E-BOOK ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ 2020

Page 1

2


ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

3


4


ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ

«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…»

5


6


΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ

4ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ΢ ΜΑΘΗΣΙΚΟ΢ ΔΙΑΓΩΝΙ΢ΜΟ΢ ΢ΤΓΓΡΑΥΗ΢ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ

3ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ΢ ΔΙΑΓΩΝΙ΢ΜΟ΢ ΢ΤΓΓΡΑΥΗ΢ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ ΑΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟΤ΢

ΜΕ ΘΕΜΑ: «Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…»

7


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ - ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ Web site: http://diktyoparamythia.blogspot.gr

΢ΦΕΔΙΑ΢ΜΟ΢ – ΔΙΟΡΘΩ΢ΕΙ΢-ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΢ΕΛΙΔΟΠΟΙΗ΢Η: ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ Website: http://storytellerdome.blogspot.gr Έργο εξώφυλλου: Μιζαμίδου Κυριακή Ηλεκτρονική διεύθυνση: diagonismosparamythiou@gmail.com Website: https://contestfairytale.wordpress.com/ Ευγενική χορηγία: Α.Ε. Σ΢ΙΜΕΝΣΑ ΣΙΣΑΝ

ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢: ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

ISBN:978-618-5261-31-3

Copyright @2021

8


΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ

ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢: ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

9


10


ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ 1

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…

σελ. 13-14

2

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…, μια μαγική πόρτα για το μέλλον Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…

σελ. 15-16

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Ε περιπέτεια του Θαμπανέτου και της Κπουμπουλίνας Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Ν Κανωλιός και η Ρριανταφυλλένια

σελ.20-22

6

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Νι τρεις φίλοι που ήθελαν να γίνουν ήρωες

σελ. 27-29

7

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Ρο μαγικό διαμάντι Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Νι τέσσερις ευχές που φέρνουν τη φύση στις πύλες της ζωής, με τον Αούλβερι αντιμέτωπο με τον Καγικό-Θακό βασιλιά Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…

σελ.30-32

10

«Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πρέπει να ανοίξεις» είπε ο μαγικός καθρέπτης

σελ.39-43

11

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…

σελ.44-47

12

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…

σελ.48-50

13

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Ρο άσπρο δάσος Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… άνοιξε και βάλε μας στην πολιτεία την ονειρένια

σελ.51-55

3 4 5

8

9

14 15

σελ. 17-19

σελ. 23-26

σελ.33-35

σελ.36-38

σελ.56-60

16

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Ραξιδέψτε σε σελ.61-64 ένα κόσμο διαφορετικό Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… σελ.65-68

17

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…

σελ.69-72

18

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…

σελ.73-76

19

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…

σελ.77-81

11


12


Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Κια φορά ήταν μία πόλη από υπολογιστές φτιαγμένη και καλώδια. Γκεί ζούσε ένα αγόρι που όταν θύμωνε έβγαζε κεραυνούς, φωτιές κι αστραπές από τα χέρια του. Θάποιοι είπαν πως το έπαθε όταν αρρώστησε κι από τον πυρετό δε μπορούσε να παίξει και θύμωσε. Άλλοι είπαν πως το έπαθε όταν πήγε να σώσει ένα βιβλίο από τη φωτιά. Ζύμωσε γιατί έκαψε τα χέρια του και μόνο μισή σελίδα έσωσε, που έλεγε: «Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, είπε ο μαγικός καθρέφτης», αλλά το αγόρι δεν κατάλαβε τίποτα. Νι άνθρωποι της πόλης του όταν τον βλέπανε να θυμώνει φοβόντουσαν αυτό που θα ερχόταν και τρέχανε να βρούνε μέρος να κρυφτούν. ΋ταν τέλειωνε ο θυμός του κι όλα ησύχαζαν, οι άνθρωποι γύριζαν. Κια μέρα ήρθε ο θυμός του με τους κεραυνούς του, τις αστραπές του και τις φωτιές του και πάθανε όλοι οι υπολογιστές βραχυκύκλωμα, διακοπή ρεύματος, βλάβες… ΋λοι πάθανε αυτό που το λένε επείγον. Βηλαδή, χρειαζόμαστε βοήθεια… Έφυγαν όλοι οι άνθρωποι κι η πόλη έμεινε άδεια, κατεστραμμένη. ΐρήκαν μια πόλη φτιαγμένη από καθρέφτες. ΐλέπανε τον εαυτό τους πολλές φορές και τρόμαξαν, μπερδεύτηκαν και νομίζανε ότι είναι πάρα πολλοί άνθρωποι, άπειροι. «Το άπειρο είναι τεράστιο για μας», είπαν κι έφυγαν, χάθηκαν κι έφτασαν στο τέλος της πόλης. Ρο αγόρι είχε μείνει μονάχο. Έβλεπε το τίποτα και κανέναν και σκεπτόταν «Που πήγαν όλοι; Που κάνω λάθος;» Ένιωθε μοναξιά και πικραμένο έτρωγε σοκολάτα για να περνάνε οι μέρες γλυκά. Ε σοκολάτα έλιωνε στη γλώσσα του, γλίστραγε στα δόντια του κι ένιωθε ωραία… «Αλλά δε μπορώ να έχω φίλο μία σοκολάτα, σκεφτόταν…» Θι έφυγε και ζούσε έξω. Ένας αγρότης τον είδε λυπημένο και του είπε: «Μην κλαις, έλα να φροντίζεις τα ζώα μου. Θα σου μάθω εγώ να το κάνεις». Θαι πήγε και τα φρόντιζε. Ρα βράδια ένιωθε μόνος, αλλά έτρωγε μπισκότα, σοκολάτα, μέλι, πασπάλιζε και τα ζώα 13


με σοκολάτα κι αυτά γλειφόντουσαν. Ήταν η παρέα του και αυτός η δική τους. Ένα βράδυ κάθισε στο ποτάμι, κοίταζε τα νερά του και το φεγγάρι του είπε: «Θάνε κάτι για μένα, φέρε μου λίγη τύχη, έναν φίλο, μια οικογένεια…». Θαι τότε έλαμψε το φεγγάρι και είδε στα νερά τον εαυτό του και πίσω του ένα κορίτσι που κρατούσε έναν καθρέφτη και χτένιζε τα μαλλιά της. Ρο αγόρι γύρισε και της είπε λέξεις που είχε φυλαγμένες και δεν τις είπε πουθενά μέχρι τότε, γιατί δεν είχε που να τις πει. Θι οι λέξεις βγήκανε γλυκές. Έχω για σένα σοκολάτα, μπισκότα και μέλι. Θέλεις; της είπε. Θι εκείνη είπε «ναι» κι έφαγε. Θαι τότε ο καθρέφτης στα χέρια της έπαθε πανικό κι έτρεμε.«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, είπεο μαγικός καθρέφτης. Ψάξε να τη βρεις». Θαι το κορίτσι είπε: «Σε μένα μιλάς;» Θαι το αγόρι ρώτησε: «Σε μένα μιλάς;» Θι ο καθρέφτης έγινε όπως πριν, απλός καθρέφτης. Βε ξαναμίλησε. Ρο αγόρι κοίταξε το κορίτσι κι ένιωσε το σ‟ αγαπώ στη γλώσσα του, να λιώνει σα σοκολάτα… «Σ’ αγαπώ», της είπε. Θαι το κορίτσι κοίταξε το αγόρι κι άκουσε την καρδιά της να κάνει κρατς και κριτς σαν μπισκότο και το σ‟ αγαπώ να γλιστρά στο λαιμό της σανμέλι. «Σ’ αγαπώ»,του είπε και βρήκαν την πόρτα την κρυφή, τη μαλαματένιακι έμειναν για πάντα μαζί. Ε αγάπη τους έγινε αστέρι και φώτισε το δρόμο στους ανθρώπους που είχαν χαθεί. Θι αυτοί περπάτησαν στο δρόμο του αστεριού, όπως έκαναν κι οι μάγοι.Αύρισαν κι έφτιαξαν την πόλη τους.Βε φοβόντουσαν πιατο αγόρι γιατί παντρεύτηκε το κορίτσι, έκαναν παιδιάκι όταν θύμωνε δεν έβγαζε πια φωτιές, αστραπές και βροντές από τα χέρια. Έτρωγε σοκολάτα, μπισκότα, μέλι, μαλάκωνε ο θυμός του κι έφευγε μακριά. Νηπιαγωγείο Λαιμού Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Γρίβα Ανδριάνα ΢φακιανοπούλου Μάρω

14


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… μια μαγική πόρτα για το μέλλον!»

Κια φορά κι έναν καιρό, ήταν δύο φίλοι, η ΐιολέτα και ο Θος Ξατάτας. Ν Θος Ξατάτας ήταν πολύ στενοχωρημένος, γιατί το χώμα της γης είχε μολυνθεί με τα τοξικά σκουπίδια των ανθρώπων και δεν μπορούσαν να μεγαλώσουν οι ρίζες του. Ε ΐιολέτα, που ήταν η καλύτερή του φίλη, του είπε να ψάξουν να βρουν ένα μέρος που οι άνθρωποι δεν το έχουν μολύνει και να ζήσουν εκεί. Κάζεψαν λοιπόν τα πράγματά τους, ο Θος Ξατάτας τις ρίζες του, και με τα πατίνια τους έφυγαν για το άγνωστο. Κετά από λίγες ώρες κουράστηκαν και αποφάσισαν να σταματήσουν σ‟ ένα ποτάμι για να πιούν νερό. Γκεί, στην κουφάλα ενός δέντρου, υπήρχε κρυμμένη μια μαλαματένια πόρτα. -Ρι είναι αυτή η πόρτα; Οώτησε ο Θος Ξατάτας. Κήπως είναι μαγική; - Βεν ξέρω, απάντησε η ΐιολέτα, ας την ανοίξουμε να δούμε. Ξίσω από τη μαλαματένια πόρτα υπήρχαν πολλά σκαλοπάτια. Νι δυο μας φίλοι τα ανέβηκαν κι όταν έφτασαν στην κορυφή τους, είδαν έναν πραγματικό παράδεισο! Ένα καταπράσινο δάσος, γεμάτο με πουλιά και πολύχρωμα λουλούδια ! Έναν καταγάλανο ουρανό με πεταλούδες ! Κια μικρή λιμνούλα, όπου κολυμπούσαν ψαράκια, πάπιες, χήνες, κύκνοι και φλαμίνγκο! -Γδώ θα στήσουμε την σκηνή μας, είπε ο Θος Ξατάτας. Γδώ που δεν το έχει ακουμπήσει χέρι ανθρώπου, δεν υπάρχουν σκουπίδια και ο αέρας είναι καθαρός. Γδώ θα ριζώσω και θα φτιάξω και την οικογένειά μου. -Λαι, έχεις δίκιο, είπε η ΐιολέτα, είναι το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσεις τη ζωή σου απ‟την αρχή. Ζα μείνουμε στο δάσος και θα τρώμε φρούτα, ελιές , βατόμουρα και λαχανικά. ΋μως πρέπει να προσέχουμε, να μην μολύνουμε το δάσος μας. -Ρι εννοείς; Ώφού δεν θα έχουμε ούτε πλαστικά πράγματα, ούτε γυάλινα, ούτε χάρτινα, ούτε αλουμινένια. Ρι σκουπίδια μπορούμε να κάνουμε; Οώτησε ο Θος Ξατάτας

15


-Σλούδες, Θε Ξατάτα, φλούδες απ‟ τα φρούτα και τα λαχανικά που θα τρώμε. Θαι αυτά σκουπίδια είναι, αλλά χρήσιμα σκουπίδια, οργανικά! -Ξρώτη φορά ακούω για τέτοια σκουπίδια, είπε ο Θος Ξατάτας -Λα σου εξηγήσω. ΋λες οι φλούδες, τα οργανικά δηλαδή σκουπίδια, αν τα θάψεις, λιώνουν και γίνονται λίπασμα. Γπίσης, τα σποράκια απ‟τα φρούτα που θα τρώμε, μπορούμε να τα φυτεύουμε και σε λίγα χρόνια θα έχουμε το δικό μας κήπο. - Ιίπασμα; Θαι μάλιστα υγιεινό; Ε αγαπημένη μου λιχουδιά! είπε ξερογλείφοντας ο Θος Ξατάτας. ΋μως με όλα αυτά τα σχέδια κουράστηκα και πείνασα. Ξάμε μια βόλτα να εξερευνήσουμε το δάσος; -Ξολύ καλή ιδέα, φίλε μου, απάντησε η ΐιολέτα Θι έτσι κι έγινε. Νι δύο μας φίλοι, αγκαλιασμένοι, ξεκίνησαν την εξερεύνησή τους. Θαι είμαστε σίγουροι ότι έζησαν πολύ καλά ,σε ένα μέρος που ονειρεύονται όλα τα παιδιά του κόσμου!

6o Νηπιαγωγείο Βόλου Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Σσιγάρα ΢οφία

16


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» Κια φορά κι έναν καιρό, σ ένα λιβάδι κάθονταν δύο βοσκοί, μαζί με τα προβατάκια τους. Μαφνικά βλέπουν από το βουνό να κατεβαίνει μια μπαμπόγρια κρατώντας έναν καθρέπτη ξύλινο και μαυρισμένο. - Πας παρακαλώ, θα μου δώσετε λιγουλάκι νερό; είπε. Νι βοσκοί, της έδωσαν από το παγουρίνο τους και περίεργοι στάθηκαν μπροστά στον καθρέπτη. Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια πέρασέ τους μέσα να ξεραθούν από τα γέλια! ψιθύρισε σιγανά ο καθρέπτης. Ένα δυνατό σκούντημα τους τρόμαξε, αλλά τους έσπρωξε στη Αελιοχώρα, στο χωριό που όλοι γελούσαν και ήταν χαρούμενοι. Ξαρατήρησαν όμως, ότι όλοι κρατούσαν στα χέρια τους ραβδιά διαμαντένια που λαμποκοπούσαν σαν φτερά αγγέλων.

Νι βοσκοί άρχισαν να τα πειράζουν και να τα μπερδεύουν το ένα με το άλλο. Θαυγάς, σαματάς και τσακωμοί άρχισαν στη Αελιοχώρα. Ένας γελαστός αέρας που φύσηξε δυνατά σα δράκος τους πέταξε έξω στο λιβάδι. Ε γριά δε μίλησε. Ξήρε τον καθρέπτη της και συνέχισε το δρόμο της. Ξερπάτησε ώρα πολύ και πείνασε. Κυρωδιές σοκολάτας έσπασαν τη μύτη της. Λα το! Ρο σοκολατένιο σπίτι. Ττύπησε όσο δυνατά μπορούσε την πόρτα. Ρης άνοιξε ο σγουρομάλλης ο Ρουτούλης. - Ξεινάω… είπε, έτοιμη να σωριαστεί. Ξέρασε μέσα, με τη βοήθεια του Ρουτούλη. - Βεν έχω δόντια, κατάπια τη μασέλα μου! είπε η μπαμπόγρια. 17


- Ρότε θα σου δώσω κρεμούλα σοκολάτας. Ε γριά έτρωγε λαίμαργα κι ευχαριστημένη. Ρο παιδί σίμωσε στον καθρέπτη. - Ρί όμορφος που είμαι με τα σγουρά μου τα μαλλιά, είπε σιγά. Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια άνοιξε να μπει αφού είναι όμορφο παιδί! ακούστηκε μια ψιθυριστή παιχνιδιάρικη φωνή. Ν Ρουτούλης μ ένα σπρώξιμο βρέθηκε σ ένα κουρείο. - Ζέλω να με κουρέψεις, για να γίνω ακόμη πιο όμορφος, είπε. Ν κουρέας με το μεγάλο μουστάκι και την καράφλα του, άρχισε να ανοίγει και να κλείνει το ψαλίδι του. Ρο παιδί συνεχώς μιλούσε. - Ρα θέλω πιο κοντά, όχι ... πιο μακριά, όχι … έτσι, όχι ... αλλιώς! Ν κουρέας αγρίεψε, έγινε κατακόκκινος και φούσκωσαν τα μάγουλά του. Βίνει μια ψαλιδιά και πάνε τα μαλλιά του σγουρομάλλη! Ν Ροτούλης σηκώθηκε θυμωμένος και έτοιμος να ορμήσει. Ρότε ένα σύννεφο καπνού τον φόρτωσε και τον μετέφερε έξω. Ε γριά δε μίλησε. Ξήρε γρήγορα τον καθρέπτη της και συνέχισε τον δρόμο της. Έφτασε λαχανιασμένη σ ένα αγρόκτημα. - Πας παρακαλώ, δώστε μου ένα κρεβάτι για να ξεκουραστώ λίγο, είπε στην οικογένεια που ήταν στην αυλή. ΋λοι μαζί την βοήθησαν να ξαπλώσει σ ένα καναπέ. Θοίταξαν τα πρόσωπά τους στον καθρέπτη, χαμογελούσαν από καλοσύνη και ευτυχία. Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια πέρασε τους Αλυκόκαρδους στη χώρα που πονούν και βοήθεια ζητούν, ακούστηκε γλυκά και ψιθυριστά μια φωνή!

18


Ένα δυνατό φως τους θάμπωσε και τους παρέσυρε μαζί του. Ρώρα πια δε βρίσκονταν στο σπίτι τους. Νι άνθρωποι γύρω τους ήταν δυστυχισμένοι και κλάμα ακούγονταν από τα παιδιά τους. Ένας άγριος βασιλιάς, που πέρασε από το χωριό τους με τους στρατιώτες του, τους πήρε όλα τα πολύτιμα πράγματά τους και τα φαγητά τους. Ρώρα ήταν στενοχωρημένοι και πεινασμένοι. Νι Αλυκόκαρδοι τους παρηγορούσαν και τους προσκάλεσαν στο αγρόκτημά τους να ζήσουν όλοι μαζί. Ένας ήλιος φώτισε τον ουρανό και τους έβγαλε από μια πόρτα στο αγρόκτημα. Ρώρα μια όμορφη κοπέλα έφευγε από το αγρόκτημα, κρατώντας έναν καθρέπτη και χάθηκε στο δάσος. Ήταν η πριγκίπισσα Τρυσουλένια, που η νεράιδα του δάσους Ξανδώρα τη μεταμόρφωσε σε μπαμπόγρια γιατί ήταν αγενής και ανυπάκουη με τους γονείς της, αλλά και με όλους τους ανθρώπους της χώρας της. Κάλιστα περνούσε πολλές ώρες μπροστά σ ένα ξύλινο καθρέπτη. Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια μην ανοίξεις ξανά για την πριγκίπισσα Τρυσουλένια! ψιθύρισε η νεράιδα Ξανδώρα και χάθηκε με τον καθρέπτη. Ε Τρυσουλένια μετά από πολλά χρόνια, καθώς στεκόταν στο παράθυρό της, είδε ένα γέρο να περνά κρατώντας ένα ξύλινο μαυρισμένο καθρέπτη. Ταμογέλασε σκεφτική…. Νηπιαγωγείο Κριθιάς Σσουρουπίδου Ελένη Βραστινιώτου Ανδρομάχη

19


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» «Η περιπέτεια του Καμπανέτου και της Μπουρμπουλίνας» Κια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μία χώρα, που την έλεγαν Σρουτοχώρα. Πτη χώρα αυτή οι κάτοικοι φορούσαν ρούχα που πάνω τους ήταν ζωγραφισμένα διάφορα φρούτα. Ρο παράξενο σ‟ αυτή τη χώρα ήταν, ότι οι άνθρωποι δεν είχαν δοκιμάσει ποτέ ούτε ένα φρούτο, γι‟ αυτό και υπήρχε το Σρουτομουσείο, για να γνωρίζουν τι είναι, πώς είναι και ποια είναι τα φρούτα. Κια ηλιόλουστη μέρα μία οικογένεια: η μαμά, ο μπαμπάς , το αγοράκι ο Θαμπανέτος και το κοριτσάκι η Κπουρμπουλίνα, αποφάσισαν να επισκεφθούν το Σρουτομουσείο. ΋ταν έφτασαν και μπήκαν μέσα. τα παιδιά έμειναν με το στόμα ανοιχτό από όλα αυτά που έβλεπαν! Γκεί που ήταν συγκεντρωμένα τα δυο αδερφάκια και παρατηρούσαν τα διάφορα φρούτα, σε μιαν άκρη της αίθουσας παρατήρησε ο Θαμπανέτος μια μικρή πολύχρωμη πόρτα και είπε: «Κπουρμπουλίνα, κοίτα μια όμορφη μικρή πορτούλα! Ζέλεις να την ανοίξουμε και να μπούμε;». Ε Κπουρμπουλίνα γύρισε και κοίταξε την πορτούλα: «καλύτερα αδερφούλη μου να ρωτήσουμε πρώτα τους γονείς μας» είπε η Κπουρμπουλίνα. - «Κην ανησυχείς Κπουρμπουλίνα μου. Νύτε που θα καταλάβουν ότι λείπουμε. Ζα γυρίσουμε πολύ γρήγορα», είπε ο Θαμπανέτος. Άνοιξε λοιπόν την πορτούλα και κρυφά τα δύο αδερφάκια μπήκαν και η πόρτα έκλεισε αμέσως πίσω τους. Σοβήθηκαν πάρα πολύ. Ε Κπουρμπουλίνα έπιασε το χέρι του Θαμπανέτου και τρομαγμένη είπε: «Θαμπανέτο, φοβάμαι πολύ. Γδώ είναι πολύ σκοτεινά. Βε βλέπω τίποτα». Ξριν προλάβει ο Θαμπανέτος να μιλήσει, είδαν κάτι λαμπερό να τους πλησιάζει. Κόλις έφτασε κοντά τους, τα παιδιά είδαν πως

20


έβγαινε φως από ένα παράξενο πλασματάκι, που ήταν στρογγυλό και μαλλιαρό. Ρα χεράκια του και τα ποδαράκια του έμοιαζαν με γλειφιτζούρια. Κιλούσε με ανθρώπινη φωνή και είπε στα παιδιά: «Αεια σας παιδιά! Κη φοβάστε. Γίμαι ο Τνουδωτούλης. Γίστε μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά και θα σας οδηγήσω σε ένα μέρος που δεν μπορεί να σας πειράξει καμία νυχτερίδα. Λα ξέρετε πως σ‟ αυτή τη σπηλιά ζουν μεγάλες νυχτερίδες, που όταν σε δαγκώσουν γίνεσαι αγαλματάκι». Ρα παιδιά φοβισμένα ακολούθησαν το Τνουδωτούλη. Θαθώς όμως προχωρούσαν, μία νυχτερίδα όρμησε και δάγκωσε τον Θαμπανέτο. Ν Θαμπανέτος έγινε αμέσως αγαλματάκι. Ε Κπουρμπουλίνα τον άρπαξε στην αγκαλιά της και μπροστά ο Τνουδωτούλης, πίσω αυτή έτρεχαν μέχρι που χώθηκαν σε μία μεγάλη βαθιά τρύπα. Έπεφταν, έπεφταν, ώσπου βρέθηκαν σε μία παραλία. Γυτυχώς έπεσαν στην άμμο και δε χτύπησαν.

