Τεχνολογία Τεύχος 4 (1990/1)

Page 1


τεχνολογία ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ

1991 ΤΕΥΧΟΣ 4


ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Άρθρο του Rainer Slotta Η έννοια του μνημείου στην ιστορία του πολιτισμού και στην ιστορία της τέχνης κατά το 18ο και 19ο αι. αναφερόταν στα αναθυμητικά μνημεία που συναντώνται στις πόλεις, όπως π.χ. τα ηρώα. Αυτή η στενή έννοια του μνημείου έχει στο μεταξύ αλλάξει ριζικά και, τουλάχιστον από το Ευρωπαϊκό Έτος Προστασίας Μνημείων, το 1975, η διευρυμένη έννοια «μνημείο» έχει γίνει κτήμα μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Οι νομοθέτες όλων των κρατιδίων-μελών της Ομοσπονδίας συμφωνούν, για την προστασία των μνημείων, στον ορισμό του πολιτισμικού μνημείου. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό πολιτισμικά μνημεία είναι: - αντικείμενα (ή μέρη αυτών) κατασκευασμένα από ανθρώπους σε περασμένες εποχές, η διατήρηση των οποίων είναι γενικού ενδιαφέροντος για ιστορικούς, καλλιτεχνικούς, πολεοδομικούς, επιστημονικούς ή εθνολογικούς λόγους, - κτίσματα (ή μέρη αυτών) περασμένων εποχών, καθώς και αντικείμενα του εξοπλισμού τους, - κήποι, - κινητά ή ακίνητα αντικείμενα, που βρίσκονται ή βρίσκονταν μέσα στη γη και προέρχονται, κατά κανόνα, από την προϊστορική εποχή ή από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Ο ορισμός αυτός προέρχεται από την εργασία της Κρατικής Υπηρεσίας Συντηρήσεως Μνημείων και σήμερα έχει γενικά επικρατήσει. Πρέπει, πάντως, να λάβουμε υπόψη ότι μέχρι σήμερα το κύριο βάρος της εργασίας των συντηρητών μνημείων αφορούσε απειλούμενους ή διατηρητέους ναούς, ανάκτορα και αστικά κτίσματα και μνημεία προερχόμενα από ανασκαφές. Μόλις κατά τη δεκαετία του 1970 έγινε σαφέστερο ότι στον πολιτισμό ενός βιομηχανικού έθνους, εκτός από τα μνημεία τέχνης με ιστορική και αισθητική σημασία, ανήκουν και τα μνημεία της «τεχνικής ανάπτυξης», ένα είδος μνημείων που n

ύπαρξη τους ήταν μεν ανέκαθεν γνωστή, παρέμενε όμως στην αφάνεια, και η σημασία τους αναγνωρίστηκε σχετικά πρόσφατα. Αυτή η αλλαγή της έννοιας του πολιτισμού στην κοινή γνώμη οδήγησε σήμερα στην αναγνώριση ως πολιτισμικών όλων σχεδόν των επιτευγμάτων που πραγματοποιήθηκαν με την κοινωνική αλληλεξάρτηση, ανεξάρτητα από την ειδική αξία ή τα αισθητικά στοιχεία τους. Τέτοια επιτεύγματα είναι οι μορφές εργασίας, κατοικίας και ζωής, οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις, η τεχνολογία στις διάφορες μορφές της, η ανάπτυξη της πόλης, η κουλτούρα του ελεύθερου χρόνου, η διαφήμιση, η μόδα κ.ά. Γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθούν αλληλοσυναρτήσεις, κάτι ανάλογο με τα περιβάλλοντα (environments) στην τέχνη, για διδακτικούς επίσης σκοπούς. Η κατανόηση και η «ανάγνωση» βιομηχανικών περιοχών και τοπίων με τη βοήθεια μνημείων είναι επίσης σημαντικό στοιχείο για την τεκμηρίωση της πορείας που ακολούθησαν οι διάφορες μορφές της εκβιομηχάνισης. Τι είναι ένα τεχνικό μνημείο; Σύμφωνα με τον ορισμό που ισχύει σήμερα, με τον όρο τεχνικό μνημείο εννοούμε υλικά κατάλοιπα της βιομηχανικής, οικονομικής και τεχνικής ανάπτυξης με την πιο ευρεία έννοια των όρων. Σ' αυτά περιλαμβάνονται μηχανές, εξοπλισμοί και εγκαταστάσεις, κτίρια και εργοτάξια παραγωγής, που μπορούν να διαφωτίσουν και να εξηγήσουν την ιστορική εξέλιξη και τις αντίστοιχες συνθήκες εργασίας στους τομείς της παραγωγής και κατεργασίας πρώτων υλών, του εμπορίου, των συγκοινωνιών, των δικτύων των οργανισμών κοινής ωφελείας και της διάθεσης των καταλοίπων. Με βάση αυτό τον ορισμό τα τεχνικά μνημεία περιλαμβάνονται στην έννοια του πολιτισμικού μνημείου, συνεπώς καλύπτονται και αυτά από τους νόμους προστασίας των μνημείων. Παρά την αναγνώριση τους ως ισοτίμων με άλλα είδη μνημείων, τα τεχνικά μνημεία κατέχουν από πολλές απόψεις ιδιαίτερη

θέση. Η σημασία τους έγκειται λιγότερο στην καλλιτεχνική πρόθεση του αρχιτέκτονα ή του ιδρυτή της εγκατάστασης και στην παλαιότητα της και περισσότερο στην ποιότητα τους ως τεκμηρίων, δηλ. στην αμεσότητα της μαρτυρίας τους σχετικά με το επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής, των συγκοινωνιών και των δικτύων των οργανισμών κοινής ωφελείας. Ότι τα τεχνικά μνημεία συγγενεύουν και ταυτίζονται με άλλου είδους μνημεία (π.χ. εθνολογικά μνημεία, όπως ανεμόμυλοι και υδρόμυλοι) είναι προφανές: η εργασία και η παραγωγή ανέκαθεν υπήρξαν συστατικά του πολιτισμού και της ζωής της κοινωνίας. Τι μπορούν να μας πουν εν γένει τα τεχνικά μνημεία; Τι είδους πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε από αυτά; Μερικά παραδείγματα θα μας δώσουν τις απαντήσεις. Παράδειγμα 1ο: Τα ορυχεία Hannover στο Bochum Η κατεξοχήν αγροτική περιοχή του Ρουρ και του Εμς γνώρισε το ξεκίνημα της ανάπτυξης των ορυχείων και τον «ενθουσιασμό» της αρχή? της βιομηχανικής εποχής στο δεύτερο μισό του 19ου αι. Σε πολύ μικρό χρόνο δημιουργήθηκαν εγκαταστάσεις ορυχείων πρωτοφανούς μέχρι τότε μεγέθους, εκτεταμένοι εργατικοί οικισμοί και επιπλέον ένα πολύπλοκο συγκοινωνιακό δίκτυο, δηλ. ένα τελείως νέο αστικό τοπίο. Οι εκσκαφές για τα ορυχεία Hannover στο Bochum άρχισαν το 1857. Πυρήνας του ανθρακωρυχείου ήταν η εγκατάσταση διπλού φρέατος που δημιουργήθηκε το 1858/1859, και της οποίας οι ογκώδεις λιθόκτιστοι πύργοι (αποκαλούμενοι πύργοι Malakoff) πλαισίωναν το κεντρικό μηχανοστάσιο. Με τη μνημειώδη αρχιτεκτονική του -εν μέρει φρούριο, εν μέρει βιομηχανικός καθεδρικός ναός- το ανθρακωρυχείο αντανακλά την επιχειρηματική αυτοπεποίθηση και την αισιόδοξη πίστη στην πρόοδο, που χαρακτήριζε την αρχική φάση της σύγχρονης


γιατί δε συνηθιζόταν να μεταφέρουν ξυλεία στα καμίνια από μεγάλες αποστάσεις. Αυτό σημαίνει ότι το Ομάν διέθετε παλαιότερα πολύ πυκνότερη βλάστηση. Οι αποθέσεις σκωρίας στο Ομάν ως τεχνικά μνημεία μαρτυρούν - την ταχεία αποψίλωση μιας σχετικά μικρής περιοχής εξαιτίας μιας έντονης μεταλλουργικής δραστηριότητας, - την άμεση και μακροπρόθεσμη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας με συνέπειες την επιδείνωση της υδατικής οικονομίας, την ελάττωση των υπόγειων υδάτων και την αλλαγή του κλίματος, - τη μεταβολή των συνηθειών διατροφής λόγω της μεταβολής των βασικών εδαφολογικών δεδομένων, - τη διακοπή των μεταλλουργικών δραστηριοτήτων μετά την εξάντληση των αποθεμάτων καύσιμης ύλης, και εντυπωσιάζουν με τις τεράστιες ποσότητες σκωρίας μέσα ο' ένα αλλαγμένο από τον άνθρωπο τοπίο.

Αθήνα Εργοστάσιο φωταερίου Αεριοφυλάκιο

βιομηχανικής εποχής και του βιομηχανικού κόσμου. Το τεχνικό μνημείο «Ορυχεία Hannover» - δείχνει, σε σχέση με την ανάπτυξη, την αλληλεξάρτηση κεφαλαίου, μεγάλης επιχείρησης και τεχνικής προόδου, - κάνει φανερή την αλλαγή του αγροτικού χωριού σε βιομηχανικό και αστικό τοπίο, - ρίχνει φως στις συνθήκες εργασίας στο δεύτερο μισό του 19ου αι., - εικονίζει, με την εξέλιξη των οικοδομών του, την οικονομική κατάσταση από τις αρχές έως το κλείσιμο του ορυχείου, - μαρτυρεί τη δομική μεταβολή της πόλης και της υπαίθρου ως χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής του Ρουρ, - δείχνει, με την αρχιτεκτονική του, την αντίληψη που οδήγησε σε μια μνημειακή μορφή των εγκαταστάσεων και - αποκαλύπτει, με την επιλογή των αρχιτεκτονικών μορφών και των στοιχείων του ρυθμού, τον κόσμο της φαντασίας και τα κοινωνικά πρότυπα των δημιουργών του. Παράδειγμα 2ο: Το εργοστάσιο φωταερίου των Αθηνών Μετά την οικονομική ανάπτυξη του Πειραιά και του Λαυρίου, χάρη στα ναυπηγεία και τα μεταλλεία, ακολούθησε και η ανάπτυξη της Αθήνας μετά το 1850 σε μια μητρόπολη με όλα τα προβλήματα της ανάπτυξης των δικτύων των οργανισμών κοινής ωφελείας. Το 1860 ο Φεράλδης έθεοε σε λειτουργία την εγκατάσταση φωταερίου, την οποία μεταβίβασε, δέκα χρόνια αργότερα, σε μια γαλλική εταιρεία. Το εργοστάσιο παρέμεινε στα χέρια της μέχρι το 1938, οπότε η διεύθυνση του ανελήφθη από το Δήμο, και κάλυψε ένα μεγάλο μέρος των αναγκών της πόλης σε αέριο μέχρι το 1987. Ως το κλείσιμο του εργοστασίου, τα μέσα παραγωγής είχαν παραμείνει τα ίδια με αυτά του 1900 και ακόμη παλαιότερα. Ένα μέρος από αυτά διατηρείται ως σήμερα.

4

Το εργοστάσιο φωταερίου των Αθηνών - είναι μαρτυρία της βεβιασμένης ανάπτυ-ξης ενός δικτύου διανομής αερίου στο δεύτερο μισό του 19ου αι. στην Ελλάδα, - τονίζει, εξαιτίας της θέσης του ανάμεσα στο λιμάνι του Πειραιά και στην πόλη της Αθήνας, την εξάρτηση του εργοστασίου αεριόφωτος από τον ανεφοδιασμό του με λιθάνθρακα από τη θάλασσα, - παρουσιάζει, με τα κτίρια και τις μηχανολογικές του εγκαταστάσεις, με μια πληρότητα που δεν υπάρχει πουθενά αλλού, τη διαδικασία παραγωγής φωταερίου, τη μεταφορά και την αποθήκευσή του, - δίνει μια εξαιρετικά σαφή ιδέα του ανθυγιεινού περιβάλλοντος εργασίας στο εργοστάσιο του φωταερίου και - δείχνει ακόμη και σήμερα την υποβάθμιση που προκαλούσε στο περιβάλλον η παραγωγή φωταερίου. Παράδειγμα 3ο: Τα μεταλλουργικά καμίνια του Ομάν Στο Σουλτανάτο του Ομάν υπάρχουν σήμερα, στη βραχώδη έρημο της Αραβικής Χερσονήσου, περισσότερες από 100 τοποθεσίες αποθήκευσης μεταλλουργικής σκωρίας με περισσότεροιις από 300.000 τόν-νους σκωρίας. Από έρευνες προέκυψε ότι χρειάστηκαν περισσότεροι από 420.000 τόν-νοι ξυλάνθρακα για να παραχθεί μία τέτοια ποσότητα μεταλλεύματος χαλκού. Από την εξέταση υπολειμμάτων ξύλου στις σκωρίες προσδιορίστηκε κατά προσέγγιση ότι χρησιμοποιήθηκαν περίπου 2,1 εκατομμύρια τόν-νοι ξυλείας. Αν πάρουμε ως βάση ότι ένα δένδρο (π.χ. μία ακακία, όπως αυτές που συναντά κανείς εδώ κι εκεί ακόμη και σήμερα στην περιοχή) δίνει 200 χιλιόγραμμα περίπου αξιοποιήσιμης ξυλείας, τότε προκύπτει ότι χρειάστηκε να καούν περισσότερα από 1 εκατομμύριο δένδρα σε μια χρονική περίοδο 100 χρόνων περίπου. Σήμερα στο Ομάν δεν υπάρχουν τόσα δένδρα, θα πρέπει να υπήρχαν όμως πριν από 1.000 χρόνια περίπου,

Παράδειγμα 4ο: Εργατικοί οικισμοί στην περιοχή του Ρουρ Οι οικισμοί είναι σημαντικά τεκμήρια της αλληλεξάρτησης χώρου εργασίας και κατοικίας. Ένα παράδειγμα είναι ο οικισμός «Eisenheim», που ιδρύθηκε από τη μεγάλη χαλυβουργία Gutehoffnunghutte το 1884 στο Oberhausen, σε τρεις μεγάλες εκτάσεις. Ως το 1901 δημιουργήθηκε εκεί ένας οικισμός-αποικία, ένας από τους πρώτους στην περιοχή του Ρουρ, που μπορεί να τεκμηριώσει την εξέλιξη της εργατικής κατοικίας σε μία βιομηχανική περιοχή. Ο εργατικός οικισμός Eisenheim ως τεχνικό μνημείο


- δείχνει την επιδίωξη του εργοδότη να προσελκύσει εργατικά χέρια και να συγκρατήσει ειδικευμένους εργάτες στο εργοστάσιο. - παρουσιάζει, με τη σύνδεση εργασίας και κατοικίας, την εξάρτηση από τον εργοδότη, που μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως μέσο πίεσης (όπως και το έκανε), - δείχνει την ικανοποιητική -πάνω από το μέσο όρο- και φθηνή ποιότητα κατοικίας σε σχέση με τις συνηθισμένες για την εποχή συνθήκες κατοικίας, - προσφέρει καλή δυνατότητα οικιακής παραγωγής τροφής με τους κήπους, - τεκμηριώνει την αρχή της κατανόησης των πολεοδομικών προβλημάτων ενός σύγχρονου οικισμού με τη διάταξη των κτισμάτων, το οδικό δίκτυο, τους παραγωγικούς κήπους, τους κοινόχρηστους χώρους, και με τις άλλες εγκαταστάσεις για τις ανάγκες της κοινότητας και - εντυπωσιάζει με τη συγκέντρωση ομοιόμορφων κτιρίων στον περιορισμένο χώρο της έκτασης ενός οικισμού. Αυτά τα λίγα παραδείγματα από τους τομείς της εξόρυξης και κατεργασίας πρώτων υλών, των δικτύων διανομής των οργανισμών κοινής ωφελείας, του περιβάλλοντος και της κατοικίας είναι αντιπροσωπευτικά και επαρκή για να καταδείξουν την αξία των τεχνικών μνημείων ως πηγών πληροφοριών στα πλαίσια αυτού του άρθρου. Γίνεται φανερό ότι τα τεχνικά μνημεία μπορούν να δώσουν ουσιαστικά τεκμήρια και να διαφωτίσουν σχετικά με οικονομικά και πολιτικά συμβάντα και, πέρα από αυτά, τις κοινωνικές συνθήκες, τον κόσμο της εργασίας, το επίπεδο των γνώσεων στον τομέα της φυσικής και της τεχνολογίας, την τέχνη, τη θρησκεία, τα ήθη, τις συνθήκες υγιεινής και ιατρικής φροντίδας, την οικολογία, τη γεωλογία, τη γεωγραφία και τις συνθήκες που αφορούν στην προσωπική και ιδιωτική ζωή του ατόμου. Οφείλουμε βέβαια να παραδεχθούμε επίσης ότι οι διάφοροι παράγοντες που οδήγησαν στη δημιουργία των τεχνικών μνημείων θα μπορούσαν να μελετηθούν μόνο με τη βοήθεια των αρχείων και άλλων πηγών και έτσι θα καταφαινόταν ότι οι «πληροφορίες» που συγκεντρώσαμε εδώ είναι συμπεράσματα για το ιστορικό μνημείο στα οποία είχε ήδη καταλήξει η ιστορική έρευνα και στα οποία εμείς φτάσαμε αργότερα από άλλο δρόμο. Αυτό, σε τελική ανάλυση, δεν μπορούμε να το αρνηθούμε, μολονότι πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η οικονομική και η κοινωνική ιστορία και η ιστορία της τεχνολογίας δε συμπεριέλαβαν μέχρι σήμερα τα τεχνικά μνημεία στον κύκλο των ερευνών τους και ότι δεν υπέβαλαν τα προβλήματα τους σε διεπιστημονικό έλεγχο. Με τα παραδείγματα που αναφέραμε εδώ έγινε σαφές ότι τα τεχνικά μνημεία, όπως και τα καλλιτεχνικά μνημεία της ιστορίας της τέχνης ή τα μνημεία που αποκαλύπτει η αρχαιολογική έρευνα, κρύβουν καταρχήν πληροφορίες. Αυτό δεν είναι κάτι νέο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στις καθιερωμένες επιστήμες της ιστορίας της τέχνης και της αρχαιολογίας. Αλλά για το σχετικά νέο κλάδο της βιομηχανικής αρχαιολογίας, που ασχολείται με τα τεχνικά μνημεία, αυτή η διευκρίνιση είναι ωφέ-

λιμη. Έτσι, ανάλογα με τα μνημεία τέχνης, διατυπώνεται σαφώς ότι τεχνικό μνημείο θεωρείται κάθε βιομηχανική-τεχνική εγκατάσταση, κάθε ατμομηχανή, κάθε υδατόπυργος, κάθε μεταλλείο, κάθε γέφυρα, κάθε φάρος, κάθε εργοστάσιο, εν γένει κάθε προϊόν και κάθε εγκατάσταση υπό την παραπάνω έννοια. Θα πρέπει να συμπεριλάβουμε επίσης ολόκληρα βιομηχανικά συγκροτήματα με τις κοινωνικές εγκαταστάσεις τους καθώς και βιομηχανικές ζώνες. Καθετί που γίνεται στον τομέα των καλλιτεχνικών μνημείων θα πρέπει να γίνεται και στον τομέα των τεχνικών μνημείων. Αυτός ο τρόπος ορισμού ξενίζει πιθανόν εκ πρώτης όψεως, είναι όμως η λογική συνέπεια της εφαρμογής της έννοιας του μνημείου και στα τεχνικά μνημεία, όπως αυτή ισχύει και εφαρμόζεται στη συντήρηση των καλλιτεχνικών μνημείων. Και για να το τονίσουμε ακόμη μια φορά, κάθε βιομηχανική εγκατάσταση είναι ένα τεχνικό μνημείο. Η παραδοχή αυτή μεταβάλλει κάπως το περιεχόμενο της έννοιας «μνημείο» και, κατά κάποιον τρόπο, την «υποβαθμίζει» για να κατανοηθεί ένα «αντικείμενο», χωρίς όμως να περιέχει οποιαδήποτε κρίση για την αντικειμενική ή τη σχετική σημασία του μνημείου. Και μια διευκρίνιση: εδώ δε γίνεται λόγος για τη διατήρηση τεχνικών μνημείων αλλά για την επιστημονική ενασχόληση με αυτό το είδος μνημείων και αντίστοιχα για την επιστημονική έρευνα γι' αυτά. Έφτασε η στιγμή να ασχοληθούμε με τη βιομηχανική αρχαιολογία ως ιδιαίτερη επιστήμη, επειδή αυτή συνάγει τα συμπεράσματα της από τα τεχνικά μνημεία που είναι οι πηγές των βιομηχανικών αρχαιολόγων. Τι είναι λοιπόν η βιομηχανική αρχαιολογία και πώς μπορούμε να την ορίσουμε; Εν συντομία: βιομηχανική αρχαιολογία είναι ένας επιστημονικός κλάδος της ιστορίας που ασχολείται με την έρευνα του βιομηχανικού παρελθόντος. Είναι κάτι περισσότερο από έναν απλό κλάδο της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και

της ιστορίας της τεχνολογίας, όπως αυτές διδάσκονται στα Πανεπιστήμια, γιατί επιδιώκει, από τα ίχνη και τα κατάλοιπα της βιομηχανικής δραστηριότητας, να δώσει τη δική της συνεισφορά στην ιστορία βασιζόμενη στα τεχνικά μνημεία που τα εξετάζει ως πηγές και τεκμήρια. Έργο της βιομηχανικής αρχαιολογίας είναι η περιγραφή και η αξιολόγηση των τεχνικών μνημείων και σκοπός της είναι η ιστορία της βιομηχανικής εξέλιξης ως μέρους της γενικής κοινωνικής εξέλιξης, όπου τα μνημεία χρησιμεύουν ως φορείς πληροφοριών. Κατά το μέτρο αυτό η βιομηχανική αρχαιολογία είναι περισσότερο από μία ειδική μορφή της ιστορίας της τεχνολογίας· υπερβαίνει δηλ. τους σκοπούς της. Αλλά σε τι διαφέρει, πράγματι, η βιομηχανική αρχαιολογία από την οικονομική και κοινωνική ιστορία καθώς και από την ιστορία της τεχνολογίας και τι της επιτρέπει να εμφανίζεται ως αυτοτελής επιστημονικός κλάδος; Η χαρακτηριστική διαφορά έγκειται στη μεθοδολογική αρχή να ερευνά τα γενικά μνημεία ως πηγές και τεκμήρια: αυτή η αρχή είναι διεπιστημονική. Ο Weisberger μας έδωσε ένα σαφέστατο παράδειγμα αυτού του τρόπου εργασίας, που βασίζεται σε εργασίες των ορυχειολόγων Wilsdorf και Pittioni, με τη βοήθεια της αρχαιολογίας των ορυχείων, την οποία μας παρουσιάζει ως έναν κλάδο της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Κατά το παράδειγμα αυτό η αρχαιολογία των ορυχείων δε συνδέεται με καμιά συγκεκριμένη εποχή, αφού ασχολείται ακόμη και με δραστηριότητες αναγόμενες σε προϊστορικούς χρόνους. Η αρχαιολογία των ορυχείων δεν οριοθετείται στο χώρο και μπορεί να επεκταθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός βέβαια από περιοχές όπου δεν μπορούσε να υπάρξει μεταλλευτική δραστηριότητα εξαιτίας μορφολογικών, στρωματογραφικών, κλιματολογικών ή άλλων λόγων. Όλα τα υπάρχοντα ίχνη, είτε από τη φάση της εξόρυξης είτε από τη φάση της κατεργασίας, που βρίσκονται στην επιφάνεια


ή σε στοές, πρέπει να θεωρούνται πρωτογενείς πηγές, δηλ. τεχνικά μνημεία, κατεστραμμένα φρέατα, στοές, φρέατα, αποθέσεις σκωριών κλπ. Τα μνημεία αυτά πρέπει καταρχήν να αποκαλυφθούν με αρχαιολογικές μεθόδους και να αξιολογηθούν πλήρως απ' όλους τους σχετικούς επιστημονικούς κλάδους. Με τον όρο «αρχαιολογικές» δεν εννοούμε μόνο τη μέθοδο της αρχαιολογικής ανασκαφής αλλά τις μεθόδους της ιστορίας του πολιτισμού γενικά. Παράλληλα, η αρχαιολογία των ορυχείων επιδιώκει να εξακριβώσει το επίπεδο και την ανάπτυξη της τεχνικής της εκμετάλλευσης των μεταλλείων, των μεθόδων προετοιμασίας των μεταλλευμάτων και της εκκαμίνευσής τους. Η ιστορία της τεχνολογίας όμως δεν είναι αυτοσκοπός· το εκάστοτε επίπεδο ανάπτυξης της τεχνολογίας είναι μάλλον ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν τα πλαίσια και τις προϋποθέσεις των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων και αποτελεί, επομένως, ένα μη αμελητέο παράγοντα της ιστορίας. Ο επιστήμονας αρχαιολόγος δεν είναι δυνατό να επιτύχει μόνος του το σκοπό αυτόν με τις ειδικές για την επιστήμη του μεθόδους, αλλά ούτε και αρκεί να ζητήσει εκ των υστέρων τη βοήθεια των αντίστοιχων ειδικών για την κατανόηση των ευρημάτων. Οι ειδικοί αυτοί θα πρέπει να είναι παρόντες κατά τη διάρκεια της εργασίας, γιατί μόνο μία εξαρχής συνεργασία μπορεί να δώσει καλύτερα αποτελέσματα. Η αρμοδιότητα του αρχαιολόγου είναι να προετοιμάσει κατά το δυνατόν το τεχνικό μνημείο για τον μηχανικό και συγχρόνως να μην παραμελήσει την ιστορία. Έργο του ειδικού είναι να βρει με τις μεθόδους του τις απαντήσεις στα ερωτήματα τόσο τα δικά του όσο και στα ερωτήματα του ιστορικού. Για τον αρχαιολόγο των ορυχείων αυτό σημαίνει ότι οι γεωλόγοι, οι ορυκτολόγοι, οι μηχανικοί μεταλλείων και οι τεχνικοί παραγωγής είναι εξίσου απαραίτητοι όσο και οι σχεδιαστές και οι τοπογράφοι, στα σχέδια και τους χάρτες των οποίων βασίζονται όλες οι προηγούμενες ειδικότητες. Το παράδειγμα μιας καμίνου τήξεως αποδεικνύει ανάγλυφα πόσο απαραίτητη είναι η συνεργασία αρχαιολόγων και ειδικών. Η ανασκαφή, η τεκμηρίωση και η χρονολογική κατάταξη του τεχνικού μνημείου είναι έργο του πρώτου, αλλά η διασαφήνιση του τρόπου λειτουργίας δεν είναι δυνατή χωρίς τις αναλύσεις και τις ειδικές γνώσεις μεταλλειολόγων και μεταλλουργών. Είναι ολοφάνερο ότι μόνο μία διεπιστημονική συνεργασία μπορεί να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Παρ' όλα αυτά οι δυνατότητες πληροφοριών δεν περιορίζονται στον τεχνικό τομέα. Η εξόρυξη πρώτων υλών σε βιομηχανική κλίμακα δεν είναι δυνατή χωρίς οργάνωση. Στο προβιομηχανικό στάδιο ίσως δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ μεταλλευτών, εργατών προετοιμασίας του μεταλλεύματος και καμινευ-τών. Εντούτοις, επειδή καθεμιά από τις παραπάνω κατηγορίες απαιτεί διαφορετικές προϋποθέσεις, που διαφέρουν μεταξύ τους ανάλογα με το ορυχείο, το νερό, το απόθεμα ξυλείας κλπ., αλλά και επειδή κάθε κατηγορία πρέπει να γνωρίζει και άλλους τρόπους κατεργασίας, αρχίζει να γίνεται απαραίτητη η

εξειδίκευση. Ζούσαν αυτοί οι ειδικευμένοι εργάτες με τις οικογένειές τους; Η εξόρυξη και η εκκαμίνευση λειτουργούσαν όλο το χρόνο ή εποχιακά; Πώς γινόταν η διακίνηση του τελικού προϊόντος; Και πώς εμφανίζονταν οι οργανωτικές δομές μιας τέτοιας μεταλλευτικής επιχείρησης; Η λειτουργία μιας τέτοιας οργάνωσης βασίζεται σε ορισμένους τρόπους συμπεριφοράς που ακολουθούν ορισμένους κανόνες: υπήρχε κάποιο Μεταλλευτικό Δίκαιο, όπως στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη; Ποιο ήταν το μέγεθος των μεταλλείων και ποια η αλληλεξάρτηση μεταξύ κοιτάσματος μεταλλείου και επιχείρησης εν γένει; Είχε ο ιδιοκτήτης της γης δικαιώματα επί της παραγωγής; Στα ορυχεία εργάζονται άνθρωποι, και μερικές φορές η βιομηχανική αρχαιολογία ανακαλύπτει λεπτομέρειες ακόμη και του ατομικού πεπρωμένου κάποιων ανθρώπων, όπως το σώμα του μεταλλευτή της Halle, που έμεινε συντηρημένο στο αλάτι, ή η μούμια του μεταλλευτή στα ορυχεία χαλκού της Chuquimata στη Χιλή. Αλλά ανακύπτουν και περαιτέρω ερωτήματα: Ποια ήταν η μεταχείριση των δούλων στα ορυχεία κατά την αρχαιότητα ή μεταξύ των προκολομβιανών λαών της Αμερικής; Τα δεσμά του δούλου στο Λαύριο είναι μεμονωμένη περίπτωση; Πού ζούσαν οι αλατωρύχοι του Hallstatt; Γνωρίζουμε το ορυχείο τους και τους τάφους τους, όχι όμως και τον οικισμό τους. Το πεδίο των γνώσεων της αρχαιολογίας των ορυχείων υπερβαίνει τη γνώση για τη ζωή και την εργασία των αρχαίων. Οι στενές και χαμηλές στοές των ορυχείων προδίδουν μερικές φορές το μικρό ανάστημα τους, μολονότι οι τεχνικοί λόγοι θα πρέπει να έπαιξαν κάποιο ρόλο. Η λατρεία των θεών των ορυχείων μάς δίνει κάποια άποψη της θρησκευτικής τους ζωής. Αν λάβουμε υπόψη ότι ήδη στην Αρχαία Αίγυπτο έδιναν στα ορυχεία ιερά ονόματα, όπως συνηθίζεται ακόμη και στους νεότερους χρόνους, τότε προκύπτει ένα χαρακτηριστικό των μεταλλευτών που παραμένει αναλλοίωτο επί χιλιετίες και που καθορίστηκε από το επάγγελμά τους. Πρέπει ασφαλώς να δώσουμε δίκιο στον Buschor, ο οποίος διαπιστώνει ότι η μέθοδος δεν είναι κάτι σταθερό, αλλά εξαρτάται από το αντικείμενο και το υποκείμενο. Υπάρχουν τόσες αρχαιολογικές μέθοδοι όσα και τα μνημεία ή οι ομάδες μνημείων που αποτελούν αντικείμενα έρευνας, και υπάρχουν τόσες μέθοδοι όσες και οι σημαντικοί ερευνητές. Σήμερα, με την παρεμβολή επιστημονικών μεθόδων έρευνας, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο απ' όσο στην εποχή του Buschor. Είναι, επομένως, πολύ δύσκολο να υποδείξουμε εδώ μία μέθοδο κατάλληλη για όλα τα προβλήματα της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Κάθε τεχνικό μνημείο απαιτεί μια δική του μέθοδο ειδική για την περίπτωση του, η οποία όμως πρέπει πάντοτε να προϋποθέτει διεπιστημονική συνεργασία: το στοιχείο της διεπιστημονικής ερευνητικής προσπάθειας αποτελεί ακριβώς και την ουσία της έρευνας της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Βασικό στοιχείο, πάντως, παραμένει ότι στην έρευνα της βιομηχανικής αρχαιολογίας υπάρχουν πηγές δύο ειδών: αφενός οι πρωτογε-

νείς, δηλ. τα τεχνικά μνημεία, και αφετέρου οι δευτερογενείς, μεταξύ των οποίων οι κυριότερες είναι επεξηγηματικές γραπτές πηγές (π.χ. αρχεία) αλλά και προφορικές παραδόσεις («oral history»). Πότε γεννήθηκε η βιομηχανική αρχαιολογία και από πότε υπάρχει; Πιστεύεται γενικά ότι η βιομηχανική αρχαιολογία γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που γίνεται κατανοητό όταν αναλογιστούμε την αντίληψη που επικρατεί σήμερα για τα τεχνικά μνημεία και τη βιομηχανική αρχαιολογία και την εξέλιξη αυτής της αντίληψης από το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Οι ρίζες, εντούτοις, ξεκινούν από πολύ παλαιότερα. Η μελέτη των μεταλλείων, πάντως, ως προπομπός, δημιούργησε με έναν εκπληκτικό τρόπο την έννοια της «μεταλλευτικής αρχαιολογίας» ως τμήματος της βιομηχανικής αρχαιολογίας, με μια διαφορετική πάντως αντίληψη από τη σημερινή. Για παράδειγμα, το 17ο αι. ήδη η πόλη Beuthen, στην Άνω Σιλεσία, επικαλείται τη μακρά μεταλλευτική της παράδοση για να θεμελιώσει ένα νέο ξεκίνημα μεταλλευτικής δραστηριότητας και αναφέρεται σε ίχνη αρχαίων μεταλλείων. Ο σύμβουλος μεταλλείων Theodor Haupt, που έκανε έρευνες στην Ιταλία, περί το 1860, για νέα κοιτάσματα, έλεγε με έμφαση: «Η αρχαιολογία των μεταλλείων είναι σε θέση να αναπληρώσει τα κενά της ιστορίας [...]. Το υλικό για το χτίσιμο της νέας αρχαιολογικής ιστορίας βρίσκεται στις αποθέσεις των σκωριών, στα κατεστραμμένα φρέατα και τις εγκαταλελειμμένες στοές [...]. Ερεύνησα χιλιάδες σωρούς σκωριών και φρεάτων κάθε εποχής και στα δύο ημισφαίρια και τα κατάλοιπα αυτά μου έγιναν πολύ οικεία. Μέσα από αυτά έμαθα το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των προγόνων. Έτσι διέγνωσα τις αδυναμίες και τη δύναμη τους, τα μέσα που διέθεταν και πώς τα χρησιμοποιούσαν...». Σαράντα χρόνια αργότερα ο Friedrich Greise, διευθυντής της Μεταλλειολογικής Σχολής του Bochum, έγραφε ότι από παλαιά ορυχεία, από τα υπολείμματα και τα ευρήματά τους μπορούμε «να καταλήξουμε σε αναμφισβήτητα συμπεράσματα. Έτσι η μεταλλευτική αρχαιολογία [και εδώ ο όρος αναφέρεται expressis verbis] είναι σε θέση σε συγκεκριμένες πρακτικές περιπτώσεις να συμπληρώσει ισάξια κενά της Ιστορίας». Αυτή η μεταλλευτική αρχαιολογία απέβλεπε στο να ποριστεί πληροφορίες για νέα αξιοποιήσιμα κοιτάσματα από τις γνώσεις που αποκτούσε είχε δηλαδή κυρίως οικονομική βάση. 'Οταν προς το τέλος του 19ου αιώνα εμφανίστηκε το γενικό κίνημα που προέβαλε την εθνική κουλτούρα και κατέταξε έργα-ορόσημα της τεχνικής εξέλιξης δίπλα στα «μνημεία τέχνης», το ενδιαφέρον των επιστημόνων, όπως μεταξύ άλλων ο Oskar von Miller, στράφηκε προς τα τεχνικά μνημεία. Έτσι, π.χ. στη Γερμανία, δημιουργήθηκε, στα πλαίσια του Deutsches Museum στο Μόναχο, ένας πυρήνας, του οποίου η σειρά δημοσιεύσεων «Technikgeschichte», τις δεκαετίες 1920 και 1930, συγκέντρωσε τα στοιχεία ενός μεγάλου αριθμού βιομηχανικών εγκαταστάσεων που υπέστησαν σοβαρές μετατροπές, καθώς τότε είχε αρχίσει να επικρα-


τεί η τάση για εκσυγχρονισμό. Ο Oskar von Miller διαμόρφωσε την έννοια του τεχνικού πολιτισμικού μνημείου, ενώ το 1928 ιδρύθηκε η Γερμανική Εταιρεία για τη Διατήρηση των Τεχνικών Πολιτισμικών Μνημείων (Deutsche Arbeitsgemeinschaft zur Erhal-tung Techmscher Kulturdenkmaler) και το 1932 εμφανίστηκε ο πρώτος Κατάλογος Τεχνικών Μνημείων με την επιμέλεια των Conrad Matschoss και Werner Lindner. Ο πρώτος ήταν για πολλά χρόνια διευθυντής της Ένωσης Γερμανών Μηχανικών (Verein Deutscher Ingenieure) και ο δεύτερος πρόεδρος του Γερμανικού Συνδέσμου για την Προστασία της Πατρίδας (Deutscher Bund Heimatschutz). Η κίνηση για την Προστασία της Πατρίδας ενδιαφέρθηκε σοβαρά για τα τεχνικά μνημεία: μερικές αποδείξεις γι’ αυτό είναι η διατήρηση του λατομείου Scheibenberg στην περιοχή των ορυχείων του Annaberg, η σωτηρία του περίφημου «φυσητήρα Schwarzen» στο Freiberg της Σαξωνίας και η αναστήλωση του χαλυβουργείου Luisenhutte στο Wocklum από την Ένωση Γερμανών Χαλυβουργών (Verein Deutscher Eisenhuttenleute) ή την Ένωση Γερμανών Μηχανικών. Αλλά αυτό το πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα δεν είχε συνέχεια κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ [1933-1945]. Μετά το 1945 το ενδιαφέρον της Υπηρεσίας Συντηρήσεως Μνημείων στράφηκε σε ορισμένα μόνον τεχνικά μνημεία, που διέθεταν αισθητικά στοιχεία και, επομένως, ήταν σχεδόν καλλιτεχνικά μνημεία. Μόλις τη δεκαετία του 1960 άρχισε το ενδιαφέρον για μεμονωμένα ορόσημα της τεχνικής ανάπτυξης, καθώς η πρώτη μεγάλη κρίση κλόνισε τη βιομηχανική ανάπτυξη, όταν στην περιοχή του Ρουρ άρχισε ο «θάνατος των ορυχείων», και άρχισε να συνειδητοποιείται ότι η ευφορία της οικονομικής ανάπτυξης και επέκτασης κόστισε σε τεχνικά μνημεία πολύ περισσότερο απ' όσο ο ολοκληρωτικός Β' Παγκόσμιος πόλεμος. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Υπηρεσία Συντηρήσεως Μνημείων άρχισε να ασχολείται με τεχνικά μνημεία μόλις από το 1973: τότε μεταφέρθηκε το ικρίωμα μεταφοράς Germania, που είχε κατασκευαστεί το 1941, από το Dortmund στο Bochum με τη φροντίδα του Γερμανικού Μεταλλευτικού Μουσείου (Deutsche Bergbau-Museum) και τον ίδιο χρόνο άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες διατήρησης των ορυχείων «Zollern 2/4» στο Dortmund. Αυτές οι δύο πρωτοβουλίες της Υπηρεσίας Προστασίας Μουσείων αλλά και της Βιομηχανίας της Βεστφαλίας -γεγονός που συχνά λησμονιέταισηματοδοτούν την περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανικής αρχαιολογίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το ότι τα πράγματα πήραν την τροπή αυτή το χρωστούμε σε ένα κίνημα που γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία στα μέσα της δεκαετίας του 1950: το κίνημα Industrial Archaeology. Ανάδοχος φαίνεται ότι ήταν ο D. Dudley, ο τότε διευθυντής του Extra-Mural Department και αργότερα καθηγητής της λατινικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Πίσω από αυτή την εξαιρετικά ασαφή έννοια δε βρισκόταν κάποια προσεκτικά μελετημένη μέθοδος που θα αναγνώριζε την αναγκαιότη-

τα της διατήρησης των τεχνικών μνημείων και θα λειτουργούσε βάσει μιας αντίληψης γενικής εφαρμογής, αλλά μάλλον ένα τυπικό χαρακτηριστικό της αγγλοσαξωνικής νοοτροπίας: να ανασκουμπώνονται στον ελεύθερο χρόνο τους και να προωθούν δραστηριότητες καμιά φορά «εκκεντρικές», χωρίς να κάνουν κάποια επιστημονική επεξεργασία του προβλήματος. Στην αρχή επρόκειτο για αυτονόητες προσπάθειες με σκοπό τη διάσωση και την αναστήλωση τεχνικών μνημείων. Ως «Industrial Archaeology» ο Dudley εννοούσε την ανασκαφή και αναστήλωση βιομηχανικών εγκαταστάσεων περασμένων εποχών. Ο Kenneth Hudson, ο πιο μαχητικός οπωσ-

δήποτε υπερασπιστής της βιομηχανικής αρχαιολογίας, είναι δημοσιογράφος. Το 1963 διατύπωσε τον ορισμό της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας ως εξής: «η οργανωμένη και ανεπτυγμένη σε ειδικό κλάδο έρευνα των υλικών καταλοίπων από βιομηχανίες του παρελθόντος». Με τον ορισμό αυτό εκφράζεται για πρώτη φορά η επιστημονική ισοτιμία της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Εντούτοις, ακόμη και ο Hudson θεωρούσε το 1965 ότι ο σημαντικότερος σκοπός της βιομηχανικής αρχαιολογίας ήταν να ανεύρει. να μελετήσει και να συντηρήσει υλικά κατάλοιπα («physical remains») της βιομηχανίας και της τεχνολογίας περασμένων εποχών: Ο Hudson δηλ ουσια-


οτικά έκανε συντήρηση μνημείων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η βιομηχανική αρχαιολογία είχε να επιδείξει ένα σημαντικό έργο ως προς την οργάνωση, την έρευνα αλλά και τις δημοσιεύσεις, ο Angus Buchanan, τακτικός καθηγητής του Bath, διατύπωσε το δικό του ορισμό, που προχωρεί περισσότερο από τον ορισμό του Hudson: «Η βιομηχανική αρχαιολογία είναι ένας τομέας έρευνας, που ασχολείται με την έρευνα, την κατανόηση, την καταγραφή και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη διατήρηση των βιομηχανικών μνημείων. Η σημασία αυτών των μνημείων πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της κοινωνικής ιστορίας και ιστορίας της τεχνολογίας». Με τον ορισμό αυτό, που τόνιζε την επιστημονική ισοτιμία του κλάδου, επιτεύχθηκε μία σημαντική πρόοδος σε σχέση με την αντίληψη του Hudson. Στο μεταξύ ο ορισμός αυτός του Buchanan έχει γίνει γενικά αποδεκτός στα ουσιαστικά του σημεία, μολονότι δεν πρέπει εδώ να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι π.χ. η πολωνική έρευνα, με τον διαπρεπέστερο εκπρόσωπ;o της τον Jan Pazdur, είχε δημοσιεύσει, ήδη στη δεκαετία του 1950, παρόμοιες απόψεις για την «ιστορία του υλικού πολιτισμού». Και θα πρέπει τουλάχιστον να παρατηρήσουμε ότι τα κράτη του ανατολικού συνασπισμού είχαν δείξει από την αρχή ενδιαφέρον για τα τεχνικά μνημεία, θεωρώντας τα τεκμήρια των επιτευγμάτων της εργατικής τάξης. Εξακολουθεί όμως να είναι αυτό ακόμη το έργο της βιομηχανικής αρχαιολογίας; Μήπως είναι μάλλον έργο της Συντήρησης των Μνημείων; Ένα έργο δηλ. το οποίο έπεται κατά σειρά; Κατά την άποψή μου, η διάσωση των τεχνικών μνημείων μπορεί και να μην είναι κατά βάση έργο της βιομηχανικής αρχαιολογίας, δεν μπορούμε όμως να θεωρήσουμε τη διατήρηση και τη συντήρηση των τεχνικών μνημείων ως κάτι τελείως ξεκομμένο από την έρευνα της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Η βιομηχανική αρχαιολογία χρειάζεται επειγόντως τα τεχνικά μνημεία και γΓ αυτό πρέπει να ενδιαφέρεται για τις πηγές και τα τεκμήρια της. Αλλά πάλι δεν είναι σωστό δίπλα στις αρμόδιες αρχές για την προστασία των μνη-

μείων να ξεφυτρώσουν ιδρύματα που να αναλαμβάνουν παράλληλα εργασίες διάσωσης και συντήρησης. Γι’ αυτό θα πρέπει να επιδιώκεται στενή συνεργασία μεταξύ της βιομηχανικής αρχαιολογίας και των υπηρεσιών συντήρησης μνημείων. Η σχέση μεταξύ των δύο τομέων είναι παρόμοια με εκείνη μεταξύ αρχαιολογίας και ιστορίας της τέχνης από τη μία πλευρά και της συντήρησης μνημείων από την άλλη. Η αρχαιολογία και η ιστορία της τέχνης είναι επιστημονικοί κλάδοι, η συντήρηση των μνημείων είναι παρεπόμενο έργο. Στο μεταξύ τα τεχνικά μνημεία αναγνωρίζονται και θεωρούνται άξια προστασίας σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης. Πρέπει όμως να ομολογηθεί ότι οι αρμόδιοι, επειδή απέκτησαν την παιδεία τους σε πανεπιστημιακά ιδρύματα με κατεύθυνση προς την ιστορία της τέχνης ή της αρχιτεκτονικής, πολύ σπάνια ασχολούνται όσο πρέπει με τα τεχνικά μνημεία, όταν προκύψει μία συγκεκριμένη πρακτική περίπτωση. Δείχνουν επίσης και κάποια διστακτικότητα μπροστά σ' αυτό το είδος μνημείων για το οποίο δεν αισθάνονται «αρμόδιοι». Έτσι συμβαίνει κάποιες υπηρεσίες να αντιμετωπίζουν τα τεχνικά μνημεία με επιφύλαξη. Αλλά και η ευαισθησία της κοινής γνώμης δεν έχει φτάσει στον ίδιο βαθμό με αυτήν που υπάρχει για τα παραδοσιακά είδη μνημείων συνήθως αφυπνίζεται όταν μαζί με το τεχνικό μνημείο κινδυνεύουν να χαθούν και θέσεις εργασίας. Επιπλέον υπάρχουν μερικές βασικές δυσκολίες για τη διατήρηση των τεχνικών μνημείων που οφείλονται στο ότι - τα αντικείμενα, ως επί το πλείστον, οικονομικά δεν είναι χρήσιμα. - η κατάσταση των κτιρίων είναι, κατά κανόνα, κακή και απαιτεί μεγάλες δαπάνες για την αναστήλωση τους, - τα αντικείμενα, κατά κανόνα, βρίσκονται σε χώρους που χρησιμοποιούνται τώρα για διαφορετικούς σκοπούς. Η κατάσταση αυτή αποθαρρύνει τις νέες επενδύσεις, επειδή και η λειτουργία ενός εργοστασιακού χώρου δεν επιτρέπει τη συντήρηση τεχνικών μνημείων, γιατί ανακύπτουν προβλήματα τόσο παραγωγής όσο και ασφάλειας.

Για τους λόγους αυτούς χρειάζεται να εξασφαλιστούν φορείς για τα τεχνικά μνημεία, όπως: - ιδιωτικοί φορείς, - φορείς υπό μορφή συλλόγων, - κοινοτικοί ή κρατικοί φορείς. Εδώ τίθεται το ερώτημα εάν είναι δυνατό να διατηρηθούν όλα τα τεχνικά μνημεία, όπως συμβαίνει με τα καλλιτεχνικά μνημεία Η απάντηση είναι ασφαλώς αρνητική, είναι όμως σαφές ότι δεν αρκεί να διατηρηθούν ορισμένα μόνον από τα πιο εντυπωσιακά τεχνικά μνημεία εθνικής ή διεθνούς σημασίας και να εγκαταλειφθούν όλα τα άλλα που είναι και τα περισσότερα. Ας αναλογιστούμε τι ισχύει για τα μνημεία τέχνης. Κανείς δε θα έκανε σήμερα την ασεβή σκέψη να κατεδαφιστούν οι ρωμανικοί και γοτθικοί ναοί στα χωριά, επειδή και μόνον υπάρχουν οι μεγάλοι καθεδρικοί ναοί που θα αρκούσαν για να γνωρίσουμε το ρωμανικό και το γοτθικό ρυθμό Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κατεδαφίσει ένα παλάτι στην ύπαιθρο, επειδή και μόνο στις Βερσαλλίες και τη Βιέννη υπάρχουν τα μεγαλοπρεπή δείγματα της αυλικής αρχιτεκτονικής μπαρόκ. Για τον ίδιο λόγο είναι σημαντικά και τα μικρότερα τεχνικά μνημεία τοπικού μάλλον ή και περιφερειακού ενδιαφέροντος. Πρέπει να ερευνηθούν, να αξιολογηθούν και κατόπιν να αποφασιστεί αν θέλουμε ή αν μπορούμε να τα διατηρήσουμε. Θα πρέπει να γνωρίζουμε τη θέση και την «αξία» τους μέσα σε μια σειρά συγκρίσιμων μνημείων, και αυτό είναι έργο της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Το να βρεθεί η νέα χρήση του μνημείου και οι δομικές ή κατασκευαστικές αλλαγές που απαιτούνται χωρίς αυτό να καταστραφεί ή να «απαξιωθεί» είναι το κύριο έργο της Υπηρεσίας Προστασίας των Μνημείων, μολονότι θα πρέπει και πάλι να ομολογήσουμε ότι είναι πολύ δύσκολος ο αυστηρός διαχωρισμός των δύο τομέων αρμοδιότητας, επειδή τα πρόσωπα που ασχολούνται με τέτοιες περιπτώσεις είναι σχεδόν πάντα αρμόδια και για τους δύο τομείς. Εάν συνοψίσουμε τις δραστηριότητες των παρελθόντων ετών, θα διαπιστώσουμε ότι οι προσπάθειες για τα τεχνικά μνημεία έχουν γενικά ενταθεί, παρόλο που η άμεση ανάγκη της αντιμετώπισης της ειδικής προβληματικής, που συνδέεται με τη διατήρηση των τεχνικών μνημείων, δεν έγινε ακόμη κοινό κτήμα. Επιπλέον, λείπουν ακόμη οι βάσεις της μεθοδολογίας για την κατανόηση και τη διατύπωση των στόχων της διατήρησης των μνημείων. Παρ ' όλα αυτά ήδη άρχισαν να διαφαίνονται μερικές εξελίξεις, με μεγάλη σημασία για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, μεταξύ των οποίων και κάποιες προτάσεις για τη διατήρηση ορισμένων αντιπροσωπευτικών μνημείων (π.χ. από τον τομέα του χάλυβα και της παραγωγής ενέργειας). Η γενική κατάσταση πάντως σκιάζεται από την οικονομική κρίση που επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής και πλήττει ιδιαίτερα σκληρά τη συντήρηση των μνημείων. Στα πλαίσια αυτά, επομένως, δύσκολα μπορεί να γίνει λόγος για επέκταση των δραστηριοτήτων στα τεχνικά μνημεία, επειδή τα καλλιτεχνικά μνημεία έχουν σαφώς την προτεραιότητα στη συντήρηση και στο ενδιαφέρον των αρμόδιων υπηρεσιών.


Ανακεφαλαίωση

Βιβλιογραφία

Αφετηρία της βιομηχανικής αρχαιολογίας είναι τα τεχνικά μνημεία, δηλ. τα μνημεία της οικονομικής, κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας της τεχνολογίας, από τους τομείς της εξόρυξης και κατεργασίας των πρώτων υλών, του εμπορίου και των συγκοινωνιών, έως τα δίκτυα των οργανισμών κοινής ωφελείας και της αποκομιδής καταλοίπων και απορριμμάτων. Τα μνημεία αυτά είναι πρωτογενείς πηγές πληροφοριών για τη βιομηχανική αρχαιολογία, όπως ακριβώς και τα καλλιτεχνικά μνημεία για την ιστορία της τέχνης ή οι θαμμένες αρχαιότητες για την αρχαιολογία Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να ληφθούν από την έρευνα της βιομηχανικής αρχαιολογίας με τη βοήθεια δευτερευουσών πηγών και μιας διεπιστημονικής μεθόδου έρευνας Ως προς τη σχέση και την αλληλεξάρτηση της βιομηχανικής αρχαιολογίας και της συντήρησης μνημείων: η διατήρηση τεχνικών μνημείων και η βιομηχανική αρχαιολογία είναι επιστημονικοί κλάδοι, ενώ η διατήρηση τεχνικών μνημείων ως έργο της συντήρησης μνημείων είναι παρεπόμενη δραστηριότητα απόλυτα συνδεδεμένη με συγκεκριμένο αντικείμενο. Είναι μία κατάσταση όμοια με εκείνη που επικρατεί σε άλλους επιστημονικούς κλάδους: η ιστορία της τέχνης ασχολείται με τα καλλιτεχνικά μνημεία, αλλά δεν έχει, καταρχήν, ως έργο την προστασία τους. Οι προσπάθειες για τους ορισμούς των βασικών εννοιών του επιστημονικού κλάδου της βιομηχανικής αρχαιολογίας συνεχίζονται δεν έχει διατυπωθεί ακόμη μία γενικά παραδεκτή και ισχύουσα επιστημονική θεωρία. Εντούτοις δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει ότι η βιομηχανική αρχαιολογία έκανε την είσοδο της στη γενική ιστορία. Με τα αποτελέσματα που συνήγαγε, όπως π.χ. στην περιοχή της αρχαιολογίας της ναυσιπλοΐας και των μεταλλείων, μπόρεσε να αποκτήσει επιστημονικές γνώσεις που δε θα ήταν δυνατό να αποκτηθούν μόνο με τις μεθόδους της ιστορίας της τεχνολογίας. Πέρα από αυτά, η βιομηχανική αρχαιολογία και η απασχόληση με τα τεχνικά μνημεία είναι μία συναρπαστική υπόθεση Με τον ταχύ ρυθμό της λεγόμενης προόδου χάνεται συνεχώς «τεχνολογία», πλουτίζεται όμως η ιστορία της. Οι άνθρωποι αποκτούν νέα σχέση με αυτήν και προκύπτει η ανάγκη να διατηρηθούν τα ίχνη του παρελθόντος. Τα τεχνικά μνημεία είναι σημαντικές μαρτυρίες της ιστορίας της πνευματικής και υλικής ανάπτυξης, από τις οποίες θα πρέπει να διατηρηθούν ορισμένα επιλεγμένα παραδείγματα. Δεν πρόκειται για μια συναισθηματική άποψη: μόνον έτσι αναγνωρίζονται και μεταβιβάζονται ως γνώση οι αναπτυξιακές δομές, που θα εξηγούν τη σημερινή θέση μας, θέση επίσης μεταβατική στην ιστορία. Γιατί και οι επόμενες γενεές έχουν το δικαίωμα να γνωρίσουν τον κόσμο της εργασίας των προγόνων τους, για να εκτιμήσουν τη δική τους θέση και να μπορέσουν να διαμορφώσουν τους δικούς τους μελλοντικούς στόχους. Η έρευνα της βιομηχανικής αρχαιολογίας γεννιέται από την ανάγκη να καθορίσουμε την πορεία μας στο μέλλον: όλοι καλούνται να λάβουν μέρος σ' αυτήν.

