ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ – ΒΙΒΛΙΟ 2
ΑΡΠΗ
Η ΕΥΝ ΟΙΑ Τ ΩΝ ΣΤ Ο ΙΧΕΙΩΝ Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ – ΒΙΒΛΙΟ 2
Επισκεφθείτε το site της σειράς:
www.arpiwriters.gr
Mπείτε στο www.mamaya.gr/newsletter ή σκανάρετε και είστε ένα «κλικ» από: • Τα βιβλία μας • Την επικοινωνία με τους συγγραφείς μας • Τα δώρα μας • Τις εκδηλώσεις μας • Τα νέα για τον χώρο του βιβλίου
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Η EΥNOIA ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ ΒΙΒΛΙΟ 2
Στέφανος Κόκκινος Η Εύνοια των Στοιχείων Ο Αφανισμός των Μάγων - Βιβλίο 2 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Γιώργος Βορέας Μελάς, Ελευθέριος Κεραμίδας ΣΎΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΎΛΛΟΥ: Αντώνης Αγγελάκης ΕΙΚΑΣΤΙΚΌ ΕΞΩΦΎΛΛΟΥ: Όθων Νικολαΐδης ΧΑΡΤΗΣ: Γιώργος Βασιλείου ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου
Copyright © Στέφανος Κόκκινος, 2017 Copyright © Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2017 Έτος 1ης έκδοσης: 2017 ISBN: 978-618-5224-31-8
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.
Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. Κόδρου 19, 152 32 Χαλάνδρι Τηλ.: +30 210 68 96 875 Fax: +30 210 68 96 875 www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr
Facebook: www.facebook/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/Mamayabooks Pinterest: www.pinterest.com/mamayabooks/ Instagram: instagram.com/mamaya_books/
Στη Γεωργία
ΠΕρΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ο ΧΑρΤΗΣ ΤΩΝ ΤρΙΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΠρΟΛΟΓΟΣ
.........................
11
............................................
13
Μ ΕρΟΣ Π ρΩΤΟ
Η ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ
Ένα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δύο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τρία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέσσερα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πέντε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έξι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επτά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οχτώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Εννιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δέκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έντεκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δώδεκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεκατρία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεκατέσσερα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεκαπέντε. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεκαέξι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεκαεπτά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
30 48 58 67 75 81 119 126 150 169 186 210 221 242 260 295 308
Μ ΕρΟΣ Δ ΕΥΤΕρΟ
Η ΣΦρΑΓΙΣΜΕΝΗ ΠΥΛΗ
Δεκαοχτώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεκαεννέα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Είκοσι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Εικοσί ένα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Είκοσι δύο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ΕΠΙΛΟΓΟΣ .
............................................
ΕΥρΕΤΗρΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟρΩΝ .
.....................
333 356 369 380 400 431 439
ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΤρΙΩΝ ΝΗΣΙΩΝ
I. Οι Αρχικές Φυλές [Τα Παιδιά των Δράκων] και τα Μονοπάτια του Χρώματος . . . . . . . . . . . . . . . . . . 470 II. Οι Επόμενες Φυλές [Τα Παιδιά της Γης και του Ουρανού] . . . . . . . . . . . . . . 473 ΥΣΤΕρΟΓρΑΦΟ .
........................................
381
