Γραμμή 15, #1

Page 1

έρευνα // Πετράλωνα

στο πίσω μέρος της αυλής

ανθρωπογεωγραφία, πολιτιστικά (υπο)προϊόντα, ακίνητα και όψεις της μετάλλαξης του χαρακτήρα της περιοχής

τα εν οίκω (μη) εν δήμω

ιδιωτικότητα, ενδοοικογενειακή βία και κανονιστικές σιωπές

αυτή η πόλη δεν περπατιέται ο χρόνος το χρήμα και η ανάγκη της μετακίνησης στην Αθήνα

γραμμή μάιος 2017 /// τεύχος 1ο

15

* φλερτάροντας με την αντιεξουσία στις γειτονιές

του Θησείου, των Πετραλώνων και του Κουκακίου



γραμμή

15

φλερτάροντας με την αντιεξουσία στις γειτονιές του Κουκακίου, των Πετραλώνων και του Θησείου.

ΤΕΥΧΟΣ 1ο ΜΑΪΟΣ 2017 Υπεύθυνη για τα άρθρα είναι η συντακτική ομάδα του περιοδικού. Δεν έχουμε και δεν επιθυμούμε να έχουμε καμία σχέση με κρατικούς/δημοτικούς θεσμούς, πολιτικά κόμματα, μήντια, μή κυβερνητικές οργανώσεις και οποιονδήποτε σκέφτεται ή πράτει ρατσιστικά ή σεξιστικά. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο email grammi15@hotmail.com. Θα μας βρείτε από κοντά στη γειτονιά σε εκείνους τους χώρους και τους χρόνους όπου η αυτοοργάνωση δοκιμάζεται και δοκιμάζει.

Επόμενο τεύχος αρχές φθινοπώρου


περιεχόμενα τεύχος 001

Μάιος 2017

005 Η γειτονιά ως σχέση Όχι σχέση αφηρημένη, αλλά πολύ συγκεκριμένη. Με ένα πλήθος αφετηρίες, δαιδαλώδεις διαδρομές και απρόσμενες καταλήξεις.

ΕΡΕΥΝΑ | ΠΕΤΡΑΛΩΝΑ

ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ 007 Αστακομακαρονάδα

Ανθρωπογεωγραφία, πολιτιστικά (υπο)προϊόντα, ακίνητα και όψεις της μετάλλαξης του χαρακτήρα της περιοχής.

με θέα την Ακρόπολη Υπόθεση Διονύσου: μία μικρή ιστορία των διαχρονικών σχέσεων της επιχειρηματικής και της πολιτικής ελίτ αυτού του τόπου.

022

Ιστορίες εξευγενισμού στις γειτονιές μας Πώς μικρές κινήσεις συναρθρώνουν ένα κύμα που αλλάζει τις γειτονιές μας προς το ακριβότερον.

009

Της γειτονιάς Αδικημένες ειδήσεις που τους αναλογεί κάτι περισσότερο από ένα μονόστηλο.

015

028

Η περίπτωση των Πετραλώνων Σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης όπου οι αξίες της γης πέφτουν στην περιοχή των Πετραλώνων παρατηρείται μια σχετική αναντιστοιχία.

Τα εν οίκω (μη) εν δήμω Ιδιωτικότητα,ενδοοικογενειακή βία και κανονιστικές σιωπές.

034 019

Η Ανδρονίκη Η μουσική ιστορία της έμπρακτης αμφισβήτησης του ανδροκρατούμενου χώρου του καφενείου.

050

Αυτή η πόλη δεν περπατιέται Ο χρόνος, το χρήμα και η ανάγκη της μετακίνησης στην Αθήνα.

Αφηγήσεις της αυλής Έχει αλλάξει η γειτονιά και προς ποιά κατεύθυνση; Και από ποιά θέση μιλάνε αυτοί που δίνουν τις απαντήσεις; Και όταν λέμε ότι έχει αλλάξει, πώς γίνεται αυτό ορατό στον δημόσιο χώρο και στις κοινωνικές σχέσεις;


η γειτονιά ως σχέση Σε κάποια γωνιά της γης, εκεί στην κούρμπα που κάνουν οι υδρόγειες που συναντάς στο εμπόριο, βρίσκεται μία θάλασσα προστατευμένη από στεριές. Η θάλασσα αυτή έχει μέσα της μικρότερες θάλασσες, μία από τις οποίες -στην κεντροανατολική της πλευρά- ονομάστηκε, εδώ και τόσα χρόνια, Αιγαίο (όχι αιγαία, διότι τις μικρότερες θάλασσες τις αποκαλούν πέλαγος). Στη μέση του Αιγαίου χώνεται μέσα στη θάλασσα ένα κομμάτι γης που, εδώ και άλλα τόσα χρόνια, το λένε Αττική. Κάπου εκεί, στο κέντρο της, έχουν μαζευτεί πολλοί πολλοί άνθρωποι που ζουν από κοινού στην πόλη της Αθήνας. Η αντιπαροχή, η συγκέντρωση των διοικητικών υπηρεσιών, το κυνήγι του μεροκάματου έχτισαν τόσα σπίτια στην Αθήνα και την έκαναν τόσο μεγάλη που πια δεν χωρούσε στη λέξη πόλη. Έτσι την είπανε μητρόπολη. Κάποιοι για να δείξουν το ποσοτικό της μεγαλείο. Άλλοι για να ικανοποιήσουν τις ευρωπαϊκές τους ονειρώξεις κι ας την χωρίζουν χιλιόμετρα από την αφηρημένη κουλτούρα των ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Τέλος κάποιοι άλλοι για να περίγραψουν τις κοινωνικές της σχέσεις.

Η γειτονιά είναι σχέσεις. Μας το μαθαίνανε και από παλιά στο σχολείο, στο μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής όπως το λέγανε τότε. Όχι σχέσεις αφηρημένες, αλλά πολύ συγκεκριμένες. Με ένα πλήθος αφετηρίες, δαιδαλώδεις διαδρομές και απρόσμενες καταλήξεις. Η γειτονιά κουβαλάει τα δικά της σημαινόμενα, αναμοχλεύει το παρελθόν της, δίνει περιεχόμενα στο παρόν και αναρωτιέται για το μέλλον της. Είναι η καθημερινότητά μας, που δεν την βρίσκουμε έτοιμη αλλά τη δημιουργούμε εμείς οι ίδιες. Είναι ο τόπος όπου υπάρχουμε ως πρόσωπα, εκφραζόμαστε, εκτιθόμαστε και εκθέτουμε. Είναι και ο τόπος όπου οι μικρές επιθυμίες μας και οι αρνήσεις σπειρωτά συγκλίνουν ή βάζουν όρια στην κεντρική εξουσία, την ίδια στιγμή που οι πολιτικές αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας διαχέονται στην περιφέρεια και εγκολπώνοται μέσα στις μοριακές συγκροτήσεις. Η γειτονιά που ζούμε εμείς βρίσκεται γύρω από τρεις λόφους, τους οποίους οι περισσότεροι τους ξέρουν σαν έναν και ακούει στο όνομα Φιλοπάππου. Το Κουκάκι, μία διακριτική εικόνα

5


της γερασμένης παλιάς Αθήνας, με τους ενσωματωμένους πια βαλκάνιους μετανάστες της δεκαετίας του ‘90, ανέκαθεν φοιτητικό, με τα τελευταία δύο χρόνια να έχει μετατραπεί σε νεολαιΐστικη χίπστερ πιάτσα της διασκέδασης. Τα Πετράλωνα, που κουβαλάνε το λούμπεν και ταξικό παρελθόν τους, ζούνε το παρόν των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων και των ριζοσπαστικών διακυβευμάτων που θέτουν. Οριοθετημένα από τις γραμμές τους ηλεκτρικού, νοσώντας και αναρρώνοντας συνάμα από την πιο «λαϊκή» εκδοχή της βιομηχανίας της διασκέδασης. Τέλος το Θησείο, με τον καθωσπρεπισμό μίας τουριστικής περιοχής και τον συντηρητισμό του εμφυλιακού παρελθόντος του, ακροβατώντας ανάμεσα σε ζώνη κατοικίας και σε ζώνη περιπάτου γύρω από τους αρχαιολογικούς χώρους. Σε αυτές τις γειτονιές ζούμε εμείς, εσείς που διαβάζετε και αυτοί κι αυτές που ακούνε ή κοιτάνε γύρω μας. Σε αυτές τις γειτονιές κοιμόμαστε, μαγειρεύουμε, σεργιανίζουμε, τρέχουμε, ξεγνοιάζουμε και στενοχωριόμαστε. Στο λόφο πατάμε χώμα, αγναντεύουμε και φανταζόμαστε. Στις μεγάλες λεωφόρους προσπερνούμε και παραξενευόμαστε. Στους δρόμους με τις νερατζιές μυρίζουμε και φλερτάρουμε ή φανταζόμαστε ότι μυρίζουμε και φλερτάρουμε αν δεν είναι άνοιξη. Στους δρόμους χωρίς νερατζιές πορευόμαστε, σουλατσάρουμε, οδηγούμε και νευριάζουμε. Στις πλατείες, στους πεζοδρόμους και στα σταυροδρόμια αφήνουμε επιτέλους τα βλέμματά μας να συναντηθούνε και φανταζόμαστε άλλα είδη συναντήσεων που θα μπορούσαν να συμβούν μεταξύ μας. Αυτές οι «άλλες συναντήσεις», που τις ζήσαμε μέσα σε κάποιες εκατοντάδες συνελεύσεων γειτονιών, διαπραγματευόμενοι μία ποικιλία θεμάτων. Αυτά τα εργαλεία έχουμε εφεύρει καμιά 15αριά χρόνια τώρα για να συνομιλούμε, να οργανωνόμαστε, να πράττουμε, να δοκιμάζουμε, να πετυχαίνουμε και να αποτυγχάνουμε. Μέσα στις συνελεύσεις γειτονιών εμπλουτίσαμε τη σκέψη μας, δοκιμάσαμε τους

6

εαυτούς μας να φλερτάρουν με την αντεξουσία και την οριζοντιότητα. Και ένω όλα αυτά (μπορεί να) τρέχουν παράλληλα γύρω μας σαν πραγματικότητες, η επιθυμία μάς ήθελε να σχεδιάσουμε την έκδοση ενός περιοδικού. Και να που τώρα το κρατάτε στα χέρια σας. Οι τόποι της ζωής μας, οι γειτονιές μας, είναι και οι πιο άμεσοι, προσιτοί, απλοί και ελκυστικοί. Και δεν αναγνωρίζουμε σε κανέναν την ικανότητα ή δυνατότητα να μιλήσει γι΄αυτές πέρα από εμάς τους ίδιους και εμάς τις ίδιες που τις ζούμε, τις διαμορφώνουμε, τις σκαλίζουμε, τις θέτουμε διλήμματα. Αναγνωρίζουμε τις διαταξικές γειτονιές μας ως ένα πεδίο αναζήτησης συμμάχων, ανθρώπων που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο με εμάς ή, απλά, που σκέφτονται. Αλλά και ως ένα πεδίο όπου θα ορθώσουμε τις δικές μας κόντρες. Απέναντι στο διάχυτο κοινωνικό ρατσισμό και τον αδηφάγο κοινωνικό κανιβαλισμό. Απέναντι στην έμφυλη βία, είτε πραγματώνεται στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο χώρο, είτε εκφέρεται από κάποιον του οικογενειακού περιβάλλοντος είτε από κάποιον άγνωστο. Απέναντι στη συστηματική υποτίμηση της εργασίας μας και στον εκβιασμό της ανεργίας. Απέναντι στον μιλιταρισμό και εκείνες τις εθνικές ιδέες που γεννούν νεκροταφεία σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Υπερασπιζόμενοι τις βασικές ανάγκες για την κοινωνική μας αναπαραγωγή όπως είναι η ελεύθερη πρόσβαση σε ρεύμα, νερό και νοσοκομειακή περίθαλψη, και η ελεύθερη μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Το περιοδικό «Γραμμή 15» θα λέγαμε ότι είναι το ένα μισό. Αυτό του λόγου. Το άλλο μισό είναι αυτό της πράξης. Κανένα από τα δύο δεν μπορεί να σταθεί μόνο του, το ένα προϋποθέτει και συμπληρώνει το άλλο. Ειδάλλως φλερτάρεις ή με το Θέαμα ή με το να γίνεις ο φαφλατάς της όλης υπόθεσης. Αυτά για αρχή. Μάλλον έχουμε ξεχάσει διάφορα αλλά σχεδιάζουμε να είμαστε εδώ κάθε τέσσερις μήνες περίπου, οπότε ευκαιρίες θα δοθούν.


Αστακομακαρονάδα με θέα την Ακρόπολη Μία μικρή ιστορία των διαχρονικών σχέσεων της επιχειρηματικής και της πολιτικής ελιτ αυτού του τόπου

Έ

Εντάξει, η παρακάτω φωτογραφία δεν είναι και η πιο καθαρή, ιδίως στην ασπρόμαυρη εκδοχή της. Όλοι και όλες όμως μπορούν να σχηματίσουν μία αίσθηση για το πώς ήταν ο Διόνυσος το 1989. Για δείτε στην επόμενη σελίδα μία αντίστοιχη φωτογραφία του 2007. Σίγουρα πολύ πιο καθαρή. Όσο καθαρά αποτυπώνονται και οι αυθαίρετες επεκτάσεις του εστιατορίου 18 χρονια μετά. Πηγή των φωτογραφιών είναι το blog filopappou.wordpress.com.

να από τα κυριότερα σημεία αναφοράς –χωρικής και βιωματικής– για εμάς που μένουμε σε αυτές τις γειτονιές είναι οι λόφοι του Φιλοπάππου. Άνθρωποι από όλες τις γειτονιές, επισκέπτονται τον λόφο για να τον περπατήσουν, να χαλαρώσουν, να συζητήσουν σε ένα άνετο μέρος, να πατήσουν χώμα και να γυμνάσουν λίγο τα έρμα τα ματάκια τους που τους έχει κλαπεί ο ορίζοντας από τη ζωή τους. Οι λόφοι του Φιλοπάππου είναι αναπόφευκτα και ένας μεγάλος δημόσιος χώρος στο κέντρο της πόλης, με τη διαχείρισή του να αποτελεί σημείο εμπλοκής διαφόρων φορέων, οργανισμών και άλλων συναφών. Μέσα στα χρόνια έχει φανεί ότι η οπτική με την οποία αντιμετωπίζουν το λόφο είναι αρκετά διαφορετική από αυτή των κατοίκων. Δεν είναι λίγες οι φορές που το κράτος μέσω διαφόρων φορέων όπως το ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο) και την εφορία αρχαιοτήτων, ο δήμος και ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν βάλει «στο μάτι» ένα μέρος ή ολόκληρο τον λόφο με προσδοκίες περίφραξης και ελέγχου, εμπορικής και τουριστικής εκμετάλλευσης. Στο βαθμό που αυτοί οι σχεδιασμοί γινόταν πράξη, θα βλάπτονταν άμεσα το οικοσύστημα του λόφου (όπως π.χ. η, ημιτελής σήμερα, έκθεση γλυπτικής στο νταμάρι από τη μεριά του Κουκακίου), και θα περιορίζονταν η ελεύθερη κίνηση των ανθρώπων μέσα σε αυτόν (π.χ. με το κοτετσόσυρμα –όπως σκωπτικά είχε ονομαστεί από

τους κατοίκους– γύρω από την Πνύκα). Από το 2002 ακόμα, όλοι εμείς οι κάτοικοι των γειτονιών μας οργανωμένοι και οργανωμένες μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, υπερασπιστήκαμε τα χαρακτηριστικά του ίδιου του λόφου. Επιθυμόντας να μείνει ατόφιος και ακέραιος, ως ένα από τα τελευταία οικοσυστήματα της πόλης όπου ζούμε, αλλά και με σεβασμό στην ιστορικότητά του όπως αυτή αποτυπώνεται στα (αρχαιολογικά) απομεινάρια της διαρκούς και ποικίλης ανθρώπινης δραστηριότητας σε αυτόν τις προηγούμενες χιλιετίες. Έρχεται όμως μία ιστορία που ξεκινάει κάποιες δεκαετίες πίσω να μας (απο)δείξει ότι εάν αφεθεί ο λόφος στις προθέσεις του κράτους, του δήμου και των ιδιωτών, που η μόνη τους σύνδεση με το λόφο είναι είτε οικονομική είτε διαχειριστική, τότε θα μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που είναι, σίγουρα μακριά από το βασικό χαρακτηριστικό του ως ελεύθερος χώρος. Χώρος διαθέσιμος σε κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να περιπλανηθεί σε μέρος με πεύκα, χώμα και ουρανό. Δεκαετίες πίσω η αρχαιολογική υπηρεσία προέβλεπε να μην υπάρχει πολεοδομικός ιστός ανάμεσα στου Φιλοπάππου και τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης. Οι ελάχιστες μονοκατοικίες που υπήρχαν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το εστιατόριο (13 στρέμματα) απαλλοτριώθηκαν το 1958 από τον δήμο χαρακτηρίζοντάς τα «άλσος και

7


πλατεία». Ο ΕΟΤ το 1961 χωρίς πολεοδομική άδεια χτίζει τον Διόνυσο στα 5 από τα 13 στρέμματα. Αρχικά ένα τουριστικό περίπτερο και μετέπειτα ένα ακριβό εστιατόριο εικόνα της καλής αστικής κοινωνίας –τόπος συνάντησης της ελίτ και τόπος τραπεζώματος ξένων επίσημων προσκεκλημένων. Ολα αυτά τα χρόνια ο Διόνυσος επεκτείνεται είτε με υπόγειες ανασκαφές είτε με κατασκευή άλλων αυθαίρετων κτισμάτων, συνολικά 600 τ.μ. όπως θα παραδεχθεί η ίδια η πολεοδομία στις αυτοψίες της. Συγχρόνως ο ΕΟΤ προσπαθεί επανειλημμένα να εγγράψει αυτά τα 13 στρέμματα στην περιουσία του. Ενώ το 1993 σε διαπιστωτική πράξη του Οργανισμού αναφέρεται (έστω) ότι το οικόπεδο το διεκδικεί και ο δήμος Αθηναίων, το 2014 σε άλλη (τρίτη) διαπιστωτική πράξη αναφέρεται ότι «το κτίσμα βρίσκεται πάνω σε χώρο που έχει απαλλοτριωθεί υπέρ ΕΟΤ». Εδώ καταγράφεται η πρώτη συγκεκριμένη και καθαρή απόπειρα του ΕΟΤ να γίνει ιδιοκτήτης του χώρου. Γιατί αυτή η πρεμούρα; Αφενός γιατί η περιουσία του ΕΟΤ έχει μπει στο ΤΑΙΠΕΔ, είναι προς «αξιοποίηση», δηλαδή προς πώληση, σε ιδιώτες επιχειρηματίες με πρόσχημα το περίφημο χρέος του ελληνικού κράτους. Αφετέρου γιατί ο δήμος της Αθήνας επισταμένως «ξεχνάει» να εγγράψει αυτά τα 13 στρέμματα στο περουσιολόγιό του. Δεν θα σταθούμε στο αστείο της υπόθεσης ότι το υπουργείο Πολιτισμού που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση του λόφου, ενώ με πρόσχημα τη διασφάλιση και τη προστασία των αρχαιοτήτων, προσπαθεί από το 2002 να τον περιφράξει με κάγκελα και να βάλει εισιτήριο εισόδου, στην περίπτωση του Διονύσου κάνει τα στραβά μάτια και ποιεί την... μουγκαμάρα. Μιλάμε γι΄αυτή την περίπτωση όπου σε έκταση 126 τ.μ. έσκαψαν υπόγεια, 3 μέτρα βάθος πάνω σε αρχαία, για την επέκταση του εστιατορίου! Αλλά δεν εκπλησσόμαστε. Η ιστορία του Διονύσου είναι η ιστορία ενός διεφθαρμένου γραφειοκρατικού μηχανισμού, είναι μία μικρή ιστορία των σχέσεων της επιχειρηματικής και της

8

πολιτικής ελίτ αυτού του τόπου. Γιατί εάν παρατηρήσουμε καλύτερα την υπόθεση του Διονύσου θα δούμε ότι όλες αυτές τις δεκαετίες έχουν περάσει όλων των ειδών οι κυβερνήσεις (από τη χούντα και τη δεξιά μέχρι την σοσιαλδημοκρατία και την αριστερά) και καμία δεν αγγίζει το θέμα. Με όλα αυτά τα δεδομένα μας εξάγονται δύο συμπεράσματα: το πρώτο είναι ότι για ακόμα μία φορά μας γίνεται σαφές πόσο υποκειμενική είναι η σημασία των λέξεων δημόσιο και δήμος. Ως παιδιά στο σχολείο μας είχαν μάθει ότι δημος είναι ο λαός και δημόσιο κάθετι που προσφέρεται και είναι διαθέσιμο σε όλους/ες. Βλέποντας τα πράγματα γύρω μας καταλαβαίνουμε ότι το κράτος λειτουργεί πιο αφαιρετικά, εφαρμόζοντας ένα μείγμα εργαλείων διαχείρισης (νομολογία, φορείς, περιφράξεις) στα οποία δεν έχουν πρόσβαση οι κάτοικοι αλλά τα διάφορα είδη συμφερόντων.. Από την άλλη ο δήμος είναι ένας οργανισμός που επιχειρεί να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ συμφερόντων διαφόρων μορφών κεφαλαίου (μικρού και μεγάλου), χωρίς να λογοδοτεί στους κατοίκους των περιοχών που επηρεάζει. Οπότε οι ανάγκες και η γνώμη των κατοίκων που ζουν εκεί, για αυτά που τους προσφέρει το μέρος αυτό, αν δεν αποτελούν κομμάτι αυτής της διαμεσολάβησης, αν δεν μπορούν να «αξιοποιηθούν», δεν έχουν θέση σε αυτούς τους σχεδιασμούς. Για εμάς είναι ξεκάθαρο ότι στου Φιλοπάππου η σύγκρουση είναι διττή: από τη μία είναι εκείνη η μορφή ζωής που έχει μεταλλάξει την ύπαρξή του σε εμπορευματικές αξίες, περνώντας ό,τι συμβαίνει στη ζωή από το φίλτρο του υλικού και οικονομικού συμφέροντος. Και από την άλλη είναι εκείνη που επιμένει να αναζητά στη ζωή ελεύθερο χρόνο και χώρο, μην έχοντας ξεχάσει να εκφράζεται, να διεκδικεί συλλογικά, να περπατάει, να συνυπάρχει, να μυρίζει το χώμα και τα λουλούδια, που έχουν άνθισει και αυτήν την άνοιξη.


της γειτονιάς

αδικημένες ειδήσεις

Οι κοινωνίες μας επιφυλάσσουν το καλύτερο κομμάτι της μνήμης τους για το θύμα και όχι για το θύτη ενός περιστατικού. Η εξωτερίκευση της συμπόνοιας, του οίκτου, της κατανόησης προδίδουν έναν ευαίσθητο και ανθρώπινο χαρακτήρα, εύκολα αποδεκτό στον περίγυρο. Κάπως έτσι το όνομα Νικήτας Οικονομάκης ίσως να μην λέει πολλά στους περισσότερους πετραλωνίτες. Σίγουρα όχι όσα λέει το όνομα Κωνσταντίνα Κούνεβα. Αυτά τα δύο ονόματα «συναντήθηκαν» τότε, ένα χειμωνιάτικο βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα, στην γωνία Κυκλώπων και Τρώων στα Α. Πετράλωνα. Στο σημείο όπου μπράβος του Οικονομάκη (αφεντικού της εταιρείας καθαρισμού του ΗΣΑΠ, ΟΙΚΟΜΕΤ) επιτέθηκε ρίχνοντας βιτριόλι στο πρόσωπο της καθαρίστριας Κούνεβα ενώ επέστρεφε στο σπίτι της από τη δουλειά. Η Κούνεβα διεκδικούσε τα δικαιώματά της ως εργάτρια. Και το αφεντικό της, ο Οικονομάκης, επιχείρησε να την τρομοκρατήσει, να την κάνει να σωπάσει. Κάποιες ελάχιστες κηλίδες αίματος παραμένουν ακόμη ανεξίτηλες στο σημείο σε πείσμα όλων αυτών των χρόνων που έχουν περάσει από το 2009. Όσοι «διαβάζουμε» τους δρόμους της γειτονιάς μας, δεν ξεχνάμε. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε. Τις δεκάδες συνελεύσεις γειτονιάς που γίνανε στην πλατεία Μερκούρη, τις παρεμβάσεις στους σταθμούς και την κατάληψη στα κεντρικά γραφεία του ΗΣΑΠ (ο οποίος είχε σύμβαση με την εργολαβική εταιρεία του Οικονομάκη). Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις τοπικές αλλά και κεντρικές διαδηλώσεις οι οποίες δεν αναδείξανε μόνο την δολοφονική επίθεση στην Κούνεβα αλλά το σύνολο των εργασιακών συνθηκών που επικρατούν στις εταιρείες καθαρισμού. Σε διαφορετική περίπτωση, η πραγμα-

που τους αναλογεί κάτι παραπάνω από ένα μονόστηλο

Μία ερώτηση χωρίς ερωτηματικό τικότητα βρίσκεται εδώ, αμείλικτη, για να μας τις υπενθυμίσει. Ο Οικονομάκης συνέχισε τα επενδυτικά του πλάνα. 3 χρόνια μετά την δολοφονική επίθεση τα επιχειρηματικά του ανοίγματα τον έφεραν στη Σίνδο της Θεσσαλονίκης να κατασκευάζει ένα υπερσύχγρονο εργοστάσιο ανακύκλωσης σκουπιδιών (Κέντρο Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών). Ενώ μέχρι τότε δεν είχε κλείσει καμία σχετική δουλειά, μόλις το εργοστάσιο ολοκληρώθηκε διάφοροι δήμοι της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης άρχισαν να παραχωρούν την ανακύκλωση σε ιδιώτες, ανάμεσά τους φυσικά και ο Οικονομάκης. Ο Οικονομάκης όλα αυτά τα χρόνια δούλευε όπως ήξερε από παλιά. Μέσα από τη συνεχή αλλαγή των επωνυμιών της εταιρείας (ΑΝΑ.ΕΜΠΟ, ΛΕΜΑ, MANASIEV, ΣΑΛΗΣ) απέλυε και επαναπροσλάμβανε τους εργαζόμενους κάθε φορά με διαφορετική

και πιο υποβαθμισμένη σύμβαση εργασίας. Στην τελευταία αλλαγή επωνυμίας 4 εργαζόμενοι αρνήθηκαν να υπογράψουν τη νέα (δίμηνη) σύμβαση και απολύθηκαν. Κίνησαν το θέμα συνδικαλιστικά, πήγαν στην επιθεώρηση εργασίας διεκδικώντας δεδουλευμένα και αποζημιώσεις. Στους μετέπειτα ελέγχους που έγιναν στο εργοστάσιο σημειώθηκαν 20 παραβιάσεις σε θέματα υγιεινής, ασφάλειας και εργασιακών συνθηκών. Εργατικά ατυχήματα που δεν είχαν δηλωθεί πότε, σκουπίδια με ψόφια ζώα και νοσοκομειακά απόβλητα να σχηματίζουν βουνά τριγύρω από τους εργάτες, δεκάδες χιλιάδες ευρώ χρωστούμενα δεδουλευμένα καθώς και κατασκευαστικά προβλήματα στο ίδιο το εργοστάσιο. Ο Οικονομάκης όλα αυτά τα χρόνια δούλευε όπως είχε μάθει από παλιά. Γι΄αυτό και στη συνδικαλίστρια Μελίνα Τουτσογλίδου, την πρώτη που αρνήθηκε να υπογράψει τη σύμβαση και την απέλυσε, απηύθηνε την ερώτηση-χωρίς-ερωτηματικό «προφανώς γνωρίζεις την ιστορία με την Κούνεβα». Εμείς γνωρίζουμε. Θυμόμαστε;


Για την υπόθεση του μαγαζιού «Βοτανοπωλείο» κείμενο της συλλογικότητας «Γρέζι» (grezi.espivblogs.net)

Την άνοιξη του 2014 πολλοί/ες από εμάς συμμετείχαμε στον αγώνα που διεξήγαγε η Δ. ενάντια στο αφεντικό του cafe-bar Βοτανοπωλείο στην πλατεία Μερκούρη στα Άνω Πετράλωνα. Η ιστορία της Δ. αποτελούσε μία από τις χιλιάδες περιπτώσεις μιας αυθαίρετης απόλυσης και της προσπάθειας, στη συνέχεια, της εργαζόμενης να λάβει από την επιχείρηση τις οφειλές της δεδουλευμένης εργασίας. Αυτό ωστόσο που ξεχώρισε αυτή την, κατά τα άλλα συνήθη, περίπτωση εργατικής διαφοράς, είναι ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε η Δ. να δώσει αυτό τον αγώνα. Η Δ. θα επιλέξει τον δρόμο του συλλογικού αγώνα και για αυτό τον λόγο θα απευθυνθεί στο αρμόδιο πρωτοβάθμιο Σωματείο Σερβιτόρων– Μαγείρων. Έπειτα από το κάλεσμα του σωματείου για διαμαρτυρία έξω από το συγκεκριμένο μαγαζί, αλληλέγγυοι/ες, συλλογικότητες και κόσμος της γειτονιάς, θα ανταποκριθούν. Το αφεντικό του Βοτανοπωλείου, παρουσιάζοντας, η αλήθεια είναι, μία σειρά παραλλαγών στη συμπεριφορά του, μετά την έμπρακτη αλληλεγγύη του σωματείου και την καταγγελία της Δ. στο ΙΚΑ, θα δώσει τις δεδουλευμένες οφειλές –μία ημέρα πριν το προκαθορισμένου ραντεβού με την επιθεώρηση εργασίας. Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να έχει λήξει στο σημείο αυτό –στην ικανοποίηση των νόμιμων απαιτήσεων της Δ. και μίας ηθικής δικαίωσής της μέσα από έναν πετυχημένο και δίκαιο συλλογικό αγώνα. Φαίνεται ωστόσο ότι αυτό που φαντάζει εκ πρώτης όψεως αυτονόητο και δίκαιο έχει αρχίσει για το κράτος και τα αφεντικά να αποτελεί ένα συστημικό λάθος που χρήζει επιδιόρθωσης. Το αφεντικό του Βοτανοπωλείου κατά την διάρκεια των αγώνων της Δ. και του σωματείου, βρισκόμενο σε

μία μάλλον δυσχερή θέση, θα κρίνει σκόπιμο να απευθυνθεί για την επίλυση των προβλημάτων του στην Κρατική Ασφάλεια. Εκεί θα τον υποδεχτούν αξιωματικοί του τμήματος Προστασίας του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος οι οποίοι, υποθέτουμε, θα τον ακούσουν με προσοχή να δηλώνει ότι απειλείται και εκβιάζεται. Είναι γνωστό ότι τα αφεντικά συχνά πυκνά ζουν στον κόσμο τους, στον οποίο έχουν συνηθίσει να φαντάζονται ότι πάντοτε η θέση τους και η ηρεμία τους θα είναι εξασφαλισμένη. Όπως έχουν συνηθίσει, βέβαια, να παραβιάζουν παράφορα κάθε εργατική νομοθεσία χωρίς να ενοχλούνται από αυτούς που έχουν την θεσμική υποχρέωση να το κάνουν. Έτσι, λοιπόν, είναι κάπως κατανοητό το ξάφνιασμά τους όταν βρεθούν αντιμέτωποι με εργαζόμενους/ες και σωματεία που δεν έχουν σκοπό να υποχωρήσουν στις συνήθεις παρελκυστικές τακτικές τους. Σε αυτό το ξάφνιασμα υποθέτουμε εξηγείται ο παροξυσμός των φαντασιώσεων του συγκεκριμένου αφεντικού. Αντί να συνειδητοποιήσει το ελαφρύ ράπισμα της πραγματικότητας που τον βρήκε, ότι δηλαδή, απλά χρωστάει στην εργαζόμενή του χρήματα και αυτή αγωνίζεται για την καταβολή τους, προτίμησε να φανταστεί ότι αυτός ο αγώνας αποτελεί απειλή και εκβιασμό. Η Ασφάλεια, μην έχοντας προφανώς σοβαρότερα θέματα να ασχοληθεί, την άνοιξη του 2014 αποφασίζει να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα του Βοτανοπωλείου. Το αφεντικό του Βοτανοπωλείου άλλωστε θα δεσμευτεί να βρει και άλλα αφεντικά του κλάδου που έτυχε να χρωστάνε στους εργαζόμενούς τους και αναγκάστηκαν να πληρώσουν. Το τμήμα Προστασίας του Κράτους και του Δημοκρατικού

Πολιτεύματος –δε θα κουραστούμε ποτέ να το γράφουμε– αφού θα πραγματοποιήσει μία δίμηνη έρευνα για το Σωματείο Σερβιτόρων-Μαγείρων και τους αγώνες του, θα δέσει την υπόθεση του Βοτανοπωλείου με την υπόθεση του Σαλαντίν –μία αντίστοιχη, δηλαδή, περίπτωση αφεντικού που ενώ χρωστούσε στους εργαζόμενους, αναγκάστηκε, παραδόξως, να πληρώσει– και θα κατηγορήσει εφτά μέλη του Σωματείου Σερβιτόρων-Μαγείρων για εκβιασμό. Γίνεται σαφές, πιστεύουμε από τις παραπάνω μεθοδεύσεις ποια είναι η κρατική οπτική σε αυτά τα γεγονότα. Για τους προστάτες του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος οι αυτοοργανωμένοι και αδιαμεσολάβητοι εργατικοί αγώνες συνιστούν απειλή και εκβιασμό. Το να πληρώνει ένα αφεντικό τις υποχρεώσεις του συνιστά απειλή και εκβιασμό. Καλό είναι για το κράτος να υπάρχει η όποια – μειούμενη εξάλλου – εργατική νομοθεσία, για να τηρούνται τα προσχήματα, αρκεί όμως να μην ενεργοποιείται όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι ταξικοί συσχετισμοί. Αυτή λοιπόν φαίνεται να είναι η άποψη των αφεντικών και του κράτους για το τι συνιστά ένας εκβιασμός. Εμείς όμως για τη βία του συστήματος και τους εκβιασμούς των αφεντικών γνωρίζουμε πολύ περισσότερα. Γιατί κάθε φορά που εξαναγκαζόμαστε να δουλέψουμε για αυτούς, με τους δικούς τους όρους και τους δικούς τους θλιβερούς μισθούς, δεν το κάνουμε για να τους βλέπουμε χαρούμενους καθώς αυξάνουν την προσωπική τους περιουσία – ή περίλυπους όταν αποτυγχάνουν οικτρά. Η εργασία δεν είναι το χόμπι μας. Αποτελεί για εμάς τον μοναδικό δρόμο για να επιβιώσουμε στον κόσμο του καπιταλισμού. Και ως μονόδρομος, αυτός ο


τρόπος επιβίωσης είναι το αποτέλεσμα μίας δομικής και παρατεταμένης συνθήκης εκβιασμού που ασκείται επάνω μας. Και αν αυτό αποτελεί μία γενική έκφραση της βίας του συστήματος που δεχόμαστε, στα πρόσωπα των αφεντικών που την ενσωματώνουν την αναγνωρίζουμε με χίλιους ποικίλους τρόπους. Την αναγνωρίζουμε κάθε φορά που προσερχόμαστε στις συνεντεύξεις και μας μιλάνε με ύφος. Ύφος κάποιες φορές περισπούδαστο και σοβαρό και άλλες προσποιητά φιλικό. Ύφος αυτάρεσκο, και βέβαια, τις περισσότερες φορές, ύφος εντελώς γελοίο. Την αναγνωρίζουμε κάθε φορά που μας ανακοινώνουν εμπνευσμένοι, εξοπλισμένοι και πάλι με ύφος –μα που βρίσκουν τόσες όψεις ύφους τα αφεντικά;– κάποια καινούργια ιδέα για την οργάνωση της επιχείρησης, και που σχεδόν πάντα αφορά την εντατικοποίηση της εργασίας μας, αν και, κάποιες φορές, όχι σπάνια, αποτελεί απλά μία ηλίθια ιδέα. Την αναγνωρίζουμε κάθε φορά που μας ανακοινώνουν κάποια περικοπή του μισθού μας επειδή έχουμε κρίση, επειδή δεν βγαίνει το πράγμα, επειδή η αγορά, επειδή οι ανταγωνιστές, επειδή κατά βάθος απλά μπορούν και το κάνουν. Είναι πολλά τα λόγια των αφεντικών όταν μιλάνε για αυτά τα πράγματα αλλά πάντα είναι λακωνικοί στον αντίλογο, γιατί τότε, μέσα στην ακατάσχετη ψυχαναγκαστική φλυαρία τους,

τα πράγματα φανερώνονται ως έχουν: έτσι είναι κι αν μας αρέσει. Ως εάν η εργασία μας για αυτούς να αποτελεί μία από τις πολλές επιλογές που έχουμε. Αυτό το ταπεραμέντο και αυτά τα φερσίματα από τα αφεντικά τα έχουμε συνηθίσει. Σε γενικές γραμμές, δεν περιμέναμε κάτι καλύτερο από αυτούς. Ούτε μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι το αφεντικό ενός cafe-bar περνώντας την πόρτα της Κρατικής Ασφάλειας θα καταγγείλει μία συνδικαλιστική δράση και όχι κυκλώματα προστασίας και μαφίες της νύχτας, από αυτά που κατά καιρούς έχουν κάνει την εμφάνιση τους και στα Πετράλωνα. Μεγάλη επιτυχία εκ μέρους τους. Καμία εντύπωση δεν μας προκαλεί, φυσικά, και η αντίδραση του κράτους. Οι θερμές σχέσεις κράτους και αφεντικών είναι παλιές όσο και ο καπιταλισμός. Ενώ είναι γνωστό ότι σε περιόδους κρίσεων έρχονται ακόμη πιο κοντά. Είτε απομειώνοντας ακόμη περισσότερο την εργατική νομοθεσία, είτε, όπως στην περίπτωση του Βοτανοπωλείου, προσπαθώντας να ποινικοποιήσουν τους εργατικούς αγώνες. Εμείς από την άλλη όπως σταθήκαμε και τότε δίπλα σε αυτές και αυτούς που αγωνίζονται για την αξιοπρέπεια τους στους χώρους της δουλειάς, και στο σωματείο που τους στήριξε, στεκόμαστε και σήμερα απέναντι στο θράσος του μετώπου κράτους και αφεντικών.

