The Sultan's Wife (Greek), Jane Johnson

Page 1

ΤΖΕÏΝ ΤΖΟΝΣΟΝ

Μετάφραση

j

Αλέξανδρος Καλοφωλιάς ΚΑΛΕΝΤΗΣ



H ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ ΤΖΕΪΝ ΤΖΟΝΣΟΝ Mετάφραση

ΑλέξΑΝΔΡΟς Καλοφωλιάς Eπιμέλεια-Διόρθωση

Αλέκα Πλακονούρη Σελιδοποίηση-μακέτα εξωφύλλου

ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

© 2015 Eκδόσεις KΑΛΕΝΤΗ © 2012 Penguin Group, Jane Johnson, The Sultan’s Wife

Λ. Bουλιαγμένης 76, 167 77 Eλληνικό Tηλ.: 210 96.38.790 - Fax: 210 96.38.791 www. kalendis.gr - info@kalendis.gr Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου, με τον παρόντα ή με οποιονδήποτε άλλον τίτλο.

ISBN: 978-960-219-995-4


TZEÏN TZONΣON

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ

g Μετάφραση

ΑλέξΑΝΔΡΟς Καλοφωλιάς

ΚΑΛΕΝΤΗΣ



ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ



1 Πέμπτη Ημέρα της Πρώτης Εβδομάδας του μήνα Ράμπι αλ-Άουαλ, 1087 έτος Εγίρας (1677 στο Χριστιανικό Ημερολόγιο) Μεκνές, Βασίλειο του Μαρόκου

Η

από τα ξημερώματα κάνοντας το έδαφος βάλτο. Χτυπάει πάνω στα κεραμίδια και στις ταράτσες, όπου οι γυναίκες ανεβαίνουν για να απλώσουν τα πλυμένα ρούχα και να κατασκοπεύσουν τα πηγαινέλα των αντρών κάτω στον δρόμο. Χτυπάει πάνω στην πράσινη πορσελάνη του τζαμιού Σαουΐα και στα τέσσερα χρυσά μήλα και στο μισοφέγγαρο που στολίζουν την κορυφή του ψηλού μιναρέ του. Το νερό κυλάει στα τείχη που περιστοιχίζουν το παλάτι − σκούρες κηλίδες που μοιάζουν με αίμα. Οι μάστορες στέκονται με τις μουσκεμένες κελεμπίες κολλημένες πάνω τους και κοιτάζουν τα μεγάλα κομμάτια ξυλείας από κέδρο που προορίζονταν για την κεντρική πύλη, αλλά τώρα είναι βρεγμένα και γεμάτα λάσπες. Κανείς δεν σκέφτηκε να προστατεύσει το ξύλο από τη βροχή. Είναι η ώρα που οι κατιφέδες θα έπρεπε να σκεπάζουν τους κόκκινους λόφους σαν ένα χαλί από πορτοκαλί χιόνι και τα σύκα να μεστώνουν αργά στους κήπους της πόλης. Μια ήπειρο μακριά ο Γάλλος βασιλιάς είναι απορροφημένος στα πολυέξοδα σχέδιά του για τα ανάκτορα και τους κήπους του στις Βερσαλλίες. Ο σουλτάνος Μουλάι Ισμαήλ, αυτοκράτορας του Μαρόκου, έχει δηλώσει πως θα χτίσει ένα παλάτι που βροχή πέφτει χωρίς σταματημό

9


μπροστά του οι Βερσαλλίες θα μοιάζουν με καλύβι. Τα τείχη του θα ξεκινούν από τη Μεκνές και θα απλώνονται για πεντακόσια χιλιόμετρα, περνώντας πάνω από τα όρη του Μέσου Άτλαντα, για να καταλήξουν στο Μαρακές! Το πρώτο οικοδομικό συγκρότημα –το Νταρ Κμπίρα,1 με τα δώδεκα πανύψηλα περίπτερα, τα τζαμιά, τα χαμάμ, τα προαύλια, τους κήπους, τις κουζίνες, τους στρατώνες και τις κούμπες2 του– κοντεύει να ολοκληρωθεί. Η Μπαμπ αλΡαΐς, η κεντρική πύλη του συγκροτήματος, θα εγκαινιαστεί αύριο. Κυβερνήτες από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας έχουν φτάσει για τον καθαγιασμό φέρνοντας μαζί τα δώρα τους: σκλάβους, χρυσοκέντητα υφάσματα, γαλλικά ρολόγια και αργυρά κηροπήγια. Ο Ισμαήλ σχεδιάζει να θυσιάσει τα μεσάνυχτα έναν λύκο με τα ίδια του τα χέρια, να καρφώσει το κρανίο του στον τοίχο και να θάψει το υπόλοιπο σώμα κάτω από την πύλη. Όμως τι θα συμβεί αν η είσοδος –το σύμβολο ολόκληρου αυτού του κολοσσιαίου εγχειρήματος– δεν προλάβει να ολοκληρωθεί; Και τι θα κάνει ο σουλτάνος αν τα σχέδιά του οδηγηθούν σε αποτυχία; Τουλάχιστον ένας από τους μάστορες τρίβει προβληματισμένος τον σβέρκο του. Πέρα από τον περίβολο μια ομάδα Ευρωπαίων σκλάβων δουλεύει στην κορυφή του εξωτερικού τείχους· επισκευάζουν μια τεράστια τρύπα σε ένα σημείο που κατέρρευσε στη διάρκεια της νύχτας. Το χαρμάνι έχει διαβρωθεί από το νερό, η άμμος και ο ασβέστης δεν αναμείχθηκαν εξαρχής σωστά, και τώρα η βροχή έχει κάνει το μείγμα ολέθρια επισφαλές. Χωρίς αμφιβολία η επισκευή θα καταρρεύσει κι αυτή, και τότε όλοι θα μαστιγωθούν για την αμέλειά τους. Ή κάτι χειρότερο. Οι εργάτες είναι λιπόσαρκοι και χλωμοί, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους ακονισμένα από την πείνα και τους χιτώνες 1 2

