ΜΠΟΥΓΙΟΥΡΗ ΕΛΕΝΗ
Οι εξοχικές κατοικίες της Σύρου (1822 -1922)
Ευχαριστίες Ιδιαίτερα ευχαριστώ τους Ηρακλή Κάιλα, Αντώνη Ροδοκανάκη - Κρίνο, Πέγκυ Στεργίου και Ρόζα Φρέρη για την προσωπική τους βοήθεια στην έρευνα μου.
ΟΙ ΕΞΟΧΙΚΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΡΟΥ (1822 -1922)
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Φοιτήτρια: Μπουγιούρη Ελένη Επιβλέπων καθηγητής: Βασίλης Κολώνας Ερευνητικό Θέμα Βόλος 2022
Χάρτης της Σύρου. Σημειώνονται οι πιο γνωστές θέσεις και το οδικό δίκτυο. 4
Περιεχόμενα Πρόλογος........................................................................ 7
IV. Τυπολογία κατοικιών............................................. 116
Εισαγωγή......................................................................... 9 Η Σύρος του 1821......................................................... 11
V. Βασικές κατασκευαστικές μέθοδοι........................ 132
Ι. Η γέννηση της Ερμούπολης..................................... 13 ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
VI. Μορφολογική αντιμετώπιση της κατοικίας (πρότυπα, επιρροές)................................................... 136 Επίλογος...................................................................... 141 Βιβλιογραφία.............................................................. 143
ΙΙ. Η κατοίκηση στην εξοχή.......................................... 24 ΚΥΡΙΟΙ ΛΟΓΟΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΙΙΙ. Οι οικισμοί............................................................... 33 Γεωγραφική θέση και μορφή - Οι κατοικίες ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟ............................................................. 34 ΧΡΟΥΣΣΑ................................................................... 60 ΠΑΡΑΚΟΠΗ............................................................... 70 ΝΤΕΛΑΓΚΡΑΤΣΙΑ........................................................ 88 5
Ερμούπολη και Άνω Σύρος σε χαλκογραφία του 19ου αι.
6
Πρόλογος Το εν λόγω ερευνητικό παρουσιάζει τα εκτός πόλης ιδιωτικά αρχιτεκτονικά έργα της Σύρου, την περίοδο 18221922, με στόχο να αναδείξει μια αισθητική διαφορετική αυτής της Ερμούπολης, για την οποία είναι κοινώς γνωστό το νησί. Η αρχιτεκτονική που αναπτύχθηκε στην εξοχή της Σύρου, ενώ αφορά μια εξίσου ιδιαίτερη περίπτωση, δεν έχει λάβει την αρμόζουσα προσοχή. Ως γηγενής Συριανή λοιπόν, μεγαλωμένη στα περίχωρα, είχα την ευκαιρία από μικρή να έρθω σε επαφή με κάποια από αυτά τα κτίρια ώστε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον μου, καθώς κάποια χρησιμοποιούνται πλέον για δημόσιες υπηρεσίες και εκδηλώσεις, ενώ πολλά από αυτά έχουν αποκατασταθεί από ιδιώτες. Οι περισσότεροι εκ των οποίων επέλεξαν να κατοικίσουν σε αυτά, τους κέρδισε όχι μόνο η μορφή τους αλλά και στοιχεία που υπήρξαν ο λόγος για να κατασκευαστούν από τους αρχικούς ιδιοκτήτες τους, τα οποία θα αναφερθούν και αναλυθούν στις παρακάτω ενότητες.
7
Το λιμάνι της Ερμούπολης στις αρχές του 20ου αι. 8
Εισαγωγή Το νησί της Σύρου κατάφερε να γνωρίσει την οικονομική και πολιτισμική άνθιση την περίοδο που η υπόλοιπη Ελληνική επικράτεια πάλευε για την απελευθέρωσή της ενάντιας στον Τουρκικό ζυγό, λόγω μιας σειράς ευνοϊκών συγκυριών. Όπως μας πληροφορούν οι Ι. Τραυλός και Α. Κόκκου στο έργο τους «Ερμούπολη», στις αρχές του 17ου αιώνα, ο βασιλιάς της Γαλλίας εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον για το νησί, με καθολικό πληθυσμό στο μεγαλύτερο μέρος του. Η εγκατάσταση Καπουκίνων μοναχών το 1633 και Ιησουιτών λίγο αργότερα, βοήθησαν επίσης την Συριανή κοινωνία να αποκτήσει άμεση επικοινωνία με τον Ευρωπαϊκό κόσμο. Ακόμα, την εποχή εκείνη το λιμάνι αρχίζει να εξυπηρετεί ξένα πλοία, ενώ το 1680 με ψήφισμα της δημογεροντίας της συριανής Κοινότητας1 της Άνω Σύρου, αποφασίστηκε να είναι ελεύθερο από κάθε φορολογική επιβάρυνση. Τον 18ο αιώνα, το νησί έρχεται αντιμέτωπο με διάφορες κακουχίες όπως η φοβερή επιδημία χολέρας το 1728.
Πειρατικές επιδρομές και η Ρωσική κατοχή συγκαταλέγονται σε αυτές. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή όμως, το 1774, τα νησιά του Αιγαίου παραδίδονται στους Τούρκους, οι οποίοι θα δώσουν γενική αμνηστία στους Χριστιανούς και περισσότερες ελευθερίες στους Έλληνες ναυτικούς. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την παραχώρηση της διοίκησης της Σύρου από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμήτ στην ανιψιά του Σαχ Σουλτάνα, εξασφάλισε πολλές ελευθερίες στους Συριανούς. Συγκεκριμένα, συνέχισαν να πληρώνουν φόρο στον νέο άρχοντα αλλά ήταν ελεύθεροι να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να έχουν τοπική αυτοδιοίκηση και να ρυθμίζουν μόνοι κάθε θέμα σχετικό με αυτήν, ενώ το νησί ήταν ελεύθερο από τις τουρκικές αρχές και γενικά από οποιαδήποτε παρουσία τουρκικού πληθυσμού. Η διαλλακτική λοιπόν στάση της Σαχ Σουλτάνας σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες της Καθολικής εκκλησίας και κυριότερα της Γαλλικής προστασίας, δημιούργησαν τις κατάλληλες
1. Από τον οικισμό της Άνω Σύρου εκλεγόταν ένα διοικητικό συμβούλιο περίπου 15 ατόμων, η δημογεροντία, το οποίο σε συνεργασία με τους, εκλεγμένους από την Κοινότητα, Επιτρόπους αποτελούσαν την τοπική αυτοδιοίκηση του νησιού. 9
προϋποθέσεις για την πρόοδο του νησιού. Τα τέλη του 18ου αιώνα η Σύρος γνωρίζει την εμπορική και ναυτιλιακή ανάπτυξη και στο λιμάνι της δένουν πολλά ελληνικά και ξένα πλοία. Οι δραστηριότητες αυτές θα αποτελέσουν την βάση για την ανάπτυξη που θα ακολουθήσει τον 19ο αιώνα, όταν χιλιάδες, διωγμένοι από τους Τούρκους Έλληνες, αναζητήσουν καταφύγιο στο νησί της Σύρου και με τις ικανότητες και το μεράκι τους δημιουργήσουν την πρώτη πόλη της Νεώτερης Ελλάδας, την Ερμούπολη.
Το αντικείμενο της έρευνας Με την πάροδο του χρόνου, η Συριανή κοινωνία απομακρύνεται από τα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά έργα της πολυπολιτισμικής κληρονομίας της, αγνοώντας άλλοτε την καλλιτεχνική τους αξία και άλλοτε την επείγουσα για διαφύλαξη κατάστασή τους, καθώς έχουν υπομείνει μεγάλη αλλοίωση στο χρόνο, δίχως την παραμικρή φροντίδα. Το φαινόμενο αυτό, εκδηλώνεται πιο έντονα στα εκτός πόλης έργα, καθώς δεν χρήζουν ανάγκη άμεσης φροντίδας, σε αντίθεση με τα εντός πόλης, των οποίων η παραμέληση μπορεί να οδηγήσει σε φθορά του αστικού ιστού σε περίπτωση κατάρρευσης. Έτσι, η έρευνα αυτή έχει στόχο να επισημάνει την σπουδαιότητα αυτών των έργων μέσα από την κοινωνική και αρχιτεκτονική τους ανάλυση.
10
Διάρθρωση του κειμένου
Η Σύρος του 1821
Στην πρώτη ενότητα, περιγράφεται η πορεία της δημιουργίας της πόλης της Ερμούπολης, ως απόρροια της συνεχόμενης ανάπτυξης του λιμανιού καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα. Στην δεύτερη, αναπτύσσεται η διαδικασία της μετακίνησης καθώς και η ίδια η κατοίκιση στην εξοχή. Στην τρίτη ενότητα, παρουσιάζονται οι οικισμοί που επιλέχθηκαν και οι κατοικίες με τους ιδιοκτήτες τους. Στην τέταρτη, αναλύονται οι τυπολογίες αυτών των κατοικιών βάσει των αρχιτεκτονικών τους χαρακτηριστικών. Στην πέμπτη ενότητα, αναφέρονται τα υλικά και ο τρόπος κατασκευής των κτιρίων. Στην έκτη και τελευταία ενότητα, εξηγείται η απόρροια της μορφής τους.
Μέχρι την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο πληθυσμός της Σύρου ανήρχετο περίπου στους 4.600 κατοίκους, εκ των οποίων οι Ορθόδοξοι δεν υπερέβαιναν τους διακόσιους, με την πλειοψηφία να ζει συγκεντρωμένη στον οικισμό της Άνω Σύρου, απασχολούμενοι κυρίως με την αγροτική ζωή και την ναυτιλία. Τα εγκατεστημένα τάγματα των Καπουκίνων και Ιησουιτών, εκτός της συμβολής τους στις διασυνδέσεις του νησιού με Ευρωπαϊκές Κοινότητες, όπως προαναφέρθηκε, ανέλαβαν και την εκπαίδευση των νέων, διδάσκοντάς τους ανάγνωση, γραφή, στοιχειώδη αριθμητική και θρησκευτική κατήχηση. Το γεγονός αυτό, κατέστη σημαντικός παράγοντας για την αποδοχή και μετέπειτα συνεργασία των κατοίκων με τους πρόσφυγες, καθώς το 1821 καταφτάνουν στο νησί τα πρώτα πλοία διωγμένων Ελλήνων, Σμυρναίοι και Κυδωνιείς. Αμέσως μετά ακολουθούν πολλοί άλλοι πρόσφυγες από διάφορα άλλα μέρη της Μικρά Ασίας και από τα νησιά του Αιγαίου. Με την καταστροφή της Χίου το 1822 και των Ψαρών το 1824, ένα μεγάλο πλήθος προσφύγων θα αποβιβαστεί στο νησί και ως το 1850 αυτό το πλήθος θα συνεχίσει να αυξάνεται καθώς κόσμος θα συρρέει από κάθε περιοχή της Ελλάδας. 11
12
Ι. Η γέννηση της Ερμούπολης ΟΡΓΑΝΩΣΗ Πέραν της ανεκτικής στάσης που κρατούσαν οι Τούρκοι προς το νησί λόγω των γηγενών καθολικών κατοίκων της που προστατεύονταν από τους Γάλλους, βασικό ακόμα κριτήριο της επιλογής εγκατάστασης των προσφύγων στην Σύρο υπήρξε η προνομιακή της θέση στο κέντρο των Κυκλάδων και το φυσικό λιμάνι που διέθετε. Με την άφιξη λοιπόν των προσφύγων, στην πλειοψηφία τους Χιώτες, ξεκίνησε η σταδιακή ανάπτυξη του λιμανιού, καθώς βασισμένοι στις ικανότητες τους στο εμπόριο και την ναυτιλία επέλεξαν να συνεχίσουν το έργο που άφησαν πίσω, στην νέα τους πατρίδα. Στην περιοχή του λιμανιού μέχρι τότε υπήρχαν ελάχιστες οικοδομές: το υγειονομείο, δυο-τρεις πρόχειρες αποθήκες, ένα καφενείο και ένα πανδοχείο. Τα πρώτα σπίτια χτίστηκαν μεταξύ 1821 και 1822 από εύπορους Συριανούς, ενώ οι πρόσφυγες που δεν θεώρησαν εξαρχής μόνιμη τη διαμονή τους στο νησί, εγκαταστάθηκαν σε σκηνές και παραπήγματα. Η κατάσταση αυτή επικρατεί μέχρι το 1824, καθώς τον Φεβρουάριο του 1825 ο πρεσβευτής της Αυστρίας
Prokesch von Osten, επισκεπτόμενος το νησί ξανά, μετά από πέντε μήνες, μένει έκπληκτος βλέποντας εκατό περίπου νέα σπίτια να έχουν χτιστεί στις πλαγίες του λόφου πάνω από το λιμάνι. Αυτή είναι η αρχή της διαμόρφωσης των συνοικιών των συντοπιτών: Υδραίικα, Εγριπιώτικα (Εύβοια), Βροντάδο (κωμόπολη της Χίου), Ψαριανά. Κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, κτίζονται κατά μήκος του παραλιακού μετώπου, μαγαζιά και αποθήκες, δημιουργούνται προσωρινές εγκαταστάσεις για τελωνείο, λαζαρέττα και υγειονομείο, ξεκινούν να λειτουργούν τα πρώτα σχολεία και ιδρύεται νοσοκομείο. Το 1826 γίνεται η ονοματοθεσία της πόλης σε «Ερμούπολις», πρόταση του Χιώτη Λουκά Ράλλη και το 1833 η Σύρος ορίζεται πρωτεύουσα των Κυκλάδων, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει όλες τις διοικητικές αρχές. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Η νέα πόλη με τον ταχύ ρυθμό άνθισης, αναπτυσσόταν ακανόνιστα σε αρκετή έκταση της παραλίας του λιμανιού, με αποτέλεσμα, η ανάγκη χάραξης πολεοδομικού σχεδίου να είναι επιτακτική.
