Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 10

Page 1

Μια βόλτα στην πλατεία

ΤΕΥΧΟΣ 10 - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2011



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

(GLWRULDO Ραντεβού σε κάθε πλατεία Ñ ß ô ôcôÊ Ü ô ô Ñ n Ü ôy ÛôÚ UUU KCRPMNMJGQLCUQ EP KCRPMNMJGQ KCRPMNMJGQLCUQ EP Ñ ôÆy Ü ô ô ô $?V ô ô ô ô

Î á © ©Ë ô Ð$31./.+(2©$Ï ÔÖÎÏÍ©É Ë © Ïä{ ¡© É© Ö Ï © © © ©Ð Ò ~ ß ô# ôÆy n Û ô Íy ô Ê ôÑ ß ô .PMHCARô+?L?ECP ô ÅÜ ô~Ûn

~ ß ô# ô Ä ô~ n Í ô nÝ ôÆ ô } ôÐ nyÝ ô Ü ô ß ô ß ô Ýy ~ Ý Ë Ü ôÊ Í ~ n Ý ô ~ nÛ ô Ü

Ενα κορίτσι ισιώνει μια τσίχλα με τη γλώσσα, φουσκώνει τα μάγουλά του και ελευθερώνει μια φούσκα, την οποία κολλάει πάνω στα σαστισμένα χείλη ενός αγοριού. Παραδίπλα, σε ένα παγκάκι χωρίς πλάτη, ένας παππούς, ντυμένος το καθημερινό του κοστούμι, κάθεται ήρεμος και ξαποσταίνει. Μπροστά του ένας στρουμπουλός πιτσιρικάς με αμάνικο τρέχει να προλάβει μια μεγάλη αερόμπαλα, η οποία όμως σταματάει στα πόδια ενός νεαρού που εκπέμπει πλεοναστικά ένα άρωμα ως ένδειξη αναμονής σημαντικού προσώπου. Στο βάθος μια εκκλησία, διαθέσιμη όλες τις ώρες για το άναμμα ενός κεριού. Και από πίσω, πάνω στο ξεβαμμένο πράσινο του χαμένου γκαζόν, φυτρώνει μια παιδική χαρά με μια κούνια που γρυλίζει και μια τραμπάλα χωρίς ισορροπία. Αφημένες στo χρόνο για να θυμίζουν στιγμές σε κάθε γενιά, εξαντλημένες από την ομοιομορφία τους, αλλά διατηρώντας πάντα κάποια γοητεία, οι αθηναϊκές πλατείες είναι παντού οι ίδιες με αυτό τον ίδιο χαρακτήρα με το γκριζαρισμένο πλακάκι να κρατάει το μοτίβο. Ακολουθούν εννέα ιστορίες, όπως πάντα σε ένα ετερόκλητο μείγμα ανθρώπων και στιλ, που κρατούν όμως το βασικό άξονα κοινό. Οι συνεργάτες μας έγραψαν από ένα διήγημα για μια πλατεία της πόλης. Το Σύνταγμα, η Ομόνοια, η Κοτζιά, αλλά κυρίως η πλατεία της γειτονιάς μας, η κάθε πλατεία. Το ραντεβού, η πρώτη έξοδος. Ο τόπος συνάντησης, ο τόπος συγκέντρωσης. Το κέντρο του κόσμου. Το σημείο μηδέν κάθε γειτονιάς. Οι Μητροπολιτικές Ιστορίες επιμένουν να κυκλοφορούν μέσα στον καύσωνα του Ιουλίου για τρίτο συνεχόμενο καλοκαίρι. Αλλωστε, όπως έχει παρατηρηθεί εκ των έσω, τα καλοκαιρινά τεύχη είναι τα καλύτερα, τα πιο πλούσια σε ιστορίες φυγής και ιδρώτα. Στα τεύχη που έχουν μεσολαβήσει πάντως, από το Φεβρουάριο του ’09 μέχρι σήμερα, έχουν περάσει από τις σελίδες αυτές πολλοί νεαροί επαγγελματίες και ακόμα περισσότεροι ερασιτέχνες συγγραφείς. Μερικοί από αυτούς κυκλοφόρησαν πρόσφατα και κάποιο βιβλίο. Ευχόμαστε καλές εμπνεύσεις στον Γιάννη Πλιώτα («Τα ουγγρικά ψάρια», Βορειοδυτικές Εκδόσεις), στην Κωνσταντίνα Τασσοπούλου («Το καλοκαίρι του Ευκλείδη», Εκδόσεις Οσελότος) και στη Βάσια Τζανακάρη («Τζόνι και Λούλου», Εκδόσεις Μεταίχμιο). Αθως Δημουλάς

3

metropolitanstories.blogspot.com


4

Ο Βασίλης Δανέλλης όσα χρόνια έμενε στην Αθήνα ταξίδευε σε άλλες πόλεις μέσα από τις σελίδες των αγαπημένων του βιβλίων. Χρειάστηκε να φύγει μακριά για να επιστρέψει σε αυτή μέσα από τις σελίδες ενός δικού του βιβλίου. Η «Μαύρη μπίρα», εκτός από υψηλό βαθμό αλκοόλ, έχει μυστήριο και συνοδεύεται με ματωμένο λουκάνικο (blutwurst) και ροκ μουσική. Η κοινωνία εξάλλου της μοιάζει: όταν την ανακατέψεις, τα κατακάθια της ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Ωστόσο, δεν είναι πάντα περισσότερο βλαβερά από τον «κατάλευκο» αφρό της.

Ο Κωστής Παττακός γεννήθηκε πριν από καμιά τριανταριά χρόνια κατευθείαν στο κρεβάτι του. Χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός, άνοιξε το πρώτο βιβλίο που βρήκε στο κομοδίνο του και άρχισε να το διαβάζει. Ηταν ένα λεξικό με ανώμαλα ρήματα. Ετσι έγινε φιλόλογος. Στα διαλείμματα εμφανίζεται ως καταραμένος ροκ σταρ σε σκοτεινά καταγώγια κι άλλοτε αρθρογραφεί χωρίς να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες. Κυκλοφορεί ανάμεσά μας με χιλιάδες ψευδώνυμα.

Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1982, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι η άνοιξη είναι μεγάλος μπελάς. Από την ηλικία των εννέα ετών ένιωσε μια οικειότητα με τους γενειοφόρους συντρόφους του Μπίλμπο Μπάγκινς. Αργότερα ανακάλυψε τη συμπάθειά του για δύο ντετέκτιβ: ένα φλεγματικό Βρετανό και έναν καλοφαγά Βέλγο. Δημοσιογράφος, φωτογράφος, μεταφραστής, συγγραφέας πέντε αστυνομικών διηγημάτων, ο ίδιος δηλώνει “Jack of all trades, master of none”, αλλά βαθιά μέσα του πιστεύει ότι είναι απλώς ένας καλός ψεύτης. Περισσότερα στο: andymichaelides.wordpress.com.

Η Δάφνη Σερπάνου δεν γεννήθηκε στην Μπουζουμπούρα και δεν σπούδασε στο Παραμαρίμπο. Δεν έχει επισκεφτεί τα βασιλικά ανάκτορα της Νουκουαλόφα και δεν ξέρει κανέναν από την Ουαγκαντούγκου. Δεν θέλει να μετακομίσει στο Φουναφούτι και δεν έχει ιδέα κατά πού πέφτει η Τσατίσγκαρ. Ονειρεύεται να πάρει για κατοικίδιο μια πασχαλίτσα, αλλά τρέμει στην ιδέα ότι θα πετάξει πριν προλάβει να κάνει ευχή.

Τα τελευταία 29 χρόνια με φωνάζουν Σπύρο (Παπαδόπουλο) και μου αρέσουν οι λαχανοντολμάδες, οι Portishead, οι πολύωροι καφέδες στο κέντρο της Αθήνας, «Οι απόψεις ενός κλόουν», ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Φατίχ Ακίν, τα «Παράδοξα» του Ευγένιου Αρανίτση, η Λουσίντα Γουίλιαμς, το Σούνιο, η φάβα, η Ανούκ Εμέ, η Ροζάριο Ντόσον και ο Θωμάς Γκόρπας. Πληροφορίες εντός: tovytio. wordpress.com.


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

,QGH[

Η Δώρα Κοροβέση ξεκίνησε μάλλον να γράφει επειδή της μιλούσε πολύ η μαμά της όταν δεν μπορούσε ακόμα να μιλάει και επειδή άκουγε πολλή μουσική. Οταν μεγάλωσε, αποφάσισε πως δεν της αρέσει και ξαναμίκρυνε για πάντα, όπως ακριβώς μια μέρα αποφάσισε πως τελικά δεν της αρέσει να πίνει καφέ. Σκέφτηκε τότε να σπουδάσει Φιλολογία για να μπορεί να αποστομώνει τους μεγάλους όταν την εκνευρίζουν και να προσπαθήσει να πραγματοποιήσει όλα τα παιδικά της όνειρα, όταν είδε πως μερικά από αυτά άρχισαν να βγαίνουν.

Είμαι η Βίβιαν Στεργίου. Είμαι 18. Οπως ο ήρωας στην «Πτώση», όταν μιλάω, θέλω να λέω εγώ. Μου αρέσουν αυτοί που μου μοιάζουν. Φοβάμαι: α) τα πουλιά β) τους γιατρούς γ) τα χωριά των οποίων οι δρόμοι είναι άδειοι. Μισώ: α) τα ευπώλητα και β) τα κείμενα που εξηγούν. Νιώθω μόνη. Γράφω. Πάλι τα ίδια. Η ποίηση με περιλαμβάνει, όχι το αντίστροφο. Στη Νομική είμαι, επειδή μου αρέσει να με ρωτούν «Τι ισχύει τελικά;» και να απαντάω, όπως όταν με ρωτούσαν οι δάσκαλοι στο σχολείο. Θα γίνω νομικός επειδή συνέχεια με αδικούν και συγγραφέας επειδή κλαίω εύκολα.

Η Στέργια Κάββαλου γεννήθηκε το Μάρτη, αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και ανοιξιάτικος τύπος. Από μικρή έβαζε στη σειρά τις λέξεις και τις κούκλες της. Γαλλική Φιλολογία τελείωσε, αλλά την καθηγήτρια δεν την έκανε ποτέ. Τώρα, που μάλλον μεγάλωσε, προσπαθεί να φέρει σε μεταφραστική ισορροπία λέξεις πιο λογοτεχνικές και να δελεάσει μικρούς και μεγάλους συνενόχους με παραμύθια-διηγήματα. Η «Κόκκινη Πινέζα» κυκλοφορεί από το Ιπτάμενο Κάστρο και το «Αλτσχάιμερ Trance» από τις εκδόσεις Τετράγωνο.

Η Τατιάνα Κίρχοφ μονολογεί εσωτερικά: ίσως γιατί είναι ηθοποιός, ίσως γιατί είναι ψυχολόγος. «Μ’ αρέσει να κολυμπάω σε τιρκουάζ νερά, μ’ αρέσει το πορτοκαλί χρώμα στο ηλιοβασίλεμα, μ’ αρέσει να περπατάω στην καυτή άμμο ξυπόλυτη, μ’ αρέσει να χορεύω για σένα, μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που ρισκάρουν, οι άντρες που χτυπάνε το χέρι τους στο τραπέζι, μ’ αρέσει η φύση, η μυρωδιά του θυμαριού, η ζέστη της πέτρας, μ’ αρέσει η μέθη ενός έρωτα, η αξιοποίηση του λάθους, η μυρωδιά μου πάνω σου, μ’ αρέσει να βλέπω ένα κερί να λιώνει, μ’ αρέσει να σ’ ακούω να προφέρεις το όνομά μου».

5


Ο κυρ Θάνος πέθανε ΤΟΥ

ΒΑΣΙΛΗ ΔΑΝΕΛΛΗ

Ο α ρας μ ριζε βροχ . Ο ουραν ς γκρ ζος σαν μολ βι β ραινε π νω απ τα κεφ λια μας. Ηταν η πρ τη μου μ ρα στην πλατε α και λπιζα να μην συνοδευτε απ μια καλοκαιριν μπ ρα. Εφτασα απ γευμα. Εμοιαζε με γιορτ . Οι ν οι πιναν μπ ρες, φ ναζαν και γελο σαν, βολεμ νοι στα π τρινα παγκ κια. Οι μεγαλ τεροι ταν πιο συχοι στον τ νο της φων ς και πιο αν συχοι στα λ για. Βημ τιζαν π ρα δ θε συζητ ντας και τα μικρ συννεφ κια π νω απ τα κεφ λια τους ταν πιο σκοτειν και απ εκε να του ουρανο . Μερικο ματαιοπονο σαν προσπαθ ντας να μεταλαμπαδε σουν τη γν ση τους στους νε τερους, οι οπο οι τους κο ταζαν με εκε νο το βλ μμα που λερ νει η συγκατ βαση και η αλαζονε α της νε τητας, καθαρ σημ δι γνοιας. Η πε ρα εξ λλου ε ναι σαν τη ζ μη, δεν μπορε ς να τη φας ψητη. Θ λει να λερ σεις τα χ ρια σου στ’ αλε ρι, να τη β λεις στο φο ρνο και να περιμ νεις σπου να γ νει επιτ λους ψωμ . Αν προσπαθ σεις να παρακ μψεις τη διαδικασ α, το ζυμ ρι θα κολλ σει στο στ μα σου, θα σου π σει βαρ στο στομ χι. Ετσι και στη ζω , πρ πει να λερ σεις τα χ ρια σου ( λλος στον ασβ στη, λλος στο χ μα κι λλος στο μελ νι) και να ψηθε ς μ χρι να γευτε ς επιτ λους τη γν ση. Αν και, για να ε μαι ειλικριν ς, μακ ρι να μου ε χαν προσφ ρει νωρ τερα λ γο απ αυτ το ζυμο ψωμ κι ας ταν γευστο. Μπορε αυτ η μπουκ τσα πε ρας να ταν ευλογημ νη, να ε δος στιας που θα λλαζε τη ζω μου. Αλλ τι ν ημα ε χε να σκ φτομαι τσι τ ρα πια; Τ ρα πια βρισκ μουν στην πλατε α και εκε ταν και λλοι σαν εμ να και ακ μα περισσ τεροι θα ρχονταν να μας βρουν τις επ μενες μ ρες, εβδομ δες μ νες. Ανακατε τηκα με το πλ θος για να κρ ψω την αμηχαν α μου. Γυνα κες με τα παιδι τους, μοναχικο γ ροι με τις αναμν σεις τους και μπουλο κια εφ βων με την ανεμελι τους με π ραν αγκαλι και με αγν ησαν, πως γ νεται σε αυτ ς τις περιπτ σεις. Αν μεσα στους πολλο ς χ νεσαι. Υπ ρχε μως και νας που ξεχ ριζε. Ακουσα δυο αγ ρια να τον αποκαλο ν «κυρ Θ νο» και να γελο ν. Ηταν γνωστ ς στην πλατε α φα νεται. Ενας μικροσκοπικ ς γερ κος με καχεκτικ χερ κια και χλομ , ζαρωμ νο δ ρμα, αλλ με φων γ γαντα, γεμ τη π θος και ζωντ νια. Π γαινε απ παρ α σε παρ α και κ ρυττε την ανυπακο στη διεφθαρμ νη εξουσ α και την εξυγ ανση μ σα απ την προσωπικ κ θαρση του καθεν ς. Παρ τρυνε τους ν ους να αντισταθο ν, να αρπ ξουν την εξουσ α και να αλλ ξουν τον κ σμο. Γ ρω του συνωστ ζονταν πλ θη, ταν ο σαλ ς

