μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ...

Page 1

μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη …

Μικρές ιστορίες συνδυασμένες με εικόνες από το παρελθόν για μια μικρή πόλη των Βαλκανίων

Ιανουάριος 2020


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

[2]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Αφηγούνται μέλη της ομάδας του Facebook Κοζάνη: Μνήμες, Αναμνήσεις & Εικόνες – Kozani

[3]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη …

Ιδέα & Επιμέλεια: Κώστας Καραμάρκος

https://www.facebook.com/groups/kostaskaramarkos/

Φωτογραφία Εξωφύλλου: Άγνωστος

Μη Εμπορική Έκδοση: Διατίθεται δωρεάν σε όλους όσοι αγαπούν αυτή τη μικρή πόλη των Βαλκανίων, που πρωταγωνιστεί άθελα της στις παρούσες Ιστορίες & τις Εικόνες τους …

[4]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Τίποτα δεν είναι δεδομένο ... Οι άνθρωποι, τα ενδιαφέροντα τους, τα μεράκια τους, οι ανησυχίες τους, οι προσδοκίες τους, οι αναπολήσεις τους, οι φόβοι τους, οι ανοχές τους, οι ελπίδες τους και τόσα άλλα.

Θέλει δουλειά και υπομονή, μεράκι και επιμονή για να βγάλεις τον καλύτερο εαυτό των συμπολιτών σου, στη βάση των κοινών μνημών, αναμνήσεων και εικόνων.

Η συγκεκριμένη προσπάθεια δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, ούτε αποτελεί κάτι το μη αναμενόμενο, πολλώ δε μάλλον δεν είναι κάτι το πολύ σημαντικό. Το αποτέλεσμα όμως όπως τελικά προέκυψε είναι αρκετά ενδιαφέρον, με όσα (λίγα) παιδιά της πόλης ανταποκρίθηκαν και μοιράστηκαν μικρές τους ιστορίες, μεταξύ άλλων χιλιάδων παιδιών που δεν είχαν κάτι να θυμηθούν και να μας το προσφέρουν.

Όλες οι ευχαριστίες σε εσάς λοιπόν που συνεισφέρατε με τα κείμενα σας, όπως και σε εσάς που αναρτήσατε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες φωτογραφίες στην ομάδα και τις χρησιμοποιήσαμε εδώ. Κυρίως ευχαριστούμε τον γλυκύτατο Μάρκο Πατσίκα που μας έδωσε το ελεύθερο να αξιοποιήσουμε πολλές δημοσιευμένες φωτογραφίες του από μια δεκαετία που χάνεται και που η επιμονή μας να συγκεντρώσουμε και να αναδείξουμε υλικό της, είναι ο επόμενος μεγάλος στόχος …

ΚΚ

Σημ: Οι φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν σε ασπρόμαυρη εκδοχή τους

[5]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κάτια Βόντσα Άμα είσαι νοικοκυρά! Σαν τέλειωσε τη φοιτητική του διαδρομή κι ορκίστηκε ο Γιώργος πήρε το δρόμο της επιστροφής στα πάτρια. Πτυχιούχος Χημικός από το Πανεπιστήμιο Πατρών είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του με επιτυχία. Έτσι μάζεψε τα πράγματά του, πακετάρισε φοιτητικά έπιπλα, σκεύη και ασφαλώς τα βιβλία και τις σημειώσεις του. Τα περισσότερα αντικείμενα μπήκαν σε αποθήκη. Τα χαρτόκουτα όμως με τα βιβλία έμειναν προσωρινά στο παιδικό του δωμάτιο, με τη δέσμευση να τα τακτοποιήσει ο ίδιος. Η κυρά Βαγγελίτσα, η μάνα του, έμπαινε έβγαινε στο δωμάτιο, έβλεπε τα κουτιά ακούνητα, δυσανασχετούσε με την ακαταστασία -ήταν και νοικοκυρά απ’ τις πρώτες- μέχρι που αναγκάστηκε να ρωτήσει το γιό της: ”Αυτά τα κ’τχιά μέχρι πότι τα τάχουμι στα πουδάρια μας; Να τα σ’μαζώξου;» Ο Γιώργος απάντησε: ”Όχι! Εγώ θα τα ταξινομήσω!» Πέρασαν μέρες, καμιά αλλαγή στο χώρο. Κάποια στιγμή μπαίνει ο Γιώργος στο δωμάτιο. Τα κουτιά με τα βιβλία πουθενά! Φωνάζει τη μάνα του: ‘‘Πού είναι τα βιβλία μάνα;” Κι απαντάει απορημένη η μάνα: “ Ε, δεν είπες ότι θα τα ξινουμή’εις; Καρτέρ’ σα, δεν έκαμις τίπουτα κι τα ξινόμ’σα ιγώ!

[6]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Παναγιώτη Βούρκα)

[7]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Άγνωστος Του κτί τ’ αμερικάνκου

Η παρέα συνπήχθηκε ένα καλοκαιρινό βραδάκι στη πλατεία της Σκιώνης, στη Χαλκιδική. Αφού έγινε αναφορά σε θέματα της καθημερινότητας, όπως ήταν φυσικό, οι Κοζανίτες της παρέας άρχισαν να διηγούνται ιστορίες – να λέν κασμέρια. Η κα Κούλα φιλόλογος, όπως και η αδελφή της Ολυμπία, μας περιέγραψε με φανερή στεναχώρια μια δυσάρεστη εμπειρία της. Ως καθηγήτρια Φιλόλογος στην Α’ γυμνασίου στο μάθημα της έκθεσης ζήτησε από τους μαθητές να περιγράψουν ένα ομαδικό παιχνίδι, που παίζουν στη γειτονιά. Μεταξύ των εκθέσεων προέκυψε και η παρακάτω:

Του κτί τ’

αμερικάνκου.

Του κτί τ’ αμερικάνκου του στούν, του χπούν, πχιαλούν για να κρυφτούν.

του στούν, του χπούν, πχιαλούν για να κρυφτούν.

του στούν, του χπούν , πχιαλούν για να κρυφτούν…. ……………………. του στούν, του χπούν, πχιαλούν για να κρυφτούν.-

Έτσι γέμισε 1 ½ σελίδες του τετραδίου …

[8]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[9]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Άγνωστος Ου φούρνους τ’ Γιωργάκα

Ο φούρνος των αδελφών Γιωργάκα βρίσκεται επί της οδού Πτολεμαΐδας. Οι χειμώνες της δεκαετίας του 2000 ήταν άλλοι ήπιοι, άλλοι βαρείς. Ένα βαρύ χειμώνα, μέρες παραμονής πρωτοχρονιάς βρέθηκα στον φούρνο του Γιωργάκα με σκοπό να δώσω παραγγελία για πίτα πρωτοχρονιάτικη και να προμηθευτώ τυρόπιτες και ψωμί. Στο κατάστημα ήταν αρκετοί πελάτες και πελάτισσες . Έξω τσουχτερό κρύο και είχε αρχίσει να χιονίζει τούφες. Εν αναμονή λοιπόν για να εξυπηρετηθούμε μπουρμπουλωμένοι. Τότε ανοίγει την πόρτα και μπαίνει φουριόζος ένας κύριος και με εξυπνακίστικο ύφος λέει (εξάλλου είχε και ευρύ ακροατήριο):

- Μήπους θέλτ’ι κάναν βοηθό;

Ήθελε έτσι να εννοηθεί πως αυτός τριγυρνάει στο κρύο για δουλειές, ενώ τα μέλη της οικογένειας Γιωργάκα εργάζονται στη ζεστασιά. Ο τρανός ου Γιωργάκας, με τον άσπρο σκούφο και το ξύλινο φτυάρι στο χέρι μόλις είχε αποθέσει τις φραντζόλες στο μπάγκο, απάντησε:

- Κατά τουν Αύγουστου !

Τον Αύγουστο με τις πολλές τις ζέστες ίσως χρειαστούμε βοηθό εννοούσε. Με τρείς λέξεις τούπιν όλου του νόημα και τον αποστόμωσε!

[10]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Γιάγκου Γερούση)

[11]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Αργύριος Καλλιανιώτης Ο θείος μου ο Γρηγόρης Ο θείος μου ο Γρηγόρης, fashion victim της εποχής, φυσιολάτρης και κυνηγός, ο οποίος μου έμαθε τα μυστικά της φύσης και με επηρέασε όσο κανένας άλλος σε αυτό το θέμα.

Τον Μαξ τον έφερε στην Κοζάνη η Καλή Καλό, μέσω μιας μυστηριώδους άγνωστης σε μένα, γνωριμίας, Η Καλή Καλό, ψευδώνυμο της Καλλιόπης Δαμβέργη, είναι γόνος μεγαλοαστικής Αθηναϊκής οικογένειας, ηθοποιός, γυναίκα των γραμμάτων, με πλούσιο καλλιτεχνικό και συγγραφικό έργο. Η Καλή Καλό χρειάστηκε να αποχωριστεί τον αγαπημένο της σκύλο, ένα καθαρόαιμο ιρλανδέζικο σέτερ, ο οποίος κατάληξε στο σπίτι των Καλλιανωταίων στ' Καρές.

Μια φορά η ηθοποιός ήλθε να δει το σκύλο της στην Κοζάνη. Ήλθε με ένα τεράστιο λευκό αυτοκίνητο, με οδηγό, που με το ζόρι χώρεσε στο στενό μας και όταν είδε το μέρος που ζούσε ο εκλεπτυσμένος Μαξ, έβαλε τα κλάματα.

Δεν ήλθε ποτέ ξανά …

[12]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Αργύρη Καλλιανιώτη)

[13]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Μήκας Ελίμειος ( Δημήτρης Βούρκας) Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου 1958, θαρρώ Μάης μήνας, η παρέα καθόταν το πρωϊνό μιας Παρασκευής έξω στο καφενείο του Καπρίνη, δίπλα από το σινεμά «Τιτάνια», για καφέ. Ο καφές Nescafe, είμασταν από τους ελάχιστους που πίναμε νες, οι πολλοί δεν τον γνώριζαν, βλέπετε ο φραπέ άργησε να έλθει. Την παρέα αποτελούσαν ο Γιώργος Κοτζιαμάνης, ο Γιάννης Δαδαμόγιας ο Λάζος Λάτσκος και εγώ. Δίπλα μας καθόταν τρία νεαρά παιδιά με τις κιθάρες τους και έπιναν και αυτοί καφέ. Επειδή είχαμε από πολλά χρόνια ακούσματα τραγουδιών με Τρίο, ιδιαίτερα ο Γιώργος που γρατσουνούσε λίγο την κιθάρα και εγώ που μάθαινα (άλλωστε ήταν και της μόδας τότε), μας κίνησαν την περιέργεια και τους ρωτήσαμε εάν θα έπαιζαν κάπου για να τους ακούσουμε. Μας απάντησαν ότι θα έπαιζαν στο «Τιτάνια», τα πρωϊνά του Σαββάτου και της Κυριακής, είχαν κολλήσει και αφίσες (δεν τις είχαμε δει ακόμη), ρωτήσαμε πως είναι η ονομασία του τρίο. Μας είπαν λέγεται «Τrio Apollonio». Ήταν της μόδας τότε τα τρίο. Τρίο Απολλώνιο λοιπόν, ένα τρίο που το όνομά του χαρακτηρίζεται από γαλήνια ομορφιά. Μας ρώτησαν δε, εάν οι συναυλίες τους θα είχαν ενδιαφέρον. Υποσχεθήκαμε να τους βοηθήσουμε με κινητοποίηση των γνωριμιών μας στον μαθητικό κόσμο. Έτσι και έγινε, το «Τιτάνια» και τις δύο μέρες ήταν γεμάτο. Γνωριστήκαμε με τα παιδιά και θυμάμαι τώρα μόνο τα δύο ονόματα, του Νίκου, που έκανε τους λαρυγγισμούς στα τραγούδια και του Βαγγέλη. Το δε βράδυ τους πήραμε και τους τρείς και κάναμε καντάδα στο Κιρμαριό, στις γνωστές μας και φίλες, μέσα στα στενά του και την άλλη τους πήγαμε στο Συνοικισμό σε άλλες γνωστές μας, όπως και φίλες. Όταν μετά από πολλά χρόνια ο Γιώργος εγκατεστημένος μόνιμα στην Αθήνα βρήκε τον Βαγγέλη και μίλησε μαζί του, αυτός τον ρώτησε τι κάνει ο Τάκης. Ο Βαγγέλης δεν είναι άλλος από τον μουσικό διεθνούς φήμης με το όνομα Vangelis. Ναι, ήταν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς τραγουδούσε στον « Κήπο του Τερζή», ο φίλος μας κιθαριστής Μπάμπης Καραθανάσης από τον Ταύρο (Σφαγεία) της Αθήνας. Ήταν μέλος του συγκροτήματος, Τrio Amigos. Ο Μπάμπης τραγουδούσε με άλλους στρατιώτες κιθαριστές στον ραδιοφωνικό σταθμό της Κοζάνης, μεταξύ των οποίων και ο Κοζανίτης Γαζής.

[14]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Αγνώστου)

[15]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιάννης Κορκάς Ο Φανός της Γιτιάς και ο Γεώργιος Βαρβούτης βουλευτής Κοζάνης Η αγαπητή μας Φάνη, είχε δημοσιεύσει το μήνα Μάρτιο του 2018 κείμενα για τους παλιούς Φανούς και για το Φανό της Γιτιάς έγραφε μεταξύ των άλλων για τις Απόκριες του 1956 και ότι «ο Θύμιος Ντόλας μέλος του Φανού θυμάται χαρακτηριστικά ότι αντί για φούντες με φιλουρίδια, στόλισαν το Φανό με αφίσες του Βουλευτή Γεωργίου Βαρβούτη, που λίγες μέρες πριν, το Φεβρουάριο 1956, είχε εκλεγεί ανεξάρτητος Βουλευτής Κοζάνης». Προς σωστή ενημέρωση για την τοπική πολιτική ιστορία θα κάνω μια διευκρίνιση που αφορά τον Γεώργιο Βαρβούτη. Στις εκλογές στις 19 Φεβρουαρίου που έγιναν το 1956, συμμετείχε και ο Γεώργιος Βαρβούτης με τη Δημοκρατική Ένωση ως συνεργαζόμενος. Ήταν η τελευταία φορά που πολιτεύονταν , είχε αποχωρήσει από την πολιτική, όπου πολιτεύονταν από το 1920. Το 1950 στις βουλευτικές εκλογές που τελέστηκαν με το σύστημα της απλής αναλογικής εξετέθη τότε ως ανεξάρτητος βουλευτής μη ανήκων σε κάποιο κόμμα και έχασε για 114 ψήφους. Και όπως μου έλεγε η σύζυγός του Λουίζα, καταγόμενη από μεγάλη οικογένεια της Κέρκυρας, μέχρι το 1956 που πολιτεύονταν δεν είχαν δικό τους σπίτι και καθότανε σε ενοικιαζόμενο σπίτι. Μετά δε μπόρεσαν και κατασκεύασαν δικό τους σπίτι. Ήμουνα τότε ως νεαρός της νεολαίας Βαρβούτη, συνεπώς είμαι γνώστης όλης της πολιτικής του διαδρομής. Κάποια άλλη φορά θα γράψουμε την πολιτική διαδρομή με στοιχεία. Οι Κοζανίτες φωνάζανε τότε Ζήτω ου Μπαρμπούτσ’, το αηδόνι της Βουλής, που πράγματι ήταν δεινός ρήτορας. Θα αναφέρω μόνο τούτο από την πολιτική του διαδρομή. Το καλοκαίρι του 1944 εστάλη από το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη στην Αίγυπτο να αναλάβει την Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδος όπου ήταν η έδρα της εκπροσωπώντας το μεγαλύτερο Ελληνικό κόμμα. Όταν έφθασε στο Κάϊρο της Αιγύπτου μέσω Τουρκίας με σαπιοκάραβο, ετέθη υπό περιορισμό. Γιατί; Πολλά τα γιατί! Εν ευθέτω χρόνω …

[16]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[17]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Σίμος Κουταλιανός Πατρώνας – Σκαμπέκας Πίσω από το 3ο δημοτικό ήταν ένα καφενείο. Ο ιδιοκτήτης του ήταν ο Τάκης ο Πατρώνας ένας κοντός ανθρωπάκος που δεν ξέρω από τι πάθηση κούτσαινε τρομερά στο ένα του πόδι, τόσο που όταν δεν ήξερες λυπόσουνα που κουβαλούσε τον καφέ στο γραφείο ή το μαγαζί σου. Μεταξύ των καθημερινών θαμώνων του καφενείου ήταν και ο Σκαμπέκας, άλλος τύπος της Κοζάνης, ο οποίος βασικά πουλούσε κουλούρια με το κασελάκι, πολλές φορές όμως τον παίρναν οι παπάδες και κουβαλούσε την εικόνα της Παναγίας στα σπίτια όπου γινόταν οι καθιερωμένες δραχμοεισπράξεις. Ο Σκαμπέκας λοιπόν ήταν το ίδιο αν όχι περισσότερο κουτσός απ’ τον Πατρώνα. Κάποια μέρα λοιπόν άναψε μεγάλος καυγάς μεταξύ τους για το ποιος κουτσαίνει περισσότερο: Ου στραβάδι’ ο ένας, ου Σκαμπέκα ο άλλος, έψαχναν δε να βρει ο καθένας απόδειξη για να τεκμηριώσει την άποψη ότι ο άλλος κουτσαίνει περισσότερο. Οπότε, λέει ο Σκαμπέκας στον Πατρώνα: «Ισί ρα παέντς’ τσ'καφέδις κι χιντς’ τσμσί στου δρόμου απ’ του κούνημα!» Και του απαντάει ο Πατρώνας: «Ισί ρα παέντς μ'Παναγία και φκιάν μιτό στου δρόμου απ’ του κούνημα!»

[18]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[19]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Σίμος Κουταλιανός (από αφήγηση του Πεταλάρχη) Το παστίτσιο Πριν πολλά χρόνια προπολεμικά ήταν δυο φίλοι ο ένας βοηθός σ’ έναν τσαγκάρη ο άλλος χωρίς δ’λια, είδιν κι απόϊδεν φεύγει για Αμερική. Μετά από τριανταπέντε χρόνια αποφασίζει να γυρίσει. Τότε βέβαια δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα και μεταξύ αυτών που δεν άλλαξαν ήταν και ο φίλος του που είχε μείνει στο τσαγκάρικο, δυο επί δυο, φτώχεια καταραμένη. Ο Αμερικάνος μια απ’ τις πρώτες του υποχρεώσεις στην πόλη ήταν να ρωτήσει και να επισκεφτεί το φίλο του. Τον βρήκε σκυμμένο στο μπάγκο του με τη φαλτσέτα στο χέρι περίπου όπως τον άφησε. Αφού αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και πέρασε η πρώτη συγκίνηση, είπαν ο ένας τον άλλο τι έκαναν όλα αυτά τα χρόνια. Ο μεν τσαγκάρης παντρεύτηκε έκανε και τρία παιδιά, αλλά με τη δουλειά αυτή δύσκολα τα έβγαζε πέρα, ο Αμερικάνος έκανε προκοπή, αλλά μάλλον δεν άδειασε να κάνει οικογένεια από την αγωνία του να κάνει προκοπή. Ο τσαγκάρης λοιπόν θέλοντας να περιποιηθεί τον παιδικό του φίλο που είχε τόσα χρόνια να τον δει τον προσκαλεί για φαγητό το βράδυ, λέγοντας ότι θα χαρεί πολύ η γυναίκα του να τον γνωρίσει και που της έχει μιλήσει τόσες φορές για αυτόν, συμπληρώνοντας ότι η Κατίνα φκιάνει' ένα παστίτσιου «κάτσι καλά». Μόλις ο αμερικάνος άκουσε παστίτσιο ενέδωσε και κλείστηκε η ώρα του δείπνου γύρω στις εννιά το βράδυ. Πάει ο τσαγκάρης σπίτι και λέει στη γυναίκα του ότι προσκάλεσε τον παιδικό του φίλο για να φάει και ειδικά να τον φκιάσει παστίτσιου που αν κι τόφκιανιν μια φορά το χρόνο το πετύχαινε. Η Κατίνα έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι με απόγνωση: -Τι μι φκιάντς μπρε ντιπ δε σκέφτισι, πώς να σι φκιάσου παστίτσιου πούνι τα μακαρόνια πούνι ο κιμάς – Έ μαρ τι φκιάντς έτσια, τα πάρουμι ένα πάκου μακαρόνια δε χάθκιν ου κόσμους – Μακαρόνια τα πάρς κιμάν που τα βρούμι; Ου Κυρατσούς είπιν του πιδι ιχτέ κόβιτι του βιρισέ Τότε απογοητευμένος έκατσε στο ντιβάνι και έμοιαζε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. – Πως να αντικρίσω το φίλο μου που είχα να τον ιδώ τόσα χρόνια , τι τά’θιλα ιγώ τα τανίσματα! Βλέποντάς τον η Κατίνα φοβούμενη μην πάθει και τίποτα του λέει: - Κάτσι ρα Γιώρη’ να σκιφτούμι να βρούμι μια λύση. [20]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Σαν γυναίκα κάτι σκέφτηκε και σπεύδει να το πει στον εξουθενωμένο Γιώργο. - Θα τουν φέρς του βραδι’, τα σας βάλου ένα τσίπουρου να πιείτι, τα πάου τάχατι’ να κινώσου του παστίτσιου, τα γκριμίσου μια κατσαρόλα κι τα πω αμάν Γιώργου τι έπαθάμι μ’έπισιν του παστίτσιου, τώρα τι φκιάνουμι; Τα μι πείς ισί, άιντι Κατίνα βάλι να φάμι τα ρουβίθια που απόμναν απ’ του μισμέρι’ κι τα βάλου τα ρουβίθια που δεν τα τα φάμι του μισμέρι’. Ο Γιώργος βρήκε την ιδέα πολύ καλή, ησύχασε κάπως και μπόρεσε να σηκωθεί από τον καναπέ που πριν λίγο έμοιαζε αδύνατο να το κάνει. Στις εννιά λοιπόν ανοίγει η πόρτα, μπαίνουν οι δυο φίλοι και αφού κάνει ο Γιώργος τις συστάσεις δίνει εντολή να τους φέρει τα τσίπουρα και όσο θα τα πίνουν να ετοιμάσει το παστίτσιο. Μόλις η Κατίνα έφερε τα τσίπουρα με ένα υποτυπώδη μεζέ άρχισε υποτίθεται να ετοιμάζει το παστίτσιο στην κουζίνα. Ενώ λοιπόν το ετοίμαζε στην κουζίνα, ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος που ανακούφισε τον Γιώργο και έσπευσε να προλάβει την Κατίνα: – Τι έγινε Κατίνα, μήπως έπισιν του παστίτσιου; Και από την κουζίνα ακούγεται η απελπισμένη φωνή της Κατίνας: - Όχι’ άντραμ’ δεν μ’έπισιν του παστίτσιου, τα ρουβίθια μ’ έπισαν …

(Μάρκου Πατσίκα) [21]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Θωμάς Χατζηαυγερινός (εκδοχή 1η) Η Αλεξανδρούλα Μις Κοζάνη, στο ρόλο της ζωής της Τα όσα θα αναφέρω δεν είναι τόσο μια ιστορία, όσο ένα θραύσμα μνήμης, μια εντύπωση με τη φορεσιά διήγησης. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ΄60. Ένα γνωστό πρόσωπο της εποχής εκείνης ήταν η Αλεξανδρούλα απ’ τα Καραγιάννια, την οποία είχα την ευκαιρία να γνωρίσω με τα παιδικά μου μάτια, καθώς επισκεπτόταν συχνά τις ξαδέρφες μου. Ομολογουμένως η Αλεξανδρούλα έμεινε γνωστή σα μια ιδιόμορφη προσωπικότητα, με εμφάνιση βγαλμένη από γκροτέσκο μυθιστόρημα, που νευρίαζε όταν κάποιος την έλεγε γριά ή άσχημη, έβριζε, πετούσε πέτρες, σύριζε σα μια αγριόγατα στρυμωγμένη στη γωνία. Μ ‘αυτά που θα εξιστορήσω, δεν έχω τόσο στόχο σκωπτικό, αλλά να προβάλλω αυτό το πρόσωπο μέσα από ένα άλλο, πιο ήπιο φως, που αναδεικνύει μια πλευρά πιο ευαίσθητη και ανθρώπινη, πέρα απ’ τις μάσκες και τις ταμπέλες που τοποθετεί μια κοινωνία παλιάς κοπής, όπως αυτή των τότε Κοζανιτών, σε κάθε τι διαφορετικό. Προσωπικά, περισσότερο, μου έμοιαζε όχι με λυσσασμένη αγριόγατα, αλλά με μια γλυκιά γατούλα, όταν αντί να την πρόσβαλες και να την κολλούσες στον τοίχο, της μιλούσες ανθρώπινα και της προσέφερες κάποιο κομπλιμέντο (το καλύτερο της ήταν να ακούει πως ήταν ακόμη νέα και όμορφη). Στη δεκαετία, λοιπόν, εκείνη, στην καθιερωμένη, σατιρική παρέλαση της Μεγάλης Αποκριάς, συμμετείχε και η Αλεξανδρούλα σε ένα άρμα ως Μις Κοζάνη. Μες το τσουχτερό κρύο της εποχής, πολλούς βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν, η Αλεξανδρούλα αψηφούσε αγέρωχα τον παγετό, φορώντας μονάχα ένα λεπτό νυφικό και μοιράζοντας φιλιά στα πλήθη. Δεν έβριζε, δεν πετούσε πέτρες, δεν αγκομαχούσε, ούτε πτοούνταν απ’ το κρύο, γιατί για πρώτη φορά είχε βρει τον εαυτό της και αυτό που ήθελε να κάνει. Έπαιζε το ρόλο της ζωής της. Ακόμη σημαντικότερο, είχε βρει την αποδοχή που αποζητούσε απ’ την κοινωνία της πόλης μας, έστω και εικονικά, σε μια σατιρική παρέλαση. Δεν ήμασταν πλέον εμείς και εκείνη στο περιθώριο, αλλά όλοι μαζί. Περιττό να πω πως, γυρνώντας στο σπίτι απ’ τις ξαδέρφες μου, τις βρήκα να προσπαθούν να συνεφέρουν την Αλεξανδρούλα απ’ το κρύο, με ζεστά, ζακέτες και οινοπνεύματα: -

Γιατί, μαρ, δεν έβαλ’ς καμιά ζακέτα να μην κρυωσ’;

Γιατί, μαρ’ Κική, αυτές που βγαιν’ γκόλιαβες στα καλλιστεία τι παραπάνω έχ’ν; Ιγώ γιατί να μην έβγινα; [22]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Πράγματι, γιατί να μην έβγαινε; Η Αλεξανδρούλα εκείνη τη μέρα είχε πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της, οπότε ούτε το κρύο την ένοιαζε, ούτε τίποτα. Κι εγώ, βλέποντας την περήφανη και συγκινημένη, σ ‘αυτή την ευάλωτη απ’ την επερχόμενη πνευμονία κατάσταση, συνειδητοποίησα πως ήταν πολλά περισσότερα από μια καρικατούρα, μια τρελή του χωρίου (ή της πόλης, στην προκειμένη περίπτωση). Ήταν ένας άνθρωπος σαν κι εμάς, με όνειρα και αδυναμίες, που το μόνο που ήθελε ήταν μια ευκαιρία στο προσκήνιο, ένα χέρι να πιάσει το δικό της και να τη σηκώσει απ’ το περιθώριο. Και το χέρι αυτό της δόθηκε εκείνη την ημέρα.

