ΤΑ ΑΘΗΝΑΙΚΑ 2014

Page 1


ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ Έτος ιδρύσεως 1895


.


διοικητικο συμβουλιο πρΟεδρΟΣ

Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς antiπρΟεδρΟΙ

Αγγελής Ι. Παπαγγελής και Αλέξιος Α. Κελαϊδής ΓεΝΙκΗ ΓρΑμμΑΤεΥΣ

Ρέα Σκούρτα ΤΑμΙΑΣ

Θεοφάνης Η. Θεοφανόπουλος εΙδΙκΟΣ ΓρΑμμΑΤεΥΣ

Ιωάννης Σπ. Κοκκολιάδης ΤΑ μεΛΗ

Αικατερίνη Βλαχογιάννη-Δαγκλή Παναγιώτης Κ. Γυφτόπουλος Άννα-Αλίκη Κελαϊδή Δημήτριος Χρ. Τούκας Χρυσούλα Σπ. Τσίγκρη Νικόλαος Z. Ψύλλας


ΠΕΡΙοΔΙΚΗ ΕΚΔοΣΗ - ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔωΡΕΑΝ

Εκδότης: ΣυλλοΓοΣ ΤωΝ ΑΘΗΝΑΙωΝ

Κέκροπος 10, 105 58 Αθήναι Τηλ.: 210 3232021, Fax: 210 3313473 E-mail: syllogostonathinaion@otenet.gr Επιμέλεια τεύχους: Βασιλική Μαντζώρου

Tυπογραφική παραγωγή: ©

ΣυλλοΓοΣ ΤωΝ ΑΘΗΝΑΙωΝ


πΕριΕχομΕνα

IN MEMORIAM: Ιωάννης Δ. Τοτόμης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7 Ακόμη ολίγα διά τας Αθήνας, Ιστορική διάλεξη (13 Απριλίου 1943) του Γεωργίου Νικολαΐδη (1874-1947) στον Σύλλογο των Αθηναίων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13 Το γλέντι ενός φιλόλογου στην Παλιά Αθήνα, της †Ελίνας Γαληνού. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 48 ΒΕΓΓΕΡΕΣ – Η «κοσμική ζωή» των Αθηναίων της μεσαίας αστικής τάξης γύρω στα 1890-1912, του † Ηλία Π. Βουτιερίδη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 51 Αθήνα 1920 (Το χωριό-Πρωτεύουσα) του Ιωάννη Αλεξάνδρου Γέροντα (1909-1991). . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 59 Ο εορτασμός 180 ετών από την απελευθέρωση της Ακρόπολης (1833-2013) στον Σύλλογο των Αθηναίων Απονομή Χρυσού Μεταλλίου του Συλλόγου των Αθηναίων στον κ. Ναπολέοντα Νέζερ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 108 Σελίδες από την ιστορία του «Συλλόγου των Αθηναίων» Μία ακόμη σπάνια έκδοση «Εις Τιμήν Διονυσίου του Αρεοπαγίτου του Πολιούχου Αθηνών» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 123


.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 7

IN MEMORIAM

ιωάννης δ. τοτόμης (1931-2014).


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 8

O

10ος Πρόεδρος του Συλλόγου των Αθηναίων Ιωάννης Δ. Τοτόμης πέρασε στην αιωνιότητα αφήνοντας αγαθές μνήμες σε όσους βρέθηκαν στο διάβα του 83χρονου όμορφου αθηναϊκού ταξιδιού του. Γεννήθηκε κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, απολαμβάνοντας τις ακτίνες του αττικού ήλιου. Ποτίστηκε με τις αξίες εκείνων που αγωνίστηκαν για ελεύθερη πατρίδα και κοινωνική δικαιοσύνη. Ρηξικέλευθος και χρηστοήθης, συνεπής στις αστικές του καταβολές, αγωνίστηκε επί δεκαετίες για τη γενέτειρά του, έσπειρε και η σπορά του απέδωσε καρπούς. Πολιτεύθηκε στα κοινά με σύνεση και γνώμονα το κοινό συμφέρον. Ακατάβλητος και μαχητικός, σώφρων και καλλιεργημένος μας παρέδωσε τη σκυτάλη δείχνοντας τον ορθό δρόμο. Έναν δρόμο που διήνυσε σμιλεύοντας τον ακατέργαστο λίθο της ανθρώπινης ψυχής. Yμνώντας ίσως την Πόλη με τους στίχους του Μαλακάση: «Νοσταλγικό το χώμα σου, γλυκειά μου Αθήνα, Αθήνα! Κι αν είναι ακόμα τάφος, το φως βγάζει από μέσα του ρόδα, ζεμπούλι, κρίνα και γίνεται ζωγράφος της ζαφειρένιας σου ομορφιάς, γλυκειά μου Αθήνα, Αθήνα! Πως θέλω να πεθάνω κάτω από τα’ αλαφρόδετα διάφανα φύλλα εκείνα, που η δόξα μένει απάνω» Ε.Γ.Σ.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 9

O Ιωάννης Τοτόμης ήταν γόνος παλαιάς προεπαναστατικής οικογένειας των Αθηνών και γιος του Αθηναίου Δημητρίου Ι. Τοτόμη και της Αθηναίας Αικατερίνης Γεωργίου Διάμεση. Η οικογένεια Τοτόμη μετείχε από τις πρώτες στην Επανάσταση του 1821, προσφέροντας τρεις άνδρες στον βωμό της πατρίδας, σύμφωνα με τα στοιχεία που διέσωσε ο Διονύσιος Σουρμελής. Τον Λάμπρο Τοτόμη, τον Παναγιώτη Τοτόμη και τον Πανούση Τοτόμη. Ο παππούς της μητέρας του Παναγιώτης Τζάνος, διατηρούσε από τα μέσα του 19ου αιώνα μεγάλο και πολυτελές κατάστημα νεωτερισμών στην οδό Αιόλου και ο παππούς της μητέρας του Γεώργιος Διάμεσης ήταν από τους ιδρυτές της Εμπορικής Ενώσεως Αθηνών στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο πατέρας του Δημητριος Τοτόμης (1892-1954) του Ιωάννου και της Βασιλικής Χρυσαΐτη είχε σπουδάσει νομικά, πολιτικές και οικονο-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 10

μικές επιστήμες στο Βέλγιο και έγινε δικηγόρος στην Αθήνα το 1914. Δύο χρόνια νωρίτερα, σε ηλικία 20 ετών, είχε καταταχθεί εθελοντής Λοχίας του Πυροβολικού, μετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους και τραυματίστηκε στο Γιδά της Μακεδονίας. Το 1920 ανέλαβε τα καθήκοντα διευθυντού Εργασίας στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και το 1925 μέλος του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης. Είχε διατελέσει Πρόεδρος πολλών Σωματείων και Οργανισμών, παραμένοντας μέχρι τον θάνατό του Πρόεδρος της Ενώσεως Αθηναίων του Τόπου με Γενικό Γραμματέα τον μετέπειτα Πρόεδρο του Συλλόγου των Αθηναίων Δημήτριο Γέροντα (1913-1998). Ο Δημήτριος Τοτόμης από τον γάμο του με την Αικατερίνη Διάμεση απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τη Βασιλική, σύζυγο Δημητρίου Αθανασιάδη, την Ελένη, σύζυγο Αθανασίου Δάϊκου, τη Μαρία, σύζυγο Δημητρίου Καραμάνη και τον Ιωάννη Τοτόμη. Συνεχίζοντας τη μακρά παράδοση της οικογενείας του υπηρέτησε τον Σύλλογο των Αθηναίων και την ελληνική πρωτεύουσα επί μία εξηκονταετία περίπου, αφού γράφτηκε μέλος του Συλλόγου το 1955 σε ηλικία 23 ετών. Μέλη του Συλλόγου ήταν ο πατέρας του αλλά και ο παππούς του Ιωάννης Τοτόμης, καθώς και ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του Γεώργιος Διάμεσης. Ο Ιωάννης Τοτόμης γεννήθηκε τον Οκτώβριο 1931 στην Πλάκα. Το 1948 τελείωσε το Πειραματικό Σχολείο Αθηνών του Πανεπιστημίου Αθηνών με βαθμό άριστα και στη συνέχεια φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου σπούδασε νομικά, οικονομικά και πολιτικές επιστήμες, συμμετέχοντας παράλληλα δραστήρια στη Χριστιανική Φοιτητική Ένωση. Πήρε το πτυχίο του το 1952 και στη συνέχεια υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό με τον βαθμό του εφέδρου Σημαιοφόρου. Στις αρχές του 1955 διορίστηκε δικηγόρος στην Αθήνα. Κάτοχος τριών ξένων γλωσσών (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά) συμμετείχε σε σεμινάρια οικονομικών σπουδών στην Αθήνα, στη Γενεύη και στο Παρίσι. Το 1957 ο Ιωάννης Τοτόμης εκλέχθηκε για πρώτη φορά μέλος του


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 11

Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου των Αθηναίων και ανέλαβε τα καθήκοντα του Ταμία. Παράλληλα με την επιτυχημένη επαγγελματική του σταδιοδρομία προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Αθήνα, ενώ εκλέχθηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου το 1998, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 2011. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του φρόντισε να βελτιωθούν τα οικονομικά του Συλλόγου και να εκσυγχρονιστεί η οργανωτική του δομή. Στόχος του, όπως ο ίδιος τον είχε θέσει, ήταν «να ανεβάσει το κύρος του, ώστε να ακούγεται ο λόγος του και να προσφέρει στην Αθήνα και στην Ελλάδα σε όλους τους τομείς». Ο Ιωάννης Τοτόμης τιμήθηκε, το 1992, από την Ιουστινιάνειο Ιερά Μονή του Θεοβάδιστου Όρους Σινά. Υπήρξε μέλος της Ελληνικής Ανθρωπιστικής Εταιρίας, των Φίλων του Αγίου Όρους και της Ε.Λ.Π.Α., επίτιμο μέλος του Συλλόγου Αθμονέων και τακτικό μέλος της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων. Παντρεμένος με τη Χριστίνα Σπηλιωτοπούλου, τακτικό μέλος του Συλλόγου Αθηναίων και αχώριστη σύντροφό του μέχρι το τέλος, διέθεσαν όλες τις δυνάμεις τους για την ευημερία του Συλλόγου και την ανάπτυξή του.


.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 13 013

Γεώργιος Ι. Νικολαΐδης

«Ακόμη ολίγα διά τας Αθήνας» ή «Ύμνος στην Παλαιά Αθήνα» Ανέκδοτη διάλεξη που εκφωνήθηκε στον Σύλλογο των Αθηναίων (13 Απριλίου 1943)

Επιμέλεια: Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς


.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 15 015

Εισαγωγή

Σ

την έκδοση «Η ζωή μου - Γεώργιος Ι. Νικολαΐδης»1 προϊδεάσαμε τους αναγνώστες για την ύπαρξη αρχείου εις χείρας της οικογενείας Στρ. Στρατήγη, με πολύτιμες πληροφορίες για την αθηναϊκή κοινωνία και γενικότερα την ελληνική πρωτεύουσα. Επιλέγοντας να δημοσιεύσουμε τη διάλεξη που έδωσε ο Γ. Νικολαΐδης στον Σύλλογο των Αθηναίων (13 Απριλίου 1943), ουσιαστικά γνωστοποιούμε και το αθηναϊκού ενδιαφέροντος περιεχόμενο του αρχείου, το οποίο προέρχεται αφενός μεν από τα οικογενειακά του τεκμήρια και αφετέρου από τις έρευνες που διεξήγαγε αποσκοπώντας στην έκδοσή τους κατά τα μεταπολεμικά χρόνια. Αποκαλύπτεται ωστόσο και το γεγονός ότι ο αντιστράτηγος Γ. Νικολαΐδης υπήρξε δεινός αθηναιοδίφης, προϊόν της αγάπης του για τη γενέτειρά του. «Τας παλαιάς Αθήνας τας ηγάπησα και τας ελάτρευσα μετά πάθους» δηλώνει στο ακροατήριό του, αποκαλύπτοντας πως αρεσκόταν να τριγυρνά στην Πλάκα και τις γύρω περιοχές, να παρατηρεί τα εκκλησάκια, τα αρχοντικά και τις ανασκαφές, συλλέγοντας πληροφορίες. Στην πραγματικότητα η διάλεξη που έδωσε ο Γ. Νικολαΐδης ήταν μία πρώτη παρουσίαση της προόδου των μέχρι τότε ερευνητικών του δραστηριοτήτων με αθηναϊκή θεματολογία καθώς και η εξαγγελία τεσσάρων εργασιών τις οποίες ευελπιστούσε να ολοκληρώσει και να εκδώσει μετά την απελευθέρωση. Δεν παραλείπει, καταμεσής της Κατοχής, να στείλει και τα ελπιδοφόρα μηνύματά του για την απαλλαγή από τους κατακτητές. Αναφερόμενος στους αγώνες των Ελλήνων επισημαίνει ότι στο πέρασμα των αιώνων κατόρθωσαν να διατηρήσουν το αίσθημα της ελευθερίας, την προσήλωση στην ορθόδοξη εκκλησία 1

Εκδόσεις ΛΟΓΟΤΥΠΟΣ, Σπάρτη 2012.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 16 016

και στη γλώσσα και «όταν ένα έθνος έχει αυτάς τας δυνάμεις δεν δύναται παρά να ελευθερωθή», όπως αναφέρει στο κείμενό του, το οποίο είναι υπογραμμισμένο στο πρωτότυπο. Και κλείνοντας την ομιλία του θα πει: «Και ημείς οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, περιμένομεν… την Ανάστασιν», εννοώντας βεβαίως την ανάσταση της πατρίδας. Ο Σύλλογος των Αθηναίων στα μαύρα χρόνια της Κατοχής λειτούργησε ως χώρος συγκέντρωσης των αστών που είχαν βρεθεί στο στόχαστρο των γερμανικών αρχών και όσων συνεργάστηκαν μαζί τους. Απόστρατοι ανώτατοι αξιωματικοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, αρχιτέκτονες και μηχανικοί, έμποροι, άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων και πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν προπολεμικά στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης έβρισκαν στα εντευκτήρια του Συλλόγου θαλπωρή και ασφάλεια. Πρόεδρος του Συλλόγου ήταν από το 1932 ο Λάμπρος Καλλιφρονάς (1853-1950), ο οποίος είχε φροντίσει να κρατήσει αποστάσεις από τις αρχές Κατοχής και όσους συμμετείχαν στις κυβερνήσεις αλλά και από εκείνους που είχαν στελεχώσει τη δημόσια διοίκηση. Ίσως είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ιωάννου Ράλλη, ο οποίος ήταν προπολεμικά μέλος του Συλλόγου. Αμέσως μετά την ανάρρησή του στο αξίωμα του Πρωθυπουργού, ο Σύλλογος (Λ. Καλλιφρονάς) του απέστειλε ευγενική επιστολή στην οποία αφού τον συνεχάρη για την ανάληψη των καθηκόντων του, του υπενθύμισε, με εξαιρετικά κομψό τρόπο, τις προβλέψεις του Καταστατικού, το οποίο από συστάσεως (1895) ανέφερε ότι «Ουδείς των ενεργεία πολιτευομένων δύναται να είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου»!2 Συμπλήρωνε ωστόσο πως αν έκρινε ο ίδιος θα μπορούσε να παραμείνει μέλος. Ο Ι. Ράλλης πήρε το «μήνυμα» και απάντησε άμεσα, με επιστολή που εστάλη από το «Γραφείον Προέδρου Κυβερνήσεως» στις 26 Απριλίου 1943.3 Στην επιστολή του παρακαλεί όπως γίνει δεκτή η πα2

3

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Γεωργίου Σ. Σταυριανού, 1895, άρθρο 10, σελ. 6. Ο Ιωάννης Ράλλης ανέλαβε Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου και προσωρινά υπουργός Γεωργίας, Επισιτισμού και Εθνικής Αμύνης στις 7 Απριλίου 1943. Η επιστολή φυλάσσεται στο αρχείο του Συλλόγου των Αθηναίων.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 17 017

ραίτησή του από μέλος του Συλλόγου διότι αφενός λόγω των υποχρεώσεών του δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του και αφετέρου δεν ήθελε να «προκύψει ζημία» στον Σύλλογο. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Σύλλογος πρωταγωνιστούσε στις εξελίξεις κατά τη δεκαετία του 1930, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά, είχε ως αποτέλεσμα πολλά μέλη του να βρεθούν στο στόχαστρο των αρχών Κατοχής, οι οποίες έσπευσαν να θέσουν «υπό ομηρίαν» όλους όσοι «από της 4ης Αυγούστου 1936 και εφεξής ήσκησαν … εν τη υπηρεσία του Κράτους, των δήμων, κοινοτήτων ή δημοσίων ή κοινωφελών ιδρυμάτων και παντός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ασκούντος ή μη διοίκησιν, των παραχωρηθεισών δημοσίων υπηρεσιών, ως και των ανωνύμων εταιρειών αίτινες διατελούν εις συμβατικάς σχέσεις μετά του Κράτους ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή παραχωρηθεισών δημοσίων υπηρεσιών ή προστατεύονται υπό του Κράτους διά προνομίων πάσης φύσεως, οιονδήποτε είτε έμμισθον είτε άμισθον αξίωμα ή λειτούργημα, αδιαφόρως του τρόπου καθ’ ον περιεβλήθησαν τούτο».4 Αυτά αναφέρονταν σε νομοθετικό διάταγμα που εκδόθηκε τον Ιούνιο 1941 καθιστώντας ελεγκτέους χιλιάδες Έλληνες πολίτες και τις οικογένειές τους. Με αφορμή δήθεν την αρχή του «πόθεν έσχες» εκατοντάδες άνθρωποι, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου είχαν διατελέσει υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί διοικητές, νομάρχες, γενικοί γραμματείς υπουργείων, υφυπουργείων και γενικών διοικήσεων, δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι, πρόεδροι οργανισμών και πάσης φύσεως νομικών προσώπων σύρονταν καθημερινά στις περιβόητες «Ανακριτικές Επιτροπές Ελέγχου Περιουσιών», οι οποίες συστήθηκαν σε όλους τους νομούς του κράτους5 και αργότερα στις «Ανακριτικές Επιτροπές», τις οποίες αποτελούσαν δικαστικοί, υπάλληλοι των 4

5

Νομοθετικόν Διάταγμα υπ’ αριθ. 230 «Περί ελέγχου των περιουσιών κατ’ εφαρμογήν της αρχής “πόθεν έσχες”», ΦΕΚ 215Α της 27ης Ιουνίου 1941, άρθρο 1, παρ. 1, σελ. 1083. Ο.π. Για τη συνέχεια του ζητήματος βλ. Νομοθετικόν Διάταγμα υπ’ αριθ. 410 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 230/1941 Νομοθετικού Διατάγματος “περί ελέγχου περιουσιών κατ’ εφαρμογήν της αρχής του “πόθεν έσχες”», ΦΕΚ 287Α της 23ης Αυγούστου 1941, σελ. 1510-1511 και Νομοθετικόν Διάταγμα υπ’ αριθ. 845 «Περί κωδικοποι-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 18 018

εφοριών και αστυνομικοί υπάλληλοι.6 Με αυτό τον τρόπο τέθηκαν σε καθεστώς κατάσχεσης περιουσίες ολόκληρες, κινητά και ακίνητα, μετρητά, χρεόγραφα, μετοχές και ομολογίες, τα οποία όταν απελευθερώθηκαν είχαν πλέον απωλέσει την αξία τους. Ένας από τους πρώτους που συνελήφθησαν, λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα και τον σχηματισμό της Κυβέρνησης Τσολάκογλου, στις 30 Απριλίου ήταν και ο Γ. Νικολαΐδης. Σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι την επαύριον της κυκλοφορίας της φήμης περί παραπομπής των υπουργών του Μεταξά σε δίκη, συλλαμβάνεται στις 7 π.μ. της 6ης Μαΐου και προσάγεται στην Ειδική Ασφάλεια, όπου προσήχθησαν και άλλοι συνάδελφοί του υπουργοί. Μεταφέρεται στις 7 Μαΐου προς κράτηση στην οδό Ησιόδου 1, όπου και ανακρίνεται και παραμένει κρατούμενος μέχρι την 13η Μαΐου. Επιστρέφει στο σπίτι του 13η Μαΐου και τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό και με κομμένο το τηλέφωνο. Ελευθερώνεται στις 24 Μαΐου με επανασύνδεση του τηλεφώνου και χωρίς άλλες συνέπειες από τότε. Με έμμεσο τρόπο και με αφορμή την εφαρμογή του νόμου τέθηκαν υπό στενή παρακολούθηση εκατοντάδες άνθρωποι, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι μήνες ολόκληρους να απευθύνονται και να συναλλάσσονται με τα Εφετεία, τα Ειρηνοδικεία, τις Οικονομικές Εφορίες και τις αστυνομικές αρχές της περιοχής τους προσπαθώντας να ανταποκριθούν στο δαιδαλώδες και πρωτοφανές δίκτυο ελέγχου που είχε στηθεί και καθιστούσε «ομήρους» τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Χαρακτηριστικό είναι ίσως ένα ακόμη παράδειγμα, του δημάρχου Αθηναίων και μέλους του Συλλόγου Αμβροσίου Πλυτά, ο οποίος, ως γνωστόν, είχε αρνηθεί να υποκύψει στις απαιτήσεις της πρώτης

6

ήσεως και συμπληρώσεως 1) του υπ’ αριθ. 230 έτους 1941 Νομοθ. Δ/ματος περί ελέγχου περιουσιών κατ’ εφαρμογήν της αρχής “πόθεν έσχες” και 2) του υπ’ αριθ. 410 έτους 1941 Νομοθ. Διατάγματος περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 230/1941 Νομ. Διατάγματος κλπ», ΦΕΚ 448Α της 23ης Δεκεμβρίου 1941, σελ. 2325-2331 και Νομοθετικόν Διάταγμα υπ’ αριθ. 1705/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινων του υπ’ αριθ. 845/1941 Ν. Διατάγματος “Περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 230/1941 Ν.Δ. περί ελέγχου περιουσιών κατ’ εφαρμογήν της αρχής του πόθεν έσχες”», ΦΕΚ 220Α της 31ης Αυγούστου 1942, σελ. 1321. Νομοθετικόν Διάταγμα υπ’ αριθ. 1705/1942, ό.π.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 19 019

Κατοχικής Διοίκησης. Αφού διασύρθηκε δημοσίως, όταν κλήθηκε προς έλεγχο από τις Κατοχικές αρχές, συρόταν ο ίδιος και η οικογένειά του επί μία διετία στις πάσης φύσεως επιτροπές. Ελέγχθηκαν η γυναίκα του Ουρανία, ο γιος του και αργότερα δήμαρχος Αθηναίων Γεώργιος και η σύζυγός του Βιργινία, η κόρη του Ελένη, σύζυγος Γεωργίου Ραυτόπουλου, καθώς και μέλη των συγγενών τους οικογενειών Αθανασούλα και Βλυσμά. Η περιπέτειά τους έληξε τον Απρίλιο 1942 «αποδειχθέντος ότι η υπό πάντων τούτων κατεχομένη ακίνητος και κινητή περιουσία, θεμιτώς, νομίμως και κατά τας αρχάς της κοινωνικής δικαιοσύνης απεκτήθη».7 Τότε άρθηκε και η κατάσχεση που είχε επιβληθεί προληπτικώς σε όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, τα οποία εν τω μεταξύ είχαν υπερβολικά απαξιωθεί. Σε αντίστοιχες περιπέτειες είχαν υποβληθεί σχεδόν όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου των Αθηναίων μηδέ του ήδη υπέργηρου προέδρου, παλαιού δημάρχου Αθηναίων, βουλευτού και υπουργού Λάμπρου Καλλιφρονά εξαιρουμένου. Υπό αυτές τις συνθήκες το Εντευκτήριο του Συλλόγου, το οποίο βρισκόταν στην οδό Κέκροπος 4, στο κτίριο που στέκει ακόμη όρθιο κοντά στις σημερινές του εγκαταστάσεις, φιλοξενούσε τα μέλη του. Φρόντιζε αφενός για την απάλυνση των επιπτώσεων της Κατοχής οργανώνοντας συσσίτια και δράσεις υπέρ του χειμαζόμενου αθηναϊκού λαού και αφετέρου για τα μέλη του στις δύσκολες εκείνες συνθήκες. Για να εισέλθει κάποιος στον Σύλλογο χρειαζόταν ειδική πρόσκληση ή κάρτα μέλους, λειτουργούσε υποτυπώδες κυλικείο, ενώ ήταν συχνές οι διαλέξεις αυστηρά αθηναϊκής θεματολογίας. Πολλά θα είχαν να μας διηγηθούν τα Πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία φαίνεται πως καταστράφηκαν κατά τα περίφημα Δεκεμβριανά, όταν τα μέλη του Συλλόγου κινδύνευαν όχι πλέον από τους Γερμανούς κατακτητές, αλλά από τους Ελασίτες που τα θεωρούσαν ex officio εχθρούς τους ως κατ’ εξοχήν εκπροσώπους του αστικού καθεστώτος. Μεταξύ των ελάχιστων τεκμηρίων που διασώθηκαν από την περίοδο της 7

Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 2 Απριλίου 1942, σελ. 2 και εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 2 Απριλίου 1942, σελ. 2.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 20 020

Κατοχής είναι και τα χειρόγραφα του Γεώργιου Ι. Νικολαΐδη. Είχε εκλεγεί μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Αντιπρόεδρος του Συλλόγου στις τελευταίες προπολεμικές αρχαιρεσίες. Είναι η περίοδος κατά την οποία συνταξιούχος ήδη και απέχοντας από τις πάσης φύσεως κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες αποφασίζει να ασχοληθεί με την πόλη που έζησε και αγάπησε. Υπερήφανα δηλώνει γέννημα και θρέμμα των Αθηνών και κάτοικος της Πλάκας. Από το 1941 συγκεντρώνει υλικό για τη σύνταξη ενός έργου υπό τον τίτλο «Συμβολή εις την Τοπογραφίαν των Παλαιών Αθηνών και των Περιχώρων». Κατέγραφε λεπτομερώς κάθε πληροφορία για τις εκκλησίες που σώζονταν ή είχαν κατεδαφιστεί, τα δημόσια κτίρια, τα σχολεία, τα λουτρά, τα τζαμιά και τα σπίτια. Χρησιμοποιούσε τις αναμνήσεις του, αφού είχε γνωρίσει τις μεγάλες αλλαγές της Αθήνας από το γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα μέχρι και το ξέσπασμα του πολέμου. Κατέγραφε επίσης τον κτιριακό πλούτο που χανόταν, τα πρόσωπα, τα γεγονότα αλλά και τον ιστορικό περίγυρο. Αλλά δεν ήταν το μόνο έργο που σχεδίαζε. Με σαφήνεια καθορίζει τους φιλόδοξους ερευνητικούς στόχους του που ήταν, μετά την Κατοχή, να εκδώσει τρία ακόμη έργα. Το ένα με πλήρη κατάλογο των περιηγητών και επισκεπτών της Ελλάδος και ιδίως των Αθηνών. Είχε ήδη, το 1943, συγκεντρώσει τα ονόματα περίπου 700 ξένων και 120 Ελλήνων οι οποίοι είχαν γράψει για την Ελλάδα και την Αθήνα, καθώς και 60 που είχαν γράψει ανώνυμα. Το δεύτερο έργο που σκόπευε να εκδώσει μετά την Κατοχή ήταν ένας πλήρης κατάλογος των Φιλελλήνων που είχαν αγωνιστεί για την απελευθέρωση της Ελλάδας την περίοδο 1821-1828. Είχε σχεδιάσει ωστόσο ένα ακόμη έργο, όπως ο ίδιος αποκάλυψε δημοσίως στη διάλεξή του. Διάγοντας το 69ο έτος της ηλικίας του και ακμαίος όπως διαπιστώνεται από τα κείμενα και τις φωτογραφίες, ταξινομούσε ήδη το υλικό για μία ακόμη εργασία με τον τίτλο τα «Σκαλάκια των Αθηνών». Παρέδωσε μάλιστα, στη διάλεξη που δημοσιεύουμε και τα περιεχόμενα της εργασίας αυτής, γεγονός που σημαίνει πως είχε ήδη προχωρήσει τις έρευνές του σε βαθμό ώστε να προβαίνει στην ανακοίνωση αυτή. Επιμελής και μεθοδικός, ο Γ. Νικολαΐδης φρόντισε να μας κρατήσει ενήμερους και για όσους και όσες παρευρέθηκαν στη διάλεξή του, την οποία συμ-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 21 021

πληρωματικώς, στις σημειώσεις του, τιτλοφορούσε και ως «Ύμνο στην Παλαιά Αθήνα». Σε ιδιαίτερο σημείωμά του και υπό τον τίτλο «Παρευρεθέντες» έχει 48 εγγραφές που αφορούν άτομα ή ζεύγη. Έτσι γνωρίζουμε πως τη διάλεξή του παρακολούθησαν ο Αμβρόσιος Πλυτάς (1886-1964), δήμαρχος Αθηναίων την περίοδο 1936-1941, ο Άγις Ταμπακόπουλος (1892-1958), υπουργός Δικαιοσύνης από το 1938 μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, ο λογοτέχνης, δημοσιογράφος και εκδότης Αχιλλέας Κύρου (1898-1950) της εφημερίδας «Εστία», ο Ηλίας Κριμπάς (1894-1981), υπουργός Υγιεινής της περιόδου 1939-1941, ο νομικός και πολιτικός Γεώργιος Σιδέρης (1886-1946), βουλευτής, υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Στυλιανού Γονατά (1922) και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου (1929) αλλά και μεταπολεμικά υπουργός Οικονομικών και άνευ χαρτοφυλακίου. Επίσης, ο πολιτικός και λόγιος Αλέξανδρος Α. Πάλλης (1883-1975), ο οποίος είχε διατελέσει γενικός διοικητής Ηπείρου, γενικός γραμματεύς του Υπουργείου Υγιεινής και είχε εκλεγεί βουλευτής Σερρών, ο δικηγόρος Σταύρος Πολυζωγόπουλος (γεν. 1894), ο οποίος εκλεγόταν επί μακρά σειρά ετών προπολεμικά και μεταπολεμικά βουλευτής Ηλείας και διετέλεσε υπουργός Πρόνοιας και Εργασίας, ο ιστορικός και λογοτέχνης Διονύσιος Κόκκινος (1884-1967), ο Κωνσταντίνος Τρίπος (1880-1977) γνωστός για τις σπουδαίες συλλογές φωτογραφιών, ο δημοσιογράφος, πολιτικός και νομικός Γεώργιος Πωπ (1872-1946) και ο Ιωάννης Δουρούτης, τελευταίος απόγονος της λαμπρής οικογένειας που είχε στην ιδιοκτησία της και το Μεταξουργείο των Αθηνών. Επίσης στην ίδια κατάσταση όσων παρευρέθηκαν στη διάλεξη του Γ. Νικολαΐδη βρίσκουμε τον φίλο του αντιστράτηγο Μίκη (Μιχαήλ) Μελά, γιο του Παύλου, την Τατιάνα σύζυγο Στεφάνου Ζάννου, τον στρατηγό Σέργιο Γυαλίστρα, τους ναυάρχους Χορς και Λ. Ψύλλα, τη χήρα του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή (18761936), τον εγγονό του Δημ. Καμπούρογλου και μέλη γνωστών οικογενειών της αθηναϊκής κοινωνίας (Καρατζά, Οικονομίδη, Παναγιωτίδη, Τσιριμώκου, Δαμάσκου, Βατιμπέλα, Δεκαβάλα, Μομφεράτου, Φωτιάδη, Κουλουμοπούλου, Σαΐτα, Κούλη, Ρούκη, Στάϊκου, Μελισσηνού, Φανή Καυτατζόγλου, Βικέλλα, Πετρίδη, Αρβανιτίδη κ.ά.). Αναφέρει και αρκετούς με τα μικρά τους ονόματα, με πλέον ευδιάκριτη την εγγραφή «Βαγγέλης, Ντέπη, Στράτης», αναφερόμενος


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 22 022

στον γαμπρό του Ευάγγελο, την κόρη του Δέσποινα Στρατήγη και τον δεκάχρονο τότε εγγονό του Στράτη Στρατήγη. Ο πόλεμος, η Κατοχή και τα δραματικά χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού που την ακολούθησαν διέσπασαν την άλυσο μακράς σειράς προσπαθειών τις οποίες κατέβαλαν οι γηγενείς για την ανάδειξη της ιστορικότητας της πόλεως. Όταν τελείωσαν οι περιπέτειες οι περισσότεροι πρωταγωνιστές είχαν φύγει από τη ζωή (Καμπούρογλους, Καλλιφρονάς, Λεβίδης κ.ά.) και το βλέμμα όλων ήταν στραμμένο στον αγώνα της επιβίωσης και της ανασυγκρότησης της χώρας και της πόλης. Σπουδαίες πρωτοβουλίες ατόνησαν ή εξαφανίστηκαν, οι σημαντικότεροι φορείς είχαν απωλέσει την περιουσία και την αίγλη των προπολεμικών τους δραστηριοτήτων, το ρεύμα αστυφιλίας που έπληξε την ελληνική πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια της κατοχής μετατράπηκε σε χείμαρρο και η ελληνική πρωτεύουσα εισερχόταν ανεπιστρεπτί στην εποχή της τσιμεντοποίησης. Ο Γ. Νικολαΐδης συνέχιζε να εργάζεται καταγράφοντας τις αναμνήσεις του και συγκεντρώνοντας υλικό για τις εργασίες του, αλλά ένα σοβαρό ατύχημα θα ανακόψει τη δημιουργικότητά του. Παρασύρθηκε από τραμ στο Παλαιό Φάληρο τον Μάρτιο 1944 και ακολούθησαν προβλήματα υγείας μέχρι τον Μάιο 1947 όταν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα έργα που είχε σχεδιάσει καταλείποντας ωστόσο ως παρακαταθήκη το πλούσιο αρχείο της οικογενείας του. Ίσως ο ερευνητής στην πρώτη επαφή του με το αρχείο Νικολαΐδη να θεωρήσει πως το υλικό του και οι έρευνες που πραγματοποίησε καλύπτονται από τη νεώτερη βιβλιογραφία και τις δυνατότητες που δίνουν τα σύγχρονα μέσα. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο συνθέτει τις πληροφορίες και αξιοποιεί τις πηγές, καθώς και το πλήθος των τεκμηρίων (φωτογραφίες, έγγραφα, χάρτες κ.ά.) το καθιστούν μοναδικό και όχι μόνον για τις περί των Αθηνών έρευνες. Το κείμενο της ομιλίας που εκφώνησε στον Σύλλογο Αθηναίων στις 13 Απριλίου 1943 ο Γεώργιος Νικολαΐδης είναι γραμμένο σε 15 ανισομεγέθεις χειρόγραφες σελίδες. Οι τρεις πρώτες σελίδες (21Χ29 εκ.) είναι γραμμογρα-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 23 023

φημένες και γραμμένες με μαύρη μελάνη. Ακολουθούν έξι σελίδες διαστάσεων 30Χ20 εκ. στις οποίες έχει αφεθεί περιθώριο (4,5 εκ.) για σημειώσεις, πέντε σελίδες διαστάσεων 34Χ21 εκ., όπου επίσης έχει αφεθεί μικρό περιθώριο και η τελευταία σελίδα είναι διαστάσεων 34,5Χ23,5 εκ. Στις τελευταίες 12 σελίδες έχει χρησιμοποιηθεί μπλε μελάνη. Στο αρχείο του ωστόσο φυλάσσονται και αρκετές σελίδες με τουλάχιστον δύο προσχέδια της ομιλίας, τα οποία αποκαλύπτουν αφενός την ενδελεχή έρευνα που έχει προηγηθεί και αφετέρου το εύρος των πηγών τις οποίες έχει χρησιμοποιήσει και καταγράφει ο συντάκτης του κειμένου. Προκαλεί εντύπωση η μεθοδικότητα με την οποία εργάζεται καθώς και οι ελάχιστες διορθώσεις, γεγονός που οφείλεται μάλλον στις πηγές τις οποίες χρησιμοποιεί και έχει επεξεργαστεί σε προηγούμενα στάδια, καταρτίζοντας τις εργασίες στις οποίες αναφερθήκαμε ήδη. Η πρώτη μεταγραφή του κειμένου έγινε από τη φιλόλογο κ. Παρή Χατζηγεωργίου, ακολούθησε δεύτερη παρέμβαση από τον κ. Στράτη Στρατήγη και την κ. Βασιλική Μαντζώρου, καθώς και η τελική επιμέλεια και οι υπομνηματισμοί από τον υπογράφοντα. Το κείμενο μεταγράφηκε από το πρωτότυπο χωρίς αλλαγές αλλά στο μονοτονικό και ο αναγνώστης ή ο ερευνητής έχει τη δυνατότητα να προβεί σε περαιτέρω αναζήτηση στοιχείων μέσω των υποσημειώσεων που τέθηκαν κυρίως στα ξένα ονόματα και επώνυμα, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως λήμματα για αναζήτηση στις γραπτές πηγές ή το διαδίκτυο. Τέλος, εκφράζουμε και από τη θέση αυτή θερμές ευχαριστίες στον κ. Στράτη Στρατήγη, διακεκριμένο μέλος του Συλλόγου των Αθηναίων, ο οποίος επέτρεψε τη δημοσίευση του ανά χείρας τεκμηρίου.


Γεώργιος Νικολαΐδης (1874-1947).