Τις νύχτες οι αγριεμένοι έρχονται να σε γυρέψουν Με ξαγρυπνισμένα μάτια, στόματα γεμάτα ιστορίες Οι ιστορίες μιλάνε για ήρωες σε άνανδρους καιρούς Κι αγίους που έδεσαν την Ομίχλη στις αλυσίδες του χρόνου Μην τύχει και το γκρέμισμα του κόσμου σε προλάβει Κάποτε, ένας θεός ξεχασμένος ήπιε απ’ τον πόνο των θνητών Μα εσύ τριγυρνάς, τόσον καιρό τώρα, στα χαλάσματα Γνέφοντας σ’ ανυπόστατες σκιές κι αλλοτινούς εχθρούς Σουλάμ Τουχάν (Βιβλίο Ε´, Στάντζα 14.889)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Χρειάστηκε λοιπόν να φτάσουμε στην τραγωδία της 14ης Νιμράν και το Χρησμό από το Μαντείο του Άγναθου για να ενισχυθεί ο θρύλος σχετικά με τον Αρχαίο της Ναμπούτα, τον Άξιο και το Τραγούδι, που δε φαίνεται να είναι άλλο από το Σουλάμ Τουχάν. Παρότι ο Θρύλος του Άξιου παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες με τη Δοξασία των Άρχιπ, προέρχεται από εντελώς διαφορετική πηγή: η Δοξασία πηγάζει από τα πλέον λόγια συγγράμματα του Λευκού Μονοπατιού ενώ ο Θρύλος διαθέτει καθαρά λαϊκό χαρακτήρα· αν εξαιρέσουμε το Χρησμό του Άγναθου και το ειδικό βάρος που προσδίδει, δε θεωρείται ότι έχει αληθινή βάση. Γκάλιμιρ (5ος Βαθμός στην Κλίμακα, Λευκό Μονοπάτι) Φύλλα Ημερολογίου Ίνμαρ, το Μέσο Νησί Έτος 9808 μ.Α., 21 του Νιμράν, ο τρίτος μήνας του χειμώνα Ι Το Κορίτσι και το Αγόρι βάδιζαν το ένα δίπλα στο άλλο, δυο γυμνές μορφές σ’ ένα μονοπάτι μισοφαγωμένο απ’ τον και-
14
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
ρό. Ο δρόμος έμοιαζε με ταξίδι στο Πουθενά. Ο τόπος, αν κάποτε υπέθαλπε ζωή, τώρα φιλοξενούσε μια ζωή ρημαγμένη. Ο ουρανός έλιωνε πάνω από τα δυο πλάσματα, όλο σφυρήλατο φως, ενώ μακριά στον ορίζοντα τα σύννεφα γίνονταν ματωμένη βροχή. Τα παιδιά προχωρούσαν για ώρα πολλή, αμίλητα. Κάποια στιγμή το Κορίτσι σταμάτησε κι είπε: «Δεν μπορείς να συνεχίσεις. Πρέπει να κατέβω μόνη μου». Το Αγόρι κοίταξε μια τη συντρόφισσά του, μια το μονοπάτι που τέλειωνε απότομα σαν με την προαιώνια τσεκουριά ενός γίγαντα. Έκανε δυο βήματα ακόμη πάνω στο πετρώδες έδαφος, σταματώντας ακριβώς πάνω στο χείλος του γκρεμού. Ένας φόβος έσφιξε τους βουβώνες του. Ο γκρεμός έφτανε σ ένα βάθος που το μυαλό του δεν τολμούσε να το συλλογιστεί. Κάτω εκεί, σχεδόν χαμένη μες στ’ ομιχλώδες βάραθρο, διέκρινε μια ερειπωμένη κατασκευή. Τρία ανοίγματα στο επάνω μέρος έδιναν στο χάλασμα όψη κρανίου. Το Αγόρι έγνεψε ναι με το κεφάλι του. Αν και το σώμα του ήταν –από φυσική άποψη– τέλειο, στον κόσμο αυτό δεν μπορούσε να μιλήσει. Όσο κι αν προσπαθούσε, από τα χείλη του δε θα έβγαινε ο παραμικρός ήχος. Ένα αμυδρό συνοφρύωμα πρόδωσε την ανησυχία του. Το Κορίτσι χαμογέλασε. «Περίμενέ με εδώ» είπε καθησυχαστικά. «Ο Θεός μας κοιμάται. Κι εγώ πρέπει να μπω μες στον Ύπνο Του». Τ’ αναμμένα κάρβουνα γύρω από τη νεαρή γυναίκα σχημάτιζαν επτά ομόκεντρους κύκλους. Πάνω στο σιδερένιο τρίποδό της, απολύτως ακίνητη και πάντα στην ιδιαίτερη στάση – που στην ουσία την υποχρέωνε να κάθεται πάνω στο δεξί της πόδι– η ιέρεια του Άγναθου βάδιζε, ασυντρόφευτη πια, το μονοπάτι που οδηγούσε στην Αλήθεια –την κατοικία του Παλιού Θεού. Ο Νοτάριος έσπασε για λίγο τον αναπνευστικό του ρυθμό κι αναστέναξε. Γνώριζε τη Ραμ Ράρνα από μικρό παιδί –μάλιστα έπαιζαν μαζί ως τη μέρα που εκείνος μεγάλωσε αρκετά για να μπορεί να μυηθεί στο Ναό. Εκείνη, κάπου δύο χρόνια μικρότερή του, εισήλθε πολύ αργότερα. Οι πορείες τους δεν είχαν σχεδόν τίποτε κοινό. Εκείνος, μέχρι να πάρει τ’ Όνομα ήταν το Σκουπίδι κι αναλάμβανε τις πιο κουραστι-
Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 15