(Μάρκου Πατσίκα)

[23]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιώργος Τζέλλος (εκδοχή 2η) Η Αλεξάντρα από την Ξηρολίμνη Ο θείος μου ο Λάκης –αδελφός της μάνας μου- εμπορευόταν χαλιά και βελέντζες. Μάλιστα είχε και βαφείο όπου έβαφε τις φλοκάτες βελέντζες. Τη δεκαετία του ‘70 διατηρούσε κατάστημα στην Κοζάνη με τον αδελφό του Νάσιο. Παράλληλα όμως κάθε χρόνο πήγαινε σε μεγάλα πανηγύρια – εμποροπανήγυρεις, όπου έστηνε υπαίθρια παράγκα για την έκθεση των εμπορευμάτων χαλιά, βελέντζες, κιλίμια κ.α. Ανάμεσα στις βελέντζες για πώληση είχε και μια φλοκάτη με ρόμβους βαμμένους καρπουζί, μελιτζανί, μουσταρδί, άσπρο. Ήταν το μόνιμο στοκ σε κάθε πανηγύρι σε Γιάννενα, Πτολεμαίδα, Σέρβια. Κανένας δεν τ΄χαμπάρζι. Παρ’ όλα αυτά η περίεργη βελέντζα αποτελούσε μόνιμο έκθεμα σε κάθε πανηγύρι. Σ’ ένα πανηγύρι στα Γιάννενα κατά τις 3.00 μμ, όταν είχε αραιώσει η πελατεία, ένας τουρίστας –κοντό παντελονάκι, πέδιλο με κάλτσεςπεριεργαζόταν την φλοκοτί με τους ποικιλόχρωμους ρόμβους. Μόλις ο Λάκης τον πήρε είδηση φώναξε στον Μάνθο, τον βοηθό του: «Άιντι Μάνθου, ήρθιν η ώρα να παντρέψουμι τ’ν Αλιξάντρα απ’ τ’ν Ξιρουλίμν’ι» Η Αλεξάνδρα από την Ξηρολίμνη ήταν μια συμπαθής κοντούλα κυρία πιο άσχημη από την Βασιλειάδου. Σε μια Αποκριά στην παρέλαση πέρασε ως βασίλισσα του καρναβάλου πάνω σε ένα μεγαλειώδες άρμα, απ’ όπου μοίραζε συνεχώς φιλιά, ντυμένη με άσπρο νυφικό και μπόλικο ρουζ στα μάγουλα . Στην ίδια παρέλαση εμφανίσθηκε και το Σιουρδόμετρο του Λαβαντσιώτη που άφησε εποχή !

[24]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[25]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιώργος Τζέλλος Καφέ ή καφετζίκο Το 2011 στη Θεσσαλονίκη ως συνταξιούχος πιά, κατέβηκα στην οδό Τσιμισκή. Βρέθηκα στο αρχαιοπρεπές κτίριο της Τράπεζας Ελλάδος. Μετά περπάτησα την οδό Κατούνη, που αρχίζει από Τσιμισκή και πάει προς το λιμάνι. Το κατάστρωμα του δρόμου από γρανιτόλιθους, όπως κάποτε η κατεβασιά από πλατέα προς ΄Αϊ Νικόλα στην Κοζάνη. Θυμήθηκα την πρώτη επίσκεψη μου στην Κατούνη. Μικρό με πήρε ο Θρασύβουλος μαζί του, είχε κατέβει για επίσκεψη σε προμηθευτές και άλλες δουλειές. Μπήκαμε στο κατάστημα ‘’Γκατένιο & Σια ‘’ δεξιά κατεβαίνοντας την Κατούνη. Ισπανοεβραίος, εμπορευόταν παστές ρέγγες σε ξύλινα κιβώτια, σαρδέλες παστές σε στρόγγυλα τενεκεδένια κουτιά, αλλά και σχοινιά –τριχιές Σιζάλ από κάνναβη σε ρολά. Διαθέταμε στο μαγαζί ως ‘’τσιασίτ’ι ‘’, που έλεγε ο παππούς, και τριχιές για τα άλογα και μουλάρια των πελατών από τα χωριά. Στο βάθος του καταστήματος υπήρχε μια ξύλινη τζαμαρία κλειστή, όπου ήταν τοποθετημένο το γραφείο του Γκατένιο και δυό τρείς καρέκλες απέναντι. Καθίσαμε αφού μας καλώς όρισαν θερμά. Τότε ο μαγαζάτορας ρώτησε: -

Θρασύβουλε θα πάρεις ένα καφέ . Καφέ όμως, καφέ μέτριο.

Πράγματι ο καφές ήρθε μέτριος ελληνικός σε γυάλινο φλιτζάνι και ένα ποτήρι νερό. Αφού δόθηκε η παραγγελία, πήγαμε λίγο πιο κάτω απέναντι. Ανεβήκαμε μια απότομη ξύλινη σκάλα στον 1ο όροφο. Εκεί ήταν το γραφείο του κ. Ξενοφώντα Παπαβασιλείου, συνεργάτη του παππού επ’ αντιμισθία. Εκ Βοϊου ο κ. Ξενοφώντας, χρόνια εμπορικός πράκτορας και εκτελωνιστής στη Θεσσαλονίκη. Μ’ άφησε ο Θρασύβουλος εκεί, λέγοντας : -

Κάτσε εσύ εδώ με τον κ. Ξενοφώντα μέχρι να τελειώσω τις άλλες δουλειές.

Περιεργαζόμουν το χώρο του γραφείο: γραφομηχανή , έγγραφα , φάκελοι. Κάποια στιγμή ο κ. Ξενοφών είπε: -

Μπρος τώρα έλα μαζί μου. Πρέπει να τελειώσω μια δουλειά στο λιμάνι.

[26]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Απ’ το χέρι και κατεβήκαμε προς το λιμάνι. Από την πύλη και μετά πλακόστρωτο με γρανιτόλιθους μαύρους. Μπήκαμε σε ένα κτίριο, ήταν καφενείο με τζαμαρία μπροστά, τραπεζάκια στρόγγυλα και βιενέζικες καρέκλες. -

Μανόλ’ι, φέρε στο παιδί ένα υποβρύχιο-βανίλια σε κουταλάκι του γλυκού βουτηγμένο σε κρύο νερό της παγωνιέρας. Δεν θ’ αργήσω, να διεκπεραιώσω και έρχομαι να σε πάρω.

Ο κ. Ξενοφών τηλεφώνησε από τηλεφωνικό θάλαμο με κέρμα που πήρε από τον καφετζή. Μετά από μία περίπου ώρα αναμονή επιστρέψαμε στο γραφείο, όπου περίμενε ο Θρασύβουλος. Γεμάτος εικόνες και πλήρης εντυπώσεων. Πράγματα πρωτόγνωρα για μένα: καράβια, φορτηγά, κόσμος πηγαινοερχόταν οχλοβοή. Επιβιβάσθηκα στο αυτοκίνητο για την επιστροφή. Τότε έλυσα και την απορία μου γιατί ο Θρασύβουλος είπε: Καφέ, αλλά καφέ όμως . Στην πρώτη επίσκεψη του στο Γκατένιο πριν χρόνια για παραγγελία πάλι, συνέβη το εξής γεγονός : Ο Γκατένιο μετά την έκφραση της επιθυμίας του Θρασύβουλου να πιεί ένα καφέ, φώναξε δυνατά προς τον Χα’ί’μ το βοηθό του: -

Χαϊμ, ένα καφετζίκο για τον κ. Θρασύβουλο

Ο Χαϊμ πήγε γρήγορα ως την πόρτα του μαγαζιού και φώναξε βαριεστημένα: -

Ένα καφετζίκο

Ο καφές δεν ερχόταν, η ώρα περνούσε οπότε ο Θρασύβουλος αναγκάστηκε να αναχωρήσει. Κατά την δεύτερη επίσκεψη μετά από ένα χρόνο, πάλι Χαϊμ, πάλι καφετζίκο και πάλι πάπαλα. Την τρίτη φορά, η εντολή στον Χαϊμ ήταν : -

Ένα καφέ, Χαϊμ.

Τότε βγήκε ο Χαϊμ από την πόρτα και φώναξε δυνατά: -

Έναν καφέ, μέτριο .

Μόνον τότε ο καφετζής έφερνε καφέ και νερό. Γάτος ο Γκατένιο, αλλά και ο Θρασύβουλος γάτους μι πέταλα.!

[27]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Γιώργου Τζέλλου)

[28]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[29]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιώργος Τζέλλος Ο Άντζι Στα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια του δημοτικού σχολείου το 1959,60,61 πήγαινα στο Α’ Δημοτικό. Το σχολείο βρίσκεται δίπλα στο Δεσποτικό. Στο προαύλιο του σχολείου, στην πλατεία δίπλα και στους γύρω δρόμους παίζαμε τα απογεύματα. Πίσω από το Α’ δημοτικό υπήρχε ένα διώροφο σπίτι με προκήπιο ιδιοκτησίας Καλιακούδα. Ο Καλιακούδας είχε παντοπωλείο, συνάδελφος με άλλα λόγια του παππού και του πατέρα μου. Το μπακάλικο μας ήταν επί της οδού Τράντα 24 απέναντι από την κλινική του Μανέντη. Στο ισόγειο της κατοικίας έμειναν κατά καιρούς διάφοροι ενοικιαστές. Την διετία 1960-61 έμεινε εκεί μια οικογένεια Γερμανών, μάλλον ο πατέρας εργαζόταν τότε στα «έργα» της ΛΙΠΤΟΛ. Ο γιος ονόματι Άντζι ήταν συνομήλικος μας. Ήταν πολύ εριστικό παιδί. Με την προτροπή του πατέρα Γερμανού και την κατόπιν επιβράβευση του δεν είχε μείνει παιδί της γειτονιάς που να μην τις έχει ‘’φάει‘’ από τον Άντζι. Κάποιο απόγευμα ήρθε και η σειρά μου. Ο Άντζι είχε την συνήθεια να δίνει μπουνιές στο πρόσωπο του αντιπάλου και να τον βγάζει νοκ άουτ. Ήταν τρόμος και φόβος. Στην προσπάθεια του να με χτυπήσει μπουνιά με ένα σάλτο τον άρπαξα απ’ τό λαιμό και του έκανα κεφαλοκλείδωμα. Μποξ αυτός, ελληνορωμαϊκή εγώ! Το κεφαλοκλείδωμα μου το είχε δείξει και έμαθα να το κάνω ο υπάλληλος που είχαμε στο μαγαζί, ο Σάκης. Ο Σάκης ο Πεσλής έμεινε στις παρυφές της Σκ’ρκας, κοντά στα δημοτικά λουτρά. Ο Σάκης από 16 χρόνων –το 1951 έτος γεννήσεως μου- ήταν ο μπακαλόγατος του μπακάλικου μας. Μεγάλωσα με την διαρκή παρουσία του, αφού τα καλοκαίρια βοηθούσα κάθε Σάββατο, ημέρα παζαριού, στο παντοπωλείο. Έσφιξα δυνατά το κεφάλι του και παράλληλα έσφιγγα – χαλάρωνα το ποντίκι του δεξιού μπράτσου μου. Ο Άντζι έβαλε τα κλάματα, οι γύρω μου με παρότρυναν ‘άστον –άστον’. Είχα πεισμώσει και τον πίεζα συνεχώς. Ο Άντζι δυνάμωνε το κλάμα. Τότε τον άφησα. Έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι φωνάζοντας ‘’πάπα–πάπα‘’. Από τα νεύρα μου έβαλα κι εγώ τα κλάματα. Αισθανόμουν άσχημα που έδειρα ένα συνομήλικο μου. Πήγα σπίτι και το ανέφερα κλαίγοντας. Καθ’ οδόν προς το σπίτι τα παιδιά της γειτονιάς, θεατές της μάχης, μου έλεγαν ΄΄καλά τον έκανες, καλά τον έκανες΄΄.

Από τότε ο Άντζι δεν ξαναφάνηκε στη γειτονιά. Τα πράγματα επανήλθαν στην προτεραία κατάσταση!

[30]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Αγνώστου)

[31]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιώργος Τζέλλος Ο Πάνους ου Χατζηδάμος Ο Παναγιώτης Χατζηδάμος διατηρούσε εστιατόριο-ταβέρνα στην οδό Ιπποκράτους, λίγο πιο πάνω (δεξιά) από το ζαχαροπλαστείο «Κρίνος». Τον προτιμούσαν όλοι οι καλοφαγάδες διότι ήταν σπεσιαλίστας σε πάρα πολλά φαγητά που δεν σερβίρονταν στα άλλα εστιατόρια της Κοζάνης. Οι τιμές του ήταν λογικότατες για να μην πω φθηνές και το κρασί του εξαιρετικό! Θυμάμαι, προτιμούσα το χτυπητό σουβλάκι, την τηγανιά και το παπρικάζ. Ήταν εξαιρετικό εστιατόριο και κρίμα που έκλεισε λόγω συνταξιοδότησης … Όλα τα συμπράγκαλά του (πιάτα, σκεύη, κατσαρόλες κλπ.) τα δώρισε στους «Κασμιρτζίδες) και συχνά πάει και μαγειρεύει τις σπεσιαλιτέ του στο σπίτι των Κασμιρτζίδων στο «Σμάθκου».] (αναφορά-δάνειο από το giapraki.gr). Τη δεκαετία του ’80 πήγαινα τακτικά Σάββατο για να δώσω παραγγελία φαγητού, συνήθως κιφτέδις αδέτσ’ι η μπιφτέκια. Εύρισκα τον κ. Πάνο στην κουζίνα του εστιατορίου να προετοιμάζει τα υλικά και να μαγειρεύει. Πιάναμε κουβέντα, τις περισσότερες φορές μου διηγούνταν εμπειρίες και περιστατικά. Στην κουζίνα υπήρχε μια μεγάλη μασίνα με πλάκα από λαμαρίνα πάχους 25 χιλιοστών. Υπήρχε ένα μικρό καυστηράκι με τροφοδοσία πετρελαίου, που έδινε την απαραίτητη θερμότητα. - Τ’ν πλάκα αυτήν τ’ν έφτιασα στουν Γιώργου τουν Καραγκούν’ι. Ο Γιώργος ο Καραγκούνης –αδελφός της θείας μου Ηλέκτρας – διατηρούσε μεγάλο μηχανουργείο επί της οδού Παύλου Μελά. Θυμάμαι έντονα την μακέτα, διαστάσεων 1,0χ1,0 μ. περίπου, που είχαν στο σπίτι τους πάνω από το μηχανουργείο. Στην μακέτα που λειτουργούσε με ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχαν όλες οι εργαλειομηχανές (πριόνια, αμόνι κλπ) με μικρά σιδερένια ανθρωπάκια μπροστά τους, που κινούσαν τα χέρια τους. Ήταν εντυπωσιακό το θέαμα και οι ρυθμικοί ήχοι από την κίνηση. – Μ’αυτήν τ’ν πλάκα σώθκα. Άμα κάψ’ει η πλάκα ρίχνου ουπάν τα μπιφτέκια, τ’ς φέτις του σκότ’ι και γίνουντι άριστα. Η πλάκα είχε κυκλικές οπές για κατσαρόλα. Σε μια απ’ αυτές έβαζε ένα τέντζερι χάλκινο γεμάτο κατά τα ¾ με λάδι. Μόλις έκαιγε το λάδι έριχνε μέσα τ’ς κιφτέδις. Έπιαναν έτσι μια κόρα απ’όξου, που έδινε ξεχωριστή νοστιμιά με το τραγανό. Η μασίνα στο πλάι είχε και φούρνο με δύο ράφια, όπου έβαζε για μαγείρεμα τα φαγητά. – Οι γυναίκις Γιώργου δεν ξέρν’ να μαγιρεύν’ι. –Γιατί κ. Πάνο ; [32]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

– Το χπούν του φαί στου φούρνου και τσακών’ι ύστερα του τηλέφουνου μι τ’ς ώρις. Δεν γίνιτι έτσ’ι του φαΐ. Του φαΐ θέλ’ να του μιλάς!

Ο κ. Πάνος φοίτησε στη σχολή μαγείρων στη Νάξο. Διέθετε μια καταπληκτική ευχέρεια στην κουζίνα, πράγμα που έδειχνε εμπειρία και γνώση της μαγειρικής. - Τ’ς προάλλις είχαμι ιδώ τραπέζ’ι καμμιά εικοσαριά άτομα. Ου Ζήσης Ου Γκρίμπας ήρθι απ’ τ’ν Αμερική και κάλισι όλνου’ς τ’ς φίλ’οι να τ’ς φλέψ’ι. Ο Ζήσης (Τζήκας) ο Γκρίμπας είχε εστιατόριο στο Μισκιάθκου στο ισόγειο του σπιτιού του Φραντζέζου απέναντι από το φούρνο του Τσιότσια στη γωνία Τακιατζήδων και Τσιμηνάκη. Αναγκάστηκε να φύγει στην Αμερική, είχε εκεί αδέλφια. . - Πώς να βγεί του μαγαζί; Πάειναν απ’τα χωριά, έτρωγαν μια σούπα 1,5 δραχμή. Το ψωμί τούχαν στου δισάκ’ι. Τα παράτσιν κι έφυγι. Κατά τη διάρκεια του συμπόσιου, ρώτησαν τον Τζήκα πώς είναι η ζωή στην Αμερική. - Ο’ι σ’ν Αμερική δ’λευν αρά, δ’λευν πουλί. Ξέρ’τι πότι ξεκουράζουντι; - Πότι; - Όταν παέν’ι στούν Α’ι Γιόρ’ι αρά !

Με αφορμή αυτό ο κ.Πάνος έκανε αναφορά και στο συνάδελφο του τον Γκλούμπο. Ο Γκλούμπος διατηρούσε εστιατόριο στο αδιέξοδο στενάκι δίπλα από την Εθνική Τράπεζα. - Παέν’ι ένας χωρικός το Σάββατο του μισμέρ’ι με το δισάκ’ι στουν ώμου. Παραγγέλν μιά πατσιά. Μόλις τουν σέρβιρε, βγάν’ι του πλαστό ουπάν στου τραπέζ’ι. Τσακών’ι του μαυρουπίπιρου και αρχινάει να ρίχν’ι, να ρίχν’ι… -Δεν σι καίει αρά ; -Όχ’ι ,όχ’ι. -Καίει ιμένα αρά, καίει ιμένα ! (1,5 δραχμή ο πατσάς τι να μείνει όταν ξοδεύεται 1 για τζιάμπα πιπέρι;)

[33]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(από καρτ ποστάλ - αρχείο Κώστα Καραμάρκου)

[34]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Δημήτρη Στύλα)

[35]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιώργος Τζέλλος Αίτημα για δάνειο Συναντηθήκαμε τυχαία ο Αστέρης Χριστοδούλου, Ο Αντώνης Τζέλλος και εγώ μπροστά στην είσοδο της Εθνικής Τράπεζας. Συμμαθητές Αστέρης και Αντώνης, δεινοί παίκτες στο ποδοσφαιράκι κατά τα πρώτα φοιτητικά χρόνια. Επικράτησε ευφορία και θυμήθηκαν παλιές ιστορίες. Ο Αστέρης μας είπε την παρακάτω ιστορία: Ένας παππούς βρέθηκε στη δύσκολη θέση να έχει έκτακτη ανάγκη 200 δραχμών. Πήγε λοιπόν στο γνωστό του ράφτη – τότε τα ραφτάδικα ήταν τόπος συνάντησης γνωστών- του περιέγραψε την δύσκολη οικονομική κατάσταση του και ζήτησε δανεικά 2 κατοστάρικα για ένα μήνα. Ο ράφτης, με όλη την καλή του πρόθεση να βοηθήσει, του απάντησε : - Έχουμι περίοδου αφραγκίας πάππου. Αλλά θαρρώ πως μπορεί να βοηθήσ’ι ου Χαλβατζής που π’λάει τα κάστανα ψημένα μπροστά απ’ τ’ν Εθνική τ’ν Τράπιζα. Αυτός κάθι προυί βγαίν’ι ικί. Πράγματι, τ’ν άλλη τ’μέρα ο πάππους συναντάει τουν Χαλβατζή κι τουν λέει: - Μείπιν ου Τάκης ου ράφτ’ς πως μπορείς να μι διευκολύντ’ς με κάνα δυό κατουστάρκα δαν’κά. Κι ιγώ ,σε κάνα μήνα θα ευκολυνθώ, θα στα δώσου! - Άκσι να σι πώ φίλε μου. Εδώ η ταμπέλα (τουν έδειξε την ταμπέλα πάνω από την είσοδο της τράπεζας) γράφ’ι Τράπεζα. Αυτοί που τ’ν έχν με επέτριψαν βέβια να στέκουμι εδώ, αλλά έκαμαμι μια συμφουνία. - Τι συμφουνία ; - Αυτοί να μην π’λούν κάστανα κι ιγώ να μη δίνου δάνεια!

[36]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[37]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιώργος Τζέλλος Το Ερμιόνιο Τις Κυριακές του καλοκαιριού τα βραδάκια έξοδος με την οικογένεια στην πλατεία. Καθόμαστε στις πάνινες πολυθρόνες σκηνοθέτη γύρω από τα τραπεζάκια του Ερμιόνιου και τα παιδιά παίρναμε το καθιερωμένο κλασικά κοκ. Εξαιρετικής ποιότητας. Το σέρβιρε ο πατέρας της συμμαθήτριας μου στο δημοτικό το γκαρσόν ο Ζούκης. Ακουγόταν μουσική ελληνική. Τα τραγούδια του Χατζηδάκη του 1960: «Πως τον λεν τον ποταμό». Κάποιες φορές προηγείτο η παρακολούθηση κινηματογραφικού έργου στο θερινό σινεμά Κένταυρος. Το σινεμά βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα η Λέσχη Αξιωματικών Κοζάνης. Οι μικροί καθόμασταν στις μπροστινές σειρές καθισμάτων. Εκεί ένα βράδυ ο μικρός Βαγγέλης παρακολουθούσε γουέστερν ενώ πιο πίσω καθόταν ο μπαμπάς του. Όταν στην οθόνη εμφανίσθηκε ένα καταπράσινο λιβάδι και ένα κοπάδι αγελάδες, ακούσθηκε μια βροντερή φωνή : - Βαγγέλ’ι αρά Βαγγέλ’ι τν πότσις τ’γελάδα; - Ναι μπάκα, τν πότσα !

Στο ισόγειο του Ερμιόνιου στεγαζόταν εστιατόριο και ζαχαροπλαστείο. Στους ορόφους τα δωμάτια του ξενοδοχείου. Θυμάμαι το 1960 με 1961 πως σε ένα από τα δωμάτια του δεύτερου ορόφου έμενε ένας μηχανικός που εργαζόταν στη ΛΙΠΤΟΛ. Τα απογεύματα η σύζυγος συνήθιζε να βγαίνει για σεργιάνι στο μπαλκονάκι του δωματίου. Φορούσε ωραία φορέματα με φουρώ μέχρι το γόνατο. Εντυπωσιακά ωραία γυναίκα. Κάτω στην πλατεία γινόταν συχνά διαδήλωση. - Ιάτην , ιάτην βγήκι, σιγοψιθύριζαμε με θαυμασμό. Τα Σάββατα συνήθως στην αίθουσα του ισόγειου φιλοξενούνταν ορχήστρες και λαϊκές φωνές. Τον χειμώνα οι κουρτίνες και τα κουρτινάκια δεν επέτρεπαν να διακρίνονται οι θαμώνες. Ακουγόταν η μουσική. Το γλέντι τις περισσότερες φορές γινόταν ως αργά το βράδυ. Παιδί θυμάμαι τις Αποκριές πως γινόταν τα απογεύματα κάθε μέρα της εβδομάδας μπάλ ντ’ ανφάν. Τα βράδια χοροί συλλόγων. Ένα τέτοιο βράδυ μετά το πέρας του χορού ένα γνωστό στην Κοζάνη γεροντοπαλίκαρο έφυγε συνοδεύοντας μια ντιζέζ. Όταν βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα του, ο κύριος είπε : [38]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

- Ένα λεπτό να πάω προς νερού μου. Επιστρέφοντας ρώτησε με αγωνία - Που είναι μαρ, εδώ στο κομοδίνο είχα ένα σοκολατάκ’ι. - Το έφαγα χρυσέ μου, είχα μια λιγούρα. - Το’ φαγες το σοκολατάκ’ι , τότι κάτσι να σε τετοιώσ’ι του σοκολατάκ’ι !

Ήταν παραγγελία από το Παρίσι, το βιάγκρα εκείνης της εποχής !

(Λένας Κυρατσού)

[39]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιώργος Τζέλλος Το περίπτερο της γειτονιάς μας Είχαμε και μείς περίπτερο στη γειτονιά μας. Στη γωνία Τράντα με Χαλκιά μπροστά από την κλινική Μανέντη , ιατρού χειρουργού και κατόπιν Υπουργού Βόρειας Ελλάδος και Γεωργίας. Τότε τη δεκαετία του ’60 διευθυντής της κλινικής ήταν ο κ.Παπακυρίλου και αρχινοσοκόμος ο Βλαδίμηρος, εμιγκρές από τη Ρωσία, ευγενικός και καλοσυνάτος. Το περίπτερο ξύλινο, κίτρινο ανοικτό το χρώμα του, μπροστά επάνω μια ταμπελίτσα ‘’Νέστωρας Μάτσος - Ο τραυματίας της Μελούνας‘’. Ο Νέστωρας ψηλός με βούρτσα το μαλλί από φυσικού του. Θυμάμαι τον αγώνα που έκανα για να πάρω ένα πενηνταράκι. Πλησίαζα στο πλάι στο μικρό γραφείο όπου καθόταν ο παππούς Αντώνης. - Παππού, δώσε ένα πεντούλ’ι. Ο παππούς έκανε πως δεν άκουγε, σκυμένος στα βιβλία: Kαθολικό και Ταμείο. -Παππού δώσμ’ι ένα πεντούλ’ι. Τίποτα, καμία αντίδραση. Εγώ όμως εκεί, επίμονος. -Παππού, δώσμ’ι ένα πεντούλ’ι. - Ε, πάρτου. Και το κτυπούσε δυνατά στο κρύσταλλο του γραφείου. Γρήγορα, γρήγορα στον Νέστωρα. -

Δέκα των πεντακοσίων .

