Γλωσσάρι Πολιτικό

Page 1

1

Μαρίνου Ι. Ιδομενέως

Το Α και το Ω της κρίσης! Τσ’ αρχαίους χρόνους ήμασταν πρώτοι στην εξυπνάδα, και πρώτοι είμαστε κι εδά, μα στην παραουράδα. «Οψάργας ενειρεύτηκα πως πήα να ψηφίσω και είδα τον Αλή Μπαμπά στην κάλπη αποπίσω κι αντίς να βάλω μουτζαλιά στση φτώχειας μας τσι φταίχτες, τον ψήφισα γιατί ’χενε μόνο σαράντα κλέφτες».

Α Αβανιά: Δε μασε ’βγαλαν αβανιά, πρέπει να το δεχτούμε, θέλαμε και τα πάθαμε, μα δε μετανοούμε. (αβανιά (η) συκοφαντία, κατάχρηση εξουσίας, βαριά και άδικη φορολογία). Αβάρετος: Αβάρετή ’ναι η Τρόικα κι όλα τα ξεσκαλίζει και πριν σου δώσει δανεικά, πρώτα σε ξεφτιλίζει. (αβάρετος, -η, -ο άοκνος, ακούραστος). Αβγάζομαι: Αβγάζομαι άμα γροικώ κειουσάς που κυβερνούνε, να λέν πως καθήκον ντως ποτέ δεν το ξεχνούνε! (αβγάζομαι αγανακτώ, εκνευρίζομαι, θυμώνω). Αβγανιά, Εβγανιά: Δε μασε βγάλαν αβγανιά,


2

αμοναχοί μας φταίμε κι αφού εχρεωθήκαμε να μασε σώσουν θέμε. αβγανιά (η), εβγανιά (η) ανυπόστατη κατηγορία, σκάνδαλο βασισμένο σε ψευδείς κατηγορίες, δυσφήμιση).

Αβγανιάρης: Τον αβγανιάρη ήμαθα και δεν τονε φοβούμαι, τη Μέρκελ, και στο όνειρο, άμα τη δω ξυπούμαι. (αβγανιάρης, -α, -ικο συκοφάντης). Αβγανίζω, Εβγανίζω: Άμα μας αβγανίσανε οι Γερμανοί κι οι Γάλλοι, μασε ξαναχρεώσανε ευρά με το τσουβάλι. (αβγανίζω, εβγανίζω εξαπολύω ανυπόστατη κατηγορία, σκάνδαλο βασισμένο σε ψευδείς κατηγορίες, δυσφημίζω).

Αβδέλλα: Σαν τζοι αβδέλλες που πεινούν ήρθαν οι Ευρωπαίοι και πίνουνε το αίμα μας να σβήσουνε τα χρέη. (αβδέλλα (η) βδέλλα). Άβλαβος: Μόνο οι φταίχτες έμειναν άβλαβοι απ’ την κρίση και απαιτούν απ’ το λαό το αίμα ντου να χύσει. (άβλαβος, -η, -ο αβλαβής). Αβόσκητος: Απ’ τον αβόσκητο λαό απού πεινά δυο χρόνια ξανοίγουνε να πάρουνε κι αέρα απ’ τα πνεμόνια. (αβόσκητος, -η, -ο αυτός, που δεν έχει βοσκηθεί, νηστικός). Αβούρδουλας: Αβούρδουλας χρειάζεται σε μερικούς «μεγάλους» και μόνο τσα δα διώξομε και Γερμανούς και Γάλλους. (αβούρδουλας (ο) βούρδουλας, μαστίγιο). Αβραντίνα: Με αβραντίνες πολεμούν


3

κι οι φίλοι κι οι δικοί μας, να μασε κόψουν σύριζα όλων την κεφαλή μας. (αβραντίνα (η) αυθαιρεσία, βιαίως επιβαλλόμενη γνώμη). Άβρεχος: Άβρεχους οι «προστάτες μας» αφήνουν όσους φταίνε και τσοι κατέχουνε φαρσί μ’ ονόματα δε λένε. (άβρεχος, -η, -ο αυτός, που δε βουτήχτηκε, αυτός, που δε βρέχτηκε). Αβρωνιά: Με την πρικάδα τσ’ αβρωνιάς μασε δροσοποτίζουν όσοι τσοι κλέφτες του λαού κάνουν πως δε γνωρίζουν. (αβρωνιά (η) βρώσιμο χορταρικό ιαματικό για τις γαστρεντερικές ανωμαλίες, πολύ πικρής, όμως, γεύσης, που για να φαγωθεί σουρώνεται το νερό που βράζεται 4-5 φορές για να μειωθεί η πικράδα του).

Αγαθός: Σαν αγαθός μάς φύτρωσε η Τρόικα στο νώμο και ψιλοζαλιστήκαμε και χάσαμε το δρόμο. (αγαθός (ο) είδος σπυριού). Αγαθουλίζω: Αγαθουλίζομε θαρρώ, γιατί ψηφούμε μόνο, όσους παράνομες χαρές μας τάσσουν με τον τόνο! (αγαθουλίζω είμαι ελαφρόμυαλος, ελαφρά χαζός, απερίσκεπτος). Αγάλια αγάλια: Άγάλια αγάλια, χρόνια ’δα, αυτοί που κυβερνούσαν, το χρήμα μας, μ’ αραβουλιές, επά κι εκειέ σκορπούσαν και φτάξαμε μια γκοπανιά ως το λαιμό στα χρέη και λέν εδά οι γι- αίτιοι, ο γεις τ’ αλλού πως φταίει. (αγάλια αγάλια (επ) σιγά σιγά.) Αγαλιανά: Αγαλιανά, με πονηργιά, μας χάιδευαν τ’ αφθιά μας, ίσαμε που δεν πόμεινε


4

σπίθα στην παρασθιά μας. (αγαλιανά (επ) τρυφερά, μαλακά, σιγανά). Αγαλινά: Αγαλινά και πονηρά ευρώχαλια μάς στρώσαν, κι απήτις τσοι ψηφίσαμε, ντελόγο μας προδώσαν. (αγαλινά (επ) ήσυχα, ήρεμα).

Αγαναχτώ: Αγαναχτά ο Έλληνας για να τα βγάλει πέρα, γιατί η βια τση Τρόικας του κόβγει τον αέρα. (αγαναχτώ δυσκολεύομαι, δεν τα καταφέρνω, κοπιάζω, αγωνίζομαι, δυσανασχετώ).

Άγανο: Σαν άγανο, η Τρόικα, ήκατσε στο λαιμό μας και ξεροκαταπίνομε με πόνο τον καημό μας. (άγανο (το) ξυλώδης αιχμηρή προέκταση των κόκκων των σιτηρών, με υφή αγκιστριού).

Αγάντα: Αγάντα μας φωνιάζουνε τση Τρόικας οι Νόμοι, μ’ αυτοί που μας χρεώσανε δε ζήτησαν συγνώμη. (αγάντα (επφ) έχε θάρρος, κάνε κουράγιο). Αγάνωτος: Οι φταίχτες μάς μαγέρεψαν σ’ αγάνωτο τσικάλι κι απού την ευκοιλιότητα μας ήπεσε το φάλι. (αγάνωτος, -η, -ο αυτός που δεν έχει γανωθεί). Αγαπημός: Αγαπημό και δύναμη χρειάζετ’ η γι- Ελλάδα, για να σηκώσομε ξανά τση λευτεργιάς τη δάδα. Η Τρόικα, με τσοι λαούς, αγαπημό δεν κάνει κι όσοι δεν την πλερώνουνε,


5

τη σκωταργιά τους βγάνει. (αγαπημός (ο) συμφιλίωση). Αγάπουνα: Αγάπουνα τη Χώρα μου Κι ακόμη αγαπώ τη, μα την ψυχομαραίνομαι στο χάλι που θωρώ τη. (αγάπουνα αγαπούσα).

Αγάργιωτος: Αγάργιωτους θέλει ο λαός να τονε κυβερνούνε, μα στσ’ εκλογές ψηφά κειουσάς που ρουσφετολογούνε! (αγάργιωτος, -η, -ο καθαρός, αυτός που δεν είναι λερωμένος). Άγαρμπος: Άγαρμπους Νόμους μας ζητούν «οι φίλοι» να ψηφούμε κι άμα δεν τζοι ψηφίζομε, στη φτώχεια, λέει, δα μπούμε! (άγαρμπος, -η, -ο αδέξιος, άκομψος, άτεχνος, απρόσεκτος). Αγγειάδα: Οι εκλεχτοί μας πάθανε ούλοι ντως αγγειάδα και δεν τζοι καθαρίζει μπλιο, μούτε καυτή μπουγάδα. (αγγειάδα (η) λέρα, βρομιά, ρύπος). Αγγελιάζομαι: Αυτοί που μας κυβέρνησαν, άμα αγγελιαστούνε, δα ψάχνουν καταφύγιο να πάνε να χωστούνε. (αγγελιάζομαι οραματίζομαι τον άγγελο που θα πάρει την ψυχή μου ή κάποιον ίσως νεκρό ως προάγγελο του θανάτου μου).

Αγγέλιασμα: Στ’ αγγέλιασμά ντως, σάικα, όσοι μας κυβερνούνε, δα τους πονέσουν οι ψυχές και δύσκολα δα βγούνε. (αγγέλιασμα (το) ψυχορράγημα). Αγγελομορφιά: Ψεύτικη αγγελομορφιά η Τρόικα μας δείχνει


6

κι αφού πλια μπρος μας ξεγελά, χαράτσα μασε μπήχνει. (αγγελομορφιά (η) εξαιρετική ομορφιά, σαν την ομορφιά των αγγέλων). Αγγελοπλασμένος: Όλοι μας οι Πρωθυπουργοί είν’ αγγελοπλασμένοι, μόνο απού τη Χώρα μας την έχουν σουρεμένη. (αγγελοπλασμένος, -η, -ο αυτός που είναι πλασμένος από αγγελικά χέρια, ευθυτενής, όμορφος, με ιδανικές σωματικές αναλογίες).

Αγγελοσκιάζομαι, Αγγελοσκιάχτομαι: Αγγελοσκιάζεται ο λαός και το σταυρό ντου κάνει και το Θεό παρακαλεί γλήγορα να ποθάνει, γιατί η κρίση στσ’ ώμους του τόσα πολλά φορτώνει που κάτσασε και δεν μπορεί άλλο να τα σηκώνει. (αγγελοσκιάζομαι, αγγελοσκιάχτομαι έχω παραισθήσεις, βλέπω αγγέλους στο όραμά μου και μου προκαλούν παραισθήσεις ή προμηνύουν το θάνατό μου).

Αγγελοσκιάχτομαι, Αγγελοσκιάζομαι: Αγγελοσκιάχτεται η Ελλάς και πάει να ποθάνει, εχτός κι αν θέλει ο Θεός τσ’ αρρώσθιες τση να γιάνει. (αγγελοσκιάχτομαι, αγγελοσκιάζομαι έχω παραισθήσεις, βλέπω αγγέλους στο όραμά μου και μου προκαλούν παραισθήσεις ή προμηνύουν το θάνατό μου).

Άγγιχτος: Άγγιχτη η σακούλα μας ποτέ δεν απομένει κι ίσαμ’ εδά, πολλές βολές, την έχουν ληστεμένη. (άγγιχτος, -η, -ο άθικτος, αμεταχείριστος). Αγγόνι: Τα δάνεια τση Τρόικας δα τα χρωστούμε χρόνια και δε δα ξεπλερώσουνε μούτε παιδιά κι αγγόνια. (αγγόνι (το) εγγόνι). Αγγουροφαίνεται. Μου αγγουροφαίνεται: Παρόλο που, στη σύνταξη, βουλόπελα στη μέση,


7

επέρνουνα καλή ζωή κι ήλεγα πως μ’ αρέσει, μ’ εδά θωρώ μου βάλανε φόρο πολλά μεγάλο και μου αγγουροφαίνεται και δεν αντέχω άλλο. (αγγουροφαίνεται. μου αγγουροφαίνεται με ξαφνιάζει, με τρομάζει, μου φέρνει μεγάλη δυσκολία).

Αγιάθωνας (ο), Μαλάθρακας: Σαν τζοι αγιάθωνες χοντρά μας ’βαλαν χαλινάργια και μοιάζομε σαν τζη στεργιάς καμακωμένα ψάργια. [αγιάθωνας (ο), μαλάθρακας (ο) δοθιήνας, καλόγερος (φλεγμονώδες εξοίδημα του δέρματος)].

Αγιάρι: Το κουρασμένο μας μυαλό δε δείχνει μπλιο αγιάρι και σάικα ο παλιατζής δα νά ’ρθει να το πάρει. (αγιάρι (το) ρύθμιση της ζυγαριάς ώστε αδειανή να δείχνει ακριβώς το μηδέν).

Αγιαρντίζω: Άμα μας αγιαρντίσανε, ανοίξαν τα συρτάργια και μασε δώσαν δανεικά και λίρες και λογάργια, κι άμα τα φάγαμε μαζί, του Θόδωρου ήταν ρήση, επέψανε την Τρόικα να μας αυλολοήσει!!! (αγιαρντίζω [αγιαρdίζω] ξελογιάζω). Αγίδα: Αγίδα καταντίσαμε απ’ όλους να ζητούμε κι άλλοι μας τηνε δίδουνε κι άλλοι μας βλαστημούνε. (αγίδα (η) βοήθεια). Αγιζιότη: Μούτ’ αγιζιότη δεν μπορεί ν’ ανάψει τη φωθιά μας, γιατί δεν πόμεινε ’δα μπλιο


8

ξύλο στην παρασθιά μας. (αγιζιότη [αγhιζιότη] (η) είδος μπαρούτης, προσάναμμα, κύβος από κολοφώνιο, που αλείφουν τη στέκα του μπιλιάρδου).

Αγίνωτος: Σ’ ένα αγίνωτο μπαξέ μάς πέταξαν οι «φίλοι», για να μασε βοσκίσουνε, σαν βούγια στο χασίλι. (αγίνωτος, -η, -ο άωρος, χέρσος). Αγιόθυρο: Στ’ αγιόθυρο μιας εκκλησάς βρέθηκα στ’ όνειρό μου κι είδα τον ίδιο το Χριστό να στέκει στο πλευρό μου, κι αφού με χάιδεψε απαλά με τη δεξά παλάμη, μου ’πε πως για να ζήσομε κι Εκείνος δα συντράμει! (αγιόθυρο (το) Ωραία Πύλη Ι. Ναού). Αγιομήσι: Το αγιομήσι του Χριστού, τον περασμένο χρόνο, εγέμισαν οι εκκλησιές παράπονα και πόνο. (αγιομήσι (το) μνήμη αγίου, εορτή). Αγιούτο: Αγιούτο θέλει ο λαός, μα όι με τα λόγια σαν κείνα απού χτίζουνε ανώγεια και κατώγεια. (αγιούτο (το) βοήθεια, συμπαράσταση). Αγκάθα: Αγκάθα είν’ η γι- όρεξη τση Τρόικας και πάλι, να μασε βάλει πλια βαθιά στση φτώχειας το τσουβάλι. (αγκάθα αγκάθα βρίσκομαι σε πλήρη ετοιμότητα).

Αγκάθι, Κουφός: Σαν το αγκάθι μάς πονούν οι φόροι που μας βάνουν, μα δε μας λένε, τα λεφτά,

[αgάθα] (η) αγκάθι, πλήρης ετοιμότητα. η όρεξή μου είναι


9

είντα μαθές τα κάνουν. (αγκάθι (το), κουφός (ο) επώδυνη περιοστίτιδα των δακτύλων, εξάνθημα, σπυρί).

Αγκάναδος: Αγκάναδος είν’ ο λαός και δεν αντέχει άλλο, και δε δ’ αφήσει άλλο μπλιο να τον πατούν στον κάλο. (αγκάναδος, -η, -ο αγκανάδος, -η, -ο αγανακτισμένος, εξοργισμένος, άκεφος).

Αγκαναρίζομαι: Αγκαναρίζεται ο λαός και τον θερίζει η πείνα, μ’ αντίς φαΐ του ρίχνουνε χαράτσα στην κατίνα. (αγκαναρίζομαι [αgαναρίζομαι] βρίσκομαι σε άσχημη οικονομική κατάσταση, είμαι άπορος).

Αγκέλαμος: Σαν τζοι αγκέλαμους λειανούς μας έκαμε η πείνα κι απανωθιώς μας βάνουνε χαράτσα στην κατίνα. (αγκέλαμος (ο) φυτό «αγριοβρώμη»). Αγκινάρι: Οι «φίλοι μας» μας δέσανε απάνω στ’ αγκινάρι και μασε κλώσαν, σαν κλωστή, και γίναμε κουβάρι. (αγκινάρι (το) μεταλλικό άγκιστρο, που τοποθετείται στην κορυφή του αδραχτιού για να συγκρατεί την κλωστή που κλώθεται).

Αγκιναριάζω: Αγκιναριάζουν τα λεφτά μετά ’πο κάθε δόση (της Τρόικας), μα μόνο η ανάπτυξη μπορεί να μασε σώσει. (αγκιναριάζω [αgιναριάζω] υπερθερμαίνομαι, υπερβαίνω τα όρια, πληθαίνω).

Αγκίνιαστος, Αγκίνιος: Τ’ αγκίνιαστα παλιόρουχα είπα να τα γκινιάσω, γιατί δε θέλει η Τρόικα καινούργια ν’ αγοράσω. (αγκίνιαστος, -η, -ο αγκίνιος, -η, -ο αμεταχείριστος, αυτός που δεν έχει φορεθεί ή χρησιμοποιηθεί άλλη φορά).


10

Αγκίνιος: Αγκίνια ρούχα ζήτηξε η Χώρα απ’ τσοι «φίλους», μ’ αυτοί μασε χαρίσανε παλιά γεμάτα ψύλλους. (αγκίνιος, -η, -ο αμεταχείριστος, αυτός που δεν έχει φορεθεί ή χρησιμοποιηθεί άλλη φορά).

Αγκομάχημα: Μεγάλο αγκομάχημα τριγύρω μου γροικάται, που μαρτυρά πως ο λαός θέτει και δεν κοιμάται. (αγκομάχημα (το) λαχάνιασμα, δύσπνοια). Αγκομαχώ: Αγκομαχώ απ’ τα πολλά χαράτσα που σηκώνω και κάθα μέρα πλια πολύ λειώνω και μαραζώνω. (αγκομαχώ ασθμαίνω, λαχανιάζω). Αγκουανό: Αγκουανό πολλώ λογιώ μας βάνουν στα χρωστούμε και δε δα ξεχρεώσομε όσον καιρό δα ζούμε. (αγκουανό [αgουανό] (το) λίπασμα). Αγκούσα: Με την αγκούσα ντου ο λαός θέτει και δεν κοιμάται κι αυτών που τον χρεώσανε τωσε παραπονάται. (αγκούσα [αgούσα] (η) στενοχώρια, λύπη, άγχος). Αγκουσακιά, Αγκωσακιά: Αγκουσακιές αισθάνομαι πολλές στην κεφαλή μου και σάικα η Τρόικα δα πάρει τη ζωή μου. (αγκουσακιά [αgουσακιά] (η), αγκωσακιά [αgωσακιά] (η) δυνατό τράνταγμα από χτύπημα).

Αγκούτσακας: Αγκούτσακας μου φύτρωξε, μαζί και ταπινάρα και μου ’πανε πως ήτανε


11

τση Τρόικας κατάρα. (αγκούτσακας (ο) είδος αγριοαχλαδιάς ή αγριοαμυγδαλιάς, είδος σπίλου (μυρμηκίαση).

Αγκριγιόγατος: Ωσάν τον αγκριγιόγατο η Τρόικα μάς τρώει, μα τρώει μόνο τσοι φτωχούς, που δεν είν’ από σόι. (αγκριγιόγατος (ο) άγριος γάτος, αίλουρος). Άγκρουστος, Άγκρουστας, Συρνάμενη: Σαν άγκρουστος εφύτρωσε η φτώχεια στην Ελλάδα κι ο μαύρος τση ο ουρανός δεν έχει φωτεράδα. [άγκρουστος (ο), άγκρουστας (ο), συρνάμενη (η) φυτό άγρωστη (αγριάδα)]. Αγκυλωμένος: Αγκυλωμένοι μας θωρούν όσοι μας βοηθούνε και προπαντός οι Ολλανδοί απού μας «αγαπούνε! (αγκυλωμένος, -η, -ο εκνευρισμένος, κακόκεφος, πειραγμένος). Αγκωνιά: Λαχθιές, μπουνιές και αγκωνιές μας παίζουν κάθα μέρα και μια βολά «περήφανα» ελέγανε τα γέρα. ( αγκωνιά [αgωνιά] (η) χτύπημα ή σινιάλο με τον αγκώνα). Αγκωσακιά: Αγκωσακιές πολλώ λογιώ μας παίζουν νύχτα μέρα και για να μη φωνιάζομε μας κόβγουν τον αέρα. (αγκωσακιά (η) δυνατό τράνταγμα από χτύπημα). Αγλάκι: Αγλάκι κάνει η Τρόικα για να μασε προκάνει και καταφέρνει, τσα λογιώ, σαφί να μασε πιάνει. (αγλάκι (το) τρέξιμο, τρεχάλα). Αγλακιά, Γλακιά: Μια αγλακιά απ’ τον γκρεμό απέχομε ακόμη και κάθα μέρα πλια κοντά μάς φέρνουνε οι Νόμοι. (αγλακιά (η), γλακιά (η) δρασκελιά τρεξίματος).


