έρευνα για τη διαιρεμένη πόλη

Page 1

1


2


έρευνα για τη διαιρεμένη πόλη.

Δαούτη Μαρία Ζαμπέτα - 04109060 Ιστορία και Θεωρία 8 Γ: Θεωρίες για τη Σύγχρονη Πόλη: Σχεδιασμός, Αστικές Πολιτικές και οι Πόλεις Διδάσκοντες: Ειρήνη Μίχα Αθανάσιος Παγώνης Οκτώβριος 2014

3


4


περιεχόμενα 1. 2. 3. 4. 5.

εισαγωγή ορισμός από τα όρια στη διαιρεμένη πόλη μορφές αστικού διαχωρισμού η περίπτωση του Βερολίνου

1. εισαγωγή 2. σύντομη ιστορία της διαίρεσης 2.1 γένεση 2.2 πτώση 3. για τη δομή 4. κατασκευαστική δομή 5. υποδομές φρουρά 6. η ζωή στα σύνορα 7. εικόνες του Τείχους 8. ο δρόμος για την επανένωση 9. τι άφησε 10. μηνμειακή αξία 11. χειρισμοί 12. Zeitzeuge. μάρτυρες εποχής 13. σύντομες ιστορίες διαίρεσης 13.1 Adalbertstraße 13.2 Schwinemünderstraße

α μέρος

β μέρος

τελικά βιβλιογραφία

5


α μερος.

όρια

1. εισαγωγή Το φαινόμενο που περιγράφεται από τον όρο < όριο> δύναται να νοηθεί ως τα παρακάτω: κοινωνιολογικά υποδηλώνει περιφερικούς χώρους μιας πόλης, περιθωριακές ομάδες και τρόπους ζωής/ στα πλαίσια της πολιτικής επιστήμης μπορεί να αναφέρεται στην ρύθμιση του πως οι αστικοί δημόσιοι πόροι οργανώνονται και διαμοιράζονται/ στην πολεοδομία μπορεί να δηλώσει όρια και ενδιάμεσους χώρους (Zwischenraum) της αστικής ανάπτυξης όπως επίσης και την αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα στην πόλη και τις φυσικές οικολογίες. Τα όρια είναι πολυδιάστατοι «κώδικες» στον αστικό χώρο. Παρέχουν στην πόλη δομή και ταυτόχρονα ταυτότητα. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό τους είναι ότι είναι στοιχεία με διττή λειτουργία ως ικανά στοιχεία ένωσης και διαχωρισμού. Λανθασμένα ο όρος <όρια> χρησιμοποιείται συνήθως με αρνητική χροιά και συνδέεται με κοινωνιολογικούς όρους όπως <περιθωριοποίηση> και <αποκλεισμοί> και στον ελεύθερο λόγο αναφέρεται συχνά ως ταυτόσημο των όρων εμπόδιο, φράγμα, φραγμός. Εκτός αυτού συνήθως σκεφτόμαστε τα όρια ως τους όρους και τις συνθήκες που προσδιορίζουν άλλους χώρους και όχι σαν μια ξεχωριστή κατηγορία/ποιότητα χώρου. Στη συνέχεια επιχειρείται η απόδοση ενός ορισμού των ορίων, καθώς και οι συνθήκες της παραγωγής τους και λειτουργίας τους στο δημόσιο χώρο, και η επισήμανση του κύριου προβλήματος τους στον πολεοδομικό σχεδιασμό ως δυναμικοί αστικοί χώροι.

2. ορισμός Προτού μελετήσουμε τα όρια είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν οι όροι <αποκλεισμός>, <περιθωριοποίηση> και <ενσωμάτωση>. Οι πρώτοι δύο όροι περιγράφουν την κοινωνία ως <πυρηνική> με σαφές κέντρο και σαφή όρια. Κατά τη διαδικασία της περιθωριοποίησης, διαφορετικές κοινωνικές ομάδες ωθούνται στο περιθώριο και επομένως, δυσχεραίνεται η πρόσβαση τους στον πυρήνα της κοινωνίας. Συγκριτικά, ο αποκλεισμός υποδηλώνει ομάδες που έχουν τοποθετηθεί στην άλλη άκρη του κοινωνικού συνόλου και δεν έχουν πρόσβαση στον πυρήνα. Οι όροι αυτοί συνήθως έχουν αρνητικό στίγμα. Ο πυρήνας εμπεριέχει την κύρια πολιτική εξουσία, επομένως θέτει τους όρους, δηλαδή την υπόθεση πως όλες οι κοινωνικές ομάδες θα έπρεπε να ανήκουν σε αυτό το κέντρο και πως οι ομάδες στο περιθώριο είναι σε μειονεκτική θέση εφόσον δεν είναι μέσα σε αυτό. Η συμπερίληψη, η κίνηση από το <κακό> (δυσχερές) περιθώριο στο <καλό> κέντρο, συγκροτεί την ιδέα της ενσωμάτωσης στην κοινωνία. Οι Häußerman και Siebel1 διακρίνουν δύο μοντέλα ενσωμάτωσης: ομογένεια και ποικιλομορφία. Το μοντέλο της ομογένειας περιγράφει τη διαδικασία ανάμειξης δύο πολιτισμών κατά την οποία γεννάται έναν νέος. Και οι δύο κοινωνικές ομάδες αναμένονται να αλλάξουν τον ίδιο τους τον πολιτισμό, την δομή και την ταυτότητα τους. Άλλη μια συνέπεια της ομοιογένειας είναι η κατανόηση της ενσωμάτωσης ως <αφομοίωση> κατά την οποία η κυρίαρχη κοινωνία διατηρεί τη διάρθρωση της και οι διαφορετικές ομάδες αναμένονται να προσαρμοστούν σε αυτό. Η

6


αφομοίωση συνήθως είναι το κύριο μοντέλο ενσωμάτωσης στο σύγχρονο κόσμο εξαιτίας της πολιτικής αντίληψης του πυρήνα ως το θετικό και επιζητούμενο και του περιθωρίου ως κάτι αρνητικό. Το μοντέλο της διαφορετικότητας βασίζεται στη συνύπαρξη διαφορετικών ομάδων χωρίς την ανάγκη αλληλοπροσαρμογής. Ο Georg Simmel περιγράφει τον όρο <αστική αδιαφορία>2, όπου τα διαφορετικά άτομα που ζουν στην πόλη σέβονται τη διανθρώπινη διαφορετικότητα. Η θεωρία της <πολυπολιτισμικότητας> συνιστά ίσως το πιο σύνηθες και ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του μοντέλου. Σε αυτήν την περίπτωση, τα άτομα συνυπάρχουν υπό συνθήκες ισότητας σε κοινό έδαφος. Οι συνθήκες των σύγχρονων κοινωνιών δεν ευνοούν την εφαρμογή αυτού του μοντέλου στην πράξη, καθώς οι ομάδες με μεγαλύτερη πολιτική ισχύ τείνουν να ορίζουν το κέντρο της κοινωνίας. Ένα άλλο concept διαφοροποίησης κοινωνικών ομάδων εμφανίστηκε το 1925 από τον κοινωνιολόγο Robert Park. Το αποκάλεσε <μωσαικό μικρών κόσμων>3 που υπάρχουν στην πόλη. Η πόλη σε αυτό το σενάριο είναι ένα μωσαικό περιοχών με διαφορετικές πολιτισμικές και εθνικές ταυτότητες που διαχωρίζονται στον αστικό χώρο. Περιέχει παράλληλα την ιδέα του ελεύθερου διαχωρισμού που αντιμετωπίζεται ως αναπόφευκτος και αβλαβής για τη διαδικασία της ενσωμάτωσης. Υπό αυτούς τους όρους όλες οι αστικές ομάδες εξουσιοδοτούνται ισοδύναμα για την παραγωγή αστικών ποιοτήτων. Ταυτόχρονα υποδηλώνει και τον κίνδυνο ανάπτυξης μιας παράλληλης αστικής κοινωνίας. Αναγνωρίζοντας την ευκαιρία πολιτισμικής και κοινωνικής ποικιλίας στην πόλη, διαφαίνεται η ανάγκη εναπόθεσης ιδιαίτερης προσοχής του χειρισμού των ορίων, ενώνοντας και διαχωρίζοντας τα διάφορα κομμάτια, ως το κύριο στοιχείο του θετικού διαχωρισμού και της συνύπαρξης του ψηφιδωτού της πόλης. Τα όρια παράγονται από τους ανθρώπους για τη διασφάλιση του χώρου. Ως πολιτιστικό προϊόν είναι τροποποιήσιμα και εύπλαστα και όχι ένα γενικό στατικό πλάνο ή υλικό. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία δύο παράγοντες (πχ. δύο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες) επιδεικνύουν ενδιαφέρον (συμφέρον) για το ίδιο αντικείμενο η συνύπαρξη τους εξαρτάται από την αλληλοσυσχέτιση τους ως προς αυτό, δηλαδή την οριοθέτηση αναφορικά αυτού του αντικειμένου. Η πιο σημαντική πράξη της οριοθέτησης είναι η επίτευξη της σύμβασης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο παράγοντες. Ο Michel de Certeau επιχειρηματολογεί στο <L’invention du quotidien>4 ότι αυτή είναι ουσιαστικά η πράξη της αφήγησης. Η πράξη της <εξουσιοδότησης>, κατά τον Certeau o βασικός στόχος της αφήγησης, είναι η κύρια διαδικασία οριοθέτησης και ορίζει τη σημασία και τη χρήση των ορίων. Τα όρια δεν ανήκουν σε κανένα από τους παράγοντες. Συνεπώς η διαδικασία της αφήγησης πρέπει να γίνεται μαζί και με τους δύο παράγοντες τους οποίους αφορά η παραγωγή του ορίου. Στη λειτουργία τους τα όρια περιέχουν έναν διαλλακτικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη τους από τη φύση της περιγράφει μια κατάσταση συνύπαρξης στοιχείων ένωσης και διαχωρισμού. Αν ένα όριο χάσει μία από τις δύο ιδιότητες του τότε, είτε χάνεται, είτε δεν είναι πια όριο, αλλά φραγμός. Ο θεωρητικός και πολιτικός προβληματισμός πάνω στην έννοια του ορίου προέρχεται από το ίδιο το παράδοξο της διττής του φύσης. Άρα τελικά σε ποιον ανήκει αυτός ο χώρος; Ένα όριο δεν ανήκει σε κανένα από τα δύο στοιχεία κα ταυτόχρονα ανήκει και στα δύο.5 1. Häußerman, Stadtsoziologie :eine Einführung, 2004 2. Häußermann, Stadtsoziologie :eine Einführung, 2004 3. Oswald, 2007:75

