Metropolis Free Press 13.12.13

Page 31

Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Βαγγέλης Λαΐνας

31

13 -19.12. 2013

Περί ζωής και θανάτου Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι στην πρώτη μου συνάντηση με τον Χρήστο Λούλη θα πρωταγωνιστούσε... ο θάνατος! Ισως όμως να ήταν και αναπόφευκτο, αν σκεφτείς ότι στην παράσταση, που στάθηκε η αφορμή για τη συνάντησή μας, τον υποδύεται. Τον Θάνατο.

«Το έργο μιλάει για αγάπη. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, η Κόρη, αυτοκτονεί. Ερωτεύεται τον Φίλο, έτσι λέγεται ο ήρωας που παίζω εγώ, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ο Θάνατος. Ερωτεύεται τον Θάνατο. Και ενώνεται μαζί του. Υστερα όμως το μετανιώνει, δεν θέλει να πεθάνει, θέλει να ζήσει... Κι αυτό που καταλαβαίνουμε στο τέλος είναι ότι δεν μετάνιωσε που πέθανε, αλλά που δεν έζησε», μου εξηγεί ο Χρήστος.

Βρισκόμαστε στο Θέατρο Πορεία λίγο πριν από την πρεμιέρα του έργου του Γιον Φόσε «Παραλλαγές Θανάτου», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, την πρώτη του μετά την αποχώρησή του από το Εθνικό Θέατρο. «Πώς πάνε οι τελικές πρόβες;» τον ρωτάω στα πρώτα αμήχανα λεπτά της συνάντησής μας. «Κουραστικά, αλλά πολύ ωραία. Εχω γυμναστεί απίστευτα», μου λέει εξηγώντας μου ότι σε όλο το έργο φοράει παγοπέδιλα και κάνει πατινάζ. Ο Θάνατος με παγοπέδιλα! Ο Χουβαρδάς έχει έμπνευση. Δεν τη χάνω αυτή την παράσταση.

Οι γονείς της, τους οποίους υποδύονται ο Νίκος Καραθάνος και η Λυδία Φωτοπούλου (σε μεγάλη ηλικία) και ο Γιάννος Περλέγκας και η Μαρία Πρωτόπαππα (σε νεότερη ηλικία), μένουν μετέωροι μπροστά στη δυσβάσταχτη απώλεια. Τι έφταιξε; Γιατί το έκανε; Πώς να δεχτείς το τέλος; «Οι ήρωες του Φόσε είναι απλοί άνθρωποι, δεν είναι διανοητές. Εχουν αδυναμίες και παλεύουν να καταλάβουν τι σημαίνει αυτό το μυστήριο της ζωής», παρατηρεί ο Χρήστος.

Το έργο του κορυφαίου σύγχρονου Νορβηγού συγγραφέα στοχάζεται πάνω στη ζωή και στον θάνατο. Αναρωτιέμαι αν ο ίδιος ο άνθρωπος είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσει τη θνητότητά του... «Αντί να προσπαθούμε να απαντήσουμε το ερώτημα τι είναι ο θάνατος, θα πρέπει ίσως να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι είναι η ζωή», μου απαντάει ο Χρήστος. «Οφείλουμε να το κάνουμε για να ζούμε καλύτερα! Εφόσον βιολογικά τουλάχιστον ο θάνατος στο φινάλε νικάει τη ζωή, η ζωή έχει καθήκον μέχρι να τελειώσει να νικάει καθημερινά τον θάνατο».

Ο ίδιος ο Φόσε σχολιάζει για τα έργα του: «Τα έργα μου είναι τόσο επώδυνα που κλαίω ο ίδιος όταν τα βλέπω». Ο Χρήστος όμως επιμένει ότι οι «Παραλλαγές Θανάτου» είναι ένα φωτεινό έργο: «Δεν παύει να είναι πολύ συγκινητικό, σε πονάει πολύ. Αλλά από την άλλη έχει και ένα χιούμορ που έχει ο ίδιος ο θάνατος. Μπορεί να ζεις τη ζωή σου μετρημένα, να αθλείσαι, να τρως σωστά, να είσαι γεμάτος αγάπη και βγαίνεις για τζόκινγκ και σε πατάει ένα φορτηγό!» μου λέει και, όσο τραγελαφικό και αν ακούγεται, είναι πέρα για πέρα αληθινό.

