγε να ρωτήσει, τουλάχιστον να μη νιώθει ένοχος για κάτι που ίσως ο ίδιος είχε προκαλέσει. «Κι εγώ είχα ένα τροχαίο… Κάποιους μήνες πριν... Ήταν και η αιτία που ήρθα εδώ. Να βρω τον εαυτό μου, να συνέλθω» ομολόγησε με αρκετή αμηχανία κάτι που ήταν ψέμα και αλήθεια μαζί. Η καρδιά του πήγε στη θέση της και η ανάσα του βρήκε τον ρυθμό της, όταν η Γλαύκη περιόρισε τη σύμπτωση στον χρόνο και όχι στον τόπο. Το παράδοξο ήταν ότι και τα δύο ατυχήματα είχαν γίνει προς τα ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου, τα σημεία όμως ήταν διαφορετικά. Η Γλαύκη καθόταν στο πίσω κάθισμα. Ο δρόμος γλιστρούσε, ο οδηγός είχε μειωμένα αντανακλαστικά γιατί είχε πει αρκετά. Δεν του είπε πολλά, ανέφερε το περιστατικό σαν να περιέγραφε την ιστορία κάποιου άλλου που λίγη σημασία είχε πια. Του είπε πως χτύπησε στο κεφάλι και αυτό έφερε την τύφλωση. Ο Ιάσονας δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα από ιατρικά θέματα, οπότε και δεν αμφισβήτησε το παραμικρό


28

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παρότι ένιωθε πως υπήρχε κάτι που η Γλαύκη τού έκρυβε. Ίσως με τον καιρό του το αποκάλυπτε… Τι είχε σκεφτεί; Ομολογούσε στον εαυτό του ότι επεδίωκε πλέον να την ξαναδεί; Παράξενο, όμως από τη στιγμή που η Γλαύκη επιβεβαίωσε και μίλησε τόσο αποστασιοποιημένα για την τύφλωσή της, η αμηχανία του Ιάσονα είχε εξαφανιστεί. «Θα είσαι εντάξει; Μόνη σου;» τη ρώτησε καθώς τη συνόδευε μέχρι τον πύργο. «Θα είμαι μια χαρά. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου». «Είμαι σίγουρος» της είπε και πήρε τον δρόμο του γυρισμού χαλαρωμένος επιτέλους, σαν να είχε βρει τη λύση σε όλα τα προβλήματα του κόσμου. Είχαν συναντηθεί ξανά. Πήγαν βόλτα στο δάσος, μία φορά μάλιστα έφτασαν μέχρι τον καταρράκτη. Το παράξενο ήταν ότι ένιωθε όλο και πιο άνετα μαζί της καθώς ανακάλυπτε αργά και μεθοδικά ποια ήταν η αληθινή Γλαύκη. Του άρεσαν το χιούμορ και η επιμονή της, η εμμονή, θα έλεγε, στην ουσία της περιγραφής, που κάθε φορά του ζητούσε σαν απαιτητική δασκάλα. «Τι βλέπεις;» τον ρώτησε καθώς κι οι δυο τους έμοιαζαν να παρακολουθούν την πορεία του αφρισμένου νερού. «Τον καταρράκτη» απάντησε μηχανικά ο Ιάσονας, ενώ το βλέμμα του δεν έλεγε να αφήσει το δικό της. Η Γλαύκη φαινόταν αφοσιωμένη στο θέαμα μπροστά της, σαν να το παρακολουθούσε με όλες τις αισθήσεις της. «Αυτό μόνο μπορείς να κάνεις;» του γέλασε. «Προσπάθησε ξανά!» «Βλέπω μια διαφάνεια που ιριδίζει ασήμι» της απάντησε, περισσότερο για να την πειράξει. «Καθόλου άσχημα! Και κάτι ακόμη, ίσως;» «Ακούω τη φωνή της νεράιδας που καλεί τους ανύποπτους περαστικούς ξεγυμνώνοντας την ομορφιά της» της είπε σαστισμένος με τον εαυτό του, σαστισμένος όμως και με την ικανότητα της Γλαύκης να μπαίνει στο μυαλό του, να βλέπει την ψυχή του. Ένιωθε σαν να τον οδηγούσε σε μονοπάτια που ο ίδιος είχε από καιρό λησμονήσει, ένα ταξίδι που τελικά δεν του ήταν καθόλου επίπονο όπως είχε αρχικά πιστέψει. «Όραση και ακοή. Για να δούμε, τι άλλο μπορείς να μου πεις».


Ημίφως

29

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Έχει τη γεύση της γης και του αέρα, αλλά καίει σαν τη φωτιά. Αν αγγίξω το νερό που αφρίζει, είναι σαν τον πάγο, ψύχος και θέρμη μαζί που ακολουθούν ….» «Τους χτύπους της καρδιάς!» τον έκοψε η Γλαύκη αγγίζοντας το στέρνο του και βάζοντας την παλάμη της στο αντίστοιχο σημείο. Ο Ιάσονας έμεινε ακίνητος απολαμβάνοντας την αίσθηση με κλειστά μάτια. «Γιατί μπήκες αλήθεια στο ποτάμι;» τον ρώτησε θυμίζοντάς του τη δεύτερη συνάντησή τους. Κράτησε την αναπνοή του προσπαθώντας να σκεφτεί τι να απαντήσει. Πάλι τον είχε στριμώξει ζητώντας του έμμεσα να της ανοιχτεί. Δεν μπορούσε όμως να της πει ότι εκείνο ήταν το δικό του εξιλαστήριο λουτρό. «Σε έφερα σε δύσκολη θέση, έτσι; Κρατάς μυστικά. Το ξέρω, δεν είναι η ώρα τους». «Κι εσύ;» «Δεν υπάρχουν πια μυστικά όταν έχουμε οι ίδιοι γνωρίσει τον εαυτό μας. Τότε είμαστε ανοιχτοί και καλοπροαίρετοι σε όλα τα ανθρώπινα» του είπε και με μια ξαφνική κίνηση βύθισε το χέρι της στο νερό και τίναξε επάνω του παγωμένες σταγόνες ενώ ταυτόχρονα ξεκαρδιζόταν στα γέλια. «Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε με ξαφνικό θυμό ο Ιάσονας σκουπίζοντας το νερό από το πρόσωπό του. Η Γλαύκη έστρεψε τα μάτια της στα δικά του με μιαν αδιόρατη θλίψη. «Δεν είναι πάντα εύκολος ο δρόμος» του είπε απλά. Και μετά, άλλαξε ολότελα διάθεση και του ζήτησε να φύγουν. Ο Ιάσονας τα έβαλε με τον εαυτό του για τους απότομους τρόπους του. Είχε παρεξηγήσει την κίνησή της, είχε ξεχάσει ότι δεν έβλεπε, νόμιζε πως τον κορόιδευε για τα σημάδια του. Ήταν παράλογο να νιώθει από τη μία λύπη που εκείνη δεν έβλεπε και από την άλλη ανακούφιση για τον ίδιο λόγο. Αν αποδεχόταν τη Γλαύκη, θα αποδεχόταν και τον ίδιο του τον εαυτό. Σε όλους δίνεται κάποτε η δυνατότητα να γνωρίσουν ποιοι είναι πραγματικά, ιδιαίτερα τη στιγμή που η ψυχή, η καρδιά, το σώμα δοκιμάζονται. Δοκιμασία… Οι σκέψεις του, δύσκολες, τον συνόδευσαν μέχρι το καταφύγιό του, μέχρι που κούρνιασε μπροστά στη φωτιά. Κι εκεί έμειναν να στροβιλίζονται μαζί με τον καπνό που έβγαινε από το τζάκι. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να φανταστεί πώς ένιωθε η Γλαύκη, δεν ήταν όμως το ίδιο. Πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα ο Ιάσονας έβλεπε το κόκκινο της φωτιάς, ενώ εκείνη δεν θα είχε ούτε καν την εικόνα του


30

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χρώματος. Ή μήπως δεν συνέβαινε αυτό; Η Γλαύκη αντικαθιστούσε με αντίστοιχες παρελθοντικές εικόνες ό,τι δεν υπήρχε πια στο οπτικό της πεδίο. Βοηθούσε τη χαμένη της όραση να βρει τον δρόμο της με τη συνεπικουρία των άλλων αισθήσεων, αναδιοργανώνοντας προηγούμενες αναμνήσεις της. Έκλεισε πιο σφιχτά τα μάτια και για να είναι σίγουρο το αποτέλεσμα, τα σκέπασε με τις παλάμες του. Τώρα το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Αφουγκράστηκε και μύρισε τη φωτιά. Όχι, πάλι δεν ήταν το ίδιο. Αναστέναξε κι έπιασε το κομμάτι του ξύλου που σκάλιζε. Έσκυψε και το μύρισε. Γη, χώμα, αιωνιότητα. Τα χέρια της... Αυτά είχε στο μυαλό του, τα έβλεπε μπροστά του. Τα χέρια της αποτύπωνε. Σχημάτιζε τα δάχτυλά της σκαλίζοντας και λειαίνοντας την ξύλινη σάρκα και μετά τα χάιδευε περνώντας απαλά την παλάμη του πάνω τους. Τι προσπαθούσε να κάνει, τι να αποδείξει; Τι αρνιόταν; Την ερωτευόταν, την είχε ήδη ερωτευτεί, και δεν υπήρχε, δεν ήθελε να υπάρξει επιστροφή. Αδημονούσε για την επόμενη κοινή τους στιγμή. Και μόνο τότε μια γλυκιά κούραση τον τύλιξε κι αποκοιμήθηκε νανουρισμένος από τους ψιθύρους της φωτιάς που σιγόκαιγε ζητώντας το όνειρο να του φέρει κοντά του τη Γλαύκη. Ώρες μετά δεν θυμόταν το όνειρο ή αν όντως είδε κάποιο όνειρο. Δεν είχε όμως σημασία, γιατί περιπλανιόταν στο δάσος με τη Γλαύκη φλυαρώντας για τις ποικιλίες των ξύλων και τη σχέση ανάμεσα στις δημιουργίες του και το υλικό που χρησιμοποιούσε κάθε φορά. Ώσπου εκείνη άγγιξε απαλά τα χείλη του με τα δάχτυλά της, σαν να ήθελε να τον κάνει να σταματήσει να μιλάει. Δεν θύμωσε, αντίθετα τα μάτια του έγιναν ένα μεγάλο χαμόγελο καθώς την είδε να τεντώνει τα χέρια χαρούμενη σαν μικρό παιδί και να παίρνει βαθιές ανάσες. Το σκυλί που δεν τους άφηνε λεπτό γάβγισε δείχνοντας ότι συμμεριζόταν τη διάθεση της αφεντικίνας του. Κάθισαν σε έναν πεσμένο κορμό κι ο Ρούντυ ξάπλωσε ασθμαίνοντας στα πόδια της Γλαύκης. «Τελικά, τον υιοθέτησες τον μαλλιαρό μας φίλο» είπε ο Ιάσονας. «Ρώτησα στο χωριό αν τον αναζήτησε κανείς, αλλά μάλλον είναι κι αυτός ένας περιπλανώμενος» του απάντησε χαμογελώντας. Ο Ιάσονας ένιωσε εκνευρισμό. Οι λέξεις περιπλάνηση και πλάνης υπονοούσαν κάποιον που βρισκόταν εκτός κοινωνίας. Μήπως ήταν αιχμή για τον ίδιο και τη ζωή που είχε επιλέξει; Κοίταξε ξανά τη Γλαύκη, όμως η κοπέλα χαμογελούσε ακόμη. Τι καχύποπτος που είχε γίνει! Δεν είχε μάθει ακόμη να ελέγχει τις αντιδράσεις του κι έτσι δηλητηρίαζε τις μέρες του. Πότε περίμενε


Ημίφως

31

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να αλλάξει; Ήταν τριάντα πέντε χρονών και ζούσε τη ζωή ενός ηλικιωμένου, ξεχασμένου από Θεό και ανθρώπους. «Πάλι κάτι βασανίζει το μυαλό σου» έκοψε τις σκέψεις του η Γλαύκη. «Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Νόμιζα ότι η συνεχής προβολή των τραυματισμένων θέλω σου στους πίνακές σου θα ακύρωνε τη σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αιτιατό». «Τι θέλεις να πεις με αυτό;» «Δεν έχεις μάθει να αγαπάς τον εαυτό σου. Πήρες ως δεδομένο το δώρο της ύπαρξής σου και ως ακόμη πιο δεδομένη την ύπαρξη του ταλέντου σου». «Δεν νομίζω ότι το δικό μου ταλέντο χαίρει της δικής σου εκτίμησης!» τόνισε επίτηδες τις επαναλαμβανόμενες λέξεις. «Τι άδικος που είσαι! Και πόσο εγωιστής… Νομίζεις ότι εγώ είμαι η αλάθητη και σου πουλάω κριτική;» «Δεν νομίζω τίποτα! Ούτε καν με ενδιαφέρει. Έτσι κι αλλιώς, αποκήρυξα τους πίνακές μου!» απάντησε θυμωμένος. «Κανένας δημιουργός δεν παραπετάει το έργο του. Ό,τι φτιάχνουμε, είναι κομμάτι μας. Ακόμη κι αν η στάση και οι ιδέες μας αλλάξουν, το έργο υπάρχει πάντα για να μας θυμίζει ότι μπορούμε και πρέπει να είμαστε διαφορετικοί». «Ακόμη κι αν οι άλλοι δεν το αποδέχονται αυτό;» «Μα αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Αν οι άλλοι δεν αποδέχονται κάτι, είναι μια καλή ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την κοσμοθεωρία μας. Κανένας δεν είναι αλάθητος, Ιάσονα!» «Μπροστά σε εμένα, εσύ μοιάζεις τέλεια». Η Γλαύκη γέλασε και του χάιδεψε τα δάχτυλα. Τότε μόνο ο Ιάσονας ένιωσε ότι κι εκείνη είχε ανάγκη από μια επιβεβαίωση ή μια διάψευση. Άτολμα, της ανταπόδωσε αυτή τη μορφή επικοινωνίας, σφίγγοντας λίγο παραπάνω τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του. Μια θαλπωρή κατέλαβε τα μουδιασμένα από το κρύο μέλη του. Άραγε ήταν πάντα τόσο αμήχανες αυτές οι προσεγγίσεις ή μόνο ο ίδιος ένιωθε έτσι; Στις επαφές του με το γυναικείο φύλο πάντα στόχευε απλά και μόνο στην εκτόνωση της επιθυμίας της σάρκας. Δεν είχε πιστέψει ποτέ του σε μια πιο βαθιά ανάγκη. Θεωρούσε ότι η μοναξιά στον κόσμο ήταν ένα κουκούλι προστασίας που διακορευόταν κάθε φορά που το άτομο παραχωρούσε κάτι από την ελευθερία του. Πώς είχε φτάσει στο σημείο να επιδιώκει τη συντροφιά της Γλαύκης αποκηρύσσοντας τα προηγούμενα πιστεύω του; Ήταν θεϊκή παρέμβαση ή απλά το επιτήδειο χέρι της μοίρας που όρισε την τομή της πορείας δύο ανθρώπων ακριβώς στο χρονικό σημείο που ο ένας τους