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 25 025

«Ακόμη ολίγα διά τας Αθήνας» Διάλεξις της 13ης Απριλίου 1943 εις τον Σύλλογον των Αθηναίων

Κυρίαι και κύριοι, Αφού ευχαριστήσω θερμότατα αφ’ ενός μεν το Προεδρείον του καλού Συλλόγου των Αθηναίων διά την παραχώρησιν του βήματος τούτου, και ιδιαιτέρως τον φίλτατον Γενικόν Γραμματέα κ. Δημ. Σκουζέ τον προλογίσαντά με, διά τους καλούς του λόγους, και αφ’ ετέρου το εκλεκτόν ακροατήριόν μου διά την μεγάλην τιμήν ην μου κάμνη σήμερον να έλθη να με ακούση και να με υποστή, και από το οποίον έχω να ζητήσω και την επιείκιάν του… διότι μετά 28 έτη συνεχή υπηρεσίαν εις το στράτευμα δεν εφανταζόμην διόλου ότι θα μου ήτο δυνατόν να γίνω και conferencier, θα προσπαθήσω να προσθέσω και εγώ ελάχιστα τινά διά τας Αθήνας, έσχατος εγώ μεταξύ τόσων Ελλήνων και ξένων οι οποίοι ύμνησαν τας αρχαίας, μεσαιωνικάς και παλαιάς Αθήνας, αν και η λέξις ύμνος είνε μικρά διά το Μεγαλείον και την Δόξαν των Αθηνών μέσω των αιώνων. Αρχίζω κάμνων μικράν παρέκβασιν γεωλογικήν, διά ν’ αναφέρω ότι η λοφοσειρά των Τουρκοβουνίων καταλήγει εις τoν Λυκαβηττόν (Λυκαυγοιτόν κατά τινα διότι εκείθεν εφαίνετο λίαν πρωΐ το λυκαυγές της Αθήνας) με τον Άγιον Γεώργιον εις την κορυφήν του, και ότι ως προέκτασις τούτου υψούται ο ιερός βράχος της Ακροπόλεως, ο οποίος εις την γεωλογικήν εποχήν ήτο


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 26 026

συνδεδεμένος με τον βράχον του Αρείου Πάγου, αποσπασθέντα κατόπιν της Ακροπόλεως κατά τον Γερμανόν Aldenhoven8 (σελ. 28) και συνεπεία σεισμού. Εις τα Μ.Δ. της Ακροπόλεως υψούται ο λόφος των Νυμφών με το Αστεροσκοπείον και την Πνύκα, ο λόφος του Φιλοπάππου με το ομώνυμον μνημείον του και ο λόφος της Κοίλης παρά τα Παλαιά Σφαγεία όστις και κατέρχεται μέχρι της Β. όχθης του Ιλισσού. Γέννημα και θρέμμα των Αθηνών, ζήσας όλην μου την ζωήν εις αυτάς και κατοικών εις την Πλάκαν εις ην έχω την ιδιοκτησίαν μου, το ιστορικόν αρχοντικόν του Πέτρου Γάσπαρη9 του Προξένου της Γαλλίας επί Τουρκοκρατίας, εις ο και διέμεινε το 1816 η Καρλόττα του Βρούνσβικ10, περί ης ακολούθως, ήτο πολύ φυσικόν ν’ αγαπήσω τας Παλαιάς Αθήνας. Και τας ηγάπησα, και τας ελάτρευσα μετά πάθους· Και τώρα ευρισκόμενος εις την Δύσιν του βίου μου, αισθάνομαι αληθινήν αγαλλίασιν να περιτρέχω «της Πλάκας της ανηφοριές που γέρνουν οι κληματαριές», κατά τους στίχους του τραγουδιού της Αθήνας, ν’ ανεβαίνω τα διάφορα σκαλάκια της το εν ιστορικώτερον και ποιητικώτερον του άλλου, να βλέπω το Παλαιόν Πανεπιστήμιον το σπήτι του Κλεάνθη, να επισκέπτομαι τα παλαιά εκκλησάκια της τα τόσο πολυπληθή, με την μεγάλην ιστορίαν των, και τα παλαιά αρχοντικά της Πλάκας, ων αρκετά σώζονται ακόμη άριστα, και να περιτρέχω τους χώρους των Ανασκαφών της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρίας, με το τετράγωνον ή την Βιβλιοθήκην του Αδριανού, την Πύλην της Αγοράς, με το Ωρολόγιον του Κυρρήστου, και τον χώρον των Αμερικανικών Ανασκαφών με την Στοάν του Αττάλου παρά την οδόν Ευρυσακίου11 τους Αγίους Αποστόλους με το περίφημον υπόγειόν των και τον χώρον της κατεδαφισθείσης εκκλησίας της Βλασσαρούς με τους τέσσαρας απο-

8

9

10 11

Αναφέρεται στο έργο του Ferdinand Aldenhoven ITINERAIRE DESCRIPTIF DE L’ ATTIQUE ET DU PÉLOPONÈSE par FERDINAND ALDENHOVEN, ATHENS 1841. Στις σελίδες 1-75 περιγράφει Αθήνα και Αττική. Ο ίδιος κατήρτισε, με άδεια της κυβέρνησης και τον πρώτο χάρτη με αποτυπωμένη τη διοικητική διαίρεση της χώρας (νομοί, διοικήσεις, δήμοι). Η Σκάλα του Γάσπαρη, Η ιστορία ενός αθηναϊκού σπιτιού, Πρόλογος Στρ. Στρατήγης, «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ. Πρόκειται περί της Caroline of Brunswick – Wolfenbüttel (Caroline Amelia Elizabeth 1768-1821). Η σημερινή οδός Βρυσακίου.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 27 027

καλυφθέντας μυθικούς γίγαντας. Και όσον πηγαίνω και τα εξετάζω, τόσον αισθάνομαι την ανάγκην να τα μελετήσω βαθύτερον και να επανέλθω και πάλιν. Το αυτό συνέβαινε και εις τον Καμπούρογλον ως έλεγεν. Ταξινομώ ήδη τα «Σκαλάκια των Αθηνών» περιβάλλοντα την Ακρόπολιν από Α.Μ. και Μ.Δ. και πρώτον τα υψηλότερα όλων εις την ρίζαν του βράχου, συνέχειαν της οδού Πανός, οπόθεν κατά τον Leake12 ανήρχετο εις την Ακρόπολιν η πομπή των Παναθηναίων, έπειτα εξ Α προς Δ 2) Τα της οδού Επιμενίδου συνεχείας της οδού Λυσικράτους άγοντα προς τους κίονας του Θρασύλλου13 3) Τα της οδού Μύρωνος παρά την οδόν Στράτωνος άγοντα προς τον Άγιον Γεώργιον του Βράχου 4) Τα της οδού Επιχάρμου άγοντα προς τον Άγιον Νικόλαον Ραγκαβάν 5) Τα της οδού Ερεχθέως άγοντα προς τους Αγίους Αναργύρους το Μ. Παναγίου Τάφου 6) Τα της οδού Μικέλη Καλλιφρονά τα στενώτερα όλων, 7) Τα της οδού Μνησικλέους τα ιστορικώτερα όλων αρχόμενα μετά την οδόν Λυσίου, 8) Τα της οδού Κλεψύδρας άγοντα προς την οδόν Θεωρίας και Ακρόπολιν, 9) Τα της οδού Πανός άγοντα προς την Ακρόπολιν 10) Τα της οδού Διοσκούρων άγοντα εκ της Πύλης της Αγοράς προς την οδόν Μητρώου 11) Τα της οδού Σωτηρίας Αλιμπέρτη άγοντα διά της εκκλησίας της Παναγίας Χρυσοκαστριωτίσσης εις την οδόν Θεωρίας και τα της οδού Πανδρόσου εις τα Αμπατζίδικα, έναντι της οδού Κηρυκείου και του καταστήματος Μαρτίνου, κλειόμενα σήμερον διά σιδηρού κιγκλιδώματος και οπόθεν ανήρχετο τις εις την καείσαν την 9 Αυγούστου 1884 Παλαιάν Αγοράν, την Μεγάλην Παναγίαν, και τον ακαλαίσθητον Πύργον εφ’ ου το περιβόητον Ωρολόγιον του Λόρδου Elgin του καταστρέψαντος και απαγαγόντος τας μετώπας του Παρθενώνος και μίαν των Καρυατίδων εκ του Ερεχθείου, ευρισκόμενα σήμερον εις το British Museum.

12

13

William Martin Leake (1777–1860). Από τις εκδόσεις του, που αφορούν στην αττική γη, εξέχουσα θέση κατέχει το έργο του The topography of Athens: With some remarks on its antiquities (1821). Επίσης εκδόθηκαν οι εργασίες του Journal of a tour in Asia Minor: with comparative remarks on the ancient and modern geography of that country (1824), Travels in the Morea: With a map and plans (1830) και με συμπλήρωμα Peloponnesiaca (1846), Travels in Northern Greece (1835) και Numismata Hellenica (1854) και επανέκδοση με συμπλήρωμα το 1859. Αναφέρεται στους δύο χορηγικούς κίονες, που σώζονται στο δυσπρόσιτο τμήμα της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης, ακριβώς κάτω από το τείχος της και πάνω από το μνημείο του Θρασύλλου.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 28 028

Τον Ιούνιον του 1883 ο ποιητής Παράσχος, προ της δευτέρας πυρκαϊάς της Παλαιάς Αγοράς της συμβάσης την Κυριακήν των Απόκρεω της 12 Φεβρουαρίου του 1884 έγραψε το κάτωθι καυστικώτατον ποίημα κατά του Elgin, επιγραφόμενον «Εις το Ωρολόγιον της Αγοράς»: A΄ Bάλτε φωτιά και κάψτε το στους τέσσερες αγέρες Σκορπίσετε την σκόνη του· σημάδι να μη μείνη· Eίναι ντροπή τόσου καιρού να στέκεται ημέρες, Oλόρθη η αδιάντροπη αυτή ευγνωμοσύνη... Γκρεμίστε το· δεν ξέρετε στο έθνος τί αξίζει· Στο έθνος; σ’ όλους τους λαούς, στην τέχνη, στη σοφία· Διαμάντι κάθε πέτρα του, διαμάντι μας κοστίζει· Mία του Iκτίνου ξεστεριά, μια σκέψι του Φειδία! B΄ Ένας Mιλόρδος μια φορά, του σκότους ένας Σκώτος, Mες στους ανθρώπους έσχατος, μες στους αχρείους πρώτος, Ήλθε στη γη της Aθηνάς σ’ άλλο καιρό και χρόνο K' έστησε το ρολόγι αυτό στην αγορά κολώνα, Kι αυτός δεν πήρε τίποτα, δεν πήρε παρά μόνο Oλίγα παληομάρμαρα του γέρο-Παρθενώνα. Eίχε το χέρι ανοιχτό, πολύ μας αγαπούσε· Ήτον φιλέλλην, καθώς λέν' κι αυτόν τον Άμπου τώρα... Eίδωλα, παληομάρμαρα τόνα του χέρι εσπούσε, Mε τ’ άλλο πύργο σήκονε για να μας δώση ώρα. Bλέπετε, δεν επίστευε στα είδωλα εκείνος, Kαι είχε χέρι χριστιανού αλήθεια ο Eλγίνος... Γ΄ Aιώνες ήτον ο δαυλός του Hροστράτου μόνος Kαι να του δώση σύντροφο δεν εύρισκεν ο χρόνος·


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 29 029

Mα ό,τι δεν ημπόρεσε ούτ’ ο καιρός να κάνη, O Σύλλας κ’ οι Xριστιανοί, φωτιά και Mουσουλμάνοι, Ένας Σκωτσέζος τόκανε κ’ εγκρέμισεν εκείνα Που είχε περηφάνεια του ο κόσμος και στολή του, Που του Φειδία έγλυψε το χέρι με ακτίνα Kαι το δαυλό συντρόφεψε το γύφτικο σφυρί του! Δ΄ Bάλτε φωτιά και κάψτε το· δεν είν’ αυτό ρολόγι Tου Γιούδα είν’ τ’ αργύρια, κατάρας μοιρολόγι· Γκρεμίστε το· δεν έχομε ανάγκη να τ' ακούμε· Δεν τον ξεχνούμε κι αν χαθή το φίλεμα το πλάνο· Θαρρούσε ο μωρός μ' αυτό πως θα τον θυμηθούμε! Ωσάν να μη πηγαίνωμε στον Παρθενώνα επάνω, Ωσάν να μη κυττάζωμε εις το αέτωμά του Γραμμένο με το χέρι του τ’ ανίερ’ όνομά του. Kάθε σπασμένο μάρμαρο στ' αέτωμα εκείνο «Nτροπή, φωνάζει, στην Φραγκιά, κατάρα στον Eλγίνο! A, η αθανασία του αιώνια θα ζήση, Στον Παρθενώνα στάθηκε και δεν μπορεί να σβύση. Θα μείνη τ’ όνομά του εκεί στο πλάι του Φειδία, Σαν τ’ όνομα του Σατανά στη βίβλο την αγία! Από μακρού χρόνου και συστηματικώς από διετίας ασχολούμαι εις την Σύνταξιν «Συμβολής εις την Τοπογραφίαν των Παλαιών Αθηνών και των Περιχώρων» εις ην καταγράφω λεπτομερώς πάσαν πληροφορίαν περί των υπαρχουσών σήμερον και των τοποθεσιών των κατεδαφισθεισών εκκλησιών, δημοσίων κτιρίων, σχολείων, λουτρών, τζαμιών και οικιών εν γένει. Συντάσσω εν κεφάλαιον δι’ εκάστην οδόν μετά παραπομπής εις τον χάρτην των Αθηνών του Γ.Η. Μπίρη του 183014 και υπό κλίμακα 1:10.000. 14

Αναφέρεται βεβαίως στον γνωστό Χάρτη των Αθηνών του Γ. Η. Μπίρη του 1930.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 30 030

Και πόσας αλλαγάς και εξαφανίσεις βλέπω καθημερινώς εις τας Παλαιάς Αθήνας των παιδικών μου χρόνων, πόσας μετατροπάς εις πολυκατοικίας, πόσα ισόγεια τα οποία έγειναν μαγαζεία. Και σήμερον ακόμη φεύγει άλλο ένα κομμάτι της Παλαιάς Αθήνας κατεδαφιζόμενον εις την οδόν Αδριανού 73, εις την γωνίαν με την οδόν Αγγέλου Βλάχου της οικίας εις ην διέμεινεν εις Αθήνας ο εθνικός ευεργέτης Βαρβάκης ελθών εκ Ρωσσίας. Και επανέρχομαι εις τας Αθήνας και την Ακρόπολιν της οποίας τα προϊστορικά τείχη φέρονται κτισθέντα το 1.400 π.Χ. δηλαδή προ 3.400 περίπου ετών με έδραν επί της Ακροπόλεως βασιλέως της Μυκηναϊκής εποχής και τους θρύλους διά τον Ερεχθέα, τον Κραναόν, τον Ίωνα, τον Ακταίον, τον Ώγυγα επί του οποίου έγεινε ο κατακλυσμός και τον Θησέα περί δε το 1.066 π.Χ. με τον ιστορικώς πλέον βεβαιωμένον τον Κόδρον τον πρώτον βασιλέα των Αθηνών. Και τι δεν είδον αι Αθήναι… Το 800 π.Χ. την Ενιαίαν Αττικήν και την ονομασίαν της πόλεως των Αθηνών εκ της θεάς Αθηνάς ή κατ’ άλλους εκ του Αθηναίου υιού του Κραναού, διά πρώτην φοράν αναφερομένην Αθήναι και την οποίαν οι κατακτηταί Φράγκοι αργότερα απεκάλουν Setines και Tenes. To 586 π.X. αναφαινομένους τους Δελφούς με το μαντείον των, το 527 π.Χ. τα Ελευσίνια μυστήρια, των οποίων η πομπή εξεκίνει εκ της Ακροπόλεως. Και μετά τους Περσικούς πολέμους και τας λαμπράς εορτάς διά τας νίκας του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος τον χρυσούν αιώνα του Περικλέους, και κατά τα έτη 444-421 π.Χ. τον κολοφώνα της δυνάμεως των Αθηνών με την έξοχον πομπήν των Παναθηναίων, όταν η Ρώμη ακόμη δεν ανεφέρετο αναφανείσα κατά τον Spon and Wheler15 (Τόμ. 2ος σελ. 60) μετά 800 έτη αφού ανεφάνησαν αι Αθήναι και αι σημεριναί μεγάλαι πρωτεύουσαι της Ευρώπης ήσαν αι κατοικίαι νομαδικώς ζώντων και βαρβαρών φυλών. Και μετά τας ημέρας της Δόξης κατόπιν των Περσικών Πολέμων, είδον έπειτα την Μακεδονικήν εποχήν με τον Φίλιππον και τον Αλέξανδρον, και υποδουλούνται διά πρώτην φοράν μετά την μάχην της Χαιρωνείας. 15

Ο Γάλλος γιατρός και αρχαιολόγος Jacob ή Jacques Spon (1647 –1685) και ο Άγγλος κληρικός και ταξιδιωτικός συγγραφέας Sir George Wheler (1650-1723).


Φωτογραφικό τεκμήριο από τα εγκαίνια της Έκθεσης Αθηναϊκών Κειμηλίων (Απρίλιος 1937) που μνημονεύει ο Γεώργιος Νικολαΐδης στο κείμενό του. Στην πρώτη σειρά διακρίνονται ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Δημ. Γρ. Καμπούρογλους.

Μανθάνουν την Γέννησιν του Χριστού και το 52 μ.Χ., και βλέπουν ενώπιόν των αυτόν τον Απόστολον Παύλον κηρύσαντα τον Χριστιανισμόν εις τας Αθήνας και εις τον λόφον του Αρείου Πάγου και κατά τα έτη 81 και 96 μ.Χ. παρίστανται εις τον μαρτυρικόν θάνατον του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και του Αγίου Φιλίππου λαβόντα χώραν εκεί όπου σήμερον η εκκλησία του Αγίου Φιλίππου εις το προς Δ. τέρμα της οδού Αδριανού, παρά το Θησείον. Και έπειτα έρχονται αιώνες, σκότους, δουλείας και ερημώσεως των Αθηνών. Υφίστανται τας δηώσεις των Ερούλων υπό τον Οδόακρον το 268 μ.Χ. τους οποίους εσταμάτησε παρά την Κηφισσιάν ο Αθηναίος Δέξιππος και την εισβολήν του Αλαρίχου με τους Βησιγότθους περί το 395 μ.Χ., αφού είχον ήδη υποστή τον Σύλλαν και τον Νέρωνα. Ο Σύλλας εισήλθε εις Αθήνας την 1 Μαρτίου του 86 π.Χ. εις την Αγοράν και τον Κεραμεικόν το αίμα έρρευσε ποταμηδόν και ο Πειραιεύς κατεστράφη ριζηδόν.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 32 032

Το 426 μ.Χ. αρχίζει η μετατροπή των αρχαίων ναών εις χριστιανικάς εκκλησίας, ο Παρθενών γίνεται η Παναγία η Αθηνιώτισσα, το Θησείον γίνεται ο Άγιος Γεώργιος ο Ακαμάτης, και το 1019 μ.Χ. έρχεται ο Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου ο Βασίλειος ο Β´ ο Βουλγαροκτόνος διά να προσφέρη ευχαριστίας εις την Παναγίαν την Αθηνιώτισσαν ανερχόμενος εις την Ακρόπολιν. Βλέπουν τους Φράγκους καταλαμβάνοντας τας Αθήνας με τον Όθωνα de la Roche16, δούκα των Αθηνών, και έπειτα τον Γουϊδωνα17, το 1460 την κατάληψιν των Αθηνών παρά των Τούρκων και την μετατροπήν του Παρθενώνος εις Τζαμί με Μιναρέν, ο οποίος εκρημνίσθη την 14 Οκτωβρίου 1852 με την θύελλαν ήτις εκρήμνισε και τον στύλον του Ολυμπίου Διός, και την αυτήν νύχταν εγεννήθη ο Καμπούρογλους, αυτόν τούτον τον Μωάμεθ Β΄ τον πορθητήν της Κων/πόλεως, την εισβολήν των Ενετών υπό τον Καπέλλον το 1464 και την καταστροφήν του Παρθενώνος παρά του Ενετού Μοροζίνη το 1687, αφού είχον ήδη δεχθή τους αγαθούς Καπουκίνους το 1658 εγκατασταθέντας εις το Φανάρι του Διογένους ή το Μνημείον του Λυσικράτους. Επί τριετίαν το 1688-1691 μετά την αναχώρησιν των Ενετών, αι Αθήναι είνε σχεδόν έρημοι, των Αθηναίων καταφυγόντων εις Ναύπλιον, Αίγιναν και Σαλαμίνα. Ακολουθεί η μακροχρόνιος δουλεία των Τούρκων με τον περιβόητο άρπαγα κτημάτων, χρημάτων και γυναικών τον βοεβόδαν Χατζή-Αλήν Χασεκήν κτίσαντα και το τειχίον τού 1778 πέριξ των Αθηνών το οποίον έκτισαν υπό τον τουρκικόν βούρδουλαν οι Αθηναίοι, και διά το οποίον εχρησιμοποιήθη ασβέστι προερχόμενον από αγάλματα και μνημεία αρχαία των Αθηνών. Και τέλος έρχεται η εποποιΐα του 1821 με τας μορφάς του Γ. Καραϊσκάκη, του Μακρυγιάννη, του Γκούρα, του Φαβιέρου και των άλλων ηρώων18, διά να καταλήξη την 2 Μαρτίου 1833 εις την ελευθέρωσιν των Αθηνών από τους Τούρκους και την 31 Μαρτίου Μεγάλην Παρασκευήν εις την ελευθέρωσιν 16 17

18

Πέθανε πριν από το 1234. Ο Γκυ Β’ ντε λα Ρος, ο αποκαλούμενος Γουίδων (1280-5 / 1308) ήταν Δούκας των Αθηνών και Αυθέντης Άργους και Ναυπλίας. Ήταν γιος του Γουλιέλμου Ντε λα Ρος και της κόρης του Δούκα Νέων Πατρών Ελένης Δούκαινας-Κομνηνής Αγγέλου. Εδώ στο χειρόγραφο ο συντάκτης σημειώνει: «Προφορικώς πολιορκία Ακροπόλεως, πέριξ της Ακροπόλεως, ατμόπλοιον Άστιγγος «Καρτερία», εκ της Ακροπόλεως τη 16 Ιανουαρίου 1827».


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 33 033

και αυτής της Ακροπόλεως καταληφθείσης παρά των Βαυαρών, ελθόντος εκ Ναυπλίου σώματος τακτικού στρατού υπό τον αντισυνταγματάρχην Πέλλιγκαν και τον υπολοχαγό Νέεζερ, ο οποίος εις τα απομνημονεύματά του εξιστορεί με συγκίνησιν τα της καταλήψεως της Ακροπόλεως του τελευταίου φρουράρχου Τούρκου Οσμάν Εφένδη και την ανύψωσιν εις τον Παρθενώνα της πρώτης ελληνικής σημαίας γαλανής με άσπρες παράλληλες λουρίδες και με άσπρο σταυρό στη μέση, την οποίαν έφερεν εκ νέου ο αγνώστου επωνύμου Καπετάν Δημήτρης με τον υιόν του. Μετά δύω ημέρας την Κυριακήν 2 Απριλίου εορτάζεται το πρώτον ελεύθερον Πάσχα από της εποχής του Μητροπολίτου Αθηνών Ακομινάτου, δηλαδή από του 1203 και σημαίνει μόνον η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά μετά 617 χρόνια σχεδόν δουλείας υπό τους Φράγκους Ενετούς και Τούρκους (154 έτη υπό τους Φράγκους και 363 υπό τους Τούρκους). Αι Αθήναι τότε είχον μόνον 300 οικίας ακρημνίστους, αλλά εις αθλίαν κατάστασιν και πληθυσμόν συνολικά 7000 κατά τον Πρόκες – Όστεν.19 Οι Αθηναίοι είχον ήδη μάθη την αποβίβασιν του Όθωνος εις Ναύπλιον την 25 Ιανουαρίου 1833 [ποίημα Σούτσου-απαγγελία]: Τι λαμπρά εκείνη ημέρα όταν εις την παραλίαν πέταξες ιππεύς ωραίος με λαμπράν ενδυμασίαν και οι βρόντοι των φρουρίων και των στύλων την Ελλάδα ελευθέραν ήγγειλαν στον κόσμον όλον. Δούλος χθες εδώ λαμβάνης βασιλίσσης λαμπρόν στέμμα και καλύπτεις με πορφύραν των τραυμάτων σου το αίμα. 19

Anton Graf Prokesch von Osten (1795 – 1876). Τα στοιχεία από το έργο του Geschichte des Abfalls der Griechen vom türkischen Reich im Jahre 1821. Stuttgart 1867.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 34 034

και εις τας 11/23 Μαΐου του 1833 τον βλέπουν διά πρώτην φοράν υποδεχόμενοι αυτόν εις τον Κεραμεικόν και παρά την Αγίαν Τριάδα. Διά του Β.Δ. της 18 Σεπτεμβρίου 1834 ορίζονται αι Αθήναι πρωτεύουσα της Ελλάδος, την 10 Δεκεμβρίου εγκαθίστανται εις Αθήνας αι αρχαί του Κράτους και την 25 Μαρτίου του 1838 εορτάζεται η πρώτη εθνική εορτή της Ανεξαρτησίας. Κατά τον Δ. Γ. Κ. οι Έλληνες κάτοικοι των Αθηνών μετά την άλωσιν παρά των Τούρκων και τους λοιμούς των ετών 1554 και 1556 ανήρχοντο εις 40 χιλ. Το 1688 προ της καταστροφής των Βενετών εις 16.000 και εις τας παραμονάς του 1821 συντελούντος και του Χασεκή εις 10.000. Και όμως οι Καπουκίνοι διεπίστωναν τότε ότι αι Αθήναι ήσαν η πολυπληθεστέρα πόλις της Ελλάδος. Και έγραψαν πάμπολλοι Έλληνες και ξένοι, περιηγηταί επισκέπται και συγγραφείς διά τας Αθήνας αποθανατίσαντες αυτάς άλλοι διά της γραφίδος και άλλοι διά του χρωστήρος των, αλλά και τι δεν είχον να πρωτογράψουν και να υμνήσουν, τι πρώτον και τι ύστατον. Μήπως μόνον διά το γλυκύν κλίμα της Αττικής, διά τον διαυγή και ανέφελον ουρανόν της, διά την εις τους πόδας της εκτεινομένην γαλανόλευκον θάλασσαν του Σαρωνικού, διά τα πάμπολλα άριστα σωζόμενα αρχαία μνημεία με κορωνίδα την Ακρόπολιν «και πάνω από το κάστρο σου, τον Παρθενώνα έχεις γι’ άστρο σου», διά τας βυζαντινάς της εκκλησίας, διά τα σωζόμενα μνημεία της Τουρκοκρατίας, και των πρώτων ετών της ανεξαρτησίας, διά το ιώδες χρώμα του Υμηττού, διά το χρυσούν χρώμα των αρχαίων μνημείων της, του Πεντελησίου μαρμάρου μόνον εις την Ελλάδα λαμβάνοντος το χρώμα τούτο ενώ αλλού γίνεται μαύρον ή και διά τα ολίγα πλην εκλεκτά προϊόντα της, του μέλιτος, του ελαίου και των ελαιών. Εκ των Ελλήνων αναφέρω τους κάτωθι αφού θέσω επί κεφαλής τους πολυγραφοτέρους, τον Δημήτριον Γρ. Καμπούρογλουν, αφιερώσαντα ολόκληρον ζωήν διά να ερευνά, μελετά και γράφη περί Αθηνών με την τρίτομον «Ιστορίαν των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας», τα τρίτομα επίσης «Μνημεία της Ιστορίας των Αθηνών», τας Παλαιάς Αθήνας, το Ριζόκαστρον τας Αθήνας που φεύγουν και μέγα πλήθος άλλων μονογραφιών και δημοσιευμάτων και τον Σπυρίδωνα Λάμπρον με την μνημειώδη «Ιστορίαν της Ελλάδος» του «νέου Ελληνομνήμονα» και τας κλασικάς μεταφράσεις του της Ιστορίας της Φραγκοκρατίας του


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 35 035

Μύλλερ και την ιστορίαν της πόλεως των Αθηνών του Γερμανού Φερδινάνδου Γρηγοροβίου20, τον Καβάσιλαν ελθόντα το 1528, τον εξ Ίμβρου Κριτόβουλον γραμματέα του κατακτητού Μωάμεθ του Β´, τον εκ Κρήτης ιερέα Γεώργιον Μπούμπουλην, γράψαντα τον «Θρήνον της Αθήνας», τον Τάσον Νερούτσον με τας Χριστιανικάς του Αθήνας, τον Κ. Παπαρρηγόπουλον, τον αρχαιολόγον Κ. Σ. Πιττάκην, τον Αλέξανδρον Ραγκαβήν, τον εκ Γαλαξειδίου Κωνσταντίνον Σάθαν, τον Αθηναιογράφον Διονύσιον Σουρμελήν, τον εκ Σάμου Επαμεινώνδαν Σταματιάδην με τους Καταλάνους εν τη Ανατολή, γράψαντα το 1854, τον Συνέσιον τον Φιλήμονα, τον ρωμαντικόν Αχιλλέα Παράσχον, τον Μαρίνον Π. Βρεττόν διαμένοντα εις Παρισίους με τα Εθνικά του Ημερολόγια και τας «Νέας Αθήνας» εκδοθείσας το 1860 μετά 14 μεγάλων λιθογραφικών πινάκων, τον Θεμιστοκλήν Φιλαδελφέα Νικολαΐδην με την δίτομον περί Αθηνών ιστορίαν του, τον Γεώργιον Κωνσταντινίδην Μακεδόνα με την βραβευθείσαν παρά του Δήμου Αθηναίων επίτομον ιστορίαν των Αθηνών και την ανέκδοτον εισέτι δυστυχώς χειρόγραφον Ιστορίαν των Αθηνών, τον Λύσανδρον Καυταντζόγλου, τον Ιωάννην Γεννάδιον, τέως πρεσβευτήν εν Λονδίνω με τους αρχαιολογήσαντας επιδρομείς κατά των Αθηνών το 1440-1837. Τον Κωστήν Παλαμάν τον μέγαν εθνικόν ποιητή υμνήσαντα εις στίχους τας Αθήνας και την Αττικήν, και εκ των νεοτέρων τον Ιω. Βλαχογιάννην με το «Αθηναϊκόν Αρχείον του», τον Διονύσιον Κόκκινον την εξάτομον φαεινήν ιστορίαν του της Ελληνικής Επαναστάσεως, τον αρχιτέκτονα Κώστα Ι. Μπίρην με τας θαυμασίας μονογραφίας του περί του σχεδίου της πόλεως των Αθηνών, τας Αθηναϊκάς μελέτας του τας Εκκλησίας των Παλαιών Αθηνών, την πεντάτομον πολεοδομίαν των Αθηνών ανέκδοτον εισέτι, τα Παρκερικά, τον Κλεάνθην και το έργον του και τους «Αρβανίτας» τους Ορλάνδον, Κ. Κουρουνιώτην, Ξυγκόπουλον και Σωτηρίου με το «Ευρετήριον Μεσαιωνικών Μνημείων» και άλλους. Ξένοι πάμπολλοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Ενετοί, Ιταλοί, δύω Καταλάνοι, 20

Σπυρίδων Π. Λάμπρος (1851-1919). Το πρώτο χρονολογικά ολοκληρωμένο έργο του ήταν Αι Αθήναι περί τα τέλη του δωδέκατου αιώνος, Αθήνησι 1878. Ο πρώτος τόμος του έργου του Ιστορία της Ελλάδος εκδόθηκε το 1886 και ο έκτος και τελευταίος τόμος το 1908. Πέραν των αναφερομένων στα θεμελιώδη έργα του περιλαμβάνεται και το Αθηναίοι Βιβλιογράφοι και κτήτορες Κωδίκων κατά τους μέσους Αιώνας και επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1902.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 36 036

εις Ολλανδός, δύω Ρώσσοι, δύω Σκανδιναυοί, δύω Φλαμανδοί και εις Τούρκος Τάρταρος έγραψαν περί Αθηνών και Αττικής. Δέον να εξάρω εκ των Άγγλων κατ’ αλφαβητικήν σειράν την ποιητικήν μορφήν του Λόρδου Βύρωνος, τον εκ Σκωτίας κόμητα Aberdeen αποκαλύψαντα την Πνύκα το 180321, τον Arundel22, τον Κάρολον Bracebridge, κτίσαντα και οικίαν επί των οδών Νικοδήμου-Θουκιδίδου, ένθα σήμερον το Σχολείον Χιλλ από το οποίον επέρασαν ολόκληροι γενεαί Ελληνίδων και ιδίως Αθηναίων, τον Strafford Canning23, τον λόρδον Carnavon, τον Ριχάρδον Chandler24, την Καρλότταν πριγκίπισσαν του Βρούνσβικ κατοικήσασαν εις την επί της οδού Αδριανού οικίαν του προξένου της Γαλλίας Πέτρου Γάσπαρη, και ενεργήσασαν αρχαιολογικάς ανασκαφάς το 1816 εις τους Αμπελοκήπους, και έπειτα περιβόητον ένεκα του διαζυγίου της μετά τον βασιλέα της Αγγλίας Γεώργιον τον Δ´, τον Φιλέλληνα και Αγωνιστήν στρατηγόν της Επαναστάσεως Ριχάρδον Τσούρτς25, του οποίου η οικία κτισθείσα επί Τουρκοκρατίας σώζεται άριστα σήμερον εις την οδόν Σχολείου αρ. 5 και ο οποίος έγραψε διά την ακριβή τοποθεσίαν της μάχης του Μαραθώνος. Τον περιηγητήν, συγγραφέα και ζωγράφον Dodwell26, τον Σκώτον Λόρδον Elgin27 (θου Κύριε…), τον Γεώργιον Φίνλεϋ ταγματάρχην28, τον λόρδον Γκίλφορδ29 τον ιδρύσαντα εις Κέρκυραν την Ιόνιον Ακαδημίαν, και κατασκευάσαντα δι’ εξόδων του την βρύσιν

21 22

23 24 25

26

27 28 29

George Hamilton-Gordon, 4ος Κόμης του Aberdeen (1784 – 1860). Πρόκειται για τον Thomas Howard, 21ο Κόμη του Arundel (1585 – 1646), ίσως τον πρώτο διδάξαντα τη μέθοδο της αρπαγής γλυπτών και συγκρότησης ιδιαίτερων συλλογών. Στις αρχές του 17ου αιώνα συγκρότησε την πρώτη συλλογή κλεμμένων γλυπτών, η οποία σήμερα βρίσκεται στο Ashmolean Museum της Οξφόρδης. Stratford Canning, 1st Viscount Stratford de Redcliffe (1786 – 1880). Richard Chandler (1738 – 1810). Sir Richard Church (1784 –1873). Το ονοματεπώνυμό του εξελληνίστηκε με διάφορες εκδοχές, όπως σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς, Ριχάρδος Τσουρτς, Τζουρτζ, Τσωρτζ κ.ά. Edward Dodwell (1767 – 1832). Εξέδωσε τα έργα A Classical and Topographical Tour through Greece (1819) και Views and Descriptions of Cyclopian or Pelasgic Remains in Italy and Greece (1834). Thomas Bruce, 7th Earl of Elgin and 11th Earl of Kincardine (1766 - 1841). George Finlay (1799 - 1875). Frederick North, 5th Earl of Guilford (1766 – 1827).


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 37 037

το Γκίλφορδ παρά το σημερινόν Πολυτεχνείον επί της οδού Πατησίων. Τον Συνταγματάρχην Leake, τον Cockerell30, τον Malcom31 κτίσαντα εις Άνω Πατήσια το 1830 έπαυλην αξίας 30 χιλ. λιρών, το έπειτα κτήμα Τρικούπη και ήδη Άσυλον Ανιάτων, και εισαγάγοντα διά να οικοδομήση τα πρώτα δίτροχα εκ Μάλτας, τον Σκώτον δικηγόρον Masson32 τον έπειτα διάσημον εισαγγελέαν εις μεγάλας δίκας, τον Ρenrose33 εκκαθαρίσαντα το 1885 την περιοχήν του ναού του Ολυμπίου Διός, τον William Miller34 ο οποίος έκαμε το 1925 ενδιαφέρουσαν διάλεξιν περί Παλαιών Αθηνών εις τον Ελληνοαγγλικόν Σύνδεσμον, τον Randolf35, τον Revet της εν Λονδίνω Society of Dilentanti36, ελ30

31 32 33 34

35

36

Charles Robert Cockerell (1788–1863). Από τις δημοσιευμένες εργασίες του εξαιρετικό αθηναϊκό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής: Travels in Southern Europe and the Levant, 1810-17 the Journal of C.R. Cockerell R.A., S.P. Cockerell Ed 1903, On the Aegina Marbles, Journal of Science and the Arts, VI 327-31, The Temple of Jupiter Olympius at Agrigentum, supplement to Stuart & Revetts Antiquities of Athens, 1829, The Pediment Sculptures of the Parthenon, as part VI of A Description of the Collection of Ancient Marbles in the British Museum, 1830, On the Painting of the Ancients, in the Civil Engineer and Architect's Journal, XXII p42-44 & 8891, 1859, The Temples of Jupiter Panhellenius at Aegina and of Apollo Epicurius at Bassae, 1860. Admiral Sir Pulteney Malcolm (1768 –1838). Edward Masson (1800 – 1873). Francis Cranmer Penrose (1817–1903). William Miller (1864 –1945). Μερικά από τα έργα του μεσαιωνοδίφη ιστορικού είναι: The Balkans (1896), Travel and Politics in the Near East (1898), Greek Life in Town and Country (1905), The Latins in the Levant (1908), The Ottoman Empire and its Successors (1913), Essays on the Latin Orient (1921), History of the Greek People 1821-1921 (1922), Trebizond the Last Greek Empire (1926). Προφανώς αναφέρεται στον Bernard Randolph (περ. 1643 – 1689), ο οποίος περιηγήθηκε στην Ελλάδα από το 1671 έως το 1679 και κατέγραψε τις αναμνήσεις του σε δύο χρονικά. Το πρώτο The present state of the Morea called anciently Peloponesus witch hath been near the hundred years under the dominions of the Turks and is now very much depopulated, together with a description of the city of Athens, islands of Zante, Strofades and Serigo. Faithfully described by Bernard Randolph, who resided in those parts from 1671 to 1679, London 1686 και το δεύτερο The present state of the islands in the Archipelago: sea of Constantinople and gulph of Smyrna. With the islands of Candia and Rhodes. Faithfully described by Ber. Randolph, Oxford 1687. Nicholas Revett (1720-1804). Συνέγραψε με τον James Stuart (1713-1788), τον αποκαλούμενο Αθηναίο, το έργο The Antiquities of Athens (1762) και με τον Richard Chandler (1738-1810) το Travels in Αsia Minor and Greece (1825). Η Society of Dilentanti ήταν Λέσχη Ευγενών που επιχορήγησαν τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης. Βλ. Jason M. Kelly, The Society of Dilettanti: Archaeology and Identity in the British Enlightenment (New Haven and London: Yale University Press and the Paul Mellon Centre for Studies in British Art, 2009).