13
«Από επίσημη απογραφή της 29 Ιουνίου 1834 με τίτλο “Πίναξ των επί προχώμασι ωκοδομηθέντων κτημάτων εντός του λιμένος της Ν. Σύρας απ’ αρχής της Επαναστάσεως μέχρι της ελεύσεως της Α.Μ.” μαθαίνουμε τα ονόματα των κατόχων και βλέπουμε ακόμα, ότι ο αριθμός των κτισμάτων ξεπερνούσε τα εκατόν εξήντα, ότι τα περισσότερα ήταν ξύλινα και διώροφα και ότι χρησίμευαν για καφενεία, εργαστήρια και μαγαζιά και σπανιότερα για κατοικία του ιδιοκτήτη»1. Τον ίδιο χρόνο, θεμελιώνονται τα πρώτα δημόσια κτίρια: οι Αποθήκες τις Διαμετακομίσεως, ο Φάρος στο νησάκι μπροστά από το λιμάνι και το Γυμνάσιο στο εσωτερικό της πόλης. Το 1835 το Υπουργείο των Στρατιωτικών ανέθεσε στον Μηχανικό L. Weber την τοπογραφική αποτύπωση της Ερμούπολης. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, το σχέδιο που υπέβαλε κρίθηκε ατελές και λανθασμένο, καθώς δεν είχαν σημειωθεί σε αυτό τα όρια των σπιτιών, οι αυλές και οι κήποι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η διόρθωσή του, που ανατέθηκε στον υπεύθυνο πολεοδομικού σχεδιασμού Ed. Schaubert, να παρουσιάζει βασικά μειονεκτήματα λόγω της έλλειψης βασικών πληροφοριών. Έτσι, την Άνοιξη του 1836, όταν ο βασιλιάς Όθωνας προτείνει 1. «Ερμούπολη», Ι. Τραυλού – Α. Κόκκου, σελ. 64 14
στον αρχιτέκτονα J. Erlacher να αναλάβει τον σχεδιασμό, εκείνος με τη σειρά του λόγω αυξημένων υποχρεώσεων, συστήνει τον υπολοχαγό του Μηχανικού W. Von Weiler στη θέση του. Το σχέδιο του εγκρίνεται τελικά τον Αύγουστο του 1837. Τα τρία κύρια μέρη του σχεδίου αποτελούσαν, η προκυμαία, η πλατεία Μιαούλη -τότε πλατεία Όθωνος- και η οδός Ερμού, κεντρική οδός που συνδέει τα δύο προηγούμενα. Η λιθόστρωση των δρόμων και των πλατειών, η δενδροφύτευση και τα υδραυλικά έργα για την παροχή νερού από τις εξοχές στην πόλη ήταν κάποια από τα βασικά έργα που συμπλήρωναν την πολεοδομική μελέτη. Μεγάλης σημασίας επίσης, ήταν το έργο της διάνοιξης δρόμων που συνέδεαν την Ερμούπολη με τις εξοχές, καθώς εκεί βρίσκονταν τα κτήματα και οι κήποι για την προμήθεια των αγαθών. Επιπλέον, η εξοχή προσέφερε καταφύγιο στους Ερμουπολίτες κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, λόγω της έλλειψης απόλυτης ιδιωτικότητας, γεγονός που υπήρξε η αρχή της εξέλιξης του θέματος που μελετάται.
Το τοπογραφικό σχέδιο της Ερμούπολης που συνέταξε ο L. Weber και που χρησίμευσε ως βάση για το ρυμοτομικό σχέδιο του W. Von Weiler, 1837.
15
«Καμία ελληνική πόλη δεν παρουσιάζει τόσο ομοιόμορφη, χρονικά και τυπολογικά, αρχιτεκτονική εικόνα όσο η Ερμούπολη. Όλα της τα κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά, οι εκκλησίες και τα μνημεία είναι δημιουργήματα του 19ου αιώνα. Κανένα αρχαίο ερείπιο, καμία βυζαντινή εκκλησία δεν προβάλλει ανάμεσά τους. Μόνο οι τσιμεντένιοι όγκοι, που χτίστηκαν στα νεώτερα χρόνια στα άκρα της πόλης και στην παραλία του λιμανιού, διακόπτουν αυτή την ομοιομορφία, που δίνει στην πόλη πρωταρχική, μοναδική, θα λέγαμε, σημασία».2
Η νεοκλασική αρχιτεκτονική που άκμαζε στην Ευρώπη από τα μέσα του 18ου αιώνα, κάνει την εμφάνισή της στον ελληνικό χώρο, στις αρχές του 19ου, περίοδος που συμπίπτει με την γέννηση της Ερμούπολης. Εμπνευσμένη από τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά αρχιτεκτονικά πρότυπα, βρίσκει γρήγορα απήχηση και εφαρμόζεται με καθαρότητα και δεξιοτεχνία, ενώ αργότερα επηρεασμένη από τον Ρομαντισμό, δημιουργεί εκλεκτικιστικά έργα καθώς λαμβάνει στοιχεία και από άλλους ρυθμούς.
Πράγματι, η ομοιογένεια της Ερμούπολης γίνεται αισθητή ακόμα και από την οπτική που προσφέρει το κατάστρωμα ενός πλοίου που εισέρχεται στο λιμάνι. Η εικόνα αυτή, είναι αποτέλεσμα της νομοθεσίας για την προστασία των παραδοσιακών οικισμών, στους οποίους συγκαταλέγεται και η πόλη της Ερμούπολης, καθώς πλήθος των αρχιτεκτονημάτων της έχουν κριθεί διατηρητέα. Έτσι, η απουσία έντονων υψομετρικών διαφορών, η χρήση καθορισμένων χρωμάτων και η επικράτηση ενός συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού στυλ, του νεοκλασικισμού που αποτρέπει τις έντονες παρεμβάσεις, δημιουργούν την αρχιτεκτονική αυτή αρμονία. Θέατρο «Απόλλων», 1905 2. «Ερμούπολη», Ι. Τραυλού – Α. Κόκκου, σελ. 72 16
Το γεγονός αυτό συμβαίνει και στην Ερμούπολη, όπου στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής της δούλεψαν πολλοί Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες, Γερμανοί και Ιταλοί στην πλειοψηφία. Τα κτίρια λοιπόν που δημιουργούνται, δημόσια και ιδιωτικά, χαρακτηρίζονται από την στέρεα κατασκευή τους – πέτρινοι δρομικοί τοίχοι μεγάλου πάχους – με λαξευτή τοιχοδομία ή συχνά ολομάρμαρες προσόψεις, και τον πάντα συνεπή στα κλασσικά διδάγματα αρχιτεκτονικό διάκοσμο, άλλοτε περισσότερο ή λιγότερο έντονο. Ωστόσο, λόγω του στενού και ακανόνιστου οδικού δικτύου3 σε συνδυασμό με τα στενόμακρα οικόπεδα και τα μικρά αστικά τετράγωνα, δεν αναδεικνύονται επάξια ενώ παραμορφώνονται οι αναλογίες τους στην περίπτωση που φωτογραφηθούν. Παρά το γεγονός αυτό, η αρχιτεκτονική επιμέλεια χαρακτηρίζει μια μεγάλη ποικιλία δημοσίων κτιρίων, από εργοστάσια και αποθήκες διαμετακόμισης, μέχρι εκκλησίες και μαρμάρινα μνημεία, ανταποκρινόμενη έτσι στον αστικό χαρακτήρα ζωής των Ερμουπολιτών.
3. Την εποχή της εκτέλεσης του πολεοδομικού σχεδίου, το αυτοκίνητο δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του, με αποτέλεσμα οι διαστάσεις του οδικού δικτύου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των αμαξών. 17
18
Το κεντρικό κτήριο του Τελωνείου της Ερμούπολης 19
ΚΟΙNΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ «Οι ενταύθα διάγουσι βίον όλως διάφορον του των άλλων κατοίκων της Ελλάδος∙ δίο η κοινωνία της Ερμουπόλεως κατέστη εντός της άλλης ελληνικής κοινωνίας une société à part».4 Οι αποκαλούμενοι Ερμουπολίτες της τότε εποχής, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει και από τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, ήταν ένα σύνολο προσφύγων διαφορετικής καταγωγής και οικονομικών μεταναστών. Το ενδιαφέρον τους για τα δημόσια θέματα ήταν έντονο και η συμμετοχή τους στα κοινά ενεργή, καθώς στην πλειοψηφία τους, τους δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτόν τον τόπο. Στην δόμηση της συριανής κοινωνίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο η ίδρυση του θεσμού της Λέσχης τον Ιανουάριο του 1836, με πρώτη τη λέσχη «Ερμής» στην Ερμούπολη, ο οποίος μετέπειτα καθιερώθηκε και στις εξοχές. Ο κανονισμός της ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα και ανέφερε τα εξής: «Σκοπός της λέσχης είναι να προμηθεύη εις πεπολιτισμένους άνδρας μίαν καθημερινήν, ευάρεστον και ωφέλιμον διασκέδασιν, συνισταμένην 4. «Πανδώρα», Νικόλαος Δραγούμης, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 55 20
εις εμπορικάς πληροφορίας, πολιτικάς ειδήσεις, χορούς κατά προσδιωρισμένας εποχάς, συγκεχωρημένα παιχνίδια και μουσικάς αρμονίας∙ κάθε άλλος σκοπός είναι αλλότριος εις αυτήν και απαράδεκτος». Για να εκπληρωθούν τα παραπάνω, η λέσχη στεγάστηκε σε ειδικό κτίριο και διέθετε για τα μέλη της, ελληνικές και ξένες εφημερίδες, ημερολόγιο για την κίνηση των πλοίων στο λιμάνι, καφενείο και μπιλιάρδο. Αργότερα, στις αίθουσες των λεσχών, όπως σε αυτή της λέσχης «Ελλάς», φιλοξενούνταν συχνά διαλέξεις, εσπερίδες φιλολογικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος και μεγάλοι χοροί. Εκτός από τις λέσχες, οι Ερμουπολίτες είχαν ιδρύσει διάφορους συλλόγους∙ επαγγελματικούς, φιλανθρωπικούς, αλλά και για κάθε άλλη πιθανή ασχολία, διαδεδομένη στο ευρύ κοινό, όπως αυτή των «Κυνηγών» (1894). Εξέχουσα θέση στην κοινωνική ζωή των Ερμουπολιτών ακόμα, κατείχε το θέατρο,οι πολυτελείς χοροί και ο περίπατος στην κεντρική πλατεία. Οι δημόσιες αυτές εμφανίσεις έδιναν αφορμή στους εύπορους πολίτες να επιδείξουν τον πλούτο τους μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων ενδυμασιών τους, γαλλικής επιλογής και προέλευσης(υφάσματα, αρώματα, καπελίνα κ.α.), ολοκληρώνοντας έτσι την εικόνα της
ανεπτυγμένης κοινωνίας που είχαν δημιουργήσει. Οι τρείς κύριες επαγγελματικές ασχολίες των πολιτών, από όπου απέρρεε αυτός ο πλούτος ήταν η ναυτιλία, το εμπόριο και η βιομηχανία. Το λιμάνι της Σύρου γνώρισε ξεχωριστή κίνηση την περίοδο της Επανάστασης, ενώ με την δημιουργία του ελληνικού κράτους, αναδείχθηκε σε εμπορικό κέντρο με διεθνή ακτινοβολία. Στην ανάπτυξή του, καθοριστική ήταν η συμβολή της «Ελληνικής Ατμοπλοΐας», της πρώτης ελληνικής ατμοπλοΐας, που ιδρύθηκε το 1856 στην Ερμούπολη, εξασφαλίζοντας έτσι άμεση συγκοινωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το γεγονός αυτό, ωφέλησε το διαμετακομιστικό εμπόριο που θριάμβευσε στο λιμάνι της Σύρου το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενη αυτή την κίνηση, ξεκίνησε να αναπτύσσεται η βιομηχανία, φτάνοντας στη μεγάλη της ακμή στα τέλη του 19ου αιώνα με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο του εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας του Λαδόπουλου, το σημαντικότερο την εποχή εκείνη στην Ελλάδα.
Κορσές από την έκθεση καταστήματος νεωτερισμών της εποχής στο Βιομηχανικό Μουσείο Σύρου 21
22
Πλατεία Μιαούλη 23
ΙΙ. Η κατοίκιση στην εξοχή ΚΥΡΙΟΙ ΛΟΓΟΙ Οι λόγοι για τους οποίους επιλέχθηκε η κατοίκιση στην εξοχή κατά τους θερινούς μήνες, χωρίζονται σε δύο χρονικές περιόδους, όχι απόλυτα ξεκάθαρες χρονολογικά. Τοποθετούνται προσεγγιστικά πριν και μετά το ήμισυ της περιόδου που μελετάται, 1822-1922. Η πρώτη περίοδος λοιπόν, 1822-1872 περίπου, αφορά την συνέχεια μιας υπάρχουσας φιλοσοφίας. Πιο συγκεκριμένα, στη Χίο, η εξοχική κατοικία κατείχε σημαντικό ρόλο για την οικογένεια, καθώς ήταν σημείο αναφοράς και συνάθροισης, αλλά και τόπος ταφής. Έτσι, οι μεγαλοαστικές οικογένειες Χιώτικης καταγωγής, γίνονται οι πρώτοι που κτίζουν στην συριανή εξοχή για την διαμονή τους κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Αφενός επηρεασμένοι από τις συνήθειες που είχαν στην προηγούμενη πατρίδα τους και αφετέρου γιατί χρησιμοποιώντας την βασική τους οικία στην πόλη ως επαγγελματική έδρα, επέλεγαν να κρατούν μακριά τα κοινωνικά βλέμματα για την ασφάλειά τους, περιορίζοντας το μέγεθος και την αίγλη του κτιρίου. Στην εξοχή όμως, απομακρυσμένοι από το ευρύ κοινό, είχαν πλέον την ελευθερία διαμόρφωσης 24
μιας κατοικίας αντάξιας του κοινωνικού και οικονομικού τους υπόβαθρου και εμπνευσμένη από το μέρος καταγωγής τους. Η δεύτερη περίοδος πάλι, αφορά την εξέλιξη αυτής της φιλοσοφίας σε αστικό πρότυπο, μόδα, επηρεασμένο πλέον από τα δυτικά. Οι κατοικίες επιπλέον της περιόδου αυτής, εμφανίζονται λιγότερο προφυλαγμένες, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα κτισμένες δίπλα στον κεντρικό δρόμο του οικισμού, καθώς μια νέα εκ των προθέσεων των ιδιοκτητών, ήταν η αυτοπροβολή τους. Σημαντικό ακόμα παράγοντα στην διαμόρφωση της εξοχικής κατοικίας, αποτέλεσε η επιδημία χολέρας το 1854, η οποία υποχρέωσε τους κατοίκους να διαμείνουν στην εξοχή και τους χειμερινούς μήνες ώστε να προστατευτούν, με αποτέλεσμα την προσθήκη νέων τμημάτων στα υφιστάμενα κτίρια ώστε να καλυφθούν οι απαιτούμενες ανάγκες. Έτσι με το πέρας του χρόνου, στις νέες κατοικίες παρατηρείται αύξηση μεγέθους, η οποία αποσκοπεί και ως λήψη μέτρων σε περίπτωση όμοιας κατάστασης στο μέλλον.