7


Στα γερμανικά ο όρος <Grenze>6 (= όριο) προέρχεται από το Grenzenmark – ένας περιθωριοποιημένος χώρος με ελλειπή ή καθόλου παρουσία οικισμού που διαιρεί δύο περιοχές τη μία από την άλλη. Ο μεταβατικός χώρος αργότερα μειώνεται σε μια γραμμή στο χάρτη ή έναν κτισμένο φράκτη. Μορφολογικά τα όρια παίρνουν τη λειτουργία του προσανατολισμού μέσα στην πόλη και είναι γραμμές αναφοράς για τις περιοχές που διαχωρίζουν και ενώνουν. Ο Kevin Lynch υπογραμμίζει στο “The Image of the City” ότι τα όρια είναι ένας από τους πιο κρίσιμους παράγοντες μιας πόλης για την ολική λειτουργία και αντίληψη της. Τα όρια δεν περιορίζονται σε μορφολογικές γραμμές του αστικού τοπίου, αλλά αναφέρονται σε εύπλαστες και συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες οι οποίες εξαρτώμενες πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και χωρικούς παράγοντες, μορφοποιούν το φυσικό χώρο. Το 1908 ο Simmel όρισε το <κοινωνικό όριο> ως την κοινωνική πράξη ανάμεσα σε ατομικότητα και συλλογικότητα που παράγει αμοιβαία σχέση, σαφήνεια και ασφάλεια.8

3. από τα όρια στη διαιρεμένη πόλη Στη σύγχρονη ζωή, η επιβολή φυσικών ή συμβολικών ορίων λαμβάνει την ύστατη έκφραση της στον αστικό χώρο. Όλες οι πόλεις υφίστανται διαχωρισμό με τη λογική ότι οι διάφορες ομάδες που δρουν στον αστικό χώρο έχουν διαφορετικές ευκαιρίες πρόσβασης και συμφέροντα, που υπαγορεύονται από διακρίσεις τάξης, εθνικότητας και φύλου. Αναλόγως προκύπτουν δύο μορφές διεκδίκησης των χώρων της πόλης: η μία αφορά τη διαμάχη και τον ανταγωνισμό που σχετίζονται με θέματα πλουραλισμού, και η άλλη αφορά θέματα κυριαρχίας συνυφασμένα με εθνικιστικές πεποιθήσεις. Ένα παράδειγμα μιας πόλης που εμφανίζει αντίστοιχες ιδιότητες είναι το Σικάγο, μια βαθιά διαχωρισμένη πόλη, όπου ο φιλετικός διαχωρισμός είναι μια μαύρη σελίδα τόσο στην ιστορική αφήγηση της πόλης όσο και στις σύγχρονες συζητήσεις, και έχει σημαδέψει τη διαμόρφωση του κοινωνικού χώρου της.

4. μορφές αστικού διαχωρισμού Στη σύγχρονη εποχή εμφανίζονται 8 μορφές αστικής σύγκρουσης σύμφωνα με τους Graffkin και Morrissey.9 1.

Η μεταβολή των τελευταίων 40 χρόνων στις <ώριμες οικονομίες> όξυνε το διαχωρισμό ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Στην ακραία μορφή της: οι ακμαίες κοινότητες των πλουσίων και τα μαραζωμένα γκέτο των κατώτερων τάξεωn σε μια καταδικασμένη κοινωνία διπλής ταχύτητας.

2.

Η μαζική και ραγδαία αστική ανάπτυξη εξαιτίας του εκμοντερνισμού των βιομηχανικών οικονομιών και η συνεπαγόμενη εισροή, έχουν επιβαρύνει τις αστικές υποδομές και εντείνει την κοινωνική ανισότητα.

3.

Ως χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης, μαζί με την γενικότερη κινητικότητα

4. Michel de Certeau, Vol. 1, Arts de faire (1980) 5. Michel de Certeau, Kunst’des’Handelns, 1988 6. Ante, <Grenze> στο Handwörterbuch der Raumordnung 7. Lynch, Das Bild der Stadt

8


του κεφαλαίου, της εργασίας, του εμπορίου και των πληροφοριών, έχει εμφανιστεί ένα αυξανόμενο μοτίβο μετανάστευσης. Οι μεγάλες πόλεις έχουν γίνει πλέον πεδία πολυπολιτισμικής αντιπαράθεσης και ζουν ειρηνικά με διαφορετικότητα 4.

Μια εκδοχή των πολιτισμικών πολέμων συντέλεσε σε παγκόσμια γεγονότα ανάμεσα στο στρατιωτικό Ισλάμ και άλλα πολιτικο-θρησκευτικά συστήματα.

5.

Το αστικό τοπίο είναι πιθανό να μετατραπεί σε πεδίο <νέων πολέμων>. Αναφέρεται ενδεικτικά το παράδειμα της Βαγδάτης, όπου οι αντάρτες προσπαθούν να διαβρώσουν τη θέληση των αντιπάλων τους και αυτή η παρατεταμεντη τριβή είναι ικανή να αναφλέξει τις τοπικές εσω-εθνικές αντιπαλότητες.

6.

Ο ρόλος της ιδεολογίας ή/και των κυβερνητικών συστημάτων μπορεί να γεννήσει κοινωνικο-χωρικές ρωγμές. Εδώ κατάλληλο παράδειγμα είναι αυτό του Βερολίνου στο δεύτερο μισό του 20ου αι., του οποίου ο διαχωρισμός ήταν απόρροια ενός παγκόσμιου ιδεολογικού ανταγωνισμού.

7.

Η αυξημένη παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και οι σχετικές πιέσεις για την υπερθέρμανση του πλανήτη έχουν οξύνει τις αντιπαλότητες πάνω από πηγές ενέργειας και επικοινωνιακής προσβασιμότητας. Και σε αυτήν την περίπτωση οι παγκόσμιοι διαπληκτισμοί λαμβάνουν σάρκα και οστά στις πόλεις, κατά συνέπεια το φυλετικό προφίλ των εγκαταλελειμμένων στη Νέα Ορλεάνη αποτυπώνει την πολιτική τοξικότητα τέτοιων καταστροφών.

8.

Το τέλος του Ψυχρού πολέμου με την πάλη των ιδεολογιών και τη διάλυση καθεστώτων, άφησε νέα πεδία διαμάχης περί κυριαρχίας με την πιο σκληρή του έκφραση στα αστικά κέντρα, όπως η Ιερουσαλήμ, η Βηρυτός, η Λευκωσία, το Sarajevo.

Οι περισσότερες περιπτώσεις αστικής διαίρεσης μπορούν να ενταχθούν σε αυτήν την κατηγοριοποίηση με τις αναμενόμενες βέβαια διαφοροποιήσεις σε μορφή και πλαίσιο. Αλλά ανεξάρτητα από αυτά, οι αστικές συγκρούσεις μοιράζονται ένα συνδεδεμένο σύνολο θεμάτων: ιστορία, ταυτότητα, έδαφος, συγγένεια, νομιμότητα, ισότητα και ασφάλεια. Σε γενικούς όρους, η ανάλυση τους ανάγεται κατά κύριο λόγο σε τέσσερα ευρύτερα πλαίσια: •

το πολιτικό

το οικονομικό

το πολιτισμικό

το χωρικό

Το ενδιαφέρον αυτής της εργασίας επικεντρώνεται γύρω από μία προβληματική διερεύνησης των περιπτώσεων των διχοτομημένων πόλεων με φυσικό όριο ανάμεσα στα δύο πεδία κυριαρχίας. Ιστορικά παραδείγματα που ανήκουν σε αυτό το πλαίσιο προβληματισμού, είναι το Βερολίνο, η Ιερουσαλήμ, η Λευκωσία, η Βηρυτός.

8. Simmel, Gesamtausgabe 11. Soziologie 1999 9. Graffkin και Morrissey. Planning in Divided Cities:Collaborative Shaping of Contested Space

9


5. η περίπτωση του Βερολίνου Στη συνέχεια επιχειρείται η εξέταση της λειτουργίας των ορίων στο αστικό τοπίο, μέσω του παραδείγματος του Βερολίνου, και συγκεκριμένα η μελέτη ως προς το παράδοξο του λειτουργικού δίπολου ένωσης και διαχωρισμού. Σκοπός είναι, το Τείχος να αναδειχθεί από απλή γραμμή ορίου, ως πολύπλοκος και πολυδιάστατος αστικός χώρος του οποίου η εγκατάσταση και η αφαίρεση - και οι δύο πολιτικές ενέργειες - ορίζουν σαφείς πολεοδομικές προκλήσεις. Στη συνέχεια γίνεται παράθεση ιστορικών γεγονότων και στοιχείων έρευνας με την προσδοκία να εξεταστεί κατά πόσο αφενός η ιστορία της διαιρεμένης πόλης και η παρατήρηση όσων ακολούθησαν, και αφετέρου η στιγμάτιση της πόλης από αυτά τα 155χλμ. που διαπερνούσαν το κέντρο, την ύπαιθρο και τα όρια του Βερολίνου, είναι ικανά να μιλούν για το παρελθόν και το παρόν της. Η πρώην άγονη <no man’s land> έκταση της Potsdamer Platz έχει μετατραπεί σε ένα νέο κέντρο της πόλης από μπετόν, γυαλί και μέταλλο. Στην Griebnitzsee ανάμεσα σε Potsdam και Βερολίνο, οι Βερολινέζοι κάνουν κουπί στα κανό τους εκεί, όπου στο όχι τόσο μακρινό παρελθόν οποιοσδήποτε πλησίαζε το νερό θα φοβόταν ένα πιθανό μπαράζ πυρών. Και τις Κυριακές στο Mauerpark οι άνθρωποι τραγουδούν καραόκε εκεί που οι συνοριοφύλακες περιπολούσαν, και ψήνουν λουκάνικα στην πάλαι ποτέ <λωρίδα θανάτου>. Το Τείχος του Βερολίνου είναι μέσα από τα λόγια του Hugh Gaitskell, ένα <αξιοσημείωτο φαινόμενο>. Έχουν χτιστεί στο κόσμο τείχη για να διαχωρίζουν τους λαούς ή για να κρατούν τους εχθρούς μακριά, αλλά πόσα έχουν χτιστεί για να κρατούν τους ανθρώπους μέσα; Ένα τείχος που παραμένει, παρά την ήδη εικοσιπεντάχρονη απουσία του, ένας τόπος – μία γραμμή – μνήμης και μία κατασκευή που ελάχιστα υφίσταται πλέον, πέρα της μνήμης και της φαντασίας, ωστόσο συνεχίζει να πλάθει ακατάπαυστα το τοπίο της πόλης και τις ζωές αυτών που ζουν μέσα της.

10


β μέρος.