12

Αγλακιχτός: Αγλακιχτοί τέσσερις «νιοί» βαστούσαν τα ινία και μασε παραδώσανε εις τη χρεοκοπία, κι ο πρώτος από τουτουσάς με τη δημαγωγία ήνοιξε δρόμους διάπλατους στην ψεύτικη ευτυχία, ο δεύτερος πολέμησε να βάλει αντιπάτι, μ’ όμως τονε προδώσανε, οι δυο γνωστοί νομάτοι. Ο τρίτος επολέμησε, Χρόνια πολλά να ζήσει, Με το χρηματιστήριο, Όλους να μας πλουτίσει. Κι απής συνέχισε κι ο γιος του κύρη το τροπάρι κι ο πέμπτος δεν εμπόρεσε τα πόδια ντου να πάρει, γιατί εθάρρειενε ο φτωχός πως μασε κυβερνούσε, μα, αποπίσω, πάλι ο γιος τα νήματα κουνούσε. Και εξετέλεψεν ο γιος με νέα μπαντιγιέρα κι απήτις τα σαλάτωσε, τ’ άφηκε μέσα πέρα. (αγλακιχτός, -ή, ό τρεχάτος). Αγλακώ: Το ν’ αγλακά η Τρόικα, είναι δικαίωμά τζης, και με τον τρόπο εκειονά πληθαίνει τα λεφτά τζης. (αγλακώ τρέχω, σπεύδω). Αγναντίζω: Δεν αγναντίζαν κιολιάς κεινοιά που κυβερνούσαν και τσι σπατάλες και κλεψές, κέρδη τσι θεωρούσαν. (αγναντίζω [αγναdίζω] καταλαβαίνω, νιώθω, εννοώ). Αγναντώ, Αγναντίζω: Δεν αγναντούνε κιολιάς


13

αυτοί που κυβερνούνε κι ακούνε και ψηφίζουνε οι ξένοι ό,τι πούνε, ενώ δα να ’πρεπε, μαθές, αυτοί ν’ αποφασίζουν είντα ’πρεπε να κάμουνε για να ορθοποδήσουν. (αγναντώ, αγναντίζω [αγναdίζω] καταλαβαίνω, νιώθω, εννοώ, εκτιμώ). Αγνάρω: Αν θες να είσαι υπουργός δα πρέπει να αγνάρεις, κι όι να είσαι ντερμιτζής και να γενείς φουρνάρης!. (αγνάρω γνωρίζω, νιώθω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι). Αγναφόπετσο: Καρδιά απ’ αγναφόπετσο έχουν οι Υπουργοί μας και κάθα μέρα πλια βαθιά σκάφτουνε την πληγή μας. (αγναφόπετσο (το) κατεργασμένο χοιρινό δέρμα για το σόλιασμα των στιβανιών).

Αγοΐζω: Δεν αγοΐζει ο λαός και για την ώρα αντέχει, μα πότε δα ξεσηκωθεί άθρωπος δεν κατέχει. (αγοΐζω παρεκτρέπομαι, οργιάζω). Αγούδουρας: Σαν τον ξερό αγούδουρα που τονε παίρνει αέρας, ετσά μας ήπηρε κι εμάς τση καντεμιάς το τέρας. (αγούδουρας (ο) τρίχη (είδος θυσανοειδούς μονοετούς θάμνου ο οποίος παρασύρεται πολύ εύκολα από τον άνεμο).

Αγουμέντο: Τα αγουμέντα σε αυτή την εποχή που ζούμε, όσο κι αν πολεμήσομε, ποτέ δε δα τα δούμε. Τα αγουμέντα ψάχναμε στ’ άχερα σαν τον ψύλλο και βρήκαμε την Τρόικα κι εκάμαμέ ντη φίλο. (αγουμέντο (το) πρόοδος, προκοπή). Αγουρσουζά, Γρουσουζά, Ογρουσουζά:


14

Αγουρσουζά μας πλάκωσε γή φταίν’ τ’ αφεντικά μας, που πρόδωσαν, χωρίς ντροπή, ούλα τα όνειρά μας; (αγουρσουζά (η), γρουσουζά (η), ογρουσουζά (η) ακαθαρσία, βρομιά, τάση να είναι κάποιος ακάθαρτος, κακοτυχία, κακός οιωνός, τεμπελιά, γκίνια, αθλιότητα).

Αγριάδα: Σε αγριάδα πέσαμε όλο αχινοπόδια και μος και δα κουνήσομε μασε τζιμπούν τα πόδια. (αγριάδα (η) αγρός θαμνώδης, ακατάλληλος για καλλιέργεια). Αγριαμανίτης: Η Τρόικα μας φύτρωσε σαν αγριαμανίτης, μα δεν μπορεί να φαωθεί, γιατί είναι ψακίτης. (αγριαμανίτης (ο) άγριο μανιτάρι). Αγριμερικό: Ξωμένω μ’ αγριμερικά ψηλά στο πανωχώρι, γιατί το σπίτι που ’μενα το φάγανε οι φόροι! (αγριμερικό (το) αγρίμι). Αγριμοκυνηγός: Σαν τον αγριμοκυνηγό η μοίρα μας ζυγώνει, αφού πλια μπρος η Τρόικα αγκάθες μασε στρώνει. (αγριμοκυνηγός (ο) κυνηγός αγριμιών). Αγριμοπόδαρος: Μόνο αγριμοπόδαροι μπορούσανε να πιάσουν, όσους μας φάγαν τα λεφτά, πριχού να τα σκεπάσουν! (αγριμοπόδαρος, -η, -ο αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με αγριμιού, γοργοπόδαρος).

Αγριμούτσα: Η Τρόικά ’πεσε παέ ωσάν την αγριμούτσα κι ήφαε ούλα τα ψαχνά κι ήφηκε τα κουκούτσα! (αγριμούτσα (η) ακρίδα μεγάλου μεγέθους). Αγριοκάτσουλο: Ωσάν τ’ αγριοκάτσουλα,


15

χωρίς να κάνουν στέμα, οι «φίλοι» μας κι η Τρόικα μάς πίνουνε το αίμα. (αγριοκάτσουλο (το) αγριόγατος, άνθρωπος ευέξαπτος, απρόσιτος). Αγριοξανοίγω: Μας αγριοξανοίγουνε κι οι φίλοι κι οι γι- εχθροί μας και μερδικοί φωνιάζουνε να πάμε στη δραχμή μας. (αγριοξανοίγω αγριοκοιτάζω). Αγροίκηχτος: Τον Έλληνα τον κάμανε αγροίκηχτο οι «φίλοι» και πριν ποθάνει τ’ άναψαν στον τάφο το καντήλι. Αγροίκηχτους, οι «φίλοι» μας, μασε παρανομιάζουν, μα για δική ντως σιγουργιά, παράδες μας μοιράζουν. (αγροίκηχτος, -η, -ο ανυπάκουος, ασυνεννόητος, ισχυρογνώμων). Αγρυπνιά: Οφέτος εποφάσισα, τη Μεγαλοβδομάδα, να κάμω κι άλλες αγρυπνιές για να σωθεί η Ελλάδα. (αγρυπνιά (η) βραδινή τελετή (κυρίως της Μεγάλης Εβδομάδας). Αγύριστος: Για να μας βοηθήσουνε, πολλούς παρακαλούμε, μα ούλοι στον αγύριστο μας πέμπουν να σωθούμε! (αγύριστος, -η, -ο αμετάπειστος, δρόμος χωρίς επιστροφή). Αγωησμένος: Αγωησμένος πολεμώ, τσοι φόρους να πλερώσω, μ’ α δε με φτάξουν τα λεφτά, τον πούλο δα τους δώσω. (αγωησμένος, -η, -ο έξαλλος, εκτός εαυτού). Αδειάζω: Άμα αδειάσει η Τρόικα και μασε ποσκοτώσει, και άλλοι, στη Μεσόγειο, δα κλαίνε να τσοι σώσει! (αδειάζω εκκενώνομαι, τελειώνω τις δουλειές μου, μένω χωρίς δουλειά).


16

Αδερφήδες: . Τσι χώρες τση Ευρώπης μας τσι λέγαν αδερφήδες, μ’ εδά που εφτωχάναμε γενήκαν νεροφίδες. (αδερφήδες (οι) αδελφές). Αδερφοδιώχτης: Αδερφοδιώχτη έχουνε τα κράτη στην Ευρώπη και για να τσοι μονιάσουνε πήανε τζάμπα οι κόποι. (αδερφοδιώχτης (ο) μυστηριώδης ιδιότητα, που πίστευαν πως είχε ένα παιδί, ώστε να πεθαίνουν όλα τα αδέρφια του, που γεννιόταν μετά από αυτό, μίσος μεταξύ αδερφών).

Αδερφομοίρι: Τ’ αδερφομοίρια τέλειωσαν απού τα γονικά μας, γιατί τα λογαργιάσανε όλα στα δανεικά μας. (αδερφομοίρι (το) το μερίδιο κάθε παιδιού από την περιουσία των γονιών του).

Αδερφουλάς: Αδερφουλάς μάς ήδειξε με λιονταριού μανδύα ο Υπουργός τση προκοπής απού την Ολλανδία. (αδερφουλάς (ο) αδερφός (περιφρονητική έκφραση). Αδερφοχτός: Αδερφοχτό η Χώρα μας δεν έχει μπλιο κιανένα, γιατί δεμένα και λυτά τα ’χομε πουλημένα. (αδερφοχτός, -ή, -ό στενός και πιστός φίλος όμοιος με αδελφό). Αδερφώνω: Ξερό δεντρό η Χώρα μας κοντεύει να ποδώσει, και το ξερό κουφάρι τζης ποτέ δε δ’ αδερφώσει!. (αδερφώνω βγάζω νέους βλαστούς (για φυτά). Αδιάρμιστος: Αδιάρμιστα αφήσανε, όσοι μας κυβερνούσαν, κι εύρησκαν πόρτες ανοιχτές οι «γύπες» και περνούσαν. (αδιάρμιστος, -η, -ο ακάθαρτος, αυτός που δεν είναι νοικοκυρεμένος, αταχτοποίητος (κυρίως για οικίες).


17

Αδιαφορετά: Άδικα κι αδιαφορετά μας βάνουνε χαράτσι κι αφού μας μουνουχίσανε μας βάνουνε κι αλάτσι! . (αδιαφορετά (επ) μάταια, ανώφελα). Άδικα των αδίκω: Η Χώρα μας εβούλιαξε άδικα των αδίκω γιατί διαλέξαμε αρχηγό το λαοπλάνο «λύκο». (άδικα των αδίκω τελείως άδικα [η (λ.) «των αδίκω» μπαίνει σαν έμφαση, για να τονίσει το μέγεθος του άδικου).

Αδικητής: Αδικητές βρεθήκανε ανάμεσα στσοι φίλους και μοιάζουνε, στο γαύγισμα με λυσσασμένους σκύλους. Παπούτσα αδοκίμαστα μας βάλανε στα πόδια και για να μην πεινάσομε, μας βγάλανε τα ντόδια! (αδικητής (ο) αυτός που αδικεί). Αδικιά: Η πλιά μεγάλη αδικιά είναι η γι- εδική μας, γιατί χωρίς να φταίξομε, μας πήραν το βρακί μας. (αδικιά (η) αδικία, συμφορά). Αδικοθανατίζω: Με τα χαράτσα τα πολλά, σκέφτομαι, πώς δα ζήσω; Κι ετσά με βάνει ο διάλολος να κακοθανατίσω. (αδικοθανατίζω αυτοκτονώ, πεθαίνω άδικα, χωρίς σοβαρή αιτία). Αδικοθάνατος: Σ’ όλους τσ’ αδικοθάνατους, κεινοιά που κυβερνούνε, δα δώσουνε λογαργιασμό άμα ψυχομαχούνε! (αδικοθάνατος, -η, -ο αυτός, που πέθανε άδικα, απρόσμενα, αδικοσκοτωμένος).

Αδικοξέτελα: Αδικοξέτελα πολλά,


18

όσοι μας κυβερνούνε, κάνουν σε βάρος του λαού χωρίς να το σκεφτούνε. (αδικοξέτελα (τα) (ακλ) άδικες πράξεις). Αδικοσκοτωμένος: Και οι τρακόσιοι τση βουλής είν’ ούλοι γαργιωμένοι, γιατί ’χουνε τη Χώρα μας αδικοσκοτωμένη. (αδικοσκοτωμένος, -η, -ο αυτός που σκοτώθηκε άδικα, χωρίς λόγο, χωρίς να φταίει σε τίποτα).

Αδικοχαημένος: Η Χώρα μας εχάθηκε κι είν’ αδικοχαημένη, γιατί την έχουν μπιρ παρά στσοι ξένους πουλημένη. (αδικοχαημένος, -η, -ο αδικοχαμένος, αυτός που χάθηκε άδικα). Αδρομιάζω: Σαν βούγια αδρομιάζομε στα χάμπασα να φάμε, μα χάσαμε τον μπούσουλα και σε καψάλες πάμε. (αδρομιάζω πηγαίνω τα ζώα για βοσκή). Άδρωτος: Αφέντες μ’ άδρωτο αφτί μας δώσαν του διαόλου και πέσανε απάνω μας κατάρες μπόλου μπόλου. (άδρωτος, -η, -ο αυτός που δεν έχει ιδρώσει). Αδυναμιά: Λένε πως η γι- αδυναμιά τσοι γκαρδιακούς δα σώσει μ’ άμα λαλεί στο θάνατο, ο φταίχτης δα πλερώσει. (αδυναμιά (η) αδυνάτισμα, ισχνότητα). Αδυναμίζω: Αδυναμίζει ο λαός απ’ την πολλή νηστεία, και όσοι κλέψαν τα λεφτά έχουν την αμαρτία. (αδυναμίζω εξασθενώ, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι, αδυνατίζω). Αδυνατός: Αδυνατός, είν’ λαός,


19

μ’ αδυνατεί να δώσει, δίχως δουλειά, δίχως ευρώ, τση Τρόικας τη δόση. (αδυνατός, -ή, -ό δυνατός). Αελιά: Με το χασίλι τσ’ αελιάς ξανοίγουν να μας θρέψουν, γιατί το βάλανε σκοπό στον Άδη να μας πέψουν. (αελιά (η) αγελάδα). Αερινά: Στ’ αερινά, χρόνια πολλά, ζούσαμε κάθα μέρα, μ’ η Τρόικα μας ήκοψε τον καθαρό αέρα. (αερινά (επ) ευάερα). Αερινάδα: Σ’ ένα καζάνι βράζουνε οι «φίλοι» την Ελλάδα και κάθουνται και τη θωρούν ’πο μια αερινάδα. (αερινάδα (η) δροσερό και ευάερο μέρος). Αερινίζει: Η Τρόικα μας έβαλε φωθιά και μας καιντίζει και τση συντρέμει κι ο καιρός και δεν αερινίζει. (αερινίζει (ρτ) πνέει δροσερός άνεμος). Αζάπης, Καζάπης: Αζάπη κάμαν το λαό ούλοι μας οι «μεγάλοι», κι εδά ζητούν, χωρίς ντροπή, την ψήφο μας και πάλι. (αζάπης, -ισσα, καζάπης, -ισσα δυστυχισμένος). Αζάς: Αζάδες έχομε πολλούς «ο Θιος να μας τσοι ζήσει», μ’ α δε χορτάσουνε αυτοί, δε δα περάσει η κρίση. (αζάς (ο) προύχοντας, πρόκριτος). Αζιγανεύω: Αζιγανεύουν το λαό οι βουλευτάδες όλοι και τον αφήκαν νηστικό


20

και μ’ άδειο πορτοφόλι. Αζιγανεύουν τσοι λαούς και οι γι- Αμερικάνοι, μ’ η παντοδυναμία ντως ήρχιξε να ποκάνει». (αζιγανεύω αδικώ). Αζιγανιά: Αζιγανιές πολλώ λογιώ παιδεύγουν το λαό μας, ποπανωθιώς κι η Τρόικα μιλεί «για το καλό μας». (αζιγανιά (η) αδικία). Αζόγυρος: Αζόγυρο μυρίζουνε οι Νόμοι οι καινούργιοι, γιατ’ απ' αγάπη στο λαό, ούλοι ντως είναι ούργιοι. (αζόγυρος (ο) άγρια φασολιά με απαίσια οσμή και γεύση).

Αζουδιά: Μια αζουδιά με πλάκωσε ετουτονέ το χρόνο και μες το πορτοφόλι μου δεκάρα δε σταυρώνω. Με αζουδιά μας κυβερνούν οι διαλεχτοί μας όλοι κι άφησαν όλο το λαό με άδειο πορτοφόλι. (αζουδιά (η) κακοτυχία, αστοχία). Άζουδος: Άζουδο κάμαν το λαό τα γαργιωμένα χέργια, μ’ η γι- ασυλία πρόκαμε κι ήκαψε τα τεφτέργια. Άζουδο κάμαν το λαό οι Νόμοι τσ’ ασυλίας κι ανοίξαν πόρτες τση κλεψάς και τση παρανομίας. (άζουδος, -η, -ο άτυχος, κακόμοιρος). Αζωντανός: Αζωντανή τη θάφτουνε «οι φίλοι» την Ελλάδα, και πριν τηνε σκεπάσουνε


21

τηνε κερνούν σουμάδα! (αζωντανός, -ή, -ό ζωντανός). Αθάνατος: Με τ’ αθανάτου το σουγκί θαρρώ πως με τζιμπούνε, άμα τα μέτρα τση ντροπής, οι φταίχτες μας, ψηφούνε, μ’ εκειά που μασε φέρανε δεν έχουν άλλο δρόμο μόνο να μας γλυκάνουνε, προσωρινά, τον πόνο. (αθάνατος (ο) το φυτό «Αγαύη»). Αθάρμιστά σου: Αθάρμιστά μας, την μπροστιά επήραμε στσι μίζες κι όλοι οι λαοί μας βάλανε σ’ ολόμαυρες κορνίζες. (αθάρμιστά σου φτου να μη βασκαθείς!).

Άθαφος: Σαν ποθαμένους κι άθαφους μας κάμανε τα χρέη, μα δεν τολμούν οι γι- ένοχοι να μασε πουν ποιος φταίει. (άθαφος, -η, -ο άταφος, μη ενταφιασμένος). Αθέρας: Σαν τον αθέρα ξυραφιού κόβγουν τα δανεικά μας κι ήμαθε ο κόσμος κι ο ντουνιάς όλα τα μυστικά μας. (αθέρας (ο) η κόψη του μαχαιριού, το καλύτερο κομμάτι ενός συνόλου, κορυφή, αιχμή, ακραίο σημείο).

Αθετά: Οι υπουργοί μας αθετά μας χρέωσαν για χρόνια κι η γι- ασυλία άφοβα τους μοίρασε γαλόνια. (αθετά (επ) ελεύθερα, χωρίς επιτήρηση). Αθεώνω: Η γι- ασυλία, στη Βουλή, νοίκιο δεν πλερώνει, γι’ αυτό με δίχως πλερωμή, όλους τσοι αθεώνει. (αθεώνω αθωώνω).


22

Αθιβόλεμα, Αθιβολή Αθιβολέματα πολλά γροικώ γι’ αυτούς που φταίνε, μα για κλεψές κι ονόματα τα λένε και ξελένε, γιατί και να μην τα ξελέν δεν έχει σημασία, αφού για ούλα τα στραβά φροντίζει η ασυλία. [αθιβόλεμα (το), αθιβολή (η) μνεία, κουβέντα, αναπόληση, αναφορά, (εν απουσία του προσώπου που αφορά)].

Αθιβολή: Σε χίλιες δυο αθιβολές τσοι φταίχτες μας γυρεύγω και ποθαμένους, ζωντανούς, όλους τσοι μνημονεύγω! (αθιβολή (η) μνεία, κουβέντα, αναπόληση, αναφορά, (εν απουσία του προσώπου που αφορά)).

Αθιώ: Παντού αθιούνε λούλουδα, μα στην Ελλάδα βρέχει κι αν δα ξανάρθει άνοιξη, άθρωπος δεν κατέχει. (αθιώ ανθίζω). Αθόγαλο: Τ’ αθόγαλα που τρώγαμε, δεν ήταν πλερωμένα, γιατί με δανεικά λεφτά ήταν πουσουνισμένα. (αθόγαλο (το) τσίπα του γάλακτος, στάκα). Αθοκουτάλα: Τσ’ αθοκουτάλας τη δουλειά κάνομε να ξεχνούμε, μα σε μια νέα κατοχή γλήγορα δα βρεθούμε. (αθοκουτάλα (η) σταχτοπούτα). Αθόπανο, Αθομαντίλα: Σ’ αθόπανο, η Τρόικα, τύλιξε την Ελλάδα, γιατί οι «λαδωμένη τζης» χρειάστηκαν μπουγάδα! (αθόπανο (το), αθομαντίλα [αθομαdίλα] (η) κομμάτι άσπρο πανί, απαραίτητο εξάρτημα της μπουγάδας).


23

Αθοπουθιασμένος: Σαν άχρηστους κι ανίκανους και αθοπουθιασμένους, μεσοτιμής η Τρόικα μας έχει πουλημένους. (αθοπουθιασμένος, -η, -ο πουδραρισμένος, πασπαλισμένος με στάχτη). Αθός τση νιότης: Εις τον αθό τση νιότης τσης βρήκανε την Ελλάδα να καίγεται στα χρέη τζης, σαν τζ’ εκκλησάς λαμπάδα, κι αντίς να τση φυσήξουνε και να τη δροσερέψουν την ανημένουν να καεί να μπουν να τη ληστέψουν. (αθός τση νιότης (ο) περίοδος ακμής της ανθρώπινης ζωής, νεαρή ηλικία).

Αθός: Τση σφάκας τον πρικιό αθό, δεν είναι λέω ψόμα, με λύσσα οι «προστάτες μας» μας βάλανε στο στόμα! (αθός (ο) άνθος, λουλούδι, επίλεκτο κομμάτι ενός συνόλου). Άθος: Στον άθο μασε βάλανε για να μασε πλαντάξουν κι απής να μπουν στη Χώρα μας και να τηνε ρημάξουν. (άθος (ο) στάχτη). Αθότυρος: Δεν πουσουνίζω μπλιο τυρί, αθότυρο και γάλα, μ’ απ’ τσι δικές μου τσι ελιές τρώγω με την κουτάλα. (αθότυρος (ο) είδος τυριού, που γίνεται με αποξήρανση και ζύμωση της μυζήθρας, ανθότυρο).