FICCIM: First International Congress on the Conservation of Industrial Monuments, Transactions, Telford 1975. SICCIM: Second International Congress on the Conservation of Industrial Monuments. Transactions (επιμ. Werner Kroker), Bochum 1978. TICCIM: The Industrial Heritage. The Third International Conference on the Conservation of Industrial Monuments, Στοκχόλμη, 3 τόμ., 1978-1980. FICCIM: Le Partimoine Industriel. 4e Conference Internationale pour l'Etude et la Mise en Valeur du Patrimoine Industriel. Παρίσι 1981. FICCIH: Industrial Heritage 84. The Fifth International Conference on the Conservation of the Industrial Heritage. 2 τόμ., Ουάσιγκτον 1984. TICCIH: The Sixth International Conference on the Conservation of the Industrial Heritage. Βιέννη 1987. Bêcher, "Bernhard" und- Hilla / Conrad, Hans Gunter/Neumann, Eberhard G.: Zeche Zollern 2. Aufbruch zur modernen Industriearchitektur und Technik. Μόναχο 1977 Belhoste, J.P:.Architectures d'usines en Val-deMarne (1822-1939), Παρίσι 1988. Bracegirdle, Brian: The Archaeology of the Industrial Revolution, Λονδίνο 1974. Bollerey, Franziska/Hartmann, Kristina: Wohnen im Revier. 99 Beispiele aus Dortmund, Μόναχο 1975. Buchanan, Angus: The Theory and Practise of Industrial Archaeology, Bath 1968. Buchanan, Angus: Industrial Archaeology in Britain, Harmondsworth 1972. Buchanan, Angus: Industrial Archaeology in Britain, Λονδίνο 1980. Buschor, Ernst: "Begriff und Méthode der Archaologie", στο: Allgemeine Grund-lagen der Archàologie (επιμ. U. Haus-

mann) Μόναχο 1960 (Handbuch der Archàologie). Cossons, Neill: The BP Book of Industrial Archaeology, Λονδίνο - Βανκούβερ 1975. Denkmalpflege in der Bundesrepublik Deutschland. Geschichte - Organisation Aufgaben - Beispiele. Εin Beitrag zum Europàischen Denkmalschutzjahr 1975. Μόναχο 1974. Deutsche Denkmalschutzgesetze (επιμ. W. Bronner), Βόννη 1982 (Schriten-reihe des Deutschen Nationalkomitees fur Denkmalschutz, τόμ. 18). Daumas, Maurice: L' Archéologie Industrielle en France. Παρίσι 1980. Fohl, Axel/Hamm, Manfred: Die Industriegeschichte des Wassers. Dusseldorf 1985. Fohl, Axel/Hamm, Manfred: Sterbende Zechen, Βερολίνο 1983. Freise, Friedrich: Geschichte der Bergbau-und Huttentechnick, Βερολίνο 1908. Glaser, Hermann: Maschinenwelt und Alltagsleben. Industriekultur in Deutschland vom Biedermeier bis zur Weimarer Republik. Frankfurt/Main, 1981. Glaser, Herman/Ruppert, W. / Neudecker, N.: Nurnberg, Fine deutsche Stadt im Maschmenzeitalter, Μόναχο 1980. Haupt, Theodor: Bausteine zur Philosophie der Geschichte des Bergbaus, Λειψία 1865-1867. Hudson, Kenneth: Industrial Archaeology - an Introduction, Λονδίνο 1963. Hudson. Kenneth: Handbook for Industrial Archaeologists, Λονδίνο 1967. Hudson, Kenneth: The Archaeology of Industry, Λονδίνο 1976. Hudson, Kenneth: World Industrial Archaeology. Καίμπριτζ 1979. Konig, Wolfgang: "Zur Geschichte der Erhaltung Technischer Kulturdenkmale in Deutschland", στο: Matschoss/Lind-ner: Technische Kulturdenkmale, Dusseldorf 1984 (Ανατύπωση της έκδοσης 1932. σελ. XXIIIXXVII.


Matschoss Conrad/Lindner Werner: Tech-nische Kulturdenkmale, Μόναχο 1932. Niethammer, Lutz: "Die Menschen ma-chen ihre Geschichte nicht aus freien Stucken, aber sie machen sie selbst". Einladung zu einer Geschichte des Volkes in NordrheimWestfalen, Βερολίνο/Βόννη 1985. Paulinyi, Akos: Industriearchaology -Neue Aspekte der Wirtschaftsund Technikgeschichte, Dortmund 1975. Pazdur, Jan: "Die Hauptprobleme und die Organisation der Forschungen der Geschichte der materiellen Kultur in Volkspolen", στο: Jahrbuch fur Wirt-schaftsgeschichte 1965, o. 201 κ.ε. Pittioni, Richard: Studien zur IndustrieArchaologie, Teil I: "Wesen und Metho-den der Industrie-Archàologie", στο: Anzeiger der Phil-Hist-Klasse der Oster-reichischen Akademie der Wissenschaf-ten 1968, Sonderheft 7, σ. 123 κ.ε. Ruppert, Wolfgang: Lebensgeschichten. Zur deutschen Sozialgeschichte 1850-1950 (επιμ. Centrum Industriekultur Nurnberg), Νυρεμβέργη 1980. Slotta, Rainer: Technische Denkmaler in der Bundesrepublik Deutschland, 6 τόμ., Bochum 1975-1988. Slotta, Rainer: Einfuhrung in die Industriearchàologie, Darmstadt 1982. Slotta, Rainer: "Zur Situation der Pflege Technischer Denkmaler und der Industriearchàologie in der Bundesrepublik Deutschland", στο: Deutsche Kunst und Denkmalpflege 1984, o. 127 κ.ε. Technikgeschichte. Beitràge zur Geschichte der Technik und Industrie. 1.1909-21, 1932; και εν συνεχεία ως Zeitschrift Technikgeschichte 22, 1933-30, 1941 και 31, 1965- σήμερα. Troitzsch, Ulrich/Wohlauf, Gabriele, (επιμ): Technikgeschichte, Frankfurt/Main 1980 Wagenbreth, Otfried/Wàchtler, Eberhard: Technische Denkmale in der Deutschen Demokratischen Republik, Βερολίνο 1973' και 1978'. Wagenbreth, Otfried/Wachtler, Eberhard: Technische Denkmale in der Deutschen Demokratischen Republik, Λειψία 1983. Weber, Wolfhard: "Von der Industrie-archàologie uber das Industrielle Erbe zur Industriekultur. Uberlegungen zum Thema einer handlungsorientierten Technikhistorie", στο: Technikgeschichte (επιμ. U. Troitzsch/G. Wohlauf), Frankfurt/Main 1980. Weisgerber, Gerd: "Beobachtungen zum alten Kupferbergbau im Sultanat Oman", στο: Der Anschnitt, 1977. Weisgerber, Gerd: "Bergbauarchàologie als Industriearchaologie", στο: SICCIM, 1978. σ. 176-184. Wilsdorf, Helmut: "Aspekte der Montanethnographie, zugleich Ruckblick auf die Montanarchaologie", στο: Deutsches Jahrbuch fur Volkskunde 10, 1964, o. 54-71. Μετάφραση: Β ΚΑΤΡΑΝΑΣ

Η ΜΟΝΙΜΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ To 1986, όταν το τότε ονομαζόμενο Κοινωφελές Ίδρυμα ΕΤΒΑ άρχισε να επαναδραστηριοποιείται σε νέες βάσεις με ευρύτερους επιστημονικούς και πολιτιστικούς στόχους, είχε στην κατοχή του ένα διώροφο αρχοντικό στο Σουφλί, δωρεά (1981) των ιδιοκτητών του (Μαρία Κουρτίδη-Πάστρα, Ανδρέας Πάστρας, Δέσποινα Πάστρα). Σε αυτό στεγαζόταν από το 1985 μία προσωρινή έκθεση για το μετάξι και άλλες μικρές συλλογές. Στο νέο πρόγραμμα του Ιδρύματος εντάχθηκε η δημιουργία μιας νέας μόνιμης έκθεσης για το μετάξι σε αυτό και η αναγκαία για την οργάνωση της έκθεσης έρευνα για τη σηροτροφία και τη μεταξουργία στο Σουφλί (19ος-20ός αι.). Ως σκοπός της νέας έκθεσης είχε οριστεί η παρουσίαση μιας σημαντικής παραδοσιακής παραγωγικής και μεταποιητικής διαδικασίας του ελλαδικού χώρου. Η οργάνωση της νέας μόνιμης έκθεσης στο Σουφλί δεν υπαγορεύτηκε από την ύπαρξη του ιδιόκτητου αρχοντικού, αλλά από το γεγονός ότι το Σουφλί ήταν τότε σημαντικό σηροτροφικό κέντρο. Το ερευνητικό πρόγραμμα άρχισε με τη συγκρότηση μιας Ομάδας Έρευνας η οποία αποτελείτο από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων: εθνολόγο (Α. Οικονόμου), οικονομικό ιστορικό (Μιχ. Ρηγίνο), αρχιτέκτονα (Π. Γκαγκούλια), μουσειολόγο (Στ. Παπαδόπουλο) και βυζαντινολόγο (Ασπ. Λούβη) υπό τη διεύθυνση του εθνολόγου-μουσειολόγου Στ. Παπαδόπουλου. Η έρευνα και η μελέτη του θέματος απαιτούσε μία πολύπλευρη και διεπιστημονική προσέγγιση. Η συλλογή του αναγκαίου πληροφοριακού και παραστατικού υλικού πραγματοποιήθηκε με βιβλιογραφική και αρχειακή έρευνα, ιδιαίτερα στα τοπικά αρχεία, και, κατά κύριο λόγο, με επιτόπια έρευνα'. Το πληροφοριακό υλικό που προέκυψε από τις παράλληλες έρευνες, πλούσιο και αξιόλογο, έγινε αντικείμενο πολλών συζητήσεων μεταξύ των μελών της Ομάδας Έρευνας. Από αυτές προέκυψε το μουσειογραφικό πρόγραμμα και επιλέχθηκε το σχετικό τεκμηριωτικό υλικό της έκθεσης. Το παραστατικό υλικό προήλθε, στο μεγαλύτερο του μέρος, από την ειδική φωτογράφηση που έγινε κατά τις ημέρες της επιτόπιας έρευνας (φωτογράφος Γρηγόρης Μπιστίνας), αλλά αναζητήθηκε και σε άλλες πηγές στην Ελλάδα και το εξωτερικό (μουσεία, βιβλιοθήκες). Με το εκθεσιακό υλικό (κείμενα, υπότιτλοι, φωτογραφίες, μουσειακά αντικείμενα) συντάχθηκε η Μουσειολογική-Μουσειογραφική Μελέτη που αποτέλεσε τον οδηγό για την οργάνωση της έκθεσης. Η δεύτερη φάση εργασίας ήταν η υλοποίηση της Μουσειολογικής Μελέτης με τη διαμόρφωση του ισόγειου χώρου οε εκθεσιακό και την παρουσίαση του επιλεγέντος εκθεσιακού υλικού. Ο χώρος αποτέλεσε βασικό θέμα προβληματισμού της Ομάδας Εργασίας, που τώρα αποτελείτο από το μουσειολόγο (Στ. Παπαδόπουλο), την αρχιτέκτονα (Π. Γκαγκούλια), την εθνολόγο (Α. Οικονόμου) και εμπλουτίστηκε με εξωτερικούς συνεργάτες : τον αρχιτέκτονα - σκηνογράφο Απ.

Βέττα, τον τεχνίτη-κατασκευαστή Δημ. Παναγιωτόπουλο, τον γραφίστα Ι. Κωστόπουλο (που έκαμε τους χάρτες), το φωτογράφο Κ. Πασχαλίδη που παρήγαγε τις εκθετικές επιφάνειες (φωτογραφίες και κείμενα). Βασική αρχή που επικράτησε ήταν να χρησιμοποιηθεί μόνον ο ισόγειος χώρος, που με ελάχιστες επεμβάσεις (π.χ. αποξήλωση του πρόσθετου ξύλινου παταριού, χρωματισμό των τοίχων σε ηπιότερους τόνους) διατήρησε την αυθεντική εικόνα, με τα ξύλινα δοκάρια και την ξύλινη οροφή, ενός παλαιού κελαριού: σεβασμός στην παραδοσιακή μορφή του χώρου αλλά και δημιουργία ενός εκθεσιακού χώρου σύμφωνα με τις σύγχρονες προδιαγραφές. Με διακριτικότητα έγιναν οι εργασίες υγρομόνωσης του χώρου, ηλεκτρολογικής εγκατάστασης που να καλύπτει όλες τις προβλεπόμενες ανάγκες (θέρμανση, αφύ-γρανση πυρανίχνευση κ ά ). ελαιοχρωυατι-

ομοι των τοίχων και των κουφωμάτων. Τη διαμόρφωση του χώρου ακολούθησε η κατασκευή και η διάταξη στο χώρο των φερόντων στοιχείων, δηλ. των πινακίδων και των προθηκών. Οι πινακίδες, ειδικά κατασκευασμένες για την έκθεση, περιτρέχουν το χώρο και παρέχουν στους επισκέπτες (που δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 25-30 άτομα) τη δυνατότητα να κινηθούν ελεύθερα και να σταθούν όσο θέλουν μπροστά στην κάθε εκθετική μονάδα. Πολλά και ποικίλα τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της οργάνωσης της έκθεσης. Το βασικότερο ίσως ήταν ο συντονισμός των συνεργατών. Άριστοι και εξειδικευμένοι στο αντικείμενο τους έπρεπε να «μυηθούν» στη μουσειολογική αντίληψη 1. Βλ. Α. Οικονόμου. «Η σηροτροφία στο Σουφλί», περ Τεχνολογία, τχ. 2. ο. 9-10.


και πρακτική για να προσφέρουν τις γνώσεις και την πείρα τους στην καλύτερη αξιοποίηση του εκθεσιακού υλικού. Στην πορεία της οργάνωσης της έκθεσης έγιναν οι αναγκαίες βελτιώσεις στις τελικές διαστάσεις του παραστατικού υλικού, που αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος του εκθεσιακού υλικού και των κειμένων, υποτίτλων και επιτίτλων με γνώμονα την αρτιότερη, λειτουργική και αισθητική, παρουσίασή τους. Το δυδιάστατο εκθετικό υλικό συμπληρώ νουν τρισδιάστατα αντικείμενα που υπήρχαν ήδη στο χώρο ή αναζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας: παραδοσιακά εργαλεία, που χρησιμοποιούνταν στη σηροτροφία και μεταξουργία, τα οποία εντάχθηκαν στις αντίστοιχες θεματικές ενότητες. Η οργάνωση και η παρουσίαση του εκθεσιακού υλικού έγινε σε τέσσερις εκθετικές ενότητες που αποτελούνται από 45 συνολικά εκθετικές μονάδες. Κάθε εκθετικής ενότητας προτάσσεται ένα γενικό εισαγωγικό κείμενο, κατατοπιστικό για το περιεχόμενο της ενότητας που ακολουθεί. Η πρώτη εκθετική ενότητα παρουσιάζει διαχρονικά την ιστορία του μεταξιού που ξεκινάει από τη μακρινή Κίνα το 2640 π. Χ. περίπου και συνεχίζει με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, όπου το μετάξι γίνεται γνωστό με τις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου (4ος π.Χ. αι.). Σημαντικό σταθμό στην ιστορία της παραγωγής του μεταξιού αποτελεί το Βυζάντιο με την κοινοποίηση του μυστικού της σηροτροφίας τον 6ο μ.Χ. αι. Πολύ αργότερα, η καλλιέργεια και επεξεργασία του μεταξιού απλώνεται κυρίως στη Γαλλία και στην Ιταλία (Λυών, Μιλάνο, Βενετία, Τουρ, Αβινιόν κ.ά.). Στον ελλαδικό χώρο, που ευνοεί την καλλιέργεια της μουριάς, απλώνεται η σηροτροφία από το Μωριά ως τη Θράκη και αναπτύσσονται αξιόλογα σηροτροφικά και μεταξουργικά κέντρα (Μυστράς, Καλαμάτα, Αγια, Ζαγορά, Έδεσσα, Γουμένισσα, Σουφλί).

σε βιομηχανικό επίπεδο. Η παράλληλη παράθεση φωτογραφιών, σχεδίων και πληροφοριών από την παραδοσιακή και τη βιομηχανική επεξεργασία δίνουν ανάγλυφη την εικόνα των αλλαγών και παρέχουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη για εξαγωγή συμπερασμάτων. Ολες, πάντως, οι διαδικασίες που μεσολαβούν από το κουκούλι ως το μεταξωτό ύφασμα, τόσο στην παραδοσιακή όσο και στη σύγχρονη επεξεργασία, παραμένουν οι ίδιες. Η τέταρτη εκθετική ενότητα δίνει συνοπτικά την εικόνα της σηροτροφικής και μεταξουργικής Ελλάδας του 19ου - αρχών του 20ού αι. και, εκτενέστερα, της ζωής στο Σουφλί, που ήταν σημαντικό σηροτροφικό κέντρο εκείνη την περίοδο. Τα ερείπια μεγάλων μεταξουργείων (Αζαρία και Πάπου, Τζίβρε) επιβεβαιώνουν την ακμή της μεταξοβιομηχανίας στο Σουφλί στις αρχές του 20ού αι. Η παρουσίαση του εκθετικού υλικού στην ενότητα αυτή γίνεται με ιστορικό φωτογραφικό υλικό απ' όλη την Ελλάδα, με χάρτες και διαγράμματα που δείχνουν τη θέση των σηροτροφικών-μεταξουργικών κέντρων καθώς και τα ποσοτικά μεγέθη της παραγωγής τους. Το πρόγραμμα της έκθεσης σχεδιάστηκε για να κατατοπίζει με τρόπο προσιτό το ευρύ κοινό αλλά και το απαιτητικό επιστημονικό κοινό. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η παραγωγή και η επεξεργασία του κουκουλιού προσφέρεται ως θέμα για τη δημιουργία ειδικών προγραμμάτων, με οπτικοακουστικά συστήματα και προβολή ταινιών στα παιδιά. Την έκθεση συμπληρώνει η έκδοση ενός τριπτύχου-αφίσας με κατατοπιστικά συνοπτικά κείμενα, στη μία όψη, για την έκθεση γενικά και τις θεματικές της ενότητες και, στην άλλη, μια «φυμιστή» ποδιά, ένα από τα αριστουργήματα της σουφλιώτικης λαϊκής τέχνης, μαζί με φύλλα μουριάς και κουκούλια ως θέμα της αφίσας.

Η δεύτερη εκθετική ενότητα παρουσιάζει αναλυτικά τα διάφορα στάδια της εκτροφής των μεταξοσκωλήκων: από την παραγωγή του μεταξόσπορου ως την απόπνιξη των κουκουλιών. Η παρουσίαση του σηροτροφικού κύκλου, όπως αυτός ερευνήθηκε και καταγράφηκε στο Σουφλί, γίνεται με αναλυτική παράθεση φωτογραφιών και σχεδίων. Η εκθετική παρουσίαση ολοκληρώνεται με τρισδιάστατα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν κατά την εκτροφή. Η σηροτροφία στο Σουφλί βασίζεται ως σήμερα στην οικογενειακή εργασία, και οι παραδοσιακές τεχνικές που χρησιμοποιούνται έχουν ελάχιστα τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί από σύγχρονες τεχνικές (ιδιαίτερα στην παραγωγή και εκκόλαψη του σπόρου και στην απόπνιξη των κουκουλιών). Η τρίτη εκθετική ενότητα ξεκινάει με την αναπήνιση, δηλ. το ξετύλιγμα της μεταξωτής κλωστής, και φθάνει ως την ύφανση και τη χρήση των μεταξωτών υφασμάτων. Σε αυτή την ενότητα γίνεται αντιπαράθεση των παραδοσιακών με τις σύγχρονες, βιομηχανικές, τεχνικές. Σήμερα η επεξεργασία του μεταξιού έχει περάσει σχεδόν ολοκληρωτικά

Γενική άποψη της έκθεσης.

Προβιομηχανικό σύστημα αναπήνισης του μεταξιού.

Η παρουσίαση της σηροτροφιας-μεταξουργίας στο Σουφλί και η δημιουργία της μόνιμης έκθεσης γι' αυτήν θα ολοκληρωθεί με την έκδοση ενός συλλογικού τόμου, που θα περιλαμβάνει τόσο το πλούσιο υλικό που συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια των ερευνών όσο και τον τρόπο που αυτό αξιοποιήθηκε στην έκθεση. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ

Το Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 1990 εγκαινιάστηκε από το Διοικητή της ΕΤΒΑ κ. Κων. Γ. Δρακάτο η «Μόνιμη έκθεση για το μετάξι» στο Σουφλί. Η έκθεση αυτή είναι καρπός τρίχρονης προσπάθειας του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ σε συνεργασία με το Δήμο Σουφλίου. Παρά τις αντίξοες συνθήκες (απεργίες των μέσων μεταφοράς, κακές καιρικές συνθήκες) η συμμετοχή του κόσμου υπήρξε σημαντική. Παραβρέθηκαν ο Γ. Γραμματέας του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης κ. Γ. Τσαλουχίδης, ο Γ. Γραμματέας του EOT κ. Π. Σαμπανίδης, ο έλληνας πρόξενος της Ανδριανούπολης κ. Δ. Άννινος, βουλευτές της περιοχής, οι αρχές του νομού, οι τοπικές αρχές και πλήθος Σουφλιωτών που τίμησαν αυτή τη γιορταστική ημέρα για την πόλη τους. Οι εντυπώσεις από την ξενάγηση στον εκθεσιακό χώρο, τόσο των επισήμων όσο και των Σουφλιωτών, ήταν άριστες. Όλοι αναγνώρισαν την πολιτιστική σημασία ενός τέτοιου έργου για την παραμελημένη παραμεθόρια περιοχή και ευχήθηκαν να πραγματοποιηθούν και άλλα τέτοια έργα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι τα εγκαίνια της μόνιμης έκθεσης για το μετάξι συμπίπτουν με την οργάνωση εκδηλώσεων από την UNESCO για το ρόλο του μεταξιού στην επικοινωνία των λαών, στις οποίες συμμετέχει και η Ελλάδα. Την έναρξη των εγκαινίων έκανε ο Διοικητής της ΕΤΒΑ κ. Κων. Γ. Δρακάτος. Στη συνέχεια μίλησε ο Δήμαρχος Σουφλίου κ. Π. Φυλλαρίδης, ο οποίος αναφέρθηκε στη σημασία του έργου αυτού για την πολιτιστική και την οικονομική ζωή της πόλης. Κατόπιν μίλησε ο Γ. Γραμματέας του Υπουργείου ΜακεδονίαςΘράκης κ. Γ. Τσαλουχίδης, ο οποίος τόνισε με συντομία τη συμβολή της εγκαινιαζόμενης έκθεσης στην πολιτιστική αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής της Οράκης. Ακολούθησε, τέλος, σύντομη ομιλία του Διευθυντού του ΠΤΙ ΕΤΒΑ κ. Στ. Παπαδόπουλου που αναφέρθηκε στο ιστορικό της πραγματοποίησης αυτής της έκθεσης και στη συμβολή τόσο των επιστημόνων που αποτελούσαν την Ομάδα Εργασίας όσο και των Σουφλιωτών, που η συνεργασία τους υπήρξε πολύτιμη και καθοριστική για την πραγματοποίηση αυτής της έκθεσης. Η μόνιμη έκθεση για το μετάξι στεγάζεται στον ισόγειο χώρο (100 τ.μ.) του Αρχοντικού Κουρτίδη στο Σουφλί. Είναι ανοικτή κάθε εργάσιμη ημέρα από τις 8.00 έως τις 15.30 (προσωρινό ωράριο). Τηλ. (0554) 23-700.

Ο λόγος του κ. Κων. Γ. Δρακάτου, π. Προέδρου του Δ.Σ. του ΠΤΙ ΕΤΒΑ Κυρίες και Κύριοι, Ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως σας καλωσορίζω σήμερα στα εγκαίνια της «Μόνιμης έκθεσης για το μετάξι» στο Αρχοντικό Κουρτίδη, που οργανώθηκε με την επιστημονική ευθύνη του Ιδρύματος και τη συνεπιχορήγηση του Δήμου Σουφλίου. Το 'Ιδρυμα, ο Δήμος και όλοι όσοι συμμετέχουμε σήμερα στη γιορτή του Σουφλίου, στη γιορτή του μεταξιού, οφείλουμε καταρχήν να αποτίσουμε φόρο τιμής στη μνήμη του παλαιού ιδιοκτήτη του Αρχοντικού, του Κ. Κουρτίδη, ξεχωριστής πνευματικής φυσιογνωμίας του ελληνισμού της Θράκης. Οφείλουμε επίσης να ευχαριστήσουμε θερμά τους κληρονόμους του, την κόρη του κ. Μαρία Κουρτίδη-Πάστρα και τους κ. Ανδρέα Πάστρα και κ. Δέσποινα Πάστρα, που δώρησαν το Αρχοντικό στην ΕΤΒΑ το 1976, για να γίνει αυτό ακριβώς που εγκαινιάζουμε σήμερα. Η ΕΤΒΑ αναστήλωσε το κτίριο (οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1980) και το δώρησε τον επόμενο χρόνο στο νεοσύστατο τότε Ίδρυμά της. Μόνο όμως μετά την ανάπτυξη της δραστηριότητάς του (1986) έγινε δυνατό να προγραμματιστεί η μακροχρόνια συστηματική έρευνα της παραδοσιακής σηροτροφίας και μεταξουργίας και να μεθοδευτεί η αναγκαία και επίμονη μουσειολογική εργασία, τα αποτελέσματα των οποίων παραδίδονται σήμερα στους Σουφλιώτες αλλά και σε ολόκληρη τη Θράκη. Η δημιουργία τοπικών μουσείων αποτελεί μία από τις κύριες δραστηριότητες του Ιδρύ-

ματος της ΕΤΒΑ: την Τράπεζα και το Ίδρυμα ενδιαφέρουν η έρευνα, διάσωση και αξιοποίηση της προβιομηχανικής και πρώτης βιομηχανικής παράδοσης της χώρας. Το μουσείο αυτό, η διασωστική έρευνα που προηγήθηκε και η έκδοση με τα αποτελέσματα της, που θα κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο, το τεκμηριώνουν. Ένα δεύτερο τοπικό τεχνολογικό μουσείο ετοιμάζεται ήδη στη Δημητσάνα, αφιερωμένο στο νερό, πηγή ζωής και ενέργειας. Τα τεχνολογικά μουσεία είναι έργα μακράς πνοής, μεγάλης δαπάνης, σύγχρονων προδιαγραφών - είναι έργα πρότυπα για τα οποία οι πόλεις που τα δημιουργούν και αξιοποιούν μπορούν να είναι υπερήφανες. Θα πρέπει να συμπληρώσω ότι το Ίδρυμα της ΕΤΒΑ αναπτύσσει παράλληλα και άλλες σημαντικές δραστηριότητες: εκδόσεις και επιστημονικές εκδηλώσεις. Οι εκδόσεις του περιλαμβάνουν πρωτότυπες μονογραφίες, μεταφράσεις κλασικών εργασιών, επανεκδόσεις παλαιών σπάνιων ελληνικών έργων, παιδευτικά έντυπα πλατιάς κυκλοφορίας και το πληροφοριακό δελτίο Τεχνολογία. Μία από τις πρώτες εκδόσεις του είναι, και αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ο πρώτος επιστημονικός περιηγητικός οδηγός για τη Οράκη που εκδόθηκε στα ελληνικά. Κυκλοφόρησε ήδη -με τη συνεργασία του EOT και του ΕΟΜΜΕΧ- στην ελληνική και αγγλική σε 25.000 αντίτυπα, ενώ προετοιμάζεται η έκδοση του στη γαλλική και προγραμματίζεται στη γερμανική. Είναι μία έκδοση που κάλυψε ένα μεγάλο κενό. Αλλά και οι επιστημονικές εκδηλώσεις του Ιδρύματος προχωρούν πολύ ικανοποιητικά: τριήμερο εργασίας για την ιστορία των νεοελληνικών τεχνικών στην Πάτρα το 1988, για την ιστορία του ελληνικού κρασιού στη Σαντορίνη φέτος. Πραγματοποιούνται επίσης


συστηματικά και συμμετοχές στις επιστημονικές εκδηλώσεις που οργανώνονται από άλλους σημαντικούς φορείς. Αναφέρω ενδεικτικά ότι η «Μόνιμη έκθεση για το μετάξι», που εγκαινιάζουμε σήμερα, θα παρουσιαστεί με διάλεξη στην Ημερίδα που έχει ως θέμα τις «Πολιτιστικές και εμπορικές ανταλλαγές ανάμεσα στην Ανατολή και τον Ελληνικό Κόσμο», και οργανώνεται στο πλαίσιο του προγράμματος της UNESCO στην Αθήνα, στις 27 Οκτωβρίου. Σας έδωσα με συντομία μία εικόνα του Ιδρύματος και τεκμήρια του συνεχούς ενδιαφέροντός του για τη Θράκη σε κάθε τομέα της δραστηριότητάς του. Η ΕΤΒΑ είναι παρούσα εδώ, τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτιστικό τομέα. Και θα συνεχίσει να είναι παρούσα και αποτελεσματική.

Ο λόγος του κ. Στ. Παπαδόπουλου, διευθυντού του ΠΤΙ ΕΤΒΑ Η μόνιμη έκθεση για το μετάξι, που εγκαινιάζουμε σήμερα εδώ, είναι η πρώτη συστηματικού παιδευτικού χαρακτήρα της χώρας μας στον τομέα της προβιομηχανικής τεχνολογίας. Είναι καρπός τριετούς εργασίας ομάδας ειδικών. Αποτελεί ένα πρότυπο για τον τρόπο που πρέπει να οργανώνεται επιστημονικά (δηλ. χωρίς τους συνήθεις αυτοσχεδιασμούς και τις προχειρότητες) μία έκθεση. Επιδιώξαμε να αποτελέσει ταυτόχρονα ένα έργο καλού γούστου, έναν πόλο έλξης, ένα σταθμό παιδείας και ψυχαγωγίας για Έλληνες και ξένους. Επιδιώξαμε να διασώσουμε και να απογράψουμε την προβιομηχανική παράδοση της σηροτροφίας και της μεταξουργίας που αναπτύχθηκε και ανέπτυξε το Σουφλί, το θαύμα του μεταξοσκώληκα αλλά και τα θαύματά του (κτίρια, πλούτο, αστική παράδοση), που είναι ακόμη αισθητά γύρω μας. Στο έργο που εγκαινιάζουμε σήμερα συνεργάστηκαν η κ. Ανδρομάχη Οικονόμου, εθνολόγος, η Σουφλιώτισσα Παναγιώτα Γκαγκούλια, αρχιτέκτων, ο ιστορικός Μιχάλης Ρηγίνος, ο αρχιτέκτων-σκηνογράφος Απόστολος Βέττας, ο φωτογράφος Γρηγόρης Μπιστίνας, το φωτογραφικό εργαστήριο Κ. Πασχαλίδη και δεκάδες Σουφλιώτες και Σουφλιώτισσες που μας βοήθησαν με τη σοφία τους. Τα ονόματά τους απογράφονται στην πινακίδα της εισόδου και οι ευχαριστίες μας είναι θερμές προς όλους. Ο τόμος που θα ακολουθήσει θα παρουσιάσει αναλυτικά το τι διασώθηκε και το πώς δουλέψαμε. Ευελπιστούμε και ευχόμαστε ο Δήμος Σουφλίου, που θα αναλάβει σε λίγο τη φροντίδα του, όχι μόνο να το κρατήσει όπως του το παραδίδουμε αλλά και να το αξιοποιήσει εντατικά στα πλαίσια των πολιτισμικών του δραστηριοτήτων. Ευελπιστούμε και ευχόμαστε... Ευχαριστούμε όλους εσάς που ήρθατε σήμερα στη γιορτή του Σουφλίου και του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ. Και σας καλούμε να γνωρίσετε το Μουσείο μας.

ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΕΝ ΔΗΜΗΤΣΑΝΗ Πριν δύο χρόνια το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ άρχισε την υλοποίηση ενός σημαντικού προγράμματος: να μετατρέψει το χώρο των ερειπωμένων υδρομυλικών εγκαταστάσεων της πηγής του ΆηΤιάννη στη Δημητσάνα σε Υπαίθριο Μουσείο για το Νερό. Στη γραφική αυτή περιοχή, τα κτίρια ενός αλευρόμυλου και ενός μπαρουτόμυλου, που ανήκαν στη μονή Αιμυαλούς, είχαν παραχωρηθεί για το σκοπό αυτόν στο Ίδρυμα της ΕΤΒΑ, και ένα βυρσοδεψείο, που παρεμβαλλόταν ανάμεσα τους, απαλλοτριώνεται φέτος. Το 1987 έγινε η προμελέτη του Μουσείου, που υποβλήθηκε στην ΕΟΚ το 1988 και πέτυχε επιχορήγηση 12.000.000 δρχ. Η οριστική μελέτη εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, και. παράλληλα, ο χώρος του Μουσείου κηρύχθηκε, με υπουργική απόφαση, διατηρητέος με ζώνη προστασίας 30 μέτρων γύρω του. Μετά τη δημοπράτηση του έργου (1989), άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες των οποίων η ολοκλήρωση προβλέπεται για το τέλος Ιουνίου 1991. θα έχουν έως τότε δαπανηθεί 40.000.000 δρχ. περίπου. Φέτος προγραμματίζεται επίσης η αποκατάσταση των μηχανικών και εργαλειακών εξοπλισμών των δύο εργαστηρίων, της νεροτριβής και του μύλου του αλευρόμυλου καθώς και του μύλου του μπαρουτόμυλου. θα ακολουθήσει η μουσειολογική αξιοποίηση του χώρου με βάση ειδική μελέτη που θα συνταχθεί επίσης μέσα στο χρόνο αυτόν. Παράλληλα, και αφού τελειώσει η χρονοβόρα διαδικασία της απαλλοτρίωοης, θα προχωρήσει η μελέτη επέκτασης του Μουσείου στο χώρο του βυρσοδεψείου για

Κιόσκι Β από το Μουσείο Υδροκίνησης στη

να ενοποιηθεί μουσειακά ο χώρος των υδροκίνητων εργαστηρίων. Η μοναδικότητα του Μουσείου αυτού στην Ελλάδα, η ανάδειξη της κοινωνικο-ιοτορικής διάστασης του ρόλου της Δημητσάνας και της ευρύτερης περιοχής της Γορτυνίας σε αυτό καθώς και η δημιουργία του σ' ένα χωριό που καθημερινά φθίνει, καθιστούν το έργο πολυδιάστατα σημαντικό. Η προσπάθεια που γίνεται από το ολιγομελές προσωπικό του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ για να προχωρήσει είναι τεράστια. Πρέπει να ξεπεραστούν η αντιφάσκουσα και αυτοαναιρούμενη γραφειοκρατία, οι εγγενείς ανεπάρκειες στους τομείς προσφοράς υψηλής ποιότητας υπηρεσιών αλλά και κατανόησης και αποδοχής των προσφερομένων, οι αδυναμίες εκτίμησης των καινοτομιών ακόμη και όταν αυτές παρέχονται έτοιμες, σε υψηλό επίπεδο, δωρεάν. Ο απολογισμός της ως τώρα προσπάθειας δίνει την ελπίδα ότι τελικά οι δυσχέρειες αυτές θα υπερπηδηθούν με μεγάλο μόχθο: την ελπίδα, γιατί οι δυσχέρειες και οι πικρίες είναι πολλές στο τραχύ αυτό έργο της προσφοράς ενός υψηλού πολιτισμικού αγαθού σε ένα ηρωικό παλιά χωριό που σήμερα φθίνει και στον τρόπο αντιμετώπισης του από τους ντόπιους. Το Ίδρυμα προσπάθησε να εξηγήσει τη μεγάλη οικονομική και παιδευτική σημασία του: έγινε έκθεση, έγινε γιορτή, έγιναν ομιλίες για τη σκοπιμότητα του, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΗΜΗΤΣΑΝΙΤΕΣ το μέγεθος της προσφοράς. Φαίνεται όμως ότι ελάχιστοι θέλησαν να κατανοήσουν τη σημασία του μεγάλου αυτού έργου που προσφέρεται ΔΩΡΕΑΝ στο χωριό. Αυτοί οι ελάχιστοι -και ανάμε-


σά τους ο σημερινός Πρόεδρος της Κοινότητας κ. Σπ. Μαλεβίτης- προσπαθούν να βοηθήσουν στην πρόοδο των εργασιών, «το κατά δύναμιν», μέσα στις γενικές αρνητικές συνθήκες. Κάποτε ίσως οι υπόλοιποι κατανοήσουν την προσφορά τους... Η μεγάλη πλειοψηφία παραμένει σιωπηρή, θα έλεγε κανείς αδιάφορη. Παρατηρεί από μακριά, δεν παίρνει θέση. Δε δρα, δεν αντιδρά, δεν επικρίνει τους καταστροφείς (βλ. παρακάτω). Αναρωτιέται κανείς τι περιμένει: το σβήσιμο του χωριού, που προδιαγράφεται σχεδόν βέβαιο από τη δημογραφική του εξέλιξη; Τη διακοπή των εργασιών από τις δημιουργημένες τοπικά δυσχέρειες; Υπάρχει όμως και η μικρή αρνητική μειοψηφία που παροχετεύει τη ροή του νεοού καταστρέφοντας τα υπό κατασκευήν

κτίσματα, που κλέβει τον υπάρχοντα εργα-λειακό εξοπλισμό, που λιθοβολεί τις πινακίδες του έργου, που παρεμποδίζει τις εργασίες.. . Για όσους προσπαθούν να προχωρήσει το έργο η ΠΙΚΡΑ από την κατάσταση αυτή ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ. Αναρωτιόματε: τι θέλει επιτέλους η Δημητσάνα; Τι θέλει η ελληνική επαρχία που συνήθως παραπονιέται για εγκατάλειψη; Γιατί αυτή η απαράδεκτη στάση απέναντι στην προσφορά ενός τόσο σημαντικού έργου, σε καιρούς μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολους; Ποιες άλλες προοπτικές επιβίωσης του οικισμού πιστεύουν οι κάτοικοι του ότι θα υπάρξουν στο μέλλον, όταν επιτρέπουν οε μια μειοψηφία να δημιουργεί μια τόσο αρνητική εικόνα για τον τόπο τους; Πιστεύουμε ακόμη ότι το Μουσείο θα γίνει και θα παραδοθεί στην Κοινότητα για την

προβολή της Δημητσάνας, την οικονομική ενίσχυση του ξεχασμένου χωριού, την τουριστική ανάπτυξη του τόπου. Και προσδοκούμε ότι οι Δημητσανίτες θα αλλάξουν στάση απέναντι στο έργο. θα βοηθήσουν στην πρόοδο του. Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο το ότι η Αδελφότητα υιοθετεί το έργο (Εφημ. Δημητσάνα, αρ. φύλλου 137, Φεβρουάριος 1991, σ. 7). Το έργο άλλωστε γίνεται από το Ίδρυμα για την Κοινότητα... Το έργο όμως θα προχωρούσε αναμφισβήτητα με πολύ λιγότερες πικρίες, αν η Αδελφότητα επηρέαζε τους αδελφούς της, μοιραζόταν με αυτούς το ενδιαφέρον που δείχνει ότι έχει για το έργο.

ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ λειτουργεί στις νέες του εγκαταστάσεις Δώδεκα χρόνια μετά την ίδρυση του, το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης απέκτησε μόνιμη στέγη. Από τον Οκτώβριο του 1989 στεγάζεται και λειτουργεί στο κτίριο αρ. 47, της Βιομηχανικής Περιοχής Θεσσαλονίκης, της γνωστής ΒΙΠΕΘ ΕΤΒΑ. Για δέκα χρόνια το Μουσείο στεγαζόταν «προσωρινά» σε χώρο 500 τ.μ. που είχε διαθέσει -καταρχήν για δύο χρόνια- η Εταιρεία ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ ΚΟΝΣΕΡΝ, ο πρόεδρος της οποίας, κ. Πάρις Τσουκαλάς, είναι από τα ιδρυτικά στελέχη και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου. Στα δέκα αυτά χρόνια το Μουσείο εξελίχθηκε από μία μικρή ερασιτεχνική συλλογή εργαλείων και μηχανημάτων σ ' ένα σημαντικό εκθετήριο αξιόλογων αντικειμένων, πολλά από τα οποία έχουν το στοιχείο της μοναδικότη-

Μερική άποψη της έκθεσης «Φως και Ενέργεια» του Τεχνικού Μουσείου της Πράγας

τας. Συγχρόνως, δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα «παράλληλων δραστηριοτήτων», με ενημερωτικό, επιμορφωτικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Περισσότερα από 100.000 άτομα -κυρίως μαθητές και σπουδαστές- επισκέφθηκαν το Μουσείο κατά το διάστημα αυτό και/ή παρακολούθησαν τις διάφορες εκδηλώσεις. Έτσι, όταν το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΒΑ. αναγνωρίζοντας τη σημασία των επιδιώξεων και θέλοντας να συμβάλλει στην επιτυχία των προσπαθειών του μοναδικού, στο είδος αυτό, φορέα στη χώρα μας, ενέκρινε το αίτημα για τη χρήση του κτιρίου, το Μουσείο ήταν από κάθε άποψη έτοιμο να αξιοποιήσει την προσφορά. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για τη μεταφορά των εκθεμάτων και των εγκαταστάσεων από το κτίριο της οδού Αχελώου στην καινούργια στέγη του Μουσείου, για τη διευθέτηση των χώρων, την ένταξη πολλών και σημαντικών νέων συσκευών και μηχανημάτων στα διάφορα εκθετήρια και την κατασκευή εξοπλισμού και διατάξεων που ολοκλήρωσαν και εκσυγχρόνισαν την εμφάνιση του νέου εκθεσιακού χώρου. Στις 8 Οκτωβρίου 1989 έγιναν τα εγκαίνια της λειτουργίας του Μουσείου στη νέα του στέγη από τον Υπουργό Δημοσίων Έργων και τέως Δήμαρχο θεσσαλονίκης κ. Σ. Κούβελα. παρουσία του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης κ. Γ. Τσαλουχίδη, του Δημάρχου Θεσσαλονίκης κ. Κ. Κοσμό-πουλου, βουλευτών, του Διοικητή της ΕΤΒΑ κ. Κ. Δρακάτου, πολλών εκπροσώπων αρχών, οργανισμών και φορέων, μελών του Μουσείου και πολλών φίλων και ενδιαφερομένων. Μεταξύ των εκθετηρίων και εκθεμάτων στα οποία ξεναγήθηκαν οι προσκεκλημένοι την ημέρα των εγκαινίων ήταν οι δύο εκθέσεις της βιομηχανικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης (περίοδοι 1870-1912 και 1912-1940). που είχαν μελετήσει και κατασκευάσει για λογαριασμό της ΕΤΒΑ οι αρχιτέκτονες Β. Κολώνας και Ό. Τραγανού-Δεληγιάν-νη, και η έκθεση «Ο Άνθρωπος στο Διάστη-

μα», που είχε διοργανώσει το Τμήμα Κινητών Εκθέσεων του Μουσείου, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τριάντα χρόνων από την πρώτη εκτόξευση δορυφόρου στο διάστημα. Τα νέα εκθέματα περιλαμβάνουν μία πλήρη σειρά μηχανημάτων νηματουργείου, που πρόσφερε η ΕΤΒΑ στο Μουσείο από παλαιό εργοστάσιο νηματουργίας στην Έδεσσα, το εντυπωσιακό πιεστήριο της εφημερίδας Το Φως, που πρόσφερε στο Μουσείο ο επιχειρηματίας κ. Γ. Τόττης, και το αυτοκίνητο Trojan, της εταιρείας Leyland, κατασκευής 1919, που δώρησε στο Μουσείο ο κ. Δ. Ζάννας. Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε την έκθεση «Φως και Ενέργεια» με μεγάλο αριθμό εκπληκτικών αντικειμένων- του Τεχνικού Μουσείου της Πράγας, που με την οικονομική ενίσχυση του Δήμου θεσσαλονίκης ήρθε

Το αυτοκίνητο του 79?9 και. στο βάθος, ο εξώστης με τα ηλεκτρονικά μηχανήματα των πλοίων


στην Ελλάδα στα πλαίσια των Δημητρίων του έτους 1989. Το κτίριο της ΕΤΒΑ που στεγάζει σήμερα το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο κέντρο της Βιομηχανικής Περιοχής, στη Σίνδο, ακριβώς απέναντι από το κτίριο Διοικήσεως της ΒΙΠΕΘ ΕΤΒΑ, στο σημείο που σταματά το λεωφορείο της αστικής γραμμής αρ. 51. Αποτελείται από μία κεντρική αίθουσα διαστάσεων 30x40x6 μ., συνεχόμενη οικοδομή δύο ορόφων συνολικής επιφάνειας 300 τ.μ. και αυλή με βιομηχανικό δάπεδο 300 τ.μ. Στους χώρους αυτούς λειτουργούν σήμερα: αίθουσα προβολών 40 θέσεων, συνεργείο ηλεκτρολογικών και μηχανουργικών εργασιών, εργαστήρι για ηλεκτρονικές εργασίες, γραμματεία, βιβλιοθήκη, ταινιοθήκη και μικρή αποθήκη. Από την έναρξη της λειτουργίας του στο κτίριο της ΕΤΒΑ, το Μουσείο επισκέφθηκαν περισσότεροι από 30.000 μαθητές και σπουδαστές, παρά το γεγονός ότι το εκθετήριο δε λειτουργεί τους χειμερινούς μήνες, γιατί δε βρέθηκαν ακόμη τα χρήματα για την εγκατάσταση συστήματος θέρμανσης. Στο διάστημα αυτό το Μουσείο απέκτησε σημαντικά νέα εκθέματα, μεταξύ των οποίων: ένα αιωρόπτερο τύπου Rogalo, ιατρικά μηχανήματα και εργαλεία (δωρεά του σωματείου «Η Μέριμνα του Παιδιού»), μία «βόμβα κοβαλτίου» για ιατρική χρήση, από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ένα εκθετήριο με εντυπωσιακά ολογράμματα, τη μεγαλύτερη λυχνία πυρακτώσεως (50.000 W), προσφορά της ΔΕΗ, ένα κινητό πλανητάριο τύπου Starlab, με την

Το Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής ιδρύθηκε από την κ. Μπέττυ Ψαροπούλου το Φεβρουάριο του 1988, με πρώτο στόχο τη διάσωση της γνώσης της τέχνης αλλά και των δημιουργημάτων της παραδοσιακής κεραμεικής του τόπου μας. Από τότε, στην οδό Ηπίτου 8, στην Πλάκα, λειτουργεί ένας μουσειακός πυρήνας που προωθεί την έρευνα γύρω από τη νεότερη κεραμεική. Σε ένα χώρο 540 τ.μ στεγάζονται αναπαραστάσεις των βασικότερων τύπων εργαστηρίων κεραμεικής που λειτούργησαν στην Ελλάδα και μία συλλογή 4.000 περίπου χρηστικών αντικειμένων και εργαλείων κεραμεικής που κατασκευάστηκαν στα διάφορα κέντρα παραγωγής της Ελλάδας. Βασικός στόχος του Κέντρου είναι η επιμόρφωση και η στελέχωση του με επιστημονικό δυναμικό, γιατί μόνον έτσι είναι δυνατή η πραγματοποίηση των ευρύτερων προγραμμάτων του, που είναι τα εξής: α. η διάσωση - όσο είναι ακόμη εφικτή - των τεχνικών κατασκευής, β. ο εμπλουτισμός της συλλογής με αντικείμενα -όπου υπάρχουν ακόμη- που κατασκευάστηκαν για χρηστικές καθημερινές

οικονομική ενίσχυση της ΑΣΕ Α.Ε., που λειτούργησε μέσα στο χώρο του Μουσείου αλλά και σε πολλά σχολεία. Τέλος, με τη συνεργασία της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, οργανώθηκε μία τρίμηνη Έκθεση Αγροτικής Τεχνολογίας, και μέχρι το τέλος Ιουνίου 1991 θα λειτουργήσει μία έκθεση των διαδι-

ανάγκες και όχι για διακοσμητικούς και τουριστικούς λόγους. γ. η συλλογή -όσο επίσης σήμερα είναι ακόμη εφικτή- πληροφοριών για τις συνθήκες δουλειάς και παραγωγής των τεχνιτών, και τέλος δ. η δημιουργία ενός κέντρου όπου νέοι τεχνίτες θα εκπαιδεύονται, έτσι ώστε σε πρακτικό -και όχι μόνο θεωρητικό- επίπεδο, να διασωθούν η τεχνική και τα μυστικά της τέχνης των τελευταίων τσουκαλάδων, που τείνουν να εξαφανιστούν. Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι απαιτείται η στελέχωση του Κέντρου με νέους επιστήμονες, διοικητικό προσωπικό αλλά και τεχνίτες για τους οποίους πρέπει να δημιουργηθούν τα απαραίτητα κίνητρα. Ήδη στο Κέντρο απασχολούνται σπουδαστές, που ουσιαστικά συντονίζονται από την κ. Ψαροπούλου με τη βοήθεια μιας διοικητικής υπαλλήλου. Πρόκειται για φοιτητές του αρχαιολογικού κλάδου της Φιλοσοφικής Σχολής, οι οποίοι παρακολουθούν μαθήματα κεραμεικής και φωτογραφίας, και εκ παραλλήλου εργάζονται για την καταλογογράφηση και αρχειοθέτηση των αντικειμένων και την

κασιών παραγωγής και χαρακτηριστικών προϊόντων της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων, που είναι εγκατεστημένη στη Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης

ΜΑΝΟΣ ΙΑΤΡΙΔΗΣ

οργάνωση της βιβλιοθήκης του Κέντρου. Τα μαθήματα κεραμεικής οργανώνονται σε δύο κύκλους. για αρχάριους και για προχωρημένους, και γίνονται σε κατάλληλες αίθουσες της Χ.Ε.Ν. Τα μαθήματα φωτογραφίας έχουν ανάλογη οργάνωση και γίνονται στις αίθουσες του Κέντρου. Παράλληλα, στο Κέντρο λειτουργεί εξειδικευμένη βιβλιοθήκη σχετική με την κεραμεική. η οποία εμπλουτίζεται συνεχώς.


Η πιο σημαντική ίσως από τις δραστηριότητες του Κ.Μ.Ν.Κ. είναι η έρευνα πεδίου που έχει οργανωθεί εδώ και δύο χρόνια από την κ. Ψαροπούλου σ'αυτή παίρνουν μέρος τελειόφοιτοι φοιτητές της Φιλοσοφικής. Μέχρι σήμερα μία ερευνητική ομάδα έχει πραγματοποιήσει τρεις αποστολές στη Λέσβο και έχει καταγράψει τα καμίνια και τα εργαστήρια της περιοχής, από τον Άγιο Στέφανο έως το Μανταμάδο. Οι καρποί της έρευνας αυτής θα δημοσιευτούν σύντομα από το Κέντρο Μία δεύτερη ερευνητική ομάδα ετοιμάζεται να αρχίσει έρευνα πεδίου αυτό το καλοκαίρι στη Ρόδο. Το Κ.Μ.Ν.Κ. είναι ανοικτό στο κοινό από τις 10 το πρωί έως τη 1 το μεσημέρι. Παράλληλα, στο χώρο πραγματοποιούνται οργανωμένες επισκέψεις σχολείων, αλλά και εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Καρπός αυτής της συνεργασίας είναι η ανάληψη από την κ. Ψαροπούλου Εργαστήρι κεραμεικής.

της ευθύνης για την οργάνωση της έκθεσης της Συλλογής Κεραμεικών του Β. Κυριαζοπούλου Η μόνιμη έκθεση θα στεγαστεί στο Τζαμί Τσισταράκη στην πλατεία Μοναστηρα-κίου, που θα ανοίξει και πάλι τις πύλες του στο κοινό ως Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Η προσπάθεια αυτή, που πολλά οφείλει στην κ. Ψαροπούλου, φαίνεται να εκτιμάται δεόντως από αρμόδιους φορείς στο εξωτερικό,δεδομένου ότι το Κ.Μ.Ν.Κ. έχει προταθεί για το Ευρωπαϊκό Βραβείο του Μουσείου της Χρονιάς για το 1991. Θα ήταν χρήσιμη μια αντίστοιχη αναγνώριση και έμπρακτη αρωγή από την ελληνική πολιτεία, προκειμένου το Κ.Μ.Ν.Κ. να συνεχίσει το σοβαρό έργο της προσφοράς του στα ελληνικά πολιτιστικά πράγματα.

