Διαθεματική εργασία στην Ελένη του Ευριπίδη

Page 1

Π.Π.Γ. Ζωζιμαίας Στολής 2012-2013

Τμήμα Γ΄2

Εσριπίδη «Ελένη» διαθεμαηική εργαζία Αποδεληίωζη τωρίων και ερμηνεία (ζη. 1-1424)


Θϋματα


εύναι vs φαύνεςθαι

Μαρύα Γιαούπη – Χριςτύνα Γκλιαβϋρη

ςτ. 1 «Να ο Νεύλοσ… όταν τα χιόνια λιώνουν» : Η Ελϋνη εύναι ςτην Αύγυπτο, αλλϊ ϐλοι οι ϊλλοι πιςτεϑουν πωσ εύναι ςτην Σρούα. ςτ. 50 «Εγώ βραβεύο … όταν τ’ όνομϊ μου» : Σο ϐνομα τησ Ελϋνησ εύναι το βραβεύο (για τον Πϊρη) και ϐχι η ύδια, ϐπωσ πιςτεϑουν οι ϊλλοι. ςτ. 58 «κι αγνό το … θα κρατούςα» : Η Ελϋνη εύναι πιςτό ςτο Μενϋλαο, ενώ οι ϊλλοι πιςτεϑουν πωσ τον ϋχει «απατόςει» με τον Πϊρη. ςτ. 60 «βρύςκομαι εδώ … να με πϊρει πύςω» : Ο Μενϋλαοσ πολεμϊει ςτην Σρούα «ξϋροντασ» πωσ η Ελϋνη εύναι εκεύ, ενώ ςτην πραγματικϐτητα εκεύνη εύναι ςτην Αύγυπτο. ςτ. 65 «από παντού ακούω … πόλεμο οι Έλληνεσ» : ΢την πραγματικϐτητα το εύδωλο τησ Ελϋνησ όταν η αιτύα του πολϋμου και ϐχι αυτό. ςτ. 73 «ποτϋ δεν πόγα … κϊποιου ξϋνου» : Η Ελϋνη όταν ςτην Αύγυπτο και ϐχι ςτην Σρούα, ϐπωσ πιςτεϑουν οι ϊλλοι. ςτ. 78 «Τον ϊντρα μου … προςπϋφτω» : Η Ελϋνη για να αποφϑγει το γϊμο με το γιο του Πρωτϋα πόγε ικϋτιςςα ςτον τϊφο του, ενώ οι Έλληνεσ πιςτεϑουν πωσ «απϊτηςε» τον Μενϋλαο με τον Αλϋξανδρο (Πϊρη). ςτ. 81 «Γιατύ, αν … να μη μολύνει» : η Ελϋνη ϋχει κακϐ ϐνομα ςτην Ελλϊδα, αλλϊ ςτην πραγματικϐτητα δε φταύει για τύποτα. ςτ. 88 «Κοιτϊζω … με την Ελϋνη» : Ο Σεϑκροσ πιςτεϑει πωσ η γυναύκα που βλϋπει μπροςτϊ του δεν εύναι η Ελϋνη, αλλϊ μύα που τησ μοιϊζει πϊρα πολϑ – ενώ εκεύνη ςτην πραγματικϐτητα εύναι η Ελϋνη. ςτ. 139 «Και την Ελϋνη … απ’ την κόμη» : Η γυναύκα την οπούα ϋςερνε ο Μενϋλαοσ δεν όταν η Ελϋνη αλλϊ το εύδωλϐ τησ – η πραγματικό Ελϋνη όταν ςτην Αύγυπτο. ςτ. 141 «Εύδεσ εςύ … βλϋπω εςϋνα» : Αυτό που «εύδε» ο Σεϑκροσ εύναι το εύδωλο τησ Ελϋνησ. ςτ. 155 «Δεν εύδαν … ςτην Ελλϊδα» : Ο Μενϋλαοσ δεν εύναι νεκρϐσ αλλϊ περιπλανιϋται ακϐμα ςτη θϊλαςςα.


θεού

Πϋνυ Ζόκου – Μαρύα Φώτη

Πρόλογοσ ςτ. 26-36 Σο μόλο τησ Έριδασ ςτ. 37-52 Η εκδύκηςη τησ Ήρασ & ο ρόλοσ του Δύα (Σρωικϐσ πϐλεμοσ) ςτ. 69-73 Η προφητεύα του Ερμό για την επιςτροφό τησ Ελϋνησ ςτ. 143 Αμφιςβότηςη για την πλϊνη των θεών ςτα λϐγια τησ Ελϋνησ * Καθοριςτικϐ ρϐλο ςτη ζωό τησ Ελϋνησ ϋπαιξαν οι θεού (Αφροδύτη, Ήρα, Δύασ), που τη χρηςιμοπούηςαν ωσ ϐργανο, για να πραγματοποιόςουν τισ επιθυμύεσ τουσ και τα ςχϋδιϊ τουσ. * Οι τραγικού όρωεσ μϊχονται με ϐλεσ τουσ τισ δυνϊμεισ και πολλϋσ φορϋσ θυςιϊζονται για ϋναν καλϑτερο κϐςμο. Έρχονται αντιμϋτωποι με πανύςχυρεσ δυνϊμεισ (ανϊγκη, μούρα, βοϑληςη των θεών, τϑχη, αδυναμύεσ και πϊθη). ΢’ αυτό τη μϊχη πολλϋσ φορϋσ ςυντρύβονται αλλϊ ποτϋ δε νικιοϑνται, γιατύ ποτϋ δε λυγύζουν και δεν υποχωροϑν. Πϊροδοσ ςτ. 264-288 Η Αφροδύτη ϋςτειλε τον Πϊρη ςτη ΢πϊρτη, για να κερδύςει τον ϋρωτα τησ Ελϋνησ. Σο γεγονϐσ αυτϐ οδόγηςε ςτο χαμϐ Έλληνεσ και Σρώεσ. Ο Ερμόσ ςταλμϋνοσ απϐ την Ήρα πόρε την Ελϋνη και τη μετϋφερε ςτην Αύγυπτο. * Η Ελϋνη ωσ τραγικϐ πρϐςωπο ςυγκροϑεται με δυνϊμεισ που την ξεπερνοϑν και δεν μπορεύ να τισ ελϋγξει, γι’ αυτϐ και ςτο τϋλοσ μπορεύ να ςυντριβεύ. Σϋτοιεσ δυνϊμεισ εύναι οι θεού (Αφροδύτη, Ήρα, Δύασ), η τϑχη, ο βαςιλιϊσ Θεοκλϑμενοσ. ςτ. 295 Η Ελϋνη παρουςιϊζεται ωσ κϐρη του Δύα, αλλϊ παρϊλληλα εκφρϊζεται δυςπιςτύα προσ το μϑθο.


ςτ. 395-402 Η Ελϋνη ςκϋφτεται να αυτοκτονόςει κι ϋτςι να ρύξει την ευθϑνη ςτουσ πραγματικοϑσ ενϐχουσ : τισ τρεισ θεϋσ και τον Πϊρη. Α΄ Επειςόδιο ςτ. 450-464 Οι θεού φαύνεται πωσ δε θϋλουν να ςτεύλουν πρύμο αγϋρι για τη ΢πϊρτη ςτο πλούο του Μενϋλαου (καθώσ επιςτρϋφει απϐ την Σρούα). ΢πρώχνουν το καρϊβι του προσ τισ αφιλϐξενεσ ακτϋσ τησ Αφρικόσ. Β΄ Επειςόδιο ςτ. 670-680 Σο εύδωλο αποκαλϑπτει ϐτι η Ήρα ξεγϋλαςε τουσ Έλληνεσ : ο Πϊρησ δεν ϋκλεψε ποτϋ την πραγματικό Ελϋνη αλλϊ το εύδωλϐ τησ. ςτ. 706-709 Οι εναλλαγϋσ τησ τϑχησ των δϑο τραγικών ηρώων (απϐ το καλϐ ςτο κακϐ και πϊλι ςτο καλϐ) υπαγορεϑονται απϐ τη βοϑληςη των θεών – εδώ ο Μενϋλαοσ αναφϋρεται ςτον Ερμό που ϊρπαξε την Ελϋνη και την οδόγηςε ςτην Αύγυπτο, για να την προςτατϋψει. ςτ. 731-732 Οι ϊνθρωποι πρϋπει να αποδϋχονται ϐ,τι τουσ ςτϋλνουν οι θεού, εύτε αυτϐ εύναι καλϐ εύτε εύναι κακϐ, γιατύ αλλιώσ διαπρϊττουν ύβριν. ςτ. 739 Ο Μενϋλαοσ «αθωώνει» την Ελϋνη, αφοϑ ϐ,τι ϋγινε το αποδύδει ςτη μούρα και ςτουσ θεοϑσ. ςτ. 744-745 & 749-755 Η ευθϑνη τησ Ήρασ για τη ςυμφορϊ τησ Ελϋνησ – ο ϊνθρωποσ εύναι παιχνύδι ςτα χϋρια των θεών. ςτ. 746-748 Οι τρεισ θεϋσ (Ήρα, Αθηνϊ, Αφροδύτη), πριν πϊνε ςτον Πϊρη για την κρύςη τησ καλλίςτησ, λοϑςτηκαν ςτα νερϊ ενϐσ ποταμοϑ. ςτ. 779-780 Οι θεού ξεγελοϑςαν τουσ Έλληνεσ και τον Μενϋλαο επύ δεκαεφτϊ χρϐνια. ςτ. 786-787 Η λϋξη «θεϐσ» εύναι ςυχνϊ ταυτϐςημη με την τϑχη, το πεπρωμϋνο (ανθρώπινη μούρα). Σο θεύο/πεπρωμϋνο εύναι δυςκολονϐητο, αςταθϋσ και απρϐβλεπτο. ςτ. 827-831 Οι μϊντεισ εύναι ϐργανα των θεών και αποκαλϑπτουν μϐνο αυτϊ που θϋλουν οι θεού. ΢υνεπώσ και ο Κϊλχασ δε μύληςε για το εύδωλο τησ Ελϋνησ, επειδό δεν το θϋληςε ο θεϐσ. Πηγή : http://2gym-gerak.att.sch.gr/page7students


ςτ. 832-834 Ο Αγγελιαφϐροσ αμφιςβητεύ τη μαντικό. Κατϊ τη γνώμη του, ϐποιοσ αντιμετωπύζει κϊποιο πρϐβλημα πρϋπει να καταφεϑγει απευθεύασ ςτουσ ύδιουσ τουσ θεοϑσ κϊνοντασ προςευχϋσ και θυςύεσ και ςτισ μαντεύεσ – αρκεύ να ζητϊ κϊτι καλϐ. ςτ. 838-840 Ο Φορϐσ ςυμφωνεύ ϐτι η μαντικό εύναι περιττό, ϐταν ϋχεισ με το μϋροσ ςου τουσ θεοϑσ – και μϊλλον εκφρϊζει και τον Ευριπύδη. ςτ. 883 ΢την αρχαύα Ελλϊδα κατϋφευγε κανεύσ ωσ ικϋτησ ςτουσ ναοϑσ και ςτουσ βωμοϑσ των θεών – ϐχι ςτουσ τϊφουσ. ςτ. 918 Οι αρχαύοι πύςτευαν ϐτι ο ϐρκοσ εύναι ιερϐσ και ϐτι αυτού που πατοϑν τον ϐρκο τιμωροϑνται απϐ τουσ θεοϑσ. ςτ. 967-969 Η Θεονϐη με την προφητικό τησ δϑναμη γνωρύζει ακϐμα και τισ ενδϐμυχεσ ςκϋψεισ και επιθυμύεσ των θεών. Πληροφορεύ την Ελϋνη ϐτι οι θεού ϋχουν ςυμβοϑλιο, ϐπου θα αποφαςύςουν την τϑχη του Μενϋλαου. ςτ. 969-979 Η Ήρα εύναι με το μϋροσ του Μενϋλαου, ενώ η Αφροδύτη εύναι αντύθετη. ςτ. 979-984 Η Θεονϐη βρύςκεται ςε δύλημμα: να ςώςει το ζευγϊρι κϊνοντασ τη χϊρη τησ Ήρασ ό να τουσ παραδώςει ςτο Θεοκλϑμενο, ϐπωσ επιθυμεύ η Αφροδύτη; ςτ. 996-998 Οι θεού δεν αγαποϑν τη βύα, αλλϊ τη δικαιοςϑνη, που επιβϊλλει να κρατϊ κανεύσ αυτϐ που του ανόκει (δηλ. ο Μενϋλαοσ την Ελϋνη). ςτ. 1003-1007 Η Ελϋνη με απϐφαςη των θεών εύχε παραδοθεύ ςτον Πρωτϋα απϐ τον Ερμό, για να την προςτατεϑει. Θα όταν μεγϊλη αςϋβεια απϋναντι ςτουσ θεοϑσ και ςτο νεκρϐ Πρωτϋα να μη δοθεύ πύςω ςτο ςϑζυγϐ τησ. ςτ. 1069-1076 Ο Μενϋλαοσ ζητϊει τη βοόθεια του Άδη, που ϋχει πϊρει πολλοϑσ νεκροϑσ πολεμιςτϋσ ςτην Σρούα ωσ αντϊλλαγμα για την Ελϋνη. ςτ. 1108-1110 Η Θεονϐη ςυμφωνεύ με την Ήρα, γιατύ ο καθϋνασ οφεύλει να επιςτρϋψει ϐ,τι του ϋχουν εμπιςτευθεύ να φυλϊξει. ςτ. 1112 Η Θεονϐη προτιμϊ να μεύνει παρθϋνα, απαρνεύται δηλαδό τα δώρα τησ θεϊσ Αφροδύτησ. ςτ. 1202-1206 Η Ελϋνη προςεϑχεται ςτην Ήρα. Σονύζει ϐτι η Ήρα εύναι ςϑζυγοσ του Δύα και ωσ προςτϊτιδα του γϊμου και τησ ςυζυγικόσ πύςτησ, οφεύλει να προςτατϋψει τώρα και το δικϐ τησ γϊμο.