Ε Κπουρμπουλίνα όμως ήταν πολύ στενοχωρημένη κι έκλαιγε, γιατί ο αδερφούλης της τώρα πια ήταν αγαλματάκι. «Πταμάτα Κπουρμπουλίνα, μην κλαις. Κη στενοχωριέσαι. Έχω οικογένεια και φίλους. Ώυτή η παραλία είναι το σπίτι μας. Ζα σε βοηθήσουμε» είπε ο Τνουδωτούλης και αμέσως είπε τις μαγικές λέξεις «κόπους κόπους αλκισόν» και αμέσως εμφανίστηκαν πάρα πολλά πλασματάκια σαν το Τνουδωτούλη, που βγήκαν μέσα από την άμμο. Ρα εξήγησε στη δική τους γλώσσα τι συμβαίνει και τα πλασματάκια έφεραν ένα μεγάλο καθρέφτη. Ν Τνουδωτούλης είπε στην Κπουρμπουλίνα πως αυτός ο καθρέφτης είναι μαγικός και θα μπορούσε να του ζητήσει ό,τι ήθελε. Έτσι λοιπόν, η Κπουρμπουλίνα με δάκρυα στα μάτια του ζήτησε ο αδερφούλης της να γίνει πάλι άνθρωπος και να γυρίσουν στους γονείς τους, που θα ανησυχούν. Ν μαγικός καθρέφτης της απάντησε πως οι επιθυμίες της θα γίνονταν αληθινές σε λίγη ώρα.

21


Θλαίγοντας από χαρά αγκάλιασε, φίλησε και ευχαρίστησε το Τνουδωτούλη κι όλα τα πλασματάκια. Ρα ζήτησε να γίνουν φίλοι για πάντα και κάποια μέρα να την επισκεφθούν για να γνωρίσουν την πατρίδα της και τους γονείς της. Κέχρι να τελειώσει την κουβέντα της και χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μαζί με τον Θαμπανέτο πίσω στο Σρουτομουσείο, κοντά στους γονείς της. Ήταν τόσο χαρούμενη κι ευτυχισμένη!

22ο Νηπιαγωγείο Ευόσμου Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Βάρκα Βεατρίκη

22


Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… «Ο Μανωλιός και η Σριανταφυλλένια» «Κόκκινη κλωστή δεμένη ΢ε χρυσό μάνταλο προσμένει Παλληκάρι να τη λύσει Παραμύθι ν’ αρχινήσει» Ήτανε μια φορά, μάτια μου, κι έναν καιρό, ένα παλληκάρι ψηλό και γεροδεμένο, που το λέγαν Κανωλιό. Δούσε μόνος του σε ένα καλύβι στο όμορφο νησί της Θρήτης. Ρου άρεσε να ασχολείται με τη γη. Γίχε ένα μεγάλο κήπο με μυρωδικά και ευωδιαστά λουλούδια, μαργαρίτες, ηλιοτρόπια, κρίνους και γαρδένιες. Ε αδυναμία του ήταν μια αναρριχώμενη τριανταφυλλιά με κατακόκκινα ρόδα. Θάθε φορά που ήταν στεναχωρημένος, πήγαινε δίπλα της και ξεκουραζόταν. Ρης μιλούσε, της έλεγε τις ανησυχίες του και εκείνη τον αγκάλιαζε με τη μεθυστική μυρωδιά της και του έδειχνε την αγάπη της.

Ένα βράδυ, κουρασμένος ο Κανωλιός κάθισε στο λιβάδι να ξαποστάσει. Ένα απαλό αεράκι δρόσισε το πρόσωπό του. Θαθώς κοιτούσε τα αστέρια, το βλέμμα του σταμάτησε σε έναν αστερισμό που είχε μορφή μαλαματένιας πόρτας. Τωρίς να το καλοσκεφτεί, έκανε μια ευχή: -Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, στείλε μου μια όμορφη κοπέλα για γυναίκα, λαμπερή και λουλουδένια… Ώμέσως ο ουρανός γίνηκε φωτεινός και λαμπερός σαν καθρέφτης και του απάντησε: -Αια να πραγματοποιηθεί η ευχή σου, πρέπει να πας στο βασίλειο του Ήλιου και να του προσφέρεις το ομορφότερό σου άνθος.

23


Μαφνιασμένος ο Κανωλιός από την απόκρισή του, ετοίμασε ένα δισάκι και το άλλο πρωί πήρε την τραγιάσκα του, την κάπα του, έκοψε και το πιο όμορφο και μυρωδάτο ρόδο από την τριανταφυλλιά του, το έβαλε στον κόρφο του και ξεκίνησε να βρει το παλάτι του Ήλιου. Βρόμο πήρε, δρόμο άφησε για να φτάσει ψηλά στον Υηλορείτη, από όπου πάντα ξεπροβάλλει λαμπερός και φωτεινός ο ήλιος και ζεσταίνει ολάκερη την Θρήτη. Θαθώς πήγαινε, κοντοστάθηκε να φάει ένα παξιμάδι και να πιει δροσερό νεράκι στο φαράγγι της Παμαριάς. Παν ετοιμάστηκε να συνεχίσει, άκουσε μια φωνή: -Θαλή σου ώρα, παλληκάρι μου, βοήθησέ με να διαβώ το φαράγγι. Ρα πόδια μου δε με βαστούν και πρέπει να πάω στα παιδιά μου που με περιμένουν, να τους πάω λίγα χόρτα να τα ρίξουν στο τσουκάλι. -Γυχαρίστως, κυρούλα μου. Ώλήθεια, ποιο είναι το όνομά σου; απάντησε εκείνος. -΋λοι με Θαλλιρρόη.

φωνάζουν

Ξερίεργο του φάνηκε το όνομά της. Ώμέσως όμως την πήρε αγκαλιά και την μετέφερε μέσα από τα παγωμένα νερά του ποταμού. Θαθώς προχωρούσε, το βάρος της όλο και μεγάλωνε. Κα ο Κανωλιός δεν έλεγε τίποτα, για να μην την στενοχωρήσει. -Λα ‟σαι καλά, λεβέντη μου. Ρο καλό που έκανες να το βρεις μπροστά σου. Ξάρε και αυτό το μπουκαλάκι, λίγες σταγόνες του, ζωή μπορούνε να δώσουν. Ξριν προλάβει ο Κανωλιός να την ευχαριστήσει, εκείνη εξαφανίστηκε από μπροστά του. Ξήρε τότε το δρόμο της κυρούλας και συνέχισε… Έφτασε στη λίμνη Δαρού. Άρχισε να βραδιάζει. Έτσι αποφάσισε να περάσει τη νύχτα του κάτω από τον έναστρο ουρανό. Κέσα στην ηρεμία της βραδιάς η μαλαματένια πόρτα των αστεριών καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης. Ρον τύφλωσε το λαμπερό φως. Ρότε κοίταξε τον ουρανό, έσφιξε στον κόρφο του το ρόδο από την τριανταφυλλιά που κουβαλούσε μαζί του, αναστέναξε και είπε:

24


-Ώχ, πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, στείλε μου μια όμορφη γυναίκα λαμπερή και λουλουδένια… -Ών θες να πραγματοποιηθεί η ευχή σου, πρέπει να πας στο βασίλειο του Ήλιου και να του προσφέρεις το ομορφότερό σου άνθος, είπε και πάλι ο μαγικός ουράνιος καθρέφτης. Ν Κανωλιός χάρηκε που άκουσε αυτά τα λόγια. Ώποκοιμήθηκε γλυκά από την μεθυστική μυρωδιά του ρόδου του. Ρο άλλο πρωί χαρούμενος συνέχισε τον δρόμο του. Ν καιρός όμως άρχισε να χαλάει και δυνατός αέρας φύσαγε. ΋πως ανηφόριζε, άκουσε μια λεπτή φωνή να τον καλεί: -Ξαλληκάρι μου, κρυώνω· βοήθησέ με να ζεσταθώ. -Κόνο την κάπα μου έχω. Ξάρτην. Γσύ την έχεις περισσότερο ανάγκη. -Πε ευχαριστώ για την καλή σου καρδιά. Ξάρε αυτό το μαντήλι και όποτε χρειαστεί, ανάσα θα χαρίσει. Ώυτά είπε η κοπέλα, που δεν ήταν άλλη από την κόρη του Ώνέμου, και απομακρύνθηκε με αέρινη μορφή. Ν Κανωλιός κρύωνε, αλλά με πείσμα και δύναμη συνέχιζε να ανεβαίνει το επιβλητικό βουνό του Υηλορείτη. Θατά το σούρουπο, έφτασε στην κορφή και αντίκρισε μπροστά του το ολόλαμπρο παλάτι του Ήλιου. Ξήγε κοντά, με θάρρος χτύπησε το μάνταλο της πόρτας. Ένας γεροντάκος, που δεν ήταν άλλος από τον ΐασιλιά Ήλιο, κουρασμένος από το ταξίδι της ημέρας του ξεπρόβαλε. Σορούσε μια χρυσή κορώνα με ένα αστραφτερό διαμάντι στο κεφάλι του. Ν Κανωλιός τυφλώθηκε από τη λάμψη του, αλλά και από σεβασμό κατέβασε την τραγιάσκα του. -Ρι θέλεις, παλληκάρι μου; Ξοιον ζητάς; ρώτησε ο Ήλιος. -Ώφέντη μου, άρχοντα της μέρας, πολύτιμε βοηθέ της σοδειάς μου και των λουλουδιών μου, Ήλιε μου, θέλω να με βοηθήσεις να βρω μια γυναίκα να με συντροφεύει, λαμπερή και λουλουδένια. -Ε ευγένεια και ο λόγος σου δείχνουν ότι αγαπάς και σέβεσαι τα αγαθά της φύσης. Ζα έχεις ό,τι επιθυμείς, αν μου χαρίσεις κάτι που αγαπάς πολύ, το πολύτιμο άνθος του κήπου σου. -Νρίστε, είπε, και έβγαλε το μυρωδάτο ρόδο από τον κόρφο του. Θαθώς όμως το έβγαζε, ένα αγκάθι μάτωσε το στήθος του και σταγόνες από το αίμα του πότισαν το τριαντάφυλλο που με θαυμαστό τρόπο πήρε τη μορφή μιας όμορφης κοπέλας. Ε κοπέλα όμως ήταν μια άψυχη κούκλα. Ν Κανωλιός με γρήγορες κινήσεις άνοιξε το μπουκαλάκι που του είχε δώσει η Θαλλιρρόη, η 25


αφέντρα των νερών, και έσταξε στα χείλη της κοπέλας, που ξεψυχισμένα άνοιξε τα μάτια της. Ώμέσως την τύλιξε με το δροσερό μαντήλι της κόρης του Ώνέμου και η κόρη ανάσανε. Ρην πήρε αγκαλιά για να την ζεστάνει. Ρότε ο Ήλιος χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της και ένα όμορφο ροδαλό χρώμα πήραν τα μάγουλά της. -΋λα τα κατάφερες με την αγάπη και την καλοσύνη σου. Ξάρε την Ρριανταφυλλένια και γύρνα στο σπιτικό σου. -Πε ευχαριστώ, είπε εκείνος, υποκλίθηκε στον ΐασιλιά Ήλιο και χαρούμενος πήρε το δρόμο του γυρισμού μαζί με την κοπέλα. Ξαντρεύτηκαν και απέκτησαν τρεις όμορφες κόρες, την Ελιαχτίδα, την Ώεράτη και τη

Βροσοστάλα.

΋λοι λάτρεψαν τις πολύτιμες κόρες, που με ένα άγγιγμα χαρίζουν πλούτο στη φύση. Έτσι τα βράδια απολαμβάνουν όλοι παρέα τον έναστρο ουρανό της Θρήτης ευτυχισμένοι. «Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια αν θελήσεις να διαβείς, θα ζήσεις ζωή παραμυθένια μόνο αν τη φύση σεβαστείς»

2ο Δημοτικό Πετρούπολης Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Φατζηλάρη Ειρήνη

26


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» Οι τρεις φίλοι που ήθελαν να γίνουν ήρωες Κια φορά κι έναν καιρό σε ένα μαγευτικό δάσος ζούσαν πολλά και όμορφα ζώα. Ήταν τόσο χαρούμενα και ζούσαν τόσο ανέμελα! Ώνάμεσά τους ήταν ένα καφέ ελαφάκι, ένα γκρι λαγουδάκι και ένα μικρό σαλιγκαράκι. ΋λη μέρα έτρεχαν στο δάσος και βοηθούσαν όποιο ζωάκι κινδύνευε. Έγιναν φίλοι και ήθελαν να γίνουν οι ήρωες του δάσους. Κια μέρα έφτασε ένα βασιλόπουλο ανεβασμένο σε ένα κατάλευκο άλογο. Ρο καφέ ελαφάκι, το γκρι λαγουδάκι και το μικρό σαλιγκαράκι έτρεξαν κοντά του και το κοιτούσαν με απορία. Ξρώτη φορά έβλεπαν τόσο ωραίο και στολισμένο άλογο! Ρο βασιλόπουλο είδε τα ζωάκια και έκανε μία στάση. Γ, μικροί μου φίλοι, τι όμορφο δάσος έχετε; Γίναι αλήθεια, το δάσος μας έχει μια μαγευτική ομορφιά που το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα δάση! Γσένα όμως ποια είναι η πορεία σου; Ώπό πού ήρθες και πού πηγαίνεις; Γγώ ζω στην απέναντι πολιτεία. Γκεί που έχει πολλούς ανθρώπους. Θουράστηκα στη φασαρία και είπα να κάνω μια βόλτα μακριά. Ζέλεις να σε συνοδέψουμε στη βόλτα σου μέσα στο δάσος; Φραία ιδέα! Ζα μου δείχνετε το δρόμο και… θα σας έχω συντροφιά. Ρο καφέ ελαφάκι έσκυψε για να σκαρφαλώσει πάνω στα κέρατά του το σαλιγκαράκι. Ρότε ξεκίνησαν όλοι μαζί την πορεία τους μέσα στο δάσος... Ξροχωρούσαν και περνούσαν δίπλα από ψηλά δέντρα, από πυκνούς θάμνους, πηδούσαν χοντρούς κορμούς, σταματούσαν να ξεδιψάσουν σε γάργαρες πηγές, άκουγαν τα πουλάκια να κελαηδούν χαρούμενα. Ρο βασιλόπουλο κοίταζε τα πάντα με θαυμασμό και αισθανόταν να ξεκουράζεται η σκέψη του μέσα στη φύση! Μαφνικά είδαν ένα παλάτι. ΋λοι απόρησαν. Ρι ψηλό τοίχο που έχει! Ρι μπορεί να έχει μέσα; Ρότε το βασιλόπουλο ρώτησε τα ζωάκια:

27


- Ξοιο είναι αυτό το παλάτι; Κήπως το γνωρίζετε; - ΋χι, δεν το γνωρίζουμε. Κα είχαμε ακούσει πριν από πολύ καιρό ότι ένας βασιλιάς αρρώστησε και έφυγε μακριά να γίνει καλά. Ξήρε λέει και όλους τους υπηρέτες του μαζί του για να τον περιποιούνται σε ό,τι χρειαστεί… - Ξάμε να δούμε τι έχει μέσα; - Ρέλεια ιδέα! είπαν όλοι μαζί. ΋ταν έφτασαν κοντά είδαν μια μεγάλη σκουριασμένη καγκελόπορτα. Ρο βασιλόπουλο κατέβηκε από το άλογό του και άνοιξε την πόρτα. Ρι θα συναντούσε άραγε; Ξοιος βασιλιάς να ζούσε μέσα; Ρο σαλιγκαράκι χώθηκε αμέσως μέσα στον κήπο και τι να δει; ΋λα ήταν παρατημένα. Ρα χόρτα μαραμένα και τα λουλούδια ξεραμένα. Ρα δέντρα δεν είχαν καρπούς πια. Ρο ελαφάκι έτρεξε γρήγορα σε όλη την αυλή του παλατιού. Βεν υπήρχε κανένα σημάδι ζωής. Ρο λαγουδάκι κοίταξε όλο απορία το βασιλόπουλο… «Ζα ήταν τόσο ωραίος αυτός ο κήπος όταν θα ζούσε εδώ ο βασιλιάς εκείνος!» σκέφτηκε το βασιλόπουλο. ΋μως ήθελαν να δουν πώς ήταν μέσα και το παλάτι. Ξροχώρησαν και βρήκαν μια πόρτα μισάνοιχτη. Κπήκαν μέσα. ΋λα ήταν ακατάστατα: ο τοίχος είχε φουσκώσει από την υγρασία και κάτι κορνίζες είχαν πέσει κάτω στο πάτωμα. Ρο βασιλόπουλο έσκυψε να τις σηκώσει και τι να δει; Γίχαν ξεθωριάσει οι φωτογραφίες τους αλλά κατάλαβε πως έδειχναν έναν βασιλιά και μια βασίλισσα. -

Ένα μυστήριο κρύβει αυτό το παλάτι, είπε το λαγουδάκι και έτρεξε στα άλλα δωμάτια. Κα δεν είχαν παιδιά να το φροντίζουν; συμπλήρωσε το βασιλόπουλο. Ξοιος ξέρει; Ώπάντησαν όλα τα ζωάκια με μια φωνή. Ρο ελαφάκι που έμεινε έξω στην αυλή άνοιξε με τα κέρατά του μία μικρή πόρτα και αντίκρισε έναν μεγάλο χρυσό καθρέφτη που ήταν στολισμένος με πετράδια κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε, βιολετί, άσπρα και πορτοκαλιά. Ρα μάτια του θαμπώθηκαν και άρχισε να ψάχνει το βασιλόπουλο για να του δείξει τι βρήκε. Πε λίγο ήταν μπροστά στον λαμπερό καθρέφτη όλοι οι φίλοι μαζί. Ρο σαλιγκαράκι σκαρφάλωσε αμέσως πάνω στα πολύτιμα πετράδια, το λαγουδάκι κοιτούσε το 28


βασιλόπουλο μέσα από τον καθρέφτη και του φάνηκε πολύ όμορφο! Ρο ελαφάκι όμως πάλι με τα κέρατά του βρήκε ένα χαρτάκι πεταμένο λίγο πιο κει και το έδωσε στο βασιλόπουλο να το διαβάσει. Ρα γράμματα ήταν μισοσβησμένα, με πολύ κόπο διάβασε δυνατά: Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… είπε ο μαγικός καθρέφτης. -

Ρι να θέλει να μας πει; Οώτησε το λαγουδάκι. Βεν ξέρω, είπε το βασιλόπουλο.

Γκείνη την ώρα το σαλιγκαράκι είχε μπει σε μια μικρή τρυπούλα στην αποθήκη της αυλής. Γκεί είδε μια κρυφή πόρτα. Πκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν εκείνη η πόρτα που έγραφε το χαρτάκι. Μαφνικά πίσω του άκουσε μια φωνή που έλεγε: «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» Αύρισε πίσω του και είδε μια πόρτα μαλαματένια και κατάλαβε ότι κάτι έκρυβε από πίσω της. Κπήκε μέσα και είδε ένα μικρό τυλιγμένο χαρτάκι. Ρο πήγε στο βασιλόπουλο να το διαβάσει. Ρο βασιλόπουλο έσκυψε, το πήρε και άρχισε να το διαβάζει στην αρχή από μέσα του, στη συνέχεια όμως… με έκπληξη είπε δυνατά: «…αν κάποιος έρθει ως εδώ, το παλάτι θα γίνει δικό του!» Βεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ το βασιλόπουλο όταν ξεκινούσε να κάνει μια βόλτα για να ξεκουραστεί ότι θα βρισκόταν μπροστά σε μια τέτοια έκπληξη. Ρα ζωάκια άρχισαν να χοροπηδούν από τη χαρά τους και το σαλιγκαράκι έκανε τσουλήθρα πάνω στα κέρατα του ελαφιού. Ρο άλογο χλιμίντριζε και κουνούσε την ωραία του ουρά πέρα δώθε. Έτσι όλοι μαζί οι φίλοι μπήκαν μέσα στο παλάτι κι άρχισαν τη δουλειά!... Άρχισαν να πετάνε σκουπίδια, να συμμαζεύουν, να βάφουν, να ξεσκονίζουν, να εξερευνούν και πολλά άλλα. Πε λίγες μέρες το παλάτι και η αυλή του ήταν σαν καινούρια!!! ΋λα έλαμψαν και έγιναν φωτεινά και καθαρά όπως πρέπει σε ένα παλάτι. Ε παρουσία τους και η εργασία τους έδωσε ζωή σ‟ αυτό το εγκαταλελειμμένο παλάτι!!! Ρο βασιλόπουλο και οι φίλοι του ήταν τόσο πολύ χαρούμενοι. Ρο παλάτι τώρα έγινε γνωστό σε όλους. Νι τρεις φίλοι βοηθούσαν όλους όσους περνούσαν από εκεί. Γίχαν γίνει οι ήρωες του δάσους μ‟ αυτή τους την προσπάθεια και την αλληλοβοήθειά τους, γιατί μέσα τους είχαν μόνο αγάπη και καλοσύνη! Εκπαιδευτήρια «ΕΛΠΙΔΑ» Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Αναστασίου Αθηνά 29


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… είπε ο μαγικός καθρέφτης κι άρχισε η ιστορία μας…» ΣΟ ΜΑΓΙΚΟ ΔΙΑΜΑΝΣΙ Κια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα χαμένο νησί, στην μέση της θάλασσας, που το έλεγαν Κπαρμπεκιόνησο. Νι Κπαρμπεκιονησιώτες ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι. Βεν υπήρχαν φτωχοί ούτε λυπημένοι ούτε πόλεμοι σ‟ εκείνη την περιοχή. Θι αυτό γιατί είχαν ένα μαγικό διαμάντι που τους πραγματοποιούσε όλες τους τις ευχές. Πε αυτό το νησί ζούσε ο Κέγας Ξειρατής Τάντσιν, τρομερός στην όψη αλλά τρυφερός στην καρδιά. Ήταν ο εξερευνητής του Κπαρμπεκιόνησου

