Οι αστικοι χωροι ειναι ποιηση απο μονοι τους

Page 1



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ

ΟΙ ΑΣΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1972 – 2008 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑΟΥ. ΚΕ. ΑΘΗΝΑ 2008


Άλλα βιβλία του ίδιου: • «Η γενιά του Πολυτεχνείου. Ένα βιογραφικό λεξικό». Δελφίνι, Αθήνα 1993 (εξαντλημένο) • «Αυστηρώς ακατάλληλον. Προγράμματα αθηναϊκών κινηματογράφων σεξ. Συμβολή στην κοινωνιολαογραφία». Δελφίνι, Αθήνα 1994 (εξαντλημένο) • «Αγύριστο κεφάλι», διηγήματα. Εστία, Αθήνα 2004 • «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος», μυθιστόρημα. Εστία, Αθήνα 2005 • «Στρατιώτης του Χριστού», μυθιστόρημα, Γνώσεις, Αθήνα 2008 Στα σκαριά: • «Ο επίμονος μετεωρολόγος», νουβέλα • «Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου», νουβέλα • «Τα σινεμά της Αθήνας 1896 – 2008. Προσωπική έρευνα στο αστικό τοπίο» • «Της καύλας και Ου φωνητά», σατιρικά ποιήματα και παρωδίες • «Σφήνα», διηγήματα • «Τραγούδια της φυλακής», συλλογή τραγουδιών • «Η πρέφα για αρχαρίους», διδακτικό βοήθημα • «2.500 χρόνια τοπωνύμια, κτίρια και χώροι στο Δήμο Αθηναίων», έρευνα


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ

ΟΙ ΑΣΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1972 – 2007

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑΟΥ. ΚΕ. ΑΘΗΝΑ 2008


©opyright Δημήτρης Φύσσας: www.dimitrisfyssas.gr e-mail: ekthesi@yahoo.gr Αγίας Λαύρας 44, Κυπριάδη, Αθήνα 111 41. Τηλ.: 6944 533233,

Επιτρέπεται ευχαρίστως η αναπαραγωγή, εφόσον α. ενημερώνεται ο συγγραφέας β. τηρείται η μορφή (μονοτονικό, στίξη, παρουσία ή απουσία των τελικών «ν» κλπ) γ. αναφέρεται η πηγή. Οίκοθεν νοείται ότι η επικοινωνία επιβάλλεται στην περίπτωση της μελοποίησης


Στη μνήμη της μάνας μου, για πολλούς λόγους



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ «ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ 13) [Θ΄ απομείνω μια σύντομη σκέψη…] 14) Εργασιοθεραπεία 15) Άρση 16) Αυτάρκεια 17) Σονέτο με συντελεσμένους μέλλοντες 18) «Η τύψη που έμελε να γίνω» 19) Αξιοπρέπεια ξανά 20) Μπαλάντα της Πολεμικής Αεροπορίας 22) Απώθηση 23) Από έναν άλλο στίχο 24) [Το πού θα πάω θα το βρω...] 25) Μπαλάντα για τα Σαββατοκύριακα 27) Αυθαίρετη σκηνή 28) Τα παιδιά ή Ένα όνειρο 29) Δίστιχα ποικίλα 30) Επιτύμβιο ενός αναρχοφιλελεύθερου (1956–;)

31)Οι λέξεις και τα πράγματα 32) «Αγαπητοί ακροαταί» 33) [Ατέλειωτα σπαταλημένα πρωινά της μοναξιάς…] 34) Ώς το ξημέρωμα 35) Επιτέλους 36) Πορτρέτο 37) Μερικοί άντρες ψωνίζουν τα ρούχα τους οι ίδιοι 38) Τα μάτια του αλκοόλ 39) Το έτος Β΄ 40) «Σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις» 41) «Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά, καθώςπαλιώνω» 42) Όταν συμπίπτουμε 43) Ίχνη βιογραφίας 44) Ετερόκλητες μαγκιές ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ 45) Άσ΄ τους να λένε 46) [Τι θα ΄κανα χωρίς το μέτρο και το στίχο–...]

?


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

47) «Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία» 48) Θα δείξει (Ευσεβείς πόθοι) 49) Παραδοχή 50) Εις παλαιόν συμμαθητήν, ομότεχνον 51) [Δε συμβιώνω με κανέναν...] 52) Μέρες του 1979 53) Υστερογνωσία 54) Το ποίημα 55) Η αιτία 56) Του ηλεκτρικού 57) Στίχοι στην εποχή της φασαρίας 58) Με την πρέπουσα φειδώ 59) [Κοιτάζεις κάθε τόσο τα χαρτιά σου…] 60) Οι ετερώνυμοι 61) Κάτι άλλο πάντοτε προείχε 62) Οι συνθήκες της γραφής ΤΟΠΟΙ 10

63) Στιγμιαία μνεία 64) Το τελευταίο παιδί στην Αλημιά 66) Οδός Δένδρων 67) Αοιδός 68) Στο «Σεράι», χειμώνας 1977 69) Ο Γιάννης της οδού Χέιδεν 70) Χάι Κου 71) Στον Άλιμο 72) Μαυσωλείο 73) Πατήσια 1999 74) Ο μόνος κάτοικος 75) [Να φεύγει σου μακριά, μακριά ο δρόμος…] 76) Το γήρας των αγνώστων 77) Το τέλος του Φλεβάρη του 1978 78) Πλατεία Κολιάτσου 79) Πάντα γυρνώντας 80) Από πολύ μακριά 81) Ο χειμώνας του ΄72 – ‘73


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

82) Βάθος Β΄, Γ΄ 83) Στίς μεταφορές 84) Μέρα απεργίας, στα Γκούντις Πατησίων 85) Κάνιγγος 1974 – 1976 ΕΡΩΤΙΚΑ 87) Οι συνοδοί 88) Μπαλάντα για το τέλος με την Κ. 90) Ινδιάνικο σονέτο 91) Το αντίο της αφής 92) Τα φυτά της 93) Ειδική Λογιστική 94) [Δεν είσαι μόνο μια φωνή κυνηγημένη...] 95) Ό,τι μένει 96) Στην Καλογρέζα 97) [Το ξέρω τώρα θα την κάνει ...] 99) Hotel «Πευκάκι» 100) Τέλος εποχής 101) Το διαυγέστερο γαλάζιο 102) Αναγνώριση

11

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ 103) Μέρες του 1825 104) Κορσική, Οκτώβρης του1920 105) Ο κύκλος της Οξφόρδης 106) Ούτε με την Ο.Π.Λ.Α., ούτε με τη «Χ» (Ισορροπία 1944) 107) ΚΚΕ 109) «Η ζωή είναι αλλού» 110) Κράτος εν κράτει 111) Δίστιχα εν είδει διαθήκης 112) Επιτύμβιο του Α.Φ. Κερένσκι, 1881 – 1965 113) Πολιτικός απολογισμός 114) Καγχασμός 115) Φιλοκτήτης 116) Συζήτηση αριστερών, 1985 117) Sanitas foil

?


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

118) Στοιχειώδης Ιστορία Α΄ Δημοτικού 120) Μες στα όλα ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

12

121) Τα ενδιάμεσα εμβαδά 122) Αβεβαιότητα 123) Το κλήμα και το κλίμα 124) Στα δύσκολα ιδρώνω 125) «Απόψε σε νοστάλγησα πολύ» 126) Ο είλωτας του κόσμου 127) Φαρμάκι 128) Ζεις κι εσύ καλά 129) Μέρες του 1996 130) Εγώ δεν είμαι πια εδώ 131) Μια νύχτα στο «Ντουζένι» 132) Ο βαλές κι ο χαβαλές 133)Φωλιά 134) Της φυλακής 135) Η Ασημίνα 136)Ρεμπέτικο ΠΑΡΩΔΙΕΣ 137) Κνιτοναύτες 138) Η αυτοκτονία του Συνασπισμού, μαθητή γενικώς 139) Ο νοσοκόμος 140) Είγε εψαρεύθη 142) Υπέρ της ΠΑΕ Παναθηναϊκός πολεμήσαντες 143) ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

[Θ΄ ΑΠΟΜΕΙΝΩ ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΚΕΨΗ…] Θ΄ απομείνω μια σύντομη σκέψη Λάμψη μνήμης αυτών που με ξέραν Αλλά βέβαια με λάθος εικόνα Οι ανίδεοι αυτοί πότε είδαν Το βαρύ του μυαλού μου φορτίο– …Στη συνάφεια του κόσμου μπλεγμένος Στης ζωής τα σκοινιά στριμωγμένος Στα μεγάλα, στ΄ απρόσμενα «Αντίο».

13

στα σκοινιά: του πυγμαχικού /παλαιστικού ρινγκ. Σε πολύ δύσκολη θέση


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΕΡΓΑΣΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ Ήδη, ίσα που ανεχόμαστε Σάββατα, Κυριακές Να πα’ λοιπόν να γαμηθούν γιορτές και διακοπές Εξάπαντος καλύτερα είναι να δουλεύουμε. Έτσι τουλάχιστον στοχεύουμε μια κάποια λεία Δινόμαστε στην παραγωγική διαδικασία Τον ίδιο μας τον εαυτό δεν κοροϊδεύουμε.

14


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΑΡΣΗ Δε θέλω τα καλύμματα στη σάλα Ζω για ένα παραπάτημα στη σκάλα. Αυτά που αληθινά αγάπησα, είναι άλλα. Είτε υψώνομαι, είτε είμαι σε χάλι Πάντα επιπλέω στο βρώμικο κανάλι. Αυτοί που αληθινά με νιώθουν, είναι άλλοι. Έστω λοιπόν κι αν έδυ μου το κάλλος Με νοιάζει μόνο των βυζιών η άλως. Αυτός που αληθινά υπάρχω, είμαι άλλος. 15

έδυ μου το κάλλος: παράβαλλε το «πού έδυ σου το κάλλος;», από την ακολουθία του ορθόδοξου Επιτάφιου

άλως (εδώ): ο σκούρος κύκλος γύρω από τη ρώγα του γυναικείου στήθους


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ Μήτσος Παπανικολάου, για το «Εσωτερικό»

Θα διαφύγω μέσα στο δυάρι –Ζήτημα αυστηρά προσωπικό– Σε κανέναν δε θα κάνω χάρη Να με βλέπει ν΄ αποχαιρετώ Θα ΄μαι μες στο χώρο τον οικείο Και θ΄ ακούω ήχους που εννοώ: Τα καλοριφέρ και το ψυγείο Τις φωνές απ’ το φωταγωγό. Χειμωνιάτικο πρωί σα νύχτα, Πίσω από του κόσμου τη βουή. Πριν τα δάχτυλά μου πιέσουν πλήκτρα Πριν το μάθημά μου διδαχτεί. 16

Πρωινατζούδες θα χασκογελάνε Από των γειτόνων τα γυαλιά. Νικημένοι μαθητές τραβάνε Για να τους μαντρώσουν στα σχολειά. Θα μ’ αναζητήσουν στη δουλειά μου. Κάποια γκόμενα ίσως ψυλλιαστεί– Ίσως και κανένα απ’ τα παιδιά μου (Ίσως φέρουν το διαχειριστή). Δε θα υπάρχει μέσα μου πικρία Τη δουλειά έχω αντέξει φορτική Με γραψίματα, ταινίες, βιβλία Έχω βγάλει μια ζωή στεγνή– Στα δωμάτια μέσα τα δικά μου Στην αξιοπρέπεια τού “εγώ” Στην επιλεγμένη μοναξιά μου Στον εργένικό μου εγωισμό.


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΣΟΝΕΤΟ ΜΕ ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΛΛΟΝΤΕΣ Ποιο ίχνος θα ΄χει μείνει από μας Όταν τα χρόνια θα ΄χουνε περάσει. Τις ήττες μας οι νέοι θα ΄χουν ξεχάσει Ως βιαστικοί να κάνουν τις δικές τους Τους βλέπεις, συνωθούνται όλοι μαζί Σημαιοστολισμένοι και ορμάνε Ν΄ αρπάξουνε το σήμερα ζητάνε. Δε σκέφτονται παρά τους εραστές τους. Εμείς γέρνουμε πλέον προς τη δύση Και δύσκολα το μέλλον θα θυμίσει Τι νιώσαμε, έστω και για μια στιγμή Και παίρνοντας οριστικά την κλίση Ουδείς ουδέν θα ΄χει ποτέ κερδίσει Απ΄ την ασήμαντή μας τη ζωή.

Σονέτο: δεκατετράστιχο ποίημα δυτικής προέλευσης προέλευσης και ορισμένης

μορφής: δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες στροφές

17


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

«Η ΤΥΨΗ ΠΟΥ ΕΜΕΛΛΕ ΝΑ ΓΙΝΩ» Αυτή η λύπη, επίμονη, τα μάτια μας πάλι καλεί Και μας ζητάει φόρο βαρύ για τις στιγμές της σχόλης Και αν στιγμιαία θάλλουμε, αυτή επιπίπτει μόλις Αβέβαια γελάσουμε . και, πλέον, αυτή κυριαρχεί.

18

«Η τύψη που έμελλε να γίνω»: από την «Κατάσταση πολιορκίας» της «Μαρίνας» (= Ρένα Χατζηδάκη}

θάλλω: είμαι δυνατός, υγιής


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΞΑΝΑ Μ΄ ενδιαφέρουν μόνο αυτοί που, ενώ τη ζουν την κρίση, Δε διεκδικούν την προσοχή, δε διεκτραγωδούν Το ρήμαγμα σ΄ επίπεδο ιδιωτικό κρατούν Τις κάθε είδους απώλειες κι ασθένειες λοιδορούν Και μόνοι τους παλεύουνε τη φτώχεια ή τα μίση Με την ελπίδα, αβέβαιη, πως «το πράγμα θα γυρίσει»– Έστω κι αν η κατάσταση μισούς θα τους αφήσει Έστω κι αν στο τελείωμα πιο μόνοι θα κοιτούν.

19


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Με την απόλυση πού τράβηξα, πού πήγα Ήταν παράξενη η ζωή στη Φυλακή Λίγα ήτανε τα ρούχα, τα λεφτά μου λίγα. Τώρα, τέλος τα εθνόσημα, στο χέρι το Χαρτί– Ήτανε (μα τελείωσε) γερό το πατιρντί. Και τώρα πια που επέστρεψα στην πόλη Θα ΄πρεπε να ΄ταν ο καιρός για σχόλη Κι όμως, γι΄ άλλα τυρβάζω, αλλού τον πάω το νου: Κοφτές ματιές, φάτσες μες στη φορμόλη: Το υπονομευμένο «Γεια σου–» του στρατού.

20

«Άμα μου φας την έξοδο, σου τρώω τη δική σου» Και τσακωμοί στα νούμερα για τη σκοπιά Μια θέση με το τραμ του παραδείσου Είναι ο συνεχής ο ύπνος στα κλεφτά (Κι άσε την έφοδο να θέλει συνθηματικά) Το τζιπ της Ασφαλείας να κόβει βόλτες Και στη σκοπιά ο χειμώνας δίχως πόρτες Μα κουβαλάς καφέ κατά του πυρετού Και προετοιμάζεις, φουσκώνοντας καπότες, Το υπονομευμένο «Γεια σου–» του στρατού. Να κι ο Υποσμηναγός με την ποινή στο στόμα Όλοι λένε «Από μένα την έχει βάψει Τον πούστη, θα τον κάνω λιώμα» (Σαν απολύονται τον έχουνε ξεγράψει Μόνο που υπό το τζόκεϊ τούς είχε κάψει). Μετράς τις μέρες, βλέπεις πλησιάζουν. Καινούργιοι μπαίνουν, νέα παιδάκια σπάζουν Να βγάλουν το μάτι ο ένας του αλλουνού Προσχωρούν στις καχύποπτες φιλίες. Κι αρπάζουν Το υπονομευμένο «Γεια σου–» του στρατού.

?


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

Τρεις μήνες τελειωμένος ήσυχα κοιμάμαι Κι ωστόσο βέβαια πολύ καλά θυμάμαι Θρονιασμένο στη μέση του μυαλού Εγκάρδιο τάχα, αυτό που εντέλει όλοι μας κρατάμε Το υπονομευμένο «Γεια σου–» του στρατού.

21

Μπαλάντα: τριανταπεντάστιχο ποίημα, δυτικής προέλευσης και ορσμένης μορφής: τρεις δεκάστιχες και μία πεντάστιχη στροφή, με προκαθορισμένες ομοιοκαταληξίες και επανάληψη του τελευταίου στίχου (επωδός) Παρακαλούνται οι αναγνώστριες, εάν επιθυμούν πληρέστερη κατανόηση, ν΄ απευθυνθούν σε κάποιον άντρα που να έχει υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, ει δυνατόν

μάλιστα στην Αεροπορία Φυλακή: Η Ποινική Φυλακή της Αεροπορίας βρισκόταν στην 129 Π.Υ., στο Ελληνικό Αττικής Χαρτί: της απόλυσης, του τέλους της θητείας από την Αεροπορία τυρβάζω: ασχολούμαι τζόκεϊ: το καπέλο που συνοδεύει τη φόρμα αγγαρείας


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΑΠΩΘΗΣΗ Αδιάφορα κι από μακριά τα πράγματα κοιτάζω Και το μυαλό μου ακινητεί σε τόσες σκέψεις πάνω Χιλιάδες «πρέπει» τρέχουνε, μα τίποτα δεν κάνω Κανένα δεν παρακαλάω και τίποτα δεν τάζω.

22


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΣΤΙΧΟ Τίτος Πατρίκιος Α΄

Πάνω στο δώδεκα κι οι δυο του ρολογιού οι δείχτες Δεν έχει αλλού πιο κει να πας απ΄ το Σταθμό Λαρίσης Κι ενώ όλοι περιμένουνε τρένων ανταποκρίσεις Εσύ, πάνω στη γέφυρα, ακούς τις καληνύχτες. Β΄

Πάνω στο δώδεκα κι οι δυο του ρολογιού οι δείχτες Οι τελευταίοι μείναμε στο μαγαζί πελάτες Γιατί χορτάριασαν οι αυλές, μάς κλείστηκαν κι οι στράτες. Κι έτσι η ζωή μας, μοναχή, γλιστράει μέσα στις νύχτες.

Πάνω στο δώδεκα κι οι δυο του ρολογιού οι δείχτες: από το «Οδός Δερβενίων» του Πατρίκιου

χορτάριασαν οι αυλές, …κλείστηκαν κι οι στράτες: απήχηση δημοτικών τραγουδιών

23


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

[ΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΩ ΘΑ ΤΟ ΒΡΩ…] Το πού θα πάω θα το βρω, πού βρίσκομαι δεν ξέρω.