6


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

προφ της της πλατε ας. Κ ποιοι τον χλε αζαν, λλοι διασκ δαζαν με το παθιασμ νο κ ρυγμ του και ορισμ νοι τον κουγαν σοβαρ , στω και αν προσπαθο σαν να μην το δε χνουν πολ . Στριμ χτηκα κι εγ , περισσ τερο για να παρατηρ σω τη θαυμαστ αντ θεση του λειψο αναστ ματ ς του με τη στεντ ρεια φων που αν βλυζε απ μ σα του, παρ για να ακο σω τα σα λεγε. Οταν φυγαν οι πολλο και με ναμε μ νο σοι θα διανυκτερε αμε εκε , ο κυρ Θ νος σπευσε να καλωσορ σει τους καινο ργιους, αν μεσ τους και εμ να, να μας δ σει συμβουλ ς και να μας συντροφε σει μ χρι να αποκοιμηθο με. Το πρω , πως και τα επ μενα μ χρι σ μερα, φυγα για να αναζητ σω δουλει . Ημουν νεργος δ ο μ νες. Οταν γειρε ο λιος, βρ θηκα π σω στην πλατε α, που ο κυρ Θ νος αγ ρευε, νουθετο σε, παρηγορο σε και συμβο λευε το πλ θος. Ηταν τ ση η αφοσ ωση που επιδε κνυε στο λειτο ργημ του, που δεν επ τρεπε στον εαυτ του να παρασυρθε απ τις προσβολ ς των θερμοκ φαλων ν ων, οι οπο οι βρισκαν διασκεδαστικ να επιτ θενται, στω και λεκτικ , στον ρρωστο ανθρωπ κο. Τους απαντο σε μειλ χια με εκε νη την παν σχυρη φων που ε χε τη δυνατ τητα να σε υπνωτ σει και να χαμ γελο που αυλ κωνε τα τσακισμ να μ γουλ του. Με εκε νο το χαμ γελο δινε δ ναμη σε σους χαναν την π στη τους, μοιαζαν τοιμοι να αφεθο ν στην ολ μαυρη αγκαλι της απελπισ ας και να δεχτο ν το πικρ φιλ της. Με το διο χαμ γελο κ θισε δ πλα μου μια ν χτα που τον χρειαζ μουν. Ηταν περ που ε κοσι μ ρες απ εκε νο το πρ το απ γευμα. Βο λιαζα στο βο ρκο της κατ θλιψης, αν μπορος να ανασ ρω τις ετοιμοθ νατες ελπ δες μου απ μ σα του. Μου μ λησε γλυκ και με παρηγ ρησε. Μου δωσε κουρ γιο και με π εσε να μην το β λω κ τω. Με κο ταξε στα μ τια και ε πε: «Ε σαι ν ος και γερ ς και δεν θα χαθε ς. Αν χ νονται τσι παλικ ρια σαν εσ να, τ τε αλ μον μας». Γ λασε και το γ λιο του πλημμ ρισε την πλατε α σαν κ μα θερμ , ζ στανε τους ανθρ πους και τους κανε να γελ σουν και εκε νοι με τη σειρ τους. Μ ρα με τη μ ρα, καλ τερα ν χτα με τη ν χτα, γιν μασταν περισσ τεροι. Ο αριθμ ς σων διανυκτ ρευαν μαζ μας αυξαν ταν ραγδα α και για λους φρ ντιζε ο κυρ Θ νος. Μας μ ζευε και μας λεγε ιστορ ες, μας πιανε ναν ναν και κουγε τις δικ ς μας. Ηταν η ψυχ της πλατε ας, π ντα χαμογελαστ ς και αισι δοξος. Τ ποτα δεν δειχνε ικαν να τον καταβ λει. Μ νο κ τι πρωιν , λ γο πριν το χ ραμα. Εκε νη την ρα, ταν λοι κοιμ μασταν, τον πιανε το παρ πονο και κλαιγε βουβ

7


και το κορμ του τρανταζ ταν απ τα β σανα που κατ πινε για να τα θ ψει μ σα του. Ισως ταν αυτ που αδυν τισαν το κορμ του και το αρρ στησαν. Τον κατ τρωγαν εσωτερικ , αλλ τα π λευε μ νος του. Π ντα ταν πρ θυμος να ακο σει τους καημο ς των λλων, αλλ ποτ δεν θ λησε να τους γ νει β ρος, να τους φορτ σει τις δικ ς του π κρες. Τις κατ πινε και εκε νες τρ νταζαν το κορμ του. Μ νο κ τι πρωιν , λ γο πριν το χ ραμα. Μια φορ , απ τις δεκ δες ταν οι σκ ψεις μου τσακ νονταν σαν τα κοκ ρια μ σα στο μυαλ μου και με ξαγρυπνο σαν, π γα κοντ του. Δεν μ λησα, δεν χρει στηκε. Τσ κισε ελαφρ τις κρες των χειλι ν του, σκο πισε τα δ κρυα με τις αν στροφες των χερι ν και με αγκ λιασε. Σταθ καμε τσι μ χρι που ο λιος ζωντ νεψε π λι και ταν σαν να ε χαμε πει τ σα πολλ , χωρ ς να ανταλλ ξουμε ο τε μια λ ξη. Η σιωπ του αποδε χτηκε πιο δυνατ κι απ’ την αγγελικ φων του. Μα το σκαρ του ταν ε θραυστο. Ο β χας ρχισε να παρεισφρ ει πουλα στις προτ σεις, να κ βει λ ξεις στη μ ση σαν μαχα ρι και να χαλ ει τις επιβλητικ ς του ομιλ ες. Υστερα φτασε να φτ νει α μα και να τρ μει σ γκορμος. Το ασθενικ κορμ του μως δεν λ γιζε το σιδερ νιο πνε μα του. Κ θε απ γευμα ταν ο πρ τος που φτανε στην πλατε α, ο τελευτα ος που αποκοιμι ταν και ο πρ τος που σηκων ταν. Ητανε βρ δυ ταν π θανε. Ξαπλωμ νος στο αγαπημ νο του παγκ κι. Κοντ στον κ δο των σκουπιδι ν απ που ψ ρευε εφημερ δες και καμι λιχουδι . Κανε ς δεν το πρ σεξε μ χρι να ξημερ σει. Πολλο –απ τους περαστικο ς των απογευμ των– καναν μ ρες να το μ θουν. Εχουν μεταφερθε στο κ ντρο της π λης, μπροστ στη Βουλ . Οι συγκεντρ σεις τους μοι ζουν και εκε με γιορτ . Οι ν οι π νουν μπ ρες, φων ζουν και γελο ν, βολεμ νοι στα π τρινα παγκ κια. Οι μεγαλ τεροι ε ναι πιο συχοι στον τ νο της φων ς και πιο αν συχοι στα λ για. Βηματ ζουν π ρα δ θε συζητ ντας και τα μικρ συννεφ κια π νω απ τα κεφ λια τους ε ναι πιο δηλητηρι δη κι απ τα δακρυγ να. Στη δικ μας πλατε α χουμε απομε νει μ νο οι μ νιμοι κ τοικο της. Οχι, δεν βρισκ μαστε στο Σ νταγμα και δεν ε μαστε Αγανακτισμ νοι. Ε μαστε Απελπισμ νοι, στεγοι που ζο με σε ναν απ τους δεκ δες ανοιχτο ς χ ρους της Αθ νας. Ολοι ελπ ζουμε να φ γουμε απ εδ κ ποια μ ρα. Κ ποιοι το καταφ ρνουν, λλοι εγκαταλε πουν την προσπ θεια στα μισ και κ ποιοι πεθα νουν ν χτα. Οπως ο κυρ Θ νος. Θυμ θηκα τ ρα τους στ χους του τραγουδιο που φ ρει το νομ του: «Κ ποιος αν του πλ ρωνε κ τι λ γα χρ η ... θα ’ταν στη ζω . Μα κανε ς δε ρ τησε τ χα γιατ κλα ει, τον καημ του αλλουνο ποιος τον εννοε ;» Ο α ρας μυρ ζει βροχ . Ο ουραν ς γκρ ζος σαν μολ βι βαρα νει π νω απ τα κεφ λια μας. Ελπ ζω να ξεσπ σει μια καλοκαιριν μπ ρα. Να κρ ψει τα δ κρυ μου.

8


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο πατέρας, ο γιος, ο καραφλοκοτσίδας ΤΟΥ

ΚΩΣΤΗ ΠΑΤΤΑΚΟY

Η ιστορ α που θα σας πω βασ ζεται σε πραγματικ γεγον τα. Κ ποια πρ σωπα χουν παραλλαχθε για ευν ητους λ γους. Ηταν κ ποτε νας μα ρος μον κερως, που ε χε χαθε απ το βασ λει του και περιφερ ταν στη γη για να βρει καταφ γιο. Απ λους τους τ πους που επισκ φτηκε, πιο πολ θελε να με νει στο Μαρο σι, γιατ δεν ταν ιδια τερα ξυπνος. Ως δ ρο στην καινο ργια του πατρ δα χ ρισε μια ωρα α πρ σινη πλατε α. Οχι αυτ με τις πολλ ς καφετ ριες κοντ στο σταθμ , την απ ναντι. Και οι κ τοικοι του Αμαρουσ ου χ ρηκαν πολ και τη στ λισαν με μοντ ρνα γλυπτ , μετ τα βγαλαν και της φτιαξαν ναν πολ μαζεμ νο καφεν να πηγα νουν οικογ νειες για να πα ζουν τα παιδι με το νερ του σιντριβανιο . Μια μ ρα μως, μια ορδ οπαδ ν της μουσικ ς χ βι μ ταλ εγκαταστ θηκε στη μ α κρη της κι αρνο νταν να φ γει, δηλ νοντας την παρουσ α της με Slayer και Cannibal Corpse και παρωχημ να κουρ ματα. Τα παιδι φοβ θηκαν και οι γονε ς τους ανησ χησαν. Φ ναξαν την Αστυνομ α να τους δι ξει. Η Αστυνομ α ρθε, τους ζ τησε να κ νουν λ γο ησυχ α, αυτο ε παν χι και η Αστυνομ α φυγε, γιατ δεν μπορο σε να κ νει κ τι περισσ τερο. «Αυτ δεν θα περ σει τσι», φ ναξε νας πατ ρας, του οπο ου ο γιος ε χε στεγν σει πιο πολ απ λα τα παιδ κια απ νερ σιντριβανιο . «Θα φων ξω το δ μαρχο!» Κι ο δ μαρχος ρθε, παχ ς-παχ ς και κοστουμ τος και π γε να τους μιλ σει. Βρ θηκε μως νικημ νος, γιατ δεν ε χε αναπτ ξει την ικαν τητα να μιλ ει με δυνατ μουσικ τ σο κοντ του. Τους λεγε κ τι, εκε νοι απαντο σαν, αλλ , επειδ δεν κουγε τι λεγαν, δεν μπορο σε να καταλ βει αν συμφ νησαν να φ γουν χι και παρ τησε με τα πολλ την προσπ θεια. Την λλη μ ρα οι νθρωποι με τα παρωχημ να κουρ ματα ταν εκε . Η μ νη διαφορ ταν τι τ ρα κουγαν Annihilator. Οι θαμ νες του καφεν ταν πολ εκνευρισμ νοι. «Πρ πει να π ρουμε την κατ σταση στα χ ρια μας», ε πε ο πατ ρας. «Ο μεγ λος μου γιος πηγα νει σε αυτ τα ρ ιβ π ρτι κ θε Σ ββατο», δ λωσε, «σ γουρα θα μπορε να τους μιλ σει». Το διο βρ δυ, εν οι μεταλ δες κουγαν αμ ριμνοι Children of Bodom, τους πλησ ασε ο μεγ λος του γιος με μια φρεσκοαγορασμ νη μπλο ζα Metallica. «Τι λ ει, μ γκες;» τους φων ζει, κρ βοντας το φ βο για το γνωστο, που τον ε χε κυριε σει. Ενας

9


ψηλ ς καραφλοκοτσ δας με αμ νικο τζιν μπουφ ν τον πλησ ασε. Στ θηκε μπροστ του ρα. Ο γιος τα χρει στηκε. Πρ πει να π ρασε καμι ρα χωρ ς να κουνηθε ο καραφλοκοτσ δας απ μπροστ του. Επειτα απ λ γο, πλησι ζει μια κοπ λα και εξηγε στο μικρ : «Πρ πει να λιποθ μησε π λι ρθιος, το παθα νει καμι φορ ταν π νει πολ ». Αρκετ ς ρες μετ ο γιος στειλε μ νυμα στον πατ ρα, λ γοντας περ που τ τοια: «Οι Cradle of Filth μο νοιξαν τα μ τια και οι καινο ργιοι μου φ λοι ε ναι πολ χαρο μενοι με τα κουμπι που τους βρ κα. Δεν θα γυρ σω στον καφεν , μην με περιμ νεις». Ο πατ ρας γον τισε, κο ταξε τον ουραν κι βγαλε μια σιωπηλ κραυγ αγων ας. Ε χαν π ρει τη μισ πλατε α, ε χαν π ρει το γιο του, τ ρα το πρ γμα ε χε γ νει προσωπικ για τον πατ ρα. Κο ταξε απ μακρι τον καραφλοκοτσ δα και αναγν ρισε στο πρ σωπ του τον εχθρ . Ο κ μπος ε χε φτ σει στο χτ νι. Εκε νος βραζε, εν οι μαλλι δες απ ναντι κουγαν Machine Head αμ ριμνοι, λες και ο κ σμος το ς στελνε κοσμικ ς οβ δες κι εκε νοι ε χαν κοσμικ ασπ δα και δεν παιρναν χαμπ ρι. «Ξυπν τε, μωρ !» ε πε ξαφνικ στους ντρες του. «Γιορτ ε ναι ο π λεμος! Θα τον π ρουμε π σω τον τ πο μας!» Και ξεκ νησαν με ,τι πρ χειρο πλο βρισκαν, μαχαιροπ ρουνα, μαδ ρια, κλαδι , καροτσ κια, και δι σχισαν την πλατε α για να κ νουν κακ στον καραφλοκοτσ δα και την παρ α του. Στη μ ση μως της πλατε ας συν ντησαν ναν αναπ ντεχο εχθρ : τους περιπτερ δες. «Οι μεταλ δες ε ναι δικο μας νθρωποι! Απ τ τε που εγκαταστ θηκαν εδ χουμε ξεπουλ σει ,τι μπ ρα υπ ρχει! Αν θ λετε να τους πειρ ξετε, θα περ σετε πρ τα απ εμ ς!» προειδοπο ησαν. «Ας ε ναι!» φ ναξε ο πατ ρας και σ μανε την επ θεση. Πολλ παλικ ρια λαβ θηκαν εκε νη την αιματηρ ν χτα. Πολλ , αλλ χι οι μεταλ δες, που κουγαν This Mortal Coil λες και λα αυτ γ νονταν σε λλη πλατε α. Οι δ ο λλες πλευρ ς υπαναχ ρησαν χωρ ς σαφ νικητ . Ο πατ ρας, με μια τερ στια ουλ στο μπρ τσο, κουρασμ νος, ντροπιασμ νος, καθ ταν τ ρα σε μια καρ κλα με να εσπρεσ κι και μονολογο σε. «Τ σες προσπ θειες κανα να φ γουν και τ ποτα. Και τ ρα λα αυτ μο φα νονται τ σο ανο σια. Η μουσικ τους δεν ακο γεται μ χρι εδ . Ποτ δεν μας πε ραξε κανε ς απ αυτο ς. Ο γιος μου φα νεται να περν ει καλ . Κι αυτο απλ ε ναι εκε . Γιατ με ενοχλε που απλ ε ναι εκε ;» Σηκ θηκε απ την καρ κλα του. Με αργ β μα, δι σχισε το φανταστικ σ νορο της μ σης της πλατε ας και π ρασε στη μερι των μεταλ δων. Η μουσικ ταν τ ρα δυνατ , αλλ δεν χρειαζ ταν να μιλ σει. Ο γιος του τον κοιτο σε απορ ντας. Αυτ ς, με επ σημο φος, πλησ ασε τον καραφλοκοτσ δα και του σφιξε το χ ρι. Ο καραφλοκοτσ δας στεκ ταν μπροστ του ακ νητος και με απλαν ς βλ μμα. Και ξαφνικ ακο στηκε να χλιμ ντρισμα στον ουραν . O πατ ρας κο ταξε π νω και ε δε το μον κερω να πετ ει με χ ρη ξαν στερα απ καιρ πολ , ευχαριστημ νος με την επ δειξη στερεοτυπικ ς αστικ ς ανοχ ς που ο πατ ρας δειξε.