το Βερολίνο

Η πιο βαθιά σημασία και γοητεία του Βερολίνου βρίσκεται στα αλλεπάλληλα στρώματα των παρουσών απουσιών του. Richard Shusterman

1. εισαγωγή Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά την πτώση του, το Τείχος του Βερολίνου βρίσκεται σε ένα χάσμα ανάμεσα σε μνήμη και πραγματικότητα. Πλέον απομένουν λιγότερο από δύο χιλιόμετρα από την κατασκευή που περικύκλωνε και χώριζε την πόλη ως μέρος της περιβόητης «σιδερένιας κουρτίνας» και όσο παρέμενε, ήταν ταυτόχρονα σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και ένας απτός δείκτης του γεωπολιτικού διαχωρισμού της Ευρώπης. Παρά την ιστορική του σημασία τα απομεινάρια του Τείχους σήμερα τείνουν χαθούν ολοκληρωτικά από το αστικό τοπίο. Η ασυγκράτητη αστική ανάπτυξη και οι ακόμα ενεργοί <κυνηγοί σουβενίρ> εγκυμονούν τον κίνδυνο ακόμα και τα τμήματα που έχουν τεθεί υπό προστασία να παραβιαστούν. Σταδιακά τα απομεινάρια του τείχους εξαφανίζονται. Αντίθετα με άλλες ιστορικές οχυρώσεις, όπως το Σινικό Τείχος, ή άλλα αστικά τείχη, το Τείχος του Βερολίνου δεν έχει θεμέλια, δεν αφήνει αρχαιολογικά ίχνη. Όταν εξαφανιστεί, θα εξαφανιστεί για πάντα. Αναγέρθηκε τον Αυγούστο του 1961 και για τα επόμενα 28 χρόνια καταδυνάστευσε κάθε πτυχή της ζωής της πόλης. Η οικοδόμηση του, που θεωρήθηκε τελικά αναπόφευκτη με βάση τις επικρατούσες τότε πολιτικές συνθήκες και το γεγονός ότι η ύπαρξη του σχεδόν με σιγουριά απέτρεψε πυρηνικό πόλεμο, συμβάλλουν σημαντικά στην ανάδειξη της πολιτιστικής του αξίας. Κάθε δομή υποδεικνύει κάτι πέρα από την ίδια. Συνεπώς, η κατανόηση του τείχους προσφέρει μια μοναδική διορατικότητα στην πολιτική νοοτροπία ενός καταπιεστικού καθεστώτος και όπως επισημαίνει ο Michel Foucoult «και ο αρχιτεκτονικός, και ο αστικός σχεδιασμός, και τα σχέδια και τα συνηθισμένα κτίρια, όλα, προσφέρουν πλεονεκτικά παραδείγματα ώστε να καταλάβει κανείς πως λειτουργεί η εξουσία». Αυτοί που έχτισαν το τείχος, οι πολίτες Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου, οι πρόσφυγες και οι πενθούντες, όλοι αλληλεπίδρασαν με το οχυρωμένο σύνορο με διαφορετικούς τρόπους.Η πραγματικότητα του Τείχους για τους Δυτικούς ήταν τελείως διαφορετική από την εμπειρία της Ανατολικής πλευράς. Αυτή η ασάφεια στην αντίληψη είναι κάτι που συχνά παραμερίζεται, αν όχι αγνοείται, αλλά αξίζει να επισημανθεί καθώς καθόρισε τη μορφή και τη μεταχείριση όσων άφησε πίσω. Από το ξεκίνημα το Τείχος ήταν σύμβολο διαίρεσης, εγκλεισμού, και τελικά της αποτυχίας μιας ιδεολογίας. Η σύλληψη του αλλά και η κατασκευή του ήταν οπτικά εντυπωσιακή και ταυτόχρονα εκφοβιστική, μία κατασκευή τόσο αλλόκοτη, που αν δεν διαφυλαχθούν οι ελάχιστες εναπομένουσες υλικές αποδείξεις, οι επόμενες γενιές δε θα πιστεύουν ότι υπήρξε ποτέ. Ακόμα και σήμερα το συνοδεύει ένας μύθος, και συνάμα μια ασάφεια για το ίδιο και την εξέλιξη του. Με βάση τις παραμέτρους-αξίες του Alois Riegl περί αξίας σκοπιμότητας των μνημείων μπορεί κανείς να θεωρήσει πως το Τείχος του Βερολίνου έγινε η πεμπτουσία των μη σκόπιμων μνημείων της μεταπολεμικής Ευρώπης.

11


12


13


Αντίθετα με τη στατική εικόνα που είναι χαραγμένη στην παγκόσμια συνείδηση, το Τείχος ως σύμβολο και ως δομή ήταν μια περίπλοκη και πολύπλερη ολότητα που αντιπροσωπεύε πολλά πράγματα για πολλούς ανθρώπους: κενό, μνήμη, απώλεια, απουσία, τραγωδία, φυλακή, ερείπιο.

Το τείχος είναι ένα κείμενο σε ισχύ. Δεν υπάρχει μόνο μία ανάγνωση.

2. Σύντομη ιστορία της διαίρεσης [κατασκευή και κατεδάφιση] 2.1 γένεση Στις 13 Αυγούστου του 1961 στη 1.00 τη νύχτα, έσβησε το φως της πύλης του Βρανδεμβούργου και μέλη της αστυνομίας και των κλιμακίων αγώνα παρατάχθηκαν στα σύνορα. Δέκα λεπτά μετά το ραδιόφωνο της DDR ανακοίνωσε ότι στα σύνορα με το δυτικό Βερολίνο έμπαινε σε εφαρμογή μία τακτοποίηση (Ordnung). Μέσα σε λίγες ώρες τα σύνορα περιφράσσονταν με συρματόπλεγμα, το οποίο τις επόμενες εβδομάδες και μήνες αντικαταστάθηκε από μια πιο συμπαγή κατασκευή, που διασφάλιζε τη ξεκάθαρη οριοθέτηση ανάμεσα στα δύο γερμανικά κράτη: το οικοδόμημα που έμεινε γνωστό ιστορικά ως το Τείχος του Βερολίνου. Οι προϋποθέσεις για τη διαίρεση του γερμανικού χώρου τοποθετούνται στις μεταπολεμικές πολιτικές ρυθμίσεις της ηττημένης Ναζί-Γερμανίας. Η ήττα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου σήμαινε για το Βερολίνο τον εδαφικό διαχωρισμό του σε τέσσερις τομείς κατοχής και την επιβολή στρατιωτικής διοίκησης από τους Συμμάχους. Το Βερολίνο έγινε τόπος συνεχούς αντιπαράθεσης των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς η κοινή πολιτική για το μέλλον της Γερμανίας κρίθηκε αδύνατη εξαιτίας των διαφορετικών συμφερόντων που διακυβεύονταν. Οι κατεχόμενες περιοχές εξαιτίας της επίδρασης διαφορετικής πολιτικής εξουσίας – Σοβιετική Ένωση από τη μία και Η.Π.Α., Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία από την άλλη – ακολούθησαν διαφορετική εξέλιξη σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η ασταθής κατάσταση που επικρατούσε από την πάλη των δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα την έντονη κινητικότητα του γερμανικού πληθυσμού με την ελπίδα της επανεύρεσης της χαμένης πατρίδας, από τα δυτικά στα ανατολικά και αντιστρόφως. Ένα οικονομικό γεγονός επέφερε την οριστική ρήξη ανάμεσα στους Συμμάχους στις 20 Ιουνίου 1948 με την αλλαγή νομίσματος στη Δυτική Γερμανία. Μετά από ένα χρόνο, με την επίσημη ίδρυση των δύο γερμανικών κρατών και την κλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου, τα γεγονότα επιδρούσαν αυξητικά προς την ανάγκη διασφάλισης και οριοθέτησης των περιοχών εξουσίας. Σε πρώτο βαθμό αυτό εφαρμόστηκε με ρυθμίσεις και ελέγχους μετακίνησης για τους πολίτες των δύο κρατών. Το Μάιο του 1952 όμως κλείνουν τα σύνορα, και μία γραμμή 1378 χιλιομέτρων διχοτομεί το γερμανικό έδαφος. Η μετανάστευση των πολιτών προς τη Δυτική πλευρά εντείνεται τα επόμενα χρόνια. Η πρόταση σύναψης συνθήκης ειρήνης ανάμεσα σε Chrustschow και Kennedy δεν οδηγεί σε συμφωνία, ενώ η τεταμένη κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία με τις απέλπιδες προσπάθειες αναχαίτισης της μετανάστευσης από τη μία και τη δυσχερή οικονομική κατάσταση σε αντίθεση με τη Δύση από την άλλη, καταλήγουν στη σύλληψη σεναρίου εξόδου της κρίσης με την πρόταση του Ulbricht το 1961 για την ανέγερση του τείχους. Αργότερα έγινε γνωστό πως ο Ulbricht ζητούσε άδεια από τη Μόσχα για χρόνια για την περίφραξη των συνόρων. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως το Βερολίνο αποτέλεσε μια οχυρωμένη πόλη για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του. Στην συνολική έκταση του Βερολίνου ο Akzise-Mauer του 1734 άφησε τα ίχνη του για το Τείχος του 1961. Μέσα στο κέντρο της πόλης το Τείχος

14


οικοδομήθηκε στα διοικητικά όρια των υποπεριοχών όπως αυτά είχαν χαρτογραφηθεί το 1920 και τροποποιηθεί το 1938. (γεγονός που δημιούργησε αρκετά παράδοξα φαινόμενα, όπως για παράδειγμα στην Bernauerstraße όπου τα μπαλκόνια των κτιρίων της Ανατολικής πλευράς προεξείχαν προς τη δυτική).