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ Η Σύρος έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένα στο παρελθόν, ως ξερός και βραχώδης τόπος, και αυτή η έλλειψη πρασίνου στο νησί είναι αισθητή μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, η δόμηση της Ερμούπολης είναι πυκνή, με λιγοστές κατοικίες να έχουν το προνόμιο ενός χώρου αυλής-κήπου, περιφραγμένου μάλιστα, προκειμένου να επιτευχθεί η ιδιωτικότητα. Βάσει των παραπάνω, η αστική τάξη αναζήτησε οικόπεδα στην εξοχή με υψηλή βλάστηση και κάποιο υψόμετρο για καλύτερη θέα προς το τοπίο. Καθώς λοιπόν η Σύρος είναι στο μεγαλύτερο μέρος της άγονη με χαμηλή και αραιή βλάστηση, οι λιγοστές τοποθεσίες με δέντρα και υδάτινες πηγές ήταν ζωτικής σημασίας για το νησί εκείνη την εποχή, αφού παρείχαν πρόσφορο έδαφος στους αγρότες και νερό στην πόλη, και έτσι κρίθηκαν ιδανικές για καλοκαιρινή διαμονή. Επιπλέον λόγοι για την προτίμηση μιας περιοχής ήταν οι προσφιλείς ενασχολήσεις του εκάστοτε ένοικου. Τα κριτήρια αυτά οδήγησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1820 τους εύπορους, πρόσφατα εγκατεστημένους στη Σύρο, πρόσφυγες, κυρίως Χιώτικης καταγωγής, στην δημιουργία, αρχικά τριών θέρετρων στην ενδοχώρα του νη-
σιού, με πρώτα εκείνα του Επισκοπείου και του Μάννα, καθώς συνόρευαν με την Ερμούπολη, και λίγο αργότερα των Χρουσσών. Εν συνεχεία, ακλουθώντας αυτό το πρότυπο και πρόσφυγες άλλης καταγωγής και γηγενής προστίθενται άλλα δύο, αυτά της Παρακοπής και της Ντελαγκράτσιας. Ένα ακόμη προνόμιο των περιοχών αυτών ήταν η αραιή έως ανύπαρκτη κατοίκιση, γεγονός που έδωσε στους νέους κατοίκους την δυνατότητα διαμόρφωσης του περιβάλλοντα χώρου της κατοικίας με τρόπο τέτοιο ώστε σε αρκετές περιπτώσεις να διαθέτει τις ανέσεις και τις δραστηριότητες οργανωμένου θέρετρου. Έτσι, συναντάμε μια μεγάλη ποικιλία υπαίθριων κατασκευών ανάλογα τα ενδιαφέροντα των ιδιοκτητών, όπως: γήπεδο badminton, κιόσκια, περίτεχνες στέρνες, λίμνες και σιντριβάνια, κ.α.
25
26
Ο οικισμός του Μάννα παρόλα αυτά, δεν κατάφερε να αναπτυχθεί στον ίδιο βαθμό με τους υπόλοιπους, καθώς οι πρώτοι του κάτοικοι (1830-60) μεταφέρθηκαν σε άλλους και οι νέοι κάτοχοι των εξοχικών κατοικιών δεν είχαν την οικονομική δύναμη και κοινωνική θέση των πρώτων.
Οι λόγοι για την μετοίκιση αυτή πιθανόν αφορούσαν την μορφολογία της περιοχής, αποτελούμενη από ένα βαθύ ρέμα ανάμεσα σε δύο λόφους, η οποία δεν επέτρεπε την ομαλή χάραξη οικοπέδων και την ελεύθερη θέα εξαιτίας του κλειστού τοπίου.
Οικισμός Μάννα 27
‘Επαυλη Καλουτά, Μάννα 28
‘Επαυλη Μαυρογορδάτου, Μάννα 29
‘Επαυλη Τριγώνα, Μάννα 30
ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ Καθημερινότητα και ενασχόληση Στην εξοχή, το πρόγραμμα τόσο των νεαρών όσο και των μεγαλυτέρων σε ηλικία ενοίκων, διαμορφωνόταν βάσει ενός κριτηρίου: την μέγιστη αξιοποίηση του χρόνου με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Τα παιδιά των φίλων οικογενειών, πάντα υπό την εποπτεία παραμάνων ή συγγενών, περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας τους μαζί, παίζοντας γνωστά ή αυτοδημιούργητα παιχνίδια και εξερευνώντας τις γωνιές της εξοχής. Οι ενήλικοι από την άλλη, απασχολούνταν και ψυχαγωγούνταν ανάλογα με το φύλο και την ηλικία τους. Έτσι, οι γυναίκες συγκεντρώνονταν συχνά σε κάποιο σπίτι τις πρωινές ή απογευματινές ώρες, για να συζητήσουν, πέραν των οικιακών και οικογενειακών ζητημάτων, τα κοινωνικά γεγονότα, να σχολιάσουν τα βιβλία που διάβαζαν και την μόδα της εποχής και να οργανώσουν τις φιλανθρωπικές τους κινήσεις. Στον ελεύθερο χρόνο τους, απασχολούνταν με το ράψιμο και το κέντημα, και την δοκιμή των παρασκευασμάτων της κουζίνας. Οι άνδρες πάλι, συνήθιζαν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες, όπως σκοποβολή, τένις, κυνήγι και πεζοπορίες και να συγκεντρώνονται στις λέσχες για να ανταλλάξουν πολιτικές και επαγγελματικές απόψεις και να παίξουν χαρτιά ή μπιλιάρδο. Οι ηλικιωμένοι των οικο-
γενειών ασχολούνταν με το σπίτι και τον κήπο, περνούσαν χρόνο με τα παιδιά μεταλαμπαδεύοντας τις γνώσεις τους και πήγαιναν περιπάτους. Τις βραδινές ώρες, οι οικογένειες, στο σύνολό τους, αντάλλασσαν επισκέψεις που συχνά κατέληγαν σε διανυκτέρευση. Στα λεγόμενα αυτά σουαρέ, προκειμένου να ψυχαγωγηθούν, διοργάνωναν μεταξύ τους συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις και απολάμβαναν μία μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων. Η εκκλησία τέλος, ήταν ένα ακόμη σημαντικό μέρος της καθημερινότητάς τους, ενώ τα περισσότερα μυστήρια, γάμοι, βαφτίσεις, προγραμματίζονταν να τελεσθούν εκείνη την εποχή.
31
Οικογένεια Περσάκη, Ντελλαγκράτσια 32
ΙΙΙ. Οι οικισμοί Γεωγραφική θέση και μορφή - Οι κατοικίες
33
EΠΙΣΚΟΠΕΊΟ Αλλιώς και, συνηθέστερα ανάμεσα στους ντόπιους, Πισκοπιό, είναι η κοντινότερη στην πόλη εξοχή, μόλις πεντέμισι χιλιόμετρα μακριά, περίπου στο κέντρο της Σύρου. Η ονομασία του δόθηκε λόγο της ύπαρξης της κατοικίας του Επισκόπου των Καθολικών από τον 15ο αιώνα. Ο οικισμός είναι οργανωμένος στις πλαγίες ενός πευκόφυτου λόφου και επεκτείνεται περιμετρικά στους διπλανούς του, με θέα την Ερμούπολη. Στην κορυφή του δεσπόζει ο Ορθόδοξος ναός του Προφήτη Ηλία, μία μονόκλιτη βασιλική κτισμένη το 1845, ενώ στους πρόποδες υπάρχει μια από τις πλουσιότερες πηγές του νησιού. Εκτός από τις διάφορες επαύλεις, την εποχή εκείνη υπήρχε Λέσχη και κέντρα αναψυχής. Επιπλέον, η πρώτη εξοχική κατοικία της Σύρου, γνωστή ως έπαυλη Μποτάρο, πιθανολογείται ότι έχει κτιστεί το 1830 στο Επισκοπείο.
34
35
36
Ναοί Επαύλεις έρευνας Δευτερεύουσες επαύλεις Λέσχη Καφενείο
37
Έπαυλη Μποτάρο (Bottaro) c. 1830 Κτίστηκε αρχικά από τον Γενοβέζο Αντόνιο Τερέντσιο, διευθυντή του αυστριακού Λόυντ Τριεστίνο (Lloyd Triestino) και πρόξενο της Αυστρίας στον Πειραιά, και αγοράστηκε το 1838 από τον, επίσης Γενοβέζο, Ζοζέφ Μποτάρο του οποίου απόγονοι κατοικούν σε αυτό μέχρι σήμερα. Το οίκημα αποτελεί μια μορφή Ιταλικής αγροικίας, σε δύο επίπεδα, με δίρριχτη στέγη καθ’ όλο το μήκος των κύριων όψεων. Το κτίριο είναι τοποθετημένο στην άκρη του οικοπέδου με θέα προς αυτό, έτσι ώστε η πίσω όψη του δεύτερου επιπέδου του να είναι σε επαφή με τον δρόμο, ενώ το πρώτο επίπεδο είναι ελαφρώς υπερυψωμένο. Κατά μήκος της κύριας όψης στον όροφο, υπήρχε ξύλινη πέργκολα με περιμετρικό δαντελωτό διάκοσμο, ένα στοιχείο Γαλλικής επιρροής.
Η έπαυλη Bottaro φωτογραφημένη το 1905, από το αρχείο της Πέγκυ Στεργίου 38
39
Έπαυλη Κρίνου Ι 1832
Μία από τις πρώτες εξοχικές κατοικίες της Σύρου, κατασκευασμένη αρχικά από την οικογένεια Ράλλη, πωλήθηκε το 1864 στον Σταμάτιο Κ. Πρώιο και επεκτάθηκε, παίρνοντας το σημερινό της μέγεθος και μορφή. Στην αρχική της μορφή, ήταν κτισμένη σε οθωνικό στυλ, μεταξύ χιώτικης κατοικίας και αγροικίας, με εσωτερική βεράντα η οποία για τις ανάγκες της οικογένειας κλείστηκε μετά και μετατράπηκε σε καθιστικό, και εξωτερική σκάλα που οδηγεί στον όροφο. Το 1870, ο αρχιτέκτονας Ελευθεριάδης προσθέτει στην κύρια όψη εξώστη που στηρίζεται σε μαρμάρινες κολώνες και τοποθετεί τριγωνικά γείσα πάνω από τα παράθυρα της πρόσοψης δίνοντας της έναν καθαρά νεοκλασικό χαρακτήρα. Οι διάφοροι κήποι του οικοπέδου διαρθρώνονται σε επίπεδα, με κύριες εισόδους τόσο στο χαμηλότερο όσο και στο ψηλότερο σημείο, ενώ υπάρχουν σε αυτό δύο ακόμα κτίρια, για το υπηρετικό προσωπικό και τον κηπουρό. Το κτήμα ανήκει μέχρι και σήμερα σε απόγονο της οικογένειας Κρίνου. 40
41
Επαύλεις Πετρίτζη & Μαυρογορδάτου c. 1850
Πρόκειται για δύο σπίτια, το λευκό και το κόκκινο - το ένα δίπλα στο άλλο - κτισμένα από την οικογένεια Βλαστού. Πιθανόν το δεύτερο κατασκευάστηκε για τις ανάγκες του προσωπικού, καθώς δεν διαθέτει τις μεγάλες αίθουσες υποδοχής από λευκό μάρμαρο όπως το διπλανό του. Πριν ολοκληρωθεί ακόμα το χτίσιμο τους, τα σπίτια αγοράστηκαν από τον Αλέξανδρο Μαυρογορδάτο και τον γαμπρό του Πέτρο Ράλλη. Μέσω γαμήλιων ενώσεων της οικογένειας του τελευταίου, το κτίριο περνά στην οικογένεια Νεγρεπόντη, για να καταλήξει τελικά στην οικογένεια Πετρίτζη. Τα δύο κτίρια, παρόλη την έντονη χρωματική διαφορά τους, παρουσιάζουν παρόμοια ογκοπλασία και ακολουθούν νεοκλασικά και αναγεννησιακά πρότυπα. Το κόκκινο, η έπαυλη Μαυρογορδάτου, πρόκειται για ένα διώροφο με δίρριχτη στέγη με κεντρικό αέτωμα πάνω από την είσοδο. Το λευκό, η έπαυλη Πετρίτζη, πρόκειται για ένα υπερυψωμένο ισόγειο με τρεις δίρριχτες στέγες, μια κεντρική και δύο εκατέρωθεν κάθετες σε αυτή με διακοσμητικά αετώματα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε αυτό το κτίριο αποτελεί η τοξοειδής καμάρα πάνω από τον ημιυπαίθριο χώρο της εισόδου. Σήμερα, και οι δύο 42
επαύλεις ανήκουν στον Simon Chaye, θετό γιό του πρώην ζωγράφου Ευάγγελου Πετρίτζη.
Έπαυλη Μαυροκορδάτου
Έπαυλη Πετρίτζη 43
Έπαυλη Δρόσου c. 1850
Πρόκειται για μια διώροφη κατοικία στους πρόποδες του λόφου του Προφήτη Ηλία, στο λεγόμενο ρέμα του Πισκοπιού, κτισμένη από το ζεύγος Ζενής και Μικέ Δρόσσου, Χιώτικης καταγωγής. Η πρόσβαση στο οικόπεδο γίνεται από οδό που διάνοιξαν οι ίδιοι το 1910 στο όνομά τους. Το κτίριο είναι λιτό με κύριο αρχιτεκτονικό στοιχείο την στοά στην πρόσοψη, πάνω από την οποία διαμορφώνεται ανοιχτός εξώστης.Οι μοναδικές αλλαγές που έχουν γίνει είναι η επέκτασή του στην πίσω πλευρά για την δημιουργία αποθηκευτικών χώρων και το κλείσιμο της στοάς με τζαμαρία και η μετατροπή της σε καθιστικό, καθώς ο σημερινός ιδιοκτήτης του Στέφανος Μαραγκός που αγόρασε το εξοχικό το 1965 αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει ως μόνιμη κατοικία. 44
45
Έπαυλη Βαλμάδη 1860
Το αρχοντικό κτίστηκε από την οικογένεια Βαλμάδη και όπως αναγράφεται στη μεταλλική πλάκα της εισόδου, αποκαταστάθηκε το 1991 από την οικογένεια Πατέρα, στην οποία ανήκει μέχρι σήμερα. Η αρχική του μορφή παραμένει ακριβώς η ίδια. Πρόκειται για ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο με απόλυτα γεωμετρική όψη ως προς τον κατακόρυφο άξονα, διακοσμημένο με νεοαναγεννησιακά στοιχεία και τριγωνικά αετώματα. Ο κεντρικός του όγκος σχηματίζει λότζια1 στον όροφο, η οποία επικοινωνεί εξωτερικά με τις δυο βεράντες εκατέρωθεν. Το κτήμα σήμερα διαρθρώνεται σε πολλά επίπεδα με κήπους και καθιστικούς χώρους συνδεδεμένα με μικρές σκάλες, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα πορεία προς την έπαυλη.