Τις πολύχρωμες καραμέλες χύμα ο Νέστωρας τις διατηρούσε σε γυάλινο βάζο, δίπλα στο παραθυράκι του περίπτερου. Αγοράζαμε χαρτάκια: Πούσκας, Γκαρίνχα, Πελέ, Εθνική Αγγλίας, Πολυχρονίου, Υφαντής, Στεφανάκος Παπαεμμανουήλ, Δομάζος. Όσα χαρτάκια είχαμε διπλά, τα ανταλλάσαμε. Η προσοχή μου, όμως,εστιαζόταν σε κάτι χρυσαφί στρόγγυλα σαν τάλιρα, νόμιζα πως ήταν τσιχλόφουσκες. - Νέστωρα, πόσο κάνουν αυτές; και έδειχνα τα σαν τάλιρα αντικείμενα που τα είχε στη βιτρίνα χαμηλά. - Δεν, δεν ,…, δεν… κάμν’ αυτά για σας, απαντούσε ο Νέστωρας που είχε ένα γλυκό και γοητευτικό ελαφρύ κεκέδισμα στην ομιλία του.

[40]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Με τα λεφτά μας να μην μπορούμε να αγοράσουμε ό,τι θέλουμε!

Αργότερα στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου εννόησα το απαγορευτικό του Νέστωρα. Δίπλα στα χρυσαφί τάλιρα μοστράριζαν και τα τετράγωνα κουτάκια με την ετικέτα STOP !

(Γιώργου Τζέλλου)

[41]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Γιώργος Τζέλλος Ο Παναγιώτης Ο Μεσημέρης Ο κ. Μεσημέρης ήταν αργυραμοιβός – σαράφης κοινώς. Το κατάστημά του ήταν στην Πλατεία 28ης Οκτωβρίου στη νότια πλευρά. Δίπλα στο κατάστημα υποδημάτων των αδελφών Πάπιστα. Το σπίτι του, διατηρητέο σήμερα, αυτό που η ταβέρνα Βεντέτα λειτουργεί. Τα καλοκαίρια, στη σχόλη, πήγαινα τακτικά στο μαγαζί του παππού και του πατέρα μου. Ιδιαίτερα τα Σάββατα που ερχόταν πλήθος πελάτες κυρίως από τα χωριά Ροδιανή, Κτένι, Κερασιά, Καισαριά, Λευκοπηγή και Λευκόβρυση, Άργιλο. Βοηθούσα στο ζύγισμα ζάχαρης, ρυζιού και πακετάρισμα σε χαρτοσακούλα.

Ένα Σάββατο λοιπόν ο παππούς μου έδωσε ένα χιλιάρικο και μ’ έστειλε στον Μεσημέρη να το χαλάσει σε εκατοστάρικα. Το’ σφιξα καλά στην παλάμη διπλωμένο και γρήγορα γρήγορα έφθασα στο κατάστημα του Μεσημέρη. Αυτό είχε ξύλινη προθήκη με τζαμαρία. Μέσα μπροστά ελεύθερος χώρος και μετά ένα ξύλινο γκισέ από τοίχο σε τοίχο. Το γκισέ είχε δύο επίπεδα, ένα προς τα έξω και από μέσα δεύτερο χαμηλότερα ως γραφείο. Στη μέση καθόταν ο κ. Μεσημέρης. Στο βάθος υπήρχε ένα μεγάλο βαρύ χρηματοκιβώτιο ύψους 2,0 μέτρα περίπου. - Σας παρακαλεί ο παππούς ο Αντώνης ο Τζέλλος να μου το χαλάσετε. Και δίνω το χιλιάρικο. Ο κ. Παναγιώτης το πήρε το χιλιάρικο, το τέντωσε με τα δυο του χέρια, το σήκωσε ψηλά ενώ καθόταν και το άφησε να πέσει μόνο του. Κατόπιν το ξανάπιασε, το κοίταξε στο φως μπρος –πίσω, ύστερα με τα δάκτυλα και των δυο χεριών το έτριψε έντονα και το άφησε πάλι να πέσει. Πρωτόγνωρη για μένα η διαδικασία, με εντυπωσίασε! Κατόπιν άνοιξε ένα συρτάρι μπροστά του και έβγαλε ένα μάτσο κατοστάρικα. Τα μέτρησε αφού νότισε τα δάχτυλα με σάλιο, δυο φορές. Σηκώθηκε όρθιος και τα μέτρησε μπροστά μου στο δεύτερο ψηλότερο ράφι του γκισέ. Δέκα ακριβώς. Ευχαρίστησα.

Στο δρόμο για την επιστροφή, εντυπωσιασμένος σκεφτόμουν όλο το σκηνικό. Φυσικά και δεν αμφισβήτησα το μέτρημα ή την γνησιότητα των χαρτονομισμάτων

[42]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[43]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Μιμή Παπαδέλη-Παπαναστασίου Τρύγος Τέλη Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτωβρίου στην Κοζάνη αρχίζει ο τρύγος. Στη μέση της μεγάλης αυλής του σπιτιού στημένο το πατητήρι (η «καρούτα») περιμένει τον καρπό του αμπελιού. Γαϊδουράκια μπαινοβγαίνουν φορτωμένα με κοφίνια γεμάτα σταφύλια, που οι αγωγιάτες αδειάζουν μέσα στην «καρούτα» για να γυρίσουν ύστερα από ώρα φορτωμένα και πάλι με τους γλυκούς καρπούς του αμπελιού. Ένας ευχάριστος πανικός επικρατεί ένα γύρω. Φορώντας μαύρες λαστιχένιες γαλότσες, ψηλές μέχρι το γόνατο, οι εργάτες πατούν μέσα στο πατητήρι τα σταφύλια κάνοντάς τα να βγάλουν τον γλυκό χυμό που στη συνέχεια θα γίνει κρασί. Τα παιδιά της οικογένειας ξαναμμένα από τη φασαρία που επικρατεί παρακολουθούν με ενδιαφέρον και περιέργεια την όλη διαδικασία και αισθάνονται ιδιαίτερα υπερήφανα όταν κάποια στιγμή, προς το τέλος πια, μπαίνουν κι αυτά ξυπόλητα στο πατητήρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν με δύναμη, προσπαθώντας να βγάλουν ότι απόμεινε από τις ζαρωμένες πια ρώγες των σταφυλιών, θέλοντας έτσι να δείξουν ότι βοηθούν και συμμετέχουν κι αυτά στο γενικό πανηγύρι. Στο αμπέλι τραγουδώντας οι εργάτες τρυγούν τα κλήματα, κόβοντας τα μεγάλα τσαμπιά που κάνουν τα κλωνάρια να γέρνουν. Γεμίζουν τα μεγάλα ψάθινα καλάθια τους με τον λαχταριστό καρπό και στη συνέχεια τα αδειάζουν στα κοφίνια για να μεταφερθούν στο σπίτι και να «πατηθούν». Ένα πανηγύρι χαράς και κεφιού απλώνεται τριγύρω καθώς οι φωνές των εργατών των διπλανών αμπελιών σμίγουν μεταξύ τους δημιουργώντας ένα ευχάριστο πανδαιμόνιο. Από τη «Γαλαζιόπετρα» και την «Παναγία», μέχρι τον «Τσαϊπούνη», τον «Κασλά» και τα «Κρεβατάκια», αλλά και σ’ όλους τους λόφους γύρω από την πόλη, όπου οι Κοζανίτες καμαρώνουν τους ξακουστούς τους αμπελώνες, αντηχούν οι χαρούμενες φωνές. Οι «κιφτέδις μι κρουμμύδια στου φούρνου» το παραδοσιακό φαγητό του Κοζανίτικου τρύγου, φτιαγμένο με μεράκι και επιδεξιότητα από τη νοικοκυρά, καταφθάνει το μεσημέρι μέσα σε μεγάλα σινιά, λαχταριστό και μυρωδάτο για να δώσει νέες δυνάμεις στους τρυγητές. Ο παχύς ίσκιος κάτω από τις θεόρατες αμυγδαλιές και τις φορτωμένες με καρπό μηλιές είναι το ιδανικό καταφύγιο για μια ανάσα, μια ανάπαυλα. Οι «μποχτσιάδες» ανοίγουν και οι εργάτες ρίχνονται με βιάση στο φαΐ και στο κρασί για να πάρουν νέες δυνάμεις και να συνεχίσουν μέχρι τη δύση του ήλιου το τρύγημα. Μέσα δεκαετίας του ’50 στην Κοζάνη. Τότε που τα αμπέλια καλλιεργούνταν για να προσφέρουν το κρασί της οικογένειας, Το κρασί που οι [44]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

μερακλήδες νοικοκυραίοι ήθελαν να το φτιάξουν μόνοι τους, από τα δικά τους σταφύλια, για χρήση δική τους και των φίλων τους, να αισθανθούν τη χαρά της δημιουργίας και της παραγωγής, παρόλο που τις περισσότερες φορές πλήρωναν πολύ περισσότερα από αυτά που θα ξόδευαν για να το αγοράσουν. Ένας τέτοιος νοικοκύρης ήταν κι ο πατέρας μου. Το αμπέλι μας στα «Κρεβατάκια» ήταν μια ιδιαίτερη πηγή χαράς και ικανοποίησης γι’ αυτόν, κάθε φορά που, μετά από τα ατέλειωτα κορφολογήματα και τσαπίσματα για τα οποία πληρώνονταν αδρά οι εργάτες, έφτανε η ώρα του τρύγου. Μέσα του Σεπτέμβρη αρχές του Οκτώβρη, όταν ερχόταν η σειρά του δικού μας αμπελιού να τρυγηθεί, το σπίτι μας άλλαζε όψη. Τα μεγάλα ξύλινα βαρέλια, τα «βαένια», έβγαιναν από το τεράστιο θολωτό υπόγειο του σπιτιού για να πλυθούν και να καθαριστούν καλά, έτοιμα να δεχτούν τον μούστο. Στη μέση της μεγάλης αυλής μας μπροστά από το χαγιάτι στηνόταν το πατητήρι και γύρω του εμείς τα παιδιά κάναμε ένα τρελό ξεφάντωμα. Για μας ήταν μια επιπλέον ευκαιρία για γλέντι και διαφορετικό παιγνίδι, ιδιαίτερα όταν έφθανε η ώρα να μπούμε μέσα στο πατητήρι και να πατήσουμε τις ταλαιπωρημένες ρώγες. Εκείνες οι τελευταίες λιγοστές σταγόνες που έσταζαν από την κάνουλα ήταν για μας η μεγαλύτερη ικανοποίηση, γιατί είχαν βγει με τον ιδρώτα μας. Άλλωστε από αυτές δοκιμάζαμε κιόλας, πριν μπει ο μούστος στα βαρέλια και αρχίσει η ζύμωση. Ο πατέρας μου, ένας υπέροχος άνθρωπος πρόσχαρος και γελαστός έφυγε από κοντά μας ξαφνικά στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1989. Οι λίγες αυτές γραμμές ας είναι ένα μνημόσυνο στη μνήμη του.

(Μάρκου Πατσίκα) [45]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Βασίλειος Πασχαλίδης (από τον πρόλογο του βιβλίου του για το αρχοντικό των Σακελλαρίων)

Η αρχοντιά της Κοζάνης "Το αρχοντικό των Σακελλαρίων στην Κοζάνη" είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλειου Β. Πασχαλίδη, Μ-Η. Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας σημειώνει: "Η οικογένεια των Σακελλαρίων μοιράστηκε τη ζωή της μεταξύ της Κοζάνης και των πόλεων της Μεσευρώπης, όπου τα μέλη της ασκούσαν το εμπόριο. Το πέρασμά της από την ιστορία της Κοζάνης έμεινε γνωστό περισσότερο από ένα μέλος της, τον Ιατροφιλόσοφο Γεώργιο Κ. Σακελλάριο, ο οποίος υπήρξε, αναμφίβολα, μία προσωπικότητα εξέχουσα στην εποχή του. Πέρα, όμως, από τους ασχολούμενους ειδικά με τα γράμματα και κυρίως τη λογοτεχνία και την ιστορία, το ευρύτερο κοινό δε γνωρίζει την ιστορία του, ιδιαίτερα στην πατρίδα του Κοζάνη, παρ' όλο που την κεντρική πλατεία της στολίζει ο μαρμάρινος αδριάντας του. Το σπίτι της οικογένειας - το αρχοντικό των Σακελλαρίων - διατηρήθηκε στην Κοζάνη μέχρι το 1977. Γνωστό στους Κοζανίτες σαν σπίτ' τ'ς γιατρούς, έζησε πάνω από τριακόσια χρόνια, για να δώσει τη θέση του σε μια σύγχρονη πολυκατοικία, στην οδό Ιπποκράτους 9, όπου σήμερα στεγάζονται τα κεντρικά γραφεία των ΕΛΤΑ. Κατεδαφίστηκε - στην κυριολεξία - εν μια νυκτί - όπως και άλλα αρχοντικά της πόλεως, θύματα και αυτά της κακώς εννοούμενης "ανοικοδομήσεως". Η κατεδάφιση του ιστορικού αρχοντικού των Σακελλαρίων, ενός από τα αρχαιότερα -ίσως το πρώτο- της Κοζάνης, ήταν ένα έγκλημα, που διαπράχθηκε στην πόλη, απ' αυτά που δε διορθώνονται και δυστυχώς επαναλαμβάνονται. Η ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά είναι ένα βαρύ χρέος, που φέρουμε στους ώμους, γιατί πρέπει να τα διατηρήσουμε εις βάρος, πολλές φορές, των οικονομικών συμφερόντων ή της κακώς εννοούμενης προόδου. Η κληρονομιά όμως αυτή είναι εκείνη που δίνει βάθος και νόημα στην ιστορική ζωή μίας πόλεως και μάλιστα της Κοζάνης με την τόσο πλούσια και ενδιαφέρουσα ιστορία της. Ευελπιστούμε ότι το σπίτ' τ'ς γιατρούς θα είναι το τελευταίο από τα κατεδαφισθέντα αρχοντικά της Κοζάνης, που μαζί με τα διασωθέντα - ευτυχώς - αρχοντικά Βούρκα και Λασσάνη, αποτελούσαν δείγματα αρχιτεκτονικών μνημείων, αψευδείς μάρτυρες της παλαιάς οικονομικής και πολιτιστικής ακμής του τόπου. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο αρχοντικό των Σακελλαρίων και εξερευνώντας τους χώρους του με την παιδική και νεανική μου περιέργεια, γνώρισα κάθε γωνιά του, από τα ανήλια υπόγειά του μέχρι τις αραχνιασμένες [46]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

στέγες του, που αργότερα αποτύπωσα σε σκαριφήματα, καταγράφοντας τις εμπειρίες μου αυτές. Έχοντας συγκεντρώσει άφθονο υλικό (φωτογραφίες, έγγραφα, κειμήλια) από το οικογενειακό μας αρχείο, αποφάσισα να δώσω στους συμπατριώτες μου την εικόνα του αρχοντικού, συμπληρώνοντάς την με περιγραφές των παλαιοτέρων ενοίκων και γειτόνων του. Παρορμώμενος από διάφορες περιγραφές, ελλιπείς ή και ανακριβείς ακόμη, που κατά καιρούς είδαν το φως της δημοσιότητος, παρουσίασα μέρος του υλικού αυτού σαν εισήγηση στο Α' Συνέδριο για την Ιστορία της Κοζάνης, το 1993, που δημοσιεύτηκε στα πρακτικά του. Αναλυτικότερη εργασία αποτελεί το ανά χείρας βιβλίο, στο οποίο το ιστορικό του αρχοντικού έχει αναθεωρηθεί - σε σχέση με την πρώτη εργασία μετά από νέα στοιχεία που προέκυψαν από έρευνες του Βασίλη Σιαμπανόπουλου για την οικογένεια Σακελλαρίων, τα οποία ευγενώς μου διέθεσε. Περιλαμβάνει επίσης βιογραφικά σημειώματα των κατά καιρούς ενοίκων του, περιγραφή του κατά τις διάφορες περιόδους της ζωής του, καθώς και τα κατασκευαστικά του χαρακτηριστικά και είναι διανθισμένο με φωτογραφίες και αρχιτεκτονικά σχέδια. Θεωρώντας ότι ο αναγνώστης πρέπει να συνδεθεί με την πόλη και τις εποχές που διαδραματίζονται τα περιγραφόμενα γεγονότα, παραθέτω ένα πολύ σύντομο ιστορικό σημείωμα για την Κοζάνη. Περιγράφοντας τους χώρους του μεγάλου σπιτιού, ήλθαν στη μνήμη μου περιστατικά που έζησα, αλλά και γεγονότα που μου διηγήθηκαν κατά καιρούς οι μεγαλύτεροι της οικογενείας. Έτσι μπήκα στον πειρασμό να τα παραθέσω - χωρίς πρόθεση να παραστήσω το λαογράφο - σ' ένα κεφάλαιο από τη ζωή και την κίνηση στο αρχοντικό, τις συνήθειες και τα ήθη και έθιμα των ενοίκων του, σαν γνήσιων Κοζανιτών, καθώς και μέρος της παραδόσεως της οικογενείας. Η Λαογραφία είναι ένα δύσκολο και επίπονο θέμα για οποιονδήποτε συγγραφέα, ιδίως η Κοζανίτικη, με το τόσο πλούσιο υλικό της. Είναι αδύνατο στις σελίδες ενός βιβλίου και μάλιστα ενός κεφαλαίου του, να περιγραφούν τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα ενός λαού, που τα τηρεί και τα σέβεται επί αιώνες".

(Αγνώστου)

[47]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Τάσα Σιόμου Ποτέ την Κυριακή στη Σκ΄ρκα, εκτός κι αν… Οικοδόμοι κι εργάτες, αγρότες άγονων χωραφιών και μικρών αμπελιών κατοικούσαν στη Σκ΄ρκα, παλιότερη γειτονιά της Κοζάνης, φτωχικό γενέθλιο τόπο μου, μεγάλο σχολείο ζωής. Οι γυναίκες βοηθούσαν κι αυτές στο βιος. Λυγερόκορμες, όχι από διατροφή, αλλά από τυράννια κι ανέχεια, παράβγαιναν στο να μετουσιώσουν τις στερήσεις σ΄αρχοντιά, παλεύοντας με τα ζυμάρια για τον επιούσιο, δυο ντέγκια αλεύρι και θα τον βγάλουμε το χειμώνα έλεγαν, και χτυπώντας στον αργαλειό τα πολύχρωμα κιλίμια για το στρώσιμο του σπιτιού. Η ισοτιμία των φύλων ήταν άγνωστη. Οι προσφωνήσεις τους «η θ΄κια μ΄ή η άλλην» κι η απόσταση από τους άντρες τους στο δρόμο υποδήλωναν τις διαθέσεις τους. Τα παιδιά πολλά, αποτελείωναν τα μπαλωμένα με όπλατες ρούχα στη γλίστρα της Αγιάννας. Δεν τα κυνηγούσαν για το μεσημεριανό ύπνο, για το φαγητό, αντιθέτως τα απειλούσαν, τα πιθάνει η μάνα΄ς άμα φας, όταν σουρουπών΄, έλεγαν. Ούτε τα δελέαζαν για διάβασμα για να τελειώσουν το σχολείο, το Δημοτικό δηλαδή. Έτσι οι επιδόσεις στα γράμματα ήταν πενιχρές, ήταν όμως πλούσιες στο σήκωμα των περιστεριών, στο πέταγμα της πέτρας, στο τσάκωμα των πουλιών, στις φιλίες … Τα βράδια όλοι στο χωρατά, καθισμένοι σε σταθερές πελεκητές πέτρες. Μιλώντας κατά πρόσωπο ο ένας στον άλλο με συμπάθεια, είτε κλαίγοντας, είτε τραγουδώντας τα βάσανά τους, είτε πειράζοντας ο ένας τον άλλο, λυτρώνονταν από τις έγνοιες της ζωής. Αριά και που εμφανίζονταν χαλβάς σιμιγδαλίσιος ή φιλίτσες ψωμιού με ζάχαρη και λάδι. Στη γειτονιά που και που ξετρύπωναν μπακάλικα – ταβέρνες, π.χ. τ΄Κουτσουσίμ΄, τ΄Πατίκα, προνόμιο των ανδρών για τα ξεροσφύρια της ρακής ή του κρασιού, καθισμένων σε τσουβάλια με πατάτες ή ζάχαρη, αλλά και προνόμιο των παιδιών για λίγα δράμια λάδι ή ελιές. Τα μεροκάματα των ανδρών λιγοστά , το ΙΚΑ ήταν στα αζήτητα, κι αυτά ήταν κερδισμένα στο ανθρωποπάζαρο, μπροστά στου Δαβάνη, δίπλα στο Δημαρχείο, όπου τα φευγαλέα αφεντικά διάλεγαν ανάλογα με τα μπράτσα και τη φήμη των εργατών. Και σε καιρούς όμως που υπήρχαν φούριες, στο θέρος ή στον τρύγο, ποτέ δεν έκαναν μεροκάματο την ΚΥΡΙΑΚΗ. Ήταν μέρα άγια, αφιερωμένη στα θεία κι ας μην πατούσαν το πόδι τους στην εκκλησιά, μόνο τις κούπες

[48]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

συμβόλιζαν με τα κεριά, αφού ρωτούσε ο ένας τον άλλο τις Κυριακές, με νόημα «πόσα κιριά άναψις σήμιρα;». Δούλευαν όμως τις Κυριακές, αφιλοκερδώς, για να χτίσουν το αυθαίρετο σπίτι του φτωχού συντοπίτη. Πολλοί μαζί έριχναν τα θεμέλια, πολλοί μαζί ύψωναν τη στέγη από Κυριακή σε Κυριακή, για να προλάβουν την Αστυνομία, που φαίνεται χαλάρωνε τους ελέγχους την άγια μέρα και δύσκολα βεβαίωνε εντολές για κατεδάφιση των υψωμένων γιαπιών. Τα σπίτια στα ανθρώπινα μέτρα, φαίνονταν ο Άι-Σαράντ΄ς από τη Σκ΄ρκα, ήταν δικής τους αισθητικής, καμωμένα με αργολιθοδομή και τσατμάδες. Τα δείγματα αυτά λαϊκής αρχιτεκτονικής που επλήγησαν από τις αντιπαροχές κι έγιναν κουρνιαχτός από το σεισμό του ΄95 και τις μπουλντόζες, περιβάλλονταν από αυλές με ραλίκια και τενεκέδες λουλουδιών και περιτρέχονταν από στενοσόκακα στρωμένα με πέτρες. Συχνά οι καινούριοι νοικοκυραίοι τα κατοικούσαν με υγρά ντουβάρια και κουρελούδες στα παράθυρα. Τα νυχτέρια όμως και τα γιορτάσια δεν έλειπαν, ενώ σιγά – σιγά τα πράγματα έμπαιναν σε σειρά. Ο εθελοντισμός κι η αλληλεγγύη ήταν άγνωστες λέξεις, η αυτοθυσία όμως για το συνάνθρωπο έδινε κι έπαιρνε, αφού μαζί πάλευαν τις χαρές και τις λύπες. Τους φαντάζομαι ν΄ αναριωτιούνται: Τί είνι αυτήν η αλληλεγγύη? Φαίνιτι δεν τ΄ν έχ΄ν κι τ΄συζητούν. Τα μαστόρια της Σκ΄ρκας δεν ήταν φημισμένοι πελεκάνοι, όπως αυτοί από το Βόιο, δε ζωγράφιζαν το αρμολόι και δεν έφταναν στην Πόλη για να χτίσουν και να καζαντίσουν. Ήταν όμως ακροβάτες στις πρόχειρες σκαλωσιές και στις στέγες, είχαν χέρια γερά σαν φτυάρια, Μανόλης Δάλλας, ώμους γερούς για το χάρτσ΄ και κυρίως είχαν φιλότιμο και μπέσα, καρδιά μπαχτσέ, χωρίς ιδιοτέλεια, που χτυπούσε στους ρυθμούς της ανάγκης του άλλου! Υ.Γ. Το αφιερώνω: Στη μνήμη του πατέρα μου Μανόλη, εργάτη στο επάγγελμα, που με μύησε στα ζόρια του ντουνιά. Στον Στέργιο Σακαλή, 85χρονο οικοδόμο της γειτονιάς, με αρχοντιά, σε κερνάει στο δρόμο καραμέλες, βασιλικούς και δενδρολίβανο, και με σοφία, οι σπουδαγμένοι ξέρ΄ν τα θ΄κα ΄τς , ιγώ πιρπατώ κι βλέπου ότι έχτ΄σα τ΄ μ΄ση τ΄ν Κουζάνη, λέει.

[49]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Τάσας Σιόμου)

[50]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Νίκου Λιόντα)

[51]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Αφήγηση Νίκου Κοκκαλιάρη στον Γιώργο Γελαδάρη Ο Κοζανίτης, ο Εβραίος και τα πικραμύγδαλα Ο κυρ Νίκος εμπορεύονταν αμύγδαλα. Όλα τα Κοζανίτικα αμπέλια και στα χωριά, γύρω γύρω είχαν αμυγδαλιές στο σύνορο. Ανάμεσα στις καλές αμυγδαλιές, υπήρχαν και πικραμυγδαλιές. Έχω και γω μία πικραμυγδαλιά και την κρατάω για τα υπέροχα αρωματικά πικραμύγδαλα, που δεν πρέπει να τρως παραπάνω από 2 την ημέρα. Τότε οι νοικοκυραίοι μάζευαν τα καλά, αλλά μάζευαν και τα πικρά. Κρατούσαν τα χρειαζούμενα της χρονιάς για το σπίτι και τα άλλα τα έδιναν στον έμπορα τον Κυρ Νίκο, ο οποίος μάζευε από την Κοζάνη και τα χωριά. Μαζί με τα καλά μύγδαλα του πήγαιναν και τα πικραμύγδαλα. Η συνήθης στρατηγική απάντηση ήταν : Α! δεν εχ’ν καμμιά αξία... άμα θες πάρτα πίσω. Φυσικά κανείς δεν τα έπαιρνε πίσω και τα άφηνε εκεί. Έτσι μάζευε γύρω στα 2000 κιλά πικραμύγδαλα. Αφού τα έσπαγε όλα, έπαιρνε τηλέφωνο έναν χονδρέμπορα Εβραίο στα Λαδάδικα στη Θεσσαλονίκη και τον ενημέρωνε για την διαθέσιμη ποσότητα, για να πάρει και μια τιμή για τα μύγδαλα. Στο τηλέφωνο του είπε ότι έχει και 2000 κιλά πικραμύγδαλα. Ο Εβραίος έμπορας του λέει: Δεν έχουν τιμή, άμα θες φέρ’τα και άστα εδώ, άμα βρω πελάτη, θα πάρεις τα λεφτά σου. Ο Κυρ Νίκος του πήγε τα καλά μύγδαλα, πήρε τα λεφτά του, αλλά τα πικραμύγδαλα έμειναν στο σπίτι στη Κοζάνη. Καθώς γυρνούσε πίσω, σκεφτόταν τι να κάνει με τα πικραμύγδαλα και το εμπορικό του μυαλό άστραψε !!!! Την άλλη μέρα βρήκε τον συνονόματό του φίλο Νίκο και του ζήτησε να τον βοηθήσει σε μια δουλειά. Ο φίλος του ήταν πάντα καλοντυμένος, κουστουμάτος, γραβάτα και λουλούδι στο πέτο. -

Θα πάμε Σαλονίκη, θα πάς σε ένα μαγαζί, θα πεις ότι σου πω, θα φάμε, θα πάρεις 1 κατοστάρικο αμοιβή και θα γυρίσουμε.