Το Μεγάλο Παλάτι. (Σ.τ.Σ.) Θολωτά τετράπλευρα κτίρια. (Σ.τ.Σ.) 10


τους σκισμένους και βρόμικους. Κάποιος απ’ αυτούς, ένας άντρας με πυκνή γενειάδα και μάτια βαθουλωμένα από την ασιτία, κοιτάζει πέρα από το έρημο οικοδομικό συγκρότημα. «Για τον Θεό, κάνει τόσο κρύο, που νομίζω ότι θα μου πέσει η μύτη». Ο διπλανός του κουνάει μελαγχολικά το κεφάλι του. «Είναι τόσο χάλια όσο το Χαλ3 τον χειμώνα». «Τουλάχιστον στο Χαλ υπάρχει μπίρα». «Ναι, και γυναίκες». Ομαδικός αναστεναγμός. «Ακόμα και οι γυναίκες του Χαλ θα μου φαίνονταν όμορφες έπειτα από πέντε μήνες σε τούτο το μέρος». «Και να σκεφτεί κανείς ότι μπάρκαρες για να γλιτώσεις από τις γυναίκες!» Τα γέλια που προκαλεί το τελευταίο σχόλιο είναι σύντομα και πικρά. Έχοντας επιζήσει έπειτα από μήνες στα βρομερά υπόγεια μπουντρούμια όπου τους φυλάκισαν αυτοί οι ξένοι σατανάδες, αφού πρώτα τους αιχμαλώτισαν κάνοντας ρεσάλτα σε εμπορικά πλοία και ψαροκάικα από το Κορκ μέχρι την Κορνουάλη, τούτοι οι άντρες έχουν περάσει τις πρώτες βδομάδες τους στο Μαρόκο λέγοντας ο ένας στον άλλο την ιστορία τους και κρατώντας ζωντανό το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα. Ο Γουίλ Χάρβεϊ ξαφνικά ορθώνει το κορμί του και διώχνει τα βρεγμένα μαλλιά από το πρόσωπό του. «Χριστός και Παναγία, κοιτάξτε εκεί!» Όλοι γυρίζουν. Μια μικρότερη πόρτα ανοίγει στην τεράστια πύλη του παλατιού και ένα παράξενο μαραφέτι ξεπροβάλλει, ακολουθούμενο από μια ψηλή φιγούρα, που σχεδόν αναγκάζεται να διπλωθεί στα δύο για να μπορέσει να βγει, και όταν ορθώνεται, έχει αφύσικο ύψος. Φοράει μια κατακόκκινη κελεμπία και έχει ριγμένο στους ώμους του έναν λευκό μάλλινο μανδύα με χρυσή 3

Πόλη του ανατολικού Γιορκσάιρ στην Αγγλία. (Σ.τ.Μ.) 11


μπορντούρα. Πάνω από το τουρμπάνι που φοράει στο κεφάλι του κρατάει από μια μακριά λαβή ένα στρογγυλό υφασμάτινο ομπρελίνο, που προστατεύει από τη νεροποντή. «Τι στον διάολο είναι αυτό;» ρωτάει ο Χάρβεϊ. «Νομίζω ότι είναι ομπρέλα», ρισκάρει να κάνει μια υπόθεση ο αιδεσιμότατος Έμπσλι. «Δεν μιλάω για το μαραφέτι, βρε κουτεντέ. Ρωτάω τι είναι αυτό που το κρατάει. Δες τον πώς προχωράει! Σαν ισπανικό πόνι σε παρέλαση!» Η φιγούρα βαδίζει με χάρη, αποφεύγοντας τους λάκκους με τα στάσιμα νερά. Πάνω από τα πλουμιστά πασούμια του φοράει ένα ζευγάρι ψηλά τσόκαρα από φελλό, που πλατσουρίζουν στις λάσπες. Οι εργάτες τον παρακολουθούν να προχωράει με όλο και μεγαλύτερη περιέργεια και σε λίγο ακούγονται οι πρώτοι χλευασμοί. «Τι είναι πάλι τούτος ο παλιάτσος;» «Γιουσουφάκι!» Απολαμβάνουν τη σπάνια ευχαρίστηση να μεταβιβάζουν ένα μικρό μέρος από τα βάσανά τους σε κάποιον άλλον, ακόμα κι αν ο στόχος τους είναι ένας ξένος που δεν καταλαβαίνει τις προσβολές. «Δες μια κοτούλα!» «Βρε τη σουσουράδα!» «Μισός και μισός!» Αυτό το τελευταίο και λιγότερο αιχμηρό σχόλιο πέτυχε διάνα: Η φιγούρα ξαφνικά σταματάει και, γέρνοντας προς τα πίσω το γελοίο ομπρελίνο, γυρίζει και τους κοιτάζει. Αν οι κινήσεις και τα ρούχα δίνουν την επίφαση μιας μαραμένης θηλυκότητας, το πρόσωπο που στρέφεται προς τους ανάγωγους σκλάβους διαψεύδει αυτή την εντύπωση. Σίγουρα δεν είναι κρινένιο, ούτε ντελικάτο. Μοιάζει λαξευμένο σε οψιδιανό ή σε κάποιο σκληρό ξύλο, μαυρισμένο από τον χρόνο. Θυμίζει πολεμική μάσκα, σοβαρή και ασάλευτη, χωρίς κάποια ένδειξη ότι ανήκει σε άνθρωπο, εκτός 12