Από παρέμβαση του Σωματείου Σερβιτόρων, Μαγείρων και λοιπών εργαζομένων στον χώρο του επισιτισμού στην πλατεία Μερκούρη, απέναντι από το μαγαζί.

> Στο blog του σωματείου somateioserbitoronmageiron.blogs pot.gr μπορείτε να διαβάσετε την ανακοίνωσή του για την υπόθεση. > Στο blog της Εργατικής Ομοσπονδίας Βάσης μπορείτε να διαβάσετε σχετική μπροσούρα που εξέδωσε για την ποινικοποίηση του συνδικαλισμού βάσης, ergova.files.wordpress.com/2015 /07/brosuradioxeis.pdf.


Dear «Documenta»... αποικισμός του χώρου, μαρμάρινες σκηνές και καλλιτεχνικές συνδιαλλαγές

Η Documenta 14 είναι μία μεγάλη πολιτιστική ιστορία που θα τρέχει στην πόλη μας μέχρι τα μέσα του Ιούλη. Πρόκειται για έναν καλλιτεχνικό θεσμό δεκαετιών που φέτος μπορεί να είναι μία από τις λίγες φορές που βγαίνει εκτός του Κάσελ της Γερμανίας (όπου γινεται όλα αυτά τα χρόνια) και ταξίδεύει στην Αθήνα της κρίσης για να «μάθει από αυτήν». Στην ουσία μιλάμε για τους «ολυμπιακούς αγώνες της τέχνης» όπου συναντιούνται γνωστοί και άγνωστοι καλλιτέχνες και ο καθένας μιλάει δημόσια από το μετερίζι του και με τα μέσα έκφρασης που επιλέγει. Έχοντας και την αβάντα κάποιων δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ από πίσω. Και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες που βρίσκονται στον πάτο αυτής της διοργάνωσης. Και όμως, για ένα τόσο μεγάλο πρότζεκτ δεν έχει γραφτεί σχεδόν τίποτα που να αφορά στην ιδεολογική του λειτουργία τόσο μέσα στον χώρο

της πόλης όσο και πάνω στο κοινωνικό. Και σίγουρα ένας από τους λόγους είναι η δύναμη της documenta να αφομοιώνει και να εντάσσει στο πλαίσιό της οποιαδήποτε φωνή κριτικής ακουστεί. Όπως ξέρει και τους τρόπους για να αποικήσει τον χώρο. Εδώ και δύο βδομάδες που τρέχει σε πραγματικούς χρόνους και χώρους, σε κάθε σημείο της πόλης υπάρχει ένα έργο που να μας την θυμίζει. Σημασία δεν έχει πάντα η σύνδεση του έργου με τον χώρο, όσο η διασπορά της έκθεσης σε εκείνα τα κομβικά σημεία της κοινωνικής κίνησης που την κάνουν να είναι κομμάτι της. Αλλά και εκείνα τα έργα που έχουν στηθεί σε εντελώς απρόσμενα σημεία, συνηγορούν στην αίσθηση ότι η Documenta «ζει ανάμεσά μας», ότι θα πρέπει να γίνεις και εσύ μέρος της. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε κάτι πανιά με λαδογραφίες από την Νίσυρο που -απλάέχουν στηθεί στον Λουμπαρδιάρη; Το «συμβολικό συσσίτιο» στην πλατεία Κοτζιά το οποίο όταν ήρθε σε επαφή

με την πραγματικότητα των αστέγων της Αθήνας και τις ανάγκες τους, απλά «βραχυκύκλωσε»; Την μαρμάρινη σκηνή που έχει στηθεί στου Φιλοπάππου, απέναντι την Ακρόπολη, για να συμβολίζει την προσφυγική κρίση στην Ελλάδα και τη συνδιαλλαγή της με τον Παρθενώνα; Μία υλική παράμετρος του «ο θάνατός σου, η τέχνη μου». Αρκεί η καλλιτεχνική επαφή με την μαρμάρινη σκηνή για να υπερκαλύψει την απουσία οποιασδήποτε επαφής με τους πρόσφυγες, το ξεχειμώνιασμά τους μέσα σε μία τέτοια σκηνή, τον θάνατο που συναντήσανε μέσα σε αυτές τις σκηνές προσπαθώντας να ζεσταθούν. Όχι, δεν θα κάνουμε μία συνολική κριτική στην Documenta. Τουλάχιστον όχι αυτή τη στιγμή στον λίγο χώρο που έχουμε εδώ. Επιφυλασσόμαστε όμως. Γιατί η αλήθεια είναι ότι έχουμε αρκετά ράμματα για τη γούνα της. Για την ιδεολογία της, για τη σχέση της με την πόλη, για τον τρόπο που διαπραγματεύεται το κοινωνικό.


Επιχείρηση «καθαρή πρόσοψη» ακατάλυπτες μουτζούρες και επανακατοίκηση του κέντρου της πόλης

Όσο να ΄ναι είναι λίγο άγριο να ξυπνάς ένα πρωί Σαββάτου, να βγαίνεις από το σπίτι σου και στην επόμενη γωνία να συναντάς έναν τύπο με μία κίτρινη στολή χημικού πολέμου και ένα λάστιχο, σακιά με άμμο στον δρόμο, κάμερες, φωτογραφικές μηχανές και κόσμο να σου προσφέρει κρασί. Για μια στιγμή νομίζεις ότι κάποια κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει στηθεί δίπλα στο σπίτι σου για την οποία σε καλοπιάνουν με αλκοόλ για να την δεις με καλό μάτι. Εν τέλει ήταν μία «κοινωνική δράση» όπως επληροφορηθήκαμε και όχι μία άσκηση πολέμου. Πρώτο άδειασμα. Την διοργάνωσε το «δίκτυο οργανώσεων και πολιτών για ένα βιώσιμο ιστορικό κέντρο» και ο «σύλλογος φίλων του Θησείου». Δεύτερο άδειασμα εδώ. Ποιός είναι αυτός ο «σύλλογος φίλων Θησείου» και γιατί εμείς δεν τον γνωρίζουμε; Τελικά μήπως δεν είμαστε... φίλοι του Θησείου; Βέβαια ψάχνοντας λίγο από εδώ και από εκεί μάθαμε για κάποια από τα πρόσωπα που «τρέχουν» αυτόν τον σύλλογο όπως η Μάγια Τσόκλη και ο «ανάπτυξη ακινήτων» Στάθης Τριφύλλης. Οπότε δώσαμε μία πειστική απάντηση στον εαυτό μας. Και τελικά τί συνέβαινε εκείνο το πρωινό; Αυτοί οι παραπάνω σύλλογοι, λοιπόν, με το ιδεολογικό αβαντάρισμα του δημάρχου Καμίνη γυρνάνε από γειτονιές σε γειτονιές της Αθήνας και

θέτουν σε κίνηση την «επιχείρηση καθαρή πρόσοψη». Βρίσκουν ένα κτίριο το οποίο έχει graffiti ή ταγκιές και αρχίζουν να το καθαρίζουν. Στην περιοχή του Θησείου που έχει καταστεί μη βιώσιμη για τους κατοίκους λόγω των πεζοδρομήσεων, των τραπεζοκαθισμάτων και της υπερσυγκέντρωσης διασκεδαστήριων και των υψηλών ενοικίων, κάποιοι καθαρίζουν τα ίχνη κατοίκησης που δεν εγγράφονται στο τουριστικό προφίλ του ιστορικού κέντρου. Οι δράσεις αυτές εμπεριέχουν πέρα από ιδεολογικά σημαινόμενα και... διαφημίσεις της εταιρείας που παρέχει τον εξοπλισμό καθαρισμού και της εταιρείας που παρέχει τα αντι-graffiti υλικά. Φυσικά επειδή είναι cool τύποι εκπαιδεύουν και τους πολίτες για το πώς να σβήνουν τα graffiti και αυτό το γιορτάζουν και με ένα ποτηράκι κρασί. Επειδή μπορεί και να κούρασε το σκωπτικό μας χιούμορ, ας γράψουμε δύο πραγματάκια, όχι απαραίτητα λιγότερο σοβαρά από τα προηγούμενα. Καταρχήν ένα «δίκτυο» οργανώσεων και πολιτών που διακηρύσσει ως βασικό στόχο της συγκρότησής του την επανακατοίκηση του ιστορικού κέντρου, είναι ένα «δίκτυο» που όχι απλά εθελοτυφλεί αλλά παράγει προπαγάνδα από τις πρώτες γραμμές της ταυτότητάς του. Το έχουμε γράψει και σε άλλο σημείο του περιοδικού: Το κέντρο δεν είναι «εγκαταλελειμμένο». Το ιστο-

ρικό κέντρο κατοικείται από εκείνους και εκείνες, κατά βάση μετανάστες και μετανάστριες, που ζουν στα σάπια διαμερίσματα των ελλήνων –κατά βάση– ιδιοκτητών, που έχουν στήσει τα δικά τους μικρομάγαζα και τις δικές τους αγορές για να επιβιώσουν, που έχουν φτιάξει τα δικά τους στέκια κοινωνικότητας. Και οποιαδήποτε αναφορά για επανακατοίκηση του κέντρου κάνει 2 πράγματα: αφενός προμοτάρει εκείνα τα ιδεολογικά σχήματα που έχουν τοποθετήσει την παραβατικότητα σε συγκεκριμένες συντεταγμένες της πόλης εξυπηρετώντας την (αντι)μεταναστευτική ρητορεία και ευνοώντας διάφορους πειραματισμούς της δημόσιας τάξης. Αφετέρου δημιουργεί τις βάσεις για τον εκτοπισμό όλων αυτών που μένουν στο κέντρο της πόλης και δεν χωρούν στα νέα σχέδια αναβάθμισής του. Όσο για το πολιτιστικό κεφάλαιο αυτής της πόλης, όσο εύκολα μπορεί να αποτελέσει μέρος του ένας φτασμένος σήμερα street artist ή καλλιτέχνης, άλλο τόσο εύκολα ξεχνιέται ή δεν καταγράφεται καν η διαδρομή του μέχρι να φτάσει εκεί, μία διαδρομή που συμπεριλαμβάνει τα bombing, τα tags και όλα αυτά που για την καθωσπρέπει αισθητική είναι ακατάλυπτες μουτζούρες. Στην κοινωνία του θεάματος το τελικό αποτέλεσμα (και ο βαθμός αφομοίωσής του) είναι που μετράει και όχι η διαδρομή.


τα εν οiκω (mh) εν δhμω Πολλά είναι τα θέματα που ανοίγουν σε μια γειτονιά για το δημόσιο χώρο και ενεργοποιούν τον λόγο. Έναν λόγο ο οποίος πηγάζει από την ανάγκη των ανθρώπων για καλυτέρευση των συνθηκών ζωής τους, όπου φυσικά τα προτάγματα για ασφάλεια κυριαρχούν. Συμβαίνει όμως το ίδιο και με την ιδιωτική σφαίρα; Πόσο συχνά ζητήματα που αφορούν τη ζωή των ανθρώπων πίσω από τις κλειστές πόρτες έρχονται στην επιφάνεια; Και κατά πόσο μια κοινότητα, που αποτελείται από τους κατοίκους μιας γειτονιάς, επιθυμεί να εμπλακεί στις μικρές ιστορίες και δράματα που συντελούνται καθημερινά μέσα στα στενά όρια του λεγόμενου ιδιωτικού-προσωπικού χώρου;


Γ

ια του λόγου το αληθές τον Οκτώβρη του 2016, στην περιοχή των Κ. Πετραλώνων, μια γυναίκα βιάστηκε και κακοποιήθηκε βάναυσα, μέσα στο σπίτι της, από τον ίδιο της τον σύντροφο επειδή πήρε την απόφαση να τον χωρίσει. Ένας βιασμός που δεν έγινε ποτέ σημείο συζήτησης και κατακραυγής, που δε σόκαρε και δε χώρεσε σε κανένα πρωτοσέλιδο εφημερίδας. Για την ακρίβεια δεν μαθεύτηκε καν στην ευρύτερη γειτονιά, ενώ είναι πολύ πιθανόν να καταγράφηκε στη μνήμη των περισσότερων γειτόνων ως μια «κακή» ιδιωτική στιγμή μεταξύ του ζευγαριού και στη συνείδησή τους ως «ηθική έκπτωση» και όχι ως ωμή έμφυλη βία. Αυτή η υπόθεση αν και φαντάζει κάπως αυθαίρετη προκύπτει και από πρόσφατη ευρωπαϊκή έρευνα στην όποια το 32% των ελλήνων δικαιολογεί υπό προϋποθέσεις τον βιασμό.1 Και δεν είναι μόνο οι έρευνες αλλά και η ίδια η πραγματικότητα. Η πρόσφατη αθώωση από το μικτό ορκωτό κακουργιοδικείο Καβάλας των δύο ανδρών, έρχεται να επιβεβαιώσει τον τρόπο που η δικαιοσύνη, αντιμετωπίζει τις γυναίκες που τολμούν και καταγγέλλουν την σεξουαλική τους κακοποίηση.2 Αλλά και η στάση της πλειονότητας της κοινωνίας της Ξάνθης η οποία τάχθηκε ανοιχτά με το μέρος αυτών των ανδρών, επιφανών μελών της τοπικής κοινωνίας, αναδεικνύει την πολύ περιορισμένη και σεξιστική αντίληψη για το τί γίνεται αποδεκτό ως βιασμός. Σε αυτήν την περίπτωση, η οποία δεν είναι

μοναδική,3 το θύμα είναι αυτό που στιγματίστηκε περισσότερο από το θύτη μαθαίνοντας δια του στόματος της δικαιοσύνης ότι τελικά δεν βιάστηκε.4 Η ενδοοικογενειακή βία εις βάρος των γυναικών, αποτελεί ένα διαχρονικό φαινόμενο, μια εφιαλτική πραγματικότητα στην οποία είναι καταδικασμένες να ζουν οι γυναίκες εδώ και κάμποσα χρόνια. Η σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική κακοποίηση των γυναικών εκδηλώνεται φυσικά και εντός της «αγίας» ελληνικής οικογένειας, ενώ αντιμετωπίζεται, με εξαίρεση ορισμένα ακραία περιστατικά, ως σχεδόν φυσικό επακόλουθο του συζυγικού βίου. Ο ιδιωτικός χώρος, ως χώρος οικειότητας, αποτελεί το προνομιακό περιβάλλον για την εκδήλωση της ανδρικής εξουσίας και επιβολής της στα υποτιμημένα σώματα των γυναικών. Τι είναι αυτό όμως που διαχωρίζει τον δημόσιο από τον ιδιωτικό χώρο, όπου η ανισότητα και η βία παίρνουν ίσως την πιο βαθιά και εσωτερικευμένη τους μορφή; Η σφαίρα του λεγόμενου δημοσίου χώρου, περιλαμβάνει χοντρικά όλους εκείνους τους τόπους που έχουν τεθεί σε κοινή χρήση και διατηρούν μια πλεγματική σχέση με το κράτος. Δρόμοι, μαγαζιά, ανοιχτοί και κλειστοί χώροι, ελεύθερα προσβάσιμοι, αντιστοιχούν σε αυτόν τον πόλο ενώ, όσον αφορά τον ιδιωτικό χώρο, οι προσωπικές κατοικίες είναι οι χώροι που θα αποκαλούσαμε ιδιωτικοί. Η διάκριση είναι ξεκάθαρη, οριοθετημένη. Υπάρχει ο δημόσιος χώρος

1. «Ευρωβαρόμετρο σοκ. Άφεση αμαρτιών στον βιαστή δίνει το 32%», www.tovima.gr/society/article/?aid =848284. 2. Και εάν η δικαιοσύνη αθώωσε τους βιαστές, ο άλλος βραχίονας του κράτους, η αστυνομία, ξεκίνησε διώξεις για συγκοφαντική δυσφήμιση ενάντια σε μέλη της αντιεξουσιαστικής συλλογικότητας της πόλης «Πέλοτο» για μία αφίσα που είχανε βγάλει και κατήγγειλαν τον βιασμό. Βλέπε και την ανακοίνωσή τους peloto.espivblogs.net/2017/03/15/a nakoinwsi-gia-ti-stoxopoiisi-mas. 3. «Η σιωπή όταν σπάει κάνει φόβο», Μάιος 2010, κείμενο του «Μωβ Καφενείου», στο mwvkafeneio.squat.gr. 4. «Τί μου έμαθε η δίκη του βιασμού μου», Απρίλιος 2017, κείμενο στο site «Φύλο Συκής», fylosykis.gr.


και ο ιδιωτικός, ένα δίπολο που δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει. Ο χώρος λοιπόν δεν είναι ενιαίος εφόσον δεν γίνεται αντιληπτός από όλους με τον ίδιο τρόπο. Η κατανόησή του βασίζεται στην εμπειρία του ατόμου ανάλογα με το φύλο, τη φυλή, την τάξη και το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζει. Στην τελική, το ίδιο το βίωμα του ανθρώπου, είναι αυτό που διαμορφώνει την ουσιαστική του σχέση με τον χώρο. Μια σχέση, η οποία τις περισσότερες φορές γίνεται αντιληπτή μέσω των κυριαρχικών σχέσεων. Επομένως ο χώρος δεν είναι κάτι ουδέτερο, αμετάπλαστο και ανιστορικό αλλά αποτελεί ίσως μια, από τις ισχυρότερες κοινωνικές κατασκευές. Εντός του δομείται και αναπαράγεται ένα αρκετά σύνθετο πλέγμα εξουσιών, το οποίο δεν είναι εύκολα ορατό. Το κυριότερο όμως όλων είναι ότι ο χώρος (ιδιωτικός ή δημόσιος) καταφέρνει να υποκειμενοποιεί τα άτομα να τα διαμορφώνει και να τους επιβάλλει συγκεκριμένες συμπεριφορές, στις όποιες αυτά καλούνται να ανταποκριθούν. Πως συνδέεται όμως ο χώρος με το φύλο και τη βία, και πως η διχοτόμηση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου/σφαίρας, αποτελούν ένα πρόσφορο έδαφος για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής της σύνδεσης για τις ζωές των γυναικών και των ανδρών; Αρχικά, όπως είπαμε και νωρίτερα ο χώρος έχει ιστορία. Ήδη από τον 19ο αι., μια περίοδο έντονου κοινωνικού μετασχηματισμού, η ανάπτυξη της βιομηχανίας και άρα των νέων αστικοποιημένων, καπιταλιστικών κοινωνιών οδήγησε στην ανάδυση

σκόπιμων διαχωρισμών,5 οι οποίοι καθόρισαν τα όρια μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας. Η δημόσια σφαίρα, που συνδέθηκε με την εργασιακή, την πολιτική, την οικονομική και την στρατιωτική δραστηριότητα και ταυτίστηκε με την αποτελεσματικότητα, αποδόθηκε στους άντρες, ενώ οι γυναίκες περιορίστηκαν στην ιδιωτική – οικιακή σφαίρα όπου «λαμβάνουν χώρα» οι «φυσικές λειτουργίες» όπως το σεξ, η αναπαραγωγή και εκδηλώνεται το συναισθηματικό περιεχόμενο των σχέσεων. Συνεπώς η γυναίκα ταυτίστηκε με τον θεσμό της οικογένειας μέσω της μητρότητας και της ευθύνης για την οργάνωση του νοικοκυριού.6 Η φυσιολογία της (κύηση, θηλασμός) αλλά και ο ρόλος της στο μεγάλωμα των παιδιών, χρησιμοποιήθηκε για να πετύχει τον περιορισμό της και καθόρισε για πολλά χρόνια την κοινωνική της θέση. Η ταύτιση των αναγκών και των συμφερόντων των γυναικών με τον ιδιωτικό χώρο, ο οποίος εντάσσεται στη σφαίρα της οικειότητας, αποτέλεσε τον πιο συστηματικό και διαχρονικό μηχανισμό καταπίεσης τους.7 Αυτή η αντίθεση γίνεται αντιληπτή μέχρι σήμερα, υπογραμμίζοντας την υποτιμητική συσχέτιση της ζωής της γυναίκας με τον ιδιωτικό χώρο και του άνδρα με τον κυρίαρχο δημόσιο. Οι δύο αυτοί πόλοι, οργανωμένοι στη βάση μιας αλληλεξαρτώμενης σχέσης, δεν λειτούργησαν ποτέ συμπληρωματικά, ούτε υπήρξαν ισότιμοι. Η δημόσια σφαίρα αποτελεί τον κυρίαρχο και προνομιούχο χώρο, ο οποίος διαφοροποιείται από τον δεύτερο στην βάση της αορατότητας και της απουσίας του από το δημόσιο λόγο.8

5. Για περισσότερα βλ.: Federici, S., 2011, «Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα», Ι. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης (μτφρ.), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις των Ξένων. 6. Ο ιδιωτικός χώρος του νοικοκυριού, ωστόσο, αποτέλεσε και ένα πεδίο παραγωγής αρνήσεων για τις γυναίκες. Επικοινώνησαν μεταξύ τους πάνω στα κοινά βιώματα, βρήκαν ουσιαστικούς τρόπους κοινωνικής αναπαραγωγής που λειτουργούσαν αποσυμφορητικά στην πολύ οριοθετημένη καθημερινότητά τους, προϊδέασαν τους πρώιμους φεμινισμούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα σήμερα των οικιακών βοηθών και οι συγκεκριμένοι χρόνοι και τόποι συνάντησής τους. Κυριακές, στις στάσεις των λεωφορείων, στα μινι μάρκετ, στις παιδικές χαρές όπου συνοδεύουν τα παιδιά των αφεντικών τους. 7. Rosaldo, Michelle (1974), «Woman, Culture and Society: a theoretical overview», στο Michelle Zimbalist Rosaldo και Louise Lamphere (επιμ.), Στάνφορντ: Stanford University Press. 8. Μαρνελάκης, Γιώργος (2014), «Στενές σχέσης φύλου σεξουαλικότητας και χώρου», επιμ. Βαΐου Ντ., Θεοφανίδου Ρ., Καρασιώτου Σ., Μαρκαντα Ρ., Ντρούκα Ε., Σαλίχου Λ., Χατζηαθανασίου Α., Ψαλλιδάκη Τ., Αθήνα: Futura. 9. Ο νόμος 35000/2006 είναι ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε στη χώρα, μας και ποινικοποιεί την ενδοοικογενειακή βία.


> Federici, S., 2011, «Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα», Ι. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης (μτφρ.), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις των Ξένων. > Μαρνελάκης, Γιώργος (2014), «Στενές σχέσης φύλου σεξουαλικότητας και χώρου», επιμ. Βαΐου Ντ., Θεοφανίδου Ρ., Καρασιώτου Σ., Μαρκαντα Ρ., Ντρούκα Ε., Σαλίχου Λ., Χατζηαθανασίου Α., Ψαλλιδάκη Τ., Αθήνα: Futura.

Εδώ και μερικές δεκαετίες στη χώρα μας, οι γυναίκες μέσω σκληρών διεκδικήσεων έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα πρόσβασης και δράσης τους στο δημόσιο χώρο υποστηρίζοντας πως «το προσωπικό, είναι πολιτικό», διεκδικώντας την χειραφέτησή τους, την ισότητα και το σεβασμό. Παρόλα αυτά η ιδιωτική σφαίρα συνεχίζει να αποτελεί τον χώρο όπου οι ανάγκες τους υποτάσσονται στα θέλω των ανδρών. Η ιδιωτικότητα συνεχίζει να γίνεται κατανοητή ως η απόλυτα προστατευμένη από κάθε κρατική παρέμβαση σφαίρα, όπου προωθείται η αυτόνομη δράση του προσώπου. Αυτή η αντίληψη σε συνδυασμό με τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, νομιμοποιεί την ανισότητα, την εκμετάλλευση των γυναικών και επιτρέπει την άσκηση έμφυλης εξουσίας και βίας εντός των ιδιωτικών, οικογενειακών και σεξουαλικών σχέσεων, «νορμαλοποιώντας» ταυτόχρονα την απουσία από το δημόσιο λόγο, των σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οποίες παρουσιάζονται ως φυσικές. Σήμερα στην ελλάδα, όπου και λόγω οικονομικής κρίσης οι έμφυλοι ρόλοι πολλές φορές αντιστρέφονται, οι άνδρες εμφανίζουν ακόμα πιο έντονα την ανάγκη, να επιβάλουν την εξουσία τους. Η απώλεια της ιδιότητας του «κουβαλητή» που συνδέεται με την ανεργία μετατρέπει τους άνδρες σε πρωταρχικά θύματα της κρίσης, ενώ η ενσωμάτωση αυτών των ρόλων από τις γυναίκες και η αύξηση της αυτοεκτίμησης τους, ενεργοποιούν την βία ως μηχανισμό καθυπόταξης και συμμόρφωσης των γυναικών. Εντός αυτού του πλαισίου οι ίδιες οι γυναίκες έχοντας εσωτερικεύσει αυτό το μοντέλο βίας, δύσκολα καταγγέλλουν την κακοποίηση τους από τους συζύγους τους, η οποία μέχρι πρόσφατα δεν γινόταν αντιληπτή καν ως έγκλημα. Αυτό αποτυπώνεται και στο δίκαιο της χώρας μας όπου μέχρι το 2006 δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο9 για την κακοποίηση των γυναικών, κάτι που σήμαινε πως η άσκηση βίας στις συνειδήσεις των περισσότερων ανδρών, με σκοπό την διατήρηση της «τάξης» στο σπίτι, ήταν σχεδόν νομιμοποιημένη. Για χρόνια λοιπόν η ενδοοικογενειακή βία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα θέμα ταμπού για τη χώρα μας. Η αύξηση των κρουσμάτων που καταγράφεται, και ορισμένες φορές η δημοσιοποίησή τους, οφείλεται ακριβώς στην χειραφέτηση των γυναικών, που πλέον τολμούν και καταγγέλλουν την κακοποίηση τους. Αυτές οι γυναίκες κάνοντας το πρόβλημα ορατό στην ουσία ξεσκεπάζουν μια ολόκληρη εθνική κουλτούρα για τα σώματά τους, που κρύβει μέσα της την πειθάρχηση και τη βία. Σημαντική στην κατασκευή αυτής της εθνικής κουλτούρας, που υποτιμά συνολικά τις γυναίκες, είναι η συμβολή των ΜΜΕ, τα

οποία μονοπωλούν σχεδόν, το δημόσιο λόγο αναπαράγοντας συστηματικά τους στερεοτυπικούς ρόλους των φύλων και σεξιστικές συμπεριφορές, προπαγανδίζοντας με ποικίλους τρόπους την έμφυλη ανισότητα. Ελάχιστες είναι οι φορές που περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και βιασμών γίνονται θέματα δημοσίου διαλόγου με τρόπο που να καταδεικνύονται οι ουσιαστικές αιτίες που συμβάλουν στην διαιώνιση και ανάπτυξη του προβλήματος. Οι βιασμοί και κακοποιήσεις των γυναικών που απασχολούν την επικαιρότητα και «συνταράσουν» τις τοπικές κοινωνίες παρουσιάζονται ως μεμονωμένα περιστατικά και πράξεις εξαίρεσης από την καθημερινή συνθήκη στο δημόσιο χώρο. Τις περισσότερες φορές έχουν να κάνουν με κραυγαλέες υποθέσεις όπου εμπλέκονται «αξιοσέβαστα» μέλη της κοινωνίας ή γκρίζες φιγούρες όπως οι ψυχοπαθείς δράκοι και φυσικά όταν τέτοια εγκλήματα διαπράττονται από μετανάστες. Και στις τρείς περιπτώσεις ο λόγος που αρθρώνεται δεν αφορά το βίωμα και τα σώματα των γυναικών, τα οποία περνάνε σε δεύτερη μοίρα, αλλά χρησιμοποιείται εργαλειακά προς όφελος των κυρίαρχων αφηγήσεων. Αυτές προσπαθούν ουσιαστικά να αποταυτίσουν τον έλληνα χριστιανό οικογενειάρχη που αποτελεί τον εθνικό μας κορμό, από τη φιγούρα του βιαστή. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις λοιπόν, η πράξη του βιασμού παθολογικοποιείται, ενώ στην τρίτη περίπτωση ο βιασμός παρουσιάζεται ως δομικό φαινόμενο που συνδέεται με την κουλτούρα του θύτη (λόγω καταγωγής), θέτοντας το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας, υποδαυλίζοντας έτσι τον υπάρχοντα ρατσισμό του κόσμου ενάντια στους μετανάστες. Ο διαδεδομένος και έξω από τα όρια της χώρας, μύθος του μετανάστη βιαστή εξυπηρετεί την ρατσιστική ρητορεία η οποία συμπυκνώνεται σε φράσεις όπως το χαρακτηριστικό «έρχονται οι μετανάστες να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας και να βιάσουν τις γυναίκες μας», αποδίδοντας σε αυτούς μια αναχρονιστική κουλτούρα η οποία δεν μπορεί να εναρμονιστεί με την πολιτισμένη δύση και τα χριστιανικά ήθη της ελλάδας. Σε μια περίοδο έξαρσης της ισλαμοφοβίας, οπού η αύξηση των μεταναστευτικών ροών υπήρξε ραγδαία, η εθνικιστική χρήση του βιασμού επιστρατεύεται για τη διάδοση του ρατσιστικού πανικού και τη στήριξη των πολιτικών των απελάσεων. Ας μη ξεχνάμε πως ο βιασμός μιας ανήλικης πριν λίγα χρόνια στην Πάρο είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία ενός μετανάστη στο κέντρο της Αθήνας κατά τη διάρκεια ρατσιστικού πογκρόμ. Ο βιασμός λοιπόν αναδύεται και χρησιμοποιείται συστηματικά στον δημόσιο λόγο ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ως ένα φαινόμενο που αφορά το δημόσιο χώρο στον οποίο οι γυναίκες δεν θα μπορέσουν


ποτέ να κινηθούν με ασφάλεια λόγω της «αδυναμίας» τους να αυτοπροστατευτούν, δικαιολογώντας τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις που τους επιβάλλονται. Προτάγματα για αύξηση της ασφάλειας και της επιτήρησης που μεταφράζονται σε περίφραξη των ανοιχτών δημόσιων χώρων ώστε να μπορούν να κλειδώνονται τα βράδια, περισσότερη αστυνομία, κάμερες και σεκιούριτι στις γειτονιές παρουσιάζονται ως λύσεις για την προστασία τους. Αυτά όμως δεν επαρκούν ούτε λύνουν το πρόβλημα το οποίο είναι πάντα εκεί υπαρκτό και απειλεί τα σώματα των γυναικών. Ο φόβος του βιασμού και της κακοποίησης δεν στηρίζεται σε ένα κακό παραμύθι αλλά σε μια κακή πραγματικότητα, η οποία συνίσταται σε πραγματικούς και καθόλου παραμυθένιους κινδύνους που αφορούν στη βία, την παρενόχληση, τις λεκτικές και σωματικές επιθέσεις και την υποτίμηση των γυναικών με σκοπό την καθυπόταξή τους. Μια κακή πραγματικότητα που μέσω της απειλής επιβάλλει προκαθορισμένους κανόνες που ορίζουν την ιδιωτική και δημόσια κοινωνική ζωή των ανδρών και των γυναικών και που μέσα σε αυτήν αναπαράγονται διαφορετικές εκφάνσεις του ανταγωνισμού των φύλων. Οι ίδιοι κανόνες είναι που συμβάλλουν στην διατήρηση της

πατριαρχίας και των καταπιεστικών ρόλων και κάπως έτσι διατηρείται και ενισχύεται η βία των ανδρών και εξασφαλίζεται η σιωπή των γυναικών. Στις γειτονιές μας, όπου ο δημόσιος χώρος συνεχίζει να είναι ζωντανός ως σημείο συνάντησης και κοινωνικοποίησης των κατοίκων, αναρωτιόμαστε κατά πόσο αυτή η μορφή κακοποίησης γίνεται θέμα συζήτησης και ορατότητας στο δημόσιο λόγο. Κατά πόσο συζητιέται σοβαρά το ζήτημα στα καφενεία, στις ουρες του σουπερμαρκετ, στα παγκακια, ή γίνεται θέμα στις συνελεύσεις των γειτονιών. Κατά πόσο η προστασία και στήριξη των γυναικών που πέφτουν θύματα της βίας των οικείων τους είναι συλλογική υπόθεση. Η αποσιώπηση αντανακλά στη συνήθεια του να κλείνουμε τα αφτιά μας και να αποστρέφουμε γρήγορα και αμήχανα το βλέμμα μας από την ωμή πραγματικότητα. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τις φωνές και τη βία στον προσωπικό χώρο των γειτόνων μας ως ιδιωτική υπόθεση, όπου η παρέμβαση αποτελεί αδιακρισία και έτσι προτιμούμε να κοιτάμε τα δικά μας προβλήματα. Μήπως όμως αυτές οι κανονιστικές σιωπές είναι υπεύθυνες σε μεγάλο βαθμό, για τη διαιώνιση των βιασμών και την υποτίμηση των γυναικών;

Οι φωτογραφίες που πλαισιώνουν το άρθρο είναι από συνθήματα της αυτόνομης γυναικείας ομάδας «Women Collective 619» σε τοίχους των Άνω Πετραλώνων.