κι αυτός που το είχε ανακαλύψει. Αι‟ αυτό οι Κπαρμπεκιονησιώτες του είχαν κάνει δώρο ένα λαμπερό σπαθί με διαμάντια και ρουμπίνια κι ένα πλουμιστό καπέλο με φτερά. Ν Τάντσιν είχε κατακόκκινα μακριά γένια και είχε χάσει το μάτι του σε μια φοβερή μάχη. Ν Τάντσιν ήταν φίλος με τον φύλακα του μαγικού διαμαντιού, τον Τατζηδάρη. Έναν νάνο με μακριά γενειάδα , μυτερά μεγάλα αυτιά, που έπαιζε μελωδίες με το βιολί του. ΋ποτε ο Ταντσιν πήγαινε στον Τατζηδάρη, του έπαιζε βιολί και η μουσική ακουγόταν σε όλο το νησί. Κια μέρα ο Τατζηδάρης έπαθε γαστρεντερίτιδα. Ώναγκάστηκε έτσι να αφήσει το πόστο του και κανένας δεν φυλούσε το μαγικό διαμάντι. Ρότε βρήκε ευκαιρία ο Κέγας Θλέφτης Ξαπαγάλος Ρζινσρούμπερ να κλέψει το μαγικό διαμάντι! Ταλασμός στο νησί! Ξόλεμοι, τσακωμοί, θλίψη! Έτσι οι Κπαρμπεκιονησιώτες πήραν την απόφαση να στείλουν τον Τάντσιν και τον Τατζηδάρη να βρουν τον Ρζινσρούμπερ και να φέρουν πίσω το μαγικό διαμάντι! Ξριν φύγουν, τους έδωσαν μια άμαξα με τρόφιμα κι ένα βαρέλι κρασί. Ν Τάντσιν πήρε την πυξίδα του κι ο Τατζηδάρης το βιολί του. Σόρτωσαν τα πράγματα στο πλοίο και ξεκίνησαν για το Ξαπαγαλόνησο, το λημέρι του Κέγα Θλέφτη Ξαπαγάλου Ρζινσρούμπερ. Ξέρασαν θάλασσες και φουρτούνες, μερόνυχτα στο πλοίο, τρώγοντας, πίνοντας κι ακούγοντας 30


την υπέροχη μελωδία του βιολιού του Τατζηδάρη. Ήταν σίγουροι πως θα νικήσουν τον Ρζινσρούμπερ και τους φοβερούς του κλέφτες, τους Ξαπαγάλους ΡΔινς! Κετά από τριάντα μέρες, θαλασσοδαρμένοι και ταλαιπωρημένοι και με οδηγό την πυξίδα του Τάντσιν, έφτασαν στο φοβερό και τρομερό Ξαπαγαλόνησο! Γίχαν ακούσει πως ο Ρζινσρούμπερ φυλούσε όλους τους κλεμμένους θησαυρούς, σε μια μεγάλη σπηλιά, στην καρδιά του Καύρου κι Άραχνου Βάσους! Ε σπηλιά όμως άνοιγε με μαγικό τρόπο και μόνο με τις μαγικές λέξεις που έλεγε ο Ρζινσρούμπερ. Ξοιες ήταν αυτές και πώς θα κατάφερναν να μπουν στο Καύρο κι Άραχνο Βάσος περνώντας από τις παγίδες και τους φοβερούς Θλέφτες Ξαπαγάλους Ρζινς; Ν Τάντσιν, σαν πειρατής που ήταν ήξερε πώς να εξουδετερώνει παγίδες κι έτσι ανέλαβε αυτός να το κάνει. Ν Τατζηδάρης ανέλαβε να υπνωτίσει τους παπαγάλους Ρζινς παίζοντας με το βιολί του μια υπνωτική μελωδία. Έτσι κι έκαναν. Κε την βοήθεια της πυξίδας έφτασαν μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς. Ξώς όμως θα έμπαιναν μέσα; Ώποφάσισαν να κρυφτουν και να περιμένουν να βγει ο Ρζινσρούμπερ. Ξερίμεναν, περίμεναν μέχρι που βράδιασε. Ρότε άκουσαν τον θόρυβο της πέτρας που κάλυπτε την είσοδο της σπηλιάς και είδαν να βγαίνει ο Ρζινσρούμπερ. Ώμέσως τον άκουσαν να λέει: « Ώρμπουλούρ Ρζινσρούμπερ!» και η πέτρα κύλησε κι έκλεισε την σπηλιά. Τωρίς να χάσει χρόνο ο Τατζηδάρης άρχισε να παίζει την υπνωτική μελωδία. Ν Ρζινσρούμπερ έπεσε ξερός για ύπνο κι αυτός! Ρότε ο Τάντσιν στάθηκε μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς και είπε: «Ώρμπουλούρ Ρζινσρούμπερ!» και η είσοδος της σπηλιάς άνοιξε. Ν Τάντσιν μπήκε μέσα και θαμπώθηκε από τους τόσους θησαυρούς. Κια και δυο πήρε το μαγικό διαμάντι, βγήκε έξω και με τον Τατζηδάρη γύρισαν στο πλοίο. Νι Ξαπαγάλοι Ρζινς με τον αρχηγό τους τον Ρζινσρούμπερ 31


άρχισαν να ξυπνούν. ΐρήκαν την σπηλιά ανοιχτή και κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Κέχρι να φτάσουν στην ακτή, το πλοίο με τον Τάντσιν, τον Τατζηδάρη και το μαγικό διαμάντι χάνονταν στον ορίζοντα. Ν Τάντσιν έτριψε το μαγικό διαμάντι για να φτάσουν πιο γρήγορα στο Κπαρμπεκιόνησο. Ρο μαγικό διαμάντι τους πήγε από έναν νέο δρόμο, όπου ανακάλυψαν νέα ακατοίκητα νησιά και του ς έδωσαν το όνομα: «Ταντσινδαρόνησα». Έπειτα έφτασαν στο Κπαρμπεκιόνησο. Γίχαν περάσει σαράντα πέντε μέρες από τότε που είχαν φύγει. Ρο Κπαρμπεκιόνησο είχε αλλάξει. Ξαντού κατεστραμμένα κτίρια και λυπημένοι άνθρωποι. Νι φίλοι μας έπιασαν αμέσως δουλειά. Έβαλαν το μαγικό διαμάντι στην θέση του, το έτριψαν κι ευχήθηκαν όλα να γίνουν όπως πριν. Έτσι κι έγινε. Ρο Κπαρμπεκιόνησο αναπτύχθηκε και μεγάλωσε πολύ. Κάλιστα οι Κπαρμπεκιονησιώτες πηγαίνουν από τότε διακοπές στα Ταντσινδαρόνησα. Θι αν εσείς τύχει να ταξιδεύετε με πλοίο σε θάλασσα βαθιά και ακούσετε ήχο βιολιού, μην παραξενευτείτε. Αιατί κάπου εκεί κοντά βρίσκονται ο Τάντσιν και ο Τατζηδάρης σε νέες περιπέτειες! Θαι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!!!

1ο Δημοτικό ΢χολείο Σρίπολης Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Αρκαμούζη Κυριακή ΢κούρου Θεοδώρα

32


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια….. είπε ο μαγικός καθρέφτης. Οι 4 εποχές που φέρνουν τη φύση στις πύλες της ζωής, με τον Γούλβερι αντιμέτωπο με τον Μαγικό – Κακό Βασιλιά» Γποχή: Σο μέλλον….. Τρονολογία: 5000 μ. Φ. Πε μία μικρή συνοικία του Ξαρισιού, ζούσε ένα δυνατό παλληκάρι, ο Αούλβερι. Γίχε πράσινα μάτια. Άλλοτε ήταν χαμογελαστός και άλλοτε σοβαρός. Ήταν δυνατός, είχε μεγάλα μπράτσα, κόκκινα μαλλιά και φόραγε πάντα μία μπέρτα που είχε στην πλάτη του το μονόγραμμά του. Πτη συνοικία αυτή τα σπίτια ήταν χαμηλά, ερημωμένα, με πόρτες και παράθυρα χαλασμένα. Πε ένα από αυτά ζούσε και ο Αούλβερι. Γπίσης εκεί ζούσαν και ληστές. Κια μέρα, ο Αούλβερι βλέπει τη συνοικία του να τη σκεπάζει ένα γκρι σύννεφο και τα δέντρα σιγά – σιγά να μαραίνονται. Ρότε ακούει τον κακό βασιλιά, τον Τάιπεπς, να λέει στην παρέα του πως οι κακοί θα καταστρέψουν τον κόσμο. Πε λίγες μέρες όλα τα δέντρα θα μαραθούν και δεν θα υπάρχουν πια ούτε λουλούδια, ούτε δέντρα, ούτε ήλιος, ούτε βέβαια γέλια και ζωή! Γπίσης άκουσε να λέει: - Φάιπεπς: Ρρέξτε γρήγορα στη ΐενετία και πιάστε τον Αέρο Κάγο, τον Θούκι, για να είμαστε σίγουροι ότι όλα θα καταστραφούν! Τα, χα, χα! Λα πάει κάποιος στη Οώμη να οχυρώσει το κάστρο με φρουρούς και παγίδες. Βεν πρέπει να βρεθούν οι κρυμμένοι μαγικοί σπόροι που μπορούν να φέρουν ξανά τη ζωή, αν καταστραφεί ο πλανήτης! Ν Αούλβερι δεν έκατσε να ακούσει τίποτα άλλο. Ώποφάσισε να σώσει τον κόσμο και ξεκίνησε αμέσως το ταξίδι του. Ώρχικά θα πήγαινε στη ΐενετία για να βρει πρώτος τον Αέρο Κάγο. Ν Αούλβερι είχε μία μαγική πυξίδα, με την οποία μέσω τηλεμεταφοράς έφτασε αμέσως στο κανάλι της ΐενετίας! Πτο κανάλι βρήκε μία γόνδολα που απ‟ έξω είχε ζωγραφισμένο ένα μπισκότο και υπήρχε μέσα σε αυτήν ένα άτομο. Ώμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο άνθρωπος που έψαχνε! Θοίταξε ο ένας τον άλλον και ο Αέρο Κάγος είπε: -

Κούκι: Αεια σου Αούλβερι! Ώπό πού έρχεσαι;

33


Ν Αούλβερι κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν, μπήκε μέσα στη γόνδολα και του είπε: -

-

-

Γούλβερι: Ώπό μια συνοικία του Ξαρισιού. Κούκι: Ρι γυρεύεις εδώ; Γούλβερι: Ν προορισμός μου είναι η Οώμη. Κούκι: Γγώ θα σε βοηθήσω Αούλβερι… θα σου πω ένα μυστικό και θα σου υποδείξω έναν μαγικό χάρτη, ο οποίος κρύβει τη διαδρομή για τους μαγικούς σπόρους! Γούλβερι: Ξρέπει να κρυφτείς, έρχονται να σε πιάσουν! Κούκι: Κην ανησυχείς! Κόλις σου πω τι να κάνεις, θα εξαφανιστώ! Γούλβερι: Φραία, πες μου λοιπόν τι να κάνω; Κούκι: 1, 2, 3, …. 63 δες τον εαυτό σου και προχώρα όλο ευθεία! Γούλβερι: Πε ευχαριστώ Αέρο – Θούκι, να προσέχεις! Κούκι: Ξερίμενε λίγο…. Λα πάρε κι αυτό….. θα το χρειαστείς! Γούλβερι: Γυχαριστώ ! Σεύγω δεν έχω άλλο χρόνο! Θοίτα γύρω σου! ΋λα καταστρέφονται! Κούκι: Θαλή τύχη!!!

Ν Αούλβερι κάνει 63 βήματα και βλέπει μία πόρτα. Ξάνω στην πόρτα ήταν κολλημένος ένας καθρέφτης. Θοίταξε τον εαυτό του και ο καθρέφτης του μίλησε: «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια». Ε πόρτα τότε άνοιξε και εμφανίστηκε ένα ιπτάμενο αμάξι! Κόλις μπήκε σε αυτό ο Αούλβερι, έφτασε αυτόματα στο κάστρο, στη Οώμη! Γκεί βρίσκει έναν στρατό από ρομπότ. Ρότε άρχισε να σκέφτεται… «Ρι να κάνω.. τι να κάνω…». Ξαρατήρησε γύρω του και είδε δίπλα στο κάστρο μία λιμνούλα με νερό… και του ήρθε η ιδέα! Έριξε στα ρομπότ… νερό και κατάφερε να τα εξουδετερώσει! Ρα ρομπότ σκούριασαν! Ώφού εξουδετέρωσε τον στρατό από τα ρομπότ, προχώρησε προς την είσοδο του κάστρου. Γκεί υπήρχαν κάμερες και μια παγίδα!. Ώυτόματα έπεσε από πάνω του ένα δίχτυ για να τον αιχμαλωτίσει! ΋μως εκείνος το κατάλαβε γρήγορα και το απέφυγε με ένα μαγικό κοντάρι. Κε το ίδιο κοντάρι άνοιξε την πόρτα του κάστρου και προχώρησε μέσα. Ξιο μπροστά, ο Αούλβερι είδε ότι το πάτωμα ήταν καλυμμένο με ένα τεράστιο χαλί και αμέσως κατάλαβε ότι από κάτω υπήρχαν κάποια σημεία που οδηγούσαν στο κενό! Ν Αούλβερι σήκωσε την άκρη του χαλιού και βρήκε από κάτω κάποια κουμπιά. Ρα πάτησε και το πάτωμα άνοιξε. Ν Αούλβερι βρέθηκε σε έναν χώρο γεμάτο με καρφιά. Ρότε θυμήθηκε το αντικείμενο που του είχε δώσει ο Θούκι στη ΐενετία. Ρο έβγαλε από την τσέπη του. Ήταν ένα 34


λέιζερ! Ξάτησε το κουμπί που βρισκόταν στο λέιζερ και αυτόματα τα καρφιά έλιωσαν! Ρώρα έπρεπε να προχωρήσει… αλλά προς τα πού; Άνοιξε τον μαγικό χάρτη, ο οποίος έδειχνε μία πόρτα. Θοίταξε γύρω του και βρήκε μία πόρτα στο βάθος. Ρην άνοιξε και πίσω της βρισκόταν ένας άλλος μαγικός καθρέφτης που του είπε: «Κπες μέσα!» Ν Αούλβερι διαπέρασε τον καθρέφτη και διακτινίστηκε σε άλλη διάσταση! Νδηγήθηκε από μία μαγική διαδρομή σε ένα μαγικό δάσος. Γκεί τον υποδέχτηκαν τέσσερις μάγοι, οι οποίοι του ζήτησαν να λύσει έναν γρίφο. Ζα του έλεγαν τα ονόματα τεσσάρων φρούτων και ο Αούλβερι θα έπρεπε να τα αντιστοιχίσει με τις τέσσερις εποχές του χρόνου. Ρα φρούτα ήταν το καρπούζι, η κολοκύθα, η φράουλα και το μήλο. Ν Αούλβερι τα κατάφερε! Γίπε τις σωστές απαντήσεις. Ρότε, οι μάγοι του έδωσαν τα φρούτα και του είπαν ότι μέσα σε αυτά υπήρχαν κι άλλοι μαγικοί σπόροι άλλων φυτών. Πτη συνέχεια, προχώρησε στο βάθος του μαγικού δάσους όπου υπήρχε και το μαγικό δέντρο με άλλους τρεις σπόρους. Ν Αούλβερι τους πήρε κι αυτούς! Έπειτα, ακολούθησε την προηγούμενη διαδρομή και με τη μαγική σκουληκότρυπα μπήκε στην πραγματική διάσταση. Ξήγε στο κέντρο της πόλης, η οποία ήταν και η μέση της γης. Γκεί βγήκε μία λάμψη! Πε αυτό το σημείο φυτεύει τους σπόρους και εμφανίζονται πυροτεχνήματα φωτίζοντας όλη τη γη! ΋λα είναι φωτεινά ξανά! Σώτισε ο πλανήτης με ζωή!!!!

7ο Δημοτικό Στολείο Ηρακλείοσ Αττικής Υπεύθσνες εκπαιδεστικοί: Θεοδώροσ Ιωάννα Ψαροσδάκη Σοφία

35


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» «Νυφ πια! Πε βαρέθηκα να καμαρώνεις σαν παγώνι!», είπε η πόρτα κοιτάζοντας τον καθρέφτη με θυμό. «Κιλάς εσύ που όλοι σε κοπανάνε, ειδικά όταν έχουν τα νεύρα τους…», απάντησε γελώντας ειρωνικά ο παλιός καθρέφτης του σπιτιού. «Κμμ… μούτρα να μιλάνε! Βεν κοιτάς που είσαι ραγισμένος!», ανταπάντησε η πόρτα δείχνοντας με το πόμολό του τον καθρέφτη. «Στάνει πια! Πας έχω βαρεθεί και τους δύο.», διέκοψε την αιώνια αυτή διαμάχη η πολυκαιρισμένη πολυθρόνα του μπαμπά. «Πωπάστε και η σάκα της Κυρτούλας έχει να μας διηγηθεί μια ιστορία», είπε και τότε η σάκα ανασήκωσε τα λουριά της και άρχισε. .. «΋λα ξεκίνησαν την ημέρα που στο κατώφλι της πόρτας του σχολείου ξεπρόβαλε ο Άρης. Ένα παχουλό αγοράκι, με κατσαρά μαλλιά κι ένα βλέμμα που με τις φωτιές που έβγαζε έκαιγε ένα ολόκληρο δάσος.» «Βάσος ε;», διέκοψε ο καθρέφτης. «Ξάψε εσύ, ραγισμένε», απάντησε η πόρτα. «Θαι συνεχίζω…», είπε ενοχλημένη η σάκα. «Ε Κυρτούλα, όπως πολύ καλά ξέρουμε είναι πολύ ντροπαλή! Πτόμα έχει και μιλιά δεν έχει. Λα μην τα πολυλογώ. Κόλις έπεσε μπροστά του στο διάλειμμα την κατάλαβε αμέσως ο Άρης κι από τότε δεν την άφησε σε ησυχία! «Γ, εσύ, σε σένα μιλάω, κολόνα της ΒΓΕ. Ξώς είναι ο κόσμος από εκεί ψηλά;», της έλεγε και γέλαγε με τους ομοίους του. Μέρετε! Ώυτούς που νομίζουν πως αστείο είναι για να γελάνε μόνο αυτοί. Γγώ ένα ξέρω. Ρα αστεία λέγονται για να γελάμε και να περνάμε ευχάριστα κι όχι να πληγώνουμε τους γύρω μας! Ε μόνη παρηγοριά της Κυρτούλας ήταν ο Ιάκης ο Ιουκούμης. «Θαλέ τι όνομα είναι πάλι τούτο;», ρώτησε η πολυθρόνα. «Ρον έλεγαν έτσι απάντησε η σάκα, γιατί ήταν ένα παιδάκι που όλο και κάποιο γλυκάκι και λιχουδίτσες έκρυβαν οι τσεπούλες του. Γίχε κατακόκκινα μαγουλάκια και το πιο γλυκό χαμόγελο. Ξάντα είχε μια καλή κουβέντα να πει για τους άλλους. Ώς μη μακρυγορώ όμως…

36


Κια ημέρα ο Άρης άρχισε πάλι τα δικά του. Θορόιδεμα, γέλια και όλες αυτές τις αηδίες, που συνήθιζε να κάνει στη Κυρτούλα κι όχι μόνο… σα να μην έφτανε αυτό θυμωμένος καθώς ήταν με τον Ιάκη, που έμπαινε μπροστά στο κορίτσι και το προστάτευε σαν μεγάλος αδερφός, του άρπαζε τα γλυκά. Κια μέρα θυμάμαι φώναξε ο κακομοίρης: « Πε παρακαλώ! ΋χι τα γλυκά! Λα το! Λα το! Κου έρχεται… Ιιποθυμώ… Κου πέφτει το ζάχαρο. Ζα χρειαστώ ένα υπογλώσσιο γλειφιτζούρι.», έλεγε και ξανάλεγε κλαψουρίζοντας. Θι όμως, παιδιά, ο Άρης δεν ήταν τόσο ατρόμητος και σκληρός όσο ήθελε να δείχνει. Βε θα ξεχάσω τη μέρα που ο Κητσάκος, ένας μαθητής της έκτης τάξης έριξε τόσο ξύλο στον Άρη και ακόμη δε μάθαμε το γιατί. Ν

Άρης έκλαιγε απαρηγόρητος. Γίχε γίνει κατακόκκινος σαν παπαρούνα. Θαι ποιος τον βοήθησε παρακαλώ να σηκωθεί;» «Ξοιος;», είπαν με μια φωνή ο καθρέφτης και η πόρτα. «Ξοιος;», είπε λίγο καθυστερημένα η πολυθρόνα, γιατί ήτανε βλέπετε και γριούλα. «Ν Ιάκης ο Ιουκούμης. Κάλιστα αυτός!» «Νυάου!», είπαν τα έπιπλα. «Άσε με ήσυχο! Βε χρειάζομαι τη βοήθειά σου!», είπε ο Άρης. «Νυφ πια!», φώναξε με θάρρος ο Ιάκης. «Στάνει πια! Ξοιος νομίζεις ότι είσαι; Άκου δε θέλει βοήθεια! ΢πάρχει άνθρωπος παιδάκι μου που να μη χρειάζεται βοήθεια; Έλα, δώσε μου το χέρι σου και σταμάτα να κάνεις σαν μωρό.», είπε με ύφος μαμαδίστικο. Ε καημένη η Κυρτώ μάταια προσπαθούσε να τον τραβήξει. Ήταν

37


αποφασισμένος να τον βοηθήσει. Θαι τότε σαν κάτι να άλλαξε είπε η Κυρτώ: «Θαλά… σου λέει…», έτρεμε ολόκληρη, αλλά του το είπε. Ώυτό ήταν, αγαπητά μου έπιπλα! Κια καινούρια φιλία είχε ξεκινήσει. Ν Άρης αφηγήθηκε στα δυο παιδιά πως αυτός ο μαθητής της έκτης είχε κάνει τη ζωή του δύσκολη και πως έκανε κι αυτός το ίδιο, για να μοιάζει λίγο δυνατός. Ρέρμα, λοιπόν, τα πειράγματα, τέρμα το άρπαγμα των γλυκών κι όλες αυτές οι άσχημες συμπεριφορές. Ρώρα ήταν οι τρεις τους αχώριστοι κι όχι μόνο αυτό. ΐοηθούσαν όποιο παιδί χρειάζονταν τη βοήθειά τους. Ένα δάκρυ κύλησε από τον ραγισμένο καθρέφτη. «Κην καθρεφτάκι είπε η πόρτα.

κλαις μου»,

«Κου ραγίζεις τα ξύλα μου!», είπε συγκινημένη η πόρτα. «Πυγγνώμη που σε κορόιδεψα, για το ραγισμένο σου τζαμάκι. Ώυτό είναι που σε κάνει ξεχωριστό!» «Θι εγώ σου ζητώ συγγνώμη», αποκρίθηκε ο καθρέφτης . Δήλευα τόσο τα περίτεχνα σκαλίσματά σου, πόρτα μου μαλαματένια…» Θι έτσι άνθρωποι και άψυχα σταμάτησαν την έχθρα. Θι ένα μόνο θα σας πω κι άλλο τίποτα: «Λα είστε περήφανοι για ότι είστε! Θαι μην ξεχνάτε πως ότι είναι διαφορετικό, δεν είναι άσχημο, απλά ξεχωριστό», είπε η σάκα και έκλεισε μια για πάντα το φερμουάρ της.