από μια απειλητική λευκή γραμμή κάτω από τις μαύρες ίριδες των ματιών, που τους αγριοκοιτάζουν. «Πρέπει να προσέχετε περισσότερο ποιον προσβάλλετε». Σοκαρισμένοι οι σκλάβοι σιωπούν. «Αν κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι, οι επιστάτες σας θα έρθουν τρέχοντας». Τέσσερις άντρες, που έχουν βρει καταφύγιο από τη βροχή στο άνοιγμα μιας πόρτας τριάντα μέτρα πιο πέρα, φτιάχνουν τσάι σε ένα σαμοβάρι. Οι υδρατμοί από τη χύτρα τυλίγονται γύρω τους και τους κάνουν να μοιάζουν με στοιχειά από τον κόσμο των σκιών. Όμως αυτή η εντύπωση έλλειψης ύλης είναι απατηλή. Όταν τους δοθεί η ευκαιρία να επιβάλουν κάποια τιμωρία, ξεχνούν το τσάι τους σε χρόνο μηδέν και ορμούν στον κόσμο των ανθρώπων με τα μαστίγια και τα ματσούκια τους έτοιμα. Οι κρατούμενοι ρίχνουν το βλέμμα τους στο έδαφος και σέρνουν αμήχανα τα πόδια τους, συνειδητοποιώντας εκ των υστέρων πόσο λάθος έκαναν. Όμως σπάνια συναντάς κάποιον που να μιλάει αγγλικά σε τούτη την καταραμένη χώρα! Ο αυλικός τούς κοιτάζει ψύχραιμα. «Αυτοί οι άντρες έχουν επιλεχθεί για τη σκληρότητά τους. Στην ψυχή τους δεν κρύβουν ίχνος ανθρωπιάς. Έχουν οδηγίες να τιμωρούν τους οκνηρούς και τους απείθαρχους χωρίς να δείχνουν έλεος και δεν το ’χουν σε τίποτα να σας σκοτώσουν και να θάψουν τα σώματά σας στα τείχη που χτίζετε. Πάντα υπάρχουν διαθέσιμοι αντικαταστάτες. Η ανθρώπινη ζωή είναι φτηνή στη Μεκνές». Οι αιχμάλωτοι ξέρουν ότι αυτό που λέει δεν είναι σχήμα λόγου. Στρέφονται με απελπισία προς τον Γουίλ Χάρβεϊ για να τους εκπροσωπήσει (στο κάτω κάτω αυτός έκανε αρχικά το λάθος να στρέψει την προσοχή τους στον άντρα)· όμως εκείνος έχει το κεφάλι σκυμμένο, λες και περιμένει από στιγμή σε στιγμή κάποιο χτύπημα. Κανείς δεν λέει κουβέντα. Η ένταση κορυφώνεται. 13


Επιτέλους ο Χάρβεϊ σηκώνει το κεφάλι του. Η έκφραση στο πρόσωπό του μαρτυράει το πείσμα του. «Είσαι άνθρωπος; Ή μήπως είσαι σατανάς; Θέλεις να μας δεις να πεθαίνουμε για δύο αστόχαστες κουβέντες;» Οι υπόλοιποι παίρνουν βαθιά ανάσα. Για μια στιγμή στο πρόσωπο του αυλικού ζωγραφίζεται ένα αχνό χαμόγελο· έπειτα η μάσκα επιστρέφει στη θέση της. «Είμαι άνθρωπος; Καλή ερώτηση…» Σταματάει αφήνοντάς τους να δουν καλύτερα τον χρυσοποίκιλτο μανδύα του, τα ακριβά βραχιόλια στους μυώδεις μαύρους πήχεις του, τον ασημένιο κρίκο στο αριστερό αυτί του. «Είμαι μισός και μισός, ένα τίποτα· ένας σκλάβος, όπως κι εσείς. Θα πρέπει να λέτε ευχαριστώ που όταν με “έκοψαν”, δεν μου ξερίζωσαν την καρδιά». Το ομπρελίνο ξαναγυρίζει και μισοκρύβει το πρόσωπό του. Κανείς δεν λέει κουβέντα· δεν είναι σίγουροι τι εννοεί ο αυλικός. Τον παρακολουθούν να συνεχίζει τον δρόμο του μέσα από τις λάσπες προς τη μεγάλη έρημη έκταση ανάμεσα στο παλάτι και στη μεδίνα,4 που απλώνεται πιο πέρα. Περνάει μπροστά από τους επιστάτες· εκεί σταματάει. Οι αιχμάλωτοι κρατούν την ανάσα τους. Είναι φανερό πως χαιρετιούνται, αλλά δεν συμβαίνει τίποτα άλλο. Τελικά, σωφρονισμένοι, καταλαβαίνοντας ότι την έχουν γλιτώσει παρά τρίχα, ξαναρχίζουν την ατέλειωτη, κοπιαστική δουλειά τους. Υπάρχουν για να δουλεύουν –και να ζουν− μέρα τη μέρα. Κι αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι το μόνο που μπορεί να ζητήσει ο καθένας μας.

g 4

Το παλιό, περιτειχισμένο τμήμα της πόλης. (Σ.τ.Σ.) 14


2 «

Ε

ιρήνη σ’ εσάς, κύριε».