Η ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ

Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά τσι αρκίνησεν να παίζει μ’ έναν παλλήκαραν Δυο φίλοι τ’ αδερφού της που την γνωρίζασιν Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν πιάννει τσε `ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της.

ωσ παράδοση εννοούνται οι συνήθειες ή τα έθιμα ενός λαού, μιας κοινότητας ή ομάδας ανθρώπων, τα οποία τηρούν για κάποιο χρονικό διάστημα. Επίσης εννοούμε και ό,τι δημιουργείται και μένει ζωντανό ως κατάσταση ή ως αφήγημα , με κάποιον τρόπο από τους ανθρώπους, σε ένα μέρος του κόσμου και παραδίδεται στις επόμενες γενιές, εξού και ο όρος παράδοση. Μέσα σε αυτά που την απαρτίζουν βρίσκεται η μουσική και τα τραγούδια. Στα λόγια αυτών των τραγουδιών συναντούμε αφηγήσεις περιστατικών, περιγραφές τοπίων και τόπων, εμπειρίες, επιθυμίες και όνειρα ανθρώπων για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, την ξενιτιά και τον πόλεμο. Στον τόπο που βρισκόμαστε, στη Μεσόγειο, η μορφολογία της γης διευκολύνει την κίνηση των ανθρώπων άρα και τη συνάντηση πολιτισμών από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Έτσι συναντούμε παραδοσιακές μελωδίες και στίχους που ταξιδεύουν σε πολλά μέρη και έχουν κοινά χαρακτηριστικά.

Ακόμα εκφράζονται και τραγουδιούνται, από μουσικούς και μη, σε συναυλίες, λαϊκά πανηγύρια και γλέντια όπου εκτονώνονται ή ενώνονται λύπες και χαρές της ζωής. Αυτή τη φορά, θα θέλαμε να μοιραστούμε μια ιστορία όπως μας μεταφέρεται στο σήμερα μέσα από τους στίχους ενός παραδοσιακού τραγουδιού της Κύπρου , η οποία όμως αφηγείται: «τί εγίνην στα μέρη της ελλας», δηλαδή κάπου στην ελλάδα. Η ιστορία μελοποιείται και μετατρέπεται σε φορέα συλλογικής μνήμης και της ταυτότητας του τόπου για τον οποίο μιλάει. Επίκεντρο της αποτελεί το πατριαρχικό έγκλημα που διαπράττει ένας άνδρας και έχει ως θύμα την ίδια του την αδερφή. Η επιλογή του τραγουδιού αυτού δεν έγινε τυχαία, αφού μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη πραγματική θέση των γυναικών στην ελλάδα τις περασμένες δεκαετίες. Ο δημόσιος χώρος αποτελεί ένα πεδίο απαγορευμένο γ’ αυτές από όπου αποκλείονται εξαιρετικά βίαια. Η έμπρακτη αμφισβήτηση αυτού του αποκλεισμού από την Ανδρονίκη, τη γυναίκα για την οποία μιλάει το τραγούδι, επιφέρει και την υποδειγματική τιμωρία της, η οποία παίρνει την πιο ακραία μορφή βίας που

θα μπορούσε να ασκηθεί επάνω της. Η γυναίκα δολοφονείται για να ξεπλύνει την ντροπή που προκάλεσε στην οικογένειά της. Τα εγκλήματα τιμής εις βάρος των γυναικών ήταν μια συχνή πρακτική διατήρησης του ελέγχου των ανδρών στα γυναικεία σώματα αποδεικνύοντας τις βαθιές ρίζες της καταπίεσης που έχουν υποστεί.. Το ενδιαφέρον βέβαια με το συγκεκριμένο τραγούδι, είναι ο τρόπος που μας μεταφέρει αυτή την αφήγηση και οι γλαφυρές εικόνες που καταφέρνει και δημιουργεί. Είναι η αίσθηση της αντίδρασης της τοπικής κοινωνίας απέναντι στη βία, η οποία μπορεί άρρητα να καταδικάζεται, νομιμοποιείται όμως ηθικά από την εκκωφαντική σιωπή της. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι «Ανδρονίκη» και μας γεννιέται το ερώτημα, τίνος είναι η νίκη; Των ανδρών ή της Ανδρονίκης; Και για ποιον θρηνεί η ντόπια κοινότητα; Για τον άδικο χαμό μιας νέας ή για τον φόβο και την ανελευθερία στην οποία ζει; Το τραγούδι υπάρχει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκτέλεση από τον Μιχάλη Τερλικκά. Εμείς θα παραθέσουμε μία εκδοχή πιο κατανοητή στ' αυτιά μας τραγουδισμένη από τη Μάρθα Φριτζήλα.


Ε Ρ Ε ΥΝ Α | ΠΕ Τ ΡΑΛΩ ΝΑ

στο πισω μερος της αυλης Π Ο ΛΙΤΙΣ ΤΙΚΑ (ΥΠΟ)ΠΡΟΪ ΟΝΤΑ, ΑΚΙΝ ΗΤΑ ΚΑΙ ΓΕΙ ΤΟΝΙ Α

Έχουν τα Πετράλωνα αλλάξει χαρακτήρα; Έχουν φύγει οι κάτοικοι της εργατικής συνοικίας, και έχουν εγκατασταθεί εναλλακτικοί, καλλιτέχνες και μεσοαστοί; Έχουν ξεφύγει τα νοίκια στην περιοχή; Ξεκινώντας μια αναζήτηση γύρω από μια εμπειρική παρατήρηση, συναντά κανείς τόσο στοιχεία ποιοτικά που έχουν να κάνουν με το χαρακτήρα μια περιοχής και την ανθρώπινη γεωγραφία της, όσο και ποσοτικά που αποδίδουν διαφορετικές όψεις των μεταλλάξεων της περιοχής.


Π ΩΣ Δ ΙΑΡ Θ Ρ ΩΝΕΤΑΙ Η Ε Ρ Ε ΥΝ Α Μ Α Σ; Αρχικά για να εξετάσουμε το τι συμβαίνει στην περιοχή των Πετραλώνων, ακολουθούμε τις μεταλλάξεις που έχει υποστεί το κέντρο της Αθήνας ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα το ευρύτερο αστικό πλαίσιο που επηρεάζει και την περιοχή μας. Βήμα με βήμα εξετάζουμε το χρηματιστήριο των αξιών της γης, τα πρώτα βήματα της βιομηχα-

νίας της διασκέδασης και τη διαδικασία μέσα από την οποία τα Πετράλωνα έγιναν brand name στο αστικό lifestyle. Εν τέλει, συνδυάζοντας τη βιωματική εμπειρία της τελευταίας 16ετίας με τα εργαλεία που μας δίνει η προφορική ιστορία μέσα από μία σειρά συνεντεύξεων με ανθρώπους της γειτονιάς αποπειραθήκαμε

να σκιαγραφήσουμε το σήμερα, να καταγράψουμε και άλλα βιώματα, να εντοπίσουμε τις διαδρομές που καθορίζουν σχέσεις και στάσεις, να αναζητήσουμε τους τόπους που πρέπει να διαφυλάξουμε και να διεκδικήσουμε μέσα σε μία πόλη που αλλάζει με ταχείς ρυθμούς.


Ιστορίες εξευγενισμού στις γειτονιές μας Πώς μικρές κινήσεις συναρθρώνουν ένα κύμα που αλλάζει τις γειτονιές μας, προς το ακριβότερον

Το κέντρο της Αθήνας και το ιδεολογικό του βάρος

Σ

τη γενικότερη συζήτηση που γίνεται για την Αθήνα και το κέντρο της τα τελευταία χρόνια, αρθρώνονται πολλαπλοί λόγοι σε μια διαρκή προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ως τον κατεξοχήν χώροεικόνα της ελληνικής κοινωνίας. Από τη δεκαετία της ισχυρής ελλάδας και των Ολυμπιακών αγώνων, στην ελλάδα της κρίσης, ο λόγος που αφορά στο κέντρο της πρωτεύουσας, συμπυκνώνει προσδοκίες, συγκρούσεις, και αφηγήσεις, αγγίζοντας περισσότερο την πολιτική παρά την αστική γεωγραφία. Σε αυτή την αφήγηση τα τελευταία χρόνια, η εικόνα του κέντρου μιας Αθήνας χτυπημένης από την κοινωνικό-οικονομική κρίση, ήρθε να συμπληρώσει το διάλογο για την υποβάθμιση του κέντρου που είχε ξεκινήσει με το τέλος των Ολυμπιακών αγώνων. Το ιδεολογικό βάρος που σηκώνει το κέντρο σήμερα είναι σαφώς δυσανάλογο του κοινωνικο-οικονομικού του ρόλου, ο οποίος έχει αποδομηθεί με την φυγή όχι μόνο πολλών εμπορικών χρήσεων αλλά και υπηρεσιών –συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου τομέα1– που συντελούσαν στην κεντρικότητα του στο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο.2 Παρόλα αυτά εξακολουθεί να έχει το κέντρο το κεντρικό λόγο στα ζητήματα που αφορούν την πόλη. Αν εξετάσουμε λοιπόν τον λόγο που παράγεται για το κέντρο της Αθήνας υπό

αυτό το πρίσμα, αντιλαμβανόμαστε ότι εξυπηρετεί καταρχάς τον ιδεολογικό σκοπό της δημιουργίας μιας προβληματικής κατάστασης όπου επείγεται επέμβασης . Ο κυρίαρχος παραγόμενος λόγος περιγράφει την κατάσταση στο κέντρο της πόλης ως υποβάθμιση, όπου η αποεπένδυση σε κτιριακό απόθεμα, υπηρεσίες και αστικές υποδομές, συνδέεται με την εγκληματικότητα, την παρανομία, τα περιβαλλοντικά προβλήματα και την ασφάλεια. Η απάντηση σε αυτή την υποβάθμιση που προτείνεται, δεν θα είναι μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου κρατική παρέμβαση, όπως γινόταν τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 για την βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η απάντηση θα έρθει μέσα από πολλαπλές προσπάθειες ενός αριθμού φορέων, μέσων ενημέρωσης, προσώπων και ιδρυμάτων να επανασημασιοδοτήσουν το κέντρο με νέες αξίες, προωθώντας ένα μερικό ή συνολικό λίφτιγνκ, είτε μέσω επεμβάσεων είτε μέσω ρυθμίσεων. Είναι άλλωστε αναγκαία η επανασημασιοδότησή του καθώς έχει αλλάξει όλη η κυρίαρχη πολιτική αντίληψη γύρω από τη θεώρηση της πόλης: από πεδίο άσκησης μιας πολιτικής συμβιβασμού και συναίνεσης –που ενσαρκώνει η βιομηχανική πόλη–3 σε πεδίο προσέλκυσης επενδύσεων, επιχειρήσεων και κατανάλωσης –που ενσαρκώνει η μεταβιομηχανική πόλη. Ο λόγος βέβαια αυτός παράγει συγκεκριμένες πολιτικές που συνδυάζονται με το όραμα ενός «καθαρού», «ανανεωμένου» και «αναβαθμισμένου» κέντρου,

1. Υπουργείο Παιδείας-Μητροπόλεως, Παλαιό Εφετείο-Σωκράτους, κτίριο ΙΚΑΠειραιώς, Χρηματιστήριο Αθηνών-Σοφοκλέους, www.kathimerini.gr/ 389088/article/epikairothta/ellada/ktir ia-tsimentenioi-deinosayroi-perimenoyn-na-3anazwntaneyoyn 2. Συγκεκριμένα αυτός του ο ρόλος ως ο κόμβος των υπηρεσιών, των μεγάλων εταιριών, του κέντρου των αποφάσεων, αποδομήθηκε σταδιακά με την ανάπτυξη της πόλης προς τα προάστια. Πλέον τα νέα κτίρια σύμβολα χτίζονται εκτός του κέντρου και οι περισσότερες μεγάλες εταιρίες έχουν την έδρα πάνω σε κάποιον μεγάλο οδικό άξονα (Κηφισίας, Μεσογείων, Συγγρού, κ.α.). 3. Ως τόπος παραγωγής, εμπορίου και κατοικίας των εργαζομένων και των επιμέρους σχέσεων μεταξύ τους, η βιομηχανική πόλη αποτύπωνε αυτούς τους συσχετισμούς στην οργάνωση και στην ανάπτυξή της.


4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί απόσπασμα από το πόρισμα για «Ένα σχέδιο για το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας» του 2010 της ειδικής μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος: «Τα ποσοστά κατοίκησης στο Ιστορικό Κέντρο αγγίζουν το μόλις 3-4%, ενώ η υπερσυγκέντρωση μεταναστών με νόμιμα ή μη έγγραφα γίνεται χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές». Δηλαδή και πολύ μικρή κατοίκηση και υπερσυγκέντρωση. Μαγικό! 5. Βλέπε και «RethinkAthens και η ιδεολογική/συμβολική σημασία του αθηναικού κέντρου». Μπροσούρα που κυκλοφόρησε από το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι της αρχιτεκτονικής. 6. Γεωβάση Αττικής: Η εξέλιξη του Λιανικού εμπορίου 1978-2010. Οργανωτική-Λειτουργική αναδιάρθρωση και χωρο-κοινωνικές επιπτώσεις, Τομέας Γεωγραφίας και περιφερειακού Σχεδιασμού της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ, ΕΣΕΕ-ΙΝΕΜΥ, 2012. 7. ΕΣΥΕ (2009), Απογραφή πληθυσμούκατοικιών,18 Μαρτίου 2001. Πειραιάς. Διαθέσιμο στο dlib.statistics.gr/Book/ GRESYE_02_0101_00098 .pdf. 8. ΕΛΣΤΑΤ-ΕΚΚΕ (2015), Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011. Διαθέσιμο στο panorama.statistics.gr.

‘‘

καθε ευρωπαϊκη πρωτευουσα οφειλει να εχει ενα κεντρο που θα αντανακλα το χαρακτηρα της χωρας.

’’ Δήλωση υψηλόβαθμου αξιωματούχου της δημοτικής αρχής

στις οποίες όμως δεν χωράνε διαδικασίες βελτίωσης της ποιότητας ζωής των κατοίκων του. Για αυτό και το κέντρο εμφανίζεται σε αυτόν τον λόγο ως «εγκαταλελειμμένο», χωρίς κατοίκους, ξεκόβοντας με αυτό τον τρόπο την συζήτηση για βελτίωση υπηρεσιών και αστικών υποδομών4. Αυτό γίνεται αορατοποιώντας ουσιαστικά ολόκληρες γειτονιές που σφύζουν από κατοίκους (και τα μαγαζιά τους) οι οποίοι όμως είναι κατά κύριο λόγο μετανάστες/τριες. Ταυτόχρονα προβάλλεται μια εικόνα ανασφάλειας, εγκληματικότητας και παραβατικότητας η οποία συνδέεται ευθέως με την ορατή παρουσία των μεταναστών είτε στο δημόσιο χώρο είτε ως δίκτυα υποστήριξης είτε ως καταστήματα. Μέσω ενός δίπολου αορατοποίησης τους ως κατοίκους και προβληματοποίησης τους ως φυσική παρουσία, προαναγγέλλεται μια διαδικασία εκτοπισμού και εκδιώξεων τους που θα καθαρίσει ουσιαστικά τον δρόμο για τις αναπλάσεις και τις νέες χρήσεις. Είναι εμφανές άλλωστε και από τη διαλεκτική για την «επιστροφή» και την «οικιστική αναγέννηση» του κέντρου. Από την «Αθήνα 2004» μέχρι τις σημερινές ιδεολογικές πλατφόρμες όπως τα «Rethink», «Remap», «reactivate» ο λόγος αυτός λειτουργεί ως ο κύριος μηχανισμός υποτίμησης της συμβολικής αξίας του κέντρου, και της ανάγκης για ριζική επέμβαση.5 Ταυτόχρονα ο κυρίαρχος αυτός λόγος τείνει να επισκιάζει, να παραγνοεί και να μην εξετάζει όλες τις παραμέτρους που έχουν συντελέσει στις μεταλλάξεις του κέντρου. Εστιάζει στις περιοχές που παρουσιάζει ως υποβαθμισμένες αγνοώντας τις αλλαγές που έχουν γίνει τόσο σε όλο το κέντρο όσο και σε επιμέρους γειτονιές του, αλλοιώνοντας πλήρως την συνολική εικόνα.

Ο μετασχηματισμός του κέντρου Ακολουθώντας αυτή τη συζήτηση αναζητούμε τα σημεία που έχουν συμβάλλει στο μετασχηματισμό του κέντρου τα τελευταία 30 χρόνια, καθώς αποτελούν κομμάτι ενός ψηφιδωτού που συνθέτει την εικόνα του σήμερα. Το πρώτο σημείο αφορά στην μετάλλαξη του χαρακτήρα, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ‘90 με την εγκατάλειψη του από τις εμπορικές χρήσεις και από τα μικροαστικά στρώματα που «αναβαθμιζόταν» μετακομίζοντας στα προάστια.

Η μεγάλη φυγή των κατοίκων του κέντρου προς τα προάστια, τάση που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ‘80 και συνεχίστηκε τις υπόλοιπες δεκαετίες, αποτυπώνεται τόσο σε μελέτες όσο και στα πληθυσμιακά στοιχεία. Σε διάστημα δέκα μόλις χρόνων, ο πληθυσμός του Δήμου Αθηναίων μειώνεται από 885.737 το 1981 σε 772.072 το 1991. Ταυτόχρονα η διάρθρωση και χωροταξική κατανομή του λιανικού εμπορίου αλλάζει παράλληλα με τη δημιουργία νέων γειτονιών και νέων κέντρων, καθώς και με την έλευση των πολυκαταστημάτων6. Το χαμηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και η αποεπένδυση άφησαν στις κεντρικές περιοχές του Δήμου Αθηναίων ένα μεγάλο οικιστικό απόθεμα, παλαιωμένο, απαξιωμένο και φθηνό, που οδήγησε και σε πτώση των τιμών των ακινήτων και των ενοικίων. Το κενό που άφηνε πίσω της αυτή η διεργασία, καλύφθηκε εν μέρει με νέες χρήσεις και νέους κατοίκους σε νέες μορφές κατοίκησης. Αυτό συνέβη κυρίως λόγω της εγκατάστασης μεταναστών αρχικά από χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ μετά το 2000 προστίθεται ένας σημαντικός αριθμός κυρίως από χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Το ποσοστό τους στο σύνολο πληθυσμού του Δήμου Αθηναίων υπολογίζεται περίπου στο 17,5% για το έτος 2001 (ΕΣΥΕ 2009, 47)7 και στο 16% για το έτος 2011 (ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ 2015)8. Αντίστοιχα στις περιοχές που εγκαθίστανται σταδιακά, ένα κομμάτι των μεταναστών/τριων αναπτύσσει και εμπορική δραστηριότητα που απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε μετανάστες, δημιουργώντας νέα δίκτυα και σχέσεις, συμβάλοντας τελικά στην μετάλλαξη του χαρακτήρα του κέντρου. Οι δυνατότητες όμως επένδυσης στις περιοχές του κέ-ντρου περιορίστηκαν σημαντικά, καθώς οι νέοι κάτοικοι και δραστηριότητες, μεταφέρθηκαν κυρίως λόγω φτηνού οικονομικού κόστους ενώ δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια οικονομική δυναμική που θα μπορούσε να αναχαιτίσει την συνολική φυγή κεφαλαίων από το κέντρο. Συγκράτησαν παρόλα αυτά την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στις κεντρικές γειτονιές. Το δεύτερο σημείο αφορά στις επεμβάσεις που σχεδιάζονται από το κράτος ως απάντηση σε αυτήν την μετάλλαξη. Η προσπάθεια μετασχηματισμού του κέντρου της Αθήνας ξεκίνησε το 1995 με την επέμβαση στο λεγόμενο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας μέσα από μια σειρά ρυθμίσεων, αναπλάσεων και έργων που


άλλαξαν τη φυσιογνωμία του. Ως τότε τα διάφορα έργα, πλην των οδικών, που γινόντουσαν στην πρωτεύουσα εστίαζαν περισσότερο στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής στις γειτονιές, διαδικασία που ξεκίνησε από τα μέσα του ‘70 και συνεχίστηκε καθ’ όλη τη δεκαετία του ‘80.9 Την δεκαετία του ‘90 παρατηρείται μια στροφή διεθνώς σε σχέση με την φιλοσοφία των επεμβάσεων και τον ρόλο της πόλης εν γένει, με την εισαγωγή του λόγου για τον ανταγωνισμό των πόλεων,10 του ρόλου της πόλης ως κέντρο προσέλκυσης επενδύσεων και των αναπλάσεων ως μέσο που θα την καταστήσει ελκυστική στους επενδυτές. Η Αθήνα θα μπει σε αυτή τη διαλεκτική με την επέμβαση στο εμπορικό τρίγωνο, σε μια προσπάθεια αντιστροφής μιας κατάστασης φυγής δραστηριοτήτων και κεφαλαίου από το κέντρο της πρωτεύουσας. Το ενδιαφέρον των επεμβάσεων εφεξής στρέφεται από τις γειτονιές σε πιο κεντρικές παρεμβάσεις και σε μεγάλη κλίμακα. Η ανάληψη της Ολυμπιάδας του 2004 ενισχύει αυτήν την αναπτυξιακή στροφή και την τάση των μεγάλων επεμβάσεων και των αναπλάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργείται ο φορέας της Εταιρίας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (ΕΑΧΑ Α.Ε.) με στόχο την υλοποίηση του σχεδίου που είχε συνταχθεί σε πρωθύστερο χρόνο, για την ενοποίηση των κύριων αρχαιολογικών χώρων της πόλης (βλέπε και εικόνα στην σελίδα 25)11. Η έμφαση που δόθηκε από την αρχή ήταν στο κέντρο και το πρώτο δείγμα που δημιούργησε ουσιαστική εντύπωση και επίπτωση στην πόλη υπήρξε η πεζοδρόμηση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου το 2001. Η ιδέα του αποκλεισμού του αυτοκινήτου από το κέντρο που υπήρξε διαχρονικό όραμα των πολεοδόμων παίρνει εν μέρει σάρκα και οστά. Ταυτόχρονα αλλάζει ριζικά η χωροταξία της Αθήνας, με την υλοποίηση 2 νέων γραμμών μετρό και νέων οδικών αξόνων που ισχυροποιούν το κέντρο της ελαχιστοποιώντας τις αποστάσεις. Η στόχευση πλέον αφορά στην πόλη ως οικονομική δραστηριότητα, ως τόπο προσέλκυσης επενδύσεων και οι επεμβάσεις από διαδικασία συναίνεσης μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων τις δεκαετίες του’70 και του ’80, μετατρέπονται σε «μοχλό ανάπτυξης».12 Το τρίτο σημείο αφορά σε μια άλλου τύπου διαδικασία που έρχεται να μεταμορφώσει την γεωγραφία της πόλης. Ως και τα τέλη του ‘80 η εικόνα της πόλης που αναπαράγεται μαζικά είναι αυτή της

χαβούζας, του χάους, της βρωμιάς και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (ένα τηλεοπτικό παράδειγμα της εποχής είναι η σειρά του Δαλιανίδη «Το Ρετιρέ» που προβλήθημε για δύο χρονιές –1990-92– στην πρώιμη τότε ιδιωτική τηλεόραση). Η Αθήνα αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης για την ποιότητα ζωής των κατοίκων και οι αθηναίοι φαίνεται να μην αγαπάνε την πόλη τους και να αποφεύγουν το κέντρο της. Στα μέσα όμως της δεκαετίας του ‘90 ξεκινώντας από κάποια μικρής εμβέλειας γεγονότα αρχίζει να αλλάζει αυτή η εικόνα της πόλης επηρεάζοντας βαθιά την αστική κουλτούρα. Εκκινώντας από μια επαναδιαπραγμάτευση στοιχείων της υποκουλτούρας όπως το graffiti, το skate, οι μουσικές και τα κόμικς, νέοι φορείς κουλτούρας εγκαθιδρύονται αλλάζοντας τον τρόπο που αντιλαμβάνοταν ένα σταδιακά αυξανόμενο κοινό την πόλη. Μέσω θεσμών όπως το Φεστιβάλ Κόμιξ της Βαβέλ13 που έφερε την υποκουλτούρα στο νεόανακαινισμένο τότε Γκάζι, δημιουργώντας μια πιο αστική εκδοχή του πολιτισμού, αλλά κυρίως μέσω των free press περιοδικών πόλης14, αναδύεται μια εναλλακτική κουλτούρα που κερδίζει έδαφος. Ταυτόχρονα μαγαζιά, ξεκινώντας από το BIOS15 που φέρνει το «βερολινέζικο» στυλ στην Αθήνα, προσφέρουν την «αστική εμπειρία» ως κομμάτι της ταυτότητας τους προς κατανάλωση. Πρόκειται για μια μεταμοντέρνα στροφή προς μια ανάγνωση της πόλης ως ενός συνόλου εμπειριών και τόπων, διαχωρισμένου από τις συνθήκες παραγωγής τους. Αυτή η στροφή ταιριάζει στο χαρακτήρα της μεταβιομηχανικής πόλης που η κατανάλωση αποκτά κεντρικό χαρακτήρα τόσο από οικονομική άποψη για την πόλη, όσο και για τις διαδικασίες παραγωγής του χώρου. Μια θεαματοποίηση της πόλης όπου μετατρέπει επιμέρους τόπους σε πολιτιστικό κεφάλαιο, και όπου η κατανάλωση εμπειριών παίζει κυρίαρχο ρόλο. Σε αυτή την αφήγηση οι επιμέρους κουλτούρες, σημασίες και τόποι, ενοποιούνται σε ένα ενιαίο σύνολο εμπειρίας πάνω στον καμβά της πόλης, όπου γκράφιτι, αστικά κενά, skate και κακόφημες ιστορίες, μπλέκουν με αρώματα από ανατολικά εστιατόρια, γκαλερί και καφε-μπαρ.16 Η πόλη και η κουλτούρα της γίνεται κτήμα όλων και όλοι αποκτούν το δικαίωμα να βιώσουν την εμπειρία της.17 Όλες αυτές οι συνιστώσες που συμβάλλουν στο μετασχηματισμό του κέντρου επιδρούν διαφορετικά στην κάθε

9. Αυτή η διαδικασία αποτελεί κομμάτι της ευρύτερης διαχρονικής οικιστικής πολιτικής του κράτους. 10. Για περισσότερα σχετικά με τον ανταγωνισμό των πόλεων δες Sashia Saschen, 1991, The global city: New york, Tokyo, London: Priston University Press. 11. Το Πρόγραμμα της ΕΑΧΑ Α.Ε. είναι ένα κοινό πρόγραμμα των υπουργείων ΠΕΧΩΔΕ και Πολιτισμού που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό παρεμβάσεων σε έξι περιοχές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας: 1.Κεραμεικός - Πειραιώς - Ιερά Οδός - Γκάζι - Θησείο / 2.Αρχαία Αγορά - Ρωμαϊκή Αγορά και Βιβλιοθήκη Αδριανού Πλάκα / 3. Ακρόπολη - Άξονας Διονυσίου Αρεοπαγίτου-Αποστόλου Παύλου Φιλοπάππου - Μακρυγιάννη / 4. Ακαδημία Πλάτωνος - Μεταξουργείο - Ψυρρή / 5.Εμπορικό Τρίγωνο (Σταδίου - Μητροπόλεως - Ερμού - Αθηνάς) - Μοναστηράκι / 6. Ολυμπιείο - Ζάππειο - Στάδιο Αρδηττός. 12. Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελεί και η αλλαγή στη διαδικασία παραγωγής του χώρου μέσω της εκχώρησης δικαιωμάτων διαχείρισης, σχεδιασμού, εκτέλεσης και εκμετάλλευσης σε μεικτά σχήματα δημοσίου-ιδιωτικού τομέα. 13. Το συγκεκριμένο φεστιβάλ θα σταματήσει το 2009 και η επαδιοργάνωσή του το 2012 στην Διπλάρειο Σχολή, στην πλατεία Θεάτρου, θα ενταχθεί στον λόγο και το σχεδιασμό ανάπλασης της πλατείας που αποτελεί μια «εστία εγκληματικότητας». 14. Το ξεκίνημα γίνεται το 2003 με την Athens Voice που δημιουργείται από κόσμο που δουλεύει στο ΚΛΙΚ, διεκδικώντας τη «φωνή της πόλης» όπως αποτυπώνεται στο editorial του 1ου τεύχους www.athensvoice.gr/issues/paper/1. Θα ακολουθήσουν οι LIFO, FAQ, και πολλά άλλα περιοδικά αστικού lifestyle. 15. Το BIOS είναι ένας μεταβλητός πολυλειτουργικός χώρος που περιλαμβάνει χώρους για live συναυλίες, μπαρ, χώρους για θεατρικές παραστάσεις και περφόρμανς, χώρους για πρόβες, δημιουργικό γραφείο, αίθουσα προβολών και χώρο εικαστικών εγκαταστάσεων, που άνοιξε το 2003, www.lifo.gr/mag/ features/649. 16. Αυτή η αποδοχή της ετερότητας μοιάζει αντιφατική σε σχέση με το λόγο που βγαίνει για το κέντρο της πόλης το επόμενο διάστημα, αν κανείς αναζητήσει άρθρα του συντηρητικού αστικού τύπου όπως της Λίνας Γιάνναρου στην Καθημερινή, όπου πίσω από τα έθνικ χρώματα και αρώματα βλέπουν μία ραγδαία επικίνδυνη και εχθρική περιοχή. 17. Για την συμβολή της εναλλακτικής κουλτούρας και της κατανάλωσης στον μετασχηματισμό της πόλης βλ. και το ξεχωριστό θέμα «Η λειτουργία του gentrification», σελ. 31.


18. Η απομάκρυνση των οχλούσων δραστηριοτήτων αποτέλεσε βασική συνιστώσα της πολιτικής της παρέμβασης στο εμπορικό τρίγωνο, όπως αποτυπώνεται και στην έρευνα «Η πεζοδρόμηση του εμπορικού τριγώνου, Ένα μεγάλο ξεκίνημα για το κέντρο της Αθήνας», ΕΜΠ, Τμήμα πολιτικών μηχανικών, Τομέας μεταφορών και συγκοινωνιακής υποδομής, Αθήνα,1998. 19. Παράλληλα η απασχόληση σε μπαρ και εστιατόρια στην ευρύτερη περιοχή του ιστορικού κέντρου αυξάνεται κατά 90% στη δεκαετία 1991-2001, και η απασχόληση στη βιοτεχνία μειώνεται κατά 30%.. Πηγή το ίδιο πόρισμα.

Δεκαετία του ‘90, ίδρυση της ΕΑΧΑ. Το πρόγραμμά της για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της πόλης. Χάρτης από το Αρχείο Σχεδίου Πόλεως του Δήμου Αθηναίων. Πηγή του χάρτη: Athens Social Atlas.

επιμέρους περιοχή του, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της και τη σχετική της θέση στο πολεοδομικό συγκρότημα. Ενώ, λοιπόν, μπορούμε να διαβάσουμε την όλη διαδικασία μετασχηματισμού ως μία, τα αποτελέσματα της διαφέρουν ανά περιοχή.