10


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

«31η Οκτωβρίου 2012 - Εδώ κι Εκεί» ΤΟΥ

ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

Ασε με να σου πω κ τι για τις πλατε ες: Oι πλατε ες δεν ε ναι απλ ς αυτ τα μικρ μεγ λα πρ γματα που χρησιμε ουν για να αρ ζουν οι σκ λοι που ε ναι σαν αρνι , παχ σαρκοι απ το πλαστικ φα= των φαστφουντ δικων του Κ ντρου, ξερακιανο και πειναλ οι στις γειτονι ς, που ακ μα δεν τους χουν ταρ ξει στη φ λα και τη σκοποβολ με αυτοκ νητο. Σε καμ α περ πτωση δεν φτι χτηκαν για να γεμ ζουν με τραπεζ κια «επιτηδευματι ν», βωμο ς στον γκουρμεδι ρικο καφ με τα παρ ξενα ον ματα και τις φιοριτο ρες, που ο τε σχ ση εξ αγχιστε ας δεν χει με την καφε=νη. Και σ γουρα, δεν ε χαν ως στ χο να φιλοξενο ν – Ω, μην με κοιτ ς τσι: χεις π ει στο Μοναστηρ κι, στην Ομ νοια, στο Σ νταγμα, στα Εξ ρχεια, ξ ρεις τι εννο . Γουρλ νεις τα μ τια σου... Νι θω τη χρηστομ θεια να ρχεται και φευγαλ α αναρωτι μαι τι ε δους θα ε ναι, αριστερ στικη, αναρχο-αυτ νομη, αγανακτισμ νη, θεολογικ («ελε θερη βο ληση και επιλογ ») , το χειρ τερο, ανθρωπιστικ (« λοι νθρωποι ε μαστε»); Μετ συνειδητοποι τι δεν με ενδιαφ ρει, γιατ δεν θα σε αφ σω να μου αλλ ξεις θ μα. Εγ θ λω να σου πω για τις πλατε ες. Βλ πεις, εμε ς δεν ξ ρουμε απ πλατε ες, γι’ αυτ , ταν χτ ζουμε καινο ργιες επεμβα νουμε στις παλι ς, τα κ νουμε σκ- ουπς, ρχισα τα γαλλικ π λι. Οι παλιο κ τι ξεραν απ πλατε ες. Οι αρχα οι; Μανο λες. Ηξεραν τι καναν, πο τις χτιζαν και π ς – γιατ , βλ πεις, οι πλατε ες ε ναι κ μβοι, ε ναι σταυροδρ μια που συναντιο νται οι νθρωποι, ναι, αλλ χι μ νο. Στις πλατε ες, τις σωστ ς πλατε ες, ο χρ νος διπλ νει και δαγκ νει την ουρ του, το «εδ » συναντ το «εκε ». Τι εννο ; Φοβ μαι τι αυτ θα κ νεις τον κ πο να το αποφασ σεις εσ , αφο σου διηγηθ σα ε δα και σα κουσα. Ενα βρ δυ –πρ πει να ’τανε φθιν πωρο– ξ πνησα απ να παρ ξενο νειρο. Ηταν, λ ει, η ιστορ α του π ς οι νθρωποι απ κτησαν τη θεϊκ γν ση – χι τρομερ πρωτ τυπο, το ξ ρω– και με τη γν ση αυτ χτισαν την Πρ τη Π λη την Π λη γενικ τερα, να κατ λευκο πλ σμα που μοιαζε με τερ στια γυνα κα και εξ ρισαν απ αυτ ν τον μοναδικ αν μεσ τους που γν ριζε το κρυφ , Αληθιν της Ονομα. Εκε νος, λοιπ ν, ο Φαμπο λΣα, π γε να με νει μαζ με τα θερι και τα κρυμμ να πλ σματα του Κ σμου, μαθε τη

11


λαλι και τις ιστορ ες τους και γινε ο Πρ τος Παραμυθ ς. Οι νθρωποι τ ρα, πως το συνηθ ζουν, ρχισαν να σκοτ νονται μεταξ τους και ο Θ νατος ε χε τ ση δουλει , που ξ χασε τελε ως τον Φαμπο λ-Σα, ο οπο ος κατ ληξε να χει μια αφ σικα μεγ λη ζω . Κ ποτε, ταν οι νθρωποι ε χαν κουραστε πια να σκοτ νονται και ε χαν παραμελ σει την Π λη σε βαθμ να γ νει αρρωστημ να γκρ ζα και βρ μικη, ο Φαμπο λ-Σα επιθ μησε να επιστρ ψει κοντ τους και να μοιραστε τις ιστορ ες που ε χε μ θει. Π γε λοιπ ν και στ θηκε π νω απ το μ ρος που βρισκ ταν η καρδι της Π λης και τους περ μενε να ρθουν, μα εκε νοι τον φοβο νταν, δι τι στα αμ τρητα χρ νια απ την εξορ α του ε χε αποκτ σει μια τρομ δη, θρυλικ υπ σταση. Οπως συμβα νει συν θως, τελικ τον πλησ ασαν τα παιδι και οι ιστορ ες του μ γεψαν τα μ τια, τ’ αυτι και τις καρδι ς τους. Τ τε ο φ βος των ενηλ κων γινε μ σος – ρμηξαν και τον ξυλοκ πησαν και τ τε ο Θ νατος τον θυμ θηκε. Εδωσαν τα χ ρια σαν παλιο φ λοι και ο Φαμπο λ-Σα π θανε. Η Π λη εξοργ στηκε και τους ε πε τι δεν θα βρισκαν πια παρηγορι κοντ της, παρ μ νο αν μαζε ονταν κ θε αυγ και κ θε δ ση στο μ ρος π νω απ την καρδι της – ταν θα βαφε τα μαλλι της κ κκινα για τους θυμ ζει το γκλημ τους– και αφηγο νταν τις ιστορ ες του Φαμπο λ-Σα. Τ τε το κορ τσι που τον ε χε κλ ψει περισσ τερο σηκ θηκε και ρχισε να αφηγε ται τη μ νη ιστορ α που δεν ε χε πει ο Πρ τος Παραμυθ ς – τη δικ του. Ξ πνησα με μια γλυκι μελαγχολ α και η πρ τη μου σκ ψη ταν τι το υποσυνε δητ μου ε χε συνθ σει αυτ το νειρο απ κ τι που ε χα δει ε χα ακο σει. Η μ λλον πεζ –δεδομ νων των περιστ σεων– αναζ τησ μου στο ντερνετ εμφ νισε δι φορα πολυχρησιμοποιημ να και αναμασημ να της εβραιοχριστιανικ ς μυθολογ ας, αλλ ο τε Φαμπο λ-Σα ο τε παραμ θια με ζωνταν ς π λεις. Κο ταξα το ρολ ι του υπολογιστ : λ γο μετ τα μεσ νυχτα. Ενιωσα την αν γκη να κ νω μια β λτα και αποφ σισα να πεταχτ με τα π δια μ χρι το π ρκο της πλατε ας Δροσοπο λου, στη Φιλοθ η. Η πλατε α μοι ζει περισσ τερο με μεγ λο κ πο, ε ναι γεμ τη ευκαλ πτους και πικροδ φνες και τα τρ α σημε α που ορ ζουν τον κ κλο της χουν να θεριν σινεμ , μια παιδικ χαρ κι να σιντριβ νι, φυτεμ νο λες σε να καταπρ σινο χαλ , τουλ χιστον εκε νη την εποχ , που οι βροχ ς κ νουν ακατ λληλα τα παγκ κια για τους χαριεντισμο ς των προσωριν ερωτευμ νων. Το π ρκο κ βεται στα δ ο απ να ρ μα, με τα νερ του ευτυχ ς φουσκωμ να, στε να παρασ ρεται η πηχτ πρ σινη μο ργα που το καλ πτει το καλοκα ρι. Οι δ ο πλευρ ς εν νονται με να ξ λινο γεφυρ κι. Τα βατρ χια και οι φρ νοι κ αζαν. Καθ ς πλησ ασα το γεφυρ κι, ε δα κ ποιον να στ κεται εκε , με σκυμμ νο κεφ λι, κρατ ντας κ τι στα χ ρια του και μουρμουρ ζοντας. Μου φ νηκε γν ριμος. Πλησ ασα. Ηταν χλομ ς, με μα ρους κ κλους κ τω απ τα μ τια και να φος αξιοθρ νητο. Στο να

12


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

του χ ρι κρατο σε να χαρτ κι, στο λλο μια κιμωλ α. Π γωσα – η σκην αυτ κ τι μου θ μιζε. Κο ταξα στη ζ νη του και εκε ε δα κρεμασμ νο να παλι ξ λινο σφυρ , απ’ αυτ που τα ’λεγε η γιαγι μου «κ πανους». Τ τε τον θυμ θηκα: ταν νας πιτσιρικ ς ε κοσι, ε κοσι-κ τι χρ νων, που ε χε ερωτευτε παρ φορα μια ομορφο λα, καρδη και ψε τρα. Αυτ ς ε χε τρελαθε μαζ της –κυριολεκτικ , τον ε χα δει πολλ ς φορ ς να τρ χει μες στη ν χτα σαν κυνηγημ νος, να κ θεται και να μιλ ει στους ευκαλ πτους και να μουρμουρ ει μ νος του κ τι ακατ ληπτα– και εκε νη τον σερνε με απ λαυση απ τη μ τη. Συνηθισμ νη περ πτωση: τον θελε στην αυλ της, μα χι στο κρεβ τι της. Μα ε χαν περ σει επτ -οκτ χρ νια απ τ τε, τι κανε π λι εκε ; Σκ φτηκα να του μιλ σω, αν και πρ πει να ομολογ σω τι βασικ μου κ νητρο ταν η περι ργεια. Εφτασα ακριβ ς δ πλα του. Εκε νος φησε να π ρει ο α ρας το χαρτ κι και γ ρισε να με κοιτ ξει: ταν διος και απαρ λλαχτος, σαν να μην ε χε περ σει ο τε μ ρα απ την πρ τη φορ που τον ε δα. Ξεκ νησα να του λ ω κ τι, μα εκε νος απλ χαμογ λασε θλιμμ να και ρχισε να ξεθωρι ζει μπροστ στα μ τια μου! Κο ταξα το μ ρος που στεκ ταν –ν μιζα τι στεκ ταν;– και ε δα δυο ομ κεντρους κ κλους με κιμωλ α, γεμ τους παρ ξενα σ μβολα, να ξεθωρι ζουν πως κι εκε νος. Γον τισα μηχανικ και στη στεν σχισμ αν μεσα στα σαν δια και το σκελετ της γ φυρας βρ κα μια ταλαιπωρημ νη κιμωλ α. Σκ φτηκα τι πρ πει να με ε χε πειρ ξει ο καθαρ ς α ρας, η απ τομη εισρο οξυγ νου στον εγκ φαλ μου, σε συνδυασμ με το παρ ξενο νειρο, κανε τον οπτικ μου φλοι να βλ πει τρ λες. Χρειαζ μουν επειγ ντως μια γερ τζο ρα απ τη μ λυνση του Κ ντρου. Η παλι μου β λτα –Εξ ρχεια-Ομ νοια-Μοναστηρ κι-Σ νταγμα– με μια στ ση σ’ εκε νη την ιρλανδικ παμπ στη Θησ ως θα ταν ,τι πρεπε. Η ρα κ ντευε μ α μετ τα μεσ νυχτα. Βγ κα με τα π δια στην Κηφισ ας. Γ ρω στη μι μιση αποβιβαζ μουν απ το ταξ στην πλατε α Εξαρχε ων. Ξεφρ γκιασμα. Τα μαγαζι γεμ τα κ σμο – για ποτ , μεταμεσον χτια επικλιν κρ πα αρμ νικο σουβλ κι. Οι κο νιες της πλατε ας φιλοξενο σαν εφ βους με παρδαλ περ τεχνα μπλεγμ να μαλλι ( και τα δ ο), παρ ες στριμ χνονταν στα παγκ κια και νθρωποι απ την εξωτικ Αφρικ προσπαθο σαν να πουλ σουν κ τι που το γρ γορο ντερνετ κατ στησε κοινοτοπ α: αντιγραμμ νες ταιν ες και CD. Αν μεσα στο σχετικ υγι ς πλ θος, βλ πεις και απομειν ρια των παλι ν θαμ νων, αυτ ν που στοιχει νουν με κεν μ τια την π λη τις ρες του λυκ φωτος. Στρ βοντας στη Σολωμο , στο καφ -μπαρ απ ναντι απ το κατ στημα κ μικς, ε δα να σμ ρι ανθρ πων με παρ ξενες, ευφ νταστες ευφ νταστα κακ τεχνες φορεσι ς να φωτογραφ ζονται, να μιλ νε με ενθουσιασμ , να στριγκλ ζουν. Για μια στιγμ φοβ θηκα τι ε χα χ σει τελε ως τα λογικ μου, μ χρι που στα αυτι μου φτασε η μουσικ και ησ χασα: ταν να απ αυτ τα γιαπων ζικα π ρτι.