ςτ. 1206-1209 Η Ελϋνη υπενθυμύζει ςτην Αφροδύτη ϐτι χϊρη ς’ αυτόν (την Ελϋνη) κϋρδιςε το βραβεύο ομορφιϊσ, για να εξαςφαλύςει τη ςυμπϊθεια και την αποδοχό τησ για το ςχϋδιο. ςτ. 1206-1218 ΢την προςευχό τησ ςτην Αφροδύτη η Ελϋνη αφιερώνει πολϑ περιςςϐτερουσ ςτύχουσ απ’ ϐ,τι ςτην Ήρα, επειδό προςπαθεύ να την πεύςει, μιασ και αυτό εύναι αντύθετη με την επιςτροφό τησ ςτον Μενϋλαο. Α΄ ΢τϊςιμο ςτ. 1254-1269 Σο θεύο εύναι απροςδιϐριςτο και μπορεύ ξαφνικϊ να ςϑρει τον ϊνθρωπο απϐ το ϋνα ϊκρο ςτο ϊλλο. Όπωσ ςυνϋβη με την Ελϋνη – κι ασ θεωροϑνταν κϐρη του Δύα. Ση μια ζοϑςε κοντϊ ςτον ϊντρα τησ ςτη ΢πϊρτη και απϐ την ϊλλη την ϋκαναν να θεωρεύται προδϐτρα και ϊθεη. ςτ. 1281-1285 Ο Δύασ τιμώρηςε με καταςτροφό ϐςουσ αςυλλϐγιςτα αποζητοϑςαν τη δϐξα του πολϋμου. Β΄ ΢τϊςιμο ςτ. 1425-1480 Ο μϑθοσ τησ Περςεφϐνησ: Η θεϊ Δόμητρα περιπλανιϋται ςτα βουνϊ αναζητώντασ την κϐρη τησ Περςεφϐνη, που κϊποιοι τησ την ϋκλεψαν, ενώ χϐρευε με τα ϊλλα κορύτςια. Σησ ςυμπαραςτϋκονται η Άρτεμη και η Αθηνϊ αλλϊ ο Δύασ εύχε αποφαςύςει διαφορετικϊ. ΢ϑμφωνα με τον μϑθο η Αθηνϊ με το δϐρυ και η Άρτεμη με το τϐξο προςπϊθηςαν να εμποδύςουν τον Πλοϑτωνα να απαγϊγει την Περςεφϐνη. Ο Δύασ ϐμωσ με ϋναν κεραυνϐ τισ εμπϐδιςε. [ςχϐλιο του ςχολικοϑ βιβλύου] Εύχε όδη επιτρϋψει ςτον Πλοϑτωνα να μεταφϋρει την Περςεφϐνη ςτον Άδη, για να την κϊνει γυναύκα του. Η θεϊ Δόμητρα απογοητευμϋνη και θυμωμϋνη δεν επιτρϋπει θυςύεσ και προςφορϋσ ςτουσ θεοϑσ. ςτ. 1466-1482 Ο Δύασ, για να καταπραΰνει το θυμϐ τησ Δόμητρασ, ςτϋλνει κοντϊ τησ τισ Φϊριτεσ, τισ Μοϑςεσ και την Αφροδύτη, οι οπούεσ με το χορϐ και το τραγοϑδι κϊνουν τη θεϊ να γελϊςει και να ξεχϊςει το θυμϐ τησ. Αντύθετα ςϑμφωνα με την επικρατϋςτερη παρϊδοςη η Δόμητρα ηρϋμηςε μϐνο ϐταν γϑριςε κοντϊ τησ η Περςεφϐνη ςε ςυνεννϐηςη με τον Πλοϑτωνα. Οι περιπϋτειεσ τησ Περςεφϐνησ παρουςιϊζουν κοινϊ ςημεύα με την ιςτορύα τησ Ελϋνησ. Και την Ελϋνη την ϊρπαξαν χωρύσ τη θϋληςό τησ και ϋγινε αιτύα αντιπαρϊθεςησ ανϊμεςα ςτην οικογϋνειϊ τησ ςτη ΢πϊρτη και ς’ εκεύνον που την απόγαγε. Σο αποτϋλεςμα και ς’ αυτό την περύπτωςη όταν η καταςτροφό – αμϋτρητοι νεκρού και εγκατϊλειψη των ειρηνικών αςχολιών. Μϐνο ο εξευμενιςμϐσ των θεών μπορεύ να απομακρϑνει τισ ςυμφορϋσ.


γνώςη - ϊγνοια

Ειρόνη Καραγιαννύδη – Αφροδύτη Ρϋςτα

Πρόλογοσ (ςκηνό 1η) ςτ. 39-43 Γνώςη : Η Ελϋνη γνωρύζει ϐτι ο γιοσ του Πρύαμου, ο Πϊρησ, ϋχει ςτα χϋρια του μιαν «ϊλλη» Ελϋνη, ϋνα εύδωλο δηλαδό φτιαγμϋνο απϐ αιθϋρα. Άγνοια : Ο Πϊρησ αντιθϋτωσ νομύζει ϐτι η Ελϋνη εύναι δικιϊ του χωρύσ να την ϋχει ϐμωσ πραγματικϊ. Επομϋνωσ υποθϋτει ύςωσ και χαύρεται που η Ελϋνη εύναι κοντϊ του απϐ τον ϋρωτϊ τησ γι’ αυτϐν. ςτ. 50-53 Γνώςη : Η Ελϋνη ξϋρει ϐτι, επειδό αυτό βρύςκεται ςτην Αύγυπτο, οι Έλληνεσ και οι Σρώεσ πολεμοϑν για το ποιοσ θα κερδύςει μια «ψεϑτικη» Ελϋνη, που βρύςκεται ςτην Σρούα μαζύ με τον Πϊρη. Άγνοια : Οι Έλληνεσ και οι Σρώεσ δε γνωρύζουν φυςικϊ ϐτι μϊταια και ϊδικα ϋχει ξεςπϊςει ϋνασ τϐςο καταςτροφικϐσ πϐλεμοσ εξαιτύασ, ϐπωσ πύςτευαν, τησ απϐφαςησ τησ Ελϋνησ να ακολουθόςει τον Πϊρη ςτην Σρούα, ενώ η πραγματικό Ελϋνη βρύςκεται τώρα ϋπειτα απϐ εντολό του Δύα ςτην Αύγυπτο. Πρόλογοσ (ςκηνό 2η) Ολϐκληρη η ςκηνό εύναι ϋνα παιχνύδι ανϊμεςα ςτη γνώςη και την ϊγνοια. Η Ελϋνη γνωρύζει την αλόθεια, αλλϊ αγνοεύ τισ πραγματικϋσ ςυνϋπειϋσ τησ. Ο Σεϑκροσ αντύθετα ζει ςτην ψευδαύςθηςη των εντυπώςεων, αλλϊ γνωρύζει τα γεγονϐτα. Η διαφορϊ που βρύςκεται ςτισ απϐψεισ τουσ ςχετύζεται με τισ πηγϋσ απϐ ϐπου προϋρχεται η γνώςη του καθενϐσ. Για τον Σεϑκρο πηγό τησ γνώςησ εύναι η εμπειρύα, αυτϐ που δύνουν ςτον ϊνθρωπο οι αιςθόςεισ του, ενώ για την Ελϋνη εύναι ο προβληματιςμϐσ και η αναζότηςη. Άγνοια φανερώνεται μϋςα απϐ τη ςκϋψη του Σεϑκρου για την «πολυθρύλητη θωριϊ κακούργασ γυναύκασ» (ςτ.89-90), αυτόσ που εύδε με τα μϊτια του να τη ςϋρνει απϐ τα μαλλιϊ ο Μενϋλαοσ προσ το καρϊβι του, ϐπωσ αναφϋρει ςτο ςτύχο 140. ΢τουσ ςτύχουσ αυτοϑσ ο Σεϑκροσ


πιςτεϑοντασ πωσ η Ελϋνη ϋχει πϊει ςτην Σρούα εξαιτύασ του ειδώλου τησ που ϋχει δει εκεύ, θεωρεύ πωσ η γυναύκα που ϋχει μπροςτϊ του παρουςιϊζει εντυπωςιακό ομοιϐτητα με την Ελϋνη. ΢την πραγματικϐτητα ϐμωσ πρϐκειται για την ύδια την Ελϋνη, γεγονϐσ που ο Σεϑκροσ αγνοεύ. Γνώςη : Η Ελϋνη, αφοϑ γνωρύζει την αλόθεια, ϐτι δηλαδό αυτό που εύδε ο Σεϑκροσ όταν το εύδωλϐ τησ, ενώ η πραγματικό Ελϋνη δεν πόγε ποτϋ ςτην Σρούα, προςπαθεύ να κλονύςει τη βεβαιϐτητϊ του : α) δύνει ςτο επιχεύρημϊ τησ θρηςκευτικό διϊςταςη : ςκεφτεύτε, λϋει, μόπωσ τα ϐςα εύδατε ςτην Σρούα όταν «θεόςταλτη πλϊνη» (ςτ. 143), β) δύνει φιλοςοφικό διϊςταςη ςτην αρχικό αμφιςβότηςό τησ : «Ό,τι ϋχεισ δει για αλόθεια το λογαριϊζεισ;» (ςτ.145). Άγνοια : «Την εύδα εγώ κι ακόμα ο νουσ τη βλϋπει» (ςτ. 146) , απαντϊ ο Σεϑκροσ ςτην Ελϋνη. Έτςι, ματαιώνει κϊθε προςπϊθειϊ τησ για να αποκαλϑψει την αλόθεια. Σϋλοσ, ςτουσ ςτύχουσ 186-191 ο Σεϑκροσ, χωρύσ να γνωρύζει πωσ απϋναντύ του βρύςκεται η αληθινό Ελϋνη, την καταριϋται, ενώ αντύθετα εϑχεται ςτη γυναύκα που ϋχει μπροςτϊ του να βλϋπει ςτη ζωό τησ πϊντα το καλϐ. Υυςικϊ δε γνωρύζει, ϐπωσ ϋχουμε όδη πει, πωσ η Ελϋνη και η γυναύκα με την οπούα ςυνομιλεύ εύναι το ύδιο πρϐςωπο.

“The greatest enemy of knowledge is not ignorance; it is the illusion of knowledge.” (Ο μεγαλύτεροσ εχθρόσ τησ γνώςησ δεν εύναι η ϊγνοια, εύναι η ψευδαύςθηςη τησ γνώςησ) ΢τ. Χώκινγκ


Α΄ Επειςόδιο (ςκηνό 1η) ςτ. 468-470 ΢τουσ ςτύχουσ αυτοϑσ διακρύνουμε γνώςη και ϊγνοια, αφοϑ οι θεατϋσ γνωρύζουν καλϊ πωσ η Ελϋνη δεν πόγε ποτϋ ςτην Σρούα με τον Πϊρη, αλλϊ βρύςκεται ςτην Αύγυπτο – αυτό τη ςτιγμό ςυγκεκριμϋνα μϋςα ςτο ανϊκτορο – και παραμϋνει πιςτό ςτο ςϑζυγϐ τησ. ςτ. 482-485 Άγνοια : Ο Μενϋλαοσ μασ πληροφορεύ με βεβαιϐτητα ϐτι πόρε απϐ την Σρούα την Ελϋνη και την ϋχει κρϑψει ςε μια ςπηλιϊ, για να μην του την πϊρει κανϋνασ ϊλλοσ. Ο όρωασ αγνοεύ τη διπλό υπϐςταςη τησ Ελϋνησ και τα παιχνύδια των θεών (πλϊνη). Γνώςη : Οι θεατϋσ / ακροατϋσ / αναγνώςτεσ γνωρύζουν ϐςα ο Μενϋλαοσ αγνοεύ και το γεγονϐσ αυτϐ δημιουργεύ τραγικό ειρωνεύα. Α΄ Επειςόδιο (ςκηνό 2η) Ολϐκληρη η ςκηνό εύναι ϋνα παιχνύδι ανϊμεςα ςτη γνώςη και την ϊγνοια. Άγνοια : Μια Γερϐντιςςα, ωσ θυρωρϐσ του ανακτϐρου, μη γνωρύζοντασ ϐτι ο ξϋνοσ που χτυπϊ την πϐρτα εύναι ϋνασ γενναύοσ ϊνδρασ και μϊλιςτα ο βαςιλιϊσ τησ ΢πϊρτησ, Μενϋλαοσ, του ςυμπεριφϋρεται εχθρικϊ, καχϑποπτα και με φϐβο (ςε αυτϐ ςυνϋβαλε και η παρουςύα του ςαν ζητιϊνου, ντυμϋνου με ςχιςμϋνα κουρϋλια και ταλαιπωρημϋνου)· τον διώχνει απειλώντασ τον και μετϊ ρύχνοντϊσ του ςπρωξιϋσ. ςτ. 526-540 Άγνοια : Ο Μενϋλαοσ ζητϊ να μϊθει για ποιο λϐγο ο βαςιλιϊσ Θεοκλϑμενοσ μιςεύ τϐςο τουσ Έλληνεσ και η Γερϐντιςςα, απλϊ και φυςικϊ, του αποκαλϑπτει : μϋςα ςτο παλϊτι ζει η Ελϋνη τησ Σπϊρτησ, η κόρη του Δύα, ό του Τυνδϊρεω. Ο Μενϋλαοσ αδυνατεύ να ςυνειδητοποιόςει αυτϐ που ϊκουςε. Και δε θα μποροϑςε ϊλλωςτε, καθώσ ϋωσ τώρα γνώριζε μύα αλόθεια και μύα Ελϋνη : αυτόν που πόρε απϐ την Σρούα, που την εύχε μαζύ του ςτο ταξύδι τησ επιςτροφόσ και που τώρα βρύςκεται αςφαλόσ ςτην ακτό τησ Αιγϑπτου (φαινομενικό γνώςη). Α΄ Επειςόδιο (ςκηνό 3η) ςτ.543-560 Άγνοια : Δεν αμφιβϊλλουμε ϐτι ο Μενϋλαοσ ϋχει μειωμϋνη πνευματικϐτητα. Αλλϊ ασ μην ξεχνϊμε ϐτι τϐςα χρϐνια πολεμοϑςε για την Ελϋνη, την Ελϋνη που πόρε απϐ την Σρούα, ωσ ακριβϐ λϊφυρο ενϐσ πολϋμου και ωσ επιβεβαύωςη του κϑρουσ του. Σου εύναι αδϑνατο λοιπϐν να υποπτευθεύ την ϑπαρξη ενϐσ ειδώλου.