Αθούβαλη: Με τη ζεστή αθούβαλη τα βράδια ποσπερίζω, γιατί πετρόλαδο, ’δα μπλιο, ποτέ δεν πουσουνίζω ’πο τοτεσάς π’ αρχίξανε


24

χαράτσα να του βάνουν κι ήθελα και να κάτεχα κερδίζουνε γή χάνουν; (αθούβαλη (η) ζεστή στάχτη). Αθούμπαλη, Αθούβαλη: Σ’ αθούμπαλη μας βάλανε εκείνοι που ψηφούμε, για να κλωσούμε, κι αντ’ αβγά παράδες να γεννούμε. (αθούμπαλη [αθούbαλη] (η), αθούβαλη (η) ζεστή στάχτη). Αθρακοβάλη: Σ’ αθρακοβάλη καφτερή, εκείνοι που ψηφούμε, βάλαν τον άμοιρο λαό κι από καρδιάς λυπούμαι. (αθρακοβάλη (η) στάχτη ανακατωμένη με αναμμένα κάρβουνα). Άθρεφος: Άθρεφα δα πομείνουνε πολλών γενιών αγγόνια και δα γεμίζουν οι πλαγιές με τάφους για τελώνια. (άθρεφος, -η, -ο αυτός, που δεν είναι κανονικά ανεπτυγμένος λόγω ανεπαρκούς λήψης τροφής-υποσιτισμού).

Αθρώπα: Απ’ την αρχή, την Τρόικα, την είδα σαν αθρώπα, μ’ εδά μόνο με πίστεψαν κεινοιά απού τως το ’πα. (αθρώπα (η) μεγαλόσωμος άνθρωπος). Αθρωπιά: Τσάμπα γυρεύγω αθρωπιά σ’ όσους μας «βοηθούν», γιατί μας πίνουν το ζουμί πλια πλούσοι να γενούνε. (αθρωπιά (η) ανθρωπιά, φιλότιμο). Αθρωπίζω: Η Τρόικά ’ρθε σαν θεργιό για να μασε μασήσει κι ετσά δεν τζη ’ναι μπορετό ποτέ να αθρωπίσει. (αθρωπίζω γίνομαι ευγενικός, συμπεριφέρομαι σωστά, ως άνθρωπος). Αθρωπινά: Αθρωπινά πιστέψαμε πως ήρθαν να μας σώσουν,


25

όμως, με τα χαράτσα ντως δα μασε ξεπατώσουν. (αθρωπινά (επ) ανθρώπινα, σαν άνθρωπος, ευπρεπώς). Αθρωπινός: Αθρωπινοί φανήκανε τση Τρόικας οι Νόμοι μ’ αγρίεψαν, και στο «ψητό» δε φτάξαμε ακόμη! (αθρωπινός, -ή, -ό ανθρώπινος, σωστός, αξιόλογος, ταιριαστός). Αθρωπονογώ: Ο Έλληνας τη Χώρα ντου σ’ άμυαλους έχει αφήσει και δα τη δώσει σ’ ικανούς αν αθρωπονογήσει. [αθρωπονογώ αρχίζω να καταλαβαίνω και συμπεριφέρομαι σαν ολοκληρωμένος άνθρωπος (κυρίως για μικρά παιδιά)].

Αθρωπονοώ: Άμ’ αθρωπονοήσουνε όσοι μας κυβερνούνε και τα λεφτά, και την τιμή τσ’ Ελλάδας, δα τα βρούνε. (αθρωπονοώ λογικεύομαι, βάζω μυαλό, φέρομαι ως άνθρωπος, αναπτύσσομαι πνευματικά, καταλαβαίνω).

Άθρωπος γεννημένος: Απ’ τα χαράτσα τα πολλά είμαι βαλαντωμένος και δε συντρέμει, να σωθώ, άθρωπος γεννημένος. (άθρωπος γεννημένος (ο) κανένας άνθρωπος απολύτως). Αθρωποσύρνω: Αθρωποσύρνουν εκεινοιά που μασε κυβερνούνε, μα μέσα στη στραβάγρα ντως το σόι ντως ξεχνούνε». (αθρωποσύρνω προέρχομαι, κατάγομαι από σόι σωστών ανθρώπων). Αιγοβυζάστακας: Σαν τζοι αιγοβυζάστακες, αυτοί που κυβερνούνε, μας πίνουνε το αίμα μας για να καλοπερνούνε. (αιγοβυζάστακας (ο) είδος πτηνού που για να τραφεί θηλάζει τις κατσίκες, αιγοθήλης).

Αίδα: Αίδα ξανοίγω για να βρω την κρίση να περάσω,


26

μα δε συντρέμει άθρωπος και μου ’ρχεται να σκάσω. (αίδα (η) βοήθεια, συμπαράσταση). Αιδάρω, Αιδέρνω: Τσοι βουλευτάδες, τσοι υπουργούς και τσοι παραφαγάδες αιδάρει, ποιός; Η Τρόικα! και ζούνε σαν αγάδες. (Αιδάρω, Αιδέρνω βοηθώ, συμπαρίσταμαι). Αιδέρνω, Αιδάρω: Αιδέρνουν μας οι Γερμανοί, μα δεν κατέχω γιάντα, μπα θέλουνε να σβήσουνε τα χρέη του σαράντα; (αιδέρνω, αιδάρω βοηθώ, συμπαρίσταμαι). Αϊπλίκι: Το αϊπλίκι μας εμάς είναι πως δεν μπορούμε, με δίχως μίζες και κλεψές το κράτος να λαλούμε. (αϊπλίκι (το) κουσούρι, ελάττωμα). Ακαρνάσης, Καρνάσης: Στα έργα ακαρνάσηδες είν’ όλοι οι εκλεγμένοι κι ο καθανείς τσοι ψήφους του τον γνοιάζει να πληθαίνει». (ακαρνάσης (ο), καρνάσης (ο) αδερφός, σύντροφος). Ακατίταγος: Σαν ακατίταγους πολλοί ζητούν να τσοι ψηφούμε κι άμα δα τσοι ψηφίσομε και βουλευτάδες βγούνε, ξεχνούνε τα μας τάσσανε, τη σχέση, τη φιλία και παίζουν με τον πόνο μας πίσω απ’ την ασυλία. (ακατίταγος, -η, -ο ανυπότακτος, ανυπάκουος, ζωηρός, ασυμβίβαστος). Ακοντεμός: Ακοντεμό, για τον γκρεμό, η Χώρα μας δεν έχει κι αν γίνει θάμα και σωθεί άθρωπος δεν κατέχει. (ακοντεμός (ο) συγκράτηση, σταμάτημα, ανακοπή). Ακούει:


27

Δε μας ακούει μοναχοί να βγούμε απ’ την κρίση, γι αυτό ζητούν απ’ τη Βουλή τα μέτρα να ψηφίσει κι όσοι δεν τα ψηφίζουνε δεν έχουν άλλη λύση, μα ξεγελούνε το λαό κι εκείνους να ψηφίσει. (ακούει (ρτ) μπορεί, τολμά. οποιανού* τ’ ακούει ας τα βάλει μαζί μου όποιος τολμά ας τα βάλει μαζί μου).

Άκουρος: Άκουρο, λέει, βρήκανε το χρέος οι εταίροι και για να μη γενεί παπάς το πήγαν στον μπαρμπέρη! (άκουρος, -η, -ο ακούρευτος).

Άκρα: Την άκρα μας δα μασε βρουν τση Τρόικας οι Νόμοι κι οι δανειστές, στα σπίθια μας δα γίνουν κλερονόμοι. (άκρα (η) άκρη, ούγια. ήβρηκες την άκρα μου έκοψες το νήμα της ζωής μου).

Ακράτος: Τσ’ ακράτους ούλοι οι βουλευτές παίζουν στα χαζοκούτια, γιατί δε φτάνουν ’σαμε κεια τ’ αβγά και τα γιαούρτια. (ακράτος, -η, -ο γνήσιος, ανόθευτος, διαλεκτός). Ακρέβατος: Σαν άκακοι ακρέβατοι ούλοι οι βουλευτάδες μασε ζητούν την ψήφο μας και κάνουν ντεμενάδες, μ’ άμα καβαλικέψουνε τα πόδια ντως κουνούνε και δε διστάζουν κιαολιάς το αίμα μας να πιούνε. (ακρέβατος (ο) είδος αναρριχητικού φυτού, το οποίο αναρριχάται κυρίως πάνω σε δέντρα).

Ακριβός: Η ψήφος είναι ακριβή,


28

μ’ εμείς τηνε πετούμε, αυτούς που μας χρεώσανε άμα ξαναψηφούμε. (ακριβός, -ή, -ό ακριβός, πολύτιμος, μονάκριβος). Ακροζυγιάζομαι: Ακροζυγιάζεται η Ελλάς και πάει να πετάξει, μ’ η Τρόικα είν’ έτοιμη τη στράτα να τση φράξει. (ακροζυγιάζομαι είμαι έτοιμος να πετάξω). Ακρόμακρα: Ακρόμακρα εξάνοιξα μπας δω μια φωτεράδα, μ’ είδα και πάλι μια φτωχή και σκοτεινή Ελλάδα. (ακρόμακρα (επ) στην άκρη, στο τέλος του δρόμου, πολύ μακριά).

Ακροπατώ: Ακροπατώ και στένω αφτί ν’ ακούσω τσοι μεγάλους κι ήκουσα πως τσ’ ευθύνες τως τσι ρίχνουνε στσοι άλλους. (ακροπατώ περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, περπατώ ελαφρά, αθόρυβα).

Ακροσταλιάρω: Ακροσταλιάρω άμα γροικώ κειουσάς που μας προδώσαν να λένε πως το χρέος τως έντιμα εκπληρώσαν. (ακροσταλιάρω σταματώ ξαφνικά, για μια στιγμή, την ομιλία μου ή γενικά τη δραστηριότητά μου).

Ακροσυγγενής: Δεν έχω ακροσυγγενή μέσα στσοι μιζαδόρους, όμως, μου κάνουν την τιμή και με χρεώνουν φόρους! (ακροσυγγενής (ο) μακρινός συγγενής). Ακρόφτενος: Ακρόφτερνος είν’ ο λαός και όλο βάρος χάνει κι από την πείνα την πολλή, γλήγορα δα ποθάνει. (ακρόφτενος, -η, -ο ισχνός, αδύνατος).


29

Άκταφα: Και στ’ άκταφα να πα χωστώ δε δα τηνε γλυτώσω κι απ’ τα χαράτσα τα πολλά δε δα ξεμπουρδουκλώσω. (άκταφα (τα) (ακλ) τα βάθη της γης, τα έγκατα). Αλαδανιά: Σαν την ξερή αλαδανιά μ’ ανάψαν τα χαράτσα κι είναι σαν να με δέρνουνε σαράντα δυο κριμπάτσα. (αλαδανιά (η) θάμνος που περιέχει μια κολλώδη ουσία το «λάβδανο», που αποτελεί πρώτη ύλη για πολλά φαρμακευτικά είδη, είναι δε και πολύ εύφλεκτη).

Αλάι: Αλάι με τσοι κουζουλούς δα πρέπει να γενούμε, να μη θωρώ τα χάλια μας και να στενοχωρούμαι. (αλάι (το) ακολουθία, συντροφιά, παρέα). Αλάισε: Η Μέρκελ που μασε χρωστεί λεφτά με το τσουβάλι δεν στράπηκε, αλάισε, στο στόχο να μας βάλει; (αλάισε (επ) μα το Θιο σου; σοβαρά το λες; μη μου το λες!). Αλαλιάζω: Αλάλιασα απ’ τσοι πολλούς τσοι φόρους που πλερώνω κι αντίς να κλαίω χαίρομαι και διπλοκαμαρώνω. (αλαλιάζω ξετρελαίνομαι). Αλαλιασμένος: Αλαλιασμένοι μοιάζομε όλοι οι συνταξιούχοι, γιατί ο χαρατσόπονος μοιάζει με καρακούχι. (αλαλιασμένος, -η, -ο ξετρελαμένος). Αλαμάνος: Και αλαμάνοι να ’τανε οι Γερμανοί κι οι Γάλλοι, δεν ήθελα μας βάλουνε νηστεία τσα μεγάλη! (αλαμάνος (ο) άθεος, άπιστος, βάρβαρος, αλλόπιστος). Άλαμπλιρι:


30

Στο γύψο μασε βάλανε οι Γερμανοί κι οι Γάλλοι και άλαμπλιρι ανέ σκεφτεί κιανείς τως να μας βγάλει. (άλαμπλιρι [άλαbλιρι] (επ) κύριος είδε, ο Θεός ξέρει). Αλαργάρω, Απολαργάρω: Για να μας αλαργάρουνε απ’ το ευρώ οι φίλοι, μασε φορτώνουν χρέητα και τόκους κατακοίλι. Οψάργας επαντήξαμε με τη Δημαγωγία και μου ’πε πως εις τη Βούλη, σαφί ’χει τα πρωτεία κι ήφερε σαν παράδειγμα πως πάντα την κουκούλα, τα κόμματα τση «προκοπής» τηνε νταντεύγουν ούλα κι άμ’ άλλο κόμα τόλμησε μέτρα γι’ αυτή να πάρει, η «προκοπή» κατάφερε πάλι να τ’ αλαργάρει. (αλαργάρω, απολαργάρω: απομακρύνομαι, ξενιτεύομαι). Αλαργοξορισμένος: Απού τσοι κυβερνήτες μας νιώθω αποξενωμένος και μέσα στο κονάκι μου αλαργοξορισμένος. (αλαργοξορισμένος, -η, -ο ξενιτεμένος). Αλάργος κόσμος: Αλάργος κόσμος, για εμάς, είναι η σωτηρία, γιατί δε διδαχτήκαμε από την ιστορία. (αλάργος κόσμος (ετ) πολύ μακρινό μέρος, άλλη ήπειρος). Άλαστος: Άλαστο πιάσαν το λαό ούλοι οι δανειστές μας, γιατί τονε προδώσανε οι διαχειριστές μας. (άλαστος, -η, -ο ασυνουσίαστος, παρθένος). Αλατσένιος: Ένα θεργιό, που το ’βγαλαν Τρόικα οι «μεγάλοι»


31

έχει αλατσένια την καρδιά κι ετσέ κι αλλιώς τα κάλλη. (αλατσένιος, -α, -ο αυτός, που είναι καμωμένος από αλάτι). Αλατσερό: Σ’ αλατσερό μας βάλανε και μασε κοπανίζουν κι αυτούς απού ψηφίζουνε κι αυτούς που δεν ψηφίζουν. (αλατσερό (το) ειδικό ξύλινο δοχείο αλατιού). Αλάτσι: Οι «φίλοι» μάς μουνούχισαν, μα ξέχασαν τ’ αλάτσι κι άμα το καταλάβανε πιάσανε το κριμπάτσι. (αλάτσι (το) αλάτι). Αλάτσισμα: Βαθιές πληγές μας άνοιξαν που δύσκολα δα γιάνουν, γιατί ’ναι σαν αλάτσισμα οι φόροι που μας βάνουν. (αλάτσισμα (το) αλάτισμα). Αλατσογύριστος: Θαρρώ πως δε δα φτάξομε το φετεινό Απρίλι, γιατί αλατσογύριστους μας κάμανε οι «φίλοι». (αλατσογύριστος, -η, -ο δαρμένος, πλαδαρός από το πολύ ξύλο και βουτηγμένος στο αλάτι όπως βουτούν τα δέρματα των ζώων για να μην αλλοιωθούν).

Αλατσολιά: Για να γενούμε αλατσολιές μας βάλαν στην αλμύρα, γιατί τσα το ποφάσισε η έρμη μας η μοίρα (αλατσολιά (η) βρώσιμη ελιά συντηρημένη στο αλάτι). Αλατσού, του αλατιού, τ’ αλατσού: Αφού μας κάμαν τ’ αλατσού χωρίς να λυπηθούνε, μας λέν εδά οι «φίλοι μας» πως μασε βοηθούνε! (αλατσού, του αλατιού, τ’ αλατσού (λρ) δαρμένος, πλαδαρός από το πολύ ξύλο και βουτηγμένος στο αλάτι όπως βουτούν τα δέρματα των ζώων για να μην αλλοιωθούν).

Αλαφρές του καμπανού: Απ’ τσ’ αλαφρές του καμπανού ήταν τ’ αφεντικά μας


32

και ξεπουλήσανε κι εμάς και δισέγγονά μας. (αλαφρές του καμπανού η πλευρά εκείνη της ράβδου του καμπανού* που λόγω της θέσης του σημείου ανάρτησης (υπομοχλίου), ζυγίζει μόνο μικρά βάρη).

Αλαφροζυάζω: Σάικα τα μυαλά αυτών που μας εξουσιάζουν, φυράξανε με τσι κλεψές και αλαφροζυάζουν. (αλαφροζυάζω ζυγίζω λιγότερο βάρος από όσο φαίνομαι, ζυγίζω κάτι καταγράφοντάς το ελαφρύτερο από όσο πραγματικά είναι).

Αλαφροκαμπανίζω: Αλαφροκαμπανίζομε στο νου και στο μυαλό μας, γιατί όσους ψηφίζομε δε θέλουν το καλό μας. (αλαφροκαμπανίζω [αλαφροκαbανίζω] είμαι ελαφρύτερος από όσο φαίνομαι).

Αλαφρόμυαλος: Ξεκούτες κι αλαφρόμυαλοι είναι τ’ αφεντικά μας κι αντί να φαν’ όσα ’χανε φάγανε τα δικά μας. (αλαφρόμυαλος, -η, -ο επιπόλαιος, τρελούτσικος, χαζός). Αλαφρύς: Όι αλαφρύς, μα πονηρός ήταν τ’ αφεντικό μας κι εδά που τα παραίτησε είπενε στο λαό μας: «Όσο για τα πολλά λεφτά που είπα και ξανάπα, άμα εκαβαλίκεψα σας είπα ήταν τάπα!». (αλαφρύς, -ά, -ύ, αλαφρός, ά, -ό, ελαφρός, μισοπάλαβος, μισότρελος, ανισόρροπος).

Αλαφρώνω: Δε δ’ αλαφρώσει ο λαός απ’ τα πολλά τα χρέη απού τονε φορτώσανε χωρίς αυτός να φταίει. (αλαφρώνω ελαφρύνω, λιγοστεύει ο πόνος μου, ανακουφίζομαι). Αλάφρωση: Ποτέ μου μπλιο αλάφρωση


33

δεν πρόκεται να νιώσω, γιατί τα μου χρεώσανε ποτέ δε δα ξεχρώσω. Αλάφρωση, η Τρόικα, όσον καιρό δα ζήσει, δε δα μας δώσει, κι ούτ’ ευρώ δε δα μασε χαρίσει. (αλάφρωση (η) ελάφρυνση, ανακούφιση, άνεση). Αλειτρούητος: Αρπάχτρες αλειτρούητοι κυβέρνησαν τη Χώρα, μα πρόκαμε η Τρόικα την τελευταία ώρα κι αφού μας ξεγιβέντισε σ’ όλη την οικουμένη ήδεσε την Ελλάδα μας και τηνε κωλοσέρνει. Σκληροί ’ναι κι αλειτρούητοι όσοι μας κυβερνούνε και δε σηκώνουνε μιλιά γι’ όσα μασε ζητούνε. (αλειτρούητος, -η, -ο αλειτούργητος, αλλοπρόσαλλος, άθρησκος, ανελέητος). Άλεσμα: Θυμούμαι άμα ’μουνε μικιός είχ’ αλωνάρη φίλο και μου ’δινε το άλεσμα και πήγαινα στο μύλο, μ’ εδά που μεγαλώσαμε ήρθαν οι γι- Ευρωπαίοι και κόβγουν σ’ όλους το ψωμί και δε ρωτούν ποιος φταίει. (άλεσμα (το) ποσότητα (ένα φορτίο) δημητριακών προοριζόμενη για άλεση και παραγωγή αλεύρου).

Αλέστα: Κι αν είναι αλέστα ο λαός κιανένα μπλιο δε γνοιάζει, γιατί ’ρθενε η Τρόικα και μας εξουσιάζει. (αλέστα (επ) σε ετοιμότητα, επί ποδός, στο πόδι). Αλεστής: Οι αλεστές, που τα ’χανε ούλα παραιτημένα, τσοι ζόρισε η Τρόικα


34

και βάνουνε σπαρμένα». (αλεστής (ο) αυτός που πηγαίνει στον αλευρόμυλο για να αλέσει τον καρπό του).

Αλεστικά: Αλεστικά δεν έχουνε, ’πο ’δα κι ομπρός οι μύλοι, γατί μας ’κοψαν το ψωμί οι γι- Ευρωπαίοι «φίλοι». (αλεστικά (τα) (ακλ) δαπάνες για το άλεσμα των ελιών, των δημητριακών κλπ).

Αλέτι: Ούλα τα βάρη τση ζωής μπορώ και τα σηκώνω, μόνο τ’ αλέτι με καιντά και με γεμίζει πόνο. Οι υπουργοί κι οι βουλευτές πατήσανε τσοι Νόμους, μα το αλέτι ήπεσε στων πλια φτωχών τσοι ώμους. (αλέτι (το) άδικο). Αλετρουγάρης: Δεν έχομε ανάγκη μπλιο από αλετρουγάρη, γιατί η Μέρκελ άλεστες τσ’ ελιές μας δα μας πάρει. (αλετρουγάρης (ο) εργαζόμενος σε φάμπρικα). Αλευροδόχη: Στην περασά μας το ’στεσε η Τρόικα το βρόχι και πέσαμε, σαν μποντικοί εις την αλευροδόχη. (αλευροδόχη (η) χωνοειδές μεγάλο ξύλινο δοχείο στο οποίο πέφτει το αλεύρι από τον αλευρόμυλο μετά το άλεσμα).

Αλεφουρόκαψα: Σαν την αλεφουρόκαψα με πνίγουνε οι φόροι και μου ’ρχεται να πα χαθώ στα χιονισμέν’ αόρη. (αλεφουρόκαψα (η), ανεφόκαημα (το) αποπνικτική συννεφιά με πολύ υψηλή θερμοκρασία).