13


Επειτα απ μια σειρ ζιγκ-ζαγκ, βρ θηκα στην Πατησ ων και την ακολο θησα μ χρι την Ομ νοια. Δεν θα χασομερο σα εκε : μπορε τα Εξ ρχεια πλ ον να χουν να πιο ευαγ ς πρ σωπο, ελ ω μιας φρικτ ς θυσ ας, αλλ η κοπ λα που αγ ραζε ναρκωτικ στη Δ ρου ταν απ δειξη τι η καρδι της π λης εξακολουθο σε να ε ναι ρρωστη. Αθελ μου φερα π λι στο νου το νειρο και για μια στιγμ μο φ νηκε σαν η κοπ λα να ξεθ ριασε, πως ο νεαρ ς στη Δροσοπο λου. Ανηφορ ζοντας την Αθην ς, π ρασα απ την πλατε α Κοτζι και, για κ ποιον ανεξ γητο λ γο, το νστικτο αυτοσυντ ρησης κανε τα στραβ μ τια και με φησε να περ σω π σω απ το παλι δημαρχε ο. Απ την Ικτ νου φταναν στα αυτι μου φων ς που θ μιζαν φυλετικ σ ναξη, φων ς γυναικε ες, ακαταν ητες συνομιλ ες, αλαλαγμο και τσιρ δες. Μια νεαρ μα ρη π ρνη τρεξε προς το μ ρος μου, λ νοντας ταυτ χρονα το φωσφοριζ της μπουστ κι – τα στητ της στ θη, σαν απ σκο ρο μα νι, απελευθερ θηκαν απ την υποψ α υφ σματος και με κο ταξε ναζι ρικα. Δεν μπορε να ε ναι π νω απ 16-17 χρ νων. Ο νταβατζ ς της με κο ταξε ανυπ μονα. Κο νησα αρνητικ το κεφ λι μου, χαμογελ ντας της απολογητικ . Εστριψε να φ γει, ρ χνοντ ς μου μια τελευτα α ματι και για μια στιγμ το μυαλ μου την ε δε τελε ως διαφορετικ : γυμν , βαμμ νη με τα χρ ματα της φυλ ς της, φορ ντας χειροπο ητα κοσμ ματα απ οστ και κοχ λια, με τον αφρικανικ λιο να λ μπει στους βολβο ς των ματι ν της. Ετριψα τη μο ρη μου και προχ ρησα προς το Μοναστηρ κι. Αφο τ νωσα αρκο ντως την ιρλανδικ και βελγικ ζυθοποι α –πρ πει να ’ταν πια τρεις-τρεισ μισι το πρω – και μη χοντας βρει εξηγ σεις στον π το των ποτηρι ν για αυτ που βλεπα, αποφ σισα να αν βω την Ερμο προς το Σ νταγμα, για να χαρατσωθ το ταξ δι της επιστροφ ς. Φτ νοντας στα φαστφουντ δικα, ε χα καθαρ θ α στην πλατε α και το συνοικισμ των Αγανακτισμ νων. Φαιν ταν να επικρατε μια σχετικ ηρεμ α, προφαν ς η αν παυλα πριν απ την επ μενη μ ρα της μ χης με την καθημεριν τητα. Μ νες τ ρα βρ σκονταν εκε και απ προσωριν κ νημα λαϊκ ς αντ δρασης ε χαν γ νει κ τι λλο. Ε χα να π ω εκε απ την νοιξη του 2011. Π ρασα απ ναντι. Αν μεσα στα σ ντριμμα της πλατε ας και τα αντ σκηνα, υπ ρχαν αναμμ νες αυτοσχ διες φωτι ς, γ ρω απ τις οπο ες πιναν καφ , τσ ι αλκο λ για να δι ξουν την υγρασ α και συζητο σαν. Πλησ ασα τη φωτι που ταν μαζεμ νοι οι περισσ τεροι, γ ρω απ ναν αναμαλλιασμ νο νδρα με φουντωτ , κοκκινωπ μο σι. Με μια ματι αναγνωρ σαμε ο νας τον λλο και μεινα να τον κοιτ ω αποσβολωμ νος. «Κ ντε τ ρα ησυχ α», ε πε, «γιατ αυτ ε ναι η ιστορ α του Φαμπο λ-Σα, του Πρ του Παραμυθ ». Κ θισα κι εγ ν’ ακο σω. Ο χρ νος δ γκωσε την ουρ του και δεν ξερα ποιος απ’ τους δυο μας ταν «εδ » και ποιος «εκε ».

14


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Υπό σκιάν... ΤΗΣ

ΔΑΦΝΗΣ ΣΕΡΠΑΝΟΥ

Κ ποιες πλατε ες ε ναι μεγ λες, κ ποιες πολ βουες, λλες δειες. Κ ποιες θυμο νται τα παλι και σ’ λλες τρ χουνε παιδι . Κ ποιες επαναστατο ν και σε λλες φιλ συχα οι μ ρες κυλο ν. Κ ποιες χουνε παρτ ρια και σ’ λλες κουτσουλο ν τα περιστ ρια. Κ πως τσι και στην ακ λουθη πλατε α ξεδιπλ νεται η πιο κ τω ιστορ α. Δ πλα στο περ πτερο υπ ρχει να ελε θερο παγκ κι υπ σκι ν. Το δε χνω στη Ν ντια και κατευθυν μαστε προς τα εκε . Λ γω της υψηλ ς θερμοκρασ ας δεν κυκλοφορε ακ μα πολ ς κ σμος. Απ συν θεια πλησι ζουμε με β μα ταχ για να το πι σουμε. Οι πιστο θαμ νες της πλατε ας, οι ηλικιωμ νοι που καθημεριν βγα νουν την εσπεριν τους β λτα και τα πιτσιρ κια της γειτονι ς που ρχονται να πα ξουν, θα περιμ νουν πρ τα να π σει ο λιος για να κ νουν την εμφ νισ τους. Αρ ζουμε πως πως να χαλαρ σουμε, εν μοιραζ μαστε τις τελευτα ες γουλι ς απ το μπουκαλ κι με το νερ . «Μεθα ριο φε γω για το εξοχικ . Μ λλον θα κ τσω καιρ . Να κ νω και καν να μπ νιο. Λ ω να γυρ σω μαζ με τους γονε ς μου τ λη του μ να. Εμαθα τι χουν κατ βει και τα ξαδ ρφια μου, οπ τε θα χω παρ α. Εσ τι θα κ νεις τελικ ; Π τε θα πας να τον βρεις να του μιλ σεις;» ρωτ ω. «Δεν ξ ρω ακ μα. Πρ πει να το σκεφτ ... Θα δω αν θα π ω τελικ », κομπι ζει αποφε γοντας να με κοιτ ξει. Το φος και η απ ντησ της μου πυροδοτο ν αισθ ματα εκνευρισμο . «Με δουλε εις; Τι λλο να σκεφτε ς πια; Το αναλ σαμε σο δεν π ει λλο. Περπατ σαμε απ Παγκρ τι, Β ρωνα, απ εκε Υμηττ , Βουλιαγμ νη και ξαν π σω και εσ μου λες τι δεν χεις αποφασ σει ακ μα! Και τι να αποφασ σεις δηλαδ ; Το θ μα δεν θ λει ιδια τερη σκ ψη. Μιλ ει απ μ νο του. Το χεις δη κουρ σει πολ . Π ρα πολ !» της λ ω με ντονα επικριτικ τ νο, αγανακτισμ νη που δεν π ρα την απ ντηση που θελα να ακο σω. «Θα περιμ νω πρ τα να τελει σει το καλοκα ρι αν ε ναι και θα δω τ τε...» ψελλ ζει με δι θεση να κ ψει τη συζ τηση. Μην μπορ ντας να ελ γξω το θυμ μου, κ νω γκριμ τσα και κουν ω ειρωνικ το κεφ λι μου π νω κ τω. «Κ νε ,τι νομ ζεις. Να ξ ρεις π ντως τι το καθυστερε ς χωρ ς λ γο. Τζ μπα το γχος! Χαρ μι το κ ψιμο τ σων πολ τιμων εγκεφαλικ ν κυττ ρων! Λες και χεις και πολλ !» ανταπαντ . Σταματ με να μιλ με. Γυρν ω το κεφ λι μου προς την πλατε α, που αρχ ζει να γεμ ζει. Θυμ νω ταν οι κολλητ ς μου ζητ νε τη συμβουλ μου και μετ κ νουν του κεφαλιο τους. Π ντα κ νουν του κεφαλιο τους. Μα γιατ δεν λ νε να με ακο σουν ποτ ; Γιατ να σπαταλ με μ ταια τ σο απ το χρ νο μας αναλ οντας γεγον τα και καταστ σεις; Ε ναι θλιβερ ! Π σο καιρ απ τη ζω μας χ νουμε δειλι ζοντας, κρυφοκοιτ ντας απ τη γων α δ χως να προχωρ με; Μ νουμε κολλημ νοι απ φ βο στα δια, εν ξ ρουμε τι δεν πρ κειται να αλλ ξει τ ποτα στο μ λλον. Για μια στιγμ την παρατηρ . Ετσι πως κ θεται σκεπτικ κοιτ ντας

15


τα παπο τσια της, μετανι νω για το ξ σπασμ μου. Δεν ε ναι τι δεν καταλαβα νω π ς νι θει. Ε ναι που θυμ νω με αυτ που νι θει. Δεν μπορ να τη βοηθ σω. Μ νο αυτ μπορε να βγει απ το αδι ξοδο που δημιο ργησε το μυαλ της. Ας κ νει πως νι θει καλ τερα. Μια φορ εγ τη γν μη μου την ε πα και με το παραπ νω. Κουρ στηκα να τη βλ πω προβληματισμ νη. Αλλ ζω θ μα για να αλλ ξει και η δι θεσ μας. «Ξαναμ λησες με τη Μαρι ννα; Τελικ τι γινε με εκε νο τον τ πο;» Η ερ τησ μου την ανακουφ ζει. «Α! Δεν σου ε πα; Ακου να γελ σεις!» ξεκιν ει και μου διηγε ται ενθουσιασμ νη κ τι που δεν χει σχ ση με τα δικ της. Η ιστορ α της Μαρι ννας λ γο με ενδιαφ ρει. Στα πρ τα λεπτ βαρι μαι. Δεν μπορ να την παρακολουθ σω ακο γοντας κ θε λεπτομ ρεια. Το μυαλ μου πετ ει, κ νοντας παρ α στα περιστ ρια που πηγαινο ρχονται. Και ο λιος σιγ σιγ χ νεται. Επιτ λους να δροσερ αερ κι φυσ ει. Κ νει τα μαλλι μας να κουνιο νται και παρασ ρει μικρ ς σταγ νες νερο απ το παρακε μενο σιντριβ νι. Μερικ ς π φτουν π νω στο πρ σωπ μου. Για μια μ νο στιγμ με δροσ ζουν. Με συγκεντρ νουν ξαν στο παρ ν. Βλ πω δυο γιαγι δες να πλησι ζουν μισοκουτσα νοντας προς το διπλαν παγκ κι. Αν και δεν λ με κ ποια σοκαριστικ λεπτομ ρεια απ τα ερωτικ της Μαρι ννας, η Ν ντια ενστικτωδ ς χαμηλ νει τον τ νο της φων ς της. Συνεχ ζω να προσποιο μαι τι την ακο ω, εν τις παρακολουθ . Η δικ τους κουβ ντα χει αν ψει για τα καλ . Αυτ ς μιλο ν φωναχτ . Η οικει τητα που χουν και ο τρ πος με τον οπο ο η μ α συμπληρ νει τη φρ ση της λλης τις κ νει να μοι ζουν φ λες απ παλι . Κοιτ ζω πιο εξονυχιστικ τα γερασμ να πρ σωπ τους. Η ομοι τητα σε μερικ χαρακτηριστικ τους μαρτυρ ει τι πρ πει να ε ναι αδερφ ς. Ξαφνικ η πιο αδ νατη κοιτ ζει το ρολ ι της. Βγ ζει απ να μικρ π νινο τσαντ κι να κουτ χ πια και καταπ νει βιαστικ να. Κ τι λ νε και προσπαθ να στ σω αφτ . Κλασικ , γκρινι ζουν για την υγε α τους. Για το ΙΚΑ, τα ραντεβο , την ουρ , για τα προβλ ματα που χουν και τους π νους που δεν μπορε να γιατρ ψει καν να φ ρμακο. «Δεν θ λω να γερ σω», μου λ ει η Ν ντια. «Ρωτ ς καν ναν αν θ λει; Νομ ζεις τι αυτ ς ε χαν επιλογ και ε παν να το διαλ ξουν για να δουν πως ε ναι;» Χτυπ ει το κινητ μου. Κανον ζω βραδιν ξοδο και μετ δ νω το τηλ φωνο στη Ν ντια που μου το ζητ ει επ μονα για να μιλ σει. Το βλ μμα μου π φτει στο διπλαν παγκ κι. Αδειο. Πεσμ νο απ κ τω του να μα ρο μπαστουν κι. Μ χρι να αναρωτηθ πο εξαφαν στηκαν οι γιαγι δες, τις βλ πω να διασχ ζουν καμαρωτ ς καμαρωτ ς την πλατε α με σταθερ βηματισμ . Αρπ ζω τη μαγκουρ τσα και τρ χω να τις προλ βω. Πλησι ζω και ακουμπ ω τη μ α ευγενικ στην πλ τη. Με κοιτ ει πλημμυρισμ νη ευγνωμοσ νη. «Σ’ ευχαριστ , παιδ μου, να ε σαι π ντα καλ ! Δεν θα τα κατ φερνα χωρ ς αυτ », με διαβεβαι νει κοιτ ντας με βαθι στα μ τια. Απλ νει το χ ρι της, την πα ρνει και αρχ ζει να περπατ ει κουτσα νοντας. Καθ ς οι μικροσκοπικ ς φιγο ρες τους χ νονται, μ νω με το στ μα ανοιχτ . Πρ τα πε θεται το μυαλ πως γ ρασε και μετ πον ει το σ μα... Και μ χρι να πιστ ψεις τι το καλοκα ρι φτασε, πρ πει να χων ψεις τι σε λ γο θα τελει σει...