Β΄ Επειςόδιο (ςκηνό 1η) ςτ. 600-601 Άγνοια : Η Ελϋνη εϑχεται τον ερχομϐ του Μενϋλαου, αγνοώντασ ϐτι αυτϐσ βρύςκεται δύπλα τησ. ςτ. 602-603, 605-606, 611-614 Άγνοια : Η Ελϋνη νομύζει ϐτι ο ξϋνοσ εύναι ϊνθρωποσ του Θεοκλϑμενου, που ϋχει ςκοπϐ να την πιϊςει και να την παραδώςει ς’ αυτϐν, ενώ αντύθετα εύναι ο ϊντρασ τησ, τον οπούο περύμενε να τη λυτρώςει απϐ τα δεινϊ τησ. ςτ. 631 Άγνοια : ΢ε ςυνδυαςμϐ με τουσ ςτύχουσ 635 και 643 ο Μενϋλαοσ θεωρεύ την ηρωύδα «φϊνταςμα», χωρύσ να γνωρύζει πωσ αυτό εύναι η πραγματικό Ελϋνη, η ςϑζυγϐσ του, και «φϊνταςμα» η «Ελϋνη» που ϋφερε απϐ την Σρούα. ςτ. 653 Άγνοια : Ο Μενϋλαοσ θεωρεύ πωσ η ηρωύδα εύναι κϊποια που μοιϊζει τησ Ελϋνησ καταπληκτικϊ, ενώ ςτην πραγματικϐτητα πρϐκειται για την ύδια. Β΄ Επειςόδιο (ςκηνό 2η) ςτ. 667-668 & 681-686 Άγνοια : Ο Αγγελιαφϐροσ νομύζοντασ πωσ το εύδωλο εύναι η γυναύκα του Μενϋλαου ανακοινώνει την εξαφϊνιςό τησ και καθώσ μιλϊ, βλϋπει απϋναντύ του την πραγματικό Ελϋνη και νομύζει ϐτι εύναι το εύδωλο που χϊθηκε πετώντασ απϐ τη ςπηλιϊ ςτον αιθϋρα. Σαρϊζεται και αγριεϑει, τησ απευθϑνεται με αναιδϋσ ϑφοσ – και μϊλιςτα μπροςτϊ ςτο Μενϋλαο – και την απειλεύ ϐτι δεν θα τησ επιτρϋψει ςτο εξόσ να παύζει παιχνύδια ςε βϊροσ τουσ. ςτ. 778-783 Άγνοια : Ο Αγγελιαφϐροσ εξακολουθεύ να μη μπορεύ να κατανοόςει πωσ η γυναύκα που ϋχει μπροςτϊ του δεν εύναι η Ελϋνη που ϋφεραν απϐ την Σρούα. Γνώςη : Ο Μενϋλαοσ του εξηγεύ πωσ απϐ την Σρούα ϋφεραν ϋνα εύδωλο, ςυγκεκριμϋνα το χαρακτηρύζει ωσ «ολϋθρια νεφϋλη» και ϐτι η πραγματικό Ελϋνη εύναι αυτό που ϋχει δύπλα του και η οπούα όταν τϐςα χρϐνια ςτην Αύγυπτο εξαιτύασ τησ ςκοπιμϐτητασ και των ϋργων των ανθρωπϐμορφων θεών.


πόλεμοσ

Μαρύνα Γεύτωνα – Κϊτια Γούλια

Πρόλογοσ

ςτύχοι 59-68, 130,133-134

Πϊροδοσ

ςτύχοι 264-275 (276-288), 405-421, 434-436

Α΄ Επειςόδιο

ςτύχοι 445-454

Β΄ Επειςόδιο ςτύχοι 670-672 «Τρωαδύτεσ / δυςτυχιςμϋνοι κι οι Έλληνεσ, για μϋνα / πεθϊνατε ςτου Σκϊμαντρου τισ όχθεσ». Σο εύδωλο λυπϊται τουσ Σρώεσ και τουσ Έλληνεσ για τισ ςυμφορϋσ που τουσ προκϊλεςε ο Σρωικϐσ πϐλεμοσ. Επιπλϋον καταδικϊζεται ο πϐλεμοσ που ϋγινε για ϋνα εύδωλο (ϋνα πλϊςμα των θεών), δηλαδό για μια ανϑπαρκτη αφορμό. ςτύχοσ 782 «Τόςοσ μόχθοσ και αγώνασ για ϋναν ύςκιο». Ο Ευριπύδησ με τη φρϊςη αυτό του αγγελιοφϐρου καταδικϊζει τον πϐλεμο και τονύζει τη ματαιϐτητϊ του. ςτύχοι 827-830 «Ο Κϊλχασ ςτο ςτρατό μασ / δε μύληςε καθόλου, κι ασ θωρούςε / να χϊνονται οι δικού του για ϋναν ύςκιο· / κούρςεψαν ανωφϋλευτα τη χώρα». Και πϊλι ο ποιητόσ με τα λϐγια του αγγελιοφϐρου καταγγϋλλει τον πϐλεμο και επιςημαύνει ϐτι και οι δυο αντιμαχϐμενεσ πλευρϋσ ϋχουν απώλειεσ. ςτύχοι 847-848 «κατϊνακρα ςτην Εύβοια τισ πανούργεσ / φωτιϋσ του Ναύπλιου». Ο Μενϋλαοσ εδώ θυμϊται τον Ναϑπλιο. «Ο τελευταύοσ, ϐταν ϋμαθε ϐτι οι Έλληνεσ επϋςτρεφαν ςτην πατρύδα τουσ μετϊ την ϊλωςη τησ Σρούασ, για να τουσ εκδικηθεύ, που εύχαν εκτελϋςει ωσ προδϐτη το γιο του, Παλαμόδη, ϊναβε φωτιϋσ ςε απϐκρημνεσ ακτϋσ τησ Εϑβοιασ· οι Έλληνεσ βλϋποντϊσ τεσ πύςτευαν ϐτι εύχαν μπροςτϊ τουσ λιμϊνια, με αποτϋλεςμα τα καρϊβια τουσ να τςακύζονται ςτα βρϊχια.» [ςχϐλιο του ςχολικοϑ βιβλύου] Ο πϐλεμοσ λοιπϐν γεννϊ ςτουσ ανθρώπουσ μϐνο αρνητικϊ ςυναιςθόματα, ϐπωσ μϋνοσ, εκδικητικϐτητα και μύςοσ.


ςτύχοι 928-933 «δε θα ντροπιϊςω / τη δόξα μου ςτην Τρούα, να μου λϋνε, / ςαν πϊω ςτην Ελλϊδα, πωσ για μϋνα / τον Αχιλλϋα τησ ϋχαςεν η Θϋτη, / το γιο του ο Νϋςτορασ κι εύδα τον Αύα / τον Τελαμώνιο να ςκοτώνεται». Ο Μενϋλαοσ παρουςιϊζει εδώ τον εαυτϐ του υπαύτιο για το θϊνατο του Αχιλλϋα, του Αντύλοχου και του Αύαντα, γιατύ εξαιτύασ μιασ δικόσ του οικογενειακόσ υπϐθεςησ, τησ αρπαγόσ τησ Ελϋνησ, προκλόθηκε ο Σρωικϐσ πϐλεμοσ, ςτον οπούο ϐλοι οι παραπϊνω όρωεσ βρόκαν το θϊνατο. ςτύχοι 937-939 «τον ψυχωμϋνον ϊντρα που αφανύςαν / οι εχθρού του, ςε αψηλό τον θϊβουν τϊφο, / μα τουσ δειλούσ ςτουσ ϊγριουσ ρύχνουν βρϊχουσ». ΢τον πϐλεμο αυτού που ξεχωρύζουν, οι όρωεσ, ςυνοδεϑονται απϐ τιμό, δϐξα και υςτεροφημύα, ενώ οι δειλού απϐ περιφρϐνηςη και ανωνυμύα. ςτύχοι 1027-1028 «απ’ το δόλο / των θεών αφανιζόντουςαν ςτη μϊχη». Ο πϐλεμοσ εύναι απϐφαςη των θεών και επιβϊλλεται ςτουσ ανθρώπουσ με δϐλο.

Α΄ ΢τϊςιμο ςτύχοι 1237-1253 Οι ςυμφορϋσ που φϋρνει ο πϐλεμοσ τϐςο ςε ϐςουσ ςυμμετϋχουν ς’ αυτϐν (θϊνατοσ ςτη μϊχη, δυςκολύα τησ επιςτροφόσ) ϐςο και ςε ϐςουσ μϋνουν πύςω (μοναξιϊ, πϐνοσ και θρόνοσ για τουσ νεκροϑσ). ςτύχοι 1270-1285 Οι ϊνθρωποι δεν πρϋπει να παραςϑρονται ςτον πϐλεμο απϐ οργό ό απϐ φιλοδοξύα, αλλϊ να επιλϑουν τισ διαφορϋσ τουσ με το διϊλογο και τισ διαπραγματεϑςεισ. Αλλιώσ το τύμημα το πληρώνουν δύκαιοι και ϊδικοι, φταύχτεσ και αθώοι.

Γ΄ Επειςόδιο ςτύχοσ 1340 «Πρύαμε, Τρούα, του κϊκου ςϊσ χαλϊςαν». Με τα λϐγια αυτϊ ο Θεοκλϑμενοσ καταδικϊζει τον πϐλεμο κι εκφρϊζει την ϊποψη ϐτι ο αφανιςμϐσ τησ Σρούασ ϋγινε μϊταια.


αποφθεγματικϋσ φρϊςεισ

Ευφροςύνη Πϊνου – Δόμητρα ΢ιαφϊκα

Αποφθϋγματα εύναι : ςτερεότυπεσ εκφρϊςεισ / ρητϊ με διαχρονικό χαρακτόρα. Πϊροδοσ ςτ. 303-306 «Όποιοσ ϋχει μια ςυμφορϊ θεοςταλμϋνη, το χτύπημα βαρύ, μα το υποφϋρει»: Σα λϐγια αυτϊ τα προφϋρει η Ελϋνη. Περιγρϊφει την τωρινό τησ κατϊςταςη, καθώσ παρουςιϊζει το πρϐβλημϊ τησ θεοςταλμϋνο κι ϐτι κανεύσ δε μπορεύ να αποφϑγει αυτϊ που του δύνει ο θεϐσ. ςτ. 307-309 «ετούτο χειρότερο εύναι απ’ την αλόθεια, πρϊξεισ να ςου φορτώνουν που δεν ϋχεισ κϊνει»: Και εδώ η Ελϋνη περιγρϊφει τισ ςυμφορϋσ τησ. Οι Έλληνεσ την κατηγοροϑν ϐτι απϊτηςε τον Μενϋλαο και ϋφυγε με τη θϋληςό τησ – κϊτι το οπούο, ςϑμφωνα με την Ελϋνη, δεν ϋγινε ποτϋ. ςτ. 313 «οι βϊρβαροι όλοι δούλοι, εξόν ο αφϋντησ»: Δηλώνει ϐτι η ύδια τώρα ϋχει γύνει ςκλϊβα, αν και κατεύχε μια ιδιαύτερη θϋςη ςτην Ελλϊδα. Παρουςιϊζει επύςησ και μια ϊποψη για την πολιτειακό οργϊνωςη των «βαρβϊρων» (μοναρχύα) : ϐλοι τουσ όταν ςκλϊβοι εκτϐσ απϐ τον μονϊρχη. ςτ. 335-337 «Η γυναύκα ςα θα δεχτεύ ϋναν ϊντρα που δε ςτϋργει, δεν ϋχει ςϋβασ διόλου ςτον εαυτό τησ»: ΢υνεχύζει το λϐγο τησ με αυτϐ που την ενδιαφϋρει τώρα – να μη γύνει ποτϋ γυναύκα του Θεοκλϑμενου. Αναφϋρει ϐτι η γυναύκα που θα δεχτεύ ϋναν ϊνδρα που δεν αγαπϊ, δε ςϋβεται τον εαυτϐ τησ. ςτ. 338 «Πιο καλϊ θϊνατοσ, μα να ’ναι ωραύοσ»: Αναφϋρει ϐτι η ύδια θα προτιμοϑςε να πεθϊνει παρϊ να τον δεχθεύ ωσ ϊντρα. Έτςι θα πϋθαινε μεν, θα ϋμενε τύμια δε. ςτ. 339-340 «Το κρϋμαςμα ντροπό, κι οι δούλοι ακόμα τϋτοιο χαμό για αιςχρό τον λογαριϊζουν»: Ο απαγχονιςμϐσ όταν ατιμωτικϐσ θϊνατοσ, ακϐμη και για τουσ δοϑλουσ – πϐςο μϊλλον για μια βαςύλιςςα! ςτ. 341-342 «Έχει αρχοντιϊ κι ευγϋνεια το μαχαύρι κι απ’ τη ζωό γοργϊ ξεφεύγεισ»: Ξανϊ η Ελϋνη λϋει ϐτι θϋλει να πεθϊνει γρόγορα φϋρνοντασ ϋνα παρϊδειγμα «ευγενικοϑ» θανϊτου : το θϊνατο με το μαχαύρι. ςτ. 388-389 «Πϊντοτε να ’χεισ , ό,τι και να γύνει, για τα μελλούμενα καλϋσ ελπύδεσ»: Αυτϐ το λϋει ο Φορϐσ ωσ ςυμβουλό προσ την Ελϋνη· ϐτι ϐ,τι κι αν ςυμβεύ, να εύναι πϊντα αιςιϐδοξη.