Αλιάδα: Φαρμάκια μας ταΐζουνε τ’ αφεντικά αράδα και για ν’ ανοίγει η όρεξη


35

μας δίδουνε αλιάδα». (αλιάδα (η) σκορδαλιά). Αλιγανεύω: Τριάντα χρόνοι σφάλιξαν που όλοι οι κυβερνήτες αλιγανεύουν το λαό ωσάν τζοι φαρμακίτες. (αλιγανεύω αδικώ, σφετερίζομαι). Αλιγανιά: Μ’ αλιγανιές πολλώ λογιώ, όσοι μας κυβερνήσαν, κόψαν τα πόδια του λαού και τον χρεωκοπήσαν. (αλιγανιά (η) αδικία, σφετερισμός). Αλικοντίζω: Την Τρόικα κιανείς, ’δα μπλιό, δεν την αλικοντίζει και την Ελλάδα, ζωντανή, την ξεροτηγανίζει. (αλικοντίζω [αλικοdίζω] εμποδίζω, δυσχεραίνω, δυσκολεύω). Αλικόντισμα: Με τα αλικοντίσματα π’ η Τρόικα μας κάνει, τα καταφέρνει μια χαρά το χρέος μας ν’ αυξάνει». (αλικόντισμα [αλικόdισμα] (το) παρεμπόδιση, δυσχέρεια, δυσκολία). Αλικόρντισμα, Αλικόντισμα: Δε γίνεται ανάπτυξη η κρίση να περάσει και φταίει τ΄ αλικόρντισμα π’ η Τρόικα διατάσσει. (αλικόρντισμα [αλικόdισμα] (το), αλικόντισμα [αλικόdισμα] (το) παρεμπόδιση, δυσχέρεια, δυσκολία).

Αλιμπερτάς: Σ’ αλιμπερτά εζούσανε οι νέοι πριν δυο χρόνια, μ’ εδά τσοι πήρε ο άνεμος και στοι ’ριξε στα χιόνια. (αλιμπερτάς [αλιbερτάς] (ο) ελευθερία, άνεση, ασυδοσία). Αλλαγωγή: Δίχως σταλιά αλλαγωγή μασε φορολογούνε, μ’ οι φίλοι κι οι προστάτες τως χιλιάδες δις χρωστούνε. (αλλαγωγή (η) ευπρέπεια, σωστή συμπεριφορά).


36

Αλλαξοβασιλίκια: Τ’ αλλαξοβασιλίκια μας μπορεί να μασε σώσουν, αν όλοι, απού τσοι παλιούς, κιανένα δε σταυρώσουν». (αλλαξοβασιλίκια (τα) αλλαγή εξουσίας). Αλλαξοσουσουμιάζω: Άμα θωρώ τσοι βουλευτές αλλαξοσουσουμιάζω, γιατί τον καθαένα ντως μ’ απάτες συνταιριάζω. (αλλαξοσουσουμιάζω αλλάζω μορφή). Αλλαξοστρατίζω: Αν αλλαξοστρατίσουνε και φύγουν οι τρακόσοι, τότες η νέα η Βουλή μπορεί να μασε σώσει. (αλλαξοστρατίζω αλλάζω δρόμο, λοξοδρομώ). Αλληλοπρόγονα, Λιμοπρόγονα: Ωσάν τ’ αλληλοπρόγονα μαλώνουν στην Ελλάδα και φταίνε όσοι κάμανε τον πλούτο τζης μπουγάδα. (αλληλοπρόγονα (τα) (ακλ), λιμοπρόγονα (τα) (ακλ) πεινασμένα και επομένως εριστικά προγόνια, δυο άνθρωποι που μαλώνουν συνέχεια επειδή τυγχάνει να είναι παιδιά ενός από τους συζύγους από άλλο γάμο ή εξώγαμα, ετεροθαλή αδέρφια).

Αλτσάκι: Αλτσάκια μασε παίζουνε κεινοιά που κυβερνούνε κι αν και κατέχουν τσ’ αίτιους, σωπούν και δε μιλούνε. (αλτσάκι (το) παιχνίδι). Αλυπησά: Με πείσμα και αλυπησά μασε φορτώνουν φόρους και στσοι σκοπούς που παίζουνε, μας θέλουν πασαδόρους. (αλυπησά (η) αλυπησιά, παντελής έλλειψη οίκτου ή λύπησης). Αλύπητος: Αλύπητοι μας κυβερνούν και δεν τζοι γνοιάζει πράμα μούτε και ότι ο λαός


37

ζει το δικό ντου δράμα. (αλύπητος, -η, -ο αυτός που δεν έχει λύπες, σκληρός, αυτός που δεν λυπάται για τη δυστυχία των άλλων, άσπλαχνος).

Αλωνεμένος: Το στάρι π’ ο φτωχός λαός είχε αλωνεμένο τ’ αρπάξαν και τον άφησαν κουλουκοπεινασμένο. (αλωνεμένος, -η, -ο αλωνισμένος). Αμάθα: Αμάθες μασε στρώσανε κεινοιά που τσοι ψηφούμε και μασε θέσαν πάνω ντως και πώς δα σηκωθούμε! (αμάθα (η) αγκάθι). Αμανέτι, Αμανάτι: Χωρίς να το κατέχομε μας βάλαν αμανέτι κι άμα μας βρήκαν μπόχικους μας πάτησαν στον μπέτη. (αμανέτι, (το) αμανάτι (το) ενέχυρο). Αμάσηστος: Άμα δα βρω καλό φαΐ, αμάσηστο το τρώγω, για άμα το δει η Τρόικα δα μου το φάει ντελόγο. (αμάσηστος, -η, -ο αμάσητος). Αμασκάλιασμα, Αγκάλιασμα: Ψεύτικα αμασκαλιάσματα η Τρόικα μας κάνει και θέλει να πλερώνομε και μασε καλοπιάνει. (αμασκάλιασμα (το), αγκάλιασμα (το) εναγκαλισμός). Αμεταγιάγερτος: Αμεταγιάγερτο μυαλό έχουν τ’ αφεντικά μας κι έχουνε όξω τα λεφτά και ζουν απ’ τα δικά μας. (αμεταγιάγερτος, -η, -ο αμετανόητος, αυτός που έχει αγύριστο κεφάλι, αυτός που δεν αντεπιστρέφει.

Αμετάερτος: Πρέπει, στον αμετάερτο, άμα ο λαός ψηφίσει, να πέψει όλους τσοι παλιούς


38

και άλλους να τιμήσει. (αμετάερτος, -η, -ο αυτός που δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ). Αμέτι μουχαμέτι: Οι βουλευτές μας το ’χουνε αμέτι μουχαμέτι, κι άμα αδικείται ο λαός ποτέ δε βάνουν μπέτη. (αμέτι μουχαμέτι (ξλ) στόχος, σκοπός). Αμιργιαλής: Αμιργιαλήδες έχομε άμα δεν έχει κύμα, μ’ άμα φουσκώνει η θάλασσα μας οδηγούν στο μνήμα. (αμιργιαλής (ο) πλοηγός). Αμμούτσα: Σ’ αμμούτσες και χωρίς πηλό εχτίσαμε παλάθια και μας τα πήρε ο άνεμος και τα ’καμε κομμάθια. (αμμούτσα (η) έδαφος καλυμμένο από άμμο). Άμοιαστος: Άμοιαστο τρόπο διάλεξαν να μασε κυβερνούνε, αφού, για την ανάπτυξη, καθόλου δε μιλούνε. (άμοιαστος, -η, -ο αταίριαστος, απρεπής). Αμόντες: Αμόντες πάνε του λαού οι κόποι κι οι θυσίες, γιατί, αυτοί που κυβερνούν κάνουν ανοησίες. (αμόντες (επ) άδικα, ανώφελα). Άμοχρα: Άμοχρα πάν να δείξουνε όσοι μας κυβερνούνε, πως τάξε γνοιάζουνται για μας, γιατί μας αγαπούνε. (άμοχρα (επ) τρυφερά, ευαίσθητα, ευάλωτα). Άμοχρος: Άμοχρος είν’ ο αρχηγός, που κάνει όσα λέει κι όι κειοσάς ο φωνακλάς, που λέει και ξελέει. (άμοχρος, -η, -ο τρυφερός, αγνός, ευάλωτος).


39

Άμπα: Άμπα πλερώνει ο λαός τσι μίζες και τα λάθη, μα σάικα κι άλλα κακά του μέλλεται να πάθει. (άμπα (ετ) μετρητοίς). Αμπασιαδόρος: Αμπασιαδόρους πέψανε οι «φίλοι» στην Αθήνα, για να μας πουν πόσα ευρώ δα δίδομε το μήνα. (αμπασιαδόρος, -α απεσταλμένος). Αμπαστάδα: Δεν καλλιμέντεψε κιανείς μόνο με αμπαστάδες, γιατ’ η ζωή ’ναι δύσκολη κι όλο ανεβολάδες (ανηφοριές). Οι φόροι, στη φτωχολογιά, μοιάζουν με αμπαστάδες, αν δεν κινήσει ανάπτυξη δεν κάνομε παράδες. (αμπαστάδα [αbαστάδα] (η) μικροδουλειά). Αμπασωπός: Αμπασωπή ’ναι, μια ζωή, η μηχανή τση Χώρας, γι’ αυτό και τση κολλήσανε επίθετο τση ψώρας, (Ψωροκώσταινα). (αμπασωπός [αbασωπός], -ή, -ό αργός, αργοκίνητος). Αμπελοχώραφα: Λίγα αμπελοχώραφα, έχω, μα με την κρίση, θα ’ρθει το κράτος το «σοφό» να με φορολογήσει. Και τα αμπελοχώραφα δα τα φορολογήσουν κι ακόμη και τ’ Αρχαία μας σκέφτουνται να πουλήσουν». (αμπελοχώραφα [αbελοχώραφα] (τα) (ακλ) αμπέλια και χωράφια μαζί, ολόκληρη η αγροτική περιουσία).

Αμπέργωτος: Αμπέργωτους, η Τρόικα, αφήνει τσοι «μεγάλους», μα τση αρέσει, τσοι μικιούς,


40

να τσοι πατεί στσοι κάλους. (αμπέργωτος, -η, -ο αυτός που δεν έχει πληγωθεί από αγκάθια). Αμπιστιά, Καπλοδέτης: Και αμπιστιά μας βάλανε και δέσαν το σωμάρι και βάλανε την Τρόικα Αγά και καβαλάρη. (αμπιστιά (η) [αbιστιά], καπλοδέτης (ο) ιμάντας, που στερεώνεται το σαμάρι στο πίσω μέρος του ζώου).

Αμπολέτα: Οι «φίλοι» μας τση Τρόικας μας κυβερνούνε ντρέτα και πίνουνε το αίμα μας, αργά, με αμπολέτα! (αμπολέτα [αbολέτα] (η) θήλαστρο). Αμπολιάρικος: Ο «φίλοι» μας τση Τρόικας μας στρώσαν το γιατάκι, και δείχνουν απολιάρικοι, μα μας κερνούν φαρμάκι. (αμπολιάρικος [αbολιάρικος], -η, -ο αγαπημένος, προσφιλής). Αμπουντάλα: Χρεώθηκε η Χώρα μας ωσάν την αμπουντάλα, κι ήρθαν εδά οι «φίλοι» μας και τρων με την κουτάλα. (αμπουντάλα (αbουdάλα) (η) βλάκας, χαζός). Αμπούντας: Τσ’ αμπούντες κάνουν στη Βουλή, άμα το λέει το κόμμα, και, για την ασυλία ντως, έχουν κλειστό το στόμα. (αμπούντας [αbούdας] (ο) βλάκας). Αμπούρνιακας: Αμπούρνιακες μας βάλανε για στρώμα στο κρεβάτι κι είμαστε, σ’ όλο το κορμί, λαβωμαθιές γεμάτοι. (αμπούρνιακας [αbούρνιακας] (ο) είδος ακανθώδους θάμνου με μαύρες ακίδες).

Αμπωξιά, Αμπωθιά: Τ’ «αφεντικά» μάς παίξανε μια αμπωξιά μεγάλη και πέσαμε στον εγκρεμό


41

και ποιος δα μασε βγάλει! (αμπωξιά (η), αμπωθιά (η) σπρώξιμο, απότομη ώθηση). Αναβολιάζω, Λαζαρώνω: Σαν να μας αναβόλιασαν με τα πολλά χαράτσα και μασε κοπανίζουνε με πέτσινα κριμπάτσα. (αναβολιάζω, λαζαρώνω σαβανώνω). Αναγαλιά: Σ’ αναγαλιά, ο Έλληνας δεν το θωρώ να ζήσει, κι ούτε ποτέ ντου, αποδά, δε δα γλυκοσαλίσει. (αναγαλιά (η) γαλήνη, ησυχία). Αναγέρνω: Όσοι μας αναγέρνουνε ψόμα με την αλήθεια, μοιάζουν σαν να μας πλάθουνε δικά ντως παραμύθια. (αναγέρνω ανακατεύω, αναμιγνύω). Αναγορίζω: Αναγορίζουν οι φτωχοί όσους τσοι κυβερνούνε, γιατί ’ναι κείνοι η αφορμή που σήμερο πεινούνε. (αναγορίζω κατηγορώ κάποιον για τις πράξεις του). Αναγυρισμένος, Γνωριστός: Πολλοί «αφέντες» μάς πουλούν τσοι αναγυρισμένους, μα ο λαός, τσοι πλια πολλούς τσ’ έχει αφορεσμένους. (αναγυρισμένος, -η, -ο, γνωριστός, -ή, -ό περιφανής, σπουδαίος, ξακουστός).

Ανάδια: Ανάδια μασε σπρώξανε απ’ τσοι καλούς τσοι δρόμους, αυτοί που μας εβάλανε τσοι ξένους κλερονόμους. (ανάδια (επ) απέναντι). Αναδουλειά: Αναδουλειές μάς φέρανε οι δημοσιογράφοι και παίζει με τον πόνο μας


42

ούλο ντως το σινάφι. Η πείνα κι η αναδουλειά μας τρώνε κάθα μέρα κι ετσά που πάει δε δα ’ρθει ποτέ τζης άσπρη μέρα. Αναδουλειά τσ’ αναδουλειάς και άδικες θυσίες θυμίζουνε μνημόσυνα κι απλές κεροδοσίες. Μας πρόδωσαν οι άρχοντες απού μας κυβερνούνε και μέσα στην αναδουλειά το αίμα μας ρουφούνε. Μας πρόδωσαν οι άρχοντες απού μας κυβερνούνε και μέσα στην αναδουλειά, αυτοί καλά περνούνε Μας πρόδωσαν οι άρχοντες απού μας κυβερνούνε και μέσα στην αναδουλειά μασε φορολογούνε. (αναδουλειά (η) έλλειψη εργασίας, ανεργία). Αναζένω, Ανεντρανίζω: Δε δ’ αναζάνει ο λαός σ’ αυτή την έρμη Χώρα και δε δα ξαναδεί ’δα μλιο γεμάτη τη μοσόρα. (αναζένω, ανεντρανίζω [ανεdρανίζω] υψώνω τα μάτια, συνέρχομαι, επανακτώ τις δυνάμεις μου, ανασηκώνομαι).

Αναθυμίζομαι: Αναθυμίζομαι σαφί τα χρόνια του σαράντα, μα τοτεσάς επείνανε μαζί μας ούλ’ η τάντα!. (αναθυμίζομαι ξαναθυμάμαι κάτι που προσωρινά το είχα ξεχασμένο). Αναθυμίζω: Αναθυμίζω τα παλιά που ξώμενα στο δώμα, μα δε μας παίρναν, τοτεσάς και τη μπουκιά απ’ το στόμα. (αναθυμίζω ξαναθυμάμαι, ξαναφέρνω στη μνήμη μου). Ανακατερός, Ανεκατερός: Χάδια και κατακεφαλιές, όσοι μας κυβερνούνε,


43

τα κάνουν ανεκατερά κι εμείς απλά πεινούμε!. (ανακατερός, -ή, -ό, ανεκατερός, -ή, -ό ανάμικτος). Ανακουφώνω: Δε δα ανακουφώσομε, όπως μασε λαλούνε οι Ευρωπαίοι φίλοι μας κι όσοι μας κυβερνούνε. (ανακουφώνω ανασηκώνομαι). Αναλέγω, Ανελέγω: Ο Γιώργος, άμα πόγραψε (το μνημόνιο) δε διάβασε ούτε λέξη, και μόλαρε όλο το σκοινί και ποιος δα τ’ αναλέξει! (αναλέγω, ανελέγω τυλίγω, μαζεύω, το απλωμένο σκοινί). Ανάλεμα: Ούλοι τη Χώρα τουτηνιέ τηνε κατηγορούνε κι ας έχουν το ανάλεμα όσοι την αδικούνε. (ανάλεμα (το) ανάθεμα). Αναλουσά: Απ’ την πολλή αναλουσά γεμίσαμε με ψύλλους και μάθαμε πως πουθενά δεν έχομε μπλιο φίλους. (αναλουσά (η) έλλειψη καθαριότητας στο κεφάλι, άλουστο κεφάλι). Αναλώνω: Μεσσία αναλώναμε, για να μασε γλυτώσει, μα δεν ευρέθη άθρωπος τη χέρα να μας δώσει. (αναλώνω ψάχνω). Αναντινός: Αναντινοί μας άρμεγαν εδά τριάντα χρόνους και φόρτωσαν τσοι νώμους μας με βάσανα και πόνους. (αναντινός, -ή, -ό ενάντιος, αντίθετος). Αναπαγή: Μ’ αναπαγή, ο Έλληνας, δύσκολο μπλιο να ζήσει κι εκειά που τονε φέρανε,


44

στην ψάθα δα ψοφήσει. (αναπαγή (η) ηρεμία, γαλήνη, ξεγνοιασιά, ανάπαυση). Αναπαή, Ανεπαή: Ανεπαή ο Έλληνας δεν πρόκεται να πάρει, γιατί ποτέ η Τρόικα δεν κάνει τέθοια χάρη. (αναπαή (η), ανεπαή (η) ανάσα, αναπνοή). Αναπαθιώ: Αναπαθιούν ( ή κυκλοφορούν) οι φίλοι μας μέσα στα γονικά μας και γίναμε εμείς λαγοί κι αυτοί λαγωνικά μας. (αναπαθιώ κυκλοφορώ προκλητικά, χωρίς να έχω το δικαίωμα, μέσα σε ξένη ιδιοκτησία).

Αναπαμένος: Αναπαμένους, εδά μπλιο, δεν έχει τούτη η Χώρα και θα ’ναι όλη έρημη, άμα περάσει η μπόρα. (αναπαμένος, -η, -ο αναπαυμένος, ησυχασμένος, ξεκούραστος). Αναπλέκομαι: Μουγκρίζω κι αναπλέκομαι κάθα στιγμή και ώρα, ’πο τοτεσάς που ξέσπασε τση Τρόικας η μπόρα. (αναπλέκομαι τραβώ, βγάζω τα μαλλιά μου ΅ σε στιγμές πένθους ή ξαφνικής συμφοράς ή απογοήτευσης).

Αναπλεμένος: Αναπλεμένος αγλακώ και δε θωρώ πού πάω και ανημένω για να δω ποια άλλη μπατσά δα φάω, από κειουσάς που κυβερνούν την έρμη μας πατρίδα, π’ εδά και χρόνια και καιρούς χάσανε την πυξίδα. (αναπλεμένος, -η, -ο αυτός που έχει ξέπλεκα, αχτένιστα μαλλιά. Ανάπληστος: Ανάπληστοι μας κυβερνούν εδά τριάντα χρόνια, μα τα λεφτά τα φάγανε τ’ άπιαστα χελιδόνια!. (ανάπληστος, -η, -ο λαίμαργος, αχόρταγος).


45

Αναποδαρά, Ανεποδαρά: Καινούργιες ανεποδαρές μας παίζουν κάθα ώρα, γιατί το θέλει η Τρόικα που αγαπά τη Χώρα! (αναποδαρά (η), ανεποδαρά (η) κλοτσιά). Αναραφτερός: Ζηθιάνοι κι αναραφτεροί θε να γενούμε όλοι κι η Τρόικα, από χαρά, δα παίζει το θιαμπόλι. (Θιαμπόλι φλογέρα). (αναραφτερός, -ή, -ό μπαλωμένος). Ανάραχο: Τ’ ανάραχό μας ήτανε να γίνομε τσανάκια γή επειδής οι άσπιλοι γεμίσαν τα τσεπάκια;. (ανάραχο (το) τυχερό, πεπρωμένο). Αναριπές: Μ’ εναριπές ταιργιάζουνε οι χίλιοι τόσοι φόροι, απού μασε φορτώνουνε οι αφέντες μας κοκόροι!. (αναριπές (οι) (ακλ) επαναλαμβανόμενες ριπές, (μτφ) συνεχώς επαναλαμβανόμενα φυσήματα του ανέμου).

Αναστεναμένος: Ο κακομοίρης ο λαός είν’ αναστεναμένος, γιατί τον κατακλέφτουνε και βγαίνει χρεωμένος. (αναστεναμένος, -η, -ο καημένος, ταλαίπωρος, πικραμένος, καταραμένος). Ανατυλιγαδιάζω: Άμα πομένω μοναχός ανατυλιγαδιάζω και ξεμετρώ τ’ αφεντικά κι ευθύνες τους μοιράζω. (ανατυλιγαδιάζω επαναφέρω στο μυαλό μου, θυμούμαι κάτι που το θεωρούσα ξεχασμένο).

Αναυγιάζει: Δεν πρόκεται στη Χώρα μας ποτέ να αναυγιάσει, μα κι ο λαός τσ’ αφέντες του ποτέ δε δα ξεχάσει! (αναυγιάζει (ρτ) τελειώνουν οι συννεφιές


46 της άνοιξης και αρχίζει το καλοκαίρι).

Αναφεγγιά: Αναφεγγιά η Χώρα μας προσμένει στο σκοτίδι, μα ’χει σαφί ανέφαλα κι ήλιος ποτέ δε δίδει. (αναφεγγιά (η) λάμψη, αστραπή). Αναχουμώ: Αναχουμώ τα χρέη μας κι όσο τα λογαργιάζω, με μίζες και με τσι κλεψές σωστά τα συνταιργιάζω. (αναχουμώ ανακατεύω). Αναχουρδεύω: Αναχουρδεύει ο λαός κι όλο ζητά να μάθει, αν τα λεφτά, που φάγανε, ήταν δικά του λάθη!. (αναχουρδεύω ανακατεύω, ανακινώ). Αναψηφώ: Αναψηφώ τ’ αφεντικά απού μας κυβερνούνε και κάνω τάμα στο Θεό να φύγουν να χαθούνε!. αναψηφώ αψηφώ, δε λογαριάζω, δεν υπολογίζω κάτι ή κάποιον. Ανεβοκατεβάζω: Τσ’ ανίκανους που κυβερνούν ανεβοκατεβάζω κι άμα τσοι δω στον ύπνο μου φοβούμαι και τρομάζω. (ανεβοκατεβάζω ανεβάζω και κατεβάζω, κατονομάζω, διασύρω). Ανεβολάδα: Σ’ ανεβολάδες δύσβατες μάς φέρανε οι φίλοι και μας ανάψανε νωρίς του τάφου το καντήλι. (ανεβολάδα (η) ανηφοριά). Ανεβουλιστά: Με πείσμα κι ανεβοτλιστά οι φίλοι μας οι Γάλλοι, για να μη στομαχιάζομε, μας πήραν το κουτάλι. (ανεβουλιστά (επ) αναγκαστικά, ακούσια, χωρίς τη θέληση).