5ο Δημοτικό ΢χολείο Ερμούπολης Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Γαβρή Μελίνα

38


Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια πρέπει ν ’ανοίξεις, είπε ο μαγικός καθρέφτης

Κια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άπληστος και αχάριστος ληστής. Πε όλη του ζωή είχε μάθει μόνο να αρπάζει ξένα πράγματα, χωρίς κανένα φόβο και δισταγμό. Δούσε μόνος του βαθιά μέσα στο δάσος σε μια ξύλινη καλύβα. Θάθε μέρα που ξυπνούσε σχεδίαζε και από μια ληστεία. Άλλες φορές λήστευε κάποιον περαστικό και άλλες πήγαινε σε κοντινά ή μακρινά χωριά και έκλεβε τους χωρικούς που ζούσαν εκεί. Έκλεβε πράγματα αξίας, που στη συνέχεια πουλούσε για να περάσει τη μέρα του. Έτσι είχε μάθει να ζει, χωρίς κανένα κόπο και δισταγμό. Πε μια ληστεία που είχε κάνει είχε βρει έναν μαγικό καθρέφτη, που είχε τη δυνατότητα να μιλάει. Ήταν το μόνο πράγμα που είχε κρατήσει από τις ληστείες του γιατί του κρατούσε συντροφιά τις ατελείωτες νύχτες μοναξιάς του. ΢πήρχαν όμως πολλές φορές που ο καθρέφτης τον εκνεύριζε πολύ, γιατί ο καθρέφτης ήταν καλόκαρδος και έλεγε πάντα την αλήθεια. Κια μέρα ο ληστής ήταν κουρασμένος και μουρμούριζε: «Κακάρι να ‟μουν πλούσιος και να μην αναγκαζόμουν να κοιμόμουν στο δάσος. Λα ‟χα όμορφα και ζεστά ρούχα και πάντα φρέσκο φαγητό». Ρότε ο μαγικός καθρέφτης του απάντησε: «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια πρέπει ν ‟ανοίξεις και όλες σου οι ευχές θα γίνουν πραγματικότητα». Ρότε ο πονηρός ληστής ρώτησε: «Ξού είναι καλέ μου καθρέφτη αυτή η πόρτα;» Θαι ο καθρέφτης ευθύς απάντησε: «Ε πόρτα που ζητάς, βρίσκεται σ ‟ένα κρυφό μονοπάτι στο βάθος του δάσους. Ών το ακολουθήσεις θα βρεθείς μπροστά σε μια τεράστια μαλαματένια πόρτα. Κόλις την ανοίξεις σ ‟ένα χωριό με πλούτο θα βρεθείς, όπως ακριβώς ευχήθηκες». Θαι τότε ο ληστής ξαναρώτησε: «Ξώς θα την ανοίξω καλέ μου καθρέφτη;» «Ρην ευχή σου δυνατά θα πεις και αμέσως θα ανοίξει διάπλατα η 39


κρυφή πόρτα για να περάσεις», είπε ο μαγικός καθρέφτης. Ν ληστής ξεκίνησε αμέσως να βρει το μονοπάτι στο βάθος του δάσους. Ξέρασαν δυο ολόκληρα μερόνυχτα χωρίς φαγητό και νερό, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε μια πελώρια, μαλαματένια πόρτα. Ρότε φώναξε δυνατά την ευχή που τόσο λαχταρούσε και η πόρτα άνοιξε διάπλατα, όπως ακριβώς του είχε πει ο καθρέφτης. Ρην πέρασε αμέσως με πολύ ενθουσιασμό. Ώντίκρισε τότε ένα χωριό που ζούσαν άνθρωποι φιλικοί και πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους. Νι άνθρωποι του χωριού έδιναν μ ‟ευχαρίστηση τα χρήματά τους σ ‟όποιον τα είχε ανάγκη. Ν ληστής αμέσως εκμεταλλεύτηκε την καλοσύνη αυτών των ανθρώπων. Ξαρίστανε συνέχεια ότι είχε ανάγκη και είναι πολύ άρρωστος. Έτσι έπαιρνε τα χρήματα τους και ό,τι άλλο πολύτιμο αγαθό είχαν. Ώφού συγκέντρωσε αρκετά χρήματα έφυγε γρήγορα από το χωριό. Νι άνθρωποι του χωριού, παρόλο που κατάλαβαν ότι τους είχαν εκμεταλλευτεί συνέχισαν να είναι αγαπημένοι και να νοιάζονται ο ένας για τον άλλον. Έτσι κατάφεραν πάλι να ζήσουν ευτυχισμένοι και να αποκτήσουν νέα αγαθά, βοηθώντας ο ένας τον άλλον στις δύσκολες στιγμές. Ν ληστής τις επόμενες μέρες ζούσε πλουσιοπάροχα σκορπώντας χωρίς καμία σκέψη ό,τι είχε αρπάζει χωρίς δισταγμό από τους ανθρώπους του χωριού. Έτσι, σπατάλησε γρήγορα όλα όσα είχε κλέψει από το χωριό και έμεινε πάλι μόνος του με άδεια χέρια. Ρο μόνο που του είχε απομείνει ήταν ο μαγικός καθρέφτης. Άρχισε τότε να παραπονιέται πάλι για την ζωή του και την ατυχία του. Ρότε ο μαγικός καθρέφτης, που έλεγε πάντα την αλήθεια του είπε: «Ε απληστία και η αχαριστία δεν είναι ωραία πράγματα και τιμωρούνται. Γσύ ήσουν άπληστος και αχάριστος ακόμη και όταν όλα σου δόθηκαν απλόχερα γι‟ αυτό και τώρα η ίδια σου η μοίρα σε τιμωρεί».

2ο Δημοτικό ΢χολείο Ασπροπύργου Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Λουκίσα ΢οφία

40


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» Κια φορά κι έναν καιρό, ήταν 8 φίλοι που πήγαιναν μια εκδρομή με το σχολείο, στο Κουσείο Κουσικής. Γκεί, οι φίλοι έκαναν ξενάγηση, χρησιμοποιώντας μια εφαρμογή του κινητού τους τηλεφώνου κι έτσι δεν ακολούθησαν την υπόλοιπη τάξη τους. Ώκούγοντας τις οδηγίες από το κινητό, απομακρύνθηκαν και μπερδεύτηκαν με άλλο σχολείο. Κετά από λίγη ώρα έφτασαν σε μια αίθουσα, όπου υπήρχε ένας μαγικός καθρέφτης, που από μέσα του ακούγονταν νότες πιάνου. Νι 8 φίλοι πλησίασαν απορημένοι τον καθρέφτη και… ξαφνικά η μουσική σταμάτησε. Ν καθρέφτης άρχισε να λαμπυρίζει και οι 8 φίλοι εντυπωσιάστηκαν! Ρότε, πλησίασαν πολύ κοντά για δουν κι ο καθρέφτης τους ρούφηξε μέσα. Ώμέσως μεταφέρθηκαν σ‟ έναν μαγικό κόσμο. Γκεί όλα ήταν πολύ όμορφα! Πυνάντησαν την Λέλλα, μια συμπαθητική γριούλα που θα τους βοηθούσε στην περιπέτειά τους. Ε Λέλλα, τους εξήγησε ότι αν ήθελαν να επιστρέψουν στην πόλη τους, θα έπρεπε να περάσουν κάποιες δοκιμασίες: πρώτα, θα έπρεπε να βρουν μια κρυφή πόρτα κι αφού την ανοίξουν να βρουν έναν πάπυρο. Έπειτα, θα έπρεπε να διασχίσουν έναν βάλτο με κροκόδειλους. Ρέλος, θα έπρεπε να περπατήσουν σε μια ξύλινη, ετοιμόρροπη γέφυρα για να περάσουν στην άλλη μεριά του μαγικού κόσμου, χωρίς να πέσουν. Νι 8 φίλοι, ξεκίνησαν για την πρώτη δοκιμασία. Ώφού έψαξαν αρκετά, βρήκαν την κρυφή πόρτα. ΋μως μόλις την άνοιξαν τούς περίμενε μια μεγάλη έκπληξη! Κια τεράστια αρκούδα φύλαγε τον πάπυρο, αλλά ευτυχώς κοιμόταν. Αια να πάρουν τον πάπυρο, έπρεπε, να προσέξουν να μην ξυπνήσουν την αρκούδα. Ώλλιώς ήταν χαμένοι! Έτσι προχώρησαν ήσυχα-ήσυχα, κρατώντας την αναπνοή τους, άρπαξαν τον πάπυρο κι ετοιμάζονταν να φύγουν, όταν… η αρκούδα ξύπνησε!

41


Γκνευρισμένη, όρμησε καταπάνω τους. Ρα παιδιά άρχισαν να τρέχουν με τον πάπυρο στα χέρια για να ξεφύγουν. ΋ταν τα κατάφεραν, είχε πια νυχτώσει. Έψαξαν και βρήκαν μια σπηλιά για να περάσουν τη νύχτα και να κοιμηθούν. ΋ταν ξημέρωσε, τα παιδιά ξεκίνησαν για τη δεύτερη δοκιμασία. Πτο δρόμο τους για τον βάλτο, συνάντησαν τη Λέλλα, η οποία τα συμβούλεψε να πουν τη μαγική φράση «Πουσάμι άνοιξε», για να ανοίξει ο βάλτος, που υπήρχε εκεί και να περάσουν με ασφάλεια. Νι 8 φίλοι προχώρησαν κι έφτασαν στον βάλτο. Γίπαν τη μαγική φράση και το νερό χωρίστηκε στα δυο. Ώφού πέρασαν μέσα από τον βάλτο, εμφανίστηκε πάλι η Λέλλα, η οποία είχε στο σάκο της ένα βάζο με μαγική σκόνη και το έδωσε στους 8 φίλους για να καταφέρουν να περάσουν πάνω από τους κροκόδειλους. Ρα παιδιά σκόρπισαν τη σκόνη και τότε εμφανίστηκε μια ιπτάμενη αγελάδα. Ώνέβηκαν στη ράχη της και περάσαν τους κροκόδειλους. Κετά από λίγη ώρα προσγειώθηκαν σε μια μαγεμένη παραλία, απ΄ όπου αχνοφαινόταν μακριά μια ξύλινη γέφυρα. Άρχισαν να φτιάχνουν μια σχεδία για να διασχίσουν την παραλία και να φτάσουν στη γέφυρα. Κετά από μια ώρα γαλήνιου ταξιδιού κι αφού έπλευσαν μακριά, έφτασαν στην ξύλινη γέφυρα. Γίχαν αρχίσει να περπατούν, όλοι μαζί, πάνω στη γέφυρα, όταν τα δυο πρώτα σκαλοπάτια κατέρρευσαν, ενώ τα υπόλοιπα, άρχιζαν το ένα μετά το άλλο να τρίζουν και να σπάνε, δείχνοντας ότι κι αυτά δεν θα άντεχαν, ενώ τα παιδιά δε προλάβαιναν να απομακρυνθούν. Ξράγματι, η γέφυρα κατέρρευσε κι οι 8 φίλοι άρχισαν να κρέμονται στο κενό, πιασμένοι από τα σπασμένα σανίδια. Ιίγο πριν χάσουν τις δυνάμεις τους και χαθούν για πάντα, εμφανίστηκε πάλι η ιπτάμενη αγελάδα και τούς μετέφερε στο Κουσείο Κουσικής. ΋μως, η περιπέτειά τους δεν είχε τελειώσει ακόμα. ΋ταν βρέθηκαν στο Κουσείο, η δασκάλα της τάξης τους, είχε κλείσει, άθελά της, την πόρτα κι έτσι δεν μπορούσαν να βγουν. Θοίταξαν δίπλα τους και είδαν τον μαγικό καθρέφτη να μιλάει και πάλι: Για να γυρίσετε πίσω στο σχολείο σας, θα πρέπει να πείτε τα εξής λόγια, οχτώ φορές: «πόρτα κλειστή, πόρτα μαλαματένια» είπε ο μαγικός καθρέφτης.

42


Νι 8 φίλοι, ακούγοντας τη συμβουλή του καθρέφτη, είπαν ένας –ένας για οχτώ φορές τα μαγικά λόγια «πόρτα κλειστή, πόρτα μαλαματένια, είπε ο μαγικός καθρέφτης». Έτσι, γύρισαν στα σπίτια τους κι όταν νύχτωσε έπεσαν, κατάκοποι στα κρεβάτια τους… Ρην επόμενη μέρα, το πρωί, οι 8 φίλοι πήγαν στο σχολείο και διηγήθηκαν την ιστορία τους. ΋πως ήταν φυσικό κανείς δεν τους πίστεψε, μέχρι που εμφανίστηκε η ιπτάμενη αγελάδα κι όλοι άλλαξαν γνώμη, θαυμάζοντας την τόλμη των παιδιών.

Δημοτικό ΢χολείο Καπανδριτίου Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Βουλτσίδη Νιόβη

43


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… είπε ο μαγικός καθρέφτης» Κια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αγόρι που τον έλεγαν Άρη και δύο κορίτσια που τα έλεγαν Θλεοπάτρα και Καρία. Θαι τα δύο κορίτσια αγαπούσαν τον Άρη, όμως ο Άρης αγαπούσε μόνο τη Καρία. Ρα χρόνια πέρασαν, και ο Άρης με τη Καρία παντρεύτηκαν, έκαναν κι ένα μωρό που το ονόμασαν Λίκο. Ε Θλεοπάτρα θύμωσε τόσο πολύ που αποφάσισε να εκδικηθεί το ζευγάρι κάνοντας κακό στο παιδί τους. Θαι τα χρόνια περνούσαν. Θάποτε παντρεύτηκε κι αυτή, απόκτησε μάλιστα κι ένα κοριτσάκι, την ΐαλένθια, όμως ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχάσει τον Άρη, ο θυμός της αντί να σβήνει, φούντωνε με τα χρόνια. Ν Λίκος μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, γινόταν ένας δυνατός, καλόκαρδος νεαρός. Θι η Θλεοπάτρα τον παρατηρούσε από μακριά κι η ζήλια της ολοένα και μεγάλωνε. «Ξως θα τους εκδικηθώ;» σκέφτηκε, «πρέπει να καταστρώσω ένα σχέδιο. Μέρω πως πάει στην άκρη του δάσους να κόψει ξύλα, ξέρω όμως και πως εκεί ζει μια μάγισσα. Ώυτή μπορεί να μου πει τι θα κάνω». Θαι μια και δυο πάει στη μάγισσα και της λέει: -«Ζέλω να εξαφανίσω το παιδί του Άρη και της Θλεοπάτρας, τον Λίκο». Θι η μάγισσα της απάντησε: -«Αια να εξαφανίσεις τον Λίκο πρέπει να τον φέρεις πιο βαθιά στο δάσος μου». -«Θαι πως θα το καταφέρω; Ν Λίκος είναι έξυπνος νέος και δε θα προχωρήσει βαθιά στο δάσος». - «Ξρέπει να τον δελεάσουμε. Λα φέρεις την κόρη σου εδώ, την ΐαλένθια στολισμένη με λουλούδια, μενεξέδες και ζουμπούλια να τον γλυκοκοιτάξει την ώρα που θα κόβει ξύλα. Ώύριο το απόγευμα…». Έτσι και έγινε. Ε Θλεοπάτρα διέταξε την κόρη της να παρασύρει τον νεαρό Λίκο μέσα στο δάσος. «Ώλλά πρόσεξε», της είπε, «κατευθύνσου προς το βορρά και γύρνα πίσω μόλις βρεις τη λίμνη!» Ρην επόμενη μέρα πριν ακόμα δύσει ο ήλιος, ο Λίκος όπως κάθε απόγευμα πήγε να κόψει ξύλα. Γκεί που έκοβε ξύλα ακούστηκε ένα τραγούδι τόσο μελωδικό που του τράβηξε την προσοχή. Έψαξε να βρει από πού ερχόταν αυτή η θεϊκή μελωδία. Ξροχώρησε λίγο πιο μέσα στις 44


πυκνές φυλλωσιές των δέντρων, όταν είδε ένα όμορφο κορίτσι με στεφάνι από ζουμπούλια στα μαλλιά και μενεξέδες να στολίζουν τον κάτασπρο λαιμό της. Ρο κορίτσι έτρεχε ανάλαφρα μέσα στο δάσος. Ν Λίκος θαμπώθηκε εκείνη τη στιγμή, ούτε που σκέφτηκε τους κινδύνους που παραμόνευαν στο μαγεμένο δάσος, παρά έτρεξε πίσω της να την προφτάσει, να την ξαναδεί. Ε μάγισσα στην καλύβα της έβλεπε τα νεαρά παιδιά να κυνηγιούνται μέσα από τον μαγικό της καθρέφτη και έσκασε χαιρέκακα στα γέλια. «Ρώρα θα τους παγιδέψω και τους δυο» είπε. Ζα τους κάνω υπηρέτες μου για πάντα..χα χα χα», ενώ ο μαγικός καθρέφτης παρατηρούσε κι αυτός αμίλητος τα δύο καημένα παιδιά Ρα δυο παιδιά παρασυρμένα από τον ενθουσιασμό τους βρέθηκαν πια στην καρδιά του δάσους. Πταμάτησαν λαχανιασμένα να ξαποστάσουν, κοιτάχτηκαν και είδαν ο ένας μέσα από τα μάτια του άλλου την ζεστασιά της αγάπης που είχαν στις καρδιές τους. Ε ΐαλένθια κοίταξε τον Λίκο και ένιωσε να την πλημμυρίζει ένα αίσθημα πρωτόγνωρο, μα γλυκό, γαλήνιο κι όμορφο. ΋μως που βρισκόταν; Θοίταξαν γύρω τους και είδαν μια λίμνη. Πτιγμιαία κατάλαβαν και οι δύο πως είχαν βρεθεί στη καρδιά του μαγεμένου δάσους και ξαφνικά αισθάνθηκαν κι οι δυο τους φόβο να κυριεύει τα σώματά τους. Ε μάγισσα κοίταξε μέσα από το μαγικό της καθρέφτη και γέλασε. Ήταν ώρα να ξεστομίσει το μαγικό της ξόρκι: «Άμπρα κατάμπρα, τούμπα τουλούμπα φυλάκισε τους δύο ανόητους στο δάσος μου για πάντα!! Ρα

δύο

παιδιά βρέθηκαν φυλακισμένα ξαφνικά. Αύρω τους οι θάμνοι άρχισαν να μεγαλώνουν, τα δέντρα να ψηλώνουν, ο ουρανός να σκοτεινιάζει.

45


«Ρι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Λίκος «Ξρέπει να κατευθυνθούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, πάμε προς το Λότο» είπε η ΐαλένθια. «Ξως; Αύρω μας είναι όλο αγκαθωτοί θάμνοι» είπε ο Λίκος. «Έλα, δώσε μου το χέρι σου» είπε η ΐαλένθια. «Καζί θα τα καταφέρουμε, συγγνώμη που σε παρέσυρα ως εδώ» Ξιασμένα χέρι χέρι σφιχτά, τα δύο παιδιά προχώρησαν ανάμεσα στους θάμνους και είπαν: «Πας παρακαλούμε πολύ, αφήστε μας να περάσουμε!» Θαι οι θάμνοι τους άνοιξαν δρόμο… κατευθυνόντουσαν νότια όταν μπροστά τους αντίκρισαν το σπίτι της μάγισσας. Βεν είχαν που αλλού να πάνε, έπρεπε να περάσουν μέσα από αυτό. Κπήκαν μέσα… Αύρω τους έμοιαζαν όλα μαγεμένα αλλά για καλή τους τύχη η μάγισσα είχε πάει στο δάσος να βρει συστατικά για τα μαγικά της φίλτρα. «Ξως θα ξεφύγουμε από εδώ»; Θαι τότε ένας ξερόβηχας ακούστηκε. Αύρισαν και είδαν έναν καθρέφτη. «Ξαιδιά, η αγάπη που νιώθει ο ένας για τον άλλον με συγκίνησε, γι αυτό κι εγώ θα σας βοηθήσω. ΋μως θα πρέπει να απαντήσετε σε τρία αινίγματα που θα σας πω»: «΋ποιοι έρχονται και πάνε απ‟ το χέρι την κρατάνε. Ρι είναι;» Πυλλογίζονται τα παιδιά. Ρι να κρατάω άραγε όταν πηγαινοέρχομαι, όταν μπαινοβγαίνω; Τερούλι – τι έχει χερούλι; - «Ε πόρτα!!» λένε με μια φωνή. «Λαι», απάντησε ο μαγικός καθρέφτης. «Ξόρτα κρυφή, μαλαματένια θα σας οδηγήσει πάλι πίσω στην άκρη του δάσους».