Οι περιοχές του κέντρου αλλάζουν Η περιοχή του εμπορικού τριγώνου, που υφίστανται μετά το 1995 έντονες παρεμβάσεις σε θεσμικό επίπεδο και επεμβάσεις (πεζοδρομήσεις, λίφτινγκ όψεων, κ.α.), αλλάζει χαρακτήρα στρεφόμενη αποκλειστικά στην κατανάλωση μέσω της εξάπλωσης των πολυκαταστημάτων και των μαγαζιών ένδυσης, αποκλείοντας σταδιακά άλλες εμπορικές (σπάνιο και εξειδικευμένο εμπόριο) και μικροβιοτεχνικές (επιδιορθώσεις, κ.α.) χρήσεις.18 Ο αποκλεισμός του αυτοκινήτου αποτελεί το βασικό μοχλό εκτοπισμού αυτών των χρήσεων, συνοδευόμενο από τα υψηλά νοίκια. Ιδίως μέχρι την περίοδο που αναπτύσσονται περιφερειακά

μεγάλα πολυκαταστήματα, το «shopping» ταυτίζεται με το κέντρο. Με την πεζοδρόμηση της Αποστόλου Παύλου το 2001 και τη δημιουργία του «μεγάλου περιπάτου» το Ψυρρή και το Θησείο, περιοχές που συνορεύουν άμεσα, αλλάζουν δραστικά χαρακτήρα. Και στις δυο περιπτώσεις η ένταξή τους σε ένα εκτεταμένο δίκτυο πεζοδρόμων, με κέντρο (και φόντο) την Ακρόπολη, ευνοεί την ανάπτυξη χώρων εστίασης και διασκέδασης. Οι χρήσεις βιοτεχνίας και μικροεμπορίου εξοστρακίζονται από την περιοχή του Ψυρρή ενώ στο Θησείο ασκούνται περαιτέρω πιέσεις στην κατοικία από την εξάπλωση των μαγαζιών και την δυσκολία στις μετακινήσεις. Στου Ψυρρή σύμφωνα με το πόρισμα για «Ένα σχέδιο για το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας» του 2010 της Ειδικής μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος, από το 1994 ως το 2002 τα εστιατόρια θα αυξηθούν από 6 σε 57 (αποτελώντας το 53% των καταστημάτων).19 Το Θησείο θα γίνει μια κλειστή συγκοινωνιακά γειτονιά η όποια επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο τα σαββατοκύριακα από


όσους αθηναίους και αθηναίες έρχονται για την βόλτα ή την έξοδό τους. Με την ολοκλήρωση του μεγάλου περιπάτου όλες αυτές οι περιοχές εντάσσονται σε ένα ενιαίο δίκτυο, μια ενιαία εμπειρία, όπου πλέον αποκτά χαρακτήρα υπερτοπικού πόλου αναψυχής και διασκέδασης για όλη την Αθήνα. Με την καθιέρωση του κέντρου ως υπερτοπικού πόλου αναψυχής και με την διασύνδεσή του με όλη την Αθήνα μέσω και της εξάπλωσης του δικτύου του μετρό, αρχίζουν να αλλάζουν και οι συνήθειες των αθηναίων. Η πολυκεντρικότητα της Αθήνας και οι διαφορετικοί τόποι διασκέδασης που έχουν καθιερωθεί επηρεάζονται άμεσα, ενώ παρατηρείται μια βαθμιαία αύξηση της ελκτικότητας του κέντρου. Η διασκέδαση γίνεται σιγά-σιγά ένα φαινόμενο μαζικό, και η παραγωγή και η κατανάλωση εμπειριών, βασική συνιστώσα της. Οι τόποι διασκέδασης προσφέρουν ένα ψηφιδωτό βιωμάτων και συνθέτουν έναν ενιαίο αστικό χαρακτήρα με επιμέρους παραλλασσόμενες εκφάνσεις του ίδιου

μοτίβου. Απαραίτητο στοιχείο των νέων αυτών τόπων διασκέδασης, αποτελεί ο σχεδιασμός (design) του χαρακτήρα τους, που αντλεί έμπνευση από θραύσματα πολλαπλών, έτερων καταστάσεων, στη κάθε του λεπτομέρεια. Η ενσωμάτωση χαρακτηριστικών της υποκουλτούρας (graffiti, κόμικ), του παρελθόντος («ρετρό»), της πολυπολιτισμικότητας («έθνικ») μαζί με στοιχεία μοντερνισμού, δημιουργεί τα νέα πολιτιστικά υβρίδια.20 Ταυτόχρονα μια πληθώρα φορέων της εναλλακτικής κουλτούρας, συνηγορούν στην καθιέρωση τόσο των καταναλωτικών αυτών προτύπων όσο και των νέων περιοχών που μπορεί κανείς να βιώσει αυτές τις εμπειρίες. Σύντομα αυτή η διαδικασία παραγωγής και κατανάλωσης αυτού του μίγματος πολιτισμού και διασκέδασης, μετατρέπεται σε μια μαζική βιομηχανία που αναζητεί νέα στυλ, νέες περιοχές, νέα χαρακτηριστικά να αφομοιώσει και να ενσωματώσει.21 Με τον «κορεσμό» του Θησείου και του Ψυρρή, νέες περιοχές έρχονται στο

20. «Η Α.V. σκανάρει το αθηναϊκό down town. Μοιάζει με μεθυσμένο νησί. Πάρκο ψυχαγωγίας. Φιλόξενο στέκι. Mε ετερόκλητο καλλιτεχνικό παζλ. Ανοιχτή εφημερίδα. Κυκλοφορείς στους δρόμους του “νέου κέντρου” –στο Ψυρρή, το Μεταξουργείο, το Βοτανικό, το Γκάζι– και βλέπεις παντού αφίσες ή flyers από παραστάσεις, εκθέσεις, πάρτι, dj-sets και ό,τι άλλο συμβαίνει στις περιοχές που “όλο κάτι γίνεται”. Παίρνεις μια ιδέα του τι συμβαίνει στην πόλη, χωρίς να χρειαστεί να ψάξεις αλλού», Athens Voice, τεύχος 22.03.2007. 21. Η «κλασσική urban συνταγή» ενός πολυχώρου, δηλαδή «μπαρ, μπιστρό, γκαλερί, πωλητήριο» όπως δίδεται από το popaganda.gr/arage-to-thisio-zeimonaxa-tis-kyriakes.

> «Rethink Athens και η ιδεολογική/συμβολική σημασία του αθηναικού κέντρου», μπροσούρα από το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Αρχιτεκτονικής. > Αlexandri Georgia, 2005, «The Gas disctrict gentrification story»: Department of City and Regional Planning Cardiff University. > «Πεζοδρομήσεις στο κέντρο της Αθήνας: σύντομο ιστορικό και ερωτήματα», Δ. Κανελλοπούλου, www.athenssocialatlas.gr. > «Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι μεσίτες, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και σύγχρονοι πληβείοι στο κέντρο της Αθήνας», περιοδικό Κομπρεσέρ, kompreser.espivblogs.net/2012/11/14/rethink-gentrification.


22. «Όσο γέμιζε το Ψυρρή, τόσο ο κόσμος έψαχνε και άλλες λύσεις. Kαι το Γκάζι ήρθε να μας σώσει. Ψιλο-underground καταστάσεις, αρχικά με το καφέ-μεζεδοπωλείο της (ομώνυμης) Eυτυχίας στη Bουτάδων να σερβίρει σε ρυθμούς Iκαρίας στην αυλή, και φυσικά μέγιστη η συμβολή του Φεστιβάλ Kόμιξ της Bαβέλ που έβαλε την Tεχνόπολη στο χάρτη», «Bάλαμε φωτιά στα φρένα και μας έμεινε... το Γκάζι», Athens Voice, τεύχος 22.03.2007. 23. Για τη διαδικασία μετάλλαξης του Γκαζιού βλέπε Αlexandri Georgia, 2005, «The Gas Disctrict gentrification story»: Department of City and Regional Planning Cardiff University. 24. Μεγάλα διαμερίσματα με ενιαία και ανοιχτή κάτοψη που μετατράπηκαν από μικροβιοτεχνικοί χώροι σε διαμερίσματα κατοικίας πολυτελείας, σε περιοχές που υφίσταντο διαδικασίες gentrification. Αργότερα αυτονομήθηκε ως όρος περιγράφοντας τα ευρύχωρα, ενιαία διαμερίσματα, νέα ή ανακαινισμένα, που απευθύνονταν σε συγκεκριμένο κοινό αγοραστών, αυτής της μεταβιομηχανικής αισθητικής. 25. Kατάληψη Μυλέρου και Γερμανικού που εκκενώθηκε το 2009 και δημιουργήθηκε στη θέση της το πολιτιστικό κέντρο του δήμου Αθηναίων. 26. Για την περίπτωση της γειτονιάς του Κεραμεικού- Μεταξουργείου βλέπε και «Χωρικές και κοινωνικές μεταβολές στο κέντρο της Αθήνας: η περίπτωση του Μεταξουργείου», Γεωργία Αλεξανδρή, Διδακτορική Διατριβή, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Γεωγραφίας, Νοέμβριος 2013.

Αριστερά, φωτογραφία της οδού Ιασωνίδου από το site του Remap. Μπουρδέλα και λούμπεν εξωτισμός στην υπηρεσία της τέχνης και του real estate.

προσκήνιο, το Γκάζι και στη συνέχεια το Μεταξουργείο22. Στο Γκάζι προηγούνται μεγάλες επεμβάσεις, η μετατροπή του πρώην εργοστασίου του Γκαζιού σε βασικό πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων, το πλαίσιο αναμόρφωσης του άξονα της Πειραιώς, η συνέχεια της πεζοδρόμησης της Ερμού από το Θησείο, και η δημιουργία του σταθμού του μετρό, οι οποίες αλλάζουν εντελώς το χαρακτήρα της περιοχής. Πρόκειται για μια λαϊκή και εργατική περιοχή κατοικίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (60% των κάτοικων είναι μουσουλμάνοι από τη Θράκη και τσιγγάνοι), η οποία είχε ήδη πληγεί από το κλείσιμο διαφόρων βιομηχανικών και βιοτεχνικών χρήσεων πέριξ της Πειραιώς. Η διαδικασία αυτής της μετάλλαξης εκτόπισε μεγάλα κομμάτια των κατοίκων.23 Η δημιουργία νέων μαγαζιών γίνεται με ταχύτατους ρυθμούς, ξεκινώντας από την πλατεία που δημιουργείται γύρω από τον σταθμό και επεκτεινόμενη σε όλη την περιοχή μέχρι τις γραμμές του τραίνου και την Ιερά Οδό. Τη θέση των βιομηχανικών κτιρίων παίρνουν μεγάλα κέντρα διασκέδασης με μεσοαστική απεύθυνση. Ο γραφικός χαρακτήρας της χαμηλής δόμησης της φτωχής συνοικίας γίνεται ο καμβάς που θα στηθούν οι νέες επιχειρήσεις διασκέδασης είτε αγνοώντας πλήρως αυτά τα χαρακτηριστικά (όπως σε μαγαζιά πάνω στην πλατεία) είτε ενσωματώνοντάς τα στο ύφος του μαγαζιού. Παράλληλα όμως γίνεται και μια προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου τόπου και τύπου κατοικίας στο κέντρο, με την κατασκευή πολυκατοικιών τύπου loft24 (στη θέση των παλιών κτισμάτων) για την προσέλκυση κατοίκων μεσαίων στρωμάτων που έλκονται από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που προβάλλει πλέον το κέντρο. Η διαδικασία αυτή θα μείνει ατελής για διάφορους λόγους, είτε λόγω οικονομικής κρίσης και κατάρρευσης της αγοράς κατοικίας είτε λόγω γειτνίασης με έναν υπεραναπτυγμένο πόλο διασκέδασης που δημιουργεί όχληση. Στην περίπτωση του Μεταξουργείου-Κεραμεικού επιχειρείται μια πιο στοχευμένη παρέμβαση για την εισαγωγή της κατοικίας, συνοδευόμενη μάλιστα από ένα λόγο που αντιτίθεται στη μετατροπή της γειτονιάς σε «διασκεδαστήριο». Η όλη παρέμβαση στηρίζεται στον άξονα ισορροπίας μεταξύ της τέχνης, της κατοικίας και της διασκέδασης προσφέροντας ένα πιο ελκυστικό πακέτο, για την προώθηση του οποίου

επιστρατεύονται μια σειρά από παράγοντες. Συγκεκριμένα στήνεται μια σειρά εκθέσεων-δρώμενων υπό το τίτλο RemapKM στο περιθώριο της αθηναϊκής Μπιενάλε όπου (ανα)κατασκευάζεται η εικόνα της περιοχής, ενσωματώνοντας την πολυπολιτισμικότητά της, τις αντιθέσεις της και τις φιλοδοξίες της, ενώ παράλληλα ένας μηχανισμός τύπου ΜΚΟ για δράσεις στη γειτονιά συνθέτει τον εκπρόσωπο της κοινωνίας των πολιτών. Πίσω από όλα αυτά ένας επενδυτής-εργολάβος που έχει στήσει όλο αυτό τον μηχανισμό παραγωγής πολιτισμού και συναίνεσης, αναμένει την αύξηση των αξιών της περιοχής καθώς διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό ακινήτων και οικοπέδων στην περιοχή. Το κατασκευαστικό ενδιαφέρον έρχεται να επικυρώσει η δημιουργία, μέσω αρχιτεκτονικού διαγωνισμού μιας πολυκατοικίας τύπου loft στο κέντρο της περιοχής από μεγάλη κατασκευαστική εταιρία (ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ) ενώ και ο δήμος συνδράμει με την εκκένωση μιας κατάληψης και τη δημιουργία στη θέση της, ενός μεγάλου πολιτιστικού κέντρου.25 Οι υφιστάμενοι κάτοικοι περιορίζονται σιγά σιγά σε ένα οριοθετημένο κομμάτι, ενώ άλλοι εκτοπίζονται πλήρως. Η περίπτωση της μετάλλαξης των γειτονιών του Κεραμεικού- Μεταξουργείου και του Γκαζιού έχει περιγραφεί και ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εξευγενισμού (gentrification), χωρίς παρόλα αυτά να έχει προχωρήσει πλήρως ο μετασχηματισμός της σε μια γειτονιά μεσοαστική.26 Συνοψίζοντας η διαδικασία του μετασχηματισμού των περιοχών αυτών του κέντρου φαίνεται να έχει περάσει από 3 στάδια. Το 1ο στάδιο είναι αυτό της δημιουργίας και εδραίωσης του προτύπου της βιομηχανίας της διασκέδασης. Το 2ο είναι η επέκταση του σε νέες περιοχές και η διασύνδεση του με άλλες παράλληλες δραστηριότητες, όπως το κτηματομεσητικό κεφάλαιο. Στο 3ο παρουσιάζεται μια πιο ισχυρή διασύνδεση πολιτισμικού κεφαλαίου, κατανάλωσης και κτηματομεσητικού κεφαλαίου, με φορείς (του ιδιωτικού τομέα, του κράτους και της «κοινωνίας των πολιτών») που δραστηριοποιούνται στην κατεύθυνση μιας συνολικής και σχεδιασμένης παρέμβασης.


Η περίπτωση των Πετραλώνων Σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης όπου οι αξίες της γης, οι τιμές των ενοικίων πέφτουν ως άμεσα συνδεόμενες με την αγοραστική δύναμη της ελληνικής οικονομίας, στην περιοχή των Πετραλώνων παρατηρείται μια σχετική αναντιστοιχία. Οι τιμές των ενοικίων μέσα στην δεκαετία 2005-2016 παρουσίασαν διαφορετική –σε σχέση με την γενική– εικόνα των ενοικίων, ενώ και σήμερα παραμένουν σχετικά υψηλές, όταν στην υπόλοιπη Αττική πέφτουν. 1 Τί είναι αυτό που κρατάει την αξία της περιοχής ψηλά και τι ανέβασε την αξία της σε μία περίοδο γενικής υποχώρησης των τιμών των ενοικίων;

η

πέριξ του λόφου, καθώς δεν προσφέρανε τις ίδιες δυνατότητες εκμετάλλευσης μέσω αντιπαροχής την περίοδο των δεκαετιών του ’60 και ’70 όπως άλλα σημεία στη γειτονιά, είτε στα Άνω είτε στα Κάτω Πετράλωνα. Αυτή η συνθήκη διατήρησης ενός μεγάλου αριθμού του οικιστικού αποθέματος και οι περιορισμένες δυνατότητες φυγής στα προάστια, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και διατήρηση σταθερών σχέσεων και προσωπικών επαφών,5 στοιχείο που χαρακτηρίζει τη γειτονιά των Πετραλώνων από άλλες περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Παράλληλα η περιοχή διατήρησε σε ένα βαθμό και την πρόσμιξη χρήσεων, με εξαίρεση την αποβιομηχάνιση του ευρύτερου άξονα της Πειραιώς. Τα Πετράλωνα σε γενικές γραμμές στην υπόλοιπη έκτασή τους πέραν του λόφου, θα ακολουθήσουν τις τάσεις ανάπτυξης της υπόλοιπης Αθήνας. Έτσι τη δεκαετία του ’90 η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας ενέτεινε τις τάσεις

περιοχή των Πετραλώνων είναι μια περιοχή κατοικίας που χωρίζεται σε ανατολικό και δυτικό τμήμα από τις γραμμές του τραίνου, ενώ η γειτνίαση της με τον λόφο του Φιλοπάππου έχει επηρεάσει σημαντικά της εξέλιξη της. Ιστορικά έχει αναπτυχθεί ως μια περιοχή προσφύγων και εργατόκοσμου και εντάσσεται στο λεγόμενο δυτικό άξονα της πόλης.2 Η εγγύτητα αυτή με το λόφο και η επαφή με τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, επέδρασαν στο συντελεστή δόμησης και στα επιτρεπόμενα ύψη, τα οποία και μειώνονται σταδιακά όσο οι δρόμοι είναι πιο κοντά στο λόφο (φωτ. σελ. 30).3 Ιδιαίτερα, τμήματα στην περιοχή γύρω από το λόφο είναι χαρακτηρισμένα ως περιοχές αμιγούς κατοικίας και αποτελούν τμήματα του ιστορικού κέντρου.4 Αυτοί οι περιορισμοί είχαν ως αποτέλεσμα πολλές από τις παλιές λαϊκές κατοικίες με τις χαρακτηριστικές τους αυλές,να διατηρηθούν στην περιοχή

ΕΤΗΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΔΕΙΚΤΗ

ΤΙΜΩΝ ΕΝΟΙΚΙΩΝ

Πίνακας της ετήσιας σχετικής μεταβολής του δείκτη των τιμών των ενοικίων στην Αττική. Ενώ τα τελευταία πέντε χρόνια ο δείκτης είναι στο μείον, στα Πετράλωνα, σύμφωνα με μαρτυρίες, τα ενοίκια διατηρούν τις υψηλές τιμές τους ή και τις αυξάνουν. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία.

2006

2007

2008

2009

2010

2011

2012

2013

2014

2015

2016

5,00%

4,00%

4,00%

3,10%

1,80%

0,83%

-4,00%

-9,40%

-6,00%

-4,00%

-2,61%


1. Στην Αττική η πτώση έφτασε 12-13%. τη χρονιά 2013 σε σχέση με το 2012 και 3% έως 8% το 2014 σε σχέση με το 2013. 2. Η εγκατάσταση του εργοστασίου παραγωγής φωταερίου (Γκάζι) και του σιδηροδρομικού σταθμού του Θησείου το 1869, καθώς και οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται γύρω από αυτόν (αμαξοποιεία, ξυλουργεία, εργαστήρια μετάλλου κ.τ.λ.) φαίνεται να αποτελούν την αφετηρία για την επέκταση της παραγωγικής ζώνης στα δυτικά. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποκρυστάλλωση της διχοτομίας μεταξύ «καλών» αστικών ζωνών στα ανατολικά και «λαϊκών» συνοικιών στα δυτικά της πόλης (Αγριαντώνη, 1995). 3. ΦΕΚ 53Δ/75 και 855Δ/95 για τα ύψη, ΦΕΚ 312Δ/78 για τους συντελεστές δόμησης. Βλέπε και στις σελίδες 43-44 του περιοδικού. 4. (ΦΕΚ 567/79). 5. Μια «ιδιαίτερη οπτική και κοινωνική συνοχή» (Μαρτινίδης, 1986). 6. Στοιχεία από την ΔΔ «Η Μελέτη της Πόλης μέσα από την Έμφυλη Διάσταση της Καθημερινότητας», Σταυρούλα (Ρούλη) Λυκογιάννη, Σχολή αρχιτεκτόνων μηχανικών, ΕΜΠ, 2005 και από συνεντεύξεις στο πλαίσιο της έρευνας του περιοδικού. 7. Στοιχεία από συνεντεύξεις στο πλαίσιο της έρευνας του περιοδικού 8. «Από την Τριών Ιεραρχών μέχρι και τη Δημοφώντος τα ενοίκια ανέβηκαν (σχεδόν απίθανο να βρεις δυάρι κάτω από €400), ενώ η οδός Τρώων εξελίχθηκε σε φιλέτο». www.athensvoice.gr/archives/stasi-petralona. 9. Στοιχεία από συνεντεύξεις στα πλαίσια της έρευνας του περιοδικού. 10. «Βόλτα στα Πετράλωνα», 27.03.2013 www.athensvoice.gr/archives/petralonakoykaki-live. 11. Κάτοικοι της περιοχής θα προσπαθήσουν να βάλουν και ένα φρένο στην μετατροπή της περιοχής σε διασκεδαστήριο, μέσω αγώνων τόσο το 2009 όσο και το 2013. Βλέπε επιπλέον στη σελίδα 38.

φυγής των μικροαστικών στρωμάτων προς τα προάστια, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται η έλευση μεταναστών και φοιτητών στην περιοχή.6 Πολλές μονοκατοικίες κατεδαφίζονται και κτίζονται πολυκατοικίες, ειδικά στα Κάτω Πετράλωνα, ενώ τα καφενεία και τα σουβλατζίδικα της περιοχής γίνονται στέκια οικοδόμων μεταναστών εργατών.7 Την περίοδο των μεγάλων επεμβάσεων γίνονται στην ευρύτερη περιοχή διάφορες αναπλάσεις και πεζοδρομήσεις από το κράτος και τον δήμο, που θα επηρεάσουν τον χαρακτήρα της γειτονιάς. Η πεζοδρόμηση της Αποστόλου Παύλου καθώς και οι πεζοδρομήσεις στην περιοχή του Θησείου το 2001, η πεζοδρόμηση της Τρώων, η κατεδάφιση της Κορεάτικης Αγοράς και η δημιουργία του πάρκου σε σύνδεση με την πεζοδρόμηση της Ερμού, το 2005, συνδέουν την περιοχή με το ευρύτερο «δίκτυο δημόσιου χώρου» του κέντρου της πόλης. Αυτές οι επεμβάσεις, ο κορεσμός του Θησείου (για τον οποίο θα γράψουμε σε ένα από τα επόμενα τεύχη του περιοδικού, ως συνέχεια της έρευνάς μας) και η «άφιξη» κάποιων μαγαζιών από άλλες περιοχές, δημιουργούν μια τάση που θα φέρει τα Πετράλωνα στο προσκήνιο του «αθηναϊκού lifestyle» και στις σελίδες των free press πόλης. Σε αυτή τη φάση τα μαγαζιά ανοίγουν σαν τα μανιτάρια, η αστική κουλτούρα που τα συνοδεύει φέρνει τις νέες τάσεις (νεοταβέρνες, μεζεδοπωλεία, κ.α.), τα αφιερώματα για την γραφική ατμόσφαιρα των Πετραλώνων (Άνω Πετράλωνα «Μικρό Παρίσι»,) πληθαίνουν και το πολιτιστικό κεφάλαιο της περιοχής αυξάνεται. Ο άξονας Τρώων-Μερκούρη λειτουργεί ως ο πόλος έλξης με πεδίο αναφοράς όλη τη γειτονιά, καθώς το παλιό οικιστικό απόθεμα, τα νεοκλασσικά και οι αυλές, αποτελούν το νούμερο ένα ντεκόρ για την ανάπτυξη της πολιτιστικής αξίας της περιοχής. Τα δημοσιεύματα και αφιερώματα των free press περιοδικών για την περιοχή στο διάστημα 2008-2013 πολλαπλασιάζονται, εντάσσοντας στην ατμόσφαιρα των Πετραλώνων εκτός των μαγαζιών, κουρεία, βιβλιοπωλεία, νεομπακάλικα, ακόμα και αυτοργανωμένους χώρους, στην προσπάθεια να αναδείξουν τον χαρακτήρα της εγγύτητας και της συνοχής και να δημιουργήσουν την εικόνα μίας διαφορετικής εναλλακτικής καθημερινότητας. Αυτό το ενδιαφέρον των διαφόρων μέσων που διαμεσολαβούν τις τάσεις ανάπτυξης των περιοχών, δημιουργεί

και μία ζήτηση για κατοίκηση στην περιοχή, απευθυνόμενο σε ένα κοινό 2540 ετών, νεανικό που έλκεται ακριβώς από το πολιτιστικό κεφάλαιο της περιοχής. Αυτό αποτυπώνεται στις τιμές των ενοικίων οι οποίες αυξάνονται σταδιακά8 ενώ και η οικοδομική δραστηριότητα εν μέσω κρίσης διατηρείται. Οι αξίες των ενοικίων ανεβαίνουν ακόμα και στα Κάτω Πετράλωνα, παρότι δεν παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, καθώς αποτελούν μια δεύτερη φτηνότερη και πιο προσβάσιμη επιλογή σε σχέση με τα Άνω.9 Σε μία συνέντευξη στο περιοδικό Athens Voice αποτυπώνονται οι παράγοντες που διαμόρφωσαν στην ανάπτυξη της περιοχής: «Ο Βασίλης Αξαρλής, γέννημα-θρέμμα της περιοχής και διευθυντής του μεσιτικού γραφείου ΕΛΛΗ.ΚΑ. (ellika.gr) τοποθετεί την έκρηξη στο ενδιαφέρον για την περιοχή την τριετία 2005-08. “Συντέλεσαν πολλοί παράγοντες: τα σύνορα με τις πάντα ελκυστικές περιοχές του Φιλοπάππου και του Θησείου, το καλό δίκτυο αστικών συγκοινωνιών (λεωφορεία - ηλεκτρικός), η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων που μετατόπισε το ενδιαφέρον στα πέριξ τους και βέβαια η ταυτόχρονη εμπορική εκμετάλλευση, κυρίως στο χώρο της εστίασης. Έφτασε κάποια στιγμή το καλό κομμάτι της περιοχής να πωλείται € 3.000/ ενοικιάζεται € 8-10 το τετραγωνικό μέτρο. Συνέρευσε κυρίως μεσοαστικός κόσμος και νέοι άνθρωποι, όντως αρκετά συχνά με καλλιτεχνική ιδιότητα και διάθεση, π.χ. ηθοποιοί, ζωγράφοι κ.λπ.”. Και μετά που ήρθε η κρίση; “Προφανώς επηρεάστηκε η αγορά της περιοχής, αλλά εμφανίζοντας μικρότερο ποσοστό πτώσης σε σχέση με αλλού. Ενδεικτικά, σήμερα –πάντα στο φιλέτο από τη Δημοφώντος και πάνω– πωλείται € 2.000-2.200 το τ.μ. και το ενοίκιο έπεσε στα € 5-6 αντίστοιχα. Πάντως, είναι από τις ελάχιστες γειτονιές που χτίζονται πολυκατοικίες, ακόμα βλέπεις νεόδμητα”».10 Η ζήτηση αυτή θα κάνει μια καμπή από το 2013 και μετά, και η συνεχής ανάπτυξη νέων μαγαζιών φρενάρει.11 Τα μαγαζιά πέρα από την Τρώων εξαπλώνονται και σε τριγύρω δρόμους, ιδιαίτερα σε παλιά κτίρια αλλά ακόμα και σε ισόγεια πολυκατοικιών. Παράλληλα εμφανίζονται άλλες περιοχές, από το γειτονικό Κουκάκι μέχρι και την πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι, που διεκδικούν μερίδιο από την ίδια αγορά. Η περιοχή έχει αποκτήσει brand name που συνδυάζει διασκέδαση με ωραία ατμόσφαιρα για κατοίκηση.


Η ζήτηση όμως αυτή δεν θα επιφέρει ολοκληρωτική αλλαγή στην περιοχή, και δεν θα αναπτυχθεί η οικοδομική δραστηριότητα για κατοικία, που παρατηρήθηκε στην περιοχή του Κεραμεικού και του Γκαζιού. Μία δραστηριότητα που αναμόρφωσε ολοκληρωτικά τα χαρακτηριστικά αυτών των περιοχών αντικαθιστώντας τα υφιστάμενα κτίρια με νέα, και εκτοπίζοντας κομμάτια του πληθυσμού τους. Παρότι τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας αλλαγής των περιοχών είναι παρόμοια, το περιθώριο κέρδους στα Πετράλωνα υπήρξε περιορισμένο λόγω του φτηνού κτιριακού αποθέματος, των περιορισμών στη δόμηση στο «φιλέτο» της περιοχής, της έλλειψης κενών οικοπέδων και της διαχρονικής παρουσίας σχέσεων και συνοχής στην περιοχή (λόγω ιδιοκατοίκησης σε μεγάλο μέρος της). Σημαντικό ρόλο φυσικά πέραν του περιθώριου κέρδους έπαιξε η κρίση στην κτηματομεσητική αγορά. Έτσι αν και αναπτύχθηκε ο μηχανισμός –που θα περιγράφαμε ως κομμάτι της διαδικασίας του gentrification– αναβάθμισης της εικόνας της περιοχής με στόχο την αύξηση της αξίας της γης και άρα των δυνατοτήτων εκμετάλλευσής της, η κίνηση της αγοράς προσανατολίστηκε κυρίως στην ενοικίαση

καταστημάτων και κατοικιών, και στην ανακαίνιση του υφιστάμενου αποθέματος. Παρόλα αυτά εμφανίζονται στοχευμένες επεμβάσεις με υψηλού κόστους κατασκευές κατοικιών έως 3 ορόφους στην ζώνη γύρω από του Φιλοπάππου τα τελευταία χρόνια παρά την γενική καταβαράθρωση της οικοδομικής δραστηριότητας. Εκτός του περιορισμού ύψους και άρα και κέρδους, σημαντικό ρόλο αποθάρρυνσης επένδυσης σε νέες κατοικίες είναι οι ευρύτεροι περιορισμοί τόσο για την κατασκευή όσο και για την κατεδάφιση του παλιού κτιριακού αποθέματος. Ενδεχόμενες απορυθμίσεις ή διευκολύνσεις που βλέπουμε να προσπαθούν να εισαχθούν για άλλες περιοχές του κέντρου μπορεί να οδηγήσουν σε ενίσχυση αυτής μικρής τάσης. Η αδυναμία συντήρησης ή και ενοικίασης των παλαιωμένων κτιρίων που χαρακτηρίζει ευρύτερες περιοχές γύρω από το λόφο, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για μια συνολικότερη αλλαγή και ανακατασκευή της ταυτότητας των Πετραλώνων.

Μικρές μετατοπίσεις σε σύνθετο τοπίο Αυτό που παρατηρείται στον μετασχηματισμό των διάφορων περιοχών του κέντρου, συμπεριλαμβανομένων και των Πετραλώνων, είναι ένας μηχανισμός που αλλάζει τον χαρακτήρα των περιοχών και που δημιουργεί πιέσεις στην αγορά της κατοικίας είτε αντικαθιστώντας το οικιστικό απόθεμα και εκτοπίζοντας μερίδα των κατοίκων είτε επηρεάζοντας τα ενοίκια ασκώντας πιέσεις στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Αυτός ο μηχανισμός είναι συνυφασμένος τόσο με την ανάπτυξη του πολιτιστικού κεφαλαίου όσο και με τη

Όσο ανεβαίνεις από τις γραμμές του ηλεκτρικού προς του Φιλοπάππου οι συντελεστές δόμησης αλλάζουν. Φωτογραφία από την οδό Δωριέων.

βιομηχανία της διασκέδασης. Ενίοτε μάλιστα θα χρησιμοποιήσει και κατασταλτικούς μηχανισμούς για να πετύχει τις αλλαγές που επιθυμεί πιέζοντας περαιτέρω τα κοινωνικά στρώματα που θεωρούνται ανεπιθύμητα στο νέο χαρακτήρα των περιοχών αυτών. Αυτή η διαδικασία δεν συντελείται από ένα φορέα ή ένα διακριτό σύνολο φορέων, αλλά από διάφορες φαινομενικά ασύνδετες κινήσεις φορέων, επιχειρηματιών, μικροϊδιοκτητών, που συνθέτουν ένα πλέγμα κάποιες φορές με κοινή συνισταμένη την αναβάθμιση και ανάπτυξη των περιοχών του κέντρου, κάποιες φορές βάζοντας μπροστά τα ιδιοτελή συμφέροντά τους. Μικρές κινήσεις, από το άνοιγμα ενός μπαρ, ενός καλλιτεχνικού γραφείου, ενός στούντιο χορού ή γιόγκα ή ενός εκθεσιακού χώρου ως ένα αφιέρωμα σε ένα περιοδικό, που δεν αποτελούν από μόνες τους μια διακριτή ενέργεια με συγκεκριμένο σκοπό, όταν εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο όπως αυτό που περιγράφεται παραπάνω, συμβάλλουν στην κατεύθυνση του gentrification μεταλλάσσοντας καταρχάς τον χαρακτήρα της περιοχής όπου εντάσσονται. Το αν θα προχωρήσει αυτή η μετάλλαξη ως το βαθμό του ξεριζωμού κατοίκων και στην εκ βάθρων αλλαγή μιας περιοχής εξαρτάται και από πολλούς άλλους παράγοντες όπως είδαμε και παραπάνω. Η αναγνώριση όμως αυτής της δυναμικής των μικρών κινήσεων, έχει σημασία στην αποδόμηση φαινομένων τύπου gentrification, καθώς αναδεικνύει τα ορατά σημεία μιας αόρατης και πολυσύνθετης διαδικασίας. Μας θέτει ως κατοίκους τα εργαλεία να κατανοήσουμε πότε μια διαδικασία που λανσάρεται ως αναβάθμιση μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην υποτίμηση των ζωών μας μέσα στο χρηματιστήριο των αξιών της μητρόπολης.


η λειτουργια του gentrification

Ό ταν αναφερόμαστε στην πόλη συχνά τείνουμε να την σκεφτόμαστε ως ένα ουδέτερο κέλυφος μέσα στο οποίο εξελίσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα, θεωρώντας τις χωρικές σχέσεις αποτέλεσμα ενός ουδέτερου, αντικειμενικού σχεδιασμού. Μιλάμε για τις πόλεις ως κάτι έξω από εμάς, έξω από τις κοινωνικές μας σχέσεις. Εξού και στις διάφορες συζητήσεις και στο λόγο περί αναπλάσεων ή περί ενός νέου κτιρίου, εξετάζονται όλοι οι παράγοντες πλην των διαδικασιών παραγωγής των νέων ή ανανεωμένων αυτών χωρικών μορφών. Μας διαφεύγει ότι στις διαδικασίες παραγωγής του χώρου στην πόλη, υπάρχει ενσωματωμένη η διαδικασία επανασημασιοδότησης της, καθώς ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται ο χώρος –είτε τα κτίρια είτε ο ελεύθερος χώρος– επηρεάζει τον τρόπο που μετέπειτα αντιλαμβανόμαστε την ίδια την πόλη.1 Κι αυτό το σημείο είναι κεντρικό για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε το πώς αλλάζει το κέντρο της πόλης, η σημασία του για εμάς και η αξία του ως εμπόρευμα. Η διαδικασία που συχνά επικαλούνται διάφοροι για να περιγράψουν τις μεταβολές που συμβαίνουν σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας είναι το gentrification ή εξευγενισμός στην απόδοση του όρου στα ελληνικά.2 Θα παρουσιάσουμε συνοπτικά εδώ κάποια βασικά σημεία αυτής της θεωρίας καθώς αποτελεί μια προσπάθεια ερμηνείας των φαινομένων που βρίσκονται εν εξελίξει στον αστικό χώρο, και που μπορεί να φωτίσει οπτικές του ευρύτερου μετασχηματισμού του κέντρου.