32

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οδηγούσε τον εαυτό του στο έρεβος μέσα από τη σωματική απαξίωση; Θεός ή μοίρα, το ίδιο του έκανε. Η Γλαύκη τού είχε εξηγήσει πως ο πύργος ανήκε σε οικογενειακούς φίλους, ότι πριν χρόνια είχε μείνει εκεί για καιρό και ήξερε καλά τα κατατόπια του. Προφανώς και οι δύο είχαν τη φαεινή ιδέα να αποτραβηχτούν στο ίδιο μέρος. Δεν του είχε πει πολλά πράγματα για τον εαυτό της πέρα από το ότι δούλευε κειμενογράφος σε μια διαφημιστική εταιρεία. Μπορεί κάποτε να ξαναγύριζε στη δουλειά της, του είχε απαντήσει αόριστα σε σχετική ερώτησή του. Πάντα είχε έναν τρόπο να στρέφει την κουβέντα αλλού ή να γυρίζει το θέμα στην προηγούμενη ζωή του. Ο Ιάσονας έμαθε πια να περιμένει τις ερωτήσεις της που αστειευόμενος, έλεγε πως του έμοιαζαν με εξελιγμένη ανακριτική μέθοδο. Η Γλαύκη είχε βρει τον τρόπο να τον κερδίζει αργά αλλά σταθερά. Όταν έβλεπε πως υπήρχε κάτι που δεν ήταν ακόμη έτοιμος να απαντήσει, έπαιζε το προσφιλές τους παιχνίδι, όπως το είχαν ονομάσει. Του ζητούσε πάντα να της περιγράψει κάτι, όπως ακριβώς την πρώτη φορά που βρέθηκαν μαζί στο ξέφωτο. «Πού καθόμαστε;» τον ρώτησε αφού και οι δυο τους είχαν μείνει ώρα σιωπηλοί μετά την τελευταία λεκτική τους αντιπαράθεση σχετικά με την τελειότητα και το αλάθητο. «Σε έναν πεσμένο κορμό» της απάντησε αφηρημένα. «Ιάσονα! Προσπάθησε ξανά! Πρέπει να με κάνεις να το δω κι εγώ!» Όταν την άκουγε να του λέει αυτά τα λόγια ή κάποια αντίστοιχα με αυτά, του συνέβαιναν τρία πράγματα μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ένιωθε τύψεις γιατί είχε λησμονήσει την κατάστασή της, ανακούφιση γιατί είχε αποδεχτεί την ίδια κατάσταση, και μια ερεθιστική ζεστασιά, γιατί με κάθε νέα απάντηση ερχόταν πιο κοντά της. «Είναι καφεπράσινος» απάντησε επίτηδες, περιμένοντας την αντίδρασή της. «Τι ποιητικό!» τον κορόιδεψε η Γλαύκη σκουντώντας τον αγκώνα του. «Τότε θα σου πω μια ιστορία για το τι είναι αυτό που πραγματικά βλέπω. Αν γινόμουν πολύ-πολύ μικροσκοπικός, θα μπορούσα να σου περιγράψω μια στρατιά από χνουδωτά έντομα να χορεύουν και να πηγαινοέρχονται κουβαλώντας ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Και φτάνοντας στη βασίλισσά τους υποκλίνονται και της προσφέρουν τα δώρα τους». «Χμμ! Αυτό μου αρέσει περισσότερο!»


Ημίφως

33

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κι ο Ιάσονας ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει όταν η Γλαύκη ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Μόνοι, μακριά από όλους, βουβοί. Γαλήνη, γαλήνη επιτέλους! Το κρύο γινόταν ολοένα και πιο δυνατό. Μπορεί ο χειμώνας να μην είχε έρθει ακόμη στην Αθήνα, αλλά σε αυτό το απομονωμένο ψαροχώρι τα πάντα υπάκουαν στους διαφορετικούς ρυθμούς της φύσης. Ο Ιάσονας είχε παρατηρήσει αμέτρητες φορές την απέραντη θάλασσα, από την ξέρα ή καθισμένος κάτω από το καλαμένιο στέγαστρο έξω από το καταφύγιό του. Αναρωτιόταν πώς να φαινόταν το ίδιο τοπίο αν το παρατηρούσε από τον πύργο, δεν ήταν όμως σίγουρος ότι επιθυμούσε όντως να βρεθεί εκεί. Όσο κι αν τον δελέαζε η εξωτερική όψη του οικήματος, φοβόταν ότι το εσωτερικό θα τον απομάκρυνε αντί να τον φέρει πιο κοντά στη Γλαύκη. Κι από την άλλη, είχε την περιέργεια να γνωρίσει το περιβάλλον στο οποίο εκείνη περνούσε τις περισσότερες ώρες της. Όμως η Γλαύκη δεν τον είχε καλέσει ποτέ στον πύργο, όπως και ο ίδιος δεν την είχε προσκαλέσει στο απομονωμένο σπίτι του. Καμιά φορά, όση οικειότητα κι αν αποκτάει κανείς, κάποια πράγματα είναι προτιμότερο να περιμένουν τη σειρά τους. Πόσο όμως να περιμένεις; Αυτό αναρωτήθηκε καθώς χάιδευε μηχανικά το ξυλόγλυπτο που είχε πλέον ολοκληρωθεί. Τα δάχτυλά του ψηλάφιζαν το σκαλισμένο ξύλο εκεί που μία πλεξούδα λουλουδιών έδενε τα γυναικεία χέρια γεννώντας ερωτήσεις, ζητώντας απαντήσεις που χάνονταν και βρίσκονταν ξανά στους δρόμους των αισθήσεων. Σουρούπωνε πια και μια στενοχώρια τον έπνιξε ξαφνικά. Ο νους του έτρεξε στην Γλαύκη φορτωμένος μια αόριστη ανησυχία. Κάτι πόνεσε στο μέρος που χτυπούσε η καρδιά του και το απροσδιόριστο συναίσθημα γιγαντώθηκε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, φόρεσε τη νιτσεράδα του, έβαλε το ξυλόγλυπτο στην τσέπη και άφησε πίσω του το καταφύγιό του. Ψιχάλιζε κι ένας νότιος αέρας έφερνε τις σταγόνες στο πρόσωπό του. Με γοργό βήμα, πήρε το ανηφορικό μονοπάτι που έβγαζε στον λόφο. Ασθμαίνοντας σχεδόν, όχι από την προσπάθεια αλλά από μία έκδηλη πλέον αγωνία, επιτέλους έφτασε στον πύργο. Το ψηλό χτίσμα, συμμαχώντας με την έλλειψη φυσικού φωτός, έδειχνε ακόμα πιο σκοτεινό και απειλητικό. Η Γλαύκη δεν είχε κανέναν λόγο να χρησιμοποιεί την παροχή του ρεύματος. Δεν το είχε σκεφτεί μέχρι τώρα ο Ιάσονας, αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα. Για τη Γλαύκη το σκοτάδι αποτελούσε μόνιμη κατάσταση.


34

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στη διαπίστωση ότι η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, η καρδιά του μετέδωσε έναν εκκωφαντικό ήχο μέχρι τα αυτιά του. Έσπρωξε και μπήκε. Κάποιος ήταν εκεί. Απόμεινε διστακτικός. Από το εσωτερικό ακούστηκε ένα υπόκωφο γρύλισμα. Ο Ρούντυ βέβαια! Είχε ξεχάσει τον σκύλο που είχε από μόνος του αναλάβει τον ρόλο του προστάτη της κυράς του. Τον φώναξε χαμηλόφωνα, και το τετράποδο ήρθε και θρονιάστηκε στα πόδια του, απαιτώντας το χάδι που σήμαινε την αναγνώριση της φιλίας τους. «Πού είναι η Γλαύκη;» ρώτησε ο Ιάσονας επαναλαμβάνοντας καθαρά το γυναικείο όνομα κι ο σκύλος πετάχτηκε ορθός. Τον ακολούθησε δύο ορόφους πιο πάνω ψηλαφίζοντας την κουπαστή της σκάλας. Όταν άκουσε τη Γλαύκη να καλεί τον σκύλο κοντά της, η καρδιά του πήγε επιτέλους στη θέση της. Μέσα στο σκοτάδι που μοναχά το φως του φεγγαριού διαπερνούσε δωρίζοντας μια ασθενική ορατότητα στον χώρο, διέκρινε την κοπέλα που στεκόταν μπροστά στο παράθυρο. Την πλησίασε. Εκείνη δεν αποτραβήχτηκε, σαν να τον περίμενε. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της, το σώμα του όμως τηρούσε μια στάση αναμονής. Η Γλαύκη άγγιξε το χέρι του, τα δάχτυλά της σφίχτηκαν στα δικά του. Την ένιωσε να χαμογελάει. Αν το παράθυρο ήταν φωτισμένο και κάποιος περνούσε από κάτω, θα νόμιζε ότι έβλεπε ένα ζευγάρι, ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Στη σκέψη αυτή ο Ιάσονας ένιωσε τα μέλη του να μουδιάζουν. Ο ερωτισμός που διαπέρασε το σώμα του έμοιαζε με την αίσθηση που του είχε αφήσει η πρώτη φορά που πέταξε με αεροπλάνο: η ιδιαίτερη μαγεία της απογείωσης και μετά η στιγμή που το μηδαμινό άτομο στέκεται ανάμεσα στα σύννεφα. Το ασήμι του φεγγαριού διέτρεχε τα σώματά τους. Ο Ιάσονας δεν τόλμησε να κάνει καμία άλλη κίνηση, δεν τολμούσε ούτε καν να αναπνεύσει. Ένιωθε ότι βούλιαζε ηδονικά σε κάτι παχύρευστο και κολλώδες που τον υπνώτιζε. «Το φεγγάρι…» ψιθύρισε η Γλαύκη. Ο Ιάσονας κοίταξε σκεφτικός τον ελλειπτικό δίσκο. «Περπατάμε πάνω στη θάλασσα χωρίς να βυθιστούμε, αφημένοι στην ασφάλεια του ασημιού του» της απάντησε. «Κάνεις και θαύματα λοιπόν;» «Όχι εγώ… Το φεγγάρι… κι εσύ» πρόσθεσε, ενώ η ανάσα του γινόταν όλο και πιο βαριά. Αφηνόταν και περίμενε, περίμενε και αφηνόταν, κι αυτή η αναμονή γινόταν αβάσταχτα τυραννική. Τα χέρια της άγγιξαν το πρόσωπό του.


Ημίφως

35

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είσαι βρεγμένος. Πόσο ανόητα φέρεσαι! Ξεκίνησες μέσα στη βροχή για να έρθεις μέχρι εδώ;» Αν της απαντούσε ότι θα έφτανε στην άκρη του κόσμου για να βρεθεί κοντά της, θα γινόταν ακόμη πιο ανόητος; «Μην πεις κάτι που θα σε κάνει να το μετανιώσεις αργότερα» ψιθύρισε η Γλαύκη και τα δάχτυλά της σφάλισαν απαλά τα χείλη του. Έτρεμε τώρα. Η αναταραχή ξεσπούσε μέσα του φέρνοντας ρίγη σε όλο του το σώμα. Έκλεισε τα μάτια, και τα πρόσωπά τους πλησίασαν ακόμη περισσότερο. Τα χείλη της χάιδεψαν τα δικά του, πίνοντας τις σταγόνες της βροχής που κυλούσαν ανάμεσα στα γένια του. Δεν είχε ανταλλάξει ποτέ του τέτοιο είδος φιλιού. Πάντα θεωρούσε ότι η επαφή των στομάτων ήταν απλά το αναγκαστικό προεόρτιο μιας τυπικής ερωτικής πράξης. Αν αυτό ήταν η δική τους αρχή, τότε η συνέχεια θα τον πήγαινε πολύ μακριά. Ήθελε τόσο να την κατακτήσει και να κατακτηθεί, όμως όταν τα δάχτυλά της ανέβηκαν στο πρόσωπό του και άρχισαν να ψηλαφίζουν το δέρμα του, θυμήθηκε τα φρικτά σημάδια του. Δεν ήθελε να τα αγγίξει, κι όμως καιγόταν να συνεχίσει. Ντρεπόταν, σιχαινόταν τον παραμορφωμένο εαυτό του. Έσπρωξε τα δάχτυλά της απαλά προσπαθώντας να σκεφτεί μια οδό διαφυγής. Τα σώματά τους μετατοπίστηκαν και ένιωσε το βάρος του ξυλόγλυπτου στην τσέπη του δίπλα στο άλλο βάρος που φώναζε μέσα στα αυτιά του ότι έπρεπε να εκτονωθεί. «Όχι… Όχι άλλο… » ψέλλισε ξέπνοα. Η Γλαύκη δεν μίλησε. Άκουγε μόνο την ανάσα της, την προσπάθεια της να προσαρμοστεί στα δεδομένα. Ο Ιάσονας αναζήτησε το δημιούργημά του. Καθώς το άφηνε στα χέρια της, κατάλαβε πως τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, μια αντανακλαστική κίνηση της έκπληξης. «Δικό σου;» τον ρώτησε, ενώ τα δάχτυλά της πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα ξύλινα σκαλισμένα χέρια και τη ζεστή ανδρική σάρκα. «Δικό σου!» της απάντησε και τη φίλησε απαλά στα χείλη. «Όταν θα συναντηθούμε ξανά, θα μιλήσουμε και γι’ αυτό» είπε και πισωπατώντας βιαστικά, βγήκε από το δωμάτιο. Η επιστροφή ήταν μια θολή εικόνα στο μυαλό του. Θυμόταν μόνο ότι η βροχή που έπεφτε ακόρεστα στη γη έπαιρνε μαζί της τα δάκρυά του, δάκρυα απελπισμένου θυμού. Το πρώτο που έκανε μπαίνοντας στο σπίτι του ήταν να πετάξει τα βρεγμένα ρούχα και μοναχά με το φως ενός κεριού να σταθεί γυμνός μπροστά