πόρτα

-«Κα που θα τη βρούμε;» - «Γίναι εκεί όπου η μητέρα η κόκκινη μαύρο παιδί γεννάει». Πυλλογίζονται τα παιδιά. «Ξρέπει να είναι η φωτιά που κάνει τα κάρβουνα», λέει ο Λίκος. «Λαι», απαντάει η ΐαλένθια, «να ψάξουμε στο τζάκι». Ξαραμερίζουν τα κάρβουνα στο τζάκι και βλέπουν μια πόρτα μαλαματένια, την ανοίγουν 46


και μπροστά τους ξεπροβάλλει μια καταπακτή. «Ώς μπούμε», λέει ο Λίκος. «Κα που θα μας οδηγήσει;», ρωτάει ανήσυχα η ΐαλένθια. «Λα πάτε εκεί που η μητέρα και κόρη έχουν το ίδιο όνομα. Γκεί που δέρνουν τη μητέρα κι αρμέγουν την κόρη. Θαλή τύχη!» τους απαντάει ο μαγικός καθρέφτης. Κπαίνουν μέσα τα παιδιά και φτάνουν στο δάσος. ΐλέπουν ένα σωρό δέντρα: βελανιδιές φλαμουριές, πεύκα κι οξιές και μονάχη στεκόταν στην άκρη μια ελιά. «Πτην ελιά να πάμε! Γίναι η απάντηση στο τρίτο αίνιγμα!» είπαν με μια φωνή. Έτρεξαν στην ελιά κι εκεί τους περίμεναν οι γονείς τους. Ε Θλεοπάτρα σαν είδε τα παιδιά, έκλαψε από ανακούφιση. Ε χαρά της που ξαναβρήκε σώα την κόρη της έσβησε κάθε μίσος και ζήλια που ένιωθε. ΋λοι μαζί αγκαλιάστηκαν και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δημοτικό ΢χολείο Καπανδριτίου Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Βουλτσίδη Νιόβη

47


Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια Ρο πρώτο χτύπημα στο κουδούνι του Πεπτέμβρη είχε βρει την κυρία Γυθαλία, τη διευθύντρια του δημοτικού χωμένη στα χαρτιά της. Παν πρωτομπήκε στο σχολείο, κοίταξε γύρω της. Ρίποτα δεν είχε αλλάξει, ούτε καν το σπασμένο τζάμι στο τέλος του διαδρόμου. Πτους τοίχους έτρεχε πάλι η υγρασία, το χώμα στην αυλή είχε λασπώσει, οι σοβάδες έπεφταν. Θανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Θι εκείνη είχε πάψει να προσπαθεί. Πήμερα, από το σπασμένο παράθυρο του γραφείου της έφταναν παράπονα και λίγα γέλια. Νι περισσότεροι μαθητές ανυπομονούσαν να γυρίσουν στο σπίτι τους για λίγο ακόμα παιχνίδι. Θάποιοι δάσκαλοι εξιστορούσαν τις διακοπές τους και μερικοί γονείς κρατούσαν σφιχτά το χέρι από τα μικρότερα παιδιά. Έξω από τα κάγκελα ο σχολικός τροχονόμος σταματούσε την κυκλοφορία. Παν έκλεισε η πόρτα, το ρολόι του σχολείου ξεκίνησε να μετρά αντίστροφα τη σχολική χρονιά. Ρις επόμενες μέρες, πίσω από τις πόρτες, γέμισαν τα βιβλία μολυβιές. Πτην πρώτη τάξη κάλυψαν τα παιδιά με ζωγραφιές τους άβαφους τοίχους, στα νήπια τοποθετήθηκαν πλαστικά πατάκια και στην έκτη προστέθηκαν δύο καινούριοι χάρτες. Πτην πέμπτη τάξη έφτασε ένα παλιό θρανίο για τη Ιεμονιά, τη νέα μαθήτρια, ο μαύρος πίνακας βάφτηκε λευκός και νέα κλειδαριά μπήκε στο παράθυρο. Κα κανείς δεν παρατήρησε τίποτα. Θι όταν ένα μήνα μετά οι νέοι δάσκαλοι άνοιξαν τις λευκές πόρτες, βρήκαν τους μαθητές να ζωγραφίζουν χωρίς χρώματα. Κια μέρα λοιπόν η νέα δασκάλα των εικαστικών ζήτησε από τα παιδιά της πέμπτης να στάξουν λίγη θάλασσα στον ήλιο και με αυτό να βάψουν την αυλή. Κα οι μαθητές συνέχισαν να γράφουν προτάσεις με καλοξυσμένα μολύβια. Βεν ήξεραν άλλο τρόπο. Θι έτσι γίνηκαν οι ζωγραφιές σαν καμωμένες από στάχτη. Θάποτε έφτασε και ο νέος κύριος της μουσικής. Θαλοκούρδισε την κιθάρα του και ξεκίνησε ένα τραγούδι. Θοιτάχτηκαν μεταξύ τους οι μαθητές. Ταμογέλασαν κάποιοι. Θι άνοιξαν τα βιβλία τους στη σελίδα 12. Βεν είχαν καιρό για τραγούδια. Θι έτσι από το χαλασμένο παράθυρο γλίστρησαν οι νότες και δεν ξαναφάνηκαν στην τάξη. Τώθηκαν οι δάσκαλοι στα ψηλά κουτιά, έξυσαν οι μαθητές μολύβια, γέμισαν το κεφάλι τους με μαύρα γράμματα και λευκό πίνακα. Θι έξω από το παράθυρο δεν έριξαν ούτε μια ματιά.

48


Θάθε πρωί ο δάσκαλος της πέμπτης τάξης έπαιρνε απουσίες κι έπειτα ξεκινούσε το μάθημά του με μια ιστορία. Θαθώς τη διηγούνταν, ξαφνικά σταματούσε. Θαι καλούσε τους μαθητές να τη συνεχίσουν. Πε μια από αυτές, ένα παιδί, από τη μεγάλη του πείνα, κλέβει το φαγητό ενός συμμαθητή του… «και τον τιμωρούν άδικα, αφού πεινούσε», συνεχίζει ο Ώλέξης, ενώ σε μια άλλη, μια μαθήτρια δεν καταλαβαίνει το μάθημα και «αντιγράφει τις ασκήσεις από άλλους για να μην τη μαλώσουν στο σπίτι», απαντά η Ζεοδώρα. Ένας μαθητής αλλάζει συνεχώς σχολεία και «δεν αποκτά ποτέ φίλους», ψιθυρίζει η Ιεμονιά και μια μαθήτρια κάθεται την ώρα του διαλείμματος στην τάξη «αφού η ζακέτα της δεν είναι αρκετά ζεστή» παραπονιέται η ΐασιλική. Θι ο δάσκαλος περνά στα μαθηματικά. Θαι οι μέρες περνούν. Νι σελίδες γυρνούν. Ε διευθύντρια υπογράφει. Κερικοί μαθητές κυνηγιούνται στη μικρή αυλή. Άλλοι στέκονται μόνοι περιμένοντας να χτυπήσει το κουδούνι. Ξίσω από την κλειστή πόρτα της πέμπτης τάξης, ένα χέρι με κίτρινα γάντια αφήνει κρυφά ένα πακέτο μπισκότα κάτω από το θρανίο του Ώλέξη. Ώπό την αυλή ακούγονται οι πρώτοι γλάροι. Ρα κίτρινα γάντια αφήνουν τώρα ένα τετράδιο με λυμένες ασκήσεις κάτω από τη θέση της Ζεοδώρας. Ε καθαρίστρια στο προαύλιο μαζεύει χαρτιά. Κια γατούλα αναζητά φαγητό στα λιγοστά ψίχουλα δίπλα στα σαπισμένα κάγκελα. Ξριν φύγουν από την τάξη, τα γάντια κρεμούν ένα κόκκινο μπουφάν στην καρέκλα της ΐασιλικής. Κα κανείς δεν παρατηρεί τίποτα. Αιατί σε αυτό το σχολείο δεν άλλαζε ποτέ τίποτα. Κέχρι που άρχισαν να συμβαίνουν κι άλλα παράξενα πράγματα. Ένα πρωινό, πρόβαλλε από τα ξεφτισμένα κάγκελα ένας λεπτός κορμός με λεπτά φύλλα. Ιίγες μέρες μετά, εκεί που κάποτε ένας πράσινος κάδος περίμενε τα διάσπαρτα σκουπίδια έστεκε τώρα κι ένας γαλάζιος για την ανακύκλωση. Κέσα σε λίγες μέρες το λιγοστό γρασίδι κατά μήκος του σχολείου δεν έδειχνε πια θαμπό και ξεραμένο μα στάλες δροσιάς σκαρφάλωναν παίζοντας με τον απαλό άνεμο. Ένα απόγευμα, στην ετοιμόρροπη σκεπή, ένας μεταλλικός ήχος έσπαγε την ησυχία κάθε που οι γλάροι τσιμπούσαν σπυριά από τη νέα τους ταΎστρα. Θαι δίπλα στο κάγκελο κάποιος είχε αφήσει ένα πιατάκι με τροφή. Θάτι περίεργο συνέβαινε λοιπόν… Κα κανείς δεν έδωσε και πάλι σημασία.

49


΍σπου οι γλάροι έπαψαν να πετούν μέχρι το μικρό σχολείο και ο γαλάζιος κάδος απέμεινε χωρίς καπάκι. Ξαράσερνε τα σκουπίδια ο αέρας και στο μικρό πιατάκι δεν υπήρχε πλέον τροφή. Αέμισε η αυλή χόρτα και το μικρό δεντράκι είχε πια ξεραθεί στη γωνιά του. Γκείνο το πρωινό, ο δάσκαλος της πέμπτης ξεκίνησε και πάλι το μάθημά του παίρνοντας παρουσίες. «Ξαρών!», «Ξαρούσα!», «Θι εγώ εδώ!», γέμισε η τάξη φωνές. Πυνεχίζοντας τον κατάλογο, σταμάτησε ο δάσκαλος σε μια μαθήτρια. Ρράβηξε μια γραμμή κι ενημέρωσε τους μαθητές πως η Ιεμονιά είχε αλλάξει και πάλι σχολείο. Τωρίς να το σκεφτεί, άγγιξε η ΐασιλική το κόκκινο μπουφάν της. Ν Ώλέξης έψαξε κάτω από το θρανίο του. Κα δε βρήκε φαγητό να τον περιμένει όπως τις άλλες μέρες. Ε Ζεοδώρα άνοιξε το τετράδιο της. Κα δε βρήκε κανένα σημείωμα, καμία λυμένη άσκηση, όπως τις προηγούμενες μέρες. Κόνο ένα ζευγάρι γάντια σε χρώμα κίτρινο αφημένα δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, σαν πεταλούδες έτοιμες για την άνοιξη. Θι όλοι κατάλαβαν. Ιίγο αργότερα, στην ώρα της μουσικής ένας μικρός σκοπός σαν σφύριγμα άρχισε να πετάει από το ανοιχτό παράθυρο. Ν δάσκαλος απόρησε. Άρπαξε την κιθάρα του και ακολούθησε το ρυθμό. Τωρίς να το καταλάβουν, τα παιδιά τραγουδούσαν. Θαι η φωνή τους τις επόμενες μέρες έφερνε πίσω τους γλάρους, γινόταν λίγη τροφή για μια αδέσποτη γάτα, ζωγράφιζε τους τοίχους, έβαφε πράσινη την αυλή, βοηθούσε το συμμαθητή που το είχε ανάγκη και πότιζε ένα ξεραμένο δεντράκι. Θαι σαν έφτασε η άνοιξη και φάνηκαν τα πρώτα άνθη, όλοι το ονόμασαν Ιεμονιά, όπως τη συμμαθήτριά τους. Θαι κανένας δε ρώτησε ποτέ τι δέντρο ήταν στ΄ αλήθεια. Ώυτό θα ήταν το δικό τους μυστικό. 8ο Δημοτικό σχολείο Καλαμαριάς Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Ζωή ΢ταυρίδου Ιωάννα ΢εκέρογλου

50


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια …» Σο άσπρο δάσος Ε ανακάλυψη μιας πόρτας είναι πάντα μια ενδιαφέρουσα ανακάλυψη, πολύ περισσότερο όταν η πόρτα κλείνει ερμητικά την κουφάλα μιας γέρικης βελανιδιάς στο πιο σκοτεινό σημείο του δάσους. Θι όταν ο σκίουρος Πκιουράδης κι ο σκαντζόχοιρος Γρινακίνης βρέθηκαν μπροστά της τα πράγματα άρχισαν να γίνονται περίπλοκα. Ώς πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ν Πκιουράδης κι ο Γρινακίνης δεν ήταν φίλοι. Νύτε κι εχθροί. Έγιναν όμως ανταγωνιστές και… συνεργάτες όταν από το απέραντο Ααλάζιο δάσος, που ήταν το σπίτι τους, εξαφανίστηκε το Θωδώνιον του Θέλσιου όπως το έλεγε η πάνσοφη κουκουβάγια, η Αλαυκόμορφη, ή αλλιώς Θαμπανούλα όπως την ήξεραν όλοι στο απέραντο Ααλάζιο δάσος. Θαι τι θα „τανε το απέραντο Ααλάζιο δάσος χωρίς την Θαμπανούλα; Ε Θαμπανούλα είχε μια ιδιότητα πολύ ξεχωριστή και πολύ πολύτιμη και επηρέαζε με την παρουσία της, τη ζωή σ‟ ολόκληρο το απέραντο Ααλάζιο δάσος. Ήταν πολύ όμορφη! Ήταν πανέμορφη! Θαι όπως όλοι ήξεραν στο απέραντο Ααλάζιο δάσος η ομορφιά ήταν που έδινε νόημα στη ζωή. Ρι κι αν δε θα τους έλειπε ποτέ η τροφή μιας και το απέραντο Ααλάζιο δάσος τα είχε όλα σε αφθονία; Ρι κι αν δε θα τους έλειπε η ψυχαγωγία μιας και στο απέραντο Ααλάζιο δάσος κατοικούσαν οι σπουδαιότεροι τραγουδιστές του κόσμου; Ρι κι αν δε θα τους έλειπε ποτέ η περιπέτεια μιας και το απέραντο Ααλάζιο δάσος ήταν τόσο… απέραντο που για να το εξερευνήσεις όλο έπρεπε να ζήσεις 199 ζωές σύμφωνα με ακριβέστατες μετρήσεις που είχε παρουσιάσει σ‟ ένα πρόσφατο συνέδριο η Αλαυκόμορφη. Ζα έλειπε η ομορφιά της Θαμπανούλας. Θαι τίποτα πια δε θα „ταν όμορφο. Νύτε ΋μορφο! Θαι πώς να ήταν όταν θ‟ απουσίαζε η μωβ ομορφιά των πέντε πετάλων της που όταν τ‟ αντίκριζες σου κοβόταν η ανάσα; ΋ταν με μια και μόνο ματιά πάνω της οι πέντε αισθήσεις γινόταν μία κι αυτή έσκυβε κι υποκλίνονταν στην ομορφιά;

51


Πτη συγκέντρωση, που έγινε στο μεγάλο ξέφωτο στην καρδιά του απέραντου Ααλάζιου δάσους. η Αλαυκόμορφη είπε δυνατά τις σκέψεις της και όλοι άκουγαν με προσοχή. “Ξρέπει δύο γενναίοι εθελοντές να ξεκινήσουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ώστε ν‟ αρχίσουν οι έρευνες.” Βύο κατευθύνσεις; Αιατί άραγε σκέφτηκαν όλοι κι η Αλαυκόμορφη που ήξερε τι σκέφτονταν συμπλήρωσε “Βύο κατευθύνσεις, δύο γενναίοι εθελοντές, ώστε να έχουμε διπλάσιες πιθανότητες να βρούμε την κρυφή πόρτα.” Θρυφή πόρτα; Ξοια κρυφή πόρτα σκέφτηκαν όλοι και η Αλαυκόμορφη που ήξερε τι σκέφτονταν συμπλήρωσε. “Πτο απέραντο Ααλάζιο δάσος στο πιο απόμακρο, στο πιο σκοτεινό, στο πιο τρομακτικό μέρος ζει το πιο γέρικο δέντρο του. Ένας δρυς. ΐελανιδιά την ξέρουν κάποιοι αμόρφωτοι.” είπε ειρωνικά κοιτώντας προς την πλευρά του μεγάλου ελαφιού που όλοι ήξεραν ότι δε συμπαθούσε ιδιαίτερα καθώς δεν παρακολουθούσε σχεδόν ποτέ τα σεμινάρια και τις διαλέξεις της. Θαι συνέχισε… “Πτην κουφάλα του Βρυός υπάρχει μια πόρτα. Θανείς δεν την έχει δει γιατί κανείς δεν έχει φτάσει ποτέ ως εκεί. Κη ρωτήσετε πώς ξέρω την ύπαρξή της. Ώυτό που πρέπει να ξέρετε είναι ότι πίσω απ‟ αυτή την πόρτα υπάρχει ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί έξω από το απέραντο Ααλάζιο δάσος. ΋ποιος άρπαξε το Θωδώνιον του Θέλσιου ή Θαμπανούλα όπως την ξέρουν οι αμόρφωτοι” είπε ταυροκοιτώντας ξανά το μεγάλο ελάφι “μόνο από εκεί μπορεί να ήρθε και να έφυγε”. Λ‟ αρπάξουν την Θαμπανούλα; Αιατί να την αρπάξουν σκέφτηκαν όλοι και η Αλαυκόμορφη που ήξερε τι σκέφτονταν συμπλήρωσε “Αιατί είναι όμορφη!”. Νι δύο εθελοντές, ο Πκιουράδης και ο Γρινακίνης, ξεκίνησαν ταυτόχρονα ο ένας για την Ώνατολή και ο άλλος για τη Βύση. Θι είναι σίγουρα μυστήριο το πώς έφτασαν ταυτόχρονα μετά από 112 ημέρες περιπλάνησης στο απέραντο Ααλάζιο δάσος, στο πιο απόμακρο, στο πιο σκοτεινό, στο πιο τρομακτικό σημείο του μπροστά στη γέρικη βελανιδιά, μπροστά σε μια πόρτα. Ώφού κοιτάχτηκαν για λίγο πρώτος μίλησε ο Γρινακίνης “Θαι τώρα; Ν καθένας μόνος του ή μαζί;” ευχόμενος ο Πκιουράδης να πει “μαζί” μιας και η ιδέα να συνεχίσει μόνος του το ταξίδι του 52


έφερνε πανικό φόβο. “Λομίζω πως μαζί έχουμε περισσότερες πιθανότητες” απάντησε ο Πκιουράδης ανακουφισμένος καθώς τον τρόμαζε εξίσου η ιδέα να συνεχίσει μόνος. Ρο πρώτο πρόβλημα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ήταν και το πιο δύσκολο ή έτσι τους φαινόταν τουλάχιστον μέχρι ν‟ ακουμπήσει απλώς την πόρτα ο Πκιουράδης για να σκεφτεί καλύτερα με τι τρόπο θα την ανοίξουν κι αυτή σωριαστεί και γίνει σκόνη μπροστά τους. “Κάλλον έχει την ηλικία της βελανιδιάς!” σχολίασε ο Γρινακίνης προτού σταθεί δίπλα στον Πκιουράδη για να ξεκινήσουν την πορεία τους. Πκοτάδι για πολλή ώρα. ΐάδιζαν σχεδόν στα τυφλά. Θάπου κάπου μονάχα σκόνταφταν σε μικρές πετρούλες αλλά κατά τ‟ άλλα ο δρόμος δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολος. Ρο σκοτάδι συνεχίστηκε για πολλή ακόμα ώρα μέχρι που ο στενός διάδρομος που βάδιζαν άρχισε να φαρδαίνει ώσπου βρέθηκαν σε μια σπηλιά. ΢πέθεσαν ότι είναι ημέρα κι όχι νύχτα, γιατί κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο το φως του ήλιου, λες κι έβρισκε μυστικές χαραμάδες, κατάφερνε να μπει μέσα στη σπηλιά και να τη φωτίζει. Πυνέχισαν ακούραστοι προς τη μοναδική διαδρομή που διαγραφόταν μπροστά τους. Κετά από πορεία ημερών και νυχτών έφτασαν στην έξοδο της σπηλιάς. Θι αυτό που αντίκρισαν ήταν απίστευτο. “Άσπρο δάσος” μουρμούρισε χαμηλόφωνα ο Γρινακίνης λες και τα παράξενα άσπρα δέντρα αυτού του περίεργου δάσους να μπορούσαν να τον ακούσουν. “Ξερίεργο” μουρμούρισε κι ο Πκιουράδης που φοβόταν περισσότερο “τι κάνουμε τώρα;”. “Ξροχωρούμε”, είπε δήθεν αποφασιστικά ο Γρινακίνης, “έχουμε μια αποστολή”. Ώυτό που ένιωσαν όταν μπήκαν μέσα στο Άσπρο δάσος δεν περιγράφεται. Σόβος, θαυμασμός, ανατριχίλα και δέος κατέκλυζαν κάθε κύτταρο του σώματός τους. Ρα τεράστια δέντρα του δάσους ήταν πολύ διαφορετικά απ‟ τα δέντρα του απέραντου Ααλάζιου δάσους. Βεν ήταν όλα άσπρα όπως φαίνονταν από μακριά και δεν ήταν απ‟ το ίδιο υλικό με τα δέντρα του απέραντου Ααλάζιου δάσους. Ρο υλικό τους ήταν πιο σκληρό, άλλοτε τραχύ κι άλλοτε στιλπνό. Πτην κορυφή του κορμού τους είχαν άλλα κόκκινα φύλλα, άλλα γκρίζα κι άλλα δεν είχαν φύλλα παρά ο κορμός 53


τους συνέχιζε ως εκεί που τέλειωναν. Ρο πιο παράξενο στο δάσος ήταν ότι στο έδαφος δεν είχε χώμα και τα ελάχιστα “κανονικά” δέντρα που υπήρχαν ήταν καρφωμένα σε ελάχιστο χώμα σε σχήμα τετραγώνου. Ήταν όλο τόσο παράξενα γύρω τους που μιλούσαν 9 εβδομάδες στη Αλαυκόμορφη όταν επέστρεψαν στο απέραντο Ααλάζιο δάσος χωρίς να τα καταφέρουν να τις περιγράψουν επακριβώς τα όσα παράξενα συνάντησαν. Πυνέχισαν να προχωρούν στο Άσπρο δάσος χωρίς να συναντήσουν κανένα ζώο, ώστε να μπορέσουν να πάρουν οποιαδήποτε πληροφορία. Φς και τον σκοπό του ταξιδιού τους θα ξεχνούσαν αν ξαφνικά… Ήταν σίγουροι πως άκουσαν φωνές. Ξροχώρησαν με μύριες προφυλάξεις μέχρι που μπροστά τους είδαν ένα παράξενο θέαμα. Πτη μέση ενός αλλόκοτου ξέφωτου ένα όρθιο ζώο μιλούσε, η Θαμπανούλα δίπλα του, και γύρω του σε μεγάλη απόσταση κάθονταν διακόσια τρακόσια παρόμοια ζώα κι αυτά σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Ξλησίασαν για ν‟ ακούσουν. “ … γι‟ αυτό σας λέω σοφοί κι εσένα Ποφέ των Ποφών. Ρίποτε δεν αλλάζει! Ξάνε 6 μήνες σχεδόν που επέστρεψα από την αποστολή που μου αναθέσατε και την οποία με μεγάλη χαρά και τιμή ανέλαβα. ΐρήκα τη μυστική σπηλιά κι ακολούθησα το μακρύ δρόμο που οδηγεί στο μυθικό Ααλάζιο δάσος. Άνοιξα με μεγάλη προσοχή την πιο παλιά πόρτα που „χω ποτέ δει και μετά από πολλές περιπέτειες κατάφερα να βρω και ν‟ αρπάξω την περίφημη Θαμπανούλα, το στολίδι του Ααλάζιου δάσους. Ρην έφερα μπροστά σας. Ρην είδε όλη η πόλη μας. Ρην είδε όλος ο κόσμος. Θαι τι άλλαξε; Ξόλεμοι, φτώχεια, καταστροφές, αδικίες… Τωρίς σκοπό, χωρίς πυξίδα, χωρίς όνειρο, χωρίς ανάσα… προχωράμε για πού; Ζυμάσαι τα λόγια σου Ποφέ των Ποφών πριν φύγω; Πυ δε μου πες πως ένα μόνο φάρμακο υπάρχει για όλα αυτά; Ε ομορφιά! Ρο ΋μορφο, όπως μου το „πες αποχαιρετώντας με και μ‟ έστειλες να φέρω την ομορφιά. Λα „τη λοιπόν ξανά μπροστά σας. Ρι άλλαξε; Θαι το χειρότερο απ‟ όλα… Ρούτο το παλιολουλούδι δεν είναι καν όμορφο!”. Βεν είχαν ακούσει πιο απελπισμένα λόγια στη ζωή τους. ΐγήκαν απ‟ την κρυψώνα τους και προχωρώντας στάθηκαν θαρρετά δίπλα απ‟ το απελπισμένο ζώο και απέναντι απ‟ τα υπόλοιπα ζώα αυτά που το απελπισμένο ζώο αποκάλεσε σοφούς. Ξρώτος μίλησε ο Πκιουράδης. “Ε Αλαυκόμορφη, το σοφότερο πλάσμα του κόσμου, λέει ότι η ομορφιά σώζει. Ιέει ότι η ομορφιά δίνει νόημα στην ύπαρξη όλων των ζωντανών πλασμάτων. ΋λων! Ιέει ότι όποιος αγαπά το ΋μορφο αγαπά τον Θόσμο. 54


Θι όποιος αγαπά το ΋μορφο ζει και πεθαίνει γνωρίζοντας ότι υπήρξε. Θι αισθάνεται τυχερός!”. Ν Γρινακίνης σκούπισε τα δάκρυά που „χαν αρχίσει να τρέχουν και πήρε τον λόγο “Θι όποιος δε βλέπει την απέραντη ομορφιά του Θόσμου σ‟ αυτό το λουλούδι, όποιος δε βλέπει το αιώνιο ταξίδι του ΋μορφου που ξεκίνησε απ‟ την καρδιά ενός άστρου κι έφτασε στα πέντε μωβ πέταλά της… δεν υπάρχει. Ώπλά ζει.” Ρο ζώο που το φώναζαν Ποφό των Ποφών σηκώθηκε απ‟ τη θέση του μαγεμένος και θυμωμένος μαζί. “Θαι τι πρέπει να κάνουμε;” Πιωπή… ώσπου “αλλάξτε μάτια” ακούστηκε η φωνή της Θαμπανούλας πριν πέσει στην αγκαλιά του Πκιουράδη. Ν Γρινακίνης δεν είναι για αγκαλιές.