24


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ Δεν «έχω άλλο στο νου μου πάρεξ …γλώσσα» Μια γλώσσα για τις νέες καταστάσεις Που δε θ΄ αρκείται πια στα «όσα – όσα» Αλλά θα καταγράφει τις ενστάσεις Του νου μου τις απρόβλεπτες διαστάσεις, Αφού σωριάστηκε η ζωή μου κάτω Και πλέον μού σερβίρουν άδειο πιάτο Κι η γλώσσα της παλιάς αναμελιάς μου Δεν επαρκεί, γιατί έχω πιάσει πάτο– Σαββατοκύριακα της μοναξιάς μου. Κουτσά στραβά, περνάνε οι άλλες μέρες Δουλειές, κι άλλες δουλειές, μετακινήσεις Η μια την άλλη ακολουθούν, αιθέρες Δε βγαίνουν απ΄ το σπίτι μου ειδήσεις Αλλά επιτίθενταί μου οι αναμνήσεις. Τ΄ άδειο δωμάτιο λίγο με κρατάει Συνέχεια φεύγω, πέτρα που κυλάει Δέσμιος πορεύομαι της πυρκαγιάς μου Ξανά στους δρόμους, κι όπου, κι όσο πάει– Σαββατοκύριακα της μοναξιάς μου. Όμως τα Σαββατόβραδα όλ’ αλλάζουν Οι ώρες οι δικές μου δεν περνάνε Ζευγάρια και παρέες αλαλάζουν Κάτω από το μπαλκόνι μου γυρνάνε Στα μπαρ, στα θέατρα και στα κλαμπ τραβάνε. Άσε οι εκδρομείς της Κυριακής Τ΄ αυτοκίνητα φορτώνουνε νωρίς (Τους βλέπω από το ύψος της «σκοπιάς» μου) Επιστρέφουν σκονισμένοι κι ευτυχείς. Σαββατοκύριακα της μοναξιάς μου.

25

?


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

Τα ίδια στις γιορτές και στις αργίες Γυναίκες, φίλοι και παιδιά: απουσίες Που σβήνουν στην αχλύ της καταχνιάς μου –Μπαλάντες γράφω, του αναγνώστη ανίες– Σαββατοκύριακα της μοναξιάς μου.

26

Μπαλάντα: δες το ποίημα «Μπαλάντα της Πολεμικής Αεροπορίας» πάρεξ γλώσσα: παράβαλλε «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και

γλώσσα;», από το «Διάλογο» του Σολωμού πάρεξ: εκτός από, παρά μόνο αχλύς: αχνάδα, θαμπάδα


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΣΚΗΝΗ Ένα λαμπρό κορίτσι Κι ένα λιανό παιδάκι Στο πάρκο παίζουν.

μαυροκάστανο ξανθογάλανο

Εκείνη το πετάει Εκείνο της γελάει Γύρω τρομάζουν.

στα σύννεφα υπήνεμα

Να το ξανθό αγόρι Ψαράκι από τη γυάλα Τινάζεται.

στον ουρανό: στον πάνω αφρό

Μα η δεκαοχτάρα σαν την κοιτούν Τους έρωτες που θέλει να τηνε βρουν Στοχάζεται.

υπήνεμα: η πλευρά που είναι προφυλαγμένη από άνεμο

27


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ή ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ Χ., Τ., Α., Ο.

Ξύπνησα απότομα: Τα παιδιά χαρούμενα Πέτρες, ξύλα ρίχνανε Στο παλιό το σπίτι μας Μια παρέα ήμασταν Τα παιδιά κοιμόντουσαν Σιγανά περπάταγα

…και οι πέντε παίζαμε μες στα χιόνια τρέχανε σε νερά που ρέανε παντού ήλιος έμπαινε στα σχολειά τα πήγαινα και τα τρία τα σκέπαζα να μην αλαφιάζονται.

Ξύπνησα απότομα– 28

…πώς ήμασταν κάποτε.


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΔΙΣΤΙΧΑ ΠΟΙΚΙΛΑ α.

Για να γραφτεί το κείμενο Χρειάζεται αντικείμενο. β.

Αν θες να πας σε θέρετρα Μη μελετάς τα φέρετρα. γ.

Αν σε φοβίζει τ’ αύριο Ζήσε για το μεθαύριο. δ.

Όσο κι αν τα γυροφέρνω Σπάνια τα καταφέρνω.

29


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΑΡΧΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΥ (1956 – ;) Τρία παιδιά, κάτι βιβλία, πόλη, σκάκι και φτωχός, Άθεος, ποτέ γραβάτα και Παναθηναϊκός.

30


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ Με κάποια προσπάθεια, έστω, Βρίσκονται λέξεις για τα πράγματα. Δύσκολο είναι να βρεθούν π ρ ά γ μ α τ α

για τις λέξεις.

31


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

«ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΑΚΡΟΑΤΑΙ» Σκοτώνομαι κάθε Σεπτέμβρη Στων δρόμων τα φώτα διαχέομαι Στων κοριτσιών το βάδισμα κρεμιέμαι. Τα βήματα με φέρνουν σε κακόμοιρα παγκάκια Φαντάροι βουλιαγμένοι κι ακακίες.

32

Σκοτώνομαι κάθε Σεπτέμβρη Αυτός είναι ο μήνας ο σκληρός, όχι ο Απρίλης «Το καλοκαίρι τέλειωσε», κι όλα είναι πάλι εδώ Τώρα– Τώρα φθινοπωρινές πλημμύρες πλησιάζουν Τώρα, «Έτοιμοι όλοι πάλι στα ραδιόφωνά σας Για τη μετάδοση των κυριωτέρων ποδοσφαιρικών αγώνων–»…

Αυτός είναι ο μήνας ο σκληρός, όχι ο Απρίλης: ο Έλιοτ του Σεφέρη γράφει: «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός» «Το καλοκαίρι τέλειωσε»: στίχος του Σεφέρη «Έτοιμοι όλοι πάλι στα ραδιόφωνά σας //Για

τη μετάδοση των κυριωτέρων ποδοσφαιρικών αγώνων…»: παλαιότερα, ο τυπικός ραδιοφωνικός πρόλογος πριν από τη μετάδοση των κυριακάτικων ματς


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

[ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΣΠΑΤΑΛΗΜΕΝΑ ΠΡΩΙΝΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ…] Ζ., Ρ., Θ., Λ.

Ατέλειωτα σπαταλημένα πρωινά της μοναξιάς Που περιμένουνε να ξεπλυθούν μ΄ ένα κρασί το βράδυ.

33


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΏΣ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ Νύχτες στο γύρισμα του αιώνα Υγρές, να στάζει από παντού η φθορά Νύχτες αβέβαιης μοναξιάς Μακριά απ΄ ό,τι θα ΄θελα κοντά Δίπλα σε ό,τι θα ΄θελα μακριά Νύχτες φθοράς.

34

Ναι, «ο καθένας διαμορφώνει τη ζωή του» Αλλά βαρέθηκα το σκάκι ώς το ξημέρωμα Ή ένα μισομεθυσμένο ύπνο. Ούτε γουστάρω ξένους έρωτες άλλο ν΄ ακούω Απ΄ τ΄ ανοιχτά παράθυρα του θέρους. Νύχτες φθοράς, οκέι– μα πώς αλλιώς;


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Τ., Α., Ο.

Η Τάνια και η Άρτεμη κι ο Οδυσσέας Τρεις γολετίτσες στο Ιόνιο Στη ρότα που χαράξανε «Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις, η Θεοδώρα» – Και δε φοράνε πάμπερς! 25.8.1990, εν πλω από Πάτρα προς Ιθάκη

35

γολετίτσες: η γολέτα ήταν είδος ιστιοφόρου πλοίου

«Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις, η Θεοδώρα»: στίχος του Αλέξανδρου Μπάρα


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΠΟΡΤΡΕΤΟ Μ.Α.

36

Στο βλέμμα αξεδιάλυτα συμβάδιζαν Διακριτικότητα, ομορφιά, μελαγχολία Και κάποια κουρασμένη ευγένεια ή κούραση ευγενής Στοιχεία που τονίζονταν στο τέλος κάθε φράσης Από ένα τόσο δα χαμόγελο ή γελάκι, Ανάμεσα στ΄ αβέβαιο, στ΄ αθέλητο και στο ασαφές, Κι απ΄ τις γλυκότερες οφθαλμικές ρυτίδες: Εκείνες που τις φέρνουν λίγο λίγο Αξιοπρεπείς προσπάθειες και ρημαγμένες κράσεις Αποδοχή και χώνεμα αφεύκτων γεγονότων Ματαιοπονία της εμμονής σε ώτα μη ακουόντων, Κι η μάγκικη αυτάρκεια τού ζην εκ των ενόντων: – [Το φωτισμένο φόντο, χαμηλά, του λιμανιού. Κουβέντες περί παιδαγωγικής και στιχουργίας Ή «Μήπως νύσταξες;», «Τι ώρα ξυπνάς;», «Κρυώνεις;» – Συμπυκνωμένη πρόσκαιρη επικοινωνία. Και η φωνή άλλο τόσο ευγενής, Βάθος πεδίου που θα ‘λεγαν οι σκηνοθέτες] – Φιγούρα που υπογράμμιζε την απουσία φύρας Λεπτότητα που ταίριαζε στο στυλ της Πάνω Σύρας.


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΨΩΝΙΖΟΥΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ Μελέτησα, πριν τα κρεμάσω, τα πουκάμισά μου. Τσαρλς Εμ, Νόου Κονέξιον: φλου ετικέτες στ΄ αγγλικά. Ελάχιστες οι γαλλικές: Ζορζ Σεμίζ, Πιερ Λεόν. Ορυμαγδός οι ιταλικές: Περ Μπένε, Περ Ντούε, Βισκόζι, Τζόρτζο Ροβέρι, Ρομπέρτο –όχι Μπερνάρντο!– Μπερτολούτσι, Κάρλο Σαντίνι, Τζόρτζο Φελίνι –κι όχι Φεντερίκο– και λοιπά. Όλα φτιαγμένα στις Τουρκίες και στις Συρίες, εννοείται, Είτε στα Γιάννενα, στην Ξάνθη, στο Μενίδι Κι αγορασμένα στην Ομόνοια και στην Κάνιγγος, Στα καρότσια της Αιόλου, στο παζάρι του Πειραιά. Όλα μαζί φθηνότερα από όσο έ ν α σινιέ. Μάρκες που μάλλον δε σας λένε τίποτα Που τα κανάλια και τα περιοδικά τις αγνοούν Που δεν υφίστανται ως ένθετα στις κυριακάτικες εφημερίδες Κι εδώ αποθησαυρίζονται: μια μάταιη γκαρνταρόμπα.

Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Φεντερίκο Φελίνι: μεγάλοι Ιταλοί σκηνοθέτες του σινεμά

37


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ Κι όταν θα ΄χω περάσει από το διάφανο το τζάμι Και θα ΄χω διασχίσει τον τόπο που κάποτε γνώρισα Τότε, μέσα στα μάτια του αλκοόλ, Θα ψάξουμε μαζί για μιαν αντίδραση: «Μάγκες, πιάστε τα γιοφύρια…» Μια γενικώς αντίδραση, μια αλητεία– «…Μπάτσοι, κλάστε μας τ΄ αρχίδια».

38

Μάγκες, πιάστε τα γιοφύρια // Μπάτσοι, κλάστε μας τ΄ αρχίδια: από αδέσποτο, αρχέγονο ρεμπέτικο


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΤΟ ΕΤΟΣ Β΄ Δεύτερη εξεταστική περίοδος

Ανεβασμένοι πολλοί μαζί στου «Ρεξ» τον εξώστη Ακούμε «Το πουλί της φωτιάς» μ΄ ένα δεκάρικο. Οριστικά πια τα σπουδαστήρια μουχλιασμένα Και τα παλιά μας βιβλιοπωλεία ακρίβυναν κι αυτά Οι δε Ντουλάπες λιγοστεύουν επικίνδυνα. Ακόμα και για πρέφα πια δύσκολα βρίσκεις τρίτον. Βγαίνει ο χειμώνας, περνάει το καλοκαίρι Είχες πει θα διάβαζες, στο κάτω κάτω τέσσερα χρωστάς Σε φάγαν τα υπαίθρια σινεμά Λυκαβηττού και Στρέφη («Νεάπολη», «Ριβιέρα», «Βοξ», «Εκράν») Στους δρόμους της Νεάπολης ζυμώθηκες (Δαφνομήλη, Αραχώβης, Αποκαύκων, Φωτίου Πατριάρχου) Σε ρούφηξαν το Κόμμα και οι γκόμενες– Τώρα τι γίνεται; Οκτώβρης. Και το χειμώνα τα ίδια πάλι: Το «Ρεξ», τα βιβλιοπωλεία, τα ταβερνάκια. Πάλι αρχίζει νέα χρονιά: παράτες, ομιλίες, αγιασμοί Θα ευχηθεί κι ο Υπουργός Παιδείας, ο κύριος Ράλλης. Όσο για μας, τις πρώτες μέρες, Ίσως να ξανακάτσουμε στα πνιγηρά αμφιθέατρα Ώσπου να σιχαθούμε, και για φέτος. (1976)

«Ντουλάπες»: τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία που βρίσκονταν αρχικά Ασκληπιού κι αργότερα, σχεδόν ώς σήμερα, Μασσαλίας «Ρεξ»: ήταν αίθουσα σοβαρής μουσικής γύρω στο 1976

«Το πουλί της φωτιάς»: συμφωνικό ποίημα του Στραβίνσκι πρέφα: τεχνικό χαρτοπαίγνιο, που απαιτεί οπωσδήποτε τρεις παίχτες

39


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

«ΣΚΑΨΕ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΠΟ ΝΑ ΤΑ ΒΡΕΙΣ» Τόσα χρόνια κυαλάρω γκόμενες μ΄ ενισχυμένα ντεκολτέ Μπανίζω πρόσωπα που, όπως λέει το τιμημένο Κουκουέ, «Πάντοτε ακτινοβολούν νεανική αισιοδοξία». Δεν είναι όμως κι οι γκόμενες ενισχυμένες Μήτε κι η αισιοδοξία ακτινοβολεί νεανικότητα Άρα;-

40

Άρα βυθίζομαι ξανά σε γήπεδα και μπαγλαμάδες Σε σινεμά και σε βιβλία, σε ταβέρνες και σε τσόντες Κι επίσης –μη μου διαφύγει!– στις εναγώνιες συζητήσεις Για το μέλλον της Αριστεράς σ΄ αυτή τη χώρα.

«Σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις»: από το «Θερινό ηλιοστάσι» Ζ΄ του Σεφέρη


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

«ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ ΚΑΘΩΣ ΠΑΛΙΩΝΩ» Μελαγχολία και μοναξιά κι ανεσταλμένες σχέσεις. Στην εθνική επέτειο του φθινοπώρου, πόλη στη συννεφιά. Μια ονομαστική γιορτή (που ουδέποτε τη γιόρτασα) Έφερε ένα «δάσκαλε, ποτέ δε σε ξεχνάμε»: (Πού θα ΄σαστε μετά από λίγα χρόνια)– Πάντοτε δάκρυζα την 28η Οκτωβρίου Τόσοι γυμνασιάρχες, τόσες τελετές Δε μπόρεσαν να τη χαλάσουν αρκετά για μένα. Αλλά η μελαγχολία– αυτό είν΄ άλλο. Ο κόσμος που με διαμόρφωσε, βουλιάζει. Ο κόσμος που με γέννησε, τελειώνει. Ένα διήμερο αργίας στα σχολεία– και τίποτ’ άλλο Τα παιδιά ίσως ξέρουνε καλύτερα Ίσως είναι καλύτερα έτσι Έχει κι η λησμονιά τη δικαιοσύνη της. Άσε στην ησυχία τους τους ανθρώπους.

«Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά καθώς παλιώνω»: από το «Ερείπιο από τα ναρκωτικά» του Ασλάνογλου

41


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΟΤΑΝ ΣΥΜΠΙΠΤΟΥΜΕ Οι γκόμενες μού ρίχνουν τρίχες στο νιπτήρα Μου γράφουνε μηνύματα στου μπάνιου τον καθρέφτη Ξεχνάνε μικροπράγματα στο κομοδίνο Θυμούνται όλες τις γιορτές κι όλες τις επετείους. Ζητάνε να μου πλένουνε τα ρούχα και τα πιάτα Να φέρνουνε μαγειρεμένο φαγητό Να στρώνουν, να σκουπίζουνε, να σιδερώνουν Και γενικώς τα πράματα να μου ταχτοποιούν. Γκρινιάζουνε που δεν τους λέω μεγάλα λόγια Μιλάνε για «το σπίτι μας», ζητάνε και κλειδιά. 42

Εγώ απ΄ την άλλη θέλω σινεμά και σκάκι Γήπεδο, ποίηση κι εποχούμενη αλητεία Κι από τα προσφερόμενά τους τα πολλά Στρώσιμο μόνο και φαΐ είν’ κάπως ανεκτά Δεν επιτρέπω ανάμιξη στην ακαταστασία Λόγια μεγάλα αποθαρρύνω σταθερά Κλειδιά, βεβαίως, ποτέ και πουθενά. Έτσι περνάει ο καιρός μου με τις γκόμενες Και μόνο όταν συμπίπτουμε σε κάτι. Για τ΄ άλλα ό,τι θέλουνε ας σκέφτονται: Ούτως ή άλλως στο μυαλό κάγκελα δεν υπάρχουν.


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΙΧΝΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Άστιγγος, Νοέμβρης του εφτά, ένα ευρώ το ένα: Δούκα «Εις τον πάτο της εικόνας», Ριμπάκοφ «Καπνός και αιθάλη», Μπούτος «Η συκοφαντία του αίματος» και Κατακουζηνού ο «Βαλής» της (Όλα πρώτες εκδόσεις). Στο εσωτερικό, στο πλάι του κύριου τίτλου, τα κτητορικά: «Λ.Σ. 18.8.83», «ΑΘΗΝΑ 20.3.90 Λίνα», «Λίνα 18 12.90», «Λίνα 20/5/97» (Η δεξιά γραμμή του λάμδα πάντα τραβηγμένη). Α, και μια κάρτα – ημερολόγιο του 1970 (μέσα σε ποιο;): «LA CIGALE, Snack Bar Patisserie, Κεφαλάρι, Κηφισιά Εντός του κήπου του ξενοδοχείου ΑΠΕΡΓΗ». Εμοί μεν μέχρι τούδε. Δώθε και μπρος, σειρά σας.