Α΄ επειςόδιο ςτ. 474-476 «Ο ευτυχιςμϋνοσ, όταν κακοπϊθει, νιώθει πικρότερη τη δυςτυχύα, παρ' όςο αυτόσ που από παλιϊ την ξϋρει»: Σο λϐγο αυτϐ τον εκφωνεύ ο Μενϋλαοσ πϊνω ςτην απελπιςύα και ςτην απογοότευςη του για την τωρινό του κατϊςταςη (ολϐκληροσ βαςιλιϊσ φορϊ κουρελιαςμϋνα ροϑχα – ϋχει ναυαγόςει – δεν ξϋρει ποϑ βρύςκεται – η γυναύκα του τον απϊτηςε). Επύςησ "κυρύαρχη αντύληψη των αρχαύων Ελλόνων εύναι ϐτι μεγαλϑτερη δυςτυχύα προκαλοϑν οι απϐτομεσ μεταςτροφϋσ τησ τϑχησ" (ςχϐλιο του βιβλύου). ςτ. 491-492 «απ' τουσ φτωχούσ δεν ϋχεισ, ακόμη κι αν το θϋλουνε, βοόθεια»: Καθώσ ο Μενϋλαοσ ψϊχνει να βρει βοόθεια και φαγητϐ για τουσ ςυντρϐφουσ του και για τον εαυτϐ του ςτο παλϊτι, εκφωνεύ αυτϐ το ρητϐ λϋγοντασ με λύγα λϐγια πωσ μϐνο απϐ τουσ πλοϑςιουσ μπορεύ να περιμϋνει βοόθεια, αφοϑ ϋνασ φτωχϐσ, και να θϋλει, δεν ϋχει τη δυνατϐτητα να τον βοηθόςει. ςτ. 574-575 «Πολύ ςοφόσ – όχι δικόσ μου – λόγοσ· η πιο μεγϊλη δύναμό 'ναι η ανϊγκη»: Ο Μενϋλαοσ λϋει αυτϊ τα λϐγια, γιατύ τώρα εύναι αναγκαςμϋνοσ να ζητιανϋψει απϐ ϋναν ϊλλο βαςιλιϊ , κϊτι που δεν αρμϐζει οϑτε ςτον χαρακτόρα του οϑτε και ςτο αξύωμα του (βαςιλιϊσ). Β΄ επειςόδιο ςτ. 714 «όταν ςμύγουνε δυο, διπλό η χαρϊ τουσ»: Σο απϐφθεγμα αυτϐ εκφωνεύται απϐ το Φορϐ τη ςτιγμό που ο Μενϋλαοσ και η Ελϋνη αναγνωρύζονται και εκφρϊζουν ο καθϋνασ τη χαρϊ του. Πιθανϐν αυτό η φρϊςη να εύναι και μύα ευχό. ςτ. 731-732 «πρϋπει όςα μασ δύνουν, καλϊ ό κακϊ, οι θεού ν’ ακούμε»: Ο Μενϋλαοσ παροτρϑνει την Ελϋνη να του πει ϐλη την ιςτορύα με το επιχεύρημα πωσ ϐ, τι ςυμβαύνει ςτουσ ανθρώπουσ, εύτε καλϐ ό κακϐ, πρϋπει να το βγϊζουν απϐ μϋςα τουσ και να μαθαύνουν απϐ αυτϐ. ςτ. 734-735 «γλυκιϊ ξαλϊφρωςό 'ναι τισ περαςμϋνεσ να ςου λϋνε δυςτυχύεσ»: Ο Μενϋλαοσ νιώθει ϐτι,εϊν του πει η Ελϋνη ϐλα ϐςα ϋζηςε και γενικϊ ϐλη την πικρό ιςτορύα, θα ηςυχϊςει και ο ύδιοσ. ςτ. 786-791 «Δυςκολονόητοσ ο θεόσ, παιδύ μου, ολοϋνα αλλϊζει. Εδώθε κεύθε ςϋρνει, πότε ψηλϊ, πότε βαθιϊ τα πϊντα· ο ϋνασ δυςτυχϊει, ο ϊλλοσ όχι, όμωσ κι αυτόσ κακό θϊνατο βρύςκει· δεν ϋχει πϊντα η τύχη ςιγουριϊ»: Σα λϐγια αυτϊ λϋγονται απϐ τον Αγγελιαφϐρο, ϐταν πλϋον ϋχει κι αυτϐσ αναγνωρύςει την Ελϋνη, και εκφρϊζει τη γνώμη του για τουσ θεοϑσ ςε ςχϋςη με την τϑχη των δϑο βαςικών ηρώων.


ςτ. 803-806 «Όποιοσ δε νιώθει ςϋβασ για τ' αφεντικϊ του και δε ςυμπϊςχει ςε χαρϋσ και λύπεσ, δούλοσ κακόσ»: Εδώ τονύζεται η αφοςύωςη και η αγϊπη του δοϑλου για τα αφεντικϊ του. Παρ' ϐλα αυτϊ αφοςύωςη αυτό "δεν εύναι δεύγμα δουλοπρϋπειασ, αλλϊ εύναι η επιλογό του τρϐπου ςυμπεριφορϊσ του, ενϐσ ελεϑθερου πνεϑματοσ και δεύγμα ευγϋνειασ του όθουσ". (ςχϐλιο του βιβλύου) ςτ. 824-825 «Με τη φωτιϊ και τα πουλιϊ μαντεύεσ τύποτα δεν αξύζουν» & ςτ. 835-836 «ξεγϋλαςμα εύναι ςτη ζωό (ενν. οι μαντεύεσ)· κανϋνασ δεν πλούτιςε μ’ αυτϋσ όντασ τεμπϋλησ»: Με τα λϐγια αυτϊ ο Αγγελιαφϐροσ αμφιςβητεύ τη μαντικό ικανϐτητα, καθώσ δεν ωφϋληςε πουθενϊ και δεν εμπϐδιςε την ανώφελη εκςτρατεύα ςτην Σρούα. Επύςησ, ςϑμφωνα με το ςχϐλιο του ςχολικοϑ βιβλύου, ο μϊντησ αναφϋρεται ςε δϑο γνωςτοϑσ τρϐπουσ μαντικόσ: α) τισ θυςιαςτόριεσ φλϐγεσ, β) τισ κραυγϋσ και τισ κινόςεισ των πουλιών. ςτ. 837 «ςωςτό μυαλό και νουσ, να ςοφόσ μϊντησ»: Απϋναντι ςτη μαντικό τϋχνη ο Φορϐσ προκρύνει τη χρόςη του ορθοϑ λϐγου. ςτ. 838-840 «ϊμα κερδύςεισ τουσ θεούσ, ςτο ςπιτικό ςου την πιο μεγϊλη μαντικό ϋχεισ μπϊςει»: Ο Φορϐσ, ϐπωσ και ο Αγγελιαφϐροσ, πιςτεϑει ϐτι η μαντικό δεν εύναι αξιϐπιςτη και ϐτι εύναι καλϑτερο να ϋχει κϊποιοσ την εϑνοια των θεών παρϊ να τουσ ζητϊ μαντεύεσ. ςτ. 894 «Το αδύνατο αν ζητϊσ, ςοφόσ δεν εύςαι»: Η Ελϋνη επιμϋνει ϐτι εύναι δϑςκολο, ϋωσ αδϑνατο να δολοφονηθεύ ο Θεοκλϑμενοσ. Με αυτό την αποφθεγματικό φρϊςη απορρύπτει την πρϐταςη διαφυγόσ του Μενϋλαου ωσ ανϋφικτη – πρϊγμα που αποτελεύ ϋνδειξη αφϋλειασ. Έτςι, αναδεικνϑεται και η υπεροχό του δικοϑ τησ ορθολογικοϑ ςχεδύου ςωτηρύασ. ςτ. 896 «Με δόλο ξεπερνϊσ τη δυςκολύα»: Ένασ τρϐποσ ςωτηρύασ ςϑμφωνα με την Ελϋνη εύναι ο δϐλοσ (το ξεγϋλαςμα- γυναικεύα πονηριϊ και εξυπνϊδα). Μϊλιςτα, οι ϊνθρωποι χρηςιμοποιοϑν δϐλο και με τη υπϐδειξη των θεών. ςτ. 936-939 «Αν οι θεού ςοφού λογιούνται, τότε τον ψυχωμϋνον ϊντρα που αφανύςαν οι εχθρού του, ςε αψηλό τον θϊβουν τϊφο, μα τουσ δειλούσ ςτουσ ϊγριουσ ρύχνουν βρϊχουσ»: Οι θεού ανταμεύβουν την ανδρεύα και εξαςφαλύζουν υςτεροφημύα ςτον γενναύο, ακϐμη κι αν ϋχει ηττηθεύ, αλλϊ ςυντρύβουν τουσ δειλοϑσ. ςτ. 997 «Πϊντα μιςεύ ο θεόσ τη βύα και προςτϊζει ν’ αποκτούν όλοι δύκαια τ’ αγαθϊ τουσ»: ΢ε αυτϐ το ςτύχο, η Ελϋνη εννοεύ την κατϊςταςη τησ, αφοϑ ο Θεοκλϑμενοσ προςπαθεύ να την πϊρει απϐ τον Μενϋλαο που του ανόκει (αδικύα).


ςτ. 999-1003 «Ασ μη ζητϊει κανεύσ ϊδικα πλούτη. Ο ουρανόσ κι η γησ εύναι για όλουσ και πρϋπει μεσ το ςπύτι του ο καθϋνασ τα καλϊ να ςυνϊζει, όχι το ξϋνο βύοσ ςτανικϊ να κλϋβει»: Σα λϐγια αυτϊ τησ Ελϋνησ αναφϋρονται ςτην εμμονό του Θεοκλϑμενου μαζύ τησ. Κϊνει λϐγο για την αδικύα, τη βύα και την ϋννοια του δικαύου. ςτ. 1041-1042 «Για τα παιδιϊ εύναι η πιο μεγϊλη δόξα, να θϋλουν ςτουσ καλούσ γονιούσ να μοιϊςουν»: Αποτελεύ τμόμα τησ ικεςύασ τησ Ελϋνησ προσ τη Θεονϐη, με την οπούα τη «χτυπϊει» ςτο ευαύςθητο ςημεύο, ςτουσ γονιοϑσ. ςτ. 1048-1050 «Κι ασ λϋνε πωσ κλαύνε κι οι γενναύοι όταν τουσ βρύςκουν οι ςυμφορϋσ»: Κατϊ γενικό ομολογύα οι ςυμφορϋσ μαλακώνουν τη ςτϊςη του γενναύου και απϐ ευγενικό γενιϊ ϊνδρα. Σην ϊποψη αυτό δεν ενςτερνύζεται ο Μενϋλαοσ, καθώσ ςτη δικό του περύπτωςη ιςχϑει η αιδώσ, το αύςθημα τησ ντροπόσ (βλ. και το ςχετικϐ ςχϐλιο του βιβλύου). ςτ. 1138-1139 «Ο ϊδικοσ ποτϋ χαρϊ δε βλϋπει, μονϊχα με το δύκιο η ςωτηρύα»: Ο Φορϐσ με αυτϐ το ςτύχο "εκφρϊζει την ϊποψη ϐτι μϐνο ο δύκαιοσ ευτυχεύ" – η παρϋμβαςό του γύνεται για να δώςει μύα παϑςη ςτη δρϊςη.


μυθικϊ ςτοιχεύα

Αγγελικό Καλαμπόκα – Νικολαΐσ Καραγιϊννη

Πρόλογοσ ςτ. 4 Πρωτϋασ, θαλαςςινό θεϐτητα, προςτϊτησ των ναυτικών ςτα ταξύδια τουσ – τον αποκαλοϑςαν «γϋροντα τησ θϊλαςςασ». ΢την Οδύςςεια όταν ϋνασ μικρϐσ θαλαςςινϐσ θεϐσ με μαντικϋσ ικανϐτητεσ που κατοικοϑςε ςτο νηςύ Υϊρο τισ Αιγϑπτου και εύχε τη δϑναμη να μεταμορφώνεται ςε ϐ,τι όθελε – κϐρη του όταν η Ειδοθϋα. ΢την Ελένη παρουςιϊζεται ωσ θνητϐσ, ο ςοφϐσ και δύκαιοσ βαςιλιϊσ τησ Αιγϑπτου που του εμπιςτεϑτηκε ο Δύασ την Ελϋνη, και ϋχει δυο παιδιϊ : το Θεοκλϑμενο και την Ειδώ ό Θεονϐη (το ϐνομα που πόρε ωσ μϊντιςςα). ςτ. 7 Νηρηύδα Ψαμϊθη (ψϊμαθοσ=ϊμμοσ), μύα απϐ τισ πενόντα θαλαςςινϋσ νϑμφεσ, που όταν κϐρεσ του θεοϑ τησ θϊλαςςασ Νηρϋα και τησ Δωρύδασ. Σην ερωτεϑτηκε ο Αιακϐσ, ο βαςιλιϊσ τησ Αύγινασ, κι εκεύνη, για να τον αποφϑγει, μεταμορφώθηκε ςε φώκια. Όμωσ δεν το πϋτυχε κι ϋτςι απϋκτηςε μαζύ του τον Υώκο. ΢ϑμφωνα με τον Ευριπύδη εγκατϋλειψε τον Αιακϐ και παντρεϑτηκε τον Πρωτϋα. ςτ. 8 Αιακόσ, γιοσ του Δύα και τησ νϑμφησ Αύγινασ, πατϋρασ του Πηλϋα, του Σελαμώνα και του Υώκου, παπποϑσ του Αχιλλϋα, του Αύαντα, του Σεϑκρου – μετϊ το θϊνατϐ του ϋγινε δικαςτόσ του κϊτω κϐςμου (μαζύ με τουσ Μύνωα και Ραδϊμανθυ). ςτ. 27 Κύπριδα, η Αφροδύτη, η θεϊ τησ ομορφιϊσ και μητϋρα του Έρωτα, που ςϑμφωνα με ϋνα μϑθο αναδϑθηκε απϐ τη θϊλαςςα ςτην Κϑπρο. ςτ. 27-34 Η Ήρα, θεϊ του γϊμου και προςτϊτιδα των γυναικών, η Αθηνϊ, θεϊ τησ ςοφύασ, και η Αφροδύτη διεκδικοϑςαν το βραβεύο του κϊλλουσ, ϋνα μόλο που ϊφηςε η Έριδα με την επιγραφό «τῇ καλλίστῃ» (=για την ομορφϐτερη). Κριτόσ ορύςτηκε ο Πϊρησ και κϋρδιςε η Αφροδύτη, που του υποςχϋθηκε την Ελϋνη. ΢ϑμφωνα με τον Ευριπύδη η Ήρα, θυμωμϋνη με τον Πϊρη που δεν την τύμηςε με το βραβεύο, θϋληςε να τιμωρόςει κι αυτϐν και την Αφροδύτη. Έτςι ϋςτειλε τον Ερμό ςτη ΢πϊρτη, να πϊρει την Ελϋνη, για να την πϊει ςτην Αύγυπτο και ςτη θϋςη τησ ϋβαλε ϋνα εύδωλο. ςτ. 35 Πϊρησ, ό Αλϋξανδροσ, γιοσ του βαςιλιϊ τησ Σρούασ Πρύαμου και τησ Εκϊβησ, αδελφϐσ του Έκτορα.