Εκπαιδευτήρια Ν. Μπακογιάννη Τπεύθυνος εκπαιδευτικός: Δαλαμάγκας Φρίστος

55


Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, άνοιξε και βάλε μας στην πολιτεία την Ονειρένια

Θάποτε τρεις φίλοι, ο Οαφαήλ, η Ώνδρομάχη και ο Λικόλας αποφάσισαν να πάνε εκδρομή στο δάσος. Έφτασαν εκεί ακολουθώντας μία όμορφη διαδρομή ανάμεσα από αιωνόβια, πανύψηλα δέντρα, που άφηναν ελάχιστα το φως του ήλιου να περάσει ανάμεσα τους. ΋ταν βρήκαν ένα μέρος γεμάτο αγριολούλουδα, αποφάσισαν να κατασκηνώσουν και να απολαύσουν το γεύμα τους. Αέλαγαν και πειράζονταν όταν ξαφνικά άκουσαν έναν ήχο που προέρχονταν από ένα γέρικο δέντρο με τεράστιες ρίζες. Νι τρείς φίλοι το πλησίασαν τρομαγμένοι. Ε Ώνδρομάχη, που ήταν η πιο περίεργη, άγγιξε το επιβλητικό δέντρο ενώ ο Οαφαήλ και ο Λικόλας της φώναζαν να προσέχει. Μαφνικά, το δέντρο ταρακουνήθηκε κι ένας καθρέφτης εμφανίστηκε στον κορμό του. Ρα παιδιά σάστισαν… Ένα τεράστιο αγριολούλουδο άνθισε στη βάση του δέντρου κι ένα μικρό φτερωτό ξωτικό εμφανίστηκε στα πέταλά του! - Θαλώς ήρθατε! Πας περίμενα! Ξώς; Ρι λες; ψέλλισαν τα τρία παιδιά, προσπαθώντας να συνέλθουν από την έκπληξή τους. Λαι! Λαι! Πας περίμενα εδώ και εκατό χρόνια! Ήξερα ότι θα ΄ρθετε, το έλεγε η προφητεία. Ε προφητεία; Ώναφώνησαν τα παιδιά ταυτόχρονα. - Λαι! Γλάτε να σας δείξω. Ρα παιδιά ακολούθησαν το ξωτικό που τους οδήγησε στον “Ηερό λόφο” του δάσους. Γκεί μια μαρμάρινη 56


πλάκα είχε χαραγμένα κάποια περίεργα και ακαταλαβίστικα σχέδια. Ρο ξωτικό τους εξήγησε πως αυτή ήταν η γλώσσα που μιλούσε η φυλή του. Πτη συνέχεια τους μετέφρασε: “Οαφαήλ, Ώνδρομάχη, Λικόλας”. «Ζα μας σώσουν τρεις αγαπημένοι και γενναίοι φίλοι»!». Ρα παιδιά πάλι δεν κατάλαβαν. Ρότε το ξωτικό τους οδήγησε πίσω στο δέντρο και τους είπε: - Ξρέπει να μπείτε στον καθρέφτη και να σώσετε τα πλάσματα της Ννειρένιας Ξολιτείας από έναν μάγο δικτάτορα! Θανείς δεν γνωρίζει το όνομά του! Έχει παγιδέψει τους ήρωες όλων των παραμυθιών και δεν τους αφήνει να επισκεφθούν τα μικρά παιδιά στα όνειρά τους.Γμπρός λοιπόν!Θαι οι τρείς μαζί πρέπει να πείτε τα μαγικά λόγια: “Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, άνοιξε και βάλε μας στην πολιτεία την Ονειρένια». Ρα παιδιά επανέλαβαν τα μαγικά λόγια και τότε…ένας στρόβιλος δημιουργήθηκε στον καθρέφτη και ρούφηξε τους τρείς φίλους μέσα του. ΐουτώντας σε μία ξύλινη τσουλήθρα οδηγήθηκαν στον παραμυθένιο κόσμο της Ννειρένιας Ξολιτείας. ΋ταν σήκωσαν το βλέμμα τους, είδαν έναν κόσμο με νεράιδες, ζωντανά παιχνίδια αλλά και ήρωες παραμυθιών. ΋λοι ήταν μελαγχολικοί και κάποιοι έκλαιγαν. Ε Θοκκινοσκουφίτσα, η Φραία Θοιμωμένη, η Πταχτοπούτα, ο Ξαπουτσωμένος Αάτος, ο Θοντορεβιθούλης, τα Ρρία Αουρουνάκια, η Τιονάτη…σήκωσαν τα κόκκινα από το κλάμα μάτια τους και κοίταξαν τα παιδιά. - Ξοιοι είστε εσείς; Ήρθατε για να μας σώσετε;ρώτησε ένα γουρουνάκι. Ρα παιδιά κόμπιασαν:- Γ, ναι! Κάλλον! Έτσι μας είπε το ξωτικό του δάσους! ΋μως δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε! - Ξρέπει να βρείτε το όνομα του τρομερού μάγου που μας φυλάκισε. Κόνο έτσι θα σωθούμε. Θανείς δεν τον γνωρίζει σ‟ ολόκληρη την Ννειρούπολη και δεν θα βγούμε από δω μέχρι κάποιος να το φωνάξει δυνατά τρείς φορές, είπε η Τιονάτη, Μαφνικά, μία δυνατή λάμψη τύφλωσε όλα τα πλάσματα. Ένα τρομακτικό γέλιο ακούστηκε κι ένας κοκκαλιάρης, κακάσχημος άντρας εμφανίστηκε μπροστά τους. Ρα μάτια του ήταν κόκκινα, γεμάτα κακία

57


και μίσος. Κακριά νύχια έκαναν τα χέρια του τρομακτικά και τα σάπια δόντια του έκαναν τους τρείς φίλους να αηδιάζουν. - Ρι ζητάτε στη χώρα μου, νιάνιαρα; Ξώς μπήκατε εδώ; - Ήρθαμε να σώσουμε αυτά τα δύστυχα πλάσματα που φυλάκισες, απαίσιε, είπε ο Λικόλας που ήταν ο πιο γενναίος. Ν μάγος γέλασε ακόμα πιο δυνατά! - Γσείς; Ξώς τολμάτε; Ξοτέ δεν θα τα καταφέρετε! - Ζα τα καταφέρουμε, θα βρούμε το όνομά σου και θα σώσουμε τα παραμύθια, ξαναείπε ο Λικόλας. - Ών όμως δεν τα καταφέρετε μέχρι τα μεσάνυχτα, θα μείνετε εδώ για πάντα, ούρλιαξε ο μάγος και εξαφανίστηκε. ΋λοι αναστέναξαν ανακουφισμένοι από την αναχώρηση του Κάγου αλλά δεν τους έμενε πολύς χρόνος. Γίχε νυχτώσει για τα καλά και έπρεπε να βρούν το όνομα του τρομερού Κάγου πριν χαθεί και η τελευταία ευκαιρία. ΋λοι οι ήρωες βάλθηκαν να βοηθήσουν τους τρείς φίλους μας. Τιλιάδες ονόματα ακούστηκαν και γράφτηκαν σ‟έναν κατάλογο με 3000 φύλλα. Κόνο ο Οαφαήλ έμεινε σιωπηλός σε μια γωνιά. Γίχε καρφωθεί στο μυαλό του η προφητεία της μαρμάρινης πλάκας στον ιερό λόφο:“Οαφαήλ, Ώνδρομάχη, Λικόλας”. Ε πλάκα έγραφε με ακρίβεια τα

58


ονόματά τους και όχι απλά και μόνο “τρείς φίλοι”.Ώπό ένστικτο, ο νους του τριγυρνούσε γύρω από αυτό. Ε Ώνδρομάχη και ο Λικόλας τον πλησίασαν. - Ρι τρέχει; γιατί δεν μας βοηθάς με τα ονόματα; τον ρώτησαν. - Ξιστεύω πως η λύση βρίσκεται στην μαρμάρινη πλάκα, στα ονόματά μας! μοιράστηκε τις σκέψεις του ο Οαφαήλ! - Ίσως να ‟χει δίκιο, είπε η Ώνδρομάχη. - Ίσως το όνομα του Κάγου να μην είναι ένα από τα γνωστά ονόματα που υπάρχουν. Βιαφορετικά, θα το είχαν βρει,συμπλήρωσε ο Λικόλας. - Λομίζω… το βρήκα! φώναξε ο Οαφαήλ και το πρόσωπό του φωτίστηκε!Γλάτε να παίξουμε το αγαπημένο μας παιχνίδι! -«Ώναγραμματισμούς», αναφώνησε η Ώνδρομάχη! «Ώναγραμματισμούς, με τα ονόματά μας». Ν Λικόλας μπήκε στο νόημα και φώναξε περήφανα: - “Καφακόλας”! - “ΛιανΟαήλ”, τσίριξε η Ώνδρομάχησαν γάτα που της πάτησαν την ουρά. - “Βροφάλας”,“Ελάνλας”,“Ώνφάνη”,“Ιασάνδρα”,…όλα τα ονόματα που μπορούσαν να δημιουργηθούν από τις συλλαβές των ονομάτων των τριών φίλων ξεπηδούσαν σαν χείμαρρος απ΄το στόμα τους. Ρο εκατοστό όνομα που επινόησαν, όσα και τα χρόνια της τυραννίαςτου Κάγου, ήταν το “Οαφανδρονίκ”! Ρα μεσάνυχτα έφτασαν. Ξάλι τα ίδια: Ιάμψη, κρότος και ιδού! Ν απαισιότατος κατέφθασε. ΋λα τα πλάσματα άρχισαν να τρέμουν απ` το φόβο τους, όμως στο βάθος της παραμυθένιας τους καρδούλας είχε φωλιάσει μια μικρή ελπίδα. - Ιοιπόν, εδώ είμαι! κάγχασε ο Κάγος.

Πας

ακούω!

Νι τρείς φίλοι κοιτάχτηκαν, ένωσαν τα χέρια τους, όπως έκαναν πάντα στις δύσκολες στιγμές και ένιωσαν την αγάπη τους πιο δυνατή από ποτέ! Άρχισαν τότε ονόματα.

να

ξεστομίζουν

τα

-΋χι, όχι, όχι, απαντούσε ο Κάγος και σε κάθε αποτυχία των παιδιών γελούσε τρομακτικά και τα μάτια του έβγαζαν φλόγες απ` το μίσος.

59


Θι ενώ η ώρα περνούσε και ο κατάλογος έμοιαζε να τελειώνει και οι ελπίδες των παραμυθιών να εξανεμίζονται, οι τρείς φίλοι παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα φώναξαν μαζί τρείς φορές: “ΡΑΥΑΝΔΡΟΝΙΚ”, “ΡΑΥΑΝΔΡΟΝΙΚ”, “ΡΑΥΑΝΔΡΟΝΙΚ” Έπρεπε να είστε από μια μεριά να δείτε τι έγινε! Ρα μικρά ματάκια του απαίσιου Κάγου μεγάλωσαν τόσο που πετάχτηκαν έξω, τα μαλλιά του σηκώθηκαν όρθια, το σώμα του άρχισε να φουσκώνει, να φουσκώνει ώσπου ένα μεγάλο «ΚΞΏΚ» ακούστηκε και ο Κάγος έσκασε κι έγινε ένας σωρός από στάχτες! ΋λοι άρχισαν να χειροκροτούν, να ουρλιάζουν, να χορεύουν και ν΄ αγκαλιάζονται. ΓΞΗΡΓΙΝ΢Π! Ρα μάγια λύθηκαν! Ε δύναμη της ενότητας, της φιλίας και της αγάπης τους είχε σώσει!

8Ο Δημοτικό ΢χολείο Κηφισιάς Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Μαυράκη Μελπομένη Φασιώτη Βασιλική

60


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» Σαξιδέψτε σε ένα κόσμο διαφορετικό! Ν Λικ και η Ρερέζα ήταν φίλοι από παλιά. Ώπό το νηπιαγωγείο για την ακρίβεια. Ώπό την πρώτη στιγμή, όταν συνάντησαν ό ένας τον άλλο αισθάνθηκαν σαν ένα μαγικό φίλτρο να έπεσε πάνω τους και να τους ένωσε για πάντα σε μια φιλία πραγματική. Γκείνο το καλοκαίρι, οι αχώριστοι φίλοι είχαν τελειώσει πια την έκτη δημοτικού και σε δύο εβδομάδες θα έφευγαν διακοπές με τις οικογένειές τους. Θάθε μέρα προσπαθούσαν να κάνουν και κάτι διαφορετικό για να αντισταθμίσουν το κενό από τους δύο μήνες του καλοκαιριού που θα ήταν χωριστά. -

Νυφ, δύσκολη αυτή η χρονιά.

Θουράστηκα -

-

με

τα

μαθήματα φέτος, είπε ο Λικ. Γγώ πάλι, όχι. Ξερισσότερο κουράστηκα με τον Θρις που μοιραζόμαστε το ίδιο θρανίο όλη τη χρονιά. Ξόσο μου τη σπάει αυτό το παιδί. ΋λο νυστάζει τα πρωινά, ζητάει τη βοήθεια μου στις εργασίες και όλο ξεχνάει, λέει, το φαγητό του. Κα κάθε μέρα; ξέσπασε η Ρερέζα! ΋ντως, είναι περίεργο αυτό. Κονίμως στον κόσμο του, είπε ξανά ο Λικ. Ρέλος πάντων, ας μη χαλάμε τη μέρα μας. Ρι θα κάνουμε απόψε; άλλαξε θέμα η Ρερέζα.

Γκείνο το βραδάκι είχαν αποφασίσει να πάνε κινηματογράφο. -

Ξήρα ποπ κορν ! φώναξε με ενθουσιασμό ο Λικ. Θι εγώ έφερα τις αγαπημένες σου καραμέλες ! πρόσθεσε η Ρερέζα

Ν κόσμος πολύς, είχε μόλις ξεκινήσει το έργο. Βύο θέσεις είχαν μείνει ελεύθερες, πίσω, πίσω. Πτην οθόνη του κινηματογράφου, έδειχνε έναν τεράστιο καθρέπτη. Μαφνικά, μια βουή δυνατή ακούστηκε από τον 61


ουρανό, αφήνοντας μαρμαρωμένους από τον φόβο τους τον Λικ και την Ρερέζα. -

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, Λικ και Ρερέζα, αυτή είναι η στιγμή σας! Κπείτε μέσα και ταξιδέψτε σε έναν κόσμο μαγικό!

Θαι τότε το άσπρο πανί του κινηματογράφου πέταξε ψηλά στον ουρανό και μια πύλη άνοιξε διάπλατα για να υποδεχθεί τους μικρούς ήρωες! Ρα παιδιά χέρι-χέρι, διστακτικά, περπάτησαν ως την πόρτα, αλλά κοντοστάθηκαν γιατί ένα σωρό σκέψεις ήρθαν στο μυαλό τους. Ρι θα έλεγαν οι γονείς τους; Ήταν ασφαλείς; Κήπως να έκαναν πίσω; Θαι τότε πάλι αυτή η φωνή ακούστηκε από τον ουρανό:

-

Ρι κάθεστε εκεί; Θουνηθείτε! Ή τώρα ή ποτέ! Κπείτε μέσα και ταξιδέψτε σε έναν κόσμο μαγικό! Ξάμε Ρερέζα, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα! Ώς μπούμε ! είπε ο Λικ πιάνοντας το χέρι της αγαπημένης του φίλης.

Ήταν εκείνη η στιγμή, όταν διέσχισαν τα παιδιά την πύλη την βαριά,που τους κόπηκε η ανάσα! Μαφνικά, άλλο τοπίο απλώθηκε μπροστά τους, έκανε κρύο, σκυλιά ούρλιαζαν στους δρόμους και εργάτες με πρόσωπα σκυθρωπά πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα. -

Κα που είμαστε; ρώτησε ανήσυχη η Ρερέζα.

Θοίταξε γύρω της και παρατήρησε ότι παντού τριγύριζαν φτωχοί άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, με ρούχα κουρελιασμένα, με πρόσωπα ρυτιδιασμένα, με ύφος λυπημένο. Έμειναν να κοιτούν ολόγυρά τους, ανίκανοι να κάνουν το παραμικρό. Θαι καθώς χάζευαν τους εργάτες που πηγαινοέρχονταν, είδαν ξαφνικά τον Θρις ανάμεσα στους εργάτες. Γίχε την ίδια εικόνα με τους υπόλοιπους: ρούχα κουρελιασμένα, ύφος λυπημένο και σώμα τόσο αδύνατο που τα παιδιά υπέθεσαν ότι δεν θα είχε φάει εδώ και μέρες. 62


-

Θρις, Θρις! φώναξε με απόγνωση ο Λικ.

Ώλλά ο συμμαθητής τους δεν φαινόταν ν‟ ακούει. Σώναξε και η Ρερέζα με όλη της τη δύναμη, αλλά πάλι τίποτα. Πτο τέλος, αποφάσισαν να πάνε κοντά του. Ρον πλησίασαν ανοίγοντας δρόμο μέσα στο κουρελιασμένο πλήθος και τον έπιασαν από τον ώμο. -

Κα καλά, δεν ακούς; Ρι κάνεις εσύ εδώ, Θρις; Ξέρασες από την πύλη κι εσύ; Ήσουν στον κινηματογράφο μαζί μας; Ξοιοι είστε εσείς; Βεν με λένε Θρις. Ρο όνομα μου είναι Ρομ. Ξοιον κινηματογράφο; Δω σ‟ αυτήν εδώ την πόλη και δουλεύω όλη μέρα στο εργοστάσιο. Έχω δύο άρρωστους γονείς και προσπαθώ να τους βοηθήσω. Βεν πας σχολείο; είπε διστακτικά ο Λικ. Ζα ήθελα πολύ, αλλά οι ελάχιστες ώρες που μου μένουν ελεύθερες είναι μόνο για τον ύπνο μου. Κα είσαι ίδιος με έναν συμμαθητή μας, τον Θρις. Πίγουρα δεν ζεις στην πόλη μας; Ξαιδιά, δεν ξέρω ποια είναι η πόλη σας. Πίγουρα όμως είναι πολύ διαφορετική από τη δική μου. Ών θέλετε, ακολουθήστε με και θα σας δείξω που μένω.

Νι δυο φίλοι ακολούθησαν το φτωχό αγόρι και μετά από λίγα λεπτά έφτασαν σε ένα ετοιμόρροπο μεγάλο σπίτι, με πολλά, διαφορετικά σκοτεινά δωμάτια. Πε κάθε δωμάτιο έμενε και μια άλλη οικογένεια. Ν Λικ και η Ρερέζα κοιτάχτηκαν στα μάτια. Πκέφτονταν και οι δύο μάλλον το ίδιο πράγμα: τον συμμαθητή τους, αυτόν που πάντα τους ζητούσε βοήθεια αλλά εκείνοι δεν του την πρόσφεραν ποτέ. Άραγε να μένει κι ο Θρις σε ένα τέτοιο σπίτι; Θαι τότε ακούστηκε πάλι αυτή η βουή από τον ουρανό: -

Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, στιγμή σας! Ξήρατε το μάθημά σας !

Λικ και Ρερέζα αυτή είναι η

Θαι ξαφνικά βρέθηκαν στον θερινό κινηματογράφο, στις ίδιες θέσεις που κάθονταν στην αρχή. Γίχαν αρχίσει να πέφτουν οι τίτλοι του τέλους. Συσικά δεν είχαν δει καμία ταινία. - Πυγνώμη κύριε, μήπως είδατε μια πόρτα κρυφή πίσω από την οθόνη; ρώτησε η Ρερέζα έναν σοβαρό κύριο που καθόταν δίπλα της. 63


-

Κα ποια πόρτα, κορίτσι μου; Βεν υπάρχει τίποτα πίσω από την οθόνη, της απάντησε εκνευρισμένος ο βιαστικός κύριος. Νύτε έναν καθρέπτη; Βοκίμασε να ρωτήσει ο Λικ. ΋χι βέβαια. Γγώ έβλεπα την ταινία! Κήπως σας είχε πάρει ο ύπνος; γρύλλισε ο κύριος και τους γύρισε την πλάτη.

Θαι τότε τα παιδιά κατάλαβαν ότι την επόμενη μέρα είχαν να κάνουν κάτι πολύ σημαντικό. Έπρεπε να επικοινωνήσουν με τον συμμαθητή τους τον Θρις και να του προτείνουν να πάνε βόλτα οι τρεις τους. Λαι, οι τρεις τους! Θαι φυσικά ποτέ δεν μίλησαν σε κανέναν για τη μυστική πόρτα ούτε για τον μαγικό καθρέπτη που τους είχαν παρασύρει σε ένα απρόσμενο ταξίδι σε ένα κόσμο τόσο διαφορετικό! Ανώριζαν όμως καλύτερα από τον καθένα ότι μια κρυφή, μαλαματένια πόρτα κι ένας μαγικός καθρέπτης μπορούν να αλλάξουν τη ζωή των ανθρώπων και να τους κάνουν καλύτερους!