Άστιγγος: δρομίσκος στο Μοναστηράκι Εμοί μεν μέχρι τούδε: από το τελείωμα των «Ελληνικών» του Ξενοφώντα

43


«ΛΥΡΙΣΜΟΣ», ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΛΕΓΑΝΕ ΠΑΛΙΑ

ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΕΣ ΜΑΓΚΙΕΣ Ο Πούσκιν και ο Γκαλουά, μεγάλοι μάγκες Κρίμα που δε συναντηθήκανε ποτέ (Μόνο όταν είναι κατά βούληση Έχει το θνήσκειν κάποια αξία). Δεν περπατάει δίπλα μας η αυτοκαταστροφή Είναι μέσα μας, μέσα μας σου λέω (Εκτός κι αν κάποιος είναι Ρόμπερτ Μίτσαμ: Μάγκας και πριν, μα και μετά απ΄ το Χόλιγουντ). 44

Περίπου την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, ο Πούσκιν (μέγας Ρώσος ποιητής) και ο Γκαλουά (μέγας Γάλλος μαθηματικός) σκοτώθηκαν σε μονομαχίες

(άσχετες και ανεξάρτητες μεταξύ τους), στις οποίες εξαρχής δεν είχαν καμία πιθανότητα Μίτσαμ: αμερικανός ηθοποιός


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΑΣ΄ ΤΟΥΣ ΝΑ ΛΕΝΕ Δε σε χωράν των μεν οι ταξικές οι επιμετρήσεις Ντούροι φετφάδες μαρξισμών – λενινισμών, Ούτε των δε οι θεολογικές οι «πυρπολήσεις» Ρήματα νεορθόδοξων θρησκευτισμών, Ούτε τα μπλε, κυανά, γλαυκά, γαλάζια των Αιγαίων Αφελέστατ’ αθύρματα ευπορότατων νέων.– Άσ΄ τους να λένε, Κώστα Καρυωτάκη, Άσ΄ τους σ΄ ενός εκάστου τη φενάκη. Αν έσπειρε παιδιά ο δικός σου κάματος!– «Οδός Δερβενίων», «Δύσκολος θάνατος», «Μαύρα λιθάρια », «Άγονος γραμμή»…

45

...Κι εν γένει οι ελαυνόμενοι από μελαγχολικήν ορμή, Όσοι από «νέοι, σχεδόν παιδιά» τραβιούνται με σαράκια, (Συν τα δικά μου, παγκοσμίως άγνωστα, στιχάκια). (2005)

Κώστας Καρυωτάκης: μείζων Έλληνας ποιητής φετφάδες: ποιμαντορικές εγκύκλιοι σιιτών κληρικών, με ισχύ απόλυτου κανόνα για τους πιστούς αθύρματα: παιχνίδια γλαυκά: γαλάζια φενάκη: περούκα, απάτη, αυταπάτη «Οδός Δερβενίων»: ποίημα του Τίτου Πατρίκιου

«Δύσκολος θάνατος»: ποιητικό βιβλίο του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου «Μαύρα λιθάρια»: ποιητικό βιβλίο του Μιχάλη Γκανά «Άγονος γραμμή»: ποιητικό βιβλίο του Άρη Αλεξάνδρου «νέοι, σχεδόν παιδιά»: από το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ» ελαυνόμενοι: κινούμενοι


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

[ΤΙ ΘΑ ΄ΚΑΝΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΙΧΟ-…] Τι θα ΄κανα χωρίς το μέτρο και το στίχο– Θα τρελαινόμουνα στον κάθε ανοίκειο ήχο Θα ΄σπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο. Τώρα μέσα στη τρέλα μου όμως κάτι θα πετύχω Και κάποια μάγκικη ομοιοκαταληξία θα τύχω. Κι αν δεν τα καταφέρω, κι αποτύχω, Δεν πρόκειται να ξεφυσάω, να βρίζω και να βήχω Όλο και κάτι θα σκεφτώ και στον ελεύθερο το στίχο. 46


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

«ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΣΤΑ ΧΑΥΤΕΙΑ» Λέει ο Γκανάς: «Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία» Να το δεχτούμε, ως τρανταχτή πρωτοτυπία. Μα τόσα ωραία που έγραψε, δεν έχει σημασία Πού θα ΄τανε ο τάφος του– δεν έχει καν ουσία. Γιατί τον διάβασε συγκινημένη η γαλαρία, Τραγούδια τού απέδωσε σπουδαία η στιχουργία, Εντέλει, τον τραγούδησαν ΑΕΙ και φανταρία. Και σημασία –άρα– καμιά, πού η τοποθεσία. 47

«Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία»: ποίημα του Μ. Γκανά Χαυ(φ)τεία: κεντρικότατη περιοχή της Αθήνας, το κομμάτι της Αιόλου μεταξύ Πανεπιστημίου - Σταδίου

Τραγούδια τού απέδωσε σπουδαία η στιχουργία: ο Γκανάς είναι και εξαίρετος στιχουργός ΑΕΙ: Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ (ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΠΟΘΟΙ) Δε γράφω τα στιχάκια μου για θείτσες Που ψηφίζουνε Αντρέα και Δεξιά Ούτε για ευυπόληπτους πολίτες Που τη βρίσκουν με Αντώνη Σαμαρά. Δε με νοιάζουν οι θεούσες με τους κότσους Ούτε των καλών σχολείων τα παιδιά Ούτε και του Κουκουέ οι οικοδόμοι Εργολάβοι που το παίζουν «εργατιά».

48

Δε μ΄ ενδιαφέρει ο μέσος άνθρωπος Ο γνωστός δηλαδή τηλε – μαλάκας Μ’ «αίμα, σπέρμα, δάκρυ» και με σίριαλ Εναλλάξ του τρόμου και της πλάκας. Θα ΄θελα να με νιώσουν οι ψαγμένοι: Φοιτητές που δε φοιτούνε πουθενά Οι φευγάτοι που την κάνουν απ΄ το σπίτι Οι σμηνίτες που κλωτσάνε στη σκοπιά Τα κορίτσια που δουλεύουν στα χωράφια Τα παιδιά που δεν έχουν ντι βι ντι Όσοι πάνε φυλακή για μια ιδέα Οι μαθήτριες που δεν κάνουν προσευχή. Όσοι κολυμπάν κόντρα στο ρεύμα Σπάνιοι κι αυστηρά ξεχωριστοί Που γουστάρουνε ασπρόμαυρες ταινίες Και διαβάζουν Καρυωτάκη ως το πρωί.

Ανδρέας (Παπανδρέου), Σαμαράς: πολιτικοί «αίμα, σπέρμα, δάκρυ»: ο λεγόμενος χρυσός κανόνας των κίτρινων μίντια


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΠΑΡΑΔΟΧΗ Μια λέξη ψάχνω Ενδεδειγμένη Μονάχα μία Μου κάνει εδώ Εκείνη ψάχνω Στρυφνή, χαμένη Εκείνη μόνο Αποζητώ. Αν μου προκύψει Ολοκληρώνω Το κάθε ποίημα Που πολεμώ Αλλιώς τα σκίζω Και τα ματώνω. Αυτό το ποίημα Τελειώνει εδώ—

49


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΕΙΣ ΠΑΛΑΙΟΝ ΣΥΜΜΑΘΗΤΗΝ, ΟΜΟΤΕΧΝΟΝ Δ. Μ.

Τον Ψυχάρη τον καταφρονείς Της δημοτικής το έχασες το πλοίο Φάση τωρινή: Έλιοτ, μπαγλαμάς Και αμφισβητίες (των Εξαρχείων;) Μας κρατάν τα ούζα που τραβάμε Κι ο Νοέμβρης του ΄73 Καιρό όμως τώρα περπατάμε Άλλοι με κερί κι άλλοι με λυχνία. 50

Νιόνιο, «εσέ σού πρέπει στέρεα γη» Άσε του μπαρόκ τις μαλακίες Μέσα στη θανάσιμη ζωή Βάδιζε αργά κι άκου ρομβίες.

Ψυχάρης: ηγέτης των δημοτικιστών κατά τα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα Έλιοτ: μείζων αμερικανοβρετανός ποιητής του 20ου αιώνα Νοέμβρης του ΄73: χρονολογία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μπαρόκ: καλλιτεχνικό ρεύμα του 17ου αιώνα,

κύρια χαρακτηριστικά: μεγαλοπρέπεια και βαρυφόρτωμα εσέ σού πρέπει στέρεα γή: από το «Πούσι» του Ν. Καββαδία ρομβία: είδος λατέρνας


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

[ΔΕ ΣΥΜΒΙΩΝΩ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑΝ…] Δε συμβιώνω με κανέναν Είμαι βλέμμα δίχως «βλέπω»

μόνο ζω με τους πολλούς δεν αξίζει να μ΄ ακούς.

Πού πηγαίνει το μυαλό μου; Σκότος χέρι, σκότος πόδι.

Πού απών μου ο σκοπός; Γύρω δεν υπάρχει φως.

……………………….. ………………………...

……………………….. ………………………...

Η γενιά μου καταρρέει Στερεμένο ποταμάκι

ένα μάταιο σκηνικό μουσική χωρίς ρυθμό.

Και το μόνο που μου μένει Μια παλιά στιχοποιία

(ίσως, κάτι, τελικά): για ευαίσθητα μυαλά.

σκότος χέρι, σκότος πόδι: παράβαλλε «Φως το χέρι, φως το πόδι» από το «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού

51


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1979 Εγώ την ποίηση μαρτυράω Καθώς μόνος Μέσω μιας δήθεν «ιεράς» εικόνος Στραβές γραμμές τραβάω. Εγώ την ποίηση χαϊδεύω Ενώ άλλοι Έχοντας φτάσει σε μεγάλο χάλι Δε με βλέπουν τα χέρια ν΄ αναδεύω

52

Εγώ στην ποίηση φωτιά βάζω Ενώ εσείς Γερμένοι από το πλάι της κουπαστής Σπάτε τ’ ατομικό σας βάζο. Εγώ στην ποίηση ματώνομαι Καθώς όλοι Πτώματα ζωντανά μες στη φορμόλη Χαίρονται που σκοτώνομαι.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΥΣΤΕΡΟΓΝΩΣΙΑ Κώστας Καρυωτάκης

«Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση» Και τον ζητούν τ΄ ανύποπτα κορμιά των γυναικών Τώρα που πλέον φανερά γέρνουμε προς τη δύση Απ΄ τη ζωή αφιππεύουμε και πάμε σημειωτόν. «Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου» Τα γέλια ξεμακραίνουνε και φεύγει η μουσική Γίναμε πεισιθάνατοι στα όρια του γελοίου Μας δείχνουν με το δάχτυλο και φεύγουνε πιο κει. «Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι» Στίχοι θανάτου, βέβαια, και θάνατου αχός: Πώς ξύσαμε για μια στιγμή τη φύση με το νύχι Και, με το τέλος της φωτιάς, στερεύει κι ο καπνός.

Ο αναγνώστης παρακαλείται ν΄ ανατρέξει στο «Υστεροφημία» του Καρυωτάκη, από όπου ο παραλλαγμένος τίτλος, η συνολική φόρμα του ποιήματος και ο πρώτος στίχος της κάθε

στροφής. αφιππεύω: κατεβαίνω από το άλογο κατόπι: πίσω, σε ακολουθία, στη συνέχεια

53


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ Μέσα στη νύχτα, από ’ναν ύπνο που δεν έρχεται Τα χέρια σφιγμένα πίσω απ’ το κεφάλι Το βλέμμα στο βάθος του σκοταδιού– Ο πυρετός των στίχων μού τρώει το μυαλό. Μια ποίηση θνησιγενής, χωρίς προοπτική Πέντε έξι θέματα τριμμένα, όλο τα ίδια Φτωχά φτωχά τα πράματα– Ο πυρετός των στίχων μού τρώει το μυαλό. 54

Κι αν κάτι αλλιώτικο δε λέει τόσον καιρό να βγει Όμως αυτό το ποίημα ξέρω εγώ να γράφω.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Η ΑΙΤΙΑ Γράφουμε ποίηση για την πολυσημία των νοημάτων Ώστε να γίνεται ποιητής (κι) ο κάθε αναγνώστης Ώστε έκαστος να ολοκληρώνει τη συγκίνησή του μόνος Αφ΄ εαυτού κι ανάλογα με τη στιγμή Να νιώθει κατά βούληση το στίχο. Το αποτέλεσμα οφείλει να διαλύεται Αν και μια λέξη μόνο –Τι λέω; μια παρένθεση, ένα κόμμα– Αλλάξει ή εξοβελιστεί ή κινηθεί πιο πέρα. Γράφουμε ποίηση για τον υπαινιγμό των νοημάτων Για τη στοχαστική διέλευση των φευγαλέων ωρών Και για το διαρκές αβέβαιο των πραγμάτων.

55


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ Όταν ο ίδιος πια δε θα υπάρχει –καμιά λύπη– Θα υπάρχουν όμως τα τιρκουάζ πλακάκια της Βικτώριας, Το παζάρι των φτωχών από το Γκάζι στον Κεραμεικό, Η μυρωδιά απ΄ το κοκκινόχωμα, υγρό, των πεύκων, Οι ιδρωμένοι στων γυμναστηρίων τις βιτρίνες, Κι όσα άλλα διατρέχει ο ηλεκτρικός των νέων Αθηναίων.

56

Στ΄ αλήθεια καμιά λύπη. Άγνωστες κυρίες και πάλι θα σχολιάζουν κάποιον ποιητή Που θα σώζει κάποιο στίχο στο πρώτο τυχόν παλιόχαρτο Ή θα ηχογραφεί μια ιδέα στο κινητό, Στην Αττική, στο Φάληρο, στο ΚΑΤ Ή όπου αλλού στον πολυαγαπημένο ηλεκτρικό. Και όντως, καμιά λύπη. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, Απαρατήρητοι κυκλοφορώντας μες στα τούνελ Άλλοι ποιητές θα διέρχονται το αστικό τοπίο (Πολύχρωμο, πολύγλωσσο των νέων Αθηναίων) Συλλέγοντας εικόνες, σωρεύοντας τις σκέψεις Και γενικά τα υλικά, πού, όταν τα κάνουν στίχους, Θα φέρουνε, ίσως, και σ΄ αυτούς Και τη δική τους «καμιά λύπη».


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΣΤΙΧΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΦΑΣΑΡΙΑΣ Επειδή ζούμε ακριβώς στην εποχή της φασαρίας Χρωστάει η ποίηση μας να ’ναι σιωπηλή Μόνοι τους, το βιβλίο κι ο αναγνώστης, Που ξανά στον ίδιο στίχο να γυρίζει, Με εναλλακτικές προσαρμογές και δοκιμές. Μόνο μες στο μυαλό οι ήχοι να μιλάνε. Όποιος απαγγέλλει, διαστρέφει το ποίημα Το φθέγγεσθαι τους στίχους διαλύει Στερείται η επανανάγνωση ως ηδονή Και καταντά η ποίηση καθεστώς σε πλατείες Σ΄ επετείους, σε κηδείες, σε φεστιβάλ, Σε πάσης φύσεως εν γένει «εκδηλώσεις» Και –έλεος! – σε «ποιητικές βραδιές». Επίσης, κύριε ομότεχνε, Μην πεις «σε τίποτα δε φταίω εγώ» Αν άλλος εν αγνοία σου τους στίχους σου απαγγείλει Γιατί οι ίδιοι οι στίχοι, τότε, δεν τον αποθάρρυναν Γενόμενοι, ως όφειλαν, ασπίδα του εαυτού τους– Και γενικά, μ΄ ένα «δεν ήξερα», δεν ξεγλιστράς.

57


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΕΠΟΥΣΑ ΦΕΙΔΩ Με τον τρόπο του Κ. Π. Κ.

Μην πιάνεις το μολύβι σου με το παραμικρό Με το παραμικρό τον υπολογιστή σου μην ανοίγεις. Απόφευγε, την οποιαδήποτε στιγμούλα της ζωής σου, Σε στίχο να την κλείνεις. Της Τέχνης σου τα μέσα Μην καταχράσαι. Πάντοτε με την πρέπουσα φειδώ Και με το αίσθημα της αρμονίας το αναγκαίο Τα θέματά σου διάλεγε. Προπάντων, λίγοι οι στίχοι Ώστε ν΄ αναδεικνύεται ώς της αρμόζει Η κάθε μία επιλεγείσα εκ των στιγμών. 58


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

[ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ ΚΑΘΕ ΤΟΣΟ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΣΟΥ…] Κοιτάζεις κάθε τόσο τα χαρτιά σου Διαβάζεις τα βιβλία σου Γράφεις τους στίχους σου (με κίνητρα –έστω– αγνώστου εμμονής). Να δεις ωστόσο, από του παραθύρου σου τις γρίλιες, Το κλείσιμο του δρόμου μες στα δέντρα Τα φωτισμένα σπίτια τέσσερις χαράματα– Ή δεν τα νιώθεις; Στην πλατεία παίζουν πάντα τα παιδάκια Κι ούτ’ ένα δε σε ξέρει Μέσα σε πέντε χρόνια μεγάλωσαν οι λεύκες Και με γιγάντια βήματα χωρεί «Η αποπεράτωσις του ιερού ναού του αγίου Ανδρέου»

59

(Πήξαμε, μέσα στα τόσα «ιερά», και «άγια», και «όσια»). (1976)

άγιος Ανδρέας: μονίμως επεκτεινόμενη εκκλησία στην πλατεία Λαμπρινης, Αθήνα


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΟΙ ΕΤΕΡΩΝΥΜΟΙ Η ποίηση είναι δοκιμή αθανασίας Κι ένα σκληρό ναρκωτικό του κερατά, Προετοιμασία για θάνατο μετ΄ αξιοπρεπείας, Και εξαίρεση εξωστρέφειας προς άγνωστα μυαλά. Πώς γίνεται να ισχύουν όλα συγχρόνως;

60

Πεσσόα απόντος, θ΄ αρκεστούμε κατ΄ ανάγκην Στο ντε Κάμπος, στον Καέιρο και στο Ρέις Και στους λοιπούς (ελάσσονες παρακαλώ!) ετερωνύμους Που στιχουργούν και δημοσιεύουν μέχρι σήμερα Λανθάνοντας με συγκατάβαση ανάμεσά μας.

Στο ντε Κάμπος, στον Καέιρο και στο Ρέις // και στους λοιπούς -ελάσσονεςετερωνύμους: ο Φερνάντο Πεσσόα, μέγας Πορτογάλος ποιητής και πεζογράφος των αρχών του 20ου αιώνα, δημιούργησε αυτούς τους τρεις κύριους και πολλούς δευτερεύοντες

ετερώνυμους «ποιητές», οι οποίοι «έγραψαν» ένα μεγάλο μέρος του έργου του. Δεν πρόκειται για φιλολογικά ψευδώνυμα, αλλά για πλήρεις προσωπικότητες, ο καθένας από τους οποίους «παρήγαγε» ποιητικό έργο με διακριτά στοιχεία- είχαν δε και «σχέσεις» μεταξύ τους!