ΑΣΠΑΣΙΑ ΛΟΥΒΗ-ΚΙΖΗ

Ο ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΟΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΥΚΟΝΟΥ Το Κοινωφελές Ίδρυμα «Λαογραφική Συλλογή Μυκόνου» ιδρύθηκε το 1958 (Κληροδότημα Κυριαζοπούλου ΦΕΚ 82Α/1958) και συντηρεί στη Μύκονο, σε ιδιόκτητα ακίνητα, τρεις μουσειακές μονάδες. Το Λαογραφικό Μουσείο Μυκόνου, που στεγάζεται σε παραθαλάσσια οικοδομή του 17ου αι., το παραδοσιακό «Σπίτι της Λένας» του 19ου αι. και το Αγροτομουσείο Μυκόνου, που δημιουργήθηκε ύστερα από σχετική απόφαση του Πρώτου «Συμποσίου για τα Λαογραφικά Μουσεία» (Μύκονος 7-9 Σεπτεμβρίου 1984). Θυγατρικό του Ιδρύματος είναι το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Κεραμικής Αθηνών Συλλογών Κυριαζοπούλου (ΦΕΚ Παράρτημα 39/1974). που ανήκει τώρα στο Υπουργείο Πολιτισμού και στεγάζεται στο παλιό Τζαμί Τσισταράκη της πλατείας Μονα-στηρακίου στην Αθήνα. Πυρήνας του Αγροτομουσείου Μυκόνου (τύπου open-air museum), του πρώτου στην Ελλάδα, είναι ο μεγάλος ανεμόμυλος Μπόνη

και η περιοχή του. που δεσπόζουν της Χώρας Μυκόνου. Από τις πιο ανεμώδεις περιοχές της Μεσογείου είναι οι Κυκλάδες, και ιδιαίτερα η Μύκονος, όπου οι ημέρες με απόλυτη άπνοια δεν υπερβαίνουν, κατά μέσο όρο, τις 10 το χρόνο. Επικρατούν πάντα οι βόρειοι άνεμοι Τον Ιούλιο π.χ. οι βόρειοι άνεμοι στο Φάρο Αρμενιστή Μυκόνου καλύπτουν, κατά μέσο όρο, το 86% των περιπτώσεων. Για το λόγο αυτόν η αρχαία ελληνική μυθολογία ήθελε το θεό των ανέμων, τον Αίολο, θρονιασμένο στο απέναντι από τη Μύκονο βουνό Τσικνιάς της Τήνου, να εξαπολύει τους ανέμους των ασκών του κατά τη νοτιότερη Μύκονο. Από πότε στο Αιγαίο έχουν χρησιμοποιήσει την αιολική ενέργεια ως κινητήρια δύναμη δεν είναι γνωστό. Πάντως έχει διαπιστωθεί ότι κατά την τουρκοκρατία, αλλά και κατά το 19ο αι., λειτούργησαν στη Μύκονο 28 ανεμόμυλοι, ενώ για την εξυπηρέτηση της διατροφής των τριών ή τεσσάρων χιλιάδων κατοίκων

του νησιού θα επαρκούσαν τέσσερα ή πέντε από τα ανεμοκίνητα αυτά μηχανήματα. Η υψηλή συχνότητα του ανέμου στη Μύκονο ευνόησε τις εγκαταστάσεις της μεταποιητικής αλυσίδας σιτάρι-αλεύρι-ψωμί σε βιοτεχνικό επίπεδο Η άλεση δημητριακών που έρχονταν με καΐκια από άλλες όχι τόσο ανεμώ-δεις περιοχές, συγκέντρωνε μεγάλες ποσότητες αλεύρι στους μυλωνάδες της Μυκόνου, αφού αυτοί κρατούσαν το 10% για αλεστικά. Το αλεύρι αυτό, που δεν ήταν δυνατό να αναλωθεί στην εγχώρια αγορά, τροφοδοτούσε τη δεύτερη φάση της αλυσίδας, με τη μεταποίησή του σε εξαγώγιμο παξιμάδι στους μεγάλους επαγγελματικούς φούρνους της Χώρας Μυκόνου που έκαιγαν φρύγανα. Το αρτοσκεύασμα αυτό ήταν περιζήτητο από τα διερχόμενα καράβια, γιατί η Μύκονος έτυχε να βρίσκεται επάνω στην πολυσύχναστη γραμμή ναυσιπλοΐας Δ. Μεσογείου-Σμύρνης ή Μαύρης Θάλασσας. Η εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας και του αυτοφυούς φρύ-


γανου στάθηκε για αιώνες σημαντικός πόρος διαβίωσης για τους Μυκονιάτες. Ο ανεμόμυλος της Μυκόνου είναι μια βαριά τριώροφη κυλινδρική οικοδομή. Το υπερυψωμένο ισόγειο χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση και τη ζύγιση του σιτοκρίθαρου, ενώ μία επιτοίχια στενή πέτρινη σκαλίτσα ανεβάζει το φορτωμένο μυλεργάτη στους ορόφους. Στο μεσαίο όροφο, το πατάρι, συγκεντρώνεται το αλεύρι που καταρρέει από τις μυλόπετρες, ενώ στο δεύτερο όροφο λειτουργεί το πανάρχαιο αλεστικό μηχάνημα. Ο ανεμοτροχός. καλύτερα ιστιοτροχός, του ανεμόμυλου του Αγροτομουσείου Μυκόνου έχει 12 ξύλινες αντένες με ισάριθμα τριγωνικά πανιά' η έκταση της ρυθμιζόμενης ανάπτυξης αυτών, κατά τη λειτουργία του μύλου, εξαρτάται από την ταχύτητα του ανέμου. Έχουμε διαπιστώσει ότι ο ανεμόμυλος λειτουργεί με ασφάλεια όταν η ταχύτητα του ανέμου κυμαίνεται από 2 έως 6 μονάδες της ανεμομετρικής κλίμακας Μποφώρ. Με ορμητικότερο άνεμο υπάρχει ο κίνδυνος ζημιών στο μηχάνημα. Ο ανεμοτροχός στρέφει τον ογκώδη ξύλινο άξονα, μήκους 8 μ. και διατομής 32x35 εκ. Αυτός με τη σειρά του περιστρέφει τη μεγάλη κατακόρυφη οδοντωτή ρόδα, τα δόντια της οποίας μπλέκουν στις υποδοχές του επίσης κατακόρυφου άξονα (φαναριού). Στον τελευταίο έχει πακτωθεί η ανώτερη περιστρεφόμενη οριζόντια μυλόπετρα. Η απόσταση μεταξύ της περιστρεφόμενης ανώτερης και της σταθερής κατώτερης μυλόπετρας ρυθμίζεται μ' ένα μικρό μοχλό. Από έναν αναρτημένο στην οροφή δερμάτινο σάκκο, το ταγάρι, ο καρπός διοχετεύεται κατάλληλα στο κέντρο από τις δύο επάλληλες στρογγυλές μυλόπετρες, όπου και συνθλίβεται. Το αλεύρι με την περιστροφή φυγο-κεντρείται στην περιφέρεια του αλεστικού συστήματος, απ' όπου παροχετεύεται στους σάκκους του υποκείμενου παταριού. Ο ρυθμός παροχής καρπού στις μυλόπετρες από το ταγάρι ρυθμίζεται αυτόματα από την ταχύτητα άλεσης, που εξαρτάται από την περιστροφή του ανεμοτροχού. Καθεμιά από τις μυλόπετρες τη συνθέτει ένας αριθμός από ειδικές πέτρες της Μήλου (μηλόπετρες) που τις περισφίγγει κυκλικά και τις συσσωματώνει σιδερένιο στεφάνι. Κατά καιρούς ο μυλωνάς πρέπει να χαρακώνει με καλέμι τις μυλόπετρες. Ο ξύλινος άξονας του μύλου εδράζεται στο μαξιλάρι, ένα κατάλληλα διαμορφωμένο κομμάτι σκληρό ξύλο, που παίζει το ρόλο κου-ζινέτου. Όταν φθαρεί αντικαθίσταται, ενώ για λιπαντικό χρησιμοποιείται παχιά σαπουνάδα, γιατί το ξύγκι αναφλέγεται. Ολόκληρο το βαρύ σύστημα ανεμοτροχούάξονα ρόδας, μαζί με τη στέγη του μύλου, είναι δυνατό να στραφεί περί κατακόρυφο άξονα, ώστε κάθε φορά να προσανατολίζεται στην πνοή του ανέμου. Η επίπονη αυτή περιστροφή πραγματοποιείται σιγά σιγά από το μυλωνά, με ένα μεγάλο σιδερένιο μοχλό που για υπομόχλιο χρησιμοποιεί μια σειρά από τρύπες διαμορφωμένες στο εσωτερικό του επάνω μέρους του τοίχου του μύλου. Εξαιτίας της μεγάλης συχνότητας των βόρειων ανέμων η πολύ κουραστική αυτή διαδι-

κασία της περιστροφής δεν επαναλαμβάνεται συχνά στη Μύκονο. Η υψηλής στάθμης τεχνική των ανεμόμυλων του Αιγαίου αποτελεί θαυμαστό δείγμα λαϊκής μηχανολογικής σοφίας, που διαμορφώθηκε με την πάροδο των αιώνων. Κάθε ανεμόμυλος έχει τέσσερα ανοίγματα: μια βαριά εξώθυρα με μικρή θυρίδα στο ισόγειο, δύο παραθυράκια σε διαμετρικές θέσεις του δεύτερου όροφου, το ένα από τα οποία είναι πάνω από την εξώθυρα. Υπάρχει ακόμη η τρύπα του κάτη (γάτου) στον τοίχο του μύλου, για να μπαινοβγαίνει ελεύθερος ο μικρός αίλουρος που κυνηγά τα ποντίκια αλλά και τα άλλα πουλιά που καταστρέφουν με φωλιές τη στέγη (τούρλα) του μύλου. Αυτή τη συνθέτουν καλαμωτές που επικαλύπτουν φούντες από ξερά βούρλα. Από το 1987 μία ομάδα Μετεωρολόγων και

Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ασχολείται με την ακριβολογική περιγραφή των ανεμόμυλων της Μυκόνου και τη δυναμική μελέτη του μηχανισμού τους, δηλ. με τον «υπολογισμό της κυμαινόμενης ισχύος των αιολικών αυτών μηχανημάτων ανάλογα με την αυξομειούμενη σφοδρότητα του ανέμου. Τη μεταποιητική αλυσίδα σιτάρι-αλεύρι-ψωμί κατά τη προβιομηχανική εποχή συμπληρώνει το αλώνι και ο χωριάτικος φούρνος που καίει φρύγανα. Το Αγροτομουσείο περιλαμβάνει ακόμη το μεταποιητικό συγκρότημα σταφύλιμούστος-κρασί (πατητήρι κ.λπ.), το μαγγανοπήγαδο, για τα ποτιστικά, το στερνά-κι, τον περιστερεώνα, τη χοιροκέλα, το σπιτάκι του μυλωνά και δύο γραφικά εκκλησάκια. Όλα σε κατάσταση λειτουργίας. ΒΔ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ανεμόμυλος και το σπίτι του μυλωνά του


ΜΟΥΣΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ Άρθρο του J. Favière Στο προηγούμενο τεύχος της Τεχνολογίας ανέφερα τα κριτήρια που είχε η κριτική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Βραβείου του Μουσείου της Χρονιάς για την επιλογή των υποψηφίων που ξεχωρίζει. Προσπάθησα να προσδιορίσω τη δραστηριότητα αυτή που, τελευταία, ξεπερνά τα γεωγραφικά όρια της αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Ευρώπης Στόχος της είναι να ανακαλύψει τα νέα, ή τα πρόσφατα ανακαινισμένα, μουσεία, που ξέρουν όχι μόνο να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του καιρού μας, αλλά και να οραματιστούν τη θέση που πρέπει να καταλάβουν στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή των επόμενων δεκαετιών. Τα τρία μουσεία, που επισκέφθηκε πρόσφατα η Κριτική Επιτροπή, και για τα οποία θα μιλήσουμε, έχουν έναν κοινό στόχο: να προσφέρουν στον πληθυσμό κοινοτήτων λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένων, λιγότερο ή περισσότερο πυκνοκατοικημένων, το αναγκαίο εργαλείο για τη συνειδητοποίηση ενός ιδιαίτερου προβλήματος, είτε πρόκειται για την ικανοποίηση βασικών για την ύπαρξη του αναγκών, είτε για τη γνώση των παραγόντων που καθορίζουν την ανάπτυξη του και προϊδεάζουν για τα εμπόδια που μπορεί να τη δυσχεραίνουν. Ξέρουμε πόσο αναγκαίο είναι το νερό για τη ζωή των ανθρώπων. Το επιβεβαιώνει το σημερινό δράμα ορισμένων χωρών που έχουν εμπλακεί στο φοβερό φαύλο κύκλο της ερημοποίησης και της ξηρασίας. Σε όλες τις εποχές οι άνθρωποι αναζήτησαν τη λύση αυτού του προβλήματος, που γινόταν οξύτατο όταν αυτοί συνυπήρχαν σε μεγάλους αριθμούς. Ήταν η περίπτωση της αυτοκρατορικής, και αργότερα της παπικής, Ρώμης. Είναι, στις μέρες μας, η περίπτωση των μεγαλουπόλεων και των πρωτευουσών. Το Μουσείο του Νερού της Λισσαβώνας, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της EPAL (Empresa Publica das Aguas Livres = Δημόσια Επιχείρηση Ελευθέρων Υδάτων) και εγκαινιάστηκε πρόσφατα, δίνει στους κατοίκους της πορτογαλικής πρωτεύουσας τη δυνατότητα να αντιληφθούν το μέγεθος των προσπαθειών που έγιναν, διαμέσου των αιώνων, για να εξασφαλιστεί ο ζωτικός αυτός ανεφοδιασμός και για να έχει ο διαρκώς μεγαλύτερος πληθυσμός της νερό όλο και πιο άφθονο, πιο καθαρό, πιο κοντινό του. Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα πραγματικό «Οικο-μουσείο του Νερού». Ο κεντρικός του πυρήνας είναι το Museu da Agua de Manuel da Maia όπου, μέσα σε ένα ευχάριστο περιβάλλον κήπων, ο ατμοκίνητος ανυψωτικός σταθμός των «Αguas dos Barbadinhos», αναπαλαιωμένος με έξοχο τρόπο και διατηρούμενος σε κατάσταση λειτουργίας, συνυπάρχει με έναν εκθεσιακό χώρο όπου παρουσιάζεται όλη η ιστορία της προσαγωγής και της διανομής του νερού στη Λισσαβώνα, από τον καιρό των Ρωμαίων ως τις μέρες μας. Οι κυριότερες οάσεις αυτής της ιστορίας που καταλαμβά-

νουν και τη σημαντικότερη θέση είναι Ό 18ος αι. με την κατασκευή από το μηχανικό Μανουέλ ντα Μάγια, κατά τη βασιλεία του Ιωάννη του 5ου του Μεγαλοπρεπούς, Υδραγωγείου των Ελευθέρων Υδάτων, που λειτούργησε το 1748 οι αρχές του 19ου αι., με την ολοκλήρωση; το 1835, της δεξαμενής «Η μητέρα των Νερών» (Mae d' Agua das Amoreiras)· ο 19ος και ο 20ός αι., με τον πολλαπλασιασμό των υδραγωγείων και των ανυψωτικών σταθμών, ως την παροχέτευση, το 1987, των υδάτων του ποταμού Ζεζέρ. Ένας οδηγός-πολύπτυχο καλύπτει τις επισκέψεις του Μουσείου, του Υδραγωγείου και της «Μητέρας των Νερών». Το μακρινό και το πρόσφατο παρελθόν είναι στενά δεμένα στο μουσείο

αυτό, που στρέφεται αποφασιστικά προς το μέλλον. Είναι προικισμένο με ένα φιλόξενο χώρο υποδοχής, με έναν άλλο χώρο με οπτικοακουστικά συστήματα και, κυρίως, με καλή δυνατότητα υποδοχής οργανωμένων ομάδων επισκεπτών, σχολικής προπάντων ηλικίας, χάρη στη σύμπραξη υπαλλήλων της EPAL, που όχι μόνο γνωρίζουν την επιχείρηση και τις εγκαταστάσεις της αλλά και που ενδιαφέρονται να καλύψουν τις ανάγκες πληροφόρησης του κοινού. Ο μονογραφικός χαρακτήρας του Μουσείου του Νερού της Λισσαβώνας, που περιορίζεται σε ένα θέμα, που σχετίζεται με μια μόνο πόλη, το διακρίνει σαφώς από την πολυμέρεια και τη διεπιστημονικότητα στις οποίες


στηρίζονται το Οικο-μουσείο του ΦουρμιΤρελόν στη Βόρεια Γαλλία, στα σύνορα με το Βέλγιο, και το Οικο-μουσείο του Μπεργκσλάγκεν, στην καρδιά της Σουηδίας. Το Οικο-μουσείο του Φουρμί-Τρελόν καλύπτει το έδαφος δεκαπέντε κοινοτήτων με διαφορετικό τοπίο και οικονομικές δραστηριότητες. Επιδίωξη του είναι να γίνει ο καθρέφτης τους και να ζωντανέψει τη μνήμη του παρελθόντος, με τη βοήθεια όλου του πληθυσμού, εμπλουτιζόμενο μόνο με δωρεές και προσωπικές μαρτυρίες. Το Μόνιμο Κέντρο του, στη μικρή βιομηχανική πόλη Φουρμι, περικλείει τις υπηρεσίες συντήρησης, δραστηριοτήτων και πληροφόρησης, και είναι σε θέση να προσφέρει οπτικοακουστικά, παιδαγωγικά και τουριστικά «προϊόντα» κατάλληλα για τα διάφορα σχολικά, επιστημονικά και άλλα κοινά. Συνεργάζεται στενά σε επιστημονικές έρευνες. Διαθέτει αίθουσα διαλέξεων 200 θέσεων και μία καφετέρια. Στεγάζεται σε ένα παλιό νηματουργείο μαλλιού και γειτονεύει με ένα Μουσείο Υφαντουργίας και Κοινωνικής Ζωής. Σε επιφάνεια 2.500 τ.μ. το Μουσείο Υφαντουργίας αφηγείται την ιστορία του προ- και μετά- βιομηχανικού υφάσματος: μία πλήρης σειρά μηχανών σε λειτουργία, από το προς ύφανση νήμα ως το νοικοκυριό. Το Μουσείο Κοινωνικής Ζωής αναπολεί την καθημερινή ζωή των αρχών του αιώνα μιας περιοχής σε οικονομική ανάπτυξη λόγω της βιομηχανικής επανάστασης, με τα προβλήματα της, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της, τις χαρές και τις θλίψεις της, με αναπαραστάσεις κατοικιών και καταστημάτων, με την υπενθύμιση γεγονότων που έχουν σημαδέψει την ιστορία της περιοχής: την αιματηρή καταστολή της Πρωτομαγιάς του 1891, τον πόλεμο του 1914-1918, τις πρόσφατες οικονομικές κρίσεις. Η προφυλακή του Τρελόν είναι τοποθετημένη στο παλιό υαλουργείο, που είχε ιδρυθεί το 1823. Στο υπόστεγο με τους φούρνους στεγάζεται μία αναδρομική έκθεση της τοπικής υαλουργικής βιομηχανίας. Οι φούρνοι (του 1850 και του 1920), οι καμάρες ανόπτησης, χρησιμοποιούνται για επιδείξεις φυσήματος του γυαλιού. Παρουσιάζονται εδώ οι διάφορες διαδικασίες, από τη συλλογή του εν τήξει γυαλιού ως το «ταγιάρισμα», όλοι οι κύκλοι παραγωγής του, καθώς και αντικείμενα και έγγραφα που αναφέρονται στην τεχνική και τη ζωή των υαλουργών. Στο Βινιεΐ (Wignehies), η εμβέλεια του Οικο-μουσείου καλύπτει τη συντήρηση των αγροτικών δρόμων, που χρησιμοποιούσε, πριν από λίγο καιρό, ο αγροτικός και εργατικός πληθυσμός για να μεταβεί στους τόπους εργασίας του: αγρούς ή εργαστήρια. Διαρρυθμισμένα και σηματοδοτημένα δρομολόγια βοηθούν τον επισκέπτη να ανακαλύψει τη φύση και τα εκπληκτικά πανοράματα της. Το Σπίτι του Bocage στο Sains-du-Nord, μέσα σε μια μικρή αγροικία, είναι η βιτρίνα του αγροτικού κόσμου. Προσφέρει τη γνωριμία με το φυσικό περιβάλλον: το bocage, την αναπαράσταση του πλαισίου των αγροτικών εργασιών: ένα γαλακτοκομείο, ένα σταύλο αγελάδων, ένα σταύλο αλόγων, την παρουσίαση του εξοπλισμού και των αγροτικών μηχανημάτων, που χρησιμοποιήθηκαν άλλοτε

αλλά και σήμερα στο bocage. Η εκκλησία και ό,τι απέμεινε από το αββαείο του Λιεσσί στεγάζουν ένα Μουσείο Διαφύλαξης της θρησκευτικής Κληρονομιάς, χώρο ετήσιων εκθέσεων παλαιάς και παραδοσιακής τέχνης. Τέλος, προς τα ανατολικά, στο Βαλλέρ, το Σπίτι της Fagne βοηθά τους επισκέπτες να ανακαλύψουν τον τρόπο εξόρυξης και την επεξεργασία μιας πέτρας οικοδομών που ήταν χαρακτηριστική της περιοχής, την αγροτική αρχιτεκτονική και το εντελώς ιδιόμορφο φυσικό περιβάλλον αυτού του χώρου με τα έλη και τους βάλτους. Ο σχεδιασμός του Οικο-μουσείου του Φουρμί-Τρελόν είναι βασικά συνθετικός και διεπιστημονικός. Σέβεται απόλυτα το συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο, χωρίς εξωτερικές συμβολές, με το πρόσχημα εμπλουτισμού των συλλογών και των εκθέσεων. Στηρίζεται σε μία προσεκτική επιστημονική μελέτη του κοινωνικού περιβάλλοντος και, από την άποψη αυτή, αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα.

Πολύ πιο σημαντικό σε έκταση είναι το Οικο-μουσείο του Μπεργκσλάγκεν. Οι διαστάσεις του ξεπερνούν τα 100 τετρ. χιλιόμετρα. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ένα είδος ομοσπονδίας μικρών, τοπικών κυρίως, μουσείων, με στόχο τη δημιουργία κοινών δραστηριοτήτων και, ως ένα ορισμένο βαθμό, την επαγγελματική τους οργάνωση. Η ενότητα του απέραντου αυτού συνόλου στηρίζεται σε έναν κοινό παρονομαστή: μία αρχαιότατη και, εν μέρει ακόμη ενεργό, σιδηρουργία. Οι βιοτεχνίες αυτές, τα ορυχεία, οι μύλοι, τα χυτήρια και τα σιδηρουργεία, που αποτελούν τις συνιστώσες του Μουσείου, συνδέονταν μεταξύ τους με ένα ποτάμι που διέσχιζε μια σειρά λιμνών, και που είχε δημιουργηθεί το 18ο αι., για να επιτρέψει την ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου με τη Στοκχόλμη, την πρωτεύουσα της χώρας. Με τις τεχνικές αυτές εγκαταστάσεις συνδέονται οι δασικές και καρβουνοποιητικές εκμεταλλεύσεις, οι εργατικές, αγροτικές, αστικές και αριστοκρατικές κατοικίες. Ο ίδιος ο πληθυ-


σμός συμμετείχε εθελοντικά, σε σημαντικό βαθμό, στην πραγματοποίηση του σχεδίου και βοηθά στο ζωντάνεμα του, χάρη στους παλιούς εργάτες των βιοτεχνιών, επαγγελματίες τέλεια καταρτισμένους τόσο ως προς το είδος εργασίας τους όσο και ως προς το παραδοσιακό περιβάλλον, και ικανούς να τοποθετήσουν τα πράγματα στο σωστό τους πλαίσιο. Συνολικά, το Οικο-μουσείο του Μπεργκσλάγκεν καλύπτει 24 διαφορετικά κέντρα ενδιαφέροντος. Η ποιότητα των δραστηριοτήτων από τον ένα χώρο στον άλλο είναι άνιση. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία είναι η ιδέα της συνολικής αξιοποίησης, αν και η έκταση του τομέα που καλύπτεται από το μουσείο αποτελεί ίσως εμπόδιο για μια πραγματική μουσειολογική αρμονία. Τρεις επιτεύξεις, τρία παραδείγματα που αποδεικνύουν την «ευκαμψία» με την οποία η έννοια του Οικο-μουσείου πόρρω απέχει από το να είναι άκαμπτη, και ότι μπορεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα του χώρου, του φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος, αν τηρηθούν με αυστηρότητα μερικές αρχές: - ενότητα του αξιοποιημένου χώρου, - προέλευση από αυτόν του περιεχομένου του μουσείου απουσία κάθε εξωτερικής συμβολής, - βασική διεπιστημονική έρευνα, θεμελιωμένη σε συστηματικές ιστορικές και εθνολογικές έρευνες, - συμμετοχή του κόσμου στον οποίο αναφέρεται στα διάφορα στάδια (σύλληψη, εκτέλεση, λειτουργία). Ευκταίο θα ήταν να αναπτυχθεί ένα ανάλογο σχέδιο και στην Ελλάδα. Οι σαφώς, και με ακρίβεια, προσδιοριζόμενες περιοχές και κοινωνικά περιβάλλοντα δε λείπουν. Πρόχειρο παράδειγμα αποτελούν τα νησιά. Ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα είχε σχεδιαστεί, πριν από μερικά χρόνια, για τη Λέσβο Αν δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή, γιατί να μην επανεξεταστεί, υπό το φως των πρόσφατων ευρωπαϊκών εμπειριών; Θα μπορούσε να αποτελέσει ένα υποδειγματικό έργο, που θα αφορούσε σε μιαν από τις μείζονες όψεις του μεσογειακού πολιτισμού, τον πολιτισμό της ελιάς Μετάφραση: Γ. ΣΠΑΝΟΣ

ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ Συνέντευξη με τον Roberto Curti. διευθυντή του «Μουσείου - Εργαστηρίου Aldini-Valeriani» και του περιοδικού «Σχολείο-μηχανουργείο» (Scuolaofficina). με θέμα τις δραστηριότητες τους στη Μπολώνια. Το 1990 το μουσείο μετατράπηκε σε «Οίκο ανανέωσης και βιομηχανικής κληρονομιάς» με καινούργια έδρα το πρώην σιδηρουργείο Gallotti. Επιμορφωτικές ανταλλαγές με άλλες χώρες Το «Σχολείο-μηχανουργειο» ιδρύθηκε μαζί με το μουσειο-εργαστήριο το 1982 με σκοπό να συνεχίσουν το έργο αξιοποίησης της ιστορικής παράδοσης του Ινστιτούτου Aldinι-Valeriani. Τι σήμαινε αυτό το ξεκίνημα; Σήμαινε ότι πρέπει να γίνει κοινή αντίληψη πως η τεχνική παιδεία αποτελεί βασικό στοιχείο της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Από το τεύχος-πιλότος κάναμε μια πρόταση: να αναζητήσουμε στις μνήμες του παρελθόντος ίχνη και γραμμές που συνεχίζονται στο παρόν και στο μέλλον. Το Ινστιτούτο Aldini-Valenani της Μπολώνια, από τον περασμένο αιώνα έως το 1950 περίπου, ήταν ένας βασικός συντελεστής αυτής της πορείας. Συνέβαλε στην εδραίωση, στο τοπικό παραγωγικό πλέγμα, ενός ζωτικού δικτύου μικρών και μεσαίων μηχανολογικών και ηλεκτρομηχανολογικών βιοτεχνιών και έπαιξε έναν ειδικό ρόλο στην τεχνολογική ανανέωση με διδασκαλίες, με την απόκτηση και παραγωγή μοντέλων και εκπαιδευτικών μηχανών, με τεχνικές συμβουλές στις επιχειρήσεις, με προχωρημένες σειρές μαθημάτων, με πληροφόρηση. Μα το «Σχολείο-μηχανουργειο» δεν σκοπό να θυμίζει μόνο αυτή την ιστορία...

έχει

Πράγματι! Θέλει να υπενθυμίσει μία στενή σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, μεταξύ γνώσης και εργασίας. Το μουσειο-εργαστήριο και το «Σχολείο-μηχανουργειο» αντιπροσωπεύουν και συνεχίζουν να αντιπροσωπεύουν τα μέσα με τα οποία ξεκινήσαμε την αξιοποίηση της ευρύτερης τεχνολογικής και βιομηχανικής κληρονομιάς της πόλης. Γι' αυτό, το μουσείο σήμερα παρουσιάζει υλικό που ξεπερνάει την απλή σχέση του με το Σχολείο, και το περιοδικό αποκτά όλο και περισσότερο το χαρακτήρα ενός περιοδικού τεχνικής παιδείας. Μια έκδοση όχι τόσο εξειδικευμένη, όπου συναντιούνται διαφορετικές γνώσεις και ειδικότητες που αλλιώς δύσκολα θα έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους. πράγμα που θα αδυνάτιζε τη διαμόρφωση παιδείας που είναι απαραίτητη για την αφομοίωση και διάδοση των καινοτομικών μεθόδων. Η τεχνολογία, η οικονομία, τα προβλήματα της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων, η επιμόρφωση του προσωπικού, η συμπεριφορά του κατά τη χρήση των μηχανημάτων, κατά την εργασία και την καθημερινή ζωή, αποτελούν τους τομείς όπου το περιοδικό διεξάγει την έρευνα του χωρίς να ταυτίζεται, όμως, με ένα μόνο από τα παραπάνω θέματα. Και η ιστορία του

μας δείχνει τον πιο κατάλληλο τρόπο γνωριμίας με έναν προβληματισμό που σχετίζεται κυρίως με τεχνικές και τεχνολογίες αλλά και με τον τρόπο σκέψης, δράσης και ζωής. Δε θεωρώ τυχαία την έναρξη κυκλοφορίας και άλλων διεθνών περιοδικών αυτού του είδους που ανέπτυξαν την έρευνα τους σχετικά με το έργο της αξιοποίησης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Αναφέρομαι στο «Kultur und Technik» του Deutsches Museum, στο «Terrain» και στο «Milieux» που έχουν σχέση με τις εμπειρίες των γαλλικών οικο-μουσείων, στο «Culture et Technique» του Centre de Recherche sur la Culture Technique του Παρισιού, ενός σωματείου που ιδρύθηκε το 1978 με σκοπό την έρευνα και τη διάδοση της τεχνολογικής-βιομηχανικής κληρονομιάς. Τι σημαίνει αυτός ο όρος, τι περιλαμβάνει, πώς συνδέεται με την παρέμβαση της βιομηχανικής αρχαιολογίας; Η τεχνολογική και βιομηχανική κληρονομιά αποτελεί έναν τομέα υλικών και άυλων αγαθών για τον οποίο συζητιέται ακόμη τόσο η μεθοδολογική όσο και η πρακτική του οργάνωση Τα επιμέρους στοιχεία του αποτελούν τους κρίκους μιας αλυσίδας «παρελθόν-παρόνμέλλον» που δρα μέσα στην κοινωνία και που πρέπει να κατανοήσουμε ξεπερνώντας τον απλό θαυμασμό του παρελθόντος. Σ' αυτή την προοπτική πρέπει να τοποθετήσουμε την ιστορική έρευνα και την αξία της μνήμης, για να τροφοδοτήσουμε το στοχασμό για το παρόν και να συμβάλουμε στον προγραμματισμό του μέλλοντος. Σκοπός είναι να ξεπεράσουμε την αισθητική τους αξία ως αρχιτεκτονικών μνημείων (δηλαδή την αντίληψη της παραδοσιακής βιομηχανικής αρχαιολογίας) ή της αρχιτεκτονικής συλλογής καθ' αυτήν. Πρέπει να περάσουμε το κατώφλι των κτιρίων, να μπούμε στο χώρο εργασίας, να συσχετίσουμε μηχανήματα, εγκαταστάσεις και αντικείμενα με το πλαίσιο των σχέσεων που τα δημιούργησε και τα χρησιμοποίησε Αλλά η αναπαράσταση και η ερμηνεία αυτού του πολύπλοκου συστήματος αντικειμένων, ενεργειών, κανόνων, χειρονομιών, χειροποίητων προϊόντων, γνώσεων, δεν είναι εύκολη. Συχνά βρισκόμαστε μπροστά σε τμήματα έργων που επέζησαν, που δεν επιτρέπουν μια πλήρη αναπαράσταση, και η αξιοποίηση της τεχνολογικής-βιομηχανικής κληρονομιάς απαιτεί στην περίπτωση αυτή έρευνες σε πολλούς τομείς που αναφέρονται σε πλήθος πηγών: αρχειακών, σχεδιαστικών, φωτογραφικών, προφορικών. Σε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητο να ενεργήσουμε σαν τους παλαιοντολόγους που μπορούν να αναπαραστήσουν από ένα απλό εύρημα (ένα οστό) σημαντικά μέρη της δομής (το σκελετό). Ποια προβλήματα παρουσιάζονται σ ' αυτή την αναπαράσταση; Οι μηχανές, οι τεχνικές και οι τεχνολογίες αποτελούν μία ζηλότυπα φυλασσόμενη τεχνογνωσία για την παραγωγή, όσο είναι ακόμη


σύγχρονες, ενώ κανείς δεν ενδιαφέρεται πια γι' αυτές όταν ξεπεραστούν παραγωγικά και οικονομικά. Το ίδιο όμως δε θα σκεφτόταν κανείς εάν επρόκειτο για ένα τμήμα ή για μια αρχή της επιστήμης που ξεπεράστηκε, γιατί η επιστήμη «επεξεργάστηκε» μια συγκροτημένη εικόνα του κόσμου, που συμπεριλαμβάνει και την ιστορία της Αλλά οι τεχνικές και οι τεχνολογίες -ένα σύνολο γνώσεων που περιμένει ακόμη να ενσωματωθεί σε μια επιστήμη- είναι σαν κομματιασμένοι κόσμοι συχνά ανεπανόρθωτα χαμένοι. Να λοιπόν γιατί η αρχαιολογική συλλογή, η μουσειολογική εργασία και. κυρίως, η ιστορική αναπαράσταση μπορούν να διευκολύνουν την ανασύνθεση τους. Συχνά, εξάλλου, αυτές οι γνώσεις δεν είναι γραπτές και μόνο τα «σημάδια» που αφήνουν πάνω στα υλικά αντικείμενα (στις μορφές, μεθόδους, λειτουργίες) επιτρέπουν να ανατρέξουμε στο επάγγελμα, στην επιδεξιότητα, στη χρήση. Σχετικά με αυτή τη μεθοδολογία επέμβασης ποιες είναι οι πιο πρόσφατες πρωτοβουλίες που το μουσείο υιοθέτησε και που το «Σχολείομηχανουργείο» θα δημοσιεύσει στα επόμενα τεύχη; Αυτή τη στιγμή το μουσείο παρουσιάζει τμήματα του σε δύο σημαντικές εκθέσεις, στο Μιλάνο και στο Τορίνο. Στην πτέρυγα Ansaldo. στο Μιλάνο, παρουσιάζουμε, με τα «Εκατό χρόνια βιομηχανίας», πλευρές της επαγγελματικής επιμόρφωσης του εργάτη της βιομηχανίας του τέλους του περασμένου αιώνα. Μια μεγάλη συναρμολογούμενη κατασκευή ύψους πάνω από 2 μ. με ξύλινα στοιχεία, τροχαλίες, σχοινιά, βάρη, γάντζους, επιτρέπει να εκτελούνται απλά πειράματα μηχανικής φυσικής, ενώ μια μακέτα παρουσιάζει τα τμήματα του σχολείου Aldini-Valerian!. όπως ήταν το 1884. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή σκηνογραφική αναπαράσταση (η ατμομηχανή, το καμίνι, το τραπέζι με τα εργαλεία, η έδρα του δασκάλου) την οποία ο επισκέπτης, βλέποντας και ένα σχετικό φιλμ και ακούγοντας τη φωνή μαθητών του 1900-1930. έχει τη δυνατότητα να την αισθάνεται ζωντανή. Στο Lingotto του Τορίνου, στην έκθεση «Ο πολιτισμός των μηχανών», με τη βοήθεια ενός μεγάλου μοντέλου σε λειτουργία παρουσιάζουμε την υψηλή τεχνολογία της Αναγέννησης, τη σχετική με το «μύλο» επεξεργασίας του μεταξιού. Στην περίπτωση αυτή η συνδρομή της FIAT επέτρεψε την πραγματοποίηση ενός πολυθεάματος που παρουσιάζει το θαύμα της μηχανής, τον κύκλο παραγωγής, τη λειτουργία, την ιστορία, τους νεωτερισμούς, την αρχαιολογία. Είναι μία εγκατάσταση που λειτουργεί μέσω μιας τράπεζας στοιχείων σε video disc, απ' όπου ένας επεξεργαστής επιλέγει, με 14 αναγνώστες ακτινών λέιζερ, εικόνες και μουσική σε αλληλουχία που εμφανίζονται στις οθόνες μιας εγκατάστασης που έχει μόνιτορ. Αυτά είναι παραδείγματα που δείχνουν μια πρωτότυπη μουσειογραφική στρατηγική μέσω της οποίας είναι δυνατό να πειραματιστούμε καινούργιες μορφές διάδοσης.

Στην παρουσίαση που θα κάνουμε στο Συμβούλιο της Ευρώπης που οργανώνεται τον Απρίλιο, στο Λονδίνο, με θέμα τη βιομηχανική κληρονομιά, θα μιλήσουμε με μια έκθεση για την εμπειρία μας από τη χρήση των οπτικοακουστικών μέσων στη μουσειογραφική πρακτική. Ποιες καινούργιες έρευνες τροφοδοτούν αυτή τη δραστηριότητα που σκοπό έχει τις εκθέσεις; Βρίσκεται σε εξέλιξη μία έρευνα στην περιοχή της Μπολώνιας για τις δοσομετρικές αυτόματες μηχανές, τις μηχανές περιτυλίγματος και συσκευασίας, που θα χρησιμεύσει σε μια ειδική έκθεση που θα γίνει τον επόμενο χρόνο. Επίσης, εδώ και μερικούς μήνες, δημιουργήθηκε μία ομάδα εργασίας, με την υποστήριξη της Acoser, που ετοιμάζει μια έκθεση με θέμα το παλιό εργοστάσιο γκαζιού της Μπολώνιας. Αλλά για την ανάπτυξη του μουσείου είναι εξίσου σημαντική και η συνεργασία που έχει ήδη ξεκινήσει με ορισμένες συνοικίες. Ακολουθώντας το παράδειγμα της πρώτης εργασίας, που πραγματοποιήθηκε το 1987 με τη συνοικία Navile και η οποία κατέληξε στην έκθεση «Εάν το κανάλι μιλούσε» (δημοσιεύτηκε ήδη στα τεύχη 4-5-6 Ιουλίου - Δεκεμβρίου 1987 του περιοδικού «Σχολείο-μηχανουργείο»), επεξεργαζόμαστε τώρα και με τη συνοικία Borgo Panigaleéva σχέδιο εργασίας σχετικό με την εγκατάσταση εκεί του ιστορικού εργοστασίου της Ducati. Αυτές οι έρευνες (και η επακολουθούσα συλλογή τεκμηρίων για το σχεδιασμό των εκθέσεων) εμπλουτίζουν την εμπειρία μας στη μουσειογραφία και επιτρέπουν, κάθε φορά, στο περιοδικό να τις δημοσιεύσει, συγκρίνοντας τες με άλλες παρόμοιες εμπειρίες. Προσεχώς θα δημοσιεύσουμε εργασίες από το Βέλγιο, την Ισπανία και την Ελλάδα. Από αυτή τη σκοπιά κρίνω πολύ χρήσιμο -όχι μόνο για το περιοδικό «Σχολείο-μηχανουργείο» αλλά και για την πολιτιστική κίνηση της πόλης-να δηλώσω ότι μέσα στο χρόνο αυτόν θα δημοσιεύσουμε μια συμφωνία που κάναμε με τον Melvin Kranzberg, ιδρυτή του αμερικάνικου περιοδικού «Technology and Culture», πρωτεργάτη πρωτοβουλιών και απόψεων που άνοιξαν σ' αυτό τον τομέα καινούργιους ορίζοντες έρευνας. Η πρόσφατη λοιπόν ανανέωση της τυπογραφικής μορφής του «Σχολείου-μηχανουργείου» -από μορφή εφημερίδας σε περιοδικό- και η προβλεπόμενη ενίσχυση του επιτελείου σύνταξης προμηνύουν την έναρξη μιας καινούργιας φάσης δραστηριότητας; Η μορφή του είναι απλώς πιο εύκολη στην ανάγνωση και φύλαξη του. Οι επιλογές οι σχετικές με το επιτελείο σύνταξης συνιστούν ένα πρώτο βήμα για τη σταθεροποίηση της πολιτιστικής του μορφής με τη συμβολή εκείνων που πριν ήταν απλοί εξωτερικοί συνεργάτες, όπως π.χ. του Carlo Poni, που μετά την έκθεση «Μηχανές - Σχολείο - Βιομηχανία» συντονίζει τη δραστηριότητα μας. Είναι αλήθεια ότι ξεκινάει μια καινούργια

φάση εργασίας, και από το 1990 το μουσείοεργαστήριο θα μεταβληθεί σε «Οίκο ανανέωσης και βιομηχανικής κληρονομιάς». Στην καινούργια έδρα, στο πρώην σιδηρουργείο του Gallotti, οι διάφοροι εκθεσιακοί τομείς θα εμπλουτιστούν με πρωτότυπα λειτουργικά μοντέλα και μακέτες και θα επιτευχθεί μία μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ αυτών των κατασκευών και του οπτικοακουστικού συστήματος, για ν' αναπτυχθούν περισσότερο οι δυνατότητες αυτού του συνόλου. Όπως ανέφερα, τα τεχνικά αντικείμενα για να γίνουν κατανοητά χρειάζονται δυναμική παρουσίαση, κίνηση, τοποθέτηση σε ένα σκηνογραφικό πλαίσιο που επιτρέπει διαφορετικούς τρόπους «ανάγνωσης». Γι' αυτό ο «Οίκος ανανέωσης και βιομηχανικής κληρονομιάς» θα έχει τη μορφή «θεάτρου» που για τη λειτουργία του θα διαθέτει ένα μηχανισμό «σκηνοθεσίας» (τις έρευνες), μία «σκηνή» (τις εκθέσεις) και ένα «παρασκήνιο» (τα εργαστήρια για τη συντήρηση των αντικειμένων και για την κατασκευή των μοντέλων των μηχανών και των οπτικοακουστικών συσκευών). Στο σιδηρουργείο του Gallotti θα υπάρχει και ένα «Forum ανανέωσης», δηλαδή ένας χώρος που θα αξιοποιείται σε συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις, με σκοπό την επίδειξη σύγχρονων τεχνολογικών εφαρμογών. Πιστεύω ότι ο κόσμος της βιομηχανίας πρέπει να συνεργαστεί σ' αυτές τις πρωτοβουλίες και να τις θεωρεί ως ένα σημαντικό μέσο για την προώθηση της εικόνας και της γνωριμίας της ιστορίας του. Νομίζω, τέλος, ότι σχέδια σαν τα δικά μας αξιοποιούν, μαζί με την επιστημονική, την τεχνική και την τεχνολογική μόρφωση, και συνδέουν το ρόλο της μουσειογραφίας με τον εκσυγχρονισμό των πολιτιστικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, με την ποιοτική αναβάθμιση και πρόοδο μιας περιοχής, μιας επιχείρησης, μιας κοινότητας. Αυτή η κατεύθυνση περιλαμβάνεται στην πρόταση της Εθνικής Επιτροπής για τη μελέτη, την προστασία και τη διάδοση της επιστημονικής παιδείας και της ιστορίας της επιστήμης που πρόσφατα διατυπώθηκε από το Υπουργείο Έρευνας. Η επιτροπή αυτή προωθεί την πραγματοποίηση, σε εθνικό επίπεδο, ενός δικτύου κέντρων και μουσείων. Μεταξύ των υπό ίδρυση κέντρων, που είναι ικανά να δώσουν μία ώθηση σε αυτό το δίκτυο, επισημαίνει και τον «Οίκο ανανέωσης και βιομηχανικής κληρονομιάς» της Μπολώνιας. Μετάφραση: ΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ ΜΠΕΝΕΝΤΙΝΙ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1912-1940. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΗ Μία ακόμη έκθεση της ΕΤΒΑ Η δεύτερη έκθεση για την ιστορία της βιομηχανίας της Θεσσαλονίκης παρουσιάστηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο από 1 έως 29 Οκτωβρίου 1989. Αποτέλεσε τη συνέχεια της πρώτης έκθεσης, που οργανώθηκε στον ίδιο χώρο το Σεπτέμβριο του 1987, με τίτλο «Αρχές της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη, 1870-1912» (βλέπε σχετική παρουσίαση στο δεύτερο τεύχος της Τεχνολογίας, 1988, ο. 15-16). Την οργάνωση της έκθεσης ανέλαβε η ΕΤΒΑ μέσω της Διεύθυνσης Διοικήσεως, και με την εποπτεία του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος της. Την ευθύνη της συλλογής, επιλογής, οργάνωσης και παρουσίασης του υλικού, καθώς και της συγγραφής των κειμένων του καταλόγου είχαν οι αρχιτέκτονες Βασίλης Κολώνας και Όλγα Τραγανού-Δεληγιάννη. Η εκβιομηχάνιση της πόλης της Θεσσαλονίκης είναι ένα φαινόμενο που δεν έχει σε ικανό βαθμό μελετηθεί, τουλάχιστον τόσο όσο τα επίσημα ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν την ανάπτυξη της κατά την πρώτη περίοδο ανάδειξης της σε μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, μετά την ένταξη της στο ελληνικό κράτος. Ακόμη λιγότερο έχουν μελετηθεί οι επιδράσεις του φαινομένου αυτού στην αλλαγή της ζωής και της εικόνας της πόλης. Όμως η μελέτη της αλληλεπίδρασης βιομηχανίας και πόλης θα μπορούσε να δώσει ισχυρά επιχειρήματα για την απόδειξη της ιστορικής αξίας της βιομηχανικής κληρονομιάς. Η συμβολή των μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων και των εγκαταστάσεων των έργων αστικής υποδομής στην αλλαγή του αστικού τοπίου, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 80 χρόνια, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Αυτή ακριβώς η οπτική, που επιλέχθηκε ως ο κύριος στόχος της έκθεσης, αντανακλάται και στον τίτλο της: Θεσσαλονίκη 1912-1940, Βιομηχανία και Πόλη. Η έρευνα του υλικού προσανατολίστηκε στον εντοπισμό των φυσικών εκείνων μαρτυριών που θα μπορούσαν να φωτίσουν τις διάφορες όψεις της εκβιομηχάνισης και τη διαλεκτική τους σχέση με τις αλλαγές της φυσιογνωμίας της πόλης. Τα επίπεδα προσέγγισης του θέματος επιλέχθηκαν ανάλογα με τα διάφορα επίπεδα ανάγνωσης της ιστορίας της πόλης (πολιτική, οικονομική, πολεοδομική, τεχνολογική). Κατευθυντήριο άξονα της έκθεσης αποτέλεσαν επιμέρους στόχοι που εξειδίκευσαν την αρχικά επιλεγμένη οπτική της, ώστε: α. να γίνει αντιληπτή η ιστορία της πόλης μέσα από την ιστορία της βιομηχανίας, β. να γίνει αντιληπτό το βιομηχανικό γεγονός ως σημαντικός συντελεστής της πολεοδομικής ιστορίας της πόλης, γ. να παρουσιαστούν τεκμήρια, που αναδεικνύουν τη βιομηχανική κληρονομιά ως πολιτιστική κληρονομιά, σημαντική ακόμη και για μια πόλη 23 αιώνων, δ. να ευαισθητοποιηθεί το μεγάλο κοινό -και όχι μόνον οι λίγοι ειδικοί-, με την πεποίθηση ότι η ευαισθητοποίηση μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις προς την κατεύθυνση της διάσωσης και προστασίας.

Η επιλογή των παραπάνω εξειδικευμένων στόχων οδήγησε στην επιλογή των τριών κύριων ενοτήτων οργάνωσης της έκθεσης: Ιστορία Βιομηχανία - Εκσυγχρονισμός της πόλης και της περιφέρειας της (οικονομικός, πολεοδομικός, τεχνολογικός). Για την παρουσίαση της ιστορικής ενότητας επιλέχθηκε εικονογραφικό υλικό που επέτρεψε την οργάνωση ενός πολύπτυχου των κυριότερων γεγονότων-σταθμών στην εξέλιξη της πόλης (Α' Ελληνική Διοίκηση, Α' Παγκόσμιος πόλεμος, Έλευση προσφύγων. Εργατικοί αγώνες). Για την ανάπτυξη της ενότητας της εκβιομηχάνισης το ενδιαφέρον μας επικεντρώθηκε στα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης των επιμέρους βιομηχανικών κλάδων (κλωστοϋφαντουργία, βιομηχανία ειδών διατροφής, βιομηχανία δέρματος, χημική βιομηχανία, βιομηχανία οικοδομικών υλικών, κατασκευής μηχανών, καρφοβελόνων, βιομηχανία χαρτιού και εκτύπωσης, επεξεργασία καπνού). Συγκεντρώθηκαν στοιχεία τόσο για τους επενδυτές και το εργατικό δυναμικό των επιχειρήσεων, όσο και τα κτιριολογικά και μηχανολογικά δεδομένα των εγκαταστάσεων, τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς, τα είδη των προϊόντων και τις προσπάθειες προβολής τους. Το ιστορικό των βιομηχανικών συγκροτημάτων και των εταιρειών στηρίχθηκε σε πληροφορίες που εντοπίστηκαν σε βιομηχανικούς οδηγούς, δημοσιευμένες καταγραφές και αναφορές κρατικών φορέων, αρχεία εταιρειών (σπάνια), προφορικές μαρτυρίες επιχειρηματιών και εργατών, περιοδικές τεχνικές και βιομηχανικές εκδόσεις, αρχεία συλλεκτών. Από τα αρχεία του Σχεδίου Πόλεως αντλήσαμε υλικό που αφορούσε σε μελέτες

κατασκευής εργοστασίων (μετά το 1928) και περιείχε στοιχεία για τους μελετητές τους, αρχιτέκτονες και πολιτικούς μηχανικούς. Σύγχρονες λήψεις πεδίου ολοκλήρωσαν αυτή την πρώτη καταγραφή και συμπλήρωσαν το σύνολο των πληροφοριών. Για την περιγραφή των εκσυγχρονιστικών αλλαγών στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή της καταγράφηκαν οι φορείς και τα έργα υποδομής που συνέβαλαν στην αναβάθμιση τους. Συγκεντρώθηκε υλικό σχετικό με την ίδρυση, ανάπτυξη και εγκατάσταση τραπεζών, επιμελητηρίων και οργανισμών. Για τα μεγάλα αναπτυξιακά προγράμματα υποδομής και την εφαρμογή τους ερευνήθηκαν στοιχεία σχετικά με τη χρηματοδότηση τους, τις ανάδοχες εταιρείες μελέτης και κατασκευής και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των επιμέρους μελετών και έργων. Η οργάνωση του υλικού που συγκεντρώθηκε και η κατανομή του στις διάφορες υποενότητες, στηρίχθηκε στο εξής σκεπτικό: α. να αναδείξουμε τις τεχνολογικές, αλλά και τις τυχόν υπάρχουσες καλλιτεχνικές αξίες των βιομηχανικών συνόλων και δραστηριοτήτων, β. να υποδείξουμε τη διδακτική χρησιμότητα της διατήρησης και συντήρησης του απαρχαιωμένου μηχανολογικού εξοπλισμού, γ. να παρουσιάσουμε την ποικιλία και το πλήθος των πληροφοριών που μπορούμε να αντλήσουμε από τη βιομηχανική κληρονομιά, δ. να επισημάνουμε ότι η διάσωση και προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς αφορά όλους: ερευνητές, ιστορικούς, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, βιομηχανικούς


εργάτες, μαθητές και φοιτητές, βιομηχάνους, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, κρατικούς φορείς. Σ' αυτή την κατεύθυνση επιχειρήθηκε και η υποστήριξη του εκθέσιμου υλικού από τις ειδικές για την έκθεση κατασκευές, τις οποίες επιμελήθηκαν οι: Διονύσης Τσάσης, τελειόφοιτος αρχιτεκτονικής σχολής, Ευθαλία Τζωρτζάτου, ζωγράφος, και Αλέξης Τζωρτζάτος, ειδικός τεχνίτης. Η μόνιμη λειτουργία της έκθεσης στο Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης μπορεί να αποτελέσει ένα έναυσμα για βαθύτερη γνώση των συντελεστών και των επιπτώσεων της εκβιομηχάνισης της πόλης, κυρίως για τους μαθητές των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης, που αποτέλεσαν ένα μεγάλο μέρος των επισκεπτών της έκθεσης ήδη κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας της. Βεβαίως η οργάνωση παρόμοιων εκθέσεων δεν αποτελεί κατ' ανάγκην εγγύηση για τη διάσωση των μαρτυριών της βιομηχανικής ιστορίας μιας πόλης. Ηχηρές, δυστυχώς, αποδείξεις γι' αυτό αποτέλεσαν, δύο μήνες μόλις από τη διοργάνωση της έκθεσης, αφενός η κατεδάφιση του σημαντικότατου συγκροτήματος του νηματουργείου ΓΡ. ΤΣΙΤΣΗ & ΥΙΩΝ και αφετέρου η προσπάθεια αποχαρακτηρισμού του ως διατηρητέου του επίσης σημαντικότατου συγκροτήματος των Μύλων ΑΛΛΑΤΙΝΙ. Πιστεύουμε ότι η φάση της πρώτης καταγραφής και στοιχειώδους ανάδειξης του υλικού τεκμηρίωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς πρέπει να ακολουθήσει μία δεύτερη φάση συστηματικών ερευνώ" γενικής καταγραφής, προτάσεων και παραδειγμάτων διάσωσης και προστασίας. Η συνεργασία φορέων, συλλόγων και προσώπων, που έχουν δείξει έως τώρα έμπρακτο ενδιαφέρον για το αντικείμενο, είναι επιτακτική. Η ανταλλαγή εμπειριών, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα μπορούσε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη. Ιδιαίτερα ενθαρρυντική υπήρξε για μας η εκτενής συζήτηση μεταξύ ειδικών που προκάλεσε η παρουσίαση της εμπειρίας μας από την οργάνωση των δύο εκθέσεων στο Διεθνές Συνέδριο του T.I.C.C.I.H. στις Βρυξέλλες, το Σεπτέμβριο 1990. Η χρηματοδότηση, εξάλλου, από την ΕΟΚ ειδικών πειραματικών προτάσεων προστασίας βιομηχανικών μνημείων, για το 1991, είναι μία πρόκληση και μία ευκαιρία, που δεν πρέπει να πάει χαμένη. ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΩΝΑΣ ΟΛΓΑ ΤΡΑΓΑΝΟΥ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Όταν, στα μέσα του 12ου αι., ο ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν ο εκ Τουλέδης πέρασε από τη Θήβα, κατά το μεγάλο ταξίδι που έκανε, με σκοπό, φαίνεται, τον εντοπισμό των εβραϊκών κοινοτήτων στην αυτοκρατορία, βρήκε εκεί την πολυπληθέστερη εβραϊκή κοινότητα, 2.000 άτομα, «που ήταν σε όλη την Ελλάδα οι καλύτεροι στο να κατασκευάζουν ενδύματα από μετάξι και πορφύρα...». Η πληροφορία όμως αυτή φαίνεται κάπως υπερβολική αν ανατρέξουμε στις σύγχρονες βυζαντινές πηγές, όπως στο λόγιο Ιωάννη Τζέτζη και στον ιστοριογράφο Νικήτα Χωνιάτη, που μιλούν με θαυμασμό για την υφαντική ικανότητα των Θηβαίων γυναικών και για την κομψότητα των υφαντών τους. Οι Εβραίοι λοιπόν πρέπει να ειδικεύονταν μόνο στο καθάρισμα του ακατέργαστου μεταξιού και στη βαφή του με πορφύρα, που γινόταν από τις ονομαστές συντεχνίες τους των «κογχυλευτών». Μια γειτονιά στη Θήβα, που ακόμη και σήμερα διατηρεί την ονομασία Εβραίικα, φαίνεται ότι προσδιορίζει την περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν οι Εβραίοι στα βυζαντινά χρόνια, όταν εκδιώχθηκαν από το μουσουλμανικό χαλιφάτο των Φατιμιδών. Τα Εβραίικα βρίσκονται βορειοδυτικά της Καδμείας, εκεί που το ποτάμι της Δίρκης κυλούσε άλλοτε τα πλούσια νερά του. Το ποτάμι σιγά σιγά στέρεψε και, τα τελευταία χρόνια, με την κατασκευή αποχετευτικού δικτύου, ένας αποχετευτικός αγωγός τοποθετήθηκε στην κοίτη του και, στη συνέχεια, το ποτάμι σκεπάστηκε. Με το έργο αυτό, απαραίτητο για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών της σύγχρονης πόλης, εξαφανίστηκε οριστικά ένα στοιχείο της φυσιογνωμίας της παλαιάς πόλης, που αποτέλεσε και πλουτοπαραγωγική πηγή. Η εκτέλεση ενός άλλου σύγχρονου έργου όμως, λίγο νοτιότερα από τα Εβραίικα και πλάι στο ποτάμι, στη σημερινή περιοχή της Αγίας Τριάδας, ήταν η αφορμή για την αποκάλυψη εκτεταμένων εγκαταστάσεων εργαστηρίων, που ανάγονται στα βυζαντινά χρόνια.

Το 1986. ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων αγόρασε ένα οικόπεδο τεσσάρων στρεμμάτων περίπου, απέναντι από την κρήνη της Δίρκης, για την ανέγερση Δημοτικού Σχολείου. Μετά τις πρώτες ενδείξεις που προέκυψαν από δοκιμαστικές τομές, πραγματοποιήθηκε επί τέσσερα συνεχή χρόνια ανασκαφική έρευνα από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Αποκαλύφθηκαν λοιπόν κτίρια κτισμένα με αργολιθοδομική, ιδιόρρυθμες κατασκευές λαξευμένες στο φυσικό πωρόλιθο, όπως πηγάδια, κυκλικές δεξαμενές επιχρισμένες με ισχυρό κονίαμα, και κυκλικά, συνήθως, λαξεύματα μικρού βάθους, που τις περισσότερες φορές χρησίμευαν ως «λεκάνες», σε ορισμένες όμως περιπτώσεις και ως εστίες. Μικρά κανάλια συνδέουν πολλές φορές τα λαξεύματα αυτά μεταξύ τους ή καλύτερα διευκολύνουν τη μετάβαση κάποιου υγρού από τη μία «λεκάνη» στην άλλη. Αλλοτε πάλι στον πυθμένα της «λεκάνης» υπάρχει οπή επικοινωνίας με γειτονική «λεκάνη» ή με πηγάδι. Στο χείλος, τέλος, πολλών δεξαμενών ή λίγο χαμηλότερα υπάρχουν εγκοπές, για την τοποθέτηση προφανώς κάποιου κινητού εξαρτήματος. Το γεγονός ότι για το βάψιμο χρειάζεται πολύ νερό, πράγμα που είναι εμφανές εδώ. και η ιδιορρυθμία των κατασκευών, που παρουσιάζουν ομοιότητες με εγκαταστάσεις, ελληνιστικής κυρίως περιόδου, που βρέθηκαν στην Ισθμία. το Ισραήλ, την Αίγυπτο και αλλού και ερμηνεύτηκαν ως βαφεία, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τον ίδιο σκοπό επιτελούσαν και τα εργαστήρια της Θήβας. Η μελέτη των ευρημάτων δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, ένα είδος γκρι στάχτης όμως που βρέθηκε σε αρκετά από τα λαξεύματα και που μαρτυρείται και σε ορισμένες από τις εγκαταστάσεις που αναφέρθηκαν, θεωρείται μάλιστα απαραίτητο υλικό στη διαδικασία που προηγείται της βαφής, για τη στερέωση του χρώματος, ενισχύει, πιστεύουμε, την υπόθεση μας.