2.2 πτώση Τόσο η ανέγερση του όσο και η κατεδάφιση του στιγματίζονται από ένα κοινό μοτίβο (Leitmotiv): την έξοδο. Το 1989 η εσωπολιτική κατάσταση στη DDR είχε οξυνθεί: η οικονομία βρισκόταν σε κρίση και η δυσαρέσκεια του πληθυσμού αυξανόταν. Ο αριθμός πολιτών της DDR που εγκατέλειπαν τη χώρα πολλαπλασιαζόταν, ενώ παράλληλα πύκνωναν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, υπό το σύνθημα < Wir sind das Volk>(= εμείς είμαστε ο λαός). Η κυβέρνηση βρισκόταν υπό πίεση για την ανεύρεση λύσης που θα ρύθμιζε το έντονο και ανεξέλεγκτο κύμα μετανάστευσης, και έτσι υποχρεωτικά αποφάσισε τη ρύθμιση ελεύθερης εξόδου από τη χώρα. Στις 9 Νοεμβρίου 1989 η δήλωση του μέλους του SED, Günter Schabowski, σε διεθνές συνέδριο, πως οι πολίτες της DDR δικαιούνταν αίτηση εξόδου από τη χώρα, σηματοδότησε την αρχή του τέλους. Σε λίγα λεπτά οι ειδήσεις στη Δύση μετέδιδαν πως το Τείχος είναι ανοιχτό και χιλιάδες κόσμος έσπευσε στις θέσεις διέλευσης. Χωρίς οδηγίες για το χειρισμό της κατάστασης και υπό την πίεση του πλήθους, οι φύλακες των συνόρων δεν είχαν άλλη επιλογή από την άμεση και ελεύθερη διάνοιξη των συνόρων. Από το ίδιο το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου ξεκίνησε μια μη σχεδιασμένη, παρορμητική και ανεξέλεγκτη κατεδάφιση από τους αποκαλούμενους <Mauerspechte> (=οι δρυοκολάπτες του Τείχους) οι οποίοι γκρέμιζαν το Τείχος με σφυρί και καλέμι και σύλλεγαν τα κομμάτια του ως τρόπαια του θριάμβου, τα οποία σύντομα βρέθηκαν σε όλο τον κόσμο. Το γκρέμισμα του Τείχους είχε πάρει χαρακτήρα μιας λαϊκής γιορτής. Μέχρι τα Χριστούγεννα είχε αρχίσει να χάνεται τελείως από την εικόνα της πόλης. Η συστηματική κατεδάφιση ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου 1990 και με την ενοποίηση στις 3 Οκτωβρίου 1990 και την επίσημη ανάληψη της διαδικασίας από το κράτος, το γκρέμισμα ολοκληρώθηκε μέχρι το τέλος του 1990.

3. για τη δομή Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, το Τείχος ήταν μια κατασκευή πολύ πιο πολύπλοκη απ’ όσα συνεπάγεται το όνομα. Το <Τείχος> αναφερόταν σε μια περίπλοκη και συνεχώς μεταβαλλόμενη και εξελισσόμενη δομή που ενσωμάτωνε αρχιτεκτονικά και μη στοιχεία. Γεγονός που συχνά παραβλέπεται είναι πως το Τείχος υπήρχε και λειτουργούσε αποτελεσματικά για τους σκοπούς του, όχι εξαιτίας του μπετόν και του συρματοπλέγματος, αλλά εξαιτίας των όπλων της συνοριοφυλακής. Παρακάτω περιγράφονται τόσο τα δομικά χαρακτηριστικά του, όσο και το ανθρώπινο δυναμικό περιφρούρησης.

4. κατασκευαστική δομή Οι ιστορικοί έχουν διακρίνει 4 γενιές εξέλιξης: 1.

Μερικές μέρες μετά την 13η Αυγούστου οικοδομήθηκε τοίχος από μεγάλους ογκόλιθους με σημειακές αντιστηρίξεις, ο οποίος στέφθηκε με συρματόπλεγμα

15


φτάνοντας τα 2μ ύψος. 2.

Κατά τους επόμενους μήνες το Τείχος ενισχύθηκε με διάφορους τρόπους, είτε με ανύψωση σημείων ή αντικατάσταση τους από πλάκες μπετόν κυρίως σε σημεία περιστατικών φυγαδεύσεων με αμάξι.

3.

Από το 1965 το τείχος της πρώτης γενιάς αντικαταστάθηκε με ένα τείχος άλλης οικοδομικής λογικής. Οπτικά και λειτουργικά βελτιωμένο αλλά με πολλά αδύναμα σημεία και ελλείψεις.

4.

Grenzmauer 75. Μετά από δοκιμές σε προκατασκευασμένα υλικά στα μέσα του 70 επιλέχθηκε το UL12.41 για την οικοδόμηση της πιο συμπαγούς και αδιαπέραστης μορφής του τείχους, αυτής που ταυτίζεται με την παρούσα εικόνα του Τείχους

Ντοκουμέντα στο Berliner Mauer-Archiv περιγράφουν προτάσεις για την 5η γενιά περί εκμοντερνισμoύ των υπαρχόντων μηχανισμών και ενίσχυσης τους. Η σύγχρονη επικρατούσα εικόνα του Τείχους ταυτίζεται με την όψη από τα δυτικά, την <εχθρική πλευρά>. Ωστόσο το Τείχος αποτελούσε ένα περιπλοκότερο σύστημα που περιγράφεται ως εξής – από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά: Σε πρώτο επίπεδο σήματα με λευκό-κόκκινο ενδεικτικό με την επιγραφή <Περιοχή ορίου: η είσοδος απαγορεύεται> προειδοποιούσαν για την προσέγγιση των συνόρων. Σε προβληματικές θέσεις έγιναν επιπλέον ρυθμίσεις υπό τον όρο <προκαταρκτική ασφάλεια> με την εγκατάσταση φραχτών, παρτεριών, τοίχων για ενίσχυση της φύλαξης. Η όψη του τείχους για τους Ανατολικογερμανούς ήταν βαμμένη με λευκά ορθογώνια σε γκρι πλαίσιο υποδηλώνοντας πως δεν πρόκειται για κάποιον τυχαίο τοίχο. Ο τοίχος αυτός αναφέρεται ως <Hinterlandsicherungsmauer> (τοίχος ασφάλειας της ενδοχώρας). Από την πίσω πλευρά εκτεινόταν η περιοχή που έμεινε γνωστή ως <λωρίδα θανάτου> και εκεί ήταν βαμμένος λευκός ώστε οι φυγάδες να είναι ορατοί τη νύχτα. Ηλεκτρικοί φράχτες, πύργοι φύλαξης και άλλα εμπόδια τοποθετούνταν σε σημεία κατά μήκος της λωρίδας θανάτου, την οποία διέσχιζαν μια συνεχόμενη σειρά με κολώνες και λάμπες (Kolonnenweg-Lichtstraße), διάδρομοι για περιπολία. Από την άλλη μεριά <το μπροστινό ανασταλτικό στοιχείο> (Sperrelement), αυτό που έμεινε στη δυτική αντίληψη ως το Τείχος προοικονομούνταν από την ένδειξη προειδοποίησης σε ηλεκτρικούς στύλους με τη χρωματική σειρά κόκκινο-λευκό-πράσινοκόκκινο. Ιδιάζουσα κατάσταση αποτελούσαν οι θέσεις διέλευσης που προβλέπονταν για πεζούς, φορτηγά πλοία, αμάξια και το τρένο.

5. υποδομές-φρουρά Όπως προαναφέρθηκε το Τείχος αποτελούσε μια ενότητα πραγμάτων, ένα ενιαίο σύστημα φύλαξης των συνόρων. Σε αυτό το σημείο μας ενδιαφέρει η επίδραση του ορίου στο δίκτυο υποδομών. Σε αυτό το πλαίσιο αναφέρεται πως ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 50 ξεκίνησαν οι μεταρρυθμίσεις που ευνόησαν την οικοδόμηση του Τείχους. Συγκεκριμένα η κατασκευή του κυκλικού περιφερειακού σιδηροδρόμου και η Schnellstraße από Potsdam προς Schönefeld, ήταν έργα τα οποία έκαναν δυνατή τη μετακίνηση χωρίς το πέρασμα από το Δυτικό Βερολίνο. Μετά την οικοδόμηση του Τείχους ανεγέρθηκαν πολυάριθμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε άμεση σχέση με αυτό, πρόχειρες και γρήγορες κατασκευές που κατά κύριο λόγο στέγαζαν τεχνικές και συμπληρωματικές λειτουργίες: garage, οικονομικά παραρτήματα, συνεργεία, κλουβιά για τα σκυλιά και στη συνέχεια καταλύματα για τους στρατιώτες. Παράλληλα μεγάλοι πρώην στρατώνες εγκαταλείφθηκαν καθώς δεν πληρού-

16


σαν τις νέες απαιτήσεις, ενώ εμφανίστηκαν ιδιότυπα περιστατικά στέγασης στρατιωτικών εγκαταστάσεων, όπως ιδιωτικές κατοικίες πάνω στον Spree που μετατράπηκαν σε καταλύματα για το στρατιωτικό λόχο 3 και δύο παλάτια – Schloss in Schenkendorf και Sacrow στο Potsdam – που τέθηκαν στην υπηρεσία του στρατού για την εκπαίδευση των σκύλων. Μετά τα το 1964, με την οικονομική μέριμνα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, έγιναν νέα σχέδια για τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις με τη λογική της μείωσης σε αριθμό αλλά μεγέθυνσης τους, για τις οποίες λήφθηκαν υπόψη οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες των περιοχών. Κατά κύριο λόγο επρόκειτο για τυποποιημένα ορθολογιστικά κτίρια και συγκροτήματα, σε συνδυασμό με τα οποία είχαν εξίσου σημαντικό ρόλο οι μεγάλες εκτάσεις για περιοχές άσκησης, οι οποίες ήταν τουλάχιστον 5 δίπλα σε κάθε στρατώνα.

6. η ζωή στα σύνορα Στις 21 Ιουνίου 1963 ορίστηκαν ειδικές ρυθμίσεις που περιέγραφαν όλους τους κανόνες και τους περιορισμούς στη ζώνη ελέγχου και στη ζώνη προστασίας. Ενδεικτικά κόκκινα – λευκά με την επιγραφή <περιοχή συνόρων> προετοίμαζαν τους πολίτες για την προσέγγιση η οποία ήταν δυνατή μόνο για όσους εργάζονταν ή κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές με την επίδειξη πιστοποιημένων σφραγίδων. Δικαίωμα κατοικίας είχαν μόνο ορισμένες ομάδες <αξιοπιστίας> θέτοντας σε αποκλεισμό άτομα που ζούσαν εκεί και μετακόμισαν, ξένους από καπιταλιστικά κράτη, όσους είχαν ποινικό μητρώο, όσους είχαν <εχθρική θέση απέναντι στο προλεταριάτο> κ.α. Παρά τις περίπλοκες ρυθμίσεις που οργάνωναν τη ζωή των ανθρώπων στα σύνορα, τους περιορισμούς και τους ελέγχους, μετά την πτώση πολλοί κάτοικοι αυτών των περιοχών δυσαρεστήθηκαν από τις απότομες αλλαγές καθώς η ολική απουσία ξένων και η έλλειψη κίνησης και φασαρίας, είχαν δημιουργήσει ένα (υπέρ-)βολικό κλίμα ησυχίας και ιδιωτικότητας.