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΡΟΕΙΧΕ Συλλογίζομαι τους στίχους που δε γράφτηκαν ποτέ Την έμπνευση που δεν έγινε λέξεις Τις σκέψεις που ακυρώθηκαν πριν αποτυπωθούν Καθώς κάτι άλλο πάντοτε προείχε, πιο επείγον: Κάτι με τα παιδιά, μι’ «ανάγκη του ψωμιού», νοικοκυριόΜε τον καιρό απομένουν κάτι αβέβαια σημεία Κομμάτια αόριστα, σε φευγαλέες τροχιές Και τελικά, τα πάντα παραγράφονται Ακόμα και τ΄ αβέβαια –τ΄ αβέβαια!– ξεχνιούνται. 61

ανάγκη του ψωμιού: από το «Ωραία λουλούδια κι άσπρα, ως ταίριαζαν πολύ» του Καβάφη


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

62

Είπ΄ο μεσήλικος: «Εδώ σε θέλω. Μπορείς να γράψεις ποίηση επαρκή Χωρίς να είσ’ υπάλληλος του κράτους, ούτε πλούσιος, Μα κυνηγώντας τη δουλειά σου κάθε μέρα Και μες στις δυσκολίες γερνώντας και τριβόμενος, Κι έχοντας και παιδιά μαζί να μεγαλώσεις;» Είπ΄ο σοφός: «Άνευ ουσίας οι περιορισμοί σου. Ποιος νοιάζεται αν κάποιος ποιητής Ήταν αργόμισθος, ή άνεργος, ή προικοθήρας Αν έκανε παιδιά ή αν έμειν’ άκληρος, Αν είναι γέροντας ή νεανίας ή μεσήλικος; (Η ηλικία ποτέ δεν είναι επιχείρημα). Δεν ενδιαφέρει το σιβί, μα η ποίηση μοναχή της Και διόλου δε μας κόφτουνε οι συνθήκες της γραφής της Αλλιώς –ενώ αρμόζει μόνο αναγνώστες– Θα καταντήσουμε ντετέκτιβ κι αναδιφητές των ποιημάτων Να ψάχνουμε το «πώς» και το «γιατί», αντί το μόνο αρμόζον: «τι». Μα πρόσεξε, γιατί απ’ αυτά που λες είν΄ ευδιάκριτο Ότι αναφέρεσαι στον εαυτό σου απ΄ την ανάποδη. Σιγά μη σε μετρήσουμε για επαρκή ποιητή Μόνο κ α ι μ ό ν ο γιατί έπιασες ν΄ ασπρίζεις Μόνο κ α ι μ ό ν ο γιατί κυνηγάς το μεροκάματο Μόνο κ α ι μ ό ν ο γιατί έγινες πατέρας.– Κοίτα μαλάκα μου να γράφεις όσο πιο καλά μπορείς Κι όχι τα δεδομένα να προβάλλεις της ζωής σου Σα θετικά αντίβαρα στην όποια ποίησή σου.» (2005)


ΤΟΠΟΙ

ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ΜΝΕΙΑ «Με κλούβες στις παρόδους τ΄ ουρανού Και μπάτσους σα σκυλιά του σαλονιού Περνάω τη ζωή μου στην Πλατεία. Στα πάρκα και στα σπίτια τα κλειστά Θέλω να γίνω, μ΄ ένεση ή μυτιά: Τέζα πρεζόνι, πλήρης αφασία. Η μέρα μου όλη, πώς θα βρω λεφτά Ο ντίλερ αν ξηγιέται καθαρά Ή αν θα με δώσει στην Αστυνομία. Χάνω τους φίλους μου σιγά σιγά Γίνονται νούμερα στατιστικά Και στις ειδήσεις στιγμιαία μνεία Έτσι κι εγώ θα φύγω ένα πρωί Δε θα ξυπνήσω, θα πεθάνω εκεί. Και θα ΄χω ζήσει πάντα στην Πλατεία».

Με κλούβες στις παρόδους τ΄ ουρανού: καταγωγή από τον «Αστυνομικά οχήματα στις παρόδους τ΄ ουρανού» («Όταν συμβεί στα πέριξ», στα «Ρεμπέτικα» του Διονύση Μενίδη)

να γίνω: να φτιαχτώ με ναρκωτικά μυτιά: εισρόφηση ναρκωτικών ουσιών από τη μύτη ντίλερ: πωλητής ναρκωτικών ουσιών

63


ΤΟΠΟΙ

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΛΗΜΙΑ Με τον τρόπο του Δ. Σολωμού

Μέσα στο σούρουπο Και στ’ αεράκι Αμέριμνο έπαιζε Ένα παιδάκι Γαλήνια βλέποντας Την ερημιά.

64

Οι φίλοι του έφυγαν Πέρα στην πόλη Τα σπίτια ρήμαξαν– Στ’ αραξοβόλι Έρημη απόμεινε Η ακρογιαλιά. Τώρα σαπίζουνε Καϊκια, βάρκες Τώρα μαράθηκαν Φυτά στις γλάστρες Τα φίδια φτάσανε Στην αμμουδιά. Μια οικογένεια Σαν ξεχασμένη Στη νήσο απόμεινε Ζωή που γέρνει Έσχατο φώτισμα Μες στη βραδιά.


ΤΟΠΟΙ

Με τ’ αντιφέγγισμα Των άστρων ήδη Τ’ αγόρι έφυγε Σπίτι γυρίζει Μες των γονέων του Την αγκαλιά. Πια δεν ακούγεται Παρά γαλήνη Κανένας θόρυβος Μόνο η Σελήνη Προβάλλει αδιάφορη Και τους κοιτά. 65

Αλημιά: νησάκι κοντά στη Χάλκη, το οποίο έπαψε να κατοικείται το 1975


ΤΟΠΟΙ

ΟΔΟΣ ΔΕΝΔΡΩΝ Ε. Π.

Κι όταν ο κόσμος μας χαθεί κι έχουν τα πάντα αλλάξει Άραγε πού θα ξεχαστούν, πού θα ΄χουν απομείνει Κάτι περίπατοι μικροί, βήματ’ αποκλεισμένα Μες από τόπους άγνωστους, μες από δρόμους έρμους Την ώρα που οι πατημασιές χάνονταν στο σκοτάδι; (1972)

66

ΟΔΟΣ ΔΕΝΔΡΩΝ: δρόμος στο Νέο Ηράκλειο Αττικής


ΤΟΠΟΙ

ΑΟΙΔΟΣ Κυπριάδη, μετά το ΄60

Δε γνωρίζω πια τη γειτονιά μου Δεν κυκλοφορούνε πια γνωστοί Έπεσαν των φίλων μου τα σπίτια Ύστερα χαθήκανε κι αυτοί. «Σπίτια» λεν τις πολυκατοικίες (Ακρισία ή ευφημισμός;) Τα διαμερίσματά τους είναι Οριζόντιος διαμελισμός Θυρωροί, κοινόχρηστα, ασανσέρ τους Δε μ΄ αγγίζει τίποτ’ απ΄ αυτά Έστω κι αν μου κόβουνε τον ήλιο Προτιμώ να ζω κανονικά Δηλαδή σε σπίτι που ε ί ν α ι σπίτι Όχι κατοικία τερμιτών Έστω ιθαγενής εν μέσω εποίκων Έστω τα γιαπιά καταμετρών Δε γνωρίζω πια τη γειτονιά μου Δεν κυκλοφορούνε πια γνωστοί Έπεσαν των φίλων μου τα σπίτια Ύστερα χαθήκανε κι αυτοί. Της μονομανίας έγινα ιππότης Των παλιών σπιτιών ο αοιδός Των χαμένων φίλων η νεότης Και της μνήμης όλων πλοηγός. Αοιδός: τραγουδιστής Κυπριάδη: υπο-γειτονιά των Άνω Πατησίων της Αθήνας ακρισία: αδυναμία να διατυπωθούν σαφείς

κρίσεις τερμίτης: μεγάλο αφρικανικό μυρμήγκι, που χτίζει ψηλές, υπέργειες φωλιές

67


ΤΟΠΟΙ

«ΣΑΡΑΪ», ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1977 Μέσα στη νύχτα αναβοσβήν’ η λάμπα Κι έξω κουνάει αέρας τις σκεπές Του παραθύρου μας τεντώνουν οι αρμοί Και τη βραδιά σου πολεμάς μ΄ ένα ποτήρι. «Αύριο πάλι θα κινήσουνε τα τρένα Να φύγουν με την άδεια στα νότια οι φαντάροι Ξανά στο μιναρέ θ΄ ανέβει ο μουεζίνης Και θα ξυπνήσει, η πλατεία της πόλεώς μας

68

Θα κουβαλήσουν οι γριούλες το τσουβάλι Θα σκοτωθούνε τα Τουρκάκια στα γιαπιά Θα βάλουν μπρος οι τεχνικές σχολές, οι βιοτεχνίες– Και κάτι σκόρπιοι, σαστισμένοι φοιτητές στους δρόμους». Όλα τα καθημερινά, στην παγωνιά Μας κοροϊδεύει, μου φαίνεται, η Ροδόπη Κι ας είναι η τελευταία βραδιά που μένουμε στην πόλη Δε λύνεται το πρόβλημα, ούτε με πρωινό πατσά.

Σαράϊ: ημι - κοινοβιακό φοιτητικό σπίτι, κυρίως μελών της ΚΝΕ, στην τότε Κομοτηνή

σκόρπιοι, σαστισμένοι φοιτητές: το 1977, το τοπικό Πανεπιστήμο ήταν μόλις τριών ετών


ΤΟΠΟΙ

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΧΕΪΔΕΝ Μπανγκλαντές οι πωλητές Αλβανοί οι αγοραστές Ρούχα, κινητά, γυαλιά Στον πεζόδρομο απλωτά Μα αυτός πουλάει βιβλία Κι εξαιρείται. όχι αστεία. (2002)

69

Οδός Χέυδεν: Αθήνα


ΤΟΠΟΙ

ΧΑΪ ΚΟΥ Α΄

Μόλις βραδιάσει Πού παν τα βήματά σας Κανείς δεν ξέρει Β’

Χάνομαι πάλι. Παράθυρα των δρόμων Βλέπω κουφωτά Γ΄ Δειλινό μικρό Ίσια η γραμμή που σβήνει Στον ορίζοντα. Δ΄

70

Μπροστά στο σπίτι Πικροδάφνες, χαρουπιές: Τι θέλει ο ξένος; Ε΄

Σβηστά φανάρια. Ωστόσο το καράβι Στα νερά βουτάει. ΣΤ΄ Μυκήνες

Υγρό μαχαίρι Αλαφιασμένη Ηλέκτρα Κόκκινο νερό. Ζ΄ Δικαστήρια Ευελπίδων

Κουστούμια, πούρα Κινητά. και ξαφνικά, Τόσα κοτσύφια.

Χάι κου: μονόστροφο παραδοσιακό γιαπωνέζικο ποίημα, ορισμένης μορφής. Τρεις μόνο στίχοι: πεντασύλλαβος, επτασύλλαβος, πεντασύλλαβος

Μυκήνες, αλαφιασμένη Ηλέκτρα : παρακαλείται ο αναγνώστης ν΄ ανατρέξει στα του φόνου του Αγαμέμνονα, που μόλις είχε γυρίσει από την Τροία


ΤΟΠΟΙ

ΣΤΟΝ ΑΛΙΜΟ Γ., Ε., Χ.

Νάτο και πάλι αυτό το αίσθημα Ότι είναι κάτι που έρχεται από πολύ μακριά Κι όμως πρώτη φορά το ζούμε, εδώ, Στη μπαζωμένη ακρογιαλιά της πρόωρης δύσης Στην υγρασία της παραλίας με τους φοίνικες Όπου γεμίζουνε τα τραπεζάκια κόσμο απόψε: Τέτοια ζεστή Πρωτοχρονιά δε θα την ξαναζήσουμε. Έρχεται πάλι αυτό το αίσθημα λοιπόν Μνήμη που είναι, και δεν είναι, κι είναι πάλι. Ξανά κατάφωτα αεροπλάνα θα περάσουν Μα θα ΄ναι άλλα κι άλλοι θα είμαστε και μεις. Όλα θα ξεχαστούν στο θόρυβο των κινητήρων: Οι στάχτες των τσιγάρων, τα γέλια, οι μουσικές Η μελαχρινή που ανακάτευε κοκτέιλ. Σκόνη θα κάτσει στου μπαρ τις καρέκλες –Ήδη το ίχνος της σκουριάς απλώνεται στην καφετιέρα– Τα γράμματα της λέξης «Όστρια» θα σαπίσουν Όλα στην άμμο θα διαρρεύσουν, θα χυθούν Οι άνθρωποι θα φύγουνε διωγμένοι, θα χαθούν– Κι όλα θα ξαναγίνουνε, μ’ αλλιώς. (Ή –μάλλον– διόλου πλέον ). Πόσες φορές το ζήσαμε; Το ζήσαμε; Τέτοια γλυκιά Πρωτοχρονιά δε θα την ξαναδούμε. (Άλιμος, Πρωτοχρονιά 1997)

71


ΤΟΠΟΙ

ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ Το τρένο μπαίνει στο Σταθμό της Αττικής Εμείς τ’ ακούμε, το κοιτάζουμε Αυτοί όμως όχι στα «Ωραία Γιάννενα» Μαρμαρωμένοι στην Περγάμου 38. Τους βλέπουμε απ΄ το δρόμο φάτσα, ενώ βλέπουν Μια τηλεόραση που εμείς δε βλέπουμε. Ακίνητοι όλοι: οι τρεις πελάτες Και το παιδί που κάνει το λογαριασμό. Εμείς περνάμε, και ξαναπερνάμε. Τίποτα. Ημίφως μούχλας. Ασπρόμαυρη φωτογραφία. 72

…Και δε θα κουνηθούν ποτέ. Έτσι θα μείνουν, παγωμένοι Μαρμαρωμένοι στις λαδομπογιές Στα «Ωραία Γιάννενα», ψητοπωλείο, Περγάμου 38.


ΤΟΠΟΙ

ΠΑΤΗΣΙΑ 1999 Μ΄ αρέσει που η πόλη μας Δε θα ΄ναι πια ποτέ αυτή που ήταν. Γύρω μου αντηχούν όλες οι γλώσσες Τριών τουλάχιστον ηπείρων φορτία και καραβιές. Εφημερίδες κάθε αλφαβήτου στα περίπτερα Σχολεία πολύχρωμων παιδιών. Χαζεύω και μ΄ αυτές τις φοβερές τις μαύρες γκόμενες Που τόσο ομορφαίνουν την παλιά μας Πατησίων.

73


ΤΟΠΟΙ

Ο ΜΟΝΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ Δεκαπενταύγουστο στην πόλη– άλλη πόλη Σχεδόν ο μόνος κάτοικος, φυλάω την Αθήνα Ζω μέσα στα προγράμματα του ραδιοφώνου. Οι εφημερίδες έγιναν χριστιανικές φυλλάδες: Η «μεγαλόχαρη», η «αγαπημένη των Ελλήνων», Το «στήριγμά μας». Και δος του πάλι απ΄ την αρχή. Οι πιο αστείες είν΄ οι αριστερές: «Η Παναγία του λαού» κι άλλα παρόμοια, δήθεν μη θρησκευτικά, Κομματική λαογραφία τραβηγμένη απ΄ τα μαλλιά. 74

Αναρωτιέμαι λοιπόν τι θέλει και περνάει μια τέτοια μέρα –Και τι περνάει γενικώς, και πώς υπάρχει ακόμα– Ζαλωμένος τον τροχό και το σκαμνί του Ο πλανόδιος μες στην κάψα ακονιστής; (15 Αυγούστου 1997)

ζαλωμένος: φορτωμένος στην πλάτη


ΤΟΠΟΙ

[ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΣΟΥ ΜΑΚΡΙΑ, ΜΑΚΡΙΑ Ο ΔΡΟΜΟΣ…] Να φεύγει σου μακριά, μακριά ο δρόμος Εσύ όμως να χάνεσαι Λεωφορεία σφυρίζοντας στο βάθος Πλατείες και το Πανεπιστήμιο, διαβάτες να περνάνε (…«Δεν τους βλέπω»). Να φεύγουν τα πουλιά το ηλιοβασίλεμα Τα μαγαζιά να κατεβάζουν τα ρολά Ν΄ απλώνεται της πόλης μας η σιγαλή ομίχλη Μα εσύ εκεί, ακίνητος πλάι στη σκουριασμένη σιτροέν Να χάνεσαι μονάχος. και μπροστά σου Ο δρόμος που ξανοίγεται πια για τα λεωφορεία

σιτροέν: μάρκα αυτοκινήτου

75


ΤΟΠΟΙ

ΤΟ ΓΗΡΑΣ ΤΩΝ ΑΓΝΩΣΤΩΝ

76

Τρία χρόνια, πέντε, δεκαπέντε Σπίτι για σπίτι δεν απόμεινε γνωστό Οι δρόμοι βέβαια κρατάνε τ΄ όνομά τους Κι οι ίδιες φάτσες που γερνούν στες ίδιες γειτονιές Ο γερο φωτογράφος που δουλεύει ακόμα Η –κάποτε– θρυλική πωλήτρια του ρουχάδικου (Η πιο προτεταμένη βυζαρού μες στα Πατήσια) Ξανά ο κουρασμένος κύριος με τα ψώνια ανηφορίζει Η τάδε, που κουβαλάει πλέον παιδικό καρότσι. Οι φίλοι, οι γνωστοί, οι οικείοι άγνωστοι –ιδίως εκείνοι– Βλέπεις τις αλλαγές τους χρόνο το χρόνο Κι εκείνοι πάνω σου το ίδιο εντοπίζουν. Ένας απόηχος από το «Πένι Λέιν» μάς πλησιάζει.

στες ίδιες γειτονιές: από το «Η πόλις» του Καβάφη «Πένι Λέιν»: τραγούδι των Μπίτλς, που

αναφέρεται στην ομώνυμη συνοικία του Λίβερπουλ


ΤΟΠΟΙ

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ ΤΟΥ 1978 Γ. K.

Κοιτάξαμε μαζί τους εσωτερικούς τοίχους: Αμφιθέατρα στοιβαγμένα δεξιά κι αριστερά Το ένα πάνω στ΄ άλλο, στο αίθριο της Σόλωνος, Και φοιτητές, ή, «πόσο μακριά είναι τώρα ένα ποτάμι;» (Από αυτήν εδώ τη Φιλοσοφική Σχολή μας εννοείς). Φωνές, ιαχές και συνθήματα φιλάθλων «Ανήκουστα τα γεγονότα στο γήπεδο του Αιγάλεω». Μα ποιος θα το συλλάβει πως σήμερα γλεντήσαμε Γιατί ο παλιότερός μου φίλος μπήκε στην Εθνική Τράπεζα; 77

Αίθριο της Σόλωνος, Φιλοσοφική: η Φιλοσοφική ήταν τότε στο κτίριο της Νομικής, του οποίου καταλάμβανε τη δυτική πτέρυγα «Ανήκουστα τα γεγονότα στο γήπεδο του

Αιγάλεω»: στο πρώτο ημίχρονο, το σκορ ήταν Αιγάλεω – ΑΕΚ 2-0. Τελικό: 2-4. Ακολούθησαν τα πατροπαράδοτα, σε τέτοιες περιπτώσεις, σοβαρά επεισόδια


ΤΟΠΟΙ

ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ Να λοιπόν που έφερα τη ζωή μου ως εδώ Σε τούτο το λιασμένο θερινό καταμεσήμερο Το τι θα κάνω τώρα, δεν το ξέρω. Και τα ταλαίπωρα δεντράκια της πλατείας Ίσα που συγκρατούν τη ζέστη αυτή. Τα πόδια μου βυθίζονται ολοένα Στις λευκές, γελοίες πλάκες του Δήμου. Τρόλεϊ, περίπτερα μ΄ εφημερίδες ανοιγμένες Στα τραπεζάκια φαντάροι ξεχασμένοι– 78

Χωρίς περίστροφο και δίχως ελαιώνα Πλέον βυθίζομαι ολόκληρος στις πλάκες.