κές και ταπεινές αγγαρείες. Ύστερα από δέκα χρόνια κι αμέτρητους εξευτελισμούς, έλαβε τελικά το Όνομά του και μαζί ανώτερα καθήκοντα. Το κορίτσι είχε εισέλθει μόλις μία ημέρα πριν από την Ονοματοδοσία του –κι είχαν λάβει κι οι δυο τα Ονόματά τους ακριβώς την ίδια μέρα. Ο Ριχάν Ντοόρ ένιωσε απέραντη ευτυχία με την είσοδο της Ραμ Ράρνα στο Ναό… «Ο Θεός μας δεν είναι νεκρός, όπως ισχυρίζονται οι πιστοί του Άμμωνα» δήλωσε κάποια μέρα με στόμφο η Ιέρεια. «Είναι, απλά, δέσμιος του Μαύρου Ύπνου. Χρέος μας είναι να κάνουμε τον ύπνο αυτόν όλο και πιο ελαφρύ, ώσπου κάποτε…» «Μα είναι δυνατό να συμβεί αυτό;» ρώτησε ο Ριχάν Ντοόρ που, παρασυρμένος από τις βασανιστικές αμφιβολίες του, δεν πρόλαβε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Το πρόσωπο της Ραμ Ράρνα συννέφιασε μεμιάς. «Φυσικά και είναι δυνατό, αγαπητέ μου» αποκρίθηκε ενοχλημένα, σάμπως να είχε να κάνει με ηλίθιο. «Ο Άγναθος υπήρξε ο πρώτος από τους Επτά που κοιμήθηκε –και θα είναι ο πρώτος που θα ξυπνήσει!» «Τους… Επτά; Δεν είναι άραγε αλήθεια ότι η Σμαραγδομάτα αρνήθηκε να μπει στον Μαύρο Ύπνο όπως τ’ αδέρφια της; Κι ότι εργάζεται σε συμφωνία με τα σχέδια του Νέου Θεού;» «Τι είναι αυτά που λες;» η Ιέρεια εξακολουθούσε να δείχνει προβληματισμένη με τις ερωτήσεις του Νοταρίου της. «Κυκλοφορούν ψίθυροι…» ο Ριχάν κατάπιε το σάλιο του. «Ακόμη κι ανάμεσα στους Υψηλόβαθμους. Λέγεται ότι…» «Μην ταΐζεις τ’ αφτιά σου με ψέματα, τα μάτια σου με παραισθήσεις…» η Ραμ Ράρνα άρχισε να τον νουθετεί με αποσπάσματα παρμένα από τα Ιερά Βιβλία. «Επικεντρώσου στη Μία και Μοναδική Αλήθεια, Ριχάν… Οι Επτά Θεοί κοιμούνται –αλλά όχι για πάντα. Τα Βιβλία το προφητεύουν ξεκάθαρα: Μετά τον Ύπνο θα έρθει η Αφύπνιση». «Και πότε θα συμβεί αυτό; Θα προλάβουμε να το ζήσουμε;» «Τι; Μήπως θες και συγκεκριμένη ημερομηνία, Ριχάν; Οι Χρόνοι των Θεών διαφέρουν από αυτούς των Ανθρώπων. Όμως έχε εμπιστοσύνη: ο Άγναθος πρόκειται να ξυπνήσει… Το γνωρίζω αυτό. Ο Χρησμός…»
16
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
«Ο… Χρησμός;!» έκανε ο Ριχάν αλαφιασμένος. «Δεν ξέρω τίποτε γι’ αυτό!» «Φυσικά, γιατί δεν υπάρχει προς το παρόν κανένας λόγος να γνωρίζεις. Ο Ξένος εξαγνίζεται στον Πρόναο κι η διαδικασία δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί προτού περάσουν οχτώ ακόμη μέρες». «Αλλά ποιος απευθύνεται στον Άγναθο για χρησμό;» «Το Λευκό Μονοπάτι. Ο απεσταλμένος τους λέγεται Γκάλιμιρ». «Ένας πιστός του Άμμωνα στο Μαντείο μας; Αυτό είναι…» «…ανήκουστο, ξέρω. Κι ως ένα σημείο συμφωνώ μαζί σου». «Κάτι πολύ άσχημο θα πρέπει να συμβαίνει στην Ντρόσλαλ» συλλογίστηκε ο Ριχάν φωναχτά. «Για να φτάσουν ως εδώ οι Λευκοί, θα πρέπει να παρέκαμψαν ένα σωρό πρωτόκολλα και διαδικασίες». Η Ραμ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Ο Ριχάν δεν μπόρεσε να κρύψει ένα χαμόγελο με το πόσο κοριτσάκι έδειχνε η Ιέρεια του Άγναθου σαν αφηνόταν σε κείνες τις αθώες, αθέλητες κινήσεις. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει, Ριχάν» είπε σχεδόν με νάζι. «Αλλά είμαι σίγουρη ότι είναι κι αυτό ένα σημάδι –ότι ο Θεός μας κοντεύει να ξυπνήσει…» «Ραμ…» κόμπιασε εκείνος. «Όχι ότι θέλω να σε αμφισβητήσω αλλά… Το αόρατο συνηθίζει να παίρνει πολλές μορφές, και να εξαπατά... Είσαι σίγουρη ότι…» Αυτή τη φορά το κοριτσίστικο πρόσωπο σκοτείνιασε για τα καλά. Ο Ριχάν Ντοόρ δάγκωσε τη γλώσσα του. Σαν έβλεπε τη Ραμ Ράρνα αληθινά θυμωμένη δεν ήθελε τη ζωή του. «Είναι ώρα η Ιέρεια ν’ αποσυρθεί στο κελί της, Νοτάριε. Ίσως επανέλθουμε στο θέμα κάποια άλλη φορά». «Μα…» Η Ραμ Ράρνα εγκατέλειψε την αίθουσα προτού ο Ριχάν Ντοόρ προλάβει να ψελλίσει μια συγγνώμη. Μόνος τώρα, ο Νοτάριος έστρεψε τα μάτια του κατά το ξύλινο γλυπτό που φιλοδοξούσε ν’ αναπαραστήσει τον Άγναθο. Το γιγάντιο κρανίο έμοιαζε να γελά σε βάρος του μ’ ένα άηχο γέλιο. Αυτές οι
Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 17