Η Εκϊβη, πριν γεννόςει τον Πϊρη, ονειρεϑτηκε ϐτι κυοφορεύ ϋναν πυρςϐ που καύει την Σρούα. Η ερμηνεύα που δϐθηκε όταν ϐτι ο γιοσ τησ θα προκαλοϑςε την καταςτροφό τησ Σρούασ. Έτςι, μϐλισ το παιδύ γεννόθηκε, εγκαταλεύφθηκε ςτο βουνϐ Ίδη, ϐπου το βρόκε και το μϊζεψε ϋνασ βοςκϐσ. Αργϐτερα αναγνωρύςτηκε ωσ ο χαμϋνοσ γιοσ του βαςιλιϊ και γϑριςε ςτην Σρούα. ςτ. 59 Μενϋλαοσ, γιοσ του Ατρϋα και τησ Αερϐπησ, αδερφϐσ του Αγαμϋμνονα, ςϑζυγοσ τησ Ελϋνησ. Μϐλισ πληροφορόθηκε ϐτι ο Πϊρησ ϊρπαξε τη γυναύκα του, την Ωραύα Ελϋνη, ζότηςε τη βοόθεια των Ελλόνων βαςιλιϊδων (οι οπούοι ωσ μνηςτόρεσ τησ Ελϋνησ εύχαν ορκιςτεύ ςτον πατϋρα τησ να την υπεραςπιςτοϑν αν κινδυνεϑςει). Έτςι ξεκύνηςε ο Σρωικϐσ πϐλεμοσ. ΢ϑμφωνα με την Ιλιάδα κατϊ την καταςτροφό τησ Σρούασ ο Μενϋλαοσ αιχμαλώτιςε την Ελϋνη και όθελε να τη ςκοτώςει, αλλϊ τελικϊ μετϊνιωςε. Μαζύ τησ ταξύδευε πολλϊ χρϐνια, μϋχρι να γυρύςει ϋπειτα απϐ πολλϋσ περιπϋτειεσ ςτη ΢πϊρτη. Μετϊ το θϊνατϐ του, επειδό όταν γαμπρϐσ του Δύα, δεν οδηγόθηκε ςτον κϊτω κϐςμο αλλϊ ςτα Ηλϑςια πεδύα (τον Παρϊδειςο των αρχαύων). ςτ. 109 Σεύκροσ, γιοσ του βαςιλιϊ τησ ΢αλαμύνασ Σελαμώνα και τησ Ηςιϐνησ, ετεροθαλόσ αδελφϐσ του Αύαντα, ο καλϑτεροσ τοξϐτησ των Αχαιών. Μετϊ το τϋλοσ του Σρωικοϑ πολϋμου ο πατϋρασ του δεν τον δϋχτηκε πύςω, γιατύ οϑτε εμπϐδιςε οϑτε εκδικόθηκε το θϊνατο του αδελφοϑ του Αύαντα. Ένασ χρηςμϐσ τον οδόγηςε –με ενδιϊμεςη ςτϊςη την Αύγυπτο– ςτην Κϑπρο, ϐπου ύδρυςε τη ΢αλαμύνα, για να του θυμύζει την πατρύδα του. ςτ. 116 Αύασ, γιοσ του Σελαμώνα και τησ Ερύβοιασ, ο γενναιϐτεροσ Αχαιϐσ πολεμιςτόσ ςτην Σρούα μετϊ τον ξϊδελφϐ του Αχιλλϋα. Μετϊ το θϊνατο του Αχιλλϋα οι Αχαιού αποφϊςιςαν να δώςουν τα ϐπλα του ςτον γενναιϐτερο Έλληνα. Ανϊμεςα ςτον Αύαντα και τον Οδυςςϋα επϋλεξαν τον δεϑτερο. Πικραμϋνοσ και οργιςμϋνοσ ο Αύαντασ ςφϊζει κοπϊδια με πρϐβατα πιςτεϑοντασ ϐτι ςκοτώνει τουσ ςυντρϐφουσ του που τον αδύκηςαν. Όταν ςυνόλθε και ςυνειδητοπούηςε τι ϋκανε, αυτοκτϐνηςε. ςτ. 120 το τϋκνο του Πηλϋα, ο πιο λαμπρϐσ και ατρϐμητοσ όρωασ του Σρωικοϑ πολϋμου, ο Αχιλλϋασ. Ο Πηλϋασ, γιοσ του Αιακοϑ και βαςιλιϊσ τησ Υθύασ, παντρεϑτηκε τη Νηρηύδα Θϋτιδα, με την οπούα απϋκτηςε τον Αχιλλϋα. Ο Αχιλλϋασ πόρε μϋροσ ςτον Σρωικϐ πϐλεμο χωρύσ να εύναι μνηςτόρασ τησ Ελϋνησ, γιατύ όταν μικρϐσ τϐτε. Ωςτϐςο, διακρύθηκε ςτον πϐλεμο, μϋχρι που η διαμϊχη του με τον Αγαμϋμνονα τον κρϊτηςε μακριϊ απϐ τη μϊχη. Επϋςτρεψε μετϊ το θϊνατο του Πϊτροκλου, για να πϊρει εκδύκηςη. ΢κοτώθηκε απϐ βϋλοσ που τον βρόκε ςτο τρωτϐ του ςημεύο, τη φτϋρνα του. Οι Αχαιού αγωνύςτηκαν λυςςαλϋα να ςώςουν το νεκρϐ ςώμα και τα ϐπλα του – ςτη μϊχη αυτό ξεχώριςε ιδύωσ ο ξϊδελφοσ του όρωα, Αύασ.


ςτ. 133 Φρύγεσ, κϊτοικοι τησ Υρυγύασ ςτη βορειοδυτικό Μικρϊ Αςύα, ςϑμμαχού των Σρώων – γι’ αυτϐ μϊλλον η Ελϋνη τουσ ταυτύζει μαζύ τουσ. ςτ. 174 Φούβοσ, ο Απϐλλωνασ, γιοσ του Δύα και τησ Λητώσ, θεϐσ του φωτϐσ, τησ μαντικόσ, των οραμϊτων και τησ μουςικόσ. Πϊροδοσ ςτ. 196 ΢ειρόνεσ, κϐρεσ του Αχελώου και τησ Μοϑςασ Μελπομϋνησ ό ςϑμφωνα με ϊλλη εκδοχό κϐρεσ του θαλαςςινοϑ θεοϑ Υϐρκα και τησ Γησ. Ήταν γυναικεύεσ θεϐτητεσ που ςυνδϋονταν με το νερϐ, τον ϋρωτα και το θϊνατο. Εύχαν ανθρώπινο κεφϊλι και ςώμα πουλιοϑ. Κατϊ το μϑθο οι ΢ειρόνεσ όταν θαλϊςςιεσ νϑμφεσ, ςυνοδού τησ Περςεφϐνησ. Όταν ο Άδησ ϊρπαξε την Περςεφϐνη, η μητϋρα τησ, η Δόμητρα τισ καταρϊςτηκε να βγϊλουν φτερϊ. Αναφϋρονται πρώτη φορϊ ςτην Οδϑςςεια, ϐπου με το γλυκϐ τουσ τραγοϑδι όθελαν να ξελογιϊςουν τουσ ναυτικοϑσ και ςτη ςυνϋχεια να τουσ καταςτρϋψουν. ςτ. 200 Περςεφόνη, κϐρη τησ Δόμητρασ και του Δύα – ςϑζυγϐσ τησ όταν ο Άδησ. Ο Άδησ την πόρε μαζύ του ςτον Κϊτω κϐςμο για την ομορφιϊ τησ. Η Δόμητρα ϐμωσ την όθελε πύςω κι επειδό ςτενοχωριϐταν, δεν ϊφηνε τη γη να καρποφορόςει. Έτςι λοιπϐν ο Άδησ ςυμφώνηςε να ανεβαύνει ϋξι μόνεσ η Περςεφϐνη ςτον Επϊνω κϐςμο και τουσ υπϐλοιπουσ ϋξι να κατεβαύνει ςτον Κϊτω κϐςμο. Σουσ μόνεσ που η Περςεφϐνη όταν μαζύ με τη μητϋρα τησ επικρατοϑςε καλοκαιρύα, ενώ τον υπϐλοιπο καιρϐ κακοκαιρύα. Μϊλιςτα, η ςκηνό τησ απαγωγόσ τησ Ελϋνησ ςτουσ ςτύχουσ 279-284 θυμύζει την απαγωγό τησ Περςεφϐνησ, που την ϋκλεψε ο Άδησ την ώρα που ϋπαιζε με τισ κϐρεσ του Ωκεανοϑ και μϊζευε λουλοϑδια. ςτ. 218 Νερϊιδεσ ό Ναώϊδεσ, νϑμφεσ, κϐρεσ του Δύα, προςτϊτιδεσ των υδϊτων με θεραπευτικϋσ ικανϐτητεσ. Κατοικοϑςαν ςε πηγϋσ, ποτϊμια ό λύμνεσ και ςυχνϊ ϋπαιρναν το ϐνομϊ τουσ απϐ αυτϊ. ςτ. 223 Πϊνασ, θεϐτητα των δαςών που λατρευϐταν ςτην Αρκαδύα – υπϊρχουν πολλϋσ εκδοχϋσ για τουσ γονεύσ του. Ήταν μιςϐσ ϊνθρωποσ και μιςϐσ τρϊγοσ και εύχε κϋρατα. Λϋγεται ϐτι ϐταν μϐλισ εύδε η μητϋρα του, ϐταν γεννόθηκε, τρϐμαξε και τον εγκατϋλειψε. Ο Ερμόσ τον οδόγηςε ςτον Όλυμπο, ϐπου τον δϋχτηκαν οι θεού. Προςτϊτευε τουσ βοςκοϑσ και τα κοπϊδια και τον ξεχώριζαν για την ταχϑτητα, την ευκινηςύα και την ϋντονη ερωτικό του δραςτηριϐτητα.


ςτ. 233& ςτ. 293-295 Λόδα, ςϑζυγοσ του Συνδϊρεω, μητϋρα των Διϐςκουρων (Κϊςτορα και Πολυδεϑκη), τησ Ωραύασ Ελϋνησ, τησ Κλυταιμνόςτρασ, τησ Σιμϊνδρασ, τησ Υούβησ και τησ Υιλονϐησ. ΢ϑμφωνα με το μϑθο ο Δύασ εύδε τη Λόδα ςτον Σαΰγετο, την ερωτεϑτηκε και με τη βοόθεια τησ Αφροδύτησ μεταμορφώθηκε ςε κϑκνο, ενώ η θεϊ μεταμορφώθηκε ςε αετϐ που τον κυνηγοϑςε. Η Λόδα, επειδό τον λυπόθηκε, πόγε να τον ςώςει και τον πόρε αγκαλιϊ. Αργϐτερα λϋγεται πωσ γϋννηςε δϑο αυγϊ. Απϐ το ϋνα βγόκαν οι δύδυμοι και απϐ το ϊλλο η Ελϋνη. Κϊποιοι ϊλλοι λϋνε ϐτι γϋννηςε ϋνα αυγϐ, απϐ το οπούο γεννόθηκαν ο Πολυδεϑκησ και η Ελϋνη – ϊρα ο Κϊςτορασ όταν θνητϐσ και γιοσ του Συνδϊρεω. Και η Ελϋνη ϐμωσ ϊλλοτε αναφϋρεται ωσ κϐρη του Δύα και ϊλλοτε του Συνδϊρεω. ςτ. 384 Σϋθριππο ϊρμα του Ήλιου ΢ϑμφωνα με τη μυθολογύα ο Ήλιοσ ταξύδευε με το τϋθριππο ϊρμα του (ϊρμα που το ϋςερναν τϋςςερα ϊλογα) απϐ την Ανατολό προσ τη Δϑςη. ςτ. 422-436 «Ω! Καλλιςτώ … Αχαιούσ» : ΢ε αυτοϑσ τουσ ςτύχουσ η Ελϋνη ςυγκρύνει τον εαυτϐ τησ με δϑο μυθικϊ πρϐςωπα, την Καλλιςτώ και την κϐρη του Σιτϊνα Μϋροπα, που τισ κατϋςτρεψε και τισ δϑο η ομορφιϊ τουσ, ϐπωσ και την Ελϋνη. Σην Καλλιςτώ, νϑμφη των δαςών τησ Αρκαδύασ και ςϑντροφο τησ Άρτεμησ, την ερωτεϑτηκε ο Δύασ και την ϊφηςε ϋγκυο. Όταν το ϋμαθε αυτϐ η Άρτεμη, τη μεταμϐρφωςε ςε αρκοϑδα (ϊρκτο) – η μεταμϐρφωςό τησ ςε λϋαινα όταν επινϐηςη του Ευριπύδη. ΢ϑμφωνα με ϊλλη εκδοχό ο Δύασ τη μετϋτρεψε ςε αςτεριςμϐ, τη Μεγϊλη Άρκτο. Σην κϐρη του Μϋροπα, για την οπούα δεν εύναι γνωςτϊ πολλϊ ςτοιχεύα, τη μεταμϐρφωςε η Άρτεμη ςε ελϊφι. Α΄ Επειςόδιο ςτ. 437-439 Πϋλοπασ, γιοσ του Σϊνταλου και τησ Κλυτύασ. Παντρεϑτηκε την Ιπποδϊμεια, κϐρη του Οινϐμαου. Όταν όταν παιδύ, ο πατϋρασ του, αφοϑ τον ςκϐτωςε και τον τεμϊχιςε, τον πρϐςφερε ςτουσ θεοϑσ, γιατύ όθελε να δει αν ϐντωσ όξεραν τα πϊντα. Οι θεού ϐμωσ κατϊλαβαν την απϊτη και δεν δοκύμαζαν το φαγητϐ. Μϐνο η Δόμητρα που όταν αφηρημϋνη λϐγω του πϋνθουσ για την κϐρη τησ ϋφαγε ϋνα κομμϊτι του ώμου του. Οι θεού μετϊ τον ανϋςτηςαν και ςτη θϋςη του ώμου ϋβαλαν ϋνα ελεφαντϐδοντο, γι’ αυτϐ και οι απϐγονοι του Πϋλοπα ϋχουν μια λευκό κηλύδα για ςημϊδι ςτον ώμο τουσ.