16


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Το κέντρο του κόσμου ΤOY

ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Ε ναι δ σκολο να εξηγηθε τι κ ποτε το κ ντρο του κ σμου βρισκ ταν παντο κι τι τ ρα λα τα μ ρη βρ σκονται χιλι δες χιλι μετρα μακρι απ το κ ντρο του κ σμου. Χρ στος Βακαλ πουλος, «Η γραμμ του ορ ζοντος»

Η πλατε α μου ε ναι νας κ κλος που τετραγων στηκε. Τ λη του 1980 με αρχ ς του 1990, ταν νας κ κλος. Κ θε χρ νο, απ’ το Μ ιο μ χρι τον Οκτ βριο ζο σε μεγαλει δεις ποδοσφαιρικ ς στιγμ ς. Πρ τα στο δρ μο, στην σφαλτο μπροστ στο νηπιαγωγε ο. Για τ ρματα π τρες και μπλουζ κια που εμπ διζαν την κυκλοφορ α και ευ λικτους κανονισμο ς που, ας πο με, επ τρεπαν την κλασικ ντρ πλα-σπ ντα με τα παρκαρισμ να αυτοκ νητα. Κ τι γε τονες φ ναζαν απ κ ποιο μπαλκ νι. Εμε ς απαντο σαμε μ νο στο «Πο το ε δες το φ ουλ;». Τα υπ λοιπα περ σσευαν δεν ε χαν χο. Αργ τερα, τα αυτοσχ δια διπλ μετατρ πηκαν σε μουντι λ-πεναλτ κια και μεταφ ρθηκαν εντ ς της πλατε ας, π νω στο γκαζ ν. Το τ ρμα σχημ τιζαν δ ο φο νικες. Εκε λ θηκαν μια για π ντα ορισμ να ζητ ματα κ ποιας ιδια τερης βαρ τητας. Για παρ δειγμα, καταλ βαμε λοι ποια ε ναι η σημασ α του να αγαπ ς τις ντρ πλες, αλλ να δηλ νεις τι υποστηρ ζεις Αργεντιν και χι Βραζιλ α. Επ σης αντιληφθ καμε τι το να ε σαι Ολλανδ α ε ναι προτ μηση αποκλειστικ ς απασχ λησης. Δεν θα ε σαι ποτ και κ τι λλο. *** Αρχ ς 1990, η πλατε α μου ταν νας κ κλος. Τα κορ τσια κ θονταν σε παγκ κια και παρακολουθο σαν τα πεναλτ κια. Ανακαλ ψαμε τσι ξαφνικ τι ωρα ο το παιχν δι,

17


αλλ υπ ρχει και κ πελλο. Εκε , στον π το του κυπ λλου, ανακατεμ νη με σαμπ νια και πυροτεχν ματα, βρισκ ταν η Κ. Οσο θελε, μουν δ σκολος, απασχολημ νος με τον Χ τζι, τη Ρουμαν α και το κυνηγητ στα πλακ κια. Οταν δεν θελε πια, το ποδ σφαιρο εξαφαν στηκε, διαλ θηκε, καταργ θηκε μ σα σε μερικ δευτερ λεπτα. Το πρ το σημαντικ φιλ , με γλ σσα και απ’ λα, το χασα εξαιτ ας του Χ τζι και εν ς φ λου, του διου που ε χε αποφασ σει τι θα ε ναι πιστ ς μ νο στην Ολλανδ α. Η πλατε α μως ε ναι νας κ κλος και αρκετ χρ νια αργ τερα, σε να παν θλιο μπαρ, ε δα ξαν την Κ. π σω απ’ την μπ ρα. Ο dj παιζε να ατ λειωτο, επαναλαμβαν μενο, ιδρωμ νο μπιτ και η Κ. σ ρβιρε το να υποβρ χιο μετ το λλο. Ηταν μια σχεδ ν πικρ στιγμ , για σους μπορο σαν να νι σουν ταυτ χρονα στον ουραν σκο την μπ ρα, το Jack και το χρ νο τον διο αυτοπροσ πως. Το βρ δυ μοιαζε με μια κυνικ επ θεση στο γκαζ ν της στρογγυλ ς πλατε ας των αρχ ν του 1990, γιατ , ας ε μαστε ειλικρινε ς, παρ λο που μιλο σαμε για λα σα μεσολ βησαν, στην πραγματικ τητα το μ νο που κανα ταν να συντον ζω το βλ μμα μου με το μπιτ και το στ θος της Κ. Ταυτ χρονα, μ θαινα τι ο παλι ς φ λος, αυτ ς που κ ρδισε τ τε το κ πελλο και την Κ., αυτ ς που ταν πιστ ς στην Ολλανδ α, αυτ ς ακριβ ς λοιπ ν, παρ τησε το Παιδαγωγικ στο δε τερο τος, δωσε ξαν Πανελλ νιες και τ ρα ε ναι μπ τσος. «Μπ τσος, ρε, το φαντ ζεσαι;» μου ε πε η Κ. *** Αρχ ς 1990, η πλατε α μου ταν κ κλος. Πα ρναμε το κασετ φωνο απ’ το σπ τι του Μ., πα ρναμε μπαταρ ες απ’ το περ πτερο και ακο γαμε μουσικ στο σημε ο που αποκαλο σαμε «κ τω πλατε α». Ημαστε μικρο , μας ρεσε ο Βασ λης Παπακωνσταντ νου. Ντρ πομαι που το αναφ ρω, αλλ προς υπερ σπισ μας μας ρεσαν και οι Τρ πες και, λλωστε, τα μικρ υπα θρια π ρτι π ντα τελε ωναν με Αντ δραση αργ τερα Green Day. Κ ποτε, ταν γ ρω στις δ δεκα η «Ιαχωβο » ο φ λακας της πλατε ας (ε χαμε και τ τοιον) κ ποιος λλος διαμαρτυρ ταν για τη φασαρ α, μετακομ ζαμε στο σπ τι του Μ. Εκε χορε αμε και ιδρ ναμε και μ λιστα χωρ ς αλκο λ (αν μπορε ς, κ ν’ το τσι και τ ρα) π νω στο μωσαϊκ . Εκε , αγ πησα το μωσαϊκ . Δεν το ε χα καταλ βει ποτ , μ χρι που πολλ χρ νια αργ τερα βρ θηκα σε να σπ τι στα Εξ ρχεια και ε δα το μωσαϊκ της κουζ νας. Αν δεν υπ ρχε στην παρ α να ωρα ο και πολλ υποσχ μενο κορ τσι, μπορε και να καθ μουν σε μια καρ κλα της κουζ νας λη ν χτα και απλ να κ πνιζα. Να κ πνιζα ασταμ τητα Winston και Lucky Strike και Camel μαλακ και να κο ταζα απλ το μωσαϊκ ξεφυσ ντας καπν και χρ νια. Δεν μιλ ω εδ για μια γλυκι νοσταλγ α, για ναν υγι αναστοχασμ για παιδικ ς αναμν σεις. Μιλ ω για τον Μ. με μαλλ μοϊκ να, μερικ χαμ να δ ντια και τα μ γουλα ρουφηγμ να μ σα. Μιλ ω για τον Μ., που απ’ το μωσαϊκ και τα πεναλτ κια στη στρογγυλ

18


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

πλατε α, τον ε δα, ν χτα, δ ο δρ μους απ’ την πλατε α Ομονο ας να τρεκλ ζει προς κ ποια γνωστη κατε θυνση. Ο Μ. βαζε το κασετ φωνο, ο Μ. ταν ο κ ριος εμπνευστ ς του Αργεντιν και χι Βραζιλ α, ο Μ. ταν ο πρ τος που νοιξε την π ρτα της στρογγυλ ς πλατε ας, εκε στο δε τερο μισ της δεκαετ ας του ’90 και φυγε. Ο Μ. απ νουμερ κι στα πεναλτ κια, πρεζ κι στο κ ντρο της Αθ νας. *** Μ σα της δεκαετ ας του ’90, η πλατε α μου ταν στρογγυλ και το ταμε ο κοιν . Συναντι μασταν με την μπ λα χωρ ς αυτ ν και το πρ το πρ γμα που κ ναμε ταν να εν σουμε τα κ ρματα που μας ε χαν δ σει οι γονε ς. Κ θε μ ρα κοιν ταμε ο. Στο τ λος της μπ λας του οτιδ ποτε λλου, δ ο θα π γαιναν στο σουβλατζ δικο απ ναντι απ’ την πλατε α. Το σουβλατζ δικο λεγ ταν «Τα Δ ο Αδ λφια» και κ θε πλατε α της Αθ νας ε χε κι απ να τ τοιο. Δ ο κουβαλητ ς, με τα κοιν λεφτ στο χ ρι, ψ νιζαν για λους σουβλ κια, κ κα κ λες, πατ τες και π τες κομμ νες. Οταν τα λεφτ ταν λ γα, παιρναν μ νο π τες κομμ νες. Κανε ς ποτ δεν αναρωτ θηκε ποιος β ζει τα περισσ τερα, γιατ , π σα ακριβ ς ε ναι τα ρ στα, αν υπ ρχουν οτιδ ποτε παρ μοιο. Ημαστε 12, 15, 13 χρ νων και, αν δεν τρ γαμε μαζ , καλ τερα να μην τρ γαμε καθ λου. Ημαστε σχεδ ν λα τα παιδι της γειτονι ς και ε χαμε μ νο μ α τσ πη. Οσα οι γονε ς βγαζαν αλληλοσκοτων μενοι στις π στες της αγορ ς, τα αγι ζαμε στο κοιν ταμε ο και τα τρ γαμε υπ τη μορφ κομμ νης π τας. Στο στομ χι μας κατ ληγε μ νο η κοιν π στη, η κοιν πε να, η κοιν απ ντησ της. Το στομ χι μας, εκε γ ρω στις εννι το βρ δυ, κ θε μ ρα, δεν ταν πολλ διαφορετικ ργανα σε πολλ διαφορετικ σ ματα. Δεν ε χαμε στομ χι, μ νο μια κοιν κομμ νη π τα. *** Η πλατε α μου, τ λη του 1980 με αρχ ς του 1990, ταν νας κ κλος. Ε χε μερικο ς φο νικες, κ ποιες λε κες, χ μα και γκαζ ν, λ γες κο νιες και πολλ παγκ κια. Ε χε να φ λακα, που σκο πιζε και π τιζε και μας κυνηγο σε, π τε επειδ ε χαμε κ νει κ τι, π τε τσι για το καλ . Γ ρω γ ρω μεναν να σωρ νθρωποι και κυρ ως οι γονε ς μας, που λο εφε ρισκαν λ γους να βγα νουν στα μπαλκ νια και στις εξ πορτες και να μας φων ζουν να γυρ σουμε μ σα. Γ ρω γ ρω ε χε μονοκατοικ ες και μερικ δι ροφα. Η πλατε α μου, το 2011, ε ναι πια τετρ γωνη. Δεν χει καθ λου χ μα, χει λιγ τερο γκαζ ν, περισσ τερα πλακ κια και δυο-τρ α περ εργα σιντριβ νια. Το σουβλατζ δικο «Τα Δ ο Αδ λφια» κλεισε π ρσι. Το καφενε ο που υπ ρχε υπολειτουργε , υπ ρχει μως μια καφετ ρια με καναπ δες και μαξιλ ρια και προτζ κτορα για τους

19


αγ νες. Ακ μη χειρ τερα, οι μονοκατοικ ες ε ναι πια ελ χιστες και υπ ρχουν τουλ χιστον τ σσερις επτα ροφες πολυκατοικ ες. Ακ μη πιο χειρ τερα, χουν πεθ νει λοι οι εκνευριστικο και συμπαθητικο γ ροι που μας βλεπαν να πα ζουμε μπ λα. Για την ακρ βεια, ο θ νατος χει περικυκλ σει την πλατε α με τ τοιο τρ πο, στε αυτο που χτυπ ει πια να μην ε ναι γ ροι , τ λος π ντων, να ε ναι οι ν οι του τ τε, του κ ποτε, ταν η πλατε α ταν στρογγυλ . Μιλ ω για τις αρχ ς του 1990 και λ ω τι σοι ταν νεαρο γονε ς και αν παντροι 30 ρηδες στις αρχ ς του 1990 δεν μπορο ν παρ να ε ναι π ντα τ τοιοι. Η πλατε α μου, το 2011, δεν ε ναι πια πλατε α μου, μ νω αλλο . Οταν φτ νω μως εκε , ταν επιστρ φω στο πατρικ , ξ ρω πολ καλ τι εδ ε ναι να απ’ τα πολλ μ ρη που εξακολουθο ν να ε ναι το κ ντρο του κ σμου. Εδ βλ πω τους σημερινο ς εαυτο ς μας να λ νε να ξεψυχισμ νο «γεια», τις καινο ργιες παρ ες που πα ζουν με μπ λες και λ πτοπ, τους νεαρο ς γονε ς του τ τε κουρασμ νους συνταξιο χους σχεδ ν τ τοιους. Ξαναβλ πω τα δια δοκ ρια-φο νικες να επιμ νουν να παριστ νουν την Ιταλ α του 1990. Ξαναβλ πω τα π ντα, το κοιν ταμε ο, το φιλ της Κ., το πρ σωπο του Μ. πριν απ την πρ ζα, την καρ κλα της γρι ς που καθ ταν απ ναντι. Η ζω δεν πατ ει φρ νο ο τε για να δευτερ λεπτο, περν ει διαρκ ς απ π νω μας. Μια κ λπικη μελαγχολ α ε ναι η συνηθισμ νη αντ δρασ μου στους επτ ορ φους που ορθ νονται πλ ον απ ναντι απ’ το παλι δωμ τι μου. Κ που κ που μως, εκε ακριβ ς που ανο γω την π ρτα του αυτοκιν του, νομ ζω πως ακο ω μια βου απ’ την κρη της –ξαφνικ ξαν – στρογγυλ ς πλατε ας. Ε ναι οι φων ς που χτυπ νε με λη τους τη λ σσα π νω στο μωσαϊκ , περνο ν απ’ το ανοιχτ παρ θυρο και ρχονται να π σουν π νω μου με φ ρα μερικ ν εκατοντ δων χιλιομ τρων.

Οταν ξυπν ω τρομαγμ νος, βλ πω εσ να μια γν ριμη σκι στον ουραν Με πλησι ζεις με λ για ιδρωμ να με νανουρ ζεις, μα εγ κλα ω και σου ζητ Στο δρ μο να με βγ λεις που ανεβα νει για τη δικι σου κοντιν# Αμερικ# Μ’ να κλειδ κι να περ στροφο στην τσ πη θ λω να τρ ξω κατ εκε

20

«Η δικι σου κοντιν Αμερικ » Στ χοι: Γι ννης Αγγελ κας


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Παραδοξότητες ΤΗΣ

ΔΩΡΑΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗ

«Φυσικ και πρ πει να ζ σεις μ νος για να καταλ βεις π ς ε ναι η ζω », αναφ νησα. Επειτα σηκ θηκα και, αναπν οντας να μεγ λο κομμ τι του δυνατο α ρα, πως κανα π ντα μια στιγμ μ σα στη μ ρα που ε χα πολλ ς δουλει ς βαρι μουν να βγω στη βερ ντα μ χρι να δ σει ο λιος και να δω φ λους, συντ νισα το εσωτερικ μου ρολ ι στη ρο και το ρυθμ της μ ρας και του σ μπαντος και π ρα το λεωφορε ο να π ω εκε που δεν μ’ αρ σει να ζω. Z μ λλον εκε που δεν μ’ αρ σει να κοιμ μαι. Σκ φτομαι συχν ταν κατεβα νω στο Κ ντρο πως ε ναι πολ αστε ο να νι θω τι ζω στο κ ντρο του κ σμου. Β βαια, παρατηρ ντας λους αυτο ς τους ανθρ πους στο Κ ντρο, καταλαβα νω πως υπ ρχουν τ σα κ ντρα του κ σμου σα και νθρωποι. Αλλωστε, η καθημεριν τητ μου ε ναι τ σο γεμ τη απ παραδοξ τητες σο δεν ε ναι η ζω μου ολ κληρη. Ανεβα νω τα σκαλι του μετρ στο Σ νταγμα και περπατ ω π ντα το αγαπημ νο μου σημε ο στην Αθ να, τη διαδρομ ως την πλατε α Κορα . Αυτ η διαδρομ ε ναι λη η π λη. Ενας απλ ς καν νας της αρχιτεκτονικ ς ε ναι να ακολουθε ς τη γραμμ των γ ρω κτιρ ων για να χτ σεις κ τι, τσι λοιπ ν και τ σο απλ ακ μα και το Αττικα χει μια κλασικ ψη. Τα απογε ματα γ ρω στις ξι ο λιος π φτει γλυκ ς π νω στη διαδρομ μου και τα κτ ρια, ειδικ αυτ κοιτ ντας απ την πλευρ της Ακαδημ ας και της Βιβλιοθ κης, γ νονται η παλλ μενη φλ βα της Αθ νας. Z σως μ σα στην ηρεμ α τους αυτ θα πρεπε να ταν. Οι φορ ς που κ θισα στο αγαπημ νο μου καφ στην πλατε α Κορα ισο νται με τις φορ ς που φυγα απ το κ ντρο του κ σμου –που μπορε και να ε ναι τελικ κ θε μ ρος που χει θ λασσα– και ρθα στο κ ντρο της Αθ νας. Ηταν οι μ ρες που μπορε και να μην κατ λαβα τι χρει στηκα να αναπνε σω λ γο απ τον ουραν ξω απ το σπ τι μου. Κ θομαι στο μοναδικ μ ρος που μπορε ς να κ τσεις μ νος σου και να μην σε κοιτ ξουν περ εργα στω πολ περ εργα. Π ντα σε αυτ το καφ νι θω πιο καλ ταν κ θομαι μ νη. Ενα απ τα οξ μωρα σχ ματα του εγκεφ λου μου ε ναι να κ νω μι μιση ρα διαδρομ απ την απ λυτη ησυχ α στην πλ ρη οχλαγωγ α, για να διαβ σω