Πράγματι, πήραν το λεωφορείο, μια δερμάτινη κυριλέ τσάντα και πήγαν στα Λαδάδικα. Τού ‘δειξε το μαγαζί του Εβραίου και του είπε να πάει ρωτήσει αν έχει πικραμύγδαλα, διότι η φαρμακευτική εταιρία που εκπροσωπούσε τα χρειαζόταν.

[52]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Ο Εβραίος ‘άναψε’ και του είπε να περάσει σε κάνα δυο μέρες θα είχε 2000 κιλά. Ο δικός μας τον χαιρέτησε και έφυγε. Αμέσως ο Εβραίος πήρε τηλέφωνο στην Κοζάνη, αλλά η δασκαλεμένη γυναίκα του απάντησε ότι λείπει και θα γυρίσει το βράδυ αργά. Ο κυρ Νίκος τον άφησε να τσιγαριστεί και την άλλη μέρα το πρωί πήρε τηλέφωνο και τον ρώτησε με αδιάφορο ύφος: -

Ήθελες τίποτα; Εκείνα τα πικραμύγδαλα τα’ χεις ακόμα; Ναι τα παζαρεύω και θα τα δώσω 14 δρχ το κιλό. Όχι τα θέλω εγώ, θα σου δώσω 16 δρχ. Ε! Αφού είναι για σένα, βάλε μια δραχμή ακόμα δηλ. 17 και στα στέλνω αύριο

Σφάλισε το παζάρι και ξεφορτώθηκε τα πικραμύγδαλα σε εξαιρετική τιμή.

Ακόμα καρτεράει ο χονδρέμπορας τον αντιπρόσωπο της φαρμακευτικής να τα αγοράσει. Δεν είναι παραμύθι, είναι γεγονός στην πόλη μας, γίνγκιν δηλ.

(Αγνώστου)

[53]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Ελένη Δεληβοριά Μακεδονικός- Παναθηναϊκός 1-0 Η ιστορία που ακολουθεί έχει ακουστεί πολλές φορές στα αυτιά μου στο πέρασμα του χρόνου, άλλοτε σαν παραμύθι ως παιδί, άλλοτε σαν ανέκδοτο ως έφηβη κι άλλοτε σαν ιστορία επιστημονικής φαντασίας ως ενήλικη. Τις λεπτομέρειες ποτέ δεν συγκράτησα σε καμία από τις εκδοχές της, όμως ήρθε η ώρα να την αφηγηθώ με τον δικό μου τρόπο, ως μεσήλικας πια. Ο πατέρας μου λοιπόν, Εμμανουήλ Δεληβοριάς και πάλαι ποτέ θρυλικός τερματοφύλακας της ποδοσφαιρικής ομάδας «Μακεδονικός Κοζάνης» από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 60, είχε δεχτεί κάποτε πρόταση από την ομάδα του Παναθηναϊκού να μεταγραφεί εκεί, καθώς κοινώς ομολογουμένως είχε επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις στα τέρματα των ποδοσφαιρικών γηπέδων της εποχής. Ο Δεληβοριάς, συνοδευόμενος από το τότε στέλεχος της ομάδας του Μακεδονικού, κύριο Χατζηγιαννάκη, ξεκίνησε το ταξίδι από Κοζάνη προς Αθήνα, όπου τους περίμεναν παράγοντες της ομάδας του Παναθηναϊκού, ώστε να γίνει επισήμως η πρόταση και να συζητηθούν οι λεπτομέρειες της πιθανής μεταγραφής του Κοζανίτη τερματοφύλακα στην ομάδα του Παναθηναϊκού. Οι δυο Κοζανίτες, Δεληβοριάς και Χατζηγιαννάκης βρίσκονται κάποια στιγμή σε γνωστό ξενοδοχείο της Αθήνας και περιμένουν να τους σερβίρουν τον καφέ τους. Όταν ο σερβιτόρος αφήνει μπροστά τους ένα μεγαλοπρεπές σερβίτσιο που αποτελείται από κανάτες, ζαχαριέρες και όλα τα παρελκόμενα του καφέ, παρατηρούν έκπληκτοι πως τα φλυτζάνια τους είναι πολυτελή και ωραιότατα μεν, αλλά παρόλα αυτά εντελώς άδεια! Ούτε ίχνος καφέ μέσα σ’ αυτά! (Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε πως ο στιγμιαίος καφές γνωστής μάρκας ευρείας κατανάλωσης στις μέρες μας, δεν είχε γίνει ακόμη δημοφιλής εκείνο το χρονικό διάστημα ή τουλάχιστον όχι ακόμη σε μια επαρχιακή πόλη όπως η Κοζάνη). Κοιτάζονται λοιπόν απορημένοι οι δυο τους και διαπιστώνουν σύντομα ο ένας στο βλέμμα του άλλου, πως κανείς τους δεν γνωρίζει τι ακριβώς πρέπει να κάνουν με όλα αυτά τα αξεσουάρ που έχουν κάτω από τη μύτη τους, ώστε να πιούν αυτόν το ρημαδοκαφέ! Εντάξει, εδώ που τα λέμε ήταν ντροπή να μην ξέρουν να φτιάξουν έναν απλό καφέ που τύχαινε να είναι σε φακελάκι και όχι έτοιμος μέσα στο φλυτζάνι να τους περιμένει! Από την άλλη όμως, ήταν δυο φορές ντροπή να ρωτήσουν και πώς φτιάχνεται! Έτσι λοιπόν, κοίταξαν γύρω τους συνωμοτικά και μόλις βρήκαν την κατάλληλη στιγμή που δεν θα γίνονταν αντιληπτοί από τον περίγυρο, έριξαν ό,τι τους φώτισε ο Θεός μέσα στο φλυτζάνι τους εν ριπή οφθαλμού! [54]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Στο τέλος, δεν γνωρίζω αν ήπιαν τον καφέ, αυτό που γνωρίζω όμως με βεβαιότητα είναι πως οι διαπραγματεύσεις δεν καρποφόρησαν και πως η μεταγραφή του πατέρα μου στον Παναθηναϊκό δεν έγινε ποτέ. Ο λόγος δεν ήταν ασφαλώς γιατί τότε δεν ήξερε να φτιάχνει νες καφέ, αλλά γιατί το συμβούλιο του Αθλητικού Συλλόγου «Μακεδονικός» Κοζάνης αποφάσισε στη συνέχεια πως δεν δέχεται να παραχωρήσει τον κορυφαίο της Κοζανίτη τερματοφύλακα στην ομάδα της Αθήνας. Ως εκ τούτου, ο Εμμανουήλ Δεληβοριάς τίμησε και υπηρέτησε την ομάδα και τους οπαδούς του Μακεδονικού για όσο καιρό ακόμη θα βρίσκονταν μπροστά από τα τέρματα και χωρίς αμφιβολία το έκανε με την καρδιά του. Γι’ αυτό εξάλλου «βραβεύτηκε» με αμέτρητα χειροκροτήματα και ζητωκραυγές φορώντας τη φανέλα του Μακεδονικού και αποκρούοντας θεαματικά τα σουτ της αντίπαλης ομάδας, άσχετα αν δεν άπλωσε τελικά τα «δίκτυα» του στα Αθηναϊκά γήπεδα. Ποιος ξέρει αν γινόταν δημοφιλής σε πανελλήνιο επίπεδο και συνέχιζε να προσφέρει ενθουσιασμό σε μεγαλύτερες πλέον κερκίδες φορώντας την πράσινη φανέλα; Ποιος ξέρει αν γινόταν πλουσιότερος σε χρήματα και εμπειρίες αν όντως γινόταν η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό; Αυτό που ξέρω είναι πως σε δυο όχι αμιγώς ποδοσφαιρικούς αγώνες που παίχτηκαν, ο ένας εκτός κι ο άλλος εντός έδρας, αν μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους, τα τελικό σκορ ήταν… Νες καφέ – Δεληβοριάς- Χατζηγιαννάκης: 0-0 Μακεδονικός – Παναθηναϊκός: 1-0

[55]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Ελένης Δεληβοριά)

[56]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Ελένης Δεληβοριά)

[57]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Μιμή Παπαδέλη-Παπαναστασίου Απόδραση στο «Ολύμπιο» Κοζάνη, δεκαετία του ’60, κινηματοθέατρο Ολύμπιο. Από την εποχή που πρωτοκτίστηκε ο γνωστός κινηματογράφος, κάθε χρόνο στη διάρκεια της Αποκριάς μεταμορφωνόταν σε κέντρο διασκεδάσεως. Τρελό ξεφάντωμα κάθε βράδυ, ατέλειωτο το γλέντι, σωρός οι σερπαντίνες και τα κομφετί, κατάμεστος από χαρούμενους γλεντζέδες ο τεράστιος χώρος, ο μεγαλύτερος που διέθετε τότε η Κοζάνη γι’ αυτόν τον σκοπό, αδιαχώρητο στην πίστα. Η παρουσία όμως μαθητών των γυμνασίων σ’ αυτούς τους χώρους της διασκέδασης και η συμμετοχή τους σ’ αυτό το πανηγύρι ήταν πράγματα απαγορευμένα. Η παράβαση των κανονισμών είχε άμεσο αντίκτυπο την αυστηρή τιμωρία. Μόνη διέξοδος λοιπόν η μεταμφίεση. 1961, το Σαββατόβραδο της μεγάλης Αποκριάς μια μικρή φιλική παρέα συμμαθητών και συμμαθητριών αποφασίσαμε να τολμήσουμε. Με πρόχειρες αποκριάτικες φορεσιές, που δημιουργήσαμε ανακαλύπτοντας κρυμμένους ξεχασμένους «θησαυρούς» μέσα στα παλιά μπαούλα και στις φθαρμένες απ’ τα χρόνια κασέλες, γελώντας και ανταλλάσσοντας αστεία και πειράγματα «εισβάλαμε» στον απαγορευμένο χώρο, τον μαγικό και ονειρεμένο. Τα πρόσωπά μας σκεπασμένα επιμελώς, κρυμμένα πίσω από μάσκες και μαντίλια για τον φόβο της αναγνώρισης. Η αναπνοή μας δύσκολη, που γινόταν ακόμη πιο γρήγορη και βιαστική από τους ξέφρενους ρυθμούς του ροκ και του τσα τσα που ακατάπαυστα χορεύαμε. Ακόμη και σήμερα αναρωτιέμαι κι απορώ πώς αντέξαμε εκείνο το ασφυκτικό κουκούλωμα και δεν πάθαμε ασφυξία. Εκείνο το αξέχαστο βράδυ στο Ολύμπιο βγάλαμε το άχτι μας για όλα τα προηγούμενα που είχαμε χάσει. Η φλόγα της εφηβείας και το αίμα μας που έβραζε, μας έκαναν να μην σταματήσουμε για ώρες το γλέντι και τον χορό. Η χαρούμενη αποκριάτικη ατμόσφαιρα, η ορχήστρα που έπαιζε αδιάκοπα τους ξέφρενους χορευτικούς ρυθμούς της με το «έντεκα» να κυριαρχεί, η αφόρητη ζέστη και το στριμωξίδι στη μεγάλη πίστα του κέντρου και κυρίως η αγωνία μήπως και κάποιος μας αναγνωρίσει και μας προδώσει, ζωντανεύουν κάθε φορά τις Αποκριές και ξανάρχονται στον νου με νοσταλγία. Πολλές Αποκριές έχουν περάσει από τότε, οι πιο πολλές γεμάτες με κέφι, γλέντια και χορούς, διασκεδάσεις σε χώρους πολύ πιο όμορφους και πλούσιους από το Ολύμπιο και φυσικά χωρίς τα καρδιοχτύπια εκείνης της υπέροχης βραδιάς. Όμως στη μνήμη μου εκείνο το Σαββατόβραδο της Αποκριάς του ’61, η απόδραση από τα πρέπει και τους περιορισμούς της μαθητικής μας ζωής, έχει πάντα μια θέση ξεχωριστή. Μια τρυφερότητα και μια γλυκιά θλίψη με

[58]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

πλημμυρίζουν κάθε φορά, καθώς θυμάμαι εκείνη τη μοναδική ίσως «ανυπακοή» μου στους αυστηρούς κανόνες του σχολείου.

(Τζίμη Λιάνα)

[59]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Μιμή Παπαδέλη-Παπαναστασίου Σχολικές αναμνήσεις Κάθε φορά, στις αρχές του Σεπτέμβρη, όταν ανοίγουν τα σχολεία, η σκέψη μου γυρνά πάλι πίσω χρόνια πριν, στα χρόνια εκείνα της αθωότητας, τα λίγο μακρινά τώρα πια, που όμως σημάδεψαν τη ζωή μου. Το κουδούνι του σχολείου που χτυπά για να καλέσει τους μικρούς μαθητές για μάθημα, μοιάζει σαν να καλεί και μένα να τρέξω να προλάβω και οι θύμισες ξεχύνονται ποταμός… Ε΄ Δημοτικό Σχολείο Κοζάνης. Ένα τεράστιο νεοκλασικό κτίριο κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο, δωρεά του Γεωργίου Τιόλη, που στα μάτια μας φάνταζε ακόμη πιο μεγάλο. Στο ισόγειο στεγαζόταν το Δημοτικό και στον πάνω όροφο το Γυμνάσιο Θηλέων Κοζάνης. Για το υπόγειο, που τα παράθυρά του μισοφαίνονταν από την αυλή του σχολείου, η φαντασία μας έπλεκε μύθους και ιστορίες. Μια μάγισσα ή ένα ξωτικό πρόβαλλαν συχνά, κυρίως τις απογευματινές ώρες του χειμώνα που σκοτείνιαζε νωρίς και μας έκαναν να φεύγουμε τρομαγμένα για τα σπίτια μας, χωρίς να κοιτάζουμε πίσω από φόβο μήπως πάρουν τη λαλιά μας ή μας κάνουν κάποιο κακό. Πρώτη Δημοτικού. Η γλυκύτατη δασκάλα μας η «κυρία» Αγγελική Ρεπανά, φορώντας τη μπλε ποδιά της κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να επιβάλλει την τάξη στα ατίθασα διαβολάκια που δεν μπορούσαμε να συνηθίσουμε στους κανονισμούς και στην πειθαρχία του σχολείου. Στο μυαλό μας ήταν ακόμη τα παιχνίδια στις μεγάλες αυλές μας, οι κούκλες και τα «σπιτάκια» που παίζαμε σαν τρελά στους παλιούς μεγάλους οντάδες των σπιτιών μας τους φορτωμένους με μνήμες και ιστορία. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να συνηθίσουμε και να καταλάβουμε ότι έπρεπε να «λέμε» το μάθημα όταν ήθελε η δασκάλα μας και όχι όταν θέλαμε εμείς. Ο Ρήγας, η Άννα και η μικρούλα Έλλη με τις ιστορίες τους έγιναν σιγά σιγά πρόσωπα υπαρκτά, οικεία και αγαπημένα. Ήταν αλλιώτικοι εκείνοι οι δάσκαλοι. Από τον διευθυντή μας τον αυστηρό μα πάντα δίκαιο Γιώργο Παπαδέλη, ως τους δασκάλους μας την καλλίφωνη Αννίκα Τιτέλη, την Ελένη Μουμουζιά, την Ελένη Παπαδημητρίου, τη Μαριάνθη Γερούση, τον Τάκη Σίσκο, τον Θεοφάνη Σκούρτη, τον Γιώργο Παντούλη. Όλοι τους είχαν υψηλό το αίσθημα της ευθύνης και του καθήκοντος. Υπεύθυνα άτομα που μας δίδαξαν και μας έμαθαν να νιώθουμε υπερήφανοι που γεννηθήκαμε σ’ αυτόν τον υπέροχο τόπο. Στο διάλειμμα τρέξιμο, κυνηγητό, «πετάει πετάει η μέλισσα», πόσα παιχνίδια και τρεχαλητά στη λίγη ώρα που διαρκούσε. Κι ύστερα σβήναμε τη δίψα μας και πλέναμε τα ιδρωμένα πρόσωπά μας στο γάργαρο νερό της βρύσης [60]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

μας που πολλές φορές μας πρόσφερε και τις πρώτες βοήθειες ξεπλένοντας τα αίματα από τα γρατσουνισμένα γόνατά μας. Η κυρά Κατιρνούλα δίπλα με το μαγαζάκι της μικρό μια σταλιά μα και τόσο μεγάλο συγχρόνως πόσες χαρές και ευτυχίες μας χάριζε. Οι «φλόκες» και οι τσιχλόφουσκες, οι καραμέλες και οι σοκολάτες έρχονταν στην τσέπη μας με λίγες δεκάρες ή έστω λίγες δραχμές. Κι αν ήσουν τυχερός και κέρδιζες στα μαγικά χαρτάκια που αγοράζαμε μια μπάλα, μια σφυρίχτρα, ένα μπαλόνι, τότε ήσουν άρχοντας του κόσμου. Πόσα λίγα θέλει ένα παιδί για να’ ναι ευτυχισμένο! Το κουδούνι του σχολείου που χτυπάει να καλέσει τους μαθητές για μάθημα, είναι τώρα ηλεκτρικό. Αρκεί ένα πάτημα του κουμπιού για να ηχήσει. Ο κυρ Αντρέας ο επιστάτης μας δεν είναι πια εδώ να βγει στην αυλή να μας καλέσει για το μάθημα. Ποιος ξέρει, μπορεί εκεί που βρίσκεται να καλεί με το κουδούνι του κάποια άλλα παιδιά, να’ ναι κι εκεί το ίδιο πρόσχαρος και γελαστός, όπως όταν μας πουλούσε τα κουλούρια του, εκείνα τα ζεστά γεμάτα σουσάμι κουλούρια, που τρέχαμε να αγοράσουμε πεινασμένοι από το τρεχαλητό και τα παιχνίδια.

(Λένας Κυρατσού)

[61]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Μιμή Παπαδέλη-Παπαναστασίου Ο Νιάημερος Κάθε χρόνο στις αρχές Οκτωβρίου, γίνεται στην Κοζάνη ο Νιάημερος, η γνωστή εμποροπανήγυρη. Όλοι μας, λίγο ή πολύ και κυρίως τα παιδιά, έχουμε όμορφες, τρυφερές αναμνήσεις από αυτό το μοναδικό για την παλιά εποχή γεγονός, που συγκέντρωνε στην πόλη μας και τους κατοίκους της γύρω περιοχής για να ψωνίσουν και να διασκεδάσουν. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το πανηγύρι αυτό κρατούσε εννιά μέρες (εννιάμερος-νιάημερος), ξεκινώντας από τα Σέρβια. Στη Λαχαναγορά, στου «Μισχιάθ’κου», όπου γινόταν ο Νιάημερος όταν εγώ ήμουν παιδί, το πανηγύρι άρχιζε από τη Δευτέρα. Τότε στηνόταν το Λούνα Παρκ, ο θαυμαστός και μαγικός κόσμος των παιδιών, που το περιμέναμε με λαχτάρα. Αμέτρητη η προσδοκία, η ανυπομονησία και η χαρά μας, όταν επιτέλους στηνόταν. Οι κούνιες (εκείνες οι βάρκες που νόμιζες ότι σε ανέβαζαν στον ουρανό), τα αλογάκια με τον αλησμόνητο Κουκουρίνο, τα χίλια δυο παιγνίδια, προσκαλούσαν τους μικρούς και όχι μόνο, να διασκεδάσουν και να χαρούν. Την Τρίτη, από το πρωί, ένα πολύχρωμο, πολύβουο μελίσσι νέων και μεγαλύτερων περιδιάβαινε ανάμεσα από τους πάγκους με τα ρούχα, τα παπούτσια, τα είδη του νοικοκυριού, τα παιγνίδια. Μεγάλα τσαντίρια με μάγους και ασώματες κεφαλές, ταχυδακτυλουργούς και φίδια, προσκαλούσαν τον κόσμο να μπει μέσα και να θαυμάσει. Το «μαλλί της γριάς», άσπρο ή ροζ, που κολλούσε στα χείλη όταν το τρώγαμε, τα μαντζούνια του Ρέτζιου και τα κόκκινα μήλα του, φάνταζαν προκλητικά στις προθήκες των πρόχειρων κατασκευών, σκέτος πειρασμός για μικρούς και μεγάλους. Το αποκορύφωμα όμως των γλυκών της ημέρας, το σήμα κατατεθέν του Νιάημερου ήταν «ου Νιαημιργιότ’κους ου χαλβάς απ’ τουν Νταβάν’», όπου σχηματίζαμε ατέλειωτες ουρές μπροστά από το μαγαζί του για να τον απολαύσουμε. «Χαλβάν νιαημιργιότ’κουν» παρασκεύαζαν και άλλοι επιτήδειοι Κοζανίτες μόνον τις μέρες εκείνες, όπως ο αξέχαστος Χαρίσης, που πουλούσε όλο τον χρόνο στα γήπεδα τον ωραίο άσπρο σαπουνέ χαλβά και τον διαλαλούσε με το χαρακτηριστικό εκείνο «Χαλβάν παιδία». Από το γραφικό «Μισχιάθ’κου» ο Νιάημερος μεταφέρθηκε λίγο πιο κάτω «στ’ Κλη του μπαχτσέ», από κει σε μεγαλύτερο χώρο προς τον σιδηροδρομικό σταθμό (κάτω από την οδό Γκέρτσου) για λίγα χρόνια, στον δρόμο για τον Αϊ Θανάση και τα τελευταία χρόνια στους πρόποδες του Ψηλού Αϊ-Λια, ξέμακρος, μακριά απ’ την ανάσα της πόλης. Χάθηκε έτσι η παλιά αίγλη, η γραφικότητα και

[62]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

η απλότητά του, έγινε πιο εμπορική εκδήλωση και λιγότερο ανθρώπινη, όπως όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις.

(Μάρκου Πατσίκα)

[63]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Μιμή Παπαδέλη-Παπαναστασίου Χειμώνας «…Πρόσεξε μη γλιστρήσεις! Να περπατάς σιγά σιγά και με σκυμμένο το κεφάλι σου για να βλέπεις πού πατάς! Είναι πολύ επικίνδυνος ο πάγος έξω. Μη ξεχάσεις να φορέσεις τον σκούφο και τα γάντια σου, έξω κάνει παγωνιά…». Κάθε φορά που χιονίζει (όχι πολύ συχνά τώρα πια), στο μυαλό μου έρχονται οι λευκές παγωμένες μέρες του χειμώνα στην Κοζάνη των παιδικών μου χρόνων. Η φωνή της μητέρας μου, προστατευτική και επιτακτική ηχεί ακόμη στα αφτιά μου κι ας έχουν περάσει…κάποια χρόνια από τότε. Χειμώνας, τέλη δεκαετίας του ’50. Έξω το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. Οι στέγες των σπιτιών, οι αυλές, τα δέντρα, οι δρόμοι, όλα στρωμένα με το κατάλευκο πέπλο που οι άσπρες νιφάδες του είχαν απλώσει. Οι αστρέχες πάγωναν και δημιουργούσαν μικρούς σταλακτίτες (σουτζούκια) που κρέμονταν στη σειρά σαν στρατιώτες κάτω από τις στέγες των σπιτιών. Η θεόρατη γλυκιά μας, που τα κλωνάρια της θαρρείς άγγιζαν τον ουρανό, γυμνή από φύλλα δέσποζε και κυριαρχούσε στη μέση της μεγάλης αυλής μας. Το κρύο τσουχτερό, πολλές φορές κάτω από το μηδέν η θερμοκρασία. Εμείς όμως, τα παιδιά, έπρεπε να πάμε στο σχολείο μας και να παρακολουθήσουμε κανονικά τα μαθήματά μας, Ήταν πολύ λίγες οι φορές που τα σχολεία έκλειναν τότε λόγω κακοκαιρίας. Θυμάμαι τον πατέρα μου και τη θεία μου Θεανώ, ανήμερα τα Θεοφάνεια, μέρα της γιορτής της, να προσπαθούν με φτυάρια να ανοίξουν διάδρομο ανάμεσα στα χιόνια από τη «μεγάλη» εξώπορτα της αυλής μέχρι την είσοδο της «σόμπας», του δωματίου υποδοχής στη νέα πτέρυγα του αρχοντικού, που η θεία μου δεχόταν τους επισκέπτες για τη γιορτή της. Ήταν τόσο πολύ το χιόνι που συσσωρευόταν στο πλάι, που πολλές φορές ξεπερνούσε σε ύψος το ενάμισι μέτρο και σε μας τα παιδιά έμοιαζε με τούνελ. Θυμάμαι ακόμη σαν σε όνειρο τους κωδωνοφόρους με τα μεγάλα κυπριά και τα τεράστια κουδούνια κρεμασμένα γύρω από τη μέση και τους ώμους τους, να έρχονται εκείνη την ημέρα στο σπίτι μας για να τραγουδήσουν. Σε κάθε βήμα τους ο θόρυβος που έκαναν όλα εκείνα τα βαριά αντικείμενα ήταν πολύ μεγαλύτερος από τις φωνές των τραγουδιστών. Του Αγίου Βασιλείου, τα Θεοφάνεια και του Αγίου Ιωάννη, οι κωδωνοφόροι, ζωσμένοι τα κυπριά και τα κουδούνια τους, γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας και λέγοντας ευχές. Ήταν, νομίζω, από τις τελευταίες χρονιές που συνεχιζόταν το έθιμο αυτό. Όπως και τόσα άλλα, έσβησε με το πέρασμα του χρόνου και χάθηκε, έμεινε μόνον στις μνήμες αυτών που το έζησαν και ξανάρχεται στον νου κάθε φορά αυτές τις Άγιες μέρες. Στις 30 του Γενάρη είναι η μεγάλη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, των κατ’ εξοχή Αγίων της εκπαίδευσης και της παιδείας. Στη δεκαετία του ’60 στην Κοζάνη [64]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

γινόταν προς τιμήν τους εκκλησιασμός στον Άγιο Νικόλαο, καθώς και επιμνημόσυνη δέηση για τους ευεργέτες της πόλης. Εμείς όμως οι μαθητές δεν τη χαιρόμασταν όσο έπρεπε αυτή τη μέρα στης σχόλης γιατί στις 2 Φεβρουαρίου άρχιζαν οι διαγωνισμοί του Α΄ εξαμήνου και το καρδιοχτύπι μας για την έκβασή τους ήταν δυνατό. Δεν ξέραμε ακόμη τότε ότι τα χρόνια εκείνα τα μαθητικά και της εφηβείας μας, παρ’ όλα τα χτυποκάρδια και τις αγωνίες μας, ήταν τα πιο ξένοιαστά της ζωής μας. Όταν το καταλάβαμε ήταν πια αργά. Είχαν χαθεί για πάντα…

(Μάρκου Πατσίκα)

[65]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Μιμή Παπαδέλη-Παπαναστασίου Πάλι εκεί… Χθες βράδυ βρέθηκα πάλι εκεί. Πίσω από το παράθυρο του δωματίου μου στο πατρικό μου σπίτι στην Κοζάνη, κυριακάτικο πρωινό της Μεγάλης Αποκριάς. Με τραβηγμένες στο πλάι τις κουρτίνες για να παρατηρώ προσεκτικά τα πάντα έξω, για να βλέπω όσο μπορούσα καλύτερα τις ετοιμασίες για το βράδυ. Οργασμός και χαρούμενη αναταραχή στο σταυροδρόμι της οδού Αρμενούλη, μπροστά από το παλιό αρχοντικό Βούρκα-Κατσικά. Όλος σχεδόν ο παιδόκοσμος της γειτονιάς στο πόδι. Οι «φούντες» από τα πολύχρωμα «φυλλουρίδια» που τα επιδέξια παιδικά χέρια είχαν από μέρες περίτεχνα ετοιμάσει, έπαιρναν σιγά σιγά τη θέση τους στολίζοντας τους γύρω στύλους. Ο βωμός της ξερολιθιάς στημένος στη μέση του δρόμου, με το δαδί προσεκτικά στοιβαγμένο πάνω του, έτοιμος να ανάψει το βράδυ και να σκορπίσει τη μαγική του φλόγα ψηλά στ’ αστέρια, να φωτίσει τα πρόσωπα, να ζεστάνει τις καρδιές. Κι όταν, γύρω στο μεσημέρι, οι ετοιμασίες τέλειωσαν κι όλοι έφυγαν για τα σπίτια τους για να ξεκουραστούν και να προετοιμαστούν για το βραδινό ξεφάντωμα, αυτός έμεινε εκεί. Δε θυμάμαι τώρα πια ποιος ήταν. Μπορεί να ’ταν ο Γιάννης, ο Λάκης, ο Τάκος ή ο Θεόφιλος, ίσως και κάποιο άλλο αγόρι της γειτονιάς και της παρέας. Έμεινε εκεί, μέσα στην παγωνιά του καταχείμωνου, με δακρυσμένα τα μάτια από το κρύο, τη μύτη κατακόκκινη και παγωμένα τα χέρια, ακοίμητος φρουρός, θεματοφύλακας της παράδοσης. Κι εγώ πίσω απ’ τα τζάμια, μέσα στη θαλπωρή του ζεστού σπιτιού μου, έμεινα εκεί «συμμετέχοντας» στη φύλαξη του φανού της γειτονιάς μας, κάνοντας παρέα από μακριά στο μικρό αγόρι. Έμεινα εκεί ασάλευτη παρακολουθώντας τις κινήσεις του, το βλέμμα του που ανήσυχα παρατηρούσε πότε δεξιά και πότε αριστερά, προσέχοντας μήπως κάποιο παιδί από άλλη γειτονιά, άλλο φανό, έρθει και κάνει τη ζημιά. Μήπως θελήσει να χαλάσει τον βωμό, να αρπάξει «φούντες» απ’ τον όμορφο διάκοσμο που τα τρυφερά παιδικά χέρια είχαν μ’ αγάπη και φροντίδα ετοιμάσει. Φύλαγε τον φανό του, τον φανό μας. Ζήτημα τιμής ο ανταγωνισμός. Πολύ πριν ο Δήμος της πόλης και οι φορείς θεσμοθετήσουν τα χρηματικά βραβεία, η κάθε γειτονιά ήθελε να ’ναι ο δικός της ο καλύτερος φανός και τα παιδιά κυρίως προσπαθούσαν γι’ αυτό μέρες πριν. Οι πλουμιστές σερπαντίνες, τα «φυλλουρίδια», ταλαιπωρημένες από το νυχτερινό ξεφάντωμα των γονιών στο «Υπόγειο» του Ταρτάρα, στο «Ερμιόνιο», στο «Ολύμπιο», περίμεναν υπομονετικά μέρες πριν, στοιβαγμένες στην άκρη των

[66]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

δωματίων τα επιδέξια παιδικά χέρια να τις μεταμορφώσουν σε πολύχρωμες «φούντες». Βαθιά ριζωμένη στον τόπο μας η παράδοση, αυτή που πέρασε από γενιά σε γενιά το έθιμο του φανού μαζί με τόσα άλλα ήθη και έθιμά μας, που όλα μαζί αποτελούν τις ρίζες μας, εδραιώνουν και δίνουν τη συνέχεια στον λαϊκό πολιτισμό μας. Αυτές οι ιδέες και η πίστη έκαναν το μικρό αγόρι να αψηφήσει το κρύο και την παγωνιά, να μείνει όλη την ημέρα ακοίμητος φρουρός δίπλα στον βωμό της ξερολιθιάς, με την ίδια υπευθυνότητα που μεγαλώνοντας θα έδειχνε υπηρετώντας από άλλα μετερίζια την πατρίδα… Τον ξαναείδα το βράδυ. Αναψοκοκκινισμένος από τις φλόγες του δαδιού, που σπίθιζαν ρίχνοντας άπλετο το μαγικό φως τους τριγύρω, με μισοκαπνισμένο το πρόσωπο από την κάπνα της φωτιάς, μα νομίζω, πιότερο ευτυχισμένος απ’ όλους που τα κατάφερε και φύλαξε αλώβητο τον φανό μας, χόρευε και τραγουδούσε γύρω από την αναμμένη φωτιά με πάθος κι άμετρη ικανοποίηση. Νομίζω πως δίκαια πίστευε στο βάθος της ψυχής του ότι τα βραδινό αυτό θαύμα όφειλε πολλά σ’ εκείνον και στην άγρυπνη παρουσία του εκεί. Ήταν ο Γιάννης, ο Λάκης, ο Τάκος, ο Θεόφιλος; Δε θυμάμαι. Μπορεί να ήταν ένας απ’ αυτούς. Μπορεί να ήταν κι όλοι…

(Μάρκου Πατσίκα)

[67]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Βασίλης (Mack) Νικολάου El Greco Το El Greco ήταν το πανεπιστήμιο, η κορυφή, για τους σερβιτόρους και τους μπουφετζήδες της εποχής του. Όσο καλός κ’ να ήσουν πριν, την αναγνώριση την έπαιρνες αν πήγαινες για δουλειά στον Καφάση. Αν δούλευες στο EL GRECO έπαιρνες ντοκτορά. Ο Σωτήρης στην δουλειά γίνονταν ένας από εμάς, μαζί με εμάς. Πρώτος σήκωνε τα μανίκια. Να σερβίρει, να καθαρίσει να μαζέψει τραπεζομάντηλα, τζάμια, τασάκια, καταλόγους. Μια φορά με τον Σάκη τον Δινόπουλο χάσαμε στοίχημα σε γλυκά σε πόση ώρα θα μαζέψει το θερινό σαλόνι μόνος του. Iso διαδικασίες ποιότητας – κοστολόγηση, λέξεις άγνωστες τότε, αλλά είχαν εφαρμογή στο EL GRECO. Όλα οργανωμένα και μελετημένα. Που αποθηκεύουμε τι, πως παραγγέλλουμε προμήθειες, πως προετοιμάζουμε μεζέδες για τα τσίπουρα, τα πάντα με συγκεκριμένες διαδικασίες. Γιατί βάζουμε τρεις ελιές και όχι τέσσερις, γιατί τα κομμάτια της κεφαλογραβιέρας στους μεζέδες για τα ουίσκι να είναι τέσσερα και γιατί τα αμύγδαλα τόσα; Απλά ο Σωτήρης είχε πάντα υπολογισμένο το κόστος. Σε τακτά διαστήματα πήγαινα σε πελάτες- φίλους χρυσοχόους και ζύγιζα στις ακριβείας τους ζυγαριές την δόση του καφέ, τα κομμάτια της κεφαλογραβιέρας κλπ. Η εμμονή του Σωτήρη με την κοστολόγηση ήταν μνημειώδης και περιγράφεται και στο παρακάτω περιστατικό: Ο Σωτήρης τα καλοκαίρια πηγαινοέρχονταν Κατερίνη. Στο διάστημα μιας από της απουσίας του μία κυρία αγνώστων στοιχείων επικοινωνούσε τηλεφωνικά στο μαγαζί και επιδίωκε να κάνει τηλεφωνικό σεξ με όποια φωνή από τους εργαζόμενους της φαίνονταν ελκυστική. Η κυρία έπαιρνε τηλέφωνο κι αν της άρεζε η φωνή είχε καλώς, αλλιώς το έκλεινε και επαναλάμβανε την κλήση όσες φορές χρειάζονταν, μέχρι να πετύχει φωνή που της αρέσει. Έχει γυρίσει ο Σωτήρης από Κατερίνη, δίνω αναφορά τι γίνεται στο μαγαζί και στο τέλος του λέω «να ξέρεις είναι και μια ανώμαλη που μας καλεί για τηλεφωνικό σεξ». Δεν πολύ έδωσε σημασία, συνέχισε την γραφική δουλειά που έκανε κι εγώ πήγα πίσω στην κουζίνα για την προετοιμασία της βάρδιας. Σε λίγο κτυπά το τηλέφωνο : -

«El Creco λέγετε» ο Σωτήρης, το κλείνουν.

Ξανά κτυπά: -

«El Creco λέγετε», το κλείνουν.

[68]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Τρίτη φορά: -

«El Creco λέγετε», το κλείνουν.

Ο Σωτήρης νευριάζει. Νομίζει πως τον κάνουν πλάκα (φίλοι-πελάτες αλληλοπειράζονταν πολλές φορές). Το τηλέφωνο κτυπά τέταρτη φορά: -

«El Creco λέγετε», το κλείνουν.

Ο Σωτήρης τώρα βρίζει στα βλάχικα. Επιστρέφω από την κουζίνα: Τζάμπα νευριάζεις, η ανώμαλη πρέπει να είναι που παίρνει για τηλεφωνικό σεξ! -

Λες ;

-

Είμαι σίγουρος!

-

Λες;

Δεν προλαβαίνω να κουνήσω το κεφάλι μου προς επιβεβαίωση κ’ κτυπάει το τηλέφωνο για πέμπτη φορά: -

«El Creco λέγετε»

Καμία φωνή. Ο Σωτήρης κλείνει το ακουστικό του τηλεφώνου και ταχτοποιεί το καλώδιο που είχε μπερδευτεί. Είναι πλέον πεπεισμένος πως είναι η ανώμαλη, κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, γέρνει προς το μέρος μου κ’ λέει: -

« ρε MACK ( το παρατσούκλι μου) τι ανωμαλία υπάρχει στον κόσμο»

Περιμένω να ακούσω κάποιο σεξουαλικό σχόλιο: -

« ρε MACK τι ανωμαλία υπάρχει στον κόσμο, πέντε φορές που πήρε τηλέφωνο από δέκα δραχμές πενήντα δραχμές»

[69]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Γιούλης Καφάση)

[70]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[71]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Ντίνα Λαμπροπούλου 20 Χρόνια Τηλεθέρμανση Ο υπάλληλος του Δήμου είπε: «Όλα εντάξει», σημείωσε με μαύρο μαρκαδόρο 10/5/98, στην μπροστινή πλευρά του εναλλάκτη της τηλεθέρμανσης του σπιτιού μου και έφυγε. Η χειρόγραφη αυτή σημείωση παρέμεινε χωρίς να αλλοιωθεί εδώ και είκοσι χρόνια, φέρνοντας στη μνήμη μου κάθε φορά που την αντικρίζω, αυτά που μου διηγήθηκαν ή που εγώ θυμάμαι, για την θέρμανση στο σπίτι μου άλλοτε, αλλά και γενικά της συνοικίας μας, τα Ηπειρώτικα. Μία συνοικία κεντρική – απόκεντρη, μα όχι εύκολα προσβάσιμη, ειδικά όταν ο Χειμώνας είναι δύσκολος. Είναι πετρώδης πλαγιά, όπου ο Π. Λιούφης στην Ιστορία της Κοζάνης αναφέρει ότι πολλοί ηλικιωμένοι περίπου μέχρι το 1920 αποκαλούσαν την πλαγιά αυτή «τ’ Πουπλιού η πλαϊά» και άλλοι «Αμυγδαλιές». Λίγες χαμηλές πρώτες κατοικίες συναντάμε μετά το 1930 όπου με άδεια του Δήμου κατοίκησαν άνθρωποι από τα βόρεια του Ν. Ιωαννίνων, Ηπειρώτες, εξ ου και το όνομα. Η κυρίως ανοικοδόμησή της άρχισε από το 1960 και μετά. Με το κέντρο της πόλης η διαφορά θέρμανσης είναι κάτω 2ο C Χειμώνα – Καλοκαίρι. Από καμία πλευρά δεν υπάρχει ομαλή προσέγγιση σ’ αυτήν, μεγάλες και δύσκολες οι κλίσεις της επιφάνειας, το άγχος και η «λαχτάρα» των κατοίκων, αλλά ακόμη περισσότερο των επαγγελματιών προϊόντων θέρμανσης. Την δεκαετία του 1950 όπου κτίστηκε το σπίτι μου, θερμαίνονταν με καυσόξυλα, τα οποία με πολύ δυσκολία ανέβαζαν το Καλοκαίρι τα αδέλφια Λαγόπουλοι με τις μεγάλες «χαμάλες» (μακριά κάρα) που έσερναν τα μεγαλόσωμα άλογά τους. Παράλληλα με τα καυσόξυλα στις αρχές του 1960 ήρθαν τα κάρβουνα, «μπρικέτα» της Δ.Ε.Η., αρίστης ποιότητος τότε, τα οποία ήταν χρήσιμα, και όχι μόνον, για τη μεγάλη «μασίνα» της κουζίνας, όπου ψήνονταν οι πίτες κάθε είδους (ιδιαίτερα με ψημένο φύλλο), τα διάφορα ψητά, τα γευστικά γιουβέτσια, τα γλυκά με σιρόπι ή ζάχαρη και πολλές άλλες λιχουδιές. Και αυτών η προμήθεια γινόταν το Καλοκαίρι, σε ορισμένο μήνα, με τη δυσκολία του φορτηγού να βρει «ίσιωμα να ξεφορτώσει, φυσικά στο χωματόδρομο. Η πρώτη τσιμεντόστρωση έγινε το 1976. Υπήρχε και το ξυκολάρβουνο, πιο φθηνό, για όποιον το χρησιμοποιούσε, χωρίς να προσφέρει ιδιαίτερη θέρμανση και συν τοις άλλοις να μην μπορεί όλη η γειτονιά να ανοίξει πόρτες και παράθυρα από την άσχημη μυρωδιά και τον αποπνικτικό καπνό του. Περί το 1965 ήρθε το πετρέλαιο. Μεγαλύτερη ευκολία για όλους, όμως όχι και για τους προμηθευτές καυσίμων. Οι Χειμώνες βαρείς και ο πάγος δεν έλιωνε ακόμη και με ήλιο. Όσο καλή πρόβλεψη να γινόταν, πάντα χρειαζόταν [72]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

προμήθεια πετρελαίου και κατά τη διάρκεια του Χειμώνα. Δεν ξεχνώ τον αείμνηστο Πάϊκο Δελιαλή με τον υπάλληλό του κ. Γιάννη, να έρχονται με 2 μέτρα χιόνι και να βάζουν πετρέλαιο, με προέκταση, διότι το βυτιάκι δεν ανέβαινε, εξ αιτίας του πάγου, ούτε και με αλυσίδες. Και βέβαια δεν ξεχνώ και τις ατελείωτες απεργίες μέσα στην καρδιά του Χειμώνα και τις προσπάθειες των ανθρώπων αυτών να μην μείνουμε από θέρμανση. Την Άνοιξη του 1998 αφού τελείωσαν οι εργασίες της τηλεθέρμανσης, στην περιοχή, έγινε και η σύνδεση, ιδιαίτερη ανακούφιση και ευκολία για όλους. Αναφέρω και κάποια άλλα στοιχεία για την περιοχή που ίσως δεν είναι και πολύ γνωστά. Στην οδό που είναι το σπίτι μου, ηλεκτροφωτισμός υπήρχε από το 1954 από την ιδιωτική ηλεκτρική εταιρεία Δελιαλή, δίκτυο αποχέτευσης από το 1956, ύδρευσης από το 1961 με νερό αμιγώς Ερμακιάς, από τη δεξαμενή στα Μελίσσια, και όλα αυτά βέβαια με την πρωτοβουλία πάντα των κατοίκων της. Όσο για τα απορρίμματα στα πρώτα χρόνια ο Δήμος έστελνε κάρο με μουλάρι, ο καθημερινός πρωινός διαπληκτισμός, ειδικά το Χειμώνα, με τις νοικοκυρές, διότι μαζί με τα απορρίμματα πετούσαν και τις στάχτες από τις θερμάστρες, όπου υπήρχε κίνδυνος ανάφλεξης του ξύλινου κάρου μαζί με τα παραπέτα του. Αργότερα περνούσε φορτηγό του Δήμου με 3 υπαλλήλους. Ένας επάνω στην καρότσα και 2 δεξιά – αριστερά του δρόμου. Μετά ήρθε το κλειστό βυτίο απορριμμάτων με υποδοχή στο πίσω μέρος, και τελικά τοποθετήθηκαν οι κάδοι με τα ειδικά απορριμματοφόρα οχήματα. Αξέχαστοι καιροί!

(Μάρκου Πατσίκα) [73]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Δημήτρης Μπλιούρας Ελίμειος Tο πρώτο μου ενδεικτικό Είχε περάσει η σχολική χρονιά. Πλησίαζε το καλοκαίρι. Και εγώ είχα τελειώσει την πρώτη τάξη στο 4ο Δημοτικό Σχολείο. Την τελευταία μέρα, γεμάτος προσμονή, πήγα να πάρω το πρώτο μου ενδεικτικό. Η δασκάλα, η κυρία Σοφία, άρχισε να μας τα μοιράζει. Και όταν ήρθε η σειρά μου, ένιωσα μια ιδιαίτερη χαρά. Πάνω στο ενδεικτικό φιγουράριζε ένα ολοστρόγγυλο δεκάρι. Βέβαια στην πρώτη δημοτικού ήμασταν. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι δέκα θα είχαν. Αυτό όμως δεν με απασχόλησε καθόλου. Ούτε ρώτησα κανέναν τί βαθμό είχε. Σχολάσαμε, και χαρούμενος έτρεξα να το δείξω στον πατέρα μου. Κάθε τόσο σταματούσα, ξανακοίταζα το δεκάρι, λες και υπήρχε περίπτωση να αλλάξει ο βαθμός, και συνέχιζα να τρέχω. Έφτασα στο κατάστημα του πατέρα μου, στην πλατεία, δέχθηκα τα συγχαρητήρια και τα μπράβο, και έφυγα για να το δείξω και στη μητέρα μου. Διέσχισα την πλατεία και πήρα τον κατήφορο που οδηγεί προς την εκκλησία, που και αυτός, όπως και η πλατεία, άλλαξαν από τότε διάφορα πρόσωπα. Τότε ήταν στρωμένος με καμπυλωτές επιμήκεις πέτρες, ίσως για να αποφεύγονται τα γλιστρήματα το χειμώνα. Και εκεί άρχισε η περιπέτεια. Ένας δυνατός αέρας φύσηξε ξαφνικά, που πήρε το ενδεικτικό απ’ το χέρι μου, καθώς το κρατούσα ανοιχτό για να μην τσαλακωθεί, και το έριξε κάτω. Έκανα δυο βήματα για να το πιάσω, αλλά ο αέρας ξαναφύσηξε και το ενδεικτικό πήγε ακόμα πιο πέρα. Ξαναπλησίασα να το προλάβω, αλλά τότε ήρθε ένα πολύ πιο δυνατό κύμα αέρα, που μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, πήρε το ενδεικτικό σαν να ήταν παμπόρ’ι. Το είδα να ανυψώνεται μπροστά από το σημερινό κατάστημα Λιμνίδη και να χάνεται πάνω από τις στέγες. Και δεν έφτανε αυτό. Χοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν, που πολύ σύντομα μετατράπηκαν σε καταιγίδα. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Από τον θρίαμβο στην τραγωδία. Πόσο εύκολα αλλάζουν τα πράγματα. Το νερό της βροχής ενώθηκε στο πρόσωπό μου με τα δάκρυα που άρχισαν να αναβλύζουν απ’ τα μάτια μου. Συνέχισα να τρέχω, αλλά τώρα πιά γεμάτος απελπισία. Έφτασα στο σπίτι και διηγήθηκα στη μητέρα μου τα γεγονότα. Πάει το ενδεικτικό, πάει και το δεκάρι. Όπου και να είχε πάει, θα ήταν τώρα ένα βρεγμένο κουρέλι. Ήμουν τελείως απογοητευμένος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κι’ όμως η μοίρα δεν είχε πει ακόμα την τελευταία της λέξη. Σε μισή ώρα περίπου χτύπησε η πόρτα. Η βροχή είχε κοπάσει. Ανοίξαμε και είδαμε έναν φυσιογνωμικά γνωστό μεσήλικα συμπολίτη με τον οποίο δεν είχαμε κάποια

[74]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

ιδιαίτερη γνωριμία. Ήταν ένας απλοϊκός άνθρωπος. Τον έβλεπα αρκετές φορές στο δρόμο. Είχα προσέξει πως ήταν πάντα σκυθρωπός. Ποιος ξέρει τί βάσανα θα είχε. Όταν μας είδε, έβαλε το χέρι του μέσα από το τριμμένο του σακάκι, και τι να δω. Έβγαλε το ενδεικτικό και μας το έδωσε. Το κρατούσε μέσα από το σακάκι, για να το προστατέψει από τη βροχή. Είχε βραχεί πολύ λίγο. Υπήρχαν μόνο λίγες διάσπαρτες σταγόνες. Μας είπε ότι το βρήκε μπροστά από την είσοδο του Δεσποτικού, την ώρα που άρχιζε η βροχή, και το μάζεψε. Το ενδεικτικό είχε διανύσει πετώντας αρκετά μέτρα. Μετά πήγε στο παντοπωλείο του Νικόλα της Μαλαματής που ήταν λίγα βήματα πιο κάτω στη Χαρισίου Μεγδάνη. Εκεί συνάντησε και δύο γνωστούς του και έκαναν μια μικρή σύσκεψη για να καταλήξουν, με βάση το όνομα, σε ποιο σπίτι έπρεπε να το φέρει. Δεν συγκράτησα το όνομά του. Νά’ναι καλά εκεί πάνω που βρίσκεται. Αγνοί και σωστοί άνθρωποι κάποιας άλλης εποχής. Η ευτυχία ξαναζωγραφίσθηκε στο πρόσωπό μου. Αυτή τη φορά βρέθηκα από την τραγωδία στη λύτρωση. Ο πατέρας μου, που δεν ήταν εκείνη την ώρα στο σπίτι, τον αναζήτησε και τον βρήκε για να τον ευχαριστήσει και να του δώσει μια μικρή ανταμοιβή για την προσφορά του. Εκείνος όμως αρνήθηκε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο πατέρας μου ήταν να αφήσει κάτι στο παντοπωλείο του Νικόλα για να κεραστεί όλη η παρέα. Όταν σκέφτομαι εκείνους τους ανθρώπους και την εικόνα της Κοζάνης που ζήσαμε, γεμίζω νοσταλγία. Από τότε αξιώθηκα να πάρω κι’ άλλα ενδεικτικά. Την συγκίνηση όμως και την εναλλαγή συναισθημάτων που μου πρόσφερε το πρώτο, δεν μπόρεσα να την ξεχάσω.

(Νίκου Κωσταρέλλα) [75]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Παναγιώτης Τσούκρας Ορθοπηδαλιές στο παρελθόν Κάποιο φεγγάρι ξέθωρο στην παιδική μου γειτονιά όλοι είχαν το δικό τους ποδήλατο. Όλοι εκτός από μένα. Ας όψεται εκείνος ο υπερβάλλων ζήλος που επέδειξε η Ειρήνη η φαρμακοποιός, όταν μια αποφράδα μέρα μετά το καθιερωμένο ζύγισμα ανίχνευσε ένα μικρό γρομπαλάκι (γκουργκόλι), καθώς ψηλάφιζε διακριτικά το λαιμό μου. «Κύριε Γιώργο, είναι λίγο αδύνατο το παιδί. Δεν τρώει καλά; Αυτά είναι πρώιμα συμπτώματα αδενοπάθειας», επισήμανε μεταξύ άλλων στον Τρανό μας ζυγώνοντας απειλητικά την… κάβα με τα μουρουνέλαια. «Λιγόφαγο… κακόφαγο... Μας βγάζει την ψυχή στο τραπέζι. Πονεμένη ιστορία… Τρέχει και στις αλάνες… παίζει, κινείται πολύ. Άσε που θέλει και ποδήλατο τώρα», γκρίνιαξε σα να μονολογούσε ο κυρ-Γιώργος, εμφανώς προβληματισμένος. «Ποδήηηλατο; Ε όοοχι και ποδήλατο!» αναφώνησε στάζοντας… φαρμάκι η Ειρήνη. «Ποδήλατο μόλις πάρει 6-7 κιλά ακόμη», απεφάνθη τελεσίδικα και με σαιξπηρικό στόμφο, κατόπιν σχετικής τηλεφωνικής συνωμοσίας με την άλλη λευκοντυμένη «οχιά», τον Βεζυρτζόγλου τον παιδίατρο! O tempora! O mores! Ω της αφάτου γκαντεμιάς! Όλοι οι Ασκληπιοί δαίμονες του τοπικού σύμπαντος συνωμότησαν, πλάνεψαν, έπεισαν, κι ο Τρανός μας αμεταγύριστος, παρά τις θερμές μου ικεσίες, σήκωσε απαγορευτικό για το ποδήλατο. Ακολούθησαν στιγμές απείρου κάλλους στο σπίτι. Η κυράΚατίνα αναστατώθηκε. Τα πιάτα ξαφνικά μεγάλωσαν, μεταλλάχτηκαν! Οι καθαρές κι αυθεντικές ντελικάτες γεύσεις εξαναγκάστηκαν να «παντρευτούν» με όλα τα βρώσιμα είδη του ζωικού βασιλείου. Πλάι στα ρύζια και τις πατάτες σέρνοταν μόνιμα πλέον «ποντίκια», σπαλομπριζόλες, ψαρονέφρια, κάτω από τα κρεμμυδάκια κρύβονταν λαγοί και κουνέλια, μέσα στις φακές τσαλαβουτούσαν ασύδοτα σπλήνες και συκωτάκια, στις χορτόσουπες σπάραζαν σφυρίδες, στους τραχανάδες πλατσούριζαν πουλερικά, οι δε παραδοσιακές πίτες κατάντησαν ιδανικοί κρυψώνες για κιμάδες. Ακόμη και τα κακαο-αφεψήματα σερβιριζόταν… αυγοκομμένα με μπόλικο φρέσκο γάλα. Εικόνες γαστριμαργικής… απελπισίας. Ψιλο-κανιβαλισμός! Τα δύσμοιρα τα «ορφανά» γεμιστά απογοητευμένα αποδήμησαν, άρον άρον, σε άλλα πιο φιλόξενα μαγεριά, παρέα με τα γιαλαντζί ντολμαδάκια και τ’ άλλα λαδερά κι απέριττα πιάτα που δεν πολυ-έμοιαζαν με… οστεοφυλάκια. Μόνο τα φρούτα, τα τυριά και τα «ιερά» γιαπράκια παρέμειναν ανεπηρέαστα κι ακλόνητα στο πέρασμα της «Ειρηνικής» γαστρονομικής λαίλαπας. Και τα γλυκά, ευτυχώς.

[76]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Για ένα δικό μου ποδήλατο, για ένα όνειρο, προσπάθησα. Δεν παραδόθηκα. Προσπάθησα πολύ να ακολουθήσω το καταναγκαστικό πρόγραμμα της πρωτεϊνικής υπερσίτισης. Μα, τελικά ήταν μάταιο. Κάθε που ανέβαινα στη φαρμακο-πλάστιγγα (ακαλιμπράριστη μάλλον) ο δείκτης αρνιόταν πεισματικά να ξεκολλήσει από το βυθό της… απόγνωσης. Εν τω μεταξύ, όλες οι ποδηλατικές αγορές παρέμεναν ερμητικά κλειστές ακόμη και για… συντετριμμένους κουμπαράδες. Τα μάνταλα δεν άνοιγαν ούτε καν για ολιγόωρο νοίκι, καθότι τόσο ο Βατάλης όσο και ο Σκαρκαλάς προέκυψαν «μιλημένοι» από κέντρα… Τρανά. Κάπως έτσι, βρέθηκα στου σπιτιού μου την αυλή να κάνω συχνά τον… Μπουκουβάλα της γειτονιάς. Ενίοτε και τον… Ξυνάδα. Ακτινολόγηση, αλυσίδες, φρένα, φούιτ, κι άλλες υπηρεσίες επισκευής ποδηλάτων. Full Service! Για μια βόλτα μόνο... Κι ύστερα χτύπησε την πόρτα μου το πράσινο τερατάκι της ζήλειας. Κι εγώ του άνοιξα σα να ‘ναι φίλος. Κι ύστερα άρχισαν οι συγκρίσεις. Στα απλά, στα καθημερινά, στα μικρά, στα μεγάλα. Σε όλα τα… ποδηλατικά γενόμενα. Τότε συνειδητοποίησα πως θαύμαζα και ζήλευα όλα τα παιδιά που είχαν δικό τους ποδήλατο. Ακόμη και τα… κορίτσια! Ναι, λιμπιζόμουνα και ακριβοποθούσα την παραπανίσια ελευθερία τους, τις επικές τους αποδράσεις, τις κόντρες τους, τις κόρνες τους, τις ορθοπηδαλιές τους, τις δερμάτινες σέλες τους, τις σχάρες για τα ψώνια τους. Κι όλα αυτά τα «σπαραξικάρδια» ίσαμε τις… λυτρωτικές εισαγωγικές εξετάσεις του Βαλταδωρείου, που υποκατέστησαν στο μεταξύ τους… ευτραφείς στόχους του βασιλεύοντος τότε «μετακατοχικού συνδρόμου». Κάπου εδώ, επιτέλους, τελειώνει οριστικά η ζαβή περίοδος της… λαθροποδηλασίας και τροχοδρομείται μια νέα… κανονικότητα με έπαθλο ένα ολοκαίνουργιο πολυζηλεμένο ποδήλατο. Το δικό μου ποδήλατο. Τον δικό μου… «Πήγασο»! Τα χρόνια πέρασαν, τα ποδήλατα γέρασαν, και σήμερα ο άλλοτε απαστράπτων «Πήγασος» στέκει κατασκονισμένος και μισοπαράλυτος στο κατώι του πατρικού μου να θυμίζει κάπου κάπου εκείνη την περίεργη καναγκαιρίσια ζήλεια που μετέπιπτε σε ζήλο και μας έδινε… φτερά. Να θυμίζει στους πρώην και στους επόμενους… αναβάτες πως «τα ποδήλατά μας, όπως τα όνειρά μας, ξέρουν από ανηφοριές». Ξέρουν να στέκονται όρθια στις απροσδόκητες αναδρομιές και να παλεύουν ασχόλαστα με τα ζόρια που οδηγούν στις κορυφές. Άλλωστε και η ίδια «Η ζωή είναι σαν το ποδήλατο. Εάν θέλεις να έχεις ισορροπία πρέπει να κινείσαι διαρκώς» [Albert Einstein].

[77]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μαρίας Μούτου)

[78]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Δημήτρη Ελίμειου Μπλιούρα)

[79]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Βάσω Τσιμηνάκη Σκαρκαλά (από αφήγηση στον Στέλιο Κοκκαλιάρη) O Κοζανίτικος Γάμος

Θα σας διηγηθώ τ΄ Χαρά, τουν Γάμου δηλαδή, απ΄ότι παλιά θυμούμι. Η προυιτοιμασία κρατούσιν τρεις ουλόκληρες ίβδουμάδις, η κάθι βρουμάδα με τ΄ς θ΄κές τσ΄ τσ΄ δλειές. Η πρώτη βδουμάδα ξεκινούσιν μι τ΄ν καθαριότητα τ΄σπιτιού. Ξεκινούσαμι απ΄τσ΄μισάντροις. Βγάναμι όλα τα σχτιά κι τα στρουσίδια στ΄ν αυλή. Ξικαπνίζαμι κι τσ΄άλοίφαμι μη ασβέστ΄να μουσχουβουλούν. Ύστιρα τα ρούχα τα χουντρά τ΄Πατέρα, τσ΄Μάλις κι απ΄τα πιδιά. Άλλα χουντρότιρα υφαμένα, άλλα λίγου λυπτότιρα πιο μαλακά. Τα τνάζαμι κι τα βουρτίζαμι νάνι καθαρά μην μας μαλώσ’ν οι άντρις. Όσου όλα αυτά ήταν όξου κι λιάζουνταν, ξυκάπνιζαμι του τζάκι. Ικεί να ιδής πούχον, δεν ήξηραμι κατά που να κάμουμι. Καθάρζαμι καλά τ΄λαμαρίνα κι τν΄εβαφάμι μή φούμον, μή κόκκινου χρώμα. Στου τέλους αραδιαζάμι τα ξύλα, όλα καλά μιράδια απ΄τ΄Τζάμπουρντα. Οι μισάντρις έτοιμοις στιγνές μη τα ρούχα τώρα μέσα καλουδιπλουμένα. Η σειρά τώρα απ΄τα ντουλάπια μη τα Γιαλιούρια. Όλα όξω για πλύσιμο, νάνι καθαρά να στραφ’ν για να κιραστούν μιθαύρου οι συμπιθιρές κι όλα τα σόγια. Τα πιτσιτάκια πλυμένα κουλαρσμένα να αστράφ’ν από ασπράδα. Σι λίγου όλα στ΄θέση τα. Του σπίτι μουσχουβούλουσιν απού καθαριότητα. Μέσ΄στ΄ς μέρις τσ΄βδουμάδας, η Μάνα, η Πιθιρά κι η Νύφ’ έβγιναν στα μαγαζιἀ να διαλέξ’ν τα υφάσματα για τα ρούχα π΄θάραβαν για τ΄νύφ΄ κι βέβια του πρώτου κι καλύτερου του Νυφικό. Όλις είχαν λόγου στου διάλιγμα, ικτός βέβαια απ΄τ΄Νύφ΄, που όταν ρουτιούνταν κνούσιν η καημέν΄του κιφαλ΄ κι ας μιν τ΄ν άριζαν κι όλα. Τελευταίες μέρες η αυλή: βάφουμι τα τοιχιά κάτασπρα κι τα ραλίκια γαλάζια. Απού πίσου ξύνουμι τσ΄πέτρις τσ΄αυλής μή τ΄ν βούρτσα να μην αφήνουμι ασβέστ΄κι μπουγιά πουθινά κι φαινουντί λιρουμένα. Τέλους, τσ΄γλάστρις κι όλ΄τ΄ς τινικέδις μή κόκκιν΄λαδουμπουγιά απ΄τουν Τσιώρα, όλα να λάμπ΄ν. Μ΄αυτά κι μι κείνα πέρασι η πρώτη η βδουμάδα, μια τυράνια. Ξημέρωσε η Κυριακή. Η Μάνα κινάει για τ΄ν εκκλησιά να λειτουργηθεί και να καλέσει τα δυό σόια, συμπηθέρις κι θείες να΄ρθούν τ΄απόγευμα να ιδούν κι να κοψ΄σ΄ν του νυφικό.

[80]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Το μεσημέρι αδερφές, ξαδέρφες κι φιλενάδες ανέλαβαν δουλειά. Έβγαλαν όλα τα γιαλιούρια, ποτήρια, πιατάκια, φλυτζάνια κι τ΄αράδιασαν όλα στ΄ς αμπλάδις. Σι λίγο όλα έτοιμα, οι γιούπ΄μι τα γλυκά κουταλιού. Τρία σχέδια, τζιρτζιλάτου, κουλουκθάτου κι κυδουνάτου. Τα νιρουπότηρα μι του χρυσό ουλόιρα έλαμπαν μαζί μι τα κουταλάκια τ΄ασημένα που σαν κιρνιούνταν η φιλινάδα θα τόριχνι ύστιρα του κουταλάκ΄στου πουτήρ μι του νιρό. Σ΄άλλουν αμπλά ήταν τα πουτηράκια μη του ρακί κι μ΄ένα μικρό καλούπ΄ζάχαρη. Είχι κι στουμαχικό σπιτίσιου. Κατά τσ΄πέντι του απόγιυμα χιρνούσαν νάρχουντι τα σόια κι οι φίλοι. Σι λίγου οι νοντάδις ήταν γιμάτ΄. Η Νύφ τσ΄καλουσόρζιν όλνους μη την σειρά, τσ΄φλούσιν τα χέρια κι αυτές πάλι τ΄ν δόρζαν κι εύχουνταν ‘ΚΑΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ’. Τα κουρίτσια κιράστριες πάϊναν κι έρχουνταν. Σε λίγο ο καφές μουάτος μι τα μπισκότα κι τα σαλιάρια. Ένας χαμός, ήταν κι μακρυά τα μαϊριά. Τι τραβούσαν τα κουρίτσια δεν λέϊτι. Η Νύφ΄μέσα καμάρουνι κουντά στην πιθιρά κι του σόι του γαμπρού για να μην παρεξηγηθούν. Όλις καλοντυμένις μι τα φουστάνια τα γυαλιστηρά κι τα τριζάτα. Οι νιότηρης μη τα ντεμή, κι ας ήταν κι χειμώνας, φουρούσαν τσ΄σάκοι τσ΄σατινέινοι μι τσ΄φουσκουτές τσ΄γούνις, όμουρφις. Στου κιφάλ΄του φέσι μη ραμένου του φλουρί, άλλου τρανύτιρου κι άλλου μικρότιρου. Γύρω πάλι απ΄του φέσι έπλικαν κλώσα τα μαλλιά κι τα έπιαναν μη μια όμορφη φουρκέτα. Στσ΄λιμαρές μπιντέμια, δαντέλις με το βελονάκι. Όπως και στα μανίκια μεταξένια με όμορφες μπιμπίλες βελονιού. Όταν είμαν μ΄κρή κι χάζιβα ολόιρα τα μάτιαμ σταματούσαν στσ΄αδερφές τ΄Πατέρα, τρεις αρχόντσις, ομουρφότιρις κι περίφανις δεν ήταν άλλις στουν ντουνιά. Σε λίγο μπήκε η Μάλι στουν ουντά. Κρατούσι την κανέστρα με τα υφάσματα για τ΄νύφ΄. Τα γύρσιν΄γύρω γύρω στουν νουντά κι μία μία τα τιρούσαν μή τσ΄σειρά τσ΄. Τα ξιδίπλουναν όμουρφα, μιταξουτά μάλινα, όλα απ΄τα πρώτα. Η πιθιρά καμάρωνι ικανοποιημένη κι η μάνα χαίρουνταν κι ιφχαριστιούνταν. Η μοδίστρα φάνηκε στο τραπέζι κι φώναξε τη νύφ΄να την πάρει τα μέτρα. Σε λίγο έμπαινε η πρώτ΄ψαλιδιά στου πρώτου του νυφικό, του χαϊρλίθκου. Όλις στουν ουντά σκώθκαν ουρθές. Οι ευχές έπαιρναν κι έδιναν και τα δώρα στην μοδίστρα. Παράδις, γλυκά λουκούμια. Σε λίγο η μοδίστρα έφευγε γεμάτη δώρα και ευχές. Ο χαλασμός στο τέλος έκλεισε κι αυτή τη μέρα και έφυγαν όλες ευχαριστημένες. Δευτέρα πρωί έρχεται η μοδίστρα με τα τσιράκια και την μηχανή στα χέρια. Η δουλειά ξεκινάει και τα φιγουρίνια ανοιγοκλείνουν. Τα σχέδια δίνουν και [81]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

παίρνουν. Συχνή η παρουσία της πεθεράς, κουνιάδας κλπ. Και είχαν πάντα λόγο. Η γνώμη τους όχι πως άριζι στη νύφ΄μα αυτή όλου και παραπάν ανακατόνουνταν. Μπα λίγου φραδύτιρου να γίν΄, άμα γίνις έγκυα να χουράη κι του μκρό. Λίγου μακρύτιρου να μην φένητι του γόνα. Ας κάνουμ΄ κι λίγου παραπάν πουδόγυρου να μην κουντίν΄στου πλύσιμου κι πάει χαμένου του φουστάν! Η καημένη η νύφ΄τρελένονταν από παρατηρήσεις κι πρόβις. Κι την κούρας που την βάντσ΄; Νάσι όλου έτοιμη μη τα καλύτιρα, να περιποιείσει τουν κόσμουν που πάιναν κι έρχουνταν να ιδούν πως παν τα ραψίματα. Έτσι πέρασιν κι αυτή η βδούμαδα κι έρχιτι η Δευτέρα. Η Μάλι από βραδύς φωνάζει τη γυναίκα τ΄ν Νίτσα να ρθει να ρίξ΄του στρώμα μη τα μαξιλάρια κι τσ΄μαξιλάρις. Χαραϊ τ΄ς Διυτἐρας φτάνι η Νίτσα μη του τζαντζάρι στου χέρι κι μη του στόμα γιμάτου ευχές. Η Μάνα είχιν έτοιμα τα σακιά μι του μπαμπάκι κι του μαλί που τ΄άδιασιν στουν νουβρό κι χίρσαν τ΄ανακάτουμα κι τ΄άνοιγμα μη τα χέρια. Ολ΄η οικουγένεια ολόιρα μαζόνουνταν κι απ΄τη γειτουνιά όλοι συγκινημέν΄δώρζαν τ΄Νίτσα παράδις. Η Νίτσα σι λίγο χιρνούσιν του τραγούδι του λυπητιρό: Το στρωμα αυτό να’ ναι γλυκό να φέρνει όνειρα γλυκά για του ζιβγάρ΄ πθα κοιμηθεί Όλα τα χρόνια με χαρές να ζει Ποτέ του να μην μαραθεί κι ούτι κι να πικραθεί Τα δάκρυα πάλι βροχή. Προπάντων της μάνας κι της κόρης. Την Τρίτη καλούσαν τα κουρίτσια. Ξαδέρφις κι φιληνάδις να ρθουν μη τα σίδηρατς΄ να σιδηρώσν τ΄ν προίκα που ήταν όλα έτοιμα, πλυμένα κι κουλαρσμένα. Τι τυράνια τότι μ΄αυτά. Άναβις τα κάρβουνακι, πότι η φλόγα τρανή κι έβγανι σπίθις να κάψει τα πάντα. Κι πότι ήταν νότια κι νάσβιν΄, η στάχτ΄σκόνουνταν πούχους κι αλοίμουνου τι θα λέρουνι. Η θερμοκρασία να ‘ναι καλή ούτι να τα κιτρινίιζ, ούτι νανι ασιδέρουτα σαν παλιά. Τα κουρίτσια παϊναν κι έρχουνταν, άλλα άπλουναν, άλλα δίπλουναν. Προπάντουν τ΄άσπρα φάνταζαν κι έλαμπαν απού ασπράδα. Τι πιράγματα, γέλια, χαρές, τραγούδια κι κιράσματα. Βούιζε το σπίτι κι όλη η γειτουνιά.

[82]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κάθε γωνιά του σπιτιού ήταν γεμάτη προικιά. Μαξιλάρια, Μαξιλάρις για του κριβατ΄, Σιντουκουπάνια, Μαξιλαρουθήκις (κιντημένα στου χέρι τα βράδυα μη τ΄λάμπα), Σουφράδις, Τραπεζουμάντηλα καλά κι δεύτιρα, Μπάντις κιντιμένις στον ανασούκ, Θήκις για φημηρίδις, Παντόφλες κιντιτές, Πκάμσα κι Σώβρακα για τον γαμπρό. Δυό τρία τσιαρτσιάφια, πισκίρια κριμασμένα στουν αργαλειό, πιτσέτις (σαλβέτις), μαλίτσις μισάλις κι βαμπακιρές. Σιντόνια χασιδένια για του καλουκαίρ΄, κουβέρτις μάλινις κι βαμπακίσις στουν αργαλειό. Γιουργάνι ν΄αστράφτ΄ απ΄ατλάζ κι ένα δεύτιρου υφαμένου. Βιλένζτα φλουκάτ΄για τουν Χειμώνα. Κάνα δυό κλούρις μπρουτζικένις, το ένα πάντα έτοιμου μι ν΄καλύτιρ΄ νταντέλα. Μεσημέρι Τετάρτης όλα τούτα τα πράγματα έπρεπε να εκτεθούν γιατί την Πέμπτη θα περνούσαν όλοι οι συγγενείς, συμπεθέρια και φίλοι να θαυμάσουν τα έργα της μάνας και της νύφης. Όλα καμωμένα στο χέρι και στον αργαλειό. Τα κουρίτσια τοίμαζαν τσ΄δυό τσ΄νουντάδις. Στουν έναν έδεναν σκοινιά άκρα άκρα να κριμάσν τα ρούχα. Μπρουστά πρώτου φάνταζι του νυφικό, κάτασπρου, πότι κιντιμένου ή μι ταντέλις λουσάτου κι ένα μακρύ πέπλου απού τούλι, έλαμπιν απού τέλια. Του δεύτιρου ήταν του μαύρου, απλό μη πιέτις ή κιντιμένου στου στήθους, στζ ζών΄μη μαύρου γιαλιστιρό φλός. Για γιορτινές μέρις. Του τρίτου καφιτί ή κόκκινου μιταξουτό, κιαυτό μι τα καλύτιρα υφάσματα, για καλέσματα ή φιλιναδιά. Του τέταρτου πιο απλό, ότι αριζιν στν νύφ΄. Ακλουθούσαν οι ρόμπις, δυό μιταξουτές μακρές κι δυό κουντές υφασματένις, λουλουδάτις ή σκέτις. Του παλτό μαύρου πάντα. Του μαντώ μη χρώμακι, μια ζακέτα μη ύφασμα για κάθι μέρα μακρυά. Στις γωνιές η βελέντζα και μαλλινα στρουσίδια για τ΄ς νουντάδις (σχτιά) όμορφα υφασμένα μι λούδια ή ρίγις χρουματισμένις και κουρελούδις. Ου άλλους ου νουντάς πάλι με σχοινιά για τα σιντόνια, τ΄απλώματα, τα τραπεζομάντηλα και άλλα πολλά. Χαμηλά ἐστειναν σανίδις (κριβάτια τα ίλιγαν) και τα σκέπαζαν μι άσπρα σιντόνια κι έβαζαν τα εργόχειρα της νύφης. Καρέ με ανεβατά σταυροβελονιά κι κουφτά. Όλα νοικουκυριμένα, πεντακάθαρα κι καλοδουλιμένα, όπως έβγιναν απ΄τ΄φιδιού του στόμα. Σ΄άλλ΄μιριά οι κρεβατόγυροι, κουμάτια καλοκεντιμένα που τα βαζαν μπρουστά στου κριβάτ΄και σκέπαζιν το κενό που δημιουργούνταν από κάτω. Οι μπαντις κιντιμένις στο ανασούκ χοντρό γυαλιστιρό ύφασμα με λουλούδια κι ιυχές. Το καλό κι του δεύτιρου του γιουργάν΄με ρεβέρ κεντημένο με αργαντίνα ή λινό. Οι μαξιλάρις του κρεβατιού και τα μαξιλαράκια τα κεντητά για τις κόχες στα μιντιρλίκια. Τα προυσκέφαλα με κεντημένα μακάτια και τις όμορφες δαντέλες. Κι του στρώμα υφαμένο απ΄τ΄ν Μάλη.

[83]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κι ποιός δε πέρασι να ιδή κι να θαυμάσ΄τ΄ν προίκα την Πέμπτη. Δεν είπα πως το πρωί γίνεται η λειτουργία στην ενορία της νύφης. Το ζευγάρι μεταλαμβάνει κι όλοι μαζί οι συγγενείς κι τα πιθερικά γυρίζουν στη Νύφη για να δουν και να δωρίσουν την προίκα. Τα βράδυ οι σπιτιακοί ειδοποιούσαν τα δυό καουτσούκια που μετέφεραν τότε τα προικιά. Έτσι περνούσε κι αυτή η μέρα με πολύ κούραση κι άλλη τόση συγκίνηση. Σαν ξημέρωσε Παρασκευή η μάνα προυί προυί κατέφκιν στου μπουντρούμ΄ που είχαμι τ’άλευρα. Πήρι τ’σίτα τη μιταξουτί κι άρχισι να κουσκινίζ του ρεβιθένιου για τα τσουρέκια. Ικεί άρχισι να ζμών’κι να τραγουδάει κλαίουντας.

Μια Παρασκευή κι ένα Σάβατου βράδυ Μάνα μ΄έδιωχνε από το σπιτικό μου Κι ο Πατέρας μου κι αυτός μι λέει φεύγα Φεύγου κλαίουντας, φεύγου παραπουνιόντας

Κι αρχίζει η νύφη να κλαίει μαζί της, μαζί κι οι αδερφάδες και οι φίλες που κι αυτές πάλι ήρθαν για να βοηθήσουν στο μάζεμα και το ξεπροβόδημα της προίκας. Η ώρα αυτή ήταν από τις πιο συγκινητικές όλων των ημερών, προπάντων της Μάνας Κόρης. Τα τσουρέκια μοσχομυρίζουν με το ρεβυθένιο αλεύρι. Όμορφα καλοφτιαγμένα στολισμένα με λουλούδια και φύλλα και γυαλισμένα σα ναλοίφτηκαν με λούστρο. Τα χέρια της Μάλις κουρασμένα κι αγιασμένα έσπασαν αρκετά και τα μοίρασαν για να γευτούν όλοι την νοστιμιά τους. Το μεσημέρι πέρασε και σε λίγο όλοι στέκονταν όρθιοι από τον γλυκό ήχο των κουδουνιών των αλόγων που είχαν φθάσει στην πόρτα. Τα κορίτσια πετάχτηκαν με μιας και βγήκαν με μαντήλια και άσπρες κορδέλες να στολίσουν τα λαντόνια. Το θέαμα ήταν υπέροχο. Τέσσερα όμορφα άσπρα άλογα στολισμένα με χάντρες και λουλούδια μπροστά από δύο καλογυαλισμένες άμαξες που περίμεναν ανυπόμονα το φορτίο τους. Ήταν του Ντράγκου. Σε λίγο όλα ήταν έτοιμα. Τα κορίτσια με περίσσια φροντίδα άπλωναν γύρω γύρω ότι ήταν ομορφότερο για να φανεί και τα υπόλοιπα τα έκλειναν στα μπαούλα (κασέλες). Έδεσαν και τα μαντήλια με τις κορδέλες στα γκέμια των αλόγων κι η προίκα ήταν έτοιμη να φύγει για το σπίτι του γαμπρού με τις ευχές όλων.

[84]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Η πομπή ξεκινάει, το θέαμα είναι μοναδικό. Μπροστά οι γυναίκες γιμάτις δώρα, τα τσουρέκια, τα λούδια. Οι γυναίκες καλοντυμένες μι άσπρα βαμπακιρά μαντήλια στου κιφάλ΄και στην μέση όμορφις υφαμένις πουδιές μη καλουγραμένις πολύχρουμις μπουρντούρις. Οι κανέστρις γιομάτις δώρα για όλο το σόι του γαμπρού και σκεπασμένις μι μιταξωτά πολύχρωμα καντήλια, τα λειψιάνκα όπως τα λέγαμι. Φερμένα από την Λειψία από εμπόρους κοζανίτις που ταξίδευαν εκεί. Παραπίσου ακλουθούσαν την προίκα νέα κουρίτσια για να ντ΄κατιβάσ΄ν στου γαμπρό κι να βουηθήσν στου στρώσιμο τ΄κρεβατιού. Ήταν οι αδιρφές, σόι, οι φιλινάδις κι οι γειτόντσις. Είχαν απ΄του χέρ΄κι ένα αγόρ΄να του ριξ΄ν στου στρώμα κατά του έθιμου για να κάμ΄η νύφ΄του πρώτου πιδί. Πίσου ακλουθούσαν τα όργανα, ολοι θκίμας, οι καλύτερι άπ’τα γιούφτκα μη τα βγιουλιά κι τα κλαρίνα, μι σκοπούς ωραίους συγκινητικούς. Ακόμα παραπίσου οι άμαξις μη τουν Ντράγκου τουν Κώτσκα να καμαρών πίσω απ’τα ολόασπρα άλογα κι να χαίρουντι για την ωραία πομπή. Γύριζαν σχεδόν όλη την Κοζάνη από μαχαλά σε μαχαλά. Ο κόσμος έβγαινε, οι γυναίκες με ευχές, με ρύζια, όλου χαρά. Έτσι όλοι μάθιναν ποιοί παντρεύουταν την Κυριακή. Κάποτε φθάνουν στον γαμπρό. Η πεθερά στην πόρτα χαρούμενη και καλοντυμένη μ΄όλνους τους δικούς της και την γειτουνιά να τους υποδέχονται όλους με ευχές. Τα κεράσματα ότι καλύτερο για όλους, κορίτσια, βιολιτζίδις κι αμαξάδις. Η προίκα κατεβαίνει σιγά σιγά και κάθε τι πάει στην θέση του. Όμως η Παρασκευή δεν τελείωνε εδώ. Έχει ακόμη πολύ δουλειά για την μάνα της νύφης μιας κι υπήρχαν κι άλλα καλέσματα. Η σειρά για το κάλεσμα του Νονού. Η Νίτσα καλοντυμένη, κι αυτή μη άσπρ΄ πουδιά, κινάει μη τα δώρα. Κανεστρα μη τσουρέκια κι τα δώρα για όλ΄την φαμπλιά τ΄Νονού κι στου άλλου του χέρ’του ρακόγιαλου μι όμουρφα λούδια. Μητά τα Μπρατίμια, τρεις φίλοι του γαμπρού. Κάλισμα πάλι τον καθένα μη του τσουρέκι, λούδια κι απού μιά πουδιά άσπρη κεντημένη, που θα τ΄φουρέσν΄μιτά του γάμου να πιριποιηθούν τουν κόσμου, κι από ένα πκάμσου καλό. Η σειρά απ΄τσ΄παπάδις, όσι είνι, 2/3, από ένα τσουρέκι, ένα ζιβγάρ΄ μαύρις κάλτσις κι ένα μαντήλ΄για τ΄μύτη. Στο τέλος τους συγγενείς. Στο μεταξύ αφού η πεθερά δέχθηκε τα δώρα της κι όλων των δικών της έστειλε τα δικά τους στη νύφη. Το πέπλο, ότι καλύτερο υπήρχε. Τα γάντια. Οι άσπρες γόβες, όμορφα εσώρουχα, κάλτσες, πασουμάκια και σ΄ένα πολύ όμορφο κουτί τα καλλυντικά. Πούδρα, ρουζ, κραγιόν και ότι άλλο χρησιμοποιούσαν οι νέες τότε. Το δώρο της πεθεράς ήταν συνήθως ύφασμα, ταγιέρ, πουκάμισο για τον πεθερό, για τις αδερφές, αδέρφια, θείους κλπ. [85]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Το Σάββατου έφθαση. Τελευταίες προετοιμασίες για την αυριανή μέρα. Τα ρούχα όλων, ανδρών, γυναικών, σιδερωμένα κι έτοιμα για το πρωί της Κυριακής. Στρωσίδια, πιάτα, ποτήρια κιαυτά έτοιμαστα κεραστάρια και στα ντουλάπια της κουζίνας. Κάποια ώρα η Μάνα κατεβαίν΄ στου Μαϊριώ. Να κόψ΄κι να πλύν΄τα κρέατα, να ετοιμάσν΄τ΄αρνιά, να πλύν΄τα κυδώνια, νάνι έτοιμα καθαρά τα σνιά για τουν φούρνου, τα ξύλα για τν΄πρασιά που κι ικεί θα φκιασν΄στ΄φουτιά ότ΄χράζιτι για να τα βρεί η Νίτσα έτοιμα του προυί κι να χιρίσ΄ τ΄μαγειρική. Του κρασί βγαλμένου απ΄ τσ΄ βαρέλις στ΄ νταμιτζάνις να τσ΄πέρν΄ τα κουρίτσια κι να γιμίζν΄ τσ΄ κανάτις για του τραπέζι. Σάββατου απόγιβμα έφτασι κι η κουμώτρια να χτινίς τ ΄ν νύφ΄. Ου νουντάς γιμάτους απ΄τσ΄αδερφές, τς φιληνάδις κι τσ΄γειτόνισις. Η κουμώτρια πιάν΄ τ΄ν χτἐνα κι τα κουρίσια του τραγούδ΄.

Αργυρό μου χτένι σέρνι αγάλι αγάλι Τρίχα να μην πέσει από τα μαλιά της κι μην κάμουν μάγια στου κουρμί της κι μαζί πεθάνει κιαυτή η ψυχή της

Συγκίνηση, αγκαλιάσματα, δάκρυα, ευχές απ΄όλους και δωρίσματα. Η κομμώτρια δεν τελείωσε. Θα επέστρεφε πάλι την επόμενη ημέρα για να την βάψει και να την φορέσει το πέπλο και το νυφικό. Τα βιουλιά τώρα έπαιζαν στο σπίτι του γαμπρού. Ου μπαρμπέρ΄ς μι του ξουράφ έτοιμου. Ου γαμπρός καθισμένους. Τα μπρατίμια κι του σόι όρθιοι. Τα τραγούδια έδιναν κι έπιρναν. Πάρτι του γαμπρό μας, βάλτι τουν να κάτσει, Πάρτι του ξυράφι, ξυράφι αργυρό Σύρτε του αργά αργά στ’ όμορφο προσωπό του Γρατσουνιά μην κάνει καμιά στον γαμπρό Επαναλαμβάνεται η ίδια εικόνα με εκείνη της νύφης. Δάκρυα, συγκίνηση, δώρα για τον μπαρμπέρ΄, ευχές και πειράγματα στον γαμπρό. Πλησίασαν μεσάνυχτα κι όλοι αποχώρησαν για ύπνο. Ξημέρωσε η Κυριακή. Το σπίτι της νύφης όρθιο. Πρώτη φάνηκε η Μαϊρτζου για να ετοιμάζει τα φαγιά για τον πολύ τον κόσμο. Άλλα να τα στείλει

[86]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

στο φούρνο κι άλλα να μαγειρευτούν στο σπίτι. Η μάνα αφού έδωσε τις τελευταίες οδηγίες έφυγε από το μαγειργιό κι ανέβηκε στο σπίτι για τα τελευταία συμμαζέματα. Σι λίγου του βραστό μη του νόστιμου του κρέας κι του σέλ΄νου άρχισε να στέλνει γλυκιές μυρουδιές σ΄όλο το σπίτι. Ετοιμάζουνται τα σνια κι οι λαμαρίνες για τον φούρνο. Αλλού τα κουμάτια με τ΄αρνιά, αλλού του μουσχάρ΄μη τα κυδώνια. Αυτό ήταν του φαϊ τ΄ς χαράς. Κι στου τέλους έφτιαχναν του τζιαμ πλιαφ. Στον καλύτιρου χώρου του σπιτιού στο σαλόνι κάθουνταν η Νύφη. Γύρω της αδερφές, ξαδέρφες και φίλες όλες τους ομορφοστολισμένες. Μαζί με την κωμώτρια αρχίσουν το ντύσιμο της Νύφης. Κάθε τι που έμπαινε απάνω της ἠταν γιμάτο μι τραγούδια και ευχές. Το νυφικό έλαμπε πάνω της. Μια της φόρεσε τα γοβάκια με γραμμένα όλα τα ονόματα τους. Άλλη τα γάντια και αφού τέλος της γέμισαν τα ολόμαυρα της μαλλιά με ασημένια τέλια της φόρεσαν στο κεφάλι το όμορφο τούλινο μακρύ ολόασπρο πέπλο. Η νύφη ήταν πανέμορφη. Καρισμένη με πρόσωπο γεμάτο χαρά της τραγουδούσαν όλες μαζί. Νύφημ΄ποια μάνα σ΄έκαμιν κι είσι άσπρη σαν το γάλα Η Μάναμ΄ήταν πέρδικα κι ου Πατέρας μου Σαϊνη Κι του βιζί που βίζαινα ήταν κιχριμπαρένιου Κι η κούνια που μη κούναγι ήταν Μαλαματένια

Κι η Μάνα συμπληρώνοντας να λέει συγκινημένη

Μαρ κυρά Συμπιθιρά Δέντρου είχα στην αυλή μου Κυπαρίσι στουν νουβρό μου Σύ μη παίρνεις του κουρίτσ΄μου Κι ασχημέντσ΄του Σπιτικό μου

Κάποια ώρα ακούονται τα όργανα μη τα συμπιθέρια. Μπρουστά ένα πιδί μ΄ένα αρνί στους ώμους στουλιζμένου μι πουρτουκάλια στα κέρατα κι του κιφάλι βαμένο κόκινο. Ακλουθούν τα όργανα μη την παρέα του γαμπρού [87]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

χορεύοντας κι τα μπραϊμια μη τσ΄κάτασπρις πουδιές. Πιο πίσω οι γονείς με το γαμπρό κι του σόι ολου. Όλοι σιγά σιγά στο σπίτι της νύφης. Κιρνιούνταν κάτι πρόχειρου, χαιρετούσαν τ΄ν νύφ΄κι τουν γαμπρό συγκινημένοι κι αφού τους δώριζαν κάτι έφευγαν για την εκκλησία. Αφού τελείωσε η τελετή, το ζευγάρι με τους γονείς του γαμπρού έφευγε για το σπίτι του. Οι γονείς της νύφης με όλα τα σόια τα καλεσμένα στο τραπέζι στο σπίτι τους. Το ζευγάρι πριν δρασκελίσει την πόρτα του γαμπρού τους δέχεται η μάνα του με δυο τσουρέκια και δύο ποτήρια κρασί. Το ζευγάρι το πίνει και πετάει τα ποτήρια κάτω για να σπάσουν. Μετά είναι η σειρά απ΄ τα μπρατίμια. Ένας μπρατ΄ς πίανει τ΄νύφ, άλλος του γαμπρό να τσ΄θρέψν μι ένα λουκούμ΄κι τσ΄σήκουναν ψηλά. Όποιυς σκόνωνταν πρώτους τέτοιου φύλλου θα ήταν του πρώτου του πιδί. Τα τραπέζια ήταν έτοιμα για τουν κόσμου τ΄γαμπρού κι όλ΄έπιφταν μι τα μούτρα στου φαΐ. Στο τέλος κι αφού έσωνι του φαγοπότ΄ έβγιναν σιγά σιγά έξω κι αντάμωναν όλα μαζί τα σόγια για τουν τρανό χουρό. Συνήθως γίνονταν στην ενορία του γαμπρού. Άη Δημήτρ΄, Γιούφτκα, Μισκιάθκου κτλ. Του γλέντ΄κρατούσιν μέχρι του σούρουπου. Τα όργανα γιόμουζαν δουρίσματα κι οι άλλ΄ξιπουδαριάζουνταν. Δευτέρα απόγιμα το σόι της νύφης το κοντινό έκανε την επίσκεψη στην κόρη να ιδή πως πήγε η πρώτη νύχτα στου ζευγάρ΄. Να ιδή η μάνα τα σμάδια, ήθιλι να’ναι περήφανη κι ασπροπρόσωπη στην συμπεθέρα. Νωρίτερα έστελνε γλυκά στο σπίτι της κόρης, σαλιάρια, κουραμπιέδες ή ό,τι άλλο καλό. Τρίτη βράδυ τραπέζι πάλι ο γαμπρός στην οικογένεια της νύφης. Εκτός των άλλων φαγητών η νύφ΄έπρεπε να κάνει το μπουρέκι. Πέμπτη βράδυ η σειρά της μάνας της νύφης. Ειδοποιεί τουν Ντράγκου από βραδύς να τμάσ΄του καουτσούκι. Μηνάει τ΄μαϊρτζού να βάλ΄τα καλάτσ΄ κι μη του καουτσούκ΄να φέρει τον γαμπρό μήτ΄νύφ΄στου σπίτ΄. Αργότερα πάιναν κι τα πιθιρικά. Ου γαμπρός ντυμένους μη τα γαμπριάτκα κι η θυγατέρα μη του νυφικό, τα γάντια κι τν τσιπα μη τα τέλεια. Έφτασαν στου πατρικότς, έφαγαν κι ήπιαν όλοι μαζί με χαρές, αστεία κι τραγούδια. Αργά το βράδυ όλοι στα γιατάκιατσ΄όπως έλεγε κι ο μπαμπάς μου. Έτσι πέρασε κι αυτή η μέρα. Την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο ραντεβού το ζευγάρι κι οι συγγενείς τους καθώς και οι Νουνοί στη εκκλησιά της ενορίας τους. Ο γαμπρός καλοντυμένος κι η νύφη με το δεύτερο. Το έθιμο ήταν ο νεοκόρος να πάει με το δίσκο κι του γκιλτσούι. Πιρνούσι απ΄του ζιβγάρ, του ράντζι μη κουλώνια κι ο γαμπρός έριχνι του δίσκου του μεγαλύτιρου νόμισμα. Με την σειρά του ο νεουκόρος πιρνούσι απ΄όλους τους συγγενείς και φίλους. Αυτό ήταν ένα μικρό [88]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

πανηγύρι γιατί όλο το εκκλησίασμα κοιτούσε και μάθαινε πιο ήταν το καινούργιο ζευγάρι. Η πρώτη Κυριακή ήταν του Νονού. Όλο το σόι επίσκεψη στο σπίτι τους, χαρές, κεράσματα, γέλια και πειράγματα. Το μεσημέρι τρικούβερτο τραπέζι.

Το γλέντι αυτό κρατούσε τρεις εβδομάδες, όσες και οι εκκλησίες με τις ενορίες τους. Καλεσμένοι πάντα όλοι, αδέρφια, ξαδέρφια, μπρατίμια, φίλες και φίλοι. Κι αυτοί με τη σειρά τους ανταπέδιδαν όπως μπορούσαν. Σόνουνταν η χαρά σι τρις βδουμάδις. Όλα γένουνταν δίχους παρεξήγηση κι μαλώματα. Χέρουνταν όλοι, μ΄κροί, τρανοί κι όλου μι τραγούδια. Παλιά καλά λόγια τιριασμένα όπους πάινιν ου κόσμους. Γένουνταν κι όλα καλά μια χαρά. Αξέχαστες χαρές.

(Φάνης Φτάκα Τσικριτζή)

[89]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κώστας Διδασκάλου Η κυρία Μπιλτζίκου Τ’ν άριζιν πουλύ ‘ν κυρία Μπιλτζίκου να τριουρνάει στα μαγαζιά κι να παίρν’ τα σουκάκια. Άλλ’ δλεια δεν είχιν. Όλου στουν καθρέφτ’ μι τα μπιλτζίκια τ’ς. Τ’ν είχιν αφήκ’ πουλλές παράδις ου μακαρίτ’ς ου Τζήκας κι αυτήν τ’ς στούμπζιν όλις σι κάθι λουής κριμαντζούλια απ’ τα κριμνούσιν κι τα σίναζιν. Οι τρανίτιρις κνούσαν του κιφάλ’ κι οι νιότιρις τ’ ζίλιυαν κι τ’ στραβουκοιτούσαν. -

Τι μαρ Μπιλτζίκου, σιούρτσις αμάρ, πού παέντς πάλι μισιμιριάτκα;

-

Να κοιτάς τη δλεια σ’ Μπήινα, όπ’ μ’αρέζ’ τα πααίνου.

-

Τα λιβακουθείς μαρ ούρδα, ντάλα ου ήλιους.

-

Τα πάρου κι χρώμα, να σκάεις.

-

Ια τα γέντς σα μπρουτζιαλτζμέν’ κασταλαή, σιουρδουντάμαρου.

Ένα μαράζ’ είχιν, απ’ ήταν κουντή. Ιπρουχτές όμους, εικί που σιριανούσιν κι ανέβινιν απ’ τ’ Γιτιά στου Μισκιάθκου, έπισιν ουπάν σ’ν αξαδέρφη τ’ς ‘ν Κατιρνούλα. - Ου! ισί είσι μαρ Μπιλτζίκου; Τρόμαξα να σι γνουρίσου. - Τι μαρ σι τάντσαν; Πώς γίνγκις ντιρέκ’ - Ιά μι πίριν ου Νιάκους αυτάϊα τα κουρδέλια πο’ χ’ν κι τακούνια δυο πθαμές, γιατί αντιριέτι ου αχαΐριφτους να μι βγάλ’ στου τζιαντέ, ιπειδή τουν πέφτου κουντή. - Απού πού στα πίριν μαρ; - Ια, άνξιν ένα ιυρουπαϊκό μαγαζί παρακάτ’ απ’ τ’ Γαζή του φούρνου. - Άιντι χιριτήματα, Κατιρνούλα. Μια κι δυο, του μαζών η Μπιλτζίκου, ίσια στου μαγαζί. Διάλιξιν τα ψηλότιρα κι πάει να σκάσ’ τ’ Ζιόλια ‘ν’ Τσιόπτσινα, π’ ν’ απιρνούσιν μια πθαμή κι όλου σίκουνιν σ’ απάν του κιφάλ’ να τ’ν ουμιλήσ’. Πίριν του δρόμου για τ’ς Αηναργυράδις αγλήγουρας. Πού βρέθκιν η μπιστιρά; Πότι τουμπακιάσκιν; Πότι ‘ν έμασαν κι ν’ παν στου νουσουκουμείου, ούτι κατάλαβειν. ΄Ανξιν τα μάτια, ‘ν ίρθιν μια γιρή αντράλα κι τα τζίβουσιν πάλι. [90]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[91]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κώστας Διδασκάλου Ου κύριους Κρυουνάκος Σ’κώθκιν χαραϊάτκα ου κ. Κρυουνάκους, νίφκιν, ντίθκιν, πουδέθκιν, ρούφιξιν κι ψίχα ρουβθέινιουν καφέ κι πίριν τουν ανήφουρου. Πού ρα κίντσις χαραϊάτκα, ακούσκιν η φουνή τ’ Κουκόλ, απ’ δεν τουν ξέφιυγιν καντίπουτας. -

Ιά ρα Κουκόλ, σάμα ξέρου κι γω;

-

Ου! λύκι μι τα πέταλα, Κρυουνάκου, ακούσκιν πάλι η φουνή.

Ου κ. Κρυουνάκους μούλουξιν κι κίντσιν κατά τουν Αηλιά. Ικεί π’ απιρνούσιν ξτρα απ’ τ΄ Κουζιάκ’ του νουβουρό, «φραστ», τουν έρχιτι μια τσιόμκα στου ζιρβό του μάλαγου. «Τι ρα, χιόντσιν;», αναρουτήθκιν. Κοιτάει τρόυρα κι τι να ιδεί; Δεν ήταν τσιόμκα, αλλά ένας γούτους π’ πέταξιν σιαπέρα, τουν έφυγαν κι στουλίσκιν για τα καλά. ΄Εβγαλιν του λίγκαβου του μαντήλ’ απ’ τ’ τζέπ’ να σκουπστί κι παλαμίσκιν μια χαρά. Γίγκιν σαν του στιο τ’ Αη Λάζαρ’. Άι φτάν πιρπάτσα σίμιρα, σκέφκιν. Αδουκήθκα απ’ όχου να πααίνου κι στου παζάρ’ να πάρου καλίγκις. Άκσιν ότι φκιάν’ καλό. Κλώσκιν λίγου στου μισκιάθκου κι πίριν τρεις καλίγκις απ’ του Τζάλια, απ’ δε λέει πουλλά. Στου δρόμου γαρδούλτσιν μιαν κι σπυρί σπυρί ν’ άφκιν μση ώσπου να φτάσ’ στου σπιτ’. Δεν πρόφτασιν ν’ ανοίξ’ ν’ πόρτα κι να σιβεί στη μισιά κι κατάλαβιν να γιουμόζ’ του βρακί. Πιάλτσιν αγλήγουρας στου χαλέ κι μουρμούρζιν’. - Α καλές οι καλίγκις, αρά Κρυουνάκου μην ακούς κανγκάναν, φάει τ’ς κιφτέδις μι του ζμι, καλύτιρου απ’ αυτό μην αραδάς…

[92]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Μάρκου Πατσίκα)

[93]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κώστας Διδασκάλου Ου κύριους Ταντστάρας Είχιν θκο τ’ μαγαζί. Του βρίκιν απ’ του μπαμπά τ’ κι κίνους απ’ τουν θκο τ’. Πλούσιν γκουργκίλια, μπίλις, κούκλις, κι ότ’ βαν’ ου νου σ’ απού πιχνίδια για τα μκρα. Κάθι μέρα τ’ αράδιαζιν στου πιζουδρόμιου κι όπους ήταν στινό τα ‘πιρναν ζβάρνα κι αρπάζουνταν αράδα. -

Τέτοια ιά δεν έχν ούτι στ’ Σαλουνίκ’.

Αλού ρα ταντστάρα, ξισιλόιαστι, τα ‘χς απ’ τουν πάππου σ’ αρά, σάμα δε σι ξέρουμι.

Κάθι Πασχαλιά κριμνούσιν λαμπάδις μι κουρδέλις κι αράδιαζιν πιρδίκις π’ τ’σ έφκιανιν η χρυσουχέρα η κυρά τ’ η Χιουνάτα. Θέλου δυο καναρινάκια κι έναν νουμά, ακούσκιν ου μκρος ου Λίας τ’ Νιάκου ου αμψιός τ’. -

Πόσις παράδις εχς Λία;

-

Ιά μια εικουσάρα κι μια δικάρα.

γυαλίζν.

Άιντι τα σι δώσου απ’ τ’ς κινούργις τ’ς μπίλις τ’ς σιδηρέινις, τήρα πώς

Δεν είχιν αφήκ’ ρουλιμάν για ρουλιμάν’ απ’ τ’ Γκαντιά του συνιργείου. Κάθι Κυριακή έβανιν του κουστούμ’ κι καμπάρτζιν στουν Αη Νικόλα κι ύστιρα στ’ βόλτα. Όποιουν έγλιπιν τουν τσάκουνιν του χέρ’ σα νάταν ιπουργός. Τανιούνταν κι ξιρουτανιούνταν αράδα. «Ξέρς, ιγώ, ου πάππους μ’, πουλέμσιν μι τ’ς Τουρκ’, πλάκα τα γαλόνια» «Ου γιος μ’ ου Τσιβούλτς, πίριν τ’ σημαία απ’ του σκουλειό κι ‘ν ίφιριν στου σπίτ’ να τα’ βάλου φούντις» «Η κυρά μ’ η Χιουνάτα έραψιν του φιρμάρ τ’ς παπαδιάς» Απού τέτοια ταντσταρλίκια… τουν ασχάθκαν όλ’. Όσοι απιρνούσαν μπρουστά απ’ του μαγαζί έστριβαν του κιφάλ’ μι τ’ς ειιδεί κι τ’ς αντραλιάσ’ μι τα τανίσματα τ’. Είχιν κιρόν τώρα π’ τουν τριουρνούσιν ένας γκαϊλιές. Έρχουνταν οι Απουκρές κι λουγάριαζιν να φκιασ’ κάνα παραπανίσιου. [94]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Ιπρουχτές ικεί π’ τανιούνταν κι χάζιβιν τ’ σημαία τουν ίρθιν…. «Θα φκιάσου παμπόρια κι ψαλίθρις για ‘ν’ καθαρουδιυτέρα». Αδουκίθκιν απ’ έχ’ σ’ν απουθήκ’ κάτ’ χαρτιά μι ντάμκις απ’ ‘ν υγρασία σα σχέδια. Ξιτρύπουσιν κάτ’ ράματα π’ τα ΄χειν ζακατζμένα χρόνια τώρα. Πάει κι έκουψιν κάμπουσα καλάμια απ’ τ’ς Λούνις. Έμασιν κι ένα κιαμέτ’ φιλουρίδια ‘ν’ τσικνουπέφτ’ απ’ του σουαρέ στο Ιρμιόνειου για τ’ς νουρές κι στρώθκιν στη δλεια. Έφκιασιν κι ψαλίθρις μι τ’ς ιφιμιρίδις π’ πουλιμούσιν ου Καραβάς κι χαραή χαραή ιάτους στου Σ’μάθκου καμαρουτός κι κουρδουμένους. -

Πάρτι παμπόρια κι ψαλίθρις τιριασμένα κι ζυασμένα.

-

Αφού δε φσάει ντιπ αρά ταντστάρα.

-

Τα θκα μ’ δε θελν αέρα, σκώνουντι μαναχά τα.

σκιπάρ’.

Σκώνουντι τα μυαλά σ’ μούνγκι λύκι π’ τανιέσι αράδα σα γιούφκου

Δεν έδουκιν καγκάνα. Τα καμάρουσιν, τα ‘μασιν κατίφουρου …

(Μάρκου Πατσίκα)

[95]

κι

πίριν

τουν


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου Η Χιονία κι η Τιτίκου Πρωταγωνίστριες η Χιονία κι η Τιτίκου. Παραμονές Φώτων κι η μάνα μας χρειάζονταν επειγόντως αρμιά (η θκιά της είχε τελειώσει μι ν ώρα τς – τίς είδε πώς). Έπρεπε βλέπετε να φκιάσει φρέσκα γιαπράκια για τ’ Αγιαννιού, τη μεγάλη γιορτή του σπιτιού, μιας και γιόρταζε ο αρχηγός της οικογένειας και θα ΄ρχονταν η παρέα το βράδυ. Έπριπιν να τς βγάλ΄ πιάτου... Λέει λοιπόν στ΄ Χιονία και στην Τιτίκου βεβαίως - την είχαμε σχεδόν παραπαίδι γιατί η μάνα τς δούλιβιν. -

Σήκουτι ψίχα να πααίντι στ΄ θεια σας τ΄ Σουφία να σας δώσ΄ ένα λάχανου, σφιχτό να ΄νι! Έφτσα!