47

Ανεγέρνω: Όσοι μάς ανεγέρνουνε τσι πράξες με τα λόγια, πατώντας στην κατίνα μας σηκώνουνται δυο μπόγια. (ανεγέρνω ανακατεύω, αναμιγνύω). Ανέγκαση: Ανέγκαση αισθάνομαι άμα γροικώ να λένε πως οι σωτήρες τση Βουλής καθόλου δε μας φταίνε. (ανέγκαση (η) θυμός). Ανέγνοιος: Ανέγνοιος δείχνει ο λαός στση Τρόικας τα βάρη, μα γλήγορα δε δα μπορεί το νου να κουμαντάρει και δα σηκώσει κεφαλή με πείσμα και με θάρρος και δα ορμήξει σαν θεργιό και όποιον πάρει ο Χάρος!. (ανέγνοιος, -α, -ο ξένοιαστος). Ανεγνωριά: Μ’ ανεγνωριά οι Γερμανοί παν να μας καταπιούνε και κάνουν πως ξεχάσανε όσα μασε χρωστούνε. (ανεγνωριά (η) αγνωμοσύνη, μη αναγνώριση). Ανέγνωρος: Ανέγνωρο ποδώκανε οι αφέντες το λαό μας και μασε λένε και ψευθιές πως θένε το καλό μας! (ανέγνωρος, -η, -ο αγνώριστος, παραμορφωμένος, κακοποιημένος). Ανεγογγύζω: Με τα χαράτσα τα πολλά ανεγογγίζομ’ όλοι, γιατί γυρεύγουνε λεφτά απ’ άδειο πορτοφόλι. (ανεγογγύζω γογγύζω, δυστροπώ). Ανεγουλητό: Με πιάνει ανεγουλητό σαν δω τσοι βουλευτάδες, γιατί αυτοί μας βάλανε


48

στη μύτη τσοι χαλκάδες. Με πιάνει ανεγουλητό ντροπή και υστερία, άμα σκεφτώ τω βουλευτώ την έρμη ασυλία. Με πιάνει ανεγουλητό κι η σκέψη μου θολώνει άμα σκεφτώ πως η Βουλή ούλους τσοι αθωώνει κι είν’ ούλοι ντως αμόλυντοι χωρίς κιαμιά κακία, μα και λεφτά δεν έχουνε κιανείς στην Ελβετία!. (ανεγουλητό (το) αναγούλα, στομαχικό ανακάτεμα, τάση για εμετό). Ανεγουλιά: Άμα θωρώ τσοι βουλευτές ανεγουλιά με πιάνει, γιατί αυτοί μας κάμανε σ’ ούλη τη γης μπεγιάνι. (ανεγουλιά (η) αναγούλα, στομαχικό ανακάτεμα, τάση για εμετό). Ανεκαμπανίζω: Τα λόγια των αρχόντων μας τα ανεκαμπανίζω, μα είν’ ανάντια στο λαό και τα απογυρίζω. (ανεκαμπανίζω [ανεκαbανίζω] προσπαθώ να ζυγίσω, κρατώντας στα δυο μου χέρια, δυο περίπου ισοβαρή αντικείμενα, προσπαθώντας να διακρίνω ποιο είναι βαρύτερο).

Ανεκερκέλωμα: Μόνο τ’ ανεκερκέλωμα μπορεί να μας γλυτώσει και τη χαημένη μας χαρά να μας την ξαναδώσει. (ανεκερκέλωμα (το) ξεσησωμός, ανακάτεμα, διαταραχή, επαναφορά στο προσκήνιο ξεχασμένων γεγονότων).

Ανεκέρωμα: Μεγάλο ανεκέρωμα παθαίνω σαν θυμούμαι με πόση τρέλα τρέχαμε στσι κάλπες να ψηφούμε!. (ανεκέρωμα (το) αναγούλιασμα, τάση για εμετό με παράλληλο χλόμιασμα).

Ανέκοπα: Ανέκοπα βγάνουν λεφτά όσοι μας κυβερνούνε,


49

μα τσοι φτωχούς τσοι βάλανε νηστεία και πεινούνε. (ανέκοπα (επ) χωρίς κόπο, εύκολα). Ανελέγομαι, Αναλέγομαι: Μ’ απάτες αναλέγουνται κεινιά που κυβερνούνε κι άμα καβαλικέψουνε τα πόδια ντως κουνούνε. (ανελέγομαι, αναλέγομαι αναρριχώμαι, ανεβαίνω). Ανελεήμονα: Σκληρά κι ανελεήμονα, όσοι μας κυβερνούνε, μας πίνουνε το αίμα μας, γιατί μας αγαπούνε!. (ανελεήμονα (επ) ανελέητα). Ανέλπιδος: Ανέλπιδος είν’ ο λαός και δα τα γκαγκαρώσει, γιατ’ οι κλεψές ήταν πολλές και πώς δα τσι ξεχρώσει! (ανέλπιδος, -η, -ο αυτός που δεν έχει καμιά ελπίδα, απεγνωσμένος). Ανέλωμα: Μαγάρι να ’βανε ο λαός όση του λείπει γνώση και με μεγάλο ανέλωμα τσοι φόρους να πλερώσει! (ανέλωμα (το) εξέγερση, επαναστατική προετοιμασία). Ανεμαζωμένος: Ούλοι οι φωστήρες, στη Βουλή είν’ ανεμαζωμένοι και την Ελλάδα μπιρ παρά την έχουν πουλημένη. (ανεμαζωμένος, -η, -ο αυτός που έχει επιστρέψει από διασκέδαση, ασωτία, ξενύχτι, αυτοσυγκεντρωμένος, τιθασευμένος, συναθροισμένος).

Ανεμανταλιά: Με μίζες κι ανεμανταλιές κυβέρνηση δε βγαίνει και με ματζούνια μαγικά κιαμιά πληγή δε γιένει. (ανεμανταλιά (η) απερισκεψία απασχόληση, εργασία άσκοπη και χωρίς κανένα όφελος).

Ανεμιγή: Μόνο με μια ανεμιγή


50

μπορούμε να σωθούμε και τον μπαμπούλα του ευρώ να τον ξεφορτωθούμε. (ανεμιγή (η) ξεσηκωμός, ανεμοζάλη, θύελλα). Ανεμική: Ανεμική μας έπιασε απ’ τα πολλά χαράτσα κι είναι σαν να μας δέρνουνε σαράντα δυο κριμπάτσα. (ανεμική (η) θύελλα, ανεμοζάλη). Ανεμοκρότι: Τ’ ανεμοκρότι που γροικώ δεν είναι φαντασία, είναι το άχι του λαού και η απελπισία. (ανεμοκρότι (το) ήχος πνέοντος ανέμου). Ανεμοκυκλίζω: Μας ανεμοκυκλίσανε η Τρόικα κι οι φίλοι και λέμε, σαν την αλεπού, άγουρο το σταφύλι. (ανεμοκυκλίζω επιτίθεμαι, αιφνιδιάζω, παρενοχλώ, καταπιέζω). Ανεμοκύλη: Σ’ ανεμοκύλη ήπεσε παλιών σοφών η Χώρα, κι άμα μιλούνε ’δα γι’ αυτή, πέφτει το γέλιο ψώρα! (ανεμοκύλη (η) ανεμοστρόβιλος). Ανεμόλογα: Φαμφάρες κι ανεμόλογα γροικούμε κάθα μέρα και τα γροικά κι η Τρόικα και παίρνει ο νους τση αέρα. (ανεμόλογα (τα) (ακλ) ανόητα και βλακώδη λόγια). Ανεμομάζωμα: Μ’ ανεμομάζωμα θαρρούν, όσοι μας κυβερνούνε, πως την Ελλάδα γλήγορα λεύτερη δα τη δούνε. (ανεμομάζωμα (το) αυτό που αποκτάται άδικα με παράνομο ή ανήθικο τρόπο).

Ανεμούνταλος: Σε ανεμούνταλο λαό θαρρούνε πως μιλούνε


51

όσοι σκληρά κι αλύπητα στον μπέτη τον χτυπούνε, μα δα το μετανιώσουνε, αν ο λαός ξυπνήσει, που τοτεσάς κιανένα ντως λεύτερο δε δ’ αφήσει. (ανεμούνταλος, -η, -ο απερίσκεπτος, χαζός, ανοικοκύρευτος). Ανεμουταλιά: Χιλιάδες ανεμουταλιές κάνουν τ’ αφεντικά μας και μας ζητούνε τρεις βολές τα εισοδήματά μας, και δε δουλεύγει κιαολιάς η ούργια κεφαλή ντως και δε θωρούν πως σπέρνουνε Σειρήνες στην αυλή ντως. (ανεμουταλιά (η) απερισκεψία, απασχόληση δίχως νόημα). Ανεμούταλος: Μόνο οι ανεμούταλοι ψηφίζουν τέθοιους Νόμους, που κάνουνε, στα σπίθια μας, τσοι ξένους κλερονόμους. ανεμούταλος, -η, -ο ανοικοκύρευτος, απερίσκεπτος). Ανεμουχίζω: Ανεχουμίζω για να βρω ποιος δαίμονας μας φταίει και βούλιαξε η Χώρα μας ’σαμε τ’ αφθιά στα χρέη, κι αφού δε βρίσκω εύκολα ποια είναι η αιτία, σάικα τσ’ αφεντάδες μας βαραίνει η αμαρτία. (ανεμουχίζω ανακατεύω). Ανεμπαίζω: Μας ανεμπαίζουν φανερά όσοι μας κυβερνούνε και στον καθένα μηχανή δα βάλουν να μετρούνε πόσο αέρα καταλεί και πόσο πιάνει χώρο, να τα κοστολογήσουνε τεκμήρια για φόρο. (ανεμπαίζω περιπαίζω). Ανεμπαίχνιδο:


52

Μ’ απάτες κι ανεμπαίχιδα, ούλοι οι πολιτικοί μας, μας ξέζωσαν και βάλανε καβρούς μες στο βρακί μας! (ανεμπαίχνιδο [ανεbαίχνιδο] (το) κοροϊδία, εξαπάτηση. Ανεπαή, Αναπαή: Χαράτσι στην αναπαή δε βάλανε ακόμη, μα σάικα το γράφουνε τση Τρόικας οι Νόμοι. (ανεπαή (η), αναπαή (η) ανάσα, αναπνοή). Ανέπλωρα: Ανέπλωρα μας πήγαιναν εδά τριάντα χρόνια και μας καταχρεώσανε, εμάς, παιδιά κι αγγόνια. (ανέπλωρα (επ) αντίθετα της πλώρης). Ανερώτημα: Γροικάτε τ’ ανερώτημα, εσείς που κυβερνάτε, είντα σας φταίει ο λαός και τονε τυραννάτε; και πείτε μας ποιος δηλαδή ήφαε τα λεφτά μας, κιανείς μπαμπούλας, σας ρωτώ, γή τα φαντάσματά μας; (ανερώτημα (το) ερώτηση). Ανερωτίδια: Μ’ ανερωτίδια, ο λαός, σασε παραπονάται, μα δε γροικάτε κιαολιάς εσείς που κυβερνάτε και κάνετε σε βάρος του εγκλήματα μεγάλα και όι σ’ όσους φάγανε λεφτά με την κουτάλα. (ανερωτίδια (τα) (ακλ) επίμονες επανειλημμένες ερωτήσεις). Ανεσλήμονα: Οι φταίχτες ανελήσμονα μας πίνουνε το αίμα κι ό,τι μας τάσσουνε καλό, πιοστεύγω είναι ψέμα. (ανεσλήμονα (επ) ανελέητα). Ανέστεμα:


53

Ανέστεμα στο στάδιο που ήφταξε η πατρίδα, ρίχνω και ρίχνω τα χαρθιά, μ’ ακόμη δεν το είδα. (ανέστεμα (το) νοικοκυριό). Ανέσφιγγα: Ανέσφιγγα, σιγά σιγά μας βάνουν την αγχόνη και δα τραβήξουν το σκοινί σ’ αυτόν που δεν πλερώνει τα πρόστιμα που βάνουνε σε όσους μας δε φταίνε και δεν τζοι γνοιάζει που πονούν, σπαράζουνε και κλαίνε. (ανέσφιγγα (επ) όχι πολύ σφικτά, χαλαρά). Ανέταξη:. Δεν ανημένω ανέταξη το κράτος να μου δώσει, γιατί ’ναι να το κλαίει κιανείς, ετσά που ’χει ποδώσει. (ανέταξη (η) ντάντεμα, περιποίηση, φροντίδα). Ανετσουτσούλωμα: Μικιό ανετσουτσούλωμα μας κάνει κάθε δόση, μα οπουγιάς, η Τρόικα, δε δα μας ξαναδώσει. (ανετσουτσούλωμα (το) επανάκαμψη, βελτίωση, αυτοδυναμία). Ανετσουτσουλώνω: Κοιμούμαι και νειρεύγομαι και ανετσουτσουλώνω, μ’ άμα θωρώ την Τρόικα, νιώθω στον μπέτη πόνο. (ανετσουτσουλώνω επανακάμπτω, βελτιώνομαι, στηρίζομαι στα πόδια μου).

Ανεφαλιάζω: Ανεφαλιάζει ο ουρανός σε ούλη την Ελλάδα και δε δα ξανανάψει μπλιο τση λευτεργιάς η δάδα. (ανεφαλιάζω συννεφιάζω). Ανεφοισίδι, ξεφλοισίδι: Ανεφοισίδια υπουργών είν’ οι παραφαγάδες


54

και καταπίνουν μυστικά και κατουρούν παράδες! (ανεφοισίδι (το) ξεφλοισίδι (το) παρασιτικός βλαστός). Ανεφωνάρι: Άμα θωρώ πολιτικούς σέρνω ανεφωνάρι, και νιώθω, στην κατίνα μου, σαν να ’πεσε γκωνάρι. (ανεφωνάρι (το) λυγμός, σπαραγμός). Ανεχετζώνω: Δεν αναχέτζωσε κιανείς απ’ όσους κυβερνούνε και μπιρ παρά, στσοι δανειστές, τη Χώρα μας πουλούνε. (ανεχετζώνω ανθίσταμαι, αγριεύω, εκνευρίζομαι, αντεπιτίθεμαι). Ανέχυμα: Ανέχυμα, από παλιά, ήθελε τούτη η Χώρα, μ’ εδά που το σκεφτήκανε έχει περάσει η ώρα. (ανέχυμα (το) εργασία επιφανειακού οργώματος ή σκαψίματος ενός αγρού προκειμένου να εκριζωθούν τα ζιζάνια).

Ανηβουλής: Ανηβουλής μάς βάλανε οι φίλοι το σωμάρι και δα μας βάλουν γλήγορα στο στόμα χαλινάρι, α δεν απαγορέψομε να μασε λέν κοπρίτη και τσοι παλιούς πολιτικούς να πέψομε στο σπίτι. (ανηβουλής (επ) αυθαίρετα, χωρίς τη συναίνεση, τη θέληση ή την άδεια). Ανήλιαγος: Το χαζοκούτι ανήλιαγες μας προμηνά τσι μέρες και ξεχειλίζει το γυαλί αντάρες και φοβέρες. (ανήλιαγος, -η, -ο ανήλιος). Ανημπορεύγω: Ανημπορέψαν το λαό αυτοί που μας προδώσαν, γιατί μασε χρεώσανε τα άπιαστοι τσακώσαν! (ανημπορεύγω χάνω τις δυνάμεις μου, εξασθενώ, γίνομαι ανήμπορος).


55

Ανθιώ: Οφέτος δε θωρώ ν’ ανθιούν λουλούδια στα βουνά μας, γιατί τα μάραναν κι αυτά τα χίλια βάσανά μας. (ανθιώ ανθίζω). Ανίσως: Ανίσως και γλυτώσομε απ’ τη χρεωκοπία, δα πρέπει απ’ το χάρτη μας να σβήσει η ασυλία, γιατί αν την αφήσομε δα μας ξαναχρεώσει και τοτεσάς δε δα βρεθεί κιανείς να μασε σώσει. (ανίσως (συν) αν τυχόν). Άνοιγος: Άνοιγα ’φήσαν τα χαρθιά αυτοί που μας χρεώσαν και φώνιαξαν την Τρόικα και μασε παραδώσαν. (άνοιγος, -η, -ο αυτός που δεν έχει ανοίξει, που δεν ανοίγει, κλειστός). Ανοιγοχάρτισσα: Σε μια ανοιγοχάρτισσα πήα να ξερωτήξω πόσα ακόμη βάσανα μου μέλλει να τραβήξω και μου ’πενε ξεκάθαρα δίχως να τα μασήσει, πως δα με τρώνε βάσανα σε ούλη μου τη ζήση, εχτός κι αν στσ’ άλλες εκλογές έχει ο λαός ξυπνήσει και τσοι παλιούς πολιτικούς απού το χάρτη σβήσει. (ανοιγοχάρτισσα (η) χαρτομάντισσα). Ανοιχτομάτης: Ανοιχτομάτες κι έξυπνοι μας κυβερνούνε χρόνια, μα μασε καταντήσανε με τρύπια παντελόνια. (ανοιχτομάτης, -α, -ικο έξυπνος, πανούργος). Ανοιχτοχέρης: Ανοιχτοχέρη υπουργό


56

δεν έχει η γι- Ελλάδα κι ούτε κιανείς με τα λεφτά δεν ήκαμε μπουγάδα! (ανοιχτοχέρης, -α χουβαρντάς, σπάταλος). Ανοστιά, Ανοσθιά: Για μένα είναι ανοστιές άμα γροικώ και λένε, ότι για την κατάντια μας οι υπουργοί δε φταίνε!. (ανοστιά (η), ανοσθιά (η) αηδιαστική ουσία, άσκημα και ανούσια λόγια ή πράξη).

Ανουκατίζω: Ανουκατίζω τα χαρθιά, για το κατάντημά μας και βρίσκω πως οι άρχοντες προδώσαν τ’ όνομά μας. (ανουκατίζω ανακατώνω, αναδεύω, αναποδογυρίζω). Ανουργητό: Παντού γροικάται ανουργητό σε ούλη την Ελλάδα, για δεν αφήνει η Τρόικα να δούμε φωτεράδα. (ανουργητό (το) κλάμα με αναφιλητά, ουρλιαχτό). Ανταγιάντιστος: Χαράτσα ανταγιάντιστα μας βάνουν κάθα μέρα, μα με χαράτσα μοναχά, δεν έχομε γλυτέρα. (ανταγιάντιστος [αdαγιάντιστος], -η, -ο αυτός που δεν υποφέρεται (πόνος, καημός, στενοχώρια, λύπη κλπ)).

Αντάρα: Αντάρες, πίκρες και καημούς, αυτοί που κυβερνούνε, μας γέμισαν, και ύστερα κάνουν πως μας πονούνε!. (αντάρα [αdάρα] (η) ομίχλη, απόβαρο). Ανταροφορεμένος: Η Τρόικα βγάνει λεφτά απού τσ’ απελπισμένους, μα τση αρέσει να θωρεί κι ανταροφορεμένους. (ανταροφορεμένος, -η, -ο αυτός που είναι καλυμμένος από πυκνή ομίχλη). Ανταροφορώ: Οι μέρες ανταροφορούν


57

και πουθενά δε λιάζει και στην Ελλάδα το λαό τον τρώει το μαράζι και δε γατέχει κιαολιάς πόσα πρέπει να δώσει, μπας και σκορπίσει η καταχνιά να ξαναξημερώσει. (ανταροφορώ είμαι καλυμμένος από ομίχλη). Αντέθια: Αντέθια έχουνε κεινιά απού μας κυβερνούνε σε κάθα δέκα τέρμενα να μας χρεοκοπούνε. (αντέθια (τα) έξεις, συνήθειες, ιδιοτροπίες). Αντεργιά: Μας βγάλανε την αντεργιά κι ετσά μπλιο δεν πεινούμε κι ούτε φαΐ ούτε ψωμί δεν τως ξαναζητούμε. (αντεργιά [αdεργιά] (η) το σύνολο των εντέρων ενός ζώου). Αντιγιαγέρνω, Αντιγιαέρνω: Αντιγιαγέρνει η Χώρα μας καθουμερνά δυο ζάλα και μπρος μας μα κι οπίσω μας απλώνεται καψάλα. (αντιγιαγέρνω, αντιγιαέρνω λίγο μετά την αναχώρησή μου γυρίζω πίσω, αντεπιστρέφω).

Αντιγιαέρνω, Αντιγιαγέρνω: Αντιγιαέρνω με καημό στση νιότης μου τα χρόνια, τότες που μας ταΐζανε φαΐ με τα κοπόνια και δεν ανήμενα ποτές τα σημερνά μας χάλια κι ότι δα κουβαλούσαμε τση διακονιάς βουργιάλια. (αντιγιαέρνω, αντιγιαγέρνω λίγο μετά την αναχώρησή μου γυρίζω πίσω, αντεπιστρέφω).