21


το βιβλ ο μου. Μ σα στην α ναη κ νηση της ζω ς των ανθρ πων που τρ νε και π νουν και κ νουν το δι λειμμ τους μ νοι, μπορ να συγκεντρωθ , γιατ μ νο τ τε μπορ να συγκεντρωθ στη δικ μου μοναξι . Αποφ σισα να γρ ψω σε να χαρτ λοιπ ν τι μπορε να φτα ει. Αυτ η πλατε α ε ναι πως θα πρεπε να ε ναι λη η Αθ να, πως και ,τι υπ ρχει γ ρω της ε ναι ,τι θα πρεπε να ε ναι λη η Αθ να. Κ θεσαι εκε και νι θεις φυσιολογικ ς. Αγγ ζοντας τα φτην αγγλικ βιβλ α που αγορ ζω απ δ πλα, παρατηρ την καθαρ τητα του κ σμου γ ρω μου. Ο καθ νας χει φορ σει το λιγ τερο παρ ταιρο ρο χο του, ο καθ νας χει τοποθετ σει στο τραπ ζι του το λ πτοπ του με τα καλ δια στοιχισμ να, το χ ρτινο ποτ ρι π νω σε μια χαρτοπετσ τα, το βιβλ ο με τα στιλ σε ευθε α γραμμ , τα γυαλι ηλ ου κρεμασμ να στην μπλο ζα, αν ταιρι ζουν, αλλι ς δ πλα στο κινητ , το βλ μμα στον εαυτ του. Μια τ λεια παρξη. Z αλλι ς νας τ λειος λ γος παρξης. Ο τε που φαντ ζεσαι πως αυτ η γοητευτικ παρξη μπορε να πετ ει τις μαυρισμ νες κ λτσες της στο π τωμα πριν κοιμηθε , αντ για το καλ θι με τα πλυτα, ο τε πως το σαλ νι της χει εκατομμ ρια πλαστικ ποτ ρια και πι τα και ανοιγμ νες συσκευασ ες πεταμ νες στο π τωμα και στους καναπ δες και στις μοβ πολυθρ νες. Αγ ρασε να Moleskine, γιατ στο GQ γραφε πως, αντ θετα με το απλ τετρ διο τις κ λλες χαρτ , ταν το βγ ζεις σε να επαγγελματικ ραντεβο στο lunch break, “you’ll look pretty important” και αυτ αρκε . Εχουμε δει π ρα πολλ ς ταιν ες για να ξ ρουμε π ς να δε χνουμε. Και κ πως τσι νι θεις πιο καθαρ ς αν μεσα σε αυτ τον κ σμο, πιο φυσιολογικ ς. Πιο μ ρος του κ σμου. Και οι ζητι νοι ακ μα ε ναι πιο εκπαιδευμ νοι. Ο καθ νας με την ταυτ τητα της δικ ς του φυλ ς. Λιγ τερα τα παρ πονα αφο τους αγνο σεις, σως και μηδαμιν . Δεν ζητ νε ποτ τ ποτα σπουδα ο. Προσαρμοσμ νοι στη β ρδι τους, ενν α με δ ο ενν α με ενν α. Μερικ ς φορ ς νομ ζω πως η φων που βγ ζουν ε ναι ηχογραφημ νη σε σιντ που πα ζει μ νιμα στο repeat. «Πειν ω. Πειν ω. Πειν ω. Πειν ω». Απ το πρω ως το βρ δυ στο διο μοτ βο. Κι σο μεγαλ νεις και ζεις μ νος περν ς μ ρες μ νος, τ σο περισσ τερες θεωρ ες ακο ς και δεν μπορε ς να πιστ ψεις τι χει σκεφτε το ανθρ πινο μυαλ και ποιος λ ει ψ ματα και ποιος αλ θεια. Δεν θυμ μαι ποτ τον εαυτ μου να ζητ ει να χαθε στο πλ θος. Ο τε στο βιβλ ο μου, καλ καλ . Ξ ρω τι ζητ ω να χ νομαι σε ιστορ ες. Εκε λα ε ναι δια και αυτ ε ναι τ σο αρρωστημ να ασφαλ ς, που καταντ ει απλ ς ασφαλ ς. Ε ναι ιστορ α το π σο

22


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

δεμ νοι ε μαστε με τον τ πο μας, σο ιστορ α ε ναι και το π σο δεμ νοι ε μαστε και με τη χ ρα μας. Και με τον κ σμο μας. Ε ναι ιστορ α, γιατ το ξ ρει η συνε δησ μας περισσ τερο απ το ημερολ γι μας, περισσ τερο απ τις συζητ σεις με τους ανθρ πους μας για το π ς ταν η μ ρα μας. Φορ ω κ θε μ ρα τον εαυτ μου, αλλ στο σπ τι μου δεν μπορ να τον δω και αναγκ ζομαι να κοιτ ζομαι συχν στον καθρ φτη. Οταν ε μαι εκε μως και κοιτ ζω απ ξω –γιατ π ντα κ θομαι μ σα– τα κτ ρια, που παραδ ξως δεν ε ναι τ σο γκρ ζα, τους ανθρ πους να περν νε τα κ γκελα του μετρ και τους ζητι νους να με φ ρνουν σε αμηχαν α μ λις καταλαβα νω τι με πλησι ζουν, σκ φτομαι π σο αστε ο ε ναι που ση αμηχαν α και να χεις, ταν βρ σκεσαι μ νος σου και το χεις ζ σει αρκετ ς φορ ς, ξ ρεις π ς να συμπεριφερθε ς, στε να μην καταλ βει ο τε ο ζητι νος ο τε κανε ς λλος γ ρω σου τι δεν ε σαι τ σο αδι φορος και τ σο απορροφημ νος. Η π λη σε κ νει τ σο νθρωπο σο και απ νθρωπο. Μαζ . Ε μαι μ σα της ακ μα και μερικ μεσημ ρια με κα σωνα, πως ε μαι και μ σα στις βροχ ς που φ ρνουν τη θ λασσα γρια προς τα ξω, μπροστ στο σπ τι. Οπως φ ρνει τις σταγ νες της θ λασσας στο πρ σωπ μου ο α ρας ταν βγα νω για να βρω το ν ημα της μ ρας μ σα στην απ λυτη ησυχ α, μακρι απ την Αθ να. Βλ πω τον λιο π νω στα κτ ρια, πως τον βλ πεις και π νω μου ταν μου λες: «Μη μου κρ βεις το ηλιοβασ λεμα». Και βλ πω πως χω μ θει να ζω μ νη στις ατ λειωτες ρες της πλατε ας Κορα , εκε που οι ρες χωρ ζονται σ γουρα σε λεπτ και δευτερ λεπτα, εκε που η μοναξι μου δεν ε ναι εκκωφαντικ , αλλ εσωτερικ ς μηχανισμ ς επιβ ωσης. Εκε που νι θω σ γχρονη και ουσι δης. Εκε που μπορ να γρ ψω. Κ θομαι στο τραπ ζι μου, τοποθετ το κινητ μου ψηλ στα αριστερ μου, αλλ χι πολ ψηλ , στε να ελ γχω κ θε πιθαν κ νησ του φωτισμ , β ζω απ κ τω του το βιβλ ο μου, την τσ ντα μου δ πλα προς τον το χο για να μην μου την κλ ψουν, το χ ρτινο ποτ ρι π νω στην ανακυκλ σιμη χαρτοπετσ τα και ξεκιν ω να γρ φω. Χθες το μεσημ ρι, πως ε χα βγει απ την π ρτα της κουζ νας πριν β λω το πρωιν μου για να αισθανθ τη μ ρα που ε χε ξεκιν#σει ζεστ# λ γο αφ του πεσα να κοιμηθ , ε δα ναν απ τους Πακιστανο ς που περνο ν συχν απ τα σπ τια με κ#πο για να ρωτ#σουν αν υπ ρχει δουλει , ημ γυμνο να σταματ ει μπροστ στην αυλ πορτ μας, απ ναντι απ το σημε ο που κ θεται ο πατ ρας μου και διαβ ζει την εφημερ δα του και τα βιβλ α του. «Εχεις μια μπλο ζα;»

23


Αναμνήσεις Καθημερινών Διαδρομών ΤΗΣ

ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

«Το ξ ρω τι αυτ που λ ω δεν χουν καμ α σημασ α. Τα γρ φω τσι, ξαν και ξαν , σαν τιμωρ α στο σχολε ο, για να εξιλε νομαι. Αδι φορο αν σας κεντρ ζουν. Αδι φορο αν βλ πετε μ σα σας τον εαυτ σας. Αδι φορο αν ποτ δεν ε στε ο εαυτ ς σας και θ λετε να σας δ σω εγ π λι το στ γμα σας. Δεν με νοι ζει αν σας κεντρ ζω, τα λ ω ξαν και ξαν για να βγουν απ μ σα μου, τσι πως βγα νουν (μην μου πε τε τι θα το παραλε πατε, αν μπορο σατε να το κ νετε, δεν ε μαι δα και αφελ ς!). Μη με φοβ στε! Απ’ που κι αν με κοιτ ξετε δεν χω ν ημα», μου ε πε. Βαρ θηκα να απαντ σω. Ο λιος σε σο βλιζε κατευθε αν στο κεφ λι, τα φαν ρια ναβαν και βρομο σαν οι εξατμ σεις των αυτοκιν των, τα λεωφορε α και τα τραμ πηγαινο φερναν κ τι ιδρωμ νους και τσαλαπατημ νους ανθρ πους π ρα δ θε και ε χαν λοι την δια μελαγχολ α (παρ λο που δεν βρεχε) μ’ αυτ ν που χουν οι μπ λες ταν βρ χει και χουν με νει ξω (τ τε κανε ς δεν πα ζει μαζ τους κι αυτ ς ξεφουσκ νουν). «Τι σκ φτεστε δεσποιν ς;» Δεν απ ντησα. Εγνεψα να αδι φορο βλ μμα, πως ταν με ρωτ νε αν θ λω καρπο ζι με κουκο τσια καθαρισμ νο, αν θ λω γεμιστ ρ ζι, αν θα κουρευτ θα τα αφ σω να μακρ νουν. «Μην ε στε τ σο θλιμμ νη, αγορ στε μια γραν τα». Δεν θελα τ ποτα, δρωνα μ νη μου και ζαλιζ μουν, τα μπρ τσα μου καιγαν, φανταζ μουν τι μπαινα σ’ να μουσε ο, τι με ξεκο ραζε η αδιαφορ α των φυλ κων, τι με χτυπο σε στον αυχ να το δροσερ αερ κι απ το θ νατο που εκπ μπουν οι τ φοι, τι δι βαζα τη θ λασσα στις μικρ ς αρχα ες καν τες και δεν τελε ωνε ο τε πιο π ρα απ’ τον ορ ζοντα, πως διαβ ζουν οι γρι ς τα φλιτζ νια του καφ . Ο Πακισταν ς που μ’ ακολουθο σε τ σην ρα και μια μου μιλο σε μια θελε να μου πουλ σει γραν τες κατ λαβε τι δεν θ’ αγ ραζα τ ποτα και φυγε. Προχ ρησα στην Τοσ τσα, μπ κα στο Αρχαιολογικ , ε χε κ σμο, δεν θα μπορο σα να μονολογ σω, βγ κα, γ ρισα στην Ομ νοια, χ ζεψα τους παρ νομους μικροπωλητ ς που πουλο σαν παντ φλες πατημ νες, ασπρ ρουχα βρ μικα, λεμον κουπες που χαλο σαν ε κολα και

24


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

μισοπεθαμ νες τσ ντες π νω στις οπο ες ε χε κ τσει σκ νη απ’ σους περνο σαν, ρ τησα: «Αυτ π σο;» «Μ νο π ντε», τσι για να ρωτ σω κι δωσα να μικρ 50λεπτο σε μια ζητι να με σπασμ να π δια. Ολοι αυτο οι νθρωποι εδ γ ρω, σκ φτηκα, π σο θλιβερο , π σο μ ζεροι, ε ναι θλιοι και καημ νοι, ε ναι ακ μη πιο βρ μικοι με τη ζ στη, ξαπλ νουν σαν στοιβαγμ να ζ α σε υπ γεια με π ντε ευρ τη μ ρα και κατουρ νε στις στ σεις των λεωφορε ων και π σω απ τα εκδοτ ρια εισιτηρ ων, π σο τους σιχα νομαι. Κοιτ ζοντας τα συνθ ματα των φασιστ ν και των τραμπο κων σ’ ναν παρ δρομο στην Αθην ς, σκ φτηκα τι χουν δ κιο· δι χνοντας με αδιαφορ α το μικρ Γυφτ κι που πουλο σε χαρτομ ντιλα, σκ φτηκα τι μουν ακριβ ς τ σο σκληρ σο πρεπε λ γοντας « χι» σε να βρομερ 15χρονο που πουλο σε ρολ για· σκ φτηκα τι με τα ρολ για εξασφαλ ζει τη δ ση του και σκ βοντας πλ ι σ’ να φο νικα που πλενε τα π δια της μια οικογ νεια Ιραν ν π νοντας κ κα κ λα, σκ φτηκα τι θα π ρω το μπουκ λι και θα τους το χ σω στα μο τρα, να μ θουν. «Δεν χω ν ημα, γιατ τ ποτα δεν χει ν ημα, γιατ ταν ψ χνεις το ν ημα συν θως χ νεσαι αφηρημ νη μεταξ Ασκληπιο και Καλλιδρομ ου, γιατ ο τε τα ον ματα των οδ ν χουν ν ημα κι λοι αυτο οι ρωες στα Εξ ρχεια που ε ναι δρ μοι θα μπορο σαν να λ γονται τσι αλλι ς χωρ ς να χει σημασ α. Τ ποτα! Εκτ ς απ το γρ ψιμο, ναι, β βαια, το γρ ψιμο που μας λυτρ νει». Π λι δεν απ ντησα. Αλλωστε μου ταν αδι φορο αν η ζω ε χε ν ημα αν δεν ε χε κι αν την Τζαβ λα την λεγαν Τζαβ λα (αυτ ποτ δεν τα κοιτ ω ταν περπατ ω). Σκεφτ μουν αδι φορα για να μην κουρ ζομαι. Δεν θελα να παραδεχτ τι δεν αντ χω να σκ φτομαι, δεν θελα να παραδεχτ τι ταν ξαπλ νω στο κρεβ τι μου δεν με πα ρνει ο πνος, γιατ ναι, αλ θεια, μ νο το γρ ψιμο χει ν ημα. Και δεν κοιμ μαι, ανο γω το παρ θυρο, κι πως ακο γεται αποκαμωμ νη η βο του δρ μου, φαντ ζομαι τι περπατ ω λη τη Σταδ ου π ρα π ρα, αφο σταματ σω λ γο στα παγκ κια στην Κολοκο-