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 38 038

θόντα ενταύθα το 1751, τον Pery Shelley37 ελθόντα μετά του Βύρωνος και τον Leicester Stanhope38 ελθόντα επίσης μετά του Βύρωνος και προσφέροντα το πρώτον τυπογραφείον το οποίον ελειτούργησε διά πρώτην φοράν εις Μεσολόγγιον. Εκ των Γάλλων (επίσης κατ’ αλφαβητικήν σειράν) τον Edmount About39 (θου Κύριε…), τον μέγα γλύπτην David d’ Angers40, τον Ισουΐτην Babin ελθόντα το 167241, τον αββάν Barthelemy42 γράψαντα το 1789 το πολύκροτον επτάτομον έργον του «Ταξείδιον του Νέου Αναχάρσιδος» το οποίον ανεγίγνωσκε μετά πάθους η Marie Antoinette43, η βασίλισσα της Γαλλίας πριν καρατομηθή το 1793, τον Henri Belle44 διαμείναντα τρία έτη εις Αθήνας και γράψαντα το 1881, τον Ε. Beulè45 αρχαιολόγον ανασκάψαντα τα Προπύλαια το 1852, τον J.A. Buchon46 ελθόντα το 1840-1841 και εξετάσαντα λεπτομερώς την Φραγκικήν Κατοχήν, τον Marquis Βute47 ανασκάψαντα την Παλαιάν Αγοράν και την εις αυτήν Μεγάλην Παναγίαν, τον Carrey48 ζωγράφον και σχεδιαστήν ελ-

37 38 39 40 41 42 43 44 45 46

47 48

Percy Bysshe Shelley (1792-1822). Leicester FitzGerald Charles Stanhope, 5th Earl of Harrington (1784 – 1862). Edmond François Valentin About (1828–1885). Pierre – Jean David d’ Angers (1788 –1856). Jacques Paul Babin, Relation de l’ etat present de la ville d’ Athenes, Lyon 1674. Jean-Jacques Barthélemy (1716 – 1795). Maria Antonia Josepha (ή Josephina) Johanna (1755 – 1793). Αναφέρεται στο έργο του Henri Belle, Trois annes en Grece, Paris 1881. Charles Ernest Beulé (1826–1874). Πρόκειται περί του Γάλλου Σχολάρχη Jean Alexandre Buchon (1791–1849), ο οποίος άφησε ατελείωτο το έργο του Histoire des conquètes et de l'établissement des Français dans les états de l'ancienne Grèce sous es Villehardouin, 1846. John Patrick Crichton – Stuart, 3ος Μαρκήσιος του Bute (1847-1900). Ο ζωγράφος και σκιτσογράφος Jacques Carrey (1649–1726) συνόδευσε τον διπλωμάτη Nointel και τα έργα του απεικονίζουν πιστά τον Παρθενώνα πριν από την καταστροφή του Μοροζίνι. Μεταξύ των ετών 1670 –1679 παρήγαγε περισσότερα από πεντακόσια σχέδια, ενώ στην Αθήνα, σε περίοδο δύο εβδομάδων (Νοέμβριος 1674) παρήγαγε περίπου 55 σχέδια των γλυπτών του Παρθενώνα. Βλ. T. Bowie and D. Thimme: The Carrey Drawings of the Parthenon Sculptures, 1971 και Ειρήνη Αποστόλου: Jacques Carrey (1649–1726) et ses dessins orientaux: un artiste troyen au service de l'ambassadeur de France à la Sublime Porte. Bulletin de la Société de l'histoire de l'art français, 2001, σελ. 63-87.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 39 039

θόντα το 1674 κατ’ εντολήν του εν Κων/πόλει Γάλλου Πρέσβεως Nointel49, και σχεδιάσαντα 200 φύλλα μεταξύ των οποίων την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα τότε ακέραιον ως και μέγιστον πίνακα των Αθηνών 3x5 μ. ευρισκόμενον σήμερον εις το Μουσείον της Chartres.50 Τον Chateaubriand51 μεταβαίνοντα εις Ιερουσαλήμ το 1806, τον Choiseul Gouffier52, Γάλλον πρέσβυν εν Κων/πόλει ελθόντα πλειστάκις μεταξύ των ετών 1780 και 1824 καταστρέψαντα και συλλήσαντα αρχαιότητας μεταξύ των οποίων τας μετώπας του Παρθενώνος, τον Clemenceau53 επισκεφθέντα την Δήλον προ του 1914 ως και τας Αθήνας, τον Βαρώνον Pierre Coubertin54 τον αναβιώσαντα τους Ολυμπιακούς Αγώνας, τον Firmin-Didot55 ελθόντα το 1816-1817, τον Alexander Dumas56, πατέρα, ελθόντα περί το 1840, τον Louis Fauvel57, λόγιον και ζωγράφον ελθόντα το πρώτον το 1781, έπειτα υποπρόξενον εν Αθήναις, έμπορον αρχαιοτήτων, μη ευνοήσαντα την Επανάστασιν του 1821, διενεργήσαντα ανασκαφάς και συντάξαντα λεπτομερή χάρτην των Αθηνών και της Αττικής το 1791, τον πασίγνωστο Γάλλον μυθιστοριογράφον Gustave Flaubert58 ελθόντα εις Αθήνας το 1850, τον Κάρολο Garnier59 τον αρχιτέκτονα της Grande Opera των Παρισίων, ελθόντα μετά του About το 1852, τον Θεόφιλον Gauthier60 ελ-

49 50

51

52

53 54 55 56 57 58

59 60

Charles Marie François Olier, marquis de Nointel (1635–1685). Το έργο φιλοξενείται ως δάνειο στο «Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου Ευταξία». François-René, Υποκόμης του Chateaubriand (1768 – 1848). Αναφέρεται στο έργο του Τravels in Greece, Palestine, Egypt and Barbary during the years 1806 and 1807, New York 1814. Πρόκειται για τον Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier (1752-1817), πρέσβη της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη (1784 – 1791), ο οποίος συνέγραψε το Voyage pittoresque de la Grèce και ήταν αρχαιοκάπηλος. Georges Benjamin Clemenceau (1841 – 1929). Pierre de Frédy, Baron de Coubertin (1863 – 1937). Firmin Didot (1764 – 1836). Αλέξανδρος Δουμάς ο πρεσβύτερος (1802 – 1870). Louis François Sébastien Fauvel (1753-1838). Gustave Flaubert (1821-1880). Βλ. Γράμματα του Φλωμπέρ από την Ελλάδα (εισαγωγή, μετάφρ. Ν. Αλιφέρη, 1984). Αφιέρωμα περ. Διαβάζω, τ. 142 (7 Μαΐου 1986). Charles Garnier (1825 – 1898). Théophile Gautier (1811 – 1872).


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 40 040

θόντα το 1852, τον κόμητα de Gobineau61 διπλωμάτην γράψαντα περί Καποδίστριαν και Όθωνος, τον Αντώνιον Grenier62 γράψαντα «Την Ελλάδα το 1863», τον Guillet de la Guilletiere63 το 1669, τον Pierre Guys ελθόντα εκ Μασσαλίας και ονομασθέντα κατά τους Spon και Wheler πολίτην Αθηναίον, τον κόμητα La Borde64 εκδώσαντα το 1854 «Τας Αθήνας του 15ου, 16ου και 17ου αιώνος», τον Μarcel Lambert65 διενεργήσαντα το 1877 ανασκαφάς Μ. της Ακροπόλεως και αποκαλύψαντα το Ασκληπίειον, τον Αλφόνσον Lamartine66 περιηγηθέντα την Ελλάδα το 1832-1833 και εκδώσαντα το «Voyage en Orient», τον Lenormant67 περιηγηθέντα την Ελλάδα το 1841 και αποθανόντα ενταύθα, τον υποκόμητα Θεόδωρον du Moncel68 ελθόντα το 1843-1844 και εκδώσαντα μέγα λεύκωμα με θέας των Αθηνών το 1848, τον Κάρολον de Moüy, πρέσβυν της Γαλλίας τον γράψαντα τας «Αθηναϊκάς Επιστολάς» περί Προπυλαίων, Παρθενώνος, και Ερεχθείου και τας «Νέας Αθήνας» με άκρως φιλελληνικά αισθήματα, τον Κάρολον de Nointel πρέσβυν της Γαλλίας εν Κων/πόλει ελθόντα το 1674 κατ’ εντολην του Colbert, τον Laurent Pouqueville69 με το ταξείδιόν του εις Ελλάδα το 1805, τον Renan70 τον γράψαντα την «Προσευχήν εις την Ακρόπολιν», τον ιατρόν Ιάκωβον Spon71 γράψαντα μετά του Wheler την περιήγησίν του εις την Ελλάδα το 1675-1676, τον Strack72 εταίρον της Γαλ. Σχολής, αποκαλύψαντα το 1862 το Θέατρον του Διονύσου, τον Θιέρσον ευρισκόμενον ενταύθα το 1852 ως πολιτικόν εξόριστον, τον Thouvenel73, πρέσβυν της Γαλλίας το 1849 και γράψαντα την «Ελλάδα του Βα61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73

Joseph Arthur Comte de Gobineau (1816 – 1882). Antoine Grenier (1823-1881). Georges Guillet de La Guilletière (1625 - 1705). Leon-Emmanuel-Joseph-Simon, Μαρκήσιος του Laborde (1807-1869). Marcel-Noël Lambert (1847-1928). Alphonse Marie Louis de Prat de Lamartine (1790 – 1869). Charles Lenormant (1802 – 1859). Theodore du Moncel (1821 - 1884). François Charles Hugues Laurent Pouqueville (1770 – 1838). Joseph Ernest Renan (1823 – 1892). Jacob Spon (1647–1685). Johann Heinrich Strack (1805 - 1880). Antoine Edouard Thouvenel (1818-1866).


Φωτογραφικό τεκμήριο από εκδήλωση στο Εντευκτήριο του Συλλόγου των Αθηναίων κατά τα τελευταία προπολεμικά χρόνια (Αρχείο Οικογενείας Στρατήγη). Στο κέντρο διακρίνεται ο Πρόεδρος του Συλλόγου Λάμπρος Καλλιφρονάς και αριστερά του ο Αντιπρόεδρος Γεώργιος Νικολαΐδης. Μπροστά από τον Πρόεδρο, καθισμένος οκλαδόν ο Γενικός Γραμματεύς Δημ. Σκουζές. σιλέως Όθωνος» και τον αγωνιστήν συνταγματάρχην Voutier74 τον φιλέλληνα τον γράψαντα το 1826 τας περί Ελλάδος επιστολάς του. Εκ των Γερμανών τον Φερδινάνδον Aldenhoven γράψαντα περί Αττικής, συντάξαντα λιθογραφικήν απεικόνισιν των Αθηνών το 1837 και τυπώσαντα τα βιβλία του ενταύθα το 1841 παρά τω Α. Nest, εις την οδόν Αιόλου, τον Bötticher75 ή Βöttiger κατά Ραγκαβήν, ανασκάψαντα πρώτον το Θέατρον του Βάκχου, τον Ερνέστον Κούρτιον76 γράψαντα το 1837 περί Αθηνών τον Φερδινάνδον Γρηγορόβιον77 ελθόντα το 1880 και 1882 και συγγράψαντα «την Μεσαιωνικήν Ιστορίαν των Αθηνών», τον Χριστόφορον Γεώργιον Gropius φι-

74 75 76 77

Olivier Voutier (1796 – 1877). Karl Bötticher (1806–1889). Ernst Curtius (1814 – 1896). Ferdinand Gregorovius (1821-1891).


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 42 042

λέλληνα και Πρόξενον της Αυστρίας, διαμείναντα εις Αθήνας μέχρι του 1850. Η οικία του σώζεται και σήμερον άριστα, με τα απαραίτητα μαγαζεία εις α μετετράπη το ισόγειον οδός Αδριανού αρ. 101 και 103. Τον Leo von Klenze, τον Κρούσιον ή Kraus εκ Βυτεμβέργης γράψαντα τα «Σουηβικά Χρονικά» και την «Τουρκογραικίαν», τον Mendelson Bartholdy γράψαντα περί του σχεδίου των Αθηνών, τον Αύγουστον Mommsen ελθόντα το 1866-1868 και γράψαντα επίτομον βιβλίον διά τας χριστιανικάς και παλαιάς εκκλησίας των Αθηνών, τον William Μüller γράψαντα την Ιστορίαν της Φραγκοκρατίας, εν Ελλάδι, τον Βαυαρόν Χριστόφορον Neezer ον εμνημόνευσα ανωτέρω, τον Ιάκωβον Roeser ιατρόν του Όθωνος και της Δουκίσσης της Πλακεντίας, γράψαντα απομνημονεύματα το 1834, τον Λουδοβίκον Ross ελθόντα το 1833, τον Stademann εκδώσαντα το «Πανόραμα των Αθηνών το 1835», τον βαρώνον von Τήλε, πρέσβυν Ελληνομαθή, και τον Wreda της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής, τον ανευρόντα την Βασιλικήν Αλιμούντος μεταξύ Καλαμακίου και Τραχώνων. Τον Ερρίκον Σλήμαν ζήσαντα και νυμφευθέντα Ελληνίδα, την Σοφίαν το γένος Καστρωμένου Αθηναϊκής οικογενείας με το επί της οδού Πανεπιστημίου Ιλίου Μέλαθρον, της ανασκαφής των Μυκηνών, της Τροίας, και καταβαλλόντα το τίμημα της κατεδαφίσεως το 1875 του τουρκικού και ακαλαισθήτου Πύργου της Ακροπόλεως. Εκ των Ενετών τους Berneda78, Fanelli δικηγόρον γράψαντα το 1707 το «Αtene Attica»79, τον San Felice80 μηχανικόν και σχεδιαστήν απεικονίσαντα το 1678 τον Παρθενώνα και τα τείχη των Αθηνών άθικτα. Εκ των Ιταλών τον Κυριάκον Pizzicoli τον Αγκωνιέα λεγόμενον, εξ Ancone της Ιταλίας81, τον πρώτον χρονολογικώς όλων των περιηγητών, ελθόντα πολ78

79

80

81

Αναφέρεται μάλλον στον Ενετό μηχανικό Veneda που φιλοτέχνησε σχέδια των Αθηνών επί ενετικής κατοχής και υπό τις οδηγίες του Antonio Moutoni, Count di San Felice. Francesco Fanelli. Πρόκειται περί του έργου ATENE ATTICA Defcritta da fuoi Principii fino all’ acquiſto fatto dall’ Armi Venete nel 1687, Venezia, MDCCVII. Πρόκειται για τον Antonio Moutoni, Count of San Felice, ο οποίος κατηγορείτο ως ανίκανος για επικεφαλής του πυροβολικού των Βενετών, αλλά σε εκείνον οφείλεται πράγματι η απεικόνιση του Παρθενώνος, η οποία εστάλη στη Γερουσία όταν ο Μοροζίνι άρπαζε γλυπτά από την Ακρόπολη. Ciriaco de' Pizzicolli ή Κυριάκος Αγκωνίτης (Cyriacus of Ancona 1391 — 1453/55), ο οποίος αρκετές φορές αποκαλείται και πατέρας της Αρχαιολογίας.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 43 043

λάκις εις Αθήνας μεταξύ των ετών 1436-1447, τον Corsini, τον Formetti, τον Giambetti82 γράψαντα τo 1465 περί του Ναού του Αιόλου (Πύργου των Ανέμων), τον Cornelio Magni83 ελθόντα το 1674 ως συνοδόν του Πρέσβεως Nointel και τον κόμητα Pecchio84 ελθόντα το 1825. Τους Καταλάνους Antonio Rubio Lioach ή Lluck85 δημοσιεύσαντα εν Βαρκελώνη το «Los Navarros en Grecia» και τον Ramon Muntaner86 τον χρονικογράφον της Εταιρίας των Καταλάνων το 1310. Τους Ρώσους αρχιμανδρίτην Αντωνίνον γράψαντα περί Χριστιανικών Επιγραφών και τον μοναχόν και σχεδιαστήν Barsky το 1745 και τον πρίγκιπα Dolgorouki ζωγράφον ελθόντα το 1802 ως περιηγητήν. Τους Σκανδιναυούς Hasselquist87 το 1752 και τον Rafn88 γράψαντα το 1856 περί της ρουνικής επιγραφής του Λέοντος του Πειραιώς του ευρισκομένου σήμερον εις τον Ναύσταθμον της Ενετίας τον απαχθέντα παρά του Morosini, και τέλος αναφέρω τον Τούρκον – Τάρταρον Εβλιά Τσελεπή γράψαντα περί Πεντέλης το 1660. 82 83 84

85

86 87 88

Francesco Giambetti. Cornelio Magni (1638 - 1692). Conte Giuseppe Pecchio (1785-1835). Bonaparte et les Grecs par Madame Louise Sw.-Belloc, suivi d’ un tableau de la Grece, en 1825, par le Comte Pecchio, Paris 1826. Antoni Rubió i Lluch (1856 –1937). Αναφέρεται στο έργο του Conquista de Tebas por Juan de Urtubia: (episodio de Historia de los Navarros en Grecia), Imprenta de la Diputación de Guipúzcoa, San Sebastián, 1923. Ο ιστορικός και διανοούμενος Lluch έβαλε τη σφραγίδα του στη μελέτη της καταλανικής περιόδου στην Ελλάδα (1313-1381). Από τα έργα του ξεχωρίζουμε: La espedición y dominación de los catalanes en Oriente juzgadas por los griegos: monografía leída... Real Academia de Buenas Letras de Barcelona en los días 12 y 26 de febrero y 12 de marzo de 1883 (Barcelona: Jaime Jepús Roviralta, 1883), Los navarros en Grecia y el ducado catalán de Atenas en la época de su invasión. Monografía leída en la Real Academia de Buenas Letras de Barcelona (Barcelona: Jaime Jepús Roviralta, 1886), Catalunya a Grecia Estudis historics i literaris (Barcelona: Biblioteca Popular de L'Avenç, 1906), La Acrópolis de Atenas en la época catalana (Barcelona: Barcelonesa, 1908) και Los catalanes en Grecia: últimos años de su dominación, cuadros históricos (Madrid: Voluntad, 1927). Έργα του μεταφράστηκαν από τον Δημήτριο Βικέλα, τον Γεώργιο Δροσίνη, τον Αργύρη Εφταλιώτη κ.ά. Ramon Muntaner (περ.1270 – 1336). Αναφέρεται στον Σουηδό γιατρό και βοτανολόγο Frederick Hasselquist (1722 – 1752). Ο Δανός ιστορικός, μεταφραστής και αρχαιολόγος Carl Christian Rafn (1795-1864) συνέγραψε μεταξύ άλλων και το έργο Antiquités de l’Orient (1856).


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 44 044

Έχω καταρτίση εκ διαφόρων πηγών και δημοσιεύσεων σχεδόν πλήρη κατάλογον των Περιηγητών και Επισκεπτών της Ελλάδος και ιδίως των Αθηνών, ως και των όσων έγραψαν εν γένει περί Ελλάδος και Αθηνών ξένων και Ελλήνων, συγκεντρώσας ούτω τα ονόματα 700 περίπου ξένων, 120 περίπου Ελλήνων και 60 γραψάντων ανωνύμως επίσης περί Ελλάδος και Αθηνών. Επίσης έχω καταρτίση πλήρη κατάλογον των αγωνισαμένων το 1821-1828 Φιλελλήνων. Τα δύο ταύτα έργα πιθανόν να εκδώσω εν ευθέτω χρόνω (εάν ζήσω) και πάντως μετά το πέρας του πολέμου. Πολύτιμα διά τας Αθήνας χειρόγραφα, έντυπα, σφραγίδας, χάρτας, εικόνας, λιθογραφίας και φωτογραφίας κατέχουν: Η Εθνική Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη της Βουλής. Το Υπουργείον της Συγκοινωνίας. Η Γεννάδιος Βιβλιοθήκη. Ο Δήμος Αθηναίων. Το Βυζαντινόν Μουσείον. Το Μουσείον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας. Το Μουσείον Μπενάκη. Το Μουσείον Σπύρου Λοβέρδου ευρισκόμενον εις επί τούτον κτισθέν κτίριον εις Κηφισσίαν. Ο Σύλλογος των Αθηναίων. Το Γερμανικόν Ινστιτούτον. Ο Αυτόνομος Οργανισμός Τουρισμού. Και οι ιδιώται: Οικογένεια Δ. Γρ. Καμπούρογλους. Ι. Βλαχογιάννης. Αντώνιος Μπενάκης. Η κυρία Άρτεμις Διονυσίου Λοβέρδου. Η κυρία Φανή Ιωάννου Καυταντζόγλου. Η κυρία Ελίζα Γεωργίου Σκουζέ. Ο Γενικός Γραμματεύς μας κ. Δημ. Σκουζές. Οικογένεια Πέτρου Καλλιγά, της συλλογής δωρηθείσης εις το Μουσείον Μπενάκη. Ο κ. Α. Γαζής. Ο κ. Κωνστ. Τρίπος με θαυμασίαν συλλογήν παλαιών και νέων φωτογραφιών εικόνων και χαρτών. Ο κ. Ζαρίφης. Ο κ. Ευγενίδης. Ο κ. Κ. Αθανασιάδης. Ο κ. Νούλης, ο κ. Κολοκοτρώνης, ο κ. Φιλαδελφεύς, ο Στρ. Αμβρ. Φραντζής89. Ο κ. Αχιλλεύς Κύρου.90 Γνωσταί εκθέσεις διά τας Αθήνας είναι η (των) Φίλων των Αθηναίων και του Συλλόγου Αθηναίων λαβούσα χώραν το 1937 εις την παλαιάν οικίαν Δοσίου, νυν οικίαν Άννης Βασιλοπούλου γωνία οδών Ναυάρχου Νικοδήμου και Θουκυδίδου.91 89

90

Πρόκειται περί του στρατηγού Αμβροσίου Φραντζή (1869-1953), του οποίου το αρχείο φυλάσσεται στην Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή και άλλο τμήμα του (Ιωάννη Φραντζή) στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Σχεδόν όλες οι οικογένειες που αναφέρονται προσέφεραν πάσης φύσεως τεκμήρια για την οργάνωση της Εκθέσεως που αναφέρεται στην επόμενη υποσημείωση.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 45 045

Του «Studio» Πλατεία Αγίου Γεωργίου 18 το έτος 1933 με τίτλον «Η Αθήνα ανάμεσα στους αιώνας» με 231 εκθέματα.92 Η Έκθεσις Ηeinz Johannes – Μπίρη 24 Μαΐου – 4 Ιουνίου του 1938 εις τας αιθούσας του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου συνεπεία του οποίου εξεδόθη το Λεύκωμα της Διοικήσεως της Πρωτευούσης το έτος 1939 υπό τον τίτλον αι «Αθήναι του Κλασσικισμού» με 114 ωραιότατας λιθογραφίας εις φύλλα 40x30 εκ. Μεταξύ εκείνων που εγράφησαν διά τας Αθήνας, αξιομνημόνευτα είναι τα κάτωθι – Ωδή του Πινδάρου: Ω ται λιπαραί και ιοστέφανοι και αοίδιμοι Ελλάδος έρισμα. Κλειναί Αθήναι. Δαιμόνιον Πτολίεθρον. – Του Λυσίππου εις μίαν των κωμωδιών του λέγοντος: Όστις δεν επιθυμή να ιδή τας Αθήνας είναι βλαξ, όστις τας είδε και δεν του ήρεσαν είνε περισσότερον βλαξ, αλλ’ όστις τας είδε, του ήρεσαν και θέλη να τας ωρίση είνε βλακίστατος. 91

92

Στην οδό Νικοδήμου 63 στεγαζόταν η «Ένωσις Αθηναίων του Τόπου», η οποία λειτουργούσε υπό την αιγίδα του «Συλλόγου των Αθηναίων» και αποτελείτο κυρίως από νέους γηγενείς των Αθηνών. Η «Ένωσις Αθηναίων του Τόπου», η οποία ιδρύθηκε το 1933, πρωτοστάτησε στην οργάνωση της 100ετηρίδας των Αθηνών ως πρωτεύουσας τον επόμενο χρόνο (1934) και βασικός της στόχος ήταν «να συνεχίση, ει δυνατόν, την δράσιν της φιλομούσου εταιρείας». Η έκθεση με αθηναϊκά κειμήλια, η οποία μνημονεύεται από τον Γ. Νικολαΐδη και εγκαινιάστηκε στις 16 Απριλίου 1937, σήμανε την αρχή των εορτασμών της 100ετηρίδας του Πανεπιστημίου, το οποίο συμμετείχε στην Έκθεση. Στην οργάνωση πρωτοστάτησαν δέκα νέοι υπό τις οδηγίες των Νικόλαου Δ. Λεβίδη, του προέδρου του Συλλόγου των Αθηναίων Λάμπρου Καλλιφρονά και του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλους. Σκοπός της Έκθεσης, όπως τον είχε θέσει ο «Σύλλογος των Αθηναίων», ήταν η ίδρυση Μουσείου για την Αθήνα και το αποτέλεσμά της ήταν λαμπρό αφού κατέληξε πράγματι στη θεσμοθέτηση του πρώτου «Μουσείου των Νεωτέρων Αθηνών», με τον Αναγκαστικό Νόμο υπ’ αριθ. 994 του 1937, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, Φ. 513Α της 17ης Δεκεμβρίου 1937, σελ. 3270-3271. Βλ. και την ομιλία του Σκουζέ στα εγκαίνια της Έκθεσης στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 17 Απριλίου 1937, σελ. 5. Το πλούσιο αρχείο εκείνης της προσπάθειας φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Συλλόγου των Αθηναίων. Η περαιτέρω οργάνωση του Μουσείου ανακόπηκε τα χρόνια της Κατοχής. Επρόκειτο περί εκθέσεως η οποία οργανώθηκε τον Απρίλιο 1933 στο Studio της Νίνας Ρωκ, με την ευκαιρία συμπληρώσεως εκατονταετηρίδος από την απελευθέρωση των Αθηνών (1833-1933). Είχε τον τίτλο «Η Αθήνα ανάμεσα στους αιώνες» και αποτελείτο από 231 εκθέματα, τα οποία και αναφέρει ο συγγραφέας.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 46 046

– Του Λόρδου Βύρωνος εις την 73ην στροφήν του Child Harold «Το κλίμα των Αθηνών είνε μία διαρκής άνοιξις. Εις διάστημα 8 μηνών ίππευα καθημερινώς επί πολλάς ώρας. Η βροχή είνε σπανία (και τότε όπως σήμερον!) και συννεφώδης ουρανός είνε ευχάριστος σπανιότης». – Του Άγγλου Leake: Ουδέν εις ολόκληρον την Ελλάδα ή την αρχαίαν Ιταλίαν θα ηδύνατο να παραβληθή με την Ακρόπολιν των Αθηνών, τον συνδυασμόν τούτον της ωραιότητος και του μεγαλείου, περικυκλωμένον από Ναούς και Θέατρα, ων το κάλλος αμιλλάται με τα κτίσματα της Ακροπόλεως. – Του επίσης Άγγλου St. John «εις τας Αθήνας διαχέεται ατμοσφαίρα αρωματισμένη, ακόμη ωραιότερη από το θυμάρι των πέριξ ορέων της». – Ο Φίλων ο Ιουδαίος έλεγε «όπερ εν οφθαλμώ κόρη ή εν ψυχή λογισμός τουτ’ εν Ελλάδι Αθήναι» …τα ερείπιά της φαίνονται ακόμη ωραιότερα και από τας ωραιοτέρας εικόνας και τα τελειότερα οικοδομήματα πάσης άλλης χώρας. – Η Ελλάς από την επαύριον της υποδουλώσεως εις τους Φράγκους αρχικώς, εις τους Ενετούς και εις τους Τούρκους, επεζήτησε την ελευθερίαν της, και, από τα Δεσποτάτα αρχικώς της Τραπεζούντας, της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου, της Αχαΐας και του Μυστρά, έπειτα ήλπισεν εις τον Ναπολέοντα και τέλος εις την Μεγάλην Αικατερίνην της Ρωσσίας με τους Ορλώφ και όλας αυτάς τας αποπείρας της τας επλήρωσε με αίμα από το οποίον εβλάστησε πάντοτε και βλασταίνει το δένδρον της ελευθερίας. Και διετήρησεν εις τους αιώνας το αίσθημα της ελευθερίας, την προσήλωσίν της εις την ορθόδοξον εκκλησίαν και την γλώσσαν της, και όταν ένα έθνος έχει αυτάς τας δυνάμεις δεν δύναται παρά να ελευθερωθή.93 Εμίσουν οι Έλληνες εξ ίσου και τους Φράγκους και τους Τούρκους. Χαρακτηριστικόν της προσηλώσεως των Αθηναίων εις την ορθόδοξον θρησκείαν είνε το κάτωθι περιστατικόν. Όταν ο εν Κων/πόλει Γάλλος Πρε93

Το κείμενο υπογραμμισμένο στο χειρόγραφο, αφήνει σαφή αιχμή αφού διαβάζεται καταμεσής της Κατοχής.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 47 047

σβευτής, Μαρκήσιος Κάρολος de Nauntel94 ήλθεν εις Αθήνας το 1674, φανατικός καθολικός αυτός ηθέλησε να λειτουργηθή κατά το Δυτικόν θρήσκευμα. Και καλέσας Λατίνους καθολικούς ιερείς ετέλεσε καθολικήν λειτουργίαν του επί της Καλλιρρόης περίκομψου άλλοτε αρχαίου ναού του Τριπτολέμου, ρυθμού καθαρώς ιωνικού, όστις είχε μεταποιηθή περί τον 7ον αιώνα εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν την «Παναγίαν της Πέτρας» ή κατά τινας του Παντελεήμονος. Ήρκεσεν η λειτουργία αύτη διά να χαρακτηρισθή η εκκλησία αύτη ως μολυμένη ή μολυσμένη και έκτοτε ουδείς Αθηναίος εισήλθεν εις αυτήν ούτε διά να κάμη τον σταυρόν του ούτε διά να της ανάψη ένα κανδήλι, εγκαταλήφθει ολοτελώς μέχρι του 1778, ότε και εκρημνίσθη παρά του Χασεκή, διά να κτισθή το τειχίον των Αθηνών. Επί πλέον οι Αθηναίοι εκράτησαν κατά τους χρόνους της δουλείας την οικογένειαν μη ερχόμενοι εις επικοινωνίαν με τους δυνάστας παρά εις αναποφεύκτους και εξαιρετικάς περιπτώσεις. Αι γυναίκες εξήρχοντο μόνον διά να μεταβώσιν εις την εκκλησίαν συνοδευόμεναι πάντοτε παρά των ανδρών, και σπανίως εις φιλικάς οικίας, αλλά ως επί το πλείστον ήσαν κλεισμέναι εξ ου και το Αθηναϊκώτατον Γκάγκαρο95, εκ του ιταλικού Ganghero (αμπάρα, σύρτης) και οι Αθηναίοι Γκαγκαρέοι. Και περαίνων αφού σας ευχαριστήσω ακόμη μίαν φοράν διά την υπομονήν σας θα αναμνησθώ την περικοπήν του Πιστεύω: Και προσδοκώ ανάστασιν νεκρών, και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν. Και ημείς οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, περιμένομεν… την Ανάστασιν96».

94

95 96

Charles Marie François Olier, marquis de Nointel (1635—1685). Βλ. το έργο LES VOYAGES DE MARQUIS DE NOΪNTEL (1670-1680), par Albert Vandal, Paris 1900. Υπογραμμισμένο στο πρωτότυπο. Η λέξη υπογραμμισμένη στο πρωτότυπο.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 48 048

Το γλέντι ενός φιλολόγου στην Παλιά Αθήνα… { Της †Ελίνας Γαληνού* }

A

ν οι μισθοί των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης στις παλαιότερες εποχές απλώς τους εξασφάλιζαν έναν πενιχρό βίο, είναι ευνόητο τι σήμαινε να μένουν χωρίς δουλειά. Αυτό όμως δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, δεδομένου ότι πριν από τη συνταγματική καθιέρωση μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, κανένας δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι ο δάσκαλος, ακόμα και του δημόσιου σχολείου, θα είχε εργασία τον επόμενο χρόνο… Έτσι ο κρύος χειμώνας του 1913 βρήκε τον φιλόλογο Κωνσταντίνο Ζησίου σε μεγάλη οικονομική στενότητα. Η αλλαγή κυβέρνησης του είχε πάλι κοστίσει τη θέση από το δημόσιο σχολείο όπου δίδασκε Ελληνικά και Ιστορία. Ήταν αναγκασμένος να περάσει με τις ελάχιστες οικονομίες που είχε και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα, που έφταναν-δεν έφταναν να καλύψει τις ανάγκες του μήνα. Εκείνο τον Φεβρουάριο, η αποκριάτικη ατμόσφαιρα ζωντάνευε την Αθήνα όπως κάθε χρόνο και ο κόσμος συνέρρεε στις χοροεσπερίδες και τις πλακιώτικες ταβέρνες για να χαρεί τις βραδιές. Ένα βράδυ της Παρασκευής της Αποκριάς, στο σπίτι της ευκατάστατης ανιψιάς του Ζησίου, ετοίμαζαν το πατροπαράδοτο ρυζόγαλο. Γνωρίζοντας ότι ο θείος τρελαινόταν γι’ αυτό, ετοίμασαν να του στείλουν μια πιατέλα και την έδωσαν στην υπηρέτρια να του την πάει, πριν σκοτεινιάσει. Παρ’ όλο που ο θείος έμενε λίγο παρακάτω από την ανιψιά, ποτέ δεν έδινε δικαίωμα σε κανέναν να γνωρίζει τις δυσκολίες που περνούσε

* Πρόκειται για το τελευταίο κείμενο, που παρέδωσε η αείμνηστη Ελίνα μας για δημοσίευση στα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ».