1. Είναι η καλυμμένη εξωτερική στοά ή διάδρομος συνήθως σε ανώτερο επίπεδο ή μερικές φορές στο επίπεδο του εδάφους. Ο εξωτερικός της τοίχος είναι ανοιχτός υποστηριζόμενος από μια σειρά από κολώνες ή τόξα και προορίζεται ως υπαίθριο καθιστικό. 46
47
Έπαυλη Μπαρμπέτα c. 1860
Αρχικά κατασκευασμένη από την οικογένεια Δρόσου, αγοράστηκε έπειτα από την οικογένεια Παπαδάμ και τέλος πουλήθηκε στην οικογένεια Μπαρμπέτα, ενώ σήμερα είναι κατακερματισμένη σε διάφορες ιδιοκτησίες. Το κτήμα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής πλευράς του λόφου του Προφήτη Ηλία και διαρθρώνεται σε πολλά επίπεδα. Το κτίριο της έπαυλης είναι κτισμένο σε νεοκλασικό στυλ, με δύο αετώματα στη στέψη διαφορετικού χρώματος το καθένα, καθώς σήμερα είναι διαιρεμένο σε δύο τμήματα με μεσοτοιχία στο εσωτερικό, λόγω συνιδιοκτησίας. 48
49
Έπαυλη Στεργίου 1866-1868
Το εξοχικό κατασκευάστηκε από το ζεύγος Συψώμου και αγοράστηκε από τον Παναγιώτη Στεργίου, Ηπειρώτη στην καταγωγή το 1899 όταν η Ανθή Συψώμου, το γένος Θεόδωρου Κουτσοδόντη, έμεινε χήρα. Το διώροφο οίκημα είναι νεοκλασικού ρυθμού με τετράριχτη κεραμοσκεπή και βεράντα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό εδώ, αποτελούν οι πολεμίστρες στη στέψη της κύριας όψης, πιθανόν λόγω της Χιώτικης καταγωγής των αρχικών ιδιοκτητών1, πάνω στις οποίες τοποθετούνται στις γωνίες πήλινα βάζα. Το παράδοξο του κτιρίου είναι ότι χωρίζεται σε δύο διαφορετικά σπίτια, ανά επίπεδο, χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους στο εσωτερικό και με τελείως διαφορετικές εισόδους. Ο ακριβής λόγος αυτής της διαμόρφωσης δεν είναι γνωστός, η σημερινή ιδιοκτήτρια όμως, εγγονή του Παναγιώτη Στεργίου και κόρη του διάσημου Συριανού φωτογράφου του 20ου αιώνα Στέργιου Στεργίου, όταν κληρονόμησε το εξοχικό επέλεξε για λειτουργικούς λόγους να ενοποιήσει τους δύο ορόφους με εσωτερική σκάλα. 1. Οι πολεμίστρες περιμετρικά του δώματος αποτελούν το κατεξοχήν αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό των πύργων του Κάμπου της Χίου. 50
51
Έπαυλη Σέτερη 1877-1883
Κατασκευασμένη και σχεδιασμένη αρχικά από τον Εμμανουήλ Ψύχα, ο οποίος είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Παρίσι και κατείχε την θέση του δημοτικού αρχιτέκτονα την περίοδο 1843-45. Το διώροφο κτίσμα με την επιβλητική δίρριχτη στέγη που καταλήγει σε σοφίτα, αγοράστηκε το 1922 από τον Σέτερη και στα μέσα του 19ου αιώνα επεκτάθηκε παίρνοντας την τελική του μορφή. Σήμερα αποτελεί ιδιοκτησία της οικογένειας Κουλουκουντή και βρίσκεται σε κακή κατάσταση. 52
53
Έπαυλη Κρίνου ΙΙ 1884
Με αφορμή την πλήρη καταστροφή των ερειπίων του πατρικού της στη Χίο, η Αργυρή Κρίνου, χήρα τότε, αποφάσισε να κτίσει ένα δεύτερο σπίτι στο Πισκοπιό, ακριβώς κάτω από το πρώτο, βάση αυτού που χάθηκε στην γενέτειρά της. Το οικόπεδο που επιλέχθηκε βρισκόταν ανάμεσα στους λόφους του Βόλακα και του ναού του Προφήτη Ηλία. Το κενό αυτό μπαζώθηκε ώστε να υπάρξει ομαλότητα των υψομετρικών διαφορών, μετατρέποντάς το σε ένα σχεδόν επίπεδο κτήμα των 14 στρεμμάτων στη στάθμη του υπογείου του κτιρίου της έπαυλης. Η πρόσβασή σε αυτό γινόταν αρχικά από την Ανατολική γωνία του, με δρόμο σχεδιασμένο έτσι ώστε η άμαξα να εισέρχεται με ευκολία οδηγούμενη σε μαΐστρα1 σχήματος Γ, περιστοιχισμένη από κυπαρίσσια. Στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχει το στοιχείο του nature2, διαμορφωμένο από σκοίνα και λιμνούλες σε οργανικά σχήματα. Κοντά στην είσοδο, υπήρχε γυάλινο θερμοκήπιο πίσω από έναν κατάπευκο δρόμο κάθετο 1. Ο αμαξωτός και ευθύς δρόμος που οδηγεί από την είσοδο του οικοπέδου στο οίκημα, περιστοιχισμένος από δέντρα, συνήθως κυπαρίσσια. 2. Το τεχνητά κατασκευασμένο φυσικό τοπίο στην γαλλική αρχιτεκτονική. 54
στην μαΐστρα, που οδηγούσε προς τα δωμάτια του προσωπικού και από εκεί με διάδρομο με μεταλλική επιστέγαση με αμπέλια, στο οίκημα. Η αρχιτεκτονική μελέτη έγινε από τον Ιταλό Pietro Sampo, αρχιτέκτονα επίσης της Λέσχης και του Θεάτρου. Στον εξωτερικό χώρο του ισογείου υπάρχει προτομή του Αθανάσιου Κρίνου, συζύγου, καθώς και άλλα γλυπτά, σιντριβάνια, πισίνα και υπαίθριο σινεμά. Περιμετρικά στη στέψη του κτιρίου υπήρχαν πολεμίστρες, στην θέση των οποίων ο αρχιτέκτονας Ερνέστο Τσίλλερ τοποθέτησε κεραμοσκεπή με τριγωνικές αετωματικές διαμορφώσεις και δαντελωτό ξύλινο διάκοσμο, όταν το σπίτι πέρασε στον γιό της οικογένειας, ο οποίος επέλεξε να κάνει κάποιες λειτουργικές αλλαγές. Μέσα σε αυτές, ήταν η δημιουργία νέας εισόδου από τον πάνω δρόμο, που οδηγεί κατευθείαν στην βεράντα του ορόφου μέσω portiko3, η οποία διατρέχει όλο το κτίριο. 3. Ο χώρος υποδοχής της εξώθυρας
55
Ως αποτέλεσμα, η κεντρική σκάλα αφαιρέθηκε και φτιάχτηκε νέα, μικρότερη στο πλάι. Η νέα είσοδος διακοσμήθηκε με κολώνες στην όψη του δρόμου, των οποίων τα επίκρανα υπάρχουν όμοια μόνο στο δημαρχείο της Ερμούπολης, και νέες πολεμίστρες τοποθετήθηκαν περιμετρικά της και της πίσω όψης του κτιρίου. Το όλο οίκημα είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα εξοχικών εμπνευσμένα από την πατρίδα των ιδιοκτητών του, στο οποίο μένουν μέχρι σήμερα απόγονοι της οικογένειας Κρίνου.
56
57
Έπαυλη Σβίλιαριτς 1897
Κατασκευάστηκε από τον Συριανό καθολικό πρόξενο της Αυστρίας, Σβίλιαριτς και αποτελεί ένα επιβλητικό κτίριο πάνω στον κεντρικό δρόμο του Πισκοπιού. Φανερά επηρεασμένο από τα Δυτικά πρότυπα, περιστοιχίζεται από στοά που δημιουργεί βεράντα στον όροφο, η οποία φέρει ξύλινο στέγαστρο με οξυκόρυφα τόξα και περίτεχνα διακοσμητικά στοιχεία. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείου της, είναι η μνημειακή είσοδος, στην οποία καταλήγει το κεντρικό κλιμακοστάσιο. Το κτίριο σήμερα βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης καθώς η σημερινή ιδιοκτήτριά του, Σοφία Ματαντού δεν έχει προχωρήσει στην αποκατάστασή του. 58
59
ΧΡΟΎΣΣΑ Απέχοντας 8,5χλμ. από την Ερμούπολη, ο οικισμός βρίσκεται στη νότια πλευρά του νησιού, οργανωμένος αμφιθεατρικά σε μια πλαγιά, και χαρακτηρίζεται για την έντονη βλάστησή του, καθώς η πλειοψηφία των επαύλεων χάνεται μέσα στους πευκώνες. Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ο καθολικός ναός της Παναγίας της Φανερωμένης, χτισμένος το 1890, ενώ δίπλα του υπάρχει το παλιό ξωκλήσι που χρονολογείται από το 17ο αιώνα. Σε κεντρικό σημείο του οικισμού, υπάρχουν δύο ορθόδοξοι ναοί, ο ιερός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα και ο ιερός ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου, χτισμένοι το 1854, η δεύτερη από τους κατοίκους της πόλης που είχαν καταφύγει εκείνη την εποχή στα Χρούσσα προκειμένου να αποφύγουν την επιδημία χολέρας. Η ονομασία του οικισμού φαίνεται να δόθηκε λόγω της πηγής που κάποτε υπήρχε και είχε ονομαστεί από τους κατοίκους Χρυσή Πηγή, καθώς κατά την παράδοση, το νερό που ανέβλυζε είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Με την κατοίκιση της εξοχής από την αριστοκρατική τάξη του 19ου αιώνα, ο τόπος συνδέθηκε οριστικά με τον όρο Χρυσό, με την έννοια του πλούτου.
60
Χρούσσα, 1930 61
62
Ναοί Επαύλεις έρευνας Δευτερεύουσες επαύλεις
63
Έπαυλη Καλαμάρη 1851
Είναι η παλαιότερη εξοχική νεοκλασική κατοικία της Σύρου, κατασκευασμένη από τον επιχειρηματία Σταμάτιο Ι. Πρώιο. Μετά από τον θάνατό του, δωρίστηκε από την γυναίκα του στον ανιψιό της Ιωάννη Καλαμάρη, πατέρα του πρωτοπόρου ποιητή και θεωρητικού του υπερρεαλισμού Νικόλαου Καλαμάρη ή γνωστότερου ως Κάλας. Το οίκημα χαρακτηρίστηκε το 2008 από το Κεντρικό Συμβούλιο Μνημείων, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης από το Υπουργείο Πολιτισμού. Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο με τετράριχτη στέγη και προστώο στην είσοδο πάνω από το οποίο διαμορφώνεται ο εξώστης του ορόφου. 64
Έπαυλη Τσουρού 1857
Κατασκευάστηκε από τον Θεόδωρο Ροδοκανάκη με επιστασία του τέκτονα Φραγκίσκου Λεοντή. Τη δεκαετία του 1880 αγοράζεται από το ζεύγος Όλγας Βαφειαδάκη και Αθανάσιου Λαδόπουλου και τη δεκαετία του 1960 από την οικογένεια Τσουρού, στον γιό της οποίας, Άγι Τσουρό, ανήκει μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για ένα διώροφο κτίσμα με νεοκλασικά στοιχεία και δίρριχτη στέγη με αέτωμα, του οποίου το ισόγειο από εμφανή λιθοδομή περιβάλλεται από στοά με καμάρες. 65
Έπαυλη Βαφειαδάκη c. 1860
Είναι πιθανόν η μεγαλύτερη εξοχική κατοικία της Σύρου, κατασκευασμένη από τον Δημήτριο Βαφειαδάκη, ο οποίος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους δημάρχους Ερμούπολης καθώς κατά την διάρκεια της θητείας του (1870-1887) συνέβαλε δυναμικά στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής εικόνας της πόλης. Το κτίριο αποτελεί ένα τριώροφο νεοκλασικό με τετράριχτη στέγη, του οποίου ο δεύτερος όροφος βρίσκεται σε υποχώρηση, δημιουργώντας βεράντα στην πρόσοψη. Στο κτήμα που διαμορφώνεται σε στάθμες, διατηρείται ακόμα μια από της πιο επιβλητικές στέρνες με χώρους ανάπαυσης, ενώ δίπλα της έχει απομείνει το βάθρο του καθήμενου ανδριάντα του, ο οποίος κοσμεί σήμερα το δημαρχείο της Σύρου. Το οίκημα στη συνέχεια πέρασε στον νεότερο γιο του, Σταμάτιο, ενώ σήμερα βρίσκεται στην κυριότητα του Βαφειαδάκειου Ιδρύματος παραμένοντας εγκαταλελειμμένο και σε κακή κατάσταση. Ανδριάντας Δημ. Βαφειαδάκη 66
67
Έπαυλη Κουτσοδόντη 1917
Κατασκευάστηκε από τον Ψαριανό εφοπλιστή Αλέξανδρο Κουτσοδόντη ως γαμήλιο δώρο στη γυναίκα του Ελένη Λαδοπούλου. Στο οικόπεδο που αγοράστηκε το 1916 προϋπήρχε ένα μικρό σπίτι το οποίο επισκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε από το ζεύγος όταν το κύριο σπίτι πέρασε στην οικογένεια των παιδιών τους. Πρόκειται για ένα τριώροφο κτίριο ορθογωνικής κάτοψης, του οποίου ο όροφος βρίσκεται σε υποχώρηση, δημιουργώντας βεράντα στην μπροστινή όψη. Ιδιαίτερος είναι επίσης ο διάκοσμος των γείσων και των πλαισίων των ανοιγμάτων του ορόφου με ροζέτες και ακροκέραμα. Στον κατάφυτο περιβάλλοντα χώρου του ξεχωρίζει η κυκλική κλειστή στέρνα που δημιουργεί υπαίθριο κιόσκι. Το οίκημα πουλήθηκε πρόσφατα από την απόγονο της οικογένειας Κουτσοδόντη, Χριστίνα Λιγοψυχάκη, στον Αντώνη Μάνθο, ο οποίος το αποκατέστησε διατηρώντας την αρχική του μορφή. 68
69
ΠΑΡΑΚΟΠΉ Αναλυτικά σημαίνει «Παρά την κοπήν». Ο οικισμός πιθανότερα πήρε το όνομά του λόγω του κεντρικού δρόμου που τον διασχίζει, καθώς κατασκευάστηκε για να ενώσει την Ερμούπολη με την Ντελλαγκράτσια και παράλληλα εξυπηρετεί στην επικοινωνία με διάφορους άλλους οικισμούς μέσω παράδρομων. Βρίσκεται κεντρικά του Νότιου τμήματος του νησιού με απόσταση 6,5 χλμ. από την πόλη και διαμορφώνεται εκατέρωθεν του δρόμου, στις πλαγιές των λόφων. Αν και είναι ο μικρότερος σε έκταση οικισμός, διέθετε καφενείο μετά το 1920 και Ιταλική λέσχη στη διάρκεια του πολέμου. Το κτίριο της κατασκευάστηκε αρχικά από τον Ζακ Μαυροκορδάτο ως κυνηγετικό περίπτερο και πρόκειται για ένα ιδιαίτερο κτίσμα από εμφανή λιθοδομή, οξυκόρυφα τόξα στα ανοίγματα και αετωματικές τριγωνικές απολήξεις στις όψεις. Μέσα στον οικισμό, δεσπόζει ακόμα ο βυζαντινού ρυθμού σταυροειδής με τρούλο ναός του Τιμίου Σταυρού που κατασκευάστηκε το 1854.