Θήβα: Αποτύπωση της ανασκαφής των βυζαντινών εργαστηρίων (βαφής.) στην περιοχή Αγίας Τριάδας

Χ. ΚΟΙΛΑΚΟΥ Αρχαιολόγος


ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗΣ Πολλές δραστηριότητες στην ιστορία της Ελλάδας συνέτειναν στην προοδευτική απογύμνωση του τοπίου από τη φυσική χλωρίδα. Η καταστροφή αυτή είχε πολλές δευτερεύουσες επιπτώσεις, όπως διάβρωση πολύτιμου στρώματος του εδάφους, αύξηση της σκόνης και της ρύπανσης του αέρα καθώς και κλιματολογικές αλλαγές. Η έλλειψη χλωρίδας είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμου ζωικού οικοσυστήματος, ξυλείας, αισθητικής ποιότητας, εμποδίων, ηχητικής απορρόφησης και δυνατοτήτων ψυχαγωγίας στην Αθήνα, τα περίχωρα της καθώς και σ' ένα μεγάλο τμήμα της χώρας. Στις ΗΠΑ, μία μέθοδος γνωστή ως «υδροσπορά» έχει αναπτυχθεί για τη φύτευση παρόμοιων (υποβαθμισμένων) περιοχών με τρόπο οικονομικά εφικτό και αποτελεσματικό. Η μέθοδος έχει εφαρμοστεί από τη δεκαετία του 1930 για την επαναφύτευση οδικών διανοίξεων, νταμαριών και γενικά χώρων που υπέστησαν ανατινάξεις και εξορύξεις, ερήμων και πάρκων. Οι δύσκολες αυτές περιοχές ξαναφυτεύτηκαν με επιτυχία με την υδροσπορά. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι πολλά και περιλαμβάνουν ουσιαστικές εξοικονομήσεις, ταχύτερη ανάπτυξη και επικάλυψη εδάφους, μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας σε σύγκριση με συμβατικές (χειρονακτικές) φυτεύσεις, περισσότερη μονιμότητα και διάρκεια ζωής και τη δημιουργία ενός αυτοσυντηρούμενου φυτοοικολογικού συστήματος. Η μέθοδος αυτή μπορεί εύκολα να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, παρά τη φτωχή σύσταση του χώματος, τις υψηλές θερμοκρασίες, την εποχιακή ανομβρία και τις πυρκαγιές. Η υδροσπορά έχει αποδειχθεί επιτυχής σε ακόμη δυσμενέστερες συνθήκες, όπως στη Σαουδική Αραβία, στη Γαλλική Ριβιέρα, στην

Αυστραλία και στις έρημους των νοτιοδυτικών ΗΠΑ. Ο Ronald Pecoff, από το Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, ανέπτυξε τη μέθοδο σε «μορφή τέχνης». Ανάλωσε περισσότερα από 25 χρόνια σε έρευνες, συλλογή στοιχείων και δειγμάτων και πειραματικές δοκιμές ποικιλιών δένδρων, θαμνοειδών και επιφανειακού πράσινου σε όλο τον κόσμο. Τα προβλήματα διάβρωσης, βραχωδών εδαφών, σοβαρών ανομβριών και ξηρασίας καθώς και «εχθρικών» εδαφολογικών συνθηκών μπορούν να επιλυθούν με τη συνδυασμένη σπορά εγγενών και εισαγόμενων φυτών με δυνατότητες προσαρμογής στις αντίξοες συνθήκες. Η υδροσπορά χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την κάλυψη περιοχών μόνο με χλοοτάπητα και επιφανειακό πράσινο. Ο Pecoff κατέδειξε ότι δένδρα, θάμνοι και επιφανειακό πράσινο μπορεί να είναι εξίσου επιτυχημένες επιλογές σε εκτεταμένες περιοχές, όπου συμβατικές μέθοδοι φύτευσης αποδείχθηκαν οικονομικά ασύμφορες ή μη εφαρμόσιμες. Με την υδραυλική εκτόξευση (σπρέυ) ενός μίγματος σπόρων, νερού, λιπάσματος, mulch και άλλων σύμμικτων στοιχείων μία νέα οικολογική διαδικασία αρχίζει να διαμορφώνεται, ενισχύοντας τις διαδικασίες αναδάσωσης που προωθεί η ίδια η φύση. Οι παραδοσιακές διαδικασίες φύτευσης απαιτούν την ανθρώπινη φροντίδα για την καλλιέργεια των φυτών επί μήνες ή και χρόνια, μέχρι αυτά να αναπτυχθούν. Από την άλλη πλευρά, οι σπόροι για την υδροσπορά μπορούν να αποθηκευτούν στα ράφια για χρόνια και να αναμιχθούν μέσα σε διάστημα ωρών, για να δημιουργήσουν ένα μοναδικό τοπίο μέσα σε ώρες ή μέρες. Με την κατάλληλη συντήρηση. 100% φυτικής επικάλυψης μπορεί να συντελεστεί σε μερικές μόνο μέρες και ένα δάσος να εμφανιστεί σε διάστημα 18 έως 36 μηνών. Εφόσον οι σπόροι αποθέτονται στην επιφάνεια της γης, διατρέχουν τον κίνδυνο να ξηρανθούν ή να εξουδετερωθούν. Για το λόγο αυτόν το μίγμα της σποράς περιέχει μία ισόρροπη, οικολογικά, αναλογία σπόρων. Μερικοί από τους τελευταίους φυτρώνουν μέσα σε λίγες μέρες και παρέχουν ένα σύστημα «φροντίδας» και προϋποθέσεων σωστής και ανεμπόδιστης ανάπτυξης για άλλους σπόρους που απαιτούν και χρόνια για να αναπτυχθούν, ανάλογα με την καταλληλότητα των εκάστοτε συνθηκών. Σ' αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι πυρκαγιές, η ξηρασία, οι πλημμύρες, τα έντομα, οι άλλες φυσικές ή ανθρωπογενείς αιτίες.

• Ο Μανώλης Στεφανάκης ( ΒS Env. Des. M.LA., ASLA) έχει εμπειρία 20 και πλέον ετών σε εφαρμογές πρακτικών λύσεων στον προγραμματισμό και το σχεδιασμό του φυσικού τοπίου πάνω σε οικολογικές αρχές Έχει υπηρετήσει ως σύμβουλος στα Ηνωμένα Εθνη σε θέματα φυτοκαλλιεργειών εκτεταμένων περιοχών στις έρ;hμους χωρών της Μέσης Ανατολής. Είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης (Amherst) και σύμβουλος περιβάλλοντος με έδρα τη Βοστώνη (ΗΠΑ).

Ενα δάσος αναπτύχθηκε με υδροσπορά σε τρία χρόνια Δένδρα ευκαλύπτων έχουν αναπτυχθεί μέχρι τα 9 μ Τέλος, το οικονομικό κέρδος που συνεπάγεται η υδροσπορά, σε αντίθεση με τη χειρονακτική σπορά, είναι σημαντικό. Υπάρχουν τεκμηριωμένες περιπτώσεις υδροσποράς το κόστος των οποίων ήταν μέχρι και 80% μικρότερο από τις υπόλοιπες παραδοσιακές μεθόδους φύτευσης, ενώ το αποτέλεσμα χαρακτηρίστηκε από πολύ μεγαλύτερη επιτυχία. Μ. ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ


ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ Η παραδοσιακή Αρχειονομία για πολλά χρόνια ολιγώρησε να επιδείξει ενδιαφέρον για μια ξεχωριστή και πλούσια κατηγορία εγγράφων και τεκμηρίων. Ολιγώρησε για τα εικονογραφικά παραστατικά έγγραφα. Με αυτό τον όρο εννοούμε τα έγγραφα τεκμήρια των οποίων όλη η επιφάνεια ή τμήμα της καταλαμβάνεται από παρουσιάσεις κάποιου αντικειμένου, μνημείου, προσώπου, γεωγραφικού φαινομένου κλπ. Η αμέλεια και η έλλειψη ιδιαίτερης προσοχής γι ' αυτή την κατηγορία υλικού έχει υποχωρήσει, θα λέγαμε ικανοποιητικά, στις μέρες μας απομένει όμως πολλή δουλειά ακόμη. Στην κατηγορία των εικονογραφικών-παραστατικών αρχείων περιλαμβάνονται τα χαρτογραφικά αρχεία και ως ιδιαίτερη κατηγορία τα αρχιτεκτονικά αρχεία ή. για να είμαστε ακρι-βείς, τα αρχεία που αφορούν στην Αρχιτεκτονική. Τα αρχεία αυτά παράγονται από αρχιτέκτονες μηχανικούς, πολιτικούς μηχανικούς, γεωμέτρες, τοπογράφους, γεωλόγους, μηχανολόγους, ναυπηγούς, κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Αν θέλουμε να δώσουμε έναν ορισμό, μπορούμε να πούμε ότι ως χαρτογραφικά αρχεία χαρακτηρίζονται οι μαρτυρίες που ενδιαφέρουν την ιστορική έρευνα και που μας παραδίδονται σε οπτικές γραμμικές αποτυπώσεις και απεικονίσεις που έχουν ληφθεί ή παραχθεί από δημόσιες υπηρεσίες, ν.π.δ.δ..οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, ν.π.ι.δ. που τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, από οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, από εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, δικαστικές αρχές καθώς και από ιδιωτικούς φορείς και φυσικά πρόσωπα ως αναπόσπαστο μέρος της δραστηριότητάς τους. Τα χαρτογραφικά αρχεία περιέχουν χάρτες, σχέδια, τοπογραφικά και υδρογραφικά διαγράμματα και σχέδια, αρχιτεκτονικά διαγράμματα και σχέδια, μακέτες, αεροφωτογραφίες, ιχνογραφήματα, χαλκογραφίες, λιθογραφίες, ξυλογραφίες κλπ. Συχνά, τη στιγμή της περιγραφής, ταξινόμησης και αρχειοθέτησης του αρχειακού υλικού που προέρχεται από έναν αρχιτέκτονα ή πολιτικό μηχανικό ή τοπογράφο, φθάνουμε στο σημείο να αναρωτιόμαστε εάν ένα σχέδιο ή μία μακέτα αποτελεί πραγματικά υλικό για φύλαξη σε αρχεία, μεταξύ των άλλων τεκμηρίων για την πληροφόρηση και την έρευνα, δηλ. μεταξύ του υλικού της «δι' εγγράφων απόδειξης», ή αν αυτό εντάσσεται περισσότερο στις βιβλιοθήκες. Η αβεβαιότητά μας κερδίζει έδαφος εάν ανάμεσα στα «χαρτιά» βρίσκουμε και βιβλία ή αντικείμενα με τα οποία, ως εργαλεία, ο αρχιτέκτονας, μετερχόταν την τέχνη του και που αυτά ως αντικείμενα θα ταίριαζαν σε κάποιο μουσείο'. Ο λόγος που το αρχειακό υλικό που παράγεται από τους μηχανικούς βρίσκεται πιο κοντά στα αρχεία -τα κρατικά- είναι η κατ ' ανάγκη διοικητική του φύση, και το ενδιαφέρον των κρατικών φορέων -πολεοδομικά γραφεία- που έχουν στις αρμοδιότητες τους την έγκριση και την τήρηση της δραστηριότητας

των μηχανικών και των μελετών και έργων τους. Πολλοί, επίσης, μηχανικοί, τοπογράφοι, μηχανολόγοι κ.ά. εργάζονται ως κρατικοί λειτουργοί στο σχεδιασμό και στην εκπόνηση έργων. Και ακόμη, τα έγγραφα-τεκμήρια, που αποτελούν το φάκελο ενός έργου, είναι αμοιβαία συνδεδεμένα μεταξύ τους από τη φύση της παραγωγής τους αποτελούν, κατά συνέπεια, μια «universitas», ένα αδιάσπαστο σύνολο, στοιχείο χαρακτηριστικό και καθοριστικό του Αρχείου2. Υπάρχει έντονη ανησυχία από τους αρχειονόμους για την τύχη των αρχείων που αφορούν στην Αρχιτεκτονική καθώς και για τις επιπτώσεις, όχι μόνο πολιτιστικές αλλά και πρακτικές, από την καταστροφή τους. Και μας ενδιαφέρουν τόσο τα ιδιωτικά αρχεία των ελεύθερων επαγγελματιών όσο και τα αρχεία που κατατίθενται στους κρατικούς φορείς, με κύριο φορέα τα πολεοδομικά γραφεία. Αυτή την ανησυχία μας δεν τη μοιραζόμαστε στον ίδιο βαθμό ούτε με τους ίδιους τους επαγγελματίες ως παραγωγούς αυτών τούτων των αρχείων, ούτε με τους κρατικούς φορείς ελέγχου και τήρησής τους. Πολύ συχνά οι ίδιοι οι μηχανικοί, είτε ως ιδιώτες είτε ως κρατικοί λειτουργοί, αναγκασμένοι από την έλλειψη χώρου και χρόνου, δε φροντίζουν για την τύχη των αρχείων. Καταστρέφουν μόνοι τους σχέδια και φακέλους για να απαλλαγούν από το «παλαιό χαρτομά-νι» που δε χρησιμεύει πια στις τρέχουσες δουλειές τους. Όμως καταστρέφουν συγχρόνως μια αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ιστορικής μας συνείδησης. Πολλοί λίγοι επαγγελματίες συνειδητοποιούν την ιστορική διάσταση και αξία της καθημερινής τους δραστηριότητας και του έργου που παράγουν, ίσως γιατί σκέπτονται ότι μόνο τα αρχεία των επαγγελματιών τεχνικών του παλιότερου καιρού, των πρωτοπόρων και ιδιοφυών, αξίζει να φυλαχθούν. Όμως, οι αρχειονόμοι και οι ιστορικοί πάψαμε προ πολλού να «κάνουμε την ιστορία» των εξεχόντων και των αριστουργημάτων τους, των μνημείων. Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η παραγωγή σχεδίων που αφορούν στα κτισμένα συγκροτήματα. Πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στο «σπίτι των πολλών» και ας είναι είτε η ελεύθερη μονοκατοικία είτε η πολυκατοικία. Τα σπίτια των πολλών δημιουργούν το continuum, την αδιάσπαστη συνέχεια, της πόλης μας και, κακά τα ψέμματα, είναι η δομή η πιο αυθεντική και ζωντανή, με την έννοια ότι είναι αυτή που αντιπροσωπεύει το μεγάλο μέρος της κατοικίας των πολιτών. Οι συνοικίες, οι εξαιρετικά ζωηρές και ενδιαφέρουσες, όχι πάντα και όμορφες, δεν εμφανίζονται στις καρτ-ποοτάλ, δε βαραίνουν τους οδηγούς των πόλεων, δεν κουράζουν τη θύμηση των τουριστών και των περιπατητών όμως αυτά τα αναρίθμητα σπίτια-διαμερίσματα φτιάχνουν την πόλη μας και είναι η καθημερινή μας ζωή. Ενδιαφερόμαστε -για να μην πω οφείλουμενα κρατήσουμε τεκμήρια αυτού του φαινομένου που να μπορούν να γίνουν αντικείμενο ασφαλούς έρευνας και να τα δώσουμε όχι μόνο στους ερευνητές αρχιτέκτονες και πολεοδόμους αλλά και στους νομικούς και ιστο-

ρικούς των θεσμών και του δικαίου, στους οικονομολόγους, στους κοινωνιολόγους, στους γιατρούς και υγιεινολόγους, στους ιστορικούς, στους ιστορικούς της τέχνης, στους ενασχολούμενους με τη δημογραφία και τις μετακινήσεις των πληθυσμών, με τις μεταφορές, τη βιομηχανική ανάπτυξη και τις κρατικές επενδύσεις, στους ιστορικούς της παιδείας. Ο μηχανικός και ο τεχνικός δεν είναι μόνος του στην παραγωγή ενός έργου. Στο φάκελο κάθε έργου φυλάσσεται ο τίτλος ιδιοκτησίας και το εργολαβικό συμβόλαιο, το τοπογραφικό του οικοπέδου με απόσπασμα ρυμοτομικού σχεδίου της ευρύτερης περιοχής, τα αρχιτεκτονικά σχέδια, η στατική μελέτη, τα μηχανολογικά σχέδια και αυτά των εγκαταστάσεων (υδραυλικών, ηλεκτρικών), τα διαγράμματα εκσκαφών, οι τεχνικές εκθέσεις (με περιγραφή υλικών), ο προϋπολογισμός του έργου (και ας είναι συνήθως πλασματικός), το στατιστικό φυλλάδιο, κάποιο φωτογραφικό υλικό κ.λπ. Διαφαίνεται η πορεία μέσα στον κρατικό μηχανισμό, διαφαίνεται η σχέση του επαγγελματία με τον πελάτη, είτε αυτός είναι ο απλός πολίτης-ιδιοκτήτης του έργου, είτε μια εταιρεία, ένας οργανισμός, ένας κρατικός ή ημικρατικός φορέας. Σε κάποιους άλλους φορείς, στα συμβολαιογραφεία και υποθηκοφυλακεία φυλάσσονται, εκτός από τα εργολαβικά, οι αγοραπωλησίες, οι μεταβιβάσεις των ακινήτων και οι τιμές τους. Υλικό και αυτό πολύτιμο σε πολλούς κλάδους ερευνητών. θα ήθελα εδώ να κάνω μια χαρτογράφηση του αρχειακού υλικού που απόκειται και φυλάσσεται στα ελληνικά κρατικά αρχεία και που αφορά στο θέμα μας. Και αρχίζω από τα Ιόνια Νησιά, που έχουν το προνόμιο της αρχειακής παράδοσης και συνείδησης. Αν εξαιρέσουμε τη Ζάκυνθο, που είχε την ατυχία, με τους σεισμούς του 1953 και την πυρκαγιά που ακολούθησε, να στερηθεί το πλούσιο και μοναδικό «Αρχειο-φυλακείο» της, στα πρώην «Αρχειοφυλα-κεία». και νυν «Ιστορικά Αρχεία» των άλλων


νησιών απόκειται πλούσιο αρχειακό υλικό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις αιτήσεις των πολιτών με σύντομη περιγραφή του κτίσματος, που επί Αγγλικής Προστασίας, με διάταγμα στα 1819, υποβάλλονται υποχρεωτικά για την έγκριση άδειας ανοικοδόμησης, αλλά και στο υλικό που μπορεί κανείς να ανιχνεύσει και να συγκεντρώσει διατρέχοντας τις νοταριακές πράξεις (π.χ. προικώα, διαθήκες, αγοραπωλησίες). Επίσης μνημονεύω ότι στους κώδικες των ναών και των μοναστηριών, πόλης και υπαίθρου, βρίσκουμε αποφάσεις των επιτρόπων σχετικά με ανέγερση ή επισκευή των ναών, των μοναστηριών και των καμπαναριών καθώς και τις σχετικές αναθέσεις των έργων. Κατά την ίδια περίοδο, στην ηπειρωτική κυρίως Ελλάδα, οι πολίτες υποχρεώνονταν να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας ανοικοδόμησης στους καδήδες και τους μουχτάρηδες οι σχετικές εγκρίσεις εκδίδονταν σε ταπιά και καταγράφονταν στα βιβλία του Ιεροδικείου. Στα Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας Θεσσαλονίκη, Βέροιας, Κοζάνης. Κρή-της-Χανιά και στη Βικελαία Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο απόκειται σχετικό υλικό. Στο νησιωτικό χώρο οι μνήμονες, που συχνά ήταν και καντζελιέρηδες της Κοινότητας, κατέγραφαν τις διαθήκες, τα προικώα, τις αγοραπωλησίες αλλά και τους διακανονισμούς και τις συμφωνίες για το αποχετευτικό πρόβλημα, τις δεξαμενές του νερού, το χτίσιμο των κοινών τοίχων, την κοινή πρόσβαση. Στο Ιστορικό Αρχείο Ρόδου και στο Ιστορικό Αρχείο Σύρου φυλάσσεται πλούσιο αρχειακό υλικό για τα δημόσια έργα που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο της ιταλικής κατοχής. Στα Αρχεία των Δήμων και των Κοινοτήτων απόκειται ενδιαφέρον υλικό στους φακέλους των έργων. Πλούσια πηγή αρχειακού υλικού αποτελούν, φυσικά, τα Πολεοδομικά Γραφεία των κατά τόπους Νομαρχιών. Επίσης οι Αρχαιολο γικές Εφορείες φυλάσσουν υλικό εξαιρετικά ενδιαφέρον. Από το υλικό που απόκειται και φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους πολλές πληροφορίες μπορεί ο ερευνητής να αντλήσει από τα Αρχεία της Γενικής Γραμματείας και της Γραμματείας των Εκκλησιαστικών και Παιδείας της περιόδου του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, από τα Αρχεία της Αρχιγραμμα-τείας-Ανάκτορα, της Γραμματείας των Εσωτερικών και ιδιαίτερα του Αρχείου Σχεδίων Πόλεων, της Γραμματείας των Εκκλησιαστικών και Παιδείας καθώς και της Γραμματείας των Στρατιωτικών της περιόδου της βασιλείας του Όθωνα, από τα Αρχεία του Υπουργείου Εσωτερικών της περιόδου της βασιλείας του Γεωργίου Α'. Στη Συλλογή Γ. Βλαχογιάννη μπορεί ο ερευνητής να συλλέξει διάφορες πληροφορίες σχετικά με το θέμα. Διάσπαρτο αλλά ενδιαφέρον αρχειακό υλικό φυλάσσεται επίσης και στην αρχειακή σειρά Κ-Μικρές Συλλογές. Τελευταία τα ΓΑΚ παρέλαβαν τα Αρχεία της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ με το υλικό που αφορά στα σχολικά κτίρια3. Την τελευταία πενταετία, στα πλαίσια του Διεθνούς Συμβουλίου Αρχείων, δημιουργή-

θηκε μία ομάδα εργασίας με σκοπό την προσέγγιση και τη γνωριμία με τα χαρτογραφικά αρχεία και τα αρχεία που αφορούν στην Αρχιτεκτονική και που απόκεινται στα διάφορα κρατικά (και όχι μόνον) αρχεία4. Η πρώτη κίνηση έγινε το 1983, στη Ρώμη, και ένα χρόνο αργότερα, στη γενική συνέλευση του Χ Διεθνούς Συνεδρίου Αρχείων, στη Βόννη, αναγνωρίστηκε και επίσημα η λειτουργία της ομάδας τότε η ομάδα συγκροτήθηκε και σε σώμα. Στο ίδιο Συνέδριο παρουσιάστηκε η εισηγητική έκθεση σχετικά με την τυπολογία των εγγράφων-τεκμηρίων που συνθέτουν το υλικό αυτών των αρχείων, την ανησυχία για την κατάσταση φύλαξης και διατήρησης τους και τα προβλήματα ταξινόμησης και αρχειοθέτησης που θέτει αυτή η ειδική κατηγορία εγγράφωντεκμηρίων. Προκλήθηκε ζωηρό ενδιαφέρον μεταξύ των αρχειονόμων. Το 1986, στην ετήσια συνάντηση της ομάδας εργασίας αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα σύνταξης ενός δελτίου καταγραφής των αρχιτεκτονικών και χαρτογραφικών αρχείων και τεκμηρίων, που θα πρέπει να προσαρμόζεται και να δέχεται επεξεργασία από ηλεκτρονικό υπολογιστή· το θέμα είναι ακόμη ανοικτό. Το 1987 η ομάδα εργασίας συναντήθηκε στην Πολωνία. Με νέα εισηγητική έκθεση τέθηκε το πρόβλημα του εντοπισμού και της συγκέντρωσης του υλικού των διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και της σύνθεσης ενός ειδικού δελτίου καταγραφής. Στη συνέχεια τέθηκαν τα προβλήματα της εφαρμογής των νέων τεχνικών στην Αρχιτεκτονική, και εδώ εννοούμε τη νέα ύλη στην οποία παράγονται, εγγράφονται, οι οπτικές γραμμικές αποτυπώσεις και απεικονίσεις, δηλ. τους μαγνητικούς δίσκους, τους προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές κλπ.· και αυτό το θέμα είναι ακόμη ανοικτό. Στο μεταξύ εκπρόσωποι από το Διεθνές

Συμβούλιο των Μουσείων Αρχιτεκτονικής, από το ICOMOS, από τη Διεθνή Ένωση Αρχιτεκτόνων, το Καναδικό Κέντρο Αρχιτεκτονικής, το Γαλλικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, το Μουσείο της Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής στις Βρυξέλλες, συνεργάστηκαν με την ομάδα εργασίας και πρόσφεραν τη δική τους οπτική και προβληματική. Οι συζητήσεις έφεραν στο προσκήνιο τις διάφορες μεθόδους αρχειοθέτησης και καταλογογράφησης του αρχειακού αυτού υλικού, τη δυνατότητα δημιουργίας τράπεζας πληροφοριών για τα αρχιτεκτονικά αρχεία καθώς και την ανάγκη συγκριτικής μελέτης των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Επίσης τέθηκε το πρόβλημα της εφαρμογής της δειγματοληπτικής επιλογής των φακέλων που θα διατηρηθούν στο διηνεκές. Επιπλέον, συζητήθηκε και συζητείται το πρόβλημα της χρήσης και πρακτικής εφαρμογής του αρχειακού αυτού υλικού ως άμεσης πηγής για την αποκατάσταση των κατε-σταμμένων πόλεων και των μνημείων. Πρωτοπόροι τα Κρατικά Αρχεία Πολωνίας-Βαρσο-βία και Γκντάνσκ, τα Κρατικά Αρχεία Τσεχοσ-λοβακίαςΠράγα. Ας κάνουμε μια μικρή παρένθεση για να θυμηθούμε τα προγράμματα αποκατάστασης κάποιων ευρωπαϊκών πόλεων με το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Κατεξοχήν εκφραστής η Βαρσοβία, όπου το 1945 αποφασίστηκε το ξαναχτίσιμό του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας σύμφωνα με τους χάρτες, τα σχέδια, τις λιθογραφίες, τις φωτογραφίες που συγκεντρώθηκαν από ομάδες εργασίας που αποτελούνταν από αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, ιστορικούς, αρχειονόμους, βιβλιοθηκάριους, μουσειολόγους και ιστορικούς της τέχνης το παράδειγμα αυτό αποτελεί σημείο εκκίνησης για ένα συνέδριο με σκοπό διεπιστημονικές έρευνες για τη χρήση του αρχειακού υλικού, αλλά και άλλου συναφούς


υλικού, για τις αποκαταστάσεις των κτιρίων και ακόμη για τη διατήρηση των παλαιών κτιρίων και την αρμονική ενσωμάτωση τους στη φυσιογνωμία και στη δομή των νέων μας πόλεων που συνεχώς αλλάζουν. Τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι η έκφραση «απόκειται και φυλάσσεται» στα αρχεία σημαίνει συχνά, στο πνεύμα και στη νοοτροπία του κοινού, «καταχωνιάζεται μέσα στη σκόνη και ξεχνιέται». Στην πραγματικότητα, τα έγγραφα που απόκεινται και φυλάσσονται στα αρχεία είναι μνημεία άφθαρτα, ατελεύτητα, που διαιωνίζουν τη δραστηριότητα των ανθρώπων και διασώζονται από τη λησμονιά και τον αφανισμό. Αργά ή γρήγορα γίνονται αντικείμενο ειδικού ενδιαφέροντος και πολλαπλής έρευνας, και ο αρχειονόμος, ως διαχειριστής αρχείων, δεν πρέπει να έχει όρια, περιορισμούς ή εξειδικεύσεις οφείλει να εξασφαλίσει τη μνήμη της πόλης, τη μνήμη του παρελθόντος όπως και τη μνήμη του μέλλοντος. 1 Την τελευταία δεκαετία το θέμα έγινε αντικείμενο πολλών συζητήσεων μεταξύ των αρχειονόμων. των βιβλιοθηκάριων και των μουσειολόγων. μια και αυτή η προβληματική έθεσε πολλά ερωτήματα μεταξύ των κρατών, με κάποιες αναλογίες ερωτήματα που για να λυθούν συχνά ακολουθούνται μέθοδοι και κριτήρια όχι ομοιογενή και ομοιόμορφα αναλογίες που εξαρτώνται από την παράδοση -και όχι μόνοτου κάθε κράτους Σχετικά με το concept των Αρχείων συζητήθηκε και συζητείται ακόμη! αλλά το ίδιο γίνεται και για τις Βιβλιοθήκες και τα Μουσεία! Και οι τρεις αυτοί φορείς-θεσμοί (Αρχεία. Βιβλιοθήκες. Μουσεία), έχουν φύση και σκοπό που διακρίνεται μεταξύ τους όμως παίζουν έναν κοινό, στην ουσία, ρόλο φυλάσσουν διαφορετικά τεκμήρια-μαρτυρίες του ανθρώπινου πολιτισμού - θα μπορούσαμε να πούμε: έγγραφα μαρτυρίες = Αρχεία, βιβλία = Βιβλιοθήκες, αντικείμενα = Μουσεία -, προσφέρουν όμως μια ταυτόσημη υπηρεσία και συγχρόνως αλληλοσυμπληρούμενη. 2. Δεν είναι δηλ μία τεχνητή ουγκέντρωση-συλλογή σε ομάδα ή ενότητα κάποιων τεκμηρίων, σύμφωνα με τη βούληση του συλλέκτη. 3. Εκφράζω και από εδώ ευχαριστίες προς τις αρχιτέκτονες κα Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη και κα Ρου Σακελλαρίου που με φροντίδα βοήθησαν ουσιαστικά να παραδοθεί το αρχειακό αυτό υλικό στα Γενικά Αρχεία του Κράτους Η συνάδελφος κα Κατερίνα Κυριακού ανέλαβε το έργο της καταγραφής και ταξινόμησης του 4. Σε αυτή την ομάδα τα ελληνικά αρχεία εκπροσωπούνται από την υπογράφουσα αυτή την ανακοίνωση Στα πλαίσια αυτής της εργασίας οργανώθηκε, κατά το ακαδημαϊκό έτος 19881989. σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα κα Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη. λέκτορα του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Ε Μ. Πολυτεχνείου, ένας κύκλος δύο κατ επιλογή μαθημάτων στο 7ο και 8ο εξάμηνο του τμήματος Αρχιτεκτόνων, καθώς και η έκθεση σχετικά με τους πρώτους τεχνικούς του ελληνικού κράτους, που φιλοξενήθηκε στον εκθεσιακό χώρο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (βλ «Οι πρώτοι τεχνικοί του νεότερου ελληνικού κράτους», επιμέλειαπαρουσίαση Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη. Μαριάννα Κολυβά-Καραλέκα. έκδ Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Αθήνα 1990). ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΛΥΒΑ-ΚΑΡΑΛΕΚΑ Ιστορικός-Αρχειονόμος

Η μονή Βατοπεδίου είναι η δεύτερη κατά την τάξη των μονών του Αγίου Όρους και ένα από τα αξιολογότερα αγιορείτικα συγκροτήματα, τόσο από άποψη κτιριακή όσο και κινητών κειμηλίων. Μελετώντας την ιστορία της, μπορούμε να κατατάξουμε τη Μονή στην κατηγορία των «προοδευτικών» μονών του Όρους. Στη μακραίωνη ιστορία της (ιδρύθηκε γύρω στο 980) οι Προϊστάμενοι της έδωσαν κατ' επανάληψη απτά δείγματα μεγαλοφροσύνης, αγάπης προς το Γένος και εύκολης υιοθεσίας ποικίλων νεωτερισμών. Αναφέρουμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις: - Στα μέσα του 18ου αι. ιδρύουν την Αθωνιάδα Σχολή. - Το 1844 συμμετέχουν ουσιωδώς στην ίδρυση της Νέας Αθωνιάδος στις Καρυές. - Προικοδοτούν την τρίτη Αθωνιάδα (τη λειτουργούσα) με τα εισοδήματα της που προέρχονται από το Πόρτο-Λάγος. - Κατά τη δεκαετία του 1850 ανεγείρουν το νέο νοσοκομείο της Μονής, εξοπλισμένο με τα πλέον σύγχρονα εργαλεία και σκεύη - Λίγο αργότερα επανακτίζουν τη δυτική πτέρυγα της Μονής, που αποτελεί ένα από τα πρώτα μεγάλα κτίσματα του αγιορείτικου χώρου, με έντονα νεοκλασικιστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. - Χρηματοδότησαν, εξ ολοκλήρου ή μερικώς, την έκδοση εθνωφελών συγγραμμάτων - Ήταν η μοναδική αγιορείτικη μονή που ακολούθησε το γρηγοριανό ημερολόγιο (προ ολίγων ετών όμως επανέκαμψε). - Οι βατοπεδινοί μοναχοί διακρίνονταν για την αρχοντιά τους και το αβρό στους τρόπους τους. Η χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακή εξυπηρέτηση δεν άφησε αδιάφορους τους γέροντες της μονής Βατοπεδίου. Το 1914 ίδρυσαν τον ηλεκτρικό σταθμό τους και τον εγκατέστησαν σε κτίριο που ανεγέρθηκε επί τόπου, έξω από το δυτικό περίβολο της Μονής. Πρόκειται για ισόγειο ορθογώνιο κτίσμα, με κατόψη 11,40x8,40 μ., κτισμένο με ισχυρή λιθοδομή και στεγασμένο με δίρριχτη ξύλινη στέγη και «γαλλικά» κεραμίδια.

1. Γενική άποψη του ηλεκτρικού σταθμού από τα δυτικά

Στη δυτική στενή πλευρά και πάνω από την είσοδο του Σταθμού, είναι εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την εξής επιγραφή: (παράσταση βασιλικού στέμματος) ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙ ΔΙΟΥ ΤΗι 25η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1914 Σε γωνιόλιθο της ΒΔ γωνίας είναι χαραγμένη η χρονολογία 1914. Στις δύο μακρές πλευρές υπάρχουν ανά δύο μεγάλα παράθυρα, ενώ στη μέση των αετωμάτων των δύο στενών πλευρών ανά ένας κυκλικός φεγγίτης με ανοιγόμενο παράθυρο Από τον αρχικό μηχανολογικό εξοπλισμό του Σταθμού σήμερα έχουν μείνει μόνο δύο εξαρτήματα. 1. Η γεννήτρια, πάνω στην οποία διαβάζου με τα στοιχεία, Hermann-Poge Chemnitz generator 48319 2. Το μεγάλο κιβώτιο του ηλεκτρικού πίνα κα με την ανάγλυφη πινακίδα. ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΕΙΟΝ «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» Μ.Κ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ ΒΟΛΟΣ Η μηχανή που κινούσε τη γεννήτρια βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο και σε απόσταση, μεταδίδοντας την κίνηση με ιμάντα. Στο Σταθμό έχουν τοποθετηθεί καινούργιες μηχανές και το κτίριο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για τις ανάγκες για τις οποίες κτίστηκε. Στο Βατοπέδι υπάρχει η παράδοση ότι ο ηλεκτρικός σταθμός τους είναι ο παλαιότερος της Μακεδονίας και ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τον χρησιμοποίησε ως υπόδειγμα για παρόμοια κατασκευή στο Παλάτι(;) Καταθέτουμε τη μαρτυρία αυτή με την ελπίδα ότι θα φανεί χρήσιμη σ' αυτόν που θα θελήσει να ασχοληθεί συνολικά με τις πρώιμες εφαρμογές του ηλεκτρισμού στον ελλαδικό χώρο. ΙΩΑΚΕΙΜ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΣ


Β' ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990 Η επιστημονική έρευνα δεν ευτυχεί στη χώρα μας. Το τεκμηριώνουν πεπραγμένα, δημοσιεύματα, συνέδρια και μουσεία. Η αρχαιότητα είναι ο χώρος που προσελκύει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσων εργάζονται, η νεότερη εποχή το ελάχιστο. Η τεχνική και η οικονομία, βασικές όψεις της ζωής του χθες και του σήμερα, παραμένουν ως θέματα περιθωριακές. Σημαντικά κεφάλαια της ελληνικής -και μεσογειακής- ιστορίας, όπως το αμπέλι, η ελιά, το σιτάρι, το βαμβάκι, το μάρμαρο, δραστηριότητες όπως η εμπορική μας ναυτιλία, δε βρήκαν ακόμη τον αποτελεσματικό φορέα έρευνας τους, το μουσείο που θα τα στεγάσει και προβάλλει, την έκδοση που θα τα αναδείξει. Οι ερευνητικοί μας φορείς δε γεφύρωσαν ακόμη τις σχέσεις τους με τη βιομηχανία, για να ανταποκριθούν, από τη δική τους άποψη, στις ανάγκες της και να αντλήσουν από τις δυνατότητες της. Η βιομηχανία, εξελισσόμενη, αναζητεί τη μνήμη και τους τίτλους της αλλά και συμβολές στην παραπέρα στρατηγική της η έρευνα, εξελισσόμενη, αναζητεί την επαφή με την πραγματικότητα και τις πιστώσεις που αυτή θα μπορούσε να προσφέρει. Do ut des. Οι ελάχιστες, για την ώρα, εξαιρέσεις δεν πέτυχαν να στοιχειοθετήσουν αφετηρίες. Προς την κατεύθυνση αυτή εργάζεται και το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ: να επισημάνει σημαντικούς τομείς που παραμένουν αναξιοποίητοι, να ευαισθητοποιήσει ειδικούς και χορηγούς. Η έκδοση της Τεχνολογίας είναι μία από τις προσπάθειες, τα συνέδρια και η έκδοση των πρακτικών τους μία δεύτερη. Η «ιστορία του ελληνικού κρασιού» δεν αποτέλεσε ως σήμερα αντικείμενο ενός ερευνητικού κέντρου ή θέμα ενός ειδικού μουσείου παρά την πολλαπλή πολιτιστική του

σημασία: από οικονομική και καλλιτεχνική άποψη, ως βασικό στοιχείο της ζωής (τροφή, μέθη, σύμβολο), ως σημαντικό εξαγωγικό προϊόν του τόπου. Το Τριήμερο Εργασίας για την ιστορία του ελληνικού κρασιού, που οργανώθηκε στη Σαντορίνη από τις 7 ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1990, ήταν η πρώτη προσπάθεια «πιλότος» στον τομέα αυτό, σημαντική για πολλούς λόγους. Ήταν, καταρχήν, η πρώτη συνάντηση ελλήνων επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων με θέμα ένα γεωργικό προϊόν. Είκοσι έξι αρχαιολόγοι, εθνολόγοι, αρχιτέκτονες, ιστορικοί, οινολόγοι ανακοίνωσαν τα πορίσματα των ερευνών τους, συζήτησαν γόνιμα και κάποτε έντονα τις απόψεις τους, τεκμηρίωσαν τη σημασία και το πολυδιάστατο μιας έρευνας που προαλείφεται πλούσια σε καρπούς. Ήταν, κατά δεύτερο λόγο, ένα πείραμα χορηγίας, μια ευκαιρία συνεργασίας ενός κοινωφελούς ιδρύματος και μιας βιομηχανίας, των οποίων τα ενδιαφέροντα συνέπιπταν. Το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα πρόσφερε το κύρος και την πείρα του στην οργάνωση συνεδρίων και η Εταιρεία «Ι. Μπουτάρης & Υιός» Α.Α.Ο.Ε. & Ε.Ε. την αναγκαία για την κάλυψη των δαπανών επιχορήγηση και τη θερμή φιλοξενία της. Ένα πείραμα που πέτυχε, όπως τεκμηρίωσαν οι συζητήσεις ανάμεσα στις συνεδρίες και στη διάρκεια των γευμάτων, η απήχηση στον τύπο και όπως θα επικυρώσει η προετοιμαζόμενη έκδοση των πρακτικών. Το συμπόσιο αυτό (γιατί τελικά το Τριήμερο Εργασίας μεταβλήθηκε σε συμπόσιο λόγω θέματος και πολλών ευχάριστων παρακολουθημάτων) φιλοξενήθηκε στο Μεγαλοχώρι, στο οινοποιείο Μπουτάρη, στην ειδικά χτισμένη για συνεδριάσεις και ενημερώσεις θόλο. που εγκαινιάστηκε με το πρώτο αυτό

Από το Τριήμερο Εργασίας για την Ιστορία του Ελληνικού Κρασιού ο καθ. κ Κων. Γ Δρακάτος. π Πρόεδρος του Δ Σ του ΠΤΙ ΕΤΒΑ. ο κ Ι Μπουτάρης και η κ Στ Κουράκου-Δραγώνα.

συνέδριο. Το συμπόσιο άρχισε με ένα εντυπωσιακό πολυθέαμα, αφιερωμένο στο κρασί, και με την ανακοίνωση δημιουργίας από την οικογένεια Μπουτάρη ενός νέου κοινωφελούς ιδρύματος, του Ιδρύματος «Φανή Μπουτάρη», που θα έχει ως σκοπό την «επιστημονική έρευνα, σπουδή και αξιοποίηση της ιστορίας του ελληνικού κρασιού». Το συνέδριο έκλεισε με ξενάγηση στις εγκαταστάσεις του Οινοποιείου, δοκιμασία κρασιών σε επίπεδο μυητικής τελετής, ξενάγηση από τον καθηγητή Χρ. Ντούμα στο μαγικό χώρο της ανασκαφής του Ακρωτηρίου και στο μουσείο με τις θαυμαστές τοιχογραφίες, και πολυάνθρωπη δεξίωση. Και πλαισιώθηκε, και γι' αυτό πέτυχε, από τους τέσσερις θεούς του τόπου: τον Ήφαιστο, που λάξεψε το τοπίο, τον Αίολο, που δρόσιζε τους πυρωμένους


βράχους, το Διόνυσο, που τρυγούσε τις ίδιες μέρες τους καρπούς του, και τη Σελάνα, που φώτιζε τα δείπνα. Οι ανακοινώσεις οργανώθηκαν σε πέντε συνεδρίες. Η πρώτη, Παρασκευή πρωί, είχε ως θέμα της τη Σαντορίνη. Σε αυτήν, άλλωστε, κορυφαίο πολιτιστικό κέντρο του Αιγαίου, νησί με πλούσια αμπελουργική, οινοποιητική και οινεμπορική παράδοση, ήταν αφιερωμένο όλο το συμπόσιο. Για τη Σαντορίνη μίλησε αρχικά μια ομάδα αρχαιολόγων-εθνολόγων (κ.κ. Ε. Κατσά, Ι. Τζαχίλη, Κ. Πολυβού, Α. Σαρπάκη, Αλ. Ντούμα) που παρουσίασε μια προσπάθεια πολυδιάστατης εθνολογικής έρευνας που είχε ως θέμα της το «Ακρωτήρι Σαντορίνης, η αμπελουργία στη ζωή μιας κοινότητας». Μίλησαν διαδοχικά για τις σχέσεις του ανθρώπου και του χώρου, τις παραδοσιακές τεχνικές της αμπελουργίας, της οινοποιίας και τους τρόπους μέτρησης και, τέλος, για την αμπελοκαλλιέργεια ως μεταβαλλόμενη αγροτική δραστηριότητα. Την εικόνα συμπλήρωσε ο αρχιτέκτονας Δημ Φιλιππίδης, που μίλησε για τις κάναβες και ραβδιά της Σαντορίνης, και ο ιστορικός Αγ. Τσελίκας που απόσταξε τα δικαιοπρακτικά έγγραφα της Σαντορίνης του 16ου και 17ου αι. για να συγκεντρώσει πληροφορίες για τα αμπέλια. Το απόγευμα, αφιερωμένο στην αμπελουργίαοινοποιία της αρχαιότητας, άνοιξε με την παρουσίαση του εμπορίου του κρασιού στην αρχαιότητα από την αρχαιολόγο Αντ. Μαραγκού, συνεχίστηκε με μια περιήγηση στον κόσμο του κρασιού, όπως αυτός τεκμηριωνόταν από τις παραστάσεις των μελανόμορφων και ερυθρόμορφων αγγείων (αρχαιολόγος Μ. Ξαγοράρη), και έκλεισε με μιαν άλλη που στηρίχθηκε στις παραστάσεις των νομισμάτων (Ειρ. Μαραθάκη). Διαφάνειες, χάρτες, σχέδια πλούτισαν όλες τις ανακοινώσεις, και οι συζητήσεις που επακολούθησαν θέρμαναν τα ενδιαφέροντα και την ατμόσφαιρα. Στην πρωινή συνεδρία του Σαββάτου είχε την τιμητική του ο 19ος αιώνας. Η αρχή έγινε

με δύο σημαντικές εισηγήσεις, της οινολόγου κ. Στ. Κουράκου-Δραγώνα για την «εξέλιξη του ελληνικού αμπελώνα από την εθνεγερσία ως το Β' Παγκόσμιο πόλεμο» και της ιστορικού Χρ. Αγριαντώνη που παρουσίασε την οινοβιομηχανία στην Ελλάδα από το 1860 ως το 1910. Μετά τη συζήτηση, ο αρχιτέκτονας Π. Τουρνικιώτης παρουσίασε το θέμα «Κτίσμα και κρασί στη Σάμο και την Αρκαδία (τέλη 19ου αρχές 20ού αι.), η εθνολόγος Αιγ. Μπρούσκου το πέρασμα από την οικοτεχνία στη βιοτεχνία στη Γουμένισσα, ο αρχιτέκτονας καθηγητής Δ. Ζήβας τα κτίσματα, μέτρα και εξοπλισμό της παραδοσιακής οινοποιίας στη Ζάκυνθο και η εθνολόγος Ελένη Τσενόγλου τους βαρελάδες της Κρήτης με μια αναλυτική παρουσίαση της δουλειάς ενός βαρελά στο Ηράκλειο. Ήταν ένα υπερπλήρες πρωινό. Το απόγευμα η εικόνα του 19ου αιώνα εμπλουτίστηκε με τις ανακοινώσεις των καθηγητών Κ Μητράκου και Στ Παπρά για την

αμπελοκαλλιέργεια και οινοποίηση στα Αμπελάκια και της αρχιτέκτονος Σ. Αυγερινού-Κολώνια για τα λαϊκά ποτοπωλεία της Πάτρας. Για την προηγούμενη περίοδο, την τουρκοκρατία, παρουσιάστηκαν δύο μόνον εργασίες, του ιστορικού Δ.Γ. Αποστολόπουλου για ένα εγκώμιο του κρασιού το 1707 και η επισκόπηση της βασικής θέσης του κρασιού στη διατροφή του ελληνικού λαού από την ιστορικό Αν. Ματθαίου. Η ημέρα έκλεισε με τη βεβαιότητα ότι ένα κεφαλαιώδες θέμα προσεγγιζόταν διαδοχικά από σημαντικές γωνίες, αλλά ότι άλλες, εξίσου σημαντικές, έμεναν προς διερεύνηση. Η πρωινή συνεδρία της Κυριακής ήταν αφιερωμένη στο Βυζάντιο, στο αμπέλι και το κρασί της Χαλκιδικής (αρχαιολόγος Ιω. Παπάγγελος), στα μνημειακά αγιορείτικα βαγεναριά (Ιω. Παπάγγελος και αρχιτέκτονας Στ. Μαμαλούκος) και στο Κουρμπάνι του Αγ. Τρύφωνα, τη γιορτή των αμπελουργών στη Γουμένισσα (εθνολόγος Ζ. Παπαγεωργοπούλου). Το συμπόσιο έκλεισε, μετά από τη συζήτηση, με τα συμπεράσματα (Στ. Παπαδόπουλος) που ανακεφαλαίωσαν όσες διαπιστώσεις είχαν ωριμάσει στη διάρκεια του πρώτου αυτού συμποσίου «πιλότου»: α) η ιστορία του ελληνικού κρασιού αγνοείται, δεν εμφανίζεται στην επιστημονική, εκδοτική και μουσειολογική μας δραστηριότητα, β) απαιτείται εργασία (θεσμοί, πιστώσεις, ειδικοί) σε πολυεπιοτημονικό επίπεδο που ξεπερνά κατά πολύ τις προσφερόμενες σήμερα δυνατότητες, γ) η εθνολογική προσέγγιση πρέπει να εφαρμόζεται προσεκτικά και οι οινολόγοι θα πρέπει να συ μμετάσχουν ενεργά στην ιστορική έρευνα. Αυτά ήταν τα επιστημονικά συμπεράσματα. Τα άλλα, αυτά που πλησίασαν ανθρώπους, προβληματικές, διαθέσεις, αυτά που έδωσαν το κέφι για παραπέρα εργασίες, συνεργασίες, για συνέχεια, ήταν εξίσου σημαντικά. Ο Ήφαιστος, ο Αίολος, ο Διόνυσος και η Σελάνα της Σαντορίνης στάθηκαν ευνοϊκοί.

ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Ο λόγος του κ. Κων. Γ. Δρακάτου, π. Προέδρου του Δ.Σ. του ΠΤΙ ΕΤΒΑ Κυρίες και Κύριοι, Ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως, σας καλωσορίζω σήμερα στο δεύτερο αυτό Τριήμερο Εργασίας που οργάνωσε το Ίδρυμά μας για την «Ιστορία του ελληνικού κρασιού». Το Ίδρυμα της ΕΤΒΑ ανέλαβε την πρωτοβουλία και την ευθύνη για την οργάνωση της συναντήσεως αυτής, γιατί το αντικείμενο της περιλαμβάνεται όχι μόνο στα κύρια ενδιαφέροντά του, που είναι η προστασία της παραδοσιακής πολιτιστικής φυσιογνωμίας της χώρας μας και του φυσικού της περιβάλλοντος, καθώς και η ιστορική έρευνα με κεντρικό άξονα το περιβάλλον της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά και στους ευρύτερους στόχους της μητέρας Τράπεζας, που είναι η προώθηση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων και η οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσω ότι οι σκοποί του Ιδρύματος της ΕΤΒΑ είναι ευρείς. Το πρόγραμμα δραστηριότητάς του περιλαμβάνει τους τομείς εκδόσεων, μουσείων και επιστημονικών εκδηλώσεων. Πιο συγκεκριμένα, το Ίδρυμα έχει ήδη κυκλοφορήσει πρωτότυπες μονογραφίες, επανεκδόσεις αξιόλογων νεοελληνικών έργων, παιδευτικά έντυπα πλατιάς κυκλοφορίας, το πρώτο ενημερωτικό δελτίο Τεχνολογία για την ιστορία των τεχνικών κ.λπ. Επίσης, το πρώτο τοπικό τεχνολογικό μουσείο, το Μουσείο του Μεταξιού στο Αρχοντικό Κουρτίδη στο Σουφλί, εγκαινιάζεται το μήνα αυτόν. Ένα δεύτερο

Η Διεθνής Επιτροπή για τη διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (The International Committee for the Conservation of the Industrial Heritage, γνωστή ως T.I.C.C.I.Η.) ιδρύθηκε στη Σουηδία, στις 4 Ιουνίου 1978. στη διάρκεια του τρίτου Διεθνούς Συνεδρίου Διατήρησης των Βιομηχανικών Μνημείων. Σύμφωνα με το καταστατικό, σκοπός του T.I.C.C.I.H. είναι η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας όσον αφορά στη διαφύλαξη, συντήρηση, διερεύνηση, μελέτη και τεκμηρίωση της βιομηχανικής κληρονομιάς, καθώς και η προώθηση της εκπαίδευσης στον τομέα αυτό. Στον όρο βιομηχανική κληρονομιά περιλαμβάνεται ό,τι έχει σχέση με το βιομηχανικό παρελθόν κάθε χώρας: τοποθεσίες, κατασκευές, εξοπλισμοί, προϊόντα, κάθε είδους εγκαταστάσεις, και η επιστημονική τεκμηρίωσή τους από γραπτές και προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που σχετίζονται με αυτά.

υπαίθριο μουσείο για το νερό και την υδροκινηση ετοιμάζεται στη Δημητσάνα. Επιπλέον, αναπτύσσεται γύρω από το Ίδρυμα ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων με ειδικούς φορείς και διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι ο EOT, ο ΕΟΜΜΕΧ, η ΕΟΚ κ.λπ. Ως προς το Τριήμερο Εργασίας που αρχίζει σήμερα πρέπει να επισημάνω τη μεγάλη σημασία του, γιατί αναφέρεται σ' ένα θέμα που συνδέεται στενά με την ελληνική γη, την ελληνική ιστορία, τα έθιμά μας, ακόμη και με πολλές καλλιτεχνικές δημιουργίες. Για όλα αυτά, όπως διαμορφώθηκαν διαμέσου των αιώνων, αλλά και για τις τεχνικές της παραγωγής του κρασιού, θα μας ομιλήσουν, κατά τις πέντε συνεδρίες που θα ακολουθήσουν, έγκριτοι επιστήμονες, οι οποίοι έχουν ειδικά ασχοληθεί με τα αντίστοιχα θέματα. Το κρασί, όπως είναι γνωστό, πάντοτε κατείχε εξέχουσα θέση μεταξύ των προϊόντων της γης και ας μην ξεχνάμε ότι από αιώνες αποτελεί ιερό σύμβολο. Στις ημέρες μας έχει πια καθιερωθεί ως υψηλής ποιότητας ευφραντικό. Είναι ευτύχημα που η συζήτηση θεμάτων της ιστορίας του γίνεται στη Σαντορίνη, δηλαδή ο' ένα νησί με πλούσια ιστορία και μοναδική φύση, όπου συνδυάζονται βιομηχανική και πνευματική δραστηριότητα. Ο παράγων αυτός μαζί με τη φιλοξενία μιας μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας και, κυρίως, η παρουσία σας, προδιαγράφουν την επιτυχία του Τριημέρου Εργασίας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Εταιρεία «Ι. Μπουτάρης και Υιός» που επιχορηγεί τη σημερινή επιστημονική συνάντηση και τη φιλοξενεί στις εγκαταστάσεις της. Η πολιτισμική αυτή χορηγία εγγράφεται στις σύγχρονες διεθνείς πρακτικές των μεγάλων οικονομικών συγκροτημάτων, συμβάλλει στην προα-

γωγή σημαντικών επιστημονικών θεμάτων και υπηρετεί με ίση επιτυχία το Διόνυσο και την Αθηνά. Τέλος, ευχαριστώ όλους εσάς για την πρόθυμη συμμετοχή σας στην επιστημονική αυτή συνάντηση και εύχομαι την πλήρη επιτυχία της.

Γ. ΜΠΟΥΤΑΡΗΣ: Καλημέρα σας. Θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να σας ευχαριστήσω για τη σημερινή παρουσία σας εδώ, στο νησί της Σαντορίνης, και για τη συμμετοχή σας σ' αυτό το τριήμερο εργασίας. Δε θέλω να πω πολλά πράγματα. Θα ήθελα να σας ανακοινώσω μόνο δύο. Το πρώτο, ότι βρισκόμαστε πια στο τέλος της δημιουργίας του Ιδρύματος «ΦΑΝΗ ΜΠΟΥΤΑΡΗ» που προικοδοτείται από την οικογένεια Μπουτάρη και έχει ως κύριο σκοπό να παροτρύνει τους ανθρώπους που ασχολούνται με το κρασί για να βελτιώσουν αυτό το προϊόν. Ελπίζω πάρα πολύ σύντομα να επισημοποιηθεί η δημιουργία αυτού του Ιδρύματος, που είναι αφιερωμένο στη μητέρα μας. Το δεύτερο, που ήθελα να σας πω, είναι ότι δε θα σας μιλήσω. Προτιμήσαμε, η γυναίκα μου η Αθηνά κι εγώ, αντί για χαιρετισμό να σας δείξουμε το πολυθέαμα που παρουσιάζουμε γι ' αυτό το νησί, σ ' αυτόν το χώρο. Το πολυθέαμα αυτό είναι αποτέλεσμα σημαντικής δουλειάς, που μας πήρε πολύ καιρό για να μεταδώσουμε αυτό που εμείς θεωρούμε ως το πολύ σημαντικό στοιχείο της δουλειάς μας. Έχει τρία κύρια σημεία: την ανθρώπινη δουλειά, το αμπέλι και το περιβάλλον. Ελπίζω, βλέποντάς το, να καταλάβετε τις αγωνίες και τις ευαισθησίες μας. Ευχαριστώ.

To T.I.C.C.I.H. συνεργάζεται και με άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, ICOMOS, ICCROM και Συμβούλιο της Ευρώπης. Έχει αντιπροσώπους σε 44 χώρες, περιλαμβανομένης και της χώρας μας. Κάθε τρία χρόνια οργανώνεται από το T.I.C.C Ι Η ένα διεθνές συνέδριο αφιερωμένο στην εξέταση της πολιτικής που ακολουθείται, των προβλημάτων αλλά και των μεθόδων αντιμετώπισής τους. Ενδιάμεσα οργανώνονται συναντήσεις για ειδικά θέματα. Στο τελευταίο, 7ο Διεθνές Συνέδριο για την προστασία της Βιομηχανικής Κληρονομιάς, που έγινε στις Βρυξέλλες από 2-9 Σεπτεμβρίου 1990, συμμετείχαν, για δεύτερη συνεχή φορά, και έλληνες επιστήμονες.