ςτ. 438 Οινόμαοσ, γιοσ του Άρη, βαςιλιϊσ τησ Πύςασ ςτην Πελοπϐννηςο (ύςωσ η αρχαύα Ολυμπύα). Ο Οινϐμαοσ εύχε πιςτϋψει ς’ ϋναν χρηςμϐ ϐτι ο ϊντρασ τησ κϐρησ του θα τον ςκϐτωνε, γι’ αυτϐ το λϐγο διοργϊνωνε αρματοδρομύεσ απϐ την Ολυμπύα μϋχρι τον Ιςθμϐ με ϋπαθλο για το νικητό την κϐρη του – ϐποιοσ ϐμωσ ϋχανε αποκεφαλιζϐταν. ΢ε ϐλεσ τισ αρματοδρομύεσ ϋπαιρνε μϋροσ και ο ύδιοσ και όταν πϊντα νικητόσ, επειδό τα ϊλογϊ του όταν δώρο του Άρη. Όμωσ ο Πϋλοπασ με τα ϊλογα που του ϋδωςε ο Ποςειδώνασ και με τη βοόθεια του ηνύοχου του Οινϐμαου, κϋρδιςε τον αγώνα, την Ιπποδϊμεια και το θρϐνο, καθώσ ο Οινϐμαοσ ςκοτώθηκε. Η περιοχό αργϐτερα πόρε το ϐνομα του Πϋλοπα (Πελοπϐννηςοσ = Πϋλοποσ νόςοσ). ςτ. 441 Ατρϋασ, γιοσ του Πϋλοπα και τησ Ιπποδϊμειασ. Παντρεϑτηκε την Αερϐπη και απϋκτηςαν δϑο γιουσ, τον Αγαμϋμνονα και τον Μενϋλαο. ςτ. 442 Αερόπη, κϐρη του Κατρϋα, ςϑζυγοσ πρώτα του Πλειςθϋνη κι ϋπειτα του Ατρϋα, ο οπούοσ την ϋριξε ςτη θϊλαςςα, ϐταν ϋμαθε το δεςμϐ τησ με τον αδελφϐ του, τον Θυϋςτη. ςτ. 443 Αγαμϋμνονασ, βαςιλιϊσ του Άργουσ και των Μυκηνών, γιοσ του Ατρϋα και τησ Αερϐπησ, αδελφϐσ του Μενϋλαου. Με τη ςϑζυγϐ του Κλυταιμνόςτρα απϋκτηςε τρεισ κϐρεσ (Ιφιγϋνεια, Ηλϋκτρα, Φρυςϐθεμισ) και ϋναν γιο, τον Ορϋςτη. Ηγόθηκε ςτην τρωικό εκςτρατεύα, ϐμωσ ϐταν επϋςτρεψε ϋπειτα απϐ την ϊλωςη τησ Σρούασ, δολοφονόθηκε απϐ τον Αύγιςθο, τον εραςτό τησ γυναύκασ του. Β΄ Επειςόδιο ςτ. 604 Μαινϊδα, νϑμφη, ςυντρϐφιςςα και ακϐλουθοσ του Διονϑςου. Οι Μαινϊδεσ λϊτρευαν το Διϐνυςο με ϑμνουσ και μανιώδεισ κραυγϋσ και με τη ςυνοδεύα μουςικών οργϊνων. Υοροϑςαν ςτεφϊνια απϐ κιςςϐ. ΢τισ τελετϋσ τουσ απαγορευϐταν η παρουςύα ανδρών και βαςικϐ ςτοιχεύο όταν η μανύα (η οπούα τουσ ϋδωςε το ϐνομα Μαινάδεσ). ςτ. 630 Συνδϊρεωσ, γιοσ του Ούβαλου, βαςιλιϊσ τησ ΢πϊρτησ και (θνητϐσ) πατϋρασ τησ Ελϋνησ. Ο αδελφϐσ του Ιπποκϐων του πόρε το θρϐνο και τον ϋδιωξε απϐ τη ΢πϊρτη, ϋτςι ο Συνδϊρεωσ κατϋφυγε ςτο βαςιλιϊ Θϋςτιο. Αργϐτερα ο Ηρακλόσ τον επανϋφερε ςτο θρϐνο τησ ΢πϊρτησ, αφοϑ ςκϐτωςε τον Ιπποκϐωντα και τουσ γιουσ του. ςτ. 631 Εκϊτη, κϐρη των Σιτϊνων Πϋρςη και Αςτερύασ, θεϊ του κϊτω κϐςμου, τησ μαγεύασ, των φανταςμϊτων.


Κληρονϐμηςε απϐ τουσ γονεύσ τησ δυνϊμεισ πϊνω ςτη γη, τη θϊλαςςα, τον ουρανϐ. Ση νϑχτα ϋςτελνε ςτουσ ανθρώπουσ φαντϊςματα και τα ςκυλιϊ που την πληςύαζαν οϑρλιαζαν. Ση λϊτρευαν ςτα ςταυροδρϐμια, ϐπου ϊφηναν φαγητϐ για να την καθηςυχϊςουν. ςτ. 740 Γιοσ του Δύα και τησ Μαύασ, δηλαδό ο Ερμόσ, αγγελιαφϐροσ των θεών, ψυχοπομπϐσ (οδηγοϑςε τισ ψυχϋσ ςτον Άδη), θεϐσ του κϋρδουσ. ςτ. 826 Κϊλχασ, μϊντησ των Ελλόνων, απϐγονοσ του Απϐλλωνα. Ο Απϐλλωνασ του δώριςε τη μαντικό ικανϐτητα. ΢την Σρωικό εκςτρατεύα όταν ο κϑριοσ μϊντησ των Ελλόνων και κορυφαύοσ ςτην ερμηνεύα οιωνών. Προφότευςε τη διϊρκεια τησ πολιορκύασ τησ Σρούασ και την ϊλωςό τησ. ςτ. 848 Ναύπλιοσ, απϐγονοσ του Ποςειδώνα, πατϋρασ του Παλαμόδη. Οι Αχαιού ςκϐτωςαν τον Παλαμόδη ςτην Σρούα με λιθοβολιςμϐ, επειδό καταδικϊςτηκε για προδοςύα. Ο Ναϑπλιοσ λοιπϐν ορκύςτηκε να εκδικηθεύ. Έτςι, ϐςο οι Έλληνεσ ϋλειπαν ςτην Σρούα, ϋλεγε ςτισ γυναύκεσ τουσ να τουσ απατόςουν. Και μετϊ την ϊλωςη τησ Σρούασ ϊναβε φωτιϋσ ςτισ ακτϋσ τησ Εϑβοιασ, με αποτϋλεςμα τα ελληνικϊ καρϊβια που επϋςτρεφαν να ςυντρύβονται ςτα βρϊχια. ςτ. 931 Θϋτη, κϐρη του θεοϑ τησ θϊλαςςασ Νηρϋα, μητϋρα του Αχιλλϋα – με τισ ςαρϊντα εννιϊ αδελφϋσ τησ αποτελοϑςαν τισ Νηρηύδεσ. Σην ανϊθρεψε η Ήρα, γι’ αυτϐ αρνόθηκε τον ϋρωτα του Δύα. Όταν ϋγινε γνωςτϐ ϐτι θα γεννόςει ϋνα γιο πιο δυνατϐ απϐ τον πατϋρα του, ο Δύασ φοβόθηκε για την εξουςύα του και την ανϊγκαςε να παντρευτεύ θνητϐ, τον Πηλϋα. Όταν ο Αχιλλϋασ όταν μικρϐσ, η Θϋτιδα τον βϑθιςε ςτα νερϊ του ποταμοϑ τησ ΢τϑγασ, ώςτε να γύνει αθϊνατοσ. Σο μϐνο μϋροσ του που ϋμεινε ςτεγνϐ, και επομϋνωσ τρωτϐ, όταν η φτϋρνα απϐ την οπούα τον κρατοϑςε. ςτ. 1070 Άδησ ό Πλούτωνασ, ο θεϐσ του κϊτω κϐςμου, γιοσ του Κρϐνου και τησ Ρϋασ, αδελφϐσ του Δύα και του Ποςειδώνα, ςϑζυγοσ τησ Περςεφϐνησ. Ο Κρϐνοσ κατϊπιε τον Πλοϑτωνα, ϐπωσ και ϐλα τα ϊλλα παιδιϊ του (την Εςτύα, τη Δόμητρα, την Ήρα, τον Ποςειδώνα), εκτϐσ απϐ τον Δύα, που τον ϋκρυψε η Ρϋα ςτην Ίδη. Μϐλισ ενηλικιώθηκε ο Δύασ κατϊφερε να βγϊλει τα αδϋλφια του και μετϊ διεκδύκηςαν την εξουςύα απϐ τον πατϋρα τουσ Κρϐνο και την κατϋκτηςαν ϋπειτα απϐ 10 χρϐνια (Σιτανομαχύα). Οι τρεισ γιοι τϐτε μούραςαν τισ επικρϊτειεσ και ο Πλοϑτωνασ/Άδησ ϋγινε κϑριοσ του κϐςμου των νεκρών.


ςτ. 1207 Διώνη, κϐρη του Ουρανοϑ ό του Αιθϋρα και τησ Γαύασ (ό του Ωκεανοϑ και τησ Σηθϑοσ). Η Διώνη απϋκτηςε δϑο παιδιϊ με τον Σϊνταλο, τη Νιϐβη και τον Πϋλοπα (παπποϑ του Μενϋλαου). ΢ϑμφωνα με ϊλλη εκδοχό όταν μητϋρα τησ Αφροδύτησ. Λατρευϐταν μαζύ με τον Δύα ςτη Δωδώνη. ςτ. 1221 αηδόνα, γυναύκα που ϋχαςε το παιδύ τησ και μεταμορφώθηκε ςε πουλύ. ΢ϑμφωνα με μύα εκδοχό όταν η Αηδών, η κϐρη του Πανδϊρεου και αδερφό τησ Νιϐβησ, που ςκϐτωςε ϊθελϊ τησ το γιο τησ Ίτυλο. Κατϊ μύα ϊλλη εκδοχό πρϐκειται για την Πρϐκνη, κϐρη του βαςιλιϊ τησ Αθόνασ Πανδύονα, η οπούα ςκϐτωςε μαζύ με την αδερφό τησ Υιλομόλα το γιο τησ Ίτυ, για να εκδικηθεύ τον ϊντρα τησ Σηρϋα (για το βιαςμϐ τησ αδερφόσ τησ).

Πηγϋσ : Πάπυροσ Larousse Britannica, Wikipedia, ΢χολικϐ βιβλύο «Δραματικό Πούηςη, Ευριπύδη Ελένη»


τύχη

Μϊριοσ Σςόγκασ – Παναγιώτησ Σζούμπασ

ΠΑΡΟΔΟ΢ Κομμόσ, Β΄ ςτροφό ςτ.225-227 (Κούρςεμα καραβιού … πόνουσ που ϋχω): Αν ο Σεϑκροσ δεν αναζητοϑςε τη Θεονϐη, δε θα ςυναντοϑςε την Ελϋνη. Επομϋνωσ η Ελϋνη δε θα γνώριζε τισ ςυμφορϋσ που εύχαν προηγηθεύ. Διαλογικό ςκηνό ςτ.292-295 (Με γϋννηςε … ωσ λϋνε): Αν ο Δύασ δεν εύχε ςκεφτεύ το τϋχναςμα του (να μεταμορφωθεύ ςε κϑκνο), ύςωσ η Ελϋνη να μην εύχε γεννηθεύ. ςτ. 296-303 (Αλλόκοτη … τώρα το κακό): Αν η Ελϋνη δεν εύχε γεννηθεύ ϐμορφη, ύςωσ να μην εύχε υποςτεύ ϐλεσ αυτϋσ τισ ςυμφορϋσ. Αμοιβαύο ςτ. 422-436 (Ω! Καλλιςτώ … τουσ βαςανιςμϋνουσ Αχαιούσ): ΢ε αυτϐ το ςημεύο η Ελϋνη αφόνει να εννοηθεύ ϐτι αν οι θεού την εύχαν μεταμορφώςει ςε ζώο, ϐπωσ την Καλλιςτώ και την κϐρη του Μϋροπα, ύςωσ να εύχε απαλλαγεύ απϐ τισ ςυμφορϋσ που προκαλεύ η ομορφιϊ τησ. Α΄ ΕΠΕΙ΢ΟΔΙΟ 1η ΢κηνό ςτ.459-466 (Τριγύριςα…βγόκα εδώ): ο Μενϋλαοσ ϋτυχε να ναυαγόςει ςτην Αύγυπτο. Σο γεγονϐσ αυτϐ εύναι τυχαύο, ϐμωσ δεν θα μποροϑςε να γύνει αλλιώσ, καθώσ δεν θα υπόρχε εξϋλιξη ςτο ϋργο. 2η ΢κηνό Ολϐκληρη η 2η ςκηνό βαςύζεται ςτην τϑχη, καθώσ ο Μενϋλαοσ με τη βοόθεια τησ τϑχησ βρϋθηκε ςτο παλϊτι ϐπου κατοικοϑςε η Ελϋνη. Όμωσ τϑχη αποτελεύ και το ϐτι ο Μενϋλαοσ ςυνϊντηςε ςτην εύςοδο του παλατιοϑ μια γερϐντιςςα η οπούα δεν θα μποροϑςε να του κϊνει κακϐ, επειδό δεν εύχε τη μυώκό δϑναμη και επειδό όταν ςυμπονετικό και καλϐκαρδη και δε φώναξε προσ βοόθεια κϊποιον ϊλλο. Σϋλοσ ϋτυχε ο Θεοκλϑμενοσ (525-526) να λεύπει απϐ το παλϊτι, καθώσ αν βριςκϐταν εκεύ θα μποροϑςε να ςκοτώςει τον Μενϋλαο.