7. εικόνες του Τείχους- αντίληψη και σημασία Η επικρατούσα εικόνα του τείχους δηλώνεται σήμερα με εντυπωσιακό τρόπο μέσω των μνημειακών και καλλιτεχνικών στίξεων στο δημόσιο χώρο, αφενός με τη διπλή σειρά λιθόστρωτου μήκους 8χλμ και αφετέρου με τις καλλιτεχνικές επεμβάσεις σε σημαντικά σημεία, όπως Bornholmerstraße, Chausseestraße, Invalidenstraße, Checkpointcharlie κλπ, κατόπιν κήρυξης διαγωνισμού καλλιτεχνικής ανάπλασης το 1996 με τον τίτλο <Übergang> (πέρασμα). Σε αντίφαση όμως με την πραγματική υπόσταση του Τείχους, οι μνημειακές αναπλάσεις επεξεργάζονται μόνο το όριο της δυτικής πλευράς (εκτός από την East Side Gallery). Το χάσμα στην αντίληψη του Τείχους ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι δυνατόν να αναχθεί στη διαφοροποίηση των λέξεων τοίχος(Wand) και τείχος (Mauer). Για τους δυτικούς το Τείχος του Βερολίνου ήταν μια απτή πραγματικότητα. Μία επιφάνεια με την οποία μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν σωματικά, να βάψουν, να κάνουν graffiti, να τη διαπεράσουν κάνοντας μια σύντομη επίσκεψη στην Ανατολική πλευρά, που με τα χρόνια είχε καταστεί ένα οικείο και αποδεκτό κομμάτι του status quo. Πολλοί τουρίστες έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε έναν <μαύρο τουρισμό> ώστε να πλησιάσουν στη γραμμή του Τείχους και από υπερυψωμένες πλατφόρμες να ρίξουν μια ματιά προς την άλλη πλευρά – πάντοτε από απόσταση ασφαλείας – χωρίς την επίγνωση της καταγραφής αυτών των

17


κινήσεων από τη συνοριοφυλακή ως <προβοκατόρικη συμπεριφορά ατόμων κοντά στα σύνορα του κράτους>. Για τον Sigur Wendland τέτοιες συμπεριφορές θύμιζαν το τρενάκι του τρόμου αλλά παρ’ όλ’ αυτά ανήκαν σε κοινές πρακτικές στην δυτική πλευρά. Για τη δύση επρόκειτο απλά για έναν τοίχο, μία πλάτη που έκρυβε μια παράλληλη πραγματικότητα. Η πλευρά αυτών που το έχτισαν Για τους ανατολικούς τα πράγματα ήταν ακραία. Όταν για τον υπόλοιπο κόσμο το Τείχος είχε παγιωθεί ως κομμάτι της κοινής πραγματικότητας, οι καταγραφές των συνοριοφυλάκων περιγράφουν καταστάσεις έντασης και συνεχούς απειλής κατά τις οποίες οποιαδήποτε κίνηση κοντά στα σύνορα θεωρούνταν πρόκληση ή επίθεση, γεγονός με μοιραία αποτελέσματα που κόστισαν τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Η ίδια περιορισμένη αντίληψη επηρέασε και το γκρέμισμα του: όλοι έσπευσαν να γκρεμίσουν την <εικόνα>, ενώ έμεινε πολύ περισσότερο μέρος του μπροστινού τείχους(του τείχους της ανατολικής πλευράς). Το Τείχος έστεκε για σχεδόν 30 χρόνια υπενθυμίζοντας στους Ανατολικούς Γερμανούς τη φυλάκιση. Η κυβέρνηση είχε προετοιμάσει το έδαφος για την ομαλή αποδοχή του ορίου πριν την οικοδόμηση του και την ενίσχυε και κατόπιν της ανέγερσης. Σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις της κυβέρνησης το Τείχος, αποκαλούμενο ως <αντιφαστιστικό ανάχωμα προστασίας> (Antifaschistisches Schutzwall) για την πραγματικότητα των Ανατολικών Γερμανών στρεφόταν προς την καπιταλιστική Δύση και έστεκε για την απώθηση πιθανών εχθρικών κινήσεων της. Η χαρτογράφηση της πόλης εκ μέρους των Ανατολικών παρουσίαζε μια εικόνα του Βερολίνου με τα σύνορα έντονα μαρκαρισμένα, ενώ την πλευρά του δυτικού Βερολίνου με λευκό όπως μια terra incognita. Στις επόμενες γενιές η γεωγραφική επεξήγηση της διαίρεσης ήταν περιττή καθώς για τους νέους το δυτικό Βερολίνο ήταν τόσο μακριά όσο και η Νέα Υόρκη και το Hollywood, μέρη όπως τα γνώριζαν μέσα από τη δυτική τηλεόραση. Παρόλ’ αυτά η κυβέρνηση απέτρεπε συστηματικά την καταγραφή και φωτογράφιση της εικόνας του τείχους από την ανατολική πλευρά με αποτέλεσμα να γνωρίζουμε πολύ λίγα για την επίδραση στις ζωές, την καθημερινότητα, τη στρατολόγηση και εκπαίδευση των ταγμάτων που ανήκαν στο σύνολο των στοιχείων που αποκαλούμε Τείχος. Από τα λίγα που γνωρίζουμε διαπιστώνεται πως η ύπαρξη του Τείχους καταδυνάστευσε ψυχικά και πνευματικά πολλούς πολίτες της DDR, σε σημείο να καταγράφονται, σπάνια βέβαια, ακόμα και κλινικά περιστατικά κατάθλιψης με τον όρο <Mauerkrankheit>(=ασθένεια του Τείχους).

Εμείς στη DDR ζούσαμε με την επίγνωση ότι το σύστημα ζει περισσότερο από σένα. Δεν μπορείς να το αποφύγεις. Rainer Eppelman

Οι άνθρωποι στην Ανατολική πλευρά ζούσαν, ή αναγκάζονταν να ζουν, υπό μια οργουελική άρνηση της πραγματικότητας, σύμπτωμα μιας πολιτικής επιχείρησης εξομάλυνσης μιας τελείως αλλόκοτης κατάστασης.

8.ο δρόμος για την επανένωση Στις 3 Οκτωβρίου 1990 τα δύο γερμανικά κράτη επανενώθηκαν, μετά από 45 χρόνια διαίρεσης που ξεκίνησε με τη μεταπολεμική κατοχή και πήρε σάρκα και οστά με το κλείσιμο

18


των συνόρων το 1952 και την οικοδόμηση του Τείχους το 1961. Μετά την πτώση του τείχους η πολιτική απόφαση επανένωσης ήταν αναπόφευκτη. Αυτό όμως δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Ναι μεν όλοι οι πολίτες μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν την ίδια καταγωγή και πολιτισμό, αλλά για 40 χρόνια έζησαν σε διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά συστήματα. Είναι αλήθεια πως η αρχική ευφορία της επανένωσης σύντομα ακολουθήθηκε από απογοήτευση. Μεγάλο μέρος του Ανατολικού πληθυσμού δυσανασχετούσε με την οφθαλμοφανή αποικιοποίηση της δύσης, συνειδητοποιώντας ότι το νέο Βερολίνο θα σχεδιαζόταν κυρίως υπό δυτικούς όρους.

Ακόμα πιστεύω, όπως και στο παρελθόν ότι δε θα έπρεπε να έχουμε προσαρτήσει έτσι την Ανατολική Γερμανία με αυτόν τον εσπευσμένο τρόπο. Είναι τρελό ότι χάσαμε τέτοια τεράστια ευκαιρία. Δεν έπρεπε να έχουμε καταπνίξει αυτή τη στιγμή, όταν, μετά από δύο δικτατορίες η δημοκρατική επίγνωση άνθιζε σε αυτές τις διάσημες λέξεις < Εμείς είμαστε ο λαός>. Από καιρού η χώρα και η βιομηχανία της είχαν ρευστοποιηθεί, ενώ η Treuhand πούλησε όλα τα κεφάλαια της για το τίποτα. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης μεταπολεμικής περιόδου, αυτοί οι 17 εκατομμύρια άνθρωποι έπρεπε να κουβαλήσουν το κύριο φορτίο ενός πολέμου που διεξήχθη και χάθηκε από όλους τους Γερμανούς. Günter Grass, σε συνέντευξη το 2010

Η ένωση ήταν σπουδαίο επίτευγμα αλλά για πολλούς Ανατολικούς Γερμανούς, τους έκανε να αισθάνονται ότι οι ζωές τους μέχρι τότε ήταν χωρίς νόημα.[…] Δεν είμαι νοσταλγικός αλλά απ’ όσο θυμάμαι δεν πηγαίναμε κάθε μέρα στις δουλειές μας με σκυμμένα τα κεφάλια. Matthias Platzeck

Όπως περιγράφει στο βιβλίο της η Jana Hensel, μαζί με τις κακές αναμνήσεις που σαρώθηκαν με την ενοποίηση, χάθηκαν και τα απλά καθημερινά πράγματα – βιβλία, τηλεοπτικές εκπομπές, μάρκες γλυκών κλπ. Η ίδια ήταν αρκετά νέα ώστε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα μετά την πτώση του Τείχους, κάτι που αποδείχθηκε δυσκολότερο για τη προηγούμενη γενιά. Παρ’ όλ’ αυτά γράφει:

…το πρώτο μισό της ζωής μας μοιάζει πολύ μακρινό. Ακόμα και όταν προσπαθούμε, δε θυμόμαστε πολλά. Τίποτα δε μένει από την χώρα της παιδικής μας ηλικίας – που είναι ακριβώς ότι ήθελαν όλοι – και τώρα που έχουμε μεγαλώσει και είναι σχεδόν πολύ αργά, ξαφνικά μου λείπουν όλες οι χαμένες αναμνήσεις… Θα ήθελα να ανιχνεύσω από πού ερχόμαστε, να ξανανακαλύψω χαμένες αναμνήσεις και ξεχασμένες εμπειρίες. Η νοσταλγία για την Ανατολική Γερμανία απέκτησε τον δικό της όρο, <Ostalgie>, και δεν αφορά τόσο την επιστροφή στο παρελθόν, αλλά την πικρία για τις αισθητές απουσίες του παρόντος. Οι άνθρωποι εγγενώς αντιστέκονται στην αλλαγή, και ως εκ τούτου η κατεδάφιση του τείχους έχει προκαλέσει στους ανθρώπους μία παράξενη αίσθηση απώλειας. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται στη σύγχρονη αντίληψη, το Τείχος για όλα αυτά τα χρόνια αποτελούσε μία σταθερά που διασαφήνιζε και διατηρούσε την ταυτότητα των ανθρώπων. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως ανάμεσα στις πολυάριθμες αρνητικές συνέπειες του διαχωρισμού το Τείχος σηματοδοτούσε και ένα όριο ανάμεσα σε δύο στρατιωτικά μπλοκ – Warschauer Pakt και ΝΑΤΟ – και με την ύπαρξη του διασφάλισε την ειρήνη στην Ευρώπη, καθώς απέτρεψε την πολεμική αντιπαράθεση σε περίπτωση που η DDR εισερχόταν υπό τον πλήρη έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης. Επίσης ευνόησε τη Δύση συγκεντρώνοντας το

19


παγκόσμιο ενδιαφέρον και συνεχή οικονομική ενίσχυση από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ εμβολίασε την Ανατολική Γερμανία από επιδημίες εγκληματικότητας, ναρκωτικών και AIDS που μάστιζαν το δυτικό κόσμο. Το βέβαιο είναι πως η πραγματική ενοποίηση της Γερμανίας παραμένει έργο σε εξέλιξη.