Πλατεία Κολιάτσου: είναι στην Αθήνα (Πατήσια) Χωρίς περίστροφο και δίχως ελαιώνα: ο

Καρυωτάκης αυτοκτόνησε με περίστροφο στον ελαιώνα της Πρέβεζας, το 1928


ΤΟΠΟΙ

[ΠΑΝΤΑ ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ…] Πάντα γυρνώντας προς το βράδυ με βήματα βαριά κι αργά Κι οι νυχτωμένοι δρόμοι περιπλανιούνται στη βροχή Ρυάκια παρασέρνοντας κάτι σπασμένα κουκουνάρια Το κάθε σπίτι γνωστό κι η κάθε γωνιά δική σου Με το κεφάλι σου βαρύ στο κλείσιμο του φθινοπώρου. Άλλες φορές πάλι ενώ σιγομιλάς Η νύχτα πάλι έρχεται, και μόνο αυτή Απλώνεται παντού και σ΄ όλα και πάνω σου Πάνω σου, μέσα από τις ακακίες και τις μουριές. Βραδιές ατέλειωτες πάλι με ξαστεριά Ένα τραγούδι μακρινό πλανιέται στα δρομάκια («Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια, Μπρος στ΄ αρχοντικά σου σκαλοπάτια…») Την ώρα που όλα χάνονται– Ένας ολόκληρος ρυθμός μες στο σκοτάδι.

Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια //Μπρος στ΄ αρχοντικά σου σκαλοπάτια: ρεμπέτικο τραγούδι του Μπαγιαντέρα

79


ΤΟΠΟΙ

ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ Χ.

Όχι με το χρόνο Μα με τους τόπους οι άνθρωποι συνδέονται: Το παρκάκι πίσω από τη Βιβλιοθήκη Τα σκοτεινά σταθμαρχεία στην παλιά Κάνιγγος Το μαγαζί του Μήτσου στη Ναυάρχου Αποστόλη Κι εκείνη η Πολυλά, η οδός στην Κυπριάδου, που στενεύει. Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους.

80

«Μαζί σου ως την άκρη του κόσμου»: Μεγάλα λόγια μιας άλλης εποχής. Έρχονται από πολύ μακριά οι αναμνήσεις Με πολιορκητικούς κριούς Επιτίθεται ξανά η απομόνωση. (1997)


ΤΟΠΟΙ

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΟΥ ’72-’73 Ε. Π.

Το λιόγερμα μάς συγκινεί Καθώς έρχεται έτσι νωχελικά καθώς πατάει, Ένας ίσκιος στην αρχή μιας νέας βραδιάς. Περπατάμε, και τα βήματά μας ζωγραφίζουν Καμπύλες στον ίσιο δρόμο Που ξεχάστηκε γεμάτος πεύκα, ΟΔΟΣ ΔΕΝΔΡΩΝ. Μιλάμε, και τα βήματά μας χάνονται Σκορπίζονται σε μικρά κομματάκια Την ώρα που στο βάθος πλησιάζει το δίχτυ. Δεν υπάρχει πια φως τούτη την ώρα Πλησιάζει το κρύο, σταματάνε οι βουές Και τα βήματά μας αποτυπώνονται στη νύχτα. (1973)

ΟΔΟΣ ΔΕΝΔΡΩΝ: δες το ποίημα «Οδός Δένδρων»

81


ΤΟΠΟΙ

ΒΑΘΟΣ Β΄ Λ. Οδός Ξύνδα

Μην παραλείψεις, πέντε χρόνια πριν Το μικρό δωματιάκι δίπλα στην ταβέρνα «Γιασεμιά» (Στο ξέφτισμα επειπέρα των Τουρκοβουνιώνε, Στα νταμάρια ανάμεσα Κυπριάδου και Γαλάτσι) Ξεσκόνισμα, καθάρισμα και λάντζα γενικώς Σάββατο απόγευμα, και στο σχολείο ας περιμένει Η Τριγωνομετρία όπως συνήθως. Ακόμα το Πολυτεχνείο δεν είχε γίνει Τώρα πτυχία, και σχέσεις μόνιμες, και το στρατιωτικό. Γ΄ Γ. 82

…Δες λοιπόν τώρα Από του παραθύρου σου τις γρίλιες Πώς παίρνει ο αέρας τις σκεπές Και πώς σηκώνονται τα στόμια των υπονόμων– Άνοιξε το παράθυρο: Καθώς από μακριά ξανάρχονται Τα μαρσαρίσματα των μηχανών Καθώς σε φτάνει του ρολογιού του τοίχου ο ήχος, Τι μπορεί πια να σου κάνει ο ίσκιος ενός φορτηγού Οδός Αλμέιδα, Φιλοπάππου, μες στη νύχτα;

Σάββατο απόγευμα: μέχρι το 1979, τα σχολεία δούλευαν και Σάββατο, ακόμα και απόγευμα, αν είχαν απογευματινή βάρδια


ΤΟΠΟΙ

ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Κ.Σ.

Έλα Ορφέως κι Αγίας Άννης έλα στις μεταφορές Τη Βουλή και τω Δήμω τέρα ινκόγκνιτα, αν με πιάνεις, Πέρα απ΄τους κούριερ κυριλέ με ξενικά αρχικά Έλα Σαλαμινίας Πλούτωνος Αγίου Πολυκάρπου Πλιθόχτιστα ξυλοδεσιές νερολακούβες τσιμεντόλιθοι Πρώην μοναστήρι τ΄ Αη Δημήτρη αμαξοστάσια της ΕΑΣ Κρυμένη Αγιά Παρασκευή μισοχωμένη Αγιά Τριάδα Ντενεκέδες με φλεγόμενο κατράμι καταχείμωνο- με παρακολουθείτε; Σάντουιτς εργατικά Πακιστανοί το τέρμα του 027 Δίπλα στην απίστευτη καντίνα «NOVA»- είσαστε δω; Έλα Κολοκυθού στα τελευταία αστικά μας περιβόλια Μελάμποδος και Σαρπηδόνος κι Αίμωνος, αν μ΄ εννοείτε. Ή Σόφτεξ ΕΤΜΑ Παπαδόπουλος κεραία του Ναυτικού, Και παλιατζίδικα, και κτίρια που ελέγχουν τις πουτάνες Κι η Εταιρία Προστασίας Ζώων, και το κτήμα Χασεκή: Μόνο στην Ιερά Οδό θες μια βδομάδα, αντιλαμβάνεστε; Μα πρώτα έλα στις μεταφορές στα φορτηγά (Παραμυθιά, Καρλόβασι, Ραψάνη, Ορεστιάδα) Χάρμποτ ξυλόσομπες μπουριά στιλ στρατώνες του ΄60 Έλα νταλίκες απλωμένα ρούχα μποστανάκια Όλα στο Δήμο Αθηναίων, μη φοβόσαστε Όλα πέντε λεφτά απ΄ την Ομόνοια, αλήθεια Έλα Ορφέως κι Αγίας Άννης έλα στις μεταφορές Σάμπως καταλαβαίνετε τι λέω τόσην ώρα; Που να πηγαίνετε έξω από τις ράγες σας, είναι κι οι λάσπες Λασπώνουνε γραβάτες τζιπ τακούνια, δυσκολεύεστε. Τουλάχιστον σκεφτείτε το, τι με κοιτάτε έτσι σα χάνοι. Εσύ όμως νιώθεις, λέιντι Μπάιρον, εσύ καταλαβαίνεις Είναι σα να τα ΄χεις δει όλα αυτά, τα ξέρεις Θέλω να πεθάνω ακούγοντας ρεμπέτικα. τη Βουλή και τω Δήμω [έδοξε]: η Βουλή και ο Δήμος [αποφάσισαν]. Έτσι άρχιζαν τα ψηφίσματα στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία

τέρα ινκόγκνιτα (λατνικά): άγνωστος τόπος

83


ΤΟΠΟΙ

ΜΕΡΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ, ΣΤΑ ΓΚΟΥΝΤΙΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ Ενώ ο Βαζέχα πλέον έγινε Πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για την Πανάθα, Πάσα άλλη βεβαιότητα απέπτη Στο γάλα ενός γαλλικού καφέ. Τίποτα το χειρότερο από ό,τι η διάψευση Και μάλιστα για τα του παρελθόντος, αναδρομικά. (Μένει βεβαίως η αξιοπρέπεια– και λοιπόν;) Ποιος τη γαμάει την απεργία Όταν υπάρχει η ανεργία; 84

Γκούντις: ελληνική αλυσίδα καταστημάτων φαστ φουντ απέπτη: πέταξε μακριά Βαζέχα: Ελληνοποιημένος Πολωνός

ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού (1992-2003) Πανάθα: ο Παναθηναϊκός


ΤΟΠΟΙ

ΚΑΝΙΓΓΟΣ 1974 –1976 (Κάπως την ήξερα ήδη απ΄ το λεωφορείο 3/7 κι από το τρόλεϊ 3 Από τις βόλτες με τη μάνα μου, το φροντιστήριο και το «Πολυτεχνείο»). Μ’ αργότερα, που διαμορφωνόμασταν ως νέοι του Κουκουέ Μας έφτανε και μάς περίσσευε η πλατεία Αφού όσα επισήμως χρειαζόμασταν, κει γύρω επιχωρίαζαν όλα: Γωνία Χαλκοκονδύλη η Κεντρική, πιο ύστερα μονάχα η ΚΟΑ, Μαυρομιχάλη ο «Ριζοσπάστης», Σολωμού ο «Οδηγητής» Στη Τζωρτζ η «Πανσπουδαστική» (μόλις φερμένη από την Ιπποκράτους) Το Κεντρικό Συμβούλιο, η Σπουδάζουσα, οι διάφορες Επιτροπές Κι αργότερα, Καποδιστρίου τελικά, η Κεντρική (Και όλα με τις αντίστοιχες νυχτερινές «περιφρουρήσεις», εννοείται), Η Σόλωνος που έφερνε προς την (καταργημένη πια) σχολή μας Και το Πολυτεχνείο τέρμα Τζωρτζ, έτοιμο πάντα προς κατάληψη, Ή αφετηρία για πορείες, συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις. Τότε λοιπόν εγώ ήμουνα κ α ι σε μιαν Κάνιγγος επάλληλη Μη μεγαλόστομη, αλήτικη, ατομιστική, φτωχή Ένα ημι–περιθώριο ομονοιακής σαφώς κοπής Τα σκοτεινά ξενοδοχεία «Αλύζια», «Καποδίστριας», «Άρτα», «Σαβόγια» Το απερίγραπτο της Όλγας «Κογκό μπαρ» στη Σολωμού, Τα περίεργα δρομάκια Ζαλόγγου, Γαμβέτα, Κωλέττη, Κλεισόβης, Το δίπορτο μπουρδέλο Τζωρτζ και Σολωμού Υπό την άσχετη ταμπέλα «Coiffures», και με τις τρύπες του Δεκέμβρη, –Όπως κι ο Κάνιγκ ο ίδιος άλλωστε, και όπως και τόσα κτίρια Στα τελευταία τετράγωνα προτού η Σόλωνος γίνει Καποδοστρίου– Η στοά του Χόλιγουντ κι οι αιωνίως καταγής αμέτρητες μπομπίνες, «Παλαιά Βιβλία» διάσπαρτα στη Μπόταση και στη Θεμιστοκλέους, Η «Λιβαδιά» και «Η πηγή των γυαλιών» στη Γλάδστωνος, Οι μαρμαρόσκαλες του «Παρνασσού» στην Καντακουζηνού (Και όλα τα γερμανικά παράθυρα του όμορφου εκείνου δρόμου),

?

85


ΤΟΠΟΙ

86

Οι παπατζήδες Σάββατο στο «Ρεξ» και στο «Μινιόν», Η διαβόητη «Αλάσκα», Πατησίων, ρουχάδικο ήδη προ πολλού, Σκάκι στο «Πανελλήνιον», πρέφα στη «Μεσσηνία», Η «Νυχτερίδα», έγκριτο υπόγειο καφενείο του Τσίκα: Μες στα θεμέλια του αρχαίου κτιρίου, οδός (και πάνω στην πλατεία) Κάνιγγος Κρύο, μικρά δωμάτια, τζουκμπόξ, ρεμπέτικα, ούζο Κι οι χλαίνες, γκρι, των εισπρακτόρων, οδηγών και σταθμαρχαίων. Τουτέστιν και εν κατακλείδι δηλαδή, καθώς το έχω γράψει αλλού: «Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους». Κι εξάλλου στις δυσπρόσιτες ταράτσες του Μετσοβίου –Με ιδιαίτερη προτίμηση μάλιστα στων Μηχανολόγων– Μια συντρόφισσα ορισμένη την ξεναγούσα ιδιωτικώς. Η δε η γηραιά περιπτερού σοφή Σοφία, Τζωρτζ 5 Σαν έπαιρνα νεανίας το «Ριζοσπάστη», ανελλιπώς μ΄ ορμήνευε (Με δεκαπεντασύλλαβο που άγνωστο αν υπήρξε εσκεμμένος): «Αν δεις στον πούτσο σου σκατά, ενηλικιώθηκες σωστά».

Πολυτεχνείο: όχι το κτίριο, μα η εξέγερση του Νοέμβρη 1972 Κεντρική: Κεντρική Επιτροπή (του ΚΚΕ) ΚΟΑ: Κομματική Οργάνωση Αθήνας (του ΚΚΕ) «Πανσπουδαστική»: φοιτητική συνδικαλιστιή

εφημερίδα προσκείμενη στο ΚΚΕ «Ριζοσπάστης»: εφημερίδα του ΚΚΕ «Οδηγητής»: εφημερίδα της ΚΝΕ του ΚΚΕ


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ΄ Τελειώσαμε. τα πάντα ξεθωριάζουν Μεγάλες λέξεις έσβησαν τού χθες Μας ξέχασαν οι άνθρωποι κι οι χώροι Δεν έχουν νόημα καν οι ενοχές. Τυχαία ίσως διασταυρωθούμε Κι εγώ και συ σε ξένη αγκαλιά Αβέβαιο τότε κάτι θα σκιρτήσει Κάτι μέσα στα μάτια τα θολά Τα βλέφαρα όμως γρήγορα θα πέσουν Και θ΄ απομακρυνθούμε βιαστικά Οι συνοδοί μας –δήθεν– δε θα νιώσουν Τι παίχτηκε στιγμιαία και κλεφτά. Κι έτσι θα μείνει μόνο ένα ίχνος Πέρασμα γρήγορο, μικρής τροχιάς, Σημάδι όπως του πίνακα σε τοίχο Πριν καλυφτεί απ΄ το στρώμα της μπογιάς.

87


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΕ ΤΗΝ Κ. Πάντα σε θέλω, μα δε θα ΄ρθω πίσω Γιατί μεθαύριο θα σε ξαναχάσω Δε γίνεται λοιπόν να μη σ΄ αφήσω Μα πρέπει ωστόσο να σε ξεπεράσω Για αυτό αποχαιρετώ, και πάω πάσο, Κι αφήνω όλη τη δράση να κυλήσει Τετελεσμένα πάνω μας να χύσει. Τίποτα για το μέλλον δεν εικάζω Μια μνήμη μοναξιάς πλένω στη βρύση– Τον εαυτό μου μόνο εκβιάζω.

88

Ανησυχούν και κόπτονται οι γύρω Και με λένε βιαστικό και προπετή (Φοβούνται κι άλλους μήπως παρασύρω;) Με οικτίρουν ως μαλάκα και αφελή: («Τα προσόντα του στο βρόντο… Τι ωφελεί;») Χαμπάρι δε σκαμπάζουν τι συμβαίνει Καμιά υπόθεσή τους δεν τους βγαίνει. Φαντάσματα δικά μου εγώ δαμάζω Γιατί ο κόμπος μου ήταν πια στο χτένι. Τον εαυτό μου μόνο εκβιάζω. Ήσυχα ήσυχα λοιπόν τραβάω Στην τρέλα μου επιμελώς θητεύω Ψάχνομαι, αναρωτιέμαι, προσπερνάω. Κι άλλοτε βεβαιότητες θηρεύω Άλλοτε φωνασκώ. κι άλλοτε νεύω. Η μοναξιά μου απρόβλεπτη ταινία (Μονάχα ε σ ύ το ξέρεις προς τι η βία) Κι όλοι απορούν σε τι προσιδιάζω –Το σίγουρο είναι πως δε φέρνω ανία!– Τον εαυτό μου μόνο εκβιάζω.


ΕΡΩΤΙΚΑ

Γίνομαι καταγέλαστος, το ξέρω («Δεν κάνει ο κόσμος έτσι». «Εγώ διαφέρω!») Απλώς στις διαψεύσεις μου τρομάζω Για κανενός τα χρέη δεν επιχαίρω: Τον εαυτό μου μόνο εκβιάζω.

89

.

Μπαλάντα: δες το ποίημα «Μπαλάντα της Πολεμικής Αεροπορίας»

προπετής (και προπέτης): θρασύς, αυθάδης, βιαστικός στην προφορική έκφραση


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΙΝΔΙΑΝΙΚΟ ΣΟΝΕΤΟ Να ΄χουν περάσει τόσα χρόνια τώρα Αλλά η σκέψη να ΄ναι κολλημένη εκεί Να μη θυμάσαι μυρωδιά και χρώμα Την ιδιαίτερη δερματική αφή, Ίσως τις λεπτομέρειες στα μάτια Αυτές που δίναν ινδιάνικη χροιά Και λέξεις κι ιδιαίτερες εκφράσεις– Όλα να μοιάζουν ξεχασμένα, μακρινά.

90

Μ΄ αυτά ακριβώς, τα δήθεν ξεχασμένα, Να επιζούν χωρίς να σε ρωτάν γιατί Η μνήμη να ερευνά τα περασμένα Να επιτίθεται όταν γουστάρει αυτή. Όποτε φαίνεται πως όλα παν καλά Υποδορίως σε καθορίζουν τα παλιά.

Σονέτο: Δες το ποίημα «Σονέτο με συντελεσμένους μέλλοντες»


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΤΟ ΑΝΤΙΟ ΤΗΣ ΑΦΗΣ Χ.

Αγγίγματα, δέρμα, μαλλιά των μακρινών απόντων (Οι λεπτομέρειες πια ασαφείς μες στους αχνούς της μνήμης) Ακαριαία εικάσματα, σχηματισμοί μιας φήμης Νυχτερινά ερεθίσματα του σκοταδιού των όντων.

91

εικάσματα: αβεβαιότητες


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΤΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ Σ.

Το Σεπτέμβρη ο κίτρινος κρόκος ανθίζει Και την άνοιξη φύλλα το φούλι γεμίζει Το χειμώνα βεβαίως μπορεί να ξεχνάω Μα τους άλλους καιρούς τα φυτά μελετάω: Ξαναζούν κάθε χρόνο εδώ στο μπαλκόνι Μες στις γλάστρες της μνήμης οθόνες με χιόνι.