Το συνέδριο Εκατόν πενήντα σύνεδροι από είκοσι εννέα χώρες συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες για το 7ο Διεθνές Συνέδριο για την προστασία της Βιομηχανικής Κληρονομιάς που διοργανώθηκε από το T.I.C.C.I.H. Βελγίου με τη βοήθεια της Βασιλικής Επιτροπής Προστασίας της Βιομηχανικής Κληρονομιάς και τις αντίστοιχες επιτροπές προστασίας της βιομηχανικής κληρονομιάς των περιοχών της Φλάνδρας (V.V.I.A.) και της Βαλλόνια (Ρ.Ι. W.B.) και των πανεπιστημίων της πόλης των Βρυξελλών και της Μονς. Τέθηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Οικονομικής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς της πόλης των Βρυξελλών και της περιοχής της Βαλλόνιας και είχε την υποστήριξη του Βασιλικού Ιδρύματος του βασιλιά Μπωντουέν. Κυριακή 2/9: Η Βελγική Επιτροπή διοργάνωσης, υπό τον πρόεδρο του βελγικού T.I.C.C.I.H. καθηγητή κ. Guido Vanderhulst. υποδέχθηκε τους συνέδρους στο κτίριο των συνεδρίων (Palais de Congres Bruxelles), όπου διανεμήθηκε ο φάκελος του συνεδρίου με πληροφορίες χρήσιμες για τη διαμονή των συνέδρων, την παρακολούθηση των διαλέξεων και τη συμμετοχή τους στις ενημερωτικές επισκέψεις σε περιοχές βιομηχανικού ενδιαφέροντος. Στη συνέχεια, στα πλαίσια μιας ανεπίσημης συνάντησης, οι σύνεδροι είχαν μια πρώτη ευκαιρία να ανανεώσουν τις γνωριμίες τους, να γνωρίσουν νέους συνέδρους και να ανταλλάξουν απόψεις. Δευτέρα 3/9: Οι σύνεδροι συγκεντρώθηκαν στο Δημαρχείο της πόλης των Βρυξελλών για την επίσημη έναρξη του συνεδρίου Σύντομες προσφωνήσεις απηύθυναν ο Υπουργός Πρόεδρος της πόλης των Βρυξελλών, ο Δήμαρχος της πόλης, ο πρόεδρος του βελγικού TIC.CI.Η. κ. Guido Vanderhulst, η πρόεδρος του διεθνούς T.I.C.C.I.H. κ. Mane Nisser. Οι πρόεδροι των επιτροπών προστασίας της βιομηχανικής κληρονομιάς Φλάνδρας (V.V.I.A.) και Βαλλόνιας (P.I.W.B.) αναφέρθηκαν με σύντομες ανακοινώσεις στην κατάσταση της βιομηχανικής κληρονομιάς στο Βέλγιο, στα ιδιαίτερα προβλήματα κάθε περιοχής καθώς και στην πολιτική που ακολουθείται για την αντιμετώπισή τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι το 1990 είναι αφιερωμένο στην προστασία και αξιοποίηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς του Βελγίου, με έντονη δραστηριότητα στην αποκατάσταση, επισκευή και συντήρηση των μνημείων. Εκ μέρους των προσκεκλημένων ευχαρίστησε τους διοργανωτές ο καθηγητής του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Βιέννης Μ. Wehdorn. Στη συνέχεια παρατέθηκε επίσημο γεύμα προς τιμή των συνέδρων. Το απόγευμα οι σύνεδροι, σε τρεις διαφορετικές ομάδες, επισκέφθηκαν περιοχές με βιομηχανικό ενδιαφέρον στην πόλη των Βρυξελλών (περίπατος στο κανάλι Σαρλερουά, επίσκεψη στη βιομηχανική περιοχή οδικώς, επίσκεψη σε βιομηχανικά μουσεία, όπως μουσείο τρένων, αυτοκινήτων, αεροπλάνων).

Η ημέρα έκλεισε με τη συνάντηση των εθνικών αντιπροσώπων, κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν οργανωτικά θέματα του T.I.C.C.I.H. και προβλήματα των διαφόρων χωρών στο θέμα της πολιτικής προστασίας της βιομηχανικής κληρονομιάς. Τέθηκαν επίσης οι υποψηφιότητες για το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του T.I.C.C.I.H. Τρίτη 4/9: Πρώτη μέρα των εργασιών του συνεδρίου στους χώρους του Συνεδριακού Κέντρου. Το αντικείμενο του συνεδρίου είναι να εξετάσει τη βιομηχανική κληρονομιά ως προς την αλληλεπίδραση των τεχνολογικών βελτιώσεων, την οργάνωση της εργασίας και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια οργανώθηκαν πέντε θεματολογικές ενότητες που αποτέλεσαν και το πρόγραμμα του συνεδρίου: - παραγωγή ενέργειας και πρώτες ύλες, - μεταφορές και επικοινωνίες, - βιομηχανίες παραγωγής τροφίμων καθώς και ποτών, - παραδείγματα αντιμετώπισης προβλημά: των, θεωρητική και πρακτική προσέγγιση, - μουσειολογικές προσεγγίσεις των βιομηχανικών μνημείων και χώρων. Το βράδυ της ίδιας μέρας οι σύνεδροι παραβρέθηκαν στα εγκαίνια της έκθεσης «Βιομηχανική Κληρονομιά της Φλάνδρας - οι ρίζες της Φλαμανδικής Τεχνολογίας», που


διοργανώθηκε με την ευκαιρία του συνεδρίου. Τους συνέδρους χαιρέτισε ο Υπουργός Περιβάλλοντος, κάνοντας παράλληλα και σύντομη αναφορά στα έργα συντήρησης και προστασίας των βιομηχανικών μνημείων της Φλάνδρας. Τετάρτη-Πέμπτη 5-6/9: Διήμερο επισκέψεων σε πόλεις και περιοχές του Βελγίου με βιομηχανικό ενδιαφέρον. Οργανώθηκαν οκτώ διαφορετικές διαδρομές, τέσσερις για κάθε μέρα. που κάλυψαν και τις δύο βελγικές περιοχές, Φλάνδρα και Βαλλόνια. Την πρώτη μέρα οι σύνεδροι επισκέφθηκαν με ελεύθερη επιλογή την Αμβέρσα, την Ανατολική Φλάνδρα (Γάνδη), το Hainault και τη Λιέγη και τη δεύτερη το Hainault, το Λίμπουργκ, τη Δυτική Φλάνδρα (Brugge) και τη Λιέγη. Στις διαδρομές προσφέρθηκε στους συνέδρους γεύμα σε βιομηχανίες και εργοστάσια παραγωγής μπύρας. Οι σύνεδροι είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν σημαντικό αριθμό εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εργοστάσια παραγωγής μπύρας, εγκαταστάσεις σε φράγματα και κανάλια, να δουν σημαντικές εκθέσεις τεχνολογικού εξοπλισμού (ατμομηχανές κ.λπ.), να ενημερωθούν πάνω σε μελέτες επαναχρησιμοποίησης παλαιών εγκαταστάσεων ή μετατροπής τους σε πολυτελή συγκροτήματα κατοικιών (Brucoma and New Grain Mills of Brugge), να παρακολουθήσουν για δύο ώρες τις εργασίες κατασκευής τμημάτων του νέου υπερσύγχρονου φεριμπότ της γραμμής ΚαλαίΝτόβερ (Boelwerl - the Boelshipyard at Temse) και να απολαύσουν μία πανοραμική άποψη της Γάνδης από τον Πύργο της Βιβλιοθήκης, έργο του διάσημου φλαμανδού αρχιτέκτονα Henry Van de Velde.

Παρασκευή 7/9: Επιστροφή στο Συνεδριακό Κέντρο για τη συνέχιση των εργασιών του συνεδρίου τα θέματα είναι πάντα τα ίδια. Αυτό που αλλάζει είναι οι ομιλητές και φυσικά η οπτική γωνία κάτω από την οποία αυτά παρουσιάζονται. Το βράδυ δίνεται η επίσημη δεξίωση προς τιμή των συνέδρων. Μία δεύτερη βόλτα στο κανάλι Σαρλερουά και επίσημο δείπνο στο φεριμπότ που έχει κλειστεί ειδικά για την περίπτωση είναι η ευχάριστη έκπληξη που μας επιφύλαξαν οι βέλγοι οικοδεσπότες. Όλα είναι φροντισμένα. Οι σύνεδροι σχεδόν όλοι παρόντες. Δεν έλειψε φυσικά και η επίσημη εκπροσώπηση με τις καθιερωμένες προσφωνήσεις και ευχαριστίες. Ήταν μια βραδιά που θα τη θυμόμαστε όλοι πολύ έντονα για έναν επιπλέον λόγο. Κατά τη διάρκεια της έγινε επίσημος αποχαιρετισμός της απερχόμενης, λόγω καταστατικού, επιτυχημένης προέδρου του T.I.C.C.I.H. κ. Marie Nisser. Σάββατο 8/9: Οι σύνεδροι συγκεντρώθηκαν για τελευταία φορά στο κτίριο των Συνεδρίων για τη Γενική Συνέλευση και την εκλογή νέου προεδρείου. Η κα Dianne Newell, μέλος του Δ.Σ., κλήθηκε από το προεδρείο να συνοψίσει τα καθήκοντα των εθνικών αντιπροσώπων. Στη συνέχεια ορισμένοι σύνεδροι αναφέρθηκαν με ερωτήσεις και παρατηρήσεις σε οργανωτικά και οικονομικά θέματα. Ανακοινώθηκαν τα ονόματα των υποψηφίων για το νέο Δ.Σ. και αποφασίστηκε να δημιουργηθεί μία επιτροπή βοηθητική σε θέματα οικονομικά, εκδόσεων και διοργάνωσης μελλοντικών συνεδρίων. Το νέο Δ.Σ. του T.I.C.C.I.H. για τα επόμενα τρία χρόνια αποτελείται από τους εξής: Πρόεδρος: Pr. Louis Bergeron (Γαλλία) Γραμματέας: Mr. Stuart Smith (Βρετανία) Ταμίας: Dr. Werner Kroker (Γερμανία) Μέλη: Dr. Dianne Newell (Βανκούβερ Καναδά) Pr. Hoshims Uchida (Ιαπωνία) Dr. Peter Nijof (Ολλανδία) Arch. Ola Overas (Νορβηγία) Βοηθητική Επιτροπή: Jorge Custodio (Πορτογαλία) Dr. Marie Nisser (Σουηδία) Dr. Guido Vanderhulst (Βέλγιο) Η Γενική Συνέλευση αποφάσισε τη διοργάνωση των επόμενων συνεδρίων του T.I.C. C.I.H., για το 1992 στην Ισπανία και για το 1994 στον Καναδά (για πρώτη φορά οι διοργανώσεις θα γίνουν ανά διετία). Ο νέος πρόεδρος του Τ I C C Ι Η Pr Louis Bergeron πή-

Πρόσοψη εγκατάστασης παράγωγης βύνης του εργοστάσιου μπύρας Rodenbach στοRoeselare. ΐ9οςαι. (Ανακατασκευή Αρχιτ. Lambert- Vancoppenolle).

ρε το λόγο για μια σύντομη αναφορά στα σχέδια του για το T.I.C.C.I.H. Τελειώνοντας έδωσε το λόγο σε καθένα από τους προέδρους των πέντε ενοτήτων, για να παρουσιάσουν συνοπτικά τα συμπεράσματα από τις εργασίες των ομάδων τους. Μετά τα συμπεράσματα κηρύχθηκε και επίσημα η λήξη του συνεδρίου. Συμπεράσματα Από τις διαλέξεις έγινε αμέσως αντιληπτή η διαφορά στον τρόπο αντιμετώπισης του βιομηχανικού μνημείου στις διάφορες χώρες. Οι απόψεις κάποτε είναι τόσο διαφορετικές, ώστε η συζήτηση που ακολουθεί ανεβάζει την ένταση του συνεδρίου. Το συμπέρασμα όμως είναι πάντα το ίδιο. Όση απόσταση και αν χωρίζει αυτούς που ξεκίνησαν πρώτοι από αυτούς που μόλις άρχισαν, τους ενώνει πάντα η προσπάθεια για τη διάσοκτη, προστασία και ανάδειξη των βιομηχανικών μνημείων. Τα συνέδρια ίσως δε λύνουν προβλήματα, βοηθούν όμως στην ανταλλαγή απόψεων, εμπειριών και γνώσης. Δίνουν την ευκαιρία της μετάδοσης του προβληματισμού, που στη συνέχεια είναι αφετηρία για περαιτέρω έρευνα και γνώση. Κυριακή 9/9: Όσοι από τους συνέδρους μπόρεσαν να παραμείνουν στο Βέλγιο και την, Κυριακή είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν πολλά αξιοθέατα. Στα πλαίσια των εορτών για τα γενέθλια του βασιλιά Μπωντουέν η ημέρα ήταν αφιερωμένη στα μνημεία και τους χώρους. Όλα τα μουσεία, οι εκθέσεις και τα δημόσια κτίρια ήταν ανοικτά στο κοινό, δίνοντας μία μοναδική ευκαιρία για επίσκεψη σε χώρους όπως τα ανάκτορα, το Κοινοβούλιο, το Δικαστικό Μέγαρο και άλλα δημόσια κτίρια και μουσεία σε όλο το Βέλγιο. Α. ΧΑΤΖΗΜΠΑΛΟΓΛΟΥ-ΚΩΤΣΟΒΙΛΗ

Για κάθε πληροφορία σχετική με το T.I.C. C.I.H. μπορείτε να απευθύνεσθε: α) Γ. Μαχαίρα, αρχιτέκτονα, Σπαθάρη 12, 114 76 Γκύζη. Τηλ. 6447.948. β) Α. Χατζημπαλόγλου-Κωτσοβίλη, αρχιτέκτονα. Υπουργείο Πολιτισμού, Λυσίου και Κλεψύδρας 1, 105 55, Αθήνα. Τηλ. 3243.289. γ) Stuart Β. Smith, Ironbridge Gorge Museum Trust, The Wharlare, Ironbridge, Telford, Shropshine TF8 7AW (0952 45) 3522


Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΙΔΙΩΤΩΝ Τρία ευρωπαϊκά παραδείγματα αποδεικνύουν ότι μπορούμε - συγκρατημένα - να αισιοδοξούμε για το μέλλον της ευρωπαϊκής βιομηχανικής κληρονομιάς

Η συμμετοχή μας στο 7ο Διεθνές Συνέδριο του T.I.C.C.I.H. στις Βρυξέλλες, το Σεπτέμβριο του 1990, καθώς και στην προσυνεδριακή περιοδεία του Ρόττερνταμ, μας επιφύλαξε και τη μοναδική ευκαιρία της γνωριμίας με τους/τις εκπροσώπους διαφόρων ανά τον κόσμο οργανώσεων με αντικείμενο την προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς. Στο σημείωμα αυτό θα αναφερθούμε σε τρεις οργανώσεις, ιδιαίτερα δραστήριες, οι οποίες είχαν επιφορτιστεί, στα πλαίσια του συνεδρίου, με σημαντικές ευθύνες οργάνωσης. Διαφορετικού χαρακτήρα η καθεμιά, όμως με τον ίδιο κύριο στόχο, αποτελούν ζωντανή και αισιόδοξη επιβεβαίωση του γεγονότος ότι πολλοί είναι οι δρόμοι που οδηγούν στην ανάδειξη και προστασία των βιομηχανικών μνημείων. Δε μένει παρά να ερευνήσουμε και να βρούμε αντίστοιχα και εμείς, εδώ στον τόπο μας, το δικό μας δρόμο. Vlaamse Vereniging Vcor Industriele Archéologie (V.V.I.A.) Φλαμανδική Ένωση Βιομηχανικής Αρχαιολογίας Η V.V.I.A. ιδρύθηκε το 1978, με έδρα τη Γάνδη, ως ένωση ιδιωτών μη κερδοσκοπική. Στο καταστατικό της ίδρυσής της τονιζόταν η ανάγκη στήριξης της έρευνας και της διατήρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς σε πλατιά κοινωνική βάση. Με αυτή την αρχή αφιέρωσε τη δραστηριότητά της στην ευαισθητοποίηση και την κινητοποίηση τοπικών ομάδων εθελοντών. Επί μία δεκαετία και πλέον έχει οργανώσει περισσότερες από 250 εκδηλώσεις ενημερωτικές σε όλες τις φλαμανδικές περιοχές και στις Βρυξέλλες. Από το 1987 εγκαταστάθηκε στη μικρή πόλη Ronse (Renaix), ιστορικό βιομηχανικό κέντρο των φλαμανδικών Αρδεννών, όπου ο τοπικός Δήμος της παραχώρησε ένα παλιό σχολικό κτίριο. Στη νέα έδρα της Ένωσης άρχισε να λειτουργεί από το 1989 το Φλαμανδικό Κέντρο Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Η ίδρυση του Κέντρου αποτελούσε ιεραρχικά πρώτο στόχο στις δραστηριότητες της Ένωσης, που εργάζεται φιλόδοξα και σταθερά, για: α. τη δημιουργία ενός κέντρου πληροφόρησης και επαφής όλων των ενδιαφερόμενων ιδιωτών και ερευνητών, β. την οργάνωση ενός κεντρικού αρχείου τεκμηρίωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς της Φλάνδρας, γ. την ανάπτυξη ενός κέντρου επιμόρφωσης, σε συνεργασία με άλλες ομάδες πρωτοβουλίας και υπάρχοντα Ινστιτούτα (πανεπιστημιακά και μη), δ. την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και τη διοργάνωση τουριστικών περιοδειών, με στόχο τη γνωριμία με την ιστορική βιομηχανική κληρονομιά.

Η Ομάδα για την Εκπαίδευση και Επιμόρφωση της V.V.I.A. προχώρησε στην έκδοση διδακτικών εγχειριδίων και οργάνωσε εκδηλώσεις, εκθέσεις και επιμορφωτικές εκστρατείες σε δήμους και κοινότητες. Η V.V.I.A. συνέταξε καταλόγους των βιομηχανικών μνημείων των τριών σημαντικότερων βιομηχανικών περιοχών της Φλάνδρας και συνέβαλε ενεργά στη δημιουργία, σε αυτές τις περιοχές, ανοικτών μουσείων βιομηχανικής κληρονομιάς. Στις εκδόσεις της V.V.I.A. συγκαταλέγεται και η περιοδική έκδοση Tijdschrift Industrieel Erfgoed, το όγδοο τεύχος της οποίας περιλαμβάνει μια

ιδιαίτερα σημαντική ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας για τη βιομηχανική αρχαιολογία. Αποτελεί το δεύτερο τόμο θεματικά οργανωμένης ειδικής βιβλιογραφίας, με 568 τίτλους εκδόσεων, των ετών 1981, 1982 και κυρίως 1983. Η προσπάθεια θα συνεχιστεί σε μελλοντικές εκδόσεις. Στα πλαίσια του 7ου Συνεδρίου του T.I.C.C.I.H. οργανώθηκε από τη V.V.I.A. μία εντυπωσιακή έκθεση -ένα φωτογραφικό fresco, κατά τους οργανωτές- των σημαντικών τόπων, συνόλων και μεμονωμένων κτισμάτων και εγκαταστάσεων, που τεκμηριώνουν τη μακρά βιομηχανική και τεχνική παρά-


δοση της Φλάνδρας. Η έκθεση, που θα περιόδευε στη συνέχεια σε όλες τις επαρχίες, αποτέλεσε μία ακόμη μαρτυρία για τη συγκινητική αφοσίωση των κατά τόπους συλλόγων ερασιτεχνών, που είχαν οργανώσει την έκθεση, στην υπόθεση της διάσωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου τους. Ψυχή της V.V.I.A. και των εκδόσεων της είναι ο ιστορικός Adriaan Linters. Πληροφορίες και υλικό, μπορούν να ζητούν οι ενδιαφερόμενοι στη διεύθυνση της Ένωσης: V.V.I.A. Flemish Association for Industrial Archaeology P/O BOX 30 B-9000 GENT-12 (Belgium).

La Fonderie Συγκροτημένη σε σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα από το 1983, η Ένωση La Fonderie στεγάζεται, όπως δηλώνει και η ονομασία της, στο χώρο ενός παλιού χυτηρίου της συνοικίας Molenbeek των Βρυξελλών. Η λειτουργία του Σωματείου σε μία εργατική γειτονιά, μάλλον υποβαθμισμένη, αποσκοπούσε ταυτόχρονα και στην προσπάθεια για την πολιτιστική της αναβάθμιση. Η Fonderie έχει θέσει ως κύριο στόχο της τη διάσωση και αποκατάσταση της συλλογικής μνήμης του εργαζόμενου πληθυσμού της περιφέρειας της βελγικής πρωτεύουσας, περιλαμβάνοντας στη δράση της: α. ένα Κέντρο Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ιδιαίτερα σημαντικό και φιλόξενο στον ξένο ερευνητή, όπως προσωπικά διαπιστώσαμε), β. ένα υπό δημιουργία Μουσείο Βιομηχανικής και Κοινωνικής Ιστορίας της περιοχής των Βρυξελλών (προγραμματισμένο να λειτουργήσει το 1993), γ. ένα εργαστήρι δράσης και υπηρεσιών. Για την πραγμάτωση αυτών των στόχων η Ένωση προωθεί: α. τη συλλογή κάθε είδους υλικών και προφορικών μαρτυριών χρήσιμων για την ιστορία της εργασίας, της εργατικής κατοικίας, της οικονομικής, βιομηχανικής, κοινωνικής και οικογενειακής ζωής, β. τη διοργάνωση εκθέσεων και τη μελλοντική οργάνωση ενός χώρου όπου ο καθένας θα μπορεί να βλέπει, να αγγίζει και να διαβάζει τα ίχνη της ιστορίας, με τη βοήθεια αντικειμένων, μηχανών, εγγράφων, εντύπων, φιλμς, διαφανειών και μαγνητοσκοπημένων ταινιών, γ. τη διοργάνωση συζητήσεων και κινητοποιήσεων με ομάδες δράσης ατόμων αποφασισμένων να ξανακατακτήσουν την ιστορία τους. Παράλληλα η Fonderie κινητοποιείται για τη διάσωση και την επανάχρηση κτισμάτων σημαντικών για τη βιομηχανική ιστορία της περιφέρειας των Βρυξελλών. Τακτική έκδοση της Ένωσης αποτελούν «Τα Τετράδια της Fonderie» (Les Cahiers de la Fonderie), περιοδική έκδοση κοινωνικής και βιομηχανικής ιστορίας της περιοχής των Βρυξελλών. Το ειδικό τεύχος-αφιέρωμα στο 7ο Συνέδριο του T.I.C.C.I.H. (Ιούνιος 1990).

περιλαμβάνει πρόλογο της προέδρου της Διεθνούς Επιτροπής για τη Βιομηχανική Κληρονομιά Marie Nisser, ειδικό αφιέρωμα στα Ζυθοποιεία των Βρυξελλών και άρθρα ειδικών ερευνητών σχετικά με τη θεωρία και την πρακτική της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας. Απαραίτητο βοήθημα για τον εξειδικευμένο επισκέπτη των Βρυξελλών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα θέματα της βιομηχανικής κληρονομιάς, πραγματική προσφορά της Fonderie αποτελεί η έκδοση: Itinéraire du Paysage Industriel Bruxellois (από τη σειρά εκδόσεων Hommes et Paysages αρ. 9). H Fonderie κάλυψε το Σεπτέμβριο του 1990 πλήρως και επιτυχώς τις γραμματειακές ανάγκες του 7ου Συνεδρίου του T.I.C. C.I.H. και έφερε επίσης την ευθύνη της διοργάνωσης των ειδικών περιοδειών γνωριμίας των συνέδρων με τη βιομηχανική παράδοση της πόλης. Με τη γεμάτη ζωντάνια ομάδα της Ένωσης, επικεφαλής της οποίας βρίσκεται ο Gui-do Vanderhulst, πρόεδρος επίσης και της Βελγικής Επιτροπής του T.I.C.C.I.H, μπορεί να επικοινωνήσει κανείς στη διεύθυνση: La Fonderie A.S.B.L. Rue Ransforl, 27 1080 - Bruxelles (Belgique)

Federatie Industrieel Erfgoed Nederland (F.I.E.N.)

Ολλανδική Ομοσπονδία για τη Βιομηχανική Κληρονομιά Η F.I.E.N. αποτελεί ένα διαφορετικό παράδειγμα δευτεροβάθμιας οργάνωσης, καθώς συνενώνει και συντονίζει τις δραστηριότητες πολλών ενώσεων με τοπικό ή ειδικό χαρακτήρα. Από το 1984, χρονιά της ίδρυσης της, έως σήμερα, η Ομοσπονδία αποτελεί το συνδετικό κρίκο για 25 φορείς (τοπικές οργανώσεις, συλλόγους και ομάδες εργασίας, ακόμη και Μουσεία) απ' όλη την Ομοσπονδία. Τον πυρήνα των περισσότερων οργάνωσε ων-μελών της F.I.E.N. αποτελούν εθελοντές

που ενδιαφέρονται και έχουν προσωπικά στρατευτεί για την υπόθεση της προστασίας της βιομηχανικής κληρονομιάς. Συμμετέχουν όμως και επιστήμονες, που ασχολούνται επαγγελματικά με το θέμα. Η ίδια η Ομοσπονδία υποστηρίζει, από την πλευρά της, την οργάνωση και άλλων ομάδων «βάσης» ή οργανώσεων, στην αύξηση του αριθμού των οποίων, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, αντανακλάται η καταλυτική της επίδραση. Ένα πανόραμα των δραστηριοτήτων της Ομοσπονδίας κατά την τελευταία πενταετία αποτελεί η ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση της αφιέρωμα, που περιλαμβάνει παρουσιάσεις και τη δράση των οργανώσεων-μελών της, με πλούσια εικονογράφηση, ενδεικτική του πλούτου, σε βιομηχανικά μνημεία, της Ολλανδίας. Παράλληλα με το ρόλο του συντονιστή, η Ομοσπονδία έχει αναδειχθεί σε σύμβουλο των αρχών σε θέματα προστασίας σημαντικών βιομηχανικών μνημείων και προώθησης ενεργειών διάσωσης. Από τη F.I.E.N. προωθείται σε εθνικό επίπεδο η τεκμηρίωση κτιρίων και τόπων ιστορικής σημασίας για τη βιομηχανία και η έκδοση εντύπων για την παρουσίαση μνημείων και συνόλων. Σε συνεργασία με το ICOMOS και την Ολλανδική Επιτροπή του T.I.C.C.I.H. οργανώνονται ειδικά συνέδρια, όπως αυτό του 1986 με θέμα: Men and Water, the Industrial Heritage. Πριν από το Συνέδριο των Βρυξελλών, του T.I.C.C.I.H, η F.I.E.N., σε συνεργασία με το Σύλλογο για τη Βιομηχανική Κληρονομιά των Εκβολών του Ρήνου, οργάνωσαν μία προσυνεδριακή περιοδεία στο Ρόττερνταμ. Με ειδικές παρουσιάσεις διαφανειών, εισηγήσεων και ταινιών, ειδικές ξεναγήσεις σε μουσεία (Ναυτικό Μουσείο) και συνοικίες εργατικές με εξειδικευμένη παραγωγή στο παρελθόν (Schiedam- πρωτεύουσα του «τζιν»), με περιηγήσεις σε περιοχές με έντονο βιομηχανικό παρελθόν και παρόν (λιμάνι του Ρόττερνταμ) δόθηκε η δυνατότητα στους συνέδρους να εισαχθούν στην ατμόσφαιρα του Συνεδρίου, μέσω της μοναδικής εμπειρίας Γης γνωριμίας με μια πόλη πλούσια σε βιομηχανική ιστορία αλλά και σε σημαντικά παραδείγματα ένταξης της στη ζωή μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Επικεφαλής της F.I.E.N. έχει εκλεγεί ο Peter Nijhof. Για όσους θα ήθελαν να έχουν περισσότερες πληροφορίες για την Ομοσπονδία, η διεύθυνση της είναι: Secretariaat Stichting F.I.E.N. C.H.R.T. Weevers Zomervaart 206F 2033 DN HAARLEM/NEDERLAND ΟΛΓΑ ΤΡΑΓΑΝΟΥ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ


Α' ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ» Ευγενιδειο Ίδρυμα, 27-28 Σεπτεμβρίου 1990

Η διεθνής αυτή συνάντηση αποτελεί σταθμό για τα πολιτιστικά πράγματα της πρωτεύουσας Οχι βέβαια γιατί έλυσε τα πολλά και σημαντικά προβλήματα που χρονίζουν ούτε γιατί τα έθεσε: ένα συνέδριο δε φέρνει την άνοιξη. Πέτυχε όμως να φέρει στον ίδιο χώρο Έλληνες, με διαφορετικές απόψεις για τη χορηγία αλλά και αντιλήψεις για το σκοπό του συνεδρίου, και ξένους, με διαφορετική φιλοσοφία και συντελεσμένο έργο Οπως ήταν επόμενο, οι διαφορές απόψεων δεν επέτρεψαν στο διήμερο να έχει την εσωτερική ενότητα άλλων συμποσίων που κινούνται με γνωστά τα εξαρχής πλαίσια και τα ζητούμενα. Εδώ, αντίθετα, αυτά ακριβώς ήταν το θέμα, και η ποικιλία των προσεγγίσεων ήταν χρήσιμη, γιατί έδειξε τις δυσκολίες που υπάρχουν σε κάθε προσπάθεια παραγωγής καινοτομίας και πρόσφερε μιαν αρκετά ενδιαφέρουσα τομογραφία σημαντικού δείγματος του κόσμου που έχει ήδη ενεργοποιηθεί (ξένοι) και αυτού πού θα ήθελε να ασχοληθεί με το θέμα (Ελληνες) Τα Πρακτικά του συμποσίου, υπό εκτύπωση, θα δώσουν την εικόνα αυτών των αναζητήσεων και θα επιτρέψουν, σε όσους διαπιστώσουν τη σημασία του θέματος και θα θελήσουν να τα μελετήσουν προσεκτικά, τη δυνατότητα να μορφώσουν κάποιες, πιο σαφείς, αφετηρίες για τις άμεσες αναζητήσεις τους και για το επόμενο συνέδριο. Αυτό, ίσως. είναι ένα από τα κύρια συμπεράσματα του συμποσίου: χρειάζεται δουλειά, πολλή και συστηματική, γιατί η χορηγία δεν είναι επιχορήγηση, βοήθημα, πίστωση ή ό,τι άλλο συνηθίζεται να θεωρείται ως αυτονόητα δεδομένο.

Την ευκαιρία αυτής της συνάντησης οφείλουμε στον ΟΜΕΠΟ, στον Όμιλο Ενίσχυσης Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων και σε πολλούς χορηγούς που συνέβαλαν στην πραγματοποίησή της. Την οφείλουμε στην υποστήριξη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του EOT και στη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις Επιχειρήσεις, τις Τέχνες και τα Πολιτιστικά. «Χορηγία είναι -είπε ο Θ. Κουτούπης, προσεγγίζοντας ίσως πολύ περισσότερο από τους άλλους το στόχο- η οικονομική ή και άλλης μορφής ενίσχυση μη κερδοσκοπικού οργανισμού ή και δραστηριοτήτων κοινωνικού περιεχομένου από επιχειρήσεις, με αποκλειστικό προσδοκώμενο αντιστάθμισμα την ευρύτερη διάδοση του ονόματος των χορηγών και την πίστωσή τους με κοινωνική ευαισθησία, εμπιστοσύνη και κύρος. Αποτελεί, πρόσθεσε, κοινωνική επένδυση στην εταιρική προσωπικότητα, μηχανισμό μεταφοράς πόρων από τον ιδιωτικό τομέα στον κρατικό, που καλύπτουν ή συμπληρώνουν σημαντικές κοινωνικές ανάγκες». Οι ομιλητές θα μπορούσαν να διακριθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τους ξένους και έλληνες ειδικούς που ασχολήθηκαν με το θέμα, ξεκινώντας από τη θέση των επιχειρήσεων, τους εκπροσώπους των πνευματικών ιδρυμάτων και του καλλιτεχνικού κόσμου. Οι πρώτοι, οι ξένοι ειδικοί, κατέθεσαν, ο καθένας με τον τρόπο του. την πείρα τους από μακρά επαγγελματική ενασχόληση με το θέμα. Λίγοι ευτύχησαν να ξεπεράσουν το μονόλογο, να γεφυρώσουν δηλ. τις αποστάσεις των πολιτισμικών πραγμάτων ανάμεσα στη δι-

κή τους και τις άλλες χώρες, να καταθέσουν πενταπόσταγμα πείρας αξιοποιήσιμο mutatis mutandis και σε άλλες περιπτώσεις. Λίγοι ευτύχησαν να καταθέσουν την πείρα αυτή με λόγο ευκρινή, δομή σαφή και χρώμα, να μετατρέψουν την ακρόαση σε ακρόαμα, θα άξιζε «τιμής ένεκεν» να αναφέρουμε τους Sue Welland. Cees Foet, G. Waston, που θα ευχόμασταν να ξανακούσουμε σε κύκλο σεμιναριακό, και να ευχαριστήσουμε τον Yoshiro Okada για την πολύτιμη φράση του «Το πραγματικό όφελος για την εταιρεία προκύπτει από τη σχέση της με την καλλιτεχνική και πνευματική κοινότητα». Οι έλληνες ειδικοί, αναμφίβολα γνώστες του θέματος τους. δεν άφησαν την εντύπωση ότι είχαν συνεννοηθεί για να κατανείμουν την παρουσίαση του θέματος που όλοι ήξεραν ότι είναι μεγάλο και επιβάλλει ή επιτρέπει περισσότερες επιτυχείς προσεγγίσεις. Σε μερικές περιπτώσεις η ενημέρωση είχε ένα έντονο άρωμα διδακτισμού. σε αρκετές επίσης έλειψε το χιούμορ ή η ζεστή παρουσίαση. Οι ξένοι και έλληνες συνάδελφοι τους γνώριζαν, λίγο ως πολύ, αυτά που μας εξέθεταν, οι έλληνες εκπρόσωποι των πνευματικών ιδρυμάτων και καλλιτέχνες γρήγορα υπερκαλύφθηκαν από τον όγκο των πολύτιμων πληροφοριών Οι εκπρόσωποι του πνευματικού κόσμου διεκτραγώδησαν - όχι αδικαιολόγητα αλλά με τρόπο υπερβολικό - τις δυσχέρειες που έχει όποιος υπηρετεί την τέχνη στην Ελλάδα. Δεν έτειναν όσο έπρεπε «ευήκοον ους» προς τους «κρατούντας». προς τους παρακαθημέ-νους συμβούλους επιχειρήσεων. Οι τελευταίοι άφησαν κατ επανάληψη να διαφανεί ότι η χορηγία δε δίνεται αλλά παίρνεται, ότι πρέπει να στοιχειοθετείται επαρκής λόγος για τον επιχειρηματία για να την προσφέρει, ότι είναι «μία περιοχή που απαιτεί επαγγελματική προσέγγιση» (Λ. Κόμης), ότι «η χορηγία αποτελεί πλέον τον τέταρτο τροχό του μάρκετιγκ της επικοινωνίας μαζί με τη διαφήμιση, τις δημόσιες σχέσεις και την προώθηση πωλήσεων» (Χρ. Πανόπουλος). Το συμπέρασμα του συμποσίου διατύπωσε η Mary Allen σε μια πρόταση: «Πιστεύω ότι όλες οι χώρες πρέπει να ξεπεράσουν τα σχετικά με τη χορηγία προβλήματα τους, δουλεύοντας πάντα με τα δικά τους δεδομένα Παράλληλα έχουμε πολλά να μάθουμε ο ένας από τον άλλο ως εκπρόσωποι διαφορετικών χωρών, με διαφορετικές εμπειρίες». Προβλήματα υπάρχουν, χρειάζεται δουλειά και πείρα. Το έργο του ΟΜΕΠΟ στο χώρο αυτόν είναι μεγάλο και δύσκολο. Δεν εξαντλείται με παροχή συμβουλών σε ό,τι αφορά στη σύνταξη ντοσιέ-αιτήσεων και τον προσανατολισμό τους προς τις κατάλληλες επιχειρήσεις. Στο βάθος υπάρχει πάλι το θέμα δημιουργίας νέων νοοτροπιών. Σε αυτές ανήκει και από αυτές θα πρέπει να υπηρετηθεί ο θεσμός της χορηγίας ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ Έρευνες και Προοπτικές «Σεμινάρια της Ερμούπολης 1989» Δευτέρα, 3 Ιουλίου 1989 Τα Σεμινάρια της Ερμούπολης, που οργανώθηκαν για πέμπτη φορά το 1989, περιέλαβαν στα θέματά τους και μια απογευματινή συνάντηση για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία Σε αυτήν συμμετείχαν το Υπουργείο Πολιτισμού, η Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας, το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ και το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε. Δημοσιεύουμε παρακάτω το δεύτερο μέρος της σύντομης ανακοίνωσης του διευθυντού του Ιδρύματος στη συνάντηση αυτή. Αναφέρεται στις συνθήκες, προϋποθέσεις και διαδικασίες δημιουργίας ενός μουσείου βιομηχανικής αρχαιολογίας. Το πρώτο μέρος της, που παρουσίαζε το έργο του Ιδρύματος, έχει σήμερα ξεπεραστεί από τα πράγματα, το συντελεσμένο εν τω μεταξύ έργο. Το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως ευχαριστεί το «Επιστημονικό και Μορφωτικό Ίδρυμα Κυκλάδων» για την πρόσκλησή του να συμμετάσχει σε μια συνάντηση φορέων με θέμα τη «Βιομηχανική Αρχαιολογία στην Ερμούπολη, έρευνες και προοπτικές». Ας μου επιτραπεί μία σύντομη παρουσίαση του έργου του Ιδρύματος από το οποίο άμεσα απορρέει και η κατάθεση μας στη συνάντηση αυτή. Απ' όλη αυτή τη δραστηριότητα προέκυψαν όχι μόνο τα αποτελέσματα που σας προαναφέραμε αλλά κάτι που, για τη σημερινή μας συνάντηση τουλάχιστον, το θεωρούμε εξίσου σημαντικό: η πείρα από την πράξη, α. στη δημιουργία και λειτουργία ενός δυναμικού, δηλ. αποτελεσματικού ερευνητικού φορέα, β. στη διαμόρφωση, εδραίωση, εμπλουτισμό και εκσυγχρονισμό μιας πρακτικής στον πολιτισμικό τομέα, που συνταιριάζει αποτελεσματικά το νομικό πλαίσιο, τις οικονομικές διαδικασίες, την επιστημονική εγκυρότητα των στόχων και την τεχνική επάρκεια στην υλοποίηση τους, και γ. στην ανάπτυξη ενός κριτικού μηχανισμού που λειτουργεί, εσωτερικά, για τη βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων και της αποτελεσματικότητας του προσωπικού και, εξωτερικά, για τη βελτιστοποίηση της στρατηγικής του Ιδρύματος σε συνάρτηση με τις μακροπρόθεσμες ανάγκες της χώρας στον τομέα που αυτό υπηρετεί. Ας μου επιτραπεί να σταθώ στο σημείο αυτό της πείρας και να υπογραμμίσω, επαναλαμβάνοντας: αποτελεσματικός φορέας, νο-μική-οικονομικήεπιστημονική-τεχνική πρακτική και κριτικός μηχανισμός, εσωτερικά, για τις διαπροσωπικές σχέσεις και, προς τα έξω, για τη στρατηγική. Θα μπορούσα εδώ να αναλύσω και να τεκμηριώσω με παραδείγματα, αποτείνομαι όμως σε εκπροσώπους φορέων και γι' αυτό περιορίζομαι να προσθέσω ότι αυτή η πείρα είναι που, δυστυχώς, υπάρχει

λιγότερο στη ζωή μας, αυτή είναι που έχει λιγότερο κατατεθεί και διδαχθεί, αυτή είναι που κυρίως έχουμε ανάγκη (και όχι βέβαια μόνον αυτή) όταν μιλούμε για τις «προοπτικές» ενός μακροχρόνιου ερευνητικού προγράμματος, για τις προοπτικές -ας μου επιτραπεί να εξειδικεύσω- ενός βιομηχανικού μουσείου. Ποια λοιπόν «πείρα» μπορεί να προσφέρει το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ στις προοπτικές δημιουργίας ενός τέτοιου μουσείου; Η δημιουργία ενός βιομηχανικού μουσείου που συζητείται, σχεδιάζεται και θα επιχειρηθεί μέσα σε ορισμένες συνθήκες, έχει ανάγκη, για να επιτύχει, κάποιων προϋποθέσεων, και θα πρέπει, για να πραγματωθεί, να ακολουθήσουν ορισμένες διαδικασίες. Συνθήκες, προϋποθέσεις και διαδικασίες στοιχειοθετούν, κατά κάποιον τρόπο, το τρίπτυχο μιας στρατηγικής, που αποτελεί conditio sine qua non και για έργα πολύ μικρότερα από το διερευνούμενο στη συνάντησή μας αυτή. Οι συνθήκες είναι αρνητικές, που δεν αποτελεί κάτι το νέο στο χώρο των πολιτισμικών δραστηριοτήτων και της επιστημονικής έρευνας. Για να τις ξεπεράσουμε θα πρέπει καταρχήν να τις κατανοήσουμε. Η βιομηχανική αρχαιολογία, το ενδιαφέρον και η σπουδή για το πρόσφατο χθες και το σήμερα, όπως διαμορφώθηκαν από τη βιομηχανική επανάσταση, ως τεχνική, οικονομία, τοπίο, τρόπος ζωής και νοοτροπίες, ελάχιστη παρουσία έχουν στον τόπο μας. Η ανθρωπιστική παράδοση σπουδών, όση και όποια υπάρχει, η γε-γονοτολογική-αρχειακή της ιστορίας, η αισθητική ή αισθητίζουσα της ιστορίας της τέχνης, το κύρος και η γοητεία («ερείπια» χθες, «ρίζες» σήμερα) του απώτερου παρελθόντος, η όψιμη βιομηχανική επανάσταση στη χώρα μας και η υποτονική ανάπτυξη της βιομηχανίας, η συνεχής επισήμανση των αρνητικών κυρίως επιπτώσεών της, ας προστεθεί και μια βαθιά «απέχθεια» που διακρίνει του Νεοέλληνες για την εργασία (ως πράξη και γνωστικό αντικείμενο), το συγκεκριμένο (υλικός βίος) και το σημερινό (σε αντίθεση προς το χθεσινοθρεμμένο μυθολόγημα που επικαλύπτει το σήμερα και μας επαναπαύει), όλα αυτά στοιχειοθετούν και ερμηνεύουν τις αρνητικές συνθήκες, όχι μόνο για τη βιομηχανική αρχαιολογία αλλά και για τη σύνθεση της εθνογνωσίας μας, της οποίας ένα σημείο αναφοράς είναι και η Σύρος και το βιομηχανικό μουσείο που θα πρέπει να αποκτήσει. Από εθνολογική άποψη θα πρόσθετα και μία κάθετη άρνηση της καινοτομίας όταν αυτή δεν υπηρετεί βραχυπρόθεσμα το προσωπικό συμφέρον ή όταν «απειλεί» να δημιουργήσει πρότυπα που θα προκαλέσουν «δυσάρεστες» συγκρίσεις προς τις εδραιωμένες αδράνειες. Θα πρόσθετα επίσης και την αρχοντική αντίληψη του χρόνου που επικρατεί: μας ενδιαφέρει μόνο το άμεσο παρόν και η

άμεση κάρπωση του, το παρελθόν προσαρμόζεται σε αυτήν με τη μορφή ιδεολογημάτων, ο σχεδιασμός του μέλλοντος της είναι άγνωστος ή καλύτερα εχθρικός. Μέσα στις αρνητικές αυτές συνθήκες ποιες είναι οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν τη δημιουργία ρεαλιστικών θετικών προοπτικών: Η σαφής γνώση των μεγεθών της υπό μελέτη προσπάθειας. Μέγεθος χρόνου απαιτείται τουλάχιστον μία πενταετία με κανονικούς ρυθμούς δουλειάς. Μέγεθος πιστώσεων: μιλάμε για ένα έργο της τάξεως των 150 έως 200 εκατομμυρίων, με ανοδική κλιμάκωση της κατανομής του στην πενταετία. Μέγεθος χώρου: σταδιακή ανάπτυξη με αρχικό ένα μέσο μέγεθος Μέγεθος υπεύθυνου φορέα: πολλές ομάδες εργασίας ειδικών συντονισμένες από την επιτελική ομάδα, που θα έχει την ευθύνη των διαδικασιών παραγωγής του έργου. Και, τέλος, το μέγεθος των δυσκολιών που στοιχειοθετείται όχι μόνον από τις αρνητικές συνθήκες που προαναφέραμε αλλά και από πολλές ελλείψεις στον τομέα της πείρας (φορέα, αποτελεσματικών πρακτικών, κριτικού μηχανισμού), για τις οποίες κάναμε λόγο στην αρχή, και σε άλλα, για τα οποία ο λόγος παρακάτω. Νιώθω την ανάγκη να σταματήσω και να απολογηθώ: δεν υπερβάλλω και δεν είμαι απαισιόδοξος. Ο άκριτος ενθουσιασμός, ο παντογνώστης αυτοσχεδιασμός, ο καιροσκοπισμός, παρά τις εκατοντάδες των θνησιγενών έργων, συνεχίζουν να στοιχειοθετούν νοοτροπίες και συμπεριφορές, να αγνοούν τα μεγέθη και να εξαγγέλλουν ή εγκαινιάζουν έργα χωρίς επαύριο. Τα ιδεολογήματα αποδεικνύονται ισχυρότερα της πείρας. Κύρια λοιπόν προύπόθεση η γνώση και η συνείδηση της σημασίας των μεγεθών. Δεύτερη βασική επίσης προύπόθεση η ύπαρξη σταθερής μακροχρόνιας βούλησης για την πραγμάτωση του έργου, όχι μόνο των επιστημονικών φορέων που θα συνεργαστούν, όχι μόνο των τοπικών φορέων που το θέλουν, όχι μόνο των κεντρικών κρατικών και πολιτικών φορέων που θα το υιοθετήσουν, όχι μόνο των οικονομικών φορέων που θα κληθούν να το επιχορηγήσουν, όχι μόνο των Συριανών και Κυκλαδιτών που θα πρέπει να το στηρίξουν. Οι ευθύνες κατανέμονται, δεν μετατίθενται, όπως συνήθως συμβαίνει. Ενημέρωση, ευαισθητοποίηση, συντονισμός, προστασία από την υφέρπουσα κακοήθεια, που έχει αδυναμία στα ελάχιστα έργα που πετυχαίνουν, είναι πρακτικές δύσκολες αλλά αναγκαιότατες και ευθύνη όλων. Ας έλθουμε, τέλος, γιατί ο χρόνος είναι περιορισμένος, στην τρίτη πτυχή. Με ποιες διαδικασίες υπάρχει η πιθανότητα να ξεπεραστούν οι αρνητικές συνθήκες, να δαμαστούν τα μεγέθη, να διαμορφωθεί μία σταθερή μακρόχρονη βούληση; Θα επαναλάβω αυτά που ανέφερα στην αρχή: συγκρότηση ενός δυναμικού φορέα από ειδικούς, που θα πρέπει να βρεθούνή να παραχθούν (πόσους μηχανολόγους ειδικευμένους στη βιομηχανική αρχαιολογία έχουμε;) και να συντονιστούν με τη βοήθεια των κρατικών μηχανισμών (βελτίωση σχέσεων προς τα έσω, στρατηγικής προς τα έξω) και


με βάση μια πρακτική, κατασταλαγμένη στις αναγκαίες μελέτες. Συνηθίζουμε να θεωρούμε τους ειδικούς, όταν -σπάνια- ανακαλύπτουμε τη σημασία τους, ως ετοιμοπαράδοτους (δεν είναι!) και το συντονισμό ως αυτόματο αποτέλεσμα της συνύπαρξης στο χώρο (δε συμβαίνει!). Αρχίζει επίσης να διαδίδεται μια πολύ chic περιφρόνηση προς τις μελέτες (εδώ η απαιδευσία δεν είναι υφέρ-πουοα αλλά παντοκρατόριοσα) που θεωρούνται περιττές. Ανθρωποι που βασανίζουν ένα τρίμηνο τον αρχιτέκτονα τους για το σχε-

διασμό μιας κατοικίας, επιμένουν να αρχίσουν αύριο το χτίσιμο του μουσείου που αποφάσισαν σήμερα. Ειδικοί, μελέτες: βιούμενη και κατατεθειμένη πείρα Πείρα οικονομική-νομική: οι νόμοι αργοσέρνονται πίσω από τις πραγματικότητες με μια καθυστέρηση 50ετίας και οι ρυθμοί που αυτοί υπαγορεύουν ανήκουν στην εποχή εκείνη. Ανάγκη, συνεπώς, νέων θεσμών, νέων ρυθμών

Πείρα επιστημονική και τεχνική: η τεχνογνωσία δεν εισάγεται, μαθαίνεται στην πράξη. Οι ομάδες εργασίας θα είναι και σεμινάρια. Υποτροφίες και μετακλήσεις ειδικών θα αποδειχθούν απαραίτητες. Εδώ κάπου το εντελώς συνοπτικά παρουσιασμένο τρίπτυχο της στρατηγικής κλείνει. Για να αρχίσει ο διάλογος, η λειτουργία του κριτικού μηχανισμού.

ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Διεθνές συμπόσιο με τίτλο «Η επιχείρηση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. 19ος-20ός αι.» πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 20-22 Απριλίου 1990. Το συμπόσιο οργανώθηκε από την SOFHIS 1992 (Société Franco-hellénique Interdisciplinaire Scientifique). Συμμετείχαν επιστήμονες από την Ελλάδα, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Σουηδία και τη Βουλγαρία. Οι ανακοινώσεις που έγιναν στο συνέδριο αναφέρονταν στους παράγοντες ελευθερίας των επιχειρήσεων και στους τρόπους χρηματοδότησης τους. στις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στις επιχειρήσεις, καθώς και στις σύγχρονες τάσεις της Ιστορίας των Επιχειρήσεων και των αρχειακών ερευνών. Σημαντικό μέρος των μελετών Οικονομικής Ιστορίας τα τελευταία χρόνια ασχολείται με θέματα της Ιστορίας Επιχειρήσεων. Το ενδιαφέρον έχει επεκταθεί πρόσφατα και στην Ελλάδα, όπου η αντίστοιχη τάση αρχίζει να γίνεται έκδηλη. Έχει, επίσης, αρχίσει να συγκεντρώνεται πολύτιμο υλικό από αρχεία επιχειρήσεων, τα οποία θα βοηθήσουν τους μελλοντικούς ερευνητές και θα επιτρέψουν τον πολλαπλασιασμό των μελετών. Η εξέλιξη αυτή, στην Ελλάδα, βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της βήματα, σε μία περίοδο οικονομικής ύφεσης, και είναι μάλλον ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ενασχόλησης με την Οικονομική Ιστορία'. Οι συνθήκες εμφάνισης του κλάδου στην Ευρώπη και στην Αμερική, όπου έχει ήδη οικοδομηθεί μία αξιόλογη παράδοση, ήταν διαφορετικές Στο σημείωμα αυτό επιχειρείται μία καταγραφή των πρώτων ενεργειών στις ΗΠΑ και στη Βρετανία για την εδραίωση της Ι. Ε. ως αυτοτελούς κλάδου της Οικονομικής Ιστορίας και μία σύντομη αναφορά σε ορισμένες από τις καινοτομίες που πρόσφερε στην Οικονομική Ιστορία. Η ανάπτυξη της I.E. στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, πέρα από την κάπως αυτόματη σύνδεση της με τη γενικότερη οικονομική ιστορία και την αναζήτηση μιας εξήγησης για την εμφάνιση και εξέλιξη των επιχειρήσεων, υπήρξε, στη μεταπολεμική τουλάχιστον περίοδο, συνέπεια της γενικότερης ευημερίας, της ανόδου των εισοδημάτων, της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας καθώς και της συνακόλουθης διαφορετικής -ευνοϊκής- στάσης, για αυτούς ακριβώς τους λόγους, της κοινής γνώμης έναντι των επιχειρηματιών. Από την

άλλη πλευρά, οι ίδιοι αυτοί λόγοι, χωρίς να είναι και οι μοναδικοί, οδήγησαν τους επιχειρηματίες σε μία πολιτική προώθησης -με χρηματοδότησηερευνών και σύνταξης μελετών, στα πλαίσια, κυρίως, επετειακών συνήθως εκδηλώσεων ή συγκέντρωσης πληροφοριών, δεδομένης και της αλματώδους ανάπτυξης της διαφήμισης για την προώθηση των εργασιών τους. Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, η I.E. είχε ήδη ζωή δύο δεκαετιών στις ΗΠΑ και μικρότερη στην Ευρώπη, κυρίως στη Βρετανία. Αν οι ρίζες της ανάγονται στη Γερμανική Ιστορική Σχολή, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, ή στη θεωρία του Μαρξ, σύμφωνα με άλλους, ή ακόμη στην ιστορική παράδοση των βιογραφιών, τα επίσημα γενέθλια του κλάδου τοποθετούνται στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920, σε εποχή μάλιστα οικονομικής ύφεσης. Το 1925 ιδρύεται για πρώτη φορά η Business Historical Society Incorporated, ενώ το 1927 το Πανεπιστήμιο Harvard θεσπίζει την πρώτη έδρα Ιστορίας Επιχειρήσεων. Ενα χρόνο αργότερα, το 1928, θα αρχίσει η έκδοση του περιοδικού Journal of Economic and Business History. Οι διαφορετικές απόψεις των ιδρυτών για το χαρακτήρα και το αντικείμενο του νέου γνωστικού χώρου, που απέρρεαν από τις διαφορετικές τους ειδικότητες, μια και δεν ήταν μόνο ιστορικοί αλλά έρχονταν και από τη νομική επιστήμη και αλλού, οδήγησαν, το 1931, στη διάσπαση κυρίως μέσα στο περιοδικό και στην απόσχιση της I.E. από την Οικονομική Ιστορία2. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε η πρώτη μελέτη στη σειρά Harvard Studies in Business History3. Έκτοτε, η I.E. διεκδικεί μία ιδιαίτερη μεθοδολογία και ένα ξεχωριστό αντικείμενο έρευνας και μελέτης. Συγκυριακοί παράγοντες και ισχυρές προσωπικότητες μέσα στο Harvard επηρέασαν τις εξελίξεις, έτσι ώστε η κυρίαρχη τάση να περιστραφεί γύρω από τη μελέτη μεμονωμένων επιχειρήσεων. Η τάση αυτή παραμένει εντονότατη και σήμερα. Ωστόσο, η μεταφορά των ρευμάτων στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού χαρακτηρίστηκε από μεγαλύτερη γονιμότητα και από ποικιλία προσεγγίσεων. Αν και οι πρώτοι άγγλοι ιστορικοί επιχειρήσεων θήτευσαν στο Harvard, γρήγορα αποδεσμεύτηκαν από τις αμερικανικές επιδράσεις. Ήδη στη δεκαετία του 1930 αρκετά βρετανικά πανεπιστήμια περιέλαβαν το μάθημα της Οικονομικής Ιστορίας, παρότι θεω-

ρείτο ακόμη ο φτωχός συγγενής είτε της οικονομικής επιστήμης είτε της ιστορίας· στο Πανεπιστήμιο Manchester, εξάλλου, τα αρχεία επιχειρήσεων θεωρούνταν απαραίτητο υλικό για την έρευνα. Το 1934, μάλιστα, ιδρύθηκε ειδικός οργανισμός για τη διατήρηση αρχείων επιχειρήσεων, το Council for the Preservation of Business Archives, που σήμερα είναι γνωστό με τη μεταγενέστερη μετονομασία του: Business Archives Council. Στη Βρετανία η συνεργασία των ιστορικών επιχειρήσεων υπήρξε πολύ στενή με τους εκπροσώπους της οικονομικής ιστορίας4 Ομως, τα σημαντικά γεγονότα της εποχής με κορύφωση την οικονομική κρίση του 1929-32 έστρεψαν αρκετούς ερευνητές σε παράπλευρες κατευθύνσεις από τη μία πλευρά σε θέματα και προβλήματα συσσώρευσης και απασχόλησης κεφαλαίων, πράγμα που ανάγκασε τους οικονομικούς ιστορικούς να μελετήσουν λογιστικά στοιχεία για να κατανοήσουν και να αποτιμήσουν την επενδυτική και οικονομική πολιτική των επιχειρηματιών και των επιχειρήσεων, και από την άλλη πλευρά σε θέματα ανεργίας, που σχετίζονταν και με την κοινωνική ιστορία και με το πρόβλημα της εκβιομηχάνισης. Η ΙΈ. έπαψε έτσι να είναι, ή μάλλον δεν υπήρξε ποτέ εκεί, απλή βιογραφία επιχειρήσεων ή επιχειρηματιών, αλλά απέκτησε μεγαλύτερη συνθετότητα και εμβέλεια. Αλματώδης υπήρξε η ανάπτυξη του νέου γνωστικού αυτού χώρου στη μεταπολεμική περίοδο, όταν τόσο στα πανεπιστήμια όσο και στον επιχειρηματικό κόσμο γινόταν αισθητή η συμβολή της ιστορικής έρευνας στην κατανόηση της λειτουργίας της οικονομίας και των θεσμών της5. Για αρκετό χρόνο η Ι.Ε. θεωρείτο αναπόσπαστο τμήμα της Οικονομικής Ιστορίας, αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 δημιουργήθηκαν χωριστές έδρες σε πολλά βρετανικά πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα άρχισαν να εμφανίζονται έντυπα, όπως το περιοδικό Business History, ενώ δημοσιεύονταν κατάλογοι αρχείων επιχειρήσεων και εκδίδονταν πολυάριθμες μελέτες. Σήμερα η ΙΈ. έχει πλέον καταξιωθεί στον πανεπιστημιακό χώρο και λειτουργούν χωριστά τμήματα που, πέρα από την τυπική εκπαιδευτική τους λειτουργία, επιτρέπουν την οργανική σύνδεση του κόσμου των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών με τους χώρους έρευνας και παραγωγής γνώσης. Ο όγκος του συγκεντρωμένου υλικού είναι


σήμερα εντυπωσιακός, και με την κατάλληλη ανάλυση μπορεί κανείς να ανιχνεύσει μία διαφορετική εξήγηση για την ιστορική εξέλιξη της σύγχρονης επιχείρησης από εκείνη που είχε κατά καιρούς προταθεί από άλλους κλάδους. Η I.E. έχει προσφέρει μέχρι τώρα στην Οικονομική Ιστορία χρήσιμες καινούργιες ιδέες για την οικονομική ανάπτυξη, την οικονομική θεωρία και για τη φύση του επιχειρηματία6, αμφισβητώντας παλαιότερες προσεγγίσεις, όπως εκείνες των συνόρων ή των φυσικών πόρων ή του ανταγωνισμού ή της μεγιστοποίησης των κερδών ως κινήτρων ανάπτυξης. Αναθεωρώντας τις απόψεις για το ρόλο των επιχειρηματιών, η I.E. μετέβαλε τους τελευταίους σε πρωταγωνιστές της οικονομικής ανάπτυξης. Η αναθεώρηση οδήγησε και στην αμφισβήτηση των παλαιών στερεοτύπων, γιατί αποκαλύφθηκε ότι δύσκολα μπορεί κανείς να γενικεύει μιλώντας για έναν τυπικό επιχειρηματία και ακόμη δυσκολότερα για μια συμπαγή ομάδα/τάξη ατόμων που διέπονται από έντονο ανταγωνισμό ανάμεσα τους και που σπανιότατα επιδεικνύουν συλλογική σύμπνοια. Αρκεί να σκεφτούμε πόσο διαφορετική είναι η λειτουργία και η συμπεριφορά ενός τραπεζίτη από εκείνη ενός βιομηχάνου, και η λειτουργία των δύο από τη δραστηριότητα του εμπόρου Και ύστερα πώς είναι δυνατό να εξομοιώσουμε την πολιτική του μικροεμπόρου ή του βιοτέχνη ή του πα-

ραγωγού με εκείνη των ηγετικών φυσιογνωμιών στο χώρο τους. Υποθέσεις και συμπεράσματα γι ' αυτές τις ιδιαιτερότητες είναι πολύ πιθανότερο να προκύψουν από τη μελέτη επιχειρήσεων ή από τη μελέτη του επιχειρησιακού συστήματος γενικά παρά μέσα από τις σφαιρικότερες διαδικασίες που εξετάζει η Οικονομική Ιστορία. Η ΙΕ. έχει επίσης συμβάλει με νέες απόψεις στη θεωρία της μεταβολής. Με το θέμα ασχολείται κατά κύριο λόγο η Οικονομική Ιστορία, που έχει περιγράψει τις αλλαγές που συνέβησαν στη γεωργία, στη βιομηχανία, στην πολιτική ακόμη, αλλά φαίνεται να έχει αγνοήσει τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην επιχείρηση, οι οποίες παραπέμπουν σε θεμελιώδεις μεταβολές στην πολιτική, τη γεωργία, τη βιομηχανία ή τα συνδικάτα. Η επιχείρηση έχει δείξει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα στις βασικές οικονομικές αλλαγές των τελευταίων 100 τουλάχιστον ετών. Έτσι και οι σκοποί, η πολιτική, η συμπεριφορά και οι απόψεις των επιχειρηματιών είναι σήμερα τελείως διαφορετικά από εκείνα των ομολόγων τους του περασμένου αιώνα, ή ακόμη και της προηγούμενης γενιάς. Αναφέρθηκαν μερικά από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ΙΕ. Η λεπτομερής απαρίθμηση των νέων στοιχείων που προσφέρει και σε άλλους γνωστικούς χώρους αλλά και ορισμένα μειονεκτήματα και περιορισμοί της

ξεφεύγουν από τους στόχους του σημειώματος αυτού.