70
71
72
Ναοί Επαύλεις έρευνας Δευτερεύουσες επαύλεις Λέσχη Καφενείο
73
Καφενείο Παρακοπής. 74
Λέσχη Παρακοπής. 75
Έπαυλη Κοή c. 1900
Κατασκευάστηκε από τον Ψαριανό Δημήτρη Αράπη, ο οποίος υπήρξε ιδρυτής του πρώτου ταρσανά στη Σύρο το 1907. Η κόρη του, στην οποία παραδόθηκε έπειτα το οίκημα, παντρεύτηκε γένους Κοή. Πρόκειται για μια διώροφη αγροικία με ήπια νεοκλασικά στοιχεία και βεράντα στην κύρια όψη. Το 1950 έγινε η διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου σε επίπεδα με κήπους και χώρους ανάπαυσης από τον θείο του σημερινού ιδιοκτήτη του οικήματος, Σταύρο Κοή, στον οποίο οφείλεται και η αποκατάστασή του κτιρίου πριν περίπου δέκα χρόνια. 76
77
Έπαυλη Ζησιμάτου Ι c. 1900
Κατασκευάστηκε από τον χρηματομεσίτη Δεληγιάννη και πέρασε από την ιδιοκτησία διάφορων οικογενειών για να αγοραστεί τελικά το 1960 από τον πατέρα του σημερινού ιδιοκτήτη, Λεωνίδα Ζησιμάτου. Το οίκημα διατηρείται άψογα στην αρχική του μορφή καθώς για την αποκατάσταση της μοναδικής στη Σύρο ανάγλυφης επιφάνειάς των όψεων του, δημιουργήθηκε ειδικό σκυρόδεμα. Αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν τα στενόμακρα ανοίγματα εκατέρωθεν της εισόδου για τον αναγκαίο φωτισμό και αερισμό του χώρου υποδοχής, και ο ήπιος νεοκλασικός του διάκοσμος. Περιμετρικά του κτιρίου υπάρχει βεράντα με θέα το κτήμα, το οποίο όταν αγοράστηκε ανερχόταν στα 5,5 στρέμματα, ενώ με προσθήκες του σημερινού ιδιοκτήτη έχει φτάσει τα 30. Μοναδική προσθήκη στον περιβάλλοντα χώρο του αποτελεί ένας ξενώνας στην θέση του άλλοτε κοτετσιού και ασβεστόλακου. 78
79
Έπαυλη Βελισσαρόπουλου 1908
Κατασκευασμένη από τον μεγαλοβιομήχανο κλωστοϋφαντουργό Γεώργιο Βελισσαρόπουλο. Το διώροφο αγοράστηκε το 1996 μέσω μεσιτικού γραφείου από τον Λευτέρη Αντωνακόπουλο και την σύζυγό του και αποκαταστάθηκε πλήρως στην αρχική του μορφή καθώς είχε χρόνια να κατοικηθεί και βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Μοναδική διαφοροποίηση, η αντικατάσταση του ξύλινου όγκου στην δεξιά όψη του ορόφου από οπλισμένο σκυρόδεμα, λόγω της φθοράς του αρχικού υλικού. Εξωτερικά του κτιρίου υπάρχει στοά η οποία διαμορφώνεται στον όροφο σε βεράντα σχήματος Γ, ενώ στο κτήμα παραμένουν ακόμα οι πυλώνες του φιλέ του μοναδικού ίσως στη Σύρο, γηπέδου badminton (φωτ. πάνω δεξιά). 80
81
82
83
Έπαυλη Ζησιμάτου ΙΙ c. 1910
Πρόκειται για μια διώροφη κατοικία με νεοκλασικά στοιχεία, αρχικά κατασκευασμένη από τον τραπεζίτη Δουκάκη, η οποία αγοράστηκε σε πλειστηριασμό το 1930 από τον Γεώργιο Ζησιμάτο, παππού του σημερινού ιδιοκτήτη. Ο τελευταίος, έκλεισε τον άλλοτε εξωτερικό χώρο υποδοχής της εισόδου που βρισκόταν σε εσοχή με τζαμαρία, πάνω από την οποία τοποθέτησε ξύλινο τριγωνικό στέγαστρο με δαντελωτό ξυλόγλυπτο διάκοσμο. 84
Έπαυλη Δούνια 1910
Κατασκευάστηκε από τον Πελοποννήσιο κλωστοϋφαντουργό Παναγιώτη Κουλούρη, ιδρυτικό μέλος του κλωστοϋφαντουργείου ΑΚΕΣ στην Ερμούπολη. Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο τετραγωνικής κάτοψης με προεξέχον το κεντρικό τμήμα της κύριας όψης, όπου στον όροφο δημιουργείται εξώστης με ξύλινο στέγαστρο που καταλήγει σε τριγωνικό αέτωμα. Το στέγαστρο φέρει περίτεχνο ξυλόγλυπτο διάκοσμο, ο οποίος περιτρέχει όλο το κτίριο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, αποτελεί η διαφορετική επεξεργασία των όψεων στους δύο ορόφους, καθώς στον όροφο υπάρχει επένδυση με τούβλα. Ακόμα, υπάρχει έντονη χρωματική διαφοροποίηση μεταξύ των όψεων και των περιγραμμάτων των ανοιγμάτων και των διαχωριστικών ταινιών που τις οργανώνουν κατά την κατακόρυφη και την οριζόντια διάσταση. Το κτήμα των 10 στρεμμάτων στο οποίο βρίσκεται, διαμορφώνεται σε πολλά επίπεδα με καθιστικούς χώρους, πηγάδια και στέρνες. Σήμερα, το οίκημα ανήκει στην σύζυγο του αποθανόντα εγγονού της οικογένειας, Λέοντα Δούνια. 85
Αριστερά και δεξιά: Επαύλεις απογόνων οικ. Βελισσαρόπουλου που δεν μελετήθηκαν. 86
87
ΝΤΕΛΛΑΓΚΡΆΤΣΙΑ Η ονομασία του οικισμού οφείλεται στον καθολικό ναό της Μαντόνα ντε λα Γκράτσια, σήμερα όμως είναι γνωστότερος ως Ποσειδωνία, όνομα που επικράτησε λόγω τον αρχαίων που υπήρχαν, αφιερωμένα στον θεό Ποσειδώνα. Είναι ο πιο μακρινός οικισμός σε σχέση με την Ερμούπολη, μόλις 10χλμ. μακριά και ο μοναδικός παραθαλάσσιος με τις παραλίες Φετουρή, Αγκαθωπές και Κόμητο να τον πλαισιώνουν στα Νοτιοανατολικά, καθώς με την πάροδο του χρόνου, η προτίμηση των αστών απομακρύνεται από τους μεσογειακούς πευκώνες και στρέφεται προς τις απολαύσεις που προσφέρει η θάλασσα. Η μορφολογία του τοπίου του οικισμού διαμορφώνεται από πολύ μικρές υψομετρικές διαφορές δίνοντας την αίσθηση μιας σχετικής οριζοντιότητας. Μέσα στον οικισμό, σε κεντρικό σημείο, δεσπόζουν επίσης τα κτίρια της Λέσχης με το γήπεδο του τένις, η οποία ολοκληρώθηκε το 1913 και λειτουργεί ακόμα ως εντευκτήριο για τους κατοίκους, και ο ορθόδοξος σταυροειδής με τρούλο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, χτισμένος το 1876.
88
89
Ναοί Επαύλεις έρευνας Δευτερεύουσες επαύλεις Λέσχη
90
91
Έπαυλη Διακάκη 1852
Κατασκευάστηκε αρχικά από τον Χιώτη Νικόλαο Πρασακάκη, ιδρυτή της πρώτης ασφαλιστικής εταιρίας στην Ερμούπολη και δήμαρχο από το 1837 μέχρι το 1850, περίοδο κατά την οποία διαμορφώνεται η χάραξη του σχεδίου πόλης. Το οίκημα βρίσκεται στην πίσω πλευρά της παραλίας του Κόμητου, μακριά από τις άλλες επαύλεις. Το κτήμα του καταλαμβάνει όλη την έκταση κατά μήκος της ακτής περιμετρικά των παρυφών των λόφων που το περιβάλλουν. Απαρτίζεται από διάφορους κτιριακούς όγκους με κύρια χαρακτηριστικά, τον διώροφο κεντρικό όγκο πολυγωνικής κάτοψης, το ημιυπαίθριο καθιστικό-λότζια με τα οξυκόρυφα τόξα και τη δεξαμενή νερού. Το κτήμα έπειτα πουλήθηκε στον Κασιώτη Μηνά Διακάκη, ο οποίος προσέθεσε χώρους διαμονής εκτός του βασικού κτιρίου και διαμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο με εξωτικά φυτά και ζώα. Σήμερα το κτίριο είναι εγκαταλελειμμένο και η ιδιοκτησία του είναι διαιρεμένη σε πολλούς κληρονόμους. 92
93
Έπαυλη Μάγκου c. 1860
Αποτελεί ένα από τα πρώτα εξοχικά που χτίστηκαν στην Ντελλαγκράτσια, κατασκευασμένο από τον Χιώτη Γεώργιο Γαλάτη, η κόρη του οποίου παντρεύτηκε τον Χιώτη μεγαλέμπορα Ανδρέα Μάγκο. Έπειτα το κτίριο λειτούργησε για κάποια περίοδο ως ξενοδοχείο ενώ αργότερα αγοράστηκε από τον Κρητικό Ιωάννη Ταλάκη. Το διώροφο κτίσμα με την βεράντα στην πρόσοψη σήμερα ανήκει στο ζεύγος Δημήτρη Βαμβακόπουλου και Ευαγγελινής Γλινού, μακρινής συγγενούς της οικογένειας Μάγκου, οι οποίοι το αποκατέστησαν με επιμέλεια αναδεικνύοντας τα νεοκλασικά χαρακτηριστικά του. 94
95
Έπαυλη Φουστάνου c. 1860
Το κτήμα αγοράστηκε πριν την ανάπτυξη του οικισμού, πιθανόν την δεκαετία του 1830, από τον Παντελή Φουστάνο ο οποίος έφτασε από την Πελοπόννησο φτωχός στην Σύρο και κατάφερε μέσα σε μια εικοσαετία να γίνει μεγάλος βιομήχανος, κλωστοϋφαντουργός-νηματουργός. Μέσα στο κτήμα προϋπήρχε μια μονώροφη αγροικία, από τα πρώτα κτίσματα του οικισμού, την οποία επισκεύασε και επέκτεινε. Το αποτέλεσμα αυτής της μετατροπής ήταν μια γοητευτική διώροφη κατοικία με δίρριχτη στέγη και εξώστη με νεοκλασικό διάκοσμο και ξύλινο στέγαστρο στο κεντρικό τμήμα της με τριγωνικό αέτωμα. Σήμερα εξακολουθεί να ανήκει σε απόγονους της οικογένειας διατηρώντας την μορφή του. 96
Έπαυλη Αλεξοπούλου c. 1860
Το ερειπωμένο σήμερα εξοχικό οίκημα κατασκευάστηκε από τον Χιώτη Μιχαήλ Βεζέρη και κατοικήθηκε από την κόρη του, η οποία παντρεύτηκε τον Τήνιο δικηγόρο Ιωάννη Αλεξόπουλου. Το διώροφο νεοκλασικό κτίριο με την δίρριχτη στέγη είναι λιτό στην μορφή του, με κύριο χαρακτηριστικό το προστώο της εισόδου που διαμορφώνει τον εξώστη του ορόφου. Στο κτήμα του, σώζεται σύμπλεγμα με μαρμάρινο βαθύ πηγάδι και στέρνα. 97
Έπαυλη Περσάκη c. 1860
Σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε και από τον Συριανό αρχιτέκτονα Ιωάννη Βλυσίδη, ο οποίος σπούδασε στην Αθήνα και την Ιταλία και υπηρέτησε ως δημοτικός αρχιτέκτονας Ερμούπολης. Σχεδίασε επίσης τα λιμάνια της Τήνου, της Στυλίδας και της Κέρκυρας και συμμετείχε στον σχεδιασμό του λιμανιού της Σύρου. Το εξοχικό οίκημα που βρίσκεται πάνω στη θάλασσα είναι από τα πρώτα που χτίστηκαν στην Ντελλαγκράτσια. Πρόκειται για ένα λιτό κτίριο, το οποίο εντάσσεται αρμονικά στο τοπίο. Χαρακτηριστικές είναι η αντηρίδες του που συγκρατούν τον περίβολο και το επικλινές έδαφος, μπροστά από τις οποίες περνά πλέον ο δρόμος για την παραλία των Αγκαθωπών. Το 2002 χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο ιστορικό μνημείο. Σήμερα διαμένει σε αυτό η εγγονή της οικογένειας, Εύα Περσάκη, γνωστή ζωγράφος και αγιογράφος. 98
Έπαυλη Ζερλέντη 1869