92


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ Ήταν καλό όσο κράτησε- και κράτησε δυο μήνες. Ράγες των τρένων, γιώτα χι, Σταθμοί των ΚΤΕΛ, διόδια Ερχόμουνα στο Νότο σου, στα πράσινά σου μάτια Βροχή και κρύα χιλιόμετρα για μια βραδιά μαζί σου «Έρωτας της εξάρτησης», το δέρμα της ζωής σου Καπνός, γλυκά, μαύρο, κρασί, και πάνω μου να λιώνεις «Καύλα, σα ρούχο σε φοράω» στης Νέδας μες την κοίτη Από τα χείλια τα χοντρά ώς του μυαλού τ΄ αυλάκια.

93

ΚΤΕΛ: «Κοινό Ταμείο Εισπράξεως Λεωφορείων», συγκοινωνιακός φορέας υπεραστικών συγκοινωνιών

Νέδα: το ποτάμι της Καλαμάτας του μυαλού τ΄ αυλάκια: από το «Επί ασπαλάθων» του Γ. Σεφέρη


ΕΡΩΤΙΚΑ

[ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟ…] Ε. Δεν είσαι μόνο μια φωνή κυνηγημένη Στον τηλεφωνητή του κινητού σου ένα αγρίμι. Είσαι, ιδίως, μια γυναίκα που ανασαίνει Μια βεβαιότητα καμπύλης, όχι φήμη, Δυο μάτια μ΄ ένα πλήθος αποχρώσεις: η Ελένη.

94


ΕΡΩΤΙΚΑ

Ο,ΤΙ ΜΕΝΕΙ Χ.

Διάψευση των θριάμβων Ήτανε ακριβώς ο θρίαμβος των διαψεύσεων. «Απ΄ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες, με γέρασες». Τρόμος της μνήμης είναι ο τρόμος των λ έ ξ ε ω ν.

95

Άπ΄ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες, με γέρασες: από το «Γιατί με ξύπνησες πρωί» του Τσιτσάνη


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΣΤΗΝ ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ Ν.

Γωνία Ακροπόλεως και Νοταρά Μέσα στα συνεργεία και στις βιοτεχνίες Εκεί μιλήσαμε για τελευταία φορά. (Πέφτω συνέχεια πάνω σου, σχεδόν σε κάθε σκέψη Σ΄ όλα τα μέρη που περνάω βιαστικά Σε κάθε οικείο αντικείμενο της μνήμης Στις ρίζες σου που έχω μες στο δέρμα. Πέφτω πάνω στα λόγια σου κι όταν τα λένε άλλοι Φέρω τη στάμπα σου– …δεν ξέρω ως πότε). 96

Γωνία Ακροπόλεως και Νοταρά Είδα το βλέμμα σου για τελευταία φορά.


ΕΡΩΤΙΚΑ

[ΤΟ ΞΕΡΩ, ΤΩΡΑ ΘΑ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙ ...] Τρεις παραλλαγές στο ίδιο θέμα Κ. Α΄

Το ξέρω, τώρα θα την κάνει την αγαπημένη κίνηση Θα βγάλει τα γυαλιά της και θα τα κρατήσει Καθώς τα μάτια θα βαραίνουνε, θ΄ απλώνεται το χέρι Κι έτσι θα κοιμηθεί, κρατώντας τα γυαλιά, το χέρι τεντωμένο, Λέγοντας, όπως πάντα, κι ήδη μπερδεύοντας τις λέξεις «Έχω δουλειές αργότερα, το φως να μην το σβήσεις». Εγώ όπως πάντα θα χαϊδεύω τα κόκκινα μαλλιά Κι όταν σιγουρευτώ ότι κοιμήθηκε βαθιά Θα πάρω τα γυαλιά της απ΄ το χέρι– δε θα νιώσει Στο κομοδίνο θα τ΄ αφήσω, σβήνοντας το φως, Στον ήσυχό της ύπνο θα την αγκαλιάσω– Έτσι που δε θα ξέρει αν είναι ή όχι στ’ όνειρό της.

97

Β΄

Το ξέρω, τώρα θα την κάνει την αγαπημένη κίνηση Καθώς τα μάτια θα βαραίνουνε, θα γείρει το κεφάλι Τα γυαλιά της θα γλιστρήσουνε λίγο μπροστά, πάνω στη μύτη, Κι έτσι θα κοιμηθεί, φορώντας τα, το χέρι τεντωμένο Λέγοντας, όπως πάντα, κι ήδη μπερδεύοντας τις λέξεις «Έχω δουλειές αργότερα, το φως να μην το σβήσεις». Εγώ όπως πάντα θα χαϊδεύω τα κόκκινα μαλλιά Κι όταν σιγουρευτώ ότι κοιμήθηκε βαθιά Θα πάρω τα γυαλιά της απ΄ τα μάτια– δε θα νιώσει Στο κομοδίνο θα τ΄ αφήσω, σβήνοντας το φως, Στον ήσυχό της ύπνο θα την αγκαλιάσω– Έτσι που δε θα ξέρει αν είναι ή όχι στ΄ όνειρό της.

?


ΕΡΩΤΙΚΑ

Γ΄

Το ξέρω, τώρα θα την κάνει την αγαπημένη κίνηση Τώρα που χτύπησε το ξυπνητήρι θα βάλει τα γυαλιά της– Μα θέλει ακόμα λίγον ύπνο, κι έτσι θα μείνει ξαπλωμένη Ακόμα λίγο στο κρεβάτι, το χέρι τεντωμένο προς τα έξω Να κρατάει το ξυπνητήρι χαλαρά να την τσιγκλάει Λέγοντας, όπως πάντα, «Έχω δουλειές, μην κοιμηθώ πολύ». Εγώ όπως πάντα θα χαϊδεύω τα κόκκινα μαλλιά Κι όταν σιγουρευτώ ότι ξύπνησε και δω το πρώτο γέλιο Θα πάρω το ξυπνητήρι απ΄ το χέρι– θα το νιώσει Στο κομοδίνο θα τ’ αφήσω, ανάβοντας το φως Στο ήσυχό της ξύπνημα θα την αγκαλιάσω Έτσι που δε θα ξέρει αν την κράταγα ή όχι στ΄ όνειρό της. 98


ΕΡΩΤΙΚΑ

HOTEL «ΠΕΥΚΑΚΙ» Σ.

Στιγμές μονάχα διαρκεί η ευδαιμονία: Εικόνες θάλασσας στ΄ απόβροχο μολύβι Με φωτισμούς που ολοένα αλλάζουν Καθώς τα σύννεφα σουρώνουνε τον ήλιο Με σταγόνες αρμύρας στο δέρμα Με βιβλία, μ΄ εφημερίδες, με γραφτά, Κοκκινόχωμα στα σκοίνα και στα πεύκα. Στιγμές μονάχα διαρκεί: Μια κίνηση γυμνή, καμπύλη στο σκοτάδι Με τα μαλλιά στο μέτωπο να ιδρώνουν. Κι ύστερα η ηρεμία του ύπνου πλάι Σαββατοκύριακα μεμονωμένα στο Λουτράκι Τέλος της άνοιξης, αρχές καλοκαιριού, Προτού πλακώσουν των ιαμάτων τα γερόντια.

99


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ Χ.

Άργησε βέβαια η ενηλικίωσή μου Μα ήρθε τελικά, και συνεχίζεται. Ολόκληρη ζωή απείραχτος δε γίνεται Έστω με καθυστέρηση, πληρώνεται ένα τίμημα– Ο έρωτάς μας διαχέεται στη βροχή Διαλύεται στα μόρια του νερού Στις πλημμύρες αυτές του ΄96–

100

Εσύ το ξέρεις, βέβαια, που βρήκες την ουσία Αντίο, UUU_U εικοσαετία.


ΕΡΩΤΙΚΑ

TO ΔΙΑΥΓΕΣΤΕΡΟ ΓΑΛΑΖΙΟ Κ (Μ)

«Ήττα», δε θ’ απέχει και πολύ αν αποκληθεί Κι όμως το διαυγέστερο γαλάζιο μες στην πόλη Ρέει αναμφίβολα από τις ίριδες εκείνες ακριβώς. Έρχονταν στη μοτοσικλέτα Τρεις Γέφυρες, Κάτω Πατήσια, Με δέρμα γαλακτώδες, κι άβαφα (σα βαμμένα ωστόσο) χείλια– Άλλες τώρα αναγνώσεις, αλλού τα μαύρα τα μαλλιά.

101


ΕΡΩΤΙΚΑ

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ Η ευγνωμοσύνη δε στερεύει στις κακοτοπιές Μάλιστα τότε πιο πολύ κατασταλάζει. Γι΄ αυτό κι επικαλούμαι πλέον τη γνώση Τώρα που κάπως έχω μάθει ν΄ αξιολογώ:

102

Ευχαριστώ λοιπόν για το εντελώς ανυστερόβουλό σου, Ινδιάνα, Για το άφημά σου στη διάκρισή μου, Λαδομάτα, Για τη φθορά που συγχωρεί το χρόνο, Χουανίτα, Για τη γαλήνη μέσα στην αρρώστια σου, Ελπί, Για το «έχουμε ωραίο καφέ κι ωραίο _U», Κλείδα, Για τη σχεδόν αμίλητη ταλάντευσή σου, Κάπα, Για τον αναίτιο του σφρίγους σου τον τρόμο, Θεατρίνα, Για την επιλογή μου στην αφετηρία σου, Κρέμα, Για «τα γυρίσματα που μας ξαφνιάζουν», Ντιάν α, Για την επίμονη -μες από τα ερείπια- εκπομπή σου, Έσα, Για τ΄ αποστάγματα της καρτερίας σου, Δοκτορέσσα. Για σας που μ΄ άλλο μάτι με κοιτάξατε Δε λιγοστεύει η ευγνωμοσύνη στις κακοτοπιές. Μάλιστα τότε πιο πολύ κατασταλάζει. (2007)


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1825 Σέρνοντας κομμένο ένα σκοινί πηγαίνει Το κάστρο της Αθήνας κατεβαίνει Στον κάμπο ροβολάει γυμνός. Φτάνοντας στη σπηλιά του Παρνασσού «Εδώ», τους λέει, «καλά κοιτάχτε» Τα μαύρα δάχτυλα πώς σφίγγουν το λαιμό.

103

Παρακαλείται ο αναγνώστης ν΄ ανατρέξει στα της δολοφονίας του Οδυσσέα Αντρούτσου στον Κούλε του κάστρου της Αθήνας. στον κάμπο: στον τότε ελαιώνα της Αθήνας,

ήδη μισοκατεστραμμένο από τον πόλεμο ροβολάει: κατεβαίνει με πολύ γρήγορο και αποφασιστικό βήμα κάστρο της Αθήνας: η Ακρόπολη


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΚΟΡΣΙΚΗ, ΟΚΤΩΒΡΗΣ ΤΟΥ 1920 «Ά, δε μπορώ άλλο πια μακριά από την Ελλάδα Στου μυαλού μου τη μαύρη χαραμάδα Όνειρα κι ελπίδες κλείνουν κι ανοίγουν Μαζί με τις αμφιβολίες που με πνίγουν. Όλα θα παιχτούνε σε μια περίεργη μέρα. Κι αν –πράγμα αβέβαιο– κερδίσουν οι δικοί μας Και υψωθεί με την ελιά η παντιέρα, Τότε τα δύσκολα θ΄ αρχίσουν στη ζωή μας. Γιατί τώρα αυτός ο γίγαντας ξέρει τι κάνει Κι ας πολεμάει τόσα χρόνια, αυτός δε χάνει Εμείς αν έρθουμε στα πράγματα τι γίνεται Ή έτσι ή αλλιώς στη Μικρασία αίμα θα χύνεται: 104

Ή φεύγουμε: και ο Κεμάλ καίει τα πάντα Ή μένουμε: κι ο πόλεμος θεριεύει– Μα οι ψηφοφόροι ποιον θα βάλουνε στη μπάντα; Ξανάρχομαι λοιπόν στην Κυριακή που με κυριεύει Αυτή την πρώτη του Νοέμβρη Κυριακή Που αποφασίζει ποιος πεθαίνει και ποιος ζει Ποιοι θα γυρίσουν, ποιοι θα φύγουν απ΄ τη χώρα Πως θα ΄ναι το τοπίο όταν τελειώσει η μπόρα. Ας επιστρέψω λοιπόν στο βαρετό κατάλυμά μου Να ετοιμαστώ για πιθανή αναχώρηση. Κι αν πράγματι δοθεί με την ψήφο η συγχώρηση Τότε, ας φανταστώ και στη Σμύρνη έναν οντά μου».

Παρακαλείται ο αναγνώστης ν΄ ανατρέξει στα των εκλογών της 1.11.1920. Κορσική: γαλλικό νησί, τελικός τόπος εξορίας ορισμένων επιφανών αντιβενιζελικών ηγετών, έως τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 Ελιά: το σύμβολο υπό το οποίο η «Ηνωμένη

Αντιπολίτευσις» αντιμετώπισε το Βενιζέλο στις εκλογές γίγαντας: χαρακτηρισμός από το ημερολόγιο του Μεταξά για το Βενιζέλο, κύριο πολιτικό του αντίπαλο


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ο «ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ» Όταν μιλάμε γι’ ανθρώπους που ξέρουν τι ποθούν Μια χίμαιρα της ιστορίας, ένα φάσμα Που οι ίδιοι δε θα ζήσουν να το δουν, Όταν μιλάμε για συνέπεια στην ουτοπία Ζωή μες στους εχθρούς, δίπλα στην τρέλα Στην ουτοπία της συνέπειας, ηθοποιία– Τότε, ας ηχήσει δυνατά ο χάλκινος σωλήν: Τραβήξανε πολύ μακριά. Να τιμηθούν Ο Μπλαντ, ο Φίλμπι, ο Μπέρτζες κι ο μακ Λιν.

105

Ο «κύκλος της Οξφόρδης», δηλαδή οι Μπλαντ, Φίλμπι, Μπέρτζες, μακ Λιν: Βρετανοί, επί δεκαετίες κατάσκοποι των Σοβιετικών,

στρατολογημένοι ως φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης κατά το μεσοπόλεμο


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΛΑ, ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗ «Χ» (ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ 1944) Θολό φεγγάρι πίσ’ απ΄ τα σύννεφα Στη μαύρη νύχτα της Αθήνας. Κι οι Γερμανοί με βήμα χήνας Γυαλίζουν σύνεργα. Άδηλο μέλλον πάνω στα διάσελα Δε θέλω αυτούς, ούτε τους άλλους Όλους τους βλέπω παπαγάλους Ιδρύουν άσυλα. 106

Χαράζω δρόμο μόνος, ουδέτερος Σίγουρη η σφαίρα στο κεφάλι Πτώμα στ΄ αζήτητα και πάλι: Ποτέ «υμέτερος».

ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) : κλάδος δολοφόνων που δημιουργήθηκε από το ΚΚΕ, ο οποίος έδρασε κατά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά «Χ»: αντικομμουνιστική οργάνωση τραμπούκων και δολοφόνων της ίδιας περιόδου. Επέζησε για αρκετό διάστημα μετά ως ακροδεξιός πολιτικός σχηματισμός

μαύρη νύχτα: λόγω πολεμικής συσκότισης βήμα χήνας: ο τρόπος παρέλασης (και) του γερμανικού στρατού σύνεργα: βασανιστηρίων διάσελα: των βουνών άσυλα: φρενοκομεία, φυλακές, στρατόπεδα συγκεντρώσεως υμέτερος: δικός σας


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

KKE Την επανάσταση που θα ΄ρθει περιμένουν Στο μεταξύ κατασκηνώνουν «στα Γραφεία» Διαγράφοντας ο ένας τον άλλο με μανία Σε συνελεύσεις με στημένα προεδρεία Και σε αχτίφ με τα στελέχη να επιμένουν. Μες τους καπνούς ζουν τις ζωές τους ξενυχτώντας Mε «Ριζοσπάστη», μ΄ επετείους, με κουπόνια Και με πορείες στην πρεσβεία και στην Ομόνοια. Με τα καθήκοντα, τούς φεύγουνε τα χρόνια Αφίσες για τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ κολλώντας. Την κριτική σκέψη μισούν, κι ό,τι διαφέρει Επιβραβεύοντας την ομοιομορφία. Μέγας εχθρός η ατομική ελευθερία Και η επάρατη αστική δημοκρατία (Προς χρήση μόνο όταν –κι όπως– τους συμφέρει).

107

Και στο μυαλό τους όλα ταχτοποιημένα: Για όλα φταίει ο καπιταλισμός κι η Δύση Ιδιοκτησία και αγορά γεννούν τα μίση -Αυταποδείκτως αυτονόητη η κρίση– Εκ Μαρξ, εκ Λένιν και εκ Στάλιν δεδομένα. Την Ιστορία, το παρελθόν επικαλούνται Το Μπελογιάννη, την Ηλέκτρα, τον Πλουμπίδη. «Ξεχνούν» βεβαίως Καραγιώργη κι Ασημίδη Το Σπέρα, το Μαλτέζο, τον Αδραμυτίδη– (Αυτοί υπήρξανε ποτέ; Ποιοι τους θυμούνται;)

?


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ναι, στο βουνό και στο Δεκέμβρη, όσο νικούσαν, Και στις Λαϊκές Δημοκρατίες, για να κρατήσουν, Πρώτη δουλειά την εξουσία τους να στήσουν Όσους σκεφτόντουσαν αλλιώς να εντοπίσουν Κι η ΟΠΛΑ δούλευε, έως ότου τούς σιωπούσαν. Την επανάσταση που θα ’ρθει περιμένουν Αλλά δεν είναι παρά κέντρο διερχομένων (Κομματική περιουσία: το δεδομένον!) Μια ψευδεπίγραφη φωνή κατατρεγμένων Γι΄ αυτό ματαίως και ματαίως θα περιμένουν.