«Οι θεωρήσεις περί gentrification αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται συνθήκες κερδοφορίας στο δομημένο περιβάλλον, με την επανεπένδυση κεφαλαίου στις πλέον υποβαθμισμένες, κεντρικές ή μή, περιοχές της πόλης. Επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποιούνται οικονομικοί, χωρικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί, ώστε διαμορφώνονται υπεραξίες στην αγορά γης και ακινήτων και κερδοσκοπικές συμπεριφορές».3 Το gentrification περιγράφει τη διαδικασία που περιοχές της πόλης –συνήθως κεντρικές– αρχικά υποβαθμίζονται, η γη χάνει την αξία της και στην συνέχεια μέσω στοχευόμενων στρατηγικών, αναβαθμίζονται, αυξάνοντας τα περιθώρια κέρδους πάνω στην αξία της γης και του κτισμένου περιβάλλοντος. Στην διαδικασία αυτή αρχικά οι κάτοικοι των περιοχών του κέντρου με οικονομική δυνατότητα, μετακομίζουν προς περιοχές που παρουσιάζουν περισσότερες εξυπηρετήσεις και πιο άνετες συνθήκες ζωής, δημιουργώντας μια κίνηση των μεσοαστικών στρωμάτων προς τα προάστια. Η μετακίνηση τους σημαίνει παράλληλα αύξηση του ποσοστού ενοικίασης στις περιοχές απ΄όπου φεύγουν καθώς και μια έλλειψη συντήρησης του αποθέματος, με αποτέλεσμα οι τιμές να πέφτουν και να προσελκύονται κάτοικοι με χαμηλότερα εισοδήματα, συνήθως μετανάστες. Αυτή η πτώση των αξιών, η υποβάθμιση του κτιριακού αποθέματος και η υποβάθμιση των αστικών υπηρεσιών, δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο αποεπένδυσης στις περιοχές, που αυξάνει το ρίσκο και μειώνει το ενδιαφέρον για επενδυτές, ιδιοκτήτες και τράπεζες. Όταν η αξία της περιοχής πέσει τόσο ώστε να υπάρχει σημαντικό περιθώριο κέρδους, τότε το

κτηματομεσητικό κεφάλαιο επανεπενδύει στις περιοχές αυτές αγοράζοντας φτηνά και εφαρμόζοντας στρατηγικές για την αναβάθμιση τους. Συχνά αυτές οι στρατηγικές προτείνονται από το κράτος ως κίνητρα προς τους επενδυτές για την αναζωογόνηση της περιοχής. Ο David Harvey παρατηρεί ότι η ανάγκη επένδυσης της παραγόμενης υπεραξίας σε νέα κερδοφόρα πεδία, στο πλαίσιο της διαρκούς ανάγκης κίνησης του κεφαλαίου, οδηγεί σε πολλές ιστορικές περιπτώσεις την επένδυση στην αστική ανάπτυξη. Στον κύκλο της διαδικασίας παραγωγής του αστικού χώρου όπως και σε κάθε διαδικασία παραγωγής αξίας αναλογεί και η αντίστοιχη διαδικασία της κατανάλωσης του.4 Οι διαδοχικές αυτές κυκλικές διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης του αστικού χώρου, τοποθετούνται σε ένα αστικό πλαίσιο που δεν είναι ενιαίο και δεν αναπτύσσεται ενιαία αλλά παρουσιάζει ανισότητες που σχετίζονται με διάφορους παράγοντες (θέση, ιδιοκτησιακό, υποδομές, κοινωνικές σχέσεις κ.α.). Ο γεωγράφος Neil Smith,5 στο έργο του για τα διαφορετικά κυκλώματα συσσώρευσης του κεφαλαίου, ανάπτυξε από το 1979 μια θεωρία που προσέγγιζε το gentrification ως μέσο κερδοσκοπίας του κεφαλαίου πάνω στην αστική γη και το συνέδεε με μια ευρύτερη διαδικασία ανισομερούς ανάπτυξης του αστικού χώρου μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Στις στρατηγικές αναβάθμισης των υποβαθμισμένων περιοχών η επανεπένδυση στο κτισμένο περιβάλλον συνοδεύεται από μία προσπάθεια επανασημασιοδότησης της υπό αναβάθμιση περιοχής με στόχο να προσελκυστεί το ενδιαφέρον των αγοραστών, δηλαδή των μεσοαστικών στρωμάτων. Αυτό αποτελεί και ένα βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί την έννοια του gentrification από άλλες διαδικασίες παραγωγής χώρου στην πόλη. «Η παραγωγή του χώρου κατά τη διάρκεια του gentrification δεν θα πρέπει να συγχέεται με την

31


απλή εργολαβική κερδοσκοπία, καθώς αφορά ταυτόχρονα την υλική και την άυλη παραγωγή, τις σχέσεις υλικού κέρδους αλλά και το πολιτιστικό και το συμβολικό κεφάλαιο μιας περιοχής... Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η –αρχικά υποβαθμισμένη– αξία της γης αυξάνεται, καθώς από τη μία το κτισμένο περιβάλλον αναβαθμίζεται και από την άλλη η περιοχή αποκτά μια προστιθέμενη αξία λόγω της αναβαθμισμένης εικόνας της στον πολιτιστικό χάρτη της πόλης. Η αξία της γης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να μεταβληθεί και με την κατάλληλη οργάνωση των χρήσεων που αναπτύσσονται σε μια περιοχή, όπως για παράδειγμα η συσχέτιση χρήσεων κατοικίας-εργασίας-διασκέδασης που να απευθύνονται φυσικά στην ίδια (κατάλληλη) κοινωνική ομάδα, αλλά και με την κατάλληλη αναβάθμιση των υποδομών μιας περιοχής, είτε αυτές αφορούν το δημόσιο χώρο και τα δίκτυα μαζικής μεταφοράς, είτε τη δημιουργία πόλων έλξης πολιτιστικού και εμπορικού χαρακτήρα».6

Το πολιτιστικό κεφάλαιο ως μοχλός αστικής ανάπτυξης Η ανάπτυξη της πολιτιστικής βιομηχανίας έχει υπάρξει μια βασική στρατηγική για τις πόλεις, στη μεταβιομηχανική περίοδο. Aποδίδει νέα αξία στις πρώην βιομηχανικές περιοχές (από το Μπιλμπάο ως το Γκάζι), και συνδέεται πολύ στενά με έργα μεγάλων αναπλάσεων περιοχών στα κέντρα των μητροπόλεων. Σε αυτό το πλαίσιο η παραγωγή πολιτισμού και πολιτιστικής αξίας λαμβάνει κεντρικό ρόλο στον κύκλο της διαδικασίας παραγωγής του αστικού χώρου. Η πολιτιστική αυτή αξία μπορεί να προέρχεται από το κράτος μέσω παρεμβάσεων αισθητικής αναβάθμισης, κατασκευής νέων κτιρίων τοπόσημων (π.χ. ΦΙΞ), είτε από άλλους φορείς που οργανώνουν μεγάλες εκθέσεις δρώμενα και άλλα γεγονότα (όπως οι ολυμπιακοί αγώνες, Μπιενάλε, Documenta –βλέπε και στη σελίδα 12 του περιοδικού– κ.α.). Δεν είναι τυχαία άλλωστε η επένδυση που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια από

32

διάφορα ιδρύματα σε πολιτιστικούς χώρους αλλά και στην προσπάθεια επέκτασης των επεμβάσεων και στο δημόσιο χώρο. Η περίπτωση της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου7 και της συμβολικής επένδυσης από πλευράς του ιδρύματος Ωνάση σε αυτή, αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τόσο την αυξανόμενη σημασία του πολιτιστικού κεφαλαίου στις διαδικασίες ανάπτυξης της πόλης και παραγωγής του χώρου, όσο και τη διείσδυση τέτοιων φορέων σε βασικό θεσμικό ρόλο στη διαμόρφωση της πόλης. Η προστιθέμενη άυλη αξία που δημιουργεί η παραγωγή πολιτιστικών αξιών έρχεται να αναμορφώσει συμβολικά την εικόνα της πόλης ή και επιμέρους περιοχών. Αυτή η ανασημασιοδότηση συντίθεται πολύ συχνά από θραύσματα υφιστάμενων χαρακτηριστικών συνυφασμένα σε μια νέα αφήγηση, εξομαλυμένη και έτοιμη προς κατανάλωση. Συχνά συνδέεται και ευθέως με την παραγωγή του δημόσιου χώρου μέσω επεμβάσεων, όπως στην περίπτωση του «μεγάλου περιπάτου» (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Αποστόλου Παύλου) που η δημιουργία του συνοδεύτηκε από το πλασάρισμα της ενοποίησης όχι μόνο των αρχαιολογικών χώρων αλλά και ολόκληρων γειτονιών. Βασικό ιδεολόγημα υπήρξε η δημιουργία ενός ενιαίου και συνεχούς δημόσιου χώρου που ανήκει στην πόλη, απαλλοτριώνοντας συμβολικά τον χώρο αυτό από τις γειτονιές προς όφελος της πόλης εν γένει. Η επέμβαση αυτή επανασημασιοδοτεί τον δημόσιο χώρο παράγωντας διαδικασίες συναίνεσης μέσω της γενίκευσης και αφαίρεσης που ενσαρκώνει η έννοια του πολίτη έναντι αυτή του κατοίκου. Παράλληλα παράγει υπεραξία για τις γύρω περιοχές μέσω της αύξησης του πολιτιστικού τους κεφαλαίου, την οποία καρπώνεται η τουριστική βιομηχανία και η βιομηχανία της διασκέδασης.

Το gentrification και οι περιοχές του κέντρου της Αθήνας Είναι πιθανόν, λοιπόν, βάσει του κύκλου αποεπένδυσης/υποτίμησης και αναβάθμισης/ επανεπένδυσης, μέσα στις σημερινές συνθήκες της κρίσης

που αποτελούν συνθήκες αποεπένδυσης και υποτίμησης των αξιών της γης- να στήνονται τα νέα πεδία κερδοφορίας. Και αν παλιότερα οι κύκλοι επένδυσης του κτηματομεσιτικού κεφαλαίου κινήθηκαν προς τα προάστια και τον παραθερισμό, μήπως αυτή τη φορά κατευθυνθούν προς το κέντρο; Η αδυναμία συντήρησης ή και ενοικίασης των παλαιομένων κτιρίων που χαρακτηρίζει ευρύτερες περιοχές του κέντρου, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για μια συνολικότερη αλλαγή και ανακατασκευή της ταυτότητας του. Η διαδικασία φαίνεται να μπορεί να αποκτήσει χαρακτηριστικά gentrification ακριβώς εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Οι κινήσεις του κρατικού μηχανισμού και των διαφόρων φορέων κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση και ο λόγος που εκφέρεται για το κέντρο από το 2007 και μετά συνηγορεί όχι απλώς στην επανακατοίκηση(sic) και επιστροφή στο κέντρο, αλλά και στην ανάγκη αυτό να λειτουργήσει ως όχημα εκτοπισμού των υφιστάμενων κατοίκων και επιχειρήσεων που «υποβαθμίζουν» ή «ρίχνουν τις τιμές» στις περιοχές του. Ο λόγος αυτός έχει συνοδευτεί μάλιστα πολλές φορές από προσπάθειες εκδίωξης των «παραβατικών» συμπεριφορών, των «υπερπληθών» μεταναστών, των χρηστών και των μπουρδέλων και έχει κινητοποιήσει μια άτυπη κατάσταση έκτακτης ανάγκης για περιοχές του κέντρου. Στο πλευρό της έκτακτης κατάστασης, συντάσσονται και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του κρατικού μηχανισμού αλλά και του Δήμου Αθηναίων στον τομέα του παλιού κτιριακού αποθέματος. Αφενός ο κρατικός μηχανισμός προσπαθεί να βρει τρόπο για να διευκολύνει τις επεμβάσεις στο παλιό κτιριακό απόθεμα, μέσω προσπαθειών όπως ο νόμος για τις σχολάζουσες κληρονομιές και το σχέδιο νόμου για «αποκατάσταση, εκσυγχρονισμό και την επανάχρηση εγκαταλελειμμένων, κενών και άγνωστων ιδιοκτήτων κτηρίων».8 Αφετέρου ο Δήμος Αθηναίων μέσω της κατάρτισης του ΣΟΑΠ (Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αισθητικής Παρέμβασεις)9 αλλά και άλλων πρωτοβουλιών για χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το « Jessica», κινείται προς την κατεύθυνση της επανακατοίκησης και της ενίσχυσης της ταυτότητας και της εικόνας της πόλης από τη μία και της αποκατάστασης της τάξης και του αισθήματος ασφάλειας από την άλλη. Και στις δυο περιπτώσεις η έκτακτη


κατάσταση υποβάθμισης του κέντρου χρησιμοποιείται για να υποστηριχθούν μέτρα και πολιτικές που ουσιαστικά εκτοπίζουν τους ίδιους τους κατοίκους του κέντρου. Αυτά βέβαια είναι προϋποθέσεις αλλά όχι και αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη του gentrification. Η έντονη εξάρτηση του κτηματομεσητικού κεφαλαίου, από το χρηματο-πιστωτικό κεφάλαιο που διέρχεται έντονη κρίση, καθώς και η έλλειψη ζήτησης σε μια νεκρή αγορά ακινήτων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ανάπτυξης. Αυτό όμως αφενός μπορεί να ξεπεραστεί, φέρνοντας μάλιστα σημαντικές αλλαγές στην δομή του μικρο-ιδιοκτησιακού καθεστώτος, με συγκεντρώσεις του κτιριακού αποθέματος από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο (κάτι που μπορεί να γίνει και μέσω της αδυναμίας πληρωμής των λεγόμενων κόκκινων δανείων). Αφετέρου μπορεί να σημαίνει ότι είμαστε απλώς εντός της διαδικασίας μετασχηματισμού του κέντρου με διαδικασίες gentrification που ανταποκρίνονται σε αυτές που έχουν χαρακτηρίσει άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, και οι οποίες μένει να ολοκληρωθούν σε μια νέα κοινωνικόπολιτική κατάσταση μετά-κρίσης.

1. Όπως έχει σημειώσει και ο Georg Simmel καιρό πριν: «The production of spatio-temporalities is both a constitutive and fundamental moment to the social process in general as well as fundamental to the establishment of values». 2. Περί της απόδοσης του όρου βλέπε και «Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι Μεσίτες, Ξεπεσμένοι Μεσοαστοί και Σύγχρονοι Πληβείοι στο Κέντρο της Αθήνας», περιοδικό Κομπρεσέρ, τ. 5. 3. «Οι διαδικασίες gentrification στο κέντρο της Αθήνας τον καιρό της κρίσης», Γεωργία Αλεξανδρή, ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 24, 2014, σελ. 39-52. 4. Harvey D. (1982), «The Limits to Capital». 5. Η αναφορά περιέχεται στο περιοδικό Κομπρεσέρ, τ.5 . Για την αρχική πηγή: Smith N. (1996) «The New Urban Frontier: Gentrification and the Revanchist City», Oxon, New York: Routledge 6. «Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι Μεσίτες, Ξεπεσμένοι Μεσοαστοί και Σύγχρονοι Πληβείοι στο Κέντρο της Αθήνας», περιοδικό Κομπρεσέρ, τ. 5. 7. Το 2012 προκηρύσσεται διαγωνισμός με τίτλο «Re-think Athens» υπό την χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση με κεντρικό εμβληματικό έργο την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, αποκτώντας κυρίαρχο λόγο στο δημόσιο διάλογο για το κέντρο της πόλης. 8. «Πρόταση Σχεδίου Νόμου για την Αποκατάσταση, Εκσυγχρονισμό και την Επανάχρηση Εγκαταλελειμμένων, Κενών και Άγνωστων Ιδιοκτήτων Κτηρίων», Νικόλαος Τριανταφυλλόπουλος, Θεοδώρα Ξυθάλη, Σειρά Ερευνητικών Εργασιών, 2016, 22(1) Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης , 9. Μάλιστα οι μισές από τις παρεμβάσεις του ΣΟΑΠ αφορούν στην ασφάλεια και τη μετανάστευση.

33


Αφηγήσεις της αυλής Το ερώτημα για το εάν η γειτονιά των Πετραλώνων έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια διεκδικεί από τα πριν μία πολύ συγκεκριμένη (θετική) απάντηση. Όσο συγκεκριμένη, όμως, και αν είναι η απάντηση άλλο τόσο θολή και γενικόλογη είναι η ερώτηση που προηγείται. Έχει αλλάξει προς ποιά κατεύθυνση; Και από ποιά θέση μιλάνε αυτοί που δίνουν τις απαντήσεις; Και όταν λέμε ότι έχει αλλάξει, πώς γίνεται αυτό ορατό στον δημόσιο χώρο και στις κοινωνικές σχέσεις; Συζητήσαμε μεταξύ μας εμείς που γράφουμε αυτό το περιοδικό, συζητήσαμε και με ανθρώπους της γειτονιάς αναμοχλεύοντας αναμνήσεις και βιώματα. Στις παρακάτω γραμμές θα επιχειρήσουμε να μιλήσουμε για την γειτονιά μας, πέρα από φολκλορικές ανακυκλώσεις και τοπικιστικούς εγκλωβισμούς.

Τ

α Πετράλωνα κυκλώνουν από τα δυτικά τους λόφους του Φιλοπάππου. Και ετεροπροσδιορίζονται σε σημαντικό βαθμό απ΄αυτόν. Αυτή η ζώνη μονοκατοικιών ή διπλοκατοικιών που έχει αναπτυχθεί δίπλα στον λόφο (και με όριο την Δημοφώντος) συμπυκνώνει ένα σύνολο εικόνων και νοημάτων μίας Αθήνας του χθες την οποία συναντάει κανείς στα μυθιστορήματα της Αθηνάς Κακούρη ή σε ασπρόμαυρες ταινίες της Φίνος Φίλμ. Η χαμηλή δομήση συνδέεται άμεσα με τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης. «Γενικά σε όλο τον κόσμο ισχύει ότι όπου υπάρχουν αρχαιολογικοί χώροι και χώροι τουριστικού ενδιαφέροντος η δόμηση χαμηλώνει ακριβώς για τον λόγο να υπάρχει ορατότητα προς το σημείο ενδιαφέροντος. Ας πούμε Ακρόπολη. Αν η Καλλισθένους έχτιζε 7όροφα δεν θα μπορούσε κάποιος να δει την Ακρόπολη από την Δημοφώντος ή την Τρώων ή την Θεσσαλονίκης. Αν παρατηρήσουμε από ψηλά βλέπουμε οι ταράτσες των

πολυκατοικιών να είναι σε μία ευθεία. [...] Είναι πολύ παλιά [σ.σ. η νομοθεσία] πάντως, αυτά ισχύουν ίσως από το '70 κιόλας βλεποντας την δόμηση τί έχει χτιστεί. Και μάλιστα με τον τελευταίο πολεοδομικό νόμο έχει πέσει και ο συντελεστής κάλυψης στην περιοχή. Δηλαδή χτίζεις, μπορείς να καλύψεις το 60% του οικοπέδου και όχι το 70%. Αυτό ανεβάζει λίγο την τιμή της γης αλλά προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής. Μεγαλύτερος κήπος, μεγαλύτερος ακάλυπτος».1

Ταξικές ερμηνείες αφηρημένων εννοιών Όταν τα free press της πόλης2 ανακαλύπτουν τη γειτονιά –ένα από τα πρώτα άρθρα το συναντάμε τον Δεκέμβρη του 2008– την προσδιορίζουν μέσα από συγκεκριμένα σχήματα: μονοκατοικίες και ηλικιωμένοι να κάθονται στα πρεβάζια τους, κουτούκια βγαλμένα μέσα από το σινεμά, ξεχασμένα δρομάκια, με λίγα λόγια μία

1. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 2. Σχετική αναφορά υπάρχει και παρακάτω. 3. «Απλώς θεωρούνται λαϊκή περιοχή. Εγκληματικότητα εδώ δεν υπήρχε και δεν υπάρχει. Αν δεις μαυρόασπρες ταινίες θα δεις ότι αν θέλανε να απευθυνθούν για καμία καφετζού λέγανε στα Πετράλωνα. Λαϊκή συνοικία. Μένανε λαϊκοί άνθρωποι», Χαρίκλεια, καταστηματάρχης, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 4. «Όταν ήρθαν οι Αλβανοί στην Ελλάδα το 90, κοιτάζανε να βρούνε στον ηλεκτρικό κοντά σπίτια. Και πέσαν όλοι εδώ και ξέρεις ανεβήκανε. [...] Για λόγους πρακτικούς ψάχναν να είναι κοντά στο τρένο για να μετακινούνται για δουλειές πιο γρήγορα. Αλλά ειδικά οι Αλβανοί που δεν ξέρανε πως να κυκλοφορήσουν θέλανε στο τρένο κοντά και ψάχναν εδώ Κ. Πετράλωνα, Α.Πετράλωνα. Από κει ανεβήκαν τα νοίκια, υπήρχε ζήτηση δηλαδή». Ανδρέας, καταστηματάρχης, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.


5. Όταν η απάντηση του ιδιοκτήτη στην ερώτηση για το πώς θα φτάσουν στον κινηματογράφο ξεκινούσε με το «κατέβετε στον σταθμό των Πετραλώνων», η επιφυλακτικότητα –που μπορεί να άγγιζε και τον φόβο– γινόταν ορατή ακόμα και τηλεφωνικά, καθώς εκδηλώνονταν μέσα από ένα σωρό λεκτικά σχήματα ή επιφωνήματα. Ο Κώστας, ιδιοκτήτης του μαγαζιού «Ο Οικονόμου» λέει ότι «τα Πετράλωνα τα είχανε υποβαθμισμένη περιοχή. Έλεγε ο άλλος, στα Πετράλωνα; Εγώ όταν ήρθα το 2000 και πήρα αυτή την επιχείρηση σε όσους έλεγα ότι πήρα μαγαζί στα Πετράλωνα γελούσανε. Έλεγαν “πόσο χαμηλά έπεσες”. Το καταλαβαίνεις; Εδώ τότε δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα. [...] Ήταν μία περιοχή φανταστική, ήρεμη, με κόσμο τότε μόνο γηγενή. Δεν υπήρχανε, όσοι μένανε εδώ ήταν κάτοικοι των Πετραλώνων. Και μπορώ να σου πω ότι πριν μία δεκαετία άρχισαν και φεύγανε τα παιδιά των πετραλωνιτών. Αυτά που γεννηθήκανε εδώ αρχίσανε και φεύγανε και πηγαίνανε σε άλλες περιοχές γιατί θεωρούσανε τα Πετράλωνα υποβαθμισμένη περιοχή. Εγώ τα πρόλαβα τα Πετράλωνα έτσι, κατάλαβες;». 6. Η Μάρω Βουγιούκα και ο Βασίλης Μεγαρίδης στο βιβλίο τους «Πετράλωνα, μία συνοικία Άνω-Κάτω» σημειώνουν ότι «όσο και εάν φαίνεται παράξενο, με βάση τη σημερινή εικόνα της συνοικίας, τα Πετράλωνα στα πρώτα χρόνια του σχηματισμού τους αλλά και αρκετές δεκαετίες μετά, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μία “βιομηχανική” περιοχή με τα αρκετά εργοστάσια και βιοτεχνίες που λειτουργούσαν εκεί –μιλάμε, φυσικά, για ελαφρά βιομηχανία, αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα το χαρακτηρισμό που δώσαμε παραπάνω».

αφηρημένη λαϊκότητα. Αυτές οι αναφορές συνθέτουν την εικόνα της συνοικίας για όλα τα επόμενα χρόνια, μέχρι και σήμερα. Μέσα από ένα φολκλορικό φιλτράρισμα τα Πετράλωνα χαρακτηρίζονται λαϊκή γειτονιά3. Μία ευγενική αποφυγή των ταξικών υποσημειώσεων του παρελθόντος της. Των ανθρώπων που την κατοίκησαν, που την έχτισαν, που σχημάτισαν την κοινωνικότητά της. Των μικρασιατών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν πρώτα στου Φιλοπάππου σε παράγκες και μετέπειτα κάποιοι στα πέτρινα σπίτια του ναυτικής σχολής πολέμου. Των οικοδόμων και των γυρολόγων, των «τουρκόσπορων» αντρών και των «παστρικών» γυναικών. Των βαλκάνιων –κατά βάση αλβανών εργατών της δεκαετίας του '90 οι οποίοι εγκαθίσταντο κοντά στους σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου για να μετακινούνται ευκολότερα εκεί όπου έβρισκαν μεροκάματο.4 Των νησιωτών οι οποίοι μετακινούνται μαζικά στην πρωτεύουσα μαζί με τις οικογένειές τους αναζητώντας εργασία. Των λούμπεν φιγούρων που σύχναζαν στα καφενεία της περιοχής συγκροτώντας ένα περιβάλλον (μικρο)εγκληματικότητας που προκαλούσε μειδιάσματα και επιφωνήματα έκπληξης στους κυρίους και στις κυρίες των βορείων προαστίων που επιθυμούσαν να δουν καμία τανία «κουλτούρας» στον Ζέφυρο.5 Εκείνων των ανθρώπων που ύφαιναν μία γειτονιά εργατική και κομμουνιστική, μέσα από τη συμμετοχή τους στους προλεταριακούς αγώνες της εποχής, στη σύσταση σωματείων και

στην έκδοση εφημερίδων. Πολλές οικογένειες εργατών ζουν εδώ, δίπλα στον εμπορικό άξονα της Πειραιώς που ένωνε την Αθήνα με το λιμάνι του Πειραιά, ενώ αρκετά εργοστάσια βρίσκονταν και μέσα στην γειτονιά (τα πιλοποιεία Πουλοπούλου και Άντζακα, τα υφαντήρια Μαραγκοπούλου, τα εργοστάσια λαμπτήρων Lux και Osram, το Σκαγοποιείον, η κορδελοποιΐα Παπαδόπουλου, η στρωματοποιΐα Νεοστρόμ, η καραμελοποιΐα των αδελφών Ατσάρου, η μακαρανοποιΐα Σακελαριάδη, το εργοστάσιο πλαστικών Σοπέογλου, η φανελοποιΐα Sisser-Palco, η σοκαλοτοποιΐα Παυλίδης, η φαρμακοβιομηχανία Κόπερ –τα δύο τελευταία υπάρχουν και σήμερα).6 Οι σειρήνες των εργοστασίων για την έναρξη, την παύση και την λήξη της βάρδιας είναι το soundtrack της γειτονιάς. Αυτή η προς-τα-αριστερά σφυρηλατημένη γειτονιά κατά τη διάρκεια του δεύτερου αντάρτικου βρισκόταν σε μία διαρκή και ένοπλη αρκετές φορές αντιπαράθεση με τους χίτες του Θησείου (όπου ήταν και η έδρα της φασιστικής οργάνωσης «Χ»). Ενώ οι διάφορες μικροανταρσίες κατά τη διάρκεια της χούντας προκαλούσαν συχνάπυκνά τις εισβολές της αστυνομίας (βλέπε και αναφορά «Η πλατεία είχε τη δική της ιστορία», σελ. 40-41).7

Α. Τα πρώτα βήματα της βιομηχανίας της διασκέδασης Αρχικά, μία σειρά συμπτώσεων (επανα)τοποθετεί τα Πετράλωνα στο

ΕΣ ΩΤΕΡΙΚΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Στα Πετράλωνα βρίσκονται εσωτερικοί μετανάστες από την Κρήτη, την Κέρκυρα, την Σκόπελο, την Κέα, την Πάρο. «Η επταετία, θυμάστε, τότε με την οικοδομή που αυξήθηκε, η γειτονιά αυτή επειδή είναι χαμόσπιτα, είχε φθηνά ενοίκια, ήρθανε από διάφορες περιοχές και ασχοληθήκανε με οικοδομή. Εμένα ήρθανε οι γονείς από Σκόπελο. Είχε 300 Σκοπελίτες την εποχή εκείνη. Από την Κέα

άλλοι. Απ΄τα Χανιά. Όλοι αυτοί ήταν οικοδόμοι, όλοι αυτοί ήταν εργένηδες, οι περισσότεροι, το 90%, οπότε τρώγανε σε αυτά τα μαγαζιά. Γι΄αυτό και υπήρχε παραπάνω ζωή. Και σημειωτέον ότι το καφενείο αυτό, του Καράμπελα, ήτανε το καφενείο συγκέντρωσης των Σκοπελίτων. Όλοι οι οικοδόμοι Σκοπελίτες συγκεντρώνονταν και ξεκινούσαν για τη δουλειά. Και το πρωί και τα βράδια. Και υπήρχε φορ-

τηγό –ο ταχυδρόμος ο λεγόμενος – που έπαιρνε τα ρούχα, τα στέλνανε στην Σκόπελο, τα πλένανε οι γέροι και τους τα στέλνανε, μπορεί να στέλνανε και τυροκομικά πράγματα, λάδια. Ήταν ο αντιπρόσωπος εδώ», (Κώστας, καταστηματάρχης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό). Ένας άλλος από τους συνομιλητές μας, ο Στέφανος, είναι γνωστός στη γειτονιά με το παρα-

τσούκλι «ο κερκυραίος», επειδή είναι η καταγωγή του από εκεί. Η Κική αναφέρει συγγενείς της από τα Χανιά και άλλους κρητικούς που έρχονται στα Πετράλωνα. Ονόματα ταβερνών υποδηλώνουν την καταγωγή των ιδιοκτητών τους, όπως αυτή του «Βασιλακάκη του κρητικού», του «Διοματάρη» (στα κρητικά σημαίνει αυθόρμητος) ή του «κρητικού» στην οδό Κοίλης.


κέντρο της ζωής της πόλης. Η θρασύς γειτνίαση με το πράσινο και την ησυχία ενός λόφου μία ανάσα από το πολύβουο κέντρο της Αθήνας. Τα κουτούκια που είχαν ξεμείνει και (ξανα)ανακαλύφθηκαν από τους γραφιάδες της πόλης ως χώροι μίας χαμένης αυθεντικότητας και μπρουτάλ λαϊκής διασκέδασης. Και η επιχειρηματική κίνηση του ανοίγματος ενός νεολαιΐστικου μπαρ που ακολουθούσε όλους τους κανόνες του εναλλακτισμού που είχε αρχίσει τότε να εμφανίζεται δημόσια σαν κουλτούρα. Πέρα από τις συμπτώσεις είχαμε και ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός. Το έργο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων μέσω της πεζοδρόμησης της Αποστόλου Παύλου και της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Α1. Τα υπερτοπικά Άνω Πετράλωνα Το μπαρ «Βραζιλιάνα» ανοίγει στην πλατεία Μερκούρη το 2008.8 Ανασύστασε και ανασύστησε τα Πετράλωνα. Την ίδια χρονιά εμφανίζονται δειλάδειλά οι πρώτες συγκεκριμένες αναφορές των free press. Η πλατεία Μερκούρη είναι η νέα άγονη πιάτσα η οποία λειτουργεί αποσυμπιεστικά για το lifestyle της διασκέδασης, αφού το Γκάζι και του Ψυρρή έχουν κορεστεί. «Πρώτα-πρώτα ήρθε νέος κόσμος και από διάφορες

περιοχές. Γιατί παλιά δεν είχε ξένο κόσμο. Αν είχε ξένο κόσμο θα ήταν κανένας ταξιτζής που θα σταματούσε και θα έπαιρνε τον καφέ του και έφευγε. Ήταν ντόπιοι. Ή κανένας που έπαιζε χαρτιά, αν είχε κανέναν φίλο εδώ στα Πετραλωνα και ερχόντουσαν να παίξουνε μαζί. Ήταν όλοι ντόπιοι οι πελάτες. Από την Βραζιλιάνα και μετά... αυτοί φέρανε τον κόσμο τον ξένο στην ουσία».9 Παράλληλα με την πλατεία Μερκούρη και η Τρώων τίθεται σε μία διαδικασία επαναπροσαρμογής στα νέα δεδομένα. Ανοίγουν νέες ταβέρνες, τα καφενεία γίνονται μεζεδοπωλεία και πλέον οι γεροντότεροι δεν χωρούν σε αυτά από κάποια ώρα και έπειτα. Όταν καταφθάνουν οι επισκέπτες για φαγητό, τα μενού αλλάζουν, ανακαινίσεις προγραμματίζονται, ο μιμιτισμός του φολκλοριστικού στυλ που προμοτάρουν τα εναλλακτικά έντυπα γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση επιχειρηματικής επιβίωσης. Το 2014 θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι ήταν η τελευταία χρονιά που τα Άνω Πετράλωνα ήταν στο «πικ» τους.

Α2. Τα λόκαλ Κάτω Πετράλωνα Όλα αυτά τα χρόνια τα Κάτω Πετράλωνα μοιάζουν να βρίσκονται στην σκιά των Άνω. Η Πειραιώς ως γείτονας δεν έχει και τη φήμη του Φιλοπάππου, ενώ η πυκνή και υψηλή δόμησή τους

7. «Παλιά υπήρχε μόνο μια ταβέρνα, το Ασχημόπαπο, και μια ταβέρνα την οποία τη λέγανε Φάβα, ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και έφτιαχναν φάβα, το κρασί, μπακαλιάρο κάνανε αλλά ήτανε για ορισμένους, στο Ασχημόπαπο πηγαίνανε κυρίως διανόηση και φοιτητές. Επί χούντας όλο το φοιτητικό κίνημα μετά τα έπινε στο Ασχημόπαπο». Νίκος, κάτοικος Κ. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 8. «Ψάχναμε να βρούμε μια περιοχή που να μην είναι πιάτσα. Τότε δεν ήταν τόσες πολλές οι πιάτσες αλλά υπήρχε συσσώρευση μαγαζιών τέτοιου είδους σε κάποιες περιοχές και θέλαμε να [είναι] λίγο πιο ακριτικό εμείς το μαγαζί. Να μην χαρακτηρίζεται από πιάτσα», Τάκης, καταστηματάρχης, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 9. Χαρίκλεια, καταστηματάρχης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 10. «Εδώ πάνω ο πιο μεγάλος γάτος ήταν ο Κόκκοτας. Ερχόταν με μία μεγάλη τσάντα, ψίριζε και έφευγε. Για ζάρια μιλάμε. Χυμα έτσι», Σπύρος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 11. «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», Γιάννης Παπακώστας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1991. 12. Κώστας, φαρμακοποιός, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.


13. Χαρίκλεια, καταστηματάρχης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 14. Κορίνα, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

παραπέμπει σε κλασικές αθηναϊκές γειτονιές παρά σε «παλαιά Αθήνα». Ο κορεσμός των Ανω Πετραλώνων θα δώσει μία νέα ευκαιρία στον industrial εναλλακτισμό να κάνει τις προσπάθειές του. Η γειτνίαση με το Γκάζι δίνει προοπτικές στα μαγαζιά και οι εγκαταλελειμένοι βιομηχανοί χώροι σε μία σειρά εναλλακτικών δραστηριοτήτων, από στούντιο χορού μέχρι θεατρικούς χώρους και χώρους για πάρτυ. Το πρώην εργοστάσιο της Sisser-Palco που μετατράπηκε σε πολυχώρο εκδηλώσεων και σε loft διαμερίσματα έχει δημιουργήσει γύρω του μία hipster πιάτσα που ξεκινάει από τα burger της «Λόλας» και φθάνει στα κοκτέιλ του «Upupa Epops».