Ο Σίντι Καμπούρ είναι ένας λεπτός, ηλικιωμένος άντρας με φροντισμένη λευκή γενειάδα, περιποιημένα δάχτυλα και άψογους τρόπους. Σε καμία περίπτωση δεν θα τον περνούσες για τον πιο καταρτισμένο ειδικό στα δηλητήρια σε όλο το Μαρόκο. Γέρνει το κεφάλι του και μου χαμογελάει, συγκρατημένα ευγενικός, με τον ουδέτερο και τυπικό χαιρετισμό του μελετημένο, έτσι ώστε να δώσει την εντύπωση ότι δεν με έχει ξανασυναντήσει ποτέ, λες και είμαι άλλος ένας πελάτης που ανακάλυψε τυχαία τον πάγκο του κρυμμένο στο πίσω μέρος της αγοράς των βοτάνων, ακολουθώντας τη μυρωδιά του θυμιάματος, της ζαφοράς από το Ταλιουίν5 και άλλων, πιο παράνομων ουσιών. Όμως στην πραγματικότητα με γνωρίζει καλά. Οι ικανότητές του πολλές φορές έχουν αποδειχθεί χρήσιμες στην κυρία μου. Αμέσως το ένστικτό μου, οξυμένο από τη ζωή στην Αυλή, μπαίνει σε συναγερμό. Τον κοιτάζω από ψηλά, με το ήδη ικανό ύψος μου ακόμα μεγαλύτερο με αυτά τα γελοία τσόκαρα που φοράω. «Και σ’ εσάς, φκιχ».6 Η απόκρισή μου δεν προδίδει τίποτα. Το αριστερό του μάτι συσπάται αμυδρά και κοιτάζω πίσω του. Στο βάθος του μαγαζιού βρίσκεται ένας άντρας, που στέκεται στο μισοσκόταδο. Όταν το βλέμμα μου επιστρέφει στον μαγαζάτορα, τον βλέπω να σφίγγει τα χείλη του. Σαν να μου λέει πρόσεχε. 5 6

Πόλη του κεντρικού Μαρόκου. (Σ.τ.Μ.) Κύριε. (Σ.τ.Σ.) 15


«Τι βροχή κι αυτή!» δοκιμάζω να πω πρόσχαρα. «Η γυναίκα μου, ο Θεός να την έχει καλά, έβγαλε χθες το μεσημέρι όλα τα χαλιά από τη σάλα των ξένων και τα άπλωσε στην ταράτσα να αεριστούν». «Και ξέχασε να τα βάλει μέσα ξανά;» Ο Σίντι Καμπούρ ανασηκώνει τους ώμους του παραιτημένος. «Η μητέρα της ήταν άρρωστη. Πέρασε τη νύχτα στο προσκεφάλι της και θυμήθηκε τα χαλιά μόνο μετά την πρώτη προσευχή. Ήταν της γιαγιάς μου, φτιαγμένα από καλό, γερό μαλλί, αλλά ξέβαψαν». Κάνει μια γκριμάτσα, όμως καταλαβαίνω ότι μοναδικός σκοπός της συζήτησης είναι να ρίξει στάχτη στα μάτια του πελάτη που παραμονεύει στο βάθος. Ενώ απαριθμεί τα βότανα που ανέμειξε για την πεθερά του και εξηγεί την επίδραση που είχαν στη δυσκοιλιότητά της, ο ξένος άντρας αποφασίζει να μιλήσει. «Έχετε ρίζα από λυκοκρέμμυδο;» Οι τρίχες στον σβέρκο μου σηκώνονται όρθιες. Το λυκοκρέμμυδο είναι ένα φυτό δυσεύρετο, με αντιφατικές ιδιότητες. Οι ωφέλιμες ουσίες που περιέχει ο βολβός του μπορούν να περιορίσουν την αιμορραγία και να βοηθήσουν στη γρήγορη επούλωση των πληγών – αυτό το γνωρίζω πολύ καλά. Όμως τα φύλλα του έχουν την ιδιότητα να παράγουν μια θανατηφόρα τοξίνη. Η σπανιότητα του φυτού και η ισχυρή επίδρασή του ανεβάζουν την τιμή του σε εξωφρενικά ύψη. Από την προφορά του αγοραστή καταλαβαίνω ότι προέρχεται από κάπου ανάμεσα στο νότιο τμήμα της οροσειράς του Άτλαντα και στη Μεγάλη Έρημο, που είναι η περιοχή όπου βρίσκει κανείς πιο εύκολα το λυκοκρέμμυδο (επιπλέον βλέπω ότι φοράει πασούμια με στρογγυλή μύτη, που δεν συνηθίζονται εδώ στον βορρά). Συνεπώς πρέπει να ξέρει ότι μπορεί να το αγοράσει κανείς στην αγορά της Ταφραούτ7 σε πολύ πιο λογική τιμή. Πράγμα που σημαίνει ότι γι’ αυτόν τον άντρα, ή τον κύριο 7