108

αχτίφ: είδος κομματικής συγκέντρωσης στην «αργκό» του ΚΚΕ «Ριζοσπάστης»: η εφημερίδα του ΚΚΕ πρεσβεία: εννοείται, η αμερικανική κουπόνια: εννοείται, οικονομικής ενίσχυσης για το ΚΚΕ ΚΝΕ: η νεολαία του ΚΚΕ Μπελογιάννης, Ηλέκτρα (Αποστόλου), Πλουμπίδης: εκτελεσθέντες από τον εχθρό, αναγνωρισμένοι ήρωες του ΚΚΕ Καραγιώργης: ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ, που βασανίστηκε, φυλακίστηκε και οδηγήθηκε στο θάνατο από το κόμμα του στη Ρουμανία (δεκαετία του ΄50), επειδή ανέπτυξε δική του πολιτική σκέψη Ασημίδης: προπολεμικό ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. Είχε αποχωρήσει από την πολιτική. Δολοφονήθηκε στο Καρπενήσι από την ΟΠΛΑ το 1943 Σπέρας: Αναρχικός εργατικός ηγέτης στην Αθήνα και στη Σέριφο. Είχε αποχωρήσει από την πολιτική. Δολοφονήθηκε από το ΚΚΕ το 1943 Μαλτέζος (Κίτσος): φιλελεύθερος ηγέτης των φοιτητών της Αθήνας., πρώην στέλεχος της ΟΚΝΕ του ΚΚΕ. Δολοφονήθηκε από το ΚΚΕ το 1944 στη μέση της Αθήνας Αδραμυτίδης: τροτσκιστής, συνδικαλιστής

ηγέτης στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ το 1944 βουνό: η «Ελεύθερη Ελλάδα», το αυξομειούμενο ορεινό τμήμα της χώρας που έλεγχε κατά την Κατοχή ο ΕΛΑΣ (εθνικοαπελευθερωτικός στρατός του ΚΚΕ και των συμμάχων του) και άλλοι μικρότεροι αντάρτικοι στρατοί Δεκέμβρης (ή «Δεκεμβριανά»): ο 40νθήμηερος ημι – εμφύλιος (γιατί έλαβαν μέρος και βρετανικές δυνάμεις) πόλεμος στην Αθήνα, ο οποίος άρχισε στις 3 του Δεκέμβρη του 1944 Λαϊκές Δημοκρατίες: οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης όπου επικράτησε το σοβιετικό κομμουνιστικό σύστημα (1945 – 1989), και όπου κατέφυγαν οι ηττημένοι του ΚΚΕ μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1946 – 1949) ΟΠΛΑ: δες το ποίημα «Ούτε με την ΟΠΛΑ, ούτε με τη Χ (Ισορροπία 1944)» Μαρξ: ο εισηγητής του λεγόμενου επιστημονικού κομμουνισμού, της ιδεολογίας που ονομάστηκε αργότερα μαρξισμός Λένιν, Στάλιν: οι πρώτοι κομμουνιστές ηγέτες της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης (1917 – 1991) επάρατη: καταραμένη


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

«Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ» Εμείς δεν είμαστε για οικογένεια Εμείς δεν είμαστε για σπιτικό Να παίζουν γύρω μας μικρά παιδάκια Πάμπερς να παίρνουμε και μπιμπερό. Δε γεννηθήκαμε για δεξιώσεις Ούτε για δάνεια στεγαστικά Ρέπος, ομόλογα, «φούσκες», γραβάτες Για μας δεν ήτανε ιδανικά. Για πρέφα είμαστε και διαδηλώσεις Για οδοφράγματα και για πανό Ματς μες στο γήπεδο της Λεωφόρου Σκάκι να παίζουμε, μ’ ούζο διπλό 109

Βιβλία, γκόμενες, δωματιάκια Τραγούδια κι έρωτες ως το πρωί Νησιά της άγονης το καλοκαίρι Μπαγλαμαδάκια και γλυκό κρασί. Κι αν πια σερνόμαστε και «δε μας πάει» Κι αν μετανιώνουμε –«τέτοια ζωή»!– Απροσδιόριστοι, μεμψιμοιρούντες Τα ρίχνουμε όλα στην «εποχή».

«Η ζωή είναι αλλού»: ελληνικός τίτλος περίφημου βιβλίου του Κούντερα ρέπος: μορφή χρηματιστηριακής επένδυσης φούσκες: οι αφύσικα υπερτιμημένες μετοχές που χάνουν γρήγορα την αξία τους Λεωφόρος (Αλεξάνδρας): το ιστορικό γήπεδο

του Παναθηναϊκού εποχή: «Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς / κι αν ξενυχτούμε κάτου απ΄ τα γεφύρια / επέσαμε θύματα εξιλαστήρια // του ‘περιβάλλοντος’, της ‘εποχής’». Έτσι τελειώνει το «΄Ολοι μαζί…» του Καρυωτάκη


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΚΡΑΤΟΣ ΕΝ ΚΡΑΤΕΙ Όσο οι καλόγεροι πατάν το όρος Άθως Όσο καμιά γυναίκα δε μπορεί να μπει Και φυσικά εσωτερικό διαβατήριο Ζητάνε από όποιον άντρα το ανεχτεί, Όσο οι παπάδες λόγω ορθοτομούν με πάθος Χορεύοντας με τους δημόσιους θεσμούς Και με αλάνθαστο, ορθόδοξο κριτήριο Διαχωρίζουν τα ερίφια άπ΄ τους αμνούς, Όσο τις μαυροκίτρινες σημαίες υψώνουν Μαζί με Λάβαρα μονών τουριστικά Και το φιλο–οθωμανισμό τους παραχώνουν Στα εντελώς φανταστικά «κρυφά σχολειά», 110

Τόσο θα νιώθει η ελευθερία μας αβέβαια Και της δημοκρατίας μας θα θαμπώνει η γυαλάδα (Κι ανεπαρκής παραμυθία μάς είναι, βέβαια, Ότι επικράτησαν το «Έλληνας» και το «Ελλάδα»).

Κράτος εν κράτει: κράτος μέσα στο κράτος, ανεξάρτητη εξουσία εσωτερικό διαβατήριο: το λένε «Διαμονητήριο», το εκδίδουν οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές και είναι απαραίτητο για την είσοδο και κίνηση εντός του λεγόμενου «Αγίου Όρους» (το οποίο κατά τα άλλα υποτίθεται ότι ανήκει στο ελληνικό κράτος) λόγω ορθοτομούν: καθορίζουν με τα λόγια τους το τι είναι ορθό τα ερίφια απ΄ τους αμνούς: κατά τη ρήση του Χριστού, θα χωριστούν τ΄ αρνιά (δίκαιοι) από τα κατσίκια (αμαρτωλοί) μαυροκίτρινες σημαίες: οι βυζαντινές σημαίες με το δικέφαλο αϊτό, που τις κρεμάνε στα μοναστήρια και στις εκκλησίες Λάβαρα μονών τουριστικά: στην Αγία Λαύρα δείχνουν στους τουρίστες «το Λάβαρο που ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στις 25

Μαρτίου του 1821, ευλογώντας τους αγωνιστές και κηρύσσοντας την Επανάσταση». Βεβαίως, το όλο σκηνικό είναι απολύτως φανταστικό φιλο – οθωμανισμός: με την εξαίρεση ελάχιστων χαμηλόβαθμων κατά βάση ιερωμένων, η ορθόδοξη εκκλησία υπήρξε επί αιώνες το κύριο στήριγμα των Τούρκων για την καθυπόταξη των ραγιάδων, με αντάλλαγμα πολλαπλά σουλτανικά προνόμια παραμυθία: παρηγοριά «Έλληνας» και «Ελλάδα»: οι τελικές αυτές ονομασίες, που συνδέουν απευθείας το ελληνικό έθνος και κράτος με το όποιο αρχαίο τους παρελθόν, επικράτησαν, παρά την αντίδραση αρχικά του βυζαντινού κράτους και της βυζαντινής κρατικής εκκλησίας και, στη συνέχεια, της οθωμανικής ορθόδοξης εκκλησίας, που θέλανε τα «Ρωμαίος», «Ρωμιός», Ρωμανία»,και συναφή


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΔΙΣΤΙΧΑ ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΔΙΑΘΗΚΗΣ Δεν είμαι διαγράψιμος ακόμα Εγώ θα πω πότε θα μπω στο χώμα Δε θέλω να κυλήσει ούτε ένα δάκρυ Μονάχος μου θα βρω εγώ την άκρη. Δε θέλω ούτε συμπάθεια, ούτε οίκτο Οικεία βουλήσει θα στηθώ στον τοίχο. Μαντίλι δε γουστάρω μπρος στα μάτια Μπορώ να γίνω μόνος μου κομμάτια Δε θέλω μες στο στόμα μου το κέρμα Για αλλού δεν έχει– αυτό ήτανε και τέρμα. 111

Να μη ακούω θρήνους και σεβντάδες Κι εντέλλομαι σαφώς : όχι παπάδες!


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ Α. Φ. ΚΕΡΕΝΣΚΙ (1881 – 1965) Μέσα στους Λένιν, μέσα στους Κορνίλοφ Πώς να χωρέσεις, δεν υπήρχε χώρος Πόσα πραξικοπήματα να ξεπεράσεις– Σε ποιους απευθυνόσουν τέλος πάντων, Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς.

112

επιτύμβιο: επιγραφή σε τάφο Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Κερένσκι: Ρώσος σοσιαλιστής, πρωθυπουργός μετά τη δημοκρατική Επανάσταση του Φλεβάρη του 1917. Προσπαθώντας ν΄ αντιμετωπίσει το

πραξικόπημα του φιλομοναρχικού Κορνίλοφ, τελικά ανατράπηκε από το κομμουνιστικό πραξικόπημα των μπολσεβίκων του Λένιν (τη λεγόμενη «Οκτωβριανή Επανάσταση») του ίδιου έτους


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Δε μου φτάναν δέκα χρόνια Κουκουέ Ήθελα κι άλλα τρία στους ανανεωτές. Μήνες, βδομάδες κι άπειρες ώρες Σε συνέδρια, συνελεύσεις και αχτίφ –τι λέξη!– Διαγραφόμενοι και διαγράφοντες Σε παμπάλαια δωμάτια και σε στάδια Δήθεν ψηφοφορίες για δήθεν αποφάσεις Καπνοί τσιγάρων, υπερυψωμένα προεδρεία Και φυσικά τα επαγγελματικά στελέχη: Βαριά κι ασήκωτα μουστάκια, και καφέδες, Και τόση πια κομματική ανιδιοτέλεια! Ένας μικρόκοσμος έμμονων ιδεών Μια φυσαλίδα που βεβαίως έμελλε να σπάσει Να γιατί τώρα πια διαθέτω Αυτή την τόσο πλούσια συλλογή καρτών αντιπροσώπου.

ανανεωτές: ο κλάδος της ελληνικής αριστεράς που χοντρικά ακολούθησε την πορεία Γραφείο εσωτερικού - ΚΚΕ εσωτερικού – Ελληνική

Αριστερά – Συνασπισμός αχτίφ: είδος κομματικής συγκέντρωσης στην αργκό του ΚΚΕ

113


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΚΑΓΧΑΣΜΟΣ Επειδή επιμένουν με τα πράγματα Στοιχειώδη μια επαφή να διατηρούν Όχι όμως «και να φτάνουμε στα άκρα», Ή εξαιτίας επίδειξης στη γλωσσομάθεια, Ή έστω από την καθαρολογία του χοντροκέφαλου– …Το ξεστομίζουν μεν, μ΄ αποκαλούν «μπορντέλο» το μπουρδέλο. Κι αν προπολεμικά επισήμως ήδη πολιτογραφήθηκε Κι αν προ πολλού επικράτησε οριστικά μ π ο υ ρ δ έ λ ο Οι άχρηστοι αυτοί επιμένουν αγνοούντες Πράγμα που μόνο καγχασμό, σε μας τους γνώστες, προκαλεί. 114


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ Kι αν στο ένα χέρι –άχρηστα– τα φοβερά τα τόξα Τ’ άλλο το χέρι στην πληγή. Μακρινές φωνές φέρνει ο αέρας Κι ούτε ένας γλάρος . το χέρι στην πληγή Στην πληγή το χέρι. Με τα μάτια στο βράχο και στη θάλασσα Στη θάλασσα, στο βράχο, στη θάλασσα ξανά Δύσκολα περνάει ο καιρός. Ο καιρός μετριέται, βλάμη, με το χέρι στην πληγή.

Ο αναγνώστης παρακαλείται ν΄ ανατρέξει στο μύθο του ήρωα Φιλοκτήτη και μάλιστα στην εκδοχή του Σοφοκλή. δύσκολα περνάει ο καιρός: του Γκάτσου, από

το «Χάρτινο το φεγγαράκι» (μουσική Χατζηδάκι) βλάμης: σταυραδερφός, αδερφοποιτός, σύντροφος, γκαρδιακός φίλος

115


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ, 1985 «Σκέφτεσαι το ΄45, ρε, κυβέρνηση του Κουκουέ: Πρωθυπουργός ο Ζαχαριάδης Γούσιας, Βλαντάς κι Ιωαννίδης υπουργοί Και αντιπρόεδρος… μάλλον ο Μπαρτζιώτας –Τον Άρη, άραγε, τι θα τον βάζανε;– Παιδιά για υιοθέτηση, ένας κι ένας (Στην άκρη ο Καραγιώργης και ο Σιάντος Στον τοίχο ο Παρτσαλίδης και η Χρύσα). Το σκέφτεσαι ρε συ, το σκέφτεσαι; Θα ΄μασταν σήμερα χειρότερα απ΄ την Αλβανία». 116

«Γιατί, φαντάζεσαι το Σάρλη Διευθυντή της ΕΡΤ; Ή μήπως θα μπορούσαμε όπως τώρα να μιλάμε; …Βγαλ’ τώρα την τριπλή από τα Γιάννενα Και βάλ΄ την στο Καλαμαριά – Ολυμπιακός».

Ζαχαριάδης, Γούσιας, Βλαντάς, Ιωαννίδης, Σιάντος, Χρύσα (Χατζηβασιλείου): στελέχη του ΚΚΕ το 1945 Σάρλης: ο «ιδεολογικός υπεύθυνος» του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ το 1985

ΕΡΤ: είχε, τότε, το μονοπώλιο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων τριπλή: εννοείται 1–Χ–2, παραλλαγή σε παλιού τύπου δελτίο ΠΡΟ ΠΟ


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

SANITAS FOIL Αλουμινόχαρτος καιρός, καθώς οι μπάτσοι Παραμονεύουν στις γωνιές σε στυλ ΄55 (Φοράνε άσπρα πουκάμισα για να γνωρίζονται). Μες στις φωτιές και μες στα δακρυγόνα Ο κόσμος πάει και κρύβεται στον Εθνικό Κήπο. Βρικολακιάζουνε κανονικά οι αποστάτες Λιάζομαι δήθεν– και φοβάμαι τις καταμετρήσεις. Δυο χρόνια γι΄ «αντίσταση κατά της αρχής». Ποια «αρχή»; Τι πα’ να πει «αρχή»; Χτύπαγε τον μικρό μου αδερφό, και θα τον άφηνα; Πού πάνε τούτοι οι καπνοί σε στυλ ΄65– Αλουμινόχαρτος καιρός, μαλαματένια ρούγα.

Sanitas foil: μάρκα αλουμινόχαρτου αποστάτες: έτσι έμειναν στην ιστορία οι βουλευτές που έφυγαν από την Ένωση

Κέντρου το καλοκαίρι του 1965 και στελέχωσαν διαδοχικά τις κυβερνήσεις Νόβα, Τσιριμώκου, Στεφανόπουλου

117


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Φθινόπωρο στο Λιντλ των Κάτω Πατησίων Βράδυ Σαββάτου στον κόσμο των φτωχών. Γύρω μου περνάνε οι νέοι Αθηναίοι Είναι Ινδοί, Ρουμάνοι, Αλβανοί, Βιετναμέζοι, Σομαλοί, Αιγύπτιοι, Ουκρανοί, Νιγηριανοί, Ιρακινοί, Κινέζοι. Ψωνίζοντας, ακούγονται όλες οι λαλιές (Όπως και τα ελληνικά αντηχήσανε παντού).

118

Περνάμε επίσης κι οι παλιότεροι Αθηναίοι Ψωνίζοντας, μιλάμε πλέον όλοι τωρινά ελληνικά. Είν΄ Αρβανίτες, Ίωνες, Μογγόλοι, Σλαβομακεδόνες, Είναι Σελτζούκοι, Τσάκωνες, Αινιάνοι, Βενετσάνοι, Βλάχοι, Ρωμαίοι, Μογγόλοι, Φραγκοσυριανοί, Βούλγαροι, Μαλτέζοι, Τσιγγάνοι κι Ιταλοί, Έρουλοι, Ρώσοι, Μαρωνίτες, Ιλυριοί, Άβαροι, Φοίνικες, Κομάνοι, Οθωμανοί, Σκύθες, Βούλγαροι, Σελτζούκοι, Βαυαροί, Πόντιοι, Κατελάνοι, Πετσενέγκοι, Νορμανδοί, Φράγκοι, Γαλάτες, Βόσνιοι, Πελασγοί, Τσάκωνες, Σύροι, Θράκες, Οδρυσσοί, Σέρβοι, Σαρακηνοί, Τουρκόγυφτοι και Μολοσσοί, Κορσικάνοι, Γότθοι, Καπαδόκες, Αχαιοί, Αιθίοπες, Φιλισταίοι, Δόλοπες, Ισπανοί, Ούγγροι, Εβραίοι, Κροάτες, Σικελοί, Χάζαροι, Πέρσες, Βρετανοί, Δωριείς, Κέλτες, Άραβες, Αρμένιοι κι Αιολείς Βάνδαλοι, Βαβυλώνιοι, Φρύγες και Πομάκοι, Ζηλωτές, Μονοφυσίτες, Πυρολάτρες, Προτεστάντες, Άθεοι, Μουσουλμάνοι, Ορθόδοξοι κι Αρειανοί, Παγανιστές, Μιθραϊστές, Ησυχαστές, Καθολικοί– Κι άλλοι που δεν τους έγραψε ποτέ κανείς


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ή επιζούνε μόνο ως ακατανόητα ανθρωπωνύμια Ή εξίσου ακατανόητα τοπωνύμια: Οι ξεχασμένοι δανειοδότες της ελληνικής. Ακόμα πιο πολλοί απ΄ όσους έβαλα εδώ Ακόμα πιο πολλοί απ΄ όσους θα μπορούσα καν να πω. (Έτσι βγήκαν οι Αθηναίοι. Έτσι το έθνος μας. Έτσι βγήκανε ό λ α τα έθνη). Και κάτσε τώρα εσύ, μαλάκα ημιμαθέστατε, να κόφτεσαι Ότι ρητώς και προφανώς και αποκλειστικώς και άπαντες Απόγονοι Σωκράτους και κάτι χριστιανών οσίων εσμέν– Εθνικιστή αστοιχείωτε, κλανιά της Ιστορίας. 119


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΜΕΣ ΣΤΑ ΟΛΑ

120

Ήταν μεσήλικος, και κουρασμένος, και φτωχός Κι είπε: «Είκοσι χρόνια τώρα μένω σταθερός Κι αν ζήσω κι άλλο, δε νομίζω πλέον ν΄ ξαναλλάξω. Κατάληξα λοιπόν –μόνο για πάρτη μου, εννοείται– στο εξής: Προτιμάω τη διακύμανση, τ΄ αβέβαιο, το ρίσκο, Το αναπάντεχο, τη μάχη του μοναχικού ‘εγώ’, Την πιθανότητα της ήττας κι άλλης ήττας τελικά– Αυτά λοιπόν τ΄ αβέβαια προτιμάω Παρά τα Ζώδια, το Θεό, το Κόμμα, την Πατρίδα Το Έθνος – Κράτος, τις Προλήψεις, το Δημόσιο, Όλες τις ανελευθερίες τις πατρικές της βεβαιότητας Τις αφελείς, ψευδείς ασπίδες της προσωπικότητας». (2006)


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΤΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΕΜΒΑΔΑ Απ΄ την Ακρόπολη ολοένα ώς το Λυκαβηττό, Από παιδιά επιστρέφουμε στους ίδιους πάντα τόπους –Πρώτη κοπάνα, Ηλεκτρικός, άσκοπο πρωινό– Κι έκτοτε εδώ, στους δυο αυτούς ανάμεσα τους λόφους. Στρέφη, Ομόνοια, Αθηνάς, Ρωμαϊκή Αγορά Εδώ όλοι καταλήγουμε, απ΄ όλη την Αθήνα Στων δύο λόφων πάντα τα ενδιάμεσα εμβαδά Μόνη μας επιδίωξη, πολλές φορές το μήνα. Δε θέλουμε να φεύγουμε απ΄ τα μέρη τα σωστά Αρνιόμαστε στα σπίτια μας να πάμε να κρυφτούμε Ο χρόνος μας ακινητεί στα ίδια τα στενά Τις έγνοιες που μάς τρέχουνε δε λέμε να σκεφτούμε. Κι όταν οι βόλτες μάς κουράσουν κι έρθει η στιγμή Μες στις ταβέρνες και στα μπαρ τρέχουμε να χωθούμε Για τρίχορδο και μπαγλαμά, μεζέδες και κρασί Τα πράγματα με μια ματιά αλλιώτικη να δούμε. Γουστάρουμε τους άγνωστους που πίνουμε μαζί Που μια παρέα γινόμαστε η ώρα όσο περνάει Στημένη μάς την έχουνε έξω άπ΄ το μαγαζί Μα το επιλέγουμε η ζωή μας έτσι να κυλάει.