8Ο Δημοτικό ΢χολείο Κηφισιάς Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Μαυράκη Μελπομένη Φασιώτη Βασιλική

64


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέπτης Ρην ημέρα εκείνη έβρεχε. Ρον Έρικ αυτό δεν τον ενοχλούσε καθόλου, αντιθέτως χαιρόταν με τον ήχο της βροχής στις λαμαρίνες καθώς και να τσαλαβουτάει στους νερόλακκους κι ας ξέρει ότι η μαμά του θα φωνάζει. Ε Έλλη η μητέρα του είναι καλόκαρδη και αγαπά τον Έρικ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Πτενοχωριέται που δεν μπορούν με τον άντρα της τον Άλαν να του προσφέρουν ένα ζεστό σπιτικό, όμορφα ρούχα και παιχνίδια, όπως έχουν τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του. Ε Έλλη παλιότερα δούλευε ως μαγείρισσα σε ένα καλό εστιατόριο στο κέντρο της πόλης όταν όμως γεννήθηκε ο Έρικ αναγκάστηκε να σταματήσει την δουλεία της. Ρώρα πια πηγαίνει και βοηθάει το βράδυ την ώρα που ο Έρικ κοιμάται στον φούρνο της γειτονιάς και έτσι κερδίζει λίγα χρήματα και το καθημερινό ψωμί για την οικογένεια της. Ν Άλαν κάθε πρωί περιμένει ανυπόμονα να επιστρέψει η Έλλη από τον φούρνο, ξυπνά τον Έρικ και απολαμβάνουν οι τρεις τους την ζεστή οικογενειακή στιγμή τους.

Ν Άλαν είναι ένας ευαίσθητος, ταλαντούχος καλλιτέχνης που προσπαθεί να πουλήσει τα έργα του στο δρόμο. Ρώρα θα αναρωτιέστε αν οι άνθρωποι εκτιμούν και αγοράζουν τα έργα του. Θάποιες φορές μπορεί να περάσουν εβδομάδες χωρίς να πουλήσει τίποτα. Άλλοτε περνούν τουρίστες που αγοράζουν κάποια κομμάτια από τη συλλογή του και τα μάτια του λάμπουν από ευγνωμοσύνη. Πυχνά οι 65


περαστικοί κλωτσάν τα έργα του ή κάποιοι τον κοροϊδεύουν και τον πληγώνουν. Ε ώρα ήταν ήδη επτά και ο Άλαν αποφάσισε να γυρίσει σπίτι μιας και λόγω της βροχής δεν περνούσε κανείς. ΐρήκε τον Έρικ και την Έλλη να πίνουν ένα ζεστό τσάι στο μικρό φτωχικό τους σπιτάκι. Θάθισε για λίγο να κουβεντιάσει μαζί τους και έπειτα πήγαν για ύπνο όλοι μαζί στο μοναδικό κρεβάτι τους. Ρα μεσάνυχτα η Έλλη σηκώθηκε για να πάει στο φούρνο όπως κάθε βράδυ. Ν Άλαν άκουσε την πόρτα να κλείνει και αγκάλιασε σφιχτά τον μικρό Έρικ. Κετά από λίγο ένας δυνατός ήχος τον έκανε να πεταχτεί. Γυτυχώς ο Έρικ συνέχισε να κοιμάται. Ν ήχος ενός συναγερμού που ακουγόταν από τον παραπάνω δρόμο έσκιζε την ησυχία της νύχτας. Ν Άλαν για μια στιγμή δίστασε αλλά τελικά αποφάσισε να βγει έξω για να δει τι είχε συμβεί. ΐγαίνοντας είδε δύο μαύρες φιγούρες να τρέχουν βιαστικά στο δρομάκι κρατώντας μεγάλες μαύρες σακούλες. Μαφνικά η σακούλα του ενός σκίστηκε και «κρατς»!!! τζάμια ακούστηκαν να σκορπίζονται κάτω. Ν ήχος του συναγερμού σταμάτησε και τον διαδέχτηκε η σειρήνα κάποιου περιπολικού. Ν Άλαν τρόμαξε πολύ και παρότι δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί επέστρεψε στο κρεβάτι του. Γκείνο το βράδυ έβλεπε εφιάλτες με μαύρες φιγούρες να τρέχουν και τον κυνηγούν. Ρον άστατο ύπνο του διέκοψε η Έλλη. Γίχε ξημερώσει και η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Ε Έλλη επέστρεψε πάρα πολύ χαρούμενη. Κπήκε στο δωμάτιο και φώναξε: -Μυπνήστε να δείτε κάτι υπέροχο που βρήκα στην αυλή μας. -Ρι βρήκες μαμά; Κήπως ένα παιχνίδι για εμένα; -΋χι, κάτι καλύτερο, έναν υπέροχο πολύ μικρό, σκαλιστό καθρέφτη. Ζα τον κρεμάσω εδώ. Ν Άλαν ήταν κάπως σιωπηλός εκείνο το πρωινό καθώς δεν ήθελε να πει στην Έλλη όσα είχαν συμβεί. Γτοιμάστηκε και έφυγε για την δουλειά του. Ξριν ακόμα βγει στον κεντρικό δρόμο είδε ανθρώπους μαζεμένους να συζητούν έντονα για την μεγάλη ληστεία. Γκείνη τη στιγμή κοκάλωσε και κατάλαβε τι είχε συμβεί. 66


Αύρισε βιαστικά στο σπίτι και τα διηγήθηκε όλα στην Έλλη. Ώποφάσισαν να κάνουν το σωστό παραδίδοντας τον καθρέπτη που έπεσε στην αυλή τους στην αστυνομία. Ν Άλαν πήγε να κατεβάσει τον καθρέπτη από τον τοίχο αλλά ο καθρέπτης δεν ξεκολλούσε με τίποτα. Ήταν λες και είχε γίνει ένα με τον τοίχο. Ν Άλαν έγινε άσπρος σαν πανί από τον φόβο του. Ν καθρέπτης άρχισε να λαμπυρίζει και να κουνιέται. Πτη συνέχεια άκουσε μια απαλή φωνή: Ν καθρέπτης ήταν μαγικός ! <<Θάνε μια ευχή>> είπε! Ν Άλαν και η Έλλη κοιτάχτηκαν απορημένοι. Γυτυχώς που ο μικρός Έρικ ήταν στο υπνοδωμάτιο και δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ένιωσαν πολύ τυχεροί που βρήκαν τον καθρέπτη κι ας ήξεραν πως είχε πέσει από τους ληστές. Ε Έλλη άρχισε να ονειρεύεται χρήματα, φανταχτερά ρούχα, και ένα πολυτελές σπίτι. Ν Άλαν όμως διέκοψε απότομα τις σκέψεις της. Κα καλά, το έχει στο μυαλό του ο Άλαν; Ε ευχή είναι μόνο μια και πρέπει να πιάσει τόπο. Ν Άλαν αποφάσισε πως πρέπει να πείσει τη Έλλη να κάνουν το σωστό. -Έλλη, ξέρω πως είναι πολλά αυτά που ονειρεύεσαι για μας και τον Έρικ, που δεν μπορούμε να τα αποκτήσουμε. ΋μως σου ζητώ να κάνουμε μια ευχή όχι μόνο για μας αλλά και για τους ανθρώπους γύρω μας. Ε Έλλη δεν απάντησε. Γίχε άραγε δίκιο ο Άλαν; Ώναρωτήθηκε… Ρο επόμενο πρωί όλα είχαν ξεκαθαρίσει στο μυαλό της. Γίχε αγαπήσει τον Άλαν για την καλή του καρδιά και τον χαρακτήρα του και τώρα ήταν η ώρα να σκεφτεί με την ψυχή και όχι με το μυαλό της. 67


-Άλαν, σου έχω εμπιστοσύνη. Θάνε αυτό που πρέπει. O Άλαν εκείνη τη μέρα δεν πήγε για δουλειά. Ήταν πολύ αναστατωμένος και επιπλέον δεν ήθελε να αφήσει τον καθρέπτη. Κια φωνή του έλεγε ότι η τύχη του χαμογέλασε και μπορούσε να προσφέρει στην Έλλη όσα είχε ονειρευτεί. ΋μως …όχι θα κάνει αυτό που του λέει η καρδιά του, θα σκεφτεί και τους άλλους και όχι μόνο τον εαυτό του. Πτάθηκε απέναντι στον καθρέπτη, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: «Γύχομαι να φύγει η κακία και η ζήλια από την καρδιά των ανθρώπων και τη θέση τους να πάρει η αγάπη και η καλοσύνη». Ε Έλλη δεν ρώτησε ποτέ τον Άλαν πια ευχή έκανε. Ξαρατήρησε όμως ότι οι άνθρωποι στον δρόμο ήταν πιο χαμογελαστοί και ευγενικοί με τους υπόλοιπους. Ώκόμη κι ο ουρανός άρχισε να της φαίνεται πιο γαλανός…

3ο Δημοτικό ΢χολείο Καστοριάς Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Βασιλική Μιρκοπούλου

68


Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια… Κια φορά κι ένα καιρό, πολύ μακριά, πολύ πολύ παλιά ζούσε ένας βασιλιάς με τη βασίλισσα και την κόρη του. Ξερνούσαν οι μέρες και όλα κυλούσαν καλά. Γυτυχισμένοι ζούσαν όλοι στο βασίλειο του καλού βασιλιά. Κια βροχερή μέρα η πριγκίπισσα μην έχοντας κάτι να κάνει πήγε στη βασιλική βιβλιοθήκη να διαβάσει. Θανείς δεν ξέρει πόση ώρα διάβαζε αλλά ξαφνικά κάτι άκουσε. Θάτι σαν ψίθυρο, σαν σούρσιμο, σαν τρίξιμο μπορεί. Ώκολουθώντας τον ήχο έφτασε δίπλα στο παράθυρο. Γκεί άκουσε μια φωνή να λέει: «Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια Πόρτα που σού ‘φερε εδώ όλα όσα είχες κρυμμένα» «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πόρτα που σου φερε εδώ όλα όσα έχεις κρυμμένα;». Ξριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια της μια καταπακτή άνοιξε κι η πριγκίπισσα έπεφτε κι έπεφτε κι έπεφτε μέχρι που βρέθηκε σε ένα… δάσος! Ξανύψηλα και καταπράσινα δέντρα, ποτάμια με γαλάζια νερά που στις όχθες φύτρωναν τα πιο σπάνια φυτά. Ξαντού ακουγόντουσαν πουλιά να κελαηδούν γλυκές μελωδίες. Ε πριγκίπισσα κοιτούσε γύρω της εντυπωσιασμένη. Άκουγε τα πουλιά, έπαιζε με τα παράξενα ζώα που εμφανίζονταν μπροστά της μέχρι που χόρτασαν τα μάτια της εικόνες και τα αυτιά της ήχους. Ρότε θυμήθηκε το παλάτι και μελαγχόλησε. Θάθισε στη σκιά ενός δέντρου και σκεφτόταν τους γονείς της για ώρα όταν ξαφνικά άκουσε πάλι τον παράξενο ήχο που έμοιαζε με ψίθυρο, με σούρσιμο και με τρίξιμο. Τωρίς να το πολυσκεφτεί είπε τα λόγια. «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πόρτα που σου φερε εδώ όλα όσα έχεις κρυμμένα». Ένα δέντρο χαμήλωσε τότε, την πήρε στα κλαδιά του, την ανέβασε στην κορυφή του, κι από κει πέρασε ένα πολύχρωμο πουλί. Ρο πουλί στάθηκε στην κορυφή του δέντρου και η πριγκίπισσα ανέβηκε στην πλάτη του. Ρο πουλί πέταξε πολύ ψηλά, πέρασε σύννεφα και πλανήτες και έφτασε σε μια καταπακτή. Ρην χτύπησε τρεις φορές με το ράμφος του κι όταν η καταπακτή άνοιξε η πριγκίπισσα είδε ότι βρισκόταν και πάλι στη βιβλιοθήκη του παλατιού. «Ξερίμενε, πες μου τουλάχιστον το όνομά σου», φώναξε στο πουλί. Κα εκείνο δεν της αποκρίθηκε τίποτα. Κονάχα μια στιγμή ακριβώς πριν η καταπακτή κλείσει το πουλί ξερίζωσε ένα φτερό από το πολύχρωμο φτέρωμά του και της το έδωσε. 69


Ρην άλλη μέρα η πριγκίπισσα ξαναπήγε στη βιβλιοθήκη. ΋ταν μπήκε μέσα στο δωμάτιο έτρεξε εκεί που την προηγούμενη μέρα είχε βρει την καταπακτή, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Μεκίνησε να διαβάζει ένα βιβλίο ώσπου ξαφνικά ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος, σαν σούρσιμο, σαν τρίξιμο μπορεί. Ε πριγκίπισσα δεν έχασε χρόνο! Έτρεξε δίπλα στο παράθυρο και είπε: «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πόρτα που σου έφερε εδώ όλα όσα έχεις κρυμμένα». Θαι πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια της μια καταπακτή άνοιξε κι η πριγκίπισσα έπεφτε κι έπεφτε κι έπεφτε μέχρι που τελικά βρέθηκε… στο βυθό της θάλασσας! Ααλαζοπράσινα νερά, ψάρια μεγάλα και μικρά και κοχύλια απίστευτης ομορφιάς! Ρο ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά μέσα στο νερό. Ξεριπλανήθηκε ώρες, εξερεύνησε θαλάσσιες σπηλιές κι όταν κουράστηκε κάθισε σε ένα βράχο σκέφτηκε το παλάτι και τους δικούς της μέχρι που ακούστηκε ο ήχος που έμοιαζε με ψίθυρο, με σούρσιμο και με τρίξιμο. Γίπε τα μαγικά λόγια και στη στιγμή εμφανίστηκε μια γοργόνα, την πήρε στην πλάτη της κι ανέβηκαν μέχρι τον αφρό της θάλασσας. Γκεί βρέθηκαν μπροστά στην καταπακτή. Ε γοργόνα την χύπησε τρεις φορές με την ουρά της, η καταπακτή άνοιξε και η πριγκίπισσα βρέθηκε και πάλι στη βασιλική βιβλιοθήκη. Θι όπως και με το πουλί, έτσι κι η γοργόνα της έδωσε ένα λέπι από την ουρά της. Ρις επόμενες μέρες η πριγκίπισσα χάρηκε τον ήλιο στους κήπους του παλατιού. Γίχε περάσει σχεδόν ένας μήνας όταν ξαναβρέθηκε στην βιβλιοθήκη. Θάθισε κοντά στο παράθυρο κι όταν τίποτα πια δεν την απασχολούσε ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος, σαν σούρσιμο, σαν τρίξιμο. Αρήγορα είπε τα μαγικά λόγια «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πόρτα που σου φερε εδώ όλα όσα έχεις κρυμμένα». Ε καταπακτή άνοιξε κι η πριγκίπισσα έπεφτε κι έπεφτε ώσπου βρέθηκε… στον καταγάλανο ουρανό! Άσπρα πουπουλένια σύννεφα, πλανήτες και αστέρια ήταν μερικά από αυτά που έβλεπε μπροστά της. ΋ταν πια κουράστηκε κάθισε πάνω σε ένα ουράνιο τόξο κι αφού σκέφτηκε τους γονείς της ακούστηκε ο ήχος. Ώμέσως είπε: «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πόρτα που σου φερε εδώ όλα όσα έχεις κρυμμένα». Ένα αστέρι εμφανίστηκε, η πριγκίπισσα έπιασε την χρυσή ουρά του και με ταχύτητα κατέβηκαν μέχρι την καταπακτή. Ρρία χτυπήματα και η καταπακτή άνοιξε. Ε πριγκίπισσα σήκωσε το χέρι της να χαιρετήσει το αστέρι και είδε ότι πάνω στα χέρια της είχε χρυσόσκονη. Ρην μάζεψε προσεκτικά και την φύλαξε.

70


Γκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο βασιλιάς. Ε πριγκίπισσα του είπε τα πάντα για τον ήχο, τη μυστική καταπακτή και τα όμορφα μέρη που είχε επισκεφτεί. Ν βασιλιάς όμως δεν πίστεψε λέξη. -

Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί κάτω. Ξέρω πολύ καλά το παλάτι μου.

Ε πριγκίπισσα κι ο βασιλιάς πέρασαν ώρα συζητώντας κι όταν πια σώπασαν ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος, σαν σούρσιμο και σαν τρίξιμο. Ε πριγκίπισσα είπε τα μαγικά λόγια «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πόρτα που σου έφερε εδώ όλα όσα έχεις κρυμμένα». Ε καταπακτή άνοιξε και ο βασιλιάς άρχισε να πέφτει και να πέφτει ώσπου στο τέλος έφτασε σε ένα άδειο δωμάτιο. Γντελώς άδειο. Ήθελε να επιστρέψει στο παλάτι, αλλά πώς; Βοκίμασε να σκαρφαλώσει. Κάταιος κόπος. Ρότε άρχισε να φωνάζει. Ε πριγκίπισσα περίμενε στην καταπακτή και φρόντιζε να κρατά μια χαραμάδα ανοιχτή κι έτσι άκουσε τις φωνές του πατέρα της. Έβγαλε τότε το φτερό που της είχε δώσει το πολύχρωμο πουλί και το πέταξε μέσα. Ν βασιλιάς το πήρε και το φτερό τον σήκωσε μέχρι την καταπακτή. Ν βασιλιάς χάρηκε πολύ που ξαναείδε την κόρη του αλλά φοβισμένος ότι η καταπακτή είναι επικίνδυνη αποφάσισε να την σφραγίσει. Γκείνη τη στιγμή μπήκε η βασίλισσα. Άκουσε τις ιστορίες της κόρης της και τρόμαξε. Γίχε ακούσει ότι στα παλάτια υπήρχαν φυλακές γεμάτες τέρατα. Πυμφώνησε να σφραγίσουν την καταπακτή. Ήταν όμως και λίγο περίεργη και θέλησε να τη δει. Έτσι κάθισαν κι οι τρεις για πρώτη φορά στη ζωή τους και μίλησαν για ώρες. ΋ταν πια δεν είχαν τίποτα να πουν και σιώπησαν ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος, σαν σούρσιμο, σαν τρίξιμο. Ε πριγκίπισσα είπε τα μαγικά λόγια «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πόρτα που σου έφερε εδώ όλα όσα έχεις κρυμμένα». Ε βασίλισσα έσκυψε να δει μέσα στην καταπακτή μα παραπάτησε κι έπεσε. Έπεφτε κι έπεφτε ώσπου βρέθηκε σε ένα δωμάτιο με φοβερά τέρατα. Ε βασίλισσα ούρλιαξε και στρίγκλισε. Ε πριγκίπισσα που κρατούσε μια χαραμάδα ανοιχτή την άκουσε και της πέταξε γρήγορα το λέπι της γοργόνας. Ε καταπακτή πλημμύρισε, τα τέρατα έμειναν στον πάτο και η βασίλισσα κολυμπώντας έφτασε επάνω. Κουσκεμένη από τα δάκρυα και το θαλασσινό νερό, έδωσε εντολή να σφραγιστεί η καταπακτή αμέσως. Ρα χρόνια πέρασαν και η πριγκίπισσα μεγάλωνε. Θάθε μέρα είχε όλο και περισσότερες ασχολίες στο βασίλειο και δεν 71


ξαναβρήκε ποτέ τον χρόνο να κάτσει μόνη στην βιβλιοθήκη. Βεν ξανάκουσε εκείνο τον ήχο, σαν ψίθυρο, σαν σούρσιμο, σαν τρίξιμο. ΋μως μερικές νύχτες κάθεται και κοιτάζει τον έναστρο ουρανό και τα μάτια της μοιάζουν κι αυτά με αστέρια εκείνες τις στιγμές. Πιγοψιθυρίζει τα λόγια που κάποτε είχε ακούσει «Ξόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια, πόρτα που σου φερε εδώ όλα όσα έχεις κρυμμένα». Θαι τότε ξαναβλέπει χρυσόσκονη στα χέρια της, τα τινάζει και γεμίζει ο κόσμος μέσα στην καταπακτή καινούρια παραμύθια… Ών ποτέ βρεθείς σε εκείνη την καταπακτή να θυμάσαι ότι θα βρεις ό,τι εσύ θελήσεις… Εκπαιδευτικός: Μπιρμπίλη ΢πυριδούλα

72


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» Κια φορά και έναν καιρό, ήταν η Ξιπίνα, μια μικρή γουρουνίτσα. Ε Ξιπίνα ήταν μεγάλο πειραχτήρι. Θάθε μέρα στο σχολείο, στο παιχνίδι, στο δρόμο, όλο και κάποιο σχόλιο θα πετούσε σε κάποιο φίλο ή φίλη της. Αια παράδειγμα, πριν λίγες μέρες την ώρα του μαθήματος, είπε στον ΐρασίδα το γαϊδαράκο που προσπαθούσε να λύσει μια άσκηση στον πίνακα «Άντε καλέ, θα αργήσεις πολύ ακόμα; Ν μικρός μου αδερφός θα την είχε λύσει την άσκηση! Τααααχαχαχα!» Ρα υπόλοιπα παιδιά έσκασαν στα γέλια. Θαι ο καημένος ο ΐρασίδας, ντροπιασμένος, ένιωσε πως είχε κομπλάρει για τα καλά. Κια άλλη φορά στο διάλειμμα η Ξιπίνα η γουρουνίτσα έπαιζε με τα άλλα παιδιά ποδόσφαιρο. Θάποια στιγμή ο Ξεπίτο ο σκίουρος που ήταν τερματοφύλακας δεν κατάφερε να πιάσει τη μπάλα και έτσι η αντίπαλη ομάδα τους έβαλε γκολ. Ρότε η Ξιπίνα του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα, λέγοντας «Ώμάν πια, Ξεπίτο! Ρο ήξερα ότι είσαι άχρηστος!» Ν Ξεπίτο τα΄ χασε και προσπάθησε κάτι να ψελλίσει για να δικαιολογηθεί. Ώπό την επόμενη μέρα και έπειτα δεν ήθελε να είναι ποτέ ξανά τερματοφύλακας. Πήμερα πάλι, καθώς η Ξιπίνα γύριζε στο σπίτι της μετά το σχολείο, μασουλούσε ένα νόστιμο καρότο. Πτο δρόμο συνάντησε τη Καριλού τη σκυλίτσα που έτρωγε μια τρυφερή μαρουλοσαλάτα. Ε Ξιπίνα δεν έχασε την ευκαιρία και της φώναξε «Γ, Καριλού! Παν να μάκρυνες κι άλλο, μου φαίνεται! Γσύ δεν ψηλώνεις, μακραίνεις σαν λουκάνικο! Τααααχαχαχα!» Ε Καριλού ένιωσε να κοκκινίζει μέχρι τα αυτιά, γύρισε το κεφάλι δεξιά-αριστερά για να δει αν υπήρχε κόσμος που να άκουσε το σχόλιο της Ξιπίνας και, μετά, προσπάθησε να γελάσει. ΋ταν, όμως, γύρισε σπίτι της, έβαλε κρυφά τα κλάματα. Ε Ξιπίνα συνέχισε να περπατάει στο δρόμο για το σπίτι της μέσα από το δάσος. Γίχε ωραία μέρα και έτσι αποφάσισε να κάνει μια μικρή βόλτα και να πάει από ένα άλλο μονοπάτι. 73