36

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στον ταλαιπωρημένο καθρέφτη του μπάνιου. Ακόμη και σε αυτό το λιγοστό φέγγισμα, τα σημάδια του φάνταζαν πιο έντονα, σαν να είχαν γίνει μόλις εκείνη τη στιγμή. Ευτυχώς που είχε φύγει. Η Γλαύκη θα τα ένιωθε, θα τα έβλεπε με τον τρόπο της, κι αυτός θα σιχαινόταν ακόμη περισσότερο τον παλιό εαυτό του. Έκλεισε τα μάτια και τη φαντάστηκε γυμνή να στέκεται πίσω του, την ανάσα της στον λαιμό του, τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, και το σώμα του ανατρίχιασε ξανά. Το κρύο ήταν υπερβολικό, δεν τον ενδιέφερε όμως. Το χέρι του πήγε αυτόματα εκεί που καιγόταν και πονούσε περισσότερο ψάχνοντας την εκτόνωση που θα νέκρωνε τη βασανισμένη ψυχή του. Στην επόμενη συνάντησή τους, ο Ιάσονας ένιωσε ανακούφιση, μια και η Γλαύκη έμοιαζε να έχει ξεχάσει την άρνησή του. Έπρεπε να της εξηγήσει ότι δεν την είχε απορρίψει. Δεν μπορούσε όμως να ανοιχτεί περισσότερο, γιατί ένιωθε πως κι εκείνη κάτι την απασχολούσε. Η κουβέντα τους είχε γυρίσει σε γενικότητες. Προφανώς δεν τον εμπιστευόταν, έτσι του έμοιαζε πια. Δεν του είχε πει λέξη για το δώρο που της είχε αφήσει, τα ξυλόγλυπτο που απεικόνιζε τα δικά της χέρια. «Δεν είσαι μαζί μου. Μοιάζεις σαν να βρίσκεσαι χιλιόμετρα μακριά. Κι όμως, έχεις την απαίτηση να σου εκμυστηρευτώ όλη μου τη ζωή». Όσο κι αν προσπάθησε, ο τόνος της φωνής του έβγαζε όλη την πίκρα και την απογοήτευσή του. «Μα δεν έχω καμία απαίτηση» του είπε με κάποια ενόχληση. «Στο κάτωκάτω, μέχρι χτες δεν γνωριζόμασταν. Απλά προσπαθώ να σε κάνω να νιώσεις πιο χαλαρά. Εσύ αρνείσαι τον εαυτό σου, κι αυτό σε βαραίνει περισσότερο. Γνωρίζεις ότι αρκετές καταστάσεις που φέρνουν σωματικό πόνο είναι πλασματικές;» τον ρώτησε με τη σειρά της. Την κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε να του πει. Περίμενε τη συνέχεια, όμως εκείνη προτίμησε τη σιωπή, σαν να άφηνε στον ίδιο την πρωτοβουλία να συνεχίσει την κουβέντα. «Είναι κάποια πράγματα που αρνούμαι να ξεκαθαρίσω με τον εαυτό μου. Ίσως δεν είχα τη σωστή καθοδήγηση, ίσως πάλι και να μην εμπιστευόμουν κάποιον για να μιλήσω. Όχι πάντως έναν ειδικό» της είπε. «Οι ειδικοί δεν μπορούν να κάνουν το παραμικρό αν δεν θέλουμε οι ίδιοι να βοηθήσουμε τον εαυτό μας. Τις περισσότερες φορές στη ζωή μας εθελοτυφλούμε, άλλοτε πάλι βλέπουμε σε μια κατάσταση το δεδομένο που μας αντιπροσωπεύει».


Ημίφως

37

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Σίγουρα αυτό συμβαίνει σε εμένα. Ξέρεις, ήρθα εδώ για να εξαφανιστώ από τον ψεύτικο κόσμο που είχα πλάσει, πιστεύοντας πως θα βοηθήσω επιτέλους τον εαυτό μου». «Και τα κατάφερες;» «Όχι… Όχι προτού σε γνωρίσω» τόλμησε να συμπληρώσει. «Μπορεί να συμβαίνει και σε εμένα το ίδιο». Η Γλαύκη χαμογέλασε κι έσφιξε το χέρι του στο δικό της. Κάτι ήθελε να του πει, αλλά έμοιαζε να περιμένει τη δική του εξομολόγηση. Ήταν επώδυνο αυτό που θα επιχειρούσε, δεν μπορούσε όμως να κρύβεται άλλο. Κάτι μαγικό είχε συμβεί από τότε που τη συνάντησε πρώτη φορά. Ίσως ήταν γραφτό να γίνει έτσι. Κομπιάζοντας στην αρχή και μπερδεύοντας τα λόγια του μέχρι να λυθεί η γλώσσα του, άρχισε να της μιλάει για τη ζωή του πριν το ατύχημα. Τα περισσότερα ήταν γνωστά από τα κουτσομπολιά της έντυπης ενημέρωσης: η συμπεριφορά του απέναντι στο γυναικείο φύλο, ο τρόπος που αντιμετώπιζε αυτό που ο κόσμος θεωρούσε ταλέντο, η ανικανοποίητη φύση του, ο μηδενισμός των άλλων και του εαυτού του, το ποτό που του είχε γίνει απαραίτητος σύντροφος για να δημιουργήσει. Έχασε την αίσθηση του χρόνου μιλώντας για πράγματα που είχε απωθήσει πολύ μακριά του, εκείνα όμως τον συντρόφευαν πάντα, σταθερά και αμετακίνητα. «Τι βλέπεις τώρα;» τον ρώτησε η Γλαύκη. «Πού; Πώς αλήθεια έχεις διάθεση για παιχνίδι μετά από τον ατελείωτο μονόλογό μου;» «Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις. Εννοώ, πώς βλέπεις τώρα τον κόσμο; Με τα ίδια μάτια;» «Προσπαθώ. Είναι σαν να επισκέφτηκα έναν οπτικό και να μου έδωσε ένα λάθος ζευγάρι γυαλιά. Πρέπει να κάνω πολλές επισκέψεις στον οφθαλμίατρο για τη σωστή μέτρηση!» Γέλασε με το αστείο του κι αμέσως μετάνιωσε, γιατί του φάνηκε σαν να χλεύαζε την κατάσταση της Γλαύκης. Η αμηχανία του μεγάλωσε καθώς η ώρα περνούσε μέσα στη σιωπή. «Βλακεία αυτό που είπα!» προσπάθησε να πάρει πίσω τα λόγια του. «Μη μετανιώνεις, τουλάχιστον όχι γι’ αυτό. Δεν είμαι ανάπηρη ούτε θέλω να σε φέρνω σε δύσκολη θέση. Ίσως είναι καιρός να σου μιλήσω για τη ζωή μου». «Δεν είσαι υποχρεωμένη…» «Ιάσονα, θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά. Αν δεν υπήρχε αυτό το θέμα με τα μάτια μου, θα κάναμε έρωτα το βράδυ που ήρθες στον πύργο;»


38

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν είχε τι να της απαντήσει. Προτίμησε τη σιωπή. «Σε σόκαρα, όμως κάποτε φθάνει η στιγμή που όλοι μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Ο έρωτας είναι χημεία. Ο απόλυτος έρωτας , τουλάχιστον, αυτό ακριβώς είναι». «Δένομαι μαζί σου, Γλαύκη. Είναι όμως άλλο ένα θέμα που δεν μπορώ να συζητήσω αυτή τη στιγμή. Δεν είσαι κάτι τυχαίο στη ζωή μου, αν σου αρκεί αυτή η απάντηση. Ούτε έχει να κάνει με αυτό που θέτεις σαν πρόβλημα. Εγώ είμαι το πρόβλημα, όχι εσύ!» «Ο καθένας μπορεί να κοιτάζει το δάχτυλο όταν αυτό δείχνει το φεγγάρι, έτσι δεν λένε;» Η φωνή της ήταν απαλή, σαν ένα μητρικό νανούρισμα. Ο Ιάσονας ένιωσε τη χροιά της να εισχωρεί μέσα του και να μεταδίδει δονήσεις σε κρυφά και φανερά σημεία. Γέρνοντας προς το μέρος της, τη φίλησε απαλά στο στόμα. Τόσο μόνο μπορούσε να δώσει χωρίς να προδώσει την αδυναμία της καρδιάς του. Η Γλαύκη κούρνιασε επάνω του κι εκείνος την έσφιξε, δύο ξεχωριστές οντότητες που προσπαθούσαν να γίνουν ένα. «Χρωστάω κάτι. Τη δική μου εξομολόγηση» του θύμισε καθώς τα δάχτυλά του περνούσαν ξανά και ξανά μέσα από τα μαλλιά της δοκιμάζοντας τη βελούδινη υφή τους. «Μου αρέσει αυτό που κάνεις, μη σταματήσεις. Με βοηθάει να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου». Ο Ιάσονας την ένιωσε να χαλαρώνει κάτω από το άγγιγμά του. Κοντά της είχε μάθει να τιθασεύει και τη δική του ανυπομονησία, λες και ο χρόνος κυλούσε μόνο για τους άλλους, αλλά αυτούς τους δύο τους είχε λησμονήσει από καιρό. «Η ζωή μου ήταν τακτοποιημένη» είπε η Γλαύκη. «Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Ένας σύντροφος, μια ικανοποιητική δουλειά. Οι ώρες της ημέρας δεν έφταναν για τα τόσα που λογάριαζα να κάνω. Πράγματα που μου άρεσαν, που πίστευα ότι άρεσαν και σε εκείνον. Πάντα έτσι είναι στην αρχή. Νομίζεις ότι είσαι δεμένος με κάποιον μέχρι που φτάνεις να έχεις αφεθεί σε κάτι που γίνεται συνήθεια. Τα πράγματα αλλάζουν, αλλά εσύ είσαι τόσο ευχαριστημένος με τη ρουτίνα σου, που θεωρείς ότι παραμένουν ίδια. Δεν παρατηρείς τις συμπεριφορές. Βλέπεις ένα πρόσωπο και νομίζεις ότι το έχεις ψυχολογήσει σωστά, ότι έχετε τα ίδια πιστεύω, κι ότι θα είστε για πάντα έτσι. Δεν προσέχεις τις σιωπές, την ανεπαίσθητη αλλαγή της ρουτίνας, το ότι εκείνος δεν είναι η εικόνα που έχεις πλάσει, ότι δεν ανταποκρίνεται ο ένας στις ανάγκες του άλλου. Όταν το καταλάβεις πια, είναι συνήθως πολύ αργά.


Ημίφως

39

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τα γεγονότα σε ξεπερνούν. Το βράδυ του τροχαίου, τρέχαμε. Είχαμε μόλις αφήσει τη φίλη μου στο σπίτι της στο Πικέρμι, κι εγώ δεν είχα μετακινηθεί από το πίσω κάθισμα. Ο σύντροφός μου ήταν πιωμένος. Μου είπε πως ήταν ο ταξιτζής μου και άρχισε να γελάει, το γέλιο του μεθυσμένου. Δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοια ακραία κατάσταση, δεν θυμόμουν, δεν είχα προσέξει. Με κορόιδευε λέγοντάς μου πως ήμουν τυφλή τόσο καιρό, πως δεν παρατηρούσα καν τι γινόταν γύρω μου. Πως έκλεινα τα μάτια και πήγαινα στο σκοτάδι. Κι έτσι εκείνος έβρισκε ευκαιρία να ξεπορτίσει. Χρησιμοποιούσε τις πιο χυδαίες εκφράσεις για να με μειώσει περισσότερο. Ήθελε να χωρίσουμε, υπήρχε η αντικαταστάτριά μου, η φίλη που λίγο πριν είχαμε αφήσει στο σπίτι της. Το γνωστό σενάριο. Του είπα να σταματήσει το αμάξι, ήθελα να κατέβω, δεν ήθελα να τον ξαναδώ στα μάτια μου. Τότε, άρχισε να παίζει με το τιμόνι, να λέει πως μπορούσε και να με σκοτώσει εκείνη τη στιγμή και να γλυτώσει από εμένα. Φώναζα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να ανοίξω την πόρτα. Γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε πως ήμουν ακόμη πιο ηλίθια. Κι έπειτα όλα εξελίχτηκαν ακαριαία. Το αμάξι τραντάχτηκε… συγκρουστήκαμε… μια λευκή λάμψη, ο πολλαπλός θόρυβος από το ουρλιαχτό μου, τις φωνές άλλων, και κάτι που τσάκιζε. Από το σοκ έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν πια στο απόλυτο σκοτάδι. Όμως τα μάτια μου δεν είχαν τίποτα. Απόλυτα φυσιολογικά, όμως εγώ δεν έβλεπα. Έκανα όλες τις εξετάσεις, ώσπου ο νευρολόγος μού μίλησε για την υστερική νεύρωση, μια διαταραχή με την οποία ασχολήθηκε η ψυχανάλυση και που στον κοινό άνθρωπο μοιάζει ακατανόητη. Η ξαφνική και με δραματικό τρόπο εμφάνιση τύφλωσης είναι ένα από τα συμπτώματά της. Η οποιαδήποτε νευρολογική έρευνα και παράλληλη ιατρική εξέταση δεν δείχνει κανένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, ακριβώς όπως και στην περίπτωσή μου. Τα οπτικά νεύρα δεν έχουν πειραχτεί, ενώ ο οφθαλμός δείχνει απόλυτα φυσιολογικός, ακόμη και μετά από ενδελεχείς εξετάσεις. Η μόνη εξήγηση είναι ότι η τύφλωση συνδέεται με ψυχολογικούς παράγοντες: κάποιο είδος σύγκρουσης ή άλλο αγχωτικό γεγονός. Ψυχοδυναμικά, το σύμπτωμα αποτελεί τη λύση σε μια ασυνείδητη ψυχολογική σύγκρουση ώστε το άτομο να αποστασιοποιηθεί από αυτήν, να μείνει μακριά της. Μοιάζει σαν η κατάσταση που οδήγησε σε αυτήν τη σύγκρουση να παύει να υπάρχει με αυτόν τον μαγικό τρόπο. Ο παθών κατεβάζει τον διακόπτη και από εκεί και πέρα δεν αναγνωρίζει το παραμικρό σχετικά με ό,τι τον στενοχωρεί και τον αγχώνει. Έτσι το σύμπτωμα γενικότερα εξηγείται σαν κάτι που το άτομο έμαθε ή δίδαξε στον εαυτό του ύστερα από κάποιο γεγονός ή κάποια ψυχολογική κατάσταση. Με λίγα λόγια,