Το μακρόστενο διώροφο κτίσμα λιτό σε διάκοσμο και μορφή, κατασκευάστηκε από τον Χιώτη έμπορο Ζωρζή Ζερλέντη, του οποίου η σύζυγος, Αργυρώ Μαξίμου, άνηκε σε μία από τις πλουσιότερες και επιφανέστερες οικογένειες της Χίου. Το εξοχικό πέρασε αργότερα στον γιό τους Περικλή, έναν από τους σημαντικότερους ιστοριοδίφες του τέλους του 19ου αιώνα. Από τον αυστηρό όγκο του κτιρίου ξεχωρίζουν τα δύο προστώα των εισόδων που διαμορφώνουν τους εξώστες του ορόφου και η αετωματική απόληξη της δίρριχτης στέγης του κεντρικού τμήματος. Το κτίσμα παρουσιάζεται ιδιαίτερα επιβλητικό λόγω της θέσης του στο άλλοτε ρέμα του οικισμού, ενώ το κτήμα του λέγεται ότι υπήρξε ένα από τα ομορφότερα της εποχής, φυτεμένο με τριανταφυλλιές, αχλαδιές, γιασεμί, κ.α. Αγοράστηκε αργότερα από την Κασίωτισσα επιχειρηματία Σταματούλα Περτέση και τον άνδρα της Δημήτρη, των οποίων η εγγονή, Φλώρα Τελώνη, μένει εκεί μέχρι σήμερα. 99
Έπαυλη Νεγρεπόντε 1875
Κατασκευάστηκε από τον χιώτικης καταγωγής έμπορο Αντώνιο Νεγρεπόντε, του οποίου η κόρη Μίνα παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Μπούκουρα. Στη συνέχεια πέρασε στην ιδιοκτησία του γιού τους Θεόδωρου, από τον οποίο το αγόρασε την δεκαετία του 1950 ο Αντώνιος Βαλμάς και το παραχώρησε στο γιο του Χριστόφορο. Το διώροφο οίκημα χαρακτηρίζεται από λιτότητα, με κύρια χαρακτηριστικά, εκείνα της κλιμάκωσης των όγκων στον όροφο, των στενόμακρων ανοιγμάτων του κεντρικού τμήματος και των κεραμοσκεπών που καλύπτουν τους επί μέρους όγκους, την περίμετρο των οποίων διατρέχει ξύλινη διακοσμητική κορνίζα. 100
Έπαυλη Ευθυμιάδη 1880
Αποτελείται από δύο ξεχωριστές κατοικίες, των Κωνσταντίνου Λαδόπουλου και του Τόπακα, οι οποίες αγοράστηκαν από τον Κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής Κωνσταντίνο Ευθυμιάδη, κάτοχο του μεγαλύτερου παγκοσμίως οχηματαγωγού της εποχής. Τα δύο κτίρια στην συνέχεια ενοποιήθηκαν δίνοντας την σημερινή μορφή του οικήματος. Πρόκειται για ένα κτίσμα κατασκευασμένο πάνω σε βράχο στην ακτή της θάλασσας, με εμφανή λιθοδομή και μεσαιωνικής έμπνευση καμπύλα υπέρθυρα ανοίγματα. Σήμερα ανήκει στις δύο του κόρες. 101
Έπαυλη Καρβώνη 1880 - 1885
Κατασκευάστηκε από τον έναν από τους δύο γιούς του Γενοβέζου Piedro Carbone (Καρβώνη), ο οποίος το 1835 επέλεξε να εγκατασταθεί ως πολιτικός πρόσφυγας στο λιμάνι της Ερμούπολης μετά από συνεννόηση με τον επίσης Γενοβέζο Bottaro που ζούσε ήδη στην Σύρο. Το 1915 το οίκημα αγοράστηκε από τον Χιώτη Αλέξανδρο Κοντιζά και σήμερα ανήκει στα εγγόνια και τους κληρονόμους του. Πρόκειται για ένα διώροφο επίμηκες κτίσμα με λιτό διάκοσμο, στοά κατά μήκος της κύριας όψης και παράλληλη διαμόρφωση εξώστη στον όροφο με θέα την παραλία του Φετουρή. 102
Έπαυλη Πετροκόκκινου Ι 1887
Κατασκευάστηκε από τον Ιωάννη Πετροκόκκινο, γόνο της σπουδαιότερης οικογένειας της Χίου, σύμφωνα με τους ιστορικούς και περιηγητές του 17ου και 18ου αιώνα, ο οποίος διετέλεσε δήμαρχος Ερμούπολης από το 1911 μέχρι το 1921 και υπήρξε μεγάλος ευεργέτης. Το διώροφο κτίσμα με τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα στο διάζωμα και την οριενταλιστικής έμπνευσης διαμόρφωση της εισόδου, έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο ιστορικό μνημείο και έργο τέχνης. Το 1918 αγοράστηκε από τον μεγαλέμπορο κυπριακής καταγωγής Κωνσταντίνο Χαραλαμπίδη και τη σύζυγό του Φεβρωνία Πετρίτζη, των οποίων η εγγονή Διονυσία Σταμάτη Ανδριτσάνου μένει εκεί σήμερα. Παλιά τοπική φήμη, αναφέρει ότι ο λόγος που ο Πετροκόκκινος το πούλησε ήταν ο θόρυβος από τα κάρα και η σκόνη που σήκωναν, καθώς ο δρόμος που διανοίχτηκε ώστε να ενώσει τον οικισμό με την πόλη περνούσε ακριβώς μπροστά του. 103
Έπαυλη Γιαννίκογλου 1890
Κατασκευάστηκε από τον Αλκιβιάδη Γιαννίκογλου, του οποίου η οικογένεια, ασχολούμενη με το εμπόριο, απέκτησε μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Ερμούπολη. Η αδελφή του Μαρία ίδρυσε το 1915 το Λύκειο Ελληνίδων Σύρου, το πρώτο παράρτημα στην Ελλάδα μετά την ίδρυση του κεντρικού στην Αθήνα το 1911 και διετέλεσε η πρώτη του πρόεδρος. Το εξοχικό, αφού πέρασε στην ιδιοκτησία Φουρνιστάκη, αγοράστηκε περίπου έναν αιώνα μετά την ανοικοδόμησή του από τους σημερινούς ιδιοκτήτες, την οικογένεια Ιωάννου Κυριακίδη, και αποκαταστάθηκε παίρνοντας την σημερινή του μορφή. Πρόκειται για ένα τριώροφο κτίσμα με δίρριχτη στέγη και ρεζιοναλιστικής έμπνευσης διαμόρφωση της απόληξής της, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη νεοκλασική οργάνωση της όψης (μπαλουστράδες, κόγχες αγαλμάτων). 104
Έπαυλη Πετροκόκκινου ΙΙ 1892
Κτίστηκε επίσης από τον Ιωάννη Πετροκόκκινο λίγα μέτρα πιο κάτω από την προηγούμενη, με παρόμοια μορφοπλαστικά στοιχεία. Το 1913 αγοράστηκε από τον Πελοποννήσιο βιομήχανο Γεώργιο Μουτζουρόπουλο, στους απόγονους του οποίου ανήκει μέχρι σήμερα. 105
Έπαυλη Πετροκόκκινου ΙΙΙ c. 1890
Κατασκευάστηκε από τον Ζαννή Πετροκόκκινο, πατέρα του Ιωάννη, και παραχωρήθηκε στην κόρη του Βιργινία όταν παντρεύτηκε τον Σταμάτιο Κρίνο. Το 1948 αγοράστηκε από τον Αντώνιο Βαλμά προκειμένου να δοθεί επίσης στην κόρη του Καλλιρόη, η οποία με τον σύζυγό της Μιχαήλ Γ. Φουστάνο το επέκτειναν για τις ανάγκες της οικογένειας. Το οίκημα σήμερα ανήκει στην κόρη του ζεύγους, Δέσποινα Μ. Φουστάνου και τόσο το κτίριο όσο και ο περιβάλλοντας χώρος είναι πλήρως αποκατεστημένοι. Νεοκλασικό με στοιχεία τοπικής αρχιτεκτονικής (ρεζιοναλισμός), το κτίριο αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο αγροικίας. Στην πίσω πλευρά υπήρχε γήπεδο τένις, το οποίο αντικαταστάθηκε από γήπεδο ποδοσφαίρου. 106
Έπαυλη Αράγκη c. 1890
Κατασκευασμένη από τον Θεμιστοκλή Αράγκη, του οποίου ο πατέρας με καταγωγή από την Χίο, είχε έρθει στη Σύρο από την Αίγυπτο, και την γυναίκα του Ζηνοβία Κ. Τσιροπινά. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γαβριήλ και τον Κωνσταντίνο, τον οποίο έχασαν πολύ νέο. Το οίκημα που κληρονομήθηκε στον πρώτο τους γιο, πέρασε μέσω προσωπικών σχέσεων στην Αγγελική Τρυποσκιάδη, καθώς εκείνος δεν έκανε δική του οικογένεια, και έπειτα στα παιδιά της στα οποία ανήκει μέχρι σήμερα. Στην πρόσοψη του διώροφου με τα νεοκλασικά στοιχεία κυριαρχεί ένας ελαφρώς εκτός κλίμακας στεγασμένος εξώστης με περίτεχνες ξυλόγλυπτες λεπτομέρειες. 107
Έπαυλη Ηπιώτη c. 1890
Τη σημερινή του μορφή στο κτίριο έδωσε ο χιώτικης καταγωγής Κωνσταντίνος Τσιροπινάς ο οποίος εργάστηκε στο βυρσοδεψείο του Σαλούστρου, ένα από τα μεγαλύτερα του είδους για την εποχή του στην Ανατολική Μεσόγειο και παντρεύτηκε την μοναχοκόρη του, Καλλιόπη. Διετέλεσε επίσης δήμαρχος Ερμούπολης την περίοδο 1887-1895. Το κτήμα, στο οποίο προϋπήρχε το κτίριο, πέρασε στην κυριότητα του το 1893. Επρόκειτο για ένα τετράγωνο νεοκλασικό κτίσμα με λιτό διάκοσμο, στο οποίο προστέθηκε μια σκεπαστή βεράντα με τεράστια παράθυρα και ξύλινες διακοσμητικές λεπτομέρειες, στην οποία οδηγεί διπλό κλιμακοστάσιο. Ο νέος αυτός χώρος προσέφερε πανοραμική θέα στο κτήμα και στο χωριό. Στον όροφο η προσθήκη αυτή διαμορφώνει έναν εκτεταμένο εξώστη στο κεντρικό τμήμα, ο οποίος έφερε περίτεχνο μεταλλικό στέγαστρο. Το οίκημα έπειτα πέρασε στην κόρη του Μαρία, της οποίας ο σύζυγος Εμμανουήλ Λαδόπουλος μαζί με τα δύο αδέρφια του ίδρυσαν το κλωστοϋφαντουργείο «Αδελφοί Λαδόπουλοι», ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα του είδους του. Σήμερα ανήκει στον εγγονό τους, Νικόλαο Ηπιώτη. 108
Έπαυλη Ψιακή c. 1890
Το 1885 ο αλευροβιομήχανος Γεώργιος Ε. Βέλτσος συνέταξε διαθήκη η οποία εκτελέστηκε το 1888, βάσει της οποίας το κτήμα κληροδοτήθηκε στα πέντε παιδιά του. Σε αυτή αναφέρεται ότι εντός του κτήματος, όμοιας έκτασης με το σημερινό, υπήρχαν τέσσερα πηγάδια, δέντρα και ένα σπίτι για τον κηπουρό, αλλά όχι ακόμη το κτίριο της έπαυλης.
Το 1962 αγοράστηκε από την Καθολική Επισκοπή Σύρου, η οποία για την κάλυψη των αναγκών της, προσέθεσε νέα πτέρυγα στην πίσω όψη. Σήμερα ο χώρος λειτουργεί ως Ποιμαντικό Κέντρο και φιλοξενεί κατασκηνώσεις, σεμινάρια, συνέδρια και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το 1892 ο τραπεζίτης Ιωάννης Χρ. Πεστεμαλζόγλου, παντρεμένος με την χήρα Ειρήνη Ευστρατίου Νεγρεπόντε, αγοράζει το κτήμα από τους αδελφούς Βέλτσου και πιθανόν κατασκευάζει το σημερινό κτίριο. Το 1940 το οίκημα περνά στην Βιργινία Γεωργίου Ψιακή, κόρη του Γεώργιο Γεωργ. Ψιακή ο οποίος ήταν γιος της Ειρήνης Νεγρεπόντε από τον προηγούμενο γάμο της με τον Γεώργιο Ι. Ψιακή. Πρόκειται για ένα τριώροφο νεοκλασικό κτίριο με μεγάλη βεράντα στον κυρίως όροφο, στον οποίο οδηγεί διπλό, καμπύλης χάραξης, κλιμακοστάσιο ασύμβατης μορφής, το οποίο προφανώς αντικατέστησε το αυθεντικό. Το κατάφυτο κτήμα λειτούργησε την περίοδο 1947-1950 ως Παιδούπολη.