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 49 049

και έτσι το δράμα του φτωχού καθηγητή έμενε κρυφό… Ακόμα και στους φίλους του, τον Αριστομένη Προβελέγγιο και άλλους λόγιους με τους οποίους γιόρταζε το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς παραδοσιακά κάθε χρόνο, εκείνη τη χρονιά προφασιζόταν διάφορες δικαιολογίες για να αποφύγει την έξοδο, λόγω απενταρίας… Η υπηρέτρια, φτάνοντας στο σπίτι του, βρίσκει την πόρτα μισάνοιχτη. Προφανώς ο δάσκαλος είχε ξεχαστεί διαβάζοντας ή γράφοντας, καθώς δεν φοβόταν τους κλέφτες γιατί δεν είχε και τίποτα να του κλέψουν. Άλλωστε, ο ίδιος πίστευε ότι ο μεγαλύτερος πλούτος του ανθρώπου βρίσκεται στον νου του το ασφαλέστερο καταφύγιο του πλούτου-, όπως έλεγε συχνά και στους φίλους του. Η κοπέλα έσπρωξε απαλά την πόρτα και στάθηκε στην είσοδο. Το σπίτι ήταν σχεδόν σκοτεινό και μονάχα ένα αχνοφέγγισμα κεριού από το βάθος του δωματίου τη βοήθησε να προσανατολιστεί. Τότε είδε τον φιλόλογο τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, να μετράει το κερί και να μονολογεί… «Σήμερα, Κωστάκη,


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 50 050

έκαψες πολύ κερί και έφαγες πολλές ελιές… Αύριο για τιμωρία σου, θα φας λιγότερες ελιές και δεν θα διαβάσεις καθόλου ώσπου να βγει η εβδομάδα»… Η κοπέλα ανατρίχιασε, καθώς στο σπιτικό όπου δούλευε η έλλειψη φαγητού και θέρμανσης ήταν κάτι άγνωστο ακόμα για τους εργαζομένους, γι’ αυτό όλοι παινεύονταν να λένε ότι εργάζονται στην κυρία Ελένη, την ανιψιά του Ζησίου. Σ’ αυτήν την οικογένεια, θεωρούσαν αμαρτία να αφήσουν άνθρωπο αβοήθητο, αλλά πώς συνέβαινε να βρίσκεται ο θείος τους σ’ αυτήν την άθλια κατάσταση; Χωρίς να του πει τίποτα, άφησε την πιατέλα με το ρυζόγαλο στο τραπέζι και έφυγε γρήγορα για να πει τα καθέκαστα στην κυρά της, που ανατρίχιασε και εκείνη με τη σειρά της μόλις τα άκουσε. «Αυτός πάλι δεν έχει να φάει και ποιος ξέρει πόσον καιρό ταλαιπωρείται. Δεν παραπονείται όμως ποτέ σε κανέναν. Καμιά ώρα θα τον βρούνε πεθαμένο από το κρύο και την πείνα με τη λόξα της περηφάνιας που τον διακατέχει…», είπε στον άντρα της και αποφάσισαν μαζί να δράσουν για να σώσουν την κατάσταση. Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί, έστειλαν στον θείο μια καινούργια κουβέρτα ολόμαλλη και δύο κούτες κεριά, κι ένα μεγάλο καλάθι με ντολμαδάκια, παστίτσιο και γλυκές φλογέρες «για να τα ευχαριστηθεί με τους φίλους του στην ταβέρνα όπως κάθε χρόνο». Έπειτα από αυτό το ανέλπιστο δώρο ο Ζησίου αποφάσισε να βγει κι αυτός για να χαρεί την Αποκριά όπως του άρεσε, φιλεύοντας την παρέα του με τους πλουσιοπάροχους μεζέδες και τα γλυκά της καλής του ανιψιάς, που ο Θεός τη φώτισε να του στείλει. Η παρέα γλέντησε μέχρι πρωίας στην αγαπημένη της ταβέρνα, κερδίζοντας τα πρωτεία του πιο πλούσιου τραπεζιού της βραδιάς. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος, μάλιστα, καθότι καλοφαγάς, είχε πέσει με τα μούτρα στο παστίτσιο και αφού έφαγε έξι κομμάτια, ο Ζησίου επενέβη για να τον… σώσει.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 51 051

Βεγγέρες Η «κοσμική ζωή» των Αθηναίων της μεσαίας αστικής ταξής γύρω στα 1890-1912 { Ανέκδοτο ιδιόγραφο κείμενο του λογοτέχνη, δημοσιογράφου και ιστορικού Ηλία Περικλή Βουτιερίδη γραμμένο στα 1936* }

Ε

ποχή κατά την οποίαν ήσαν άγνωστα τα: «ούζο προλουζέ», «γκάρντεν πάρτυ», «χορευτική εσπερίς με μπριτζ», «απρέ σουπέ» κ.λπ. και κάθε κουτσή κουρούνα. Δεν είχε «ζορ-φιξ» και «δεξίωσιν» ούτε καταλάμβαναν εις τας εφημερίδας πολύτιμον χώρον όλα αυτά τα παρακλάδια της λεγόμενης κοσμικής κινήσεως εις τα οποία «διακρίνονται» πολλοί κατόπιν παρακλήσεων προς τον αρμόδιον συντάκτην ν’αναγραφή το όνομά του εις «διακριθέντων». Η κοσμική αυτή κίνησις υπήρχε και εις την παλαιοτέραν εποχήν, διότι υπήρχον και τότε άνθρωποι θέλοντες να δίδουν κάποιαν διασκεδαστική και ευχάριστον ποικιλίαν εις την μονοτονίαν της καθημερινής ζωής. Αλλά πόσον διαφορετική υπήρχε! Πόσον αφελής! Κυρίως πόσον φυσική! Και ομιλώ διά την κοσμικήν ζωήν της μεσαίας τάξεως, της αστικής όπως συνηθίζεται να λέγεται σήμερον, αφού κατήντησε να μη λέγωνται «αστοί» όλοι όσοι κατοικούν εις το «άστυ», άλλα μόνον οι αποτελούντες την μεσαίαν τάξιν. Τα πλούσια σπίτια, τα πραγματικώς αριστοκρατικά, τα αρχοντόσπιτα είχαν και αυτά τας συγκεντρώσεις του ιδικού τους κύκλου, τας χοροεσπερίδας των και τα παρόμοια, όπου η άνευ επιδείξεως φανέρωσις του πλούτου και της

* Ευχαριστούμε και από τη θέση αυτή το αγαπητό μας μέλος κ. Περικλή Δημήτριο Βουτιερίδη, γιο του αείμνηστου συγγραφέα Ηλία Περικλή Βουτιερίδη (1874-1941).


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 52 052

Στιγμιότυπο από αστικό πάρτι, περίπου 1912.

χλιδής, η αληθής ευγένεια, όχι η επίπλαστος, η μεγάλη και λεπτή φιλοφροσύνη ήσαν αι λεπτομέρειαι που αποτέλουν τον κυρίαρχον τόνον των τοιούτων συγκεντρώσεων. Η βεγγέρα Η μεσαία τάξις είχε και αυτή τας ιδικάς της συγκεντρώσεις· τας απογευματινάς, αλλά προ πάντων τας νυκτερινάς, αι οποίαι ελέγοντο βεγγέρες. Ονομασία ξενική, διότι έξωθεν είχεν εισαχθή και εις την Ελλάδα η «βεγγέρα», αλλά διά να λάβει ταχέως κάποιαν ιδιαιτέραν μορφήν, καθαρώς ελληνικήν. Τι ήτον η βεγγέρα; Πράγμα πολύ απλούν, αλλά και γεμάτον πολλάς και ευχαρίστους μικράς ποικιλίας. Μία οικογένεια εκάλει τρεις άλλας ή τέσσαρας


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 53 053

ή πέντε ή και περισσοτέρας φιλικάς της οικογενείας διά να περάσουν μαζί την βραδειά των. Εις την πρόσκλησιν αυτήν περιλαμβάνοντο συνηθέστατα και μερικοί φίλοι της καλούσης οικογενείας «εργένηδες», δηλαδή μη έχοντες οικογένειαν, διά τους οποίους υπήρχεν απόλυτος βεβαιότης, ότι θα εσέβοντο πλήρως την αθωότητα και ιδίως την ιερότητα της συγκεντρώσεως οικογενειών υπό την φιλόξενον στέγην της καλούσης. Από της προηγουμένης ή και πρότερον, η οικοδέσποινα βοηθουμένη από όσας κόρας είχεν –έαν είχε τοιαύτας– και υπό της υπηρέτριας προετοίμαζε το σαλόνι και το διασκευαζόμενον εις δεύτερον σαλόνι δωμάτιον διά να χωρέσουν ανέτως οι καλεσμένοι. Με νοικοκυροσύνην, χαρακτηριστικήν ιδιότητα της παλαιοτέρας Αθηναίας γυναικός, παρασκεύαζε τα γλυκίσματα και μάλιστα τον μπακλαβάν ή το καταΐφι ή το γαλακτομπούρεκο ή τα αμυγδαλωτά, τα οποία θα προσφέροντο κανονιζομένων και των ποτών, που θα τα συνώδευον. Τα γλυκίσματα έπρεπε να είναι παρεσκευασμένα εις το σπίτι και όχι προμηθευμένα από το ζαχαροπλαστείον. Ιδιαιτέρα προσοχή κατεβάλλετο εις την παρασκευήν του απαραιτήτου χαλβά, ο οποίος κατά απαράβατον κανόνα ήτο και το μόνον σχεδόν γλύκισμα, το προσφερόμενον εις τας απογευματινάς συγκεντρώσεις. Ασχολίαι οικοδεσποίνης γεμάται ποίησιν, δημιουργούσαι αληθινή ατμόσφαιραν σπιτιού· παντού ηπλούτο αιθήρ γυναικός. Η οικοδέσποινα δεν ησύχαζε παρά όταν η τελευταία ματιά της επί όλων την έπειθεν, ότι όλα είχον καλώς. Και όταν επλησίαζεν η ώρα της υποδοχής ηνάπτοντο αι λάμπαι του πετρελαίου, συνήθως δε και τα χονδρά σπερματσέτα τα οποία προσετίθεντο εις τα φωτιστικά μέσα διά την ενίσχυσιν του φωτισμού ή οι λαμπτήρες του γκαζιού, εάν το σπίτι είχε γκάζι, διότι το ηλεκτρικόν φως δεν είχεν εισαχθεί ακόμη τουλάχιστον εις τας οικίας της μεσαίας τάξεως. Και τότε το σπίτι όλον εφαίνετο ως να έλεγε: – Είμαι έτοιμο να σας δεκτώ με χαρά! Ήρχιζε τέλος ή προσέλευσις των καλεσμένων. Χαιρετισμοί, ασπασμοί μεταξύ των θηλέων, ερωτήσεις διά την υγείαν αλλήλων, χαρούμεναι σιγοφωναί, γέλοια, υποδοχή πλήρης εγκαρδιότητος. Οι καλεσμένοι προσερχόμενοι κατά οικογενείας κατελάμβανον θέσιν και μέχρις ότου συγκεντρωθούν όλοι ήρχιζε


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 54 054

το ψιλό και ασήμαντον κουβεντολόι. Πολλάκις συνελαμβάνετο το εξεταστικόν βλέμμα κάποιας εκ των καλεσμένων, περισκοπούν και διερευνών τα πάντα. Όταν προσήρχοντο όλοι οι καλεσμένοι ήρχιζε το τρατάρισμα γενομένης αρχής από τα μικρότερα γλυκίσματα, μέσα εις τον βόμβον των συνομιλιών και των γελώτων. Και αίφνης ηκούετο η φωνή της οικοδεσποίνης ή του οικοδεσπότου ή κανενός εκ των καλεσμένων: – Ε! Τι λέτε; Δεν παίζουμε και κανένα παιγνιδάκι; – Ναι! Ναι! Ώρα είναι! Η μπερλίνα και το δαχτυλιδάκι Το συνηθέστερον παιγνίδι εις κάθε βεγγέραν ήτον η μπερλίνα. Υποθέτω, ότι και οι νεώτεροι κάτι γνωρίζουν διά το παιγνίδι αυτό ή κάτι θα έχουν ακούσει, αφού και σήμερον δεν είναι άγνωσται τουλάχιστον αι παροιμιώδεις φράσεις: Έγινα μπερλίνα· ή θα τον κάμω μπερλίνα· ή θα σε καθίσω στην μπερλίνα. Οπωσδήποτε θα δώσω μίαν συντομοτάτην περιγραφή του διά τους αγνοούντας εντελώς αυτό. Εις το μέσον του σαλονιού εκάθητο εις καρέκλαν κάποιος απομεμονωμένος. Κάποιος άλλος ή άλλη επλησίαζεν ένα-ένα τους καθημένους εις απόστασιν και γύρω εις τους τοίχους και ήρχιζε να συλλέγη τας παρατηρήσεις επί των προτερημάτων ή ελαττωμάτων -κυρίως του όλου παρουσιαστικού τούτου γενομένου μπερλίνα με την στερεότυπον αρχήν: να χαρή. – Να χαρή τα ωραία του μάτια που είναι σαν Κινέζου· ή να χαρή την μύτη του, που είναι σαν κρεμμύδι· ή να χαρή το στόμα της που είναι σαν δαχτυλίδι (κολακευτικώτατον αυτό) κ.λπ. Αι παρατηρήσεις ελέγοντο εις το αυτί του συλλέγοντος ταύτας τόσον σιγά, ώστε να μη ακούωνται από τους παρακαθημένους. Αφού συνελέγοντο όλαι ο συλλέκτης επήγαινεν εις τον καθήμενον «μπερλίνα» και μετά σύντομον πρόλογον προχείρου συνθέσεως ήρχιζε να του απαριθμή τα όσα καλά ή κακά είπαν οι άλλοι δι’ αυτόν. – Ένας μου ’πε να χαρής το... άλλος μου ’πε το... και ούτω καθεξής, μέχρις ότου λεχθη και το τελευταίον. Τότε ο δεχθείς τον καταιωνισμόν των κατηγοριών-διότι αυταί επλεόναζον κατά κανόνα έλεγε:


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 55 055

Αστοί παίρνουν το τσάι τους, τέλη 19ου αιώνα.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 56 056

– Να έλθη εκείνος που είπε, να χαρώ τα μαλλιά μου, που είναι σαν αφάνες. Ο καλούμενος προσήρχετο και ελάμβανε θέσιν εις το εδώλιον του κατηγορουμένου· και ήρχιζεν ή ίδια ιστορία με τας ιδίας λεπτομερείας, έως ότου καθίσουν εις την «μπερλίνα» όλοι –εάν δεν ήσαν πάρα πολλοί– ή το παιγνίδι αρχίση να γίνεται μονότονον. Την μπερλίναν διεδέχετο η προσφορά του μπακλαβά ή του καταϊφιού ή άλλου μεγάλου γλυκίσματος και το φάγωμα αυτού έτερον παιγνίδι, το οποίον συνηθέστατα ήτο το δαχτυλιδάκι. Νομίζω ότι το αθώον αυτό παιγνίδι ελησμονήθη εντελώς και ολίγοι ίσως να το ενθυμούνται ακόμη. Αναγκαστικώς πρέπει να το περιγράψω συντόμως και τούτο. Οι παίζοντες και τοιούτοι ήσαν όλοι περίπου οι της συγκεντρώσεως –νέοι και γέροντες– εκάθηντο εις γραμμήν παρά τους τοίχους του δωματίου. Κάποιος έπαιρνεν ένα δαχτυλίδι, το οποίον εκράτει μέσα εις τας κλειστάς παλάμας του, έπρεπε να εναποθέση εις τας κρατουμένας ανοικτάς και σφιχτάς χείρας ενός των καθημένων χωρίς να το αντιληφθή κανείς. Καθένας εκ των καθημένων έπρεπε, μόλις διήρχετο προ των χειρών του ο κρατών το δακτυλίδι, να κλείσει αμέσως τα χέρια του είτε είχε, είτε δεν είχε αφεθή μέσα εις αυτά το δακτυλίδι. Άλλως θα υφίστατο την τιμωρίαν η οποία ωρίζετο εκ των προτέρων και η οποία ημπορούσε να είναι και δυο-τρεις δυνατοί μπάτσοι. Ενώ εγίνοντο αυτά, ο ορισθείς από πριν διά να εύρη που ήτο κρυμμένον το δακτυλίδι εστέκετο εις το μέσον του δωματίου, απαγορευομένου να παρακολουθή τας κινήσεις του έχοντος το δακτυλίδι. Όταν ετελείωνε όλη αυτή η προετοιμασία, ο προορισθείς να υποστή το μαρτύριον της ανευρέσεως, εκαλείτο να εύρη ποιος έχει το δακτυλίδι. Έσπευδε προς έναν οιονδήποτε, του έλεγε ν’ ανοίξη τα χέρια του, αλλά δακτυλίδι δεν υπήρχεν εκεί. Και τότε έσπευδε προς άλλον, ενώ όλοι οι άλλοι τραγουδούσαν εν χορώ: Νάτο, νάτο το δαχτυλίδι Σκάσε, σκάσε δεν θα το βρης. Το παιγνίδι εξηκολουθεί υπό τοιαύτας συνθήκας μέχρις ότου το θύμα, σκασμένον πολλάκις παραγματικώς από την φούρκαν του διά την ατυχίαν του να το εύρη αμέσως, το ανεύρισκεν επί τέλους και την θέσιν του εκαλείτο να λάβη ο εις ου τας χείρας ευρέθη κρυμμένον το δακτυλίδι. Η ιδία ιστορία επα-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 57 057

νελαμβάνετο μέχρι της στιγμής που θα επέρχετο ο κόρος διά την εξακολούθησιν του παιγνιδιού. Τα δύο αυτά κυριώτερα παιγνίδια διεδέχοντο άλλα διάφορα, από τα οποία δεν έλειπε, μ’ όλην την παιδικότητά του, και το κλασσικόν πετάει-πετάει, πρόξενον πολλάκις φιλονικιών διά την εξακρίβωσιν, ότι όπως δεν πετάει ο «γέρος», δεν πετάει και «ο έρως». Μουσική, Τραγούδι, Χορός Εάν εις το σπίτι, εις το οποίον εγίνετο «βεγγέρα» υπήρχε και πιάνο, τα πράγματα εξελίσσοντο ποικιλώτερον και επιβλητικώτερον. Ηκούετο και μουσική και υπό τους ήχους του διεξήγετο και μικρός χορός. Πάντως όμως η μουσική, το τραγούδι και ο χορός θα συνεπλήρουν οπωσδήποτε τους τρόπους της διασκεδάσεως. Εάν δεν υπήρχε πιάνο, θα υπήρχε κιθάρα και μανδολίνο, τα οποία θα έφερον μαζί των κάποιοι εκ των καλεσμένων, ακόμη και βιολί. Εν συνοδεία των οργάνων αυτών ήρχιζε το τραγούδι, εις το οποίον δεν εδίσταζαν να λαμβάνουν μέρος και όσοι ακόμη ήσαν κακόφωνοι ή διαρκώς φάλτσοι. Καμμία παρεξήγησις και καμμία δυσφορία· μάλλον γέλοια και αστεία. Το επισφράγισμα της συναναστροφής ήτον ο χορός. Εάν δεν υπήρχε κανέν όργανον, κάποιος ανελάμβανε να δίδη τον χρόνον διά να κανονίζονται οι βηματισμοί κτυπών... τα παλαμάκια του. Ενίοτε ο αστείος της συγκεντρώσεως μετέβαλεν εις μουσικόν όργανον... το καπάκι μεγάλου τεντζερέ, χτυπών αυτόν με κανέν σιδηρούν ή άλλο σκληρόν αντικείμενον. Εχορεύοντο και καντρίλιες. Συνηθέστεροι όμως χοροί, καθώς ευκολώτεροι ήσαν ή «πόλκα» και το «σοτίς». Ο τελευταίος αυτός εχορεύετο και με συνοδείαν τραγουδιού, το οποίον εδείκνυε τους συνηθιζομένους τότε χορούς και του οποίου ο απλούς σκοπός εκανόνιζε τους βηματισμούς όσων το εχόρευον, όταν δεν υπήρχε μουσική: Πόλκα, μαζούρκα, βάλς και σοτίς, ελάτε, κοριτσάκια, χορέψετε κι εσείς. Εις τα ευπορώτερα σπίτια παρετίθετο μετά το μεσονύκτιον και πρόχειρον δείπνον από ψητό μπούτι, σαλατικά, φρούτα και άφθονην και εκλεκτήν ρετσίναν. Και όταν ήρχετο πλέον η ώρα, που έπαιρνε τέλος η «βεγγέρα», οι καλεσμένοι φαγόντες, πιόντες, χορεύσαντες, γελάσαντες, διασκεδάσαντες έφευγον υπε-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 58 058

ρευχαριστημένοι και ευχαριστούντες, ενώ η οικοδέσποινα ήτο πλέον η ενθουσιασμένη, υπερήφανος, με ικανοποιημένην απολύτως την φιλοτιμίαν της, ότι επέτυχεν η «βεγγέρα» της. Απλαί, αφελείς, αθώαι οικογενειακαί συγκεντρώσεις και διασκεδάσεις του περασμένου καιρού! Ο πολιτισμός, που δεν είναι πάντοτε και διά πάντα πρόοδος, και κυρίως ο επελθών ως αμείλικτος εχθρός πάσης απλότητος και αφελείας, εις την οικογενειακήν ζωήν νεοπλουτισμός, απεδίωξαν πολλάς ωραίας λεπτομερείας της παλαιοτέρας κοινωνικής ζωής των Αθηνών. Ας είναι· δεν θα εφιλοσοφήσωμεν εδώ επί του παρελθόντος. Άλλως τε τα πάντα ρει.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 59 059

Ιωάννης Αλεξάνδρου Γέροντας (1909-1991)

Ο

Ιωάννης Γέροντας ήταν ένα από τα έξι παιδιά του Αλεξάνδρου Ηρακλέους Γέροντα και της Ευφροσύνης Ιωάννου Μπόταση και είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1909. Ήταν αδελφός του αείμνηστου Προέδρου του Συλλόγου Δημητρίου Γέροντα και δισέγγονος του Δημογέροντα των Αθηνών κατά το 1821 Αγγέλου Σωτηριανού - Γέροντα. Ο πατέρας του Αλέξανδρος ήταν γιος του Ηρακλή Γέροντα, ο οποίος ήταν το τελευταίο παιδί του Αγγέλου Σωτηριανού - Γέροντα. Ο Ιωάννης ή Γιάννης όπως ήθελε να τον αποκαλούν, τελείωσε το «Γυμνάσιο Μακρή», στην οδό Ιπποκράτους και στη συνέχεια ενεγράφη στην Αρχαιολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο, όπου και τραυματίστηκε (διαμπερές τραύμα στον λαιμό). Για την πολεμική του δραστηριό-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 60 060

τητα, τις μάχες στις οποίες συμμετείχε και τις συνθήκες που βίωσε (νεκροί, ψείρες, άρβυλα από φρέσκο δέρμα χοίρου κ.λπ.) άφησε απομνημονεύματα υπό τον τίτλο «Ένας φαντάρος διηγείται». Διετέλεσε πολλά χρόνια διευθυντής του πέμπτου εργοστασίου υφασμάτων της εταιρείας Ρετσίνα στον Πειραιά, αφού προηγουμένως είχε εργαστεί στην ίδια εταιρεία ως αρχιαποθηκάριος. Υπήρξε πολυγραφέστατος και αρεσκόταν στις αναφορές στο παρελθόν και στην εξιστόρηση, με το δικό του γλαφυρό τρόπο, των γεγονότων που είχε ζήσει και είχαν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη του. Ρεαλιστής, δεν ωραιοποιούσε τις αφηγήσεις του και δεν αναδείκνυε μόνον τις ιδανικές πλευρές της αθηναϊκής πραγματικότητας. Στις αφηγήσεις του αναφερόταν και στις αρνητικές πλευρές, όπως οι δρόμοι με την άφθονη σκόνη το καλοκαίρι, και τη λάσπη τον χειμώνα, την έλλειψη δημοσίων αποχωρητηρίων, τη φτώχια κ.ά. Ιστορικές έμειναν οι διαφωνίες του με τον αείμνηστο Δημήτριο Σκουζέ, με τον οποίο συνεργαζόταν στη συγγραφή και επιμέλεια των κειμένων που παρουσίαζε σε εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας στα μέσα περίπου της δεκαετίας 1960. Στις εκπομπές εκείνες ο Δ. Σκουζές παρουσίαζε μόνον τις ρομαντικές πλευρές της καθημερινής ζωής της πρωτεύουσας, παραβλέποντας ίσως τον τρόπο και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όσοι κατοικούσαν σε ακραίες γειτονιές. Φιλοπαίγμων ο Ι. Γέροντας, ο οποίος συμμετείχε και στη συγγραφή των κειμένων, σατίριζε εμμέτρως τη συνεργασία του εκείνη με τον Πρόεδρο Δ. Σκουζέ: «Ραδιοφώνου εκπομπές / που δεν τις γράφει ο Σκουζές / Γιάννης Γέροντας τις γράφει / και Σκουζές τις υπογράφει. / Παίρνει εκείνος διακοσάρι / και μου δίνει πενηντάρι / κι’ έτσι όλα πάνε φίνα / κι’ εγώ ποιώ την… χήνα»! Ο Ι. Γέροντας συνεργάστηκε επί πολλά χρόνια με τον αδελφό του Δημήτριο Γέροντα και τον Σύλλογο των Αθηναίων. Συνέγραψε σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν στα «Αθηναϊκά» με τον τίτλο «Η ζωή της Παληάς Αθήνας από τη σάτυρα του “Ρωμηού”». Πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια να αξιοποιηθεί, με ιδιαίτερο και εύστοχο τρόπο, η αθηναϊκή διάσταση και οι άφθονες πληροφορίες για το κλεινόν άστυ που περιλαμβάνονται στο έμμετρο έργο του Γεωργίου Σουρή. Έφυγε από τη ζωή τον Μάιο 1991.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 61 061

Το κείμενο που δημοσιεύουμε υπό τον τίτλο «Αθήνα 1920. Το χωριό –πρωτεύουσα» βρέθηκε δακτυλογραφημένο στα αρχεία του Συλλόγου και εξ όσων στάθηκε δυνατόν να διασταυρώσουμε είναι ανέκδοτο. Η μη δημοσίευσή του είναι ίσως ευεξήγητη αν ληφθούν υπόψη ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως οι έντονα φιλοβενιζελικές θέσεις του, καθώς και οι απόψεις που εκφράζει για σημαντικά ζητήματα –όπως των προσφύγων από τη Μικρά Ασία– τα οποία κάποτε προκαλούσαν έριδες και αντιπαραθέσεις και στους κόλπους του Συλλόγου. Επίσης, η ιδιαίτερη τάση του να καταρρίψει τις διαθέσεις εκείνων που έγραφαν βλέποντας μόνον με ρομαντικό βλέμμα τη ζωή των χρόνων της νεότητάς τους, των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Πρόκειται για 36 δακτυλογραφημένες σελίδες (28,8 εκ. Χ 19.5 εκ.) και στην πρώτη αναφέρεται (χειρόγραφα) το έτος συγγραφής (1967). Προηγείται μικρή εισαγωγή, στην οποία αποδίδεται το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και ακολουθούν πέντε κεφάλαια: 1) Οι γειτονιές, 2) Οι τάξεις, 3) Η κοινωνική ζωή, 4) Η ζωή στο σπίτι και στο δρόμο, και 5) Αθηναϊκό καλοκαίρι. Ο Ι. Γέροντας είναι γλαφυρός, διεισδυτικός και ακριβολόγος. Φροντίζει με τα κείμενά του να δώσει στον αναγνώστη χιλιάδες εικόνες της Αθήνας που περιγράφει και να αφήσει τη φαντασία του να καλπάζει. Επιστρατεύει τη μνήμη του, αποδίδει τα ακίνητα και τον εξοπλισμό τους, την ψυχολογία και τις συνήθειες των κατοίκων, τη λειτουργία και τη διακόσμηση του δημόσιου χώρου, τις ασχολίες της νοικοκυράς και τον ρόλο του «νεροκράτη». Χαρτογραφεί με υπομονή τις καθημερινές συνήθειες, αναφέρεται στον ρόλο των εταιρειών κοινής ωφέλειας, παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της τοπικής οικονομίας και καταγράφει λεπτομερώς τον ρόλο που διαδραμάτιζαν οι κάθε λογής επαγγελματίες. Εστιάζει το ενδιαφέρον του στη λαϊκή τάξη και στις συνήθειές της, αποκαλύπτοντας άγνωστες σελίδες για την κοινωνική ζωή και σύνθεση της πόλης αλλά και την εξέλιξή της στα χρόνια του μεσοπολέμου. Εκδηλώνει αποστροφή για τον υπέρμετρο ρομαντισμό και την ωραιοποίηση που επιχειρήθηκε από αρκετούς συγγραφείς, οι οποίοι μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προσπάθησαν να αντιγράψουν τους πρωτοπόρους χρονογράφους των αρχών του 20ού αιώνα. Επιδιώκοντας να αποδώσει την «άλλη» πραγματικότητα –προφανώς σε αντιδιαστολή με την τάση που επι-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 62 062

κρατούσε και εκπροσωπούσε με τα κείμενά του και ο Δ. Σκουζές– ίσως σε αρκετές περιπτώσεις να υπερβάλει, ενώ σε άλλες η ευστοχία του αναδεικνύει ζητήματα προς έρευνα. Όπως τα νέα οικονομικά τζάκια, τους «νεόπλουτους» όπως τους αποκαλούσαν και αναδείχθηκαν ταυτόχρονα με τη δυναμική είσοδο του Ελ. Βενιζέλου στην πολιτική ζωή της χώρας. Επιχειρεί να δώσει εικόνα της νέας κοινωνικής πραγματικότητας έτσι όπως διαγραφόταν όταν το χωριό μετατρεπόταν σε πρωτεύουσα, όπως λέει και ο τίτλος της εργασίας του. Σκιαγραφεί τις νέες συνθήκες ζωής και την απεικόνισή τους στη μορφή των κτιρίων, την εσωτερική λειτουργία τους αλλά και στον εξοπλισμό των κοινόχρηστων χώρων. Ερμηνεύει τους μηχανισμούς αποδόμησης της παλαιάς αριστοκρατίας και επικράτησης των νεόπλουτων, προσφέρει άφθονες πληροφορίες για τις μορφές διασκέδασης και τη σταδιακή είσοδο των ανέσεων στη ζωή των Αθηναίων. Οι βεγγέρες, τα καφενεία, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα, οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες, η εξάπλωση της γαλλικής, αλλά και η μεγάλη αντιπαράθεση που οδήγησε στον διχασμό είναι στοιχεία τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Μπορεί ο συγγραφέας να είναι ταγμένος στη μία πλευρά (βενιζελικός), αλλά δεν διστάζει να αποκαλύψει και τις αδυναμίες της. Επίσης, δεν του διαφεύγουν ζητήματα όπως ο ρόλος της γυναίκας στην οικογένεια και στην κοινωνία, η φιλοζωία, ο ρόλος της Χωροφυλακής, η κίνηση στους δρόμους, οι ζητιάνοι και η χαρτοπαιξία. Στο τελευταίο κεφάλαιό του επιλέγει να παρουσιάσει ξεχωριστά το «Αθηναϊκό καλοκαίρι», κρίνοντας πως είχαν χαθεί ανεπιστρεπτί πολλά από τα στοιχεία που το καθιστούσαν βασανιστικό για τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις και δίνει την ευκαιρία στον εαυτό του να καταγράψει μακρά σειρά λεπτομερειών της αθηναϊκής ζωής, πολλές από τις οποίες παραμένουν άγνωστες στους νεότερους. Η Αθήνα του καλοκαιριού είναι μια «άλλη» Αθήνα με έλλειψη νερού, φλογερό και ανθυγιεινό περιβάλλον, ειδικές συνθήκες στο σπίτι και στην ύπαιθρο, διαφορετικές συνήθειες στη δημόσια ζωή και κίνηση. Ο Ι. Γέροντας στρέφει το βλέμμα του στο μέλλον, θαυμάζοντας την πρόοδο των ανθρώπων, καταδικάζοντας τις παλαιές αντιλήψεις, πιστεύοντας στη δύναμη της ζωής και των νιάτων. Στόχος του, όπως με σαφήνεια τον παραδίδει στην


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 63 063

προτελευταία παράγραφο του κειμένου του είναι να καταγράψει όσα «απέφευγαν ν’ αναφέρουν οι μυθιστοριογράφοι της Παληάς Αθήνας» για τους οποίους πίστευε πως προσπαθούσαν να ωραιοποιήσουν την εποχή της νεότητάς τους. Ο Ι. Γέροντας προσπαθεί να παραβλέψει τη μάλλον νομοτελειακή αυτή αρχή, δηλαδή τη νοσταλγία των νεανικών χρόνων, για να εκθειάσει τη νεολαία και τις δραστηριότητές της. Παρά το γεγονός ότι γράφει το κείμενο όταν κοντεύει να συμπληρώσει την έκτη δεκαετία της ζωής του, δεν ακολουθεί τη συνήθεια των συνομηλίκων του. Εκφράζει την «άλλη» άποψη, χρήσιμη για όποιον θα επιθυμήσει να συνθέσει ένα ρεαλιστικό πίνακα του 1920. Βιογραφικές πληροφορίες και φωτογραφία του Ιωάννη Γέροντα μας παραχώρησε ο γιoς του και παλαιό μέλος του Συλλόγου μας κ. Αλέξανδρος Γέροντας, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά. Το κείμενο δημοσιεύεται όπως βρίσκεται στο πρωτότυπο, αλλά χωρίς να τηρηθεί το πολυτονικό σύστημα. Η επιμελήτρια παρενέβη σε ελάχιστες περιπτώσεις, στις οποίες διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για προφανείς παραλείψεις ή συνήθεις αβλεψίες. Εξάλλου, από τη μορφή της δακτυλογράφησης και τις διορθώσεις που φέρει το πρωτότυπο αποκαλύπτεται η ευκολία του συγγραφέα να διατηρεί τον αφηγηματικό του λόγο όταν εργάζεται απευθείας στη γραφομηχανή. Το σύνολο των φωτογραφιών, οι οποίες συνοδεύουν τα κείμενα προέρχονται από το φωτογραφικό λεύκωμα «Athènes Moderne» της σειράς «L’ image de la Grèce» του φωτογράφου Edmond Boissonnas, το οποίο εκδόθηκε στη Γενεύη το 1920 από τον Οίκο «Editions d’ art Boissonnas» με σχόλια του Γ. Αρβανιτάκη. Βασιλική Αθ. Μαντζώρου


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 64 064

Αθήνα 1920 (Το χωριό-Πρωτεύουσα) { Του †Ιωάννη Αλεξάνδρου Γέροντα } Ας έλθουν να τους πω εγώ πια ήταν η Αθήνα. Ο Αχιλλεύς την έψαλε θαρρώ εις άλλη σφαίρα, κι εγώ δεν το εκούνησα στιγμή από δω πέρα. Γ. Σουρής

Ή

ταν η εποχή του εθνικού διχασμού. Μα η Ελλάδα των πέντε θαλασσών ήταν πραγματικότης. Ο μεγάλος Έλληνας πολιτικός είχε μετουσιώσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, και αν το ήθελαν οι σύμμαχοί μας Αγγλογάλλοι, η πόλη των ονείρων της φυλής θ’ αποτελούσε το κέντρο της νέας ελληνικής αυτοκρατορίας. Και στον περίλαμπρο ναό του Ιουστινιανού, με θείες ψαλμωδίες, θ’ αποτέλειωνε κι η λειτουργία, που κατά τη παράδοση, σταμάτησε όταν ο κατακτητής πάτησε το πόδι του στη βασιλεύουσα. Όμως, ο μεγάλος πολιτικός, είχε ξεπεράσει και τους πιο τολμηρούς οραματισμούς, και οι πολιτικοί του αντίπαλοι, είτε γιατί δεν μπόρεσαν να συλλάβουν το νόημα της Μεγάλης Ελλάδας, είτε από στείρα και τυφλή αντίδραση προς τον νέο πολιτικό, βυσοδομούσαν και αγωνίζονταν να καταστρέψουν το περίλαμπρο έργο του. Βέβαια πολλά άλλα γεγονότα καθώς και ο ίδιος ο δημιουργός της Μεγάλης Ελλάδας, συνέβαλαν στην καταστροφή των ονείρων και στη μετατροπή τους «στην μεγαλύτερη φυγή της ιστορίας» όπως εχαρακτήρισαν τη Μικρασιατική καταστροφή οι ξένοι δημοσιογράφοι της εποχής... Ο ελληνικός λαός κουρασμένος από τους πολύχρονους αγώνες και πιστεύοντας στα κηρύγματα των πολιτικών αντιπάλων του Βενιζέλου, που διέθεταν μεγάλη επιρροή και είχαν βαθειές τις ρίζες τους σ’ ολόκληρη τη χώρα,


Η οδός Αδριανού.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 66 066

καταψήφισε τον εθνάρχη και έδωσε σ’ αυτούς την εξουσία για να πραγματοποιήσουν τα εξαγγελθέντα. Τέτοια ήταν η απήχηση του εκλογικού αυτού αποτελέσματος στους συμμαχικούς κύκλους, που κάποιος Άγγλος ναύαρχος, μιλώντας με πικρία ετόνισε: «Η ελονοσία και η φυματίωση που θερίζουν τον ελληνικό λαό έδωσαν αυτό το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση». Μέρες ολόκληρες η Αθήνα πανηγύριζε την εκλογική νίκη της 1ης Νοεμβρίου 1920, χωρίς να νοιώθη κανείς τις συνέπειες και την ευθύνη του απέναντι στο Έθνος. Φτάνει ότι ο λαοπλάνος πολιτικός είχε φύγη στο Εξωτερικό για να γλυτώσει, καταμαυρισμένος και εξουθενωμένος απ’ την ψήφο του ελληνικού λαού. Ο τυφλός φανατισμός είχε θολώσει τα μυαλά των Ελλήνων. Και στην κρίσιμη αυτή στιγμή, που σημειώνεται σαν ορόσημο της νεωτέρας μας ιστορίας, δεν βρέθηκε κανείς που ανεπηρέαστος από τα πολιτικά πάθη, να κηρύξη το ευαγγέλιο της ενώσεως και της αδελφωσύνης για τη σωτηρία της πατρίδας. Το μέτωπο είχε λησμονηθεί. Στην Αθήνα δεν έφταναν ούτε καν οι αντίλαλοι του πολέμου και των κοσμοϊστορικών για τη χώρα μας γεγονότων. Οι Αθηναίοι τυφλωμένοι απ’ τα πολιτικά πάθη και φλομωμένοι από το μίσος, γλεντούσαν και ξενυχτούσαν. Ο κομματικός ανταγωνισμός είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Η καταδίωξη των αντιπάλων, με τη σειρά τώρα, βρήκε τους οπαδούς των Φιλελευθέρων, που όχι μόνο αναγκάστηκαν να ξεκρεμάσουν από τα πέτα τους την «άγκυρα», το σήμα του κόμματός τους, αλλά φοβισμένοι κλείστηκαν στα σπίτια τους. Στα καπηλειά και τα καφενεία, με διαταγή της Αστυνομίας, είχαν κρεμάσει ταμπέλλες που έγραφαν: «Απαγορεύονται τα άσματα και αι πολιτικαί συζητήσεις». Και με τη λέξη άσματα δεν εννοούσαν μόνο τα τραγούδια «Του αητού ο γυιός» και το άλλο για τον Βενιζέλο, αλλά και τα τραγούδια της εποχής, που είχαν αλλάξει τα λόγια και είχαν βάλει άλλα με πολιτικό περιεχόμενο. Στις 6 Δεκεμβρίου 1920, έφτασε στην Αθήνα ο εξόριστος Βασιληάς με την οικογένειά του. Αποβιβάστηκε στην Κόρινθο από το αντιτορπιλικό «Αετός» και με το τραίνο ήλθε στον σταθμό της Πελοποννήσου. Από κει, με μια γραμμή που ένωνε τους Σ.Π.Α.Π. με τον σιδηρόδρομο της Κηφισιάς, έφτασε στο


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 67 067

σταθμό Αττικής και από την οδό Γ´ Σεπτεμβρίου κατέληξε στο σταθμό του Λαυρίου. Μπροστά πήγαινε μια μηχανή του σιδηροδρόμου Κηφισιάς, η καλύτερη, για λόγους ασφαλείας, στολισμένη με ελληνικές σημαίες και εληές, και σε μικρή απόσταση ακολουθούσε ο συρμός που τον σχημάτιζαν η ατμομηχανή και δύο βαγόνια πρώτης θέσεως. Χιλιάδες κόσμος είχε συγκεντρωθή από την Αθήνα και τα γύρω χωριά, κρατώντας τεράστιους κλάδους εληάς, για να υποδεχθή τους εξορίστους. Μια παθολογική έξαρση ενθουσιασμού, που έφτανε τα όρια του παραλογισμού, ξέσπασε όταν οι Βασιλείς άφησαν το τραίνο και επιβιβάστηκαν στα βασιλικά αμάξια. Αυτό που ήθελε ο Λαός είχε γίνει, σε πείσμα των Φιλελευθέρων και των συμμάχων μας Αγγλογάλλων... Οι γειτονιές Τα χρόνια εκείνα, η Αθήνα ήταν πολύ αραιοκτισμένη και γεμάτη μάντρες, περισσότερο προς το βόρειο τμήμα της. Οι παληές γειτονιές, η Πλάκα, του Ψυρρή, του Κουκάκι, το Κολωνάκι, και οι γύρω από την Ακρόπολη συνοικίες μαζί με το εμπορικό κέντρο, αποτελούσαν την κυρίως Αθήνα. Οι άλλοι χώροι, που σήμερα υψώνουν το ανάστημά τους εκατοντάδες πολυκατοικίες, όπως η Κυψέλη, το Παγκράτι, οι Αμπελόκηποι, και τόσοι άλλοι, ήταν χέρσα χωράφια και που και που, ξεπρόβαλλε κανένα χαμόσπιτο που στη μάντρα του έτρεφε κατοικίδια ζώα. Η πολυάνθρωπη συνοικία του Γκύζη ήταν σχεδόν άκτιστη καθώς και ο χώρος πέρα από του Λεβίδου, στην οδό Πατησίων. Τα Κάτω Πατήσια και η Κολοκυνθού, στα περιβόλια τους έβγαζαν την περίφημη πατάτα και τ΄ άλλα εύγεστα κηπουρικά της Αττικής γης. Η πρωτεύουσα που και σήμερα παρουσιάζει τόσες ελλείψεις, τα χρόνια εκείνα τις παρουσίαζε ακόμη πιο έντονες. Γιατί και ο Δήμος, με τον πόλεμο, είχε σταματήσει κάθε δραστηριότητα. Κι έτσι οι δρόμοι της Αθήνας, αφήνοντας μερικούς κεντρικούς που είχαν άσφαλτο, ήταν γεμάτοι σκόνη και λάσπη τον χειμώνα. Τα κάρρα των σκουπιδιών, με την επίταξη των αλόγων για τις ανάγκες του Στρατού, ήταν πολύ λίγα, και περνούσαν μια φορά τη βδομάδα για την αποκομιδή τους. Έτσι οι τόσες μάντρες έλυναν το πρόβλημα. Τα γύρω σπίτια τις είχαν μεταβάλει σε σκουπιδότοπους. Βέβαια η Αθήνα πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, δεν ήταν έτσι. Ο


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 68 068

Η οδός Αιόλου, στο ύψος της Εθνικής Τράπεζας.