9. τι άφησε Ταξιδεύοντας μέσα στο Βερολίνο με το τρένο παρατηρεί κανείς λωρίδες γης από το φυτό σέδο (sedum). Αυτό το μικρό φυτό ήταν από τα πολύ λίγα φυτά ανθεκτικά στις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούσαν στη λωρίδα θανάτου και απέτρεπαν την ανάπτυξη βλάστησης. Βλέποντας αυτές τις λωρίδες βλάστησης μπορεί κανείς να ακολουθήσει νοητά την πορεία του Τείχους να διαπερνά την πόλη. Χωρίς να το θέλει κανείς και χωρίς σχεδιασμό υπάρχει ακόμα ένας αστικός διάδρομος από Βορρά προς Νότο: ένα τοπίο μνήμης γεμάτο με απομεινάρια και ίχνη του πρώην ορίου. Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος του έχει πλέον αφαιρεθεί, έχει αφήσει τα ίχνη του, ως δομή αλλά και στη συνείδηση των ανθρώπων. Με την κατεδάφιση του μαρτύρησε κενούς χώρους και μετατράπηκε σε ένα μνημείο της σκιάς. Τα απομεινάρια του μοιάζουν άθλια, μίζερα και παραμελημένα, και αργά και σταθερά εξαφανίζονται ολικά από την εικόνα της πόλης. Ότι απέμεινε, εξιστορεί περισσότερο την αναίρεση του ορίου, παρά τα 28 χρόνια της διαίρεσης. Στα 110χλμ που διένυε εκτός του κέντρου της πόλης σήμερα εμφανίζονται αξιοπρόσεκτα φαινόμενα: σε πολλά σημεία η πρώην λωρίδα θανάτου ξεχωρίζει διακριτικά από την πυκνή δόμηση του Δυτικού Βερολίνου ως μια ελεύθερη έκταση πυκνής βλάστησης, ενώ άλλα σημεία οικοδομήθηκαν πολύ σύντομα μετά την κατεδάφιση φτηνές τυποποιημένες κατοικίες, ενώ σε άλλα σημεία το όριο αναγιγνώσκεται ακόμα από σειρές θάμνων, σειρές κατοικιών, φράχτες που πήραν την κενή θέση που άφησε στον αστικό ιστό. Τα 155 συνολικά χιλιόμετρα που διένυε το τείχος συγκροτούν σήμερα ένα μοναδικό δοχείο μνήμης. Ο ιστορικός τέχνης Martin Warnke τελείως δικαιολογημένα χαρακτήρισε αυτό το σημαδεμένο στρατιωτικά τοπίο ως <πολιτικό τοπίο>.

10. μνημειακή αξία Η ανέλπιστη πτώση του Τείχους σηματοδότησε την αφετηρία ριζικών αλλαγών στην Ανατολική Γερμανία και μιας νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη. Το γεγονός πως αυτό το δεδομένο και στατικό όριο μπόρεσε να καταρριφθεί τόσο ξαφνικά και ανέλπιστα είναι το πιο εντυπωσιακό μήνυμα που αποτύπωσε στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Μετά το 1989/1990 επιχειρήθηκε να εκτοπιστεί και να ξεχαστεί τελείως. Αν και πλέον οπτικά έχει κατά μεγάλο μέρος εξαφανιστεί, παραμένει μια ηχηρή και δυναμική απουσία ικανή να γεννήσει αμφίθυμες αναμνήσεις. Η επίγνωση της απουσίας του φορτίζει συναισθηματικά το χώρο που κάποτε καταλάμβανε. Ο τόπος και η μνήμη είναι έννοιες στενά συνδεδεμένες που η μία προκαλεί και την άλλη. Συνεπώς, η αρχιτεκτονική και οι αστικές υποδομές γίνονται οι πιο ευνοϊκοί φορείς της συλλογικής μνήμης συνυφασμένη με την ατομική βιογραφική μνήμη, και αντιπροσωπεύουν ένα αξεδιάλυτο μείγμα από αναμνήσεις και πράγματα που έχουν ξεχαστεί.

20


Από τα παραπάνω αναδεικνύεται η θεμελιώδης αξία των υλικών ιχνών, καθώς αυτά διαμορφώνουν τη συλλογική ταυτότητα. Για τον ίδιο λόγο η απομάκρυνση του ορίου γέννησε αισθήματα απώλειας και ανασφάλειας, παρά την παραπάνω από ευπρόσδεκτη κατεδάφιση του. Για σχεδόν 30 χρόνια το Τείχος όριζε τη συλλογική ταυτότητα της κάθε πλευράς και κατά τη λειτουργία του οι όροι ήταν ξεκάθαροι και γνωστοί.

Η πνευματική μας ισορροπία είναι κατά πολύ -και κυρίως προέρχεται- από το γεγονός ότι τα υλικά αντικείμενα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή στην καθημερινή μας ζωή δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν σε έναν μικρό βαθμό και μας προσφέρουν μια εικόνα μονιμότητας και σταθερότητας. Ισοδυναμούν με μία σιωπηλή και στατική κοινωνία η οποία δεν παίρνει μέρος στην ταραχή μας και αλλαγές στη διάθεση μας και μας παρέχει μια εντύπωση ειρήνης και τάξης. Auguste Comte

Το κενό του Τείχους παραμένει σήμερα ως μια <αρχιτεκτονική της σκιάς> – δηλαδή κατασκευές που έχουν ολικά εξαφανιστεί αλλά παραμένουν ως μη ορατές παρουσίες μέσω της επίγνωσης ότι κάποτε υπήρχαν – και υπογραμμίζει πως η υλική αναίρεση του ορίου δεν συνεπάγεται αυτόματα τη διαγραφή του από τις συνειδήσεις των ανθρώπων και την ιστορία του τόπου.

11. χειρισμοί Το κενό που άφησε η κατεδάφιση του Τείχους αποτέλεσε τα επόμενα χρόνια επίκεντρο δράσης καλλιτεχνών, αλλά και πολιτικών φιλοδοξιών. Δύο πρότζεκτ καλλιτεχνικών παρεμβάσεων στο δημόσιο χώρο επικράτησαν: η διπλή σειρά λιθόστρωσης με την επιγραφή <Berliner Mauer 1961-1989> και η χάλκινη αντίστοιχη ζώνη, που ιχνηλατούν την πορεία του πρώην ορίου. Στις καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις συγκαταλέγονται μια φωτογραφική εγκατάσταση στο Checkpoint Charlie που απεικονίζει δύο στρατιώτες υπενθυμίζοντας τη σύγκρουση των Σοβιετικών και Αμερικάνων, ενώ στην Bernauer straße βρίσκεται το μνημείο του Τείχους και μια αρχιτεκτονική εγκατάσταση μουσειακής διαδρομής που ενημερώνει για την ιστορία του δρόμου. Σε γενικό πλαίσιο όμως κρίνεται πως οι χειρισμοί ήταν αμήχανοι και χωρίς συστηματικό σχεδιασμό. Η μοίρα του Τείχους έγινε αντικείμενο ενδιαφέροντος για πολλούς αρχιτέκτονες και πολεοδόμους. Ενδεικτικά παρατίθεται η άποψη του αρχιτέκτονα Richard Rogers, η οποία φυσικά δεν εισακούστηκε αλλά δίνει μια ενδιαφέρουσα οπτική, στο χειρισμό αποκατάστασης του χάους που προέκυψε από την αφαίρεση του ορίου από το τοπίο της πόλης.

Η πρόταση μου ήταν: το τείχος είναι μεν άσχημο, αλλά είναι ακόμα εκεί, ας το χρησιμοποιήσουμε για κάτι, τόσο μοναδικό που είναι. Ας φυτέψουμε κατά μήκος δέντρα ή να φτιάξουμε ένα κανάλι, ποδηλατοδρόμο. Ας το μετατρέψουμε στο πιο μακρύ δημόσιο έργο. Ένας βερολινέζος θα μπορούσε να το θεωρήσει ως μια αρκετά κυνική πρόταση. Ήταν απολύτως σαφές ότι κανείς δεν ήθελε καμία ανάμνηση από το τείχος – με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχω υπολογίσει λάθος την κατάσταση. Αυτό με έχει κατά κάποιον τρόπο εντυπωσιάσει. Ότι πραγματικά θέλουμε να ξεχάσουμε το παρελθόν. Η σωστή απάντηση βρίσκεται όμως στο να αξιοποιήσουμε το παρελθόν. Richard Rogers

21


12. Ζeitzeuge/ μάρτυρες εποχής

Έχουμε την υποχρέωση να διατηρήσουμε τα ντοκουμέντα αυτής της παραφροσύνης, ώστε να προετοιμαστούμε ενάντια σε κάθε ένδειξη επιστροφής. Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας το απίστευτο φαινόμενο της ανοικοδόμησης του τείχους. Σύντομα κανείς δεν πρόκειται να μας πιστεύει πως κάτι τέτοιο υπήρχε σε μια μεγάλη πόλη. Χρειαζόμαστε συνεπώς τα απομεινάρια αυτού του φρικτού οικοδομήματος ως εναπομείναντες μάρτυρες μιας εποχής… Πρόκειται για χαρακτηριστικές περιοχές της πόλης μας. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να καταλάβει, γιατί τώρα, που έχουμε απελευθερωθεί από αυτήν την πίεση, πρέπει να αντέξει κανείς και στο μέλλον τα καταθλιπτικά αυτά απομεινάρια της πόλης. Jörg Haspel

Μετά την επίσημη δήλωση για ελευθερία εξόδου από τη χώρα, οι Βερολινέζοι ορμήθηκαν στους δρόμους για να καταστρέψουν ολικά το οικοδόμημα που καταδυνάστευε τις ζωές τους όλα αυτά τα χρόνια. Τα κίνητρα από τις δύο πλευρές διέφεραν: από τη μία η ανάγκη διάλυσης του οικοδομήματος που είχε στιγματίσει τις ζωές τους και από την άλλη η ευκαιρία να καταστρέψουν μια υλική απόδειξη της φυλάκισης και το έργο με το οποίο για χρόνια έπρεπε να φοβούνται να αντιπαρατεθούν. Η τάση για την απομάκρυνση των ενοχλητικών και μη ευχάριστων αναμνήσεων ήταν ανθρωπίνως κατανοητή, αλλά πολιτικά κοντόφθαλμη, καθώς δεν παραμερίζει την επίδραση του ορίου στην κοινωνία και στους ανθρώπους, αλλά αντίθετα υπογραμμίζει την έλλειψη ετοιμότητας της Δύσης να αντιπαρατεθεί με το σύστημα και την κληρονομιά του. Αρκετά καθυστερημένα επιχειρήθηκε η συντήρηση και αξιοποίηση όσων τμημάτων σώθηκαν, καθώς και η κήρυξη τους υπό προστασία. Σε ορισμένα σημεία όπως στο Checkpoint Charlie, την ύστατη θέση αντιπαράθεσης Η.Π.Α. και Σοβιετικών, επιχειρήθηκε ακόμη και ανακατασκευή του αμερικανικού φυλακίου στη μορφή του 1961, όπου σήμερα οι τουρίστες έχουν την ευκαιρία να βγάλουν φωτογραφίες με τους ντυμένους στρατιωτικούς κομπάρσους με φόντο τη γνωστή επιγραφή <You are leaving the American sector>. Μάλιστα η επαναφορά του Τείχους για τους τουριστικούς σκοπούς δεν έγινε στο σημείο που βρισκόταν – διέσχιζε το δρόμο – αλλά εκεί που υπήρχε χώρος. Η κίνηση επαναφοράς και διατήρησης τμημάτων του Τείχους βρήκε πολλούς Βερολινέζους αντίθετους.