Πόλη του νότιου Μαρόκου. (Σ.τ.Μ.) 16


που υπηρετεί, τα χρήματα δεν αποτελούν πρόβλημα και η ανάγκη για το φυτό είναι άμεση και επιτακτική. Όμως το ερώτημα παραμένει: προορίζεται για θεραπεία ή για δολοφονία; Ο Σίντι Καμπούρ πηγαίνει βιαστικά στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Νιώθω τα μάτια του ξένου να με κοιτάζουν επίμονα και του χαμογελάω ήπια, αλλά η ένταση στο βλέμμα του με αιφνιδιάζει. Οι αυλικοί γίνονται συχνά αντικείμενα φθόνου· οι άντρες των απολαύσεων και οι «αραπάδες» γνωρίζουν τακτικά την απέχθεια. Μάλλον γι’ αυτό με κοιτάζει έτσι. «Σαλάμ αλέικουμ. Ειρήνη σ’ εσάς, κύριε». «Και σ’ εσάς». Με το πρόσχημα ότι βγάζω τα λασπωμένα τσόκαρα, χώνω το χαρτί που κρατάω, το οποίο περιέχει μια λίστα με τα πράγματα που χρειάζομαι, κάτω από ένα μπουκάλι με το είδος του μόσχου που προτιμάει η αυτοκράτειρα Ζιντάνα, εκεί όπου ξέρω ότι θα το βρει ο Σίντι Καμπούρ. Δεν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιούμε αυτή τη μέθοδο οι δυο μας· πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός όταν διαχειρίζεσαι μυστικά. Χώνω τα τσόκαρά μου κάτω από τον πάγκο για να τα πάρω αργότερα και έπειτα ισιώνω το κορμί μου και κάνω ότι διώχνω το νερό της βροχής από τον μανδύα μου, ώστε ο ξένος να δει ότι δεν κρατάω κάτι στα χέρια μου. Όμως εκείνος δεν λέει να πάρει τα μάτια του από πάνω μου· το βλέμμα του μου προκαλεί ανατριχίλα. Μήπως τον έχω ξαναδεί στην Αυλή; Το πρόσωπό του μου είναι με κάποιο τρόπο οικείο. Κάτω από το πλεκτό κόκκινο σκουφί του τα χαρακτηριστικά του είναι γωνιώδη· αν δεν υπήρχε σίγουρα μια έκφραση κακίας στον τρόπο που σφίγγει τα χείλη του, θα τον έλεγες μέχρι και ομορφόπαιδο. Στο αυτί του δεν έχει τον κρίκο που δηλώνει ότι είναι κάποιος σκλάβος. Άραγε είναι απελεύθερος; Κάποιος έμπορος; Όλα είναι πιθανά. Το Μαρόκο είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά σταυροδρόμια του κόσμου, ολόκληρη η χώρα είναι μια τεράστια 17


αγορά. Όμως αν ο άντρας είναι απλώς ένας έμπορος, γιατί ο Σίντι Καμπούρ φρόντισε να με προειδοποιήσει; Και γιατί αυτός ο άνθρωπος επιδιώκει να αποκτήσει ένα πανίσχυρο δηλητήριο χωρίς να νοιάζεται αν τον ακούσουν οι άλλοι; Αν γνωρίζει ποιος είμαι, θα πρέπει να ξέρει ότι βρίσκομαι σε παρόμοια αποστολή. Μήπως πρόκειται για κάποιου είδους δοκιμασία; Και αν ναι, από ποιον; Βεβαίως έχω κι εγώ τις υποψίες μου. Έχω τους εχθρούς μου, το ίδιο και η κυρία μου. Ο Σίντι Καμπούρ εμφανίζεται ξανά. «Αυτό ψάχνετε;» Ο πελάτης οσμίζεται τους βολβούς του φυτού λες και μόνο μυρίζοντάς τους μπορεί να καταλάβει αν πληρούν τις προϋποθέσεις. Ακόμα μία λάθος κίνηση. Κάθε έμπειρος δηλητηριαστής γνωρίζει ότι δεν έχει σημασία πόσο φρέσκια είναι η ρίζα του συγκεκριμένου φυτού· όπως ο ξάδελφός του ο κρίνος, το λυκοκρέμμυδο δεν χάνει ποτέ τις θανατηφόρες ιδιότητές του. «Πόσο κάνει;» Ο βοτανοπώλης λέει μια εξωφρενική τιμή και ο άντρας τη δέχεται σχεδόν χωρίς παζάρια. Το γεγονός επιβεβαιώνει την υποψία μου ότι κάτι δόλιο βρίσκεται σε εξέλιξη. Ενόσω ο άνθρωπος από τον νότο ψάχνει στο πουγκί του για τα νομίσματα, φεύγω βιαστικά από το μαγαζί και βγαίνω στην αγορά των βοτάνων, γλιτώνοντας παρά τρίχα τη σύγκρουση με ένα καροτσάκι γεμάτο δοχεία με νερό και μαγειρικά σκεύη, φροντίζοντας να αφήσω γρήγορα πίσω μου κάμποσους γάιδαρους, μια ομήγυρη γυναικών που φορούν φερετζέ και μαλώνουν και ένα τσούρμο φωνακλάδικα πιτσιρίκια, χρήσιμα εμπόδια ανάμεσα σ’ εμένα και στον πιθανό διώκτη μου. Όταν βρίσκω καταφύγιο κάτω από το σκίαστρο ενός υπαίθριου καφενείου, κοιτάζω πίσω μου και παρατηρώ τους περαστικούς, αναζητώντας τον άνθρωπο με τα γωνιώδη χαρακτηριστικά και τον πλεχτό κόκκινο σκούφο. Όταν είμαι απολύτως σίγουρος ότι δεν με καταδιώκει κανείς, βρίζω μέσα από τα δόντια μου τον εαυτό 18