109
Έπαυλη Βαλμά 1902 - 1904
Ο Κόκκινος Πύργος, όπως είναι ευρύτερα γνωστός, χτίστηκε από τον Αγ. Καράκαλο και αγοράστηκε το 1917 από τον Άνδριο Αντώνιο Ν. Βαλμά. Το ογκώδες κτίριο είναι κατασκευασμένο από πέτρα που ήρθε από τη Μήλο. Στον παρελθόν, την οροφή του πύργου κοσμούσε ένα κωνικό μεταλλικό στέγαστρο το οποίο αφαιρέθηκε λόγω του θορύβου που προκαλούσε στους δυνατούς ανέμους. Το διώροφο οίκημα με κάτοψη σχήματος Γ, αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της ιταλικής Villa με την εμφανή λιθοδομή, την ασύμμετρη σύνθεση των όγκων και βέβαια τον πύργο με τις πολεμίστρες και το belvedere. Το κατάφυτο με δέντρα κτήμα έφτανε κάποτε τα 14.500 τ.μ. Σήμερα εξακολουθεί να ανήκει στους απογόνους της οικογένειας. 110
Έπαυλη Κουλούρη c. 1900
Κατασκευάστηκε από τον Τριπολιτσιώτη Παντελή Κουλούρη, ο οποίος το 1910 μαζί με τους Ι. Δαπόντε και Α. Δαρόπουλο, είχε ιδρύσει τυποβαφείο. Ήταν επίσης κεφαλαιούχος και διατέλεσε γενικός διευθυντής του κλωστοϋφαντουργείου ΑΚΕΣ με την ίδρυσή του το 1926. Το οίκημα πέρασε στην ιδιοκτησία του γιού του Αντώνη και τα τελευταία χρόνια αγοράστηκε και αποκαταστάθηκε από την εφοπλιστική οικογένεια Παπαλιού. Πρόκειται για ένα κτίριο τετραγωνικής κάτοψης με περιμετρική στοά και νεοκλασικό διάκοσμο, χτισμένο στο λόφο πάνω από τον κόλπο του Φετουρή, με θέα τόσο προς το πέλαγος όσο και το χωριό. 111
Έπαυλη Γεωργιάδη 1905
Ο Πύργος, όπως αναφέρεται πιο συχνά από τους ντόπιους, κατασκευάστηκε από τον Χιώτη έμπορο Νικηφόρο Γεωργιάδη υπό την επίβλεψη του μηχανικού Δημήτριου Ελευθεριάδη. Το επιβλητικό κτίριο από μαλτεζόπετρα εκτείνεται σε τρία επίπεδα με την κάθε όψη του να είναι μορφολογικά διακριτή και πλούσια διακοσμημένη. Τη δεκαετία του 1950 λειτούργησε ως Ορφανοτροφείο Θηλέων και το 1963 πουλήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Ν. Γεωργιάδη και αγοράστηκε από την οικογένεια του βιομήχανου Δημήτρη Π. Κουλούρη, η οποία το αποκατέστησε καθώς είχε υποστεί μεγάλες φθορές. Σήμερα ανήκει στις κόρες της οικογένειας. 112
113
Έπαυλη Τσιροπινά 1916
Κατασκευάστηκε για να στεγάσει το νιόπαντρο ζεύγος, Εμμανουήλ Κ. Τσιροπινά και Μαρία Σ. Κρίνου. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό κτίσμα, σχεδιασμένο από Βουργουνδό αρχιτέκτονα σύμφωνα με δυτικά μεσαιωνικά πρότυπα, το οποίο απλώνεται σ’ ένα κτήμα δέκα στρεμμάτων. Το κτίριο φέρει αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά επηρεασμένα από το κίνημα του ρομαντισμού και ασύμμετρα τοποθετημένη τη μαρμάρινη σκάλα της εισόδου. Στο κτήμα βρίσκονταν επίσης οι χώροι για το προσωπικό, υπόστεγα για τις άμαξες και το πηγάδι. Το ζευγάρι δεν απέκτησε απογόνους με αποτέλεσμα το 1966 το οίκημα να πωληθεί στον Μάρκο Δάσκο, δήμαρχο Άνω Σύρου, και την γυναίκα του Τερέζα Σκριβάνου, η οποία επιμελήθηκε τον περιβάλλοντα χώρο και τον διέθεσε στην κοινή χρήση και ιδιαίτερα στα παιδιά για παιχνίδι. Στις 10 Αυγούστου του 2000 η έπαυλη με το κτήμα πέρασε στην κυριότητα της Αρχής του Δήμου Ποσειδωνίας και το πρόγραμμα «Επιχειρησιακός Προγραμματισμός Πολιτισμού» ανέλαβε την χρηματοδότηση για την αγορά και την αναστήλωση του. Από το 2009 μέχρι το 2010 114
λειτούργησε ως Δημαρχείο και παράλληλα ως χώρος πολιτισμού, ενώ μετά την ενοποίηση των δήμων και μέχρι σήμερα, στεγάζει κάποιες υπηρεσίες του Δήμου, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών, κυρίως όμως λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο.
115
ΙV. Τυπολογία κατοικιών Ενώ ο όρος «εξοχικός» αποδίδεται σε χώρο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όταν χρησιμοποιείται ως επιθετικός προσδιορισμός για ένα κτίριο, τότε αποκτά και χρονική σημασία λόγω της χρήσης του. Η «εξοχική κατοικία» λοιπόν, αναφέρεται στην εποχική διαμονή, στην συγκεκριμένη περίπτωση την θερινή, για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ως αποτέλεσμα, τα κτίρια αυτά φέρουν τα ανάλογα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης-περιορισμένης λειτουργίας τους, με κυριότερα εκείνα των πολλών και διαφορετικών διαμορφωμένων υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων. Όπως αναφέρθηκε και στην δεύτερη ενότητα, οι εξωτερικοί χώροι στις αστικές κατοικίες ήταν λιγοστοί και περιορίζονταν συνήθως σε μικρούς εξώστες καθώς τα οικόπεδα ήταν ιδιαίτερα στενά για την δημιουργία κήπου. Η ανάγκη λοιπόν των αστών για εξόρμηση και επαφή με το φυσικό τοπίο ήταν επιτακτική. Έτσι, οι εξωτερικοί χώροι των κατοικιών στις εξοχές είναι συχνά ίσου εμβαδού με τους εσωτερικούς (έπαυλη Βελισσαρόπουλου, έπαυλη Τσουρού, έπαυλη Κρίνου ΙΙ) και σε κάποιες περιπτώσεις μεγαλύτερου, όπως εκείνης 116
της περιμετρικής βεράντας της έπαυλης Ζησιμάτου στην Παρακοπή. Με την διάνοιξη του δρόμου από την Ερμούπολη προς την Ντελλαγκράτσια το 1866, ο οποίος διασχίζει επίσης το Μάννα, την Παρακοπή και συνορεύει με τα Χρούσσα, η πρόσβαση στις εξοχές έγινε πολύ πιο εύκολη και γρήγορη. Σε συνδυασμό με τις διάφορες επιδημίες που ξέσπασαν στην πόλη όπως αυτή της επιδημίας χολέρας του 1854, της ευλογιάς του 1873 και του δάγκειου πυρετού του 1881, η διαμονή στην εξοχή γίνεται μονιμότερη καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου. Έτσι, η χρονική διεύρυνση της χρήσης της εξοχικής κατοικίας οδηγεί στη χωρική επέκτασή της.
«Ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος»1 Οι εξοχικές κατοικίες είχαν ως πρωταρχικό σκοπό να προσφέρουν στους αστούς την υπαίθρια ζωή που είχαν στερηθεί στην πόλη. Γι’ αυτό το λόγο, η πρώτη περίοδος κυρίως (1822-1872), χαρακτηρίζεται από μικρότερα οικήματα που εξασφαλίζουν τους απαραίτητους χώρους διαβίωσης. Μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στην διαμόρφωση των εξωτερικών χώρων, καθένας από τους οποίους σχεδιάζεται για διαφορετική λειτουργία. Προκύπτει λοιπόν, ένα σύνολο υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων από βεράντες, στοές, μπαλκόνια και λότζιες και πύργους με belvedere, περιμετρικά και σε διαφορετικά επίπεδα του κτιρίου.
1. Φράση του Περικλή Γιαννόπουλου (1869-1910) λογοτέχνη, μεταφραστή, δοκιμιογράφου και ελληνολάτρη διανοητή. 117
ΤΎΠΟΙ ΚΑΤΟΙΚΙΏΝ Παρατηρούνται οι εξής κατηγορίες βάσει του αριθμού των ορόφων: - Ισόγειο - Υπερυψωμένο ισόγειο - Ισόγειο με ημιυπόγειο - Διώροφο - Διώροφο με ημιυπόγειο - Τριώροφο Ανεξάρτητα από την ακριβής θέση του κτιρίου στο οικόπεδο και τον προσανατολισμό του, όλες οι εξοχικές κατοικίες μοιράζονται το εξής κοινό χαρακτηριστικό: τη συνολική θέα προς το κτήμα από τις κύριες όψεις τους. Αντίθετα, η πίσω όψη τους τοποθετείται πάντα σε κάποια γωνιά και σε επαφή με τα όριά του οικοπέδου ή σε μικρή απόσταση από αυτά, με το κενό που μεσολαβούσε να χρησιμοποιείται για βοηθητικούς χώρους, όπως πλυσταριό και ξυλόφουρνος. Έτσι παρατηρούνται οι εξής περιπτώσεις τοποθέτησης: - Σε πίσω γωνία του οικοπέδου, σε επαφή με τον δρόμο όταν υπάρχει. (βλ. σελ. 120 & 121) 118
- Σε πλευρά του οικοπέδου, σε επαφή με τον δρόμο όταν υπάρχει. (βλ. σελ. 123) - Να καταλαμβάνει μια ολόκληρη πλευρά του οικοπέδου, σε επαφή με τον δρόμο όταν υπάρχει. (βλ. σελ. 119) - Κεντρικά του οικοπέδου με θέα προς το κτήμα. (βλ. σελ. 122)
Τοπογραφικό σχέδιο έπαυλης Στεργίου 119
Τοπογραφικό σχέδιο έπαυλης Κρίνου ΙΙ
120
Τοπογραφικό σχέδιο έπαυλης Κοή
121
Τοπογραφικό σχέδιο έπαυλης Βελισσαρόπουλου Ι 122
Τοπογραφικό σχέδιο έπαυλης Δούνια
123
Η διάταξη της κάτοψης, στις περισσότερες περιπτώσεις, αντιστοιχεί στην ογκοπλασία του κτιρίου. Ιδιαίτερα στις κατοικίες τις πρώτης περιόδου, η παρατήρηση αυτή γίνεται πιο προφανής καθώς τα κτίρια χωρίζονται σε νεοκλασικά και αγρεπαύλεις. Στα «νεοκλασικά», ένας όγκος τετραγωνικής κάτοψης αντιστοιχεί σε μία σχετικά συμμετρική διάταξη των χώρων, ενώ στις αγρεπαύλεις ένας μακρόστενος όγκος σε μια ασύμμετρη. Πιο συγκεκριμένα, οι χώροι σε μια συμμετρική κάτοψη διατάσσονται περιμετρικά ενός κεντρικού χωλ, κάποιες φορές ενιαίου με τον χώρο εισόδου, και είναι παρόμοιοι σε μέγεθος και σχήμα (έπαυλη Στεργίου). Σε μία ασύμμετρη κάτοψη, οι χώροι διαφέρουν μεταξύ τους και παρατάσσονται κατά μήκος ενός διαδρόμου. Στην δεύτερη περίοδο (1872-1922), τα περισσότερα κτίρια εμφανίζουν πιο σύνθετα χαρακτηριστικά. Στην πλειοψηφία τους οι όγκοι τους δεν είναι πλέον μονολιθικοί αλλά δημιουργούν προεξοχές και εσοχές, είτε γιατί υπέστησαν επεκτάσεις είτε σχεδιάστηκαν έτσι εξαρχής. Σε κάθε μια από τις δύο περιπτώσεις, η αιτία της αλλαγής αφορά την λειτουργικότητα του κτιρίου. Οι ορθογωνικές κατόψεις, παρόλο που δημιουργούν οπτικά ένα συμμετρικό αποτέλεσμα, καθιστούν δύσκολη την λειτουργική διάταξη των χώρων. Αυτό συμβαίνει διότι δεν εντάσ124
σονται όλες οι λειτουργίες μιας κατοικίας το ίδιο εργονομικά σε ορθοκανονικούς χώρους. Οι νέοι όγκοι που προκύπτουν, όπως αυτοί σχήματος Γ, εξακολουθούν να αποκαλύπτουν στοιχεία για τους εσωτερικούς χώρους των κτιρίων, αυτή τη φορά όμως αφορούν την χρήση τους. Ένας ακόμα παράγοντας που επηρέασε την τυπολογία της κατοικίας εκείνης της εποχής είναι ο τρόπος ζωής της μεγαλοαστικής τάξης. Πιο συγκεκριμένα, η ύπαρξη μόνιμου υπηρετικού προσωπικού οδήγησε στην διάταξη των υγρών χώρων και των δωματίων υπηρεσίας στην πίσω ζώνη του κτιρίου, μακριά από τους χώρους διημέρευσης, σε αντίθεση με τα σημερινά δεδομένα του συχνά ενιαίου χώρου τραπεζαρίας-κουζίνας-καθιστικού. Επιπλέον, δεν υπάρχει ενοποίηση των χώρων π.χ. σαλόνι-τραπεζαρία, αλλά ο κάθε χώρος είναι ξεχωριστός και διαμορφωμένος σύμφωνα με την αντίστοιχη λειτουργία. Σημαντική συμβολή στην τυπολογία των εξοχικών έχει ακόμα και ο τρόπος διαβίωσης του εκάστοτε ιδιοκτήτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί αυτή των πύργων του κάμπου της Χίου, βάσει της οποίας οι χώροι των υπνοδωματίων και του πρωινού βρίσκονται στο ισόγειο και οι χώροι υποδοχής στον όροφο, στους οποίους
η πρόσβαση γίνεται μέσω εξωτερικής σκάλας μεγάλου πλάτους, έτσι ώστε ο γαμπρός την πρώτη μέρα του γάμου να μπορούσε να ανέβει έφιππος (έπαυλη Κρίνου ΙΙ). Σε γενικά πλαίσια όμως, η επιρροή των δυτικών προτύπων γίνεται όλο και πιο έντονη καθώς η Ερμούπολη
αναπτύσσεται σε ένα Πανευρωπαϊκό εμπορικό λιμάνι και άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων και καταγωγών αναζητούν την τύχη τους στο νησί, ενώ οι κάτοικοί του ταξιδεύουν για επαγγελματικούς σκοπούς εκτός Ελλάδας.