Αντιδήρω, Αντιτέρνω, Ντιτέρνω, Ντιδήρω: Να αντιδήρω δεν μπορώ να πάω σ’ άλλο τόπο, γιατί φοβούμαι το γιουχά των τίμιων αθρώπω, κι ετσά εκόλλησα παέ


58

στη χώρα τσ’ αμαρτίας, αυτής που ήτανε παλιά λαμπάδα τση σοφίας. (αντιδήρω, αντιτέρνω, ντιτέρνω, ντιδήρω περνώ απέναντι). Αντιδονώ: Το «μα μαζί τα φάγαμε» αντιδονεί στο νου μου κι έγινε μαύρο ανέφαλο στο θόλο τ’ ουρανού μου. (αντιδονώ αντηχώ). Αντικομός : Αντικομό στα χρέη μας, όσοι μας κυβερνούνε, δεν κάμαν, και την Τρόικα τυφλά την υπακούνε. (αντικομός (ο) τιμολόγηση, προεκτίμηση, προκαθορισμός τιμής ή αξίας). Αντικουμπίζω: Δε βρίσκω τόπο να σταθώ, μούτε ν’ αντικουμπίσω κι απού τσοι φόρους τσοι πολλούς θωρώ να καπαντίσω. (αντικουμπίζω [αντικουbίζω] αντιστηρίζομαι). Αντίκρυτα: Αντίκρυτα απ’ τσοι σοφούς τση Χώρας του Σωκράτη μας κυβερνούνε αρχηγοί κι απ’ το ποθές πεμπάτοι. (αντίκρυτα (επ) απέναντι, αντίκρυ). Αντιλαλιά: Αντιλαλιές πόνου κι οργής γροικούνται στον αέρα και λένε πως απ’ τα δεινά δεν έχομε γλυτέρα. (αντιλαλιά (η) ηχώ, αντήχηση). Αντιλαμπίδα: Μια αντιλαμπίδα πόμεινε αχνή αχνή στη δύση, μα μαρτυρά η Τρόικα πως δα μασε μαδήσει. (αντιλαμπίδα (η) αντανάκλαση φωτός, ανταύγεια). Αντιλαμψίδα: Αντιλαμψίδες τση φωθιάς, που καίει τα σωθικά μας, ντροπιάζουν τα συμβούλια


59

τα κυβερνητικά μας. (αντιλαμψίδα (η) αντανάκλαση). Αντιλαμψίζω: Ο ουρανός σκοτείνιασε και δεν αντιλαμψίζει, γιατί αυτός που κυβερνά την Τρόικα μπουχτίζει. (αντιλαμψίζω αντιφεγγίζω). Αντιλογούμαι: Όσοι μας κουμεντέρνουνε σαφί αντιλογούνται κι άμα ’ναι οι άλλοι ξυπνητοί αυτοί βαροκοιμούνται. (αντιλογούμαι [αdιλογούμαι] λέω άλλα αντί άλλων, παραλογίζομαι, διαφωνώ, αντιμιλώ, αντιλέγω).

Αντιρρούμαι: Δεν αντιρρούμαι να το πω κι ας με καταδικάσουν, πως την Ελλάδα οι φίλοι μας σκέφτουνται να μοιράσουν και για κειονά σφαλίξανε τα μάθια ντως τα χρέη κι ούτε ρωτήξανε ποτές ποιος τα φάε, ποιος φταίει!... (αντιρρούμαι διστάζω, φοβάμαι να ενεργήσω, να κάνω κάτι). Αντισκαρώ, Αντισκαρίζομαι: Κιανείς δεν αντσκάρισε στση Τρόικας τα βάρη κι αζωντανούς, σε μιολιά, θαρρώ πως δα μας γδάρει! (αντισκαρώ, αντισκαρίζομαι αντιστέκομαι). Αντίφαξη: Κιανείς μας μπλιο αντίφαξη δεν έχει μούτε δράμι, γιατί η έρμη Τρόικα, ντεντέ μας έχει κάμει. (αντίφαξη (η) σωματική αντοχή, μένος, δύναμη). Αντοδιά, Δοδιά: Όλο αντοδιές μας κάμανε όσοι μας αγαπούνε και δε δα γιάνομε ποτές όσον καιρό δα ζούμε. (αντοδιά (η), δοδιά (η) δαγκωματιά). Αντρομαχισμένος:


60

Δεσμώτες έχει η Τρόικα τσοι αντρομαχισμένους, μα και ζαβούς κι ανίκανους και καταχρεωμένους. (αντρομαχισμένος [αdρομαχισμένος], -η, -ο κατάκοπος, καταϊδρωμένος, εξουθενωμένος).

Αντροπάτημα: Όσοι στο αντροπάτημα κοντεύγουνε να μπούνε, δα πέσουνε σ’ ένα χαβρά που δύσκολα δα βγούνε. (αντροπάτημα [αdροπάτημα] (το) είσοδος στην ήβη, ανδρισμός). Αντροφέρνω: Η Τρόικα ’ναι θηλυκιά, μα όμως αντροφέρνει κι όπου βρεθεί κι όπου σταθεί καημούς και φτώχεια σπέρνει. (αντροφέρνω [αdροφέρνω] ενώ είμαι γυναίκα, η συμπεριφορά και οι τρόποι μου μοιάζουν με εκείνους του άντρα).

Αντρώνω: Άμα αντρώσει η Χώρα μας, κι ανέ ντα καταφέρει, πόσες γενιές θα ’χουν διαβεί, ένας Θεός το ξέρει! (αντρώνω [αdρώνω] μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι, γίνομαι άντρας). Ανύχα: Ανύχα, σαν του γερακιού, αυτοί που κυβερνούνε, μας κάρφωσαν κι είν’ έτοιμοι το αίμα μας να πιούνε. (ανύχα (η) μεγάλο νύχι, παραμορφωμένο νύχι). Ανυχίζω: Η Τρόικα ανύχισε τσοι δρόμους μας για χρόνια, κι είν’ όλοι ντως ολοχρονίς όλο βροχές και χιόνια. (ανυχίζω σημαδεύω, χαράζω με το νύχι). Αξεκαπάκωτος: Σ’ αξεκαπάκωτο τεψί βράζομε νύχτα μέρα, κι η Τρόικα μας ήκοψε το δροσερό αέρα. (αξεκαπάκωτος, -η, -ο αυτός που δεν έχει μπει το καπάκι του, ανοιχτός). Αξεκαπλάντιστο:


61

Γιοργάνι αξεκαπλάντιστο, αυτοί που κυβερνούνε, μας έδωσαν μες το χιονιά και πώς δα ζεσταθούμε! (αξεκαπλάντιστο [αξεκαπλάdιστο] (το) το πάπλωμα που δεν έχει καλυφθεί με υφασμάτινη επένδυση).

Αξεκαυκάλωτος: Οι φίλοι μας οι Γερμανοί κι από κοντά κι οι Γάλλοι, άμα ’δαν πως φτωχάναμε μας παίξαν στο κεφάλι κι αφού μας ξεκαυκάλωσαν μας ρίξαν στο καμίνι κι ετσά αξεκαυκάλωτος κιανείς δεν έχει μείνει. (αξεκαυκάλωτος, -η, -ο αυτός που δεν του έχει σπάσει καύλακο, το κρανίο, αυτός που δεν έχει τραυματιστεί στο κεφάλι).

Αξεμάτωτος: Στην κρίση τ’ ενενήντα δυο ούλοι οι βουλευτάδες, ’ξοπίσω ντως κι ο βασιλιάς, μα κι οι παραφαγάδες, δώκανε απ’ το αίμα ντως απού την πρώτη ώρα και αξεμάτωτος κιανείς δεν πόμεινα στη Χώρα. Μ’ εδά στην κρίση τουτηνιέ, μα το σταυρό που κάνω, ένα τακίμι βουλευτές ζητούνε παραπάνω!!! (αξεμάτωτος, -η, -ο αυτός που δεν έχει ματώσει). Αξεπετάλωτος: Όλους μας πεταλώσανε τση Τρόικας οι Νόμοι κι αξεπετάλωτος κιανείς δε βρέθηκε ακόμη. (αξεπετάλωτος, -η, -ο αυτός που δεν έχει πεταλωθεί). Αξεπλέρωτος: Χαράτσα αξεπλέρωτα φυτρώνουν κάθα μέρα και οπουγιάς δα τρώμενε κοπανιστό αέρα. (αξεπλέρωτος, -η, -ο αυτός που δεν έχει εξοφληθεί). Αξεφούντωτος:


62

Λουλούδι εξεφούντωτο επόμειν’ η γι- Ελλάδα, γιατί τση κόψαν το νερό απάνω στη λιακάδα. (αξεφούντωτος [αξεφούdωτος], -η, -ο αυτός που δεν έχει φουντώσει, δεν έχουν ανοίξει τα πέταλά του (κυρίως για λουλούδια).

Απαδειάζω: Άμα μας απαδειάσανε όσοι μας κυβερνήσαν, στο έλεος τση Τρόικας μονάχους μας αφήσαν. (απαδειάζω αδειάζω τελείως). Απάλε: Απάλε πρέπει ο λαός να κάμει για να ζήσει και να διαλέξει άξιο να τονε κυβερνήσει. (απάλε (το) (ακλ) πάλη, υπερπροσπάθεια, βασανισμός, σύνδρομο αγωνίας, αγωνιώδες ψυχορράγημα). Απανορά: Απανορά μας φύτεψαν πάνω στο κωλοράδι και μας ταΐζουν άχερα σαν να ’μασταν κουράδι. (απανορά (η) δεύτερη ουρά). Απαντέχω: Δεν απαντέχει ο λαός να ζήσει άσπρες μέρες, άμα γροικά τση Τρόικας τσ’ απανωτές φοβέρες. (απαντέχω ελπίζω, ποθώ, περιμένω). Απαντονιάρω: Αμπατονιάραν το λαό οι Γερμανοί κι οι Γάλλοι και αξωπίσω ντως κλουθούν κι οι φίλοι μας οι γι- άλλοι. (απαντονιάρω αφήνω, εγκαταλείπω). Απανωτρούλα: Απανωτρούλα των δεινών, που πρόκεται να ’ρθούνε, είν’ οι παλιοί πολιτικοί, που μασε κυβερνούνε; Ρωτώ γιατί πελάγωσα και δεν ανιώθω άλλο,


63

γιατί ποτέ δεν ήζησα καημό ετσά μεγάλο. (απανωτρούλα (η), απανωτρούλι (το) κορυφαία επιβεβαίωση, επισφράγιση). Απάταχτος: Απάταχτος ο Έλληνας δεν πρόκεται να ζήσει, ίσαμε που η Τρόικα δα τονε ξεζουμίσει. Απέκει: Δα μας αρμέξει η Τρόικα πολλές βολές, κι απέκει δα μασε παίξει ταμπουρά να βγούμε στο ντιρέκι. (απέκει (επ) μετά, ακολούθως, στη συνέχεια). Απένταρος: Απένταρους μας άφησε μια πεινασμένη ψείρα και σύντραμε σε τουτονά και η κακή μας μοίρα, γιατί δεν ήκλεψε κιανείς πεντάρα τρυπημένη κι οι φόροι των μεγάλων μας είν’ ούλοι πλερωμένοι! (απένταρος [απέdαρος], -η, -ο αυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα). Απίκο: Απίκο είναι ο λαός και σέρνει και το κάρο, μ’ άμα γροικά για Τρόικα σαν να γροικά για Χάρο. (απίκο (επ) σε πλήρη ετοιμότητα). Απλοχέρης: Όλ’ ήταν απλοχέρηδες όσοι μας κυβερνούσαν και τον παρά του Έλληνα επά κι εκειέ σκορπούσαν. (απλοχέρης, -α, -ικο ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς). Από καιρό: Από καιρό, στη Χώρα μας, ήβραζε το καζάνι, μα δεν ευρέθει άθρωπος να πάει να το κρυγιάνει και ήσκασε στην υστεργιά κι όσο παρά ’χε μέσα


64

τον φάγανε, και στο λαό βάλαν χιλιάδες φέσα. (από καιρό (ετ) πριν από αρκετό καιρό). Απογλακώ: Σ’ όσους μας αγαπούσανε και στην Ευρώπη ζούνε, τους δώσαμε την αφορμή να μας απογλακούνε. (απογλακώ καταδιώκω). Απογύρισμα: Πολλά απογυρίσματα κάμαν τ’ αφεντικά μας και δε θωρούσαν τη φωθιά, που ήναφτε στ’ ατζά μας. (απογύρισμα (το) αντεπιστροφή, εκδίωξη, παράκαμψη). Αποδεινάζομαι, Αποδεινιάζομαι: Αποδεινάζεται ο λαός, ίσαμ’ εδά τα βάρη, μα δε δ’ αργήσει σάικα ο νους του να κρεπάρει και τοτεσάς οι «φίλοι μας» πικρά δα μετανιώσουν και τα σπασμένα, σάικα οι γι- ίδιοι δα πλερώσουν. (αποδεινάζομαι, αποδεινιάζομαι δέχομαι παρά τη θέλησή μου με λύπη, αντέχω, υπομένω).

Απόδομα: Οι «φίλοι μας» τση Τρόικας σάικα δεν κατέχουν πως μόνο με φορομπηχτές απόδομα δεν έχουν. Κι ας πάρω το πετρόλαδο απού μασε ζεσταίνει, π’ άμα το χαρατσώσανε απούλητο πομένει. (απόδομα (το) κέρδος, έσοδο, όφελος κυρίως χρηματικό, αλλά και κατάντια). Αποζούρζουλο: Ωσάν τα αποζούρζουλα μας πέταξαν οι φίλοι και μασε ρίξανε ψακή χιλιώ λογιώ στα χείλη. (αποζούρζουλο (το) κάτι το ευτελές, κάτι που δεν έχει καμιά αξία, φρύγανο).

Αποκαΐδι, Αποκαός, Αποκαούδι:


65

Όπου ξανοίξω πίσω μου, θωρώ αποκαΐδια, μα και δεξόζερβα να δω κι εκειά θωρώ τα ίδια. Όπου ξανοίξω πίσω μου θωρώ αποκαΐδια και πεινασμένους αδερφούς να ψάχνουν στα σκουπίδια, μα οι Εθνοσωτήρες μας κάνουν πως δε θωρούνε κι εκατομμύρια ευρά στα κόμματα σκορπούνε!!! (αποκαΐδι (το), αποκαός (ο), αποκαούδι (το) μισοκαμένο κομμάτι ξύλου ή οποιουδήποτε υλικού που μπορεί να καεί).

Αποκαός, Αποκαΐδι, Αποκαούδι: Αποκαούς και λιβανιά μυρίζει η Ελλάδα κι ο ουρανός δεν έχει μπλιο ποτέ καλοσυνάδα. (αποκαός (ο), αποκαΐδι (το), αποκαούδι (το) μισοκαμένο κομμάτι ξύλου ή οποιουδήποτε υλικού που μπορεί να καεί).

Αποκαρώνω: Αποκαρώνει όποιος δει το σόι του Σωκράτη ν’ ανεβαστά και να φιλεί του Σαρκοζή τα μπράτη! (αποκαρώνω παγώνω, ξυλιάζω). Αποκάτω: Η Μέρκελ με το Σαρκοζή μας βάλαν αποκάτω και σπρώξε, σύρε, ξέσυρε μας βούλιαξαν στον πάτο. (αποκάτω (επ) πιο κάτω, στην κάτω μεριά). Απόκλιτος: Απόκλιτος είν’ ο λαός και μέρα νύχτα κλαίει, κι ο φταίχτης, για παρηγοργιά, του σπρώχνει κι άλλα χρέη.

(απόκλιτος,-η, -ο θλιμμένος, με σκυμμένο κεφάλι,

απογοητευμένος).

Αποκουντουρίζω, Ποκουντουρίζω: Δεν αποκουντουρίζουνε οι αποτυχεμένοι


66

και για να τσοι ψηφίσομε είν’ ούλοι κουρντισμένοι. (αποκουντουρίζω [αποκουdουρίζω], ποκουντουρίζω [ποκουdουρίζω] δυστροπώ, μουτρώνω, αποσύρομαι λόγω προσβολής, θυμού ή απογοήτευσης).

Αποκουφαρίδα: Η Χώρα των παλιών σοφών δεν έχει μπλιο ελπίδα και δε δ’ αργήσει να γενεί μια αποκουφαρίδα. (αποκουφαρίδα (η) έρημος, αδειανός τόπος). Αποκρατώ, Ποκρατώ: Δεν ποκρατούμε πράμα μπλιο απ’ την παλιά Ελλάδα, γιατ’ απ’ τα χρέη τα πολλά μας ήρθε κουζουλάδα. (αποκρατώ, ποκρατώ κατάγομαι, διατηρώ ακόμα, διασώζω κάτι (υλικό ή έθιμο).

Αποκρεύω: Απόκρεψε ο Έλληνας και δεν μπορεί να δώσει όσα και πάλι η Τρόικα θέλει να του χρεώσει. (αποκρεύω παύω να έχω, στερούμαι, αποκόπτομαι). Αποκρισάριος: Πολλοί αποκρισάριοι, ετουτεσές τσι μέρες, σκορπίζουνε στη Χώρα μας τση Τρόικας φοβέρες, μα και οι κυβερνήτες μας αντίς ν’ αντισταθούνε, ψάχνουνε τσέπες αδειανές τα λύτρα για να βρούνε!. (αποκρισάριος, -α, -ο απεσταλμένος για συνομιλίες, μεσολαβητής). Αποκωλώνω, Ποκωλώνω: Όσοι, παέ, στη στέρηση είναι ανεθρεμένοι κι απ’ το σαράντα και πλια μπρος όσοι ’ναι γεννημένοι, ούλοι δα ποκωλώσουνε με χρέη φορτωμένοι, άστεγοι, κουρελιάρηδες, φτωχοί και πεινασμένοι. (αποκωλώνω, ποκωλώνω απομακρύνομαι, στρίβω και δε φαίνομαι πια, πεθαίνω).


67

Απολαγωνεύγω, Απολαγωνεύω: Η Τρόικα, να μας χτυπά δεν απολαγωνεύγει, κι άμα ’ρχεται στη Χώρα μας, μας καίει και μισεύγει. (απολαγωνεύγω, απολαγωνεύω σταματώ, τελειώνω). Απολαλώ: Οι «φίλοι» μάς απολαλούν χωρίς να κάνουν στέμα, αφού πλια μπρος, αχόρταγα, μας πίνουνε το αίμα. (απολαλώ αποχαιρετώ, κατευθύνω, φέρομαι άσκημά, εκδιώκω κάποιον). Απολάρω, Απολέρνω: Όσοι ’χομε απάνω μας ακόμη το τομάρι, δεν το πιστεύγω, η Τρόικα, πως δα μας απολάρει. Κειονά που δ’ απολάρομε στ’ απομισέματά μας, δα να ’ναι χρέη αβάσταχτα και πόνους στα παιδιά μας. (απολάρω, απολέρνω αφήνω, αποδεσμεύω, ελευθερώνω κάποιον). Απολειαναίνω: Απολειαναίνει ο Έλληνας και χάνεται και πάει, μ’ ανέ ποθάνει, η Τρόικα, τα κρέτα τζης δα φάει! (απολειαναίνω αδυνατίζω, απισχναίνομαι). Απολογή: Ρωτώ γιάειντα φτωχάναμε μ’ απολογή δεν παίρνω και σ’ ένα κόλυμπο πηλά θαρρώ πως λαγουντέρνω. Την Τρόικα ερώτηξα γιάειντα μασε ζυγώνει και μου ’δωκε απολογή, που με αποστομώνει. Άμα, μου λέει, χρόνια ’δα όσοι σας κυβερνούσαν και για να δείξουν στο λαό ότι τον αγαπούσαν παίρναν αβέρτα δανεικά χωρίς να λογαργιάζουν


68

και δεν εχάνανε λεφτό να τα βαροξοδιάζουν, ετοτεσάς δε βρέθηκε ουτ’ ένας στην Ελλάδα να τωσε πει πως κάνανε μεγάλη κουτουράδα, κι εδά που ήρθε ο καιρός για να τα ξεπλερώσουν φταίμε εμείς μου λέμενε σ’ εκείνους να τα σπρώξουν! (απολογή (η) απάντηση). Απολυπησά: . Μέσα στην απολυπησά που ζούμε αυτά τα χρόνια Κυβέρνηση και Τρόικα μας φράσσουν τα πνεμόνια. (απολυπησά (η) απελπισία). Απολώ: Εχάσανε τον μπούσουλα όσοι μας κυβερνούνε κι από «αγάπη στο λαό» χαράτσα τ’ απολούνε. (απολώ εξαπολύω). Απολώνεμα: Μας αλωνεύγει η Τρόικα με δυο ζευγάργια βούγια και με το απολώνεμα θωρώ μας μες στη βούργια! (απολώνεμα (το) τελείωμα του αλωνισμού). Απομισεμός: Την ώρα τ’ απομισεμού αν φτάζω να τη ζήσω, την Τρόικα μ’ απροθυμιά δα αποχαιρετήσω. (απομισεμός (ο) αναχώρηση, αποχώρηση). Απομονάρος: Τ’ απομονάρια του λαού, όσοι μας κυβερνούνε, τα δίδουνε στην Τρόικα χωρίς να λυπηθούνε. (απομονάρος, -α, -ι αυτός που έχει μείνει, αυτός που έχει απομείνει, ο υπόλοιπος).

Απομουρίζω: Ούλοι του κόσμου οι δυνατοί


69

μασε απομουρίζουν, καπόης λένε πα κι εκειά πως μας βαροπρουκίζουν. (απομουρίζω προσβάλλω, αντεπιτίθεμαι φραστικά με βάναυσο τρόπο).

Απομπουκίδι: Απομπουκίδια (αποφαγούδια) δε θωρώ να μένουνε στα πιάτα, γιατί δε θέλει η Τρόικα να τα ’χομε γεμάτα. (απομπουκίδι (το) απομένον υπόλοιπο φαγητού στο πιάτο). Απονέρι: Τα απονέρια, η Τρόικα, μας λέει να βαστούμε, γιατ’ άμα κόψει το νερό, δε θα ’χομε να πιούμε. (απονέρι (το) ακάθαρτο νερό, υπόλειμμα νερού που έχει χρησιμοποιηθεί, νερό που διαφεύγει από μια πηγή και δεν αξιοποιείται).

Αποντανεδά: Ποτέ μου, αποντανεδά δε δα ξαναψηφίσω κι όλους που με προδώσανε δα τσοι αναψηφήσω. Τα χρόνια αποντανεδά έρχουνται ματωμένα και μη μου λέτε ψόματα, για δε γροικώ κιανένα. (αποντανεδά [αποdανεδά] (επ) από τώρα και μετά). Αποπαιδιώνω: Τσοι φόρους πρέπει ο λαός να τσοι αποπαιδιώσει κι απ’ όσους δα του βάνουνε φράγκο να μην πλερώσει. (αποπαιδιώνω αποδοκιμάζω, απορρίπτω, επιπλήττω, (μτφ) επαναλαμβάνω).