Β. Η αλλαγή των σχέσεων Β1. Τα καφενεία που γίνονται μεζεδοπωλεία Τα καφενεία, τα κουτούκια, είναι τόποι κοινωνικότητας. Και από τη στιγμή που η αλλαγή μία γειτονιάς οδηγεί στην μετάλλαξη ή στον αφανισμό τους αναπόφευκτα επηρρεάζει και τις κοινωνικές σχέσεις. Τα Πετράλωνα φημιζόντουσαν για τα πολλά καφενεία τους. Εργατική γειτονιά, το καφενείο ήταν χώρος σχόλης, ενημέρωσης αλλά και οικονομικών δωσοληψιών ή αναζήτησης δουλειάς. Και τζόγου.10 Το τάβλι, τα χαρτιά (μαζί με το ντόμινο και τα μπιλιάρδα) δεν υπάρχουν δευτερευόντως σε αυτούς τους χώρους αλλά σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα αποτελούν και το απαραίτητο συμπλήρωμα ενός σύχγρονου, πολυτελούς καφενείου.11 Όπως έχουμε ήδη σημειώσει τα καφενεία ακολουθώντας το νέο περιβάλλον γύρω τους μετατρέπονται σε μεζεδοπωλεία ή σε ταβέρνες. Οι παλιοί θαμώνες του καφενείου (και οι συνήθειές τους) είτε περιορίζονται σε αόρατους, διαχωρισμένους χώρους μέσα σε αυτό (π.χ. στο καφενείο της πλατείας Μερκούρη) είτε από κάποια ώρα και μετά γίνονται ανεπιθύμητοι καθώς οι πελάτες/επισκέπτες της περιοχής κάθονται για να φάνε (π.χ. το καφενείο στην Τρώων, προτού γίνει αποκλειστικά ταβέρνα). «Υπήρχε ένας συμβιβασμός πελάτη και καταστηματάρχη. Ο καταστηματάρχης να μην πετάξει έξω από το καφενείο τελείως το τάβλι, τον τζόγο και το κάνει καθαρά εστιατόριο που οικονομούσε, σεβόμενος τους παλιούς. Αλλά δεν μπορούσε να τους έχει μέσα να

τρώει και άλλος δίπλα με το τάβλι να φωνάζει. Έφτιαξε έναν χώρο από πίσω, το πρωί που δεν έχω κίνηση τις καθημερινές μπορείτε να παίζετε μπροστά όπως παλαιότερα, αλλά το βράδυ ή τα σaββατοκύριακα θα πηγαίνετε πίσω σε εκείνον τον χώρο. Και βρέθηκε μία ισορροπία. [...] Στην Τρώων δεν υπάρχει καθόλου καφενείο, δεν υπάρχει το τάβλι, ο τζόγος. Αυτό [σ.σ. το καφενείο στην Τρώων] έγινε καθαρά εστιατόριο. Ενώ τα άλλα εδώ αφήνουν ένα περιθώριο».12 «Τότε ήταν διαφορετικό το μαγαζί, τώρα είναι στο πίσω μέρος. Τότε είχε τέσσερις τσόχες και έρχονταν να πιάσουνε σειρά. Μετά το ευρώ άρχισε να πέφτει, καφενεία κλείσανε πάρα πολλά, εμείς καταφέραμε να συντηρηθούμε ως εξής. Άρχισα εγώ να φτιάχνω δύο φαγητά. Κάτι κεφτεδάκια, λίγο κρέας. Και κρατήσαμε τον κόσμο με καμιά μπύρα... Συντηρήθηκε το μαγαζί. Αλλιώς θα έπρεπε και εμείς να είχαμε κλείσει. Γιατί τα χαρτιά κόπηκαν. [...] Όχι, κουζίνα κανονική.... Τώρα πάει το καφενείο, τελείωσε. Έχω μόνο φαγητό. Δεν έχω και άδεια καφενείου τώρα πια. [...] Αναγκαστηκα να προσαρμοστώ. Γιατί όπως σου είπα εγώ έφτιαχνα φαγητά για να συντηρηθώ, απλά πιο λίγα. Να τρώει και κάτι για να μπορέσει να συντηρηθεί γιατί το καφενείο με χαρτί και τέτοια έπαψε να υπάρχει».13 Η αίσθηση του καφενείου γίνεται ορατή με τον δικό της τρόπο και σε νεότερους κατοίκους της γειτονιάς. «Το πιο έτσι έντονο που θυμάμαι είναι ότι υπήρχε μόνο το καφενείο στην πλατεία, που έφτιαχνε η κυρία Χαρά δύο φαγητά και άμα σ’ αρέσανε και ήταν το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας μόνο παππούδες και μεγάλοι άνθρωποι και εμείς αισθανόμασταν και λίγο σαν τη μύγα μες το γάλα, το να πας στο καφενείο. Τώρα το καφενείο έχει γίνει ταβέρνα. Έχει εκατό φαγητά, η κυρία Χαρά φοράει σκουφάκι, έχουν ανοίξει άλλα πόσα στην πλατεία».14 Η νέα συνθήκη της γειτονιάς απαιτεί αναπροσαρμογή από τους ανθρώπους της. Τουλάχιστον από αυτούς που έχουν το κουράγιο ακόμα να αναζητούν μία συλλογική κοινωνικότητα. «Βεβαίως [σ.σ. έχουμε χάσει τα στέκια μας]. Και εμένα προσωπικά με ενοχλεί αυτό. Αυτό είναι αναντικαταστάτο. Γιατί τώρα τί συμβαίνει; Έχω εγώ τον φίλο μου τον Σπύρο, πάμε εκεί πέρα πίνουμε εναν καφέ, έρχεται ο Σπύρος σε μένα. Δεν έχουμε το στέκι που είχαμε, πριν τον Αγγελάκη που είπαμε υπήρχε ο Φίλης, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, μαζί με τον κυρ Γιάννη και


εδώ γινόντουσαν όλα. Δηλαδή το ραντεβού μας να ξεκινήσουμε να πάμε σινεμά, τον φίλο μας που θα βρούμε εδώ. Ήταν οικογενειακό το περιβάλλον [...] Έπαιζαν χαρτιά, μαζευόντουσαν, να μην ενοχλούν... Να, εδώ ο Αγγελάκης είχε την αίθουσα στην μέσα μεριά, δεν ενοχλούσε κανέναν».15

Β2. Από τα κουτούκια στην μαζική εστίαση Τα Πετράλωνα είχανε από παλιά κουτούκια. «Η γειτονιά είχε κουτούκια, είχε ταβέρνες [...] Μάζευε τον κόσμο, τους μικρασιάτες που είχαν έρθει εδώ, φέρανε μαζί τους μια δικιά τους κουλτούρα, αυτή του ποτού. Τα πιο πολλά μαγαζιά είχαν βαρέλια με κρασί. Μιλάμε για 10-12 τόνους κρασί το κάθε μαγαζί. Και να φευγει. Ρετσινα. Που τώρα ρετσίνα βάζουμε ένα βαρελάκι 200 ευρώ και δεν μπορούμε να το διώξουμε. Είχε κόσμο που μάζευε. Και σιγα-σιγά από τη δεκαετία του '60-'70 άρχισε να έρχεται και άλλος κόσμος στην περιοχή».16 Κάπου στο 2008 τα νέα, ακόμα τότε, free press της πόλης προσπαθούν να κερδίσουν αναγνωστικό κοινό, διαφημιστική πίτα στον χώρο των έντυπων εκδόσεων και αναζητούν ύλη. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωσή τους είναι όχι μόνο να παράγουν αλλά και να δημιουργούν ένα lifestyle ανακαλύπτωντας γειτονιές της πόλης, γράφωντας γι΄αυτές, οριοθετόντας τις πολύ συγκεκριμένα. Η βιομηχανία του επισιτισμού (ανοιχτή σε ρίσκα και σε φθηνό αναλώσιμο υλικό) γίνεται το μέσο με το οποίο διάφορες γειτονιές αποκτούν «ταυτότητα» και γίνονται πιάτσες, διαφορετικές ανά περίσταση και περίπτωση. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τα Άνω Πετράλωνα πιάτσα.

Β3. Από την συνύπαρξη, στη σύγκρουση για τον έλεγχο της περιοχής Η χωρική συμπυκνωσή της βιομηχανίας της διασκέδασης σε συγκεκριμένα πολεοδομικά τετράγωνα όπου δεν υπάρχει ο περιορισμός της «αμιγούς κατοικίας» οδηγεί γρήγορα και στη γιγάντωσή της δημιουργώντας συνθήκες ασφυκτικές για όσους γείτονες και γειτόνισσες ζούνε σε αυτές τις ζώνες. Οι πρώτες απόπειρες δημόσιας άρθρωσης λόγου γι΄αυτή την κατάσταση μέσα από συνελεύσεις

κατοίκων τον Νοέμβρη του 200917 συναντάνε αντίστοιχες προσπάθειες οργάνωσης από επιχειρηματίες της περιοχής και δύο εμπρηστικές επιθέσεις σε σπίτια γειτόνων. Λεκτική και σωματική βία, πόλεμος νεύρων18, ακόμα και επίδειξη όπλου συμπεριλαμβάνονται στην καθημερινότητα των κατοίκων που ζουν στην Τρώων, στην Καλλισθένους και στους κάθετους αυτής. Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ κατοίκων και επιχειρηματιών της διασκέδασης κορυφώνεται κάθε καλοκαίρι. Οι επιχειρηματίες της διασκέδασης, απέναντι στην απαίτηση για ήρεμη και αξιοπρεπή διαβίωση, υπερασπίζονται τα κέρδη τους, κομπάζουν για το ποιος κάνει κουμάντο στην περιοχή ή στο οικοδομικό τετράγωνο, επιδεικνύουν τη δύναμή τους και το είμαι-ικανός-για-όλα. Αυτή η επίδειξη δεν κοιτάει μόνο προς την γειτονιά αλλά κλείνει και το μάτι στους ανταγωνιστές επιχειρηματίες της περιοχής, διαμορφώνοντας ισορροπίες και συσχετισμούς. Με όσους συνομιλήσαμε στο πλαίσιο αυτής της έρευνας ήταν κατηγορηματικοί ότι, παρόλο που η βιομηχανία της διασκέδασης έχει διογκωθεί με διαφορετικών ειδών μαγαζιά, κυκλώματα προστασίας δεν έχουν αναπτυχθεί γύρω από αυτά. «Ξέρεις κάτι, δεν αξίζει ο κόπος. Εμείς εδώ είμαστε ψιλικατζίδικα. Τί να κάνουμε; Είμαστε ψιλικατζίδικα. Ένα μαγαζάκι που σερβίρει 40 άτομα το βράδυ».19 Εντάξει, το γνωρίζουμε ότι δεν είναι ένα θέμα για το οποίο ανοίγεις εύκολα το στόμα σου, από τη στιγμή μάλιστα που μπορεί να είσαι εκτεθειμμένος είτε ως μαγαζάτορας είτε ως κάτοικος της περιοχής. Διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας όμως ως προς αυτό το θέμα, και έχουμε σοβαρούς λόγους: πρώτον γιατί ζούμε χρόνια σε αυτές τις γειτονιές και θυμόμαστε τις «περίεργες» μπούκες και τα μαζικά φερμαρίσματα σε ανοιχτά μαγαζιά (τα οποία συνοδεύονταν από την εμφάνιση... καλοθελητών την επομένη που υπόσχονταν να μην ξανασυμβούν αυτά) ή τα «περίεργα» σπασίματα σε κλειστά μαγαζιά. Και δεύτερον, έχουμε δει ότι οι επιχειρηματίες της γειτονιάς αφενός ξέρουν από μαφιόζικες πρακτικές (το παράδειγμα των εμπρησμών δύο σπιτιών) και αφετέρου έχουν ένα νεολαιΐστικο τσογλανοδυναμικό (από τα Πετράλωνα και τις γύρω γειτονιές) το οποίο έχει προσοδικές σχέσεις με τα αφεντικά του και είναι πάντα έτοιμο να εκτελέσει τις εντολές τους.

15. Στέφανος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 16. Κώστας, ιδιοκτήτης μαγέρικου «Ο Οικονόμου», συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 17. Συνοπτικά: στις 8 Νοεμβρίου του 2009 καλείται η πρώτη συνέλευση κατοίκων. Τις προηγούμενες ημέρες αρκετές από τις αφίσες/καλέσματα στη γειτονιά καταστρέφονται με μαύρο σπρέυ. Μετά το τέλος της συνέλευσης γίνεται αυθόρμητη πορεία στην Κυδαντιδών και στην Τρώων με αντιπαραθέσεις με μαγαζάτορες. Στις 21 και 22 του ίδιου μήνα έχει ανακοινωθεί διήμερο εκδηλώσεων. Μία μέρα νωρίτερα γίνεται εμπρηστική επίθεση στην είσοδο του σπιτιού, στην οδό Παλληναίων, ενός από τους κατοίκους που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις. Μία εβδομάδα αργότερα θα γίνει μαζική διαδήλωση στη γειτονιά για το γεγονός. Τον Μάιο του 2013 γίνεται εμπρηστική επίθεση στο σπίτι κατοίκου της οδού Τρώων η οποία επίσης είναι δραστήρια στις κινητοποιήσεις για τη βιομηχανία της διασκέδασης. 18. «Δεν πήγανε να ανοίξουν μπαρ αλλού αλλά σε αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή. Γιατί; Γιατί ήταν όμορφη. Και ήταν όμορφη γιατί οι κάτοικοι φρόντιζαν να είναι όμορφη. Η αγαπη που είχαμε για την περιοχή που γεννηθήκαμε φαίνεται, λάμπει το πρόσωπό μας όταν μπαίνουμε στα σπίτια μας, όταν βγαίνουμε έξω να καθαρίσουμε τα πεζοδρόμια και βγαίνουν οι μαγαζάτορες και μας χλευάζουν, θα πρέπει να το δείτε αυτό. Όταν καθαρίζουμε τα φύλλα από τα δέ-ντρα, “χα,χα,χα, κοίτα εκεί τί κάνουνε”. Γιατί; Γιατί δεν είναι δικό τους. Δεν είναι η αγορά, είναι η ψυχή. Δεν το νιώσανε ποτέ δικό τους το μέρος. Ήρθανε να το εκμεταλλευτούν», Ελένη, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 19. Κώστας, ιδιοκτήτης μαγέρικου «Ο Οικονόμου», συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.


Β4. Οι «παλιοί», οι «νέοι» και ο τόπος ως ταυτότητα 20. «Δεν είναι η ποσότητα, είναι η ποιότητα. Δηλαδή εδώ είναι πιο εύκολο να βρεθείς. Σίγουρα είναι και η γειτονιά πόλος έλξης, ανθρώπων με κάποιες αντιλήψεις κ.τ.λ. Οπότε είναι πιο εύκολο να κοινωνικοποιηθείς και να κάνεις φιλίες», Αντρέας, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 21. Σπύρος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 22. Δημήτρης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 23. Μαρία, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

Καλοκαιρινή εικόνα της Τρώων.

Την κυρά-Λένη με τις φιλενάδες της οι οποίες στήνουν καλοκαιρινές βεγγέρες στο πεζοδρόμιο λέγοντας τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, εμπνέοντας άρθρα και γεμίζοντας φωτογραφικά ενσταντανέ, σήμερα θα την συναντήσεις συνοφρυωμένη. Η πληθυσμιακή αλλαγή των Πετραλώνων δημιούργησε δύο γειτονιές, την παλιά και τη νέα, δύο συμπλέγματα σχέσεων, προσδιορισμένα αυστηρώς ηλικιακά. Από τη μία οι νεολαίοι κάτοικοι των τελευταίων 7 χρόνων οι οποίοι δημιούργησαν τους δικούς τους χώρους κοινωνικοποίησης (μπαράκια, πλατεία Μερκούρη) και που δεν τους συνέχουν αποκλειστικά και μόνο οι σχέσεις γνωριμίας που δημιουργούνται στη γειτονιά.20 Τα Πετράλωνα συνδέονται τόσο με ένα εναλλακτικό lifestyle όσο και με ένα πολιτικό lifestyle. «Ήρθε κόσμος της ηλικίας της δικιάς σου περίπου και παιδιά έτσι που εμείς τα ονομάζουμε αναρχοκουλτουριάρηδες. Καλά παιδιά».21 «Τί είναι αυτό που τους πείραξε; Η προπαγάνδα. Α, ήρθανε οι μαλλιάδες, ήρθανε οι έτσι με τα γένια, με τα αλλιώς. Ίσα-ίσα όλες οι περιοχές αναβαθμίστηκαν».22 Και από την άλλη οι μεσήλικες οι οποίοι είδαν τα δικά τους στέκια να αλλάζουν,

τις συνήθειές τους να πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της γειτονιάς. «Μπορεί να μη συνδέονται η παλιά γειτονιά με τη καινούρια τόσο πολύ , να έχουν αυτοί που μέναν εδώ από παλιά μία αίσθηση γειτονιάς και αυτοί που ήρθαν να έχουν μία άλλη αίσθηση γειτονιάς και αυτές οι δύο, να είναι όπως είναι πολλές φορές στην επαρχία, να μη συνδέονται και πολύ καλά ας πούμε. Να είναι σαν δύο διαφορετικοί κόσμοι παράλληλοι. [...] Οι παλιοί θέλουν να έχουν το αμάξι έξω από την πόρτα τους κι άμα δεν το έχουν γίνεται χαμός. Θέλουν περισσότερη ησυχία με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, είναι πιο φιλήσυχοι. [...] Οι νέοι, έχουνε πιο πολύ αγκαλιάσει το έξω της γειτονιάς και ως προς τα μαγαζιά και ως προς το δρόμο και τα Πετράλωνα έχουνε κι αυτό το χαρακτηριστικό, έχουνε κι αυτό του δρόμου».23 Οι μεσήλικες θα μας διηγηθούν χαρακτηριστικές παλιές ιστορίες οικειότητας και εμπιστοσύνης. «Εμένα εκείνο που μου λείπε παρόλο που δεν είχα σχέση με ποτά και χαρτιά, υπήρχαν άνθρωποι που τους έβλεπες εδώ στο δρόμο και σου λέγανε: πήγαινε να πάρεις ένα μπουκάλι

> η συνέχεια στην σελίδα 42


η πλατεια εχει την δικια τησ ιστορια

Η ίδια είχε το σχήμα του σταυρού, δύο ευκάλυπτους στο κέντρο της και ένα συρματόπλεγμα για περίφραξη. Και γύρω της είχε ένα συνεργείο με ρουλεμάν, δύο καφενεία, δύο σουβλατζίδικα και ένα κωλόμπαρο. Αυτή ήταν η πλατεία Μερκούρη τρεις δεκαετίες πίσω. Το τελευταίο απομεινάρι της ήταν η παμπ Άβαλον που γκρεμίστηκε πριν λίγα χρόνια για να γίνει η αυλή ενός καφέ. «Το 1989. Ήτανε διαφορετική, πιο ήρεμη, πιο ήσυχη, είχε τα κλασσικά μαγαζιά. Δηλαδή τί είχε; Είχε δύο σουβλατζίδικα, δύο καφενεία. Αυτά. Ήταν καφενεία τότε, δεν ήταν εστιατόρια».1 «Εγώ το ΄74 έμενα στην πλατεία Μερκούρη και Δεινοχάρους, στον πρώτο όροφο. Ήμουν ενοικιαστής εκεί, έμενα με την οικογένειά μου. Ήταν μία εποχή καλή για την πλατεία σχετικά. Το ΄74 μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό. Είχε ζωή η πλατεία. Μαζεύονταν όλοι της περιοχής, το καφενείο αυτό γεμάτο, το καφενείο από την άλλη γεμάτο, ένα σουβλατζίδικο που ήταν

‘‘

εδώ ανέκαθεν δούλευε φουλ. Μάζευε πολύ νεολαία, δηλαδή της ηλικίας της δικιάς μου μέχρι 30-35 χρονών. Καθόμασταν το καλοκαίρι στο μπαλκόνι και δροσιζόμασταν. Δεν άκουγες τίποτα άλλο, “βρε μαλάκα” ο ένας, “βρε μαλάκα” ο άλλος. Ο μακαρίτης ο γέρος μου, "ρε παιδί μου, τί γίνεται σε αυτή την πλατεία; Ποιά είναι; Η πλατεία μαλάκα"; Και την ονόμασε πλατεία μαλάκα».2 Στα καφενεία της πλατείας Μερκούρη συχνάζει η γειτονιά γύρω από αυτήν, άντε μέχρι και την πλατεία Φιλοπάππου. Στα καφενεία της Τρώων συχνάζουν οι Ασυρματιώτες, οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Τα καφενεία είναι χωρισμένα. Των πιτσιρικάδων, των οικοδόμων. «Εδώ δεν είχαμε [σ.σ. νέους]. Κάπους ηλικιωμένους. Κανέναν πιο νέο είχε απέναντι το άλλο καφενείο. Που να τους δει να κυκλοφορούν, στο Θησείο πηγαίνανε, δεν είχε εδώ κάτι. [...] Πρώτα-πρώτα δεν έμπαινε γυναίκα. Όταν ήθελε μια γυναίκα να ζητήσει τον άντρα της ερχόταν και φώναζε εμένα στην πόρτα. Να τον φωνάξω να βγει. Ήταν άβατο για τις γυναίκες».3 «Εδώ που είναι η Κάππαρη υπήρχε ένα γραφικότατο καφενεδάκι. Η κυρά-Μαρίνα. Είχε μέσα στη σειρά τα βαρέλια, έχει γυριστει με τον Βέγγο ένα έργο, δεν το

θυμάμαι πώς λεγόταν. 7 τόνους κρασί. Τον είχα πελάτη και μου είπε τους 7 τόνους. Εδώ πιο πάνω στο οικόπεδο που είναι άδειο πούλαγε πάγο αυτός. Και ο Δερβιώτης είχε μία ταβέρνα, εδώ απέναντι από τον φούρνο. Μιλάμε για Μπιθικώτση να τραγουδάει να γυρίζουν ταινία [...] Η πλατεία πριν γίνει έτσι, τα μαγαζιά είχαν πολύ τζόγο. Για να καταλάβεις και εσύ ότι τότε συντηρούνταν από τον τζόγο και από τους καφέδες».4 «Και αν σε πάω πιο πίσω στο ‘65, ένας παράδεισος. Γεμάτα τα καφενεία. Μύριζες το κοκορέτσι στα καφενεία, τη μυρωδιά εκείνη που δεν θα την βρεις ποτέ. Μας τα μοίραζαν πάνω στην λαδόκολλα, μια απίστευτη πλατεία. Όλοι οι μπεκρήδες οι παραδοσιακοί, δεν άκουγες κιχ. Δηλαδή ένα φοβερό πράγμα».5 Κάποιες φορές σε παρεάκια της πλατείας θα ακούσεις καλά λόγια για εκείνον τον χρυσό, άγνωστο, αρχιτέκτονα που έφτιαξε τα σχέδια της πλατείας με αυτόν τον τρόπο που την βλέπουμε σήμερα. Με παρτέρια να την οριοθετούν περιφερειακά και τέσσερις γωνιακές εισόδους σε αυτήν. Προφανώς και δεν το είχε στο μυαλό του, αλλά χάρη σε αυτόν σήμερα η πλατεία είναι «προστατευμένη» από τα τραπεζοκαθίσματα των γύρω μαγαζιών. Πώς ήταν νωρίτερα όμως; «Ήταν με το συρματόπλεγμα, έφυγε το συρματόπλεγμα. Είχε δύο τεράστια δέντρα μέσα εδώ. Είχε ευκάλυπτους. Είχε άλλη ρυμοτομία, ήταν σταυρός, ήταν διαφορετικά το πέρασμά τους. Από τότε που γνώρισα τον κόσμο, που έβγαινα στην πλατεία. Είχε δύο τεράστιους ευκάλυπτους τους οποίους τους καθαρίσανε. Τον λόγο δεν τον ξέρω... Θα σου πω εγώ τον λόγο. Βλέπεις τα καλώδια που

Και η χούντα είχε κάνει κάτι εδω μέσα. Είχανε βάλει την πλάκα και ψάχνανε ποιός την έσπασε. Επί χούντας είχανε βάλει το πουλί, ξέρεις... Μία νύχτα χάθηκε και έγινε εδώ της πουτάνας από μπάτσους, ψάχνανε να βρούνε ποιος. Τελικά το είχε πάρει κάποιος γνωστός και την είχε πάει επάνω στην Δεξαμενή και την είχε σπάσει σε ένα βράχο, της έδωσε μία. Αλλά είχανε φαγωθεί ποιός πήρε... Αλλά γινότανε εδώ ο χαμός. Ποιός την είχε πάρει. Ελλάς-ελλήνων-χριστιανών. [...] Ε, βέβαια. Εδώ σου μιλάω μέσα στο πράγμα αυτό ερχόταν ο άλλος με το κόκκινο γαρύφαλο και φώναζε μαντέψτε τί ψηφίζω. Εδώ, μέσα στην πλατεία. Και είχε λίγο καιρό μπάτσους και είχε πολλούς που δεν έδιναν σημασία γιατί ήξεραν ότι εδώ δεν θα περάσει. Οι περισσότεροι, όσους βρίσκανε μαλακούς ήταν για μέσα κατευθείαν.

’’ Στέφανος, κάτοικος Α. Πετραλώνων

40


περνάνε της ΔΕΗ; Τους πυλώνες που έβαλε; Ε, επειδ μπλκανε στα καλώδια της ΔΕΗ».6 «Το ‘94 ήτανε μέσα, μαζεμένη ήταν η πλατεία. Δεν ήταν όπως είναι τώρα. Μια μικρή πλατειούλα ήτανε. Τα δέντρα ήτανε, μόνο τα δέντρα. Μέσα ήτανε χώμα, η πλατεία ήτανε χώμα μέσα. Τότε τα φτιάξανε το ‘96-’97 κάπου εκεί [...] καθόσουν εκεί και έβλεπες ως το Φιλοπάππου, δεν υπήρχανε αυτά τα κτίρια. Υπήρχαν κανα δύο εκεί, αλλά έβλεπες κανονικά Φιλοπάππου [...] Το σχήμα της πλατείας ήταν κάπως διαφορετικό από τώρα. Περνούσες κάπως διαφορετικά. Δηλαδή στο κέντρο είχε το διάζωμα από εδώ και το διάζωμα από εκεί. Το κόψανε μετά. Το κάνανε γωνίες».7 Τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90 που η πρέζα θερίζει στις γειτονιές η Μερκούρη είναι ο τόπος όπου οι πετραλωνίτες βλέπουν τα δικά τους παιδιά να μετατρέπονται σε σκιές. Τα φώτα των γύρω καφενείων κλείνουν νωρίς. «Άρχισαν τα ναρκωτικά. Από το ‘80 περίπου μέχρι που εξελιχθήκανε τα ναρκωτικά. Είχαμε ορισμένους εδώ μέσα οι οποίοι ήταν παραδοσιακοί χρήστες οι οποίοι πήγανε αδιάβαστοι, γειτονόπουλα βέβαια. Τα οποία ήταν σημείο επαφής και με άλλους χρήστες και η πλατεία μέσα μετά τις 12-1 π.μ., εγώ θυμάμαι το ‘84 που άνοιξα η πλατεία μέσα να έχει σύριγγες καρφωμένες πάνω στα δέντρα. Ο δήμος τις ξεκάρφωνε. Όπως και εδώ από πάνω, στου Φιλοπάππου. Μετά εξελιχθήκανε τα ναρκωτικά και φύγανε οι σύριγγες, φύγανε και αυτά τα άτομα από εδώ πέρα .

Πεθάνανε [σ.σ. αυτά τα άτομα]. Ήταν συμμαθητές μας, γειτονόπουλα, τα οποία κινούσανε τα νήματα. Μιλάμε πριν το ‘90. Και στην εποχή που υπήρχανε τα ναρκωτικά και ξέραμε ότι κινούνταν οι χρήστες και όλα αυτά, εγκληματικότητα δεν είχαμε. Παρόλο που ήταν ερημιά και το βουνό ήταν δίπλα. Ούτε και τώρα, τίποτα ιδιαιτερο».8 Αλλά και μία δεκατία πριν η πλατεία δεν ήταν παρά ένας έρημος τόπος. «Όταν ήρθαμε ήταν ερημιά γενικότερα η περιοχή, δηλαδή το απόγευμα και μετά ήτανε χωριό τελείως. Δεν έπαιζε κινητικότητα ιδιαίτερη, φαντάσου ήμασταν με τον Χριστόφορο κι ένα φίλο και φτιάχναμε, χτίζαμε εκεί κάτι κάναμε και μπήκαμε μεσημέρι και βγήκαμε απόγευμα εκείνη την ώρα που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και είχε γίνει έγκλημα και δεν είχαμε πάρει χαμπάρι, μαχαίρωμα και είχε έρθει ένας και είχε βάλει ταινίες και λέμε τι έγινε».9 Πλάι στην πρέζα και ένα κωλόμπαρο, η παμπ Άβαλον. « Άνοιξε το ‘80. Έκλεισε το ‘95. Σε τέτοια μαγαζιά... Γινόταν διακίνηση, όλοι το βλέπαμε, ανεβαίνανε στα μηχανάκια. Μια φορά το πετύχαμε με τον Σπύρο –θυμάσαι; – μία ρουμάνα... Την είχε πλακώσει στα χαστούκια ο άλλος και ήρθε στο φαρμακείο μπροστά εκεί πέρα. Της λέω, τί έχεις βρε κοπέλα μου, της είχανε κρατήσει το διαβατήριο, δεν της δώσανε φράγκο και την πήραμε και την πήγαμε... Είχανε πλάτες, ήτανε διάφοροι μπερδεμένοι μέσα. Και ο νόμος. Οι κοπέλες ερχόντουσαν σε μένα για διάφορα προβλήματα, κολλάγανε, μιλάγαμε...».10

1. Κώστας, φαρμακοποιός, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 2. Στέφανος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 3. Χαρίκλεια, καταστηματάρχης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 4. Κώστας, φαρμακοποιός, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 5. Στέφανος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 6. Στέφανος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 7. Ανδρέας, καταστηματάρχης, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 8. Κώστας, φαρμακοποιός, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 9. Τάκης, καταστηματάρχης, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 10. Κώστας, φαρμακοποιός, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

41


κρασί από τον Βαγιάτη. Ήταν άνθρωποι που πίνανε συνεχώς, το κρασί δεν τους έλειπε. Και μαθαίναμε πιο ήταν το πιο αστέρι κρασί. [...] Ήταν οικογενειακό το περιβάλλον. Δηλαδή δεν θα έβρισκες άνθρωπο... Σήμερα μπορεί να βρεις έναν άνθρωπο να σου πει “το καλύτερο κρασί το έχει αυτός” και να πάς και να είναι πετρέλαιο. Τότε δεν υπήρχε, ήταν διαφορετικά τα πράγματα».24 «Όταν γίνεται η πολυκατοικία απομακρύνονται οι άνθρωποι. Τα παλιά Πετράλωνα με τις μονοκατοικίες ήξερε ο ένας τον άλλον, βαριόμουνα να χαιρετάω τον κόσμο. Στη διαδρομή προς το σπίτι πλησιάζοντας έναν δύο δρόμους, άρχιζα να χαιρετάω. Όπως σου είπα ήτανε χωματόδρομοι και ο κόσμος έβγαινε έξω με καρέκλες ή σκαμνάκια σχεδόν σε κάθε σπίτι όταν ήταν καλή η μέρα και μετά χαιρετούσες, δεν μπορούσες να περάσεις χωρίς. Αλλά ήξερες όλον τον κόσμο, αν γινόταν κάποιο επεισόδιο αμέσως τρέχανε από δεκαπέντε σπίτια, να δουν τι γίνεται, τους χωρίζανε. Γινόντουσαν επεισόδια, σαν άνθρωποι εκεί που σήμερα μπορεί να σκοτώσει κάποιος κάποιον, εκείνη την εποχή τους προλαβαίνανε. Υπήρχε κοινωνική αλληλεγγύη, υπήρχε ασφάλεια τότε, κοιμόμασταν στην αυλή το καλοκαίρι. Σήμερα διπλοκλειδωνόμαστε, βάζουμε σύρτες».25 Αυτές οι σχέσεις σήμερα έχουν διαφορετικό τρόπο έκφρασης, ίσως πιο μοριακό και μάλλον εντοπίζονται χωρικά στην μικροκλίμακα σημείων της συνοικίας όπου κατοικούν κατά βάση οι παλιοί πετραλωνίτες. «Έξω από την πόρτα εδωπέρα είναι όλο πιτσιρίκια, είναι σας το στέκι τους. Τώρα άμα δεις μας έχουν αφήσει σημείωμα για καλά Χριστούγεννα. Αράζουν στα σκαλάκια εδώ απ έξω. Ναι χαιρετιόμαστε, τα βλέπουμε να μεγαλώνουνε, μας βλέπουνε να μεγαλώνουμε , είναι ωραία. Και με τα ονόματά μας χαιρετιόμαστε, είναι πολύ ωραίο».26 «Σε αυτόν το δρόμο που μένουμε, υπάρχει μια παρέα μεγάλη παππούδων, οι οποίοι βγαίνουν έξω από το σπίτι. [...] Είναι Αρκάδων [σ.σ. ο δρόμος]… όταν έχει καλό καιρό [σ.σ. οι παππούδες] βγάζουν την καρεκλίτσα απέξω από το σπίτι, και κάθονται και μαζεύονται παρέες στο πεζοδρόμιο και είτε παίζουν τάβλι, είτε μιλάνε. Αυτό για μένα είναι μια φοβερά καλή εικόνα και με καθησυχάζει τρομερά. [...] Ναι, περνάς ας πούμε, λες καλημέρα. Ξέρεις έτσι ότι οι παππούδες δεν είναι ο καθένας κλεισμένος στο σπιτάκι του απέναντι από την τηλεόραση, αλλά μαζεύονται παρεάκια και μιλάνε…

[...] ήταν ένας από τους λόγους που ήθελα να έρθω σε αυτή τη γειτονιά. Γιατί σκεφτόμουν και γω τον παππού μου. [...] Θα μου στοιχίσει πολύ [σ.σ. αν σταματήσουν να μαζεύονται]. Σκέφτομαι ότι θα παίρνω τη καρέκλα να βγαίνω εγώ απ' έξω».27

24. Σπύρος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 25. Νίκος, κάτοικος Κ. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 26. Μαρία, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

Γ. Αντιθέσεις εντοπιότητας

27. Κορίνα, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

Η πιο ακραία έκφραση αυτής της αντίθεσης είναι ο τοπικισμός, ο οποίος λειτουργεί σαν καταφύγιο άμυνας και επίθεσης συνάμα. Στις συχνές αντιπαραθέσεις μεταξύ επιχειρηματιών της διασκέδασης και κατοίκων, ένα από τα τετριμμένα επιχειρήματα (;) των πρώτων είναι ότι αυτοί που διαμαρτύρονται είναι «ξένοι», μη πετραλωνίτες, και «εμείς», οι πετραλωνίτες δεν μπορεί να κατηγορούμαστε ότι θέλουμε το κακό της γειτονιάς όπου μεγαλώσαμε. Γύρω από αυτή την επιχειρηματολογία συσπειρώνεται είτε ένας συγγενικός κύκλος των ντόπιων επιχειρηματιών της διασκέδασης είτε όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν μία προσοδική σχέση μαζί τους. Ο τοπικισμός γίνεται ιδεολογία η οποία αναζητά «εχθρούς» για να μπορεί να τροφοδοτείται, η γειτονιά θεωρείται τσιφλίκι και κατ΄επέκταση ο ντόπιος βρίσκει πεδίο άσκησης εξουσίας. Είναι αυτός που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε διάφορα θέματα είτε αφορούν τον θόρυβο ενός μπαρ που ενοχλεί, είτε αφορούν διάφορες προστριβές σε μικροκλίμακες καθημερινότητας στις πολυκατοικίες, στον δρόμο, στα καφενεία. Ο ντόπιος δεν κρίνεται στη βάση των πεπραγμένων του αλλά στη βάση του τόπου, ο οποίος λειτουργεί σαν μια ενοποιητική ταυτότητα που απαιτεί ανοχή και αναγνώριση καλών προθέσεων. Ο τοπικισμός αγνοεί σκόπιμα την πραγματικότητα του εδώ και τώρα, την πραγματικότητα της γειτνίασης, καθώς σε διαφορετική περίπτωση τα γυάλινα πόδια πάνω στα οποία στέκει θα γκρεμιστούν με έναν πάταγο. Ο «ξένος» θα πρέπει –γυμνός από λαλιά και άποψη– να πληρώνει το (υπετιμημένο αρκετές φορές) ενοίκιό του στους ντόπιους ιδιοκτήτες και να καταναλώνει στην τοπική αγορά συντηρώντας την σε καιρούς οικονομικής κατήφειας και σε κάποιες περιπτώσεις επεκτείνωντάς την (π.χ. σουβλατζίδικα). «Νομίζω ότι είχανε μία αίσθηση τα Πετράλωνα ότι ανήκουν σε αυτούς που μένουν εδώ, δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την ιδιοκτησία των σπιτιών ή

28. Μαρία, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 29. Χαρίκλεια, καταστηματάρχης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.