αναμορφωτής Δήμαρχός της Σπύρος Μερκούρης, την είχε μεταμορφώσει, εργαζόμενος εντατικά για τον σκοπό αυτό από το 1899 ίσαμε το 1914. Τα επιτεύγματα του Δήμου στον φωτισμό, την οδοποιΐα, την διαμόρφωση πλατειών και την καθαριότητα, είχαν προσδώσει στην πόλη εμφάνιση πολιτισμένη. Μεσολάβησαν όμως τα πολεμικά γεγονότα, η διαφωνία Βασιλέως και Πρωθυπουργού, ο τυφλός φανατισμός που έφερε τον εθνικό διχασμό, που παρέλυσε όλα, και κατέληξε στην εθνική αποσύνθεση. Και όμως, μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα της αβέβαιας και ρευστής πολιτικής καταστάσεως, η Αθήνα κτιζόταν. Τριώροφα σπίτια, σαν μανιτάρια, ξεπρόβαλαν σε απίθανους δρόμους, είτε μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο, είτε σ’ εκείνο που χάραζαν όπως ήθελαν


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 69 069

οι εργολάβοι που τα έκτιζαν. Κι’ αυτό γινόταν πιο πολύ στο βόρειο τμήμα της πόλεως, στις παρόδους της οδού Πατησίων καθώς και στα Κάτω Πατήσια. Γι' αυτό, οι συνοικίες αυτές, παρουσιάζουν σήμερα το αξιοθρήνητο θέαμα της ρυμοτομικής αναρχίας. Και τούτο είναι το περίεργο: Η Αθήνα ποτέ δεν σταμάτησε να κτίζεται και να επεκτείνεται σκαρφαλώνοντας λόφους και βουνά, χωρίς το επίσημο κράτος να προβάλη καμμιά αντίδραση. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε ολοκάθαρα σήμερα... Το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής, πραγματικός βραχνάς των Αθηναίων, ήταν η έλλειψη του νερού. Δεν είναι υπερβολή αν το ονομάσει κανείς τραγωδία. Είναι, βέβαια, γνωστό, πως η Αθήνα χάρη στον φιλαθήναιο Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό, που έφτιαξε το περίφημο για την εποχή του Αδριάνειον Υδραγωγείον, υδρεύετο από αυτό μέχρι το 1930, όταν πνίγηκε στο νερό με την έναρξη της υδρεύσεως από τη λίμνη του Μαραθώνα. Χρόνια και χρόνια, από το 1834, που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού Βασιλείου, όλοι οι Δήμαρχοί της, πάσχιζαν να λύσουν το πρόβλημα του νερού. Μα αυτό έμενε άλυτο. Το ζήτημα ξεπερνούσε τις οικονομικές δυνατότητες του Δήμου. Γι΄ αυτό και το Κράτος, τον καιρό της Ελληνικής Δημοκρατίας, πολύ σωστά, έλυσε το ζήτημα της υδρεύσεως με τα μεγάλα έργα της Ούλεν. Αν λοιπόν το Αδριάνειο, με τις συνεχείς πολυδάπανες επισκευές του Δήμου, και με τη ροή μέσα σ' αυτό άλλων νερών που συναντούσε στον μακρύ του δρόμου, μισόφτανε για τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες των κατοίκων της πόλεως, με τη συνεχή αύξηση του πληθυσμού της, δεν έφτανε ούτε για αγιασμό. Έτσι οι νερουλάδες από το Μαρούσι έκαναν χρυσές δουλειές. Με σούστες κουβαλούσαν σε σφραγισμένες στάμνες το Μαρουσιώτικο νερό, που το αγόραζαν για πόσιμο· οι πιο πλούσιοι και νοικοκυραίοι της μεσαίας τάξεως, που τα χρόνια εκείνα ήταν πολυάνθρωπη και αποτελούσε την σπονδυλική στήλη της αθηναϊκής κοινωνίας. Πολλές φορές, όταν οι νεορουλάδες ξεπουλούσαν γρήγορα, πήγαιναν στην πηγάδα του Βεζανή στα Πατήσια και ξαναγέμιζαν τις στάμνες, πουλώντας το νερό για Μαρουσιώτικο. Ο Πειραιάς που υπόφερε πιο πολύ απ' την Αθήνα, υδρευόταν με βυτιοφόρα πλοία από τον Πόρο. Όσα κέντρα είχαν τέτοιο νερό, έγραφαν στους μεγάλους τους καθρέφτες «Ύδωρ Αμαρουσίου» και στον Πειραιά «Ύδωρ Πόρου».


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 70 070

Με την έλλειψη, λοιπόν, του νερού, δεν μπορούσε να υπάρχη καθαριότητα. Ιδιαίτερα ο Στρατός, που με την επιστράτευση γέμιζε τους δρόμους της Αθήνας, έμενε άπλυτος από την έλλειψη αυτή. Έτσι, όταν περνούσε κανένα συντεταγμένο τμήμα, επιστρέφοντας από γυμνάσια, οι νοικοκυρές έκλειναν τα παράθυρα για να μη μεταδοθεί και στα σπίτια τους η γνωστή βρώμα των ποδιών. Λιγοστά σπίτια είχαν λουτρό, αλλά και τα νεοκτιζόμενα δεν πρόβλεπαν τέτοια πολυτέλεια. Και τούτο γιατί το λουτρό ήταν άχρηστο, αφού νερό δεν υπήρχε. Οι νοικοκυρές είχαν ρυθμίσει ανάλογα και την καθαριότητα του σπιτιού. Οι μπουγάδες που τις έβαζαν γεροδεμένες πλύστρες στα μεγάλα πλυσταριά των σπιτιών, κάθε μήνα ή και δυο μήνες, βαστούσαν δυο και τρεις ημέρες. Τα άσπρα τα έβαζαν σε ειδικό καζάνι με αλυσίβα (στάχτη) και από πάνω έβαζαν φύλλα συκιάς, όταν φυσικά ήταν η εποχή, και τα σεντόνια, οι μαξιλαροθήκες και τα λευκά εσώρουχα γίνονταν κάτασπρα και μοσχοβολούσαν. Ήταν απολαυστικό να κοιμάται κανείς σε τέτοια σεντόνια. Ήταν κάτι που η σημερινή εποχή δεν το απολαμβάνει με τα ηλεκτρικά πλυντήρια και τις σαπουνάδες των σαπουνιστών. Αλλά και η καθαριότητα του σώματος, που οι πιο καθαροί την έκαναν μια φορά τη βδομάδα, γινόταν συνήθως κατά τμήματα. Δηλαδή, μέσα στο υπνοδωμάτιο, που υπήρχε ο καρυδένιος νυπτήρας σκεπασμένος από πάνω με μάρμαρο, η μεγάλη από πορσελάνη λεκάνη στολισμένη με ωραία λουλούδια, η ομοιόμορφη κανάτα, και το περίφημο μαστέλο, όλα ασορτί, πλενόντουσαν από τη μέση και πάνω, τυλίγοντας μια πετσέτα για να προστατεύονται από τα νερά, και άλλη μέρα, έπλεναν το άλλο μισό σώμα. Το μπιντέ βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο και ήταν κινητό. Εκεί έπλεναν και τα πόδια, πιο συχνά όμως. Ένα ντους το καλοκαίρι, για ν' απολαύσει το σώμα λίγη δροσιά, ήταν κάτι το άγνωστο. Όταν ο νεροκράτης, το περιζήτητο αυτό πρόσωπο της εποχής, έκανε την εμφάνισή του, κρατώντας το μακρύ σιδερένιο κλειδί που άνοιγε το νερό, οι γυναίκες και τα παιδιά βρίσκονταν σε συναγερμό. Όλα σταματούσαν στο σπίτι, και η προσοχή ήταν στραμμένη στο ντεπόζιτο, που συνήθως ήταν στην κουζίνα, για ν' ακούσουν τον περιπόθητο κρότο του νερού που σιγά σιγά το γέμιζε. Όσοι όμως καθόντουσαν στα πιο πάνω πατώματα, υπόφεραν περισσότερο,


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 71 071

γιατί ώσπου να φτάσει το νερό σ' αυτούς, ο νεροκράτης έκλεινε τον διακόπτη. Μερικοί πάλι που έμεναν στα κάτω πατώματα, άμα γέμιζε το ντεπόζιτο, άνοιγαν τις βρύσες και γέμιζαν διάφορα δοχεία και στάμνες, μην αφήνοντας έτσι το νερό ν' ανέβει στ' απάνω. Και τότε άρχιζαν οι καυγάδες. Όλοι σχεδόν οι νοικάρηδες των σπιτιών δεν μιλιόνταν μεταξύ τους, από την αιτία του νερού. Το δράμα όμως ήταν ακόμη πιο τραγικό στις βρύσες της γειτονιάς. Όταν ήταν η μέρα του νερού, κάθε τρεις, κάθε πέντε ημέρες, απ' τα βαθειά χαράματα ολόκληρη η οικογένεια, εκτός του πατέρα που δούλευε, κουβαλώντας στάμνες, κανάτια, τενεκέδες και ό,τι άλλο μπορεί να χωρέση νερό, πήγαινε στην στερεμένη βρύση, και για πολλές ώρες περίμεναν να στάξουν τα θεία νάματά της. Η μακρυά ουρά των τενεκέδων και των ανυπόμονων γυναικών με τα ποικιλόχρωμα ρούχα και τα τσόκαρα, αναταραζόταν και αγωνιούσε πότε θα γεμίσουν οι τενεκέδες των πρώτων για να έλθει και η σειρά τους. Οι καυγάδες, τα ξεμαλλιάσματα, και καμμιά φορά και οι σοβαροί τραυματισμοί, ήταν το επακόλουθο κάθε τέτοιας διανομής στις βρύσες. Μα το νερό μας παρέσυρε... Ας δούμε, λοιπόν, πώς ήταν οι γειτονιές της Αθήνας. Οι νέες συνοικίες, που απλώνονταν ολόγυρα από τις παληές, ήταν ολότελα αδιαμόρφωτες. Χωματόδρομοι χωρίς πεζοδρόμια ή κράσπεδα, γεμάτοι σκόνη και λάσπη, αναδίδοντας μια απαίσια μυρωδιά από τα βρωμόνερα που οι γείτονες πετούσαν σ’ αυτούς. Οι μισογκρεμισμένες μάντρες, ατέλειωτη σειρά, ανέδιδαν τη χαρακτηριστική οσμή της αμμωνίας. Και αυτό ήταν φυσικό, αφού αφοδευτήρια υπήρχαν μόνο στις κεντρικές πλατείες και ελάχιστους δημοσίους χώρους. Οι γείτονες, μην αντέχοντας τη βρώμα, έγραφαν με ασβέστη υπενθυμίζοντας τον Νόμο. «Απαγορεύεται το ουρείν» –και μερικοί πιο θαρραλέοι– «Απαγορεύεται το ουρείν διά ροπάλου». Ούτε όμως η απειλή του ροπάλου συνέτιζε τους διαφόρους κακομαθημένους, που σαν γνήσιοι Ρωμηοί, βγαίνοντας από το καπηλειό, εννοούσαν να ποτίζουν τις μάντρες. Για να σταματήσουν, λοιπόν, το κακό, αναγκάστηκαν ν' αποτανθούν στα χριστιανικά αισθήματα των ανακουφιζομένων, βάφοντας με δεκάδες άσπρους σταυρούς τις μάντρες... Μα ούτε και μ' αυτό σταμάτησε το κακό. Άλλη μια αηδεία των δρόμων ήταν η καβαλλίνες των αλόγων, γιατί κανείς


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 72 072

δεν τις μάζευε. Έτσι τα πουλερικά της γειτονιάς, που άφθονα κυκλοφορούσαν στους δρόμους, εύρισκαν τροφή, καθώς και τα σπουργίτια που τότε αφθονούσαν στην πόλη. Όταν τα παιδιά γύριζαν στο σπίτι, οι μαννάδες τους φώναζαν: «Σκουπίστε καλά τα πόδια σας γιατί έχετε πατήσει καβαλλίνες». Η ηλεκτρική εταιρία, μην έχοντας πια δυνατότητα, δεν έδινε ρεύμα στα νέα κτίρια. Οι εγκαταστάσεις της που ήταν στο Νέο Φάληρο, τροφοδοτούσαν το δίκτυο με συνεχές ρεύμα των 110, χωρίς να υπάρχουν μετασχηματισταί, και έτσι όσο κανείς απομακρυνόταν από το κέντρο της πόλεως, τόσο το φως ήταν ασθενέστερο, ώσπου γινόταν σαν τις πυγολαμπίδες. Πηχτό σκοτάδι σκέπαζε τους δρόμους. Γι’ αυτό, πολλοί που μένανε σε μακρυνές, για τότε, γειτονιές, έβγαζαν από το παράθυρο ένα κινητό ηλεκτρικό γλόμπο, όταν περίμεναν βραδυνές επισκέψεις. Τα πιο πολλά σπίτια είχαν γκάζι για φωτισμό και μαγείρεμα, με τη συνεχή όμως επέκταση του δικτύου του και τη κακή συντήρηση, δεν είχε πια τη δύναμη που έπρεπε. Οι αραιοκατοικημένες γειτονιές, δεν είχαν, όπως σήμερα, τη πληθώρα των μαγαζιών. Ο μπακάλης, ο μανάβης και το πρωτόγονο ψηλικατζίδικο (εμποράκι), που συνήθως το είχε κάποιος γεροντάκος ή καμμιά χήρα, (συνταξιούχοι τότε ήταν μόνο του Δημοσίου), ήταν τα μοναδικά καταστήματα. Τα μπακάλικα, κατά κανόνα, πουλούσαν και κρασί. Στα ράφια τους μοστράριζαν τσουκάλια Σίφνου, μερικά σκονισμένα μπουκάλια μπύρας, και τις μοναδικές κονσέρβες της εποχής, τις μπάμιες Ναυπλίου. Το ντεκόρ συμπληρωνόταν με σκούπες και σκουπάκια που τις κρεμούσαν στους τοίχους, καθώς και ζεμπίλια. Τα φαγώσιμα, άλλα σε τσουβάλια, σε τενεκέδες, ή βαρέλια, χωρίς καμμιά προστασία από τις χιλιάδες μυίγες και τους ποντικούς, περίμεναν λαχταριστά τους πελάτες. Ο μπακάλης με τον ξυπόλυτο παραγυιό του, φορώντας τις βρώμικες ποδιές από το ειδικό δρίλλι του Ρετσίνα, μύριζαν λίγδα και πετρέλαιο. Αξούριστοι και κακοφτιαγμένοι κοιλαράδες, με τον χρόνο, άφησαν τον τύπο τους. Έτσι, όταν σήμερα θέλουμε να πούμε για κάποιον πώς του λείπει η φινέτσα, ή ότι δεν έχει καμμία εμφάνιση, λέμε: «Αυτός μοιάζει σαν μπακάλης». Το μπακάλικο ανέδινε μια μυρωδιά πετρελαίου, ανάκατη με μπακαλιάρου ή ρέγγας. Στα δυο τρία σιδερένια στρογγυλά τραπέζια του, χωμένα ανάμεσα


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 73 073

Η οδός Πατησίων.

στα βαρέλια, έτσι που δεν φαίνονταν, συνήθως έπιναν το κρασί τους οι άνθρωποι «της καλής κοινωνικής τάξεως». Το έπιναν ξεροσφύρι, με καμμιά εληά ή βαρελίσια σαρδέλλα, πάνω στο λαδόχαρτο, με λίγο πιπέρι και λιγοστό λάδι από το στράγγισμα του κατοσταριού. Τη συνηθισμένη ώρα γύριζαν σπίτια τους, κάπως φοβισμένοι για τη «παρεκτροπή» αυτή, που τη γνώριζε μόνο η γυναίκα τους. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν οι ταβέρνες όπως είναι σήμερα. Ήταν μόνο τα εστιατόρια. Ο λαός το έπινε ελεύθερα στα καπηλειά, στις μάντρες δηλαδή που πουλούσαν ξύλα και κάρβουνα. Καθισμένοι κάτω από πρόχειρα υπόστεγα που βρίσκονταν και τα βαρέλια, σε σαραβαλιασμένες καρέκλες και τραπέζια, ρουφούσαν τα γιοματάρια και τα σώσματα, χωρίς μεζέ ή γλύφοντας κανένα σαρδελλοκέφαλο, ή εληά, που τα είχαν φέρει από το φτωχικό τους. Το καπηλειό ήταν η μοναδική ψυχαγωγία του εργαζόμενου λαού. Εκεί ξέσπαγαν τα μεράκια, και όταν το γλέντι έφτανε στο «τσακίρ-κέφι» ο καλλίφωνος της παρέας έπιανε τον αμανέ. Στο άκουσμά του, και στα τραβηγμένα «αμάαααααααααν», η παρέα πάθιαζε, και στα αναφωνητά του ξεσπούσε όλος ο πόνος του δύστυχου και κουρασμένου μεροκαματιάρη. Το κρασί και η «κερά»


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 74 074

που θ’ αγκάλιαζε το βράδυ ήταν η μόνη του απόλαυση. Κουτσοπίνοντας όμως περνούσε η ώρα, και λησμονούσαν πως κάποτε πρέπει να γυρίσουν σπίτι τους. Έτσι, μεσ' το πηχτό σκοτάδι των δρόμων, έξω από τα κρασοπουλιά, περασμένα μεσάνυχτα, έβλεπε κανείς φτωχογυναίκες που δειλά δειλά προσπαθούσαν, με το καλό, να τραβήξουν τον άνδρα σπίτι τους. Πολλές φορές όμως, ο ανδρικός εγωϊσμός που δεν ανεχόταν τέτοιες προσβολές, ξεσπούσε στις δύστυχες γυναίκες... Οι φούρνοι είχαν «ευρύτερη περιφέρεια» και για να πάρουν πολλοί ψωμί περπατούσαν ώρα ολόκληρη. Οι πιο πολλοί ήταν στις κεντρικές συνοικίες. Τα καρβέλια (οι γειτονιές δεν έφτιαναν φραντζόλες και κουλούρες, που ήταν η ειδικότητα των καλών φούρνων του κέντρου), όπως έβγαιναν ζεστά τα πασάλειβαν με μια παληόβουρτσα με νερό για να γυαλίζουν, και αμέσως οι βοηθοί, ξυπόλυτοι και ανεβασμένοι πάνω σε δυο πατάρια φτιαγμένα από χονδροσάνιδα των οικοδομών, που ήταν και η μόστρα του φούρνου, τα τοποθετούσαν όρθια και κανονικά, το ένα μπροστά στο άλλο. Μοσχοβολούσαν, βέβαια, οι φούρνοι, μα η θέα του ξυπόλυτου παραγυιού με τα βρώμικα πόδια, προκαλούσε όχι και τόσο ευχάριστη εντύπωση... Τα φαγητά που πήγαιναν στο φούρνο τα ξάφριζαν, αφαιρώντας το λάδι, μερικές πατάτες, ζυμαρικά και καμμιά φορά και ολόκληρα κομμάτια κρέας... Ήταν ακόμη και ο γαλατάς που ήταν και παραγωγός, βόσκοντας το κοπάδι με τις κατσίκες του στους σκονισμένους δρόμους. Τα ζωντανά αυτά, παμφάγα όπως είναι, και μη βρίσκοντας κατάλληλη τροφή, καθάριζαν τους δρόμους από τα σκουπίδια, αντικαταστώντας έτσι και ελαφρύνοντας το έργο του Δήμου. Το άρμεγμα γινόταν επί τόπου, κι έτσι δεν μπορούσε να νερωθεί το γάλα. Όταν όμως σταμάτησε το σύστημα αυτό της διανομής, άρχισε και το νέρωμα, που έφτανε συνήθως στα πενήντα τοις εκατό. Γι' αυτό όλα τα σπίτια προμηθεύτηκαν ειδικό «γαλακτόμετρο» που το βουτούσαν στο γάλα και εύρισκαν τη νοθεία. Το γαλατάδικο, χωμένο σε κάποια πάροδο, ήταν ένας βρώμικος μικρός χώρος όπου κοιμόταν στρωματσάδα και η οικογένεια. Εκεί βρίσκονταν ανάκατα οι καρδάρες, οι κουρελούδες, τα γιαούρτια, τα μιξιασμένα μωρά, το βούτυρο, τα βαρελάκια και ό,τι άλλο μπορεί να φαντασθή κανείς... Έτσι, η καθαριότητα


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 75 075

του γαλατά, που ήταν συνήθως χωριάτης απ’ τα μέρη της Ρούμελης, ήταν πρότυπη, μια και τα είδη του πήγαιναν κυρίως για μωρά και αρρώστους!!! Οι καλύτεροι πελάτες των μαγαζιών της γειτονιάς ήταν οι Κυραγιάνναινες και Κυραμαριγούλες, που έχοντας να περιποιηθούν το τσούρμο των παιδιών, δεν άδειαζαν να πάνε για ψώνια στην αγορά. Ήταν ακόμη κι άλλος ένα λόγος. Ο μεροκαματιάρης άνδρας τους πληρωνόταν κάθε Σάββατο, και ψώνιζε βερεσέ, καταχωρούμενο στα γνωστά και σήμερα μπακαλοδεφτέρια. Στα μικρά αυτά βιβλιάρια, βρωμισμένα με λάδια, βούτυρα και πετρέλαια, απ’ τα χέρια του μπακάλη, καταχωρούσαν τα ψώνια της ημέρας. Σήμερα, όταν θέλουμε να πούμε για τα βιβλία μιας επιχειρήσεως πώς δεν τηρούνται όπως πρέπει, λέμε: «Αυτά είναι μπακαλοδεφτέρια». Ειδικά όμως τα Σάββατα, οι μεροκαματιάρηδες ήταν οι καλύτεροι πελάτες της Κεντρικής Αγοράς. Κρεμώντας το ζεμπίλι απ’ τον κασμά ή το φτυάρι, που το ώρθωναν στον ώμο, τραβούσαν κατά κει και ψώνιζαν το Κυριακάτικο φαγητό. Μετά πήγαιναν στο μαγειριό που βρισκόταν ανάμεσα στα χασάπικα, και έπιναν τη μισή τους, έχοντας για μεζέ μπακαλιάρο τηγανιτό, απολαμβάνοντας έτσι μαζί και τη τσίκνα του καμένου λαδιού που φλόμωνε το μαγαζί. Ο λαός δεν έτρωγε κάθε μέρα μαγειρεμένο φαϊ. Αυτό το συνήθισε πολύ αργότερα, λίγο πριν απ’ τον δεύτερο πόλεμο. Τις πιο πολλές φορές η οικογένεια περνούσε με ξεροφαγία, όπως άλλωστε και ο εργαζόμενος οικογενειάρχης, που μέσα σε μια «καστανιά» έβαζε λίγες εληές, ένα κεφάλι σκόρδο και καμμιά ρέγγα. Ψωμί όμως έτρωγε πολύ. Τις Κυριακές η οικογένεια έτρωγε καλά. Το μενού το αποτελούσαν συνήθως ζυγούρι ή «εξ Καρύστου» με πατάτες ή ζυμαρικά στο φούρνο, καμμιά σαλάτα, μπόλικο ψωμί, κρασί, και το καλοκαίρι κανένα φρούτο, καρπούζι, πεπόνι, σταφύλια... Τις Κυριακές που ήταν νηστείες, το κρέας το αντικαταστούσε ο τηγανιτός μπακαλιάρος. Από τον τρόπο της διατροφής του λαού, πήγασε και αυτό που τόσο διατυμπάνισαν οι παλαιότεροι πολιτικοί και άλλοι σημαίνοντες, εκθειάζοντας σαν προτέρημα «το λιτοδίαιτον του Έλληνος». Αυτός ασφαλώς θα πρέπει να ήταν και ένας από τους λόγους που η Ελλάδα των πέντε εκατομμυρίων είχε τριακόσιες πενήντα χιλιάδες φυματικούς! Ανάμεσα στα λιγοστά μαγαζιά της γειτονιάς, ξεχώριζε το μικρό καφενεδάκι,


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 76 076

Η οδός Ερμού.

το απαραίτητο εντευκτήριο των μεσήλικων και των παρωπλισμένων της ζωής. Βέβαια η Αθήνα, στα κεντρικά της σημεία, είχε πληθώρα μεγάλων καφενείων, που από τις πρωινές ώρες γέμιζαν θαμώνες, που μην έχοντας άλλοι δουλειά να κάνουν, χαρτόπαιζαν. Οι καρέκλες και τα τραπέζια έφθαναν μέχρι την άκρη των φαρδειών πεζοδρομίων.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 77 077

Το γκαρσόνι, παιδί όπως το αποκαλούσαν ξελαρυγγιζόταν να παραγγέλνη τους «βαρύ γλυκούς» ή τους «πολλά βαρύ και όχι», κρατώντας την πατσαβούρα, που μέχρι σήμερα, πάντα βρώμικη, έχει παραμείνει σαν ένα από τα θλιβερά λείψανα του μεγάλου χωριού, που ήταν η πρωτεύουσα της χώρας. Σε μερικές γειτονιές άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα συνοικιακά ζαχαροπλαστεία. Ήταν μικρά καταστήματα που έδιναν πάστες μόνο για τα σπίτια. Οι καταστηματάρχες τους ήταν παληοί τεχνίτες κεντρικών ζαχαροπλαστείων. Αν προσθέσουμε και την εκκλησία που χρόνια πριν κτιζόταν, και εξακολούθησε να κτίζεται για πολλά χρόνια ύστερα, και να μην τελειώνη ποτέ, θα μπορούμε να έχουμε την όψη της γειτονιάς, την εποχή που ο Στρατός μας, στο απέραντο μέτωπο της Μικράς Ασίας, αγωνιζόταν να ολοκληρώση τα όνειρα της φυλής. Οι τάξεις Τα σπίτια της Αθήνας ξεχώριζαν σε κατηγορίες, όπως σε τάξεις ξεχώριζαν και οι κάτοικοί τους. Στους μεγάλους κεντρικούς δρόμους, Κηφισίας (σημερινής Βασιλίσσης Σοφίας), Ακαδημίας, Αμαλίας, Βουλής, Νίκης, Φιλελλήνων και πολλούς άλλους εκτός από τις παληές γειτονιές της Πλάκας και του Ψυρρή, βρίσκονταν τα διάφορα αρχοντικά, ιδιόκτητες συνήθως μονοκατοικίες διώροφες ή τριώροφες, που έμεναν γνωστές οικογένειες, απόγονοι αγωνιστών του ’21, ή φερτών στην Αθήνα από το Φανάρι, τις Ηγεμονίες και άλλα μέρη του υποδούλου Ελληνισμού και παλαιών παροικιών του Εξωτερικού. Στα αρχοντικά αυτά έμεναν πραγματικοί άρχοντες, παιδιά, οι παππούδες και εγγόνια, οι μεσήλικες των μαχητών και πολιτικών της Επανα-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 78 078

στάσεως, που ξεχώριζαν από τους άλλους κατοίκους για την έμφυτη ευγένεια, την προσήλωση στα ιδανικά του Έθνους, την άμεμπτη διαγωγή, τη μεγαλόπρεπη εμφάνιση και την φινέτσα. Ο σεβασμός που έτρεφε ο λαός για «τ’ αρχοντόπουλα» και τις «μεγάλες κεράδες» πήγαζε από πραγματική αγάπη και θαυμασμό γι’ αυτούς. Αλλά και η παληά αυτή αριστοκρατία, αφήνοντας μερικούς ξιπασμένους Φαναριώτες, αγαπούσε και σέβονταν τους κατωτέρους της. Οι πιο πολλοί από τους «καθώς πρέπει» Κυρίους δεν έκαναν καμμιά δουλειά, ήταν όμως στα διάφορα συμβούλια φιλανθρωπικών και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων και μερικοί επολιτεύοντο. Στα επισκεπτήριά τους έγραφαν κάτω από το όνομα: «Κτηματίας», δηλαδή εισοδηματίας ακινήτων. Αυτός ίσως να ήταν και ένας από τους λόγους που τα παιδιά τους κατάντησαν στην ψάθα... Τα αρχοντικά τους στολισμένα με έπιπλα στυλ Λουδοβίκου 14ου & 15ου, Αντουανέττας, Αμπίρ ή Φλωρεντίας φερμένα από το Εξωτερικό, με βιβλιοθήκες από μαόνι, σαλόνια, ταραπεζαρίες, γραφεία βενετσιάνικα, πίνακες μεγάλων ζωγράφων δικών μας και ξένων, αγάλματα, μεγαλόπρεπους πολυέλαιους, βάζα κινέζικα και μουράνο, ακριβές πορσελάνες των Σεβρών και στρωμένα με πανάκριβα περσικά χαλιά, ήταν επιβλητικά σε μεγαλοπρέπεια. Ο έβενος, το φίλντισι και το ασημικό φάνταζαν ολούθε και προκαλούσαν το δέος και τον θαυμασμό στη λαϊκή φαντασία. Η ζωή στα σπίτια αυτά κυλούσε ήρεμη χωρίς καμμιά επίδειξη ή κομπασμό. Η αρχοντική αυτή γενιά, με το τέλος του πρώτου Ευρωπαϊκού πολέμου, μαθημένη στην ανατολίτικη ραθυμία και στην επιπολαιότητα της εύκολης ζωής, στάθηκε ανίκανη να προσαρμοσθεί στη νέα τάξη πραγμάτων, που απαιτούσε έντονη εργασία με σύστημα και ταχύτητα. Ο πόλεμος είχε γκρεμίσει, σαν χάρτινους πύργους, τους αυτοκράτορες και τους βασιληάδες, που για αιώνες ήταν ριζωμένοι στα πλουσιώτερα και τα μεγαλύτερα κράτη της Ευρώπης, και μαζί μ’ αυτούς ξερρίζωσε και το καθεστώς των ευγενών και ένα κόσμο ολόκληρο ιδεών, θεσμών και εθίμων, που από καιρό είχε καταδικαστεί σε εξαφάνιση. Η αλλαγή αυτή έγινε απότομα, τόσο απότομα, που ξάφνιασε την κουρασμένη και απροσάρμοστη τάξη των ευγενών, και μη μπορώντας ν’ αντιδράση, παραδόθηκε οριστικά δίχως όρους και κλείστηκε στο καβούκι της,


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 79 079

ζώντας με τις αναμνήσεις της αλησμόνητης, γι’ αυτήν, παλιάς εποχής... Τα παιδιά τους όμως που ανδρώθηκαν μετά τον πόλεμο, επηρεασμένα από τις νέες οικονομικές συνθήκες και ιδέες, βρέθηκαν σε μεγάλη αντίθεση με τους γονείς τους, σε σημείο που, λίγα χρόνια αργότερα, δεν κράτησαν τίποτε από τον παληό τρόπο ζωής, παρά μόνο το όνομά τους... Αυτή λοιπόν, την αρχοντιά έχασε η σημερινή Αθήνα, δεν έχασε τίποτε άλλο. Γιατί η τωρινή ούτε καν μπορεί να συγκριθεί με την Αθήνα του χθες, όπως ασφαλώς δεν θα μπορεί να συγκριθεί μετά από πενήντα χρόνια με τη σημερινή. Αυτό, που είναι και η αλήθεια, θα έπρεπε να τονίζουν οι διάφοροι νοσταλγοί του μεγάλου χωριού, και όχι να προσπαθούν παραποιώντας την ιστορία, να ωραιοποιούν μια εποχή, που δεν έχει τίποτε να της ζηλέψει η σημερινή... Υπήρχε όμως και η τάξη των ανερχομένων, δηλαδή των βιομηχάνων, των εφοπλιστών, και των μεγαλεμπόρων, που με την επανάσταση Ζορμπά στα 1909 και τον ερχομό του Βενιζέλου, πήραν ουσιαστικά στα χέρια τους την εξουσία. Η ζωή τους ξεχώριζε από εκείνη της αριστοκρατίας του αίματος. Μην έχοντας περγαμηνές, πάσκιζαν με την επίδειξη να κινήσουν το ενδιαφέρον του κόσμου. Με την πολυτέλεια της ζωής τους (οι περισσότεροι είχαν αυτοκίνητα), τα επιβλητικά σύγχρονα σπίτια τους –αντί πιάνο είχαν ηλεκτρική πιανόλα– και τις επιδείξεις των σαλονιών τους, όπου καλούσαν γόνους της παληάς αριστοκρατίας και πέτυχαν αρκετούς γάμους με τις πολύφερνες κόρες τους, συναγωνίζονταν πως θα μπορέσουν και αυτοί να πάρουν μια θεσούλα μέσα στον κύκλο του χάι λάιφ των Αθηνών. Οι αριστοκρατικοί όμως κύκλοι απέφευγαν να τους μπάζουν στα σαλόνια τους και τους αποκαλούσαν νεόπλουτους. Τους εφοπλιστές τους έλεγαν μαουνιέρηδες, και τους αλευροβιομήχανους μυλωνάδες. Δεν μπόρεσαν όμως για πολύ να κρατήσουν την απόσταση, και σιγά σιγά υπεχώρησαν μπρος στην παντοδυναμία του χρήματος. Η μεσαία αστική τάξη, που την αποτελούσαν οι μικροί εισοδηματίες, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί, επαγγελματίες και μικρέμποροι, κατοικούσαν οι πιο πολλοί στις νέες γειτονιές, στα νεόκτιστα σπίτια, τα εργολαβικά όπως τα αποκαλούσαν, διώροφα ή τριώροφα, όλα εσωτερικά φτιαγμένα με την ίδια πάντα διαρρύθμιση, και εξωτερικά με ελάχιστες παραλλαγές.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 80 080

Οι χώροι ήταν ευρύχωροι. Μια τετραμελής οικογένεια νοίκιαζε πέντε ή έξη δωμάτια, και ανάλογα οι πολυμελέστερες, και αυτό που γίνεται σήμερα με τα κλουβιά των πολυκατοικιών των δυο και τριών δωματίων, τα χρόνια εκείνα, θα το θεωρούσαν ασφυξία. Τα σπίτια αυτά δεν είχαν καμμιά πολυτέλεια. Έπιπλα χωρίς στυλ, ακαλαίσθητη εμφάνιση της «καλής τραπεζαρίας», –είδος σαλονιού– υπνοδωμάτια άγουστα που φανέρωναν την προέλευση των ανθρώπων αυτών, χωρίς βάθος, χωρίς παράδοση. Οι πιο πολλοί ήταν πρώτο χέρι επαρχιώτες. Ο λαός, έμενε σε μακρυνές γειτονιές, εκτός σχεδίου, σε πρόχειρα κατασκευάσματα με τις κότες, τις γίδες και τα γουρούνια. Λιγοστοί ήταν οι εργάτες της βιομηχανίας, γιατί τα εργοστάσια μετριόνταν στα δάκτυλα. Οι άλλοι ήταν τεχνίτες, εργάτες οικοδομών, πλανόδιοι μανάβηδες, περιβολαραίοι. Ήταν ακόμη και οι επιστήμονες που ο κόσμος γενικά τους σέβονταν. Περισσότερο όμως σέβονταν και εκτιμούσε τους γιατρούς, γιατί τα χρόνια εκείνα οι αρρώστειες θέριζαν και το κάθε σπίτι είχε τον δικό του γιατρό, τον κουράντη του. Η διάκριση ανάμεσα στις πάρα πάνω τάξεις ήταν ολοφάνερη. Ξεχώριζε όχι μόνο στο ντύσιμο, στον τρόπο της ομιλίας, αλλά και στις εκδηλώσεις της. Εκεί που πήγαιναν οι πλούσιοι δεν πήγαινε ο λαός. Τους κυττούσε μόνο και τους θαύμαζε από απόσταση... Αν και τα σπίτια των διαφόρων τάξεων διέφεραν σε εμφάνιση και πολυτέλεια, οι κουζίνες τους ήταν σχεδόν ίδιες. Ευρύχωρες, πάνω από τέσσερα επί τέσσερα, με το χτιστό τζάκι στη μια γωνιά, στολισμένο με κόκκινα ειδικά πλακάκια, και με τις δυο ή τρεις πυροσιές και τον φούρνο του. Στα ράφια, που πλαισίωναν την κουζίνα γύρω γύρω, ήταν τοποθετημένα τα τεντζερέδια, όλα μπακίρινα. Για να φαίνωνται πιο όμορφα, κολλούσαν ειδικά χαρτιά με χρωματιστά λουλούδια που τα ανανέωναν συνήθως κάθε Πάσχα. Στους τοίχους, στολισμένους με μπλε κόλλες, από αυτές που ντύνουν τα τετράδια του σχολείου, κρέμονταν σε παράταξη, τα μαυρισμένα τηγάνια, τα ταψιά, τα μπρίκια, οι κατσαρόλες, οι ψηστιέρες και ό,τι άλλο, και από το ψηλό ταβάνι, από ειδικό γάντζο με σχοινί, το περίφημο φανάρι, το σύμβολο της εποχής, που αντικαταστούσε το σημερινό ψυγείο. Εκεί τοποθετούσαν τα φαγητά για να μη τα μαγαρίζουν οι μυίγες, που κατά προτίμηση πετούσαν στην κουζίνα, και οι κα-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 81 081