1. Στις ΗΠΑ η σχέση της I.E. υπήρξε από την αρχή πολύ στενή με τον κλάδο της Διοίκησης Επιχειρήσεων, και μέχρι σήμερα ένα μεγάλο μέρος μελετών ΙΕ δεν είναι παρά μελέτες της ιστορίας της διοίκησης συγκεκριμένων επιχειρήσεων 2 Για τις πρώτες εξελίξεις στην I.E. βλ Sheila Marnner "Francis Edwin Hyde" στο Sheila Marriner (Ed.) Business and Businessmen. Liverpool Univ. Press. 1978. o. 3-5. 3. Πρόκειται για τη μελέτη του Κ W Porter. John Jacob Astor, Businessman. 4 Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του F.E Hyde, ιστορικού που θήτευσε στο Harvard και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Liverpool αξίζει επίσης να αναφερθεί το όνομα του F.W. Taussig, οικονομολόγου, και του T.S Ashton, οικονομικού ιστορικού Βλ σχετικά F.E. Hyde "Economic Theory and Business History" στο Business History ap 1. Δεκέμβριος 1962 5 Ο T. S. Ashton έγραφε χαρακτηριστικά: «Σε κάθε επιχείρηση μπορούμε να παρατηρηθούμε από πρώτο χέρι τη λειτουργία των οικονομικών δυνάμεων χωρίς την παραμόρφωση της πολιτικής ή της ιδεολογίας* Βλ Sheila Marnner, on , σ. 7. 6 Βλ. σχετικά το πολύ εμπεριστατωμένο άρθρο του HE Kroos "Economic History and the New Business History" στο Journal of Economic History, XVIII. αρ. 4, 1958 ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΔΡΙΤΣΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ή ποιος θα σηκώσει αυτό το βάρος Carry that weight. Κωνσταντινούπολη, μπροστά στη Μονή της Χώρας, 6 η ώρα το απόγευμα και οι θύρες κλειστές. Ο φύλακας στο εσωτερικό του ναού τηγανίζει τα αυγά και η θεία Μάρω, εναπομείνασα Πολίτισσα, αναλαμβάνει να τον μεταπείσει να μας ανοίξει. Το φορητό ραδιόφωνο δίπλα στο γκαζάκι μεταδίδει ελαφρότατο μουσικό πρόγραμμα με τουρκικά και ξένα τραγούδια. Ένα απ' αυτά με καταθλίβει: Carry that weight! Η τελευταία Βυζαντινή προσφέρει μπαξίσι στο φύλακα ο οποίος φιλότιμα γελώντας μας προσκαλεί: Ελάτε να φάμε. Ποια καθημερινότητα και ποια επικοινωνία και ποιος να σηκώσει αυτό το φορτίο των αιώνων μέσα στη Μονή του θάμβους. Έκτοτε η σκηνή και το τραγούδι με κυνηγούν αδυσώπητα, μάλιστα όταν μου ζητείται να μιλήσω για τον πολιτισμό που τον θέλω και δικό μου, αλλά που η σύγχρονη έρευνα, όπως ασκείται, με εξαναγκάζει να ομολογήσω ότι δε μου ανήκει Ως εδώ όμως η προσωπική μαρτυρία και το συνειδησιακό πρόβλημα. Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις στάθηκαν δύο συμπόσια που οργάνωσε το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Το πρώτο διεθνές συμπόσιο με θέμα «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση» οργανώθηκε το Σεπτέμβριο του 1988 και τα πρακτικά του εκδόθηκαν σε έναν καλαίσθητο και ογκώδη τόμο το επόμενο

έτος. Το δεύτερο διεθνές Συμπόσιο οργανώθηκε τον Οκτώβριο του 1990 με θέμα «Η επικοινωνία στο Βυζάντιο» και τα πρακτικά του πρόκειται να εκδοθούν προσεχώς. Ας σημειωθεί ότι το οικονομικό βάρος των διοργανώσεων έφεραν κυρίως ιδιωτικοί φορείς και ιδρύματα, το δε επιστημονικό Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, με σημαντική πάντα την εκπροσώπηση των συνεργατών του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών. Ο αριθμός των ανακοινώσεων ήταν 52 και 63 αντίστοιχα και κατανεμήθηκαν σε θεματικές συνεδρίες κατά το τριήμερο που διήρκεσαν τα συμπόσια. Η ευρύτητα των θεμάτων και της ιστορικής περιόδου που ερευνάται δικαιολογούν βεβαίως τους παραπάνω αριθμούς, καθώς προσφέρθηκε βήμα σε πολλούς ερευνητές ποικίλλων ειδικοτήτων και ενδιαφερόντων. Αυτή όμως ακριβώς η ευρύτητα και ο πολυμερισμός αποτελούν και τα αρνητικά σημεία της προσπάθειας. Αξιοπαρατήρητο το ποσοστό συμμετοχής νέων επιστημόνων, οι οποίοι υπερτερούν αριθμητικά των παλαιών και καταξιωμένων, γεγονός καταρχήν θετικό και πιθανόν ενθαρρυντικό. Ορισμένες πόρτες ανοίγουν και χωρίς μπαξίσι. Αυτές θα μπορούσαν να είναι οι στατιστικές διαπιστώσεις. Ως προς το «βάρος» οι διαπιστώσεις δεν μπορεί παρά να είναι ιδιαίτερα συγκρατημένες. Ουσιαστικά τα δύο αυτά συμπόσια, παρά την εξαιρετική τους επιτυχία και τις φιλότιμες προσπάθειες της Διεύθυνσης και των συνεργατών του

KBE (ο υπογράφων ανήκει σ ' αυτούς) για την επιστημονικά επαρκή εκπροσώπηση της βυζαντινής έρευνας, πάσχουν, δυστυχώς, από την κακοδαιμονία του πώς και του γιατί να σηκώσω αυτό το βάρος. Αντανακλούν, και είναι λογικό, τη διεθνή στασιμότητα στις βυζαντινές σπουδές και το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε οδηγήσει όλοι μας μία έρευνα που συνεχίζει να γίνεται χωρίς στόχους και όραμα, δηλ. χωρίς σύνδεση με τη σημερινή καθημερινότητα και τις ανάγκες μας. Συνεχίζει να αποθησαυρίζει, να ταξινομεί γνώσεις και στοιχεία, να χρονογραφεί, ως γνήσια σχολαστική θυγατέρα ενός ειδικού Βυζαντίου που λίγο διαφέρει στις αντιλήψεις των θεραπόντων του από το Βυζάντιο του Βολταίρου. Και όμως οι εργασίες αυτές, ακόμη και στην εποχή της επεκτατικής μηχανογράφησης, και χρήσιμες και επιτακτικές είναι, αν υποβαστάζονται από γενικές επιστημονικές θεωρήσεις, αν ειδικές μέθοδοι και εργαλεία ανακαλύπτονται και προσαρμόζονται για να χρησιμοποιηθούν με αυτονομία και αυτοτέλεια στην έρευνα μιας ιστορικής περιόδου. Οταν, επιτέλους, γίνει συνείδηση ότι το Βυζάντιο έχει το ειδικό βάρος του, έστω το ειδικό βάρος της μίμησης ή της πρωτοτυπίας, και ότι πρέπει να πάψει να αποτελεί αντικείμενο επικαιρικών προσεγγίσεων και επικουρική βοήθεια άλλων κύκλων πολιτισμού. Αυτές βεβαίως τις ανάγκες δεν είναι δυνατό να τις ικανοποιήσει κανένα συμπόσιο, και


καμιά θεματική συνεδρίου, όσο φιλόδοξη και αυστηρά οργανωμένη και αν εμφανίζεται, δεν είναι δυνατό να τις επιβάλλει. Όμως, για τα περιορισμένα και συνήθως ετερόφωτα επιστημονικά μας πράγματα, η θεματική των συμποσίων του ΚΒΕ παρουσιάζεται φιλόδοξη και υποψιασμένη. Και αυτό αποτελεί παρήγορη ένδειξη ανανέωσης, καθόσον για πρώτη φορά προτείνονται τέτοιοι θεματικοί κύκλοι συμποσίων από την ελληνική βυζαντινολογία. Αν έστω και μόνο από την προτεινομένη θεματική καταστεί γενική πεποίθηση η ανάγκη για ανανέωση και εκλείψει ο καθησυχα-σμός και η μακαριότητα ορισμένων εργασιών, τούτο θα αποτελεί μέγιστο κέρδος για τους έλληνες βυζαντινολόγους. Όσο και αν φαίνεται η εκτίμηση αυτή ως εξορκισμός, ομολογώ ότι δε θα απέρριπτα ακόμη και την αποτρο-παϊκή δύναμη ενός θέματος κατά των σπουδών που μοιάζουν να γίνονται σε λεξικογραφικό ή συμπιληματικό εργαστήριο του Πορφυρογέννητου. Σ' αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει εκτός από τη θεματική και μία ημερίδα, στα πλαίσια του συμποσίου, με προβλήματα μεθόδου πάντα σε σχέση με το υπό εξέταση θέμα. Την προσπάθεια αυτή οφείλουμε όλοι μας, φορείς και επιστήμονες, να τη συνδράμουμε στο βαθμό που αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία συνάντησης των ελλήνων βυζαντινολόγων. Η προσπάθεια αυτή φιλοδοξεί και πρέπει να δημιουργήσει παράδοση. Έχοντας στα χέρια τον τόμο του Α' Διεθνούς Συμποσίου του ΚΒΕ διαπιστώνουμε όχι μόνο τις ελλείψεις που αναφέραμε αλλά και τις κατακτήσεις της σύγχρονης βυζαντινολογίας. Παρά το γεγονός ότι ευάριθμες ανακοινώσεις ασχολούνται με τον επιδιωκόμενο και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στόχο του συμποσίου, δηλ. τις τομές και τις συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση του Βυζαντίου, πολλές είναι γενικά οι αξιόλογες εργασίες. Συνεδρίες όπως Σώμα και Υγεία. Οικογενειακός και Ερωτικός βίος. Επαγγέλματα και Συναλλαγές, Στρατός, προσφέρουν πλούσιο υλικό που επιτρέπει τη συναγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Ως προς τη γενικότερη προβληματική της βυζαντινολογίας και τα θετικά μηνύματα της αφύπνισης η εναρκτήρια ανακοίνωση της Χρύσας Μαλτέ-ζου «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο: status quaestionis» παρουσιάζει την αισιόδοξη προοπτική μιας βυζαντινολογίας στηριγμένης στις μεθόδους της κοινωνικής σημειωτικής ή στα διάφορα μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης. Η ανακοίνωση του Α. Guillou «Από τον ΨευδοΑριστέα στον Ευσέβιο Καισαρείας ή για την ιουδαϊκή προέλευση της κοινωνικής ηθικής στο Βυζάντιο» θίγει με σαφήνεια και συντομία τη μέγιστη συμβολή των εξελληνισμένων Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας στη διαμόρφωση κανόνων ηθικής συμπεριφοράς στο Βυζάντιο και αποτελεί μία από τις λίγες εργασίες που εγγράφεται απόλυτα στη θεματική του συμποσίου. Η ομάδα της Τράπεζας πληροφοριών του ΚΒΕ ασχολήθηκε με την εξέλιξη της οικογενειακής ζωής των Βυζαντινών, τη συμμετοχή της οικογένειας στην παραγωγή και εξέδωσε δύο μηχανογραφικά παραρτήματα για τις βιομηχανικές βιοτεχνίες και το ιδιωτικό εμπόριο. Ο Κ. Πιτσάκης μελετά το Δίκαιο και την πρακτική των γαμικών κωλυμά-

των στο Βυζάντιο και την τομή του 997, όταν ο πατριάρχης Σισσίνιος επέκτεινε τα γαμικά κωλύματα σε συγγενείς μέχρι και τετάρτου βαθμού. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εργασίες είναι του Α. Καρπόζηλου «Περί απο-πάτων, βόθρων και υπονόμων». Το θέμα μελετάται για πρώτη φορά και η εργασία αξιοποιεί τις μαρτυρίες φιλολογικών κειμένων, πολεοδομικών διατάξεων στα νομοθετικά έργα και της αρχαιολογίας. Ο Π. Θεοχαρίδης παρακολουθεί την εξέλιξη των υστερορωμαϊκών και πρωτοβυζαντι-νών κρανών ως προς το σχεδιασμό τους και όσον αφορά στο πρόβλημα της προφύλαξης και της καλής ακοής. Η Χριστίνα Αγγελίδη προτείνει μια φορμαλιστική ανάγνωση για τη μελέτη των μεταμορφώσεων της ταξιδιωτικής αφήγησης, προσγειώνοντας μας απότομα, αλλά σταθερά, πότε στην πραγματολογία και πότε στο συμβολισμό των εμπορικών και αγιολογικών δρόμων του 4ου και 7ου αι. Τέλος, μία οικολογική προσέγγιση του βυζαντινού χώρου, με τη μελέτη της εισβολής του αγροτικού τοπίου στο αστικό, αποτελεί η εργασία της Αννας Αβραμέα «Φυσικό περιβάλλον και ανθρώπινη παρέμβαση, αντιλήψεις και εικόνες από το αστικό τοπίο». Όπως διαπιστώνεται από τις παραπάνω ανακοινώσεις η βυζαντινή καθημερινότητα δεν είναι πλέον αυτή του Φ. Κουκουλέ ή της αλλόγιστης λαογραφίας. Έστω δειλά, αλλά παρήγορα, νέα θέματα και νέες αντιλήψεις αποτελούν αντικείμενο έρευνας και σε άμεση σχέση με τις σύγχρονες ανάγκες και την προβληματική. Η ερμηνεία στην έρευνα δεν αποτελεί πανάκεια αλλά και η συσσώρευση μόνο πληροφοριών, όταν δεν απαντά στα αιτήματα των καιρών, αποτελεί γράμμα κενό. Ευχόμαστε η προσπάθεια του ΚΒΕ με τη διοργάνωση των διεθνών αυτών συμποσίων να συνεχιστεί, και πρέπει να προσπαθήσουμε όλοι μας. έλληνες βυζαντινολόγοι, πολιτεία και φορείς να αποδεχθούμε το πλούσιο αυτό φορτίο, το βάρος για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή. Φοβάμαι ότι, αν ως άλλοι πονηροί Ηρα-κλείς προφασιστούμε ανεπάρκειες, μωροφι-λοδοξίες. ψυχοπαθολογικές κοπώσεις, ασυνεννοησίες, συμπλέγματα, δηλ. τις νεοελληνικές αρετές μας, για να ξεφορτωθούμε τον Ουρανό δε θα υπάρχουν πλέον διαθέσιμοι Εσπέριοι Ατλαντες να τον σηκώσουν. Και σε τελευταία ανάλυση γιατί οι ουρανοί αυτοί ποτέ δεν ήταν δικοί τους. Πάντα μπροστά στη Μονή της Χώρας ξένος τουρίστας θαυμάζει και παρατηρεί «Όμορφα έργα έφτιαχναν οι Τούρκοι και πριν γίνουν μουσουλμάνοι» Πολύ φοβάμαι ότι σε λίγο καιρό το ίδιο θα λένε και οι έλληνες ξένοι τουρίστες της Σμύρνης και της Πόλης. Και το βάρος γίνεται βραχνάς. Αλήθεια, ποιος θα σηκώσει αυτό το βάρος; ΗΛΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΟΥΣ Διήμερη επιστημονική συνάντηση Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1991 Το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, το Τεχνικό Μουσείο θεσσαλονίκης και το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ συνδιοργανώνουν, τον Οκτώβριο του 1991, μια διήμερη επιστημονική συνάντηση στη θεσσαλονίκη με θέμα «Τα μουσεία και το κοινό τους». Παρά τη διεθνή καθιέρωση των μουσείων ως μέσων υψηλής παιδείας του κοινού, την ανάπτυξη στο εξωτερικό νέων μορφών μουσείων, νέων τεχνικών επικοινωνίας μέσα στο μουσείο και νέων μεθόδων προβολής του έργου και της σημασίας τους, η κατάσταση των ελληνικών μουσείων, η προσέλευση σε αυτά και τα επιτυγχανόμενα ποιοτικώς αποτελέσματα είναι από πολύ χαμηλά έως προβληματικά. Η επισήμανση και συνειδητοποίηση του προβλήματος, η συζήτησή του μεταξύ των υπεύθυνων φορέων, η κοινοποίηση της πείρας και των πρακτικών του εξωτερικού σε αυτούς, η ευαισθητοποίηση των MME. (μαζικών μέσων επικοινωνίας ) για τη συνεργασία τους στην υπέρβαση των δυσχερειών αποτελούν τους στόχους του συνεδρίου. Σκοπός του συνεδρίου αυτού είναι η ανταλλαγή εμπειρίας, όσμωση απόψεων, διαμόρφωση νέων, για την Ελλάδα, στρατηγικών σε επιτελικό επίπεδο (διαπιστώσεις, δυνατότητες, προοπτικές). Στο συνέδριο θα κληθούν να συμμετάσχουν ως ομιλητές και (συν)ομιλητές εκπρόσωποι των μουσείων της θεσσαλονίκης, αρμόδιοι για τα πολιτιστικά θέματα κρατικοί και δημοτικοί παράγοντες, εκπρόσωποι πολιτιστικών φορέων, τραπεζών, του ΣΒΒΕ, επιμελητηρίων, εκπρόσωποι των μέσων επικοινωνίας, και στελέχη τριών σημαντικών μουσείων διαφορετικών χωρών του εξωτερικού, που θα προσκληθούν ειδικά για να συμμετάσχουν σε αυτό. Το διήμερο οργανώνεται σε πρωινές και απογευματινές συνεδρίες (09.30-13.30 και 17.3020.00), με διάλειμμα στο μέσο της πρωινής συνεδρίας. Οι ομιλίες θα οργανωθούν σε ενότητες, ανάλογα με το περιεχόμενο τους. Οι έλληνες ομιλητές έχουν στη διάθεση τους 20' και οι ξένοι 45', για να υπάρχει και ο αναγκαίος για συζήτηση χρόνος. Πληροφορίες για το συνέδριο: Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, τηλ. 526.095. Όλοι θα πρέπει να έχουν υποβάλει τα κείμενα τους τριάντα ημέρες πριν από το συνέδριο δακτυλογραφημένα και θα πρέπει να σεβαστούν απόλυτα τα χρονικά περιθώρια που παρέχονται. Διασταλτοί είναι μόνον οι χρόνοι των συζητήσεων.


Γ' ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «Ο ΑΡΤΟΣ ΗΜΩΝ: ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΤΑΡΙ ΣΤΟ ΨΩΜΙ» χανική βάση: προετοιμασία, ζύμωμα, διακόσμηση, ψήσιμο. Οι φούρνοι. Είδη και τύποι ψωμιού (παξιμάδια, αρτοσκευάσματα κλπ). Υποκατάστατα του ψωμιού. Χημεία, υγιεινή και νομοθεσία σχετική με το ψωμί. Επισημαίνεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της συνάντησης για τους χώρους, εξοπλισμούς, εργαλεία, τεχνικές, για τις μορφές οργάνωσης παραγωγής και εμπορίας. Επιδιώκεται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνολογία, να γίνει χρήση του ευρύτερου δυνατού φάσματος τεκμηρίωσης και να εξεταστεί, κυρίως, η νεοελληνική περίοδος (ως το 1940). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι αποκλείονται ως θέματα η παραγωγή των δημητριακών (από τη σπορά ως το αλώνισμα), η χρήση του ψωμιού στη ζωή και λατρεία (συμβολική του διάσταση), το ψωμί ως θέμα στην τέχνη. Χρόνος και τόπος πραγματοποίησης του συνεδρίου

Το σχεδιαζόμενο Τριήμερο Εργασίας αποτελεί το τρίτο στη σειρά των επιστημονικών συναντήσεων που έχει εγγράψει στις δραστηριότητες του και πραγματοποιεί ανά διετία το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Το πρώτο ήταν αφιερωμένο στη Νεοελληνική Τεχνολογία (Πάτρα, 1988. με συνεπιχορήγηση της Νομαρχίας Αχαΐας), το δεύτερο στο κρασί (Σαντορίνη, 1990. με επιχορήγηση της Εταιρείας «Ι. Μπουτάρης & Υιός»). Τα πρακτικά των συνεδρίων αυτών κυκλοφορούν μέσα στο 1991. Σκοπός της επιδιωκόμενης συνεργασίας με τη βιομηχανία «Κυλινδρόμυλοι Λούλη» Α.Ε. είναι η ανάπτυξη των δημιουργικών σχέσεων, στο πολιτιστικό επίπεδο, μεταξύ του ερευνητικού ιδρύματος της ΕΤΒΑ και σημαντικών βιομηχανικών φορέων, που ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της ιστορικής έρευνας στους τομείς της δραστηριότητας τους, με σκοπό τη μελέτη και προβολή των ελληνικών «τίτλων τιμής» σε αυτούς. Στη συνεργασία αυτή το Ίδρυμα της ΕΤΒΑ προσφέρει το κύρος, την πείρα και τη φροντίδα επιτυχούς οργάνωσης της συνάντησης, ο χορηγός βιομηχανικός φορέας την κάλυψη των δαπανών των συνέδρων.

Το θέμα Θέμα της είναι «Ο άρτος ημών: από το σιτάρι στο ψωμί». Επειδή το θέμα είναι ευρύτατο, περιορίζεται κατά τη συνάντηση αυτή στα παρακάτω υπο-θέματα. Αποθήκευση και συντήρηση του καρπού (δημητριακά). Άλεση, μύλοι κάθε είδους. Μεταφορά, αποθήκευση, εμπόριο δημητριακών, αλευριού, ψωμιού. Το ψωμί ως βασικό είδος διατροφής στον αγροτικό και αστικό χώρο. Παρασκευή του ψωμιού σε οικιακή, βιοτεχνική και βιομη-

Ως χρόνος πραγματοποίησης του συνεδρίου προγραμματίζεται το τριήμερο 10-12 Απριλίου 1992 (δεκαπέντε ημέρες προ του Πάσχα, που εορτάζεται την 26.4.92). Ως τόπος πραγματοποίησης του συνεδρίου προγραμματίζεται καταρχήν ξενοδοχείο στην Πορταριά Πηλίου, στο οποίο θα γίνουν οι συνεδρίες, οι διανυκτερεύσεις και θα παρασχεθεί πρωινό και μεσημεριανό φαγητό. Οι σύνεδροι θα συγκεντρωθούν σε αυτό το απόγευμα της Πέμπτης 9 Απριλίου και θα αναχωρήσουν από αυτό το απόγευμα της Κυριακής 12 Απριλίου.

διαφερομένους να συμμετάσχουν σε αυτό (αφίσα - ανακοίνωση), επιλέγει τις περιλήψεις ομιλητών (έως 3 δακτυλογραφημένες σελίδες), που προυποβάλλονται το αργότερο ως την 15η Νοεμβρίου 1991, διαμορφώνει το τελικό πρόγραμμα των ομιλιών που θα συγκροτηθούν σε ενότητες (αφίσα - πρόγραμμα) και συντονίζει τις συνεδρίες. Η Ομάδα Εργασίας αποτελείται από' τους κ.κ. Χρ. Αγριαντώνη, ιστορικό, Αικ. Καμηλά-κη, δρ. εθνολόγο, Ντ. Κονσόλα, δρ. αρχαιολόγο, αναπλ. καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου, Στ. Νομικό, αρχιτέκτονα, Ιωακ. Πα-πάγγελο, βυζαντινολόγο, Στ. Παπαδόπουλο, δρ. εθνολόγο, Ι. Κανδύλη, δρ. χημικό. Σολ. Καντή. χημικό αλευρουργό. Απ. Κοζανίτη, αλευρουργό Χαρακτήρας του συνεδρίου Οι οργανωτές του Τριημέρου Εργασίας καλύπτουν τις δαπάνες παραμονής (διανυκτερεύσεις, διατροφή) των ομιλητών στο χώρο του συνεδρίου και τη μετακίνηση τους από την Αθήνα σε αυτόν και από αυτόν στην Αθήνα με πούλμαν. Ομιλητές που κινούνται από άλλα μέρη της Ελλάδας προς το Βόλο χρησιμοποιώντας μέσα μαζικής μεταφοράς αποζημιώνονται εκ των υστέρων, με την προσκόμιση των αναγκαίων παραστατικών. Εάν επιθυμούν να κινηθούν με ιδιωτικό αυτοκίνητο καλύπτουν τα έξοδα μετακίνησης τους. Η διάρκεια των ομιλιών θα καθοριστεί από το πρόγραμμα και θα τηρηθεί αυστηρά. Οι ομιλητές θα παρακληθούν να καταθέσουν το αργότερο ως τη 15η Μαΐου 1992 τα τελικά κείμενα των ανακοινώσεων τους για να επιτευχθεί η έκδοση των πρακτικών μέσα στο έτος.

Οργάνωση του συνεδρίου

Αλληλογραφία και πληροφορίες

Την ευθύνη της οργάνωσης του συνεδρίου έχει το Ίδρυμα της ΕΤΒΑ. Την επιστημονική ευθύνη έχει Ομάδα Εργασίας, η οποία ανακοινώνει το συνέδριο και προσκαλεί τους εν-

Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ: Πανεπιστημίου 13, 105 64 Αθήνα, τηλ. 325.09.20, 325.09 98 και Fax 325.15.97. (Εργάσιμες ημέρες 10.00 π.μ. - 15.00 μ.μ).


Ε.Λ.Ι.Α.

Μία αναδίφηση στα αρχεία και την ιστορία

Η Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, πιο γνωστή ως ΕΛΙΑ., είναι δημιούργημα της ανάγκης για την ύπαρξη ενός φορέα που θα διασώζει μαρτυρίες, κυρίως χειρόγραφες και έντυπες, της νεότερης ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας ενός φορέα απαλλαγμένου από τη γραφειοκρατική δυσκαμψία του δημόσιου τομέα, με τη ζωντάνια και το κέφι που το προσωπικό ενδιαφέρον και το μεράκι μπορούν να προσδώσουν. Στα έντεκα χρόνια δραστηριότητας του το Ε.Λ.Ι.Α. έχει εντοπίσει και συγκεντρώσει πολύτιμο υλικό, όπως τα αρχεία διαφόρων προσωπικοτήτων, που κάτω από διαφορετικές συνθήκες δεν αποκλείεται να χάνονταν για πάντα. Το υλικό αυτό ταξινομείται και καταγράφεται, ώστε να διευκολύνεται η μελέτη και χρήση του από τους ενδιαφερόμενους ερευνητές, στους οποίους το ΕΛΙΑ. προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια. Είναι γνωστό ότι πολλές ανακρίβειες για τη νεότερη ιστορία του τόπου και των γραμμάτων μας οφείλονται σε άγνοια ή ελλιπή γνώση των πηγών. Το ΕΛΙΑ. φροντίζει να συλλέγει τις πηγές αυτές και να τις θέτει στη διάθεση ελλήνων και ξένων μελετητών, ώστε να έχουμε νέες, όσο γίνεται πιο αξιόπιστες προσεγγίσεις για προσωπικότητες και φαινόμενα της νεοελληνικής κοινωνίας. Αλλωστε, σύμφωνα με το καταστατικό του, ο κεντρικός σκοπός του Ε.Λ.Ι.Α. είναι η διάσωση, συλλογή, ταξινόμηση, μελέτη και έκδοση αρχειακού και έντυπου υλικού του 19ου και 20ού αι., κυρίως υλικού που αφορά στην ιστορική εξέλιξη και πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδας. Το ΕΛΙΑ. πρόσφατα απέκτησε δική του ιδιόκτητη στέγη, ένα πενταώροφο διατηρητέο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Αγίου Ανδρέου 5, πίσω από τη Μητρόπολη, στην Πλάκα, το οποίο επισκεύασε και εξόπλισε με τα καλύτε-

ρα συστήματα ασφάλειας, πυρανιχνευσης και πυρόσβεσης. Στο αναπαλαιωμένο αυτό κτίριο έχει στεγαστεί το μεγαλύτερο μέρος των συλλογών του και έχει προβλεφθεί αναγνωστήριο και ειδικός χώρος εκδηλώσεων Το αναγνωστήριο είναι ανοικτό καθημερινά 12.00 έως 4.30 μ.μ., και ανά τρίμηνο κυκλοφορεί το πρόγραμμα των εκδηλώσεων. Η Βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ. περιέχει σήμερα 80.000 περίπου τόμους βιβλίων, φυλλαδίων, περιοδικών, ημερολογίων και εφημερίδων του 19ου και 20ού αι. και συγκρίνεται με τις σπουδαιότερες βιβλιοθήκες του τόπου. Ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα αποτελούν οι αυτοτελείς ελληνικές εκδόσεις του 19ου αι., μία από τις πιο ενημερωμένες συλλογές που υπάρχουν, και, για την ακρίβεια, η τέταρτη στον κόσμο. Η συλλογή των φιλολογικών και πολιτικών ημερολογίων είναι ίσως η πλουσιότερη στην Ελλάδα, και η συλλογή των εφημερίδων κάνει το Ε.Λ.Ι.Α. τρίτη δύναμη στον τομέα αυτό μετά τη Βιβλιοθήκη της Βουλής και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Άλλες ειδολογικές ενότητες της βιβλιοθήκης του Ε.Λ.Ι.Α. είναι οι ακόλουθες: ελληνική λογοτεχνία, ελληνική ιστορία, μετάφραση ελληνικής λογοτεχνίας, τοπικά βιβλία και περιοδικά, βιβλιογραφικά εγχειρίδια, ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν στην Αίγυπτο και στις ανατολικές χώρες, εκπαιδευτικά, παιδικά, ανθολογίες, λευκώματα, ξένα βιβλία για την Ελλάδα. Δεν έχουν συνταχθεί κατάλογοι όλων των βιβλίων του Ε.Λ.Ι.Α., κυκλοφόρησε όμως πρόσφατα μία βιβλιογραφική παρουσίαση των μονόφυλλων του των ετών 1800-1863. μία έκδοση που γνωστοποίησε στους ιστορικούς 750 αβιβλιογράφητα ως τώρα μονόφυλλα. Κυκλοφόρησε επίσης ένας πρώτος κατάλογος της βιβλιοθήκης του, με έντυπα των ετών 1864-1900, που παρουσιάζει για πρώτη φορά συγκεντρωμένους 5.500 τίτλους αυτοτελών εκδόσεων της περιόδου αυτής, που

μέχρι τώρα δεν έχει βιβλιογραφηθεί. Αν αναλογιστεί κανείς ότι τέτοια βασικά εγχειρίδια έρευνας, όπως είναι οι έντυποι κατάλογοι βιβλιοθηκών και άλλων συλλογών έντυπου υλικού, σπανίζουν στην Ελλάδα, πιστεύουμε ότι θα μπορέσει να εκτιμήσει την προσφορά των συγκεκριμένων δημοσιευμάτων, όσο και τη διαφαινόμενη προοπτική να ακολουθήσουν και άλλα, ανάλογα, που θα καλύψουν το σύνολο των συλλογών του Ε.Λ.Ι.Α. Τα Αρχεία του Ε.Λ.Ι.Α. αποτελούν το τμήμα των συλλογών του που του προσδίδει και την ιδιαιτερότητα του. Μέχρι σήμερα έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 300 αρχεία και τμήματα αρχείων ιστορικού, οικονομικού και λογοτεχνικού περιεχομένου. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής: Χαρίλαου Τρικούπη, Ελευθέριου Βενιζέλου (1910-1920), Σπυρίδωνος Τρικούπη, οικογένειας Στρέιτ, Γενναίου Κολοκοτρώνη, Τιμολέοντα Βάσσου, Ευάγγελου Παπανούτσου, Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Βλάση Γαβριηλίδη, Στρατή Τσίρκα, Γιάννη Μπεράτη, Ανδρέα Λασκαράτου. Ελληνικών Φιλοευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1947-1967), Ελληνικών Κοινοτήτων Αιγύπτου (1843-1950), Αλέξη Μινωτή και Κατίνας Παξινού. Τα αρχεία παίρνουν είτε το όνομα του δημιουργού τους είτε του προσώπου ή του φορέα στον οποίο αναφέρεται το υλικό τους. Για λόγους χρηστικούς το ΕΛΙΑ. έχει κατανείμει τις αρχειακές του συλλογές σε μεγάλες θεματικές κατηγορίες: αρχεία λογοτεχνικά - φιλολογικά ιστορικά οικονομικά φωτογραφικά καλλιτεχνικά αρχιτεκτονικά. Η κατανομή αυτή είναι συμβατική, δεδομένου ότι κανένα αρχείο δεν είναι αμιγές ως προς το περιεχόμενο του. Τα λυτά, μεμονωμένα αυτόγραφα προσωπικοτήτων αποτελούν το Γενικό Αρχείο Αυτογράφων, ενώ ξεχωριστό τμήμα αποτελούν συλλογές αποκλειστικά και μόνο δημοσιευμάτων του ημερήσιου και πε-

Επιστολόχαρτο από το αρχείο Γ Καζανόβα. 1899


ριοδικού τύπου σχετικά με κάποιο πρόσωπο, γεγονός ή οργανισμό. Ξεχωριστή ενότητα αποτελεί το ποικίλο υλικό που καθρεφτίζει την καθημερινή ζωή του τόπου και περιλαμβάνει διάφορα έντυπα σχετικά με την οικονομία, τη βιομηχανία, την εκπαίδευση, την κοινωνική και πολιτική ζωή: διπλώματα, μετοχές, διαφημίσεις, τιμολόγια, αποδείξεις, εισιτήρια, προγράμματα, καταστατικά, τετράδια, παρτιτούρες κ.ά. Πριν από ένα χρόνο κυκλοφόρησε μία συνοπτική αναγραφή των Αρχείων του Ε.Λ.Ι.Α. που εξαντλήθηκε μέσα σε λίγους μήνες και που θα επανεκδοθεί σύντομα με τις απαιτούμενες προσθήκες και συμπληρώσεις. Φέτος, στα πλαίσια της επιδίωξης για ευκολότερη επαφή των ερευνητών με τις πηγές, δημοσιεύτηκε ένα τμήμα του αρχείου Χαριλάου Τρικούπη. Ιδιαίτερα τμήματα αποτελούν το Φωτογραφικό και το Χαρτογραφικό Αρχείο. Το Φωτογραφικό περιλαμβάνει 100.000 φωτογραφίες 19ου και 20ού αι., που έχουν ταξινομηθεί ανάλογα με το θέμα και τη χρονολογία τους. Το υλικό προέρχεται αποκλειστικά από τον ελληνικό χώρο και απαρτίζεται από φωτογραφίες ανθρώπων, τόπων, ιστορικών γεγονότων και κοινωνικών εκδηλώσεων. Πολλές από αυτές φέρουν την υπογραφή γνωστών φωτογράφων. Στο Φωτογραφικό Αρχείο ανήκει και η συλλογή των 180.000 καρτ-ποοτάλ που θεωρείται από τις πλουσιότερες της Ελλάδας. Το Χαρτογραφικό Αρχείο περιλαμβάνει 1.000 χάρτες. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονται οι πρώτες εκδόσεις χαρτών του Ελευθέρου Βασιλείου και ενδιαφέροντες επιτελικοί και εθνογραφικοί χάρτες του 19ου και του 20ού αιώνα. Το Ε.Λ.Ι.Α, από τότε που ιδρύθηκε, συμμετέχει σε επιστημονικά συνέδρια και εκθέσεις και συμβάλλει με το υλικό του σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές λογοτεχνικού και ιστορικού περιεχομένου. Πέρα από τις διάφορες μικρότερες εκθέσεις που οργάνωσε, τα τελευταία χρόνια έχει επιδείξει την εξής δραστηριότητα: Το 1985, στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Αθήνα - Πολιτιστική πρωτεύουσα», οργάνωσε μία έκθεση με τίτλο «Η Αθήνα στο γύρισμα του αιώνα», όπου παρουσιάστηκε υλικό για την κοινωνική, πνευματική και οικονομική ζωή της πόλης. Το υλικό αυτό έχει μείνει συγκεντρωμένο, ώστε μελλοντικά να αποτελέσει τη βάση ενός ομώνυμου αστικού μουσείου. Στα ίδια πλαίσια οργάνωσε και την έκθεση «Η ελληνική λογοτεχνία σε μετάφραση», από την οποία προέκυψε και η μοναδική στο είδος της βιβλιογραφία των μεταφράσεων αυτών. Το 1986 οργάνωσε με το Μουσείο Μπενάκη τριήμερο Συμπόσιο για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τα πρακτικά του οποίου κυκλοφόρησαν σε ιδιαίτερο τόμο. Το 1988 οργανώθηκε έκθεση με τίτλο «Το Πανόραμα του Ε Λ Ι Α » , όπου παρουσιάστηκαν χειρόγραφα, φωτογραφίες και έντυπα ενδεικτικά των συλλογών του. Η έκθεση πλαισιώθηκε με σειρά σχετικών διαλέξεων. Το 1989, σε συνεργασία με το Σύλλογο Εκπαιδευτικών Λειτουργών Κολλεγίου Αθηνών (ΣΕΛΚΑ), οργάνωσε το πρώτο Συνέδριο

Βιβλιογραφίας και φέτος τον Οκτώβριο οργανώνει το δεύτερο. Το 1990 εγκαινίασε το νέο κτίριο του με το πρώτο μέρος μιας έκθεσης για τον Ελευθέριο Βενιζέλο (1910-20) και ετοιμάζει τώρα το δεύτερο μέρος, που θα καλύπτει την εποχή από το 1920 έως το θάνατο του. Παράλληλα, για να συγκεντρώσει ένα τμήμα των χρημάτων που απαιτήθηκαν για την αγορά και επισκευή του κτιρίου του -θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα έσοδα του ΕΛΙΑ. προέρχονται μόνον από δωρεές και επιχορηγήσεις- οργάνωσε δύο δημοπρασίες έργων τέχνης με έργα που πρόσφεραν για το σκοπό αυτόν καλλιτέχνες και συλλέκτες. Η άλλη δραστηριότητα του Ε.Λ.Ι.Α. είναι οι εκδόσεις του. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 104 βιβλία που είναι μελέτες και έρευνες γύρω από τη νεοελληνική λογοτεχνία και ιστορία, βιβλιογραφίες, λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα και ανατυπώσεις σπάνιων ελληνικών περιοδικών και βιβλίων του 19ου και 20ού αι. Εξέδιδε επί ένα διάστημα τον «Μαντατοφόρο», δελτίο νεοελληνικών σπουδών, το τελευταίο τεύχος του οποίου (αρ. 32) κυκλοφόρησε το Μάιο 1991, και εκδίδει επιστημονικό περιοδικό, «Τα Τεύχη του Ε.Λ.Ι.Α.», με μελέτες από τα αρχεία του. Κάθε τρίμηνο κυκλοφορούν «Τα Νέα του Ε.Λ.Ι.Α.», ενημερωτικό δελτίο με τις δραστηριότητες και τις νέες προσκτήσεις. Στα μελλοντικά σχέδια του είναι η δημοσίευση του ανέκδοτου αρχειακού και εικαστικού υλικού του και η ανατύπωση παλαιών αξιόλογων ελληνικών εκδόσεων που έχουν εξαντληθεί από χρόνια. Το Ε.Λ.Ι.Α. είναι ανοικτό σε όλους και βασίζεται στους φίλους του που μπορούν να διαθέσουν υλικό, πόρους ή προσωπική εργασία.

ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ: το νέο μας όνομα Με τον αναθεωρημένο Οργανισμό του Ιδρύματος, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 161, τ.Β' της 8.3.89 άλλαξε ο παλαιός τίτλος του Κοινωφελούς Ιδρύματος ΕΤΒΑ σε Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Μετά την ανάπτυξη του η παλαιά επωνυμία δεν αντιστοιχούσε πια στο εξειδικευμένο αντικείμενο των δραστηριοτήτων του Διατηρείται όμως αυτή συμπληρωματικά, ως προσδιοριστική του χαρακτήρα του νομικού προσώπου: το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ είναι ένα ίδρυμα κοινωφελές.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος αποτελείται σήμερα από την Πρόεδρο κ. Ευτυχία Πυλαρινού-Πιπεργιά, Διοικήτρια της ΕΤΒΑ από την 15.2.91, τον κ. Π. Γέμπτο, καθηγητή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο του Πανεπιστημίου Οεσσαλίας (από 20.12.90), τον κ. Χαράλαμπο Μπούρα, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, γενικό γραμματέα, τον κ. Μ. Πλυμάκι. διευθυντή ΕΤΒΑ, ταμία, και τον κ. Γ. Παναγιωτόπουλο, τμηματάρχη ΕΤΒΑ. μέλος. Η κ. Ευτυχία Πυλαρινού-Πιπεργιά διαδέχθηκε στην Προεδρία του Ιδρύματος τον καθηγητή κ. Κωνστ. Δρακάτο, που διετέλεσε Διοικητής της ΕΤΒΑ και αντίστοιχα Πρόεδρος του Ιδρύματος από 20.7.89 έως 4.2.91 και τον Υποδιοικητή της ΕΤΒΑ κ. Ν. Ζωγράφο, που είχε διατελέσει Διοικητής της ΕΤΒΑ και Πρόεδρος του Ιδρύματος από 2.12.88 έως 20.7.89. Ο καθηγητής κ. Π. Γέμπτος, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος, αναπλήρωσε τον παραιτηθέντα καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών ζωγράφο κ. Δ. Μυταρά, που είχε διατελέσει σύμβουλος του Ιδρύματος από 27.6.88 έως 23.2.90. Συνεργασίες, περισσότερες συνεργασίες Στο προηγούμενο τεύχος της Τεχνολογίας είχαμε δημοσιεύσει σχετικά με τον τρόπο σύνταξης και το χαρακτήρα του δελτίου αυτού ένα σύντομο κείμενο. Είναι, νομίζουμε, σκόπιμο να καθιερωθεί η αναδημοσίευση του σε κάθε τεύχος της Τεχνολογίας με τις απαραίτητες, βέβαια, κάθε φορά αλλαγές και προσθήκες. Το πληροφοριακό αυτό δελτίο στοχεύει, κυρίως, στην ενημέρωση σε έναν επιστημονικό τομέα με σύντομες ανακοινώσεις και πληροφορίες για ερευνητικά προγράμματα, εκδόσεις, συνέδρια, εκθέσεις κ.λπ. Παρακολουθεί, στο μέτρο του δυνατού, την επιστημονική ζωή και προσπαθεί να βοηθήσει την επικοινωνία, το συντονισμό, την πρόοδο του τομέα που υπηρετεί. Το Δελτίο δε δημοσιεύει τις συνήθεις επιστημονικές εργασίες: αυτές ανήκουν στα ειδικά περιοδικά και θα πρέπει να υποβάλλονται σε αυτά.


Η Τεχνολογία δεν έχει δικό της εκδοτικό επιτελείο. Είναι και αυτή έργο του ολιγάριθμου προσωπικού του Ιδρύματος, που επιδιώκει, στα πλαίσια των περιορισμένων δυνατοτήτων του, να ανταποκριθεί στις επιδιώξεις του δελτίου αυτού και τις προσδοκίες των αναγνωστών. Γι" αυτό η κατανόηση και η συνεργασία σας είναι αναγκαία. Οι συνάδελφοι. που τόσο συχνά ενδιαφέρονται για το πότε κυκλοφορεί κάθε επόμενο τεύχος του δελτίου αυτού, θα πρέπει να θυμούνται τη χρυσή αρχή του do ut des, θα πρέπει δηλ. όχι μόνο να καρπώνονται τις όποιες πληροφορίες συγκεντρώνει η φροντίδα και το ενδιαφέρον των συναδέλφων τους για να τους ενημερώσουν σχετικά με έρευνες, εκδόσεις, εκθέσεις κλπ., αλλά και αυτοί να προσφέρουν από τις ίδιες στήλες τις δικές τους πληροφορίες με σύντομα κείμενα. Το δελτίο αυτό είναι ανοικτό σε κάθε επιστήμονα ή φορέα που επιτελεί ένα έργο στο χώρο της τεχνολογίας Για όσους τελικά αποφασίσουν να συμμετάσχουν στην προσπάθειά μας υπενθυμίζουμε τη βασική ανάγκη για πληρότητα, συντομία, σαφήνεια και λιτότητα. Η ελληνική γλώσσα καταταλαιπωρείται στους καιρούς μας και οι υπεύθυνοι για την έκδοση της Τεχνολογίας παλεύουν συχνά με κείμενα που εκφράζουν περισσότερο τον έρωτα για το θέμα παρά τη φροντίδα για την παρουσίαση του. Θερμή παράκληση: ξαναδιαβάστε αυτό που μας στέλνετε και στείλτε το έγκαιρα. Τακτικοί αποδέκτες του Δελτίου Για όσους επιθυμούν να είναι τακτικοί αποδέκτες του δελτίου και δεν έχουν στείλει το απαντητικό δελτάριο, που είχε κυκλοφορήσει μαζί με το 2ο και 3ο τεύχος, υπενθυμίζουμε ότι μπορούν να εγγραφούν στους φίλους της Τεχνολογίας εάν μας στείλουν ένα γράμμα που θα αναφέρει το όνομα, την επαγγελματική τους ιδιότητα και τη διεύθυνση τους. Σκοπός μας είναι να φτάσει η Τεχνολογία στα χέρια όσων πράγματι ασχολούνται με τα θέματα που αυτή διαπραγματεύεται. Απώλεια φίλου Η απώλεια του Αντωνίου Ερρ. Σκάσση. αναπληρωτή νομικού συμβούλου της ΕΤΒΑ και θερμού φίλου του Ιδρύματος, ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για όσους το υπηρετούμε. Ο Αντώνης Σκάσσης συνέταξε τον Οργανισμό του Ιδρύματος, έφερε σε πέρας όλες τις αναγκαίες για τη δημιουργία του διαδικασίες και, από το 1986 όταν άρχισε η ανάπτυξη του. καθοδήγησε με τη συμβουλή και συμπαράσταση του το προσωπικό του Ιδρύματος. Εκφράζουμε, και από την στήλη αυτή, τα θερμά συλλυπητήρια μας στην οικογένεια του. Ο Τύπος για το έργο του Ιδρύματος Με ικανοποίηση σημειώνουμε ότι οι δραστηριότητες του Ιδρύματος (εκδόσεις, μουσεία, συνέδρια) έχουν πλατιά και θετική απήχηση στον Τύπο. Ευχαριστούμε όλους όσους προσέχουν τις προσπάθειες μας και αρκετούς που εκδηλώνουν ενεργά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για το έργο μας.

44

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ 1. ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ Δεμίρη Κ., Τα ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία. Ιστορική και τυπολογική διερεύνηση (Κυκλοφορεί μέσα στο 1991). Κίζης Γ. Πηλιορείτικη οικοδομία. (Ετοιμάζεται). Λεοντίδου Λ . Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά. 19091940 Αθήνα 1990. σελ. 392. εικ 29 Μαρμαράς Μ.. Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους (Κυκλοφορεί μέσα στο 1991) Οικονόμου Ανδρ. - Παπαδόπουλος Στ Ρηγίνος Μ. - Γκαγκούλια Παν - Λούβη Ασπ . Σηροτροφία στο Σουφλί. (Ετοιμάζεται) Παπαγιαννοπούλου Ε.. Η Διώρυγα της Κορίνθου Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλμημα. Αθήνα 1990, οελ. 168. εικ. 25. Παπαδόπουλος Στ. - Φλωρεντής Χρυσ . Νεοελληνικό αρχείο Ι. Μονής Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου Κείμενα για την τεχνική και την τέχνη (Τόμος Α' ) Αθήνα 1991. σελ. 432. Πετρόχειλος Γ. Foreign Direct Investment and the Development Process: The Case of Greece. Εκδ. Avebury, Aldeshot Brookfield USA Hong Kong Singapore Sydney / Αθήνα 1990. σελ. 200 Συναρέλλη M . Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα. 1830-1880 Αθήνα 1990. σελ. 264. εικ. 20. 2. ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Cipolla Carlo Μ.. Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση: Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ Χ (συνεπιχορήγηση με το «Θεμέλιο»). Αθήνα 1988. σελ. 273. Pinard J., Η βιομηχανική αρχαιολογία. Presses Universitaires de France 1985. (Κυκλοφορεί μέσα στο 1991). Slotta R., Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία. Wissenschaftliches Buchgesell-schaft, Darmstatt 1982. (Ετοιμάζεται)

3.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

Γεωργίου Χαριτάκη. Έργων επιτομή. Εισαγωγή και επιμέλεια Μαργ. Δρίτσα, Αθήνα 1991, σελ. 564. Moraitinis, Ρ.Α., La Grèce telle qu' elle est. Εισαγωγή Xp. Αγριαντώνη, Αθήνα 1987. σελ 606. Παπαδόπουλος Ν . Ερμής ο Κερδώος, ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια. Εισαγωγή: Τρ. Σκλαβενίτης, Αθήνα 1990. Α' τόμος οελ. 346. Β' τόμος σελ. 412. Γ' τόμος οελ. 482. Δ' τόμος σελ. 456 και Παράρτημα ανατύπωσης σελ. 184. 4. ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ Τα ελληνικά δάση. Δ/νση Εκδ. καθ. Δ. Κωτούλας. (Κοινή έκδοση με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας). Αθήνα 1989, σελ. 96. εικ. 62.

5. ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΙ ΟΔΗΓΟΙ Ζαφειροπούλου Φωτ. - Δροσογιάννη Φαν Οικονόμου Ανδρ., Σάμος - Ικαρία - Φούρνοι. (Κυκλοφορεί μέσα στο 1991). Μπακιρτζής Χ. - Τριαντάφυλλος Δ . Θράκη. Αθήνα 1988. σελ 80. εικ. 35 και στην αγγλική. Bakirtzis Ch. Triantaphyllos Ο, Thrace. Αθήνα 1988, σελ. 80. εικ. 35. 6. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ Πρακτικά Τριημέρου Εργασίας για την Ιστορία των Νεοελληνικών Τεχνικών. (Κυκλοφορεί μέσα στο 1991). Πρακτικά Τριημέρου Εργασίας για την Ιστορία του Ελληνικού Κρασιού. (Κυκλοφορεί μέσα στο 1991) 7. ΔΕΛΤΙΟ Τεχνολογία (Ενημερωτικό Δελτίο του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ) Τεύχη 1ο (1987), 2ο (1988), 3ο (1989), 4ο (1990/1991).