με την παλαιότητα, αν έχουν ζήσει/γεννηθεί εδώ . Το οποίο τώρα σπάει αναγκαστικά, γιατί και αυτοί πουλάν τα σπίτια τους ή τα νοικιάζουνε για μπαρ, είναι και λίγο..απ τη μια δεν αρέσει απ την άλλη μπαίνουν κι αυτοί σ αυτό, κάποιο μέρος των ανθρώπων αυτών, σ αυτή τη διαδικασία να δώσουν τα σπίτια τους πιο ακριβά ή να δώσουν τα ισόγεια για μαγαζιά».28 «Εν τω μεταξύ οι παλιοί δεν ενοχλούνται. Εμείς είμαστε πολλά χρόνια εδώ, το ανοίξαμε από το ‘76. Οι απο πάνω ή από δίπλα δεν έχουν τηλεφωνήσει ποτέ στην αστυνομία. Τηλεφωνεί μία από εδώ απέναντι που πήρε το οικόπεδο πριν 10 χρόνια και ενοχλείται. Της είπα και εγω μια μέρα, ήρθες και μας βρήκες. Όταν πας σε μία πλατεία ξέρεις που πας...».29 Μόνο η εθελοτυφλία μπορεί να δικαιολογήσει την άποψη ότι ο μη πετραλωνίτης είναι το πρόβλημα της γειτονιάς, τη στιγμή που η Αθήνα γιγαντώνεται χωροταξικά, η καθημερινότητά μας κυλά με φρενήρης ρυθμούς και οι κοινωνικές σχέσεις διαμεσολαβούνται από τη σχέση εμπόρευμα, μία σχέση που αναζητά νέα ]πεδία αναπαραγωγής της. Επιπρόσθετα, η εστίαση στην εντοπιότητα αποπροσανατολίζει τη συζήτηση από το εάν τελικά εκτοπίζονται κάτοικοι της περιοχής λόγω της βιομηχανίας της διασκέδασης.

Δ. Ακίνητα Δ1. Αναζητώντας το άλλο μισό του νόμου της ζήτησης Ανοίγοντας μία συζήτηση για το ύψος των ενοικίων στα Πετράλωνα θα πρέπει να ξεκινήσουμε με μία παραδοχή που είναι γνωστή και στη σχετική πιάτσα. Ότι αυτή τη στιγμή είναι δυσεύρετα τα σπίτια ή τα διαμερίσματα τα οποία διατίθενται προς ενοικίαση ή πώληση. Αυτή η «σπανιότητα», αυτή η έλλειψη από τη μία και η μεγάλη ζήτηση από την άλλη, είναι που τραβάνε και τις τιμές προς τα επάνω. Οι αρχικά θαμώνες των μαγαζιών σύντομα θα γίνουν (ή θα επιδιώξουν να γίνουν) και κάτοικοι της περιοχής. Τα ίδια υποκείμενα που καταναλώνουν το εναλλακτικό και νεολαιΐστικο lifestyle, την ίδια στιγμή το παράγουν κιόλας. Η πλατεία Μερκούρη γίνεται νεολαιΐστικος χώρος συνάντησης και αράγματος, αρχικά ως προέκταση των μαγαζιών που βρίσκονται τριγύρω και από ένα σημείο και έπειτα, όταν αρθρώθηκαν οι πρώτες κριτικές απέναντι στη βιομηχανία της διασκέδασης, ως ένας αυτόνομος τόπος. «Μαζευτήκανε πολλοί που θέλανε να μείνουν γύρω από την πλατεία. Οπότε υπήρξε ζήτηση. Και όταν υπάρχει ζήτηση...


δηλαδή ένα δυάρι που νοικιάζεται στα Κάτω Πετράλωνα δύο κατοστάρικα εδώ το βρίσκεις με δυόμιση και τρία. [...] Πάρε την Αρκάδων που την ξέρω εγώ».30 «Ανεβήκανε οι τιμές, τιμές εξωφρενικές. [...] Υπήρξανε οι άνθρωποι που λένε τώρα είναι ευκαιρία να τα πάρουμε, υπήρξανε και οι άνθρωποι που με το που κάνανε αυτή την κίνηση, αφού υπάρχει ζήτηση λέει πόσο θα το έδινα, 100, ε, τώρα θα το δώσω 200. Και το έδινε τόσο και μετά ψαχνόταν να μαζέψει τα ενοίκια, να κάνει και να ράνει».31 Γιατί, όμως, υπάρχει αυτή η χαμηλή προσφορά σπιτιών; Τα Πετράλωνα ως μία από τις παλιές συνοικίες της Αθήνας κουβαλάνε στην καμπούρα τους και διάφορες ιδιαιτερότητες: σπίτια χτισμένα

από παλιά τα οποία δεν έχουν χρέη δανειοδότησης, νεότερα σπίτια τα οποία είναι επιβαρυμένα με δάνεια τα οποία ξεπερνούν την εμπορική αξία τους και επομένως δεν αξίζει να πουληθούν και μονοκατοικίες που μαραζώνουν στο περιθώριο κληρονομικών αντιδικιών. Με βάση τις τιμές των ενοικίων θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τη γειτονιά σε διάφορες ζώνες. Τα Κάτω Πετράλωνα απορροφούν όσους και όσες αδυνατούν να βρουν σπίτι στα Άνω. Παρακάμπτεται η επί δεκαετίες οριοθέτηση της γειτονιάς από τις γραμμές του ηλεκτρικού και τίθεται μία νέα οριοθέτηση -αυτή του εμπορεύματος και του εναλλακτικού lifestyleστην Ηούς.32 Όσο ανεβαίνουμε προς του Φιλοπάππου, με σημείο εκκίνησης την

30. Σπύρος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό 31. Κώστας, ιδιοκτήτης του μαγέρικου «Ο Οικονόμου», συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 32. Κόσμο απορροφούν και γειτονιές γύρω από τα Πετράλωνα, όπως ο Ταύρος και το Θησείο.

ΠΕ ΤΡΑΛΩΝΑ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΓΟΝΕ Ι Σ

Μπορεί ο (παραφρασμένος, από το σχετικό περιοδικό που απευθύνεται σε νέους γονείς) τίτλος να φαίνεται ολίγον χαριτωμένος, αντικατοπτρίζει ωστόσο την καθημερινότητα της γειτονιάς. Νέοι και νέες γονείς με τα παιδιά τους να αράζουν και να παιχνιδίζουν στο δημόσιο χώρο, να γεμίζουν τη μοναδική παιδική χαρά στο πάρκο Βουτιέ, να φτιάχνουν έναν κοινωνικό κύκλο ο οποίος γίνεται έντονα ορατός και έχει τη δικιά του αυτόνομη συμβολή στο εναλλακτικό χαρακτήρα των Πετραλώνων. «Το ότι οδηγήθηκε κόσμος ο οποίος ερχόταν για βόλτα στην περιοχή να του άρεσε η περιοχή και να πάρει τηλέφωνο σε κάποιο μεσιτικό για να βρει σπίτι, ναι, αυτό συνέβη. Αλλά δεν ήταν τόσο αυτό που άλλαξε ραγδαία την πληθυσμιακή σύσταση της περιοχής. Κυρίως ήταν οι ζητήσεις από νέες οικογένειες λόγω της προσβασιμότητας και της ποιότητας ζωής».1 «Νομίζω πως είναι πολύ ωραία γειτονιά για παιδιά. Δεν θα φοβόμουνα ας πούμε να στείλω το μεγάλο μου το γιό να πάει σε ένα φίλο

του με τα πόδια μόνος του κάπου, εκτός ας πούμε με το τρόλεϊ που είναι λίγο μες τη μέση [...] Όσο πιο μικρά ήταν τα παιδιά, που ξημεροβραδιαζόμασταν στο Βουτιέ, ήταν πολύ ωραίο το ότι δεν χρειαζότανε να παίρνεις τηλέφωνο αν θα πας, δεν θα πας. Πάντα έβρισκες κάποιον με παιδιά που γνώριζες. Δεν ήταν τόσο φίλοι μου, αλλά γινόντουσαν παρέες επειδή όλοι από ανάγκη τα παιδιά τους τα πήγαιναν εκεί και έτσι πάντα ήξερες ότι κάποιον θα βρεις και μόνος σου να πας».2 «Υπήρξε η γειτονιά λίγο μονόδρομος από τις γειτονιές πέριξ του κέντρου. Γιατί αρχίζεις και σκέφτεσαι λίγο διαφορετικά, σκέφτεσαι πώς θα κυκλοφορήσεις με ένα καρότσι, και όταν πιάσεις το καρότσι στα χέρια καταλαβαίνεις ότι ορισμένες γειτονιές του κέντρου είναι απροσπέλαστες, π.χ. τα Εξάρχεια. [...] Παρόλο που δεν έχει καλές παιδικές χαρές. Έχει μία εδώ πάνω [σ.σ. Βουτιέ] και έχει και μία παντελώς εγκαταλελειμμένη που εγώ την ονομάζω σκυλίσια χαρά, γιατί πηγαίνουν όσοι έχουν σκύλους, δεν πάνε παιδάκια,

στην Τρώων, στην Δεξαμενή. Στην πραγματικότητα έχουν όλες αυτές οι οικογένειες αυτή την παιδική χαρά, αλλά επειδή είσαι δίπλα στου Φιλοπάππου, έχει πράσινο, μπορείς να πας με τα πόδια στο Θησείο... Αρχίζει και υπάρχει (σ.σ. μία κοινότητα). Και πάλι βέβαια μεταξύ συγκεκριμένων γονέων. Και εμείς θα επικοινωνήσουμε με αυτούς που ταιριάζουμε περισσότερο. Είναι οι παλιοί πετραλωνίτες και τα παιδιά τους, είναι λίγο πιο λαϊκοί, και είναι και πιο καινούργιοι που για κάποιο λόγο έχουν δουλέψει εδώ, έχουν περισσότερες ανησυχίες. Υπάρχει και ένα σχολείο εδώ, το “Waldorf”. Υπάρχει μία δομή που την έχουν φτιάξει γονείς και ακολουθούν το σύστημα “Waldorf”. Είναι στην λογική των ελευθεριακων σχολείων. Αυτή τη δομή την τρέχουν νέοι γονείς. Αυτή πρόσφατα στεγάζονταν στο σπίτι ενός από τους γονείς – σαν παιδικός σταθμός είναι αυτό, πέρυσι ήταν στο “Νήμα” στην Αιολέων και φέτος νοικιάσανε ένα χώρο στον Βοτανικό, απομακρύνθηκε. Ψάχνονται πολύ να

έρθουν εδώ στη γειτονιά. Αυτό ξεκίνησε σαν πρωτοβουλία γονέων από τα Πετράλωνα. Είναι 13 παιδιά. Εμείς δεν έχουμε πάει εκεί γιατί δούλευα και δεν είχα χρόνο, είναι εντελώς αυτοοργανωμένο. Είχαν κάποιες ώρες τα παιδιά με κάποιο κόστος, πληρώνονται οι δύο δασκάλες. Καθαρίζουν οι γονείς, έχει συνελεύσεις. Συνελεύσεις γονέων για τη λειτουργία και με τις δασκάλες. Τα παιδιά, το μεγαλύτερο πέρυσι ήταν τεσσάρων. Έχει να κάνει πραγματικά με τους γονείς, τους ανθρώπους που επέλεξαν να έρθουν και να κάνουν οικογένεια εδώ πέρα. Δεν αφορά τους παλιούς πετραλωνίτες».3

Σημειώσεις 1. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 2. Κορίνα, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 3. Κική, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.


33. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 34. «Δεν υπάρχει φυσιολογική τιμή για την Τρώων. Εδώ ο ορισμός της ευκαιρίας είναι η ύπαρξη του ακινήτου και θα βρεθεί κάποιος να δώσει αυτά τα χρήματα. Αν ήταν στην Δημοφώντος θα νοικιαζόταν 100 ευρώ». Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

Ηούς, τα ενοίκια ανεβαίνουν σχηματικά 10 ευρώ ανά δρόμο. «Ένα σπίτι με 3 υπνοδωμάτια, με αυτόνομη θέρμανση, με πάρκινγκ και αποθήκη στο κομμάτι που είναι Δημοφώντος και πάνω 700 ευρώ μπορεί να νοικιαστεί πολύ έυκολα και να θεωρηθεί και χαμηλή τιμή. Πέριξ της πλατείας Μερκούρη και μέχρι τα προσφυγικά. Το ίδιο σπίτι κατεβαίνοντας από την Δημοφώντος πάει στα 600 ευρώ και πλησιάζοντας προς Χαμοστέρνας εκεί η τιμή μπορεί να γίνει 500 ή 550 ευρώ. Πάλι θα βρεθεί κάποιος να τα δώσει γιατί πάλι είναι Α. Πετράλωνα, πάλι είναι μικρες οι αποστάσεις. [...] Ένα τέτοιο σπίτι [σ.σ. δυάρι των 70 τ.μ.] νοικιάζετε 300 ευρώ εφόσον είναι σε καλή κατάσταση. Αν είναι αξιοπρεπές σε καλή κατάσταση το σπίτι και το διαμέρισμα καθαρό, όχι βαμμένο, περιποιημένο, να ανοιγοκλείνουν οι ντουλάπες, συντηρημένο, πάει 300 ευρώ τουλάχιστον. Στα Α. Πετράλωνα σε αυτό το κομμάτι. Και 350 και 380 μπορεί να πάει. Αντίστοιχη τιμή στα Κ. Πετράλωνα την πιάνει πολύ δύσκολα. 300, 320 είναι το πάνω όριο στα Κ. Πετράλωνα. Ενώ το 300-320 είναι το κάτω όριο. Προς τις γραμμές του τρένου το ενοίκιο στο ίδιο σπίτι πάει 320-330. Δηλαδή όσο ανεβαίνουμε προς τον λόφο ανεβαίνουμε 10 ευρώ τον δρόμο, να στο

πω χοντρικά. Από Θεσσαλονίκης ανεβαίνοντας, 300 ευρώ Θεσσαλονίκης, 310 Τριών Ιεραρχών, να στο πω έτσι χοντρικά για να γίνει πιο κατανοητό».33 Στους δρόμους γύρω από την πλατεία Μερκούρη –τη νέα πιάτσα της περιοχής– και στην Τρώων –την παλιά πιάτσα που εξελίχθηκε και γιγαντώθηκε– τα ενοίκια συχνά παιχνιδίζουν με την λογική. Αγγελία του περασμένου Γενάρη έγραφε για ανακαινισμένη ημιυπόγεια γκαρσονιέρα στην οδό Τρώων, 25 τ.μ., τιμή ενοικίασης 250 ευρώ. Δηλαδή 10 ευρώ το τετραγωνικό!34 Η έρευνα έδειξε ότι οι επαγγελματικοί χώροι πέριξ της πλατείας διατηρούν ένα λογικό, ενοίκιο. Το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαγαζιών προϋπήρχανε είναι ένας βασικός παράγοντας. Ένας άλλος, πιο περιπτωσιολογικός, είναι η συγγενική σχέση που μπορεί να υπάρχει μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή, θέτοντας διαφορετικούς όρους στις διαπραγματεύσεις για τα συμβόλαια ενοικίασης. Για την Τρώων δεν καταφέραμε να συγκεντρώσουμε συγκεκριμένα στοιχεία, τα στόματα ήταν πιο προσεκτικά. Κάποιες σκόρπιες αναφορές κατοίκων και καταστηματαρχών θέλουν τα ενοίκια εκεί να παραμένουν υψηλά.


Δ2. Εναλλακτικές πλατφόρμες για εναλλακτικούς ανθρώπους Η Ακρόπολη αποτελεί έναν σταθερό τουριστικό προορισμό για όλους τους μήνες του χρόνου. Οι γειτονιές μας, συμπυκνώνοντας όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ήπιας διαβίωσης, δηλαδή μικρών αποστάσεων και συγκοινωνιακών επιλογών, αποτελούν και μία ιδανική επιλογή προσωρινής διαμονής για τους τουρίστες που έρχονται στην Αθήνα. Εάν τα οργανωμένα γκρουπ των ταξιδιωτικών πρακτορείων κατευθύνονται σε συγκεκριμένα ξενοδοχεία στο Σύνταγμα, στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι, τα Πετράλωνα, το Θησείο και το Κουκάκι θα προσελκύσουν μεμονωμένους τουρίστες. Η πλατφόρμα του Airbnb, της υπενοικίασης δηλαδή δωματίων ή ολόκληρων διαμερισμάτων για κάποιες ημέρες σε τουρίστες, έχει συνδράμει καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Οι γειτονιές μας έχουν να προσφέρουν κάτι ακόμα «εναλλακτικό». Αυτή τη φορά όχι στους ντόπιους νεολαίους, στους καλλιτέχνες ή στους χίπστερ αλλά σε εναλλακτικούς τουρίστες που αναζητούν εναλλακτικές διακοπές. Σε διάφορους σχετικούς ξενόγλωσσους οδηγούς και sites τα Πετράλωνα και το Κουκάκι εμφανίζονται ως προτάσεις με όλες τις σχετικές οδηγίες και συμβουλές.35 Και η ανέυρεση διαμερίσματος γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. «Η τάση της ενοικίασης, της αγοράς έχει ανοδική πορεία ειδικά την τελευταία διετία εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης από τον τουρισμό, πολλά σπίτια νοικιάζονται στο rbnb ή σε άλλες πλατφόρμες που νοικιάζουν τα σπίτια τους για τουριστικά καταλύματα, έχει ανοδικές τάσεις, οπότε ο κόσμος δυσκολεύεται πάρα πολύ να βρει σπίτι ή τα σπίτια είναι ακριβότερα από αυτά που μπορεί να σηκώσει ο μέσος όρος».36 Δεν είναι όμως μόνο το εναλλακτικό της υπόθεσης. Το Airbnb έχει ζεστά λεφτά, ικανά όχι μόνο να καλύψουν ολόκληρο το ενοίκιο ενός μήνα, αλλά να αποτελέσουν και ένα γρήγορο και σίγουρο εισόδημα για τον ιδιοκτήτη. Έτσι, διαμερίσματα τα οποία ξενοικιάζονται δεν θα συνοδευτούν από το γνωστό κίτρινο αυτοκόλλητο στην είσοδο της πολυκατοικίας, αλλά από την ηλεκτρονική καταχώρησή τους στην πλατφόρμα του Airbnb. «Εντάξει, αυτό μπορείς να το διαπιστώσεις απλά περπατώντας, είναι ελάχιστα τα ενοικιαστήρια σχετικά με άλλες περιοχές ας πούμε. Στον Πειραιά, ας

πούμε, είναι άπειρα τα ενοικιαστήρια, εδώ πολύ σπάνια».37 «Δεν έχουν την ίδια ζήτηση [τα Πετράλωνα] ή τις ίδιες αποδόσεις όπως έχει η Ακρόπολη ή το Κουκάκι. Σαφώς χαμηλότερο, χαμηλότερες τιμές αλλά παρόλο αυτά έχει ζήτηση. Ιδίως το κομμάτι των Α. Πετραλώνων και το κομμάτι των Κ. Πετραλώνων κοντά στις γραμμές έχει ζήτηση, αλλά όχι όπως το Θησείο. Η διανυκτέρευση για το άτομο μπορεί να είναι 10 και 15 ευρώ φθηνότερα [...] οι τουρίστες που έρχονται δεν τους απασχολεί μία παραπάνω στάση. Πάνε low badget τουρισμό, θα πάνε και λίγο πιο μακρυά προκειμένου να πληρώσουν λιγότερα χρήματα. Και δεν έχουν λιγότερα να προσθέσουν τα Πετράλωνα πέρα από το 1015 λεπτά ποδαρόδρομο ή τα 3 λεπτά με το τρένο από το Θησείο. Έχουν αρκετά να προσφέρουν τα Πετράλωνα σε διασκέδαση, σε περίπατο, σε πρόσβαση σε αρχαιολογικούς χώρους».38 Παγκόσμιες φάτσες κυκλοφορούν στα Πετράλωνα βλέποντας στο βλέμμα τους ότι κάπου, κάπως έχουν χαθεί. «Εγώ ξεκίνησα να το κάνω επειδή δεν έβγαινε το ενοίκιο και ήθελα να μαζέψω και λεφτά. Πήγε πάρα πολύ καλά, ήταν ένα σπίτι με πολύ καλή τοποθεσία για τους τουρίστες. Πολύ εύκολο, πιστεύω είναι σπίτι για rbnb [...] Την πρώτη χρονιά που ήμουν ψαρωμένη το είχα βάλει 18 ευρώ, την ημέρα το δωμάτιο. Την ίδια χρονιά όμως το πήγα στο 32, μετά στα 36. Τον δεύτερο χρόνο επειδή έβλεπα ότι πήγαινε καλά το έβαλα 50 ευρώ. Ήταν το 2014 και το 2015 [...] Σήμερα δεν θα το έβαζα παραπάνω από 50 ευρώ, λιγότερο μάλλον γιατί υπάρχουν αρκετά σπίτια που το κάνουν. [...] Το ένα καλοκαίρι που ήταν στο φουλ το σπίτι είχα βγάλει 1500 ευρώ».39 «Καλά, εμείς όσο το σκεφτόμασταν και μπαίναμε στην λογική και πριν γίνει ο χαμός με το rbnb σκεφτόμασταν να το βάλουμε λίγο ακριβά, 50-60 ευρώ την βραδυά. [...] Είχε γιγαντωθεί τόσο πολύ οπότε η προτεινόμενη τιμή από το rbnb ήταν 35 ευρώ, οπότε το βάλαμε 3035. Εντάξει ήταν. Και όμως υπάρχει τόσος ανταγωνισμός που σε πρώτη φάση δεν μπορούσαμε να το έχουμε ακριβά. Για να σε βγάλει το Airbnb μπροστά, για να φαίνεσαι, πρέπει να κινείται το πράγμα, να έχεις reviews, δεν είσαι στις πρώτες επιλογές. Επίσης, όντως Πετράλωνα και όχι Ακρόπολη ή Σύνταγμα θα πρέπει ο άλλος να τα ψάξει τα Πετράλωνα, να ανοίξει τον χάρτη και να έρθει προς τα εδώ. Εμείς ξεκινήσαμε Ιούνιο ή

35. Ένα από τα πιο πρόσφατα άρθρα είναι αυτό της Vogue, με τίτλο «Is this Athen's newest cool neighborhood?» 36. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 37. Αντρέας, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 38. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 39. Αθανασία, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 40. Κική, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 41. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 42. Κική, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.


Μάη, η πρώτη κράτηση ήρθε 20 μέρες, ένα μήνα μετά. Δούλεψε κάπως τον Ιούλιο, ελάχιστα τον Αύγουστο και αρκετά τον Σεπτέμβρη. Και μετά είχα μία καλή κράτηση από μία αμερικανίδα που δούλευε στον Ερυθρό Σταυρό και δούλευε στο Σκαραμαγκά στους πρόσφυγες, το κράτησε για 1, 5 μήνα μέχρι 10 Νοέμβρη, μας βόλεψε, και μετά το κλείσαμε».40 Εταιρείες ακινήτων συστήνονται, διαμερίσματα ή σπίτια νοικιάζονται, ανακαινίζονται και υπενοικιάζονται. Οι ίδιες ή άλλες εταιρείες αναλαμβάνουν τη συντήρηση και τον καθαρισμό των σπιτιών που είναι στην πλατφόρμα του Airbnb. Για τα μεσιτικά γραφεία ανοίγει ένας νέος προσοδοφόρος κύκλος εργασιών καθώς καλούνται να εξυπηρετήσουν όχι κάποιους μεμονωμένους ενοικιαστές που ψάχνονται αλλά ολόκληρες εταιρείες που αναζητούν κάποιες δεκάδες ή εκατοντάδες διαμερίσματα για να τα νοικιάσουν και να τα βάλουν στο Airbnb. Περισσότερα και πιο σίγουρα χρήματα. «Κάποιοι ψάχνουν κτίρια για να τα ανακαινίσουν. Να τα διαμορφώσουν σε μικρά διαμερίσματα, να μπορούν να τα νοικιάσουν. [...] Είναι πάρα πολλές. Υπάρχει και εταιρεία που διαχειρίζεται 200 ακίνητα. [...] Ναι υπάρχουν [σ.σ. και εδώ στην γειτονιά]. Όταν λέμε υπάρχουν εταιρείες που έχουν τα σπίτια δικά τους, τα νοικιάζουν αυτοί και τα νοικοιάζουν ή διαχειρίζονται το σπίτι σου. Και παίρνουν ένα ποσοστό επί του τζίρου. Κυμαίνεται το ποσοστό από 10-20%, παιρνάνε το σπίτι στην πλατφόρμα, καθαρά σεντόνια, βάζουν τα φρούτα, παραδίδουν τα κλειδιά, κάνουν τον καθαρισμό. Η ίδια εταιρεία μπορεί να έχει δικά της σπίτια αγορασμένα, δικά της νοικιασμένα που να τα υπενοικιάζει και άλλα που να τα διαχειρίζεται, σπίτια τρίτων [...] Οι τιμές συνήθως είναι 10-15% ακριβότερα από τις τιμές αγοράς. Όταν πάει η τάδε εταιρεία να νοικιάσει ένα σπίτι, θα το νοικιάσει 400 ευρώ και θα το δώσει 450. Μην φανταστείς ότι δίνουν τεράστια νούμερα, κατεβάζουν το κοστολόγιό τους. Και το βασικό τους κοστολόγιο είναι το νοίκι που πληρώνουνε. Εκτός αν είναι σούπερντούπερ σπίτι που είναι δίπλα στο μετρό, βλέπει Ακρόπολη...».41 Το Airbnb πέρα από μία καινούργια πλατφόρμα υπενοικίασης διαμερισμάτων ή δωματίων είναι και μία καινούργια σχέση. Μεσολαβείται από το εμπόρευμα, έχει επίδικο το εύκολο χρήμα μακρυά από τους παραδοσιακούς

τρόπους αναζήτησης και πρόσληψης σε μία δουλειά, επαναθέτει καινούργιους όρους στη σχέση του καθενός και της καθεμιάς με τον ιδιωτικό του χώρο και την ιδιωτικότητα του εαυτού του εν γένει. Η Κική μας λέει ότι «πρέπει να διαμορφώσεις κάτι που είναι δικό σου, προσωπικό, για να αρέσει στους άλλους –και εμείς δεν μένουμε εκεί μέσα, αλλά το βλέπουμε σε άλλους, αρχίζεις βάζεις πράγματα για να αρέσουν στους άλλους, θες να αρέσει σε αυτόν που θα έρθει να μείνει– είναι πολύ προβληματικό η λογική αυτή της οικονομίας του διαμοιρασμού. Ή είχαμε τα γενέθλια του Φώτη 1η Αυγούστου και έπρεπε να σκεφτούμε πώς δεν θα ενοχλήσουμε τους αμερικάνους που έμεναν από κάτω. Τελικά τους καλέσαμε. Και τώρα σκεφτόμουν ότι δεν θέλω να τους πω να έρθουν, δεν είχαμε αποκτήσει και κάποια σχέση».42 Πολύ διαφορετικά είναι τα πράγματα εκεί όπου δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ ιδιοκτήτη/ενοικιαστή και υπενοικιαστή.

Ε. Κατασκευάζοντας ταυτότητες. Free press και πόλη Για να δώσουμε μία απάντηση στο ερώτημα εάν τα Πετράλωνα τα «φτιάξανε» τα free press της πόλης προϋποθέτει να σκιαγραφήσουμε την ταυτότητά τους. Το πρώτο (η Athens Voice) εμφανίστηκε τον Οκτώβρη του 2003 και το δεύτερο (η Lifo) τον Δεκέμβρη του 2005. Με δωρεάν διανομή σε κάποιες εκατοντάδες σημεία μέσα στην πόλη (από σταθμούς του μετρό και του ηλεκτρικού μέχρι μπαρ) επαναχάραξαν τις καθημερινές διαδρομές των ανθρώπων της, μόνο και μόνο για να προμηθευτούν τις εφημερίδες κάθε Πέμπτη. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο από την αρχική έκδοσή τους τα τιράζ θα διπλασιαστούν, οι αναγνώστες σχεδόν θα τριπλασιαστούν, η διαφημιστική πίτα θα μεγαλώσει. Καταγράφονται στον χώρο των έντυπων εκδόσεων σαν εναλλακτικά πειράματα, με εκδότες ανθρώπους έμπειρους και συνεργάτες νέους, άπειρους, ανθρώπους καθημερινούς, της πόλης. Είναι μία καλή μαγιά για να μιλήσεις για την πόλη. Τα μάτια μερικών δεκάδων νεαρών συνεργατών, χωρίς να χρειάζεται να πάνε ντε και καλά μακρυά –αρκεί εκεί όπου κατοικούν–, γίνονται το εργαλείο για την πρώτη ύλη αυτών των εκδόσεων. Βιώματα μετατρέπονται σε κουίζ (π.χ. «πόσο


αθηναίος είσαι;», «πόσο extreme είσαι;», «πόσο fashion victim είσαι;») και φιγουράρουν στα –κάθε φορά– καλύτερα μέρη ή οδηγούς της Αθήνας (π.χ. «10 μέρη για φιλιά στην Αθήνα», «οι γεφυριστές, νυχτερινές βόλτες στις γέφυρες της Αθήνας», «διαδρομές του έρωτα στην Αθήνα», «χριστουγεννιάτικος οδηγός για πάρτυ άνιμαλς»). Οι αρχικές, αθώες, εμπνεύσεις που έδιναν εμπειρικό υλικό για πετυχημένα άρθρα σε λίγο καιρό θα αρχίσουν να επανεγγράφουν την ιστορία της πόλης.43 Η «μεγάλη μυστική Αθήνα που ως τώρα λούφαζε», όπως την χαρακτηρίζει ο Τσαγκαρουσιάνος κομπάζοντας για την επιτυχία της έκδοσής του, φωτίζεται μέσα από τις σελίδες των free press και νοηματοδοτείται, η ατομική εμπειρία, οι προσωπικές μνήμες γίνονται συλλογικά κεκτημένα χάνοντας την μοναδικότητά τους, το ατόφειο του άγνωστου. Αυτή η πόλη είναι ωραία γιατί σε κάθε γωνιά που θα στρίψεις κουβαλάς και το ενδεχόμενο της συνάντησης με το αναπάντεχο, το άγνωστο, το απρόβλεπτο (είτε είναι οι άνθρωποί της, είτε είναι τα ντουβάρια της). Και αυτό το αναπάντεχο έπαψε από ένα σημείο και έπειτα να αποτελεί ενδεχόμενο, αλλά έγινε μία δεδομένη πραγματικότητα (ακόμη και οι λακούβες της πόλης!) επειδή το έγραψαν τα έντυπα πόλης, μία πραγματικότητα την οποία πλέον ψάχνεις καταρχήν να την επιβεβαιώσεις και μετέπειτα να την καταναλώσεις. Εάν το ένα μισό αυτών των εντύπων είναι η (επαν)εγγραφή της πόλης ως σχέση, αναπόφευκτα το επόμενο μισό είναι οι ταυτότητες που παράγουν. Ο Γεωργελές στο editorial του πρώτου τεύχους της Athens Voice προσδιορίζει ποιός (πρέπει να) είναι ο αναγνώστης τους: «Η Αθήνα αλλάζει τα τελευταία χρόνια πιο γρήγορα από εμάς. Γίνεται μητρόπολη, μεγαλούπολη με πόλεις μέσα στη μεγάλη πόλη, πολύχρωμη, πολύγλωσση, αντιφατική, νεανική, ζωντανή. Ζει ήδη στον καινούργιο αιώνα. Σε λίγα χρόνια θα είναι η πρωτεύουσα της Μεσογείου, μία Μητρόπολη του Νότου. [...] Οι αναγνώστες της Athens Voice είναι οι πολίτες της νέας Μητρόπολης. Αυτοί που ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό, την πολιτική, την τέχνη και την τέχνη της καθημερινής ζωής. [...] Η Athens Voice δεν είναι μόνο ένας οδηγός για να ζήσεις αυτή την πόλη καλύτερα. Είναι και μία νέα συνθηματική γλώσσα που φέρνει σε

επαφή όσους ζουν αυτή την παράξενη πόλη που για πρώτη φορά αρχίζουμε να την αγαπάμε». Σαφέστατα. Η έκδοση της Athens Voice (πρέπει να) σηματοδοτεί τη χρονική στιγμή που αρχίζουμε να αγαπάμε την πόλη μας. Νωρίτερα μπορεί και να μη συνέβαινε, μπορεί και να συνέβαινε. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει ότι ο χρόνος αρχίζει να ξαναμετράει από τη στιγμή που το γράφει ο (κάθε) Γεωργελές. Γιατί γράφεται Εκεί. Το editorial του δεύτερου φύλλου της Lifo μιλάει για την Αθήνα. «Η ταχύτητα με την οποία το καινούργιο συνθλίβει και σαρώνει το παλιό. Ανελέητα και άδοξα. Κι εμένα μ΄αρέσουν τα γαλήνια πράγματα, ο Ορφανίδης με τον παστουρμά, οι γέροι με τις ποδιές στα ταβερνάκια -όλα αυτά που κλαδεύει η απληστία του μεγάλου χρήματος. Όμως ζω από περιέργεια. Θέλω να δω τα επόμενα. Και σιωπηρά σκέφτομαι (διότι αυτή η σκέψη είναι επικίνδυνη) ότι τα πραγματικά άξια πράγματα ξέρουν από μόνα τους να υπερασπίζονται τον εαυτό τους». Και εάν αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους; Μπορούν προφανώς να εξαφανιστούν, μπορούν να ασφυκτιούν μέσα στα καινούργια «πρέπει». Τα έντυπα και τα ιντερνετικά (π.χ. popaganda) περιοδικά πόλης ελαχιστοποιούν την περιέργειατου-επόμενου του Τσαγκαρουσιάνου. Δημιουργούν πραγματικότητες σε γειτονιές και προάστια της Αθήνας. Ανάμεσά τους και τα Πετράλωνα. Και το Κουκάκι. «Σε μεγάλο βαθμό [σ.σ. διαμορφώνουν τάσεις]. Αλλά σε συγκεκριμένους. Σε αυτούς που τα διαβάζουν. Είναι όπως το ποπαγάνδα. Ιντερνετικό free press. Αυτοί που έχουν το ποπαγάνδα οι δύο ήταν στην Athens Voice και οι άλλοι δύο στην lifo. Πήρανε ότι έμαθαν από εκεί και κάνανε την δική τους φάση. Αυτά όλα είναι περιοδικά πόλης. Αυτή είναι η ύλη τους. Ανοίγει κάτι και η Ποπαγάνδα πρέπει να το γράψει πρώτο για να προλάβει την Lifo ή την Athens Voice. Αυτός που το γράφει πρώτος κερδίζει, είναι ευτελούς σημασίας, αλλά είναι πολύ σημαντικό στο μεταξύ τους. Ποιός θα έχει την αποκλειστικότητα στο μπεργκεράδικο [σ.σ. που άνοιξε στην Μερκούρη]. Ποιός χέστηκε στην πραγματικότητα. Από την άλλη είναι πολλοί που τα διαβάζουνε, εμένα στο facebook μου έρχεται και το διαβάζω από περιέργεια. Και μετά μπαίνεις στην λογική να το δοκιμάσεις κιόλας λίγο [...] Όλα αυτά τα περιοδικά πόλης στην πραγματικότητα αφορούν ανθρώπους

43. Ακόμα και ο τίτλος «Lifo» αποτελεί μια τέτοια επανεγγραφή καθώς έτσι ονομαζόταν ένα γνωστό (και πολύ αξιόλογο) graffiti crew το οποίο υπήρχε από αρκετά χρόνια νωρίτερα. 44. Κική, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 45. Κώστας, ιδιοκτήτης του μαγέρικου "Ο Οικονόμου", συνέντευξη ήχου στο περιοδικό. 46. Αντιγόνη, δασκάλα χορού, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.