αιώνιες αμφιβολίες του για τον Θεό και τα Μυστήριά του και για όλα… «Αν για δέκα ολόκληρα χρόνια υπήρξες το “Σκουπίδι” του Ναού, αυτό οφείλεται στο ότι το κεφάλι σου ήταν πράγματι παραγεμισμένο με σκουπίδια» του είχε πει κάποτε ο Εξομολογητής του. Το βλέμμα του γέροντα δεν ήταν ποτέ πιο εγκάρδιο και τα χείλη του χαμογελούσαν. Ο Ριχάν Ντοόρ δεν είχε θυμώσει μαζί του. Ό,τι έλεγε το σοφό αυτό γεροντάκι έβγαινε κατευθείαν από την καρδιά. Ποιος μπορούσε να σε φωνάζει «Σκουπίδι» και την ίδια στιγμή το κάλεσμά του να κρύβει τόση στοργή; Οι οχτώ μέρες πέρασαν σαν σκιές πάνω σ’ έναν κάτασπρο τοίχο και ο απεσταλμένος του Λευκού Μονοπατιού ειδοποιήθηκε να εγκαταλείψει τον Πρόναο και να εισέλθει στον κυρίως Ναό. Ο Νοτάριος εντυπωσιάστηκε απ’ το παρουσιαστικό του μάγου. Ήταν πολύ ψηλός και γεροδεμένος. Η πείνα, η δίψα και η αγρύπνια είχαν αφήσει ελάχιστα σημάδια πάνω του. Αλλά ο Ριχάν Ντοόρ διάβασε σε κείνα τα σκούρα μάτια έναν βαθύ κι ανυποχώρητο φόβο. Το γεγονός συγκλόνισε βαθιά το Νοτάριο. Ύστερα από λίγες ώρες παραμονής στον Κυρίως Ναό, όπου είχε την ευκαιρία να προσευχηθεί και να συλλογιστεί για τελευταία φορά το Αίτημά του, ο απεσταλμένος του Λευκού Μονοπατιού οδηγήθηκε στην Αίθουσα της Χρησμοδοσίας. Εκεί τον περίμενε η Ιέρεια, καθισμένη στο σιδερένιο τρίποδό της. Ο μάγος υποχρεώθηκε να γονατίσει ευλαβικά μπροστά της και ν’ αδειάσει το μυαλό του από κάθε σκέψη πέρα από το Αίτημα. Ο Ριχάν Ντοόρ βρισκόταν κι αυτός στη θέση του, στ’ αριστερά της ιέρειας. Καθισμένος στο δάπεδο, πάνω σ’ ένα πολύτιμο χαλί προσευχής, προοριζόταν να καταγράψει με το φτερό και το μελάνι του τα λόγια του Χρησμού σ’ έναν καθαγιασμένο πάπυρο. Ήξερε φυσικά ότι το Αίτημα δεν επρόκειτο να διατυπωθεί φωναχτά· δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο, αφού η Ραμ Ράρνα μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη. Το μόνο που είχε να κάνει ο Απεσταλμένος του Λευκού Μονοπατιού ήταν να περιμένει την Ιέρεια να ολοκληρώσει την «ανάγνωσή» της. ***
18
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
«Η Ανάγνωση του Αιτήματος πραγματοποιήθηκε, ακόλουθε του Άμμωνα» είπε κάποια στιγμή η Ραμ Ράρνα. «Μπορείς να βγεις από την Αίθουσα της Χρησμοδοσίας τώρα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απομακρυνθείς από το Μαντείο ώσπου να σου δοθεί ο καταγεγραμμένος Χρησμός –αν, τελικά, ο Άγναθος αποφασίσει να μιλήσει». Ο άντρας που άκουγε στο όνομα Γκάλιμιρ σηκώθηκε. Ο Κλειδούχος κουδούνισε την αρμαθιά του και σε λίγο η Ιέρεια και ο Νοτάριός της έμειναν μόνοι στην Αίθουσα της Χρησμοδοσίας. Απόλυτη σιωπή, έξω απ’ τις δυο αναπνοές που ενώνονταν σ’ έναν αρμονικό, αράγιστο, σχεδόν ερωτικό ρυθμό. Οι δυο συνειδητότητες βάδιζαν μαζί, σαν δυο γυμνά παιδιά πιασμένα χέρι-χέρι, στο μονοπάτι που γεφυρώνει τους περιορισμούς της σάρκας και οδηγεί στην πιο άφατη ελευθερία… Ένα κρύο ρεύμα άδραξε την Αίθουσα σε μια σφιχτή αγκαλιά, το άρπαγμα ενός φιδιού που δαγκώνει την ουρά του. Κι άξαφνα το κρύο ρεύμα έγινε θερμό κι οι επτά ομόκεντροι κύκλοι από κάρβουνα άναψαν και ρόδισαν και πύρωσαν. Ο Θεός της Αλήθειας αναδυόταν από τον Ύπνο του. Ο Ριχάν Ντοόρ, όπως και κάθε προκάτοχός του, είχε εκπαιδευτεί μεθοδικά και σκληρά προκειμένου ν’ ανταποκριθεί στο υψηλό του καθήκον. Αν ο Χρησμός ερχόταν από τα Όρια της Αλήθειας, τότε η αλήθεια του έκαιγε σαν εκείνα τα κάρβουνα. Καθώς η Ιέρεια μετέτρεπε λίγο-λίγο τον εαυτό της σε «δοχείο» κι άναβε κείνη η επιθετική φωτιά, ο Νοτάριος όφειλε να διατηρεί τη συνειδητότητά του μοιρασμένη στις δυο περιοχές του Πρώτου Ουρανού: ένα κομμάτι στον ορατό κόσμο κι ένα στην περιοχή που οι μάγοι ονόμαζαν Κατώφλι. Τα λόγια του Παλιού Θεού έπρεπε να συλλεχθούν σαν πολύτιμοι λίθοι. Κι ο Νοτάριος, ακόμη κι αν το ήθελε, δε θα μπορούσε ν’ αποτυπώσει στον πάπυρο κάτι που δεν είχε δοθεί… Γιατί τα μάντραμ τα οποία διαμόρφωναν καθημερινά την παρουσία του όλα αυτά τα δέκα χρόνια της εκπαίδευσης τον καθιστούσαν απολύτως ανίκανο να προσθέσει κάτι στα Ιερά Λόγια. Ο Νόμος της Αλήθειας –ο νόμος από τον οποίο πήγαζε η δύναμη του Άγναθου– δε γινόταν να παραβιαστεί.
Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 19
Κάποια στιγμή ο Νοτάριος συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να μείνει πίσω. Η Ιέρεια ξεδίπλωνε τη συνειδητότητά της σε περιοχές που εκείνος αδυνατούσε –κι ήταν ιεροσυλία– ν’ ακολουθήσει. Τα δυο συνειδησιακά «παιδιά» χωρίστηκαν απρόθυμα. Το Αγόρι παρέμεινε στο χείλος της χαράδρας ενώ το Κορίτσι πήρε να κατεβαίνει τον γκρεμό με τέτοια άνεση σαν να είχε μεγαλώσει με αγριοκάτσικα. Στον ορατό κόσμο, ο Ριχάν Ντοόρ επιτάχυνε ελαφρά τον αναπνευστικό του ρυθμό έτσι ώστε να διατηρεί έναν καλό βαθμό εγρήγορσης, ενώ συνειδησιακά βρισκόταν αγκυροβολημένος στο Κατώφλι. Ακόμη κι από εδώ, ήταν σε θέση ν’ ακούσει το μυκηθμό που κατέφθανε από την κατοικία του Άγναθου. Με την κάθοδο, η λευκή φιγούρα της Ραμ Ράρνα γινόταν όλο και πιο μικροσκοπική… Την αναμονή βάρυνε μια παράξενη παγωνιά. Η σιωπή γινόταν ώρες-ώρες τόσο απόλυτη ώστε το Αγόρι άκουγε τα βλέφαρά του ν’ ανοιγοκλείνουν. Ένα αίσθημα μοναξιάς πλάκωνε το στήθος του κι χρόνος βιωνόταν ως απέραντη έκταση, πεδιάδα στρωμένη νεκρές παπαρούνες. Για όσο εκείνη έλειπε ένιωθε μισό, ίσως λιγότερο κι από μισό, σάμπως κι ένα μεγάλο μέρος από τον εαυτό του να χυνόταν στη χαραμάδα ανάμεσα στο ποθητό και το ανεκπλήρωτο. Στον ουρανό ταξίδευαν τώρα αλλόκοτα πλάσματα, σχήματα σαν ξεριζωμένες καρδιές. Ένα μακρινό αλύχτημα ερχόταν κι έφευγε· δεν ήταν σκύλος, αν και θύμιζε σκύλο πολύ περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Ένα σμήνος πουλιά πέταξαν αθόρυβα από πάνω του, μ’ εκπληκτική ταχύτητα και σε σπασμένο σχηματισμό. Ένιωθε τον αέρα γύρω του υγρό και διαρκώς τον κυνηγούσε η εντύπωση ότι πνιγόταν, σαν κάποιο κρύο στόμα να ρουφούσε άπληστα την ανάσα μέσ’ από το δικό του. Ακόμη κι έτσι, ο χρόνος περνούσε. Το Κορίτσι κάποτε ξαναφάνηκε στο άνοιγμα του χαλάσματος και, δίχως την παραμικρή χρονοτριβή, πήρε να ανεβαίνει τον γκρεμό. Δεν είχε προλάβει να κάνει παρά ελάχιστα βήματα όταν ο σεισμός ήρθε να τραντάξει τον τόπο. Αν και πατούσε σε στέρεο έδαφος, το Αγόρι παραπάτησε. Για δυο στιγμές, μισό απ’ το σώμα του βρέθηκε να αιωρείται στο κενό. Από κάτω του,
20
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα, το Κορίτσι πάλευε να κρατηθεί με το ένα χέρι, σε μια βροχή από πέτρες και βράχια. Με τον κίνδυνο, μια ξαφνική παρόρμηση γεννήθηκε στο νου του Αγοριού: να κατέβει στο βάραθρο και να βοηθήσει το Κορίτσι. Μα τελικά παρέμεινε ακίνητο. «Αυτό είναι το τίμημα της Αλήθειας» τα λόγια άστραψαν στη μνήμη του τόσο ζωντανά όσο κι όταν τ’ άκουγε για πρώτη φορά. «Το τίμημα που κάποιες φορές ζητά ο Θεός μας προκειμένου ν’ ανασυρθεί, για λίγο, από τον Μαύρο Ύπνο Του και να μιλήσει. Δεν ξέρουμε πότε ο Άγναθος θα διεκδικήσει κάποια από τις Ιέρειες του Μαντείου, αν και κάτι τέτοιο έχει να συμβεί πολύ, πολύ καιρό… Ωστόσο η Ραμ Ράρνα, όπως και κάθε προκάτοχός της, είναι απόλυτα προετοιμασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, ορίζεται κι ένας Νοτάριος. Αν η Ιέρεια δεν επιστρέψει ή επιστρέψει σε κατάσταση που να μην μπορεί ν’ αρθρώσει λόγο κατανοητό, αυτός θα μεταφέρει τα Λόγια με ασφάλεια στον κόσμο της πυκνής ύλης. Σαφώς λιγότερο προικισμένος από μια γυναίκα γεννημένη με το Χάρισμα, κινδυνεύει πολύ λιγότερο από τις επιρροές του Κατωφλίου, γιατί η εκπαίδευσή του σχετίζεται με τη μεθοδική εκμηδένιση του προσωπικού μηχανισμού. Σαν αποτέλεσμα, το μαγικό ίχνος που αφήνει στο Κατώφλι είναι μηδαμινό για να εντοπιστεί από τον οποιοδήποτε». Το Αγόρι συνέχισε ν’ ανακαλεί όλη την προηγούμενη εκπαίδευσή του· κάθε άσκηση που το καθιστούσε ανίκανο να κατέβει εκείνον τον γκρεμό για να βοηθήσει το Κορίτσι. Γιατί, αν η Ραμ επρόκειτο να επιστρέψει, όφειλε να το κάνει με τις δικές της και μόνο δυνάμεις. Το Κορίτσι σκαρφάλωνε με μια ταχύτητα αξεπέραστη στον υλικό κόσμο. Μετά το σεισμό, η ομίχλη που μέχρι πριν από λίγο κουλουριαζόταν στον πυθμένα του βαράθρου, σηκώθηκε όπως σηκώνεται ένα σύννεφο σκόνης, γύρεψε να προλάβει το Κορίτσι. Μέσ’ απ’ τα βράχια και το χώμα ξεφύτρωσαν ριζώματα, μακριά σαν πολυδάχτυλα χέρια και το γράπωσαν απ’ τους καρπούς, τη μέση, τους αστραγάλους. Ίσως ήθελαν να το ακινητοποιήσουν, εξυπηρετώντας το σκοπό της Ομίχλης, ίσως τον δικό τους σαρκοβόρο σκοπό. Το Κορίτσι κινήθηκε ακόμη
Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 21
γρηγορότερα. Το ευέλικτο κορμί κατάφερνε να γλιστρά μες απ’ τις ρίζες με τρόπο θαυμαστό. Ωστόσο, ακόμη κι αυτή η ικανότητα δεν αρκούσε. – Άκουσέ με, απευθύνθηκε στο Αγόρι μέσω της Σιωπηλής Φωνής. Ξέρω πως δεν πρόκειται να τα καταφέρω… – Όχι! Μη λες κάτι τέτοιο… – Συμβαίνει αυτό για το οποίο συζητούσαμε και προετοιμαζόμασταν τόσον καιρό: αυτή τη φορά ο Θεός μας διάλεξε η Ιέρεια να παραμείνει μαζί Του, στον Μαύρο Ύπνο… Και τώρα το χρέος πέφτει πάνω σε σένα, να παραλάβεις τα Λόγια του Άγναθου και να τα πας στον προορισμό τους. – Δε θέλω να σε… χάσω… – Κράτησε την ενθύμησή μου. Και θα κρατάς μέσα σου περισσότερα κι απ’ όσα εγώ η ίδια επιτρέπεται να κρατήσω. – Μα θέλω να έχω εσένα. Εσένα, κατάλαβες; Όχι την ανάμνησή σου. – Η ανάμνηση είναι το μόνο μας δικαίωμα, αγάπη μου. Και μονάχα εσύ μπορείς να το φυλάξεις… – Θα ήθελα τότε… Μα το Αγόρι σταμάτησε έντρομο να στέλνει τη σκέψη του μόλις κατάλαβε ότι εκείνη παραδινόταν στην ξένη θέληση. Η Ομίχλη συνέχιζε ν’ ανεβαίνει. Το Αγόρι σκέφτηκε πως, ακόμη κι ύστερα από τόση εκπαίδευση, δεν ήταν προετοιμασμένο για κάτι τέτοιο: όλο του το είναι το πίεζε να ριχτεί στον γκρεμό και να παλέψει για το χατίρι της, να τα βάλει με τον ίδιο το Θεό προκειμένου να τη φέρει πίσω ζωντανή… Ωστόσο κάτι συμπαγές και χτισμένο, κομμάτι της φύσης του, το υποχρέωνε να μείνει αμέτοχο. Μια κραυγή σχεδόν έσκισε το μυαλό του στα δυο. Το Κορίτσι άνοιξε το στόμα του κι από το στόμα εκείνο βγήκε φως. Το φως μετατράπηκε σε πολύτιμα πετράδια –κάθε λέξη κι ένα πετράδι. Το Κορίτσι άπλωσε τα χέρια, φύσηξε κι έκανε τα Πετράδια να πετάξουν προς το Αγόρι. Μην αφήνεσαι... Όχι, μην… Ένιωσε το λαρύγγι του στεγνό απ’ την αγωνία. Δεν μπορείς να μιλήσεις, επανέλαβε στον εαυτό του. Δεν μπορείς να τη βοηθήσεις με κανέναν τρόπο.
22
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Τα χέρια του Κοριτσιού έμειναν ανοιχτά, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να κρατηθούν από τα βράχια. Κι έτσι το λιγνό, αλαβάστρινο σώμα έγειρε πίσω κι έπεσε στην Ομίχλη που την τύλιξε ολοκληρωτικά και τέλεια, σαν πάλλευκο πανωφόρι. Τα Πετράδια συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν σαν να ζύγιζαν λιγότερο κι απ’ το ελαφρύτερο όνειρο. Έφτασαν ως το Αγόρι κι εκείνο τα πήρε στα χέρια του. Οι λίθοι έλαμπαν στην απαλάμη του σαν αστέρια. Κι ύστερα τ’ αστέρια αιωρήθηκαν, μπήκαν ένα-ένα στο στόμα του, κατρακύλησαν μέσα του. Ύστερα απ’ αυτό, το Αγόρι όφειλε, δίχως άλλη καθυστέρηση, να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Όμως μι’ ακατανίκητη επιθυμία άνθιζε κιόλας μέσα του: ν’ αντικρίσει την Ομίχλη για τελευταία φορά. Ένιωσε τότε τις άλλες θελήσεις, θελήσεις αντίθετες προς τη δική του, να τον τραβούν σαν σχοινιά. Δεν ήξερε πώς, μα τώρα μπορούσε να τις νικήσει όλες για λίγο, να παραμείνει –για δικό του λόγο αυτή τη φορά– ακλόνητος. Το Αγόρι έστειλε τη σκέψη του στην Ομίχλη: – Είναι δίκη σου, Άγναθε. Κανένας δεν μπορεί να σου την πάρει. Όμως εγώ θα κρατήσω και δε θα φανερώσω ένα και μοναδικό Πετράδι από τα Λόγια σου. Ένα Πετράδι για κάθε λέξη; Τότε μια λέξη, λοιπόν. Γιατί ξέρω ότι αυτό πρόκειται να σε πονέσει, έστω κι ελάχιστα. Και γιατί έτσι θα πάρεις μια ιδέα απ’ το δικό μου πόνο. ΙΙ Στον ορατό κόσμο, οι Υψηλόβαθμοι θορυβήθηκαν με την αναπάντεχη καθυστέρηση, μια καθυστέρηση που ίσως και να υποδήλωνε –αν ήταν δυνατόν!– άρνηση από τη μεριά του Νοταρίου για άμεση επιστροφή. Μια τέτοια εξέλιξη έθετε σε κίνδυνο τα λόγια του Χρησμού. Το Λευκό Μονοπάτι είχε ξεκαθαρίσει ότι θα πλήρωνε αδρά για ένα χρησμό από το Μαντείο του Άγναθου –άρα ο χρησμός θα δινόταν σε κάθε περίπτωση. Ο Ναός είχε έξοδα, εργαζόμενους… Κι αν τελικά ο Νεκρός Θεός αποφάσιζε να μιλήσει, τότε δε θα χρειαζόταν να εξαπατηθεί κανείς, ούτε καν η Ιέρεια, η οποία έτσι κι αλλιώς ήταν έτοιμη να θυσια-
Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 23
στεί για την ευημερία των πολλών. Και τώρα αυτό το ανεξήγητο περιστατικό ανυπακοής… Οι Ιερείς του Άγναθου ατσάλωσαν τις θελήσεις τους. Κάποια στιγμή, η θέληση του Νοταρίου υποχώρησε. Ένας άντρας με σκούρο καστανό δέρμα και κατάλευκα μαλλιά και γενειάδα άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε. «Αδελφοί μου» είπε βραχνά ενώ σηκωνόταν από το κάθισμά του «είναι ώρα να επισκεφθούμε την Αίθουσα της Χρησμοδοσίας». Οι ιερείς ακολούθησαν τον άντρα με τα λευκά μαλλιά και τη γενειάδα που άκουγε στο όνομα Να Ναχ Ριτόρ και κατείχε το αξίωμα του Πρωθιερέα του Μαντείου του Άγναθου. Ο Κλειδούχος ξεκλείδωσε τη βαριά, δρύινη πόρτα που σφράγιζε την Αίθουσα. Οι πιστοί του Άγναθου μπήκαν μέσα. Ο Νοτάριος είχε ανοιχτά τα μάτια του, ωστόσο το βλέμμα του ατένιζε το κενό κι όλοι κατάλαβαν πως δεν είχε ακόμη επαφή με την πραγματικότητα. Στα χέρια του κρατούσε πάντα τον πάπυρο και το φτερό του. Ο Να Ναχ Ριτόρ έγνεψε νευρικά σ’ έναν από τους ιερείς. Εκείνος έτρεξε προς το σιδερένιο τρίποδο και ψηλάφησε το λαιμό της Ιέρειας. «Είναι νεκρή» βεβαίωσε. «Φαίνεται πως ο Άγναθος βαρέθηκε τη μοναξιά» αστειεύτηκε ο Πρωθιερέας αφήνοντας ένα στεναγμό ανακούφισης. «Εντάξει, Άτρα. Τώρα το Χρησμό». Ο Άτρα τράβηξε τον πάπυρο από τα χέρια του Νοταρίου προσέχοντας να μη ρίξει ούτε μια ματιά στο κείμενο και με τα δυο του χέρια τον κράτησε μπροστά από το πρόσωπο του Πρωθιερέα. Τα μάτια του Να Ναχ Ριτόρ –δυο μάτια παράταιρα, το ένα γαλάζιο, το άλλο αχνό πράσινο– ακολούθησαν τις αράδες που ήταν γραμμένες με κόκκινο μελάνι στην κωδικοποιημένη καλλιγραφία του Μαντείου. Το πρόσωπο του ηλικιωμένου άντρα χλόμιασε μεμιάς. «Ο Χρησμός ν’ αντιγραφεί στην Ακμπάριε την Κοινή και να δοθεί στον πιστό του Άμμωνα» ψέλλισε ο Πρωθιερέας ενώ πάσχιζε να κρατήσει τη φωνή του σταθερή. «Να μη χαθεί στιγμή». Ο Άτρα έκανε μια βιαστική υπόκλιση που υποδήλωνε τυφλή υπακοή κι άφησε την Αίθουσα.