Β΄ ΕΠΕΙ΢ΟΔΙΟ 2η ΢κηνό ςτ.711-712 Ο Μενϋλαοσ, μϐλισ αναγνώριςε την Ελϋνη, εϑχεται να μπορεύ να χαρεύ την τϑχη του. ςτ. 791 Ο Αγγελιαφϐροσ λϋει πωσ οι θεού αλλϊζουν ςυνεχώσ γνώμη και η τϑχη του ανθρώπου δεν εύναι ςύγουρη. 3η ΢κηνό ςτ. 865 Ο Μενϋλαοσ, μαθαύνοντασ απϐ την Ελϋνη ϐτι ο Θεοκλϑμενοσ θα θελόςει να τον ςκοτώςει, αναρωτιϋται τι ϋχει κϊνει ώςτε να αξύζει τϋτοια κακό τϑχη. ςτ. 874 Η Ελϋνη θλύβεται για την κακό τϑχη του Μενελϊου, ϐταν μαθαύνει ϐτι ζητιϊνεψε ςτο παλϊτι. ςτ. 940-941 Ο Φορϐσ εϑχεται οι θεού να δώςουν καλοτυχύα ςτο γϋνοσ του Σαντϊλου. 4η ΢κηνό ςτ. 942 Η Ελϋνη μιλϊει για τη δυςτυχύα ςτον Μενϋλαο, γιατύ ςε λύγο η Θεονϐη θα βγει και θα τον δει. ςτ. 979 Η Θεονϐη τονύζει ςτον Μενϋλαο πωσ η τϑχη του και η ζωό του εξαρτώνται απϐ την ύδια. ςτ. 1020-1021 Η Ελϋνη ςτην ικεςύα τησ προσ τη Θεονϐη επικαλεύται το ϐτι μια ζωό εύναι δυςτυχιςμϋνη και ζητϊ απϐ τη Θεονϐη να βοηθόςει την τϑχη τησ.


ςκηνοθετικού δεύκτεσ

Φούβη Αναγνώςτου – Νικολϋττα Σςακούμη

΢το αρχαύο θϋατρο ιςχϑουν οριςμϋνεσ ςυμβϊςεισ ςχετικϊ με τη ςκηνοθεςύα και τη ςκηνογραφύα. Μύα απϐ αυτϋσ εύναι ϐτι η δρϊςη του ϋργου ταυτύζεται με τον χώρο του θεϊτρου, ενώ ϐςα ςυμβαύνουν ϋξω απϐ αυτϐ τον χώρο (ςτο παλϊτι, ςτουσ αγροϑσ, ςτο λιμϊνι) γύνονται γνωςτϊ απϐ τισ διηγόςεισ των προςώπων. Επύςησ ςε ϐ,τι αφορϊ τη ςκηνογραφύα, περιορύζεται ςτα εντελώσ απαραύτητα: το ούκημα (ςυνόθωσ παλϊτι) που εικονύζεται ςτην πρϐςοψη τησ ςκηνόσ, τισ παρόδουσ (που ορύζονται ςυμβατικϊ ωσ εύςοδοι / ϋξοδοι προςώπων που ϋρχονται απϐ κϊθε μϋροσ εκτϐσ απϐ το παλϊτι) και ϋνα υποτυπώδεσ ςκηνικό που απεικονύζεται ςε πύνακεσ ςτερεωμϋνουσ ςε περιςτρεφϐμενεσ δοκοϑσ (περίακτοι) – αςφαλώσ η αλλαγό ςκηνικοϑ όταν πολϑ δϑςκολη υπϐθεςη απϐ τεχνικό ϊποψη, ώςτε να γύνεται διαρκώσ αλλαγό τοπύων. Έτςι, οι περιςςϐτερεσ ςκηνοθετικϋσ/ςκηνογραφικϋσ πληροφορύεσ δύνονται ϋμμεςα, μϋςα απϐ τα λϐγια των ηρώων, με λϋξεισ ό φρϊςεισ που αποτελοϑν ςυγκαλυμμϋνεσ ςκηνοθετικϋσ οδηγύεσ, τουσ ςκηνοθετικοϑσ δεύκτεσ. ΢την 1η ςκηνό του Προλόγου εμφανύζεται η Ελϋνη ςτην Αύγυπτο, μπροςτϊ ςτο ανϊκτορο, ικϋτιςςα ςτον τϊφο του νεκροϑ βαςιλιϊ Πρωτϋα. ςτ. 1-6 «Να ο Νεύλοσ» : με τον ςτύχο αυτϐ προςδιορύζεται ο χώροσ δρϊςησ του ϋργου και μεταφερϐμαςτε ςτην Αύγυπτο. ςτ. 6 Η Ελϋνη αναφϋρει ϐτι βρύςκεται ςτη Υϊρο, ϋνα νηςϊκι ςτο θαλϊςςιο χώρο τησ Αλεξϊνδρειασ, απ’ ϐπου δε φαύνεται ο Νεύλοσ (ϊρα δεν υπόρχε ζωγραφικό του απεικϐνιςη). ςτ. 79 Μπροςτϊ ςτην πρϐςοψη των ανακτϐρων βρύςκεται ϋνασ τϑμβοσ, το μνόμα του νεκροϑ βαςιλιϊ Πρωτϋα. Δε ςυνηθιζϐταν η παρουςύα τϊφου ςτην εύςοδο ςπιτιοϑ ό παλατιοϑ, φαύνεται ϐτι λειτουργεύ ςαν βωμϐσ και αποτελεύ ςημεύο επικοινωνύασ των ζωντανών με τουσ νεκροϑσ (βλ. και παρακϊτω ενϐτητα «μνόμα του Πρωτϋα»). ΢τη 2η ςκηνό ειςϋρχεται απϐ τη δεξιϊ πϊροδο ο ΢αλαμύνιοσ τοξϐτησ Σεϑκροσ. ςτ. 84-86 Ο Σεϑκροσ θαμπώνεται απϐ τισ ςτοϋσ και τουσ θριγκοϑσ του ανακτϐρου και δύνει ϋτςι μια εικϐνα για τη μεγαλοπρϋπεια του οικόματοσ που παρουςιϊζεται ςτο βϊθοσ τησ ςκηνόσ.


ςτ. 94 Ο Σεϑκροσ εύναι οπλιςμϋνοσ με ςαϏτα – ϋτςι υπονοεύται η ιδιϐτητϊ του ωσ τοξϐτη. Για την αμφύεςό του μποροϑμε να εικϊςουμε ϐτι εύναι αντιηρωικό. ΢το τϋλοσ τησ ςκηνόσ και μετϊ την αιφνύδια αναχώρηςη του Σεϑκρου εμφανύζεται ο Φορϐσ –επύςησ απϐ τη δεξιϊ πϊροδο κατϊ τη ςχετικό ςϑμβαςη– και τραγουδϊ το πρώτο του ϊςμα, την Πϊροδο. ςτ. 210-217 Οι γυναύκεσ του Φοροϑ (Ελληνύδεσ ςκλϊβεσ) ϊκουςαν τη ςπαρακτικό κραυγό τησ Ελϋνησ, την ώρα που ϊπλωναν ροϑχα κϐκκινα, δηλαδό βαςιλικϊ· ϋτςι προκϑπτει η πληροφορύα πωσ όταν υπηρϋτριεσ ςτην αυλό του Θεοκλϑμενου. Ήρθαν λοιπϐν να τησ ςυμπαραςταθοϑν. ςτ. 355, 365 «ϊφηςε τον τϊφο»: η Ελϋνη ϋχει προςπϋςει ικϋτιςςα ςτον τϊφο του Πρωτϋα και δεν απομακρϑνεται απϐ φϐβο μόπωσ ο Θεοκλϑμενοσ εκμεταλλευτεύ την περύςταςη. ςτ. 357-375 «Να πασ μεσ ςτο παλϊτι … Μαζύ ςου θϋλω να ’ρθώ κι εγώ εκεύ μϋςα… εμπρόσ εμπϊτε ςτο παλϊτι»: ο Φορϐσ προτεύνει ςτην Ελϋνη να μπει ςτο παλϊτι, για να ςυμβουλευτεύ τη Θεονϐη, και ςε ϋνδειξη ςυμπαρϊςταςησ θα τη ςυνοδϋψει κι ο ύδιοσ· η Ελϋνη δϋχεται. Η προςωρινό αποχώρηςη του Φοροϑ αποκαλεύται μετϊςταςισ και δε ςυνηθύζεται, παρϊ μϐνο ϐταν υπϊρχει κϊποιοσ ιδιαύτεροσ ςκηνοθετικϐσ λϐγοσ, ϐπωσ εδώ. Με τη ςιωπηλό αποχώρηςη των γυναικών μϋνει για λύγο μϐνη τησ η Ελϋνη, θρηνεύ για μύα ακϐμη φορϊ τη μούρα τησ κι ϋπειτα αποχωρεύ κι αυτό. Η ςκηνό και η ορχόςτρα θα μεύνουν ϊδειεσ … για να εμφανιςτεύ ο Μενϋλαοσ, χωρύσ να υπονομευτεύ η αναγνώριςη των δϑο ηρώων. ΢την 1η ςκηνό του Α΄ επειςοδύου βλϋπουμε ϋναν ϊντρα να μπαύνει ςτη ςκηνό απϐ τη δεξιϊ πϊροδο και μονολογώντασ να μασ αποκαλϑπτει ςιγϊ ςιγϊ την ταυτϐτητϊ του και να αναφϋρεται και ςτουσ ςυντρϐφουσ και τη «γυναύκα» του που εύναι κρυμμϋνοι ςε μια ςπηλιϊ μαζύ με τα ςυντρύμμια του καραβιοϑ τουσ, ενώ ςτη 2η ςκηνό χτυπϊ την πϐρτα του παλατιοϑ και ςυνομιλεύ με τη γριϊ θυρωρϐ. ςτ. 472 «με τα ρούχα μου κουρϋλια» & ςτ. 477-481 Ο Μενϋλαοσ εύναι καταβεβλημϋνοσ, ντυμϋνοσ με κουρϋλια φτιαγμϋνα απϐ καραβϐπανο και με αξιοθρόνητη ϐψη. Σύποτε δε θυμύζει τον ηρωικϐ βαςιλιϊ που κατϋκτηςε την Σρούα. Η εμφϊνιςό του, η ςϑγκριςη με το ϋνδοξο παρελθϐν του και η αναπϐληςη για τα χαμϋνα μεγαλεύα δημιουργοϑν ςτο θεατό την απορύα αν πρϐκειται για τραγικϐ όρωα ό για ϋνα κωμικϐ πρϐςωπο.