Η οδός Μνησικλέους.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 82 082

τσαρίδες, που πίσω από τα χαρτιά του τοίχου είχαν τις φωληές τους. Για τις μυίγες κρεμούσαν κάτω από το ηλεκτρικό ή το γκάζι ένα ειδικό χαρτί με ψαρόκολλα και ζάχαρι, όπου κολλούσαν, και άμα γινόταν μαύρο πια απ’ αυτές, το άλλαζαν. Στο φανάρι, μόνιμα σχεδόν, βρισκόταν ένα κομμάτι κεφαλοτύρι για τα μακαρόνια. Πάνω από τη φούσκα του τζακιού, που ήταν κτιστή, στις προεξοχές της, τοποθετούσαν μερικές πλάκες πράσινο σαπούνι, το λουλάκι, και τα σπίρτα για το άναμμα του τζακιού. Η κουζίνα δεν είχε παρά ένα μόνο ντουλάπι, όπου έβαζαν τα μπουκάλια, και όλα, όπως η πιατοθήκη ήταν εκτεθημένα. Με τις κάπνες του τζακιού, τις σκόνες του δρόμου, τα έντομα και τους ποντικούς, όλα ήταν μαγαρισμένα. Γι’ αυτό και οι τόσες κοιλιακές διαταραχές, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, οι άφτρες που έβγαζαν στη γλώσσα, και οι συχνές δηλητηριάσεις. Ένα μεγάλο τραπέζι στη μέση της κουζίνας για τις δουλειές, και μια ή δυο παληές καρέκλες, συμπλήρωναν τον διάκοσμό της. Ο εξαεριστήρας ήταν άγνωστος, γι’ αυτό το σπίτι βρωμοκοπούσε όταν μαγείρευαν κουνουπίδι ή τηγάνιζαν ψάρια. Ο χώρος της κουζίνας έρχονταν σε τέλεια αντίθεση με τα πολυτελή σαλόνια και τον ακριβό διάκοσμο των σπιτιών. Ήταν κάτι που σίγουρα θα μπορούσε να είχε διορθωθή. Και όμως. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε για να φτάσουμε στη σημερινή κουζίνα... Με την έλλειψη των απορρυπαντικών, των εντομοκτόνων, της ηλεκτρικής σκούπας και τόσων άλλων μέσων που παρέχει σήμερα ο τεχνικός πολιτισμός, και τα καθαρότερα ακόμη σπίτια της εποχής, δεν θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα σημερινά. Τα πενήντα αυτά χρόνια ανέβασαν το βιωτικό επίπεδο τόσο ψηλά, και συνεχώς θα το ανεβάζουν, που μόνο κακής πίστεως νοσταλγοί θα μπορούσαν να το αμφισβητήσουν. H κοινωνική ζωή Τα παληά αρχοντικά με το ανέβασμα της νεοαστικής τάξεως των βιομηχάνων και των εφοπλιστών, σιγά σιγά αποτραβήχτηκαν από τη κοσμική ζωή. Μα ήταν κι’ ένας ακόμη λόγος: Τα οικονομικά είχαν στενέψει. Τα αρχοντόπουλα


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 83 083

που δεν εργάστηκαν ποτέ, είχαν σπαταλήσει τις μεγάλες περιουσίες περιουσίες που βρήκαν, και μερικές οικογένειες υπόφεραν οικονομικά. Άλλες πάλι κατώρθωσαν να συγκεντρώσουν μικρά υπολείμματα της περιουσίας τους και προσάρμωσαν τα έξοδα ανάλογα με τα εισοδήματά τους. Έχοντας όμως παραδοσιακή ευγένεια, δεν θέλησαν να διώξουν τους πιστούς τους υπηρέτες και υπηρέτριες, που τους κράτησαν χωρίς μισθό ή με μικρό, σαν μέλη πια της οικογένειάς τους. Οι νεόπολουτοι, μη βρίσκοντας πουθενά αντίσταση, αλώνιζαν, επιδεικνύοντας τα πλούτη τους. Στην Αθήνα, τη Κηφισιά, τις Σπέτσαις, ολούθε, έκαναν την εντυπωσιακή εμφάνισή τους, με τα αυτοκίνητα, τα κότερα, τις ταχύτατες βενζίνες και τις βίλλες τους. Είναι αλήθεια πως όσο κρατούσε η παληά αριστοκατία, μην ξέροντας από τρόπους και θέλοντας να την μιμηθούν, έπεφταν σε τρομερές γκάφες, δίνοντας έτσι λαβή για πρικρόχολα σχόλια σε βάρος τους. Έτσι, στα θεμέλια της κοινωνίας που στην κυριολεξία είχε καταρρεύσει, η τάξη των πλουτοκρατών έχτιζε τη νέα αθηναϊκή και γενικώτερα ελληνική κοινωνία... Εκτός από τους ανερχομένους πλουτοκράτες, όλος ο άλλος κόσμος γενικά έπληττε. Κι’ αυτό, επειδή τα χρόνια εκείνα η Αθήνα δεν είχε να προσφέρη τίποτε σχεδόν για ψυχαγωγία. Δυο τρία θέατρα, μερικοί χειμερινοί κινηματόγραφοι και λιγώτεροι καλοκαιρινοί, ο Καραγκιόζης και τίποτε άλλο. Ο Βασιλικός κήπος ήταν κλειστός για τον κόσμο, –άνοιξε τον καιρό της Δημοκρατίας– και οι ελάχιστοι κήποι των πλατειών ξεραμένοι και αδιαμόρφωτοι. Μόνο το Ζάππειο ήταν το μοναδικό καταφύγιο των παιδιών, και των μεγάλων όπου μπορούσαν να περάσουν κάπως ευχάριστα τις ώρες τους. Τα σπίτια, χωρίς τίποτε από τις σημερινές ανέσεις, παγωμένα το χειμώνα και καμίνια το καλοκαίρι, έμοιαζαν φυλακές δίχως σίδερα. Κεντρική θέρμανση δεν υπήρχε, ή είχαν πολύ λίγα αρχοντόσπιτα, και οι Αθηναίοι πάσχιζαν να ζεσταθούν με τις σόμπες, βάζοντας ξύλα ή βαπορίσιο λιγνίτη, που βρωμοκοπούσε και φλόμωνε το σπίτι. Οι πιο καλοστεκούμενοι αγόραζαν ανθρακίτη εγγλέζικο. Τα περισσότερα όμως σπίτια της μεσαίας τάξεως, είχαν τις σόμπες πιο πολύ για φιγούρα. Οι λαϊκές τάξεις, πρακτικώτερες, τη βόλευαν καλύτερα. Το μαγκάλι με την πυρήνα, σε συνδυασμό με την κουρελού, ζέσταιναν το δω-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 84 084

μάτιο. Οι άνδρες, αργόσχολοι οι περισσότεροι, για να σπάσουν τη πλήξη τους εύρισκαν διέξοδο στο καφενείο, όχι όμως της γειτονιάς, εκεί πήγαιναν μόνο για τον καφέ, αλλά στα κεντρικά καφενεία της Ομόνοιας. Χωμένοι σε μια γωνιά, μέσα στην αποπνυχτική από τους καπνούς, αλλά και ζεστή, ατμόσφαιρα του καφενείου, περνούσαν ώρες ολόκληρες, παίζοντας τη πρέφα τους με την παρέα. Την ώρα όμως του βραδυνού φαγητού, ανάλογα με την εποχή, γύριζαν τρεχάτοι σπίτια τους. Γιατί η οικογένεια, από σεβασμό, δεν έτρωγε, περιμένοντας τον αρχηγό της. Οι μεροκαματιάρηδες όμως δεν είχαν ούτε αυτή την απόλαυση. Ξεθεωμένοι απ’ τη 10ωρη εργασία έπεφταν στον ύπνο. Για να υπάρχη, λοιπόν, κάποια ποικιλία στη μονότονη ζωή των Αθηναίων, είχαν καθιερωθή οι επισκέψεις μεταξύ των γνωστών. Κάθε δέκα, δέκα πέντε μέρες, ανάλογα, η οικοδέσποινα, χωρίς να ειδοποιήση, πήγαινε επίσκεψη στο σπίτι της φίλης της, και φυσικά, την εύρισκε πάντα εκεί. Γιατί οι γυναίκες πολύ σπάνια έβγαιναν από τα σπίτια τους. Και η επίσκεψη ήταν τυπική. Καθισμένες η μια κοντά στην άλλη στο μεγάλο καναπέ της σάλας, πάσχιζαν να βρουν θέματα για την κουβέντα, περιμένοντας ανυπόμονα να περάση η καθωρισμένη ώρα για να το διαλύσουν. Ο άνδρας, που βρισκόταν συνήθως στο σπίτι, δεν έκανε την εμφάνισή του, παρά μόνο όταν έβλεπε την επισκέπτρια που ήταν στο κορφόσκαλο και ετοιμαζόταν να φύγη. Εάν, σπάνιο πράγμα, δεν εύρισκε τη φίλη της εκεί, η Κυρία άφηνε το επισκεπτήριό της αφού το τσάκιζε στη μιά γωνιά, που σήμαινε ότι ήλθε «αυτοπροσώπως». Όλα τα σπίτια στο πόρτ μαντώ της εισόδου ή στο τραπέζι του χώλ είχαν ένα ειδικό δίσκο, συνήθως ασημένιο, που έβαζαν τα επισκεπτήρια. Οι άνδρες συνώδευαν τη γυναίκα τους όταν έκαναν επίσκεψη στην οικογένεια. Ειδικά όμως την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, οι Κύριοι, νοικιάζοντας ένα μόνιππο (Μαρίκα) γυρνούσαν όλες τις γνωστές οικογένειες και άφηναν το επισκεπτήριο με την ένδειξη Κος και Κα... . Η γυναίκα ποτέ δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους τη Πρωτοχρονιά. Τέτοια χρονιάρα μέρα έπρεπε να βρίσκεται σπίτι... Είχαν ακόμη και τις βεγγέρες. Δηλαδή η κάθε οικογένεια ώριζε μιά από της μέρες της εβδομάδας ως ημέρα βεγγέρας. Έτσι οι γνωστοί, ξέροντας ότι η καθωρισμένη μέρα η οικογένεια δέχεται, έκαναν απρόσκλητοι την επίσκεψή τους. Μαζεύονταν δέκα, είκοσι, και πάρα πάνω πρόσωπα, και συζητούσαν


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 85 085

διάφορα θέματα, έπαιζαν, μικροί και μεγάλοι, τόμπολα, την «μπερλίνα» ακόμη και την «τυφλόμυιγα». Μετά από τα απαραίτητα κεράσματα, γλυκό κουταλιού με κανένα σπιτικό κουλουράκι, η νεαρή κόρη της οικογενείας έκανε επίδειξη της προόδου της στο πιάνο, και είτε έπαιζε φάλτσα ή σωστά, έπαιρνε τα συγχαρητήρια των περευρισκομένων. Και τούτο είναι το περίεργο. Τέτοια ήταν η έλλειψη αυθορμητισμού και κριτικής των ανθρώπων της εποχής, που σε όλες τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις επικρατούσε το πνεύμα της υποκρισίας και του μυστικισμού. Η ετικέττα τους έκανε δειλούς, χωρίς να έχουν το θάρρος να εκφράζουν την προσωπική τους γνώμη για οποιοδήποτε θέμα. Μόνο στις πολιτικές συζητήσεις εκδηλώνονταν φανερά... Ο λαός όμως ήταν πιο αυθόρμητος, πιο ειλικρινής. Μην έχοντας τον βραχνά της ετικέττας γλεντούσε όπως ήθελε και όποτε ήθελε, ανάλογα με τα κέφια. Τις σχολάδες, οι μεροκαματιάρηδες συνοδεύοντας τη στρουμπουλή «κερά» και το τσούρμο των παιδιών τους, το απογευματάκι, έβγαιναν για να πάρουν τον αέρα τους. Τα καλοκαίρια ή αν ήταν καλός ο καιρός, τραβούσαν στα γύρω της Αθήνας κατραπράσινα περιβόλια, όπως στη Κολοκυνθού, και τα Κάτω Πατήσια, στου Φιλοππάπου ή ακόμη και τις στήλες του Ολυμπείου Διός. Στο καφενεδάκι έπιναν τον καφέ τους και λουκούμια ή υποβρύχιο τα παιδιά, και με τη δύση γύριζαν σπίτι. Αυτή ήταν η ψυχαγωγία του λαού... Αυτός ήταν κι’ ο λόγος που τις Κυριακές και τις γιορτές ο μέσος αστικός κόσμος, που ήταν και ο πολυπληθέστερος, απόφευγε να συχνάζη σε δημόσιους χώρους και θεάματα. Γιατί τηρούσε την απόσταση και δεν ήθελε να ανακατευθή με το λαό που μόνο τις μέρες αυτές μπορούσε να διασκεδάση. Έμεναν σπίτι τους διασκεδάζοντας με μικρό οικογενειακό κύκλο. Ούτε ακόμη η ημέρα της βεγγέρας ορίζονταν την Κυριακή. Αυτό ήταν πολύ πρόστυχο... Έτσι, τις σχολάδες δεν έβλεπε κανείς στους δρόμους και τα κέντρα παρά μοναχά λαό, που ντυμένος με τα καλά του, χάζευε. Ξεχώριζαν οι νεαροί μπακαλόγατοι, λαντζέρηδες, μαναβάκια κλπ. που φορώντας το μπλέ τους κοστούμι –το μοναδικό που έρραβαν στη ζωή τους– με το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο και το λιγδωμένο μαλλί πεταμένο έξω από τη στραβοφορεμένη ρεπούμπλικα, περίμεναν το σκλαβωμένο δουλάκι, που πλένοντας γρήγορα τα πιάτα, έβγαινε απ’ τις τρεις το μεσημέρι για να συναντήση τον «εκλεκτόν της


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 86 086

Η οδός Αθηνάς.

καρδίας της». Πήγαιναν συνήθως σε κάποια απ’ τις φτωχογειτονιές, όπου σε νοικιασμένες κάμαρες έμεναν συγγενείς ή πατριώτες τους. Αν πάλι τα πράγματα ήταν προχωρημένα, ο έρωτάς τους εύρισκε καταφύγιο στα κέντρα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, των Πατησίων, ή της Ακρόπολης, όπου δειλά στην αρχή αλλά με γρήγορη τη γενίκευση, έγραφαν στην πόρτα τους: «Αίθουσαι δι’ οικογενείας», εννοώντας τα σεπαρέ με το καναπεδάκι. Πολλές Κυρίες καλούσαν τις φιλενάδες τους και τους πρόσφεραν τσάι στα γνωστά τότε TEA ROOMS, του Χρυσάκη, στη πλατεία Συντάγματος και Μητροπόλεως, και του «Ντορέ», Πανεπιστημίου και Κριεζώτου. Και εκεί, όση κι’ αν ήταν η φιλία μεταξύ τους, τηρούσαν την ετικέττα, και έτσι όλες οι κουβέντες και τα θέματα είχαν την προσποίησή τους. Τέτοια ήταν η προσήλωση στους τύπους, που δεν άφηνε τον κόσμο της ανωτέρας και της μέσης αστικής τάξεως να εκδηλώνη αυθόρμητα τα αισθήματά του. Έτσι, μια μελαγχολία, μια θλίψη, ήταν διάχυτη σ’ όλες τις συγκεντρώσεις τους. Και ο διάκοσμος όμως των σπιτιών, ήταν καταθλιπτικός. Τα σκούρα χρώματα της ταπετσαρίας των τοίχων, τα μαύρα στις καρέκλες της τραπεζαρίας, ή ο έβενος σε μερικά κομψά επιπλάκια, δεν πρόσφεραν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, όπως στα σημερινά σπίτια


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 87 087

προσφέρουν τα ανοιχτά χρώματα. Λες και οι άνθρωποι αυτοί σκόπιμα κυνηγούσαν τη θλίψη... Ίσως πάλι τα σπίτια τους απεικόνιζαν τον εσωτερικό τους κόσμο, ένα κόσμο ρωμαντικό, χειροπόδαρα δεμένο με τη παράδοση και τους τύπους. Βέβαια, το να κρίνη κανείς μια εποχή με το σημερινό πρίσμα και την σημερινή πραγματικότητα, είναι ανεδαφικό και άδικο πέρα για πέρα. Ο σκοπός δεν είναι να κατηγορήσουμε τη γενιά αυτή, που όπως όλες πρόσφερε στο πέρασμά της, που ήταν φουρτουνιασμένο από εσωτερικές αναταραχές και πολέμους, κάτι πάρα πάνω ίσως από τις άλλες. Απλώς προσπαθούμε να δώσουμε μια αντικειμενική εικόνα της Αθήνας και της ζωής της εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, γιατί μέχρι σήμερα ό,τι γράφτηκε για την εποχή αυτή, γράφτηκε μονόπλευρα. Και έχει μείνει σε πολλούς η εντύπωση πώς τα χρόνια εκείνα, όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα χαρούμενη και παραμυθένια, που την μύρωναν οι γαζίες και τα γιασεμιά... Το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε. Οι οξείς πολιτικοί και πολιτειακοί αγώνες που κατέληξαν στον εθνικό διχασμό, και η Μικρασιατική εκστρατεία που απορροφούσε όλη την προσοχή των Κυβερνήσεων, δεν άφηναν περιθώρια για έργα αποδοτικά που θα ανύψωναν το βιωτικό επίπεδο του λαού. Η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν αποτελματωμένη και χαώδης. Γι’ αυτό, ίσως, να μη θεωρηθή παραδοξολογία η διατύπωση της γνώμης ότι η Μικρασιατική καταστροφή έσωσε την Ελλάδα, και στάθηκε το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε η σημερινή δυναμική και ευημερούσα πατρίδα μας. Πολύς κόσμος, της ανώτερης και μέσης κοινωνίας, σύχναζε σε ωρισμένα κέντρα, που όπως θα λέγαμε σήμερα ήταν της μόδας. Ένα τέτοιο ήταν το ζαχαροπλαστείο «Ηνωμένα Βουστάσια» των Αδελφών Γεωργαντή, στην οδό Πανεπιστημίου, που το θεωρούσαν σαν ένα από τα καλύτερα της Αθήνας. Οι θαμώνες, τρώγοντας την πάστα τους, ώρες ολόκληρες χάζευαν το πλήθος που πηγαινοερχόταν στα φαρδειά πεζοδρόμια της λεωφόρου, σχολιάζοντας με πικρία τις νέες τάσεις της εποχής. Άλλο ένα ζαχαροπλαστείο που τραβούσε πολύ κόσμο ήταν το «Σολωνείον» του Σόλωνος Παπαναστασίου, στην αρχή της οδού Πατησίων. Εκεί σύχναζε και νεολαία, δηλαδή άνδρες που είχαν υπηρετήσει στρατιώτες, γιατί η νεολαία,


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 88 088

με τη σημερινή έννοια της λέξεως, δεν είχε το δικαίωμα να καθίση σε δημόσιο κέντρο χωρίς τη συνοδεία κάποιου μεγαλυτέρου. Η γειτνίαση των δυο θεάτρων οπερέττας, του Παπαϊωάννου και της Αλάμπρας, έφερνε έως εκεί τις θεατρίνες και τους θεατρίνους, όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσαν τότε. Αν και ο καλός κόσμος γέμιζε τα θέατρα, δεν έτρεφε καμμιά υπόληψη για το ηθικό μέρος των ηθοποιών, και αν κανείς νέος, ακολουθώντας το πνεύμα των καιρών, παρουσιαζόταν δίχως μουστάκι, τον αποκαλούσαν θεατρίνο, εννοώντας και τα άλλα. Δυο άλλα κέντρα, τα κοσμικώτερα, που σύχναζαν οι νέοι της αριστοκρατίας και της ψευτοαριστοκρατίας, ήταν τα ζαχαροπλαστεία του Γιαννάκη και του «Ντορέ» στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου προς το Σύνταγμα, που έμειναν γνωστά ως τα Δαρδανέλλια. Γι’ αυτά όμως έχουν γραφή τόσα πολλά ώστε περιττεύει να προσθέσουμε τίποτε... Υπήρχαν και οι χειμερινοί κινηματόγραφοι, το «Αττικόν», το «Σπλέντιτ», ο σημερινός «Έσπερος», στην οδό Σταδίου, το «Πάνθεον» που πρόβαλλε μόνο Αμερικανικές ταινίες στην Πανεπιστημίου και το Ροζικλαίρ, λαϊκός κινηματογράφος στην οδό Πατησίων, και θερινοί το «Βερντέν» στη λεωφόρο Αλεξάνδρα και ο «Ζέφυρος» στο Θησείον. Ήταν βέβαια και ο Καραγκιόζης του Μόλλα, που κατά προτίμηση εμφανιζόταν στους αρχαιολογικούς χώρους, δίπλα στο Θησείο, και στις στήλες του Ολυμπείου Διός, για να φέρνη έτσι πιο κοντά το σύγχρονο πνεύμα με το αρχαίο... Ο κόσμος δεν πολυπήγαινε στους κινηματογράφους, που οι ταινίες τους ήταν βουβές και με μεγάλες ατέλειες, γιατί ο κινηματογράφος βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Πάντως από τότε είχε αρχίσει ο θαυμασμός του κόσμου για τις πρωταγωνίστριες των έργων, που δεν είχαν ακόμη γίνει «σταρς» όπως την Μπερτινκ, την Ζακομπίνι, την Μενικέλλι και μερικές ακόμη... Ωρισμένα κέντρα της Ομόνοιας, εστιατόρια, γαλακτοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, δεν έκλειναν ποτέ. Και όποια ώρα κι’ αν περνούσε κανείς, στις δύο, στις τρεις τα ξημερώματα, τα έβλεπε γεμάτα. Οι θαμώνες τους ήταν κυρίως δημοσιογράφοι, τεχνίτες πρωινών εφημερίδων, και ηθοποιοί που τελειώνοντας τη δουλειά τους, έτρωγαν ή έπιναν τις μπύρες τους. Ήταν ακόμη και οι εξ επαγγέλματος αργόσχολοι ξενύχτηδες, που ήταν και οι περισσότεροι, και άρα-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 89 089

ζαν στα κέντρα αυτά, όχι για να γλεντήσουν, αλλά για να σπάσουν τη πλήξη τους, μια και δεν έκαναν τίποτε. Από αυτό έχει μείνει η εντύπωση ότι οι Αθηναίοι ήταν τόσο γλεντζέδες που ξενυχτούσαν. Δεν είναι όμως αυτή η αλήθεια. Τα θέατρα, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, τέλειωναν στη μία, στη μιάμιση και καμμιά φορά και στις δύο το πρωί. Τα κουρεία τα Σάββατα ή παραμονές εορτών, έκλειναν περασμένα μεσάνυχτα. Και οι ταβέρνες, και τα εστιατόρια, ανάλογα με τα κέφια που είχε η κάθε παρέα. Η νυχτερινή ζωή, για τη μικρή τότε Αθήνα, φαίνονταν έντονη, από τις πάρα πάνω αιτίες, και όχι από τη γλεντζέδικη διάθεση των Αθηναίων. Ήταν όμως κι’ ένας ακόμη λόγος: Η ζωή κυλούσε ακόμη με το βήμα του αραμπά. Η εργασία για πολλούς ήταν πάρεργον... Οι δυο μεγάλες αντίζηλες, και φανατικές αντίπαλες στις πολιτικές τους πεποιθήσεις, η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη, μεσουρανούσαν στα θέατρά τους. Η μια στην Ομόνοια και η άλλη στο Σύνταγμα και τα καλοκαίρια στην οδόν Αριστείδου. Πέρασε μισός αιώνας από τότε και η Κυβέλη, ζωή νάχη, εξακολουθεί με την πείρα της και το μεγάλο της ταλέντο, να δημιουργή άφθαστους ρόλους στα κρατικά μας θέατρα... Η καλή κοινωνία ανάτρεφε τα παιδιά της σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα. Ήταν η εποχή που η Γαλλία του Βερντέν, η νικήτρια των Γερμανών, μεσουρανούσε σαν μεγάλη δύναμη. Κάθε καθώς πρέπει άνθρωπος μιλούσε γαλλικά, και η γλώσσα των σαλονιών ήταν η γαλλική. Τα ταξείδια στην Ευρώπη, όπως και σήμερα ακόμη συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε τη Δύση, λες και η Ελλάδα βρίσκεται στην Ασία ή τη Μαύρη Ήπειρο, άρχιζαν από το Παρίσι. Και η πρωτεύουσα της Γαλλίας συγκέντρωνε τότε ό,τι εκλεκτώτερο είχε να δείξει ο πολιτισμός της Ευρώπης. Οι άλλες πρωτεύουσες δεν φάνταζαν σαν το Παρίσι, που ήταν η κορωνίς των πόλεων... Τα πεταχτά γαλλικά τραγούδια είχαν μεγάλη διάδοση, ιδιαίτερα στον μορφωμένο κόσμο, και κάθε εκδήλωση στην Τέχνη ακολουθούσε τις γαλλικές σχολές. Τα γαλλικά βιβλία της εποχής με τη φινέτσα και τον ρεαλισμό τους, ήταν η τροφή των ανθρώπων του πνεύματος. Ο λαός θαύμαζε τους Άγγλους, όχι τόσο σαν συμμάχους μας, μα σαν τους ανθρώπους που το χρυσάφι τρέχει από τα μπατζάκια τους. Και αυτό το είχε


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 90 090

κατορθώσει η έντεχνη προπαγάνδα τους. Ακόμη και για τα βιομηχανικά προϊόντα εκδήλωνε τον θαυμασμό του λέγοντας: «Αυτό είναι εγγλέζικο» και με αυτό εννούσε πως ήταν το πιο τέλειο και το μεγαλυτέρας αντοχής είδος. Ο ανταγωνισμός όμως των δύο πολιτικών παρατάξεων, επηρέασε πολύ τον θαυμασμό του λαού για τις δυο αυτές δυνάμεις. Οι αντίπαλοι του Βενιζέλου, που αυτοκαλούντο με την άρνηση «Αντιβενιζελικοί», συμπαθούσαν τους Γερμανούς, που μαζί με τους συμμάχους τους Τούρκους και Βουλγάρους, καθώς και τη μισητή για την ανθελληνική της πολιτική Αυστρουγγαρία, ήταν οι νικημένοι του Α´ Ευρωπαϊκού πολέμου. Έτσι, ο τυφλός φανατισμός, ξεκινώντας από απλή πολιτική αντίθεση, είχε φθάσει στο σημείο να συμπαθή τους εχθρούς της φυλής μας. Τα απομεινάρια της παληάς αριστοκρατίας, που πρώτη ήλθε σε αντίθεση με τον νέο πολιτικό, όχι από λόγους οικονομικών συμφερόντων, αφού δεν ήταν «μπίζνες μεν», αλλά γιατί ο νέος πολιτικός δεν είχε περγαμηνές καταγωγής, και ακόμη από αντίδραση προς τους συμμάχους μας που τον υποστήριζαν, άρχισε να μαθαίνη στα παιδιά της γερμανικά. Έτσι, οι κοκκινοκρέατες γερμανίδες κουβερνάντες ανάτρεφαν τη νέα ελληνική γενιά. Το παράδειγμα αυτό, από σνομπισμό και μόνο, αφού τα γαλλικά είχαν ευρύτερη διάδοση και στις μεσαίες τάξεις, μιμήθηκε και η τάξη των ανερχομένων νεοαστών, και ασφαλώς ένα ποσοστό της «πέμπτης φάλλαγος» του Χίτλερ, ώφειλε την προέλευσή του σε αυτή την αιτία. Με τον ερχομό του Κωνσταντίνου, η παληά αριστοκρατία, θεωρούσε τιμητικό να πολεμάν τα παιδιά της στο μέτωπο. Δεν γινόταν όμως το ίδιο και με τα παιδιά των νεοπλούτων. Έκαναν ό,τι μπορούσαν να τα κρατήσουν στην Αθήνα και γενικά τα μετόπισθεν. Έτσι έβλεπε κανείς ένα σωρό τέτοια καλομαθημένα πλάσματα που γλεντούσαν στα κέντρα της πόλεως, την ώρα που ο Στρατός του μετώπου παρουσίαζε τόσα μεγάλα κενά. Όλους αυτούς τους φυγομάχους ο λαός του αποκαλούσε «κουραμπιέδες», παραβάλλοντάς τους με το γνωστό γλύκισμα, που μόλις το βάλη κανείς στο στόμα του λυώνει. Η πρωτεύουσα χωρίς ενθουσιασμό και χωρίς καμμιά προσπάθεια ανακουφίσεως των μαχομένων, έβλεπε αδιάφορα την εκστρατεία αυτή. Και αν εξαιρέση κανείς το χακί που γέμιζε και που θύμιζε ότι γίνεται πόλεμος, τίποτε


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 91 091

σχεδόν άλλο δεν φανέρωνε κάτι τέτοιο. Το Μικρασιατικό μέτωπο ήταν κάτι το ξέχωρο από τον κορμό της υπόλοιπης Ελλάδας. Κόντευε να λησμονηθή... Η ζωή στο σπίτι και στο δρόμο Η ζωή της αθηναϊκής οικογενείας ήταν ρυθμισμένη με το ρολόι. Το μεσημεριανό φαγητό ήταν πάντα έτοιμο την καθωρισμένη ώρα, καθώς και το βραδυνό. Και όλα τα μέλη που αποτελούσαν την οικογένεια, έπρεπε οπωσδήποτε να βρίσκονται σπίτι των ωρισμένη ώρα. Γιατί έτρωγαν όλοι μαζί. Σήμερα οι οικονομικές συνθήκες άλλαξαν και αυτό δεν γίνεται πια. Το σπίτι έχει γίνει εστιατόριο και ο καθένας τρώει όποτε ευκαιρήση. Οι οικοδέσποινες τα πρωϊνά, σπάνια έβγαιναν. Είχαν πολλές δουλειές. Φρόντιζαν για όλα του σπιτιού και των παιδιών, αφήνοντας σαν καθήκον του συζύγου το οικονομικό. Ήταν όμως κι’ άλλος ένας λόγος που μια «καθώς πρέπει» Κυρία δεν έβγαινε. Το ντύσιμο κι’ ο καλλωπισμός. Για να ετοιμασθή μια γυναίκα και να ντυθή, ιδιαίτερα για βραδυνή επίσκεψη ή για το θέατρο, ήθελε αρκετές ώρες. Και πρώτα απ’ όλα έπρεπε να πλυθή. Η έλλειψη όμως κατάλληλου λουτρού, την ανάγκαζε να πλένεται, συνήθως στο υπνοδωμάτιο, «τμηματικώς» και αυτό φυσικά ήταν καθυστέρηση. Μετά έπρεπε να «οντυλάρη» τα μαλλιά της, σπαταλώντας αρκετή ώρα. Υπήρχαν βέβαια δυο τρεις καλοί κομμωταί, που η φίρμα του ενός έχει διατηρηθεί με καλή φήμη μέχρι σήμερα, μα εκεί πήγαιναν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ήθελαν να ετοιμασθούν για κάποιο γάμο, ή άλλη επίσημη δεξίωση. Μετά άρχιζε το ντύσιμο. Δράμα... Και πρώτα έπρεπε να φορεθή ο κορσές, που έφτανε από τα στήθος μέχρι τους μηρούς, απαραίτητος για να δείχνη το σώμα με δαχτυλιδένια μέση. Για να σφυχθή έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχη βοηθός. Και την δουλειά αυτή την αναλάμβανε η υπηρέτρια, που βάζοντας το ξεπαππούτσοτο πόδι της στο κάτω μέρος της πλάτης της κυρίας, τραβούσε με όλη της τη δύναμη τα γερά κορδόνια του κορσέ, μέχρι το σημείο που η κυρία καταλάβαινε πως λίγο ακόμη και θα σκάση. Μετά ακολουθούσε η εκλογή του φουστανιού που ταίριαζε στην περίπτωση, τα ψεύτικα λουλούδια που θα το στόλιζαν, τα μπιζού και τέλος το καπέλλο που στερεωνόταν με μεγάλες καρφίτσες. Τελευταίες ακολουθούσαν


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 92 092

οι πούδρες και οι μυρωδιές. Έτσι για να βγη μια κυρία σπαταλούσε το λιγώτερο δυο ώρες. Η υπηρέτρια ή οι υπηρέτριες που διέθετε το κάθε σπίτι, εκτός των μεροκαματιάρηδων, με την καθοδήγηση της νοικοκυράς, φρόντιζαν για όλα. Και τότε ήταν το ευκολώτερο πράγμα να βρη κανείς υπηρεσία. Αν και με σχολαστικότητα οι πιο πολλές οικογένειες τηρούσαν ακόμη της παληές συνήθειες, τα παιδιά τους, η γενιά που ανδρώθηκε μετά το τέλος του Α΄ Πολέμου, επηρεασμένη από τις νέες συνθήκες, ήλθε σε τέλεια αντίθεση με τον κόσμο που έφευγε, την γενιά των γονιών τους, την καλουπωμένη στα προ του 1914 πλαίσια, και δημιούργησε μια τέλεια επανάσταση σ’ όλες τις εκδηλώσεις της σκέψης και της ζωής. Η πνοή του ανέμου των νέων καιρών, τους είχε δημιουργήσει τέτοιο ψυχικό κόσμο, που ρουφούσαν άπληστα κάθε καινούργια ιδέα, πετώντας, αβασάνιστα, σαν άχρηστες τις παληές. Τα τραγούδια, οι χοροί, τα νέα βιβλία και αυτός ακόμη ο τρόπος της ομιλίας ξεχώριζαν από κείνο των παληών. Μία από τις εκδηλώσεις που φανερώθηκε πιο έντονα, ήταν η αλλαγή στην εμφάνιση των νέων. Τα μουστάκια, οι φαβορίτες, και τα μούσια ξουρίστηκαν, σαν ανθυγιεινά, και τα μακρυά γυναικεία μαλλιά κόπηκαν «αλά γκαρσόν». Τα μελόν και τα ημίψηλα καθώς και τα μπαγιασόν, δειλά δειλά άρχισαν να καταργούνται, ώσπου ελευθέρωσαν το κεφάλι. Τα σκληρά κολλάρα, τα μανικέτια και τα κολλαριστά ποκάμισα με τις φαρδειές πιέτες στο στήθος, καταργήθηκαν. Τα μπαστούνια, που συνήθιζαν παλαιότερα όλοι οι νέοι, πετάχτηκαν, και τα παπούτσια, μπότες με κουμπιά, έδωσαν τη θέση τους στα σκαρπίνια. Η νέα γενιά γκρέμιζε τα παληά, δημιουργώντας με σύστημα τις βάσεις της νέας ζωής, που στην αμφίεση τουλάχιστον δεν διέφερε σε τίποτε από τη σημερινή. Και η γυναίκα όμως, πιο επαναστατική ακόμη από τους άνδρες, ελευθερώθηκε μια για πάντα απ’τον βραχνά της πανοπλίας που έφερνε, χειραφετήθηκε, και απόκτησε την οντότητα που ο ρόλος της μέσα στη κοινωνία της δίνει. Ο λαός, με αργότερο ρυθμό ακολούθησε τις νέες εξελίξεις. Το οικονομικό και πνευματικό του επίπεδο που ήταν, δυστυχώς, πολύ χαμηλό, δεν του το επέτρεπαν. Ξεκινούσε από συναίσθημα κατωτερότητας, και του αρκούσε ότι


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 93 093

Στη γειτονιά της Πλάκας.