24
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
«Τι θα κάνουμε με τον Νοτάριο;» ρώτησε κάποιος άλλος από τους ιερείς. Ο Να Ναχ Ριτόρ έστρεψε ξανά το βλέμμα του στον Ριχάν Ντοόρ που εξακολουθούσε να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά. «Πάρτε τον και ρίξτε τον στο μπουντρούμι. Αντιστάθηκε στη θέλησή μας και θα τιμωρηθ…» Ο διαπεραστικός ήχος έκοψε σαν με μαχαίρι τη φράση του Πρωθιερέα. Μια κραυγή. Η κραυγή μιας ψυχής που σχίζεται σε δυο, σε τρία, σε χίλια κομμάτια την ίδια στιγμή. Η μυρωδιά σαπισμένης σάρκας κι ενός άλλου πράγματος, ακόμη χειρότερου. Οι ιερείς κάλυψαν μύτες και στόματα για να προστατευτούν από την ανεξήγητη δυσοσμία. Δεν υπήρχε αμφιβολία για την πηγή της –η μπόχα έβγαινε μέσ’ από το πτώμα της Ιέρειας. «Τι στο…» ο Πρωθιερέας πάσχισε να ξαναβρεί τα λόγια του. «Κοιτάξτε!» ψέλλισε κάποιος. «Τα μάτια της! Στο Όνομα του Άγναθου… πού πήγαν τα μάτια της;!» «Ολάρ! Νερτάχ!» «Στις διαταγές σας, Σεβασμιότατε!» φώναξαν με μια φωνή δύο διάκονοι. «Απομακρύνετε τον Νοτάριο. Τώρα!» Οι διάκονοι κινήθηκαν σαν αυτόματα. Γράπωσαν τον Νοτάριο απ’ τις μασχάλες, τον σήκωσαν όρθιο κι άρχισαν να τον σέρνουν έξω. Μα ένα μόλις βήμα προτού διαβούν τη δρύινη πόρτα –θες από φευγαλέα περιέργεια, θες εξαιτίας της αδυσώπητης δύναμης της Μοίρας– τα μάτια τους ξεστράτισαν, αν και φευγαλέα, κατά το σώμα της γυναίκας πάνω στο σιδερένιο τρίποδο κι αυτό που είδαν τούς μετέτρεψε, για δύο ή τρεις χτύπους, σε ζωντανά αγάλματα. Κάτω απ’ το σώμα της Ιέρειας σπάραζε μια θέληση που δεν είχε να κάνει με τη ζωή όπως την καταλάβαιναν τα τρίκεντρα όντα: καθώς η σάρκα συστρεφόταν κι έτρεμε, μύες και κόκαλα άλλαζαν θέσεις, όπως σ’ έναν νεαρό κόσμο οι Στεριές αναδύονται και καταδύονται, δέσμιες των τιτάνιων δυνάμεων που διαφεντεύουν την ύλη. Οι στιγμές κύλησαν με την οδύνη της αιωνιότητας. Καθώς οι διάκονοι έσερναν τον αναίσθητο Νοτάριο έξω από την Αί-
Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 25
θουσα της Χρησμοδοσίας και ο Κλειδούχος αμπάρωνε την πόρτα, ένας καινούριος θόρυβος, λιγότερο ισχυρός και σαφώς ρυθμικότερος, ήρθε μέσα από το δωμάτιο. Ο Να Ναχ Ριτόρ, ανίκανος να κατανικήσει την παρόρμηση, επέστρεψε κι ακούμπησε πάνω στο ξύλο τη δεξιά του παλάμη. Χρειάστηκε να περάσουν μια δυο στιγμές μέχρι να προλάβει να ελέγξει την ταραχή του και να εφαρμόσει την τεχνική όπως έπρεπε. Τα νεύρα του χεριού του έπιασαν τις δονήσεις κι οι δονήσεις μετατράπηκαν μεμιάς σε ηχητικά ερεθίσματα, σε λέξεις. Μια φράση επαναλαμβανόταν αδιάκοπα. Στο χρόνο μιας και μοναδικής ανάσας, ο Πρωθιερέας γέρασε ολόκληρα χρόνια. Γιατί αυτό που άκουσε ερχόταν από το στόμα της νεκρής Ιέρειας, αν κι η φωνή δεν ήταν της Ραμ Ράρνα. Ο Να Ναχ Ριτόρ δε θα ξεχνούσε ποτέ τη φωνή και τα λόγια που στο εξής θα στοίχειωναν τα όνειρά του: «Θα έρθετε μαζί μας. Θα γίνετε σαν κι εμάς».
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ – ΒΙΒΛΙΟ 2
Ύστερα από τα γεγονότα στο Μνημείο των Τριών Βασιλέων, κάτι θανάσιμο περιφέρεται στους δρόμους της Ντρόσλαλ, φορώντας το μανδύα της Ομίχλης. Η Μοίρα απαντά από το Υφαντό της, επιλέγοντας τέσσερα πρόσωπα για να χαράξει ισάριθμα πεπρωμένα: Ο Χανάι αντιστέκεται στη θέληση του Κρυστάλλου του Χάους· είναι όμως η χαοτική δύναμη αντίπαλος ή το σπέρμα της βαθύτερης φύσης του; Ο Λιφ συνεχίζει την περιπλάνησή του, αναζητώντας το Τραγούδι· μα τα ερείπια της Ανίερης Πόλης βρίσκονται παντού και πουθενά, σαν τις οφθαλμαπάτες της ερήμου. Ο αιωνόβιος Αλουίν θέλει ν’ αποκαταστήσει τη χαμένη μνήμη του, αλλά ο δρόμος του διασταυρώνεται με τρομερούς κι ασύλληπτους κινδύνους. Η Κινέργουιν, δεμένη με τον πόνο του Σκουληκιού, συνέρχεται πάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου· καπετάνιος του είναι ο άντρας που στοιχειώνει το παρελθόν της. Και τα Τέσσερα Πεπρωμένα απειλούνται από τον Ντέβαδον του Πράσινου Μονοπατιού. Υπάρχουν ωστόσο και άλλοι που εργάζονται κρυφά και μεθοδικά ενάντιά τους, αποσκοπώντας σ’ ένα μέλλον έξω από τις επιταγές της Μοίρας…
www.arpiwriters.gr www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr
ISBN 978-618-5224-31-8
ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ: 10052