Η πτώση του τείχους ήταν για μας τους Βερολινέζους ένα θαυμάσιο γεγονός, αλλά η διατήρηση τμημάτων του τείχους είναι για μένα ντροπή. Εμείς οι Βερολινέζοι δε θέλουμε πια να τα βλέπουμε. Μέσα από αναμνηστικές πλάκες και πέτρες, που είναι εν μέρει ακόμα υπαρκτές, συλλογιζόμαστε ακόμα τα θύματα του τείχους. Λοιπόν τέλος με την καταραμένη τουριστική ατραξιόν! Απόσπασμα από επιστολή στη Berliner Zeitung

Στη Γερμανία δεν έχει ξεχαστεί τελείως ο πόνος του διαχωρισμού, γι αυτό και ο χειρισμός όσων άφησε το Τείχος είναι πολύ ευαίσθητο ζήτημα. Οι αντιδράσεις των ανθρώπων στην αναίρεση του ορίου ποικίλουν, καθώς αποτελεί ένα εξαιρετικά συναισθηματικά φορτισμένο μνημείο. Η σαρωτική απομάκρυνση του όμως, και η προσπάθεια διαγραφής του ιστορικού παρελθόντος εγκυμονεί τον κίνδυνο της μεταβολής της σημασίας του από σύμβολο της απελευθέρωσης σε ενδεικτικό απώθησης και κατάπνιξης μιας μακροχρόνιας πραγματικότητας.

22


13. μικρές ιστορίες διαίρεσης Στη συνέχεια παρατίθενται σύντομες ιστορίες δύο χαρακτηριστικών δρόμων της πόλης που διχοτομήθηκαν από το Τείχος: η Adalbertstraße στην καρδιά του Kreuzberg, και πιο βόρεια, η Schwinemünder Straße στα όρια Wedding και Mitte. Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζονται κοινά μοτίβα εξέλιξης, όπως η αναμενόμενη αρχική παρακμή των άμεσα πληγέντων γειτονιών, και τα στάδια από την παρακμή στην ανάκαμψη που είτε βρίσκονται ακόμη υπό εξέλιξη, είτε έχουν πάρει επικίνδυνη τροπή.

13.1 Adalbertstraße Μετά την 13η αυγούστου 1961 το πέρασμα του δρόμου στην απέναντι πλευρά ήταν αδύνατο. Η Dresdener και η Adalbertstraße, που ξεκινώντας από την Kottbuser Tor οδηγούσαν στο κέντρο του Βερολίνου, μετατράπηκαν σε τυφλά σοκάκια, και η ανατολική πλευρά του Kreuzberg έγινε μια απομακρυσμένη περιοχή της πόλης. Μετά την πτώση του Τείχους, οι κάτοικοι ήταν επιφυλακτικοί ως προς τις αλλαγές που αναμένονταν. Η πρώην ήσυχη, οικιστική γειτονιά άρχισε σε σύντομο χρονικό διάστημα να αλλάζει χαρακτήρα με αποτέλεσμα πολλοί παλαιοί κάτοικοι να την εγκαταλείπουν. Η ανατολική πλευρά του Kreuzberg βρίσκεται σε κρίσιμη θέση. Η περιοχή, παλαιότερα επονομαζόμενη SO 36 – συντομογραφία της ονομασίας ταχυδρομικής ζώνης Südost 36 – έμεινε παγιδευμένη ανάμεσα στο Τείχος στα βόρεια, στα ανατολικά από τον Spree και στα νότια από το κανάλι. Επιπροσθέτως, κατά την περίοδο 1966-1977, ήταν στόχος του πολεοδομικού σχεδιασμού για την περιοχή να γκρεμιστούν μεγάλες εκτάσεις και να κατασκευαστεί στη θέση τους μια νέα εθνική οδός – πλάνο που δεν υλοποιήθηκε τελικά – συμβάλλοντας στην ερήμωση της περιοχής, με την εγκατάλειψη της τόσο από τους κατοίκους της, όσο και από τις επιχειρήσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο η παρακμή της περιοχής μείωσε το κόστος ζωής και συνεπώς προσέλκυσε ομάδες του πληθυσμού με χαμηλά εισοδήματα, συμπεριλαμβανομένων φοιτητών, μεταναστών, ανέργων και καλλιτεχνών. Το κοινωνικό μείγμα που δημιουργήθηκε είναι χαρακτηριστικό για αυτό το κομμάτι της πόλης ακόμη και σήμερα. Μετά τις φοιτητικές διαμαρτυρίες το 1968, το SO36 έγινε το κέντρο της εναλλακτικής σκηνής του Βερολίνου με αποκορύφωμα την 12η Δεκεμβρίου 1980, στη <μάχη του Fränkelufer> που ήταν η πρώτη μεγάλη οδομαχία ανάμεσα σε αστυνομία και καταληψίες. Το παλιό SO36 ήταν γνωστό ως μια αξιοπερίεργη, εναλλακτική και μαχητική γειτονιά. Σήμερα η ευρωπαϊκή νεολαία επισκέπτεται την περιοχή γύρω από την Kottbuser Tor για μπίρα, πάρτι και καφέ. Η απάντηση στην ερώτηση <ποιος κυβερνά το Kreuzberg σήμερα;> είναι μία: η αγορά. Η μετάλλαξη της πρώην δημοκρατικής, φιλικής, ανοιχτόμυαλης γειτονιάς έχει ήδη τελεστεί. Πλέον το κεφάλαιο ορίζει το μέλλον της. Πολλοί Βερολινέζοι δηλώνουν απογοητευμένοι, πως η περιοχή <είναι σε πολύ καλό δρόμο για να γίνει μια δεύτερη Ibiza>. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που αποτυπώνεται η κοινωνική αλλαγή μέσα από την εξέλιξη του τοπικού παιδικού σταθμού. Πριν από 10 χρόνια το 40-50% των παιδιών ήταν από οικογένειες μεταναστών, με την πλειονότητα από την Τουρκία. Σήμερα τα παιδιά των τούρκικων οικογενειών ανήκουν στη μειοψηφία καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό προέρχεται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κοινωνική δομή της περιοχής άλλαξε ανάλογα. Αναγνωρίζεται πλέον ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στους κατοίκους της. Από τη μία οι παλαιοί κάτοικοι, και από την άλλοι οι νέοι <έποικοι>, οι οποίοι εγκαθίστανται στην περιοχή επιζητώντας το συναρπαστικό lifestyle, γοητευμένοι από την ακραία πλευρά της βερολινέζικης εναλλακτικής σκηνής.

23


ένας βοσκότοπος στην πόλη. Στην αρχή της δεκαετίας του 80 στο δυτικό Βερολίνο υπήρχαν πολύ περισσότερες από εκατό καταλήψεις που ήταν άδειες πριν και ανέμεναν την κατεδάφιση τους ή την πολυτελή αναπαλαίωση τους. Τότε, ακτιβιστές κατέλαβαν μια ιδιοκτησία που δεν ήταν σε χρήση παρά μόνο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για να δημιουργήσουν μια φάρμα για τα παιδιά – ένα μέρος όπου παιδιά από τη μεγάλη πόλη θα έρχονταν σε επαφή με τη φύση και τα θα τους δινόταν η ευκαιρία να γνωρίσουν και να φροντίσουν ζώα της φάρμας. Μέχρι την άνοιξη του 1986 το πρότζεκτ ήταν νόμιμο. Μετά από ψήφισμα της διοικητικής συνέλευσης της περιοχής όμως, το 1/3 της έκτασης έπρεπε να παραδοθεί για την οικοδόμηση κρατικού βρεφονηπιακού σταθμού. Οι ακτιβιστές αντιπρότειναν να μεταφερθεί αυτό στην Adalbertstraße ακριβώς δίπλα στο Τείχος. Η πρόταση απορρίφθηκε, και πλέον σε όλους ήταν ξεκάθαρο πως οι δρόμοι που είχαν διακοπεί από το Τείχος δεν ήταν προς οικοδόμηση, θεωρώντας εξαιρετικά πιθανό ή αναμένοντας τουλάχιστον, το ενδεχόμενο επανένωσης.