έβλεπε τους άλλους, τα «αφεντικά» και τις «κεράδες»,να γλεντούν και να ντύνονται με τη νέα μόδα. Οι επισκέψεις των συγγενών και των φίλων της οικογενείας ήταν συχνότερες, και τούτο γιατί με την έλλειψη τηλεφωνικής επικοινωνίας -τηλέφωνα είχαν μόνο οι Δημόσιες υπηρεσίες, οι εταιρείες, και μερικοί ιδιώτες- ήταν δύσκολη κάθε επαφή. Έτσι, μια φορά τη βδομάδα, ανάλογα, οι συγγενείς και οι στενοί φίλοι έκαναν την επίσκεψή τους για να μάθουν για την υγεία και άλλα ενδιαφέροντα της οικογενείας. Οι έντονες όμως πολιτικές αντιθέσεις, είχαν επηρεάσει τον ρυθμό των επισκέψεων αυτών. Τέτοιος ήταν ο φανατισμός που πατέρας δεν μιλιόταν με τον γυιό του, και άνθρωποι με πολύχρονη φιλία είχαν


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 94 094

ψυχρανθεί για τα πολιτικά. Οι γυναίκες, εκτός εξαιρέσεων, μια και δεν είχαν ψήφο, δεν είχαν και γνώμη. Σιωπηλά ακολουθούσαν τη πολιτική τοποθέτηση του συζύγου τους. Παρά την τόση έλλειψη του νερού, όλα τα σπίτια είχαν γλάστρες, στο εσωτερικό τους ή στα μπαλκόνια. Ο φύκος με τα ολοκάθαρα γυαλιστερά φύλλα του, που με επιμέλεια τα ξεσκόνιζε η νοικοκυρά, ήταν το στολίδι στην είσοδο ή στο πλάτωμα της φαρδειάς ξυλένιας σκάλας. Ακόμη και διάφορα είδη φυλλόδενδρα, αραδιασμένα στη σειρά και τοποθετημένα σε μεγάλες γλάστρες, την στόλιζαν. Ο φοίνικας και η γαζία, στο πίσω μέρος του σπιτιού, στον ελεύθερο χώρο, που ήταν το μισό οικόπεδο και πάρα πάνω, μαζί με το γιασεμί, αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά φυτά που είχαν σχεδόν όλες οι αυλές και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Τα είδη αυτά αναπτύσσονται και χωρίς νερό, ή με πολύ λίγο, και ήταν κατάλληλα για τις τότε συνθήκες. Ο βασιλικός, απαραίτητος σε κάθε σπίτι, οι μπαμπακούλες και τα γεράνια, που και αυτά δεν θέλουν νερό, και καμμιά γαρυφαλιά ή τριανταφυλλιά μαζί με τη γνωστή ματζουράνα, ήταν τα αγαπημένα φυτά των Αθηναίων. Η ρωμαντική διάθεση των ανθρώπων της εποχής, εκδηλώνονταν έντονα στην ανάπτυξη των λουλουδιών. Σήμερα με την αφθονία του νερού, σπάνια βλέπει κανείς στις πολυκατοικίες λίγο πράσινο... Και οι δενδροστοιχίες όμως σε διπλή σειρά, από αειθαλείς πιπεριές ή μουριές ήταν μοναδικό στολίδι που το έχασε η σημερινή Αθήνα, τα δένδρα αυτά θυσιάστηκαν για την πιο άνετη κυκλοφορία των τροχοφόρων... Τα λουλούδια γενικά ήταν πανάκριβα, είδος πολυτελείας, γιατί η καλλιέργειά τους, λόγω του νερού, ήταν περιωρισμένη. Έτσι, η προσφορά μιας ανθοδέσμης σε μια γιορτή, ή ένα μπουκετάκι λουλούδια στην «αγαπημένη» αποτελούσε την καλύτερη και ευγενέστερη χειρονομία. Τα χελιδόνια, κάθε άνοιξη, έκτιζαν τη φλύαρη φωληά τους στο γύψινα γυσώματα των σπιτιών, ακόμη και των πιο κεντρικών. Χιλιάδες τέτοιες φωληές είχε η Αθήνα. Σήμερα όμως τα χελιδόνια, πιο προνοητικά απ’ τους ανθρώπους, ένοιωσαν πως η ατμόσφαιρα της πόλεως με τα καυσαέρια δεν είναι πια κατάλληλη για τις φωληές τους, και τις κτίζουν μακρυά από το κέντρο, στα γύρω απ’ την Αθήνα προάστεια... Πολλά σπίτια, πάρα πολλά, είχαν σκύλους. Οι κυνηγοί, που πολλοί διέθεταν


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 95 095

χρόνο και οργάνωναν κυνήγια στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, ή και σε κοντινότερα μέρη, όπως τα Λεχρενά, τις Σπέτσαις και σε άλλα, είχαν σκυλιά ράτσας φερμένα απ’ το εξωτερικό, που διασταύρωναν με εκλεκτές πάλι ράτσες. Είχαν όμως και τους χώρους που θα μπορούσαν τα ζώα αυτά να ζουν. Τις μεγάλες αυλές. Όσοι πάλι δεν ήταν κυνηγοί είχαν διαφόρων ειδών σκυλιά, μπασταρδόσκυλα, για φύλακες των σπιτιών τους. Και κείνα τα χρόνια αυτό ήταν απαραίτητο. Γιατί η Χωροφυλακή καταγίνονταν περισσότερο με την παρακολούθηση και την καταδίωξη των πολιτών για τα πολιτικά τους φρονήματα. Και τα στελέχη της όμως που είχαν σαν μοναδικό προσόν και κριτήρια επαγγελματικά την πολιτική τοποθέτησή τους, δεν στέκονταν στο ύψος τους. Έτσι, με τέτοια ανοργάνωτη δημόσια ασφάλεια, οι άνθρωποι του υποκόσμου αλώνιζαν. Έχοντας σύμμαχό τους τα σκοτάδια των δρόμων, οι διάφοροι κλέφτες, πορτοφολάδες, μπουκαδόροι, αετονύχηδες και διαρρήκτες, είχαν καταντήσει μόνιμη πληγή της Αθήνας. Γι’ αυτό όταν οι οικογένειες έφευγαν το καλοκαίρι για παραθερισμό, ήταν απαραίτητο να βάλλουν στο σπίτι τους φύλακα, γιατί αλλιώς θα τους το άνοιγαν. Αλλά και οι διάφοροι ανώμαλοι τύποι, βρίσκοντας ευνοϊκό το έδαφος, μεσ’ την απέραντη σειρά από τις μάντρες, ασχημονούσαν, ηδονιζόμενοι στη θέα της πρώτης γυναίκας. Τέτοιους τύπους «παληανθρώπων» όπως τους αποκαλούσαν, συναντούσε κανείς συχνά στις αραιοκατοικημένες γειτονιές και στα ακάλυπτα ρέματα. Η κίνηση στους δρόμους ήταν αραιή και που και που εμφανιζόταν κανένα τραμ ή ακουγόταν ο ρυθμικός κτύπος των πετάλων κανενός μόνιππου. Στα φαρδειά πεζοδρόμια των μεγάλων λεωφόρων, που ήταν ελεύθερα από το σημερινό πλήθος των περιπτέρων, κυκλοφορούσε αραιός κόσμος, που κάθε τόσο, βγάζοντας το καπέλλο και υποκλινόμενος, χαιρετούσε τους γνωστούς. Και τα χρόνια εκείνα, ένα μεγάλο μέρος των Αθηναίων γνωρίζονταν μεταξύ τους. Την μακάρια ησυχία των δρόμων, τάραζε κατά διαστήματα, η ρυθμική κλαψάρικη φωνή των ζητιάνων, που εξ επαγγέλματος, επαιτούσαν. Είχαν δε τόσο πολύ αποθρασυνθή, που τακτικώτατα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, χτυπούσαν το κουδούνι, ενοχλώντας αηδιαστικά τους ενοίκους. Έτσι, προτού


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 96 096

ν’ ανοίξη η εξώπορτα, έβγαινε η υπηρέτρια από το παράθυρο ή το μπαλκόνι για να ανιχνεύση ποιος ήταν ο επισκέπτης... Η χαρτοπαιξία στα σπίτια, που ήταν απαγορευμένη, με την απασχόληση της αστυνομίας σε άλλους τομείς, είχε κυριολεκτικά φουντώσει. Χαρτόπαιζαν οι άνδρες και μερικές γυναίκες νεοπλούτων και όχι όπως σήμερα, που κυρία απασχόληση των άνω των 50 ετών γυναικών, είναι το Κουμ-καν και το Πινάκλ. Πολλές φορές ξημερώνονταν και την ώρα που τα παιδιά έφευγαν για το σχολείο τους έβλεπαν να χαρτοπαίζουν. Δεν ήταν λοιπόν και τόσο αδιάβλητοι οι άνθρωποι της προ του 14 γενιάς. Είχαν μια συγκεχυμένη έννοια περί ηθικής, και περί της οικογενείας, και ήταν περισσότερο υποκριταί από τις γενιές που ακολούθησαν. Ο άκρατος εγωϊσμός, χαρακτηριστικός των υπαναπτύκτων, η κακή εκτίμηση της αξίας των ανθρώπων, που απέρρεε από την καταγωγή και μόνο, και η τυφλή προσήλωση στις παραδόσεις και ιδίως τους τύπους, τους ρύθμιζαν τη ζωή και δεν τους άφηναν να ξεδιαλύνουν τα πράγματα και να απαλλαγούν μια για πάντα από τους κοινωνικούς βραχνάδες. Γι’ αυτό και χωρίς συζήτηση απέρριπταν οτιδήποτε θεωρούσαν καινούριο. Ήθελαν να ζουν καλά χωρίς να εργάζωνται και μη μπορώντας, φυσικά, να το πετύχουν αυτό, περιώριζαν τις απαιτήσεις τους, ανεχόμενοι τη μιζέρια, χωρίς να προσπαθούν, ελεύθεροι και με θάρρος να τραβήξουν μπροστά αδιαφορώντας για το «τι θα πη ο κόσμος». Η κλιμάκωση της κοινωνίας ήταν τέτοια που αυτό δεν το επέτρεπε. Η νέα γενιά όμως δεν λογάριασε τίποτε. Τράβηξε μπροστά απαλλαγμένη από τους κοινωνικούς φραγμούς και δημιούργησε, με τον ερχομό και των προσφύγων, τη νέα ισοπεδωμένη αθηναϊκή κοινωνία... Αθηναϊκό καλοκαίρι Το καλοκαίρι της Αθήνας γύρω στα χρόνια που τοποθετούμε την αφήγησή μας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθή με δυό μόνο λέξεις: «Αθηναίων ηρωϊσμός». Τα διάφορα μέσα που σήμερα απαλύνουν τις καυτερές αχτίδες του Αττικού ήλιου, και κάνουν τη ζωή των Αθηναίων υποφερτή, ήταν ή λιγοστά ή άγνωστα τότε. Έτσι, όσοι είχαν κάποια οικονομική άνεση, με το κλείσιμο των σχολείων,


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 97 097

τραβούσαν στις εξοχές, μακρυά απ’το «φλογερό καμίνι». Και οι εξοχές δεν ήταν όπως σήμερα κοντά στη πρωτεύουσα. Η Κηφισιά και το Νέο Φάληρο που είχαν τις βίλλες τους οι πλουσιώτεροι, και λιγώτερο το Μαρούσι και το Ηράκλειο, ήταν τα μοναδικά κοντινά θέρετρα. Τα σημερινά αναρίθμητα προάστεια δεν υπήρχαν τότε. Γι’ αυτό ο παραθερισμός γινόταν στα νησιά του Σαρωνικού, την Αίγινα και τις Σπέτσαις, καθώς και στις επαρχίες, για όσους είχαν δεσμό με αυτές. Οι άνδρες όμως, όσοι εργάζονταν, έμεναν στην Αθήνα, βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία για καμμιά «παρεκτροπή». Οι λαϊκές όμως τάξεις, με τα τότε μέσα της συγκοινωνίας, που ήταν και πανάκριβα, δεν μπορούσαν να φύγουν από την πρωτεύουσα. Όλοι αυτοί, λοιπόν, που από ανώτερης βία παράμεναν στην πόλη, υπόφερναν απελπιστικά. Δεν έκανε, βέβαια, περισσότερη ζέστη τα χρόνια εκείνα. Αλλά η γενική κατάσταση της Αθήνας και τα μέσα που διέθεταν, δεν μπορούσαν, όπως σήμερα, να κάνουν τη ζωή του καλοκαιριού κάπως υποφερτή. Το νερό, με το σταγονόμετρο, υποχρέωνε τους Αθηναίους, ακόμη και τους πιο καθαρούς, να μη πλένωνται όπως έπρεπε και όπως ασφαλώς θα επιθυμούσαν. Και ακόμη να μη μπορούν ν’ απολάυσουν τη δροσιά που ένα μπάνιο προσφέρει το καλοκαίρι. Σκλάβοι, ακόμη της ετικέττας και της εκ παραδόσεως εμφανίσεως, οι άνθρωποι της «καλής τάξεως», δεν είχαν τη δύναμη να σπάσουν τα δεσμά τους και να προσαρμόσουν το ντύσιμό τους με το αθηναϊκό καλοκαίρι, και μέχρι τέλος της ζωής τους παράμειναν πιστοί στη παράδοση. Τα τσιγκελωτά μουστάκια, οι φαβορίτες, τα μούσια (σφήνες, μπαρμπέτες, μπαμ τρελελέ) και γενικά τα τριχωτά πρόσωπα των γεροντωτέρων ιδίως, τα ψηλά σκληρά κολλάρα, που εμπόδιζαν το κεφάλι να σκύψη, τα μακρυά σώβρακα με τις καλτσοδέτες, οι μάλλινες μαλλοβάμβακες φανέλλες με το μακρύ μανίκι, που τις φορούσαν σχεδόν όλοι τα καλοκαίρια, το κολλαριστό ποκάμισο με τις πιέτες στο στήθος, πάντα λευκό, τα μποτίνια με τα κουμπιά καθώς και τόσος άλλος περιττός φόρτος, βασάνιζαν απελπιστικά τους άνδρες και δεν άφηναν το σώμα να αερίζεται. Το σακκάκι, η γραββάτα και το μπαγιασόν ή ο παναμάς, πραγματικός παναμάς που τον φορούσαν οι πιο καλοστεκούμενοι γιατί ήταν πανάκριβος, πρόσθεταν το βάρος τους, πρωΐ και βράδυ, στη τόσο φορτωμένη ανδρική φορεσιά.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 98 098

Το εφαρμοστό γελέκο ήταν απαραίτητο, γιατί στις τέσσερις τσέπες του έβαζαν τη ταμπακέρα, τη πίπα, το τσακμάκι και το ασημί ή χρυσό ρολόι με τη καδένα. Το ψαθάκι, εφαρμοστό όπως ήταν, δεν άφηνε το κεφάλι ν’ αερίζεται, ζωγραφίζοντας στο κούτελο μια κοκκινωπή γραμμή. Ήταν ακόμη τα πιαστήρια και η χρυσή καρφίτσα με τον αμέθυστο ή το ζαφείρι που έβαζαν στη γραββάτα, τα ξενόκουμπα που στέργιοναν το κολλάρο στο ποκάμισο και που απ’ τον ιδρώτα οξυδώνονταν και έβαφαν πράσινο τον λαιμό, οι φαρδειές τιράντες και μερικά άλλα ακόμη, όπως τα μεγάλα τρίφυλλα πορτοφόλια με το ασημί μονόγραμμα που στις διάφορες θήκες τους είχαν φωτογραφίες προσφιλών προσώπων, σταυρουδάκια, βιολέττα απ’τον επιτάφειο, κολλαριστά χαρτονομίσματα και πολλά ακόμη που τα παραφούσκωναν και τα βάραιναν. Έτσι, όταν περπατούσαν στο δρόμο, φυσομανώντας, μόλις έμπαιναν σε καμμιά σκιά, έβγαζαν το μπαγιασόν για να αερίσουν το κεφάλι τους. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, ζωγραφίζοντας με το αλάτι του χάρτες στο πίσω μέρος του σακακιού και τις μασχάλες. Πολλοί από τους «καθώς πρέπει» φορούσαν δροσερές σαντακρούτες ή λευκά ολόλινα κοστούμια που όλα όμως σχημάτιζαν κάτω απ’ τις μασχάλες ένα ασπροπράσινο ημικύκλιο από την κόλλα του ποκαμίσου και τους απανωτούς ιδρώτες. Ήταν, λοιπόν, φυσικό, με τέτοια πανοπλία, χωρίς καθόλου ν’ αερίζουν το σώμα τους, να ιδρώνουν περισσότερο από τους σημερινούς Αθηναίους, και έτσι μύριζαν ιδρωτίλα που φρόντιζαν να καλύπτουν με έντονες ανδρικές μυρωδιές και με την αρωματισμένη μαντέκα των μουστακιών. Από την έλλειψη του νερού, που δυσκόλευε τις μπουγάδες, δεν άλλαζαν τόσο συχνά, και μάλιστα το ποκάμισο. Άλλαζαν μόνο το κολλάρο για να φαί-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 99 099

νωνται φρέσκοι. Από αυτό, σίγουρα, βγήκε και το λεγόμενο: «Αλλάζει τις γυναίκες σαν τα κολλάρα». Με τα πρώτα δυνατά μελτέμια, η δουλεμένη απ’ τις ρόδες των αμαξιών και των κάρρων παχειά σκόνη των δρόμων, συμπαρασύροντας άχυρα, παληόχαρτα και λογής λογής σκουπίδια, σύννεφο πελώριο και αδιαπέραστο, σκέπαζε μόνιμα των ουρανό της Αθήνας και των γύρω της. Πεζοδρόμια, δεν-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 100 0100

δροστοιχίες, σπίτια, όλα, ήταν το ίδιο σκεπασμένα απ’ το ευγενές προϊόν των αθηναϊκών δρόμων. Η άσφαλτος ήταν σε λιγοστές κεντρικές λεωφόρους καθώς και το εμπορικό κέντρο, και δρόμοι μεγάλοι που ωδηγούσαν σε πολυάνθρωπες γειτονιές, με κίνηση, βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση ή ήταν ολότελα αδιαμόρφωτοι. Ο Δήμος με βυτιοφόρα κάρρα ή με πρωτόγονα αυτοκίνητα καταβρεκτήρες, πάσκιζε να ποτίζη τους δρόμους, χωρίς να φέρνη κανένα αποτέλεσμα. Γιατί οι καυτερές αχτίδες του καλοκαιριάτικου ήλιου, στη στιγμή εξάτμιζαν το νερό. Αν πάλι το κατάβρεγμα γινόταν το σούρουπο, μετάλλαζε τη σκόνη σε λασπουριά. Το μόνο που πετύχαινε ήταν να αναδίνουν οι δρόμοι μια ανάκατη μυρωδιά χωματίλας, βούρκου, αμμωνίας και κοπριάς. Οι μάντρες με τα σκουπίδια, τα βρώμικα νερά, οι κοπριές των αλόγων, τα πουλερικά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στις γειτονιές και βρώμιζαν τους δρόμους και τα σαπισμένα αίματα από τα μικρά ζώα, αρνιά και κατσίκια, που έσφαζαν οι χασάπηδες στα πεζοδρόμια των μαγαζιών τους, ευνοούσαν την ανάπτυξη των διαφόρων εντόμων. Οι μυίγες, οι σκνίπες και τα κουνούπια, σμάρια-σμάρια, σύννεφο ολόκληρο, έμπαιναν στα σπίτια, στα μαγαζιά, ολούθε, μαγαρίζοντας όλα, και βασανίζοντας τους Αθηναίους. Τα διάφορα εντομοκτόνα, η ανακάλυψη αυτή που θα ’πρεπε να τη θεωρούμε σαν μια απ’τις μεγαλύτερες του αιώνα, δεν υπήρχαν τότε. Οι Αθηναίοι με πρωτόγονα μέσα προσπαθούσαν να αντιδράσουν, κρεμώντας, όπως προείπαμε, ένα στενόμακρο χαρτί πασαλιμένο με ζαχαρόκολλα, όπου κολλούσαν οι μυίγες, ή κατά το βραδάκι, κλείνοντας τα παράθυρα, άναβαν ένα κωνοειδές κατασκεύασμα που έβγαζε πολύ καπνό, για να εξοντώσουν τα κουνούπια. Ο λαός όμως ούτε αυτό δεν έκανε. Στις μακρυνές γειτονιές που κατοικούσε, για τον ίδιο λόγο, άναβε μια ξεραμένη σβουνιά αγελάδας, που σιγοκαιγόταν πλάϊ στο κρεββάτι και με τον καπνό που φλόμωνε το δωμάτιο, έδιωχνε τα κουνούπια. Υπήρχαν όμως άφθονα κι’ άλλα βασανιστικά ζωύφια τα χρόνια εκείνα. Οι ψύλλοι και οι κορέοι. Δεν υπήρχε κάθισμα στα κέντρα, στα τραμ, στα θέατρα και παντού, που να μην ήταν γεμάτο κορέους, που, φυσικά, τους κουβαλούσαν στα σπίτια. Υπήρχε, βέβαια κάποιο φάρμακο που τους σκότωνε, μα το πιο συ-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 101 0101

νηθισμένο που έβλεπε κανείς ήταν να βγάζουν το κρεββάτι στην αυλή και αφού το χτυπούσαν δυνατά στα πλακάκια, έρριχναν μπόλικο ζεματιστό νερό για να κάψουν τ’ αυγά τους. Οι νοικοκυρές επιθεωρούσαν κάθε μέρα τα στρώματα για ν’ ανακαλύψουν τίποτε τέτοια ζωΰφια. Ήταν συνηθισμένο, όταν κάποιος συναντούσε γνωστό του στο δρόμο, ή όταν επέστρεφε στο σπίτι του, να του λένε: «Πρόσεχε γιατί ένας κορεός είναι στο κολλάρο σου». Πολλά σπίτια, που οι νοικοκυρές τους δεν ήταν και τόσο καθαρές, είχαν προσβληθεί ολοκληρωτικά από τους κοριούς, και οι καναπέδες, οι πολυθρόνες και τα πατώματα, έβραζαν από το είδος αυτό των εντόμων. Έτσι, πολλές οικογένειες δεν έκαναν επισκέψεις σε ωρισμένα σπίτια από το λόγο αυτό. Εκτός όμως από τις παραπάνω πληγές, η εποχή δεν διέθετε τίποτε από τις σημερινές ανέσεις και ευκολίες. Ο πάγος ήταν σπάνιο είδος πολυτελείας που τον πωλούσαν με μικρές σούστες γυρνοφέρνοντας τις γειτονιές. Όταν όμως έκανε πολύ ζέστη ή ήταν παραμονή κάποιας εορτής, και τότε τις εορτές τις τηρούσαν πολύ περισσότερο από σήμερα, ο πάγος δεν έφτανε γιατί τον αγόραζαν εκτάκτως οι εορτάζοντες ή οι φλεγόμενοι, που μη διαθέτοντας παγωνιέρα, τον έβαζαν σε μια λεκάνη εμαγιέ και ανάμεσά του μερικά μπουκάλια με νερό για να δροσίσουν λίγο τα φλεγόμενα χείλια τους. Τον πάγο τον χρησιμοποιούσαν μόνο για παγωμένο νερό, τοποθετώντας τον σε ειδικές γυάλινες παγωνιέρες που είχαν πλεκτό κάλυμμα και έμοιαζαν σαν τις νταμιτζάνες. Λιγοστά όμως σπίτια είχαν φέρει από το Εξωτερικό ψυγεία πάγου. Έτσι, για να δροσίσουν το καυτό νερό των ντεπόζιτων, κατέφευγαν στα κανάτια, προτιμώντας τα Αιγινήτικα, που πρόσφεραν, για χρόνια, πραγματικά πολύτιμες υπηρεσίες στους Αθηναίους, γι’ αυτό και διατήρησαν τόσο καλή φήμη μέχρι σήμερα. Το κάθε παιδί είχε το δικό του μικρό κανάτι που μαζί με τα μεγάλα, σκεπασμένα συχνά με βρεμμένο πανί και τοποθετημένα στο βορεινό παράθυρο ή μπαλκόνι, αποτελούσαν το πιο συνηθισμένο είδος ψυγείου. Με την έλλειψη αυτή τα μεσημεριανά φαγητά τοποθετημένα στο φανάρι της ζεστής κουζίνας, ως το βράδυ, ξύνιζαν ή πάθαιναν αλλοίωση, με τις γνωστές συνέπειες. Οι στομαχικές διαταραχές και δηλητηριάσεις ήταν κάτι το συχνό τα καλοκαίρια.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 102 0102

Με τις πάρα πάνω συνθήκες ο μεσημεριανός ύπνος, που τόσο ταιριάζει στο καλοκαιρνό κλίμα της Αθήνας, γινόταν εφιαλτικός. Μάταια πάσχιζαν να διώξουν τις μυίγες, κλείνοντας κουφωτά τα παντζούρια και καταδιώκοντάς τες μ’ ένα ξεσκονόπανο. Ήταν τόσες που πάντα παράμεναν μερικές. Η άσπρη κουνουπιέρα κρεμασμένη απ’ το ταβάνι και καλύπτοντας ολόκληρο το κρεββάτι, έτσι που να μη μπορή να περάση ούτε σκνίπα, έσωζε τη κατάσταση. Αυτό όμως πρόσθετε πιο πολύ θερμότητα στα ήδη καυτά δωμάτια των Αθηναϊκών σπιτιών, κάνοντας τον ύπνο μαρτυρικό. Γινόταν όμως και κάτι άλλο: Την ώρα που κανένας «τον έπαιρνε», υπερνικώντας τον ιδρώτα και την αφόρητη ζέστη, μεσ’ το μεσημεριάτικο λιοπύρι, έκανε την εμφάνισή της η ρομβία που μαζί με τους ήχους της γλυκειάς μουσικής της, ακουγόταν και ο απαιτητικός κτύπος του σιδερένιου τασακιού, που καλούσε τους ενοίκους να ρίξουν καμμιά δεκάρα. Ήταν ακόμη και ο «γιατσάς» δηλαδή ο σημερινός παγωτατζής, που σταματώντας στις γωνιές των δρόμων, διαλαλούσε με αγριοφωνάρες το εμπόρευμά του. «Γιάτσο, παγωμένο γιάτσο». Ήταν δε το γιάτσο πρωτόγονο είδος παγωτού, που το έφτιαχναν αμόρφωτοι χωριάτες απ’ τα μέρη των Τρικκάλων, που τον χειμώνα πουλούσαν κάστανα, το καλοκαίρι γιάτσο και κατά τον Σεπτέμβριο καλαμπόκια. Όλοι αυτοί παράμεναν τσούρμο σε νοικιασμένα δωμάτια στου Ψυρρή, και εκεί μέσα ή στις βρώμικες αυλές, παρασκεύαζαν το προϊόν τους, χωρίς, φυσικά, κανένα έλεγχο από κρατικής πλευράς. Ήταν και ο κινούμενος με τη σούστα μανάβης, ο κουλουράς, ή ο παληατζής, που αδιαφορώντας για την ώρα, φώναζαν δυνατά, τόσο δυνατά, ώστε για να ρυθμίζουν τον ήχο της φωνής τους, έβαζαν το δεξί χέρι τους στο αυτί, που το κύρτωναν λίγο, και έτσι κανόνιζαν την «διαπασόν». Την ίδια ώρα, για να προκαλέση περισσότερο τον οίχτο «των χριστιανών», με βήμα σημειωτόν, περνούσε και ο στραβός, ένας από τους τόσους που είχαν κατακλύσει την Αθήνα, και τραγουδώντας λυπητερά τραγούδια (Δευτέρα μέρα ήτανε, δεκάξη τ’ Απριλίου που έχασε τα μάτια μου στη λάμψη του ηλίου) με τη συνοδεία φυσαρμόνικας (είδος ακκορντεόν) για πολλή ώρα αναμασούσε τα λυπητερά τραγούδια του, ενώ ένα πιτσιρίκος ξυπόλυτος, φώναζε με τη διαπεραστική φωνή του: «Ελεείστε, Χριστιανοί, τον αόμματο»... Με αυτές, λοιπόν, τις ωραίες συνθήκες έπεφταν οι Αθηναίοι να ξεκουραστούν τα μεσημέρια, «στη γαλήνια


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 103 0103

Αθήνα, την απαλλαγμένη από τους σημερινούς θορύβους, όπως διατυμπανίζουν οι νοσταλγοί της παληάς αλησμόνητης εποχής». Καμμιά αστυνομική απαγόρευση δεν υπήρχε για τις ώρες ησυχίας, όπως σήμερα. Όσοι πάλι κατοικούσαν σε δρόμους από όπου περνούσαν τα τραμ, ήταν αδύνατο να κλείσουν μάτι, γιατί στο πέρασμά τους χαλούσαν τον κόσμο, κάνοντας ακόμη και τα τζάμια των σπιτιών να τρίζουν... Αλλά και ο βραδυνός ύπνος ήταν εφιαλτικός, εξ αιτίας πιο πολύ των κουνουπιών. Κατά το σούρουπο οι νοικοκυρές έκλειναν τα τζάμια του σπιτιού για να μη μπουν τα κουνούπια, κάνοντάς το έτσι να βράζη. Βέβαια, το βράδυ τα άνοιγαν, μα αυτό δεν τα εμπόδιζε να μπαίνουν κατά δεκάδες και να ρουφούν το αίμα των κοιμωμένων Αθηναίων. Έτσι, έβλεπε κανείς «καθώς πρέπει» Κυρίους με το πρόσωπο διάστικτο από τα κοκκινωπά τσιμπίματα των εντόμων αυτών. Μην αντέχοντας, λοιπόν, τη ζέστη και μην έχοντας κανένα μέσο να την καταπολεμήσουν, οι Αθηναίοι αναγκαστικώς ξενυχτούσαν. Και δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπη κανείς ολόκληρες οικογένειες να μένουν μέχρι τα ξημερώματα στα μπαλκόνια τους, μην έχοντας τίποτε άλλο για να δροσιστούν παρά μόνο λίγο νερό του κανατιού.... Το συνοικιακό ζαχαροπλαστείο ή καφενείο, που αράδιαζε τα τραπέζια του σε απίθανους χώρους, ήταν το καταφύγιο των φλογισμένων Αθηναίων. Εκεί πήγαιναν να πάρουν τη δροσιά του υπαίθρου και παράμεναν ώρες πολλές. Έτσι, ήταν γεμάτα τα τραπέζια τους από οικογένειες της γειτονιάς που δροσίζονταν μένοντας μέχρι τις δύο τα ξημερώματα. Εάν οι τότε συνθήκες του καλοκαιριού επικρατούσαν και σήμερα, σίγουρα όλοι οι Αθηναίοι θα είχαν τρελλαθεί. Γιατί οι τωρινές συνθήκες της ζωής απαιτούν έντονη δραστηριότητα και εργασία ενώ τα χρόνια εκείνα ένα μεγάλο μέρος των Αθηναίων, έτρωγαν τα έτοιμα... Ο φτωχός λαός που έμενε στις μακρυνώτερες γειτονιές, κουρασμένος από τη βαρειά δουλειά της ημέρας, κοιμόταν στο ύπαιθρο αδιαφορώντας για τα κουνούπια και τις σκνίπες. Όσοι όμως έμεναν σε υπόγεια ή στενόχωρα δωμάτια, πρακτικώτεροι, έστρωναν στο πεζοδρόμιο, και πολλές φορές, με την έλλειψη φωτισμού, σκόνταφτε κανείς πάνω σε κοιμωμένους.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 104 0104

Το ντύσιμο των εργατικών ήταν το ίδιο βαρύ με «των καθώς πρέπει» τα καλοκαίρια. Ακόμη μάλιστα βαρύτερο. Μην διαθέτοντας τα στοιχειώδη μέσα σπάνια πλενόντουσαν και άλλαζαν, γι’ αυτό βρωμούσαν ξυνίλα απ’ τον ξεραμένο ιδρώτα. Η φορεσιά τους ήταν απλή. Δρίλλινο παντελόνι Ρετσίνα, αλατζαδένιο ποκάμισο χωρίς γραββάτα, τραγιάσκα, και στρατιωτικά άρβυλα. Πολλοί όμως, εργαζόμενοι σε οικοδομές, έφερναν τα τοπικά τους κοστούμια, νησιώτικη βράκα ή ηπειρώτικα, από κατσικίσιο μαλλί παντελόνια. Δυο μάλλινες χονδρές φανέλλες, που η μια έβγαινε το καλοκαίρι, και το κλασσικό ζωνάρι, συμπλήρωναν το ντύσιμο του εργάτη, που δεν είχε ούτε ρολόι, ούτε ταμπακέρα ή πίπα, αλλά μόνο το τσακμάκι που άναβε το στριφτό τσιγάρο από καπνό δεύτερης ποιότητας. Σε αντίθεση με τους άλλους, οι εργάτες δεν είχαν μούσια ούτε φαβορίτες, αλλά μόνο μουστάκι, σύμβολο του ανδρισμού, που όμως το άφηναν ολότελα απεριποίητο. Στους πολύ μελαχροινούς τα μουστάκια ήταν δίχρωμα, από τη νικοτίνη που τα χρωμάτιζε καφετιά. Οι «καθώς πρέπει» Κύριοι ξουριζόντουσαν καμμιά φορά και μέρα πάρα μέρα (κάθε μέρα το έκαναν μόνο οι ηθοποιοί), οι εργάτες όμως κάθε Σάββατο, για να είναι φρέσκοι τη Κυριακή. Όλοι τους βρωμοκοπούσαν σκόρδο και κρεμμύδι, που μέχρι σήμερα, τα θεωρούν σαν θαυματουργά... Οι γυναίκες και τα κορίτσια του λαού, δεν ακολουθούσαν καθόλου τη μόδα, αλλά φορούσαν φτηνά φουστάνια από αλατζά ή ντόπια τσίτια. Γι’ αυτό, όταν κουτσομπόλευαν καμμιά Κυρία, θέλοντας να την υποβιβάσουν, την αποκαλούσαν «τσίτι», δηλαδή λαϊκιά. Έτσι ο διαχωρισμός των τάξεων ήταν ακόμη πιο έντονος. Μερικά καλά κεντρικά ζαχαροπλαστεία σερβίριζαν και παγωτό, γρανίτες με το καλαμάκι, για τον λαό όμως που δεν σύχναζε στα κέντρα αυτά, το παγωτό καθώς και το νερό του πάγου ήταν άγνωστα. Ακόμη και τα φρούτα ήταν πανάκριβα, είδος πολυτελείας. Γιατί ούτε μεγάλοι χώροι ψυγείων υπήρχαν, ούτε οι συγκοινωνίες με την επαρχία ήταν εύκολες. Μόνο τα είδη που έφερνε το τραίνο της Πελοποννήσου, πεπόνια και καρπούζια, μαζί με τα σταφύλια και τα σύκα, που τα πουλούσαν με τα γαϊδουράκια οι Αρβανίτες των Μεσογείων, ήταν κάπως φτηνά. Και τα κηπουρικά όμως είχαν την ωρισμένη εποχή και όχι, όπως σήμερα,


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 105 0105

Άποψη των Αθηνών στο βάθος ο Λυκαβηττός.

που πολλά από τα είδη αυτά τα βρίσκουμε όλο σχεδόν το χρόνο. Η ντομάτα έκανε την εμφάνισή της στην αγορά στα μέσα του Ιουνίου και τέλειωνε στο τέλος του Σεπτεμβρίου. Το ίδιο και η μελιτζάνα που έβγαινε τελευταία απ’ όλα τα κηπουρικά, δηλαδή στις αρχές του Ιουλίου. Γι’ αυτό και οι ράφτες συνήθιζαν να λένε: «Βγήκε η μελιτζάνα, κλαύτα...» εννοώντας πως δεν περιμένουν πια δουλειά καλοκαιρινή. Έτσι, όταν έφτανε ο Σεπτέμβριος, και με το παληό ημερολόγιο ήταν ζεστός, δεν εύρισκε κανείς σχεδόν τίποτε να μαγειρέψη. Το ίδιο γινόταν γύρω στις μέρες του Πάσχα, επειδή τα χρόνια εκείνα δεν φύτευαν ούτε πρώϊμα ούτε όψιμα κηπουρικά. Όλα αυτά μεγάλωναν τις δυσκολίες του καλοκαιριού. Εκείνο όμως που χαίρεται σήμερα ολόκληρη η πρωτεύουσα, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, τη θ ά λ α σ σ α, δεν την χαίρονταν οι Αθηναίοι της «αλη-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 106 0106

σμόνητης εποχής». Και δεν υπήρχε δυσκολία στις συγκοινωνίες, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, με λιγότερες στάσεις από σήμερα, πήγαινε γρηγορώτερα στο Νέο Φάληρο. Ο τροχιόδρομος, που τον αποτελούσαν πέντε συνεχόμενα τραμ (δυό με μηχανή και τρεις ρεμούλκες) και που ξεκινούσε από την Ακαδημία, πήγαινε και στα δυο Φάληρα, το Παληό και το Νέο. Ο λόγος, λοιπόν, δεν ήταν αυτός. Ξεκινούσε από τις αντιλήψεις περί ηθικής της τότε εποχής. Το γυμνό, και το ελάχιστα, το θεωρούσαν ανήθικο. Ήταν διάχυτη μια υποκριτική σεμνοτυφία, που η ρίζες της ξεκινούσαν από στείρες καλογερίστικες αντιλήψεις. Το κράτος ακολουθώντας την ίδια τακτική, που τη θεωρούσε σαν τον στηλοβάτη του κοινωνικού οικοδομήματος, απηγόρευε το μπαιν-μιξτ. Έτσι, στο Νέο Φάληρο, στις Τζιτζιφιές, και στου Ξηροτάγαρου, υπήρχαν καμπίνες, ξέχωρα οι ανδρικές απ’ τις γυναικείες, και τα όργανα του Λιμεναρχείου, διαθέτοντας και βάρκα, αγρυπνούσαν, μήπως ξεφύγει κανένας νέος με κατεύθυνση προς τα γυναικεία... Έτσι, μια συντροφιά για να χαρή τη θάλασσα έπρεπε να χωρισθή σε αρσενικούς και θηλυκούς. Οι απέραντες ακτές του Σαρωνικού, με την ολοκάθαρη θάλασσά τους, πιο καθαρές και πιο πρωτόγονες από σήμερα, έμεναν έρημες από λουομένους, γιατί τα μπάνια επιτρέπονταν μόνο εκεί που υπήρχαν καμπίνες. Ήταν κάτι που σήμερα δεν το χωράει το μυαλό του ανθρώπου. Ηθική υποκρισία μιας εποχής... Οι πιο πολλοί απ’ τους λουομένους ήταν νέοι και νέες γιατί οι παλαιότεροι πέρασαν απ΄τον κόσμο αυτό, χωρίς ποτέ να νοιώσουν τη χαρά που η γαλάζια θάλασσα προσφέρει στον άνθρωπο. Ο λαός ξεκινώντας με κάρρα και σούστες απ’ τις μακρυνές γειτονιές, που φρόντιζε να σκεπάζει με διάφορα πολύχρωμα κουρέλια για να προστατεύωνται οι επιβάτες τους από τις καυτερές αχτίδες του ήλιου, απ’τη λεωφόρο Συγγρού ή το δρόμο της Καλλιθέας, κατέβαινε στην παραλία του Δέλτα ή στις Τζιτζιφιές. Οι γυναίκες ξεπαππούτσοτες βουτούσαν μόνο τα πόδια τους ενώ οι άνδρες με τα μακρυά τους σώβρακα και τις φανέλλες προχωρούσαν λίγο στα ρηχά κρατώντας κανένα μωρό, που το ράντιζαν με μερικές αλμυρές σταγόνες. Τα μουλάρια και τ’ άλογα, μαζί με τ’ αφεντικά τους, έπαιρναν το μπάνιο τους, και μερικοί, προσπαθώντας να φανούν θαρραλέοι, για να κινήσουν την περιέργεια και τον θαυμασμό των άλλων, καβαλούσαν τα άλογα και προχωρού-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 107 0107

σαν λίγο προς τα βαθειά. Τα ζώα, φυσικά ήξεραν κολύμπι, τα αφεντικά τους όμως δεν σκάμπαζαν από τέτοια πράγματα. Πολλές φορές, όταν το επέτρεπε ο καιρός, έβαζαν και τις σούστες ή τα κάρρα στη θάλασσα, για να στανιάρουν τις ρόδες τους. Θέαμα πραγματικά αποκρουστικό... Αυτά και πολλά άλλα απέφυγαν, έντεχνα, ν’ αναφέρουν οι μυθιστοριογράφοι της Παληάς Αθήνας, που προσπάθησαν με τα φιασίδια να ωραιοποιήσουν μια εποχή, που όπως όλες ακολούθησε τις οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε. Τον ιστορικό αυτό κανόνα θέλησαν να παραποιήσουν οι νοσταλγοί όχι του παρελθόντος, αλλά των νεανικών τους χρόνων... Η νέα όμως γενιά, αηδιασμένη απ’ τον τρόπο που ζούσαν οι γονείς της, ένοιωσε μια ακατανίκητη γοητεία να χαρή εκείνο που οι πατέρες της στάθηκε αδύνατο να νοιώσουν. Τη Φύση και το μεγαλείο της. Και τον ορθό αυτό δρόμο τον ακολούθησε και γαλούχησε μ’ αυτόν τα παιδιά της, τη σημερινή ωραία και περήφανη ελληνική νεολαία...


