Ο όρος μουσειογραφία πρωτοεμφανίστηκε τον 18ο αιώνα (Neikel, 1727) και είναι παλαιότερος από τον όρο μουσειολογία. Έχει δε τρεις διακριτές σημασίες: 1. Στις μέρες μας η μουσειογραφία ορίζεται ως η πρακτική ή εφαρμοσμένη πτυχή της μουσειολογίας, δηλαδή, ως οι τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί για την επιτέλεση των μουσειακών λειτουργιών και ειδικότερα εκείνων που αφορούν στον σχεδιασμό και τον εξοπλισμό των μουσειακών εγκαταστάσεων, τη συντήρηση, την αποκατάσταση, την ασφάλεια και την έκθεση. Σε αντίθεση με τη μουσειολογία, ο όρος μουσειογραφία χρησιμοποιείται εδώ και πολύ καιρό για να περιγράψει τις πρακτικές δραστηριότητες που σχετίζονται με τα μουσεία. Ο όρος χρησιμοποιείται τακτικά στον γαλλόφωνο κόσμο, αλλά σπάνια στον αγγλόφωνο, όπου προτιμάται ο σύνθετος όρος «μουσειακή πρακτική» (museum practice). Πολλοί μουσειολόγοι από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «εφαρμοσμένη μουσειολογία», που σημαίνει την πρακτι-
κή εφαρμογή των τεχνικών που προκύπτουν από τη μελέτη της μουσειολογίας, μίας επιστήμης εν εξελίξει. 2. Στα γαλλικά, η χρήση του όρου μουσειογραφία αφορά την τέχνη (ή τις τεχνικές) των εκθέσεων. Τα τελευταία χρόνια έχει προταθεί ο όρος εκθεσιογραφία (expography), που σημαίνει τον σχεδιασμό εκθέσεων, για να περιγραφούν οι τεχνικές που αφορούν τις εκθέσεις, είτε αυτές πραγματοποιούνται σε μουσείο είτε σε μη μουσειακό χώρο. Σε γενικές γραμμές, αυτό που αποκαλούμε «μουσειογραφικό πρόγραμμα» (museographical programme) καλύπτει τον προσδιορισμό των περιεχομένων της έκθεσης και των προδιαγραφών της, καθώς και τις λειτουργικές σχέσεις ανάμεσα στους εκθεσιακούς χώρους και τους άλλους χώρους του μουσείου. Αυτός ο ορισμός δεν σημαίνει πως η μουσειογραφία (η μουσειακή πρακτική) ορίζεται μόνο από εκείνο το κομμάτι του μουσείου που αντικρίζουν οι επισκέπτες. Οι μουσειογράφοι (σχεδιαστές μουσείων ή σχεδιαστές εκθέσεων), όπως και άλλοι επαγγελματίες του μουσείου, 95