Ο ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΤΙ ΕΤΒΑ Η δραστηριότητα του ΠΤΙ ΕΤΒΑ έγινε ευρύτερα γνωστή μέσα από τον τύπο. ημερήσιο και περιοδικό. Είτε ως απλή είδηση και ενημέρωση είτε ως ιδιαίτερο αφιέρωμα παρουσιάστηκαν οι δραστηριότητες του Ιδρύματος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Από τους τομείς δραστηριότητας του Ιδρύματος εκείνοι που προβλήθηκαν ιδιαίτερα ήταν: 1. Οι πρόσφατες εκδόσεις του Ιδρύματος: οι τρεις μονογραφίες. Μ. Συναρέλλη. Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα. 1830-1880. Λ. Λεοντίδου. Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά. 1909-1940. και Ευδ. Παπαγιαννοπούλου. Η διώρυγα της Κορίνθου. Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλμημα, η ανατύπωση του Κερδώου Ερμή που αποτελείται από τέσσερις τόμους και έναν συμπληρωματικό καθώς και το βιβλίο του Γ. Πετρόχειλου. Foreign Direct Investment and the Development Process: The case of Greece, που εκδόθηκε με επιχορήγηση του ΠΤΙ ΕΤΒΑ. (Καθημερινή 4.3.90. Μεσημβρινή 12.3.90 και 17.3.90. Κέρδος 14.3. 90. Οικον. Ταχυδρόμος 15.3.90, Εστία 17.3. 90 και 20.3.90). 2. Τα δύο Τριήμερα Εργασίας που διοργάνωσε το Ίδρυμα, το πρώτο στην Πάτρα με θέμα «Ιστορία της Τεχνολογίας» (21-23 Οκτωβρίου 1988). και το δεύτερο στη Σαντορίνη με θέμα «Ιστορία του ελληνικού κρασιού» (7-9 Σεπτεμβρίου 1990). (Ημερησία 28.8.90. Οικον. Ταχυδρόμος 6.9.90. Καθημερινή 21.9.90, Εξπρές 5.9.90, Ταχυδρόμος 18.10.90, Τρόφιμα και Ποτά Οκτώβριος '90). 3. Η ολοκλήρωση και τα εγκαίνια της μόνιμης έκθεσης για το μετάξι στο Σουφλί που έγιναν στις 29 Σεπτεμβρίου 1990. Η σημασία της έκθεσης αυτής για το μετάξι παρουσιάστηκε τόσο στον καθημερινό και στον τοπικό (βορειοελλαδικό) τύπο όσο και στους κρατι-


κούς και τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς της Β. Ελλάδας με συνεντεύξεις και ρεπορτάζ. (Απογευματινή 14.10.90. Ελευθεροτυπία 24.9.90. Μακεδονία Θεσ/νίκης 29.9.90. Το Βήμα 30.9.90. Καθημερινή 30.9.90. Η Γνώμη 2.10.90. Ελεύθερη Θράκη 2.10.90.

Θεσσαλονίκη 24.10.90. Ραδιοφωνικοί Σταθμοί ΕΡΑ Κομοτηνής 27.9.90. ΕΡΑ Ορεστιάδας 29.9.90. Δημοτικό Ραδιόφωνο Καβάλας 21.1.90. 3.10.90. 22.10.90 και Ράδιο Ηι Αλεξανδρούπολης 27.9.90) Το συνεχές ενδιαφέρον για τις δραστηριό-

Ερμής ο Κερδώος ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια Τόμοι Α -Δ'. Βενετία 1815-1817. Παράρτημα της ανατύπωσης: Επιλεγόμενα: Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, Ευρετήριο: Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης Το έργο αποτελείται από την ιστορία και θεωρία του εμπορίου και από δύο λεξικά της εμπορικής ύλης (τ.Α' -Β' ) και της εμπορικής γεωγραφίας (τ Γ -Δ . ημιτελές), και είναι εράνισμα από τα εγκριτότερα αντίστοιχα λεξικά που κυκλοφορούσαν στον τότε ευρωπαϊκό χώρο Ο Ν. Παπαδόπουλος σεβάστηκε την παγκόσμια διάσταση της ύλης των πρωτοτύπων του. αλλά και προσάρμοσε το έργο του στις ανάγκες των ελλήνων εμπόρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας (εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο), παρέχοντας όλες τις απαιτούμενες γνώσεις που ήταν καρπός των δικών του εμπειριών και μελετών Πρόκειται για έναν οδηγό άσκησης του εμπορικού επαγγέλματος με υψηλές προδιαγραφές θεωρητικής κατάρτισης και πρακτικών γνώσεων, που εξετάζει συγκριτικά τις διαδικασίες παραγωγής και μεταποίησης των εμπορευμάτων (φυτά. ζώα. μέταλλα, ορυκτά, και όσα παράγονται από αυτά. βαναυοουργηματα και εργόχειρα) και τονίζει τη μεγάλη αξία των τεχνολογικών εκσυγχρονισμών για την πραγματοποίησή τους Είναι ένα εγχειρίδιο που κωδικοποιεί τη γνώση του υλικού βίου και δίνει ένα θεωρητικό πλαίσιο για την άσκηση του εμπορικού επαγγέλματος Εκδόθηκε από το Σύστημα των Ελλήνων Εμπόρων της Κωνσταντινούπολης, που μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο «μορφωτικό» ίδρυμα μιας επαγγελματικής συσσωμάτωσης, στο πλαίσιο μιας προγραμματισμένης προσπάθειας έκδοσης κοινωφελών βιβλίων. Τους χρήστες της ανατύπωσης υπηρετεί ο τόμος με τα ιστορικά επιλεγόμενα και το ευρετήριο κυρίων ονομάτων και πίνακα αντιστοιχιών ξένων ονομάτων με τις εξελισσόμενες μορφές τους Τόμος Α' α) Ερμαθήνη ήτοι Εμπορική σπουδή, περιέχουσα συνοπτικώς μελετάς και ιστορίαν της αρχής και προόδου του Εμπορίου, β) Λεξικόν εμπορικής ύλης Α-Κ (1815. ο. ιζ' + 167 + 341). Τόμος Β' Λεξικόν εμπορικής ύλης Λ-Ω και Πίναξ Ιταλοελληνικός. ήτοι Λεξικόν εμπεριέχον τας εν τω Α και Β μέρει [του Λεξικού της εμπορικής ύλης] αναγκαιότερος λέξεις προς ευκολίαν των ομογενών εμπόρων (1815. ο. 407) Στις σελίδες γ -ιζ' του Α' τόμου τυπώνονται τα προλεγόμενα του όλου έργου Στην αρχή των προλεγομένων ο Ν. Παπαδόπουλος

επισημαίνει τη μεγάλη συμβολή του εμπορίου στην αναγέννηση του Γένους Η εποχή της ελλαδικής αναγέννησης τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι και ύστερα Εκφράστηκε περισσότερο στο χώρο της παιδείας: επικοινωνία με τα έθνη της Δ. Ευρώπης, έκδοση επιστημονικών βιβλίων, σπουδές στο εξωτερικό, ίδρυση σχολείων κ.ά. Στη συνέχεια των προλεγομένων δίνονται στοιχεία για τη διάρθρωση του έργου και ο συγγραφέας επιμένει ιδιαίτερα στο θέμα της γλώσσας, για την οποία αναγνωρίζει ότι είναι φτωχή, αφού οι ανακαλύψεις των νέων χωρών και η πρόοδος των τεχνών πολλαπλασίασαν τις γνώσεις και τα πράγματα που δεν μπορούν να εκφραστούν με τα εφόδια της αρχαίας ελληνικής Εγινε λοιπόν προσπάθεια να πολιτογραφηθούν οι λέξεις των νέων ονομάτων, χρήσεων και εφευρέσεων και των νέων εννοιών με παράθεση και του ξενικού όρου Είναι μία γενναία προσπάθεια καθαρισμού της γλώσσας, η οποία είχε να αντιπαλέψει και με τη συνήθεια και την ευκολία των εμπόρων, αλλά και την αδυναμία της γλώσσας και του ίδιου του συγγραφέα να βρει αντίστοιχες λέξεις

για να αποδοθούν πράγματα και έννοιες. Οπως σημειώθηκε και πιο πάνω, η προσπάθεια αυτή εκφράζει την ανερχόμενη συνειδητοποίηση της εθνότητας και το αίτημα σύνδεσης της νέας γλώσσας με την αρχαία, που είναι φυσικό να οδηγεί στον καθαρισμό. Η Ερμαθήνη (= είδος Ερμών, αγαλμάτων/ προτομών στις αφετηρίες των δρόμων με κεφαλή και της Αθηνάς) ή Εμπορική σπουδή

τητες του ιδρύματος από την πλευρά των πολιτιστικών συντακών των εφημερίδων και των περιοδικών δείχνει ότι το ΠΤΙΕΤΒΑ κατέκτησε επάξια μία θέση ανάμεσα στα σοβαρά και κατακυρωμένα πολιτιστικά ιδρύματα της χώρας.

είναι το εισαγωγικό βιβλίο της Εμπορικής εγκυκλοπαίδειας με ορισμούς και διαίρεση του εμπορίου, ανάλυση για τις ωφέλειες του εμπορίου και τη δικαίωσή του. για την ανάγκη θεωρητικής κατάρτισης των εμπορευομένων. Ακολουθεί το Β' μέρος με στοιχεία ιστορίας του εμπορίου (αρχαιότητα, μεσαίωνας, νέοι χρόνοι), με επισήμανση των δρόμων του εμπορίου. Ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερώνεται στο εμπόριο των «Ασιατικών τόπων μάλιστα των Ινδιών». Στο Γ' μέρος εξετάζεται το εσωτερικό εμπόριο και εξετάζονται οι αγροτικές παραγωγικές διαδικασίες (γεωργική, βοσκητική και θηρευτική). η ορυκτική και η μεταλλουργία και, τέλος, οι τέχνες (βαναυ-σουργικές. χειρωνακτικές, ελεύθερες)καιοι σχέσεις τους με τις επιστήμες Στο Δ μέρος εξετάζονται οι όροι ευδοκίμησης στο εμπόριο και τα εφόδια του εμπορευομένου γενικότερα και γίνεται σύντομη αναφορά στις προόδους του Γένους στο εμπόριο. Το μέρος αυτό κλείνει με στοιχεία για τη ναυτική και την τραπεζική τέχνη Στον πρόλογο του Λεξικού της εμπορικής ύλης, με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 1813. ο συγγραφέας δηλώνει ότι το Λεξικό «συνερανίσθη από τα εγκρτότερα γαλλιταλικά εμπορικά συγγράμματα, με προσθήκην των γνωστότερων εις ημάς εις τα εντόπια προϊόντα, κατά την ιδίαν μου πληροφορίαν, και των ειδημονεστέρων την επιμαρτυρίαν αλλά και με αφαίρεσιν όσων δεν είναι έργον των ομογενών Εμπόρων». Το Λεξικό της εμπορικής ύλης, κατά την επιγραφή του μεσοτίτλου του. περιέχει: εργόχειρα, βαναυοουργήματα, φυτά. ζώα, μέταλλα, ορυκτά και όσα παράγονται από αυτά. Η ύλη του οργανώνεται με πολλά παραπεμπτικά. Στη λέξη «δέρμα» ο χρήστης θα βρει γενικά στοιχεία. Υπάρχουν και δύο παραπομπές: βυρσοδεψία, διφθέρα. Ο χρήστης πρέπει μόνος του να αναζητήσει στοιχεία και στα ονόματα των ζώων: αίξ, αλώπηξ κ ά. Τόμος Γ' Λεξικόν εμπορικο-γεωγραφικόν Α-Β (1816. ο. κδ' + 477). Τόμος Δ' Λεξικόν εμπορικο-γεωγραφικόν ΓΚ (1817, σ. 451). Ο συγγραφέας στον πρόλογο του όλου Εμπορικο-γεωγραφικού Λεξικού, με ημερομηνία 20 Ιουνίου 1815, αφού επισημαίνει την αξία της γεωγραφίας, ανάμεσα στις άλλες επιστήμες, σημειώνει την προηγούμενη προσπάθειά του να εκδώσει μεθοδική γεωγραφία με βάση τον Γουθρίαν (Guthrie), από την οποία δεν παραιτείται Σημειώνει την προσπάθειά του να εξελληνίσει τα ξένα τοπωνύμια χωρίς να απομακρύνεται από το πρωτότυπο και να μην καταλήγει σε κακόηχο αποτέλεσμα. Στη συνέχεια απαριθμεί τις κύριες πηγές του «εμελέτησα διάφορα συγγράμματα περιηγητών, και ωφελήθην ουσιωδώς από το πεντάτομον Μέγα Εμπορικογεωγραφικόν Λε-


ξικόν του κυρ Πευχήτου (Peuchet), το τετρατομον του κυρ Σαυαρή, το επιγραφόμενον Μέντωρ Εντελής των Εμπόρων, και άλλα Γεωγραφικά Συγγράμματα», και συνιστά τη χρήση του Λεξικού παράλληλα με υδρόγειο σφαίρα, γεωγραφικούς πίνακες και χάρτες. Στα Γεωγραφικά Προγυμνάσματα δίνονται σύντομοι ορισμοί της κοσμογραφίας. αστρονομίας, γεωγραφίας, όρων της ξηράς, της θάλασσας και των υδάτων, της ατμόσφαιρας, των παραλλήλων και των μεσημβρινών κ.ά. Στο τέλος υπάρχει «Εξήγησις των Συνοτττι-κών Σημείων» (συντομογραφιών). Το Εμπορικόν-γεωγραφικόν Λεξικόν. κατά το μεσότιτλό του, περιέχει «την εμπορικήν γεωγραφίαν. δηλαδή Εθνη, Επικρατείας. Θάλασσας, Πόλεις, Λιμένας, Κατοίκους. Προϊόντα, Τέχνας. Εμπόριον, Νομίσματα. Ζυγία. Μέτρα, Έθιμα. κτλ. ». Το Λεξικό εμπορικο-νεωγραφικό περιέχει στοιχεία για την κατά

τόπους εμπορική ύλη η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν περιλαμβάνεται στο Λεξικό εμπορικής ύλης. Περιλαμβάνει διάφορες πληροφορίες για θέματα πολιτισμικά, οικονομικά κλπ. αρθρωμένα στα ονόματα των χωρών ή των τόπων. Έτσι το λήμμα «Αγγλία» απλώνεται σε 115 σελίδες ή η «Κωνσταντινούπολη» σε 50 σελίδες, όπου βρίσκονται πληροφορίες π.χ. για τις συντεχνίες, για τα δημόσια κτίρια κλπ. Ο σχεδιασμός του έργου προέβλεπε και άλλους 3 τόμους, οι οποίοι δεν εκδόθηκαν ποτέ. Τόμος Ε Λεξικόν εμπορικο-γεωγραφι-κόν Λ-Ω. Ο πέμπτος τόμος, κατά τη μαρτυρία του Μιχαήλ Βασιλείου, γραφόταν στις 10-8-1816. όταν ο τρίτος βρισκόταν στα πιεστήρια. Δε γνωρίζουμε λοιπόν αν ολοκληρώθηκε και αν στάλθηκε για τύπωμα στη Βενετία. Αν έμεινε

Μαργαρίτας Δρίτσα (Επιμ). Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1990. Σελ. 51+564

Η Εισαγωγή επιχειρεί να εντάξει το συγγραφέα στην εποχή του υπογραμμίζοντας τις αποφασιστικές στιγμές του μεσοπολέμου. Παρουσιάζεται η σκέψη του σε αντίστιξη με τα κυριότερα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής και τα γεγονότα στην Ελλάδα, και επιχειρείται η αξιολόγηση της συμβολής του στην εξέλιξη των ιδεών, ιδιαίτερα της οικονομικής σκέψης και της πολιτικής πρακτικής, καθώς και η σκιαγράφηση της συνολικής κοινωνικής του εικόνας στην ίδια περίοδο. Οι σημαντικές στιγμές της πορείας του Γ.Χ. και της οικονομικής του σκέψης ανασυ-στήνονται σε συνάρτηση με την επιστημονική του κατάρτιση, την παιδεία και την ιδεολογία του, τη θητεία του στο διοικητικό μηχανισμό και την κοινωνική του θέση. Σκιαγραφείται η φυσιογνωμία ενός αστού συγγραφέα και μελετητή της οικονομίας, αρκετά χαρακτηριστικού για την εποχή κατά την οποία έζησε και έγραψε, του οποίου όμως ο ενθουσιασμός για καθετί το καινούργιο τον οδήγησε τελικά στην πολυμέρεια και τον κατακερματισμό Ακολούθησε, όπως πολλοί άλλοι έλληνες οικονομολόγοι σύγχρονοι του, την κλασική πορεία των σπουδών στο εξωτερικό (Γερμανία), και η γερμανική επίδραση φαίνεται εντονότατη στο έργο και τη σκέψη του. Αν και είναι γνωστός περισσότερο για τα οικονομικού περιεχομένου έργα του, το ενδιαφέρον του για τη φιλολογία και την ιστορία παρέμεινε έντονο σε όλη τη συγγραφική του σταδιοδρομία, όπως και για τους σχετικά νεότερους κλάδους της γεωγραφίας και της ψυχολογίας. Ο Γ.Χ. δεν απέφυγε την επίδραση της γερμανικής ιστορικής σχολής που επηρεάζει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τους περισσότερους έλληνες οικονομολόγους του μεσοπολέμου. Υποστηρικτής του κρατικού παρεμβατισμού κατά το γερμανικό πρότυπο επιχείρησε να ενσωματώσει την ελληνική εμπειρία στο γερμανικό παράδειγμα χωρίς επιτυχία. Το έργο του παρέμεινε κυρίως μία απαρίθμη-

Η εργασία αυτή εντάσσεται στο πρόγραμμα επανέκδοσης σημαντικών έργων, δυσεύρετων πλέον σήμερα, της οικονομικής ιστορίας της Ελλάδας κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Την επανέκδοση των έργων του Γεωργίου Χαριτάκη επιμελήθηκε η Μαργαρίτα Δρίτσα. η οποία επίσης γράφει την εισαγωγή και σχολιάζει ορισμένα από τα έργα που περιλαμβάνονται στον τόμο. ενώ τον βιβλιογραφικό κατάλογο συγκρότησε η Βίκη Πάτσιου. Η επανέκδοση μιας επιλογής έργων, άρθρων και αποσπασμάτων από τα δημοσιεύματα του Γ.Χ. προτιμήθηκε γιατί η συγγραφική παραγωγή του υπήρξε μεγάλη και πολυσχιδής και κρίθηκε σκόπιμο να προσεγγιστούν όλες οι πτυχές της δραστηριότητάς του που αφορούν στην οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό, την παιδεία και την πολιτική της Ελλάδας του μεσοπολέμου μιας εποχής κατά την οποία συγκροτείται ουσιαστικά το σύγχρονο κράτος με τις οικονομικές δομές και παράγεται μία οικονομική σκέψη μέσα από τη σύγκρουση ιδεών και δογμάτων και από τη διάχυση ξένων ιδεολογιών. Ο Τόμος αποτελείται από 615 σελίδες. Περιλαμβάνει ένα πρώτο μέρος που περιέχει τον πρόλογο, μία εισαγωγή σχετικά εκτενή, ένα εργοβιβλιογραφικό σημείωμα, βιβλιογραφικό κατάλογο και τον αναλυτικό σχολιασμό ορισμένων έργων (σ. ζ-νη). Ακολουθούν 556 σελίδες με τα επανεκδιδόμενα έργα του Γεωργίου Χαριτάκη. Η έρευνα για τη σύνταξη του πρώτου μέρους βασίστηκε, εκτός από τις γραπτές πηγές, και σε στοιχεία που προήλθαν από προσωπικές συνεντεύξεις της επιμελήτριας με πρόσωπα που έζησαν κοντά στο συγγραφέα.

στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του Μιχαήλ Βασιλείου, τότε, κατά τη μαρτυρία του, πρέπει να χάθηκε με τα άλλα του πράγματα μετά την Επανάσταση του 1821. Τόμοι ς' -Ζ' Λεξικόν των εμπορικών τρόπων και κανόνων. Δε φαίνεται να συντάχθηκαν. Από τα Προλεγόμενα του όλου έργου φαίνονται οι προδιαγραφές του συγγραφέα: «Λεξικόν των εμπορικών τρόπων και κανόνων όπου θέλει διδαχθή τα περί λογαριασμών, κατάστιχων, συμφωνητικών, ομολογιών, αβαριών, παραιτήσεων, ασφαλειών, συναλλαγμάτων, κ.τ.λ. και τους νόμους, συνήθειας, και κανόνας, οι οποίοι έχουσι κύρος και ισχύν εις την διεύθυνση/ και απόφασιν εις αυτά».

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ

ση απόψεων χωρίς παραπέρα επεξεργασία. Κατέληξε στο να υποστηρίξει άκρως συντηρητικές απόψεις. Συμμετέσχε σε ανώτατα κυβερνητικά αξιώματα αλλά σε σχηματισμούς που εκ προοιμίου δεν μπορούσαν να έχουν θετικό ρόλο

(κυβέρνηση Πάγκαλου), χωρίς και ο ίδιος να αφήσει κάτι σημαντικό ως έργο πολιτικό. Φαίνεται σημαντική, πάντως, η συμβολή του στην προσπάθεια συγκρότησης βιβλιοθηκών. Ο Γ.Χ. παρέμεινε ένας παρατηρητής της πραγματικότητας. Δε θέλησε ή δεν μπόρεσε να κατανοήσει τις μεταβολές και τις αδράνειες της κοινωνίας στην οποία ζούσε και κατέληξε μέσα από έναν κάποιο ρομαντισμό στην υποστήριξη συντηρητικών θέσεων. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΔΡΙΤΣΑ


Κείμενα για την Τεχνική και την Τέχνη Νεοελληνικό Αρχείο Ι. Μονής Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου Τα «Κείμενα για την τεχνική και την τέχνη», έργο των Στ. Παπαδόπουλου και διακόνου Χρυσόστομου Φλωρεντη. είναι μία νέα έκδοση του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ Πρόκειται για έναν ογκώδη τόμο (σ. κβ' +430) που παρουσιάζει τα αποτελέσματα πολυετούς έρευνας στο νεοελληνικό αρχείο της πατμιακής μονής. Περιλαμβάνει έγγραφα, τμήματα εγγράφων και πληροφορίες που σχετίζονται άμεσα με την τεχνική και τέχνη της εποχής (1575-1874), εισαγωγή, ευρετήριο κυρίων ονομάτων και συνολική παρουσίαση του έργου στα γαλλικά. Η έκδοση του έργου επαναθέτει, με τον τρόπο της, το θέμα της έρευνας των τεχνικών κατά τη νεοελληνική περίοδο. Η καθυστέρηση της έρευνας αυτής έχει κατ' επανάληψη τονιστεί και η συνακόλουθη απουσία μιας, πρώτης έστω, σύνθεσης για το κεφαλαιώδες αυτό θέμα γίνεται διαρκώς εντονότερα αισθητή. Πηγές ενέργειας, παραγωγή, μεταποίηση, μεταφορές, κάλυψη βασικών αναγκών κατά την περίοδο αυτή είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, άγνωστα. Όλη η σημερινή προβληματική για τη σχέση μας ως έθνους με την εργασία, τις τεχνικές, για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας κ.λπ. παραμένει χωρίς τη δυνατότητα ιστορικών ανασκοπήσεων, με όλους τους κινδύνους που η έλλειψη αυτή συνεπάγεται. Το θέμα της νεοελληνικής τεχνολογίας έχει τεθεί στο περιθώριο με αρνητικές συνέπειες και για το ίδιο και για εμάς που συνεχίζουμε να το κρατούμε σε αφάνεια. Οι αρνητικές συνέπειες είναι ήδη εμφανείς. Η εξαφάνιση των υλικών τεκμηρίων στους περισσότερους τομείς των προβιομηχανικών τεχνικών έχει σχεδόν συντελεστεί: τα εργαστήρια έχουν κλείσει ή έχουν εκσυγχρονιστεί. Αλλά και οι πηγές της προφορικής παράδοσης αφανίζονται: οι τελευταίοι τεχνίτες πεθαίνουν πριν καταθέσουν τη μαρτυρία τους. Τη δεκαετία αυτή θα περάσουμε, αναπότρεπτα, από την εθνογραφική εργασία πεδίου, που έγινε ελάχιστα, στην «εθνογραφική αρχαιολογία», επιπονότατη ως έργο και προβληματική ως μέγεθος αποτελέσματος. 'Οταν τα υλικά τεκμήρια αφανίζονται, προτού καταγραφούν, και οι πληροφορητές πεθαίνουν, πριν καταθέσουν τη μαρτυρία τους στις ταινίες του μαγνητοφώνου, μοναδική «άμεση» πηγή απομένουν τα αρχεία για την αναβίωση της εικόνας του χθες, όταν και όπως την απογράφουν οι νοτάριοι. Η αξιοποίησή τους, από την άποψη της τεχνικής και της τέχνης, ήταν ως σήμερα πολύ περιορισμένη, ιδίως για την τεχνική. Η έκδοση των Παπαδόπουλου-Φλωρεντή είναι η πρώτη που παρουσιάζει όλο σχεδόν το υλικό της συστηματικής έρευνας ενός αρχείου τριών αιώνων. Το μέγεθος της θα επιτρέψει τη σύνθεση μιας πλατιάς διαχρονικής εικόνας για την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, όπου απλωνόταν η ακτινοβολία και τα μετόχια της μονής και η εμπορική δραστηριότητα των Πατμίων.

«Τα αρχεία, γράφουν στην εισαγωγή τους οι ερευνητές, είναι μία επίσημη και μερική εικόνα της κοινωνίας που τα παρήγαγε. Ο νοτάριος εκφράζει όσους έχουν λόγο (δηλ. συμφέρον) και δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες του σε ορισμένες μόνο, σημαντικές βέβαια, στιγμές της ζωής τους. Τα αρχεία συγκροτούνται και διασώζονται στο ποσοστό που το ενδιαφέρον του κατόχου και η τύχη το επιτρέπουν. Οι σιωπές και τα κενά είναι συνήθως πολύ μεγάλα. Και αυτά που σώζονται για την τεχνική και την τέχνη είναι κατά κανόνα πολύ λίγα, γιατί λίγο ενδιαφέρουν ως άξια απομνημονεύσεως στοιχεία. Οι περισσότερες πληροφορίες προκύπτουν από την αξιοποίηση κειμένων που συντάχθηκαν από αιτίες που συνήθως δεν σχετίζονται άμεσα προς την τεχνική και την τέχνη».

Η επιλογή των «κειμένων» έγινε από κάθε κατηγορία αρχειακού υλικού: προικοσύμφωνα, διαθήκες, απογραφές (ταμείων, κτιρίων, εξοπλισμού μετοχιών), απολογισμούς δαπανών (οικοδομήσεως, μνημοσυνών), αφιερώσεις ακινήτων και αντικειμένων, «προσηλώσεις» προσώπων, ομόλογα, σημειώματα κ.λπ και, λιγότερο, από κατάστιχα. Το είδος του κειμένου ή η έκταση της ενδιαφέρουσας πληροφορίας δεν αποτέλεσαν τα καταρχήν καθοριστικά κριτήρια. Η αρχή του μείζονος στην επιλογή και μεταγραφή κειμένων εφαρμόστηκε με στόχους τα εξής βασικά θέματα: πηγές ενέργειας (μύλοι...), παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία...) και μεταποίηση (κεραμεική, υφαντουργία...), μεταφορές (καΐκια...),κάλυψη αναγκών (κατοικία, διατροφή, ένδυση, λατρεία), κέντρα, χορηγοί, τεχνίτες (ονόματα, αμοιβές, έργα), έργα (κατασκευή, αγορά, πώληση, δωρεά, επισκευή, δανεισμός, δεύτερη χρήση...).

Μέσα.από τα κείμενα αυτά, παρά την απόσταση του χρόνου και την τυποποίηση του νοταριακού ύφους, ακούγονται οι άνθρωποι: οι γονείς που προικοδοτούν με καμάρι, οι ετοιμοθάνατοι που εκφράζουν με δυσκολία την τελευταία τους θέληση, οι οικονόμοι των μετοχιών που καταγράφουν εξαντλητικά το τι παραλαμβάνουν, οι αφιερωτές που εμπιστεύονται τα γηρατειά και την ψυχή τους στη μονή, οι αξιωματούχοι που εντέλλονται και οι οφειλέτες που ομολογούν, οι πρωτομάστορες που «στημάρουν» τις συντελεσμένες εργασίες και οι χορηγοί που απογράφουν «εις μνημόσυνον» τα όσα πρόσφεραν... Ορολογία, τοπωνύμια, σχέσεις, συμπεριφορές, νοοτροπίες προσφέρονται στους ειδικούς για σύνταξη λεξικών, χαρτών, συμβολών στην ιστορία, την οικονομική, την εκκλησιαστική, του δικαίου και των νοοτροπιών. Ένα υλικό πολλαπλά αξιοποιήσιμο... Η ιστορία των τεχνικών βρίσκεται στο σταυροδρόμι της αξιοποίησης των αρχειακών πηγών, της προφορικής μαρτυρίας και της εθνογραφικής έρευνας (εργαλεία, εξοπλισμοί, εργαστήρια, τεχνικές διαδικασίες, προϊόντα, πηγές ενέργειας και πρώτων υλών, σχέσεις με τους πελάτες και τα μεγάλα κέντρα της εποχής) μέσα στα ευρύτερα πλαίσια που χαράζει η πολιτική και η οικονομική ιστορία. Καμιά νεοελληνική τεχνική δεν ευτύχησε ως σήμερα να αποτελέσει αντικείμενο μιας τέτοιας έρευνας και αντίστοιχης έκδοσης, παρότι επιμέρους εργασίες τεκμηρίωσαν τη δυνατότητα πραγματοποίησης της από τους έλληνες ειδικούς. Έχουμε ανάγκη μιας ιστορίας που θα συνθέσει τα αποτελέσματα τέτοιων διεπιστημονικών ερευνών. Αν βέβαια θέλουμε να μορφώσουμε μιαν αξιοποιήσιμη εικόνα του χθες... Αλλά η παραγωγή της ιστορίας αυτής έχει ανάγκη μιας διαφορετικής στάσης απέναντι στις αιτίες, που καλείται να ερμηνεύσει, και τα αποτελέσματα, που καλείται να ξεπεράσει, της σημερινής βαθιάς κρίσης. Γιατί μια από τις αιτίες της κρίσης αυτής είναι και η απουσία κριτικής, δηλ. ιστορικής, στάσης απέναντι στο χθες. Τη δυναμική αυτή στάση δεν αποτελούν τα καλλιλογικά στερεότυπα που υποκαθιστούν την επιστημονική σκέψη και την πολυδιάστατη έρευνα (αρχείων, προφορικής παράδοσης, υπαίθρου). Αυτά, επαναλαμβανόμενα, απλώς την αναβάλλουν, με τις οδυνηρές συνέπειες που διαπιστώνονται απ' όσους ζουν μέσα στα πράγματα. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Σιμωνόπετρα Μία μνημειώδης έκδοση της ΕΤΒΑ

Το Άγιον Όρος αποτελεί σήμερα ένα από τα κορυφαία κεφάλαια της πολιτισμικής μας ιστορίας και υπόστασης. Η συχνή αναφορά σε αυτό αποτελεί μία ένδειξη της σημασίας του. Η ποιότητα όμως αυτών των αναφορών τεκμηριώνει συνήθως επικαιρικό και επιφανειακό ενδιαφέρον, παρά βαθιά γνώση του θέματος. Κύρια αιτία της κατάστασης αυτής είναι το ότι οι μακροχρόνιες έρευνες του μικρού αριθμού ειδικών, που εργάζονται με

τις δυσκολίες όσων επιμένουν να ασκούν επιστημονική έρευνα στη χώρα μας, παραμένουν άγνωστες στο ευρύτερο κοινό, παρότι έχουν όχι μόνον ειδική επιστημονική αλλά και ευρύτερη εθνική σημασία. Το Άγιον Όρος τυλίγει ένας δίκαιος θαυμασμός και μια αδικαιολόγητη άγνοια. Μια σημαντική προσπάθεια σύνθεσης σημαντικών ερευνητικών αποτελεσμάτων και των νέων επιστημονικών απόψεων και μεθό-

δων που έχει κατακτήσει η νεοελληνική επιστήμη επεδίωξε και πέτυχε να παρουσιάσει ο τόμος για την αγιορείτικη μονή της Σιμωνόπετρας, που βρίσκεται υπό εκτύπωση και κυκλοφορεί στα τέλη του έτους. Πρόκειται για μια μνημειώδη έκδοση μεγάλου σχήματος 400 περίπου σελίδων που περιλαμβάνει τα κείμενα 24 ελλήνων επιστημόνων, 129 έγχρωμους πίνακες, 113 δίχρωμους, 72 συνήθεις πίνακες και 57 οχέδια.


Είναι μία καλλιτεχνική έκδοση υψηλών αισθητικών και εκδοτικών προδιαγραφών που επιχειρεί μία σφαιρική, την πρώτη στη διεθνή βιβλιογραφία, παρουσίαση ορθόδοξης μονής Αποτελεί μία σημαντική εθνική προσφορά της ΕΤΒΑ. Ο τόμος καλύπτει όλες τις προσεγγίσεις που θα ενδιέφεραν έναν καλλιεργημένο άνθρωπο: ιστορία, χώρο. μοναχικό βίο. μνημεία της τέχνης, αρχείο, βιβλιοθήκη, με την αναγκαία τεκμηρίωση (βιβλιογραφία, σημειώσεις, ευρετήρια). Παρουσιάζει με θαυμάσιες φωτογραφίες του Ανδρέα Σμαραγδή τη γύρω από τη μονή φύση, τα κτίσματα, τα έργα της τέχνης, χειρόγραφα και έντυπα, σκηνές του καθημερινού βίου και της λατρείας σε αυτήν. Συνθέτει το λόγο με την εικόνα, την τεκμηρίωση με τα σχέδια και τους χάρτες, τη μακρά πείρα των ειδικών με την αγάπη τους για το θέμα. Ο καθηγητής βυζαντινής ιστορίας Ν. Οικονομίδης προσφέρει εισαγωγικά μία συνθετική εικόνα της ιστορίας και σημασίας του Όρους γενικά και ο δρ. εθνολόγος Στ. Παπαδόπουλος μια πρώτη μύηση στην αντίληψη, απεικόνιση, χρήση και μέτρηση του παραδοσιακού χρόνου. Μια νέα ιστορία της μονής παρουσιάζουν κατόπιν οι καθηγητές Πανεπιστημίου Ι. Ταρνανίδης (υστεροβυζαντινή περίοδος). Χρ. Πατρινέλης (τουρκοκρατία) και Αντ.-Αιμ. Ταχιάος (20ός αιώνας), αξιοποιώντας τα στοιχεία από τις έρευνες που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Η δεύτερη ενότητα, για το χώρο, ανοίγει με μια περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος από τον καθηγητή Πανεπιστημίου Δ. Κωτούλα και μια εισαγωγή στην αντίληψη, απεικόνιση, χρήση και βίωση του παραδοσιακού χώρου από τον Στ. Παπαδόπουλο. Ακολουθούν δύο κεφάλαια για την αρχιτεκτονική της μονής και τον δομημένο γύρω από αυτήν χώρο, του αρχιτέκτονα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Πλούτ. Θεοχαρίδη, και ένα κεφάλαιο για την ύδρευση, άρδευση και υδροκίνησή της του αρχιτέκτονα Στέφ. Νομικού. Και οι δύο αντλούν από επιτόπια έρευνα και μακρά ενασχόληση με τα θέματα αυτά. Την ενότητα κλείνει ένα σύντομο άρθρο του βυζαντινολόγου επιμελητού αρχαιοτήτων δρ. Ιωακείμ Παπάγγελου για τα μετόχια της μονής. Μετά το χρόνο (ιστορία) και το χώρο ακολουθεί η σημαντική ενότητα για το μοναχικό βίο. Ο καθηγούμενος της μονής αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός δίνει μία πλήρη εικόνα της ιστορίας και του νοήματος του μοναχισμού γενικά και της ζωής στη Σιμωνόπετρα ειδικά και ο καθηγητής Πανεπιστημίου Ι. Φουντούλης της λειτουργικής ζωής σε αυτήν. Οι δύο αυτές συμβολές επιτρέπουν μία άμεση προσέγγιση στον κόσμο των μοναχών και προσθέτουν στον τόμο μια καίρια διάσταση, της ζωής στη μονή και του νοήματος της. Από τα μνημεία της τέχνης της μονής μελέτησαν και παρουσίασαν ο βυζαντινολόγος δρ. Σωτ. Κίσσας τις εικόνες, η ιστορικός της τέχνης κ. Γ. Οικονομάκη-Παπαδοπούλου τα εκκλησιαστικά αργυρά, η βυζαντινολόγος κ. Μ. Θεοχάρη τα χρυσοκέντητα άμφια, ο ιερομόναχος Ιουστίνος Σιμωνοπετρίτης τις χάρτινες εικόνες (= χαλκογραφίες), ο ιεροδιάκονος Νείλος Σιμωνοπετρίτης τα αντιμήνσια και

η ιστορικός της τέχνης δρ. Φ. - Μ. Τσιγκάκου τους ζωγραφικούς πίνακες και τα χαρακτικά που έχουν ως θέμα τους τη Σιμωνόπετρα. Σε όλες τις περιπτώσεις προσφέρεται υλικό ανέκδοτο και μια σύγχρονη προσέγγιση και ερμηνεία του. Τρεις ειδικοί, που πραγματοποίησαν ήδη και συνεχίζουν τις έρευνες τους στο αρχείο της μονής, παρουσιάζουν στην επόμενη ενότητα τα πρώτα πορίσματα τους, τη σημασία του αρχείου και τις πληροφορίες του για την ιστορία της μονής. Ο ιστορικός Κρ. Χρυσοχοΐδης ασχολείται με τα ελληνικά έγγραφα, ο καθηγητής Πανεπιστημίου Βασ. Δημητριάδης με τα τουρκικά και ο ιστορικός δρ. Δ. Ναστάσε με τα ρουμανικά. Την ενότητα συμπληρώνει μία σύντομη αξιολόγηση του επιγραφικού πλούτου της μονής από τον καθηγητή Πανεπιστημίου Αθ. Μαρκόπουλο, που ετοιμάζει, σε συνεργασία με τον ιερομόναχο Ιουστίνο Σιμωνοπετρίτη, τη δημοσίευση του. Τέλος, από τη βιβλιοθήκη, ότι διασώθηκε από τις μεγάλες πυρκαγιές και συγκεντρώθηκε μετά από αυτές σχολιάζουν, ο Κρ. Χρυσοχοΐδης τα χειρόγραφα γενικά, ο καθηγητής Πανεπιστημίου Γρ. Στάθης την ενότητα των μουσικών χειρογράφων και ο δρ. Γ. Καράς τα έντυπα. Τον τόμο συμπληρώνουν βιβλιογραφία, σημειώσεις, ευρετήρια. Όπως προκύπτει από τη σύντομη παρου-

σίαση της μορφής και του περιεχομένου του. ο τόμος αποτελεί μία νέα πρόταση πολυεδρικής παρουσίασης της ιστορίας και του πλούτου μιας μονής, όπου βρίσκουν, σύμμετρα, τη θέση τους η.φύση, η τέχνη, η ζωή και η λατρεία. Η νέα αυτή πρόταση παρουσιάζει τον πλούτο των αγιορείτικων μονών, τις δυνατότητες της ελληνικής επιστήμης, τεκμηριώνει τη σημασία της διεθνούς προβολής πλούτου και δυνατοτήτων σε υψηλό επιστημονικό και εκδοτικό επίπεδο. Δείχνει, κυριολεκτικά, τους απέραντους θησαυρούς που προσφέρονται στο Άγιον Όρος για έρευνες, εκδόσεις, εκθέσεις, οι οποίοι παραμένουν αναξιοποίητοι, και τις εκτεταμένες εργασίες απογραφής και συντήρησης που είναι εκεί κατεπείγουσες. Το έργο του Ανδρέα Σμαραγδή στον τόμο της «Σιμωνόπετρας» τεκμηριώνει τις δυνατότητες των ελλήνων επαγγελματιών φωτογράφων και δημιουργεί ένα μέτρο σύγκρισης και κρίσης. Τοπίο, αρχιτεκτονική, έργα τέχνης κάθε κατηγορίας, πορτραίτα, ρεπορτάζ, από τη ζωή και τη λατρεία στη μονή, υπηρετούνται όλα με ίση, υψηλή επιτυχία, συλλειτουργούν με τα κείμενα, συνθέτουν την ενότητα ατμόσφαιρας, ολοκληρώνουν το μήνυμα, την «κατάθεση μαρτυρίας» του τόμου. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΑ» Τεύχος 6 (1989) Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα περιλαμβάνει, στην πλούσια προσφορά του, και την περιοδική έκδοση του επιστημονικού του δελτίου «Εθνογραφικά», που συμπλήρωσε το 1990 επτά μεγάλους τόμους. Ο έκτος, «αφιερωμένος στην τεχνολογία» (ο. 200). εκδόθηκε με τη συνεπιχορήγηση του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ και αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως προσφορά της ελληνικής εθνολογικής επιστήμης στον τομέα αυτό. Στο εισαγωγικό του κείμενο ο διευθυντής της έκδοσης Στέλιος Παπαδόπουλος επισημαίνει την καθυστέρηση στη σπουδή των τεχνικών, τις αιτίες και συνέπειες της, αλλά και την καινοτομική προσφορά των μελετών του τεύχους στο ξεπέρασμα της. «Η τεχνολογία, γράφει, ο λόγος για την «τέχνη» δεν ευτύχησε στην επιστημονική έρευνα και την παιδεία της χώρας μας. Η εμμονή, ως τη δεκαετία του 1970, και συχνά πέρα από αυτή, στον τρόπο θεώρησης και στις μεθόδους σπουδής του παραδοσιακού πολιτισμού, που είχαν διαμορφώσει οι ανάγκες του 19ου αιώνα, είχε μοιραίες συνέπειες για τη σπουδή του «υλικού βίου» και ιδιαίτερα των τεχνικών (...). Οι έγκυρες προσπάθειες παρέμειναν σποραδικές, σχεδόν σπασμωδικές πραγματοποιούνταν μέσα σ' ένα αρνητικό κλίμα (...). Απόρροια αυτού του κλίματος είναι η αδιεξοδική «επιστροφή στις ρίζες», η νοσταλγία και ο φολκλορισμός αντί της συστηματικής έρευνας, απογραφής, περισυλλογής, διάσωσης, σπουδής και κοινοποίησης, τα στερεότυπα και ο «ηθογραφικός» ερασιτεχνισμός αντί της επιστημονικής κριτικής σκέψης, η φτώχεια, σε βαθμό γυμνότητας, στον τομέα της εθνογραφικής απογραφής του υλικού παραδοσιακού μας πολιτισμού αντί των σύγχρονων μουσείων με έγκυρα ερευνητικά προγράμματα και τεκμηριωμένα αρχεία και συλλογές». Οι μελέτες των «Εθνογραφικών» τεκμηριώνουν ως αποτελέσματα, σε περισσότερους τομείς της έρευνας, μια ριζικά διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων. «Όλες σχεδόν οι εργασίες εγκαταλείπουν αποφασιστικά την καθιερωμένη πρακτική της έρευνας «από δεύτερο χέρι» (...). Εφαρμόζουν την εργασία πεδίου: αυτοψία, παρατήρηση (...), συνέντευξη. Οι συγγραφείς είναι ερευνητές (...). Τα στερεότυπα και την αυθεντία αντικαθιστούν ο ανοικτός διάλογος με τα πράγματα, τα πρόσωπα και τη βιβλιογραφία τις γρήγορες γενικεύσεις οι εξαντλητικές εξειδικεύσεις (...). Τις ψευδαισθητικές εξάρσεις (...)οι λιτές περιγραφές, οι τεκμηριωμένες φωτογραφίες και τα σχέδια. Υπάρχει μία πλήρης αναστροφή των καθιερωμένων -εσφαλμένωνπρακτικών» (σ. 9-10). Ο εθνολόγος Αλέκος Φλωράκης στη μελέτη του «Η κατασκευή του μαρμάρινου φεγγίτη» (σ. 11-30, εικ. 46) καταγράφει την προβιομηχανική διαδικασία κατασκευής του, που σχολιάζει ο συνεργαζόμενος γλύπτης Πέτρος Δελατόλας (Τήνος, 1985) και τεκμηριώνει φωτογραφικά, βήμα προς βήμα, με εξαιρετικές φωτογραφίες ο Ανδρέας Σμαρα-

Χάραξη του σχεδίου στο μαρμάρινο φεγγίτη

γδής. Υλικό, εργαλειακός εξοπλισμός, στάδια και φάσεις της κατασκευής απογράφονται κριτικά με την εξαντλητικότητα ενός επιστημονικού ντοκυμανταίρ. Παρατηρήσεις για το ρυθμό, τον ήχο, τη συνάρτηση αισθητικής και πρακτικών επιταγών κ.ά. εμπλουτίζουν το κείμενο. Η ιστορικός τέχνης Γιώτα Οικονομάκη-Παπαδοπούλου στη μελέτη της «Το λαγάρισμα των πολύτιμων μετάλλων» (σ. 31-54, εικ. 13 και 24 έγχρ.) περιλαμβάνει τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη αναφέρεται στην προμήθεια της πρώτης ύλης: λαθραία μετάλλευση και κυρίως ανακύκλωση των αντικειμένων, που τεκμηριώνεται από αρχειακές πηγές και, για τον αιώνα μας, από διασταυρωμένες προφορικές μαρτυρίες. Στη δεύτερη περιγράφει αναλυτικά τις τεχνικές του λαγαρίσματος (Στεμνίτσα, Αθήνα) και στην τρίτη συγκεντρώνει παλαιά κείμενα που αναφέρονται σε αυτές, από το μοναχό Θεόφιλο (12ος αι.) έως ελληνικά του 19ου αι. και χειρόγραφες μεταγραφές της προφορικής παράδοσης (1923). Στην τέταρτη, τέλος, ενότητα, τα συμπεράσματα, θίγει, με αφετηρία την έρευνα του θέματος της, μερικά βασικά θέματα της ιστορίας των ελληνικών τεχνικών. Η Μπέττυ Ψαροπούλου στο άρθρο της «Διακόσμηση και εργαλεία στη χρηστική κεραμεική» (σ. 55-70, εικ. 44 και έγχρ. 8) αξιοποιεί το υλικό της πλούσιας συλλογής της και παρουσιάζει επτά τρόπους διακόσμησης: ζωγραφιστή με μπατανά και με χρώμα ή μπατα-νά, χτενιστή, πιεστή, ανάγλυφη απλή ή με καλούπι, ή με καλούπι και ζωγραφιστή, που επικράτησαν κατά την περίοδο 1850-1950. Για καθεμιά παρουσιάζει τα υλικά, τα εργαλεία, τον τρόπο εφαρμογής και τα αγγεία στα οποία αυτή συνήθως εφαρμόζεται. Ο Κωσταντίνος Σκολαρίκος στο άρθρο του «Η βιοτεχνία στην επαρχία Καρύταινας το 1830» (σ. 71-86) δημοσιεύει, ύστερα από μια συνοπτική παρουσίαση των βιοτεχνικών εργαστηρίων της περιοχής, μια, πολύτιμη για τις

πληροφορίες της, κατάσταση των «φθαρτών κτημάτων» της από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (1830). Τεκμηριώνει, με την παρουσίασή της, τη σημασία των αρχειακών πηγών για την αποκατάσταση μιας επαρκούς εικόνας της τεχνικής υποδομής της εποχής. Η εθνολόγος Ανδρομάχη Οικονόμου στο άρθρο της «Η παραγωγή του κάρβουνου στα Βίλια της Αττικής» (σ. 87-96, 1 εικόνα και 2 σχέδια) περιγράφει, με βάση μόνο τις προφορικές μαρτυρίες, γιατί η παραγωγή έχει από καιρό σταματήσει, τη διαδικασία κατασκευής κάρβουνου στην περιοχή. Την εγγράφει στην οικονομία της περιοχής, τη μελετά σε συνάρτηση προς την οικογένεια και προς τους παράγοντες που την επηρεάζουν, θέτει καίρια ερωτήματα για τη συνέχιση της έρευνας. Η εθνολόγος Ελένη Τσενόγλου και ο αρχιτέκτων Στέφανος Νομικός παρουσιάζουν με τη μελέτη τους «Διποτάματα Άνδρου, πρόταση για ένα οικομουσείο υδροκίνηοης» (σ. 97-113, εικ. 22, έγχρ. 15, σχέδια 6) τα αποτελέσματα μιας μακροχρόνιας έρευνας της υδροκίνητης «αλευροβιομηχανίας» στην Άνδρο. Χαρτογράφησαν τους 22 υδρόμυλους της περιοχής (σε σύνολο 100 του νησιού), μελέτησαν το οδικό δίκτυο που τους συνδέει με τη γύρω περιοχή, φωτογράφησαν και αποτύπωσαν τους υδρόμυλους, μελέτησαν τις σχέσεις των μυλωνάδων με την πελατεία τους και την παρακμή των προβιομηχανικών αυτών εγκαταστάσεων. Κατέληξαν σε μια σημαντική πρόταση, τη δημιουργία ενός υπαίθρου μουσείου υδροκίνησης. (Η πρωτοβουλία ανήκει τώρα σε άλλους). Η βυζαντινολόγος Ασπασία Λούβη-Κίζη στο άρθρο της «Η βυζαντινή τέχνη ως πηγή για τη μεσαιωνική τεχνική» (σ. 115-120, εικ. 4, έγχρ. 8) αξιοποιεί τα αποτελέσματα ερευνών στον τομέα των προβιομηχανικών τεχνικών ερμηνεύοντας με αυτά βυζαντινές μικρογραφίες και τοιχογραφίες που έχουν θέματα με τεχνολογικό περιεχόμενο. Και υπογραμμίζει τη σημασία των εθνολογικών ερευ-


με τους ερευνητές για τη συγγραφή των νών για τη γνώση της μεσαιωνικής τεχνικής, επειδή αυτή επιβίωσε στο χώρο μας χωρίς αλλαγές ως τον 20ό αιώνα. Η εθνολόγος Χρυσούλα Καπιολδάση-Σωτηροπούλου με τη μελέτη της «Η σιδηρουργία στην Ελλάδα το παράδειγμα του Πύργου Τήνου» (σ. 121-144, εικ. 32, έγχρ. 8) προσφέρει την πρώτη, συστηματική και σημαντική, μελέτη για τη σιδηρουργία στην Ελλάδα. Εξετάζει συνολικά αλλά σε ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα την κατανομή των εργαστηρίων στην περιοχή που ερεύνησε. Στο ειδικό θέμα της εργασίας της, στην Τήνο, μελετά αναλυτικά την οργάνωση του εργαστηρίου: χώρος, εξοπλισμός, εργαλεία (ονόματα, σχήματα, χρήσεις), τα άλλα εργαστήρια στο νησί. τις σχέσεις ανάμεσα στους τεχνίτες και τα εργαστήρια (μαθητεία, ανταγωνισμός), και με την πελατεία τους. Στο τέλος καταγράφει εξαντλητικά την τεχνική του σφυρήλατου σίδερου, όπως αυτή εφαρμόζεται στην κατασκευή του μπικουνιού (διαμόρφωση, τρύπημα, στρώσιμο, ατσάλωμα, κ.λπ.). Την ίδια εξαντλητική τακτική ακολούθησε η εθνολόγος Ελένη Τσενόγλου στην εργασία της «Η κατασκευή μιας καμπάνας στο Ηράκλειο της Κρήτης καταγραφή μιας τεχνικής», που αποτελεί την πρώτη σημαντική ελληνική εργασία στον τομέα της ορειχαλκουργίας. Μετά από μια σύντομη αναφορά της στο χρονικό της έρευνας και στην καμπάνα γενικά, περιγράφει συστηματικά το εργαστήριο (και κάτοψη του) και τα εργαλεία και δίνει μια αναλυτική περιγραφή της κατασκευής, που τεκμηριώνεται βήμα προς βήμα με 134 φωτογραφίες και 9 σχέδια. Είναι ίσως εδώ η θέση για να εκφραστούν θερμές ευχαριστίες στους τεχνίτες -τους τελευταίους μακρών παραδόσεων- που συνεργάστηκαν ακούραστα, φιλικά, μεθοδικά

Το Λαύριο Γενική άποψη της πόλης και του λιμανιού.

πρότυπων αυτών εργασιών: τον Θεμιστοκλή Μαρινάκη, ορειχαλκουργό (Ηράκλειο), τον Κώστα Αλεξόπουλο, σιδηρουργό (Πύργος Τήνου), τους μυλωνάδες της Κοχύλου (Άνδρος) Άννα Αυγουστή και Γιώργο Τηνιακό, τους λαγαριστές Λ. Κατσούλη και Α. Βλαχογιάννη (αργυροχόους στη Στεμνίτσα) και Α. Γεραλή (Αθήνα), τον Πέτρο Δελατόλα (λιθογλύπτη). Ο 6ος τόμος των «Εθνογραφικών» αποτελεί μία σημαντική συμβολή στην ιστορία των τεχνικών στο χώρο μας: αποθησαύριση υλι-

κού αλλά, κυρίως, οδηγός για την έρευνα και τον τρόπο παρουσίασης των αποτελεσμάτων της. Αλλά, δυστυχώς, το ερώτημα, παλιό όσο και η λαογραφία στον τόπο αυτό, παραμένει. Υπάρχουν οι φορείς που θα επιχορηγήσουν και οι φορείς που θα πραγματοποιήσουν, έστω και την έσχατη ώρα, το έργο που τόσο έχουμε ανάγκη: Ο 6ος τόμος των «Εθνογραφικών» τεκμηριώνει τη σημασία του και τη δυνατότητα πραγματοποίησης του. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού, Αθήνα 1989. σελ. 24, εικόνες και σχέδια 49. Η δημοσίευση του ενημερωτικού αυτού εντύπου από το Υπουργείο Πολιτισμού αποτελεί ένα πολύ ευχάριστο επιστημονικό και εκδοτικό γεγονός, γιατί σηματοδοτεί νέα ενδιαφέροντα και τεκμηριώνει την αργή στροφή προς μια εκσυγχρονισμένη πολιτιστική πολιτική. Η αναφορά στα βιομηχανικά κτίρια, τις μηχανές, εργαλεία και βιομηχανικά προϊόντα, τα μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς, στις εργατικές κατοικίες, στους φυσικούς τόπους βιομηχανικής εκμετάλλευσης, τα τεχνικά έργα και έργα υποδομής, η στροφή προς την πρόσφατη ιστορία με προσέγγιση πολυεπιοτημονική αποτελούν καινοτομίες σημαντικές, άξιες προβολής και ενίσχυσης. Το έντυπο αυτό μαρτυρεί τη δημιουργία νέου κρατικού φορέα, της Ομάδας Βιομηχανικής Αρχαιολογίας στη Διεύθυνση του Λαϊκού Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού. Επιχειρεί να ενημερώσει -κάτω από τη βαριά σκιά της κλασικής αρχαιολογίας- για το πλάτος και τη σημασία της έρευνας των βιομηχανικών πολιτιστικών αγαθών, αξίες καθιερωμένες αλλού πριν από πολύ καιρό που θα πρέπει τώρα να αρχίσουν να γίνονται αποδεκτές και στον τόπο μας. Το ενημερωτικό αυτό έντυπο, τέλος, είναι κομψά τυπωμένο και εικονογραφικά πλούσια τεκμηριωμένο. Θα πρέπει και αυτό να προσγραφεί στο ενεργητικό των συντακτών του, γιατί τα κρατικά έντυπα δε διακρίνονται πάντα για την ποιότητα τους. Η έκδοση αυτή στοιχειοθετεί ένα πρώτο βήμα για ένα έργο πολύ μεγάλο, που πραγματοποιείται υπό συνθήκες αρνητικές. Πέρα από την υπογράμμιση της σημασίας του είναι ανάγκη να σημειωθούν, με μεγάλη προσοχή, κάποιες βασικές προϋποθέσεις για μια θετική παραπέρα πορεία του. Χρειάζεται, καταρχήν, η ευρύτερη κοινο-

ποίηση κάποιων θεμελιακών θεωρητικών αρχών. Η έρευνα στη Δ. Ευρώπη και τη Β. Αμερική έχει προχωρήσει πολύ, έχουν διαμορφωθεί στρατηγικές και πρακτικές, έχουν εκδοθεί εγχειρίδια και ειδικές επιστημονικές εργασίες. Υπάρχει μια συσσωρευμένη, κάπως διαφορετική ανά χώρα, πείρα που θα πρέπει να εισαχθεί και προσαρμοστεί στις ανάγκες μας (όχι όμως υποβαθμιζόμενη-και στις ελάχιστες, σήμερα, δυνατότητες μας). Δεν υπάρχει λόγος ούτε να ανακαλύψουμε ξανά την πυρίτιδα, ούτε να εφαρμόσουμε μεθόδους που έχουν ήδη εγκαταλειφθεί, ούτε να ακολουθήσουμε πρακτικές μιας μόνο σχολής ή μιας μόνο χώρας. Εχουμε ανάγκη μιας βιβλιοθήκης, μετάφρασης βασικών εγχειριδίων, οργάνωσης σεμιναρίων, προσφοράς πανεπιστημιακού επιπέδου μαθημάτων. Στον τομέα αυτό η συμβολή του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ περιλαμβάνει: α. την έκδοση μέσα στο 1991 των μεταφράσεων δύο εγχειριδίων «Η Βιομηχανική αρχαιολογία» του Jacques Pinard και «Εισαγωγή στη Βιομηχανική αρχαιολογία» του Rainer Slotta. β. την οργάνωση δύο, ως σήμερα, συνεδρίων που αποσκοπούν στην αφετηριακή μελέτη βασικών θεμάτων του τομέα των προβιομηχανικών τεχνικών. Το πρώτο είχε ως θέμα του την ιστορία των νεοελληνικών τεχνικών (Πάτρα, 1988), το δεύτερο την ιστορία του ελληνικού κρασιού (Σαντορίνη 1990) Τα πρακτικά τους εκδίδονται μέσα στο χρόνο αυτόν, και γ. την έκδοση μονογραφιών (βλ. τον πίνακα εκδόσεων του Ιδρύματος, σ. 45). Κατά δεύτερο λόγο είναι αναγκαία η δημιουργία ειδικών. Η βιομηχανική αρχαιολογία είναι σήμερα μια επιστήμη, η διδασκαλία της οποίας έχει από καιρό καθιερωθεί σε ορισμένα πανεπιστήμια. Το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών θα πρέπει να προσφέρει τη δυνατότητα σε περισσότερους πτυχιούχους ανωτάτων σπουδών (μηχανολόγους, αρχιτέκτονες, ιστορικούς) να πραγματοποιήσουν τις μετα-

πτυχιακές τους σπουδές σε αυτά. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να μην υπάρξει προσφορά υπηρεσιών όταν θετικές συγκυρίες δημιουργήσουν τη ζήτηση. Χρειάζονται, κατά τρίτο λόγο, φορέας και πιστώσεις ανάλογα του θέματος. Η δημιουργία της Ομάδας Βιομηχανικής Αρχαιολογίας είναι ένα πρώτο, σημαντικό βήμα. Δεν αρκεί όμως για να καλύψει το σχεδιαζόμενο έργο. Οι καταστροφές των βιομηχανικών πολιτιστικών αγαθών είναι ταχύρρυθμες. ο όγκος της εξειδικευμένης εργασίας μεγάλος, η διαμόρφωση αποτελεσματικών πρακτικών επίπονη. Είναι ανάγκη η Ομάδα Βιομηχανικής Αρχαιολογίας να εδραιωθεί, ενισχυθεί, αυξηθεί, γιατί έχει να επιτελέσει έργο αντίστοιχο του έργου πολλών αρχαιολογικών εφορειών, ιδιόμορφο και πολυδιάστατο. Χρειάζεται, τέλος, να συνεχιστεί η προσπάθεια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης όχι μόνο από όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας που προσφέρονται σήμερα αλλά και με την έκδοση ερευνητικών αποτελεσμάτων που θα τεκμηριώνουν συγκεκριμένα αποτελέσματα και θα προκαλούν το ευρύτερο ενδιαφέρον. Θεωρητική ενημέρωση, ειδικοί, θεσμοί και πιστώσεις, συνεχής κοινοποίηση επιδιώξεων και αποτελεσμάτων είναι οι προϋποθέσεις για να μετατραπεί το όραμα σε πραγματικότητα, για να αποκτήσει η προσπάθεια τις αναγκαίες της διαστάσεις. Στον τομέα αυτό ο ρόλος της Ομάδας μπορεί να αποβεί πρωτοποριακός. Και θα είναιδύσκολος. γιατί οι συν-θήκες είναι αρνητικές για τις καινοτομικές προτάσεις, γιατί η «συλλογική ευθύνη και πρωτοβουλία», η «βοήθεια όλων των φορέων», η «ένταξη της μελέτης και προστασίας των βιομηχανικών μνημείων στα πολιτιστικά προγράμματα των Δήμων και Κοινοτήτων της χώρας», τα οποία αυτή επιζητεί, δε βρίσκονται στην αφετηρία των προσπαθειών αλλά, (αφού αρκετοί πειστούν και ορισμένοι ενδιαφερθούν) αρκετό δρόμο μετά από αυτήν. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

Stanley.Morison, Βασικές Αρχές της Τυπογραφίας, μετάφραση Κλήμη Μαστορίδη. εκδ. Τυποφιλία, σελ. 53, σχήμα 210x115, Θεσσαλονίκη 1990, δρχ. 500.