13.2 Schwinemünderstraße Ο δρόμος τοποθετείται στην περιοχή Gesundbrunnen που επίσημα ανήκει στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου (Mitte). Έχει περίπου 2 χλμ μήκος και ξεκινώντας από το σταθμό S Gesundbrunnen καταλήγει στην εκκλησία Zionkirche στα νότια. Από τον 19ο αιώνα η περιοχή είναι γνωστή ως εργατική γειτονιά. Κατά την επέκταση και βιομηχανοποίηση του Βερολίνου, εξελίχθηκε σε πυκνή οικιστική περιοχή και επίσημα προσαρτήθηκε στην πόλη το 1861. Παρόμοια με άλλες περιοχές εκτός του κέντρου, η βασική αστική δομή του καθορίστηκε από το Hobrechtplan του 1862. Επομένως, χτίστηκε με τα πρότυπα των τυποποιημένων βερολινέζικων Ο.Τ. πυκνών εργατικών κατοικιών. Μέχρι τη δεκαετία του 60 ήταν δυνατή η διέλευση με αυτοκίνητο. Η γέφυρα Schwinemünderbrücke χτίστηκε το διάστημα 1902-1905 – μια διάβαση πεζών πάνω από τις γραμμές του τρένου – και πήρε το όνομα <Millionenbrücke> (=η γέφυρα του εκατομμυρίου) επειδή το κόστος της εκείνη την εποχή ήταν ένα εκατομμύριο χρυσά μάρκα. Το έργο πέτυχε μια πολύ σημαντική ένωση ανάμεσα στις βιομηχανικές περιοχές βόρεια από το Gesundbrunnen και τους ανθρώπους που εργάζονταν εκεί, αλλά έμεναν κάτω από τις γραμμές του τρένου. Η γέφυρα καταστράφηκε μερικώς κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ξαναχτίστηκε με τις εργασίες να ολοκληρώνονται το 1952. Μόλις 6 χρόνια μετά το Τείχος θα απέκοπτε τη γέφυρα από τους περισσότερους χρήστες της. Επειδή ο δρόμος τρέχει κάθετα ως προς τη γειτονιά της Bernauer Straße που λειτουργούσε ως πέρασμα ανάμεσα στο Ανατολικό Βερολίνο και το γαλλικό τομέα, οι κάτοικοι του πλήχθηκαν άμεσα από την οικοδόμηση του Τείχους, το οποίο χώριζε το δρόμο στα δυο. Σε συνέντευξη του 2006 στο <Mieter’s Magazin > δυο παλαιοί κάτοικοι, οι Irmchen και Werner Petri εξιστόρησαν πως βίωσαν το χτίσιμο του τείχους: <Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν σαν τρελές , ακουγόταν πολύ φασαρία από κάτω, κοίταξα με έξω από το παράθυρο και όλοι κινούνταν προς τα ανατολικά να ρίξουν μια ματιά. Ήμασταν ήδη ξύπνιοι από νωρίς είπαμε ο ένας τον άλλον, βιάσου, ντύσου γρήγορα, κάτι σημαντικό πρέπει να συμβαίνει. Μέσα στη νύχτα σειρές συρματοπλεγμάτων είχαν κεντήσει όλη την Bernauer Straße>. Σήμερα μια μνημειακή επιγραφή υπενθυμίζει στους επισκέπτες την αντίδραση των κατοίκων κατά την ανέγερση του Τείχους. Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ανέγερση, πολλοί άνθρωποι που ζούσαν στην ανατολική πλευρά της Bernauer Straße επιχείρησαν να δραπετεύσουν πηδώντας από τα παράθυρα

24


τους προς τα δυτικά. Ενώ πολλοί επιβίωσαν, αρκετοί σκοτώθηκαν στην προσπάθεια, συμπεριλαμβανομένης και της Ida Siekmann, η οποία θεωρείται το πρώτο θύμα του Τείχους. Η πιο διάσημη διαφυγή σε αυτή τη γειτονιά συνέβη όταν ένας νεαρός αστυνομικός της DDR, Conrad Schumann, μπλέχτηκε στο συρματόπλεγμα πετώντας μακριά το όπλο του.Στα επόμενα χρόνια πολλά κτίρια τα οποία ήταν ακριβώς πάνω στο όριο, εξαιτίας των περιστατικών δραπετεύσεων, εκκενώθηκαν κατά διαταγή και καταστράφηκαν, αφήνοντας πίσω τους μια <no man’s land>. Ο κοντινός σταθμός του μετρό έστεκε σαν τοπίο φάντασμα κάτω από το πέρασμα του Τείχους, με τις εισόδους σφραγισμένες τόσο από την ανατολική όσο και από τη δυτική πλευρά. Κατά την περίοδο της διαίρεσης πολλοί επισκέπτονταν την περιοχή για να δουν το Τείχος, στιγματίζοντας την περιοχή ως <το πρώτο μουσείο του Τείχους>. Στην ευρύτερη περιοχή συναντώνται σήμερα πολλές επιγραφές που πληροφορούν τους επισκέπτες για την ιστορία του Τείχους, συμπεριλαμβανομένου και του επίσημου μνημείου του Τείχους του Βερολίνου. Πριν το χτίσιμο του Τείχους ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 50 είχαν οικοδομηθεί πολλές σειρές νέων διαμερισμάτων. Στα πλαίσια των πολεοδομικών αναπλάσεων με το σχέδιο IBA Neubau του 1987 η πλευρά του δρόμου που ανήκε στο δυτικό Βερολίνο καταστράφηκε και επανασχεδιάστηκε. Κατά το τυπικό στιλ των κτιρίων αυτής της εποχής, ήταν μερικούς ορόφους ψηλότερα και πολύ πιο αραιά δομημένα συγκριτικά με τα κτίσματα που αντικατέστησαν. Από την άλλη στην ανατολική πλευρά τα κτίρια του 19ου αι. παρέμειναν για δεκαετίες και μόνο στο τέλος του ’70 έγιναν βελτιώσεις και αποκαταστάσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο η Schwinemünder Straße αποτελεί ένα από τα σημεία της πόλης που για τον έμπειρο παρατηρητή, το παλιό όριο γίνεται ξανά έντονα παρόν και εμφανές. Σήμερα οι περιοχές Wedding και Gesundbrunnen θεωρούνται από τις πιο διαφορετικές στο Βερολίνο, με πάνω από τους μισούς κατοίκους τους να προέρχονται από εθνικότητες εκτός της γερμανικής. Είναι επίσης ένα από τα πιο φτωχά τμήματα της πόλης, με την ανεργία να ξεπερνά το 17% και πολύ χαμηλό συντελεστή βελτίωσης της κοινωνικής κατάστασης των κατοίκων. Παρόλ’ αυτά πολλοί νέοι αισθάνονται δεμένοι με την τοπική καταγωγή τους. Συχνά συναντά κανείς στους τείχους το <65> τον αριθμό ταχυδρομικής ζώνης της περιοχής ή νέους με μπλούζες με το αντίστοιχο σήμα. Η περιοχή γύρω από την Schwinemünder Straße συνορεύει σε απόσταση αναπνοής με μια από τις πιο <εξευγενισμένες> περιοχές του πρώην ανατολικού Βερολίνου, το Prenzlauer Berg, το οποίο έφερε παρόμοια χαρακτηριστικά μέχρι πριν μερικά χρόνια και <εν μία νυκτί> μετατράπηκε στο πιο πολυσυζητημένο και ανερχόμενο κομμάτι του Βερολίνου. Ίσως παρόμοια να διαγράφεται και το μέλλον της.

25


26


τελικά Για 28 και χρόνια το Τείχος ήταν κάποιου είδους σταθερά, μια αμετάβλητη λωρίδα στο νοητικό και ρεαλιστικό χάρτη των Βερολινέζων. Παρόλο που ψυχολογικά μπορεί να είναι ακόμα παρόν, η πραγματική πορεία του Τείχους είναι πλέον μια ουλή που επουλώνεται γρήγορα. Σταδιακά η γη που στέκονταν οι δύο τοίχοι και η λωρίδα του θανάτου ενσωματώνεται ολοκληρωτικά στη ζωή της πρωτεύουσας και το διαπλατυσμένο κενό που άλλοτε διαχώριζε τους Βερολινέζους, πλέον από πικρή αντιπάθεια προκαλεί μοναχά αδιαφορία. Η αφαίρεση των απέραντων τμημάτων του άφησαν άδειους χώρους: μια απουσία που με αυτόν τον τρόπο μετατράπηκε σε ένα μνημείο-σκιά. Τα αραιά απομεινάρια στέκονται σήμερα σαν περιγράμματα αυτής της κενότητας. Με πρώτη ματιά φαίνονται άκομψα και παραμελημένα, αλλά μια πιο κοντινή μελέτη αποκαλύπτει στρώσεις νοήματος που δεν είναι άμεσα ορατές στον τυχαίο παρατηρητή. Για χρόνια η μοίρα του τείχους δεν ήταν ούτε δημόσιο ούτε πολιτικό θέμα. Όμως είναι αδιαμφισβήτητο, πως ως ύλη και μεταφορά, ως μάρτυρας και προειδοποίηση, ως μάρτυρας μιας εποχής, το τείχος εικονογραφεί την μεταβαλλόμενη αντίληψη ενός τεχνουργήματος στο πέρασμα της ιστορίας. Πολιτική χειρονομία με παρουσία στον αστικό χώρο, το τείχος δύσκολα αναιρείται. Σαν ανάμνηση και σαν ιδέα, το τείχος είναι παρόν στην πόλη που κάποτε χώριζε, και σήμερα μπορεί κανείς να αναγνώσει σαφή σημάδια, πως η επιθυμία να ξεχαστεί, που διαμόρφωσε το σύγχρονο αστικό τοπίο στο Βερολίνο, σταδιακά μετατρέπεται σε μια επιθυμία ενθύμησης.

27


28


βιβλιογραφία Βιβλία Die Berliner Mauer heute, Polly Feversham, Leo Schmidt, Berlin 1999 Berlin Stadt ohne Form, Strategien einer anderen Architektur, Philipp Oswalt, Prestel

Verlag 2000

Die Berliner Mauer. Vom Sperrwall zum Denkmal, Schriftenreihe des Deutschen National-

komitees für Denkmalschutz, Mai 2009 Mauerreste – Mauerspuren, Axel Klausmeier, Leo Schmidt, Westkreuz Verlag 2004 Planning in Divided Cities: Collaborative Shaping of Contested Space, Frank Gaffikin, Mike Morrissey Από το μάθημα στο TU Berlin Walter Benjamin, The Arcades Project. Belknap Press, 2002. - Paris, the Capital of the Nineteenth Century - The Flaneur Michel Foucault, Of Other Spaces, Heterotopias. In: Architecture,

Mouvement, Continuité, 5, 1984: 46-49. Michel Foucault, Les Corp Utopique, Les Hétérotopies. Éditions Lignes, 2010. Michel de Certeau, The Practice of Everyday Life. University of California Press, 1984. In that: Cap. 7-9, Praktiken im Raum Gaston Bachelard, The Poetics of Space. Beacon Press, 1994. σε αυτό: The House. From Cellar to Garret. The Significance of the Hut

Πηγές στο διαδίκτυο Dealing with Urban Borders: The Example of the Border between the “Fakulteta” Segregated Ethnic Roma Settlement and the Rest of Sofia, Anna Kokalanova, Paper presented

at the International RC21 Conference 2013 Ante,U.(1995)Grenze,in: Handwörterbuch der Raumordnung Certeau,M.de(1988) Kunst des Handelns. Merve Verlag, Berlin. Häussermann,H.(2004) Stadtsoziologie :eine’Einführung.Campus. Häussermann,H.,Kronauer,M.,Siebel,W.(2004) An den Rändern der Städte:’Armut und Ausgrenzung Lynch,K.(2007)Das Bild der Stadt. Simmel,G.(1999) Gesamtausgabe11.Soziologie. Suhrkamp,Frankfurt am Main. http://tracesofaborder.com/ http://www.berliner-mauer-gedenkstaette.de/de/ Δουλειά στο μάθημα

Grenzübergang Swinemünder Str., Wedding Kate Bitz Grenzübergang Adalbertstrasse, Kreuzberg Joern Scheipers, Malte Sodmann

29


30


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.