Και πώς νικάς τον θάνατο, έστω μεταφορικά; «Με την αγάπη. Πάνω από όλα η αγάπη. Ο έρωτας. Αυτή η προσωρινή αθανασία. Η αγάπη ισούται με τη ζωή», αναφωνεί αυθόρμητα. «Εχω την αίσθηση ότι η αγάπη μεγαλώνει αυτόν που την έχει και εκείνος με τη σειρά του μπορεί να χωρέσει πολλά πράγματα μέσα του. Ανθρώπους, ιδέες, σκέψεις... Ετσι νικάς την ακινησία. Ο θάνατος έχει μια άρνηση, κλείνει την πόρτα. Η αγάπη την ανοίγει».

«Επίσης», συνεχίζει, «πρέπει να σου πω ότι μάθαμε πως ο Φόσε κλαίει όταν βλέπει παραστάσεις των έργων του γιατί δεν του αρέσουν οι παραστάσεις. Κάποιες φορές φεύγει και στο διάλειμμα!» Δεν μου φαίνεται παράδοξο. Τα έργα του Φόσε δεν είναι ευανάγνωστα και μπορούν πολύ εύκολα να παρερμηνευτούν από έναν σκηνοθέτη. Ο ρεαλισμός συναντάει την ποίηση και το φανταστικό. «Δεν είναι η ποίηση του Σαίξπηρ. Είναι η ποίηση ενός Νορβηγού. Με μία λέξη μπορεί να σου πει ό,τι κάποιος άλλος θα σου έλεγε σε μία σελίδα», παρατηρεί ο Χρήστος.

Κάπου εδώ συμπληρώνεται το τρίπτυχο των «Παραλλαγών Θανάτου». Ζωή, Θάνατος και Αγάπη.

Τον ρωτάω για τη συνεργασία του με τον Γιάννη Χουβαρδά. Είναι η τέταρτη φορά που δουλεύουν μαζί μετά το “Clavigo” στο Αμόρε το 2004, τον «Περικλή» του Σαίξπηρ και το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» στο Εθνικό. «Είναι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, που δεν διατυμπανίζει την ευαισθησία του», μου εξηγεί. «Αυτό είναι πολύ προκλητική συνθήκη για έναν ηθοποιό που θέλει να πάει λίγο παρακάτω στην τέχνη του». Και ο Χρήστος Λούλης ανήκει σίγουρα σε αυτούς. «Μου αρέσει, γιατί, ενώ είναι πατέρας, είναι πατέρας αυστηρός. Σου λέει, πάμε μαζί να κάνεις αυτό που μπορείς. Να κάνεις και παραπάνω από αυτά που μπορείς. Μαζί όμως». Στο τέλος της συζήτησής μας του ζητάω το σχόλιό του για τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Σωτήρη Χατζάκη. «Από ό,τι καταλαβαίνω ο Χατζάκης ενδιαφέρεται να εξερευνήσει αυτό που λέμε ελληνικότητα στο θέατρο. Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα τι είναι ελληνικό. Τι σημαίνει δηλαδή Ελλάδα, τι σημαίνει ανήκω στο ελληνικό έθνος... Να μία αφορμή για έναν ωραίο διάλογο. Πρέπει να βρούμε τι είναι ελληνικό και πώς αυτό συνδιαλέγεται με τον έξω κόσμο. Για μένα ο ορισμός του Ελληνα είναι ο κοσμοπολίτης. Δεν είναι ο παππούς στην Ανω Ραχούλα», σχολιάζει. «Αυτό που με τρομάζει είναι τα δύο άκρα. Ή μιμητισμός ή περιχαράκωση. Πρέπει να βρούμε μια επιθυμητή ισορροπία», συνεχίζει με νόημα. Τον περίμενα πιο επικριτικό απέναντι στον Σωτήρη Χατζάκη. Δεν είναι. «Είναι ακόμα νωρίς για να κρίνουμε. Και δεν έχω δει καμία καινούργια παραγωγή ακόμα. Απλά χωρίς να προκαταβάλω το πού θέλει να το πάει, οφείλω να διαφωνήσω με τη δήλωσή του ότι το Εθνικό ανήκει σε όλους τους Ελληνες ηθοποιούς. Το Εθνικό ανήκει στους Ελληνες θεατές. Και σαν Εθνικό έχει την υποχρέωση να έχει κάθε φορά την αφρόκρεμα και των ηθοποιών και των σκηνοθετών».


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.