Απόπατα: Τ’ απόπατα των τσικαλιών τρων οι φτωχοί στη Χώρα, γιατί επήρε το φαΐ τση Τρόικας η μπόρα. (απόπατα (τα) (ακλ) κατακάθια που μένουν στο φλιτζάνι του καφέ, του τσαγιού κλπ ή τα φαγητά που μένουν στο τσουκάλι ή στο πιάτο).

Αποπίδι, Αποπιοτίδι, Αποπιτίδι: Πολλούς φτωχούς θωρεί κιανείς και ψάχνουν στα σκουπίδια


70

και τρων αποδιαλέγουρα και πίνουν αποπίδια. (αποπίδι (το), αποπιοτίδι (το), αποπιτίδι (το) το υγρό (νερό, κρασί κλπ) που αφήνει κάποιος άπιωτο στο ποτήρι του).

Αποπλισά: Χάσαμε την ελπίδα μας ό,τι δα ξημερώσει και μέσα στην αποπλισά μας ήρθε κι άλλη δόση (του δανείου μας από την Τρόικα). (αποπλισά (η) απελπισία). Αποπολλού: Αποπολλού εγυάλιζε στον ήλιο το κανόνι κι ήσκασε και μας χρέωσε και ποιος μας ξεχρεώνει! (αποπολλού (επ) από πριν, πριν από πολύν καιρό). Αποπόξω: Εδιάβαζα τη μοίρα μου και το ’μαθα αποπόξω, πως για να βγουν τα δανεικά πρέπει κι εγώ ν’ αμπώξω. (αποπόξω (επ) από μνήμης, με αποστήθιση). Αποριζιμιός: Οι υπουργοί, οι βουλευτές και οι παραφαγάδες, όλοι ’ναι αποριζιμιοί για τσι πολλές «μπουγάδες». (αποριζιμιός, -ά, -ό περιφρονημένος, ανεπιθύμητος). Απορόχι: Σαν και παλιά, στην Κατοχή, μετά τα πρωτοβρόχια, δε φήνομε τσι βρούβες μας να βγάλουν απορόχια, μόνο τσι κόβγομε μικιές ντελόγο μος φυτρώσουν και δεν τα καταφέρνουνε ποτέ να μεγαλώσουν. (απορόχι (το) βλαστάρι χόρτου). Απορπισμένος: Απορπισμένος κάθομαι και ξεμετρώ τ’ αστέργια και νιώθω να με πνίγουνε τση Τρόικας τα χέργια. (απορπισμένος, -η, -ο απελπισμένος).


71

Αποσάζομαι, Ποσάζομαι: Δεν αποσάζομαι ’δα μπλιο, γιατί δεν έχω ρούχα και τρύπησαν και λειώσανε και τα παπούτσα που ’χα. (αποσάζομαι, ποσάζομαι ετοιμάζομαι, τακτοποιούμαι, φροντίζω τον εαυτό μου).

Αποσάπουνο: Με ένα αποσάπουνο δυο χρόνια δα τη βγάλω, γιατί δε θέλει η Τρόικα να πουσουνίσω άλλο. (αποσάπουνο (το) το τελευταίο μικρό κομμάτι το οποίο απομένει από το σαπούνι και που δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί, το τελευταίο νερό της μπουγάδας, απολειφάδι).

Αποσβουρά: Απού νταν εγεννήθηκα αποσβουρά με δέρνει κι ο ποταμός τση μοίρας μου οπίσω δε γιαγέρνει. Οι τοκογλύφοι χαίρουνται για την αποσβουρά μας κι ούτε τ’ αφτί ντως ίδρωσε απ’ την καταμουρά (επίπληξη) μας. (αποσβουρά (η) κατάντημα, κακό πεπρωμένο). Αποσβουρίδι: Κεινοιά που τσοι ψηφίζαμε μας ρίξαν στα σκουπίδια και βάλανε τη Χώρα μας μέσα στ’ αποσβουρίδια. (αποσβουρίδι (το) αυτός που είναι πολύ μικρός). Αποσετερεμός: Θαρρώ αποσετερεμό η φτώχεια μας δεν έχει και πώς δα πάει το χάλι μας άθρωπος δεν κατέχει. (αποσετερεμός (ο) τελειωμός, ολοκλήρωση). Αποσκέπαση: Άμα σκεφτώ τσι δόξες μας στον κόσμο τον απάνω, μου ’ρχεται αποσκέπαση και πάω να ποθάνω. (αποσκέπαση (η) δύσπνοια, τάση λιποθυμίας). Αποσκιάζω: Δεν αποσκιάζει η Τρόικα


72

τη Χώρα τσα που λέει, μόνο ζορίζει το λαό αν και ποθές δε φταίει. Λένε πως αποσκιάζουνε οι «φίλοι» τη γενιά μας, μ’ αυτοί μασε ραβδίσανε και σπάσαν τα κανιά μας. (αποσκιάζω προστατεύω, θέτω υπό τη σκέπη μου, συγκαλύπτω). Αποσκοτεινιάζομαι, Ποσκοτεινιάζομαι: Άμα πεινούσα, μια βολά, φταίγανε οι γι- εχθροί μου, μ’ εδά ποσκοτεινιάζομαι και φταίνε οι δικοί μου. Δεν αποσκοτεινιάζομαι εύκολα στη ζωή μου, μ’ εδά μου κόβγει η Τρόικα και την αναπνοή μου». (αποσκοτεινιάζομαι, ποσκοτεινιάζομαι ζαλίζομαι, παθαίνω σκοτοδίνη, απελπίζομαι, αιφνιδιάζομαι, σαστίζω λόγω ξαφνικής δυσάρεστης ή μη αναμενόμενης είδησης).

Αποσκουλουπιάζομαι: Πως αποσκουλουπιάζομαι ομπρός στο χαζοκούτι, είναι γιατί η Τρόικα μοιάζει του χαλιχούτη. (αποσκουλουπιάζομαι σκεπάζομαι ως το κεφάλι στο κρεβάτι). Αποσκυλάκωμα, Ποσκυλάκωμα: Βαρύ αποσκυλάκωμα η Τρόικα μας κάνει και το ’χει βάλει σαν σκοπό να μασε κουζουλάνει. (αποσκυλάκωμα (το), ποσκυλάκωμα (το), προσβολή, άγρια συμπεριφορά, σαν του σκύλου).

Αποσκυλακωμένος: Είν’ απ’ τσοι «φίλους» ο λαός αποσκυλακωμένος και νιώθει μες στο σπίτι ντου απόμακρος και ξένος. (αποσκυλακωμένος, -η, -ο προσβεβλημένος, υβρισμένος, μαλωμένος). Αποσπεροπάς: Την Τρόικα στη σκοτεινιά, άμα τη δω, φοβούμαι, γι’ αυτό και αποσπεροπάς ξαπλώνω και κοιμούμαι. (αποσπεροπάς (επ) αποβραδίς, η ώρα που βραδιάζει).


73

Αποσταχίδα: Στσ’ αποσταχίδες σαν τα ζα γλήγορα δα βρεθούμε και μ’ όρεξη, χωρίς ντροπή, δα πα να βοσκηθούμε». (αποσταχίδα (η) το στάχυ που μένει στο χωράφι μετά το θερισμό). Αποστυφακωμένος: Θλιμμένος είναι ο λαός και αποσφακωμένος και από «φίλους» και δικούς είναι αδικημένος. (αποστυφακωμένος, -η, -ο πικραμένος, αγέλαστος, μελαγχολικός, ολιγομίλητος). Αποσφακώνομαι: Χάλασ’ ο κόσμος τουτοσές και πάει να βουλήξει κι αποσφακώνεται κιανείς, όπου και να ξανοίξει. Άμα γροικώ για Τρόικα είντα ’ναι που παθαίνω κι αποσφακώνομαι γιαμιάς και σε καβούκι μπαίνω. (αποσφακώνομαι πικραίνομαι, απογοητεύομαι από τη συμπεριφορά απέναντί μου των συνανθρώπων μου).

Αποτριβίδα: Αποτριβίδες, στο λαό, δα δίδουνε να τρώει, άμα τον βάλει η Τρόικα δεσμώτη στο κατώι. (αποτριβίδα (η) ψωμί που γίνεται από υπολείμματα ζυμαριού). Απότριμμα, Πότριμμα: Βεντόζες κι αποτρίμματα, κεινοιά που κυβερνούνε, μας κάνουν, για παρηγοργιά, μ’ οι πόνοι δεν περνούνε. (απότριμμα (το), πότριμμα (το) εντριβή). Αποτρομώ: Αποτρομώ και δεν μπορώ να πω το όνομά ντως κοιωνά που φάγαν τα λεφτά χωρίς να ’ναι δικά ντως! (αποτρομώ δυστάζω, φοβάμαι, δειλιάζω). Αποτσακίζομαι: Αποτσακίζομαι σαν δω


74

πρωθυπουργό ομπρός μου, γιατί, και να τον ψήφισα, δεν είναι μπλιο δικός μου. (αποτσακίζομαι στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση). Απουντανεδά: Κιανένα, απουντανεδά δε δα ξαναψηφίσω και στου Θεού τη δύναμη την τύχη μου δ’ αφήσω. (απουντανεδά [απουdανεδά] (επ) από τώρα, από αυτή τη στιγμή). Απουντανοπέρυσις: Και απουντανοπέρυσις μου το ’πε το πουλάκι, πως δε δ’ αργήσει ο λαός να πιεί πρικιό φαρμάκι. (απουντανοπέρυσις [απουdανοπέρυσις] (επ) από πέρυσι). Απουντανοπροθές: Γροικώ απουντανοπροθές χτύπους στην κεφαλή μου και σάικα η Τρόικα ήφταξε στην αυλή μου! (απουντανοπροθές [απουdανοπροθές] (επ) από προχθές).

Απουστάν: Απουστάν είπε την ψευθιά, πριχού να κυβερνήσει, πως είχε ο Χώρα μας λεφτά για να ορθοποδήσει, τον ξέγραψα κι άλλη βολά κι είπα πως δα μας δώσει ενέχυρο του σατανά, για να μας ξεπατώσε. (απουστάν (επ) από τότε που...). Αποφαούδι, Αποφαγούδι, Αποφάουδο: Μ’ αποφαούδια τρέφουνται οι άνεργοι στη Χώρα και ψάχνουν όλοι για δουλειά κι ας είν’ και για μια ώρα! (αποφαούδι (το), αποφαγούδι (το), αποφάουδο (το) αποφάγι). Αποφάουδο, Αποφαούδι, Αποφαγούδι: Των πλούσων τ’ αποφάουδα το Λάζαρο θυμίζουν, μ’ είναι οι φόροι σαν θεργιά


75

και τα καταβροχθίζουν». (αποφάουδο (το), αποφαούδι (το), αποφαγούδι (το) αποφάγι). Αποφουκαρίδα: Την αποκουφαρίδα μας οι «φίλοι» μας ζητούνε, για να την έχουνε κι αυτή να τη φορολογούνε. (αποφουκαρίδα (η) επιδερμίδα του όφι η οποία αποβάλλεται μια ορισμένη εποχή του χρόνου και μένει ατόφια στο έδαφος).

Αποφριματώ: Δεν ήκουσα τσ’ αφέντες μας να αποφριματούνε κι σ’ ό,τι λέει η Τρόικα ντελόγο υπακούνε. (αποφριματώ ορθώνομαι κάνοντας απειλητικές χειρονομίες). Αποφυρώ: Αποφυρά σιγά σιγά του Έλληνα η τσέπη κι άμα στερέψει ο παράς, δα κάνει αυτό που πρέπει; (αποφυρώ στερεύω). Αποχάνομαι: Πως αποχάνεται η Ελλάς και σβήνει απ’ το χάρτη, ακόμη δεν το νιώσανε τ’ αφεντικά μια πάρτη. αποχάνομαι σβήνω, λειώνω, πεθαίνω. Αποχασκίζομαι, Χαμουργιούμαι: Αποχασκίζομαι σαφί σαν έρθει στο μυαλό μου πως μου ’παν πως οι Άρχοντες ξανοίγουν το καλό μου. (αποχασκίζομαι, χαμουργιούμαι χασμουριέμαι). Αποχερίζω, Ποχερίζω: Πως μας αποχερίζουνε μας λέν οι γι- Ευρωπαίοι, κιαπόης κάνουν το λαό καθουμαρνά να κλαίει. (αποχερίζω, ποχερίζω κερνώ, περιποιούμαι, φιλοδωρώ, βοηθώ οικονομικά).

Αποχοντρία: Αποχοντρία ήπιασε οφέτος το λαό μας, γιατ’ είδε πως οι «φίλοι» μας


76

δε θέλουν το καλό μας. (αποχοντρία (η) μελαγχολία, κατάθλιψη). Άποχρος: Άποχρος είναι ο λαός για κείνα που πλερώνει κι οι φταίχτες, άλλος μόλαρε κι άλλος τα μούτρα χώνει. (άποχρος, -η, -ο αγνός, τρυφερός, άωρος). Αποχτυπίδι, Ποχτυπίδι, Ποχτύπημα: Αποχτυπίδια, η Τρόικα, καθουμερνά μας κάνει και το δεντρό τσ’ ελπίδας μας κοντεύει να ξεράνει. (αποχτυπίδι (το), ποχτυπίδι (το), ποχτύπημα (το) πράξη ανάκλησης, εκ των υστέρων φιλανθρωπικής ενέργειας, βοήθειας ή παροχής).

Αποχτυπώ, Ποχτυπώ: Αποχτυπά η Τρόικα όσα μας έχει δώσει και σάικα μετάνιωσε π’ είπε πως δα μας σώσει. (αποχτυπώ, ποχτυπώ

υπερτονίζω, προβάλλω μια καλή μου πράξη

αφήνοντας να εννοηθεί πως πρέπει να μου οφείλεται ευγνωμοσύνη).

Απόχωστα: Απόχωστα πογράψανε αυτοί που κυβερνούσαν κι αν και μας βάναν όμηρους, ποτέ δε μας ρωτούσαν. (απόχωστα (επ) απόκρυφα, παράμερα, σε σημείο που δεν είναι εμφανές). Απρίκαντος: Απρίκαντους, αρά και πού, θωρείς σ’ αυτή τη Χώρα που με κλεψές και άσυλα πήρε την κατηφόρα. (απρίκαντος- -η, -ο χαρούμενος, απαλλαγμένος από στενοχώριες). Απυρόλαδο: Εψώριασε το σύστημα κειωνά απού ψηφούμε και μόνο μ’ απυρόλαδο μπορούμε να σωθούμε. (απυρόλαδο (το) αλοιφή φτιαγμένη από θειάφι (απύρι) και ελαιόλαδο, η οποία χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψώρας).

Αρά και πού:


77

Αρά και πού, στα χρόνια μας, οι Έλληνες γελούνε, τον επιδέλοιπο καιρό κλαίνε, γιατί πονούνε. Αρά και πού, στη Χώρα μας, οι υπουργοί που βάνουν, σπούδασαν ό,τι τσοι ’βαλαν να λένε και να κάνουν, κι ετσά θωρείς ένα γιατρό καλό στην αναιμία, να τονε κάνουν υπουργό για την οικονομία! (αρά και πού (ετ) κάπου κάπου, κατά αραιά χρονικά διαστήματα). Αράβαλος, Αράβουλος: Αράβαλους πολλώ λογιώ βάνομε κυβερνήτες και τρώμε εμείς τα πίτερα κι εκείνοι τρων τσι πίττες. (αράβαλος, -η, -ο, αράβουλος, -η, -ο απερίσκεπτος, άγνωμος, ιδιότροπος, ακοινώνητος, αλλοπρόσαλλος, ανισόρροπος, άσκεφτος, άτσαλος).

Αραγός: Σε αραγούς εβάνανε το «λάδι» απ’ τα κανόνια, μ’ η γι- ασυλία πρόκαμε και... πέρασε τα χρόνια!!! (αραγός (ο) μικρό ασκί). Αράουλος, Αρέουλος: Τρακόσους, μα αράουλους ψηφίζαμε για χρόνια και μασε βάλαν στο γιακά του κουζουλού γαλόνια. (αράουλος, -η, -ο, αρέουλος, -η, -ο ακατάστατος, κακοντυμένος, επιπόλαιος, υπερβολικός, αυτός που δεν έχει μέτρο).

Αραστάς: Σε αραστά μας οδηγούν οι δημοσιογράφοι κι όσο τσ’ ακούμε, σάικα, ο χρόνος πάει στράφι. (αραστάς (ο) πάροδος). Αργά ταχιά: Αργά ταχιά, καθουμερνά, οι δημοσιογράφοι μας μεγαλώνουν τα κακά π’ η μοίρα μας, μας γράφει. (αργά ταχιά (επ) βράδυ πρωί).


78

Αργαστηρωσά: Οι δημοσιογράφοι μας, τα λίγα που ακούνε, τα κάνουν αργαστηρωσές και μας τρομοκρατούνε. (αργαστηρωσά (η) περιπλοκή, κατασκευή). Αργατολόισσα: Τσ’ αργατολόισσες ρωτούν οι δημοσιογράφοι, για να τους πούνε τα κακά, π’ η μοίρα τωσε γράφει. (αργατολόισσα (η) εργάτισσα χωρίς μόνιμη εργασία, μεροκαματιάρα). Αργειομοίρης: Οι δημοσιογράφοι μας ρωτούν τσ’ αργειομοίρες και, για την τηλεθέαση, τσι λένε κακομοίρες. (αργειομοίρης, -α, -ικο αυτός που αργεί να παντρευτεί). Αργιμολόγος: Αγριμολόγοι φαίνουνται τση Τρόικας οι μπάτσοι και για να τσοι φοβούμαστε μας βάνουνε χαράτσι. (αργιμολόγος (ο) κυνηγός αγρίων ζώων, αγριμιών). Αργιώ: Αργιούν φτωχοί και άνεργοι για να ξεσηκωθούνε, να διώξουν τσοι ανάξιους που μασε κυβερνούνε. (αργιώ καθυστερώ, αργώ, δεν εργάζομαι). Αργοκαιντώ: Αργοκαιντούνε το λαό κεινοιά που μασε ρίζουν και τον πατούνε στην κοιλιά και τονε ξεζουμίζουν. (αργοκαιντώ [αργοκεdώ] σιγοκαίομαι). Αργοσέρνω: Το ν’ αργοσέρνει ο λαός να σπάσει τα δεσμά ντου, το κάνει, γιατί σέβεται τ’ αρχαίο όνομά ντου. (αργοσέρνω αργοπορώ, καθυστερώ). Αργουτάρικος:


79

Τσοι αργουτάρικους, σαφί, διαλέγουν οι «μεγάλοι» να δίδουνε στσοι πλια μικιούς, στριμμένο το πηδάλ. (αργουτάρικος, -η, -ικο αυτός που είναι φτιαγμένος επίτηδες, προσαρμοσμένος).

Άρδακτος: Με άρδακτο μας τύλιξε το σύστημα τσ’ απάτης κι ήτανε η γι- Αμερική βλερπάτορας ντραγάτης. (άρδακτος (ο) ειδικά κατασκευασμένη μεταλλική ράβδος πάνω στην οποία τυλίγεται η κλωστή από την ανέμη).

Αρδαχτύλινος, Αρδαχτύλινας: Ωσάν τζοι αρδαχτύλινους γίναμε απ’ την πείνα και δα μισέψομε γι’ αλλού μέσα στον άλλο μήνα. (αρδαχτύλινος (ο), αρδαχτύλινας (ο) είδος ακανθώδους φυτού που το σχήμα του μοιάζει με εκείνο του αρδάκτου).

Αρέουλος, Αράουλος: Αρέουλοι κυβέρνησαν την έρμη τούτη Χώρα κι απού τ’ ογδόντα κι ύστερα μας πλάκωσε η μπόρα. (αρέουλος, -η, -ο, αράουλος, -η, -ο ακατάστατος, κακοντυμένος, επιπόλαιος, υπερβολικός, αυτός που δεν έχει μέτρο).

Αρεφουδαίρνω, Ρεφουδαίρνω: Αν ρεφουδαίρνανε πλια μπρος αυτοί που κυβερνούσαν, οι Έλληνες του σήμερο μπορεί να μην πεινούσαν. (αρεφουδαίρνω, ρεφουδαίρνω εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω). Αρίζικος: Δεν είμαστε αρίζικοι και για κειονά πεινούμε, φταίει που τσοι ανάξιους γλακούμε και ψηφούμε. (αρίζικος, -η, -ο άνθρωπος χωρίς ριζικό, άμοιρος). Αριφνώ: Απ’ τσοι παλιούς πολιτικούς, δεν αριφνώ ψιχάλι και πρέπει όλος ο λαός στο ράφι να τσοι βάλει. (αριφνώ περιμένω).


80

Αρκαμπουζάρω: Αρκαμπουζάρει η Χώρα μας με κόντρα τα κανόνια, αφού μικιοί μας κυβερνούν εδά τριάντα χρόνια. (αρκαμπουζάρω τουφεκίζω με αρκαμπούζι). Αρκαμπούζι: Με αρκαμπούζι πολεμά η Χώρα να νικήσει αφού πλια μπρος τη σπρώξανε στα χρέη να βουλήσει. (αρκαμπούζι [αρκαbούζι] (το) παλαιού τύπου εμπροσθογεμές όπλο). Αρμάκι: Σ’ ένα αρμάκι βγήκανε δυο δημοσιογράφοι και φώνιαζαν, η μοίρα μας, βάσανα πως μας γράφει. (αρμάκι (το) λοφίσκος). Αρματωσά: Χωρίς κιαμιά αρματωσά μας ρίξανε στη μάχη, αφού πλια μπρος μας άφησαν με άδειο το στομάχι. (αρματωσά (η) αρματωσιά, εφόδιο). Αρμηνευτής: Αρμηνευτές εθέλανε κεινοιά που κυβερνούσαν, μα άμα παίρναν δανεικά όλοι χειροκροτούσαν. (αρμηνευτής (ο) αυτός που συμβουλεύει, σύμβουλος). Αρμήνια: Αρμήνια ήθελ’ ο λαός να μάθει να ψηφίζει, για να μη φτάξει, σαν κι εδά, το κόμμα ντου να βρίζει. (αρμήνια (η) ορμήνια, διδαχή, συμβουλή, παραίνεση). Αρμπεντές: Σε αρμπεντέ μασε λαλεί τση Τρόικας η λύση κι α δεν ομονοήσομε δα μασε αφανίσει. (αρμπεντές [αbεdές] (ο) σφαγή). Αρνοκλήσι:


81

Σαν αρνοκλήσι, του λαού το κλάημα, γροικάται και το γροικά κι η Τρόικα, μα δε στενοχωράται. (αρνοκλήσι (το) βέλασμα των αμνοεριφίων, όταν απομακρυνθούν από τη μάνα τους, το οποίο μοιάζει με κλάμα).