25


τρ νη να χαζ ψω σους μπαινοβγα νουν στα μπαρ κια κατουρ νε στα στεν , τι φτ νω στην Ομ νοια και οι φλο δες απ’ τα καρπο ζια ε ναι πατημ νες δ πλα στα καρ τσια των αστ γων στους αποκοιμισμ νους πρεζ κηδες και βρομ νε πιο πολ απ’ το χν το τους, τι οι καινο ργιες εφημερ δες στοιβ ζονται στους π γκους σαν μην ματα που πρ πει να επιβεβαιωθο ν α ριο, τι οι γυνα κες που σου κ θονται για π ντε ευρ ε ναι τσι βαμμ νες πως π ντα μ’ αυτ τα φτην κραγι ν που φορ νε, τι οι πελ τες τους ρχονται και ε ναι χοντρο με αλυσ δες στο λαιμ και τριχιαρ χ ρια. Και τα σκ φτομαι λα αυτ και δεν μπορ να κοιμηθ ακ μη χειρ τερα. Γυρ ζω γ ρω γ ρω στο δωμ τιο που λι νει μαζ με το κεφ λι μου απ’ τη ζ στη και το φεγγ ρι π ζει σαν γιαο ρτι στο π τωμα. Φοβ μαι, δεν το πατ ω, γιατ στα παιδικ μου χρ νια γλ στρησα ξαν και ξαν απ’ το φεγγ ρι, τους μ λωπες αυτο ς τους πειρ ζω συν χεια με το δ χτυλο, ταν ε μαι ερωτευμ νη, για να γ νουν μεγ λες μπλε πληγ ς που μου θυμ ζουν την ηρεμ α της μαμ ς και των θει δων μου ταν πεφτα και μου ’βαζαν απαλ Μπεταντ ν μ’ να μπαμπ κι· αυτ γ νεται σπ νια, γιατ ποτ δεν ε μαι ερωτευμ νη. Π ς να ερωτευτ λλωστε ταν δεν με πα ρνει ο πνος; Ερωτε ονται σοι μπορο ν να ονειρευτο ν, σοι αλλ ζουν στον πνο τους το πρ σωπο αυτο που αγαπ νε. Εγ δεν κοιμ μαι, δεν ερωτε ομαι, τους βλ πω λους λιγδερο ς και βρ μικους πως ε ναι να με κοιτ νε με πληστο μ τι και δεν μπορ να κοιμηθ χειρ τερα, γιατ σκ φτομαι τα κορ τσια που σου κ θονται με π ντε ευρ να βρ σκουν πελ τες, να τους κ θονται για π ντε ευρ και μετ να τα δ νουν στον νταβατζ τους που τις χτυπ ει, πως στα το ρκικα σ ριαλ και στις φτην ς κινηματογραφικ ς παραγωγ ς. Τ τε ντ νομαι γρ γορα γρ γορα και πηγα νω στις μυστικ ς συγκεντρ σεις που κ νουν οι εθνικιστ ς στα Κ τω Πατ σια και στο Μεταξουργε ο. Συμφων τι πρ πει «να τελει νουμε γρ γορα με λα αυτ », να χτυπ σουμε την πολ μορφη μ ζα που στοιβ ζεται στην πλατε α και μες στο μυαλ μου περπατ ω στην 28ης Σεπτεμβρ ου και φαντ ζομαι να με σφ ζουν, αισθ νομαι την καυτ πληγ και μετ το π γωμα του θαν του, γουρλ νω τα μ τια και τους μισ περισσ τερο, μες στο μυαλ μου αθω νω πολλ ς φορ ς στη ζεστ α θουσα του δικαστηρ ου τον Ρασκ νλικοφ τον Ξ νο του Καμ , εν , στο μυαλ μου, μπα νω σαν σ φουνας, πως οι ακρα οι ισλαμιστ ς στα μυθιστορ ματα του Παμο κ, στα υπ γεια που κοιμο νται και τους κλοτσ ω στο πρ σωπο. Οσοι δεν με ξ ρουν θ’ απορ σουν β βαια με το π σο κακ ς νθρωπος ε μαι και θα με καταδικ σουν,

26


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

γιατ λοι περιμ νουμε, ταν ακο με μια ιστορ α, το καλ να νικ ει το κακ τουλ χιστον να χει τη σεπτ κφραση του μεγαλε ου της παραδοχ ς του. «Αλλ χω δ κιο. Ναι, σε λα. Το διο θα λ γατε κι εσε ς αν μπορο σατε, αλλ χετε μ θει λα να τα περιμ νετε απ λλους», μου ε πε. Τι μ’ νοιαζε αλ θεια; Στην πλατε α Κοτζι νας οδοκαθαριστ ς σκορπο σε τη σκ νη εδ κι εκε και κατ βρεχε μ’ ναν πιεστ ρα νερο το πεζοδρ μιο απ ναντι απ το δημαρχε ο, τσι που σκ φτηκα τι λη η βρ μα ξεπλ νεται με υπομον και π στη, τσι που σκ φτηκα τι δεν υπ ρχει ο τε βρ μα ο τε καθαρι τητα, αλλ μ νο τα κορ τσια που σου κ θονται για π ντε ευρ και οι στεγοι που κοιμο νται π ντα με το να μ τι ανοιχτ στα σκαλι αριστερ του μετρ , τι δεν υπ ρχει τ ποτα πια, παρ μ νο η αγων α να ζ σουμε, χι σαν πεταμ να σ ματα, ο τε σαν αραδιασμ να σακι , αλλ πως εγ κι εσ κι πως λοι λλωστε. «Ε μαστε φθαρτο αθ νατοι;» με ρ τησε η κοπ λα που πουλο σε λαχε α και πλαστικ λουλο δια και που μου εξομολογ θηκε τι τα πλαστικ λουλο δια δεν ε ναι σαν τ’ αληθιν , δεν μυρ ζουν χ μα, αλλ χαρτ και που π ντα τη συναντ στην Ομ νοια κοντ σ’ να παπουτσ δικο. «Φθαρτο », απ ντησα, «γι’ αυτ μ θε να φθε ρεσαι, να ξεφλουδ ζεις μ νη τη ζω σαν ριμο μ λο, γιατ αλλι ς σε ξεφλουδ ζει πρ τη εκε νη με το μαχα ρι της συν θειας, μ θε να ζεις, αν μπορε ς! Εγ δεν ξ ρω να ζω, γι’ αυτ γρ φω, αν ξερα, θα σ παινα». Μου ε πε τι ε χα δ κιο κι τι οι νθρωποι της πλατε ας της μοι ζουν με τα τσαλαπατημ να λουλο δια που δεν πουλ θηκαν τα λαχε α που δεν κ ρδισαν. Της ε πα τι τσι ε ναι και τη φ λησα. Φε γοντας λυπ θηκα λα τα εθνικ λαχε α που δεν κ ρδισαν κι λα τα πλαστικ λουλο δια που, γνωστο π ς, μαρ θηκαν. Θυμ θηκα π λι τον Μπ κετ κι ανατρ χιασα, γιατ τ ποτα στη ζω δεν ε ναι λογικ , γ ρισα και μ ζεψα λα τα αποτσ γαρα που δεν τα κ πνισαν μ χρι τ λους, λα τα σπ τια που μειναν ξενο κιαστα, λα τα παρ θυρα που μ γκωσαν και δεν ανο γουν, λα τα φρο τα που δεν φαγ θηκαν, λα τα παπο τσια που δεν πατ θηκαν και σκ φτηκα τι στο Εθνικ Θ ατρο σως τα χρειαστ , γιατ κ νω την Αντιγ νη. Θα θ ψω αυτ αντ για τον Πολυνε κη, ναι αυτ , ο ν μος π ντα βαρετ ς κι αδι φορος, ναι, θα θ ψω αυτ αντ για τον Πολυνε κη. Αυτ που τ ρα δεν μπορο ν με τ ποτα ν’ αγαπηθο ν μια μ ρα θα μας εξιλε σουν για την υποταγ μας. Και να θυμ στε, ποτ δεν υποκλ νομαι φε γοντας, μαζε ω τους καρπο ς κ τρινων λουλουδι ν που φυτρ νουν π νω στους τ φους και στα πρ γματα που πετ τε.

27


Παίξε μπάλα ΤΗΣ

ΣΤΕΡΓΙΑΣ ΚΑΒΒΑΛΟΥ

Ο Γκιγι μ παιζε μπ λα με τις σαπουν δες του Συντ γματος. Τα παιδι πλεναν την πλατε α, να ξεβρομ σει. Τα απ νερα φτασαν στα π δια του μπουρμπουλ θρες κι ο μικρ ς τις κλ τσαγε να φ γουν. Το πρ σωπ του ε χε αποκτ σει μια παρ ταιρη χ λκινη σοφ α. Εκε νη που σου χαρ ζουν οι ρυτ δες του λιου. Ε χε και δυο σμιχτ φρ δια που τον καναν να μοι ζει αγανακτισμ νος εκ γενετ ς. Ο Γκιγι μ ε ναι Γαλλ παιδο και στις 14 Ιουλ ου κλεισε τα δ ο. Επαναστατημ νος ο μπ μπης. Καθ μουν στο παγκ κι και το βλ μμα μου ακολουθο σε κ θε του κ νηση. Ηταν αφοσιωμ νος στο παιχν δι του. Αυτ το πιτσιρ κι χει καλ σουτ. Στα νερ καθρεφτ στηκε το κτ ριο της απ ναντι τρ πεζας. Κεφ λι δεν σ κωσε. Απ το στ μα του βγ καν κ τι μωρουδ στικες πολεμικ ς ιαχ ς. Ηταν αφοσιωμ νος στον αγ να. Γκολ! Η πρ σοψη της τρ πεζας γκρεμ στηκε στις σ λες των παπουτσι ν του, τα συντρ μμια της βυθ στηκαν στο λευκ μαρμ ρινο ωκεαν και ο Γκιγι μ μο χαμογ λασε για πρ τη φορ . Πρ σινη κ ρτα να μπω στο γ πεδ του. Γ ρω μας σκην ς, σκ λοι που τις κατουρο σαν, μπ τσοι που τις φρουρο σαν, media center σε πλ ρες WiFi, θορυβ δη τσ καρα περαστικ ν, χειμερινο χαρτοφ λακες που σβηναν μ ρες κατ δικου, μα η μαμ του πουθεν . Δεν μοιαζε να φοβ ται. Πα ξαμε αμ λητοι με τα νερ μ χρι που στ γνωσαν. Δυνατ ελληνικ καλοκα ρι. Επρεπε να φ γω, μως δεν θελα με τ ποτα να τον αφ σω μ νο του. Σκεφτ μουν μ πως πειν ει, μως δεν ε χα ιδ α τι μασουλ νε τα δ χρονα. Την απορ α μο λυσε η αγκαλι του. Επεσε π νω μου κουρασμ νο κι ρχισε να ψ χνει. Εκε νο το στ θος μου. Κι εγ το μητρικ μου νστικτο. Θυμ θηκα τις Γαλλ δες στη Λι ν, που θ λαζαν παντο , σε τρ να, π ρκα, λεωφορε α, και τ τε ε δα μια μελαχριν γυνα κα με τα δια σμιχτ φρ δια να σηκ νει την μπλο ζα της, να κ θεται δ πλα μου και να δικαι νει το μητρικ νστικτο στο γ λα της. «Δ κα μ ρες ε μαστε εδ , ρθαμε για την επαν σταση». Κο ταξα τη μιζ ρια γ ρω μου και σκ φτηκα πως μπορε και να ε ναι διον των μεγ λων αλλαγ ν. Και συν χισε:

28


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

«Ημασταν στο Κ ιρο, ο ντρας μου ε ναι Αιγ πτιος. Εγ Παριζι ν. Ναντ ν. Χ ρηκα. Σε λ γες μ ρες π με Μαδρ τη. Στο πανευρωπαϊκ ραντεβο . Ταξιδε ουμε πολ . Ο κ σμος αλλ ζει, λλαξε». Το μ νο που δεν ε χε αλλ ξει ταν η μαγε α της γαλλικ ς γλ σσας. Οση ρα τ ιζε τον Γκιγι μ, κουγα την ιστορ α της. Δεν ργησα να νι σω τ ψεις που η σημεριν μ ρα ταν μ λις η δε τερη που ο δρ μος μου με βγαλε στο Σ νταγμα. Μ λωσα τα αντανακλαστικ μου που ε χαν ατον σει απ τις επιφυλ ξεις. Εγινα κομμ τι εν ς μουδιασμ νου πολιτικο συστ ματος, περισσ τερο ντ πια απ ποτ . Μιλο σε με τ τοιο π θος που νιωσα τον αστυνομικ κλοι γ ρω μου να σφ γγει. «Οι λαο δεν μπορο ν και δεν πρ πει να πληρ σουν λλο. Η δ ναμη ε ναι στις συνελε σεις. Και οι συνελε σεις, το μ νυμα κ θε πλατε ας». Δεν ε χα παρακολουθ σει ο τε μ α. Γυρ φερνα στο μυαλ μου το τρ πτυχο της γαλλικ ς επαν στασης «ελευθερ α-ισ τητααδελφοσ νη» και την μπασταρδεμ νη εφαρμογ του στο σ μερα. Η διαστρ βλωση ε ναι η αρρ στια της εποχ ς. Ολοι νοσο με. Σκ φτηκα πως θ λει κουρ γιο να πας απ την πλατε α Ταχ ρ στην πλατε α Συντ γματος με να μωρ στην αγκαλι . Μα η Ναντ ν πρ λαβε να ξεκαθαρ σει πως η κινητοπο ηση δεν ε ναι θ μα κουρ γιου, αλλ νομοτ λειας. Δεν ταν ο τε δημοσιογρ φος ο τε φωτογρ φος. Δεν τρεξε να σταθε κ ντρα στο Κοινοβο λιο απ κανεν ς ε δους επαγγελματικ διαστροφ . Π ρε απλ ς τη μικρ της οικογ νεια, το δικ της πυρ να, και βγ κε στο δρ μο. Συνειδητ αγανακτισμ νη, συνειδητ αλληλ γγυα. Αφησε το στ θος της μαμ ς του χορτ τος και με π ρε απ το χ ρι. Ε χε στ σει καλ αυτ ο μπ μπης την ρα του θηλασμο και ε χε καταλ βει πως η maman του μια χαρ τροφ ε χε δ σει και σε μ να. Σηκωθ καμε λοιπ ν απ το παγκ κι και στρ ψαμε αριστερ . Εκε που οι υπολογιστ ς παιρναν φωτι . Εκε που η ανατροφοδ τηση των μπλογκ ταν ξ γρυπνη, τ χιστη και worldwide. Ο Γκιγι μ παρατηρο σε τις εκφρ σεις των ιδι τυπων αυτ ν ανταποκριτ ν και σαν να μ θαινε κι εκε νος τα ν α. Εξασκημ νος απ κο νια στην αραβικ , τη γαλλικ , αλλ κυρ ως τη γλ σσα του σ ματος.