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 108 0108

Ο εορτασμός 180 ετών από την απελευθέρωση της Ακρόπολης (1833-2013) στον Σύλλογο των Αθηναίων Το Χρυσούν Μετάλλιο του Συλλόγου στον κ. Ναπολέοντα Νέζερ { Ο πρώτος Φρούραρχος και θερμός φιλέλληνας Χριστόφορος Νέζερ και η τιμητική παρουσία της οικογένειας στον Σύλλογο των Αθηναίων από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα* }

O

μοφώνως το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου των Αθηναίων αποφάσισε να απονείμει το Χρυσούν Μετάλλιο του Συλλόγου στον κ. Ναπολέοντα Νέζερ, ο οποίος τιμά τις τάξεις μας, ως μέλος. Τιμά τον Σύλλογο των Αθηναίων η αδιάλειπτη παρουσία της οικογενείας του από την ίδρυσή του το 1895 μέχρι σήμερα. Δεν έλειψε το επώνυμο Νέζερ από τους καταλόγους του Συλλόγου μας. Συνεχίζει με τον εκλεκτό κ. Ναπολέοντα Νέζερ να οδηγεί τη μνήμη μας σε στιγμές εθνικού μεγαλείου για την πατρίδα και την πόλη μας. Ο αγώνας ο οποίος τελείωσε με την Απελευθέρωση της Ακρόπολης και για τον οποίο αγωνίστηκαν τόσοι φιλέλληνες, δεν ήταν μόνον αγώνας για την απολύτρωση εδάφους από ξενική κατοχή. Η Αθήνα και η Ακρόπολη υπήρξαν σύμβολα και ιδέες με τις οποίες τροφοδοτήθηκε και αναπτύχθηκε το παγκόσμιο πνεύμα. Η υποδούλωσή τους ήταν υποδούλωση ενός άφταστου πολιτισμού. Η απελευθέρωσή τους δεν ήταν απλά νίκη και θρίαμβος των όπλων και της γενναιότητας των ηρώων που έχυσαν το αίμα τους. Ήταν τρανή νίκη της ιδέας και του πολιτισμού που χαλύβδωνε τις καρδιές των αγωνιστών και γιγάντωνε τον άκρατο φιλελληνισμό στα στήθη τόσων ηρωικών και ευγενών ξένων μαχητών. * Απομαγνητοφωνημένο κείμενο από την ομιλία του Προέδρου κ. Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.


Ακρόπολη 1933 Εορτασμός 100ετηρίδας από τον «ΣΥΛΛΟΓΟ των ΑΘΗΝΑΙΩΝ»

Μετά το πέρας έπαρσης της Σημαίας.

Στιγμιότυπο από τον εορτασμό, στον οποίο συμμετείχαν χιλιάδες Αθηναίοι και Αθηναίες. Στο κέντρο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης και ο Στρατηγός Σέργιος Γυαλίστρας.

Ο Πρωθυπουργός και μέλος του Συλλόγου των Αθηναίων Κωνσταντίνος Δεμερτζής εκφωνεί τον πανηγυρικό λόγο. Αριστερά στην άκρη ο Γενικός Γραμματεύς και αργότερα Πρόεδρος του Συλλόγου Δημ. Σκουζές.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 110 0110

Με σεβασμό στα μηνύματα που εκπέμπει ο Ιερός Βράχος και στην ιστορική πραγματικότητα που εκπροσωπεί το Κάστρο της Πόλης μας, ο Σύλλογος των Αθηναίων συνεχίζει με αυστηρότητα και προσήλωση να γιορτάζει τις μεγάλες στιγμές. Τα σημαντικά γεγονότα. Ανασκαλεύει τη μνήμη και φέρνει στο προσκήνιο τις περιστάσεις που μας έδωσαν τη δυνατότητα να ζούμε ελεύθεροι. Πράξεις και θυσίες ανθρώπων οι οποίοι με τη στάση της ζωής τους έδειξαν τον δρόμο. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, τώρα που η πατρίδα περνά δύσκολες στιγμές, οφείλουμε να στρέφουμε το βλέμμα προς τα πίσω για να διδαχτούμε. Να αντλήσουμε παραδείγματα. Να αναζητήσουμε πρότυπα. Να αναδείξουμε αξίες. Παραδείγματα, πρότυπα και αξίες που θα μας επιτρέψουν χωρίς υποχωρήσεις και παραχωρήσεις να πορευτούμε στο μέλλον και να παραδώσουμε στα παιδιά μας ακέραια, όσα παραλάβαμε από τους προγόνους μας. Είναι ιερή υποχρέωση και καθήκον. Όλων μας. Ας αναλογιστούμε το γεγονός. Ας αφουγκραστούμε τι εκπροσωπεί η Ακρόπολη για την Ανθρωπότητα. Δυο φορές γιορτάστηκε μέχρι σήμερα επίσημα η Απελευθέρωση της Ακρόπολης. Στα πενηντάχρονα το 1883 και στα εκατοντάχρονα το 1933. Και τότε ο Σύλλογος των Αθηναίων πραγματοποίησε την τελετή στην Ακρόπολη. Και τότε συμμετείχε ένας Νέζερ, ο γιος του Φρουράρχου Αλέξανδρος. Τον διάκοσμο της Ακρόπολης είχε φροντίσει το μέλος του Συλλόγου και Γραμματέας Τουρισμού Κώστας Δημητριάδης, τον πανηγυρικό εκφώνησε ο Αθηναίος Κωνσταντίνος Δεμερτζής, ο οποίος διετέλεσε Πρωθυπουργός και ήταν επίσης μέλος του Συλλόγου και ο εν ενεργεία Γραμματεύς μας Δημήτριος Σκουζές. Φέτος γιορτάζουμε τη συμπλήρωση των 180 χρόνων. Με επίσημο προσκεκλημένο και τιμώμενο τον κ. Ναπολέοντα Νέζερ, απόγονο του Χριστόφορου Νέζερ, του πρώτου Χριστιανού Φρουράρχου που παρέλαβε την Ακρόπολη για λογαριασμό του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Είναι η τρίτη γενιά της οικογένειας Νέζερ που τιμά τους κόλπους του Συλλόγου μας με την παρουσία τους. Να αναφέρουμε επίσης μια σημαντική πτυχή. Ο Σύλλογός μας είχε βραβεύσει προ εξηκονταετίας τον παππού του τιμώμενου σήμερα! Ας μην απορούμε λοιπόν πως βρέθηκε η προτομή του Φρούραρχου στον Σύλλογο των Αθηναίων. Από σήμερα τοποθετήθηκε στην αίθουσα εκδηλώ-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 111 0111

σεων ώστε να είναι άμεσα προσβάσιμη στους επισκέπτες μας. Ο άνθρωπος αυτός, ο νεαρός τότε αξιωματικός, είχε την τιμή να παραλάβει για λογαριασμό του νεοσύστατου κράτους την Ακρόπολη από τα χέρια που την βεβήλωναν επί 337 ολόκληρα χρόνια. Ήταν 4 Ιουνίου 1456 όταν ο γιος του Τουραχάν Ομάρ είχε λάβει διαταγή του «κυρίου δύο ηπείρων και δύο θαλασσών» Μωάμεθ Β´ να καταλάβει την Αθήνα και να την προσαρτήσει στις κτήσεις του. Ο Ομάρ, επικεφαλής πολυάριθμων άτακτων στρατευμάτων από την Θεσσαλία, κατευθύνθηκε προς τη Θήβα και από εκεί στην Αττική. Δεν άργησε να πολιορκήσει την Ακρόπολη όπου είχε καταφύγει για να αμυνθεί ο τελευταίος φλωρεντιανός δούκας των Αθηνών. Η άμυνα διήρκεσε αρκετό καιρό και επιτέλους παραδόθηκε μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και ένορκες διαβεβαιώσεις του Ομάρ ότι θα σεβαστεί τη ζωή και την τιμή όσων προστάτευαν το Κάστρο. Παραδόθηκε ο δούκας των Αθηνών με την ωραία σύζυγο και τα τρία παιδιά του, αλλά ο Ομάρ δεν τήρησε τους όρκους του. Πρώτος ανέβηκε στην Ακρόπολη ο νεαρός αξιωματικός Αχμέτ με 250 επίλεκτους συντρόφους του. Μόλις κατέλαβε το Κάστρο έστειλε την οικογένεια του δούκα στον Ομάρ, ο οποίος είχε κατασκηνώσει στο Θησείο. Μετά την τυπική υποδοχή τους, διέταξε να τους μεταφέρουν στη Θήβα. Ύστερα ο Ομάρ βαδίζοντας αργά και με αλαζονεία, συνοδευόμενος από τη στρατιά του πάτησε στην Ακρόπολη. Ο Παρθενώνας ήταν ακόμη άθικτος. Ο Ομάρ στάθηκε έκπληκτος. Κοντά του ένας «σοφός», ας πούμε ένας αρχαιολόγος της στρατιάς του: ― Μα ποιος μπορεί να κουβάλησε εδώ πάνω τα μάρμαρα για να χτίσει ένα τέτοιο σαράι; ― Η γνώμη μου είναι πως το έχτισαν στοιχειά. Αυτή είναι και η γνώμη του Μουφτή, του απάντησε ο «σοφός»! Οι λεπτομέρειες είναι πάντα ενδιαφέρουσες και εν προκειμένω σχετίζονται με τα μέγιστα ζητήματα αγοραπωλησίας γης που ακολούθησαν την Απελευθέρωση. Η κατάληψη της Αττικής –όπως και άλλων επαρχιών– έγινε στις 10 Φεβρουαρίου 1833 με «Δηλοποίηση» της Αντιβασιλείας του Όθωνος, εν είδει


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 112 0112

Βασιλικού Διατάγματος, το οποίο μάλιστα δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.2 Πράγματι ανατέθηκε στον Γραμματέα της Επικρατείας, δηλαδή στον Υπουργό Επικρατείας Ιάκωβο Ρίζο, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα στις 1 Μαρτίου, να εκτελέσει την εντολή. Αλλά προσέκρουσε στις αναβλητικές ενστάσεις των Τούρκων, οι οποίοι περιορίστηκαν να στείλουν από τη φρουρά της πόλης λίγους μόνον στρατιώτες στην Εύβοια. Μόνον την Μεγάλη Παρασκευή, 31 Μαρτίου 1833, πείσθηκε ο Τούρκος Φρούραρχος του Κάστρου να το παραδώσει σε βαυαρικό απόσπασμα. Εν τω μεταξύ είχε επέλθει πλήρης συνεννόηση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων και στις 20 Μαρτίου μέσω της Ιεράς Οδού έφτανε στην Αθήνα ένα βαυαρικό σύνταγμα.3 Επικεφαλής ο Βαυαρός συνταγματάρχης Χέρζιτ, ο οποίος στρατοπέδευσε στο Θησείο. Τριγύρω οι λίγες χιλιάδες κατοίκων της πόλης αγωνιούν να δουν την αποχώρηση της τουρκικής φρουράς. Η παραλαβή του Κάστρου και τα καθήκοντα του Φρουράρχου ανατέθηκαν στον υπολοχαγό Χριστόφορο Νέζερ, ο οποίος από το Θησείο κινήθηκε προς την Ακρόπολη, όπως είχαν κάνει οι Τούρκοι το 1456. Ιδού το τιμώμενο πρόσωπο και ο απόγονός του σήμερα. Ο Χριστόφορος Νέζερ δεν θα πρέπει να μείνει στη μνήμη μας μόνον ως ο πρώτος Χριστιανός Φρούραρχος του ελεύθερου κράτους που παρέλαβε την Ακρόπολη από τους Τούρκους πριν από 180 χρόνια. Είναι ο άνθρωπος που μας άφησε παρακαταθήκη τα απομνημονεύματά του. Απέδωσε, με αμερόληπτο τρόπο, την κρισιμότερη ίσως περίοδο του ελληνικού κράτους. Εκείνη της πρώτης αντιβασιλείας του Όθωνα. Έχει σημασία η δική του ματιά. Βαυαρός, ευγενούς γαλλικής καταγωγής, παρακολούθησε εκ των έσω τις αστοχίες της πολιτικής του Στέμματος. Τις κατέγραψε σοβαρά και απαλλαγμένες από προσωπικές σκοπιμότητες ή πικρίες. Λέει ο Δημήτριος Καμπούρογλους: «Εις τας μελέτας μου, τοσαύτης εντάσεως αγάπης προς τους Έλληνας συνήντησα πλην αυτού μόνον εις την Δούκισσαν της Πλακεντίας. Πάσα κακοδαιμονία του τόπου ωφείλετο, κατά τον Νέζερ, εις την Αντιβασιλείαν. 2 3

ΦΕΚ 2 της 22ας Φεβρουαρίου 1833, σελ. 8-9. Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 15 Απριλίου 1933, σελ. 2.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 113 0113

Η προτομή του Χριστόφορου Νέζερ.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 114 0114

Πάσα κακοδαιμονία του τόπου, ωφείλετο, κατά την Δούκισσαν εις την Αυλήν του Όθωνος». Ήταν η εποχή που η αναγνώριση της κρατικής αυθεντίας στο πρόσωπο του Όθωνα διαχεόταν απ’ άκρου εις άκρον της χώρας. Στη συνείδηση όλων των Ελλήνων ο 17χρονος εστεμμένος ερχόταν με την προσδοκία ότι θα έβαζε τέλος στις δυστυχίες του παρελθόντος. Το έργο που αναλάμβανε ο Όθων και κυρίως τα μέλη του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας, Κόμητας Ιωσήφ Λουδοβίκος Η κ. Καίτη Βλαχογιάννη, μέλος του Διοικητικού φον Άρμανσμπεργκ, Γεώργιος Συμβουλίου του Συλλόγου κατά την εκφώνηση Λουδοβίκος φον Μάουερ και της απονομής του Χρυσού Μεταλλίου. υποστράτηγος Κάρολος Έιντεκ, στα χέρια των οποίων άλλωστε βρισκόταν η πραγματική εξουσία, ήταν πραγματικά δυσχερέστατο. Τα πάντα έπρεπε να δημιουργηθούν από την αρχή. Ο Νεζερ, ο οποίος τότε ήταν αξιωματικός του β´ τάγματος των επικουρικών στρατευμάτων που συνόδευσαν τον Όθωνα στη Ελλάδα, αναφέρει πως οι πολιτικοί άνδρες που αποτελούσαν την αντιβασιλεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν ευγενείς και ικανοί να διευθύνουν τη μηχανή ενός καλά κατηρτισμένου κράτους. Αλλά ότι ήταν τελείως αναρμόδιοι να διαμορφώσουν και να αναπλάσουν έναν λαό με μεσογειακή ιδιοσυγκρασία, του οποίου ο χαρακτήρας ήταν τελείως αντίθετος προς τον φλεγματικό και ψυχρό του βαυαρικού έθνους. Ο Νέζερ εξέφραζε την πραγματικότητα. Η Αντιβασιλεία θεωρούσε ότι για να δημιουργήσουν κράτος οι Έλληνες, είχαν ανάγκη από τη διοικητική και την τεχνική βοήθεια της Δύσης. Ερμήνευαν άλλωστε την Ελληνική Επανάσταση ως προσπάθεια των Ελλή-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 115 0115

Το τιμώμενο πρόσωπο κ. Ναπολέων Νέζερ.

νων να υιοθετήσουν δυτικά σχήματα και συνήθειες. Έγραφε ο Μάουερ, μέλος της Αντιβασιλείας: «Μόνον ξένοι μπορούν να διδάξουν τον πολιτισμό στην πληρότητά του… Όπως ακριβώς οι Έλληνες τον 14ο και τον 15ο αιώνα έφεραν την ελληνική σοφία στην υπόλοιπη Ευρώπη, έτσι τώρα και οι Ευρωπαίοι, και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, πρέπει να επαναφέρουν το φως στην πατρίδα του από την οποία είχε εκλείψει για τόσο μεγάλο διάστημα». Είναι εμφανής η προσπάθεια να δικαιωθεί η πολιτική που είχε ακολουθηθεί με την πρόσληψη Βαυαρών σε κρατικές υπηρεσίες και τον αποκλεισμό Ελλήνων από την άσκηση οποιασδήποτε σημαντικής εξουσίας.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 116 0116

Αυτή ήταν και η πρώτη αστοχία της Αντιβασιλείας. Η δεύτερη έγκειται στην αναδιοργάνωση στρατού που επιχειρήθηκε με διατάγματα του Μαρτίου 1833 μέσω των οποίων διαλύθηκε ο άτακτος και τακτικός ελληνικός στρατός. Κατά την άποψη της Αντιβασιλείας, έπρεπε να δημιουργηθεί μια τάξη στα στρατιωτικά ζητήματα της χώρας με τη σύσταση ισχυρών και πειθαρχημένων μονάδων, με κοινή εκπαίδευση και στολή. Επίσης η Αντιβασιλεία είχε επηρεασθεί από το γεγονός, ότι ο άτακτος κυρίως στρατός είχε αναμιχθεί στο παρελθόν σε διάφορες ταραχές και πολιτικές διαμάχες, επομένως όντας όργανο των κομμάτων θα μπορούσε στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί εναντίον της. Ο Νέζερ στο έργο του τολμά να καταδικάσει αυτές τις αποφάσεις. Θεωρεί ότι ο μη σχηματισμός ελληνικού τακτικού στρατού από τα γενναία παλικάρια των Ελλήνων είχε ως συνέπεια τη στρατολόγηση εθελοντών του γερμανικού λαού που ήταν ανίκανοι να υπηρετήσουν το ελληνικό κράτος: «εκ του συρφετού του γερμανικού λαού, που κατά το μεγαλύτερο μέρος του απετελέσθη εξ αλητών, κατηρτίσθη στρατός, ο οποίος έπειτ’ από τόσας δαπάνας απέτυχε και δεν είχε το αποτέλεσμα το προσδοκώμενον της Αντιβασιλείας». Επισημαίνει δε την παρείσφρηση διάφορων τυχοδιωκτών αξιωματικών σε ανώτερα αξιώματα, πάλι ως αποτέλεσμα της λανθασμένης πολιτικής της Αντιβασιλείας, που θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να εισαγάγουν το ελληνικό κράτος πολύ γρήγορα στην τάξη των πεφωτισμένων εθνών. Ο Νέζερ υπήρξε γενναίος και στις κρίσεις του αλλά και αναλόγως απλόχερος στους χαρακτηρισμούς του για τους καταταλαιπωρημένους Έλληνες. Ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι έχουν κάποιο ελάττωμα οι Έλληνες! Ήταν «υπερέλληνας» όπως τον χαρακτήρισε ο Καμπούρογλους. Η όλη του υπόσταση και η ιδεολογία του ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτό που θα χαρακτηρίζαμε απλώς «φιλελληνισμό», έστω και με την μορφή που άρχισε να οργανώνεται κατά τον 19ο αιώνα. Μια μορφή, που δεν είχε να κάνει μόνο με τον σεβασμό προς τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά με τη δραστηριοποίηση με κάθε δυνατό μέσο υπέρ της απελευθέρωσης της υπόδουλης Ελλάδας. Ο Χριστόφορος Νέζερ το ξεπερνούσε και αυτό. Η περιγραφή του για την ημέρα της Απελευθέρωσης της Ακρόπολης είναι μνημειώδης.


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 117 0117

O Πρόεδρος του Συλλόγου των Αθηναίων κ. Ελευθέριος Σκιαδάς ενώ εκφωνεί την ομιλία για τον εορτασμό της 180ετηρίδος από την Απελευθέρωση της Ακρόπολης. Ο Χριστόφορος Νέζερ καταγόταν από οικογένεια η οποία μετανάστευσε από τη Γαλλία κατά την εκδίωξη των Ουγενότων. Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1808 και ο πατέρας του, ο Ιωάννης Λεονάρδος Νέζερ, είχε τον τίτλο του αρχιδικαστού της κομητείας Καστέλ. Είχε μόνον μία αδελφή. Ανατράφηκε με σκληραγωγία και πειθαρχία και παρακολούθησε μαθήματα σε σχολείο από τα οκτώ χρόνια του και εξής. Όταν σε ηλικία 16 χρόνων εισήλθε στο Πανεπιστήμιο ο πατέρας του απαίτησε να σπουδάσει νομικά για να τον διαδεχθεί. Άλλωστε η οικογένεια Νέζερ στην Κομητεία Καστέλ είχε πάντοτε την έδρα του πρώτου δικαστού και συγχρόνως το αξίωμα του διοικητού. Εκείνος όμως αποστρεφόταν τη νομική και όταν έφτασε ο καιρός για τις εξετάσεις για το δίπλωμα, απλώς δεν παρουσιάστηκε. Τι θα έκανε από κει και ύστερα; Ο ίδιος θα γράψει στα απομνημονεύματά του: «Ultima spes miles», δηλαδή τελευταία ελπίς στρατιώτης. Άφησε το Πανεπιστήμιο και μετέβη στο Λανδάου, κοντά στα γαλλικά σύνορα, όπου και έγινε εύελπις του έκτου πεζικού συν-


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 118 0118

Τα μέλη του Συλλόγου των Αθηναίων κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου. τάγματος. Διέπρεπε στις εξετάσεις και προβιβάστηκε σε αξιωματικό. Ήταν τότε που το τάγμα του συνόδευσε τον Όθωνα στην Ελλάδα, ένα γεγονός που έμελλε να στιγματίσει την υπόλοιπη ζωή του. Ήταν 29/30 Απριλίου 1833 όταν δόθηκε η εντολή στο τάγμα του να καταλάβει την Ακρόπολη των Αθηνών. Μέσα από την είσοδο είχε παραταχθεί η τουρκική φρουρά. Ήταν 250 άνδρες, σιωπηλοί και σκυθρωποί, που δεν χαιρέτησαν καν στρατιωτικά τη γερμανική φρουρά. Πιο μέσα προς το Ερεχθείο στεκόταν ο Τούρκος Φρούραρχος Οσμάν εφέντης, κρατώντας στα χέρια του το έγγραφο παράδοσης της Ακρόπολης. Το έδωσε στον αντιπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης, τον Βαυαρό ταγματάρχη Πάλλιγαν και έτσι η Ελλάδα ανέκτησε την Ακρόπολη. Ο δε Νέζερ έλαβε την τιμή ως υπολοχαγός του βασιλικού επικουρικού στρατού να γίνει ο πρώτος τακτικός Χριστιανός Φρούραρχος του Κεκροπείου Άστεως. Ακούστε με τι δέος περιγράφει ο ίδιος την πρώτη του νύχτα στον Ιερό Βράχο, εκείνο το πρώτο ελεύθερο των Αθηνών Πάσχα: «Όταν έδυσεν ο ήλιος πέραν των ορέων της Πελοποννήσου και ανέτειλεν επάνω εις τον Λυκαβηττόν η πανσέληνος, χύνουσα το απαλόν της φως επάνω εις την Αττικήν έστησα την κλίνην μου κάτω από τας γιγαντώδεις στήλας του Παρθενώνος. Τεμάχιον στήλης έγινε προσκέφαλόν μου και στρώμα μου ψάθα, ονειρευόμενος δε με ανοικτούς οφαθλμούς έβλεπον έκπληκτος


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 119 0119

επάνω εις την Ακρόπολην τον άρχοντα Περικλήν, τον Σωκράτην με τους μαθητάς του, τον Ευριπίδην, τον Δημοσθένην και τόσους άλλους μεγάλους άνδρας της ενδόξου Ελλάδος, περιφερομένους κάτω από τας στήλας και εισερχομένους εις τον αθάνατον ναόν της Παλλάδος. Η φαντασία μου ελευθέρα, ανέπλαττε τας εικόνας αυτάς, μέχρις ότου διέλυσαν το όνειρον οι στρατιώται μου, οίτινες εκάθηντο πλησίον μου επάνω εις θραύσματα μαρμάρων και συνομίλουν περί φαιδράς τινος πανηγύρεως εις την πατρίδα των, κατά την οποίαν είχον ραπίσει πολλούς. Τα κουρασμένα μου βλέφαρα έκλεισαν πλέον, οι δε κρωγμοί των ερημικών πτηνών της Παλλάδος, που έκρουον ακόμη την ακοήν μου, διεβεβαίουν ότι ευρισκόμην επάνω εις γην κλασικήν». Αυτή ήταν η αρχή του έρωτα του Χριστόφορου Νέζερ για την Ελλάδα. Ενός έρωτα που δεν σταμάτησε εκεί. Ύστερα από επτά χρόνια επέστρεψε (1840) και εξεπλάγη όταν είδε τη μεταβολή της μικρής ελληνικής πρωτεύουσας. Τα ερείπια των οικιών των Αθηνών είχαν τελείως αφανισθεί, είχαν αντικατασταθεί με νέα σπίτια και καινούργιοι δρόμοι χαράσσονταν. Η πόλη των λίγων χιλιάδων κατοίκων αποκτούσε την πρώτη της μορφή. Και ενώ δεν σκόπευε να μείνει, τελικά παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, την Αγαθή Τρικαλλιώτου και ανέλαβε την επιστασία της γερμανικής στρατιωτικής αποικίας που ονομάστηκε Ηράκλειο. Εκεί κατάφερε να επιφέρει την τάξη, ίδρυσε σχολείο στο οποίο δίδασκε ο ίδιος και ανάγκασε τους αποίκους να καλλιεργούν τους αγρούς τους, διότι άλλως κινδύνευαν να χάσουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Όταν όμως ο υπουργός των Στρατιωτικών Σμαλτς αντικαταστάθηκε από τον Ες λόγω προβλήματος υγείας, ο τελευταίος δεν αναγνώρισε τη θέση του Νέζερ. Κι ενώ ο βασιλιάς τον διαβεβαίωνε ότι τα πράγματα θα τακτοποιούνταν, οι μήνες περνούσαν, ο Νέζερ δεν λάμβανε κανένα μισθό και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αποικία για να αναζητήσει αλλού οικονομικούς πόρους. Ίδρυσε εργοστάσιο ιχθυόκολλας αλλά στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, τη νύχτα που πλήθος λαού και επαναστατημένες μονάδες του τακτικού στρατού συγκεντρώθηκαν μπροστά στα ανάκτορα ζητώντας από τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα και ξέσπασε η επανάσταση, κάηκαν τα ξύλινα παραπήγματα του εργοστασίου του. Έτσι ναυάγησε εκείνη η επιχείρηση. Τα γεγονότα της ιστορικής εκείνης νύχτας ο Χριστόφορος Νέζερ τα έζησε από πολύ κοντά. Το αναίμακτο αυτό πραξικόπημα του 1843 επέδρασε σε μεγάλο βαθμό στην τύχη της


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 120 0120

Ελλάδας. Ο Νέζερ μας αποκαλύπτει ότι η βασίλισσα Αμαλία ήταν εκείνη που ανάγκασε τον Όθωνα να υπογράψει το Σύνταγμα. Τον έπεισε ότι διά της υπογραφής θα ανέτρεπε τους σκοπούς των συνωμοτών, οι οποίοι ενώ ήθελαν την έξωση του βασιλιά, προφασίζονταν ότι ζητούσαν Σύνταγμα. Τον Οκτώβριο 1843 ο Νέζερ μεταβαίνει στην Άνδρο για να ιδρύσει εκ νέου εργοστάσιο ιχθυόκολλας. Το σχέδιο όμως δεν ευοδώθηκε και πηγαίνει στη Σύρο, όπου κι εκεί η τύχη δεν του χαμογελά. Παρέμεινε όμως μέχρι το 1850, όταν η γυναίκα του πέθανε. Ήταν τότε μόλις 42 ετών και είχε πέντε παιδιά. Η κατάσταση τον αναγκάζει να ξαναγυρίσει στην Αθήνα και να παντρευτεί την κατά πολύ μικρότερη (19χρονη) Μαρία Γιαννακού, η οποία σε διάστημα 22 ετών του χάρισε 16 τέκνα! Το 1855 βρίσκεται στη Ρουμανία ως τροφοδότης πλοίων. Η παραμονή εκεί του επιφυλάσσει την άσχημη πλευρά της ζωής. Γνωρίζει την ανηθικότητα, όταν ο συνέταιρός του τον ξεγελά και κατορθώνει να τον εκδιώξει από την εταιρία. Ο Νέζερ βρέθηκε να ξεκινά από το μηδέν. Τότε κατάλαβε αυτό που πολύ εύληπτα παρέδιδε στους νεότερούς του: «Το χρήμα ήτο μεν πάντοτε δύναμις, σήμερον όμως έγινε το παν. Όποιος δυστυχώς έχει κενό βαλάντιον και σοφός πανεπιστήμων εάν είναι, εντρέπεται δημοσία εμφανιζόμενος. Θεωρείται ασήμαντος, μηδέν, άχρηστος εις την κοινωνίαν». Το 1872 τον βρίσκει στην Κωνσταντινούπολη να αγωνίζεται με μόχθο για τα προς το ζην. Ο πρώτος Φρούραρχος της ελευθερωθείσης Ακροπόλεως δίδασκε στα σχολεία του Πέραν τη γερμανική γλώσσα και το μάθημα της γυμναστικής! Πέθανε στα 1883. Εγγόνια του ήταν η Μαρίκα Νέζερ, ο αδελφός της Χριστόφορος Νέζερ και ο ξάδελφός της επίσης Χριστόφορος Νέζερ, ηθοποιοί και οι τρεις. Ο Γάλλος Ακαδημαϊκός Ζαν Ρισπέν τελείωσε μια διάλεξή του στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, το 1912, λέγοντας πως «Όταν η γη θα ξεψυχά, η τελευταία λέξη της θα είναι: Αθήνα»!4 Γνώριζε ο Γάλλος σοφός ότι ο Παρθενώνας δεν πρόκειται

4

Έτσι παρουσίασε τη ρήση ο Σπύρος Μελάς, εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 15 Απριλίου 1933, σελ. 1. Στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» αναγγέλθηκε (3 Μαρτίου 1912, σελ. 3) ότι θα έδινε δύο διαλέξεις, μία στο Δημοτικό Θέατρο την επομένη (4 Μαρτίου 1912, ώρα 6:30) περί της


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 121 0121

να πάψει να συμβολίζει το φως από το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε ο αληθινός πολιτισμός ολόκληρης της ανθρωπότητας. Είναι σκέψεις που τροφοδοτούν τον «Σύλλογο των Αθηναίων» από την ίδρυσή του. Σταθερά. Αμετακίνητα. Θα συνεχίσουμε να υπενθυμίζουμε πως το Κάστρο της Πόλης μας στέκεται εκεί για να στέλνει το Φως του σε όλη τη Γη. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασεύς έγραφε πως «ιστορία σημαίνει το να φιλοσοφεί κάποιος με παραδείγματα». Το δικό μας αποτυπώνεται στην ιστορία μιας λαμπρής οικογένειας. Μιας οικογένειας που συνέβαλε τα μέγιστα, όχι μόνον στις μεγάλες εθνικές στιγμές, αλλά και στις Τέχνες και τα Γράμματα με πανάξιους εκπροσώπους της. Μεταξύ άλλων, στις γιορτές του 1933 βρισκόταν και ο Κωστής Βελμύρας, όπως ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κώστα Βελιμέζη (1898-1960), ο οποίος έγραψε για την περίσταση τον ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ τονίζοντας: Με τη σμίλη ιστορημένη στη μαρμάρινη κορώνα που φοράς -τον Παρθενώνα, μένει η Δόξα σου η παληά κι’ η ολόφωτή Σου σκέψη γνώρισε στον κόσμο, Αθήνα, της αγάπης τ’ άσπρα κρίνα της γαλήνης την εληά. Γι’ αυτό το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου των Αθηναίων αποφάσισε ομοφώνως να απονείμει το Χρυσούν Μετάλλιο στον κ. Ναπολέοντα Νέζερ, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τη μακρά συνέχεια της οικογενείας του, η οποία τιμά τον Σύλλογο των Αθηναίων με την αδιάλειπτη παρουσία της από την ίδρυσή του το 1895 έως σήμερα. Ως ένδειξη ελάχιστης τιμής για όσα προσέφερε και προσφέρει στην ελληνική πρωτεύουσα. «Αθηναϊκής ψυχής». Τον τρόπο που εκφράστηκε ο Ρισπέν βλ. στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 5 Μαρτίου 1912, σελ. 2.


.


Σελίδες από την ιστορία του «Συλλόγου των Αθηναίων»

Γράφει και επιμελείται ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 124 0124

Μία ακόμη σπάνια έκδοση του «Συλλόγου των Αθηναίων» «Εις Τιμήν Διονυσίου του Αρεοπαγίτου του Πολιούχου Αθηνών»

Ό

πως ήδη έχουμε αναφέρει από τη σύστασή του ο «Σύλλογος των Αθηναίων» καθιέρωσε δύο γιορτές, μία εθνική και μία θρησκευτική. Για την εθνική επιλέχθηκε η 10η Ιουνίου, «επέτειος της αλώσεως της Ακροπόλεως υπό των Αθηναίων» και γιορτάστηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο 1896. Τον ίδιο χρόνο πραγματοποιήθηκε και η θρησκευτική γιορτή που καθιέρωσε ο Σύλλογος των Αθηναίων «εις τιμήν Διονυσίου του Αρεοπαγίτου του Πολιούχου των Αθηνών». Σε αμφότερες τις περιπτώσεις εξέδωσε φυλλάδια, το οποία με το πέρασμα των ετών κατέστησαν εξαιρετικά σπάνια. Στο προηγούμενο τεύχος των «Αθηναϊκών» δημοσιεύσαμε σχολιασμένο το φυλλάδιο που είχε εκδοθεί για την εθνική γιορτή. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύουμε το 24σέλιδο φυλλάδιο που εκδόθηκε για τη γιορτή του Αγίου Διονυσίου, εκφράζοντας θερμές ευχαριστίες στον αγαπητό συνάδελφο Ιάσωνα Παρασυράκη που μας παραχώρησε το πρωτότυπο προς φωτογράφιση. Τα τυπικά στοιχεία έχουν ήδη σχολιαστεί στην πρώτη παρουσίαση. Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο Καθηγητής της Πατρολογίας και Χριστιανικής Αρχαιολογικής Αρχαιολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Συλλόγου των Αθηναίων Γεώργιος Ι. Δέρβος, ο οποίος αργότερα διετέλεσε και πρύτανης (1913-14). Αρκούμεθα προς το παρόν να προσθέσουμε, ότι μέχρι και το 1886 ο εορτασμός του Αγίου Διονυσίου πανηγυριζόταν δημοτελώς και μεγαλοπρεπώς υπό την αιγίδα του Δήμου Αθηναίων στον Μητροπολιτικό Ναό. Το 1887 εορτάσθηκαν


ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ 125 0125

για πρώτη φορά ταυτόχρονα με τα εγκαίνια του νεόδμητου τότε Ναού του Αγίου Διονυσίου.1 Ο παλαιός Ναός κατεδαφίσθηκε και στη θέση του ανεγέρθηκε ο σημερινός περικαλλής Ναός, ο οποίος θεμελιώθηκε μετά από πολυετείς προσπάθειες και μελέτες και αφού εκδόθηκε ακόμη και ιδιαίτερο Νομοθετικό Διάταγμα για την ανέγερσή του. Ο σημερινός ναός εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1931 από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο.

1

Βλ. Λόγος Πανηγυρικός εις τον Άγιον Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην Πολιούχον Αθηνών, Εκφωνηθείς εν τω εν Αθήναις εις τιμήν αυτού ανεγερθέντι Ιερώ Ναώ κατά την των εγκαινίων αυτού πανήγυριν, Υπό του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Πατρών Νικηφόρου του Καλογερά, Εν Αθήναις 1887.





















Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.