ςτ. 493-494 Ο Μενϋλαοσ χτυπϊει την πϐρτα του παλατιοϑ και φωνϊζει να του ανούξει ο θυρωρϐσ – προαναγγϋλλει ϋτςι την ιδιϐτητα τησ γριϊσ που θα του απαντόςει αμϋςωσ μετϊ. ςτ. 503 Η γριϊ ςπρώχνει τον ξϋνο βύαια ςφύγγοντϊσ του το χϋρι κι εκεύνοσ την απωθεύ όπια. Η ςκηνό ςυνεχύζεται με πιο όπια αντιπαρϊθεςη, μϋχρι που ςτο τϋλοσ η επιθετικό μανύα τησ γερϐντιςςασ κοπϊζει, του δύνει τισ πληροφορύεσ που θϋλει, τον προειδοποιεύ να φϑγει απϐ το παλϊτι και η ύδια μπαύνει πϊλι μϋςα. Έτςι, ςτην 3η ςκηνό του Α΄ επειςοδύου ο Μενϋλαοσ βρύςκεται και πϊλι μϐνοσ ςτη ςκηνό και προςπαθεύ να ςυνειδητοποιόςει το νϐημα των πληροφοριών που πόρε. Πιθανϐν ςτο τϋλοσ κινεύται ςε μια πιο απϐμερη θϋςη, διϐτι ο Φορϐσ που ειςϋρχεται αμϋςωσ (Επιπϊροδοσ) μαζύ με την Ελϋνη απϐ μια απϐ τισ πϑλεσ του παλατιοϑ δεν τον βλϋπει. Ο Φορϐσ παύρνει την οριςτικό του θϋςη ςτην ορχόςτρα, ενώ η Ελϋνη ξαναπληςιϊζει τον τϊφο. Ξεκινϊει το Β΄ επειςόδιο. ςτ. 602-606 Ο Μενϋλαοσ εμφανύζεται ξαφνικϊ, ακριβώσ τη ςτιγμό που η Ελϋνη αναρωτιϐταν για τον ερχομϐ του, ϐμωσ οι όρωεσ δεν αναγνωρύζονται (τραγική ειρωνεία). Η Ελϋνη τρϋχει να προςτατευτεύ ςτα ςκαλιϊ του μνόματοσ νομύζοντασ πωσ την κυνηγϊει. ςτ. 616 Άλλη μια φορϊ η ενδυμαςύα του Μενϋλαου παραπλανϊ για την ταυτϐτητϊ του – ςτην Ελϋνη θυμύζει απατεώνα ό κλϋφτη. ςτ. 629 Η Ελϋνη, που αναγνώριςε τον Μενϋλαο, προςπϊθηςε να τον αγκαλιϊςει αλλϊ εκεύνοσ τησ ϋςτρεψε την πλϊτη. Η 2η ςκηνό του Β΄ επειςοδύου ξεκινϊ με την εύςοδο ενϐσ γϋρου αγγελιαφϐρου που ϋρχεται απϐ τη ςπηλιϊ ςτην παραλύα (απϐ τη δεξιϊ πϊροδο) και ανακοινώνει την εξαφϊνιςη του ειδώλου ςτον ουρανϐ. Σϐτε ο Μενϋλαοσ ςυνειδητοποιεύ ποια ϋχει μπροςτϊ του και το ζευγϊρι αγκαλιϊζεται. ςτ. 670-680 Ο Αγγελιαφϐροσ αλλϊζει ϑφοσ απαγγελύασ, για να εκφωνόςει τα λϐγια που εύπε το εύδωλο πριν χαθεύ. ςτ. 681-686 Ο Αγγελιαφϐροσ αντικρύζει ξαφνικϊ την Ελϋνη, τη χαιρετϊ οργιςμϋνοσ και γύνεται απειλητικϐσ. ςτ. 692-693, 725 Η Ελϋνη αγκαλιϊζει τον Μενϋλαο και ο Μενϋλαοσ χϑνει δϊκρυα χαρϊσ (ςτ. 722). ςτ. 813-821 Ο Μενϋλαοσ ςτϋλνει τον Αγγελιαφϐρο ςτη ςπηλιϊ, να μεταφϋρει τα νϋα και να προετοιμϊςει τουσ ϊντρεσ για δρϊςη, για την απελευθϋρωςη τησ Ελϋνησ. Ο Αγγελιαφϐροσ αποχωρεύ, αφοϑ φιλοςοφόςει λύγο για το ανώφελο τησ μαντικόσ τϋχνησ.


΢την 3η ςκηνό οι ςϑζυγοι αφηγοϑνται ο ϋνασ ςτον ϊλλο τα παθόματϊ τουσ και η Ελϋνη εκφρϊζει τισ ανηςυχύεσ τησ για τη μϊντιςςα Θεονϐη, που θα μποροϑςε να αποκαλϑψει την ϊφιξη του Μενϋλαου ςτον βαςιλιϊ. Τπϐςχονται αιώνια πύςτη και ορκύζονται αν δε ςωθοϑν να πεθϊνουν δοξαςμϋνα. ςτ. 921 Ο Μενϋλαοσ ςηκώνει το δεξύ του χϋρι και παροτρϑνει την Ελϋνη να κϊνει το ύδιο, για να δεθοϑν με ϐρκο αφοςύωςησ πϊνω ςτο βωμϐ του τϊφου (ςτ. 925). Η εύςοδοσ τησ Θεονϐησ ςτην 4η ςκηνό εύναι ηχηρό και τελετουργικό. ςτ. 945 Οι αμπϊρεσ τησ πϑλησ του παλατιοϑ βροντοϑν, η πϐρτα τρύζει, η Ελϋνη αγωνιϊ για τον ερχομϐ τησ Θεονϐησ. ςτ. 951-960 Η Θεονϐη βαδύζει με επιβλητικϐ τρϐπο και με ςυνοδεύα απϐ υπηρϋτριεσ. Μύα εξαγνύζει τον αϋρα ςεύοντασ ϋνα θυμιατόρι με θειϊφι και ϊλλη μια κρατϊ ϋναν αναμμϋνο πυρςϐ με τον οπούο καθαρύζει το ϋδαφοσ ϐπου θα πατόςει η μϊντιςςα, απϐ τα βόματα των ανϐςιων. ςτ. 951, 955, 960, 964, 985-986 Η Θεονϐη απευθϑνεται διαρκώσ ςε διαφορετικϐ ϊτομο. ΢την αρχό ϋδινε οδηγύεσ ςτισ ακολοϑθουσ τησ ςε τϐνο απϐμακρο και επιβλητικϐ κοιτώντασ πρώτα τη μια ϑςτερα την ϊλλη, ϋπειτα γυρύζει το κεφϊλι ςτην Ελϋνη για να επιβεβαιώςει την αλόθεια τησ μαντεύασ τησ, ϋπειτα ςτον Μενϋλαο και τϋλοσ καλεύ μεγαλϐφωνα κϊποιον να ειδοποιόςει τον αδελφϐ τησ. ςτ.987-990 Η Ελϋνη πϋφτει ςτα γϐνατα ςε ςτϊςη ικεςύασ προσ τη Θεονϐη. ςτ. 1046, 1060-1069 Ο Μενϋλαοσ ςε αντύθεςη με την Ελϋνη δεν ικετεϑει οϑτε δακρϑζει αλλϊ ςτρϋφεται ςτον τϊφο του νεκροϑ Πρωτϋα και απευθϑνεται ςτο πνεϑμα του νεκροϑ βαςιλιϊ. ςτ. 1101-1138 Η Θεονϐη παύρνει την απϐφαςη να μην αποκαλϑψει τον ερχομϐ του Μενϋλαου και αφοϑ ϋχει αναγγεύλει την απϐφαςό τησ ςτον ύδιο, αποχωρεύ προτεύνοντασ παρϊλληλα να προςευχηθοϑν ςτισ θεϋσ. Μϋνουν ςτην 5η ςκηνό μϐνοι τουσ η Ελϋνη και ο Μενϋλαοσ και καταςτρώνουν το ςχϋδιο τησ φυγόσ τουσ. Οι λεπτομϋρειεσ του ςχεδύου εύναι πολϑ ακριβεύσ και τηροϑνται κατϊ γρϊμμα ςτο επϐμενο Γ΄ επειςϐδιο. ΢χεδιϊζουν δε η Ελϋνη να μπει ςτο παλϊτι, να ντυθεύ πϋνθιμα και να θρηνεύ ςαν να ϋμαθε πωσ πϋθανε ο ϊντρασ τησ και ο Μενϋλαοσ να προςποιηθεύ τον κουρελό ναυαγϐ, που εύδε με τα μϊτια του τον πνιγμϐ του Μενϋλαου και


προτεύνει τισ τιμϋσ που πρϋπει να προςφϋρουν ςτον νεκρϐ βαςιλιϊ. ΢το τϋλοσ η Ελϋνη υψώνει τα χϋρια και προςεϑχεται ςτην Ήρα και ςτην Αφροδύτη να τη βοηθόςουν. Ο Φορϐσ, μιασ και μετϊ την Επιπάροδο ϋχει πϊρει τη ςτϊςιν (τη θϋςη) του ςτην ορχόςτρα, εύναι τώρα ϋτοιμοσ να εκτελϋςει το Α΄ ςτϊςιμο. ΢τη ςυνϋχεια ςτο Γ΄ επειςόδιο ςτη ςχεδϐν ϊδεια ςκηνό (ο Μενϋλαοσ εύναι κρυμμϋνοσ πύςω απϐ το μνόμα) εμφανύζεται ο βαςιλιϊσ Θεοκλϑμενοσ. ςτ. 1286 «Σε χαιρετϊω μνόμα του πατϋρα»: Ο Θεοκλϑμενοσ μπαύνει ςτη ςκηνό απϐ τη δεξιϊ πϊροδο, μιασ και ϋρχεται απϐ τουσ αγροϑσ, ϐπου εύχε πϊει για κυνόγι. Ο χαιρετιςμϐσ που απευθϑνει ςτο μνόμα του Πρωτϋα μασ πληροφορεύ πωσ εύναι ο γιοσ του, ο Θεοκλϑμενοσ. ςτ. 1299-1300 Η Ελϋνη δεν βρύςκεται ςτο μνόμα, καθώσ εύναι μϋςα ςτο παλϊτι και ετοιμϊζεται, και εμφανύζεται πϊνω ςτη ςτιγμό. ςτ. 1307-1309 Ο Θεοκλϑμενοσ περιγρϊφει την πϋνθιμη ϐψη τησ Ελϋνησ, ϐπωσ την περιμϋναμε με βϊςη τα ςημεύα του ςχεδύου: με κομμϋνα μαλλιϊ και μαϑρα ροϑχα πλαντϊζει ςτο κλϊμα. ςτ. 1319 «και τούτοσ που ’δε το χαμό του», ςτ. 1323-1325 Η Ελϋνη επιςημαύνει την παρουςύα του ναυαγοϑ, που βγαύνει απϐ την κρυψώνα του, και ο Θεοκλϑμενοσ αμϋςωσ παρατηρεύ τα κουρελιαςμϋνα ροϑχα του. ςτ. 1399, 1420-1421 Σϐςο ο Θεοκλϑμενοσ ϐςο και η Ελϋνη μασ ειδοποιοϑν για το γεγονϐσ ϐτι ο Μενϋλαοσ θα μπει ςτο παλϊτι να αλλϊξει για τισ θρηνητικϋσ προςφορϋσ, ϊρα θα επιςτρϋψει καλοντυμϋνοσ και αρχοντικϐσ.


μνόμα του Πρωτϋα

Λόδα Φραγκϊκη

ςτ. 78-79 Η Ελϋνη βρύςκεται ικϋτιςςα ςτον τϊφο του Πρωτϋα (ϊςυλο), για να διαφυλϊξει την τιμό τησ – πρϊγμα που δηλώνει εςωτερικό αδυναμύα τησ. ςτ. 355, 365 Ο Φορϐσ προτρϋπει την Ελϋνη να αφόςει τον τϊφο – αυτϐ υποδηλώνει ϐτι εύχε εγκαταςταθεύ εκεύ μϐνιμα ωσ ικϋτιςςα. ςτ. 524 Η Γερϐντιςςα δεύχνει ςτον Μενϋλαο τον τϊφο του Πρωτϋα. Με την κύνηςό τησ δηλώνει ςεβαςμό ςτη μνόμη του νεκροϑ βαςιλιϊ. ςτ. 604-605 Η Ελϋνη δηλώνει ϐτι κϊποιοσ την κυνηγϊει και πηγαύνει ςτο μνόμα του Πρωτϋα, για προςταςύα. ςτ. 880-884 Η Ελϋνη ϋχει εγκαταςταθεύ ωσ ικϋτιςςα ςτο μνόμα του Πρωτϋα, για να αποφϑγει το γϊμο με τον Θεοκλϑμενο. ςτ. 925-6 Ο Μενϋλαοσ αποφαςύζει, ςε περύπτωςη που δε γλιτώςει μαζύ με την Ελϋνη, να τη ςκοτώςει πϊνω ςτον τϊφο και μετϊ ν’ αυτοκτονόςει. Η βεβόλωςη του τϊφου θα τονύςει την αθϋτηςη τησ υπϐςχεςησ του Πρωτϋα να φυλϊξει την Ελϋνη για τον ϊντρα τησ (παραβύαςη του δικαύου). Σην ύδια ϊποψη εκφρϊζει και παρακϊτω η Θεονϐη (ςτύχοι 1114-1118). ςτ. 1057-1069 Ο Μενϋλαοσ κϊνει επύκληςη ςτο μνόμα του Πρωτϋα, για να τον αφόςει να πϊρει τη γυναύκα του ςτο ςπύτι του (απόδοςη δικαιοςύνησ). ΢την πραγματικϐτητα θϋλει να μεταβιβϊςει τη δϋςμευςη που πόρε ο Πρωτϋασ ςτην κϐρη του Θεονϐη και να τησ τονύςει ϐτι η αθϋτηςη του καθόκοντοσ θα ατύμαζε τη μνόμη του πατϋρα τησ. Σο ύδιο επιςημαύνει και ςτουσ ςτύχουσ 1087-1089 με τη φρϊςη «κι απϊνω ςτην ταφόπετρα ςφαγμϋνοι θα μεύνουμε, για ςϋνα αιώνιοσ πόνοσ και του γονιού ςου ντρόπιαςμα». ςτ. 1191-1194 Ο Μενϋλαοσ θα χρηςιμοποιόςει τον τϊφο ωσ καταφύγιο (κρυψώνα και ϊςυλο απϐ τον Θεοκλϑμενο). ςτ. 1286 Ο Θεοκλϑμενοσ επιςτρϋφοντασ απϐ το κυνόγι χαιρετύζει τον τϊφο του πατϋρα του – εδώ ο τϊφοσ του Πρωτϋα χρηςιμοποιεύται ϐπωσ τα αγϊλματα των πατρώων θεών, που τοποθετοϑνταν μπροςτϊ ςτο ςπύτι. ςτ. 1299-1300 Ο Θεοκλϑμενοσ ςυμπεραύνει ϐτι ϋκλεψαν την Ελϋνη, επειδό δεν την βλϋπει ςτον τϊφο, που όταν το καταφϑγιϐ τησ,. ςτ. 1323 Ο Μενϋλαοσ κρυβϐταν πύςω απϐ το μνόμα κι ϋτςι ο Θεοκλϑμενοσ δεν τον εύδε, ϐταν μπόκε ςτη ςκηνό. ςτ. 1348 Σώρα που πια ο Μενϋλαοσ πϋθανε, η παραμονό τησ Ελϋνησ ςτον τϊφο δεν ϋχει πια νϐημα (ειρωνικό φρϊςη του Θεοκλϑμενου).


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.