Κατόψεις ισογείου & ορόφου έπαυλης Στεργίου 125
126
Αριστερά: Κάτοψη ισογείου έπαυλης Κρίνου ΙΙ Δεξιά: Κάτοψη ορόφου έπαυλης Κρίνου ΙΙ 127
Κάτοψη ισογείου έπαυλης Κοή 128
Κάτοψη ορόφου έπαυλης Κοή 129
Κάτοψη έπαυλης Βελισσαρόπουλου Ι
130
Κατόψεις ισογείου & ορόφου έπαυλης Δούνια
131
V. Βασικές κατασκευαστικές μέθοδοι Και εδώ υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δύο περιόδους (1822-1872 & 1872-1922). Τόσο η φέρουσα τοιχοποιία όσο και οι εσωτερικοί τοίχοι των πρώτων κατοικιών, είναι κατασκευασμένοι εξολοκλήρου από λιθοδομή, ενώ εκείνες τις δεύτερης περιόδου κάνουν χρήση του τούβλου στους εσωτερικούς τοίχους με σκοπό την μείωση του κόστους και την αύξηση του ωφέλιμου χώρου. Τα πατώματα αποτελούνται συνήθως από ξύλινους δοκούς πάνω στους οποίους τοποθετείται ξύλινο δάπεδο, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις πατωμάτων κατασκευασμένων από σκυρόδεμα (έπαυλη Στεργίου). Η στέγη, όταν δεν διαμορφώνονται δώματα αποτελείται από κεραμοσκεπή.
132
Τομή έπαυλης Στεργίου 133
Σχέδια έπαυλης Κοή
134
Τομές έπαυλης Δούνια
135
ΙV. Μορφολογική αντιμετώπιση της κατοικίας (πρότυπα, επιρροές) Όπως και στην τυπολογία έτσι και στη μορφολογία των κτιρίων, οι δύο χρονικοί περίοδοι φέρουν διαφορετικό αποτύπωμα. Έτσι η πρώτη περίοδος, διακρίνεται από ένα πιο αστικό χαρακτήρα, επηρεασμένη από το κυρίαρχο στυλ της πόλης, το νεοκλασικό με κάποια αναγεννησιακά στοιχεία, όπως οι τοξοστοιχίες και οι στοές. Τα κτίρια άλλοτε έχουν καθαρά νεοκλασικά χαρακτηριστικά (έπαυλη Κάλας, έπαυλη Μάγκου, έπαυλη Κρίνου Ι, έπαυλη Βαφειαδάκη) και άλλοτε σε συνδυασμό με τοπικά χαρακτηριστικά (ρεζιοναλισμός) που συχνά οφείλονται στην καταγωγή ή την επιλογή του εκάστοτε ιδιοκτήτη (βλ. σελ. 138 & 139). Οι αγρεπαύλεις ακολουθούν μια πιο ήπια νεοκλασική μορφολογία (έπαυλη Φουστάνου). Ως εκ τούτου, οι κύριες όψεις των κτιρίων είναι συμμετρικές ως προς τον κατακόρυφο άξονα και με ίδιου μεγέθους ανοίγματα, είτε σε όλους τους ορόφους, είτε ανά όροφο.
χεία από διάφορους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, ανάλογα των προσωπικών προτιμήσεων των ιδιοκτητών τους. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε στην δεύτερη ενότητα, η δεύτερη γενιά των κατοίκων, με την οικοδόμηση των εξοχικών κατοικιών τους, αποσκοπεί στην προβολή της κοινωνικής τους τάξης και της οικονομικής τους κατάστασης. Προκύπτουν έτσι οι εξής μορφές κτιρίων:
Η δεύτερη περίοδος αντίθετα, προβάλει έναν πιο εξοχικό χαρακτήρα. Παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία μορφών, καθώς η επιρροή των δυτικών προτύπων γίνεται όλο και πιο έντονη. Οι περισσότερες από αυτές κινούνται στα πλαίσια του εκλεκτισμού και συνδυάζουν στοι-
Κύριο μορφολογικό στοιχείο, αποτελεί στην πλειοψηφία των κτιρίων, ο τριμερής διαχωρισμός της όψης σε βάση, κορμό και στέψη. Η ανάδειξη της βάσης επιτυγχάνεται είτε με την υπερύψωση του κτιρίου από το έδαφος, η οποία συχνά τονίζεται με την χρήση διαφο-
136
- Με μεσαιωνικά χαρακτηριστικά (έπαυλη Διακάκη, έπαυλη Ευθυμιάδη) - Με εξωτικά στοιχεία (έπαυλη Πετροκόκκινου Ι) - Τύπου Italian Villa (έπαυλη Βαλμά, έπαυλη Γεωργιάδη) - Τύπου ελβετικού chalet με ρεζιοναλιστικά στοιχεία (έπαυλη Γιαννίκογλου) - Με στοιχεία ρομαντισμού (έπαυλη Τσιροπινά)
ρετικού υλικού ή χρώματος, είτε με την διαφοροποίηση του χαμηλότερου σε ύψους ισογείου από τον όροφο, μέσω εμφανούς λιθοδομής. Η στέψη επιτυγχάνεται με την χρήση αετώματος, αετωματικών απολήξεων ή περιμετρικού στηθαίου που φέρει διακοσμητικά γείσα, ταινίες, μπαλουστράδες ή ακροκέραμα. Οι κύριες όψεις των κτιρίων αυτής της περιόδου, παρουσιάζουν συχνά ασυμμετρία, είτε λόγω της ύπαρξης πυργοειδών απολήξεων, είτε λόγω της μετατόπισης της εισόδου από τον κεντρικό άξονα. Οι επεμβάσεις αυτές αποσκοπούν σε μία πιο λειτουργική διάταξη της κάτοψης τη στέγαση κάποιου δευτερεύοντος κλιμακοστασίου ή, στην περίπτωση των «πύργων», τη δημιουργία belvedere και βέβαια την ενίσχυση της συμβολικής αξία της κατοικίας ως δυναμικού σημείου αναφοράς της περιοχής.
δομής (έπαυλη Τσιροπινά, έπαυλη Γεωργιάδη) συμπληρώνουν την εικόνα του κάθε κτιρίου.
Υπάρχει επίσης μεγάλη ποικιλία ανοιγμάτων σε μέγεθος και σχήμα, όπως ιδιαίτερα μακρόστενα, με υπέρθυρο ή μη, ανάλογα με τις ανάγκες του εσωτερικού χώρου για φωτισμό, ηλιασμό και απρόσκοπτη θέα… Τέλος, η χρήση έντονων χρωμάτων (έπαυλη Πετροκόκκινου Ι, έπαυλη Δούνια), η δημιουργία χρωματικών αντιθέσεων στο διάκοσμο (έπαυλη Βαλμά, έπαυλη Πετροκόκκινου Ι) και η εξολοκλήρου χρήση εμφανούς λιθο-
137
Όψεις έπαυλης Στεργίου 138
Όψεις έπαυλης Δούνια
139
Το αποκατεστημένο εσωτερικό- σαλόνι της έπαυλης Δούνια. 140
Επίλογος Μέσα από την καταγραφή και μελέτη των εξοχικών κατοικιών της Σύρου αναδεικνύεται η πολυπολιτισμική ταυτότητα του νησιού. Τα κτίρια που παρουσιάσθηκαν, διακρίνονται για τον αρχιτεκτονικό τους χαρακτήρα αποπνέοντας αίγλη και κύρος. Η προστασία τους λοιπόν, αποτελεί σημαντικό έργο, απαιτητικό, και με κύριο στόχο τον σεβασμό και την ανάδειξη της ιστορικής μνήμης τους. Οι εξοχικές κατοικίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις κοινωνικές σχέσεις της ανώτερης εισοδηματικά τάξης του νησιού εκείνης της εποχής, καθώς έδωσαν την δυνατότητα ν’ αναπτυχθούν ουσιαστικότερες σχέσεις μεταξύ των μελών των οικογενειών, μέσω γνωριμιών και ευχάριστων ενασχολήσεων (κυνήγι, σουαρέ κλπ.). Αυτοί οι δεσμοί, αφορούσαν τόσο την προσωπική ζωή όσο και την επαγγελματική, καθώς ο γάμος στις συγκεκριμένες τάξεις αποτελούσε πρωτίστως ένα συμβόλαιο, μια περιουσιακή συμμαχία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της οικογένειας της έπαυλης Ηπιώτη στην Ντελλαγκράτσια (βλ. σ. 27). Είναι φανερό ότι η κοινωνική, επαγγελματική και προσωπική ζωή των οικογενειών αυτής της τάξης, ήταν συνυφασμένη με τη διαβίωσή τους στις εξοχικές τους κατοικίες ως δείγμα του υψηλού κοινωνικού τους status.
Με την κρίση του 1929-1932, η πτώση της εμπορικής κίνησης του λιμανιού οδηγεί σταδιακά στην εξομάλυνση των κοινωνικών τάξεων με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των εξοχικών οικισμών. Ως αποτέλεσμα, η πλειοψηφία των κατοίκων αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα έξοδα συντήρησης των οικημάτων που κληρονόμησαν και καταφεύγουν στην πώληση ή εγκατάλειψή τους. Ιδιαίτερα την περίοδο μετά 1950 μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, τα περισσότερα κτίρια παραμένουν κλειστά και πλήρως ανεκμετάλλευτα, με αποτέλεσμα την σταδιακή τους φθορά. Την τελευταία εικοσαετία, κάποια από αυτά κέντρισαν το ενδιαφέρον εύπορων αγοραστών λόγω της τοποθεσίας και της αρχιτεκτονικής τους αξίας και αποκαταστάθηκαν. Με την πάροδο του χρόνου όμως, η αποκατάστασή τους κρίνεται όλο και δυσκολότερη έως αδύνατη, σε κάποιες περιπτώσεις. Σήμερα, διανύουμε μια αβέβαιη περίοδο για την εξέλιξη της πορείας αυτών των κτιρίων, καθώς από την μία πλευρά η πανδημία του Covid-19 έχει υπενθυμίσει στους κατοίκους των πόλεων τα πλεονεκτήματα της κατοίκισης στην εξοχή, και από την άλλη η οικονομική δυσχέρεια αποτρέπει τη δαπανηρή διαδικασία μιας σωστής μελέτης αποκατάστασής τους.
141
Φωτογραφία οικογένειας Βαφειαδάκη με τον Βασιλιά Γεώργιο στην έπαυλή τους στα Χρούσσα. 142
Βιβλιογραφία Ερμούπολη - Σύρος: Ιστορικό οδοιπορικό, ΟΛΚΟΣ, Αθήνα, 2000 Ρόζα Φρέρη, Ντελλαγκράτσια – Ποσειδωνία: Ακούγοντας τον τόπο μου, Εν Σύρω, 2020 Ι. Τραυλού - Α. Κόκκου, Ερμούπολη, έκδοση Εμπορική Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1980 Το πανόραμα της Σύρου, εκδότης Κωνσταντίνος Γ. Γερασιμίδης, Σύρος, 1933 Ιστορία του οικισμού της Ερμουπόλεως (Σύρας), Τόμος Α’, 1979
Ηρακλής Κάιλας, αρχιτέκτονας μηχανικός Σταύρος Κοής, ιδιοκτήτης έπαυλης Κοή, Παρακοπή Αντώνης Ροδοκανάκης - Κρίνος, ιστορικος και ιδιοκτήτης έπαυλης Κρίνου ΙΙ, Επισκοπείο Πέγκυ Στεργίου, ιδιοκτήτρια έπαυλης Στεργίου, Επισκοπείο Άγις Τσουρός, ιδιοκτήτης έπαυλης Τσουρού, Χρούσσα Ρόζα Φρέρη, συγγραφέας Χαράλαμπος Μπαρουτάκης, συλλέκτης
Περιοδικό Ταχυδρόμος, τεύχος 2 Μαΐου 1991
ΠΡΟΦΟΡΙΚΈΣ ΜΑΡΤΥΡΊΕΣ
Αρχείο Αντ. Ροδοκανάκη- Κρίνου, ΑΒΕ 271, Τμήμα ΓΑΚ Σύρου
Ευαγγελία Δούνια, ιδιοκτήτρια έπαυλης Δούνια, Παρακοπή
ΙΔΙΩΤΙΚΆ ΑΡΧΕΊΑ
Γεώργιος Ζησιμάτος, ιδιοκτήτης έπαυλης Ζησιμάτου ΙΙ, Παρακοπή
Ελευθέριος Αντωνακόπουλος, ιδιοκτήτης έπαυλης Βελισσαρόπουλου, Παρακοπή
Λεωνίδας Ζησιμάτος, ιδιοκτήτης έπαυλης Ζησιμάτου Ι, Παρακοπή
Θεόδωρος Δούνιας, ιδιοκτήτης έπαυλης Δούνια, Παρακοπή
Χριστίνα Λιγοψυχάκη, πρώην ιδιοκτήτρια έπαυλης Κουτσοδόντη, Χρούσσα
143
Στέφανος Μαραγκός, ιδιοκτήτης έπαυλης Δρόσσου, Επισκοπείο Μιχάλης Πατέρας, ιδιοκτήτης πρώην έπαυλης Τριανταφύλλου, Επισκοπείο Χριστίνα Πουλίδου, συγγραφέας ΑΡΧΕΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ Ι. Τραυλού - Α. Κόκκου, Ερμούπολη: Σελ. 4. Συλλογή Πανεπιστημίου Κολωνίας: Σελ. 8. Ιστορικό Αρχείο Σύρου: Σελ. 15. Περιοδικό Ταχυδρόμος: Σελ. 55. Facebook Group Η Παλιά Σύρος: Σελ. 12, 16, 18, 19, 22, 23, 26, 35, 71, 89. Google Earth: Σελ. 36, 62, 72, 90, 91. Προσωπικό αρχείο Χαρ. Μπαρουτάκη: Σελ. 33, 112. Προσωπικό αρχείο Ηρ. Κάιλα: Σελ. 61, 66 κάτω, 142. Προσωπικό αρχείο Λ. Αντωνακόπουλου: Σελ. 82, 83, 122, 130. Προσωπικό αρχείο Αντ. Ροδοκανάκη - Κρίνου: Σελ. 120, 126, 127. 144
Προσωπικό αρχείο Στ. Κοή: Σελ. 121, 128, 129, 134. Προσωπικό αρχείο Θ. Δούνια: Σελ. 123, 131, 135, 139. Προσωπικό αρχείο Π. Στεργίου: Σελ. 38, 50, 119, 125, 133, 138. Προσωπικό αρχείο Ρόζας Φρέρη: Σελ. 21, 32, 98 πάνω, 101 πάνω, 102 πάνω, 108, 113 - 115. Προσωπικό αρχείο Ελένης Μπουγιούρη: Σελ. 6, 27-30, 39-49, 51-53, 56-59, 64, 65, 66 πάνω, 67-69, 74-81, 8487, 92-97, 98 κάτω, 99, 100, 101 κάτω, 102 κάτω, 103107, 109-111, 140.
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών