Ομιλία περί της ίδρυσης του Καταφυγίου

Page 1

Η παρουσία του Καταφυγίου ως Κοινότητα από την πρώιμη Οθωμανική κατοχή της επαρχίας των Σερβίων έως το 1610 Του Ζήνωνα Α. Σατραζέμη Κατερίνη 03/12/2017 Το θέμα που θα αναπτύξουμε στη σημερινή μας εκδήλωση είναι «Η παρουσία του Καταφυγίου ως Κοινότητα από την πρώιμη Οθωμανική κατοχή της επαρχίας των Σερβίων έως το 1613 » Επιλέξαμε αυτό το θέμα που άπτετε της Τοπικής μας Ιστορίας, για δυο λόγους. Ο ένας λόγος είναι η ύπαρξη νέων γραπτών αποδείξεων για το χρόνο ίδρυσης του Καταφυγίου και ο άλλος λόγος είναι η επιθυμία μας να αναδείξουμε στοιχεία της Τοπικής μας ιστορίας σε σχέση με τη ζωή των Καταφυγιωτών κατά την αναφερόμενη περίοδο. Είναι κοινή παραδοχή ότι είναι λιγότερο γνωστή η Τοπική ιστορία των μικρών τόπων και των γεγονότων που την συνθέτουν, από ότι η Εθνική ιστορία. Αντιθέτως θέλω να πιστεύω ότι το ενδιαφέρον που προκαλείτε σε όλους μας από την Τοπική ιστορία είναι πολύ μεγαλύτερο έναντι της Εθνικής, καθώς αναφέρεται στο δικό μας χωριό και σε δικά μας πρόσωπα. Με όσα θα πούμε σήμερα, θα προσπαθήσουμε να φέρουμε στο φώς την κοινωνική & οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή μας μέχρι το 1613, την εποχή της Τουρκοκρατίας, όσο αυτό βέβαια είναι δυνατόν στον περιορισμένο χρόνο μιας ομιλίας, και ευελπιστούμε ο καθένας να βγάλει τα δικά του χρήσιμα συμπεράσματα. Η ομιλία μου χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το Καταφύγι ως κοινότητα. Η δεύτερη ενότητα αναφέρετε στις υπάρχουσες καταγραφές διαφόρων συγγραφέων και προσδιορίζουν το χρόνο ίδρυσης του Καταφυγίου. Αναπόφευκτα κάτω από τα νέα δεδομένα γίνεται σχολιασμός αυτών των γραπτών πηγών. 1


Στην τρίτη ενότητα καταθέτουμε τα νέα στοιχεία που υπάρχουν στο σημαντικότατο έργο των Κώστα Καμπουρίδη και Γιώργου Σαλακίδη για την επαρχία των Σερβίων τον 16ο αιώνα, στοιχεία που φωτίζουν από άλλη οπτική γωνία τη δημιουργία και ύπαρξη του χωριού μας. Τέλος θα κλείσουμε με μία ευσύνοπτη αναφορά στη ζωή, στο ορεινό Καταφύγι την χρονική περίοδο που περιγράφουμε. Πρώτη ενότητα Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι στα τέλη του 14 ου αι ή στο πρώτο τέταρτο του 15ου τα Σέρβια καταλήφθηκαν από τους Τούρκους.

Ο

μεγάλος μας ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος τοποθετεί την οριστική κατάληψη της επαρχίας των Σερβίων στη δεκαετία 1421-1430, επί Μουράτ Β΄. Την περίοδο αυτή μέχρι το 1500 μ.χ έχουμε εγκαθίδρυση του τιμαριωτικού συστήματος στην κοινωνία - οικονομία, με ισχυρή κεντρική εξουσία και παράλληλα έχουμε τους εποικισμούς των Γιουρούκων. Από το 1500 μέχρι το 1600 η οθωμανική αυτοκρατορία φθάνει στη μέγιστη ακμή της, ο τιμαριωτισμός υποχωρεί και ισχυροποιούνται οι τοπικοί φεουδάρχες. Αυτό συμβαίνει διότι: το τιμαριωτικό ιππικό ήταν οπλισμένο με τόξα και βέλη, βρέθηκε όμως αντιμέτωπο με τυφέκια, οπότε περιορίστηκε ο αριθμός των σπαχήδων (ιππέων) και αυξήθηκε ο αριθμός των γενιτσάρων που έφεραν πυροβόλα όπλα. Το κράτος πλέον δεν διένειμε τα έσοδα σε τιμάρια, αλλά συγκέντρωνε τους φόρους για την κεντρική διοίκηση. Οι αιώνες 14ος και 15ος θεωρούνται σκοτεινές ιστορικές περίοδοι διότι υπάρχουν ελάχιστες ιστορικές πηγές για τη Δυτική Μακεδονία, με κυριότερη τα φορολογικά κατάστιχα των Οθωμανών. Σε αυτή την σκοτεινή καμπή της ιστορίας θα πρέπει να αναζητήσουμε την δημιουργία του χωριού μας, του ιστορικού αλλά και μαρτυρικού Καταφυγίου. Ο καθηγητής Νικόλαος Μουτσόπουλος μας λέει ότι «Είναι γνωστό το πρόβλημα των δημογραφικών ανακατατάξεων που συνέβησαν στα χρόνια 2


της τουρκικής εισβολής καθώς και το γεγονός των εγκαταστάσεων που σταδιακά έλαβαν χώρα κατά το 14 ο και 15ο αιώνα, στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ, των Γαζήδων και ακολούθως των Γιουρούκων στη Δυτική Μακεδονία». Τι σήμαιναν όμως για τους χριστιανικούς πληθυσμούς αυτές οι εγκαταστάσεις? Στο πλαίσιο

της τουρκικής πολιτικής

αφομοίωσης του πληθυσμού, επιβάλετε αύξηση της φορολογίας, ο χριστιανικός αγροτικός πληθυσμός υποβάλετε σε καθημερινές ταπεινώσεις, καταπιέσεις, ληστείες εκβιασμούς και αγγαρείες. Σε όλα αυτά αν προσθέσουμε και τη στρατολόγηση των γενιτσάρων καταλαβαίνουμε την απόγνωση των χριστιανικών πληθυσμών. Όσοι αναγκάζονται να παραμείνουν στα χωριά τους γίνονται δουλοπάροικοι (κολίγοι) των μωαμεθανών γαιοκτημόνων, Τούρκων και αργότερα Αλβανών και σιγάσιγά εξισλαμίζονται, όπως οι «Βαλαάδες» των χωριών του Βοίου. Ως συνέπεια αυτών των τραγικών καταστάσεων έχουμε τη μετακίνηση πολλών χριστιανών προς ορεινούς οικισμούς για να εξασφαλίσουν μια πιο «ελεύθερη» διαβίωση, απαλλαγμένη από τις καταπιέσεις που συνεπαγόταν η γειτνίαση με τα κέντρα της Τουρκικής εξουσίας. Στα βουνά λοιπόν αναζητούν καταφύγιο οι κάτοικοι πεδινών περιοχών με ανυπότακτο φρόνιμα, μετά τις συστηματικές εγκαταστάσεις τουρκικών πληθυσμών, ιδίως Γιουρούκων (που ήταν αρχικά νομάδες κτηνοτρόφοι) και Κονιάρων όπως στα χωριά της πεδινής ζώνης από την Κοζάνη ως τη λίμνη του Οστρόβου. Η συστηματική και αναγκαστική αυτή αποχώρηση των ελληνικών πληθυσμών από τις πεδινές αυτές περιοχές θα πρέπει να έγινε είτε ομαδικά είτε κατά μικρές ομάδες ή πατριές. Το σίγουρο είναι ότι η μετακίνηση των πληθυσμών έγινε από τον 14 ο έως και τον 18ο αιώνα. Δεύτερη ενότητα Ο Γεώργιος Τσότσος στο βιβλίο του «Ιστορική Γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας – Το Οικιστικό δίκτυο 14ος-17ος αιώνας» στη σελίδα 182 αναφέρει συνοπτικά τις υπάρχουσες πηγές μέχρι το 2011 οι οποίες 3


αναφέρονταν στη δημιουργία και ύπαρξη του Καταφυγίου. Αυτές ήταν οι εξής: Ο πρώτος οικισμός και περισσότερο γνωστός στη βιβλιογραφία, είναι το χωριό Ποδάρι, κοντά στο Βελβεντό, στις όχθες του Αλιάκμονα, από όπου, κατά την παράδοση που κατέγραψαν στις αρχές του 19ου αιώνα ο Κοζανίτης λόγιος Χαρ. Μεγδάνης και στα μέσα του 19ου αιώνα ο Γάλλος περιηγητής (Εζέ) Heuzey, οι κάτοικοι κατέφυγαν στην υπερκείμενη οροσειρά των Πιερίων και σε υψόμετρο 1400μ ίδρυσαν το Καταφύγι, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες της τουρκικής κατάκτησης. Σύμφωνα με την εκδοχή της ίδιας παράδοσης που κατέγραψε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Καταφυγιώτης φιλόλογος Ι. Τσικόπουλος, ο αρχικός τόπος λεγόταν Γριτσάνη και η εγκατάσταση στο Καταφύγι έγινε περί το 1440 με σκοπό την αποφυγή των καταπιέσεων από τους Τούρκους. Ο Κλεάνθης Νάστος στο βιβλίο του Καταφύγι (1972) γράφει ότι η αληθινή χρονολογία ίδρυσης του Καταφυγίου είναι άγνωστη και ότι η μετακίνηση από τη Γριτσάνη προς το Καταφύγι έγινε κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνος (δηλαδή 1750). Την ίδια παράδοση αναφέρει και ο Κ. Γουναρόπουλος στο περιοδικό Πανδώρα τεύχος ΚΒ΄ του 1872, κατά τον οποίο από το Ποδάρι μετοίκησαν στο Καταφύγι «δια πανώλη ή καταδρομάς Τούρκων». Σημειωτέον ότι το Καταφύγι δεν αναφέρεται σε φορολογικό κατάστιχο του 1528 με κωδικό D385 ανάμεσα στους οικισμούς του Καζά Σερβίων (το κατάστιχο φυλάσσεται στην εθνική βιβλιοθήκη της ΣόφιαςΒουλγαρία), ενώ αναφέρεται σε πρόθεση των Μετεώρων του 1613-1614 (είναι ονόματα αφιερωτών της μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων). Στις παραπάνω γραπτές πηγές θα προσθέσουμε και την άποψη που καταθέτει στο βιβλίο του ο συμπατριώτης μας κ. Νικόλαος Σόρμας , ότι οι πρώτοι κυνηγημένοι Καταφυγιώτες από τα Άγραφα έφτασαν σε ένα μικρό χωριό τη Γρατσάνη μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Επισκόπου Τρίκης Διονυσίου. 4


Θα μου επιτρέψετε να σχολιάσω τις προηγούμενες πηγές με βάση την γραπτή πηγή που είναι το φορολογικό κατάστιχο ΤΤ986 που χρονολογείτε από το 1498 και έφεραν στο φως με την εξαιρετική εργασία τους οι Κώστας Καμπουρίδης και Γιώργος Σαλακίδης. 1. Ο αείμνηστος Δάσκαλος Κλεάνθης Νάστος αναφέρει στο βιβλίο του στη σελίδα 11 ότι η Γρατσάνη ιδρύθηκε από τους Καταφυγιώτες που είχαν κυνηγηθεί μετά την επανάσταση του Επισκόπου Τρίκης το 1612. Αυτό δεν είναι αληθές αφού η Γρατσάνη καταγράφεται στον φορολογικό κατάλογο του 1498 με 331 νοικοκυριά και τη βρίσκουμε ανελλιπώς και στους επόμενους φορολογικούς καταλόγους μέχρι και το 1613. 2. Ο λαογράφος μας Νικόλαος Σόρμας αναφέρει στο βιβλίο του ότι κυνηγημένοι οι Καταφυγιώτες πήγαν σε ένα μικρό χωριό το 1612 τη Γρατσάνη. Αυτό δεν είναι ακριβές αφού η Γρατσάνη το 1612 είχε 215 νοικοκυριά και αν κάνουμε έναν πρόχειρο υπολογισμό 215χ5 άτομα το κάθε νοικοκυριό=1075 κατοίκους. Αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι η Γρατσάνη που δέχτηκε τους πρόσφυγες ήταν ήδη ένα ανεπτυγμένο χωριό για τα δεδομένα της εποχής. 3. Αφού η Γρατσάνη και το Καταφύγι εμφανίζονται σε όλα τα φορολογικά κατάστιχα από το1498 έως και το 1613 αυτό από μόνο του δείχνει ότι τα 2 χωριά συνυπάρχουν και το πιθανότερο για να μην πούμε βέβαιο είναι ότι η Γρατσάνη τροφοδότησε διαδοχικά το ήδη δημιουργημένο Καταφύγι από το 1498, σε δύσκολες για το έθνος ιστορικές περιόδους με ανυπότακτους ορθόδοξους χριστιανούς που φύγαν από τον σκλαβοφόρο κάμπο και πήγαν στο ελεύθερο Καταφύγι. 4. Η ποιο κοντινή στην αλήθεια καταγραφή για την ίδρυση του χωριού μας οφείλετε στον μεγάλο Καταφυγιώτη φιλόλογογλωσσολόγο Ι. Τσικόπουλο, ο οποίος προσεγγίζει την χρονολογία δημιουργίας του Καταφυγίου στα 1440. 5


5. Το ότι στο κατάστιχο του 1528 -το κατάστιχο φυλάσσεται στην εθνική βιβλιοθήκη της Σόφιας- Βουλγαρία- δεν αναφέρεται το Καταφύγι, ουδόλως αλλοιώνει την βεβαιότητα ότι το χωριό μας ήταν κτισμένο πριν το 1498. Η εξήγηση που δίνεται για την παράληψη που παρατηρείτε στο εν λόγω κατάστιχο είναι η εξής: πρόκειται για δυο διαφορετικούς κώδικες ( ο ΤΤ424 και ο D385) οι οποίοι ανήκουν στο ίδιο κατάστιχο και προφανώς ο συντάκτης του D385 από αβλεψία ή λάθος στην αντιγραφή των στοιχείων δεν συμπεριέλαβε το Καταφύγι, αφού κατά 90% οι δυο κώδικες συμπίπτουν. Ας έλθουμε τώρα στην τρίτη ενότητα που αναφέρεται στην παρουσίαση των στοιχείων που βρίσκονται στο φορολογικό κατάστιχο με το όνομα ΤΤ986 και αφορούν το Καταφύγι. Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για τετράχρονη εργασία των Κώστα Καμπουρίδη και Γιώργου Σαλακίδη. Προηγουμένως θεωρώ απαραίτητο να αναφερθώ στην ουσία και τη χρησιμότητα της μελέτης τέτοιων κατάστιχων. Παρ’ όλο που η «εθνική» ιστοριογραφία γενικώς των βαλκανικών χωρών με πολύ δισταγμό αρχίζει να χρησιμοποιεί τις τουρκικές πηγές, εντούτοις θα ομολογήσουμε τη βεβαιότητα πως είναι εξαιρετικά χρήσιμη η σε βάθος μελέτη αυτών των πηγών. Τέτοιες πηγές υπάρχουν σε τρία μέρη. Στα οθωμανικά αρχεία της πρωθυπουργίας στην Κωνσταντινούπολη, στην Άγκυρα και στη Σόφια της Βουλγαρίας, συνολικά περί τα 1500. Οι Οθωμανοί είχαν την πρόνοια αμέσως με από την κατάκτηση μιας περιοχής, να συντάσσουν φορολογικούς καταλόγους Tahrir defterleri, τους οποίους και ανανέωναν σε τακτά χρονικά διαστήματα που απείχαν μεταξύ τους από 10 έως και 20 χρόνια συνήθως. Ας δούμε όμως τι περιείχαν αυτοί οι κατάλογοι. 6


Πρώτον αποτυπώνονταν με εξαιρετική ακρίβεια η διοικητική κατάσταση της περιοχής, δηλαδή όλοι οι υπάρχοντες στην απογραφόμενη περιοχή οικισμοί. Βλέπουμε λοιπόν στον φορολογικό κατάλογο που συντάχτηκε το 1498 να αναφέρεται το Καταφύγιο με 57 νοικοκυριά και αν υπολογίσουμε ότι κάθε νοικοκυριό κατά μέσω όρο αποτελούνταν από πέντε άτομα τότε έχουμε στα 1498 να κατοικούν στο Καταφύγι περί τα 300 άτομα ορθόδοξοι χριστιανοί και κανένας Οθωμανός. Στους καταλόγους που ακολουθούν και φθάνουν μέχρι το 1613 αναφέρετε ανελλιπώς το Καταφύγι και στον τελευταίο κατάλογο παρουσιάζεται με 124 νοικοκυριά. Στα 150 χρόνια απογραφής δεν αναφέρεται ως κάτοικος Καταφυγίου κανένας μη Έλληνας και μη Χριστιανός Ορθόδοξος. Αυτό δείχνει την καθαρότητα ως προς την εθνική ταυτότητα αυτών που δημιούργησαν το ιστορικό Καταφύγι. Δεύτερον στους φορολογικούς καταλόγους καταγράφετε η οικονομική κατάσταση των οικισμών, δηλαδή οι φόροι που καταβάλλονταν και τα προϊόντα και όχι μόνον στα οποία αυτοί έμπαιναν. Από τους καταλόγους πληροφορούμαστε ότι το χωριό μας φορολογούνταν για τα εξής: Τον εθιμικό φόρο ή αλλιώς προσωπικό φόρο που πλήρωναν οι ενήλικες άρρενες χριστιανοί. Τη δεκάτη στα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγαν και ήταν το σιτάρι, το κριθάρι, η σίκαλη, η βρώμη (μετά το 1527), ο βίκος (μετά το 1569), το λινάρι που το χρησιμοποιούσαν στην υφαντουργία. Η δεκάτη για χορτοτροφή ζώων (μετά το 1569). Η δεκάτη στους λαχανόκηπους. Η δεκάτη για τους εκτρεφόμενους χοίρους. Ο φόρος στους μύλους (αλευρόμυλοι και μύλοι για πλύσιμο των υφαντών, οι λεγόμενες ντριστέλλες- νεροτριβές)οι οποίοι εμφανίζονται στο Καταφύγι μετά το 1527 και τετραπλασιάζονται το 1613. Τέλος ήταν ο φόρος τοποτηρητείας για ποινικά αδικήματα. Τα έσοδα από τους φόρους που συγκεντρώνονταν μοιράζονταν στους τιμαριούχους του βιλαετιού των Σερβίων. Μόνον το 1613 οι φόροι πήγα όλοι για το σουλτάνο. Θα 7


πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν αναφέρετε φόρος για αιγοπρόβατα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν, αντίθετα υπήρχαν και μάλιστα πάρα πολλά. Ο φόρος που εισπράττονταν πήγαινε κατευθείαν στο σουλτάνο και έτσι δεν καταγράφονταν στα κατάστιχα που σκοπό είχαν να αποδώσουν φόρους στους τιμαριούχους. Τρίτον στους φορολογικού καταλόγους δίδετε μια αρκετά σαφής εικόνα της κοινωνικής κατάστασης του οικισμού στον οποίο αναφέρονται, αφού καταγράφεται το σύνολο των φορολογούμενων οικογενειών, αν είναι οικογένειες πατριαρχικές ή αν η οικογένεια έχει ως αρχηγό την χήρα και αργότερα από το 1498 καταγράφονται αυτοτελώς και οι νέοι από 13-15 ετών. Τέλος έχουμε και μια σπουδαία πληροφορία και αφορά την καταγραφή των ονομάτων των επικεφαλής των νοικοκυριών. Στον κατάλογο του 1498 γνωστό ως ΤΤ986 όπως προαναφέραμε έχουμε μόνο 57 νοικοκυριά με επικεφαλής άρρενες, χήρες δεν υπάρχουν. Στους καταλόγους που ακολουθούν εμφανίζονται και χήρες και νέοι 13-15 ετών. Εδώ θα μου επιτρέψετε να αναφέρω μερικά από τα 57 ονόματα αρρένων που εμφανίζονται στον κατάλογο του 1498 και είναι οι πρώτοι Καταφυγιώτες που καταγράφονται. Επέλεξα ονόματα που τα βρίσκουμε και σήμερα. Μαύρος, Βλαχογιάννης, Μαυρομάτης, Νιτσόπουλος, Κοντοδήμος, Μαγούλας, Παπαστέφανος, Χολέβας και άλλοι. Πριν περάσω στην τέταρτη και τελευταία ενότητα θα ήθελα να διατρέξω τους έξη φορολογικούς καταλόγους με χρονολογική σειρά και να καταγράψω την χρονολογία καταγραφής και τον αριθμό των εμφανιζόμενων νοικοκυριών. ΤΤ986 γράφτηκε το 1498 και αναφέρει στο Καταφύγι την ύπαρξη νοικοκυριά 57. ΤΤ70 γράφτηκε το 1519 και αναφέρει στο Καταφύγι την ύπαρξη νοικοκυριά 120. ΤΤ 424 γράφτηκε το 1527 και αναφέρει στο Καταφύγι την ύπαρξη νοικοκυριά 57. ΤΤ433 γράφτηκε το 1543 και αναφέρει στο Καταφύγι την ύπαρξη νοικοκυριά 81. ΤΤ479 γράφτηκε το 8


1569 και αναφέρει στο Καταφύγι την ύπαρξη νοικοκυριά 133 και ΤΤ720 γράφτηκε το 1613 και αναφέρει στο Καταφύγι την ύπαρξη νοικοκυριά 124. Παρατηρούμε με ευκολία την αριθμητική διακύμανση των νοικοκυριών και τη σημαντική αύξηση τους το 1569 έως το 1613 Τέταρτη ενότητα. Εδώ θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τη ζωή στο ορεινό Καταφύγι από το 1498 έως το 1613. Το δημοτικό τραγούδι με έναν λιτό αλλά ολοκληρωμένο τρόπο περιγράφει τους ανθρώπους που προτίμησαν την δύσκολη και σκληρή ζωή στο βουνό παρά την υποταγή στον κάμπο. Στους κάμπους σκλάβοι κατοικούν παρέα με τους Τούρκους Βουνά – λαγκάδια κι ερημιές έχουν τα παλικάρια. Αυτή ήταν η επιλογή όσων από το 1490 και καθ’ όλη την Οθωμανική κατοχή άφησαν τους κάμπους και ανέβηκαν ψηλά στα Πιέρια δημιουργώντας στο πέρασμα του χρόνου το Καταφύγι. Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή και με την φαντασία μας ας αφεθούμε στην εξιστόρηση της δημιουργίας του χωριού μας από το σοφό καθηγητή Ιωάννη Τσικόπουλο.

Κατά τις κυριότερες και ακριβέστερες πληροφορίες των γέρων, το Καταφύγι ήταν κοντά στον Αλιάκμονα ποταμό σε τόπο που ονομάζονταν «Γριτσάνη». Εκεί έμεναν πολλοί άνθρωποι, διότι περνούσε ο δρόμος από διάφορες πόλεις όπως ο Βελβεντός, τα Σέρβια, η Κοζάνη. Όταν όμως ήρθαν οι τούρκοι κατακτητές το 15ο αιώνα και κυρίευσαν την Μακεδονία οι πρόγονοι των Καταφυγιωτών δεν άντεξαν τον ζυγό και έφυγαν με τις οικογένειες τους και την κινητή περιουσία τους και τα ζώα τους και πήγαν στο όρος Πιέρια κάτω από την κορυφή του το φλάμπουρο επειδή η πεδιάδα είχε γεμίσει τούρκους και εκείνοι αγαπούσαν την ελευθερία καθώς οι βιαιότητες των τούρκων και οι αρπαγές και οι λεηλασίες ξεπερνούσαν 9


κάθε όριο. Ανεβαίνοντας προς το Φλάμπουρο έφτασαν στο οροπέδιο «Λιβάδια» Το μέρος είχε πλούσιες περιοχές σε χόρτο για τα ζωντανά και έχτισαν τα σπίτια τους στο ψηλότερο οροπέδιο που βρισκόταν κοντά στο φλάμπουρο και λεγόταν Κεφαλόκαρδο λόγω του σχήματος του οροπεδίου. Οι μάνδρες βρίσκονταν στα ποιο χαμηλά και στα ποιο ευήλια μέρη. Καθώς είχαν άφθονη βοσκή για τα ζώα τους τα οποία τους απέδιδαν πολλά, καλλιεργούσαν παράλληλα σίκαλη και ζούσαν καλά και σε ηρεμία. Είχαν πολλά ζώα και άλογα και μάνδρες για να τα κλείνουν που ονομαζόταν «Αλογομάνδρι. Τους βασάνιζε όμως η λειψυδρία. Προσπαθούσαν να λύσουν το πρόβλημα της μεταφοράς νερού από το φλάμπουρο με ξύλινους σωλήνες που είχαν το όνομα «κουρίτες», εξ ου και το μέρος όπου γινόταν η διοχέτευση του νερού πήρε το όνομα «Κουρίτες». Ζούσαν με την κτηνοτροφία και με την γεωργία όπου καλλιεργούσαν το λιγοστό και ως επί το πλείστον άγονο έδαφος. Οι Καταφυγιώτες έκαναν μία νέα μετακίνηση με τον εξής τρόπο: Μία ανοιξιάτικη ημέρα έφυγαν μερικά άλογα από τα Λιβάδια προς Ανατολάς και προχωρώντας μπήκαν σε πυκνό δάσος το οποίο βρισκόταν σε ομαλό σχετικά οροπέδιο. Εκεί υπήρχαν άφθονα διαυγή και δροσερά νερά τα οποία πότιζαν τις εκτάσεις γης και τις έκαμαν να είναι καταπράσινες από χόρτο κατάλληλο για νομή. Καθώς λοιπόν οι Καταφυγιώτες αναζητούσαν τα άλογα, τα βρήκαν κοντά στις πηγές στο μέρος που μέχρι και σήμερα ονομάζεται «Πηγάδια». Θαύμασαν το ωραίο τοπίο με τον καθαρό αέρα και τα άφθονα νερά και χορτάρια και αποφάσισαν να μετοικήσουν στον νέο τόπο καθώς έκριναν ότι είναι καλύτερο από το Κεφαλόκαρδο. Εκεί και έχτισαν τα σπίτια τους στην αρχή συνολικά 12. Το 1440 ονομάστηκε το μικρό χωριό που έμελε να γίνει κεφαλοχώρι Καταφυγίο, όνομα που προήλθε από την καταφυγή στον απομονωμένο τόπο των αδούλωτων ελλήνων για να απαλλαγούν από τους Τούρκους. 10


Εκτός από την περιγραφή της ίδρυσης του χωριού μας από τον Ι. Τσικόπουλο, δεν σώζεται άλλη σαφής και συγκεκριμένη προφορική παράδοση καταγεγραμμένη στη βιβλιογραφία της Τοπικής Ιστορίας, η οποία να αφηγείται την ίδρυση του Καταφυγίου. Οι αόριστες παραδόσεις που υπάρχουν για την ίδρυση του χωριού μας, μάλλον αποτελούν απόψεις των τοπικών ιστοριοδιφών. Το πανέμορφο και πολύπαθο χωριό μας το ζηλευτό Καταφύγι μέσα στο διάβα του χρόνου μεγάλωσε καθώς υπήρξαν διαδοχικοί εποικισμοί, από ομάδες κυνηγημένων ανυπόταχτων ελλήνων οι οποίοι δεν ανέχονταν τον τουρκικό ζυγό. Αναφέρονται από τους τοπικούς ιστοριοδίφες δύο μεγάλες ομάδες: η 1η αποτελούνταν από κατοίκους των ορεινών Αγράφων της Θεσσαλίας οι οποίοι ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, μετά την αποτυχημένη εξέγερση, που υποκίνησε το 1612 στη Δυτική Θεσσαλία ο Επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος και η 2η ομάδα αποτελούνταν από Ηπειρώτες οι οποίοι ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους από τον Αλή Πασά τον 18ο αιώνα. Πώς όμως ήταν η ζωή τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας στο Καταφύγι? «Η φτώχεια του εδάφους», γράφει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, «τους επιβάλει τη φοβερή λιτότητα, σχεδόν τον υποσιτισμό, και τους στρέφει προς την κτηνοτροφία, η οποία γίνεται ο κύριος και θετικός πόρος της ζωής τους, γιατί τους δίνει την τροφή και την ενδυμασία. Κάτω από τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες της ορεινής ζωής, ο κατατρεγμένος πληθυσμός αναγκάστηκε ν’ αναπτύξει όλες του τις δυνάμεις για να επιβιώσει. Χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει: "Αν εβιάσθη ο Έλλην να κατοικήση τα τραχύτερα βουνά και τας πέτρας των Νήσων, ωφελήθη μάλιστα, χωρίς να ζημιωθεί ζημίαν 11


ανεπανόρθωτον. Γυμναστικώτερος και επιτηδειότερος ήδη προώδευσεν εις τας επιχειρήσεις του, αναπτύσσων το λογικόν του και τα έντιμα μέσα του βίου του." Η περιοχή όπου χτίστηκε το Καταφύγι ήταν στην καρδιά ενός πυκνού δάσους αποτελούμενο από βελανιδιές και πεύκα τα οποία έκοψαν και δημιούργησαν ένα όμορφο οροπέδιο στο οποίο και έκτισαν το χωριό τους ,που κάθε χειμώνα θάβεται κυριολεκτικά κάτω από τα χιόνια. Με αυτόν τον τρόπο απαλλάχτηκαν από την παρουσία του Τούρκου και έγινε το Καταφύγι το ποιό ανεξάρτητο από όλα τα κεφαλοχώρια της περιοχής. Για το πώς γίνονταν οι πρώτες κατοικίες από όσους κατέφευγαν στα ψηλά, δασώδη και απάτητα βουνά μας το αναφέρει ο Ευθύμιος Γρηγορίου και το σχολιάζει ο καθηγητής Νικόλαος Μουτσόπουλος " Οι πρώτες κατοικίες των ήσαν καλύβες ξύλινες με σκεπή από χερόβολα βρίζας ή από πλάκες σχιστολίθου, ή λιθόκτιστα σπιτάκια χωρίς πολλές διατυπώσεις, για να τα παρατούν εύκολα όσες φορές ήθελαν να μεταθέσουν τον συνοικισμό τους. Αργότερα αφού άρχισαν οι συνοικίες να γίνονται πλέον μόνιμοι, έχτιζαν κάπως τα σπίτια τους με καλύτερο σχέδιο, με ένα πάτωμα. Την ξυλεία για τα σπίτια τους έκοβαν κατ' αρχάς στο ίδιο μέρος που έχτιζαν. Έχω ιδή γρεντιές (δοκούς από μεγάλα ξύλα) τόσο πολύ χονδρές, ώστε απορούσα πώς τις έφερναν από το δάσος. Και εις απάντηση οι γέροι μώλεγαν, πως τις είχαν κόψει στο ίδιο μέρος, ότι όλο το μέρος αυτό που είναι το χωριό, ήταν δάσος πυκνό με τις κατοικίες των αγριμιών (αρκούδες κ.λ.π). Το πάτωμα έστρωναν με σχίζες από κορμούς δένδρων και λάσπη επάνω. είχαν και κανένα ντουλάπι ή σεντούκι από σανίδια πελεκημένα με τη σκεπαρνιά και σπανίως πριονίσια. Παράθυρα πολύ μικρά, με φύλλα από σανίδια, χωρίς τζάμια, όλην την ημέρα ανοικτά. Μόνον όταν έριχνε χιόνι, έβαζαν μπροστά καμιά βελέντζα". Η συνεχής όμως μάχη που έδιναν οι πρώτοι Καταφυγιώτες με τα δάση απαιτούσε ιδιαίτερη εγρήγορση. Το ξεχέρσωμα του δάσους προϋποθέτει 12


συνεχή επαγρύπνηση, αν σταματήσεις, το δάσος επανέρχεται δυναμικότερα να διεκδικήσει το απολεσθέν έδαφος. Έτσι αναπτύσσουν οι Καταφυγιώτες το επάγγελμα του υλοτόμου, με το οποίο γίνηκαν ξακουστοί σε όλη την Ελλάδα αλλά και τα Βαλκάνια. Ας δούμε τώρα πώς ήταν δομημένη η Καταφυγιώτικη κοινωνία. Τρείς ήταν οι βασικοί άξονες γύρο από τους οποίους αναπτύχθηκε η κοινωνία στο Καταφύγι επί τουρκοκρατίας. Η Εκκλησία. Μοναδικό κοινωνικό κέντρο του χωριού ήταν η εκκλησία, όπου οι χριστιανοί παρακολουθούσαν τη λειτουργία τις Κυριακές και τις γιορτές, αλλά και τις ποικίλες θρησκευτικές εκδηλώσεις (γάμους, βαπτίσεις κηδείες), όπως και τις κοινωνικές. Στον υπαίθριο χώρο μπροστά ή κοντά στην εκκλησία γίνονται οι χοροί και τα πανηγύρια του χωριού. Στα χαγιάτια της εκκλησίας οι γηραιότερες διδάσκουν στις νεότερες τις γνώσεις του νοικοκυριού και συμβουλεύουν τις νεόνυμφες. Εκεί συλλαμβάνονται οι ιδέες μελλοντικών συνοικεσίων. Εκεί η κοινή συνείδηση υποδεικνύει την επιλογή των ζευγαριών. Στην εκκλησία κρατιέται ανόθευτη η ορθόδοξη πίστη και ανυπόταχτο το φρόνιμα για την ελευθερία και η αγάπη για την πατρίδα. Η Κοινότητα. Οι δημογέροντες με επικεφαλής τον πρόεδρο (μουχτάρη) λύνουν τις μικροδιαφορές των κατοίκων, μοιράζουν δίκαια τις φορολογικές υποχρεώσεις. Επιλέγουν τους ευφυέστερους νέους που τους προωθούν στις σπουδές τους. Αποφασίζουν τη βοήθεια προς τους αναξιοπαθούντες. Αποφασίζουν την προίκα της ορφανής και τη βοήθεια στις χήρες και τα ορφανά. Τέλος η δημογεροντία διαλέγει τον καλύτερο δάσκαλο και αποφασίζει το κτίσιμο του σχολείου. Το κοινωνικό έργο της δημογεροντίας ήταν πολύ μεγάλο όλα τα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς. 13


Ήταν ο θεσμός ακριβώς που βοήθησε την επιβίωση του ελληνικού έθνους και στην επιλογή και προώθηση των αρίστων, για να βοηθήσουν και να καθοδηγήσουν τους άλλους, τους πολλούς, για το καλό όλων. Οι αποφάσεις των δημογερόντων ήταν νόμος. Ο άγραφος νόμος που πηγάζει από την αυθόρμητη πίστη στις παραδοσιακές αρχές της τιμιότητας και της ανθρωπιάς. Αυτό περίτρανα αποδεικνύεται στο Καταφύγι όπου φόνοι, μαχαιρώματα, διαρρήξεις, ξυλοδαρμοί, διαζύγια ήταν πράγματα άγνωστα. Το σχολείο Το σχολείο ήταν ο βασικός συντελεστής της προόδου στο ορεινό Καταφύγι. Λειτουργώντας σ’ έναν σκλαβωμένο τόπο επί πέντε αιώνες ως μοναδικό ίδρυμα που είχε σχέση με τα γράμματα, με την ιστορία με το πνεύμα και έχοντας δασκάλους και μαθητές αντιστασιακούς είχε δημιουργήσει μια παράδοση πηγαίου σεβασμού προς το έργο του. Αυτό το καλοσυγκροτημένο και πειστικό σχολείο μόρφωνε, φρονημάτιζε και κοινωνικοποιούσε, τις διαδοχικές μαθητικές γενιές, οι οποίες ανατροφοδοτούσαν τη μικρή κοινωνία του χωριού και της εξασφάλιζαν εξέλιξη βελτιούμενου κοινωνικού συνόλου. Οι πολύ δύσκολες συνθήκες διαβίωσης διαμόρφωσαν σημαντικά και τον συλλογικό χαρακτήρα των Καταφυγιωτών. Οι Καταφυγιώτες στο σύνολο τους ήταν άνθρωποι συντηρητικής νοοτροπίας και ψυχοσύνθεσης. Έντιμοι, δίκαιοι, εργατικοί, υπερήφανοι, συνεργάσιμοι. Πάντοτε συνεπείς προς τις όποιες υποχρεώσεις τους, και αυστηρά προσηλωμένοι στις παραδοσιακές ηθικές αρχές. Η ηθική συνείδηση γι' αυτούς ήταν βίωμα κι όχι υποχρέωση ή ανάγκη. Απ' όλα αυτά προκύπτει ότι στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας, σ' αυτήν την μικρή, ορεινή κι απομονωμένη κοινότητα είχε συντελεσθεί 14


ένας βαθύς εξανθρωπισμός των μελών της, αυθύπαρκτος και αυτοδύναμος. Έτσι κυρίως διαμορφώθηκε ο κώδικας κοινωνικής συμπεριφοράς, ο οποίος ίσχυσε στην διάρκεια της Τουρκικής κατοχής κι εξακολούθησε να ισχύει και στα μετά το 1912 χρόνια ελεύθερης ζωής του χωριού. Έτσι διαμορφώθηκε στο Καταφύγι μια διαρκώς βελτιούμενη κοινωνία αλληλεγγύης, αγάπης κι ευνομίας. Μια κοινωνία που διατήρησε με σεβασμό κι επιμονή παραδοσιακά ήθη και έθιμα. Μια κοινωνία πολιτιστικής στάθμης ασύγκριτα ανώτερης από τη στάθμη των άλλων χωριών της περιοχής. Κι όλα αυτά, κώδικες, ευνομίες, θεσμοί παιδείας και πολιτιστικά κειμήλια διατηρούνταν με σεβασμό και καθολική αφοσίωση ως την εποχή του ολοκαυτώματος το Δεκέμβριο του 1943 από τους Γερμανούς ναζί. Μετά την ολοσχερή καταστροφή του χωριού και τον εκτοπισμό των κατοίκων, οι Καταφυγιώτες, για άλλη μια φορά πρόσφυγες, αναζήτησαν νέες πατρίδες σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Ο κύριος όμως όγκος εγκαταστάθηκε στην πόλη της Κατερίνης όπου άπλωσε νέες ρίζες και διατήρησε τα πολύτιμα κειμήλια του πολιτισμού του μέχρι και σήμερα. Όπως έγινε αντιληπτό το Καταφύγι δεν είναι μόνον ένας τόπος είναι κυρίως ένας τρόπος, ένας τρόπος ζωής, όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Περγάμου συμπατριώτης Ιωάννης Ζηζιούλας. Στον τόπο αυτό διαδέχτηκαν η μία την άλλη γενεές ολόκληρες απλών μα πάντα όρθιων και αξιοπρεπών ανθρώπων, εργατικών, υπερήφανων, νοικοκυραίων, αδούλωτων στο φρόνημα και με βαθιά πίστη στην Ορθοδοξία . 15


Κυρίες και Κύριοι αγαπητοί συμπατριώτες Σήμερα πραγματοποιήσαμε μια σύντομη αναφορά στην σκοτεινή ιστορικά περίοδο της Τουρκοκρατίας 14ο-15ο αιώνας περίοδο στην οποία χτίστηκε το πρώιμο Καταφύγι. Αυτό έγινε για να αναδείξουμε την ύπαρξη του χωριού μας πριν το 1490 και παράλληλα να αντλήσουμε χρήσιμα μηνύματα από την ζωή των προγόνων μας, οι οποίοι αγάπησαν με πάθος την ελευθερία και την πατρίδα και δεν αποχωριστήκαν ούτε μια στιγμή την ζωοδότρα πίστη στον φωτοδότη Χριστό μας. Στην εποχή σύγχυσης που διάγουμε, όπου τα μικρά, τα καθημερινά και τα ασήμαντα προβάλλονται ως σημαντικά και σημαίνοντα, οφείλουμε έμπρακτα να διδαχθούμε από τη ζωή των προγόνων μας αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως έθνος και ως τοπικό εθνοτοπικό ιδίωμα οι Καταφυγιώτες. Είναι η ώρα να δημιουργήσουμε το νέο εθνικό μας αφήγημα αντλώντας ζωηφόρους χυμούς από το δέντρο της τοπικής μας παράδοσης. Είναι η ώρα να επιστρέψουμε στο δημόσιο χώρο και το δημόσιο λόγο, όπου χωρίς προκαταλήψεις και με ζηλευτή επιμονή στις παντεπόπτρες αξίες του ελληνισμού, να προβάλλουμε τους αρίστους, γιατί μόνον έτσι θα βγούμε από το τέλμα που μας οδήγησαν τα δικά μας λάθη και ο καιροσκοπισμός των ποικίλων "φίλων". Επιστρέφοντας στις ρίζες μας και την τοπική μας παράδοση, δεν σημαίνει ούτε προγονολατρία, ούτε εθνικιστική διάθεση. Αντίθετα σημαίνει σύνδεση με το ιστορικό μας παρελθόν για διδακτική αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τις δίστιχες στιγμές του έθνους , αλλά και τις υπέρλαμπρες ανακάμψεις του, που ως φάρος με το τηλαυγές του φως μας οδηγεί στην ιστορική μας αυτοπραγμάτωση.

16


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.