μου για την ανοησία μου. Το κράξιμο των Ευρωπαίων σκλάβων με έχει κάνει νευρικό. Δεν είμαι ο εαυτός μου. Επιπλέον πρέπει να κάνω τα θελήματα που μου έχει αναθέσει ο αφέντης μου. Δεν έχω χρόνο να χαζολογάω εδώ, σιγοβράζοντας μέσα στην παράνοιά μου. Καλύτερα να αφήσω τον Σίντι Καμπούρ να ξεφορτωθεί με την ησυχία του τον άνθρωπο από τον νότο και να αρχίσει να ετοιμάζει την παραγγελία της αυτοκράτειρας. Θα επιστρέψω αργότερα για να την παραλάβω. Η λίστα συμπεριλαμβάνει μερικά είδη που ίσως του πάρει λίγη ώρα να ετοιμάσει. Ο πάγκος του σελοποιού βρίσκεται στην άλλη πλευρά της αγοράς, πέρα από τους υφασματέμπορους, τους εμπόρους ειδών ραπτικής και τους ραφτάδες, τους σανδαλοποιούς και τους τσαγκάρηδες. Ο σελοποιός είναι ένας μεγαλόσωμος άντρας, σχεδόν το ίδιο σκούρος μ’ εμένα, με αδρά, θλιμμένα χαρακτηριστικά. Μόλις ακούει αυτό που του ζητάω, το πρόσωπό του παίρνει μια σχεδόν κωμική έκφραση απογοήτευσης. «Μια σκατοσακούλα; Με χρυσά κεντίδια;» Γνέφω καταφατικά. «Προορίζεται για ένα πολύ ιερό άλογο. Έχει κάνει το προσκύνημα στη Μέκκα και οι σβουνιές του δεν επιτρέπεται να πέφτουν στο έδαφος». Εξηγώ με κάθε λεπτομέρεια το σχέδιο που επιθυμεί ο Μουλάι Ισμαήλ. Ο άνθρωπος γουρλώνει τα μάτια του. «Και πόσα θα πληρώσει ο σουλτάνος για μια τόσο περίπλοκη δουλειά;» Όμως δείχνει ήδη ηττημένος, γιατί ξέρει την απάντηση. Ανοίγω τις παλάμες μου έχοντας απολογητική διάθεση. Ο σουλτάνος, αν μπορούσε, δεν θα αποχωριζόταν ούτε μία δεκάρα. Η χώρα και όλα όσα περικλείουν τα σύνορά της του ανήκουν. Για ποιο λόγο να πληρώσει για οτιδήποτε; Τι του χρειάζονται τα χρήματα σε ένα τέτοιο σύστημα; Όμως ο αφέντης μου τα καταχωνιάζει στο θησαυροφυλάκιο και, αν οι φήμες έχουν κάποια βάση, σε πλήθος μυστικά δωμάτια, σκαμμένα κάτω από το παλάτι. Μία μέρα αφότου 19


πέθανε ο αδελφός του, ο σουλτάνος Μουλάι Ρασίντ −ενώ χαιρόταν τη Μεγάλη Γιορτή,8 καλπάζοντας ξέφρενα με το άλογό του στους κήπους του παλατιού του στο Μαρακές, ώσπου το χαμηλό κλαδί μιας πορτοκαλιάς τού τσάκισε το κεφάλι−, ο Ισμαήλ κατέλαβε το θησαυροφυλάκιο στη Φες και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Έτσι πήρε στα χέρια του τον έλεγχο των πληρωμών του στρατού, ο οποίος δήλωσε αμέσως ότι στηρίζει το πρόσωπό του. Είναι πανούργος άνθρωπος ο αφέντης μου, έχει το ένστικτο της εξουσίας. Είναι καλός αυτοκράτορας, αν και κάπως ιδιόρρυθμος. Θυμίζω στον φουκαρά σελοποιό ότι η βασιλική παραγγελία σίγουρα θα του εξασφαλίσει επιπλέον δουλειά από αυτούς που θα θελήσουν να μιμηθούν το παράδειγμα του αφέντη μου, αλλά φεύγοντας δεν τον βλέπω να έχει πειστεί ότι θα υπάρξουν πολλοί ακόμα που θα θελήσουν να έχουν χρυσοκέντητες σκατοσακούλες. Οι υπόλοιπες σημαντικές δουλειές μου ολοκληρώνονται με μεγαλύτερη ευκολία, μιας και οι έμποροι ξέρουν καλά πώς λειτουργεί το πράγμα. Εκτός αυτού είναι τιμή να προμηθεύεις τον αυτοκράτορα, που είναι απευθείας απόγονος του Προφήτη. Είναι κάτι για το οποίο αξίζει να καυχηθείς. Μερικοί έχουν φτιάξει ταμπέλες που γράφουν: Προμηθευτής της Αυτού Μεγαλειότητας του Σουλτάνου Μουλάι Ισμαήλ, αυτοκράτορα του Μαρόκου, ο Θεός να του χαρίζει δόξα και μακροζωία. Αυτός θα ζήσει περισσότερο απ’ όλους μας, σκέφτομαι ενώ συνεχίζω τον δρόμο μου. Σίγουρα περισσότερο απ’ όσους βρίσκονται στην εμβέλεια του θυμού του. Ή του ξίφους του. Το επόμενο ραντεβού μου είναι αυτό που περιμένω με τη μεγαλύτερη ανυπομονησία. Ο κόπτης βιβλιοπώλης επισκέπτεται σπάνια τη Μεκνές. Έχει κάνει μια ειδική επίσκεψη αυτή την ένδοξη εποχή, με σκοπό να φέρει στον Ισμαήλ έναν τόμο που ο σουλτάνος λαχταρά, για να συμπληρώσει την ξακουστή συλλογή 8