Χίρσιν να ξιρουστρίβιτι η αδιρφή μ. -

Μμμ!!! Όλις τς δλειές ιγώ τς φκιάνου, γιατί δε λες του Λάζουουου»

- Ποιο Λάζου, μαρ γουμάρα, πααίν΄ τα κουστούμια στς πιλάτδις του πιδί! (χρουνιάρις μέρις ήταν, κι ου Λάζους έφκιανιν delivery τα κουστούμια μι του πουδήλατου). Τέλος πάντων συνθηκολογεί η Χιονία με έναν όρο! - Ναι αλλά στου γυρσμό θα ρθούμι μι τ’ αστικό. - Αστικό-αστικό! Ξίκ΄ να γέν΄! - Φέρι μια δραχμή Ήταν γύρω στο ΄65 - ΄66 και είχαν εμφανιστεί τα πρώτα αστικά που ο κόσμος τα έπαιρνε κυρίως για καβαλίκα. Σιγά το μέγεθος που είχε η πόλη, για να τ΄ χράζιτι κι αστική συγκοινωνία... Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε, αν έκοβε η αποστολή απ’ το στενό του Παπαϊωάννου θα έφκιανε 10 λεπτά, ενώ για τη μισή φούρλα με τ΄αστικό ήθελε πάνω από μια ώρα. Ε! Παίρν του μπακράτσ΄ οι δυο οι μόλτσις, 8 η μια 6 η άλλη, κι ζντράγκανα – ζντρούγκανα κινούν από τον Αυλιώτη για περιοχή νυν Λαογραφικού μουσείου. Τς βάν΄ η θειά μ η Σουφία ν αρμιά, «του νού σας μην του σνάζτι πουλύ κι του γκριμίστι – θα σι λιανίσ΄ η μάνα σ!» και πχιαλούν κια οι δυο να πάρν τ’ αστικό. Ανιβαίν, πλιαρών΄ η Χιονία το εισιτήριου (η Τιτίκου κυκλοφορούσε στο free γιατί ήταν μκρη – για τον ίδιο λόγο έκανε και γερή καριέρα ως μπλούμ εκείνα τα χρόνια... Άσχετο πλην γεγονός). Προσπάθησαν είναι αλήθεια να βρουν θέση μπροστά για να θαυμάσουν τα αξιοθέατα, αλλά ήταν φουλ το λεωφορείο κι αναγκάστηκαν να κάτσουν στη γαλαρία. Ο εισπράκτορας είδε το μπακράτσι, τον [96]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

ήρθε και λίγη μυρουδιά στη μύτη, κατάλαβε τι κουβαλούσαν, αλλά τι να φκιάσει! Όσο και να πεις, μκρές-ξιμκρές, πιλάτσις ήταν! Ξεκινάει το αστικό, γκρ, γκρ, γκρ, γκρ, γκρ, γκρ, όλα καλά και εορταστικά. Κάπου εκεί όμως στο φούρνο του Κορκά άρχισε να ανακατώνεται η αρμιά και να αναδίδει τα αρώματά της. Κάτ΄ αξιουματικίνις που πήγιναν στον ξενώνα, χίρσαν να ξεροστρίβονται και να τηρούν αλλόυρα. Ύστερα από λίγο άρχισαν να βουλώνουν τις μύτες, να κοιτιούνται πανικόβλητες και να μην ξέρουν από πού να φύγουν. Μόλις σταματάει του λιφουρείου έξω από το σημερινό Γαλαξία, «Γαλατάδικοοο» σκοτώθκαν να κατεβούν για να σωθούν – μια στάση πριν τον ξενώνα! Αλλά και οι άλλοι οι επιβάτες δεν πήγαιναν πίσω! Είχαν αρχίσει να κοιτούν ο ένας τον άλλον γεμάτοι υποψίες και αγανάκτηση – ποιο γομάρι κάμει τέτοια πράματα μέσα στ’ Αστικό, Εν Ιορδάνη σήμιρα! Μερικοί κατέβηκαν στην επόμενη στάση, οι πιο γενναίοι άντεξαν μέχρι το Συνοικισμό, αλλά για να μην τα πολυλογούμε ως τη στάση Καρανταϊρη δεν είχε απομείνει ψυχή! Έ, φτάν΄ μι του καλό τ’ αστικό στην αφετηρία – μπροστά από τον σημερινό Ανθιμόπουλο (τότε Τσιώρας), όπου κι έφκιανιν στάση ένα τέταρτο. Σβήνει ο οδηγός τη μηχανή, σηκώνεται ορθός και χιρνάει να κοιτάει κάτω απ’ τα καθίσματα, να εντοπίσει από πού στα σκατά έρχονταν αυτή η μυρουδιά. Χιονία και Τιτίκου στ΄ γαλαρία, καμάρωναν! Ε δεν άντιξιν άλλου ου εισπράκτουρας. - Δεν μι λέτι! Πού παέντι ισείς; - Στάση Αυλιώτη, λέει η αρχηγός της αποστολής. - Στάση Αυλιώτη; Φρίθκιν ου εισπράκτουρας. Απαρατάει τα εισιτήρια κι σκώνιτι ουρθός: - Άιντι κατέβατι αγλήγουρα να πααίντι μι τα πουδάρια, γιατί θα ιγκαταλήψουμι του σκάφους κι γω κι ου ουδηγός, κι όχ΄στουν Αυλιώτ΄, ούτι στουν Κρίνου δεν θα φτάστι!

[97]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Τζένης Μπάρμπα)

[98]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Λένας Κυρατσού)

[99]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου Πρόκις για κουρνίζις Ου Κώτσιους ήταν αναντάμ μπαμπαντάμ ζαχαρουπλάστς κι είχιν μαγαζί μι χίλια δυο καλούδια κουντά σην Πλατέα. Καλό πιδί κι τσιλιστμένου αλλά κι ψίχα τριβλός. Όταν μάλιστα ιρουτέφκιν τ΄ Λέν΄ τς Μαλάμους (που ‘ν παντρέφκιν κιόλας στουν πάτου), κι χάλιψιν να τ΄ σταματήσ΄ στου δρόμου να ‘ν πει ότι ‘ν αγαπούσιν, ‘ν πήριν απού πίσου απ’ του Ρουλόι «Πππππππ.......» – μπλιόντα απ’ του τρακ ου έρμους... Στου Μισκιάθκου ουλουκλήρουσιν ‘ν πρώτ΄ τ΄ λέξ΄ «Παρντόν!». Σαν άνθρουπους είχιν κι αυτός τα μιράκια τ, μα παραπάν τουν άριζιν του τραγούδ΄ κι τα γραμματίκια. Μια μέρα κίντσιν να πααίν΄ στουν Ασημόπουλου να πάρ΄ πρόκις για τς κουρνίζις π’ τα κλουβιά, ικείνα τα πηχάκια απού είχαν αλόυρα δηλαδή. Στου δρόμου τουν απιτχαίν δυο απού ‘ν παρέα τ – όνουμα κι μη χουριό, γιρά πούλια κι κασμιρτζίδις τρανοί. Καλμέρα-καλμέρα, τι φκιάντι κλπ.. «Πού πααίντς, αρά Κώτσιου, χαραϊάτκα;» «Πππππ...πααίνου ψίχα στου Δδδδδημαρχείου, έχου μια δδδδλειά, κι ύστρα στουν Ασσσημόπουλου να ππππάρου πππρόκις για κκκκουρνίζις.» Είπαν κι κάνα-δυο μασλάτια ακόμα, αντίου-αντίου, φεύγ’ ου Κώτσιους, απού ήταν νοικουκύρς άνθρουπους κι είχιν κι δλειές, αλλά οι άλλ΄ οι κιρχανατζήδις έκατσαν παραπίσου κι έβαλαν μι του νου τς να τουν φκιάσν μια κασκαρίκα. Συννουιούντι, απ’ λέτι, να πααίν στουν Ασημόπουλου νουρίτιρα απ’ του Κώτσιου, να παραστήσν του τριβλό κι να χαλέψν κι αυτοί πρόκις. Σιβαίν΄ ου πρώτους «Κκκκαλμέρα σας!» «Καλμέρα», λέει ου Ασημόπουλους «Έεεεεχτι ππππρόκις για κκκκουρνίζις;» «’Οχ’!» λέει ου Ασημόπουλους «Ααααντίου σας!» «Αντίου»

Ύστρα απού κάνα τσιρέκ΄ σιβαίν’ ου δεύτιρους ου δαίμουνας. «Κκκκαλμέρα σας!»

[100]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

«Καλμέρα», λέει ου Ασημόπουλους, ψίχα απουρημένους «Έεεεεχτι ππππρόκις για κκκκουρνίζις;» «’Οχ’!» λέει ου Ασημόπουλους γινατιασμένους τώρα – σι λέει μι κασμιρέβν τα κουπέλια. «Ααααντίου σας!» «Στουν τσακζμό» λέει μι του νου τ ου Ασημόπουλους Δεν πέρασαν πέντι λιπτά, σιβαίν΄ κι ου φουκαράς ου Κώτσιους, ντιπ ανυπουψίαστους. «Κκκκκκκαλμέ-.....» ΠΑΑΑΤ! του έχ΄ μια παταρά ου Ασημόπουλους. «Πρόκις για κουρνίζις, α;» τουν λέει. Κόκκαλου ου Κώτσιους! Γκ΄κ δεν μπουρούσιν να κάμ’ ! Απόμνιν μ’ ανοιχτό του στόμα – άσπρους πανί! Τουν ίφιριν ικεί ου υπάλληλους ψίχα ζάχαρ΄ κι νιρό να συνέλθ’ - χαμός. Ε, μι τα πουλλά βρήκιν τ’ φουνή τ, ου έρμους, κάμι δυο βήματα πίσου, τουν τηράει τουν Ασημόπουλου μι κάτ’ μάτια σα γκουργκόλια κι τουν λέει τρίβουντας του μάλουγου τ: «Κκκκκκι δε μι νοιάζ’ πππππου μι βάρισις, αλλά ππππού κκκκατάλαβις π’ χαλεύου ππππρόκις για κουρνίζις;»

(Από καρτ ποστάλ) [101]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου Η διαθήκη Πιο ανάπουδουν πάππουν απ' τουν Κουτιούλ' τς Λέγκους δεν ίβρισκις στου μπιρ ντουνιά! Ικείνου π' χάνα χαράξ'! Μπιστιρά... Κι απ' τ' γνώμη τ δεν έβγινιν, μακάρι μ κουλουτούμπις νά 'φκιανις... Όλα τα χρόνια η γυναίκα τ κι τα πιδιά τ σούζα στέκουνταν... Νε κ'κ νε μ'κ! Μούτοι! Πού ν' ακουτήσν να σκώσν κιφάλ' ή να φκιάσν κουμάντου μαναχοί τς σι κινητά κι ακίνητα! Τα τς λιάντζιν ν κουρφή... Ναι, αλλά κόντιβιν τα ουγδουνταπέντι κι τα 'χιν όλα γραμμένα ουπανουθώ τ ακόμα: σπίτ', μαγαζί, χουράφια...Όλα! Κι άμα τουν ίλιγιν κι κάνας τίπουτα, τς φουβέρζιν ότι τα τά 'γραψ΄ όλα σν ικκλησιά, να μάθν γνώμ'! Κι ήταν τόσου στριμμένου άντιρου απού μπουρεί κι να το 'φκιανιν κιόλας, για γινάτ' ... Στουν πάτου είδαν κι απούειδαν τα πιδιά κι είπαν να βάλν 'ν αδιρφή τ να τουν κουλαντρίσ΄ θάρρουμ φκιάν' διαθήκ' ,τι αφήν' σι ποιόν... Να ησυχάσν! Ουρθός σκώθκιν σ'ν αρχή "Τι;" κι "Για ξιπρουβότσμα μ' έχτι;"κλπ... αλλά στουν πάτου έστριξιν... Ε! Είπαν όλ' δόξα Τουν, σώθκιν η δλειά, αλλά πού! Σι τρείς συμβουλιουγράφ' τουν κουβάλτσαν κι ίσια που κόντιβαν να τουν φέρν βόλτα, γινατιάζουνταν, τς φούρλιαζιν τα χαρτιά στα μούτρα κι έφυβγιν. Έξ' μήνις έκαμαν τα έρμα τα πιδιά να τουν κουλουριάσν πάλι κι να στρέξ' να πααίν' σι συμβουλιουγραφείου ξανά. Για καλό κι για κακό μιάφρα τσάκουσαν προυτίτιρα τ' συμβουλιουγράφου (γυναίκα ήταν) να 'χ' του νου τς... "Αμάν! Το κι το! Τήρσι μην τουν ζουρίεις τίπουτα κι μας απαρατήσ' πάλι! Ό,τ' σι λέει "ναι" ισύ! Κι φκιάσι ό,τ' καταλαβαίντς ύστιρα..." Ε! Έρχιτι μι του καλό του ζιβγάρ', ου πάππους μπουτζουμένους μι τα μούτρα σιακάτ', η μπάμπου απού πίσου να σφίγγ' 'ν τσιάντα τς κι 'ν καρδιά τς, τα πιδιά απού κουντά "κάτστι...τι τα σας κιράσουμι;" , "καντίπουτα" , "καμμιά λιμουνάδα;", "τι να χουνέψουμι;...του γιαούρτ';" κλπ, κλπ. "Λοιπόν..." λέει ου πάππους "Αϊντι να σώνουμι! Γράφι... Ό,τ' σι λέου γω τα γράφς'! Τήρσι μη... Α!" "Μάλιστα" "Όσου ζω, τα να 'νι όλα θκα μ!" "Μα..." πήγιν να πει η συμβουλιουγράφους, απου διαθήκ' έφκιανιν η γυναίκα, δε χράζουνταν να γράψ' τι τα γέν' όσου ζούσιν ου Κουτιούλτς!... Αλλά είδιν τα πιδιά απου 'ν τηρούσαν φριγμένα κι ούδι έτσι μούλουξιν. "Μάλιστα"

[102]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

"Κι τα χουράφια, κι τα μαγαζιά, κι όλα ..." "Μάλιστα" έκαμιν ότι γράφ' η άλλ'... "Αμα πιθάνου... Γράφι! " "Μάλιστα..." "...μσά θκά μ, μσά τς γυναίκας μ!"

(Γιώργου Γελαδάρη)

[103]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου Ου Ραμπατός Κι ποιός δεν ήξιριν του Θύμιου τουν Ταρτάρα - Ραμπατός, παρατσούκλ΄απού είχιν του ξινουδουχείου «Μητρόπολις» στου Τζιαντέ! Ιένα κιαμέτ΄ μπέντια ίλιγαν για τ’ αυτόν, τι πως πάϊνιν μι τ΄ θυγατέρα τ τ΄ Θουδουρίτσα στουν κινηματόγραφου κι απόμναν μύθους μι τ’ αβγό, τι απού σιουλνάρσιν τουν άλλουν μι τουν καφέ, φράστ! στα μούτρα κι τουν ίλιγιν ύστιρα «Σκουπίσ! Σκουπίσ!», τι «Φούρια Κατιρνούλα, γειά σου Ραμπατό!»

Άσουτα!...

Αλλά

παραπάν η φουνή τ απόμνιν σν ιστουρία ... Όσ΄ τουν ήξιραν, τα καταλάβν... Σι ξιτράνταζιν! Το μπέντ΄ απ’ σας γράφου σίμηρα του ’πιν ου γιος τ ου Βαγγέλτς στου μπαμπά μ, απού έφκιαναν παρέα ικείνα τα χρόνια. Χράσκιν, απού λέτι, μια βραδά να λείψ΄ ου Βαγγέλτς απ’ του ξινουδουχείου κι έκατσιν ου Ραμπατός «διανυκτέριφσ΄». «Έχι του νου σ» τουν λέει ου Βαγγέλτς πριν φύβγ΄ «είνι ένας παραγγιλιουδόχους, Δημητριάδης, δεύτιρους όρουφους, τάδι νούμιρο, χαλεύει να ξυπνήσ΄ στς 6 να προυκάμ΄ του τρένου. Σύρι ψίχα να τουν κράξσ ... Ιντάξ΄;» «Ιντάξ΄» ... Έφυγιν ου Βαγγέλτς ... Ε! Πήγιν δυό, πήγιν τρεις, χίρσιν να τουν παίρν΄ απού κάνα χλιάρ΄ ου κυρΘύμιους, τέσιαρς ... πέντι ... Κατά τς έξ΄ αδουκιέτι ότι είχιν κι τουν πιλάτ΄ να σκώσ΄, αλλά δεν ήταν κι πουλύ χαζίρκους κι βαριούνταν ν’ ανιβεί τόσα σκαλιά ... Βγάν΄ λοιπόν μια φουνή απ’ τ΄ ρισιψιόν : «Δημητριάδηηηης ! ! !» Φρίθκιν όλου του ξινουδουχείου!

Πιτάθκαν όλ΄ στου πουδάρι κι

σούντσαν στου διάδρουμου «Τί έγινιν;» ου ένας, «Τί έγινιν» ου άλλους, «πόλιμους;», «αγλήγουρα ζάχαρ΄ κι νιρό!» κ.λ.π.... Άντα κατάλαβαν τι είχιν γέν΄ κι συνήλθαν ψίχα, πιτάχνιτι ένας φριγμένους Αθηναίους κι χιρνάει να σκούζ΄ : «Τί πράματα είν’ αυτά, κύριε; Είμαστε και καρδιοπαθείς άνθρωποι!... Πώς φωνάζετε, έτσι; Ξενοδοχείο είν’ αυτό ή ...» [104]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

«Δημητριάδη σι λεν ισένα;» τουν κόβ΄ ου Ραμπατός. «Όχι ...» «Άϊ, τουμπακιάσ!»

(Αγνώστου)

[105]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κώστας Καραμάρκος Τα Ουρσούζκα Ήταν εκείνα τα παιδιά που δεν σου άφηναν μπίλια για μπίλια όταν έπαιζες μαζί τους με κάθε δίκαιο και άδικο τρόπο / Στα δε καπάκια με κερί, κέρδιζαν με κλειστά τα μάτια σε κάθε γειτονιά / Έπαιζαν τάκα τάκα με απίστευτη μαεστρία, ενώ ήταν οι καλύτεροι γκολτζήδες στο ποδόσφαιρο και ποτέ μα ποτέ δεν έπαιζαν αμυντικοί / Όταν έσπαζαν τζάμια στα σχολεία, ήταν αυτά που σούτερναν με απίστευτη δύναμη / Όταν τα κεραμίδια από το τζαμί τινάζονταν μέτρα μακριά, ήταν πάλι αυτά που τα πετύχαιναν με μαεστρία και δύναμη / Όταν πέφταν νεκρά τα ‘τσιρουλίτια’, ήταν αυτά και πάλι που πυροβολούσαν με το αεροβόλο / Δεν κάθονταν στον κώλο τους στα γιουρτάσια, παρά πετούσαν το ένα στο άλλο την άχνη απ’ τους κουραμπιέδες, έβαζαν σφήνες στην τουλούμπα της αυλής της νοικοκυράς για να μην αντλήσουν νερό για τον απόπατο όταν νύχτωνε, πείραζαν τα σεμέδια και τις φλοκάτες, ενώ κάθε 5 λεπτά τσίριζαν στις μάνες τους ‘πότε θα φίβγουμι μαρ΄ / Στο σχολείο συχνά πλάκωναν στο ξύλο κάθε αδύναμο που αρνούνταν να μπει στην ομάδα τους και ήταν αντάρτες απέναντι στη βίτσα του κάθε σκληρού διευθυντή / Δεν πατούσαν στο Κατηχητικό, αφού προτιμούσαν να τρέχουν στις αλάνες και να σηκώνουν τς φούστες απ’τα κουρίτσα για να φανούν τα βρακιά τς/ Δεν έμπαιναν ποτέ μέσα, παρά περνούσαν μόνο έξω από του Σιαμέτη ακριβώς την ώρα που τα ‘άλλα παιδιά, τα κανονικά’ βγαίναν με τα ανταλλαγμένα περιοδικά: τους τα άρπαζαν και εξαφανίζονταν στο δευτερόλεπτο / Ξύριζαν το κεφάλι ή το ανάποδο, άφηναν μακρύ και άλουστο το μαλλί, καθώς ενδιάμεσο δεν υπήρχε / Ήταν φυσικά φανατικοί οπαδοί του ποδοσφαίρου και εννοείτε ότι μεγαλώνοντας πέρασαν την εφηβεία τους στα ‘μπιλιάρδα και τα ποδοσφαιράκια’/ Στ’ς ‘Απουκρές’ καραδοκούσαν να σκάσουν στρακαστρούκες και να ‘τνάξουν στα κρυφά’ κανένα νερωμένο κρασί / [106]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Οι μάνες τους αν και τα λάτρευαν παρ’ όλ’ αυτά, (πιδιά ίνι, τι να τα φκιάσου!) είχαν μόνο ένα κοινό χαρακτηρισμό για αυτά, απολύτως αναγνωρίσιμο από τη Σκ’ρκα μέχρι την γειτονιά των Παρταλόπλων, από το Σταθμό μέχρι τον Τρίκο: Τα Ουρσούζκα ! Τα παιδιά αυτά ήταν συχνά τα αγαπημένα παιδιά της πόλης, που θυμόμαστε και σήμερα, ίσως και με νοσταλγία και λίγο ζήλεια, όσες μπίλιες και να χάσαμε από αυτά! ___________________________ Ήσαν κι εσύ ένα Ουρσούζκο λίγο ή πολύ, ή όχι ;

(Σούλας Παλέντζα)

[107]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κώστας Καραμάρκος Οι φιλενάδες των μαμάδων μας Ίσως, οι καλύτερες μας μέρες από τα παλιά … Οι μέρες που ερχότανε στο σπίτι οι φιλενάδες των μαμάδων μας για μάζωξη & κους κους / Όλες τους ανεξαιρέτως είχαν ως αναφορά για να καταλάβει κάποιος ποια ήταν η κάθε μια, το κλασικό χαρακτηριστικό της εποχής του ’70: τις περιγράφανε συνήθως με το επίθετο του ανδρός τους & με την κατάληξη – αινα … Το σπίτι στην πένα: σεμεδάκια, φλοκάτες και χαλιά στρωμένα, οι σόμπες αναμμένες στο φουλ / Υπερένταση, αλλά και πραγματική υπερπαραγωγή στην κουζίνα: κεφτεδάκια, χοιρινό ψητό φέτα, ντολμαδάκια με κιμά, σπανακόπιτα, κιχιά, συμπλήρωμα ρωσική από τον Πιτένη και για γλυκό ζεματιστοί κουραμπιέδες & τούρτα μόκα με στόλισμα νες καφέ και τριμμένη κουβερτούρα … Και έφτανε η ώρα της επίσκεψης: Μαλλί στην τρίχα με μπόλικη λακ για να στέκεται αγέρωχο, συνολάκι ‘ντε πιες’ πρόσφατα ραμμένο στο σπίτι από τη μοδίστρα, το καλύτερο από τα καλά παλτό με συνοδεία μακριά γάντια και τα αντίστοιχα παπούτσια ασορτί, τσάντα μικρή δερμάτινη κρεμασμένη χαλαρά στο δεξί χέρι και στο αριστερό το δωράκι της επίσκεψης: σοκολατάκια Νουαζέτα ή Κονιάκ Μεταξά ή κάποια σπιτική λιχουδιά αμπαλαρισμένη περίτεχνα / Φωνές, ξεκαρδίσματα, κριτική επί παντός και κυρίως απόλαυση από τα σπιτικά κεράσματα … Και για μας τα μ’κρά, που λόγω του ότι χειμωνιάτικα δεν είχαμε που να πάμε και κυκλοφορούσαμε ανάμεσα στα πόδια τους, αφιερωμένο το γνωστό φιλοφρόνημα: «έλα δω μπρε να σι τσιμπήσου ψίχα του μάγουλου, πως τράνεψες μπρε ουρσούζκου έτσι;»

[108]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(Αγνώστου, από την έκδοση Γεύσεις από την παλιά Κοζάνη)

[109]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Κώστας Καραμάρκος Παέγια ... Κοζανίτισσα Έχοντας πριν λίγα χρόνια περίπου τελειώσει το φαγητό μας στη 'γνωστή ψαροταβέρνα' της πόλης όπως λέμε συνήθως, πιάνουμε την κουβέντα με τον αγαπητό σε όλους ιδιοκτήτη, που πάντα όλο αγωνία ρωτά αν μείναμε ευχαριστημένοι ... -

Όλα καλά λοιπόν, αλλά να' χαμε για ποικιλία και ... μια παέγια θα ήταν ιδανικά !

Αυτό το αστείο και τα πειράγματα για την Παέγια Κοζανίτισσα λοιπόν συνεχίστηκε για μήνες, μέχρι που ένα βράδυ στο σπίτι ... ντριν το κουδούνι και να’ σου ο Ζήσης με μια πιατέλα ... μισό μέτρο! Το ίδιο έγινε και για άλλα δύο βράδια συνεχόμενα, βελτιώνοντας τη συνταγή και αλλάζοντας τη σύνθεση και το είδους του ρυζιού μέχρι, που πέτυχε ... να μιλήσει στον Κοζανίτικο ουρανίσκο ! Η Παέγια ... Κοζανίτισσα ήταν γεγονός, την απολαύσαμε όλοι οικογενειακώς δικαιώνοντας τον Ζήση και τη γυναίκα του για την προσπάθεια τους, παράλληλα με το συνεχή φόρτο και το άγχος της δουλειάς. Ο Ζήσης το προσπάθησε, το πάλεψε και το κατάφερε ! Καινοτόμησε χωρίς να χάσει τη βάση του και πάνω στην ίδια φιλοσοφία που έχει για τη δουλειά του: Μεράκι, καλή ποιότητα, φιλικό περιβάλλον και χαμηλές τιμές! Μένει λοιπόν από τότε και να το τολμήσει να βγει προς τα έξω με το αποτέλεσμα της δουλειάς του, να το φέρει ως νέο πιάτο στην ταβέρνα ... Να δοκιμάσει διακριτικά τις αντιδράσεις και τα βλέμματα των πελατών του ...

[110]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

Όταν όλοι τολμήσουμε και σπρώξουμε τον Ζήση που κρύβουμε μέσα μας στο φως, τότε θα κάνουμε την υπέρβαση από πολύ καλό στο άριστο. θα ενώσουμε αντιλήψεις και κουλτούρες, θα μειώσουμε αποστάσεις, θα σπάσουμε αγκυλώσεις, θα σταματήσουμε τη ρουτίνα, θα αδράξουμε τη μέρα ... για μας, για τους γύρω μας, για την πόλη και τα παιδιά της.

(Γρηγόρη Δάλλη)

[111]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

ΥΣ, επί προσωπικού:

Ο Κώστας Καραμάρκος ενώ ζει στα πέριξ, εργάζεται πλέον από τη Δυτική Μακεδονία ως Σύμβουλος Στρατηγικής για φορείς της ΕΕ και περιφερειών της χώρας _ stop Αρθρογραφεί εδώ και χρόνια, αφιερώνοντας αρκετό από το δικό του ελεύθερο χρόνο, γιατί θεωρεί πως εκτός των άλλων, αυτή η ενασχόληση υποστηρίζεται από ελάχιστους πλέον στην περιοχή μας _ stop Συχνά αναρωτιέται τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους δημιουργικούς, θετικούς και κυρίως αποτελεσματικούς _ stop Έχει πλέον καταλήξει πως μόνο η ειλικρίνεια στην προσωπική και δημόσια ζωή οδηγεί κάπου _ stop Ακόμη συχνότερα, αναρωτιέται τι είναι αυτό που κάνει έναν τόπο, ωραίο να ζεις και να δημιουργείς _ stop Διαχειρίζεται μια περίεργη ομάδα στο Facebook που δεν επιτρέπει στα μέλη της να κολλάν αυτοκόλλητα στα σχόλια, με το όνομα: Κοζάνη: Μνήμες, Αναμνήσεις & Εικόνες – Kozani _ full stop

[112]


μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

μια Εικόνα, μια Ιστορία, μια Πόλη ….

(τα δημιουργικά της ομάδας δια χειρός Κώστα Καραδήμου)

Η ιδέα και η επιμέλεια του παρόντος ανήκουν στον Κώστα Καραμάρκο /

Η προσπάθεια αυτή κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2020 μόνο σε ηλεκτρονική μορφή (E-book) /

Διατίθεται ηλεκτρονικά & δωρεάν, καθώς επουδενί δεν αποτελεί εμπορικό προϊόν …

[113]


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.