40

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είναι σαν να κλείδωσα κάπου την όρασή μου, μόνο και μόνο για να αποφύγω να επεξεργαστώ κάτι πολύ δύσκολο για εμένα». «Πραγματικά, δεν ξέρω τι να πω…» ψέλλισε σοκαρισμένος ο Ιάσονας. «Δεν υπάρχει κάποια λύση;» «Ψυχοθεραπεία εννοείς; Δεν ωφέλησε και ιδιαίτερα! Βαρέθηκα να με αντιμετωπίζουν όλοι σαν να είμαι άρρωστη. Αν και θα ήταν καλύτερα να είχα μια φυσική αρρώστια. Είναι πολύ δύσκολο να βγάλεις από πάνω σου το στίγμα της τρέλας, Ιάσονα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που λένε ότι η ξαφνική τύφλωση είναι σύμπτωμα υστερικής τρέλας». Ο Ιάσονας έμεινε σιωπηλός. Σκεφτόταν την κατάστασή του. Τι θα ρίσκαρε αλήθεια αν μιλούσε στη Γλαύκη για τη δική του διαταραχή; Γιατί σίγουρα διαταραχή ήταν το να τραυματίζεσαι με τη θέλησή σου. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Γλαύκη. «Δεν ξέρω… Κι εγώ κουβαλάω μια κατάρα πάνω μου». «Εννοείς…» Δίστασε αγγίζοντας τα σημάδια στο πρόσωπό του. «Όχι! Δεν είμαι έτοιμος να μιλήσω ακόμη». Αποτραβήχτηκε θυμωμένος, όχι με εκείνην, αλλά με τον εαυτό του. «Όπως νομίζεις…» Από τον τόνο της φωνής της κατάλαβε πως την είχε πληγώσει, δεν μπορούσε όμως να κάνει διαφορετικά. Αν στη δική της περίπτωση το αποτέλεσμα ήταν ακούσιο και ασυνείδητο, στη δική του ήταν η έκφραση μιας αυτοκαταστροφικής επιλογής. «Λυπάμαι!» μουρμούρισε άτονα κι απομακρύνθηκε, ενώ η καρδιά του βούλιαζε απογοητευμένη. Πόσες φορές θα ακολουθούσε τον δρόμο της φυγής; Μέχρι να φτάσει αγκομαχώντας στο καταφύγιό του, είχε συνειδητοποιήσει ότι η προσωπική του ψυχοθεραπεία είχε πάει κατά διαόλου. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να δει τον χώρο αντικειμενικά. Τι έβλεπε ακριβώς; Μία κρυψώνα που μόνο κάποιος κυνηγημένος θα μπορούσε να θεωρήσει σπίτι. Ελάχιστα έπιπλα, λιτά και απρόσωπα, γυμνοί τοίχοι, και το μόνο που είχε προσθέσει το δικό του χέρι ήταν οι κουρτίνες, δικαιολογημένη πολυτέλεια, όχι από ματαιοδοξία, αλλά για να είναι σίγουρος ότι η εικόνα του δεν θα έβγαινε προς τα έξω. Σαν τη στρουθοκάμηλο, είχε χώσει το κεφάλι του στην άμμο, βέβαιος πως ό,τι δεν έβλεπε ο ίδιος, δεν το έβλεπαν και οι άλλοι. Σε μια ανάλογη θεωρία χρωστούσε και το δέσιμό του με τη Γλαύκη. Η κοπέλα δεν μπορούσε να τον δει, άρα ο Ιάσονας είχε την ευχέρεια να επιλέξει τις εκμυστηρεύσεις του. Όταν όμως εκείνη του ζήτησε κάτι πιο προσωπικό, δεν στάθηκε ικανός ή δυνατός να ξεπεράσει τα σύνδρομα που τον βασάνιζαν


Ημίφως

41

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και να προχωρήσει. Πόσο εύκολα μπορούμε να προσφέρουμε βοήθεια και συμβουλές στους άλλους, ενώ ταυτόχρονα αγνοούμε πώς να τις εφαρμόσουμε σε προσωπικό επίπεδο! Όχι! Δεν θα καθόταν να μηρυκάσει τα ίδια και τα ίδια. Είχε πάρει μια απόφαση: να δημιουργήσει ό,τι είχε στο μυαλό του, ώστε να ξορκίσει το κακό που έπληττε τον εαυτό του και δεν τον άφηνε να λυτρωθεί. Μπήκε στο εργαστήριό του και ξεκίνησε να δουλεύει. Άλλοτε απογοητευόταν και άλλοτε τα χέρια του πήγαιναν σχεδόν μηχανικά. Η κούραση είχε μουδιάσει το σώμα του και μόνο τα δάχτυλά του δεν έλεγαν να εγκαταλείψουν κάτι που είχε πάρει διαστάσεις τιτάνιου αγώνα. Όταν έφτανε στα όρια της εξάντλησης, έψαχνε με το βλέμμα το σημείο όπου έκρυβε τα μπουκάλια με το ποτό. Ήξερε βέβαια πως όλα ήταν άδεια, σκεφτόταν όμως ότι θα μπορούσε να ανανεώσει τις προμήθειές του πολύ εύκολα. Δεν το έκανε, γιατί φοβόταν τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν στιγμές που λες και το χέρι του τον έτρωγε να πιάσει το κοπίδι και να χαράξει ξανά το σώμα του. Το αποτέλεσμα θα ήταν αποτρόπαιο, αλλά μήπως και αυτό δεν συγκαταλεγόταν στους στόχους ενός δημιουργού; Κι από την άλλη, πιωμένος ήταν και ο σύντροφος της Γλαύκης το βράδυ του τροχαίου. Αν άρχιζε να πίνει πάλι, σε τι θα διέφερε από εκείνον; Τη χρειαζόταν την εκτίμηση της Γλαύκης, ίσως περισσότερο κι από τον έρωτά της. Όταν κούρνιαζε δίπλα στο τζάκι αποκαμωμένος, χωρίς ίχνος ικμάδας έστω και για να σκαλίσει τη φωτιά, αφημένος στο έρεβος της νύχτας, έκλεινε τα μάτια και έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο: τον άνδρα που τύλιγε με τις φτερούγες του τη γυναίκα, την τέλεια ερωτική πράξη χωρίς διείσδυση. Κάθε φορά το ίδιο όνειρο, οίνος και άρτος για τη διψασμένη ψυχή και το πεινασμένο του σώμα. Απαιτούσαν κόπο αυτά που ήθελε να σκαλίσει πάνω στο ξύλο, αλλά κόπο ψυχικό. Ο σωματικός τού ήταν πλέον αδιάφορος. Έτσι ολοκλήρωνε τον κύκλο της η κάθε του μέρα καθώς τα χέρια του έδιναν σάρκα και οστά στο όνειρό του και η απουσία της Γλαύκης από τη ζωή του γινόταν λιγότερο βασανιστική. Πνοή από μέσα του θα έδινε στο ξύλο, ένα κομμάτι κι αυτό από το πλευρό του άνδρα-δημιουργού για να πλάσει τη γυναίκα-εαυτό του. Έπαψε πια να λογαριάζει τις ώρες. Αδυνάτισε τόσο που σκεφτόταν πως δεν θα είχε το κουράγιο να φυσήξει την τελευταία ανάσα του πάθους, αυτή που θα μετέτρεπε το άβιο σε έμβιο. Τρεφόταν μόνο από το φως της έμπνευσης


42

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που ερχόταν και τον ταλάνιζε ακόμη κι εκείνες τις μικρές ώρες που ο άνθρωπος έχει ορίσει να υπηρετούν τη σωματική του ανάπαυλα. Και ήταν μέρες πια που δεν παρατηρούσε τον εαυτό του σε εκείνον τον αδιάντροπο καθρέφτη. Απέφευγε την εικόνα του, καθώς του φαινόταν πως η δική του εξαΰλωση πλησίαζε. Αν μπορούσε να κατασιγάσει τη σαρκική επιθυμία, αυτή που η κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο δεν τον άφηνε να λησμονήσει, θα ήταν ευχής έργο. Στέρηση τροφής, στέρηση σάρκας. Άγγιζε την παράνοια νομίζοντας ότι τα όνειρα αρκούσαν για να ζήσει. Ώσπου έφτασε στο σημείο, το σώμα να μη δέχεται τις εντολές του εγκεφάλου. Ο Ιάσονας άρχισε να γελάει μόνος του σαν τον τρελό. Θυμήθηκε την εξήγηση για την ξαφνική τύφλωση της Γλαύκης και το γέλιο του έγινε υστερικό. Τα χέρια του έμοιαζαν παράλυτα. Ήταν ένα είδος υπερκόπωσης ή ένα παιχνίδι για να καλύψει το κενό που του είχε αφήσει η απόμακρη Γλαύκη; Κι όταν ξεπέρασε τα όριά του, κατάλαβε ότι ήταν ώρα να αφήσει την απομόνωση στην οποία είχε υποτάξει τον εαυτό του επί μία εβδομάδα. Ανησυχούσε για τη Γλαύκη -όχι πως περίμενε να τον επισκεφθεί, το φταίξιμο ήταν δικό του. Είχε φροντίσει να την αποφύγει επτά ημέρες. Τώρα όμως κατανοούσε ότι αυτό δεν ήταν λύση, ότι το πρόβλημα παρέμενε. Ζύγισε το τι όφειλε να της εκμυστηρευτεί. Παράξενο, όμως δεν του φαινόταν πια τόσο τραγικό να παραμερίσει τον εγωισμό του και να της ανοίξει την καρδιά του. Η Γλαύκη τού είχε πει την αλήθεια της, κι αυτός όχι μόνο είχε σιωπήσει, αλλά το είχε βάλει στα πόδια. Δεν ήταν αντρίκιο. Και δεν υποτιμούσε τον εαυτό του, αλλά εκείνην και ό,τι καλό κουβαλούσε μαζί της. Το γάβγισμα του Ρούντυ τον έβγαλε επιτέλους από την αποχαύνωση στην οποία ηθελημένα είχε βυθιστεί. Η Γλαύκη είχε έρθει! Ανακουφισμένος, ένιωσε τα μέλη του να αποκτούν ζωή, μια νέα δύναμη τον έκανε να ανοίξει με βιασύνη την πόρτα και να ξεχυθεί στη μέρα που περίμενε έξω. Χειμώνιαζε, κι όμως ο τόπος γέμιζε με τη χαρά ενός καλοκαιρινού καιρού. Από πότε είχε να δει αυτό το βαθύ μπλε στον ουρανό; Πότε ήταν η τελευταία φορά που η θάλασσα αντανακλούσε τόσο χρυσάφι ώστε θάμπωναν τα μάτια; Ούτε ο σκύλος ούτε η Γλαύκη φαινόντουσαν πουθενά. Να παράκουσε τόσο; Κοιτούσε γύρω ψάχνοντας πυρετικά, περπάτησε μέχρι την ξέρα, πήγε από την άλλη μεριά, στο μονοπάτι που έβγαζε στον πύργο. Ήταν ιδέα του ή η φιγούρα που μόλις διέκρινε έμοιαζε με τη δική της; Φώναξε το όνομά της, όμως δεν πήρε καμία απάντηση. Γύρισε πίσω σέρνοντας τα πόδια του. Ξαφνικά ο ήλιος τον έκαιγε αφόρητα, πλήγωνε τα μάτια και το σώμα του. Αγωνιούσε να κάνει λίγα


Ημίφως

43

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βήματα ακόμη, να ανοίξει την πόρτα του και να σωριαστεί στο κρεβάτι του. Τότε είδε αυτό που θα βρισκόταν σίγουρα από ώρα στο ίδιο σημείο, απλά η βιασύνη του τον έκανε να το προσπεράσει. Το δώρο του για τη Γλαύκη, εκείνα τα υπέροχα λαξεμένα δάχτυλα, τα υποταγμένα στο στολίδι των λουλουδιών, έμοιαζαν σαν αποφόρι αφημένο για τον επόμενο ενδεή. Το σήκωσε και διάβασε τις ελάχιστες λέξεις, γραμμένες ακανόνιστα στο λευκό χαρτί που συνόδευε το ξυλόγλυπτο: «Δεν στάθηκα άξια». Μουδιασμένος διάβασε ξανά και ξανά τις τρεις λέξεις μήπως και του αποκαλυπτόταν ένα άλλο νόημα πέρα από το άμεσα φανερό. Κάτι βούλιαξε μέσα του. Τι είχε κάνει; Με την ηλίθια συμπεριφορά του γκρέμισε τη γέφυρα που είχαν χτίσει με τόσο κόπο οι δυο τους. Με το ζόρι συγκράτησε τον εαυτό του να μη χαράξει το σώμα του, τιμωρώντας το για μία ακόμη φορά. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να κυλίσει στην προηγούμενη κατάσταση, αν δεν τον είχε ταρακουνήσει το λιγόλογο σημείωμα της Γλαύκης. Εκείνη δεν είχε σταθεί άξια; Τον εαυτό του έπρεπε να κατηγορήσει. Το μυαλό κάνει περίεργες αναδρομές, έχει έναν τρόπο να σε πηγαίνει πολύ πίσω, σε πράγματα που αποθήκευσες -υποτίθεται με ασφάλειααπλά για να ξέρεις πού βρίσκονται, αλλά ευχόμενος να μην τα χρειαστείς ποτέ. Το μυαλό του εδώ και λίγη ώρα γύριζε επίμονα στο ατύχημά του, εκείνο το τροχαίο που σήμανε το γκρέμισμα της ωραιοπάθειάς του, όχι όμως και του εγωισμού του. Ούτε τότε ούτε μετά ενδιαφέρθηκε να μάθει για την τύχη των άλλων οδηγών, των συνοδηγών τους, του οποιουδήποτε εμπλέχτηκε στην καραμπόλα. Θυμόταν καθαρά ότι το δικό του αυτοκίνητο ήταν το τρίτο στη σειρά. Έπρεπε άραγε να μακαρίσει ή να καταραστεί την τύχη του που, παρότι το χέρι του έτρεμε μουδιασμένο από το ποτό, κατάφερε έστω και την τελευταία στιγμή να ελέγξει το τιμόνι ώστε να αποφύγει τα χειρότερα; Είχε καρφωθεί στο μπροστινό αυτοκίνητο, αλλά τουλάχιστον η σύγκρουση δεν είχε τη σφοδρότητα που θα περίμενε κανείς από έναν πιωμένο οδηγό που είχε ξεπεράσει το όριο ταχύτητας. Θαύμα; Τι είναι άραγε το θαύμα; Αυτό που ορίζουμε ως κάτι πέρα από το αναμενόμενο ή το κομβικό σημείο που μας αναγκάζει να αλλάξουμε ανεπιστρεπτί πορεία; Δεν είχε διάθεση για φιλοσοφικές αναζητήσεις. Οι ατελείωτοι μονόλογοι με τον εαυτό του σκόρπιες λέξεις στον αέρα που σχημάτιζαν προτάσεις χωρίς ειρμό- έμεναν μόνιμα αναπάντητοι. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνει, όπως πρέπει να συμβεί η ολική καταστροφή για να γεννηθεί κάτι νέο. «Φτάνει πια!» ούρλιαξε.


44

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Φόρεσε ένα χοντρό μπουφάν, βγήκε έξω και τράβηξε το μονοπάτι για το χωριό. Οι προμήθειές του ήταν ανύπαρκτες. Με κάτι έπρεπε να ζήσει, αν και σε όλη τη διαδρομή το στόμα του υγραινόταν και η γλώσσα του περνούσε αδημονώντας πάνω από τα σκασμένα του χείλη στη σκέψη μιας σταγόνας ποτού. Τι θα πείραζε, αν μαζί με τα υπόλοιπα, αγόραζε λίγο οινόπνευμα; Θα ένιωθε πιο σίγουρος αν το είχε κοντά του, γνωρίζοντας ότι θα μπορούσε να προστρέξει σε αυτό αν η στέρηση γινόταν αφόρητη. Μπήκε στο μπακάλικο μουρμουρίζοντας μια άκοπη καλημέρα στο κενό. Μια γυναίκα είχε στραμμένη την πλάτη της και έψαχνε στα ράφια. Γύρισε προς τη μεριά του με ένα αμήχανο χαμόγελο και αμέσως μετά, σαν να αποφάσισε επιτέλους μετά από πολλή σκέψη, έβαλε δυο τρία πράγματα στο καλάθι της. Ο Ιάσονας δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία παρότι το πρόσωπό της του θύμιζε αμυδρά κάτι. Όταν τελείωσε τα ψώνια του, διαπίστωσε ότι η γυναίκα είχε ήδη φύγει. Κανονικά θα γύριζε πίσω στο καταφύγιό του, θυμήθηκε όμως πως έπρεπε να πάρει ένα κουτί λούστρο και ίσως να αγοράσει κάποια εφημερίδα. Είχε πολύ καιρό να μάθει νέα του έξω κόσμου, όχι ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Σκέφτηκε απλά πως ίσως έπρεπε να κάνει μια προσπάθεια να ενταχθεί ξανά στην κοινωνία, αν και ουσιαστικά ανέκαθεν βρισκόταν στις παρυφές της. Ξαναείδε τη γυναίκα να στέκεται απέναντι από το μαγαζί που πουλούσε χρώματα, σιδηρικά, λιπάσματα, είδη ψαρικής και οτιδήποτε μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού. Δεν έδωσε σημασία, μπορεί να ήταν κάποια επισκέπτρια, τουρίστρια ίσως, που εκτίμησε τη φυσική ομορφιά του τοπίου. Το καφενείο, εκτός από την παραδοσιακή λειτουργία του, πουλούσε και την κάπως μπαγιάτικη έκδοση του ημερήσιου τύπου, στοιβαγμένου δίπλα σε γλυκά κουταλιού και βάζα με μέλι που διαφημίζονταν ως ντόπιο προϊόν. Και να πάλι η μυστηριώδης γυναίκα που φαινόταν να εξετάζει αναποφάσιστη τα βάζα με τα γλυκά ρωτώντας την ιδιοκτήτρια. Οι απορίες της κυρίας δεν ήταν σίγουρα σχετικές με την επιχειρηματική δραστηριότητα του τόπου, αφού η άγνωστη και η καταστηματάρχης τον κοιτούσαν επίμονα κι όλο έλεγαν. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν όταν η νεοφερμένη τον κοίταξε μια τελευταία φορά σαν να ήθελε να σιγουρευτεί και κατόπιν κάλυψε με βιασύνη τα ελάχιστα μέτρα που τους χώριζαν, λες και υπήρχε περίπτωση να τον χάσει από το οπτικό της πεδίο. «Είστε ο κύριος Ιάσονας Σοφιανός;» τον ρώτησε.


Ημίφως

45

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ώρες ήταν να επρόκειτο για δημοσιογράφο. Είχε ξεχάσει πως υπήρχαν πάντα οι περίεργοι. Στους μήνες που είχε επιλέξει την απομόνωση αυτού του τόπου, δύο φορές είχε εμφανιστεί κάποιος από το ιδιόμορφο σινάφι, το ικανό να ξετρυπώσει και μυρμήγκι από τη φωλιά του. Και πάλι όμως… Η γυναίκα κουβαλούσε στο βλέμμα της μια ευγένεια που δεν είχε τίποτα από την αδηφαγία που χαρακτήριζε τη φάρα της ενημέρωσης. «Και να ισχυριστώ το αντίθετο, μάλλον δεν θα με πιστέψετε. Προφανώς πήρατε τις πληροφορίες σας, οπότε μένει απλά να τις επιβεβαιώσω» απάντησε δηκτικά ενώ τα μάτια του την κοιτούσαν καχύποπτα. «Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, κύριε Σοφιανέ. Απλά επιδέχονται μια μικρή βελτίωση. Αυτό έλεγα πάντα στην κόρη μου, αλλά δεν εισακούστηκα. Κι αν από τα λάθη μας μαθαίνουμε, νομίζω πως εκείνη ούτε από αυτά πρόκειται να παραδειγματιστεί» απάντησε στωικά η γυναίκα. «Καλές οι θεωρητικές σας σκέψεις. Έχουν πρακτική χρησιμότητα, δεν λέω, αν και δεν βρίσκω να έχουν θέση στην κουβέντα μας. Μη με παρεξηγήσετε ξανά, ορίστε που σας ζητάω και συγγνώμη, αλλά είμαι βιαστικός ξέρετε!» είπε κοιτάζοντας τα σύννεφα που ξαφνικά είχαν μαζευτεί στον μέχρι πριν λίγο αψεγάδιαστο ουρανό. «Κι εγώ στην ηλικία σας βιαζόμουν. Όμως έχετε δίκιο. Για να μη ροκανίζω άλλο τον πολύτιμο χρόνο σας, ας συστηθώ καλύτερα: είμαι η μητέρα της Γλαύκης». Η μητέρα της Γλαύκης; Στην προηγούμενη ζωή του θα πίστευε πως η γυναίκα είχε εμφανιστεί για να του ζητήσει τον λόγο, να προσπαθήσει να τον απομακρύνει από την κόρη της. Δεν ήταν λίγες εκείνες που ξεφυσούσαν ανακουφισμένες όταν διαπίστωναν ότι πολύ γρήγορα ο άστατος ζωγράφος έχανε το ενδιαφέρον του και το θύμα του έμενε πληγωμένο μεν, αλλά ιάσιμο. «Ναι, τώρα που το λέτε, έχετε μια ομοιότητα» σχολίασε ουδέτερα. «Ελπίζω να μην αναφέρεστε στην ξεροκεφαλιά της Γλαύκης. Γιατί η κόρη μου, κύριε Σοφιανέ, δυστυχώς είναι ξεροκέφαλη. Καθόλου καλός οιωνός, αν τον συνδυάσει κανείς με την ευαισθησία της και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα». «Εγώ, τι ρόλο παίζω σε όλο αυτό;» ρώτησε ο Ιάσονας με έναν απροκάλυπτο εκνευρισμό. «Κάντε λίγη υπομονή και θα καταλάβετε. Εσείς είστε ο αποκλειστικός αίτιος που η κόρη μου αποφάσισε να έρθει σε αυτήν εδώ την ερημιά». Η έκπληξή του ήταν ολοφάνερη, γι’ αυτό και δεν αντέδρασε αμέσως. «Υποθέτω πως δεν σας το είπε!»


46

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν γνωριζόμαστε καιρό με τη Γλαύκη». «Εσείς δεν την γνωρίζετε. Εκείνη σας ξέρει χρόνια. Ω, βλέπω το ύφος σας! Φαντάζεστε διάφορα τώρα. Μην ανησυχείτε. Σας γνωρίζει όπως όλος ο κόσμος που συγκαταλέγεται στους θαυμαστές της τέχνης σας. Υποθέτω ότι αυτό ίσχυε μέχρι να συμβεί το τροχαίο». «Ναι, αυτό τουλάχιστον το έχω μάθει. Για το ατύχημά της εννοώ». «Καιρός να μάθετε και όλα τα υπόλοιπα. Για να μη μακρηγορώ, και ρωτήστε με αν κάτι το αντιληφθήκατε ή σας το είπε διαφορετικά, η Γλαύκη αγαπάει την τέχνη. Την αγαπούσε από παιδί, με μια ιδιαίτερη προτίμηση στη ζωγραφική. Δεν ξέρω τι πραγματικά βρήκε στους πίνακές σας, και συγχωρήστε με, δεν το λέω από αγένεια, αλλά το έργο σας τη συνάρπασε. Μιλούσε για εσάς μέχρι σημείου μονομανίας. Επισκεπτόταν τις εκθέσεις σας. Σας είχε γνωρίσει προσωπικά σε μία γκαλερί. Εσείς βέβαια δεν θα το θυμόσαστε, σε εκείνη όμως είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το ότι σας είχε δει από κοντά. Τόλμησε μάλιστα να σας στείλει ένα γράμμα στο οποίο δεν απαντήσατε ποτέ. Αυτό τη στενοχώρησε βέβαια, αλλά η εικόνα σας, τουλάχιστον ως καλλιτέχνη, δεν διαστρεβλώθηκε». Ο Ιάσονας αγωνίστηκε να ανασύρει από τη χαώδη μνήμη του, τη γεμάτη διαφόρων ειδών θαυμασμού από το γυναικείο φύλο, το συγκεκριμένο περιστατικό. Ναι, τώρα που το σκεφτόταν, το θυμόταν εκείνο το γράμμα. Παρότι είχε πετάξει τον φάκελο και αν τον ρωτούσες, είχε ξεχάσει ποιος ή μάλλον ποια το είχε γράψει, -αφού το ύφος πρόδιδε γυναικείο χέρι-, κάποια σημεία τού είχαν κάνει εντύπωση. Το γράμμα βέβαια δεν στάθηκε ικανό να του αλλάξει τη γνώμη του για το γυναικείο φύλο, έδειχνε όμως άνθρωπο που η τέχνη τον άγγιζε. Ίσως και να είχε ασχοληθεί τελικά περισσότερο, αν δεν τον εκνεύριζε η διορατικότητα της γράφουσας και το γεγονός ότι ανέλυε ακριβώς τα συναισθήματα που τον κατείχαν την ώρα που ζωγράφιζε. Κατά τα άλλα, ήταν σίγουρος ότι η σφοδρή θαυμάστριά του θα άλλαζε σύντομα γνώμη, μια και η άστατη ζωή του συναγωνιζόταν το έρεβος της τέχνης του. «Μάλλον κάτι θυμηθήκατε!» πρόσθεσε χαμογελώντας η μητέρα της Γλαύκης. «Ως καλλιτέχνη, η κόρη μου σας είχε πάντα σε εκτίμηση, όσο κι αν τα δημιουργήματά σας δεν ήταν όλα του απόλυτου θαυμασμού της. Ως άνθρωπος πάλι, της προξενούσατε αντικρουόμενα αισθήματα. Ξέρετε, όλες οι γυναίκες έχουμε ένα ένστικτο παραπάνω, αυτό που λέγεται μητρικό. Πάντα θέλουμε να περιθάλψουμε, να βάλουμε στον σωστό δρόμο κάποιον, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν άνδρα. Κατάλαβα πως αν είχε τη


Ημίφως

47

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δυνατότητα, θα επεδίωκε μία σχέση μαζί σας. Έχετε αλήθεια σχέση με την κόρη μου, κύριε Σοφιανέ;» «Παρά τον προσωπικό χαρακτήρα της ερώτησής σας, προς μεγάλη σας ικανοποίηση θα απαντήσω αρνητικά» είπε ο Ιάσονας, υιοθετώντας ακριβώς το ύφος της. «Δεν είναι θέμα ικανοποίησης. Μην το παίρνετε στραβά. Πιστεύω ότι αυτή η εμμονή θα έμενε στις διαστάσεις που είχε, αν δεν συνέβαινε το τροχαίο». «Ναι, μου είπε για το ατύχημά της κάπου στο Πικέρμι». «Το ατύχημα δεν έγινε στο Πικέρμι, αλλά στην παραλιακή, εκεί ακριβώς που συνέβη και το δικό σας. Μια καραμπόλα πέντε αυτοκινήτων, με αυτό που επέβαινε η Γλαύκη να είναι το πέμπτο στη σειρά». «Μα…» «Ναι, καταλαβαίνω ότι σας είπε ψέματα. Αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να δικαιολογήσει την παρουσία της εδώ χωρίς να σας βάλει σε υποψίες». «Ήρθε για εμένα;» ρώτησε έκπληκτος ο Ιάσονας. «Το κακό με εσάς είναι πως παραμένετε υπερφίαλος. Ήρθε στην ουσία και για τους δυο σας. Βλέπετε, εσείς δεν ρωτήσατε να μάθετε ποιοι ήταν οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι στην καραμπόλα. Ούτε και θα περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα σας. Η Γλαύκη όμως το είδε σαν ένα σημάδι. Πιστεύει πως για κάποιο λόγο έγινε όλο αυτό, και ο λόγος είναι για να βοηθήσετε ο ένας τον άλλον». «Είναι απίστευτα αυτά που μου λέτε!» «Για τη δική σας στενοκεφαλιά, σίγουρα. Ας έρθω όμως στο δια ταύτα. Όσο και να με βεβαιώνουν αυτοί που ασχολήθηκαν με την ψυχοθεραπεία της Γλαύκης ότι η απόφασή της δεν είναι λανθασμένη και πως είναι και αυτός ένας τρόπος ώστε να διαχειριστεί την κατάστασή της, δεν παύω να ανησυχώ. Πιστεύω ότι η παραμονή της εδώ της κάνει πιο πολύ κακό παρά τη βοηθά». «Και τι μπορώ να κάνω εγώ; Ή καλύτερα, τι ήρθατε να μου ζητήσετε να κάνω;» «Ποια ακριβώς είναι η σχέση σας με την κόρη μου; Σας ρώτησα και πριν, τώρα όμως περιμένω μια πιο ειλικρινή απάντηση». Ο Ιάσονας με έκπληξη συνειδητοποίησε πως τόση ώρα δεν είχε αποστρέψει το πρόσωπό του για να κρύψει τα σημάδια του. Όσο για τη μητέρα της Γλαύκης, φαινόταν να μην τους δίνει καμία σημασία. Η παγωμένη έκφραση στο πρόσωπό του υποχώρησε, σαν να την έλιωσε ο ήλιος που πρόβαλε μόλις από τα σύννεφα. Ο ήλιος τον ξάφνιασε, η απάντησή του τον


48

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξάφνιασε επίσης. Όχι με την αλήθεια της, αλλά γιατί τολμούσε να εκμυστηρευτεί κάτι δικό του σε έναν άνθρωπο που είχε μόλις γνωρίσει. «Είμαι ερωτευμένος μαζί της!» της είπε απλά. Δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ακόμη κι όταν η μητέρα της Γλαύκης έγινε μια μακρινή φιγούρα που ανηφόριζε το μονοπάτι που έβγαζε στον πύργο με τα κυκλάμινα. Δεν ήταν μόνο το σώμα του μουδιασμένο, αλλά και το μυαλό του. Τι είχε συμβεί ακριβώς; Η γυναίκα τον ρώτησε ξανά και ξανά αν μιλούσε ειλικρινά, αν τα αισθήματά του για την κόρη της ήταν βαθιά και αληθινά. Εκείνος είχε κουνήσει με το ζόρι το κεφάλι σε κατάφαση, αλλά δεν έδωσε καμία απάντηση στις επόμενες ερωτήσεις, λες και ό,τι είχε ήδη ομολογήσει ήταν τόσο επαχθές που η φωνή του είχε εξαντλήσει και αυτή κάθε άλλη δυνατότητα έκφρασης, κάνοντας πλέον στάση εργασίας. Η γυναίκα, απογοητευμένη, του δήλωσε ότι ήταν καιρός να πάρει τα μέτρα της με γνώμονα αποκλειστικά το καλό της κόρης της. Δεν μπορούσε να τη νιώθει τόσο μακριά και ολομόναχη, τη στιγμή που ακόμα και η κοπέλα που έμενε στο ψαροχώρι και πήγαινε να της μαγειρέψει και να συγυρίσει την πληροφόρησε ότι η Γλαύκη την είχε απολύσει λίγες ημέρες πριν, λέγοντας ότι τα καταφέρνει μόνη της. Μέσα στις πολλές και ασύνδετες σκέψεις του, ο Ιάσονας θυμήθηκε τη δική του εισβολή στον πύργο εκείνο το ολοσκότεινο βράδυ όταν η Γλαύκη όχι μόνο δεν θορυβήθηκε από την παρουσία του, αλλά αντίθετα έμοιαζε να τον περιμένει. Εκείνο το βράδυ κάτι ημέρες πίσω, που όλα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά αν δεν οπισθοχωρούσε, αν δεν το έβαζε στα πόδια σαν ένας ανόητος εγωιστής. Τι σκόπευε να κάνει η μητέρα της Γλαύκης; Τι πιο φυσικό από το να οδηγήσει την κόρη της πίσω στην ασφάλεια ενός προστατευτικού οικογενειακού κλοιού. Θα δεχόταν όμως η Γλαύκη να γυρίσει πίσω; Ναι, γιατί δεν είχε να περιμένει τίποτα πια. Αυτός, ο υπερφίαλος Ιάσονας Σοφιανός, τής είχε αρπάξει όλα της τα όνειρα. Τα όνειρα ξεπετιούνται σαν πρώιμα λουλούδια και ομορφαίνουν τον κόσμο. Στην πρώτη όμως ιδιοτροπία της φύσης κινδυνεύουν να χαθούν, έρμαια του ανέμου. Πρέπει να τα αγαπάει το δέντρο τα λουλούδια του για να τα θρέψει και να τα μεγαλώσει, να τα προστατέψει από το καθετί μέχρι να ωριμάσουν και να δώσουν καρπό. Ψιχάλιζε ξανά και μια δυνατή μυρωδιά που τρυπούσε τα ρουθούνια, συνόδευε τον Ιάσονα σε όλο τον δρόμο της επιστροφής. Δεν ήταν όμως οι


Ημίφως

49

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οσμές της θάλασσας και της βρεγμένης άμμου, παρά το άρωμα της νύχτας και του δάσους και μια υποψία από κάτι λουλουδένιο που του έφερνε στον νου τη Γλαύκη. Γιασεμιά και μπουγαρίνια, τα δύο είδη λουλουδιών που είχε σκαλίσει για εκείνην, το δώρο που του είχε επιστραφεί. Η καταιγίδα ξέσπασε και οι ουρανοί άνοιξαν πάνω από το κεφάλι του λίγο προτού φτάσει στην ασφάλεια του υπόστεγου. Δεν έδωσε καμία σημασία. Παράτησε όπως-όπως τα ψώνια στο πάτωμα, κι αρπάζοντας μόνο το κουτί με το βερνίκι κλείστηκε στο εργαστήριό του. Αναγκαστικά άναψε όλα τα φώτα, αφού οι ιδιοτροπίες του μολυβένιου ουρανού είχαν μεταμορφώσει τη μέρα σε νύχτα. Κατόπιν, στράφηκε στο δημιούργημά του παρατηρώντας προσεκτικά τον άνδρα και τη γυναίκα που περίμεναν το τελευταίο του άγγιγμα θαρρείς, για να ζωντανέψουν. Διάλεξε πινέλο και άρχισε να εμποτίζει με φως και διαύγεια το σκαλισμένο ζευγάρι. Καμιά φορά έριχνε μια πλάγια ματιά στο ρολόι, λες και ο χρόνος ήταν ένας επισκέπτης που από στιγμή σε στιγμή θα αποχαιρετούσε τον οικοδεσπότη του στη θύμηση πως κάπου αλλού τον περίμεναν. Οι σκέψεις που γέμιζαν το μυαλό του δεν τον άφηναν να ησυχάσει παρά επέμεναν να τον βασανίζουν με τη μονότονη φωνή τους. Παραδόξως τους απαντούσε αντιπαραθέτοντας τη φωνή της λογικής. «Τι κάνεις εκεί, ηλίθιε, και δεν τρέχεις να τη βρεις;» «Δουλεύω, δεν έχω χρόνο τώρα». «Θα φύγει και θα μετανιώσεις πικρά». «Κανένας δεν φεύγει με τέτοιο παλιόκαιρο». «Ίσα-ίσα που αυτός ο καιρός θα την κάνει να μαζέψει τα πράγματά της μια ώρα αρχύτερα. Δεν έχει να περιμένει τίποτα πια». «Είναι και ο σκύλος. Πού θα τον αφήσει και θα φύγει;» «Θα τον πάρει μαζί της. Ή μπορεί και να στον αφήσει δώρο. Εσύ δεν θέλεις να την αποχαιρετήσεις;» «Δεν θα φύγει, δεν θα την αφήσω να φύγει!» «Άρα, πιστεύεις πως σχεδιάζει να φύγει, αλλά εσύ θα της αλλάξεις γνώμη». «Δεν θέλει να φύγει! Κι ακόμα κι αν θέλει, δεν το θέλω εγώ!» Ο Ιάσονας μάλωνε με τις εσωτερικές φωνές, αλλά το χέρι του δεν ξεστράτιζε από τα ξύλινα σώματα. «Γιατί το φροντίζεις τόσο; Μπορεί να το αγγίξει, δεν μπορεί όμως να το δει. Θα καταλάβει τις γραμμές του, αλλά δεν θα ξεχωρίσει την όψη που του δίνει το βερνίκι».


50

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Η μυρωδιά θα της φέρει αναμνήσεις και οι αναμνήσεις θα της δείξουν την εικόνα». «Ή πολύ αισιόδοξος είσαι ή πολύ αφελής». «Είμαι ερωτευμένος!» «Τότε, είσαι επικίνδυνα αφελής και αφελώς αισιόδοξος». «Όπως προτιμάς!» «Μη νομίζεις ότι με το να δηλώνεις ξανά και ξανά τον έρωτά σου, γίνεσαι αυτόματα και άμοιρος ευθυνών». «Ό,τι θέλω μπορώ να γίνομαι!» «Τότε, το κρίμα στον λαιμό σου!» Σε άλλη περίπτωση, ο Ιάσονας θα έβρισκε παρηγοριά στο ποτό, τον μόνο σίγουρο τρόπο για να σιωπήσουν οι βασανιστικές φωνές. Δεν θα τους έκανε όμως το χατίρι. Τις αγνόησε και συνέχισε με νέα αποφασιστικότητα. Ήταν τόσο αφοσιωμένος σε αυτό που έκανε, που δεν κατάλαβε πότε κουράστηκαν και βουβάθηκαν. Ήταν κι αυτό μια προσωπική νίκη. Η τελευταία ματιά στο ρολόι συνέπεσε με την τελευταία πινελιά. Το βερνίκι στο κουτί είχε σωθεί, και μαζί με αυτό ο χρόνος και η υπομονή του. Μόνο αγωνία ένιωθε πια καθώς επιθεωρούσε το έργο του. Αν ήθελε να είναι αντικειμενικός, δεν είχε βγει καλύτερο δημιούργημα από τα χέρια και τη φαντασία του. Μια ξαφνική ριπή βροχής και αέρα τον έκανε να επανέλθει στην πραγματικότητα. Πατώντας ξανά στη γη άρχισε να σκέφτεται στα σοβαρά αυτά που άκουσε από τις καταραμένες φωνές. Υπήρχε περίπτωση η Γλαύκη να φύγει μέσα σε αυτόν τον χαλασμό; Έξω είχε πέσει σκοτάδι. Το πιο λογικό θα ήταν μητέρα και κόρη να περιμένουν το ξημέρωμα της καινούριας ημέρας. Ο άνεμος ούρλιαζε επίμονα και τόσο δυνατά που του τρυπούσε τα αυτιά σαν το κλάμα ενός έκθετου μωρού. Αφουγκράστηκε. Το κλάμα συνεχιζόταν. Η περιέργεια νίκησε. Άπλωσε το χέρι του κι άνοιξε ίσα μια χαραμάδα την πόρτα. Μια μαλλιαρή πατούσα και η ταυτόχρονη δυνατή σπρωξιά, κι έπειτα η πόρτα άνοιξε διάπλατα φέρνοντας μαζί της τη μανία της φύσης και τον τετράποδο Ρούντυ. «Άθλιο σκυλί! Τι κάνεις έξω με αυτόν τον βρωμόκαιρο;» ρώτησε ο Ιάσονας χαϊδεύοντάς του φιλικά το βρεγμένο σβέρκο. Το σκυλί συνέχιζε να κλαψουρίζει ανήσυχο και να τον κοιτάζει σταθερά στα μάτια βγάζοντας λαχανιασμένες ανάσες. «Τι συμβαίνει; Πού είναι η κυρά σου; Πού είναι η Γλαύκη;»


Ημίφως

51

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το σκυλί προφανώς αναγνώρισε το όνομα και σκούντηξε με το κεφάλι του το πόδι του Ιάσονα δαγκώνοντας και τραβώντας το ύφασμα του παντελονιού του. «Η Γλαύκη; Γι’ αυτήν ήρθες μέχρι εδώ;» ρώτησε σαν να περίμενε να πάρει μια καταφατική απάντηση από το τετράποδο. Ο Ρούντυ γρύλισε σιγανά και στράφηκε ανήσυχος κατά την πόρτα. Ο Ιάσονας ένιωσε τέτοια ανησυχία που ήταν σαν ένα χέρι να του έσφιγγε τον λαιμό προσπαθώντας να πνίξει κάθε ίχνος ζωής μέσα του. Μεμιάς έπιασε έναν φακό και φορώντας βιαστικά τη νιτσεράδα του ένευσε στο σκυλί. «Δείξε μου! Πού είναι η Γλαύκη;» Ο σκύλος γάβγισε δυο φορές και ξεχύθηκε τρέχοντας, ενώ ο άνθρωπος αγωνιζόταν να τον ακολουθήσει μέσα στην ομίχλη που η βροχή είχε απλώσει σαν πέπλο. Φέγγοντας δεξιά κι αριστερά, το μόνο που του έδειχνε το τεχνητό φως ήταν τα υδάτινα ρυάκια που αν το κακό συνεχιζόταν, θα μεταμορφώνονταν σε ορμητικό χείμαρρο. Ο Ιάσονας έτρεχε κι η βροχή μπερδευόταν με τον ιδρώτα του. Άκουγε ακόμη τους ήχους της θάλασσας, μπροστά του όμως είχε μόνο το πυκνό δάσος. Σταμάτησε λαχανιασμένος, κοιτώντας γύρω. Η Γλαύκη δεν φαινόταν πουθενά. Δεν μπορούσε να απογοητευτεί τώρα, η επιθυμία του να βρεθεί κοντά της ήταν πιο δυνατή από τις ιδιοτροπίες της φύσης. «Θα σε νικήσω!» φώναξε κοιτάζοντας τον ουρανό, και τότε τα κλαδιά μπροστά του παραμέρισαν φανερώνοντας ένα στενό πέρασμα. Τι παράξενο! Εκείνο το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα. Ο Ιάσονας έτρεχε προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα πεσμένα σχήματα, φοβούμενος το χειρότερο. Ήταν δυνατόν να είχε βγει η Γλαύκη έξω με τέτοιο καιρό; Κάτι άλλο θα είχε συμβεί. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Η αγωνία του είχε παραχωρήσει τη θέση της στον τρόμο. Ήταν ολοσκότεινα εκεί που πήγαινε. Μια φωνή μέσα στο κεφάλι του ψιθύριζε πως αν ήθελε να βρεθεί γρήγορα κοντά της, έπρεπε να τρέξει ξανά, να τρέξει με τα μάτια κλειστά. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό» απάντησε. «Φοβάσαι;» Μέσα στο σκοτάδι, το γυναικείο γέλιο αντήχησε ολοκάθαρο και μετά έσβησε καθώς άλλοι ήχοι προσπαθούσαν να κερδίσουν την εύνοια της ακοής του. Κρωξίματα, μακρόσυρτα ουρλιαχτά, βρυχηθμοί, τριγμοί του ξύλου σαν να ζωντάνευαν τα δέντρα, κι άλλοι που έμοιαζαν με ερωτικά καλέσματα. «Άκου... την ... καρδιά σου» συλλάβισε η φωνή μέσα του.


52

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ένα άσπρο πέπλο τού έκλεινε τον δρόμο. Έβαλε τα χέρια μπροστά στα μάτια του κι από τη σαστιμάρα του έκανε σπασμωδικές κινήσεις θέλοντας να ανοίξει μια δίοδο. Το άσπρο πέπλο της Γλαύκης, το γαμήλιο δώρο της Μήδειας! Όχι, δεν έπρεπε να το φορέσει, ήταν δηλητηριασμένο, θα τη σκότωνε, θα χανόταν μέσα σε φρικτούς πόνους! Δεν χρειάζεται πολύ για να συρρικνωθεί η λογική που διαθέτει ο άνθρωπος, ειδικά όταν φτάνει να σβήσει η τελευταία του ελπίδα. Η Γλαύκη δεν βρισκόταν στον πύργο. Ο Ιάσονας ένιωσε να χάνει το μυαλό του όταν μέσα στην πυκνή βροχή είδε τον σκύλο να παίρνει την αντίθετη κατεύθυνση μπαίνοντας πιο βαθιά στο δάσος. Ο φόβος του έβγαζε ρίζες που σέρνονταν συρίζοντας. Αν δεν έκανε κάτι, θα γινόταν άλλο ένα δέντρο μέσα στο σκοτεινό δάσος και δεν θα έφτανε ποτέ κοντά στη Γλαύκη. Γιατί το δηλητηριασμένο λευκό πέπλο τον είχε τυλίξει, όπως τον είχαν τυλίξει κι εκείνες οι ρίζες που πλήθαιναν, που το σώμα του γεννούσε συνεχώς. Η καρδιά του δεν χτυπούσε. Κι όμως, ήταν ζωντανός. Ένιωθε ακόμη τον ιδρώτα που ξεχυνόταν σαν δηλητήριο από τους πόρους του, κι ο πόνος από τα πληγιασμένα του πόδια γινόταν αφόρητος. Το αδιαπέραστο σκοτάδι τού έκανε τη χάρη να υποχωρήσει ελάχιστα στα σημεία που φώτιζε ο φακός του. Οι ήχοι γινόντουσαν αποκρουστικοί, το σώμα του κλυδωνιζόταν καθώς οι ρίζες τον διεκδικούσαν η καθεμία σαν τρόπαιό της. Έκλεισε τα μάτια τόσο σφιχτά που πόνεσε. Ο πόνος έφερε τη λάμψη κι η λάμψη την εικόνα μιας Γλαύκης φορτωμένης πέπλα, ημιδιάφανα μεταξωτά υφάσματα, ένα ουράνιο τόξο ένδυμα για το θεϊκό κορμί της, όπως την είχε δει στο όνειρό του. Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. Γύρω του υπήρχε μόνο το πέπλο της βροχής, τόσο παγωμένο και μονότονο που καταντούσε εφιαλτικό σάβανο. Εξαντλημένος, έσφιξε ακόμη περισσότερο τα μάτια. Θα ρίζωνε εκεί και θα άφηνε για πάντα την ανθρώπινη υπόσταση. Οι αισθήσεις του θα χανόντουσαν και μαζί με αυτές και όλες οι αναμνήσεις του. Δεν θα ήταν άνθρωπος, δεν θα λεγόταν άνθρωπος. Τίναξε το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, κι η καρδιά του απάντησε στην απότομη κίνηση με έναν δυνατό χτύπο. Σάστισε. Κι άλλος χτύπος, κι άλλος. Το σκοτάδι αναταράχτηκε, ο αέρας τον κατάπιε και τον ξέβρασε απότομα, όπως απότομα το φως του φακού εστίασε στο πεσμένο σώμα. Έσκυψε από πάνω ενώ η καρδιά του είχε στήσει χορό σε ξέφρενους ρυθμούς. Το γυναικείο πρόσωπο δεν φορούσε τη στολισμένη με πολύτιμα πετράδια μάσκα. Το


Ημίφως

53

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πρόσωπο ήταν της Γλαύκης, με τα χαρακτηριστικά παγωμένα, απαθή στο σφυροκόπημα της βροχής. Οι ρίζες αποκόπηκαν από το σώμα του Ιάσονα και χάθηκαν με έναν ύπουλο τελευταίο συριγμό μέσα στα δέντρα. Η πραγματικότητα τον άφησε μόνο δίπλα στο ακίνητο γυναικείο σώμα και το σκυλί που τον κοιτούσε με ένα θλιμμένο παράπονο. Πού ήταν τώρα τα φτερά που του δωρίστηκαν στο όνειρό του; Με βλέμμα τρελού κοίταξε γύρω του κι έπειτα έσκυψε ξανά πάνω από το παγωμένο σώμα. Δεν μπορούσε να ακούσει την καρδιά της, δεν ένιωθε σφυγμό. Τρέλα, πόνος, απελπισία… «Μείνε μαζί μου! Μη φύγεις τώρα!» φώναξε. Από πού περίμενε απάντηση; Κανένας δεν θα του δώριζε φτερά ούτε κάποιον μαγικό τρόπο για να σώσει τη Γλαύκη. «Ανόητε! Δεν υπάρχουν άγγελοι. Υπάρχεις μόνο εσύ!» Η σκληράδα της φωνής τον ταρακούνησε. Μεμιάς σήκωσε το γυναικείο σώμα στην αγκαλιά του και χωρίς άλλο δισταγμό πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ίσως όμως και να υπήρχαν άγγελοι, κι ας μην τους έβλεπε ο Ιάσονας. Γιατί ποια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να δώσει στο γεγονός ότι η βροχή είχε σταματήσει ξαφνικά, λες και κάποιο χέρι είχε γυρίσει μια στρόφιγγα; Στο ότι η φιγούρα του τετράποδου τον οδηγούσε με σιγουριά κι αυτός υπάκουα ακολουθούσε; Τα χέρια, τα πόδια, κάθε εκατοστό του σώματός του ανάβλυζαν πόνο και κόπωση, μέχρι που επιτέλους διέκρινε τη θάλασσα και βρήκε τον προσανατολισμό του. Σε κάθε του βήμα η βρεγμένη άμμος σαν πονηρή δαγκάνα προσπαθούσε να τον αρπάξει και να τον παρασύρει στα άδυτά της. Ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή, το μοναχικό του σπίτι, ερημίτης μέσα στο τοπίο, δεν του φάνηκε τόσο φιλόξενο. Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα καθώς ξάπλωνε προσεκτικά τη Γλαύκη στον σοφά δίπλα στο τζάκι. Τα βλέφαρά της πετάρισαν ανεπαίσθητα κι ένας ήχος σαν ανακούφιση δραπέτευσε ταυτόχρονα από τα αντρικά και τα γυναικεία χείλη. Με χέρια που έτρεμαν, ο Ιάσονας γύμνωσε το σώμα της Γλαύκης, καταπνίγοντας κάθε αντρική ορμή, πιέζοντας τον εαυτό του να δείξει την αφοσίωση ενός νοσηλευτή. Προσπαθούσε να μην παρατηρεί, έχοντας ορίσει ως οπτικό του πεδίο ένα θολό γυναικείο περίγραμμα. Ένα θλιμμένο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Κάτι που είχε πετύχει στο παρελθόν τόσο άκοπα, τώρα αποδεικνυόταν πολύ δύσκολο. Δεν είχε οποιοδήποτε γυμνό σώμα μπροστά


54

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του. Η Γλαύκη μόνο αδιάφορη δεν του ήταν. Έπρεπε όμως να πάψει να σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο. Δεν ήξερε τι είχε κάνει την κοπέλα να βγει μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή έξω από τον πύργο της. Πού πήγαινε; Γιατί ήταν μόνη της; Όση ώρα τού χρειάστηκε μέχρι να φτιάξει ένα αναπαυτικό καταφύγιο εκεί στον σοφά, να σκεπάσει στοργικά το γυναικείο σώμα και, φέρνοντας κι άλλα κούτσουρα, να δυναμώσει τη φωτιά στο τζάκι, σκεφτόταν πυρετικά τι είχε μεσολαβήσει και η Γλαύκη είχε μείνει τελικά. Η παρόρμησή του τον έσπρωχνε να πάει πίσω στον πύργο για να σιγουρευτεί πως δεν υπήρχαν έτοιμες βαλίτσες, σημάδι της οριστικής φυγής, ότι η μητέρα της δεν βρισκόταν εκεί να περιμένει την κόρη της να γυρίσει από κάποια βραδινή βόλτα. Το τελευταίο ήταν εντελώς παράλογο, αλλά μήπως είχαν καμία λογική αυτά που του συνέβαιναν; Η Γλαύκη ήταν ενήλικη και προφανώς είχε επιλέξει να μείνει. Τι να μεσολάβησε; Μήπως… Όχι! Δεν μπορούσε να κάνει σκέψεις που και άτοπες ήταν και εγωιστικές. Αυτό που προείχε ήταν να συνέλθει η Γλαύκη και τότε θα έπαιρνε μιαν εξήγηση. Ο σκύλος είχε κουρνιάσει κοντά στο τζάκι δηλώνοντας με τον τρόπο του ότι δεν σκόπευε να φύγει από το πλευρό της αφεντικίνας του. Η παρουσία του Ρούντυ ήταν το μόνο στοιχείο που έκανε τον Ιάσονα να αφήσει τις εικασίες και να σκεφτεί με μια στοιχειώδη λογική. Θα κρατούσε τη Γλαύκη ζεστή και μόλις ξημέρωνε θα την πήγαινε στο χωριό κι από εκεί θα φρόντιζε να μεταφερθεί στο κοντινό αγροτικό ιατρείο ή ίσως σε ένα νοσοκομείο. Για πρώτη φορά σκέφτηκε πως, έχοντας ηθελημένα επιλέξει την απομόνωση, είχε στερήσει τον εαυτό του από βασικές ανέσεις, όπως αυτή του τηλεφώνου και ενός αυτοκινήτου. Άρα, τι έπρεπε να κάνει; Θα περίμενε, και στο μεταξύ θα φρόντιζε ο ίδιος τη Γλαύκη. Πόσο εγωιστής ήταν! Ακόμη κι αυτή τη στιγμή, μπορούσε να πάει στο χωριό και να ζητήσει βοήθεια. Η βροχή είχε σταματήσει. Δεν είχε άλλη δικαιολογία πέρα από το ότι ήθελε να έχει κοντά του τη Γλαύκη. Επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να την κρατήσει εκεί για πάντα, νε μείνουν οι δυο τους μοναδικοί στον κόσμο, το πρώτο και το τελευταίο ζευγάρι. Ναι! Προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για τον εαυτό του. Στην ουσία δεν ήθελε να ειδοποιήσει κανέναν. Αυτός θα τη φρόντιζε. Η Γλαύκη θα γινόταν καλά.


Ημίφως

55

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Την κοίταξε προσεκτικά και διστακτικά ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπό της. Δεν είχε πυρετό, το σώμα της είχε πάρει την κανονική του θερμοκρασία. Ασυνάρτητα, έμπλεξε στο μυαλό του εκείνο το τροχαίο με την τωρινή κατάσταση. Ένα σοκ και τις δύο φορές. Μήπως η μοίρα τού υποδείκνυε τι ήταν στο χέρι του να κάνει; Το παράλογο και πάλι, όμορφα σερβιρισμένο στο πιάτο του. Λες και είχε επωμιστεί τον ρόλο του Θεού ή ενός παντογνώστη και ικανού για τα πάντα. Κι όμως, ο έρωτας μπορεί να εκλογικεύσει ακόμη και το πιο παράλογο, να σου δώσει φτερά ή να σε καταποντίσει. Για μία και μοναδική φορά στη ζωή του αποφάσισε να δείξει εμπιστοσύνη στον τυφλό θεό. Και μόνο τότε σκέφτηκε την αλληγορία της κατάστασης. Ο έρωτας είναι τυφλός! Η Γλαύκη έμοιαζε να κοιμάται έναν βαθύ ύπνο. Αν ήταν ηρωίδα σε παραμύθι, ίσως και να περίμενε τον πρίγκιπά της να την ξυπνήσει με ένα φιλί που το παράλογο του δίνει μαγικές ιδιότητες. Παράλογο δεν ήταν και αυτό που της είχε συμβεί; Τι δεν είχε αποδεχτεί η λογική της και αρνούμενη να το κατανοήσει, έπαψε να δέχεται την οπτική αυτού του κόσμου; Ποια διαδικασία είχε μπει σε λειτουργία κι έκανε αόρατες όλες τις εικόνες; Ένα λευκό πέπλο! Με αυτό είχε σκεπάσει τα πάντα η Γλαύκη. Ένα πέπλο που δεν ήθελε να τραβήξει από πάνω της, καλά προστατευμένη μέσα σε αυτό το εμβρυακό περιβάλλον. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Δεν ήταν όμως δάκρυα λύπης, αλλά μαγικά γεννήματα της καρδιάς του που ξεχείλιζε από συναισθήματα για μία μέχρι πρότινος άγνωστη γυναίκα. Τα δάκρυα κυλούσαν στον λαιμό του και μέσα από το πουκάμισο συναντούσαν την υγρασία που είχε αφήσει η βροχή στο σώμα του. Με μια κίνηση, απαλλάχτηκε από τα βρεγμένα ρούχα, ανασήκωσε τη χοντρή κουβέρτα και ξάπλωσε δίπλα στο γυμνό γυναικείο κορμί. Ο σκύλος μισοσήκωσε το κεφάλι και κουλουριάστηκε ξανά αφήνοντας ένα σιγανό γρύλισμα. Τα ξύλα έτριξαν, το πιο χοντρό κούτσουρο άφησε έναν στριγκό ήχο καθώς η φωτιά δυνάμωσε από ένα ξαφνικό μαστίγωμα του αέρα. Και μετά έγινε απόλυτη ησυχία. Ο Ιάσονας άκουγε μόνο τους χτύπους της καρδιάς του που γινόντουσαν όλο και πιο γρήγοροι. Προσπάθησε να ελέγξει τις αντανακλαστικές κινήσεις του σώματός του μισοστρέφοντας το βλέμμα προς το ξυλόγλυπτο που τους κοιτούσε σιωπηλό λίγα μέτρα πιο πέρα. Μέσα στο απαλό φως που διαχεόταν από το τζάκι, του φάνηκε ότι το γλυπτό αναδεύτηκε. Έκλεισε τα μάτια για να μην παραλογίζεται άλλο και τα χέρια του τύλιξαν το κορμί της Γλαύκης.


56

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι ουλές από τα σημάδια που διέτρεχαν το στέρνο του τού θύμισαν την πραγματικότητα, όμως βιάστηκε να καθησυχάσει τον εαυτό του. Το πρόσωπο της Γλαύκης ήταν στραμμένο προς τη μεριά του τοίχου, εκεί που η νύχτα έμπαινε απρόσκλητη από το μεγάλο παράθυρο. Δεν μπορούσε να δει τα φριχτά του σημάδια. Ήταν μόνοι, σάρκα με σάρκα, ένα μέρος της γης και της δημιουργίας, δύο καρδιές που χτυπούσαν ξεχωριστά και προσπαθούσαν με τον τρόπο τους να επικοινωνήσουν. Πόση ώρα πέρασε; Μάλλον αποκοιμήθηκε και οι ψίθυροι ήταν η παραζάλη του ύπνου ή του λήθαργου που τον κρατούσε σφιχτά, προστατευτικά. Μια γυναικεία φωνή τον καλούσε, αλλά ο Ιάσονας δεν ήθελε να αφήσει το μυστήριο του ονείρου που τον είχε αιχμαλωτίσει. Στον ύπνο του η Γλαύκη είχε βγάλει τη μάσκα της και τον κοιτούσε με φωτεινά ολοκάθαρα μάτια. Τα δάχτυλά της διέτρεχαν τα σημάδια του, αλλά δεν απέστρεφε το βλέμμα, που φωτιζόταν όλο και περισσότερο ώσπου έγινε μια πύρινη σφαίρα. Ο Ιάσονας καιγόταν από ένα συναίσθημα που έμοιαζε λύτρωση παρά βασανιστήριο. Η καρδιά και η λογική είχαν γίνει ένα. Τα δάχτυλά του άγγιξαν την πύρινη σφαίρα που τρεμόπαιζε ανάμεσα στο αντρικό και το γυναικείο σώμα. Πήρε κάτι από το φως της και κοίταξε σαστισμένος το χέρι του. Τα δάχτυλά του έφεγγαν από την παράξενη φωτιά. Τα έφερε στα μάτια του και μετά τα ίδια δάχτυλα ταξίδεψαν τη φλόγα στα μάτια της Γλαύκης. Κι αν στις πλάτες του δεν φύτρωναν οι ονειρικές φτερούγες, τις ένιωθε να έχουν ριζώσει και να φτεροκοπάνε στην ψυχή του. Τα κορμιά τους πλησίασαν περισσότερο, ενώθηκαν, ώσπου έμειναν ακίνητα σε μια νοερή εξερεύνηση. Το φως όλο και δυνάμωνε. Τα μάτια του Ιάσονα έψαξαν απεγνωσμένα το βλέμμα της Γλαύκης. Εκείνη με ένα μυστηριακό χαμόγελο, άγγιξε τα μάτια της, και μετά μία μία τις ουλές στο κορμί του. Ένας τελευταίος δισταγμός έκανε τον Ιάσονα να αποτραβηχτεί κρατώντας την αναπνοή του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε το χαμόγελο στο πρόσωπο της Γλαύκης όλο και πιο έντονο. «Αγάπησέ με!» του είπε και ήταν οι πρώτες λέξεις που άκουσε από το στόμα της. Ανακάθισε στο κρεβάτι προσπαθώντας να κατανοήσει τι ήταν όνειρο και τι πραγματικότητα. Τα μάτια της Γλαύκης είχαν γεμίσει δάκρυα, όμως το χαμόγελο βρισκόταν πάντα εκεί: γυναικείο, προκλητικό και άδολο μαζί. «Άφησέ με να σε αγαπήσω!» την άκουσε να του λέει και τα λόγια της ταξίδεψαν μέσα του και τον αποσυντόνισαν. Ήθελε να τη ρωτήσει, σε αυτές όμως τις στιγμές η οποιαδήποτε ερώτηση είναι μια άκαιρη ανοησία.


Ημίφως

57

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Φως και σκοτάδι ενώθηκαν. Το σκοτάδι της νύχτας και το φως της ψυχής του. Το σκοτάδι των ματιών της και το φως των χεριών της. Τα δάχτυλά της άγγιζαν τις ουλές του. Δεν ήταν όνειρο, συνέβαινε πραγματικά. Τα χείλη της χάιδευαν τα σημάδια και ψιθύριζαν λόγια που δεν καταλάβαινε τη σημασία τους. Τα σώματά τους έσμιξαν κι ένιωσε όλη τη θέρμη του γυναικείου κορμιού. Ο έρωτας ήρθε απρόσμενος και λυτρωτικός και για τους δύο. Πόσες ώρες το σώμα του εισχωρούσε στο δικό της; Πόσοι αναστεναγμοί αντήχησαν στο δωμάτιο; Πόση ηδονή σάρωσε τη σάρκα; Έξω, τα χρώματα της αυγής αλληλοδιαδέχονταν προσπαθώντας να εξορίσουν τα σκοτάδια της νύχτας. Κι ήταν αυτή η ώρα που το αντρικό και το γυναικείο σώμα απόκαμαν χορτασμένα. Ο ύπνος ερχόταν να δοκιμάσει τις αντοχές του Ιάσονα. Ένιωθε τα μάτια του να κλείνουν από τη γλυκιά χαύνωση που φέρνει η πληρότητα του έρωτα, ώσπου παραδόθηκε στην πλάνη του. Αυτά τα όνειρα! Δεν θυμόταν να είχε ονειρευτεί τόσο πολύ στη ζωή του. Κι αν ήταν έτσι, μόνο εφιάλτες είχε κλείσει στο ντουλάπι της μνήμης του. Αν όμως ήταν όνειρο κι αυτό, γιατί άκουγε τόσο καθαρά ακόμη και τους πιο ανεπαίσθητους ήχους; Το τρίξιμο του παλιού ξύλου καθώς ένα ζευγάρι γυμνά πέλματα αλαφροπατούσαν επάνω του. Ένα γάβγισμα και το γάργαρο γυναικείο γέλιο. Το άνοιγμα της πόρτας. «Τρέξε Ρούντυ! Είναι τόσο όμορφα εδώ έξω! Μπήκε ο Νοέμβριος και είναι σαν να ήρθε ξανά το καλοκαίρι!» Ο Ιάσονας τινάχτηκε απότομα. Χωρίς να νοιαστεί να βάλει ένα ρούχο επάνω του, έτρεξε στην πόρτα με τον φόβο ότι η Γλαύκη έφευγε. Τη βρήκε καθισμένη στο χαγιάτι, τυλιγμένη με την κουβέρτα, να απολαμβάνει τις αχτίνες του ήλιου αφήνοντάς τες να χαϊδέψουν αυθάδικα το πρόσωπό της. Προτού προλάβει να πει κάτι, η Γλαύκη στράφηκε προς το μέρος του. Μια πρωτόγνωρη ντροπή τον κατέλαβε για τη γύμνια του που μόλις συνειδητοποιούσε. Μαζί με αυτήν ήρθε κι ο αδελφός-φόβος για τη φρίκη των ουλών στο σώμα του. Αμήχανος σταύρωσε τα χέρια στο στήθος πισωπατώντας. «Πάψε να κρύβεσαι! Όλα είναι στο μυαλό μας και μόνο!» Η Γλαύκη χαμογέλασε καθησυχαστικά και του έγνεψε να έρθει κοντά της. Την κοίταξε χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει τι του έλεγε. Πώς είχε καταλάβει ότι ήταν γυμνός, ότι έκρυβε τα σημάδια του;


58

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μην ψάχνεις τη λογική στο καθετί!» του απάντησε σαν να ήξερε την ερώτηση που τον βασάνιζε. Ανασήκωσε την κουβέρτα κάνοντάς του ταυτόχρονα χώρο να καθίσει δίπλα της. «Είναι πολύ όμορφο το σύμπλεγμα που σκάλισες στο ξύλο. Αν και η πραγματικότητα ξεπέρασε αυτό που έπλασε η φαντασία σου». Ο Ιάσονας κάθισε δίπλα της κι έμεινε ακίνητος προσπαθώντας να σκεφτεί. Η Γλαύκη έβλεπε. Ήθελε να τη ρωτήσει πώς. Γιατί όχι χθες, προχθές, τον προηγούμενο μήνα; Δεν ωφελούσε. Η Γλαύκη ήταν δική του, εκεί ,όπως ακριβώς την είχε ονειρευτεί, την είχε επιθυμήσει. Τα πώς και τα γιατί δεν είχαν θέση στο παρόν τους. Την αγκάλιασε κι απόμεινε να την ακούει να περιγράφει με εικόνες πρωτόγνωρες την πρώτη ανατολή που έβλεπε μετά από μήνες σκοταδιού. Το μυαλό του ανθρώπου πλάθει τα δικά του όνειρα. Κάποια γίνονται αληθινά. Κάποια πάλι όχι, γιατί απλά δεν υπήρξαν ποτέ όνειρα.


Ημίφως

59

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


60

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Ημίφως

61

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


62

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ένα απομονωμένο ψαροχώρι. Ένας ερημίτης με σημαδεμένο πρόσωπο. Ένας πύργος και η τυφλή του πυργοδέσποινα. Κι έτσι στήνεται το σκηνικό όπου κινούνται η αντρική και η γυναικεία φιγούρα προσπαθώντας να παραμερίσουν το ημίφως που τυλίγεται γύρω τους. Το μυαλό του ανθρώπου πλάθει τα δικά του όνειρα. Κάποια γίνονται αληθινά. Κάποια πάλι όχι, γιατί απλά δεν υπήρξαν ποτέ όνειρα.

ISBN: 978-618-5147-89-1


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.