29


Μας πλησ ασε ο Μιγκ λ. Ηταν απ το Ρ ο, σπο δαζε στη Σαλαμ νκα και μιλο σε μια πορτογαλικ και μια αγγλικ . Πο και πο π ταγε και καν να ελληνικ . Με το μικρ π ντως μια χαρ φ νηκε να συνεννοε ται. Ηταν π νω απ μ να στο Σ νταγμα. Τα πρωιν κοιμ ταν, τα απογε ματα δι βαζε και λο το βρ δυ γραφε για το Wikileaks. Π γαμε μαζ του μ χρι το σιντριβ νι. Οταν φτασε στην Ελλ δα, δεν ε χε καμ α αλλαξι . Τ ρα ε χαν προστεθε στην γκαρνταρ μπα του μια βερμο δα-μαγι και δυο t-shirtξεσκον πανα, τα οπο α και φρ ντιζε να πλ νει. Αναρωτ θηκα πο πλεν ταν ο διος, αλλ δεν θελα να μπω σε δατα τ σο προσωπικ ς υγιειν ς. Αφο πλωσε τα βρεγμ να του ρο χα, μας αποχαιρ τισε και π γε υπ σκι ν να μελετ σει Antonio Gramsci και Slavoj Zizek. Περ σαμε απ το στ κι των καλλιτεχν ν, η συν λευση δεν ε χε αρχ σει ακ μα, μως ο Γκιγι μ με παρακ νησε να π ρω τα πρακτικ των προηγο μενων. Ενας ζωγρ φος μ θαινε σε μια Φιλανδ τουρ στρια να μπογιατ ζει το χαρτ . Ενας Αφρικαν ς πρ σφυγας αναζητο σε τον υπε θυνο. Κρατο σε δυο βαρι ς πλαστικ ς σακο λες. Ακ μα και ο Γκιγι μ γ λασε. Στην μεση δημοκρατ α δεν υπ ρχουν υπε θυνοι. Οχι, δεν πουλο σε καμ α πραμ τεια. Να δ σει θελε. Μπ ρες και κονσ ρβες στους μ νιμους της πλατε ας. Δεν θυμ μαι ποια γλ σσα μιλο σα. Θυμ μαι να μοιρ ζω με το μικρ βοηθ μου τα δ ρα του Ομ ρ. Δεν θυμ μαι ποια γλ σσα μιλο σα, γιατ δεν υπ ρχε γλ σσα. Η αρχικ μου εντ πωση ταν τι η πλατε α δεν ε χε καμ α αλληλεπ δραση με τους τριακ σιους, τι, αν κοβες με ψαλ δι γ ρω γ ρω τα ρι της και βαζες τη μακ τα σε να οποιοδ ποτε νησ , θα ζωντ νευε εκε η δρ ση ως χαρακτηριστικ σκην καλοκαιριν ν διακοπ ν και τ ποτα παραπ νω. Και η αρχικ μου εντ πωση ταν λ θος. Γιατ μπορε ο κ ριος γκος των διαδηλωτ ν να ε χε σκορπ σει, μπορε η κυβ ρνηση να ταν ακ μα εδ , μπορε δακρυγ να και μ τρα να περ μεναν απειλητικ στη γων α, μως η κπληξη μ ς βρ σκει π ντα στη στροφ . Κ ναμε πολλ ς φορ ς το γ ρο της πλατε ας και ταν λες και ο Γκιγι μ με ξεναγο σε στο π ρκο του. Αυτ το παιδικ με το δ χτυ, που β ζουν τα μωρ να ησυχ ζουν,

30


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

να αφοσι νονται στα παιχν δια τους και να μην ενοχλο ν τους γονε ς. Οι δικο του θα ταν κ που τριγ ρω. Δεν υπ ρχε πρ βλημα. Εφτασε απ γευμα, καθ σαμε γ ρω απ το σιντριβ νι. Μου θ μισε γιγ ντια το ρτα. Ξεκ νησα να λ ω το γεν θλιο τραγουδ κι “Joyeuχ anniversaire” και ρχισε αντ για νερ να τρ χει σαντιγ . Ο τ πος γ μισε παγωτ βαν λια και σιρ πι καραμ λας. Καλ το ε πα εγ πως τα γαλλικ ε ναι μαγικ . Μαζε τηκαν λοι να ευχηθο ν στον Γκιγι μ και να δοκιμ σουν απ το γλυκ . Κολυμπο σαμε στη ζ χαρη. Πλ ι μας ταν παραταγμ να τα ΜΑΤ. Στην απ ναντι Βουλ κ ποιοι συν χιζαν να υπονομε ουν το κοιν καλ . Στη μακριν Γαλλ α κ ποιοι θα ψιθ ριζαν τη Μασσαλι τιδα εις αν μνηση της Βαστ λης. Επετειακ επαναστατημ να πυροτεχν ματα θα π λλονταν στους ουρανο ς. Κερ κια δεν ε χαμε. Ο Γκιγι μ μως κ τι πρεπε να σβ σει. Απ τη μερι των νστολων σκασαν δυο χειροβομβ δες κρ του-λ μψης. Για να κοπ σει η φασαρ α. Εσβησε αυτ ς. Το βασικ σε αυτ ς τις περιπτ σεις ε ναι να προλ βεις να κ νεις ευχ . Οι γονε ς του ρθαν, βο τηξαν στα γλυκ νερ και του το υπενθ μισαν. Ο Γκιγι μ ευχ θηκε να μην ξαναδε ντρες με μπλε στολ να χτυπ νε κ σμο. Οι υπ λοιποι –που ε χαμε σχεδ ν οικειοποιηθε τα γεν θλια– ευχηθ καμε το μ νυμα της ολιγ ριθμης παρουσ ας μας εδ να αντηχ σει πολ βουο σε λες τις πλατε ες δυτικο και ανατολικο κ σμου. Φ γαμε την το ρτα κι μασταν τοιμοι να φ με και τον κ σμο. Ο τ πος κολλο σε. Πι σαμε λ στιχα να καθαρ σουμε το λευκ μ ρμαρο. Στην ανταν κλασ του καθρεφτ στηκαν κουρασμ να, μα χαρο μενα πρ σωπα. Δεν τα πε ραξε. Π γε πιο εκε και αναζ τησε λλο αυτοσχ διο ποταμ κι, αλλ ε χε σχεδ ν νυχτ σει. Τ τε με π ρε ξαν απ το χ ρι –αεικ νητος–, βαλε να αληθιν τ πι στα π δια μου και μου μαθε π ς να σουτ ρω, να αποκρο ω και να κ νω προσπο ηση. Π νω μας πτονταν δεκ δες παν με συνθ ματα, μα το πιο εμπνευσμ νο ταν το δικ του. «Πα ξε μπ λα». Γιατ δεν θα ε ναι λα τα ραντεβο προγραμματισμ να και αλληλ γγυα. Γιατ το ζητο μενο ε ναι η επιβ ωση σε παντ ς ε δους τερ ν.

31


Του τότε και του τώρα ΤΗΣ ΤΑΤΙΑΝΑΣ

ΚΙΡΧΟΦ

Μερικο ς μ νες μετ ο δρ μος με βγαλε και π λι σε εκε νη την πλατε α που μια κρ α ν χτα του Γεν ρη περπατ σαμε μαζ και κρατο σες στο χ ρι σου να βιβλ ο του Ρ τσου. Ποιητικ συλλογ «Η τ ταρτη δι σταση», γιατ σε λες τις υπ λοιπες διαστ σεις ε χαμε αγαπηθε . Το ξεφ λλιζες και το μ ριζες. Η μυρωδι του παλιο , η μυρωδι των αναμν σεων μ πως των παλι ν αναμν σεων; Ε χα αφαιρεθε καθ ς κοιτο σα να στ χο: «Τελικ τους κλεισα την π ρτα. Τι να την κ νω εγ την πραγματικ τητα, τους λ ω / εγ χω τ’ νειρο». Με κο ταξες. Μια εμ να και μια το στ χο. «Λειβαδ της», ε παμε ταυτ χρονα. Και συνεχ σαμε να περπατ με, ελαφρ ς μελαγχολικο για σα προμην ονταν, βαρ ως αισι δοξοι που χουμε την πο ηση και τη φιλοσοφ α για να ξαποστα νουμε. 1909-2011. Μια πλατε α που λλαξε πολλ ον ματα, απ πλατε α Αισχ λου, Νομισματοκοπε ου, 25ης Μαρτ ου σε πλατε α Κλαυθμ νος. Εκατ ν δ ο χρ νια μετ . «Και αυτο ε χαν νειρα τ τε», μου ε πες, θυμ μαι. «Π ντα οι νθρωποι θα χουν νειρα», σου απ ντησα σαν αυτ η αν γκη των ανθρ πων να πιστ ψουν σε κ τι να ε ναι η αρχ της κ θε καταστροφ ς. Εκε φτ σαμε. Εκατσα λ γο στο παγκ κι και κοιτο σα τους περαστικο ς να περπατ νε γρ γορα, ασταμ τητα, σκοπα, σε κατευθ νσεις ανεξ λεγκτες, σαν εικ νες που περν νε μπροστ απ’ τα μ τια σου ανολοκλ ρωτες απλ για να περν νε, απλ για να σου θυμ ζουν, να σε αποσυντον ζουν, πως ο λιος της Αθ νας, που σε κα ει εσωτερικ , πυροδοτ ντας αναμν σεις χειμεριν ς, καλ κρυμμ νες στα ντουλ πια δ πλα απ’ τα παλτ που φορ γαμε ταν ζο σαμε σα μου θ μισε αυτ η πλατε α σ μερα. «Τ τε, σ’ αυτ την πλατε α», μου ε πες, «εξαιτ ας της ρευστ τητας του επαγγ λματ ς τους, κλαιγαν οι δημ σιοι υπ λληλοι και ζητο σαν να επαναπροσληφθο ν». «Τ ρα», σου απ ντησα, «φων ζουν και κλα νε για να μην χ σουν τους παχυλο ς μισθο ς τους». «Τ τε», μου ξαναε πες, «η πλατε α που περπατ με αυτ τη στιγμ ταν σπουδα α, γιατ ταν ο πρ τος τ πος που δεντροφυτε τηκε στην Αθ να». «Τ ρα», σου απ ντησα, «θα ταν απλ σπουδα ο αν κατ φερνες να βρεις στω και να μικρ

32


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

δεντρ κι σε ολ κληρη την Αθ να». Ονειρα του τ τε και του τ ρα. Καλ το λ ει ο ποιητ ς. Στο δι βολο η κ θε πραγματικ τητα, σημασ α χει το νειρο! Αυτ που δεν πι σαμε. Σ’ αυτ που πιστ ψαμε εκε νη τη ν χτα – κι ας π ρει αι νες να βγει αληθιν . Το νειρ σου για μια ρεμη ζω . Το νειρ μου να δικαιωθο ν οι κ ποι μας. «Αντ θετα νειρα, αν το καλοσκεφτε ς», σου ε πα. «Για να γ νει το δικ μου νειρο, θα πρ πει να ταρ ξω την ηρεμ α της ζω ς σου». «Μπορε », μου απ ντησες χαμογελαστ ς. «Αλλ στο τ λος κ θε δικα ωσης ρχεται η λ τρωση. Και τ τε τα νειρ μας θα γ νουν να». Περπατ σαμε ακ μα λ γο, να νι σουμε σε κ θε γωνι της πλατε ας π σο παρ ταιροι απ’ την εποχ μας ε μαστε. Και π σαμε π νω σε μια εκκλησ α. «Βοηθ ν και πρ μαχον πολλ ν κινδ νων / ον πρ σβευε του νω τυχε ν κλ ρου / λαβ ντα την φεσιν των εσφαλμ νων», η επιγραφ της. Γελ σαμε. «Η πραγματικ τητα», μου ε πες, «ξεπερν ει το νειρο». Και δεν κατ λαβα αν σε εκε νη την πρ τασ σου με δενες με τη ζω αν αποζητο σες ναν ερωτηματικ τ νο για να σου αρνηθ αυτ σου την απελπισ α. Σι πησα. Επ λεξα να ξανανο ξω το βιβλ ο που μ λις ε χαμε αγορ σει: «Κι αν νικηθ καμε δεν ταν απ’ την τ χη τις αντιξο τητες, αλλ απ’ αυτ το π θος μας για κ τι πιο μακριν », σου δι βασα. Το κρ ο δυν μωνε. Και τ ρα η ζ στη π ρωνε το μυαλ μου και ο ιδρ τας σταζε στο μ τωπο και μου τσουζε τα μ τια. Με κο ρασε αυτ η ζ στη, αλλ περισσ τερο με κο ρασε το νειρο. Κοιτο σα την σφαλτο σαν να βλεπα λ μνες εν μ σω Κλαυθμ νος, σαν να ξαναζωντ νευαν οι στιγμ ς μας κι ας θ λωνε το μυαλ μου απ’ την παρουσ α σου. Με ρ τησες πο χω παρκ ρει. Ημασταν σε αντ θετες γων ες. Μου πρ τεινες να με συνοδε σεις ως το αυτοκ νητο. Σου ε πα πως δεν ταν αν γκη. «Ε ναι», μου απ ντησες λακωνικ . «Αλλο τ τε και λλο τ ρα», ε πες. Καθ ς περπατο σαμε μο κρ τησες το χ ρι «για να νι θεις μεγαλ τερη ασφ λεια», πως μου ψιθ ρισες. Ιδιο συνα σθημα μετο κησε εντ ς μου. Ιδια σκ ψη γενν θηκε: «Ρομαντικ ς ντρας». Σαν κι αυτο ς που φανταζ μαστε τα βρ δια στα νειρ μας. Στα νειρα του τ τε και του τ ρα.

33


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια μυρωδι απ βρεγμ νο χ μα. Ο Δημ τρης γενν θηκε σε λες τις πλατε ες της π λης. Αυτ ς με τις φων ς, τα γ λια, τις χαρ ς και τις λ πες. Που πεθα νουν ταν καν νας δεν π ει κοντ τους. Μαραζ νουν και τα δ ντρα τους δεν βγ ζουν πια φ λλα. Χιλι δες χ ρια κο νησαν την κο νια του, γν ρισε ποια τραμπ λα υπ ρξε. Μια μ ρα, οι γονε ς του τον π γαν β λτα. Να σταθο ν στριμωγμ νοι κ τω απ μπαλκ νια. Χειροκροτ ματα, σημα ες, ιαχ ς, αλλαγ − και ο μπαμπ ς με το μουστ κι. Κατ λαβε πως οι πλατε ες ε ναι μ ρος μαγικ , ανθρ πινος μαγν της. Μεγ λωσε. Κλ τσησε μπ λες δ πλα σε σιντριβ νια. Εκανε σκ ιτ σε λα τα πλακ στρωτα. Τα πρ τα του τσιγ ρα π νω σε πεζο λια. Ροκ, hip hop και ντεχνο σε τζ μπα συναυλ ες. Και ερωτε τηκε κ θε κορ τσι που σιωσε ποτ το φ ρεμ του −σταυρ νοντας τα π δια του− σε κ θε παγκ κι αυτ ς της π λης. Ενα φιλ στο μ γουλο. Κ ποια στιγμ , ωρ μασε. Ξ χασε τις πλατε ες. Ξεχν ντας λ γο και τον εαυτ του. Αφησε τη ζω του να κυλ ει αδι φορα. Με πολ γκλ μουρ, λεφτ δανεικ και american dream νειρα. Ομως, ταν λα αυτ ρχισαν να καταρρ ουν, θ λησε να γυρ σει π σω. Σε γν ριμους τ πους. Εκε που χτυπ ει η καρδι της Αθ νας. Οχι στην τηλεοπτικ πραγματικ τητ της. Στη ζω την πραγματικ , αν μεσα σε ανθρ πους. Που χουν π θη και πα ρνουν ρ σκα. Και ζητο ν να π ψουν να νανουρ ζονται με ζ πινγκ. Η πλατε α ταν

γεμ τη με το ν ημα που χει κ τι απ τις φωτι ς...

34



www.metropolisnews.gr


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.