3. Είκοσι χρόνια μετά.
Κ
οιμόταν, αλλά το κορμί της βρισκόταν σε υπερένταση. Στριφογύρισε νευρικά στο στρώμα. Ο Φώτης ανάσανε βαριά. Μισοκοιμισμένος όπως ήταν, άπλωσε το χέρι του και ψαχούλεψε να βρει την κοιλιά της. Ν’ ακουμπήσει την ανοιχτή του παλάμη. Να την ηρεμήσει. Εκείνη τραντάχτηκε απότομα. Τον σκούντηξε. Το πόδι της συσπάστηκε. «Μάγδα», ψιθύρισε ο Φώτης τρυφερά. «Μάγδα…» Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά. Τα μαλλιά της βεντάλια πάνω στο μαξιλάρι και τα φρύδια της σμιχτά, κολλημένα κάτω από τις βαθιές γραμμές στο μέτωπό της. Ο Φώτης ανασηκώθηκε ανήσυχος. Άλλος ένας εφιάλτης… Χάιδεψε τις μπούκλες της, ένιωσε την υγρασία του ιδρώτα της. Ξεφύσησε. Η αποπνικτική ζέστη του Αυγούστου έπεσε απάνω του. Τον βάρυνε. Τον βούλιαξε στο κρεβάτι. ∆ίπλα της. Γιατί; Γιατί πάλι; ∆εν μπορούσε να το καταλάβει. ∆εν το χωρούσε ο νους του. Μετά από τόσο καιρό. Ξανά. Να πεις ότι τους έλειπε κάτι; Να πεις ότι δεν την αγαπούσε; Κι εκείνη ξεγλιστρούσε. Μέρα με τη μέρα, μέσα από τα δάχτυλά του. 26