Συνεχίζουμε και στο τεύχος αυτό το καθιερωμένο βιβλιογραφικό δελτίο που αφορά βιβλία και περιοδικά με τα οποία εμπλουτίστηκε η βιβλιοθήκη του Ιδρύματος. Ο εμπλουτισμός της βιβλιοθήκης γίνεται είτε με δωρεές από αντίστοιχα Ιδρύματα της χώρας στα πλαίσια ανταλλαγών των εκδόσεων, είτε με αγορές από το εξωτερικό κυρίως (Αγγλία, Γαλλία, Αμερική) αλλά και από το εσωτερικό. Η διάθεση ενός αξιόλογου κονδυλίου από τον προϋπολογισμό του Ιδρύματος για την αγορά βιβλίων και τη συνδρομή περιοδικών γίνεται με σκοπό την κάλυψη των επιστημονικών αναγκών του Ιδρύματος σε θέματα με τα οποία ασχολείται και για τα οποία η προσφορά των εδώ βιβλιοθηκών είναι μηδαμινή αν όχι ανύπαρκτη.

Είναι το πρώτο βιβλίο για τη θεωρία και την πρακτική της τυπογραφίας που μεταφράζεται στην πατρίδα μας. Η Τυποφιλία εγκαινιάζει μ' αυτή την έκδοση ένα νέο χώρο στην ελληνική βιβλιογραφία που τον ονομάζει «Τυπογραφία και Γραφική Επικοινωνία». Το κείμενο αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα έργα της αγγλικής (και παγκόσμιας) τυπογραφικής βιβλιογραφίας και είναι γραμμένο από τον άνθρωπο που σχεδίασε τα "Times" για την εφημερίδα "The Times", στα 1930, που ακόμη και σήμερα παραμένουν τα πιο πολυχρησιμοποιημένα τυπογραφικά στοιχεία στον κόσμο. Ένα βιβλίο για όλους όσους αγαπούν και ασχολούνται με τις γραφικές τέχνες.

Κλήμης Μαστορίδης, Θέματα Αναπαραγωγής και Εκτύπωσης. Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 93, σχήμα 210x140, δρχ. 600. Το βιβλίο αποτελεί έναν από τους ελάχιστους οδηγούς που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά σχετικά με ζητήματα του χώρου των γραφικών τεχνών. Η εισαγωγή περιέχει μια ιστορική αναδρομή στην εφεύρεση της τυπογραφικής τέχνης και την παρουσίαση της χρησιμοποίησης ελληνικών χαρακτήρων στο εξωτερικό, πριν την εφαρμογή της τυπογραφίας στην πατρίδα μας. Το πρώτο μέρος εξηγεί τις διαφορετικές μεθόδους στοιχειοθέτησης, αρχίζοντας με τη στοιχειοθεσία στο χέρι, συνεχίζοντας με τη μηχανική στοιχειοθεσία και ολοκληρώνοντας με την παρουσίαση των ηλεκτρονικών συστημάτων σύνθεσης. Ακολουθεί μία αναφορά στα συστήματα τυπογραφικών μετρήσεων και εξηγούνται οι διαφορές ανάμεσα στο αγγλοαμερικανικό και στο γαλλικό (που χρησιμοποιείται και στην Ελλάδα) σύστημα. Το επόμενο μέρος είναι αφιερωμένο στη λειτουργία της κάμερας αναπαραγωγής και ακολουθεί η παρουσίαση των μεθόδων εκτύπωσης. Εδώ συζητούνται η αναγλυφοτυπία, η μεταξοτυπία, η βαθυτυπία, η φλεξογραφία και η offset λιθογραφία. Ο συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο στις τεχνικές ρεπρογρα-φίας, κάνοντας μία αναφορά στα φωτοαντιγραφικά μηχανήματα. Ακολουθούν οι εκτυπωτικές επιφάνειες, όπου παρουσιάζονται ξεχωριστά τα υλικά για κάθε μέθοδο εκτύπωσης, και το βιβλίο κλείνει με τις μεθόδους ασφάλισης και βιβλιοδεσίας. Τριανταπέντε σχέδια και φωτογραφίες συμπληρώνουν το κείμενο που απευθύνεται σε όσους θέλουν να κατανοήσουν τι σημαίνουν «γραφικές τέχνες».

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1. Αβδελά Ε , Δημόσιοι υπάλληλοι γένους θηλυκού. Καταμερισμός της εργασίας κατά φύλα στο δημόσιο τομέα. 1908-1955. εκδ. Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1990, σελ. 296. 2. Αντωνίου Δ., Τα προγράμματα της Μέσης Εκπαίδευσης (1833-1929). τ. 1ος, 2ος, 3ος, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σελ. 764+960+488. 3. Βαλκανικά σύμμεικτα. Περιοδική έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, τχ. 3. Θεσσαλονίκη 1989. σελ. 296 4. Βαρών Ον.. Ελληνικός νεανικός τύπος (1941-1945). Καταγραφή, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, τ. 1ος-2ος, Αθήνα 1987. σελ. 288+440). 5. Βιομηχανικά κτίρια στη Λέσβο. 19ος και αρχές 20ού αι. Ελαιοτριβεία - Σαπωνοποιεία, εκδ. Νομαρχία Λέσβου. Λέσβος 1986. σελ. 176. 6. Εξέρτζογλου Χ.. Προσαρμοστικότητα και πολιτική ομογενειακών κεφαλαίων, εκδ. Ίδρυμα Ερευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος. Αθήνα 1989. σελ. 152. 7. Ζιώγου-Καραστεργίου Σιδ.. Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (18301893). εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σελ. 468. 8. Ζωγράφος Δημ., Ιστορία της ελληνικής γεωργίας, εκδ. Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος, Επανέκδοση, τ 1. Αθήνα 1989. σελ. 712. 9. Η Παναγιά του Κάστρου, εκδ. Ιερά Μητρόπολη Λέρου-Καλύμνου, Αθήνα 1989. σελ. 464. 10. Θεσσαλονίκη 1912-1940. Βιομηχανία και πόλη. εκδ. ΕΤΒΑ, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 68. 11. Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας. Πρακτικά του διεθνούς συμποσίου. Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου 1984, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Γενική Γραμματεία

Νέας Γενιάς, τ. Α' -Β', Αθήνα 1986, σελ. 737. 12. Καλαφάτη Ελ., Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (1821-1929). Από τις προδιαγραφές στον προγραμματισμό, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1988, σελ. 280. 13. Καλλιβρετάκης Λ., Η δυναμική του αγροτικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. εκδ. Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος, Αθήνα 1990. σελ. 466. 14. Καρβελάς Ι.Π, Ιστορία της Δημητσάνης. τ. HI, εκδ. Αδελφότης Δημητσανιτών, Αθήνα 1972/1978, σελ. 380+824. 15. Καρπόζηλου Μ., Ελληνικός νεανικός τύπος (1830-1914). εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σελ. 208. 16. Κασιμάτη Κ., Έρευνα για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης. εκδ. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1989, σελ. 208. 17. Κουλούρη Χρ , Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914). Γνωστικό αντικείμενο και ιδεολογικές προεκτάσεις, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1988, σελ. 792. 18. Κωνσταντινίδης Γιάννης, Θεσσαλονίκη 1913+1919, εκδ. Λ.Ε.Μ.Μ., Θεσσαλονίκη 1989. σελ. 188. φωτ. 52. 19. Κωνσταντινόπουλος Χρ.. Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σελ. 144. 20. Λουκάτος Δημ., Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, σελ. 356. 21. Λουκόπουλος Δημ.. Γεωργικά της Ρούμελης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννενα 1983. 2η έκδ., σελ. 512 22 Μαντατοφόρος Δελτίο Νεοελληνικών Σπουδών, τχ. 29 (Ιούλιος 1989), σελ. 133. 23. Μαστορίδης Κλ.. Θέματα αναπαραγωγής και εκτύπωσης, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 96. 24. Μαχαίρα Ελ., Η νεολαία της 4ης Αυγούστου, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σελ 224. 25. Μνήμων, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, τ. 2-12 (1972-1989). 26. Μπακαλάκη Αλ. - Ελεγμίτοτου Ελ., Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929. εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς. Αθήνα 1987, σελ. 304. 27. Μπιτούνης Γ.Χ., Η μπαρούτη της Δημητσάνας από το 17ο αι. μέχρι σήμερα. Αθήνα 1989, σελ. 88. 28. Μωύσίδη Α.. Συμβολαιική γεωργία στην Ελλάδα. Μια σύγχρονη μορφή ενσωμάτωσης του αγροτικού τομέα στον καπιταλισμό, εκδ. Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος, Αθήνα 1988, σελ. 266.


29. Ο αγροτικός χώρος. Στοιχεία από την ιστορική του ανάλυση, Ιστορικό Αρχείο Ε.Τ.Ε., Αθήνα 1989, (πολυγρ), σελ. 208. 30. Οδοιπορικό του 1843. Αθήνα - Ναύπλιο Κείμενα και λιθογραφίες του Th. du Moncel, εκδ. Ολκός - Αριάδνη. Αθήνα 1984, σελ. 214. 31. Παπαγεωργίου Γ., Η μαθητεία στα επαγγέλματα (16ος-20ός αι.), εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σελ. 192. 32. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ., Συντεχνίες και επαγγέλματα στη Θράκη 1685-1920, εκδ. Πιτσιλάς, Αθήνα 1985, σελ. 248. 33. Παπαντωνίου Ζαχ. - Κεφαλληνού Π, Το παγώνι, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990, σελ. 66. 34. Πατινιώτης Ν., Εξάρτηση και μετανάστευση. Η περίπτωση της Ελλάδας, εκδ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1990, σελ. 304. 35. Πάτσιου Βίκυ, Η Διάπλασις των Παίδων (1879-1922). Το πρότυπο και η συγκρότηση του, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σελ. 240. 36. Προκόβας Γ., Αμπελάκια. Το λίκνο του Συνεταιρισμού, εκδ. Κέρδος, Αθήνα 1982, σελ. 208. 37. Πρώτοι Ελληνες τεχνικοί επιστήμονες περιόδου απελευθέρωσης. εκδ. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, Αθήνα 1976, σελ. 456. 38. Ρίκερ Π., Δοκίμια ερμηνευτικής, εκδ. Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος, Αθήνα 1990, σελ. 276. 39. Σοφιανός Κ., Το νομικό καθεστώς της παιδικής ηλικίας και της νεότητας 1833-1900. εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, τ. 1ος-2ος, Αθήνα 1988, σελ. 1056. 40. Τα Νέα του Ε.Λ.Ι.Α., No 10-20, εκδ. Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο. 41. Τομαρά-Σιδέρη Μ. και Σιδερής Ν., Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αι., εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σελ. 232. 42. Τόπος και εικόνα: χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα, εκδ Ολκός, τ. Α' (1978). σελ 337, τ. Β' (1979), σελ. 386, τ. Γ' (1979), σελ. 340, τ. Δ' (1982). σελ 304. τ. Ε' (1983), σελ. 220. τ. ΣΤ' (1983). σελ. 228, τ. Ζ (1985), σελ. 254, Αθήνα 43. Τουφεξής Π. Μελισσοκομία. Αθήνα 1921, σελ. 232. 44. Τσικνάκης Κ., Ελληνικός νεανικός τύπος (1915-1936), εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σελ. 804. 45. Υ.Β.Ε.Τ. Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. Μέτρα-Σταθμά. Πρότυπα Χθες και σήμερα. Έκθεση στο Ζάππειο 26 Μαΐου 14 Ιουνίου 1987, εκδ. Γ.Γ.Ε.Τ.. Αθήνα 1987, σελ. 80. 46. Υπουργείο Πολιτισμού, Βιομηχανική Αρχαιολογία, εκδ. ΤΑΠΑ, Αθήνα 1989, σελ. 16. 47. Φουρναράκη Ελ., Εκπαίδευση και αγωγή

των κοριτσιών. Ελληνικοί προβληματισμοί (1830-1910), εκδ. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σελ. 632. 48. Χώρος και ιστορία. Αστικός και περιφερειακός χώρος Μορφολογικά στοιχεία του ιθ και κ αι.. εκδ. Ιστορικό Αρχείο ETE., Αθήνα, Απρ.-Μάιος 1989, σελ. 173 (δακτυλ.). 49. Ψαλιδόπουλος Μιχ.. Η κρίση του 1929 και οι Έλληνες οικονομολόγοι, εκδ Ίδρυμα Ερευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας. Αθήνα 1989, σελ 540.

ΞΕΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1. A Diderot Pictorial Encyclopedia of Trades and Industry, τόμ. 1, 2. εκδ. Dover Publications, New York 1959. Πίν. 485. 2. Amiel Chr.. Les fruits de la vigne, εκδ. Maison des Sciences de l'Homme, Pans 1985, σελ. 145. 3. Amouretti M.-CI., Le pain et l'huile dans la Grèce, εκδ. Belles Lettres, Paris 1986. σελ. 291. 4. Amouretti M.-Cl. - Canet G., Le livre de l'olivier, εκδ. Edisud, Aix-en-Provence 1985. σελ. 181. 5. Annales, Economies, Sociétés, Civilisations, 43,4 (1988, σ. 803-1022 + XX). 45,1 (1990. o. 1-244 + I - XXXVI), 45.2 (1990. o. 245-524 + I - XXXVIII), 45,4 (1990, o. 785-1046 + I XXXII), 45.5 (1990. o. 1046-1270 + I XXVIII). 6. Annuaire des Fournisseurs des Musées, εκδ. Office de Cooperation et Information Muséographiaue. Dijon 1989. 546 δελτία. 7. Appadurai Arjum, The social life of things. Commodities in cultural perspective, εκδ. Cambridge University Press. 1986. σελ. 358. 8. Arizzoli-Clementel. P.. L'atelier de restauration du musée des tissus de Lyon, (ανάτυπο), Lyon. σελ. 6. 9. Arizzoli-Clementel. P.. Musée historique des tissus, Lyon 1986, σελ. 12. 10. Arqueologia Industrial, τόμ. 1, 2(1987-88), σελ. 21-48. 11. Bini L. - Pinna G., Museo. Storia e funzioni di una macchina culturale dal cinquecento a oggi, εκδ. Garzanti, 1990, σελ. 262. 12. Blanchemanche Ph., Bâtisseurs de paysages, εκδ. M.S.H., Paris 1990, σελ. 344. 13. Boerio G.. Dizionario del Dialetto Veneziano. Venezia 1856, σελ. 987 (ανατύπωση, 1983). 14. Bringer J.P. - Martini G.. Les expositions à thème, εκδ. Documentation française, 1988, σελ. 102. 15. Burguière A. - Klapish-Zuber C. -Segalen M. - Zonabend F., Histoire de la famille, τόμ. 1. 2. εκδ. A. Colin. Paris 1986. σελ. 646+566.

16. B.W. Bryan. Strategic Planning book for Nonprofit Organisations, εκδ.

Work

Amherst H. Wilder Foundation, 1987,

σελ. 88. 17. Capuani Massimo, Monte Athos. Ba-luardo monastico del Cristianesimo orientale, εκδ. Europia, Novara 1988 Πολλές έγχρωμες εικόνες, σχέδια και χάρτες. 18. Chazel Fr., Pratiques culturelles et politiques de la culture, εκδ. Maison des Sciences de l'Homme, 1990, 2η έκδ., σελ. 204. 19. Chiva I. - Rambaud PI.. Les études rurales en France. Tendances et organisation de la recherche, εκδ. Mouton, Pans 1972. σελ. 376. 20. Comprendre une économie rurale. Guide pratique de recherche. Institut Panafricain pour le développement, εκδ. L'Harmattan, Paris 1981, σελ. 178. 21. 111e Congrès National des Sociétés Savantes. Usages et représentation de l'eau. Poitiers 1986. Paris. Editions du C.T.H.S 1986, σελ. 327. 22. Crocker Gl.. Gunpowder mills Gazetteer, εκδ. University of Surrey, Occasional Publication 2. London 1988. σελ. 57. 23. Crocker Gl.. The Gunpowder Industry. εκδ Shire Publications Ltd.. 1986. σελ. 32 24. Darroy Chr.. κ.ά.. Pour mieux communiquer avec la presse. "Presses et formation", Paris 1988. σελ. 112. 25. Da Silva Gentil J., L'historicité de l'enfance et de la jeunesse dans la production historique récente, εκδ. I.A.E.N.. Athènes 1986, σελ. 127. 26. Daumas M., L'Archéologie Industrielle en France, εκδ. R. Laffont. Paris 1980. σελ. 464. 27. De Ficquelmont G.-M. - Blinet O. -Fontanon CI., (sous la directionde), Le guide du patrimoine industriel scientifique et technique, εκδ. La Manufacture, Pans 1990. σελ. 540. 28 De Fusco R., Ιστορία του design, εκδ. Nova. Αθήνα 1989, σελ. 344. 29. De Réparaz Α., (sous la direction de). L'eau et les hommes en Méditerranée. εκδ. C.N.R.S.. Paris 1987, σελ. 321. 30. Dertilis G., (sous la direction de). Banquiers, usuriers et paysans. Réseaux de crédit et stratégies du capital en Grèce (1780-1930). εκδ. de la Découverte, Paris 1988, σελ. 328. 31. Dorfles G., Εισαγωγή στο βιομηχανικό σχέδιο. Γλωσσάριο και ιστορία της παραγωγής σε σειρά. εκδ. Roma and Design, Αθήνα 1988. σελ. 142. 32. Duby G., (sous la direction de). Histoire de la France rurale, τόμ. 1, εκδ. Seuil, 1975, σελ. 640. 33. Etudes et Documents Balkaniques et Méditerranéens, No 14, Paris 1989, σελ. 220. 34. Etudes Rurales, τεύχ. 93-94 (Ιαν.-Ιούν.). 1984, σελ. 359. 35. Fortier Κ. - Boucher J., Au fil de la soie, εκδ. Gallimard. Paris 1986. σελ. 32.


36. Gallet D.. (sous la direction de). Institut France — Tiers - Monde, Identité Culturelle et Révolution Technologique. IIe Conférence Internationale, εκδ. Anthropos, Paris 1983. σελ. 255. 37. Gille B., (sous la direction de). Histoire des techniques, εκδ. Encycl. Pléiade. Paris 1978. σελ. 1681. 38. Gontier J., Une tradition, la soierie de Lyon. εκδ. Christine Bonneton, 1985. o. 144. 39. Guillerme Α.. Les temps de l'eau. La cité, l'eau et les techniques, εκδ. Champ Vallon, σελ. 270. 39. Haudricourt A.-G.. La technologie, science humaine. Recherches d'histoire et d'éthnologie des techniques, εκδ. Maison des Sciences de l'Homme, Paris 1987. σελ. 343. 40. Haudricourt A.-G., Brunhes Delamar-re M.. L'homme et la charrue à travers le monde, εκδ. La Manufacture, Lyon 1986, σελ. 418. 41. Henry B., Des métiers et des hommes à la lisière des bois. εκδ. Seuil, Paris 1976, σελ. 142. 42. Henry B.. Des métiers et des hommes au village, εκδ. Seuil, Paris 1975, σελ. 140. 43. Henry B., Des métiers et des hommes aux atéliers d'art, εκδ. Seuil, Paris 1976, σελ. 138. 44. Histoire des sciences et des techniques. Colloque d'Archéologie Industrielle 106e Congrès National, εκδ. Bibliothèque Nationale, Paris 1982, σελ. 323. 45. Histoire des sciences et des techniques. 109e Congrès National des Sociétés Savantes. Dijon 1984, εκδ. Commité des Travaux Historiques et Scientifiques, Paris 1984, σελ. 262. 46. Histoires de vie. Approche pluridisciplinaire, εκδ. Editions de la Maison des sciences de l'homme, Paris 1987, σελ. 136. 47. Historicité de l'enfance et de la jeunesse. Actes du colloque internationale. Archives historiques de la jeunesse grecque, Athènes 1986, σελ. 721. 48. Homo Faber Esperieze e ricerche sul patrimonio industriale, Inserto di IBCInformazioni (Anno III. nuova série, 2, Μάρτ. - Απρ. 1987), Bologna, σελ. 32. 49. Humbert R., Gestes et oeuvres des artisans, εκδ. Denoël, Paris 1987, σελ. 265. 50. International directory of arts, τόμ. HI, εκδ. Art Adress Verlag Miiller GMBH. & Co KG, Frankfurt 1989 - 1990, σελ. 1055+754. 51.Jeudy, P.-H. (sous la direction de), Patrimoines en folie, εκδ. M.S.H., Paris 1990, σελ. 313. 52. Kemp T., Historical Patterns of Industrialization, εκδ. Longman, London 1986, 5η έκδοση, σελ. 183. 53. Kemp T., Industrialisation in 19th century Europe, εκδ. Longman, London 1985, 2η έκδοση, σελ. 226.

54. Kula W.. Les mesures et les nommes, εκδ. M.S.H., Paris 1984, σελ. 313 55. Lamaison P., Ethnologie et protection de la nature. Pour une politique du patrimoine ethnologique dans les parcs naturels, εκδ. EHESS, Pans 1983, σελ. 89. 56. Landes D., L'heure qu'il est. Les horloges, la mesure de temps et la formation du monde moderne, εκδ Gallimard. Paris 1987, σελ. 645 57. Langlois Chr., Répertoire de l'Ethnologie de la France 1990. εκδ. Direction du Patrimoine. Paris, σελ. 424. 58. La châle cachemire en France au XIXe siècle, εκδ. Musée Historique des Tissus, Lyon (Οδηγός εκθέσεως, Δεκ. 1983 -Μάρτ. 1984), σελ. 100. 59. Les dossiers du Musée des Tissus: Soieries de Lyon Commandes royales au XVIIle siècle (1730-1800), εκδ. Musée Historique des Tissus, Lyon (Οδηγός εκθέσεως Δεκ. 1988 - Μάρτ. 1989), σελ. 144. 60. Le sel et son histoire. Actes du colloque de l'association interuniversitaire de l'Est, εκδ. Publ. Université Nancy II, Nancy 1979, σελ. 542. 61. Lucie-Smith Ed., A history of industrial design, εκδ. Phaidon Oxford, Oxford 1983, σελ. 251. 62. Lyon-Caen J.F., Ménégoz C.J.. Cathédrales électriques. Architecture des centrales hydrauliques du Dau-phinè, εκδ. Musée Dauphinois. 1989, σελ. 166. 63. Malamut El., Les iles de l'Empire Byzantin, τόμ. HI, εκδ. Publications de la Sorbonne, Paris, 1988, σελ. 716. 64. Martiniani-Reber M.. Soieries sassa-nides. coptes et byzantines Ve-XIe siècles, εκδ. De la Réunion des musées, Paris 1986, σελ. 140. 65. McKnight St., Eric Voegelin's Search for order in history, εκδ. University Press of America, 1987, σελ. 252. 66. Miles R.S., The design of educational exhibits, εκδ. British Museum, 2η έκδοση, London 1988, σελ. 209. 67. Ministère de la culture, Acres du colloque sur les inventaires des biens culturels en Europe, εκδ. Nouvelles Latines, Paris 1984, σελ. 569. 68. Ministère de la Culture et de la Communication, Habitat et espace dans le monde rural, εκδ. M.S.H., Paris 1988, σελ. 120. 69. Mouchot CI., Introduction aux sciences sociales et à leurs méthodes, εκδ. Presse Universitaire de Lyon, Lyon, 1990, σελ. 325. 70. Moulins du Morvan No 20, N. Renault. Athee. 58140. Lormes, France 1990, σελ. 24 71. Myrdal Jan., La route de la soie, εκδ. Gallimard, Paris 1980, σελ. 425. 72. Ozil Hervé, Magnanéries et vers à soie. La sériciculture en pays. Varois et Cévenol, εκδ. de Candide, Lavilledieu-Ardeche 1986, σελ. 175. 73. Perrin J.. Comment naissent les tech-

74.

75. 76.

77. 78.

79.

80.

81.

82.

83.

84.

85.

86. 87.

88.

89.

90.

91.

92.

niques. La production social des techniques, εκδ. Publisud, Paris 1984, σελ. 202. Petrochilos G., Foreign Direct Investment and the Development process. εκδ. Gower Publications. 1989, σελ. 212. Pinard J.. L'archéologie industrielle. εκδ. P.U.F., Paris 1985. σελ. 190 Reichler Claude (sous la direction de). L'interprétation des textes, εκδ. de Minuit, Paris 1986, σελ. 222. Rivière G.-H., La Muséologie, εκδ. Dunod, Paris 1989, σελ. 410. Russo Fr., Introduction à l'histoire des techniques, εκδ. A. Blanchard, Pans 1986, σελ. 133. Sack Robert David, Human Territoriality. Its theory and history, εκδ. Cambridge University Press, 1986. σελ. 256. εικ. & σχ. 28. Schivelbush W., Disenchanted Night. The Industrialisation of light in the Nineteenth Century, εκδ. Berg, Oxford N. York Hambourg, 1988, σελ. 247. Slotta R., Einfunrung in die Industriearchàelogie, εκδ. Wissenschaftliche Bushgesalischofl, Darmstadt 1982, σελ. 200. Soieries de Lyon. Commandes impériales. Collections du Mobilier national, εκδ. Musée Historique des Tissus, Lyon, Οδηγός Εκθέσεως, Δεκ. 1982 - Φεβρ. 1983, σελ. 80. Stocking G., Objects and others essays on museums and material culture. History of Anthropology, τόμ. 3, University of Wisconsin Press. London 1985. σελ. 276. Techniques et Culture, εκδ. Maison des Sciences de l'Homme, Paris, No 11 και 12 (1988), 13 (1989), σελ. 204 + 224 + 188. The Chicago Manual of Style. The 13th Edition of a manual of Style revised and expanded, εκδ. Chicago Press, Chicago and London 1982, σελ. 740. The New York Times Book Review, (Μάρτιος 1989 - Αύγουστος 1990). The various and ingenious machines of Agostino Ramelli. A classic sixteenth century illustrated treatise on technology, Dover Scolaredition. New York 1976. σελ. 622. Thompson W.J. (general editor), A brief guide to the industrial heritage of West Yorkshire, εκδ. Association for Industrial Archaeology. 1989, σελ. 52. Thouvenot CI., Le pain d'autrefois. Chronique alimentaires d'un monde qui s'en va. εκδ. Presse Universitaire Nancy, Nancy 1987, σελ. 196. TICCIH Industrial Heritage. Transactions 12. Conference Papers and Results, Austria 1987, Wien 1990, σελ. 300. Trevor I. Williams, A history of technology, τόμ. VI, εκδ. Clarenton press -Oxford, Oxford 1978. σελ. 690. Uzzell David, Heritage Interpretation, τόμ. 12, εκδ. Belhaven Press, London and New York 1989, σελ. 260 + 245.


NEWS FROM GREECE In the Technology section, the main article is that by Rainer Slotta on Technical Monuments and Industrial Archaeology in the Federal Republic of Germany (p.3). Here the concept of the cultural monument generally and then that of the technical monument is explained. A technical monument can be any industrial or technical establishment, any steam engine, or water tower, any mine, any bridge, any lighthouse, any factory — in general any product and any establishment within the above meaning. R. Slotta continues by using as examples the Hannover mines at Bochum, the Gasworks in Athens, the Metallurgical furnaces of Oman and the Workers' villages in the Ruhr in order to demonstrate what information technical monuments can give us. Given that technical monuments serve as a starting point for industrial archaeology, this is then defined as a branch of the science of history which is concerned with the investigation of the industrial past and seeks, from the traces and remains of industrial activity, to make its own contribution to history, based on technical monuments, which it examines as sources and documentation. After a discussion of the work of industrial archaeology and its aim, interest in certain technical monuments only —those which had aesthetic features— is dated to after 1945 and the Industrial Archaeology movement, which began in Britain in the 1950s, is mentioned. R. Slotta identifies the basic difficulties in the preservation of technical monuments and speaks of the need to provide agencies for this purpose. The need for certain selected examples of technical monuments to be preserved is described as extremely urgent, since future generations have the right to learn about the world of work of their forebears, so that they can evaluate their own position and shape their own future objectives. The section on Technology and Museums begins with a report on the Permanent Silk Exhibition (p. 10), an undertaking of the Cultural Foundation of the Hellenic Industrial Development Bank S.A. (ETBA), which was opened at Soufli, in the Kourtidis mansion, on 29 September 1990. In her article, Andromachi Economou describes the process of the collection of the necessary information and objects, from the stage of the research programme, to that of the muséographie programme and the implementation of the muséographie study by the conversion of the ground floor of the building into an exhibition area and the presentation of the selected exhibits. She describes the four parts of the exhibition and their contents:

in the first the history of silk down the ages is illustrated; in the second the various stages of the breeding of the silkworm, from the hatching of the eggs ('silk-seed') to the suffocation of the chrysalises, the whole sericultural cycle, that is; the third begins with the reeling of the silk thread and ends with the weaving of silk garments, and the fourth gives an overview of sericulture and the silk industry in Greece in the 19th and early 20th centuries and, in greater detail, a picture of the life of Soufli, which was an important sericultural centre at that period. The account of Soufli closes with the address of the former Chairman of the Board of Directors of the ETBA Cultural Foundation, Prof. Con-stantine G. Drakatos, and of the Director of the ETBA Cultural Foundation. Dr Stelios Papadopoulos, at the opening of the exhibition. In his article These things happen, alas, in Dimitsana (p. 13), Stelios Papadopoulos gives an account of the ETBA Cultural Foundation's project for converting the site of the derelict water mill installations at the spring of Ai Yannis at Dimitsana into an open-air museum of water, of the progress on a project of such multidimensional importance, but also of the difficulties which have been created by the reactions of a section of the residents of Dimitsana, which range from indifference to the actual hindering of the work. St. Papadopoulos expresses his certainty that the museum will be completed and that it will be handed over to the local community in order to promote Dimitsana and his hope that the local residents will change their attitude and, following the example of the positive stance of the Dimitsana Brotherhood, will help the project to progress. In his article on The Thessaloniki Technical Museum (p. 14), Manos latridis reports that this museum has been functioning since October 1989 in its new building (no. 47), which the ETBA made available to the ETBA's Industrial Zone in Thessaloniki. After a description of the premises, he turns to the Museum's new exhibits, which include a full series of spinning mill machines, the imposing printing press of the Fos newspaper, a Leyland Trojan made in 1919, a hovercraft of the Regalo type, medical machinery and instruments, a 'cobalt bomb' for medical use, the largest ever incandescence lamp (50,000 W) and a mobile planetarium of the Starlab type. An account is given of the exhibitions which have already been held on the premises and of the exhibition planned (June 1991) on the production processes and characteristic products of the Hellenic Vehicle Industry in Thessaloniki. The next article, by Aspasia Louvi-Kizi, deals with the Centre for the Study of Modern Pottery (8 Ipitou St., Plaka) (p. 15). Betty Psaropoulou, the founder of the Centre, set as its first objective the

preservation of the art and of the creations of traditional pottery-making in Greece. Thus, the premises —of 540 m2— house reproductions of the basic types of pottery workshops which have been used in this country and a collection of some 4.000 functional objects and potterymaking tools. The article ends by giving an account of the educational programmes which the Centre organises. This section continues with an article by Vassilis D. Kyriazopoulos on the Flour mill of the Mykonos Agricultural Museum (p. 16), which forms one of the three museum units maintained by the Mykonos Folklore Collection. The other two are the Mykonos Folklore Museum and the 19th century Lena's House. The nucleus of the —open-air— Agricultural Museum is the Bonis flour mill and its surroundings, which provide documentation for the use of Aeolic power in the installations used in the corn-flour-bread manufacturing chain which operated at the level of a craft industry in Mykonos. The corn was brought by caique to Mykonos, where it was milled. As their fee. the millers kept 10% of the flour. This was then made into exportable biscuit, much in demand by passing vessels on the Western Mediterranean - Smyrna or the Black Sea route. The manufacturing and operational details of the windmill —an example of high-level technology— are then described. The section ends with the European chronicle of J. Favière Museums for Man (p. 18) which contains a description of the three museums visited by the award committee for the European 'Museum of the Year' Prize: the Water Museum of Lisbon, the Eco-museum of Fourmies-Trelon in northern France and the Eco-museum at Bergslagen in Sweden. The central core of the Water Museum is the Museu da Agua de Manuel da Maia, where the restored steam-driven unit of Agua dos Barbadinhos shares premises with an exhibition area which illustrates the history of the production and distribution of water in Lisbon from the time of the Romans down to the present. The Fourmies-Trelon Eco-museum covers the area of 15 communities with differing landscapes and economic activities. Its permanent centre is housed in an old spinning mill with afull set of machines in operation where the history of pre and post-industrial textiles is described. The outpost of Trelon is located in an old glassworks with annealing furnaces; here there are demonstrations of glass-blowing. At Wignehies the visitor is introduced to the natural environment and the framework of farming work in the 'Bocage House'. The character of the first museum is 'monographic': that of the second composite. The third, of an area of 100 square kilometres, is a federation of small, largely local, museums, which aims at the creation of joint activities and organisation within various occupations. It is based on a very


old, and still partly operative, ironworks. The mines, the mills, the foundriesand the forges are linked by a river which passes through a number of lakes and was used in an attempt to develop entrepot trade with Stockholm. The article ends by expressing the hope that a similar project, in Lesvos, which would deal with the culture of the olive, one of the major aspects of Mediterranean culture, will be carried out. The section on Technolpgy and Education is devoted to an interview with Roberto Curti (p. 20), Director of the Aldini-Valeriani MuseumWorkshop and of the Scuolaofficina periodical, on the subject of their activities in Bologna. The periodical Scuolaofficina was set up in 1982 together with the Museum-Workshop, in order to continue the task of making use of the historical tradition of the Aldini-Valeriani Institute. The meaning of this initiative was that it should be generally realised that technical education is a basic element of modern industrial society. Scuolaofficina has the further aim of reminding us of the close connection between theory and practice, knowledge and work. When asked the meaning of the term technology —industrial heritage— what it involves and how it connects with the work of industrial archaeology —Curti replied that technology— industrial heritage is an area of material and non-material goods whose individual parts make up the links in a chain of past-present-future. The aim is, according to Curti, to go beyond aesthetic value as expressed in architectural monuments, to go over the threshold of buildings, to go into the work place and to make the connections between machinery, installations and objects and the framework of relations which created them and used them. Of course, at this stage we are

faced with parts of works which have survived and which do not permit complete representation. The use of the technologicalindustrial heritage requires, in this case, research in many areas, drawing upon a wealth of sources: archives, designs, photographs and oral tradition. In the course of re-presentation, a large number of problems arise, since the techniques and technologies —a totality of knowledge which is waiting to be incorporated into a science— is like a shattered world, often irretrievably lost. The archaeological, museological work and, chiefly, historical reproduction can help to put these pieces together again. Asked about the Museum's recent initiatives, he spoke of two important exhibitions: Ά hundred years of industry' — aspects of the vocational training of the industrial worker at the end of the last century, held in Milan, and 'The culture of machines', held at Lingotto. Turin, which featured Renaissance high technology in connection with the mill used for the processing of silk. In the area of research, an investigation is going on into dose-meter automatic machines, machines for wrapping and packaging, which will be made use of in a future exhibition. A working party, with the support of Acoser, is preparing an exhibition on the subject of the old gasworks of Bologna. Of importance for the development of the Museum is a plan, with the collaboration of the Borgo lanigale district, for the setting up there of the historic Ducati factory. In the section on Technology and Exhibitions, there is a report on the second exhibition devoted to the history of industry in Thessaloniki in the article Thessaloniki 1912-1940. Industry and City

(p. 22). The exhibition was organised by the HIDB and is now a permanent one in the Thessaloniki Technical Museum. Vas-silis Kolonasand Olga Traganou-Deliyan-ni describe their initial approach: the illuminating of various aspects of industrialisation and their dialectical relationship with the changes in the physiognomy of the city, the specialised aims and three main units around which the exhibition has been organised: the History - Industry Modernisation of the city and its region (from an economic, town-planning and technological point of view). The unit on history is built around the chief decisive events in the history of the city. That devoted to industry centres on the characteristics of the development of the individual branches of industry, and that on modernisation on material relating to the setting up. development and establishment of banks, chambers of trade and organisations in the city and in connection with the major infrastructure development programmes. Those responsible for the exhibition believe that the first phase of the first recording and elementary emergence of the material documenting the industrial heritage should be followed by a second, consisting of systematic research, general recording, proposals and examples of conservation and protection, in collaboration with agencies, associations and individuals which have shown a practical interest in the subject. This is followed by the section on Technology and Research. An article by Ch. Kilakou Byzantine Dyeworks at Thebes (p. 23) deals with the discovery of extensive workshops dating back to Byzantine times at Thebes, a little to the south of the Evraiika district and alongside the Dirki river. These are buildings with rubble


masonry, unusual constructions hewn in the natural tuffstone, including wells, circular tanks and circular hollowings. usually shallow, used as basins, but also as hearths in certain cases. Small canals link these hollows to one another or, rather, make possible the flow of some liquid from one basin to another. The peculiarity of the constructions, which have certain similarities to buildings of the Hellenistic period, chiefly, which have been found at Isthmia, in Israel, in Egypt and elsewhere and have been identified as dyeworks, leads to the conclusion that the workshops of Thebes, which are to be dated between the end of the 11th and the beginning of the 14th centuries, served the same purpose. The workshops perhaps formed part of the silk industry which flourished at Thebes in Byzantine times. An article by Manolis Stefanakis deals with A new technology of reafforestation (p. 25). This method has been in use since the 1930s for the replanting of old roadways, quarries, deserts and parks since it offers distinct advantages such as real saving of money, more rapid development and covering of the terrain, a higher success rate, together with greater permanence and a longer lifespan. The seed can be stored for years and mixed in a matter of hours in order to create a wood in the space of 18-31 months or to bring about 100% coverage in a few days. Marianna Kolyva-Karaleka has contributed an article on the Archives of Architecture (p. 26). These are the pictorial and representational documents, including cartographic archives, which are concerned with architecture and which are produced by architects, engineers, civil engineers, geometricians, topographers, mechanical engineers and shipbuilders in the course of their professional work. This material is always in state archives becaus of its administrative character and because of the interest of state agencies —for example, town planning offices— which have among their duties the approval and the keeping of files on engineers and the work undertaken by them. The writer voices the concern of archivists for the fate of architectural archives and about the results of their destruction, given that they are items of value for the cultural heritage and historical awareness. These documents deal with the 'homes of the many', which go to make up the unbroken continuity of our city and our daily life, can become the object of reliable research and can be made available not only to researchers among architects and town planners, but also to lawyers and the historians of institutions and the law. to economists, sociologists, doctors, hygienists, historians, art historians and those interested in demography, transport and industrial development. The article continues with a mapping out of the material kept in the state archives, beginning with the Ionian islands, a repository

of rich archival material, and passing on to mainland Greece, the islands of the Aegean and Crete. The article ends by reporting the setting up of a working party which has as its purpose to approach and get to know the subject of the architectural and cartographic material stored in the state archives. loakeim Papangelos uses the example of the Electricity powerhouse at the Vatopedi Monastery (p. 28) on Mt Athos in discussing the early uses of electricity in Greece. He first ranks Vatopedi among the 'progressive' monasteries of the Holy Mountain, a claim which he documents by typical cases of its acceptance of innovations, and goes on to describe the powerhouse, which began to operate in 1914, and the mechanical equipment which has survived (a generator and the great box of the switchboard). The building is used to serve the same needs today. The section on Technology and Conferences is opened by Stelios Papadopoulos with an account of the 2nd three-day workshop on The History of Greek Wine (p. 29), held in Santorini from 7 to 9 September 1990. He begins by noting that important chapters of Greek —and Mediterranean— history, such as those of the vine, the olive, corn, cotton, marble, and activities such as merchant shipping, have not yet found an effective agency to handle them or publications to bring out their importance. Greek wine, in spite of its many-sided importance, has not been the object of a research centre or the subject of a special museum. The three-day workshop was important for two particular reasons: first because it was the first meeting of Greek scholars from various disciplines on the subject of wine and, second, because it was a —successful— experiment in funding, an opportunity for collaboration between a public benefit institution (The ETBA Cultural Foundation) and a manufacturing company (I. Boutaris and Son) with parallel interests. The threeday began with a multivision devoted to wine and the announcement of the setting up of the Fani Boutari Public Benefit Foundation and ended with a tour of the winery, the excavations at Akrotiri and the Museum. Papers were read in five sessions which had as their respective subjects: Viticulture and winemaking in antiquity, Viticulture and winemaking in the 19th century, Viticulture and winemaking under Turkish rule and Viticulture and winemaking in Byzantine times. The article ends by printing the address given by the former Chairman of the Board of Directors of the ETBA Cultural Foundation, Prof. Con-stantine G. Drakatos, at the opening of the three-day workshop and with the address of welcome of Mr I. Boutaris. The next article is a report by A. Hadjibaloglou-Kotsovili on the 7th International Conference on the Conservation of the Industrial Heritage (Brussels. 2-9

September 1990) (p. 31). The conference is held by the TICCIH (International Committee for the Conservation of the Industrial Heritage) every year. An account is given of the five themes of the conference's programme (production, energy and raw materials, transport and communications, manufacture of foodstuffs and drinks, examples of problem-solving, a theoretical and practical approach and museological approaches to industrial monuments and sites) and of visits to cities and areas in Belgium of industrial interest, made as part of the conference. The article ends with the conference's basic conclusions, the chief one being that whatever distance divides those who made the first start in this area and those who have only just begun, they are always united by the endeavour to converse, protect and bring out the importance of industrial monuments. Taking the same conference as a starting-point, Olga Traganou-Deliyanni, in her article The industrial heritage in the hands of associations of individuals (p. 34), describes three particularly active organisations which, within the framework of the conference, had been charged with organisational responsibilities. The first of these is the VVIA (Flemish Industrial Archaeology Union), founded in Ghent in 1978; in 1987 it moved to Ronse. The Union has as its aim support the research and the conservation of the industrial heritage on a broad social basis; it is active in the sensitisation and mobilisation of local groups and the organisation of events designed to inform the public. Among its activities has been the setting up of the Flemish Centre for the Industrial Heritage, the publication of handbooks for teachers, the holding of exhibitions, adult education campaigns at municipality level, the publication of catalogues of industrial monuments, the periodical publication of Tijdschrift Industrieel Erfgoed and the exhibiting, within the framework of the TICCIH, of the more important establishments of the industrial and technical tradition of Flanders. The second organisation is the 'La Fonderie' union, which operates on the site of an old foundry in a depressed area and has as its aim this area's cultural improvement. Its chief objective is the preservation and restoration of the collective memory of the working population of the region of the Belgian capital. It publishes regularly the Cahiers' of the Fonderie, while its Itinéraire du paysage industriel Bruxellois is a valuable aid for the specialist tourist. The FIEN (Netherlands Federation for the Industrial Heritage), the third of these organisations, brings together and coordinates the activities of many associations and since 1984 has been the link between 25 agencies from all over the Netherlands and an adviser on matters of industrial monuments and the promotion of conservation activities.


The first international conference on The Modern Patron and the Arts (held at the Evyenidis Foundation, 27-28 September 1990) (p. 36) was a milestone in the cultural affairs of the capital, Stelios Papadopoulos reports: not because it solved many important problems which have become chronic or even because it posed them, but because it brought together in the same place Greeks with varying views on patronage and different ideas about the purpose of the conference and foreigners with a differing philosophy and solid achievement behind them. This meeting was made possible by the Cultural Activities Support Group. The speakers were divided into three groups: Greek and foreign specialists who have been involved in the matter from the point of view of the business world, the representatives of cultural institutions, and those of the world of art itself. Dr Papadopoulos's conclusion is that the task of CASG in this area is a major and difficult one. What is involved here is the creation of new attitudes of mind, because it is here that the institution of patronage belongs and it is to these that it must look for support. The seminars held at Ermoupoli, Syros, for the fifth time this year had on their agenda a meeting on the subject of Industrial Archaeology. Dr Stelios Papadopoulos, Director of the Cultural Foundation of the HIDB, deals with this in his paper on Industrial Archaeology at Ermoupoli: Research and Prospects (p. 37). The paper discusses the conditions, prerequisites and procedures for the setting up of a museum of industrial archaeology. Among the prerequisites, the author mentions particularly a clear knowledge of the magnitudes, credits, time, space, agency responsible and the difficulties involved — and the existence of a firm, long-term will that the project should be completed. As far as procedures are concerned, attention is drawn to the need for the forming of a dynamic agency consisting of specialists, to be co-ordinated with the help of state mechanisms and on the basis of a line of action distilled from the necessary studies. Specialists, studies and experience —in the fields of both economics and law and of scholarship and technology— are all to be regarded as necessary. Margarita Dritsa, on the occasion of the international symposium on businesses in Greece and in Europe in the 19th and 20th centuries, held in Athens, has contributed an article on The Beginnings of the History of Businesses (p. 38), — businesses which in Greece are still taking their first steps, while in the United States and Britain they developed in the post-War period as a result of general prosperity, a rise in incomes, and improvement in


working conditions and the consequent changed —more favourable— attitude of public opinion towards the businessman. Margarita Dritsa traces the development of the history of businesses into a science with its own methodology and distinct subject of research and study from the 1920s to the post-War period — a period in which this new subject of study advanced by leaps and bounds. This is followed by an interesting article by I lias Anagnostakis on Byzantine daily routine and communication, or Who is to carry that weight? (p. 39) The context of the article was provided by two symposia of the Institute for Byzantine Studies of the National Research Foundation on the subject of everyday life in Byzantium: innovations and continuity in the Hellenistic and Byzantine period (September 1988) and on communication in Byzantium. Fifty two and sixty three papers were read at the two symposia, respectively. They provided a rostrum for a large number of researchers of differing specialisations and interests; the contribution of young scholars was significant and the subject matter ambitious and original. Both symposia, in spite of their marked success, reflected a worldwide stagnation in Byzantine studies and the impasse reached by research which is carried on without aims or vision, that is, without any connection with our everyday life and needs today. In spite of this, the symposia were a reassuring indication of renewal, given that this was the first time such subject matter had been proposed by Greek Byzanti-nologists. In reviewing the work of the symposia, IIias Anagnostakis notes that everyday life in Byzantium is no longer seen as that described by Koukoules, but that, hestitantly but rapidly, new subjects and new ideas are becoming the object of research, in direct relation to modern needs and thinking. He expresses the hope that the efforts of the Centre for Byzantine Studies will continue and that everyone, Greek Byzantinologists, the State and the agencies will shoulder the 'weight' of the rich burden of research. The section closes with two advance notices: of a two-day meeting of specialists on 'Museums and their Public' (Thessalo-niki, October 1991) (p. 40), organised by the Macedonian Centre for Modern Art, the Thessaloniki Technical Museum and the ETBA Cultural Foundation, and of the third three-day workshop on Our daily bread: from corn to bread' (p. 41), to be held in Volos (10-12 April 1992), funded by Loulis Rolling Mills SA. The subject of the workshop will be divided into the following topics: Milling and mills of every type; transport; warehousing; the cereals, flour and bread trade; bread as a basic food in town and country; the production of bread on a domestic, craft industry and industrial basis: preparation, leavening, decoration, baking; ovens; types of bread (biscuit, etc.); bread substitutes; chemistry, hygi-

ene and legislation in connection with bread. Those interested are requested to submit their chosen subject and a typescript summary of 2 to 3 pages by 15 November 1991. In the section Technology and Institutions, there is a presentation of the Hellenic Literary and Historical Archive Society, known by the initials ELIA (5 Ayiou Andreou St, Plaka, Athens) (p. 42). This body has as its purpose the preservation, collection, classification, study and publication of archival and printed material of the 19th and 20th century dealing with the historical evolution and cultural development of Greece. An account is given in the article of its library, which contains 80,000 volumes of books, periodicals, pamphlets, journals and newspapers, its archives (more than 300 with sections of archives) and its activities. A list is tnen given of the Publications of the ETBA Cultural Foundation (p. 44) (monographs, translations, republications, ecology, cultural guides, proceedings of conferences and the impact of the activities of the Foundation on the Press). In the section Technology and Publications, Triantafyllos Sklavenitis gives an account of the reprinting of the work Hermes Kerdoos, or a Commercial Encyclopaedia (p. 45) of Nikolaos Papado-poulos. The first volume is the introduction to the Commercial Encyclopaedia and the Lexicon of the Material of Commerce (AK). while the second contains Λ-Ω of the Lexicon, dealing with crafts, the productions of the mechanical arts, plants, animals, metals, minerals and what is produced from these. Volumes 3 and 4 contain the CommercialGeographical Lexicon A-B and Γ-Κ. which covers nations, states, seas, cities, harbours, populations, products, arts, trade, currencies, weights and measures, customs, etc. Of particular value to the users of the reprint is the volume with the historical selections and the index of proper names, with a table of the corresponding foreign names with their developed forms. Margarita Dritsa introduces the Selection from the works of Georgios Haritakis (p. 46) published by the ETBA Cultural Foundation, for which she herself has edited and for which she has written the introduction and commentary. Since Hari-takis's output as a writer was large and multifarious, it has been decided to deal in this volume with all the aspects of his activities in the field of economics, culture, education and politics in Greece in the inter-war years. Another publication of the ETBA Cultural Foundation is the Texts on Technology and Art (p. 47) by Stelios Papadopoulos and Deacon Chrysostomos Florentis.This is a bulky volume which gives the results of an investigation of the modern Greek archive of the Monastery of St John on Patmos (1575-1874). The selection of texts has been made from every category

of material: dowry contracts, wills, inventories of expenses, donations of landed property and objects, 'dedications' of persons and, to a lesser extent, ledgers, on the basis of the following subjects: sources of energy, production, manufacturing, transport, meeting of needs, centres, donors, craftsmen and works. Simonopetra (p. 48) is a publication of the ETBA devoted to the Simonopetra Monastery of Mt Athos. It will be published at the end of 1991 and an advance notice of it is here given by Stelios Papadopoulos. The publication includes all the approaches to the subject which could be of interest to an educated person: history, topography, the monastic life, works of art, archive and library, with all the appropriate documentation (bibliography, notes, index). The article lists in detail the contributors and their subjects, which make it clear that this volume constitutes a proposal for a multi-dimensional presentation of the history and cultural wealth of a monastery. The periodical of the Peloponnesian Folklore Foundation Ethnographika (Vol. 6, 1989) (p. 50), devoted to technology, is reviewed by Stelios Papadopoulos. He notes in his introduction the backwardness of the study of techniques, its causes and effects and the pioneering work of the studies in this volume in remedying this. A detailed account is then given of the articles in this volume, which deal with: The construction of a marble fan-light, The cupelling of precious metals. Decoration and tools in domestic pottery. Craft industry in the province of Karytaina in 1830. The production of charcoal in Vilia. Attica, Dipotamata, Andros, a proposal for an ecomuseum of water power, Byzantine art as a source for medieval technology, Blacksmithing in Greece: the example of Pyrgos, Tinos, The construction of a bell at Irakleio. Crete. This volume is a valuable contribution to the study of technology in Greece. Of the Ministry of Culture's publication on Industrial Archaeology (p. 51), Stelios Papadopoulos writes that it marks new interests, documents a slow turn towards a modernised cultural policy and records the setting up of a new state agency, the Industrial Archaeology Group, which needs to establish itself and be reinforced, since the work which it has to perform is multidimensional. The section ends with reviews of two other publications: the book Basic Principles of Printing by Stanley Morison was the first work on the theory and practice of printing to be translated in Greece. Reproduction and Printing by Klimis Mastoridis is a guide to the world of graphic arts. This issue on technology closes with a bibliographical, catalogue (p. 53) which includes Greek and foreign publications on technology generally, museology and modern Greek history.


© Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς Υπηρεσία Έρευνας και Προβολής To περιοδικό Τεχνολογία ψηφιοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2008. Πραγματοποιήθηκε επίσης Οπτική Αναγνώριση Χαρακτήρων για την ανακατασκευή των κειμένων. Ομάδα Εργασίας: Κωνσταντίνος Φιολάκης - Βαγγέλης Στουρνάρας - Χρύσα Νικολάου


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.