Το Ιντ αλ-φιτρ, η γιορτή στο τέλος του ιερού μήνα Ραμαντάν. (Σ.τ.Μ.) 20


των ιερών βιβλίων του. Όχι ότι ο Ισμαήλ μπορεί να διαβάσει έστω και μία λέξη από αυτούς τους τόμους ο ίδιος (για ποιο λόγο, όταν μπορεί να πληρώσει λόγιους να το κάνουν για λογαριασμό του; Επιπλέον έχει αποστηθίσει ολόκληρο το Κοράνι, ένα προσόν το οποίο του αρέσει συχνά να επιδεικνύει). Όμως αγαπάει τα βιβλία του και τους φέρεται με μεγάλη ευλάβεια. Τρέφει γι’ αυτά πολύ μεγαλύτερο σεβασμό απ’ ό,τι για την ανθρώπινη ζωή. Μετά τους συνήθεις υπερβολικούς χαιρετισμούς και τις ερωτήσεις για το τι κάνουν η σύζυγος, η μητέρα, τα ξαδέλφια και οι κατσίκες του, ο Αιγύπτιος φεύγει για να πάει να φέρει την παραγγελία μου από το θησαυροφυλάκιο που νοικιάζει όταν βρίσκεται στην πόλη, και περνάω λίγη ώρα απολαμβάνοντας τις μυρωδιές του παλιού δέρματος και της περγαμηνής, αγγίζοντας τα καλοσυντηρημένα εξώφυλλα και μελετώντας τους εγχάρακτους στίχους. Όταν ο βιβλιοπώλης επιστρέφει βιαστικός, είναι ξέπνοος και αναψοκοκκινισμένος και η κουκούλα της τζελάμπα9 του είναι μούσκεμα. Καθώς βγάζει το βιβλίο από το λινό του κάλυμμα, αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο δεν το είχε φυλαγμένο μαζί με το υπόλοιπο εμπόρευμα, γιατί η ομορφιά του μου κόβει την ανάσα. Το στάχωμά του είναι διακοσμημένο με δύο τόνους του χρυσού. Λεπτοδουλεμένα πολύπλοκα σχέδια έχουν αποτυπωθεί με βαθυτυπία σε ένα κεντρικό φάτνωμα, το οποίο πλαισιώνεται από έντονη, διπλή μπορντούρα. Μου θυμίζει τα χαλιά στα δωμάτια του σουλτάνου, αυτές τις υπέροχες δημιουργίες που έχουν έρθει από μέρη μακρινά, όπως η Χεράτ και η Ταυρίδα. «Μπορώ;» ρωτάω. Το πρόσωπό μου παραμένει ατάραχο, αλλά καθώς απλώνω τα χέρια μου να πιάσω το βιβλίο, τα νιώ­θω να τρέμουν. «Είναι από τη Σιράζ.10 Κατασκευάστηκε τα πρώτα χρόνια της 9 Κελεμπία με κουκούλα. (Σ.τ.Σ.) 10 Πόλη του σημερινού Ιράν. (Σ.τ.Μ.) 21


δυναστείας των Σαφαβιδών.11 Βλέπεις αυτά τα δαντελωτά σχέδια στο εσωτερικό φάτνωμα; Είναι ένα υπέροχο κομψοτέχνημα, αλλά εξαιρετικά εύθραυστο». «Είναι από μετάξι ή χαρτί;» περνάω τα ακροδάχτυλά μου πάνω από τα δαντελωτά σχέδια του εσωφύλλου, αγγίζοντας τιρκουάζ ρόμβους που μοιάζουν με πετράδια. Ο κόπτης βιβλιοπώλης χαμογελάει με επιείκεια για την άγνοιά μου. «Μετάξι βεβαίως». Ανοίγω τον τόμο σε μια τυχαία σελίδα και πέφτω πάνω στην 113η σούρα,12 την ελ-Φελάκ, τη Χαραυγή. Ανιχνεύοντας τους καμπυλωτούς καλλιγραφικούς χαρακτήρες με το δάχτυλό μου, διαβάζω φωναχτά: «Επιδιώκω για καταφύγιό μου τον Κύριο της Χαραυγής, απ’ την κακία των όσων έπλασε, κι απ’ το κακό που φέρνει το Σκοτάδι, εφόσον επεκτείνεται, κι απ’ τη βλάβη όσων γυναικών ασκούν τις Κρυφές Τέχνες, κι απ’ το κακό του φθονερού, όταν ασκεί τον φθόνο».13 Θα μπορούσε να περιγράφει τον κόσμο μου. Σηκώνω το βλέμμα μου. «Είναι μια έκδοση αντάξια της ομορφιάς των στίχων που περιέχει». «Πράγματι, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός». «Αν έλεγα στον σουλτάνο ότι ισχυρίζεσαι πως αυτό το βιβλίο δεν έχει τιμή, πολύ πιθανόν να σήκωνε αδιάφορα τους ώμους του και να δήλωνε ότι τίποτα απ’ όσα θα μπορούσε να δώσει δεν θα ήταν αρκετό και άρα δεν θα σου δώσει τίποτα». Κάνω μια παύση με σημασία. «Όμως είμαι εξουσιοδοτημένος να σου κάνω μια προσφορά». Ορίζω ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Αντιπροτείνει τα διπλά και έπειτα από λίγο πολιτισμένο παζάρι καταλήγουμε κάπου στη μέση. 11 Η ιρανική δυναστεία των Σαφαβιδών βασίλεψε από το 1502 έως το 1736. Γενάρχης της ήταν ο σεΐχης Σάφι αντ-Ντιν (1253-1334). (Σ.τ.Μ.) 12 Κεφάλαιο του Κορανίου. (Σ.τ.Σ.) 13 Σούρα 113, ελ-Φέλακ, («Η Χαραυγή»). Τα αποσπάσματα του Κορανίου που παρατίθενται προέρχονται από την έκδοση Το Ιερό Κοράνιο και μετάφραση των Εννοιών του στην Ελληνική Γλώσσα, Συγκρότημα του Βασιλιά Φαχντ για την εκτύπωση του Ιερού Κορανίου, σ. 985. (Σ.τ.Μ.) 22