> Βουγιούκα Μάρω, Μεγαρίδης Βασίλης, 2009, Πετράλωνα. Μία συνοικία Άνω-Κάτω, Αθήνα: Φιλιππότη. > Λιβιεράτος Δημήτρης, 2011, Τα Πετράλωνα κάποτε, Αθήνα: Αμόνι. > Παπακώστας Γιάννης, 1991, Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. > Λυκογιάννη Σταυρούλα (Ρούλη), Η μελέτη της πόλης μέσα από την έμφυλη διάσταση της καθημερινότητας, διδακτορική διατριβή, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Ε.Μ.Π., 2005.

που είναι μεταξύ 35 με 45, ανθρώπους που βγαίνουν, κυκλοφορούν και θέλουν έναν οδηγό όπως το Αθηνόραμα –το οποίο καλά κρατεί– για να να λένε στους φίλους τους πήγα εκεί, πήγα εκεί. Και αυτό το χιπστεροκοινό. Αν πρέπει να το ορίσουμε κάπως. Δεν αφορούν τους γονείς μου, οι οποίοι ζουν χίλια χρόνια στην Νίκαια αλλά δεν θα τους επηρρεάσει αν άνοιξε το τάδε, θα πάνε την βόλτα τους, ούτε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό που ζει στην πόλη. Θα το έλεγα ότι είναι λίγο εσωτερικής κατανάλωσης. Έναν κύκλο που έχει την οικονομική άνεση να τα συντηρήσει όλα αυτά. Παρακολουθείς καθόλου instagram; Όλα αυτά το ένα φέρνει το άλλο. Πας κάπου, βγάζεις μία φωτογραφία, φαίνεται που είσαι, η μόδα δημιουργειται με πολλούς τρόπους. Ξεκινώντας από το ότι ανοίγει το μαγαζί, το γράφει κάποιος, το φωτογραφίζει ένας τρίτος. Αν το αναφέρει στο ίντερνετ ένας που έχει 1000 followers, άρα είναι επιδραστικός».44 Όποιος δεν χωράει στη γραμμή των αθρογράφων της πόλης απλά δεν υπάρχει. Ή δεν πρέπει να υπάρχει δημόσια. Δεν τίθεται θέμα διαπραγμάτευσης ή συζήτησης. Ο Κώστας μας διηγείται ένα περιστατικό: «Είχε κάνει ημερήσια εφημερίδα ένα ρεπορτάζ για τα Πετράλωνα. Και εγώ έφευγα το πρωί και με σταματάει μία κοπελίτσα δημοσιογράφος. Μου λέει, “συγνώμη έχετε την ταβέρνα του Οικονόμου”. “Ναι”, της λέω. “μπορείτε να σας κάνω κάποις ερωτήσεις, είμαστε από την τάδε εφημερίδα και κάνουμε ένα αφιέρωμα για τα Πετράλωνα. Πώς βλέπετε την ανάπτυξη των Πετραλώνων”; Και της λέω, “κοπέλα μου για εμένα δεν είναι ανάπτυξη αυτό, είναι υποβάθμιση”. Και μου λέει η κοπελίτσα, 25 χρονών, “ευχαριστώ, κατάλαβα, γεια

σας, γεια σας”. Δεν έδωσα σημασία, φέυγω. το βράδυ μου εμφανίζονται εδώ αυτή η κοπέλα, μία άλλη κοπέλα και ένας 50άρης. Λέει γεια σας κύριε. Να καθήσω; Καθήστε. Λέω, “εσείς με ειρωνευτήκατε το μεσημέρι”. Μου λέει, “ξέρεις κάτι, πήγα στην εφημερίδα και είδα τον αρχισυντάκτη και μου λέει δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ δημοσιογράφος”. Και είχε έρθει με τον επικεφαλής της. Και μου λένε, “είναι δυνατόν; Βρήκες έναν άνθρωπο που σου λέει ότι αυτό που εσύ θεωρείς ανάπτυξη αυτός δεν τον θεωρεί, και αντί να τον ρωτήσεις, μια διαφορετική γνώμη... Και με στείλανε....”. Ήταν και ο υπεύθυνος. της λέω, “λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας δώσω συνέντευξη και ούτε καν να με αναφέρετε, σίγουρα θα βγάλετε ένα έκτρωμα για τα Πετράλωνα”. Όπως κάνανε ένα έκτρωμα για τα Πετράλωνα. Ένα δισέλιδο και βάλανε μέσα φωτογραφία τον “φασόλια”, ο γραφικός των Πετραλώνων. Τον Νικολάκη, ένας που γύριζε εδώ στα Πετράλωνα. Είχανε όλη τη σελίδα μία φωτογραφία του Νίκου και γράφανε δίπλα για τα μαγαζιά. Βάλανε τον Νίκο να χορεύει».45 Τελικά τί είναι αυτά τα (έντυπα ή ιντερνετικά) περιοδικά πόλης; Είναι σίγουρα κάτι παραπάνω από το Αθηνόραμα των ‘90s. Δεν καταγράφουν απλά, αλλά παράγουν κιόλας συμπεριφορές και αγορές. Η Αντιγόνη μας έδωσε μία από τις πιο μεστές και περιεκτικές περιγραφές: «Το free press και το ιντερνετ press... Πιο εναλλακτικό και πιο unisex. Το περιοδικό του Κωστόπουλου ήταν ο άντρας και η γυναίκα. Τώρα τα free press είναι λίγο όλοι γιόγκια, γυναίκες, άντρες. Χορό όλοι. Είναι πιο unisex, ένα φύλο».46 Και κατανάλωση θα συμπληρώναμε εμείς. Κατανάλωση εμπορευμάτων, κατανάλωση νοημάτων, κατανάλωση περιοχών.


ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

αυτη η πολη δεν περπατιεται Ο Χ ΡΟΝΟΣ Κ ΑΙ Η ΑΝΑΓΚ Η ΤΗΣ ΜΕΤΑΚ Ι ΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗ ΝΑ

Σκαλομαρία στη γραμμή Πετραλώνων του τραμ. Οι λαθρεπιβάτες του σήμερα.


Ομαδική φωτογραφία του προσωπικού και των λεωφορείων της γραμμής Ομόνοιας-Σφαγείων, συλλογή Απόστολου Κουρμπέλη

ΟΙ συγκοινωνίες τα τελευταία χρόνια αποτελούν ένα ανοιχτό πεδίο πειραματισμών και διαρθρωτικών αλλαγών από τη μεριά του κράτους, αλλά και ένα ανοιχτό πεδίο ανάπτυξης συλλογικών αντιστάσεων. Και όχι μόνο. Η σταδιακή αύξηση των τιμών των εισιτηρίων παράλληλα με τις περικοπές σε δρομολόγια ή τη μείωση της συχνότητάς τους δημιουργούν ένα πολύ συγκεκριμένο επίδικο απέναντι στον καθένα και την καθεμιά που κάνει χρήση τους, καθημερινή ή περιστασιακή. Την μετακύληση του κόστους της μετακίνησης, μέσα σε αυτή τη γιγαντιαία πόλη, στις τσέπες μας. Και το χάσιμο χρόνου περιμένοντας στις στάσεις των λεωφορείων. Χάσιμο χρόνου όχι με την έννοια της πολυτιμότητας ή του χρήματος (όπως μας υπενθυμίζει το λαϊκό ρητό), αλλά γιατί ο χρόνος για μετακίνηση προς και από την δουλειά είναι ένας πολύ συγκεκριμένος -έμμεσος μεν, εργάσιμος χρόνος δε- που δεν τον πληρωνόμαστε ποτέ. Τζάμπα (για τα αφεντικά) χρόνος, λοιπόν. Είναι χρόνος για να μεταβούμε στις διάφορες καταναλωτικές ζώνες/πιάτσες που έχουν δημιουργηθεί, είναι χρόνος για να πάμε απλά να συναντήσουμε δύο φίλες που μπορεί να μέ-

νουμε τόσο κοντά, στην ίδια πόλη, αλλά την ίδια στιγμή τόσο μακρυά. Οι διάφοροι συγκοινωνιακοί φορείς ή οι υπουργοί, όποτε ανοίγει μία συζήτηση για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τη μεταφέρουν στο αφηρημένο πεδίο της ελλειμματικής λειτουργίας τους. Παρόλο που θα μπορούσαμε εύκολα να πέσουμε στην παγίδα της διαπραγμάτευσης ενός αιτήματος στη βάση δημοσιονομικών προϋπολογισμών, αντιλαμβανόμαστε τη διεκδίκηση της ελεύθερης μετακίνησης ως ένα αίτημα που κοιτάει πρώτα απ΄όλα στην ανατίμηση του (ελάχιστου) μισθού μας. Και κατά δεύτερο στο να στήσει άμυνες απέναντι στον έλεγχο της καθημερινότητάς μας, των μετακινήσεών μας μέσα στην πόλη. Οι διαρκείς αγώνες για ελεύθερη μετακίνηση καταδεικνύουν ότι οι συγκοινωνίες στην πόλη της Αθήνας αποτελούν ένα διαχρονικό, ανοιχτό πεδίο διαρθρωτικών πολιτικών. Και μία πρόκληση για τις συλλογικές μας δυνατότητες να κάνουμε βήματα προς την ανατίμηση των ζωών μας . Τον Ιούνιο του 2010, η τότε κυβέρνηση


επικαλούμενη μία «δύσκολη κατάσταση», στο επίκεντρο της οποίας τίθεται από τη μία η οικονομική κρίση και από την άλλη ο ελλειματικός χαρακτήρας των συγκοινωνιακών φορέων θα εξαγγείλει μια σειρά μέτρων και περικοπών για την εξυγίανσή τους. Αυτή η κίνηση εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο (ανα)σχεδιασμού της οικονομικής, εργασιακής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Τα εν λόγω μέτρα προωθούσαν χιλιάδες άμεσες και έμμεσες απολύσεις για το προσωπικό του Μετρό και του ΗΣΑΠ, μειώσεις μισθών, αυξήσεις στα εισιτήρια και περικοπές των δρομολογίων με την παράλληλη απόσυρση λεωφορείων, τρόλεϊ και τρένων. Η άμεση αντίδραση ήρθε μέσω των απεργιών που οργανώθηκαν από τους εργαζομένους στα μέσα μεταφοράς, οι οποίοι κατάφεραν για αρκετό καιρό να σταθούν εμπόδιο στους κρατικούς σχεδιασμούς. Από τον Ιούνιο του 2010 έως τον Φεβρουάριο του 2011 η μαζική συμμετοχή των εργαζομένων στα Δ.Σ του σωματείου και η πίεση που ασκούσαν μέσω των επαναλαμβανόμενων απεργιών συγκρότησαν έναν ολόκληρο κύκλο αγώνα. Μέσα από την αποτυχημένη έκβασή του έγιναν εμφανή τα όρια και η εγγενής αδυναμία (ή και η μη επιθυμία) της συνδικαλιστικής/κομματικής γραφειοκρατίας να διεξάγει έναν νικηφόρο αγώνα. Η συντεχνιακή μορφή των αιτημάτων καθώς και η ψευδαίσθηση ότι το κράτος θα αποδεχθεί τα αιτήματα των εργαζομένων χωρίς την ανάπτυξη ενός αγώνα με τη φυσική παρουσία του κόσμου στον δρόμο, κατέρρευσαν. Η παρακαταθήκη ωστόσο είναι ότι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για συνεύρεση και σύμπραξη για κάποιο διάστημα, των εργαζομένων στα μέσα μαζικής μεταφοράς και διαφόρων κοινωνικών κομματιών. Και δεν ήταν κάτι ασήμαντο τη δεδομένη χρονική στιγμή καθώς ο κοινωνικός αυτοματισμός είχε χτυπήσει... κόκκινο εκείνες τις εβδομάδες. Παράλληλα με τον αγώνα των εργαζομένων, άρχισε να σχηματοποιείται και ένα άλλο μέτωπο αγώνα το οποίο πλαισιώθηκε, κατά βάση, από συνελεύσεις γειτονιών. Αυτές άρχισαν να παράγουν έναν διαφορετικό λόγο με στόχο τη στήριξη της απεργίας των οδηγών, στον αντίποδα του κοινωνικού αυτοματισμού που καλλιεργούνταν ευρέως. Αν και οι πρώτες δράσεις στην Αθήνα που αφορούσαν στο κόστος και τον χαρακτήρα των μεταφορών ξεκίνησαν τον Δεκέμβρη του 2008, η απεργιακή διάθεση στον πυρήνα του δικτύου των μεταφορών το 2010, δημιούργησε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο αγώνα, με επίδικά του την τιμή του εισιτηρίου και την ελεύθερη μετακίνηση για όλους. Κάτοικοι των γειτονιών μας, κουβαλώντας την εμπειρία και τα εργαλεία των αγώνων προηγούμενων χρόνων, θα συμμετάσχουν σε αυτόν τον αγώνα γύρω από τα

μέσα μαζικής μεταφοράς συγκροτώντας την αντίστοιχη ανοιχτή συνέλευση. Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας υπήρξε, ο από κοινού σχεδιασμός δράσεων και η διερεύνηση του τρόπου που αυτές θα μπορούσαν να σχετιστούν με τον αγώνα των οδηγών. Παράλληλα συγκροτείται και ένα συντονιστικό δράσης των συνελεύσεων γειτονιάς. Οι δράσεις που ενορχηστρώθηκαν από αυτόν τον συντονισμό ήταν σχεδόν καθημερινές και η συμμετοχή του κόσμου, τουλάχιστον στην αρχή, μαζική. Μοιράσματα κειμένων για αντιπληροφόρηση, σαμποτάζ στα ακυρωτικά μηχανήματα του ΗΣΑΠ Πετραλώνων ή του μετρό Συγγρού Φιξ, άρνηση ακύρωσης του εισιτηρίου ή παραχώρηση του σε κάποιον άλλο επιβάτη, αντίσταση στην εξουσία των ελεγκτών καθώς και δυναμικές πορείες με πανό και συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων, ήταν ορισμένες από τις κινήσεις που έγιναν μέσα σε ένα συμπυκνωμένο χρονικό διάστημα. Με την ήττα των αιτημάτων των εργαζομένων και τις συνακόλουθες απογοητεύσεις τους, η απεργία σταμάτησε και μαζί με αυτή και η δράση του συντονισμού ο οποίος ενεργούσε στις γειτονιές με ποικιλόμορφες παρεμβάσεις στις συγκοινωνιακές γραμμές που τις συνέδεαν με το κέντρο. Τα απότοκα αυτού του αγώνα ήταν πολλαπλά. Καταρχήν η διάχυση ενός δημοσίου λόγου για την ανάγκη των ελεύθερων μεταφορών. Κατά δεύτερον, η ανάπτυξη της λογικής της άμεσης δράσης για τα ζητήματα της κοινωνικής αναπαραγωγής από ευρύτερα σχήματα που δεν τοποθετούνταν ως πρωτοπορίες. Τέλος, απέναντι στα αδιέξοδα που εμφανιζόταν εκείνη την περίοδο στις διάφορες υφιστάμενες συνελεύσεις γειτονιάς σχετικά με το πώς μπορούμε να προσεγγίζουμε την κρίση και να τη γειώσουμε σε απτά πεδία αγώνα, ο αγώνας των ΜΜΜ υπήρξε σημαντική παρακαταθήκη. Σήμερα το κράτος έρχεται να συνεχίσει αυτό που τότε ξεκίνησε. Όλα αυτά τα χρόνια σταδιακά όχι μόνο αύξησε τις τιμές των εισιτηρίων και συστηματοποίησε το κυνήγι των «λαθρεπιβατών», αλλά προχώρησε και στην τοποθέτηση πυλών εισόδου και εξόδου στους σταθμούς των τρένων, του μετρό και στα λεωφορεία με την προοπτική ενεργοποίησης εντός του 2017 ενός νέου συστήματος ηλεκτρονικών εισιτηρίων. Αυτά τα ηλεκτρονικά εισιτήρια θα λειτουργούν στη βάση της χιλιομετρικής χρέωσης δημιουργώντας παράλληλα της προϋποθέσεις για διαφορετική κοστολόγηση των διαδρομών μέσω της συγκοινωνιακής χωροταξικής ομαδοποίησής τους. Επιπρόσθετα προωθείται η πολυδιαφημισμένη


κάρτα μεταφορών που θα φέρει διάφορα στοιχεία του επιβάτη, όπως ΑΦΜ και ΑΜΚΑ, δημιουργώντας ένα τεράστιο αρχείο προσωπικών δεδομένων και ελέγχου των μετακινήσεών μας. Ιδιωτικές εταιρίες και security επιστρατεύονται για την υλοποίηση του νέου αυτού σχεδίου. Τα νέα συστήματα εισόδου και επιτήρησης έρχονται να εξαλείψουν τις χειρονομίες αλληλεγγύης μεταξύ των επιβατών. Η αρχή για την ιδιωτικοποίηση κατ’ αρχάς του «εκσυγχρονισμένου» πλέον ΟΑΣΑ έγινε. Το ηλεκτρονικό εισιτήριο δεν αναμένεται απλά να εκτινάξει το κόστος των μεταφορών στα ύψη, αλλά παράγει νέους φόβους και δημιουργεί και μια νέα μορφή πειθάρχησης που θα έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό όσων επιβατών ανήκουν κατά κύριο λόγο στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτός ο νέος κύκλος αναδιάρθρωσης στις συγκοινωνίες, ο οποίος αυτή τη φορά έχει βάλει στόχο αυστηρά τον επιβάτη, ενεργοποίησε ξανά κινήσεις αντίστασης. Αυτές περιλαμβάνουν το αίτημα για την ελεύθερη μετακίνηση και την κοινωνική ανάγκη που αυτή καλύπτει, καθώς και το σαμποτάζ των ακυρωτικών μηχανημάτων και των καμερών στους σταθμούς. Πολιτικές συλλογικότητες και οι εναπομείνασες συνελεύσεις γειτονιών επιχειρούν να πιάσουν το νήμα από τον τελευταίο κύκλο αγώνα του 2011. Ωστόσο η συγκυρία είναι πολύ διαφορετική. Από τη μία η προπαγάνδα έχει πιάσει τόπο, καθώς το κράτος από την μεμψιμοιρία των προηγούμενων χρόνων ότι οι συγκοινωνιακοί φορείς δεν βγαίνουν οικονομικά έχει περάσει στα σχέδια περί

«εκσυγχρονισμού» τους όπου ο καθένας και η καθεμιά έχουν ατομικά την ευθύνη για το εάν θα πετύχει ή όχι. Και από την άλλη, αυτή τη στιγμή οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες όχι μόνο δεν βρίσκονται σε κάποια διαδικασία αγώνα, αλλά στην καλύτερη θα μπορούσαμε να πούμε ότι εθελοτυφλούν μπροστά στο αίτημα των ελεύθερων μετακινήσεων μήν παίρνοντας θέση και στη χειρότερη επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των διοικήσεών τους ή του υπουργείου. Παρόλα αυτά υπάρχει κόσμος που αρνείται να παραιτηθεί από αυτόν τον αγώνα. Κόσμος που έχει κατανοήσει πια, πως τίποτα δεν πρόκειται να του χαριστεί και πως τη μόνη λύση αποτελεί ο συλλογικός αγώνας και οι συντονισμένες δράσεις. Τα ΜΜΜ είναι αναγκαία για τη ζωή των κατοίκων στις πόλεις, είναι το μέσο κάλυψης της ανάγκης για μετακίνηση. Με αυτά πάμε στις δουλειές μας, στην αγορά, τα χρησιμοποιούμε για να δούμε τους δικούς μας ή για βγούμε να διασκεδάσουμε. Τα ΜΜΜ δεν είναι πολυτέλεια και γι’ αυτό δεν πρέπει να ζυγιάζουμε το αίτημα της ελεύθερης μετακίνησης με τα ελλείματα του κρατικού προΰπολογισμού. Όπως και να το κάνουμε η πόλη μας δεν «περπατιέται», η έκταση της Αθήνας και η ανάπτυξη ζωνών δραστηριοτήτων π.χ. εργασιακής, εμπορικής, καταναλω- τικής, διασκέδασης, μας αναγκάζει να μετακινούμαστε καθημερινά για να εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες μας. Και αυτή η μετακίνηση πρέπει να είναι ελεύθερη για όλους και όλες μας.


Τα καλυτερά μας χρόνια Αυτή η ιστορία μιλάει για άγονα βιώματα ή ακόμα και βλαβερά περιστατικά που συμβαίνουν εντός των τοιχών ενός διαμερίσματος. Αυτή η ιστορία μιλάει για εκείνες τις περιπτώσεις όπου αποδέκτης βίας είναι ένα ανήλικο άτομο, δηλαδή ένα παιδί. Αυτή η ιστορία μιλάει για ένα διαμέρισμα κοντά στον περιφερειακό. Εκεί δύο παιδιά ζουν με τη μητέρα τους. Το μεγαλύτερο είναι αγόρι και παρακολουθεί μία από τις μεσαίες τάξεις του δημοτικού. Το μικρότερο είναι κορίτσι και παρακολουθεί μία από τις μικρές τάξεις του δημοτικού. Η μητέρα τα μεγαλώνει μόνη της. Έχουν μία συνηθισμένη ζωή για παιδιά της εποχής μας. Σχολείο, φαΐ, διάβασμα, κάποια ή κάποιες δραστηριότητες το απόγευμα και ξανά από την αρχή. Τους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου, τα παράθυρα των σπιτιών ανοίγουν και αναπόφευκτα η γειτονιά γίνεται και κοινωνός καταστάσεων που για κάποιους θεωρού-νται «ιδιωτικές». Κάπου εδώ μπερδευόμαστε και εμείς με τη ζωή των γειτόνων μας. Συναντούμε τη μητέρα να αντιμετωπίζει, το μεγαλύτερο κυρίως παιδί της, επιθετικά μαλώνοντάς το. Λέγοντας επιθετικά εννοούμε ότι ο τρόπος της μάνας για να εξηγήσει κάτι που θα ήθελε το παιδί της να κάνει διαφορετικά, 9 στις 10 φορές εκδηλώνεται φωνάζοντας –αν όχι βρίζοντας–σίγουρα πάντως με εχθρικούς χαρακτηρι- σμούς προς το παιδί. Το φωνάζοντας πολύ συχνά μετατρέπεται σε ουρλιάζοντας και το μαλώνει πολλές φορές συμπεριλαμβάνει και το χτύπημα. Τα κλάματα και τα ουρλιαχτά –και της μικρής κόρης–

είναι τα απόνερα κάθε μαλώματος της μητέρας προς το γιο. Ας αφήσουμε παράμερα τις απολυτότητες. Μπορεί να γνωρίζουμε ότι τόσα παιδιά δεν μεγαλώνουν έτσι, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι άλλα τόσα γίνονται αποδέκτες παρόμοιων συμπεριφορών από τους γονείς στο σπίτι. Αρχικά σκεφτόμαστε το τσάκισμα της παιδικότητας των μικρών μας (σε ηλικία) γειτόνων. Στη ζωή τους εντός των τοιχών του σπιτιού τους, υποβόσκει μία μόνιμη ένταση που ξεσπάει έμπρακτα αρκετά συχνά. Με απλές και βιωματικές σκέψεις καταλαβαίνουμε πόσο βάλλεται και ασχημαίνει η υπέροχη αυτή ηλικία, που λέγεται παιδική και είναι η βάση για τα περισσότερα συναισθηματικά οικοδομήματα στον ψυχολογικό κόσμο του κάθε ατόμου. Συλλογιζόμαστε όμως συγχρόνως και τις έρευνες που λένε ότι ένα νέο άτομο που έρχεται στη ζωή δομεί τα βασικότερα εξωτερικά και εσωτερικά του χαρακτηριστικά από την περίοδο της κύησης μέχρι, το πολύ, την παιδική του ηλικία. Με ανάλογο τρόπο και με μία λογική αλληλουχία σκέψεων, πιστεύουμε ότι το παιδί αυτό, (και κάθε τέτοιο σε ανάλογη θέση) θα εξωτερικεύσει κάποια στιγμή στη ζωή του τη βία που έχει δεχτεί. Και δεν είναι μόνο η βία των γονιών. Είναι η βία μίας, ταξικά δομημένης, κοινωνίας, είναι η βία που παράγεται μέσα σε κοινωνικές σχέσεις που χρησιμοποιούν αναπόφευκτα- ως πρώτη ύλη την ανασφάλεια και το άγχος του βιοπορισμού. Από εκεί πηγάζει η βία των γονιών, συναντάει τα καλύτερά-μας-παιδικά-χρόνια, γίνεται καθημερινότητά τους και εν καιρώ θα εξωτερικευθεί με νέους όρους και νέες μορφές. Σε συνομηλίκους, σε γείτονες, σε συναδέλφους, στους κοινωνικά στιγματισμένους και περιθωριοποιημένους, ίσως και στον ίδιο τον εαυτό. Ένας φαύλος κύκλος.

Αυτός είναι ο λόγος που δεν μας εκπλήσει που η καθημερινότητα γύρω μας γεμίζει με ανθρώπους φοβισμένους, βίαιους και ατομικιστές. Ανθρώπους που όποτε βρίσκουν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν και να εξουσιάσουν το διαπράττουν αναπαράγοντας όλη τη βία που έχουν δεχτεί. Σε ότι αφορά στις κοινωνικές σχέσεις, τον βιοπορισμό και τον τρόπο που το κράτος έχει οργανώσει τις απαιτήσεις και τις παροχές που (δεν) προσφέρει στα μέλη του, απαιτείται συλλογική δράση. Το χτίσιμο συντροφικών υγιών σχέσεων και από κοινού απαντήσεις σε όσα στενεύουν και δυσχεραίνουν τις ημέρες μας. Συγχρόνως μην περιμένουμε να συμβεί καμία αλλαγή της κοινωνίας προς το καλύτερο, εάν δεν ασχοληθούμε τόσο ατομικά όσο και συλλογικά ώς κοινότητα με τα παιδιά και το μεγάλωμά τους υπεύθυνα και χάνοντας ενίοτε τη βόλεψή μας. Είναι αυτό που μας αναλογεί ως γονείς και ως ενήλικες-μέλη της κοινότητάς μας. Το ζητούμενο δεν είναι το παιδί να θεωρήσει ολοκληρωμένη προσωπικότητα ή πρότυπο αντιγραφής τον γονέα. Μεγαλώνοντας διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, μέσα από συμφωνίες και συγκρούσεις, από προνοήσεις και παραλείψεις. Σε αυτό το χτίσιμο της αυτονομίας του όμως, χρειάζεται η ύπαρξη χώρου και χρόνου για το παιδί, ώστε να δρα και να εκφράζεται. Τα παιδιά μαθαίνουν τα πάντα στην αρχή της ζωής τους. Εμείς, έχοντας πια μεγαλώσει, σκεφτόμαστε ότι όταν ήρθαμε σε αυτόν τον πλανήτη θα θέλαμε να βρούμε ένα περιβάλλον, έναν περίγυρο όπου θα υπήρχε ίση αντιμετώπιση όλων των ανθρώπων γύρω μας. Θα θέλαμε επίσης να μας μιλάνε και να μας φέρονται ανάλογα οι πρώτοι άνθρωποι που συναναστραφήκαμε και γνωρίσαμε. Θα θέλαμε να βλέπουμε στην πράξη, στη ζωή μέσα, ότι μας αγαπάνε και χαίρονται που ήρθαμε στον κόσμο. Και με αυτούς τους τρόπους θέλουμε και εμείς να ζούμε με τα παιδιά, αφού τα αντιλαμβανόμαστε ώς ίσα όντα δίπλα μας.


Σύντομη ιστορία της συνδιαλλαγής ανάμεσα σε Αφρική και Ευρώπη

Η δουλεία δεν ήταν κάτι καινούριο, την είχαμε κληρονομήσει από την εποχή της Ελλάδας και της Ρώμης. Όμως η Ευρώπη από την Αναγέννηση και μετά, έφερε ορισμένες καινοτομίες: ποτέ πριν δεν είχε καθοριστεί η δουλεία από το χρώμα του δέρματος και ποτέ πριν η αγοραπωλησία ανθρώπων δεν είχε παρόμοια άνθηση στη διεθνή αγορά. Κατά τη διάρκεια του 16ου, 17πυ, 18ου αιώνα, η Αφρική πουλούσε σκλάβους κι αγόραζε όπλα: εργατικά χέρια με αντάλλαγμα τη βία. Αργότερα, τον 19ο και τον 20ο αιώνα, η Αφρική έδινε χρυσό, διαμάντια, χαλκό, ελεφαντόδοντο, καουτσούκ και καφέ και λάβαινε βίβλους: αντάλλασε τον πλούτο της γης με την υπόσχεση του ουρανού.

Οι σκλάβοι ανέβαιναν έντρομοι στα πλοία. Πίστευαν ότι θα τους φάνε. Τέτοια άγνοια είχαν. Και πράγματι το δουλεμπόριο καταβρόχθισε την Αφρική. Οι Αφρικανοί βασιλιάδες είχαν ανέκαθεν σκλάβους, και πολεμούσαν αναμεταξύ τους, όμως το κυνήγι και η αγοραπωλησία ανθρώπων έγινε ο πυρήνας της οικονομίας μονάχα από τότε που οι Ευρωπαίοι βασιλείς ανακάλυψαν το δουλεμπόριο. Με την αφαίμαξη των νεαρών ατόμων, η μαύρη Αφρική άδειασε και σφραγίστηκε η μοίρα της. Το Μάλι είνα σήμερα μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Τον 16ο αιώνα ήταν μία πλούσια, πολιτισμένη χώρα. Το πανεπιστήμιο του Τομπουκτού είχε εικοσι πέντε χιλιάδες φοιτητές. Όταν ο σουλτάνος του Μαρόκο εισέβαλε στο Μάλι, δεν βρήκε το χρυσάφι που ζητούσε, γιατί είχε απομείνει πολύ λίγο, όμως πούλησε ένα άλλο χρυσάφι στους Ευρωπαίους δουλέμπορους, κι έτσι κέρδισε πολύ περισσότερα: οι αιχμάλωτοι πολέμου, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν γιατροί, δικηγόροι, συγγραφείς, μουσικοί και γλύπτες, έγιναν σκλάβοι και πήραν τον δρόμο για τις φυτείες της Αμερικής. Οι φυτείες χρειαζόντουσαν ανθρώπινα χέρια, και το κυνήγι ανθρώπινων χεριών απαιτούσε πολέμους. Οι πόλεμοι των αφρικανικών βασιλείων εξαρτιόντουσαν όλο και περισσότερο από το εξωτερικό. Ένας εμπορικός οδηγός στην Ολλανδία του 1655 απαριθμούσε τα όπλα με τη μεγαλύτερη ζήτηση στις ακτές της Αφρικής, καθώς και τα καλύτερα δώρα που θα μπορούσαν να κάνουν για να ευχαριστήσουν εκείνους τους πολύ χρήσιμους μονάρχες. Το τζιν ήταν κάτι που το εκτιμούσαν δεόντως, ενώ μια χούφτα κρύσταλλα από το Μουράνο ισοδυναμούσε με εφτά άνδρες.

Τα παιδιά της οδοιπορίας Οι άθλιες βάρκες με τους μετανάστες που καταποντίζονται στη θάλασσα είναι τα δισέγγονα εκείνων των δουλεμπορικών. Οι σημερινοί σκλάβοι, που δεν ονομάζονται πια έτσι, έχουν την ίδια ελευθερία που είχαν και οι πρόγονοί τους, όταν τους χτυπούσαν με το μαστίγιο και τους πετούσαν στις φυτείες της Αφρικής. Δεν φεύγουν: τους αναγκάζουν. Κανείς δεν μεταναστεύει επιδή το θέλει. Από την Αφρική κι από πολλά άλλα μέρη, οι απελπισμένοι προσπαθούν να γλιτώσουν από τον πόλεμο, την ξηρασία, τη χέρσα γη, τα μολυσμένα ποτάμια και την άδεια τους κοιλιά. Το εμπόριο ανθρώπινης σάρκας αποτελεί σήμερα μία από τις καλύτερες εξαγωγικές δραστηριότητες του Νότου.

αποσπάσματα από τους “Καθρέφτες” του Eduardo Galeano

Η κανίβαλος Ευρώπη


Οι μετανάστες βρίσκονται ακόμα μέσα στη θάλασσα.. Βρίσκονται ακόμα στις ακτές της Ευρώπης... οι μετανάστες κουβαλάνε μαζί τους τη θάλασσα περιβάλλονται από τις ακτές της Ευρώπης... Τσαλαβουτάνε, στα λασπόνερα και τα χιόνια, στα δάκρυα τα δικά τους, και σε αυτά των κροκοδείλων Πνίγονται, στις αναθυμιάσεις από τα μαγκάλια, στα βλέμματα λύπησης, στις ματιές υποτίμησης, στην οργή τους Αναπνέουν, μέσα από το παιχνίδι των παιδιών τους, μέσα από την ελπίδα στην άλλη άκρη της γραμμής, μέσα στον καθημερινό αγώνα τους Αγκιστρώνονται, στα χαρτιά και στις συμφωνίες, στους γιακάδες των γραφειοκρατών στα σύρματα του φράχτη, Σκυλόψαρα με διάφορες στολές τους τριγυρίζουν, κόβοντας λίγο λίγο κομμάτια της αξιοπρέπειας τους Συντρίμμια τα σώματα τους και τα σκάφη των ΜΚΟ, φαλαινοθηρικά που τους μαζεύουν και μετά τους ζυγίζουν. Γιατί η διάσωση τους επιχείρηση είναι καλή, και πάει με το κομμάτι


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.