Γκεί που περπατούσε και παρατηρούσε τη φύση γύρω της, ξαφνικά πρόσεξε κάτι παράξενο. Πε ένα μεγάλο, γέρικο δέντρο, που οι ρίζες του έβγαιναν σαν χοντρά πλοκάμια πάνω στη γη, είδε μια κουφάλα. Ξλησίασε και είδε έκπληκτη ότι υπήρχε κάτι σαν παλιά πόρτα στην είσοδο της κουφάλας. Ε Ξιπίνα ένιωσε μεγάλη περιέργεια και έξαψη! Ξοιος, άραγε, να έβαλε αυτή την παλιά πόρτα μπροστά στην κουφάλα του γέρικου δέντρου; Ξριν προλάβει να απλώσει το χέρι της και να σπρώξει την πόρτα, άκουσε μια φωνούλα: «Έϊ, ψιτ!» Ε Ξιπίνα γύρισε, αλλά δεν είδε κανέναν. Ρότε πρόσεξε ότι τα σύννεφα είχαν μαζευτεί στον ουρανό, ενώ φυσούσε και ένας περίεργος αέρας που έκανε τα κλαδιά του γέρικου δέντρου να κουνιούνται κάπως τρομακτικά… Θαι τώρα που κοιτούσε καλύτερα το γέρικο δέντρο, σαν να της φάνηκε ότι είχε μάτια και στόμα! Ρην κοιτούσε κατάματα! Ε Ξιπίνα ένιωσε να της κόβονται τα πόδια απ‟ την τρομάρα της. Κήπως θα ήταν καλύτερα να βάλει μια τρεχάλα και να γυρίσει γρήγορα σπίτι; Ρότε η φωνούλα ξανακούστηκε: «Κη φοβάσαι, κανείς δε θα σε πειράξει. Πε σένα μιλάω, Ξιπίνα! Γδώ πάνω είμαι, με βλέπεις τώρα;» Ρότε η Ξιπίνα πρόσεξε πάνω απ΄το κεφάλι της δύο παράξενα πλάσματα που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί! Ήταν μια πασχαλίτσα μεγαλούτσικη και τροφαντή, αλλά δεν ήταν κόκκινη. Γίχε πάνω της όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου! Ξάνω στη ράχη της καθόταν μια μικροσκοπική νεράιδα του δάσους. «Αεια σου, είμαι η Λιόβη. Ώυτή είναι η πασχαλίτσα μου η Καγδάλω. Θαι από δω να σου γνωρίσω τον Καθουσάλα, τον γερο-πλάτανο. Γίναι πάνω από 2500 ετών! Κη τον φοβάσαι, Ξιπίνα.» Ε Ξιπίνα άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Γίχε ξεθαρρέψει και τώρα πια δε φοβόταν τόσο. «Ρι σε φέρνει εδώ, Ξιπίνα;» ρώτησε η νεραϊδούλα η Λιόβη. «Γεε, εγώ… Λα, είπα να γυρίσω σπίτι μου μετά το σχολείο από άλλο μονοπάτι. Βεν ήξερα ότι θα σας βρω εδώ!» απάντησε αμήχανα η Ξιπίνα. «Ξολύ ωραία, Ξιπίνα, εμείς χαιρόμαστε που είσαι εδώ και γνωριστήκαμε. Κάλιστα, σε ξέρουμε εδώ και καιρό. Πε παρακολουθούσα κάποιες φορές, αλλά εσύ σίγουρα δε με είχες προσέξει!» Ε Ξιπίνα με απορημένο βλέμμα είπε «Κα πώς είναι δυνατόν να με παρακολουθείς; Βε σε πιστεύω.» Ν Καθουσάλας ο γερο-πλάτανος τίναξε τα κλαδιά του ενοχλημένος από όσα έλεγε η Ξιπίνα. Ε Λιόβη πετάρισε τα φτεράκια της και της απάντησε «Ξιπίνα, δε σου λέω ψέματα. Ώλλά για να με πιστέψεις, θα σου πω κάποια πράγματα που έκανες τις τελευταίες μέρες».

74


«Γντάξει, Λιόβη. Αια πες μου, λοιπόν, κάτι που έκανα αυτές τις μέρες.» Ε Λιόβη σκέφτηκε λίγο και αποκρίθηκε: «Τμμ, για να σκεφτώ. Ρις προάλλες κορόιδεψες μπροστά σε όλη την τάξη τον ΐρασίδα, επειδή δε μπορούσε να λύσει την άσκηση. Πτο διάλειμμα φώναξες στον Ξεπίτο ότι είναι άχρηστος, επειδή δε μπόρεσε να αποκρούσει το γκολ. Θαι τώρα πριν λίγο, καθώς ερχόσουν εδώ, είπες στη Καριλού ότι μακραίνει αντί να ψηλώνει και ότι μοιάζει με λουκάνικο! Γνώ γνωρίζεις ότι η ράτσα στην οποία ανήκει η Καριλού είναι μακρουλή!» Ε Ξιπίνα τα‟ χασε. Βεν ήξερε πια τι να πει. Ήταν έκπληκτη που η Λιόβη μαζί με την πασχαλίτσα της τη Καγδάλω ήξεραν όλα αυτά που έκανε. Θαι για πρώτη φορά στη ζωή της η Ξιπίνα η γουρουνίτσα σαν να ντράπηκε λίγο για αυτά που έλεγε στα άλλα παιδιά. Αια να αλλάξει το θέμα της συζήτησης, είπε απλά «Γντάξει, ναι. Ξράγματι τα είπα αυτά. Ώλλά ήταν για πλάκα, για να γελάσουμε! Ρι έχει πίσω από αυτή την πόρτα στην κουφάλα;» Ε Λιόβη την κοίταξε με θλιμμένα μα και σοβαρά ματάκια και της είπε «Πιπίνα, είναι πλάκα μόνο αν γελάνε και οι δύο. Αυτό να το θυμάσαι». Θαι συνέχισε: «Ζες να μάθεις τι υπάρχει πίσω από την πόρτα;» «Κα και βέβαια θέλω!» απάντησε η Ξιπίνα. «Φραία, λοιπόν. ΋ταν ανοίξει η πόρτα και μπεις μέσα, θα πιεις ένα μαγικό φίλτρο. Ώυτό το φίλτρο θα σε κάνει να νιώσεις όπως ακριβώς νιώθουν ο ΐρασίδας, ο Ξεπίτο, η Καριλού και όλα τα άλλα παιδάκια, κάθε φορά που τους κάνεις ένα περιπαικτικό σχόλιο». Ε Ξιπίνα γούρλωσε τα μάτια της. Ρο πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται πολύ μυστηριώδες. Ε περιέργεια την έτρωγε. Άπλωσε το χέρι στην πόρτα της κουφάλας και, μόλις η Λιόβη είπε τα μαγικά λόγια «Τσιριμπίμτσιριμπόμ… πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» τότε… …ΐρέθηκε στο εσωτερικό του κορμού του Καθουσάλα. Γκεί μέσα υπήρχαν πουλάκια, κάμπιες, μυρμήγκια, πεταλούδες, αλλά και ένα σωρό άγνωστα πλάσματα που δεν είχε ξαναδεί. Μαφνικά, την πλησίασε αργά-αργά μια σκουλικαντέρα κρατώντας ένα φιαλίδιο. «Γίμαι η Κιράντα! Ξιες αυτό». Τωρίς να φέρει αντίρρηση, η Ξιπίνα κατέβασε με μιας όλο το μαγικό φίλτρο. Γίχε μια παράξενη, αλλά ωραία γεύση, σαν να ήταν φτιαγμένο από μπόλικα φρούτα, λίγο μπρόκολο, κουνουπίδι, παντζάρι και, βέβαια, κάποια μυστικά συστατικά. Κόλις το ήπιε, η Ξιπίνα μπήκε σε μια άλλη διάσταση. Παν 75


να έκανε ταξίδι στο χωροχρόνο! Γίδε όλη τη σκηνή με τον ΐρασίδα στην τάξη. Κόνο που… τι περίεργο! Ώντί να νιώθει όπως ο εαυτός της, άρχισε να νιώθει όπως ο ΐρασίδας! Θαι αυτό ήταν πολύ δυσάρεστο. Ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε από ντροπή, δάκρυα να είναι έτοιμα να ξεπηδήσουν από τα μάτια της, τα γόνατά της να τρέμουν… Κετά είδε τη σκηνή με τον Ξεπίτο. Όστερα τη σκηνή με τη Καριλού. Ένιωσε την απόγνωση του Ξεπίτο που τώρα πια δεν ήθελε να ξαναπαίξει ποδόσφαιρο. Ένιωσε όπως η Καριλού που έκλαιγε με λυγμούς στο κρεβάτι της… «Κα αυτό είναι τρομερό!» φώναξε η Ξιπίνα η γουρουνίτσα. «Βε φανταζόμουν ότι τους πλήγωσα όλους τόσο πολύ με τα σχόλιά μου!» «Ρο ξέρω, Ξιπίνα. Βεν είσαι κακό παιδί. Ώπλώς, αν δε μπούμε στη θέση του άλλου, είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς νιώθει. Ξόσο τον πληγώνουμε. Ών θες μπορώ να σου δώσω και ένα άλλο φίλτρο, πιο δυνατό, που θα σε κάνει να νιώσεις όπως όλα τα παιδιά που έχεις πειράξει στη ζωή σου». «΋χι, όχι, αυτό θα ήταν τρομερό! Πας ευχαριστώ. Ζα ήθελα να πάω σπίτι μου τώρα». Ε Λιόβη, η Καγδάλω και ο Καθουσάλας αποχαιρέτησαν την Ξιπίνα. «Γλπίζουμε να σε ξαναδούμε, Ξιπίνα! Θάτω από πιο ευχάριστες συνθήκες». Θαθώς επέστρεφε σκεπτική στο σπίτι της η Ξιπίνα, αποφάσισε να προσπαθήσει να μην ξανακάνει τέτοια σχόλια στους φίλους και τις φίλες της. Ρώρα πια ήξερε πώς νιώθουν. Ώποφάσισε να τους κάνει μόνο όμορφα και ευγενικά σχόλια, τα οποία θα έκαναν τα μάτια τους να λάμπουν από χαρά! Θαι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Εκπαιδευτικός: ΢κουρτοπούλου Ανδρονίκη

76


«Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…» Κια φορά κι έναν καιρό στα πολύ παλιά τα χρόνια ήταν ένας φτωχός ψαράς. Δούσε σ‟ ένα μικρό νησί. Ρο σπιτικό του χτισμένο από πέτρα, στην άκρη του γυαλού. Πτο πίσω μέρος είχε μια μικρή αυλή. Γκεί είχε το περιβόλι της η κυρά του. Γκεί έπαιζαν και τα παιδιά του. Ξέντε στόματα είχε να θρέψει. Ώχάραγα έριχνε τα δίχτυα του στη θάλασσα, σούρουπο τα μάζευε. Κα δεν έπιανε ούτε λέπι! Πε τούτο το νησί ζούσε κι ένας κακός βασιλιάς. Ήταν μοναχοφάης. Ρα ήθελε όλα δικά του. ΋ποιος του έφερνε αντίρρηση τον έκλεινε στα μπουντρούμια του παλατιού. Γίχε που λέτε μια κοιλιά μεγαλύτερη κι από το μπόι του. Κα τι παράξενο; Έτρωγε μόνο ψάρια! Κια μέρα κακά μαντάτα έφτασαν στο παλάτι. Ν ψαράς του βασιλιά θαλασσοπνίγηκε μεσοπέλαγα. -΍χου! Πυμφορά, φώναξε ο βασιλιάς, σαν άκουσε τα νέα. -Ρώρα τι θα τρώω εγώ; Βιέταξε τον ντελάλη του να κατέβει στην πλατεία του νησιού και να πει ετούτα: Ακούσατε, ακούσατε, όποιος φέρει στον πολυχρονεμένο βασιλιά μια σούπα καμωμένη από φτερό σαλαχιού, αυτός θα γίνει ο ψαράς του παλατιού. Βεν άργησαν πολλοί να δοκιμάσουν. Ε βασιλική σάλα γέμισε κιούπια με ψαρόσουπα. ΋σες κι αν δοκίμασε ο βασιλιάς, καμιά δεν του άρεσε. Ε μια του βρώμαγε, η άλλη του ξίνιζε. Θάποια στιγμή είπε κι ο φτωχός ψαράς να δοκιμάσει, μπας και κάνει την τύχη του. Ρρεις μέρες και τρεις νύχτες έριχνε τα δίχτυα του, μα τίποτα. Ρην τρίτη μέρα, καθώς τα μάζευε, βλέπει μπλεγμένο έναν σκαλιστό καθρέφτη. Ξαράξενο! Ρούτο βρέθηκε να πιαστεί; Γίπε κι έκανε να το ρίξει πίσω στη θάλασσα. Κα εκείνη τη στιγμή ακούει μια φωνή να λέει: 77


« Πόρτα κρυφή πόρτα μαλαματένια βρες το κλειδί κάτω απ΄του βασιλιά τα γένια». - Ξοιος είναι; φώναξε ο ψαράς. - Γίμαι το στοιχειό του καθρέφτη, άκουσε τη φωνή να του λέει. - Ξάρε με μαζί σου κι εγώ θα σε βοηθήσω να γίνεις πλούσιος. Ν ψαράς χωρίς δεύτερη σκέψη τον πήρε σπίτι του. Ρον έπλυνε, τον γυάλισε και τον κρέμασε πάνω απ΄το τζάκι του. Κεμιάς ο καθρέφτης έλαμψε! Ρότε ακούστηκε πάλι η φωνή να του λέει: «Κλειδωμένα λόγια στη θάλασσα θα βρεις αν στο γυαλό γρήγορα κατεβείς». Ξαραξενεύτηκε ο ψαράς αλλά γρήγορα γρήγορα πήρε τη βάρκα του και τράβηξε στ΄ανοιχτά. Ρρεις μέρες και τρεις νύχτες ψάρευε, μα τίποτα, ούτε λέπι. Ρο μόνο που κατάφερε να πιάσει ήταν ένα γυάλινο μπουκάλι! Ρο πήρε μαζί του και το΄βαλε δίπλα στο τζάκι κοντά στο φως από τις φλόγες. Κα τι παράξενο! είδε μέσα του να αχνοφαίνονται τρεις φιγούρες. Ένα στέμμα, ένα σαλάχι κι ένα κλειδί! -Άλλο και τούτο πάλι, είπε απορημένος! ΋λο το βράδυ το κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει. Ζα πάω στο σοφό γέροντα, σκέφτηκε. Ρόσα και τόσα έχουν δει τα μάτια του. Ώυτός θα ξέρει! Έτσι πρωί πρωί, πριν βγει ο ήλιος, πήρε το δρόμο για το καλύβι του. ΋ταν του το΄δειξε, εκείνος το κοίταξε καλά καλά και ύστερα του είπε: «Αν το σαλάχι βρεις, στο παλάτι εύκολα θα μπεις και το κλειδί του μπουκαλιού θα δεις». Ρότε ο ψαράς κατάλαβε! Ξήρε το δρόμο για το γυαλό, έριξε γρήγορα τη βάρκα του στη θάλασσα και βγήκε στ΄ανοιχτά. Γφτά μέρες κι εφτά νύχτες παιδευόταν ώσπου την όγδοη στάθηκε τυχερός, ένα μεγάλο σαλάχι πιάστηκε στα δίχτυα του! ΋λο χαρά το πήγε στη γυναίκα του και της είπε:

78


-Ζέλω να φτιάξεις μια σούπα μ΄αυτό το σαλάχι και τα λάχανα που΄χεις στο περιβόλι μας να την πάω στο βασιλιά! Θοίτα να΄ναι η καλύτερη, τέτοια κανείς να μην έχει ματαφάει. Ε γυναίκα του, που εκτός από καλή μαγείρισσα ήταν και μυαλωμένη, έβαλε όλη της την τέχνη. Κα σκέφτηκε πως η σούπα για τούτον το βασιλιά θα πρέπει να΄χει και κάτι μαγικό μέσα! Έτσι έβαλε ακόμα… 1 κουταλιά της σούπας χαρά! 3 κουτάλια του γλυκού υπομονή! 1 ποτήρι του νερού αγάπη! Θαι τέλος 1 κούπα καλοσύνη! Ρην πήρε τότε ο ψαράς κι έκανε για το παλάτι. Ν βασιλιάς όμως είχε κουραστεί να δοκιμάζει σούπες και διέταξε να διώξουν τον ψαρά. Γκείνος στενοχωρημένος πολύ γύρισε πίσω στο σπιτικό του. Ρότε ακούει το μαγικό καθρέφτη να του λέει: «Βάλε τους φρουρούς να φαν τη σούπα κι άκου καλά τι σου΄πα». Ξαίρνει το λοιπόν πάλι το τσουκάλι με τη σούπα και τραβά για το παλάτι. Θαι άρχισε να τη μοιράζει στους φρουρούς. Γκείνοι, σαν δοκίμασαν, έτριβαν τα μουστάκια τους από τη νοστιμάδα της. Ε χαρά τους απερίγραπτη. Κε τούτα και με τ΄άλλα οι χαρές και οι φωνές τους έφτασαν στ΄αφτιά του βασιλιά! -Φρέ, τι κακό είναι αυτό, είπε και βγήκε στο παραθύρι του. Γκεί είδε τους φρουρούς του στην πύλη του παλατιού να τρων, να πίνουν και να γλεντούν! Ώμέσως διέταξε: -Σέρτε μου μέσα τον ψαρά με τη σούπα του. Έτσι κι έγινε! Πτρώθηκε το λοιπόν κι ο βασιλιάς να φάει. Κόλις έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα του, τα μάτια του έλαμψαν από χαρά! Ρο πρόσωπό του φωτίστηκε από καλοσύνη! Έκατσε και την έφαγε όλη μέχρι την τελευταία κουταλιά. 79


Κήτε που κατάλαβε αν είχε μέσα φτερό από σαλάχι… Έτσι ευχαριστημένος, όπως ήταν, είπε στον ψαρά: -Ιοιπόν, το αποφάσισα! Ώπό σήμερα εσύ κι η φαμίλια σου θα ζείτε στο παλάτι. Γσύ θα μου ψαρεύεις κι η κυρά σου θα γίνει η μαγείρισσά μου! ΄Γτσι κι έγινε! Νι μέρες περνούσαν μα ο ψαράς είχε στο νου του το κλειδί απ΄ το μπουκάλι! Ρο είχε δει να κρέμεται στο λαιμό του βασιλιά κάτω από τη μεγάλη του γενειάδα! Γίχε ακούσει λόγια πολλά για δαύτο! Ξως άνοιγε πόρτα μαλαματένια στο υπόγειο του παλατιού! Γκεί φύλαγε ο βασιλιάς θησαυρό μεγάλο! Έτσι μια μέρα που έπαιρνε το λουτρό του και το είχε βγάλει, ο ψαράς βρίσκει την ευκαιρία τάχατες πως ήθελε να του σερβίρει διάφορα καλούδια και το αρπάζει. Ρρέχει γρήγορα γρήγορα στο υπόγειο, βλέπει τη μαλαματένια πόρτα, την ανοίγει και τι να δει; Ένα ξύλινο σεντούκι! Θάνει να το ανοίξει και βλέπει μέσα τυλιγμένη μια μωρουδίστικη κουβέρτα ίδια κι απαράλλαχτη με τη δική του! Ώυτή που τον τύλιγε η μάνα του όταν ακόμα ήταν μωρό. Ρην παίρνει στα χέρια του και τρέχει γρήγορα στο βασιλιά. Γκείνος, σαν την είδε να την κρατά, θύμωσε! -Γίσαι αχάριστος, του φώναξε. Ώμέσως διέταξε τους φρουρούς! - Ξάρτε τον και κλείστε τον στο μπουντρούμι, είπε με βροντερή φωνή. -Κη

βασιλιά

μου,

φώναξε

τότε

ο

ψαράς! Κη! Θάτσε να σου πω! -Έχω κι εγώ μια ίδια, από τη συγχωρεμένη τη μάνα μου! Κου την έραψε με τα ίδια της τα χέρια σαν ήμουν στη φασκιά ακόμα. Κα σαν δε με πιστεύεις, έλα, πάμε στο σπιτικό μου να στη δείξω! 80


Ώπόρησε ο βασιλιάς αλλά αποφάσισε να πάει να δει από κοντά. Κια και δυο καβάλησαν κι οι δυο τ΄ άλογα και πήραν το δρόμο για το σπίτι του ψαρά. Ξράγματι, σ΄ ένα παλιό μπαούλο την είχε κι αυτός φυλαγμένη. Ν βασιλιάς είχε χάσει τη μιλιά του. Βεν ήξερε τι να πει! Ρότε το στοιχειό του καθρέφτη ακούστηκε και τους είπε όλη την ιστορία. Ξως τα χρόνια της μεγάλης φτώχιας, τότε που βασίλευε η μάνα του βασιλιά, δεν μπορούσε να κάνει παιδιά κι η μάνα του ψαρά που δεν μπορούσε να θρέψει τα δικά της, έδωσε στη βασίλισσα ένα από τα παιδιά της για μια καλύτερη ζωή. Νι δυο άντρες κατάλαβαν πως ήταν αδέρφια! Ώπό τότε ζήσανε αγαπημένοι και βασίλεψαν μαζί με σύνεση και σοφία ως τα βαθιά τους γεράματα! Θι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

45ο Δημοτικό ΢χολείο Πάτρας Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: ΢ωτηροπούλου Ασπρούλα

81


82


«Τα παραμύθια είναι κάτι παραπάνω από αληθινά. Όχι μόνο επειδή μας λένε πως υπάρχουν δράκοι αλλά επειδή μας λένε πως μπορούμε να τους νικήσουμε…» Neil Gaiman

83


84


ISBN: 978-618-5261-31-3

85


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.