«Έλα στο παλάτι το πρωί μετά τα εγκαίνια», του λέω, «και ο μεγάλος βεζίρης θα τιμήσει τη συμφωνία». «Θα φέρω το βιβλίο στον σουλτάνο αύριο». «Πρέπει να πάρω το βιβλίο μαζί μου τώρα. Ο Μουλάι Ισμαήλ ανυπομονεί να το δει. Εκτός αυτού αύριο είναι η μέρα της σύναξης. Δεν θα δεχτεί επισκέπτες». «Με τέτοιο καιρό; Αν πέσει πάνω του έστω και μία σταγόνα βροχής, θα καταστραφεί. Άφησέ με να το φέρω στο παλάτι ο ίδιος το σαμπάτ, με το κατάλληλο περιτύλιγμα για την παρουσίαση». «Αν δεν γυρίσω με το βιβλίο, θα χάσω το κεφάλι μου, και όσο άσχημο κι αν είναι, έχω καλλιεργήσει ένα περίεργο είδος προσκόλλησης σ’ αυτό». Ο άντρας με κοιτάζει με ένα στραβό χαμόγελο και θυμάμαι ότι παρά τη χιλιοπαινεμένη σύζυγο και τα παιδιά του, είναι γνωστό ότι έχει κάνα δυο αγόρια, που τα πληρώνει καλά για τις εκδουλεύσεις τους, μια συνήθεια που ίσως γίνεται αποδεκτή στην Αίγυπτο, αλλά στο Μαρόκο του Ισμαήλ είναι καλύτερα να μένει κρυφή. «Δεν είναι άσχημο, Νους-Νους· ούτε εγώ θα ήθελα να το δω χώρια από το υπόλοιπο σώμα σου. Πάρ’ το λοιπόν, αλλά προστάτευσέ το με την ίδια σου τη ζωή. Θα έρθω για την πληρωμή το πρωινό του σαμπάτ». Αναστενάζοντας το τυλίγει με σεβασμό στο λινό κάλυμμα και μου το δίνει. «Μην ξεχνάς ότι είναι αναντικατάστατο». Θα έλεγα ψέματα αν υποστήριζα ότι δεν αισθάνομαι ανησυχία από τη στιγμή που κουβαλάω έναν τέτοιο θησαυρό μαζί μου, ωστόσο έχω κάνα δυο θελήματα ακόμα να φέρω σε πέρας· πρέπει να αγοράσω μπαχαρικά για τον φίλο μου τον Μαλίκ και έπειτα να γυρίσω γρήγορα στον βοτανοπώλη για να πάρω τα πράγματα της Ζιντάνα. Ο Μαλίκ κι εγώ έχουμε αποκτήσει το συνήθειο να ανταλλάσσουμε χάρες. Έχουμε γίνει φίλοι από ανάγκη, αλλά και από συμπάθεια, μιας και εκτός από τα άλλα μου καθήκοντα είμαι και 23






Πίσω από τα μεγάλα τείχη και τις επιβλητικές αψίδες του παλατιού της Μεκνές, ο Νους-Νους, αιχμάλωτος γιος φυλάρχου, σκλάβος πλέον και γραφέας της Αυλής, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σκοτεινής συνωμοσίας, στην οποία εμπλέκονται τρεις πανίσχυρες μορφές: ο απάνθρωπος και δεσποτικός σουλτάνος του Μαρόκου Μουλάι Ισμαήλ, ένας από τους πιο τυραννικούς ηγεμόνες της Ιστορίας, η διαβόητη σύζυγός του Ζιντάνα, ειδική στη χρήση δηλητηρίων και στη μαύρη μαγεία, και ο μοχθηρός μεγάλος βεζίρης. Όμως και η νεαρή Αγγλίδα Άλις Σουάν, η οποία αιχμαλωτίζεται και καταλήγει στην Αυλή, αντιμετωπίζει το δικό της δίλημμα: πρέπει να γίνει παλλακίδα στο χαρέμι του σουλτάνου, αλλιώς θα πεθάνει. Η Άλις και ο Νους-Νους οδηγούνται σε μια απροσδόκητη συμμαχία που θα καταλήξει σε μια βαθιά σχέση… Πάθος, έρωτας, μαγεία, θρησκοληψία, δολοπλοκίες… Ένα μυθιστόρημα γεμάτο από τη σαγήνη της Ανατολής και της Ιστορίας.

www.kalendis.gr ISBN 978-960-219-995-4

9 789602 199954


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.