Αρουβαλιά, Ανερουβαλιά: Αραβουλιές εκάνανε κεινοιά που κυβερνούσαν και ανοιχτούς παράδεισους πεχίνι μας πουλούσαν. (αρουβαλιά (η), ανερουβαλιά (η) απερισκεψία, επιπολαιότητα, βλακεία, πράξη αλλοπρόσαλλη, ανισόρροπη, άσκεφτη).

Αρπαμένος: Αφού τα όσα είχαμε μας τα ’χουν φαωμένα, δα τρώμε τ’ αποφάουδα κι ας είναι κι αρπαμένα. (αρπαμένος, -η, -ο αλλοιωμένος, μουχλιασμένος). Αρρωστάρης: Σαν αρρωστάρης προπατώ, πονώ κι αναχανιούμαι, άμα τσι ψεύτικες χαρές, που ζήσαμε, θυμούμαι, πριχού προκάμει η Τρόικα να μας αιχμαλωτήσει κι ολόγδυμους μες στο χιονιά, να μασε παραιτήσε. (αρρωστάρης, -ά, -ικο ασθενής, άρρωστος). Αρρωστώ:. Άμα γροικώ την Τρόικα να θέλει παραπάνω, ζαλίζομαι και αρρωστώ και δεν μπορώ να γιάνω. (αρρωστώ αρρωσταίνω). Αρσίζης: Αρσίζηδες κατάντησαν όλοι οι υπουργοί μας, κι αφού πλια μπρος μας χρέωσαν μιλούν για το πουγκί μας. (αρσίζης (ο) αναιδής). Αρτοπλασία: Αρτοπλασία ήταξα στην Παναγιά Παρθένα,


82

να μην ψηφίσει ο λαός, απ’ τσοι παλιούς, κιανένα. (αρτοπλασία (η) αρτοκλασία, προσφορά άρτων ως τάμα στο Χριστό, στην Παναγία ή σε κάποιο άγιο).

Αρτσαπάς, Αρτσιπάς: Σαν αρτσαπάδες τσοι θωρώ ούλους τσοι βουλευτές μας, γιατί με τσ’ αποφάσεις τως κάψανε τσι καρδιές μας. (αρτσαπάς (ο), αρτσιπάς (ο) φάντασμα). Άρτσι μπούρτσι κι ο λουλάς: Με άρτσι μπούρτσι κι ο λουλάς δάνεια από ξένους, μας κάμαν οι αφέντες μας όλους δυστυχισμένους. (άρτσι μπούρτσι κι ο λουλάς (ετ) ασυνάρτητα, μπερδεμένα, αταίριαστα). Αρτσιπάς, Αρτσαπάς: Σαν αρτσιπάδες τσοι θωρώ κειουσάς που κυβερνούνε, γιατί χρεώσαν το λαό, μα δε μετανοούνε. (αρτσιπάς (ο), αρτσαπάς (ο) φάντασμα).

Αρφανοζούμι: Κιανείς Γραικός δεν πάει μπλιο στο ράφτη για κουστούμι και στα τραπέζα ντως θωρείς νερό κι αρφανοζούμι. (αρφανοζούμι (το) φτωχικό φαγητό). Αρχοδιά: Η αρχοδιά που είχαμε παλιά κλερονομιά μας, δε μοιάζει με το κούτελο που δείχνει η γενιά μας. (αρχοδιά (η) αρχοντιά, σοβαρότητα, ευγένεια καταγωγής, εμφάνισης, συμπεριφοράς, επιβλητική παρουσία).

Ασάκαστος: Ασάκαστοι πομείναμε πάνω στα ύπατά μας, γιατί ’ρθενε η Τρόικα κι ήρπαξε τα λεφτά μας. (ασάκαστος, -η, -ο αυτός που εξακολουθεί ακόμα να θηλάζει, αυτός που δεν έχει τραφεί επαρκώς, μη αποτοξινωμένος, μη στερημένος για πολύ χρόνο σαρκικών απολαύσεων και ανέτοιμος για δράση).


83

Ασάλευτος: Ασάλευτος επόμεινα σαν μου ’παν να ψηφίσω κοιουσάς απού μας φέρανε εξήντα χρόνια πίσω. (ασάλευτος, -η, -ο ακίνητος, παράλυτος, καθηλωμένος). Ασαράντιστος: Όλο ασαράντιστα μωρά ψηφίζαμε για χρόνια και μασε πολυράρηξαν ολόγδυμνους στα χιόνια. (ασαράντιστος, -η, -ο αυτός που δεν έχει συμπληρώσει ακόμα σαράντα ημερών ζωή, ανήλικος, (μτφ) ανίκανος, διανοητικά καθυστερημένος).

Ασής, Χαΐνης: Κι ασής να γίνει ο λαός, πάλι δε δα γλυτώσει, γιατί οι κυβερνήτες του τον έχουνε προδώσει. (ασής (ο), χαΐνης (ο) αλήτης, αντάρτης, επαναστάτης, ανυπότακτος, αποστάτης, φυγάς, φυγόδικος).

Ασκαγιά: Μια ασκαγιά, στο κούτελο, μας έχουνε πεσμένη και μας ανοίξαν μια πληγή απού ποτέ δε γιένει. (ασκαγιά (η) βολή, χτύπημα με σκάγια). Ασκαλντί: Σκοντάψαμε και ασκαλντί να ’μαστε ποθαμένοι, μα η ζωή, κι αν ζήσαμε, δα να ’ναι πουλημένη. (ασκαλντί [ασκαλdί] (επ) παρ’ ολίγον, λίγο έλειψε). Ασκενάδα, Ασκιανάδα: Κοινοιά που κυβερνούσανε χρεώσαν την Ελλάδα κι είχαν δει πολλά πρωί ούλοι την ασκενάδα, και κεια που μασε φέρανε ανοίγουνται μπροστά μας μόνο δυο δρόμοι, και στενοί, για μας και τα παιδιά μας κι ο ένας είν’ τση Τρόικας οι Νόμοι, που πονούνε


84

κι ο άλλος τση φτωχολογιάς π’ άσκεφτοι μας λαλούνε. (ασκενάδα (η), ασκιανάδα (η) ίσκιος, σκιά). Ασκιάζω: Κιανείς μπαμπούλας σάικα άσκιασε τον παρά μας και το ’μαθε η Τρόικα κι ήκοψε τα φτερά μας. (ασκιάζω συγκεντρώνω, συσκευάζω υγρά, γεμίζω τα ασκιά, αντλώ). Ασκονταμός: Τση μοίρας μας το ζυγωτό ασκονταμό δεν έχει και ποιο δα ’ναι το χάλι μας άθρωπος δεν κατέχει. (ασκονταμός (ο) παρεμπόδιση, μεγάλη δυσκολία, ανακοπή). Ασκοφυσώ: Ασκοφυσώ άμα θωρώ κειουσάς τσοι βουλευτάδες, π’ αφού μασε χρεώσανε ανάψαν σαν λαμπάδες και μος εκαταλάβανε πως δε δα ξαναβγούνε, δηλώνουνε παραίτηση για να απαλλαγούνε, μα κι ο πλια βλάκας Έλληνας, την ώρα που τσ’ ακούει, σκέφτεται πως τα χάσανε και τον περνούν για βούι. (ασκοφυσώ ρουθουνίζω μανιασμένα). Ασλάνι: Σαν τα ασλάνια τρώγανε κι απού τσι δυο μασέλες όσοι μασε πουλούσανε μεταξωτές κορδέλες και λέγαν Σοσιαλισμό, μα και Δημοκρατία, όσα μασε σωρεύγανε στσοι νώμους μας φορτία. (ασλάνι (το) λιοντάρι). Ασπασμοί: Όψές με πιάσαν ασπασμοί π’ ήκουσα βουλευτάδες να λέν ότι το κόμμα ντως τα έκανε μπουγάδες,


85

και σκέφτηκε, τόσον καιρό, πού ήταν τρυπωμένοι κι εδά που μας φτωχάνανε είναι φενερωμένοι. (ασπασμοί (οι) (ακλ) σπασμοί). Ασπαχάλι: Κάθα λεφτό, η Τρόικα, μας δίδει ασπαχάλι, γιατί μας έχει εύκολα βαρμένους στο τσουβάλι. (ασπαχάλι (το) πρόσταγμα, διαταγή, εντολή). Ασπολλατισμός: Κατάρες κι ασπολλατισμοί μπερδένουν στο μυαλό μου κεια που γροικώ τα κόμματα, και κάνω το σταυρό μου, γιατί τη μια τα λένε τσε, την άλλη τα στρουφίζουν και ποιο ’ναι το συμφέρον μας, διάλε και το γνωρίζουν. (ασπολλατισμός (ο) μακαρισμός, ευχή για πολλά έτη ευτυχισμένης ζωής). Ασπροσάκουλο: Άδειασαν τ’ ασπροσάκουλα τση Τρόικας οι Νόμοι και γίνανε οι δανειστές τσ’ Ελλάδας κλερονόμοι. (ασπροσάκουλο (το) σακούλι λευκού χρώματος στο οποίο κάποτε φύλασσαν τα χρήματα).

Αστοχιά: Η αστοχιά στη Χώρα μας δεν ήρθε μοναχή τζης, σ’ αυτούς που κυβερνούσανε φώλευγε η ψυχή τζης. (αστοχιά (η) κακοτυχία, απώλεια, λανθασμένη ενέργεια, συμφορά). Άστρι: Άστρι δεν έχει ο ουρανός κι ήλιος ποτέ δε δίδει κι όπου ξανοίξω δίπλα μου, παντού θωρώ σκοτίδι. (άστρι (το) άστρο, αστέρι). Ασύστατος: Ασύστατοι κυβέρνησαν, για χρόνια, την Ελλάδα κι είχαν τη μέρα συννεφιά


86

και τσοι βραδιές λιακάδα. (ασύστατος, -η, -ο ασταθής, μεταβαλλόμενος). Ασφεντιλιά: Κεινοιά που μας κυβέρνησαν δεν είχαν το θεό ντως και σαν ασφεντιλιά «βαρύ» ήτανε το μυαλό ντως. (ασφεντιλιά (η) είδος φυτού με σαρκώδη ελαφρό κορμό, ασφόδελος). Ατζέμπα: Ατζέμπα δα γλιτώσομε απ’ τη χρεωκοπία γή δα μας πιάσει αδιάβαστους πάλι η ιστορία! (ατζέμπα (μόριο) άραγε). Ατζιγγανόκουνια: Σε μια ατζικανόκουνια κουνιέται Ελλάδα και μος την είδα τση ’βγαλα καινούργια μαντινάδα, που λέει πως όποιος μπορεί στα πόδια να κρατιέται, δεν πρέπει σε λειανό κλαδί ποτέ ντου να κουνιέται. (ατζιγγανόκουνια (η) κρεμαστή κούνια σε κλαδί δέντρου, που σ’ αυτήν κοίμιζαν τα παιδιά τους οι παλιές αγρότισσες).

Ατζούρι: Ατζούρι βάνει η Τρόικα σαν βρίσκει απαλάδα και σ’ όλων μας τσοι πισινούς το βάνει, στην Ελλάδα. (ατζούρι (το) ειδική ποικιλία αγγουριού, που τα περασμένα χρόνια καλλιεργούνταν χωρίς να αρδεύεται, επειδή οι βροχές ήταν τότε πολύ περισσότερες, από όσες είναι σήμερα).

Ατιμώνω: Δεν ατιμώνω εκειουσάς που φταίνε και πεινούμε, όμως, με λόγια τσουχτερά τωσε παραπονούμαι. (ατιμώνω υβρίζω, κακολογώ). Ατσάκωτος: Ατσάκωτοι πομείνανε οι φταίχτες για την κρίση και δεν τζοι γνοιάζει ’δα κι αυτούς φούρνος να μην καπνίσει! (ατσάκωτος, -η, -ο αυτός που δεν έχει συλληφθεί).


87

Ατσαλένιος: Ίσαμε ’δα τα κόμματα δείχνανε ατσαλένια, μ’ εδά εχτός απ’ τσοι σταυρούς, δεν έχουν άλλη έγνοια. (ατσαλένιος, -α, -ο ατσάλινος, αλύγιστος, άνθρωπος χωρίς συναίσθημα). Ατσαλιά: Τσι ατσαλιές του πολεμά να χώσει κάθε κόμμα, μα ντρέτο και χωρίς «λαδιές» δε βρέθηκε ακόμα. (ατσαλιά (η) ρύπος, ακαθαρσία). Ατσέλεγος, Ατσέλεγας: Πεινώ σαν τον ατσέλεγο την ώρα που χιονίζει, γιατί η έρμη Τρόικα το πιάτο μου γαυγίζει. (ατσέλεγος (ο), ατσέλεγας (ο) σπουργίτης). Ατσίδικο: Τ’ ατσίδικα στη χώρα μας σφαλίζουν ένα ένα, γιατί κι αυτά η Τρόικα τα ’χει σημαδεμένα. (ατσίδικο (το) εστιατόριο). Αυλόητος: Αυλόητες πομείνανε οι Χώρες στην Ευρώπη, γι’ αυτό κι οι μεγαλύτερες παίζουν τσι άλλες τόπι! (αυλόητος, -η, -ο άγαμος, αυτός που είναι μεν μνηστεμένος, αλλά δεν έχει παντρευτεί ακόμα και ιδιαίτερα με θρησκευτικό γάμο).

Αύριος: Άβρια λόγια μας πουλούν δεξοί, ζερβοί και άλλοι πως καθανείς τως, άμα βγει, στα πλούτη δα μας βάλει! (αύριος, -α, -ο στείρος). Αυρυοκάλαμο: Ωσάν τ’ αυρυοκάλαμο, απάνω στο κορμί μας, εφύτρωσε η Τρόικα και πίνει το ζουμί μας. (αυρυοκάλαμο (το) καλάμι που φύεται στα βρύα).


88

Αυχαρίστητος: Δεν είμαι αυχαρίστητος, θωρώ πως πολεμούνε, όσοι ετούτο τον καιρό τη Χώρα κυβερνούνε, μ’ απ’ τ’ ογδόντα κι ύστερα που κυβερνούσαν άλλοι, μας φέραν με στραβοπαιξές στο σημερνό μας χάλι. (αυχαρίστητος, -η, -ο ανικανοποίητος, αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτα).

Άφαγος: Άφαγους μας αφήσανε κεινοιά που κυβερνούσαν και τον παρά τση Χώρας μας, έπα κι εκειέ σκορπούσαν. (άφαγος, -η, -ο νηστικός, πεινασμένος). Αφόριο: Στσοι ξένους δίδαμε, παλιά, αφόρια πανωφόρια, μ’ εδά δε δίδομε ποθές μούτε τα αποφόρια. (αφόριο (το) ρούχο ή παπούτσι το οποίο δεν έχει φορεθεί ποτέ, καινούριο).

Αφρίτης: Σαν τον αφρίτη, πού και πού, η Χώρα τούτη, κλαίει και κάθα δέκα τέρμενα βυθίζεται στα χρέη. (αφρίτης, -ισσα δαιμονισμένος). Αχαμνίζω: Απού την πείνα, ο λαός, ήρχιξε ν’ αχαμνίζει και για καλύτερη ζωή ήπαψε να ελπίζει, γιατ’ η παντέρμη Τρόικα έχει καρδιά μεγάλη που δε λυπάται, δεν πονεί, γιατί ’ναι απ’ ατσάλι. (αχαμνίζω αδυνατίζω, εξασθενώ). Αχάμνωση: Αχάμνωση, σαν τουτηνιέ στα οικονομικά μας,


89

δεν τηνε φανταστήκαμε μούτε στα όνειρά μας. (αχάμνωση (η) αδυναμία, εξασθένηση). Αχέλι: Σαν τα αχέλια ξεγλιστρούν όσοι χρωστούν στο Κράτος, για τουτονά και ο λαός είναι πληγές γεμάτος. (αχέλι (το) χέλι.) Αχνόφεγγος: Ένα αχνόφεγγο βουνό σκεπάζει την Ελλάδα, γιατί ’σβησε η Τρόικα τση λευτεριάς τη δάδα. (αχνόφεγγος, -η, -ο αχνοφωτισμένες, υποφωτισμένος). Άχολος: Πάλι στον άχολο λαό φορτώσανε το βάρος να σώσει την Ελλάδα μας να μην την πάρει ο Χάρος. (άχολος, -η, -ο αυτός που δεν έχει χολή, άκακος, (μτφ) αυτός που δε θυμώνει ποτέ, καλόκαρδος, καλός, αγαθός).

Αχτάρης: Απ’ τσοι φτωχούς αχτάρηδες ξανοίγουνε ν’ αρπάξουν, τσι τρύπες που ανοίξανε, οι υπουργοί, να φράξουν. (αχτάρης, -α έμπορος ψιλικών, μπαχαρικών, αρωμάτων, ψιλικατζής). Αχτάρικο: Αν λείπαν τα αχτάρικα και οι συνταξιούχοι, η φτώχεια δα μας πόμενε μόνιμο καρακούχι. (αχτάρικο (το) κατάστημα πωλήσεως ψιλικών, μπαχαρικών, αρωμάτων).

Ω Ώρες βολές: Ώρες βολές, άμα σκεφτώ πώς πόδωσε η Ελλάδα, χάνω τον κόσμο γύρω μου απ’ την πολλή ζαλάδα. (ώρες βολές (ετ) μερικές φορές, κάπου κάπου, ενίοτε). Ώρα:


90

Ώρα ’ναι ’δα να κλείσομε ετούτο το τεφτέρι κι η μοίρα μας τέθοια κακά να μη μας ξαναφέρει. (ώρα (η) ώρα, στιγμή, χρονικό διάστημα). Υ.Γ. Με χαρά διάβασα το επίκαιρο άρθρο που δημοσίευσε η τοπική μας εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στο φύλλο της 19517/17-02-2012, με τον τίτλο «Αποκαλυπτικά για την Ελλάδα τα αρχεία του Φορεϊν Όφις», από τα οποίο, επιτρέψτε μου να παραθέσω κάποια αποσπάσματα, τα οποία θα στηρίξουν και μερικές μαντινάδες, που πριν το διαβάσω είχα δημιουργήσει και οι οποίες περιλαμβάνονται στο φτωχό τούτο έργο μου: «Αποκαλυπτικές αναφορές των διαπιστευμένων στην Ελλάδα Βρετανών διπλωματών για το ΠαΣοΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, για πραξικόπημα, αλλά και για την ακαταλληλότητα της οικονομίας ήδη από το 1981 έρχονται στο φως με τον αποχαρακτηρισμό απορρήτων αρχείων, καθώς πέρασαν 30 χρόνια του Φόρεϊν Όφις. Στα σημαντικά αυτά έγγραφα διαφαίνεται ένας έντονος προβληματισμός στη Δύση για τις συνέπειες που θα είχε η ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από το ΠαΣοΚ. Προβληματισμός που σχετιζόταν κυρίως με τη μετριοπαθή στάση του Ανδρέα Παπανδρέου σε θέματα από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ έως την οικονομία. Η βρετανική κυβέρνηση ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική ως προς τον ιδρυτή του ΠαΣοΚ, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τις εκθέσεις των διπλωματών, μεταξύ άλλων, ως «λαϊκιστής», «διπρόσωπος», «με αντιαμερικανικές εμμονές». Γράφει ο βρετανός πρέσβης στην Αθήνα Ιαν Σάδερλαντ: «Παρά το γεγονός ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει ζήσει πολλά χρόνια στην Αμερική, δεν συμπαθεί και δεν εμπιστεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει μια έμμονη ιδέα για απειλή της Τουρκίας. ......................» «Έμφαση ακόμα δίνεται στο θέμα της οικονομίας. Το Φόρεϊν Όφις μιλούσε για μια ακατάλληλα προετοιμασμένη Ελλάδα για να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ αλλά και για τη διαφθορά στο ελληνικό δημόσιο και τα ρουσφέτια, ενώ αναφέρεται η δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου το Δεκέμβριο του 1981 (τότε πρωθυπουργού) «Τα ταμεία είναι άδεια, λεφτά δεν υπάρχουν»..............» Ρωτώ, λοιπόν κι εγώ, έτσι, για την ιστορία : Τότε, με ποια λεφτά έδωσε η κυβέρνησή του, τόσο μεγάλες αυξήσεις στους υπαλλήλους του κράτους και των κρατικών εταιριών και σχεδόν διπλασίασε τις συντάξεις όλων των Ελλήνων συνταξιούχων; Με ποια λεφτά μετέτρεψε, προσωρινά βέβαια, την Ελλάδα σε Γη της Επαγγελίας; Και απαντώ ευθαρσώς: Για να δείξει πως δήθεν αγαπούσε τους Έλληνες, προκειμένου να επιτύχει πολλές φορές την επανεκλογή του ως σοφός και ικανότερος παντός άλλου Πρωθυπουργός της Χώρας. Μα με την ίδια δήλωση, αντίστροφα αυτή τη φορά, δεν εξαπάτησε τον ελληνικό λαό και ο υιός του και πέτυχε την εκλογή του ως Πρωθυπουργός πάλι της


91

Ελλάδας κατά τις τελευταίες εκλογές; «Λεφτά υπάρχουν», μας δήλωνε προεκλογικά και μόλις ο ελληνικός λαός τον πίστεψε και τον διάλεξε ως κυβερνήτη της Χώρας, σε λίγες μέρες προσέφυγε στην Τρόικα και υπέγραψε το περίφημο μνημόνιο εκθέτοντας και γελοιοποιώντας τον ίδιο του τον εαυτό. Εδώ ακριβώς επιβεβαιώνεται και η παρακάτω μαντινάδα μου: «Όσο για τα πολλά λεφτά, που είπα και ξανάπα, άμα εκαβαλίκεψα, σας είπα: ήταν τάπα!».


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.