«Μπαράκι της Ρεβέκκας», «Κληματαριά» «Μπαρμπαγιάννης», «Νέο Δίπορτο» και «Τέλης» «Ωραία Ελλάδα», υπόγειο του «Μωριά» Και στη στοά με τα κλουβιά, «Ταβέρνα ο Βαγγέλης».

121


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ Άφησες στο γραφείο το κινητό σου Για να περάσεις να το πάρεις πιο μετά Ή για να βλέπω εγώ κάτι δικό σου Να δυσκολεύομαι να βγάλω τη δουλειά – Με συνειρμούς που μου χαλάν τη σιγουριά Άφησες στο γραφείο μου τα κλειδιά σου (Που ξεκλειδώνουνε ποιος ξέρει ποια μυαλά) Αυτά που παίζεις μες στα δάχτυλά σου Και δε μ΄ αφήνουνε να σκέφτομαι σωστά – Με συνειρμούς που μου χαλάν τη σιγουριά 122

Άφησες στο γραφείο και τον καφέ σου Υπόνοια κτήσης, που μου λέει σιγανά «Πιες μια γουλιά, τώρα σ΄ αυτό αρκέσου Ίσως σου δώσω κάτι αύριο ξανά» – Με συνειρμούς που μου χαλάν τη σιγουριά


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΤΟ ΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ Θα ΄ρθω στο σπίτι σου και θα ΄ναι Κυριακή Θα τρώτε, όπως πάντα, στην αυλή σας μαζεμένοι Με γέλια, με συζήτηση, με μουσική Εσύ, η οικογένεια και κάποιοι καλεσμένοι. Τριγύρω σας όλο θα παίζουν τα παιδιά Κι εσείς θα τους κουνάτε από συνήθεια το χέρι Μα γω θα τρέξω κάτω απ΄ την κληματαριά Το χαυνωμένο σας θα διακόψω μεσημέρι. Τη γνήσια έκπληξή σας θα εκμεταλλευτώ Μόνος μπροστά σε όλους σας με βιάση θα μιλήσω: «Προτείνω τα παλιά να διαγραφούν» θα πω Θ΄ ακολουθήσει σύγχυση, κι εγώ θ΄ αποχωρήσω.

Στου ζεϊμπέκικου τον ήχο Στον καλύτερο το στίχο, Στη σκιά κάτω απ΄ το κλήμα Στο εντελώς αβέβαιο κλίμα, Θα χορέψω δίχως λέξη Κι εσείς θα ΄χετε χαζέψει.

123


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΙΔΡΩΝΩ Πάλι σκληρά μού μίλησες και νιώθω ενοχές Θυμάμαι όσα έγιναν και πρέπει να προσέξω Βλέπω το αδιέξοδο και μέσα μου και έξω Στο πρόσωπό μου φαίνονται όλες οι εποχές. Τα ίδια πάθαινα παλιά στο σπίτι μου μικρός Η μάνα μου όταν φώναζε ή έβριζε ο πατέρας Εγώ πάντα κοκκίνιζα, με βάραινε ο αέρας Ακόμα κι αν δεν έφταιγα, μου ΄ρχόταν εμετός.

124

Και στο σχολείο, και στη δουλειά, και στο στρατό μετά Τις σκέψεις μου ποτέ επαρκώς δε μπόρεσα να κρύψω Όλοι με καταλάβαιναν, μ΄ ανάγκαζαν να σκύψω Με σκέτα υπονοούμενα, με βλέμματα κοφτά. Τώρα μου χώνεσαι και συ και δήθεν με πονάς Σφίγγεται το στομάχι μου και κοκκινίζω πάλι Χτυπάει η καρδιά μου δυνατά και ξαναρχίζει η πάλη: Να μη μιλήσω ή να αρπαχτώ, κι ας φύγεις κι όπου πας;

Τρέμω και κρυώνω Στα δύσκολα ιδρώνω.


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

«ΑΠΟΨΕ ΣΕ ΝΟΣΤΑΛΓΗΣΑ ΠΟΛΥ» Είδα στην εφημερίδα πως παντρεύεσαι Όμως η παλιά αγάπη δε νοθεύεται Άνοιξα κλειστούς φακέλους και τους σκάλισα Βρήκα τις φωτογραφίες και τα γράμματα Ήρθαν στο μυαλό μου πάλι όσα μπορέσαμε Πράγματα και χώροι που πολύ πονέσαμε Απαλό το δέρμα και ζεστά τ΄ αγγίγματα Σα να σε κοιτάζω μέσα απ΄ τα συντρίμματα. Πάνε τώρα πέντε χρόνια που μου έλειψες Που δεν ήξερα αν στ΄ αλήθεια ζεις ή πέθανες Τώρα ξέρω, κι αντικρίζω το αναπόφευκτο Μα στη μνήμη μου κρατάω το ανόθευτο.

«Απόψε σε νοστάλγησα πολύ» Στα χείλια μου ήρθε το παλιό φιλί.

«Απόψε σε νοστάλγησα πολύ»: από το τραγούδι του Τσιτσάνη «Αράπικο λουλούδι»

125


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

Ο ΕΙΛΩΤΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Τον τρελαίνουν τα παιδιά που του γκρινιάζουν Οι γυναίκες που απαιτούνε (και νυστάζουν) Τον πιέζουν οι γονείς του που γερνάνε Και που πάντα το καλό του μελετάνε. Τον σαρώνουν οι εργοδότες που φωνάζουν Ή οι πελάτες του που άλλους εκθειάζουν Οι περίγυροι που άλλα περιμένουν Και οι τόκοι των δανείων που ανεβαίνουν.

126

Κλαίγονται όλοι για την Τρίτη Ηλικία Ή αναλύουν εκστατικά την εφηβεία. Ποιος μιλάει για τη ζωή του σαραντάρη Που δεν έχει ούτε χώρο, ούτε χάρη;

Ο σαραντάρης είν’ ο είλωτας αυτού του κόσμου Δεν έχει καν παρηγοριά ένα κλαδάκι δυόσμου.

ένα κλαδάκι δυόσμου: καταγωγή από την «Αθανασία» του Γκάτσου (μουσική Χατζηδάκι)


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΦΑΡΜΑΚΙ Καιρός αχάριστος Δρόμος αντίπαλος Που πας μονάχος

συννεφιασμένος μπρος ορθωμένος χωρίς σκοπό.

Καθώς σε δέρνουνε Καθώς σε πιάνουνε Χάνετ’ η μνήμη

ανεμοβρόχια καινούργια βρόχια το βράδυ αυτό.

Παραμονεύουνε Δίβουλοι έρωτες Πίκρα στο στόμα

παντού σκοτάδια ψεύτικα χάδια πλήξη στο νου.

Και το τραγούδι σου Γυρίζει γύρω σου Ποτίζοντάς σε

φαρμακωμένο κομματιασμένο γεύση χαμού.

Ο τίτλος και η πρώτη στροφή έλκουν την καταγωγή από το «Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει» του Μάνου Ελευθερίου (μουσική Κουγιουμτζή).

127


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΖΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ ΚΑΛΑ «Δε ζω χωρίς εσένα Ούτε στιγμή δε ζω Μαύρη η ζωή μακριά σου» Το λέγαμε κι οι δυο. Πέρασαν μήνες, χρόνια Μετά το χωρισμό Ξεθώριασαν οι όψεις Το ξέρουμε κι οι δυο.

128

Και όμως επιζούμε Σε νέες αγκαλιές Άλλες κουβέντες λέμε Και πάλι είναι γλυκές. Μεγάλα λόγια φέρνει Η όποια κοινή ζωή Μα λίγο μόνο μένει «Αντίο» σαν ακουστεί.

Έμαθα να ζω χωρίς εσένα Ζεις κι εσύ καλά χωρίς εμένα.


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1996 Κ.

Σου μιλάω, μα δεν ακούς Κι αν ακούς, δε με προσέχεις Σ΄ άλλες σκέψεις τώρα τρέχεις Το μυαλό σου εδώ δεν έχεις– Είσαι ήδη αλλού. Σου ζητάω, μα δε ζητάς Κι αν ζητάς, δε θες στ΄ αλήθεια Λέξεις λες από συνήθεια Δίχως νόημα επιμύθια– Είσαι ήδη αλλού. Σε κοιτάω, μα δεν κοιτάς Κι αν κοιτάς, δε λογαριάζεις Το κεφάλι σου τινάζεις Το ρολόι σου κοιτάζεις– Είσαι ήδη αλλού. Σκοτεινιάζεις, μα δεν κλαις Κι όταν κλαις, δάκρυ δε βγαίνει Κι είναι αβέβαιο πια τι μένει Ερημία παγωμένη– Είσαι ήδη αλλού. Πάνω απ΄ όλα: δε μιλάς Κι αν μιλάς, δε βγαίνουν λόγια Η φωνή σου είναι υπόγεια Και δε φτάνει ώς τ΄ ανώγεια– Είσαι ήδη αλλού.

129


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ ΕΔΩ Λόγια για το σερβοκροάτικο βαλσάκι σε μινόρε που ακουγόταν στον Ηλεκτρικό το ΄97 - ΄98

Εγώ δεν είμαι πια εδώ Σε μια σκιά άλλο δε ζω Κι αν σου περάσει μην τρέξεις Δε θα με βρεις πια εδώ. Όταν εσύ θα γυρνάς Διστακτικά θα κοιτάς Άδειο θα βρεις ένα σπίτι Πού θα σταθείς, τι θα φας. 130

Στις μνήμες σα θα βρεθείς Δε θα μπορείς να κρυφτείς Κι έτσι αμέσως θα φύγεις Μες στους πολλούς θα χαθείς. Εγώ δε θα ΄μαι πια εδώ Το πού θα πάω θα το βρω Κλειδί στην πόρτα γυρίζω Φεύγω κι ας μη σε ξεχνώ. Κάπου θ΄ αράξω ξανά Έστω με τρύπια πανιά Μ΄ «αίμα, ιδρώτα και δάκρυα» Και με σπασμένα κουπιά.

αίμα, ιδρώτα και δάκρια: αυτό μόνο υποσχέθηκε ο Τσόρτσιλ προς τους Βρετανούς, μόλις ανέλαβε πρωθυπουργός το 1940, ενώ είχε ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ «ΝΤΟΥΖΕΝΙ» Σ., Ν., Λ., Α.

«Ντουζένι», νύχτα κι όλοι διαλεχτοί Όλα τα λεφτά σ΄ αυτό το Μάρτη Κι έτσι ξαναμπήκαμε στο χάρτη Μας πρόλαβε ο ήλιος το πρωί. Λαϊκά και ρεμπέτικα βαριά Έκσταση και ρίγος της Αλίκης Μάτια μοναχά για το βιολί της Και για κανένα απ΄ τ΄ άλλα τα παιδιά. Η Σοφία στο τραπέζι πάνω Τσιφτετέλι που όλους τούς ανάβει Κάθε αρσενικό παθαίνει βλάβη Γράφω, αλλά το μυαλό μου χάνω. Οι άλλοι τραγουδάμε αγκαλιασμένοι Νάσος, Μήτσος, Λούλα η δασκάλα Πήραμε αισίως τρίτη μπουκάλα (Και στο τέλος βλέπουμε τι μένει). Νοιάζεται κανείς που ήρθ’ η μέρα; Γλέντι και «Ντουζένι» μάς κρατάνε Χίλιοι γερανοί δε μας κουνάνε Είναι, απλώς, ακόμα μια Δευτέρα. (1999)

«Ντουζένι»: Ημι - κυριλέ ρεμπετάδικο, στου Μακρυγιάννη, που το έφαγε το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης

131


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

Ο ΒΑΛΕΣ ΚΙ Ο ΧΑΒΑΛΕΣ Στην πράσινη τσόχα το κέρδος θηρεύεις Βαριάντες του κούκου ξανά θεραπεύεις Την ένταση πάλι σαν πάντα γυρεύεις Τη δίπλα κυρία ξεχνάς να θωπεύεις.

Την ώρα που αναμένεται βαλές Δεν έχει καμιά θέση ο χαβαλές.

132

Στριπτίζ και ρολίνες οι άλλοι μοιράζουν Σωρός σου οι μάρκες, μα δεν τους τρομάζουν. Ελπίζουν, μουγκρίζουν, και φύλλα αλλάζουν Με μάτια ανυπόμονα γύρω κοιτάζουν.

Δεν είναι της στιγμής ο χαβαλές Ευχήσου να ΄ρθει ο τέταρτος βαλές. Ο ένας μοιράζει, ο άλλος ποντάρει, Ο τρίτος ασθμαίνοντας πάει να ρεφάρει. Μα εσύ δεν κωλώνεις, δεν κάνεις τη χάρη Ρισκάρεις . και ρίχνεσαι μες στο σαφάρι.

Καρέ! Νάτος ο τέταρτος βαλές! Και τώρα πια, δικός σου ο χαβαλές.

βαριάντα: παραλλαγή κούκος, στριπτίζ, ρολίνα: παιχνίδια της πόκας καρέ: ένα από τα ανώτατα φύλλα της πόκας.


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΦΩΛΙΑ Φωλιάζω μες στο μπαγλαμά Στο μπαγλαμά κοιμάμαι Μες στο μπουζούκι ξαγρυπνώ Ζεϊμπέκικο μπουζούκι Και την πενιά αφουγκράζομαι Που λίγο λίγο σβήνει.

133


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ Α΄

Αγόρι μου εκεί που πας Το κεφαλάκι σου θα φας Όλη θα φύγει σου η μαγκιά Όταν θα δεις τ΄ άδεια κορμιά Θα λες «Να φύγω από δω!» Μα θα σε βρίσκει το κακό. Β΄

Τα βραχιόλια σού φοράνε Και στα σίδερα σε πάνε

134

Όλα γύρω σού είναι ξένα Γράψε «αλίμονο» σε σένα Τέσσερις μπάτσοι στο κελί Σε τουλουμιάζουν σαν τυρί.

βραχιόλια: χειροπέδες


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

Η ΑΣΗΜΙΝΑ Παρηγοριά στα καπηλιά Τεκέδες και ουζάδικα Και μαστούρης ένα μήνα Το πρωί ξυπνάς στο Τμήμα Στα Παντρεμενάδικα. Βελονάκιας τώρα είσαι Κοκαΐνης τρομερός. «Φίλε, θα ΄βρεις το μπελά σου Άσε δε και την υγειά σου Κι ειν΄ ο βήχας φοβερός». Τρία χρονάκια αργότερα Ήσουνα μες στο μνήμα Τριάντα δυο χρονώ παιδί. Και όλα τα ΄φταιξε αυτή Η σκρόφα η Ασημίνα.

Παντρεμενάδικα: συνοικία της παλιάς Αθήνας, σχεδόν ταυτιζόμενη με το σημερινό Αρδηττό / Μετς βελονάκιας: ναρκομανής που τρυπιέται με ενέσεις

135


ΛΑΪΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ Το μυαλό μου είναι άδειο και το βλέμμα μου θολό Δε με νοιάζει πού θα φτάσω ή πού θα ξημερωθώ. Ό,τι αγάπησα στον κόσμο δεν υπάρχει τώρα πια Έρωτες, χαρές και γλέντια έχουν φύγει μακριά. Μαύρες σκέψεις, μαύρα ντέρτια έχω τώρα συντροφιά Κι ένα σέρτικο τραγούδι μόνη μου παρηγοριά.

136


ΠΑΡΩΔΙΕΣ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Δ΄ ΚΝΙΤΟΝΑΥΤΕΣ

Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν, ούτε από τον «Οδηγητή» ούτε από τα κουπόνια ούτε από τις αφίσες, είχανε το φέρσιμο των δέντρων που δέχουνται τη μια και ξαφνικά την άλλη γραμμή χωρίς να ενοχλούνται από την αλλαγή. Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες ίδρωναν στην εξόρμηση με υψωμένη γροθιά συνθηματολογώντας με ρυθμό και το αίμα τους κοκκίνιζε, μαντίλι στο λαιμό φορεμένο. Κάποτε τραγούδησαν με υψωμένη γροθιά στα Φεστιβάλ όταν περάσαμε Ζωγράφου και Καισαριανή κατά το Περιστέρι τελικά, πέρα από τις απαγορεύσεις που γαβγίζουν. …………………………………………………………………… Περάσαμε ολομέλειες πολλές, πολλές γραμμές …………………………………………………………………… Αράξαμε σε αίθουσες συνελεύσεων και συνδιασκέψεων …………………………………………………………………….. Μα δεν τελειώνουν οι κομματικές διαδικασίες. Τα μυαλά τους έγιναν ένα με τα ταμπλό και τους κουβάδες με το σοβαρό πρόσωπο στον τοίχο των γραφείων με τη φάτσα των τρομερών οικοδόμων με την κόλλα που κολλώντας έσταζε στη μορφή τους. Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά με υψωμένη γροθιά. Οι διαγραφές τους Δείχνουν το μέρος που ξύπνησαν οι διαφωνίες. Κανείς δεν τους θυμάται. Ομοφωνία.

Παρακαλείται ο αναγνώστης ν΄ ανατρέξει στο «Μυθιστόρημα» Δ΄, «Αργοναύτες», του Σεφέρη. Παρακαλείται επίσης –εφόσον δεν τη διαθέτει ο ίδιος– να ζητήσει βοήθεια από κάποιο πρόσωπο εξοικειωμένο με την κουλτούρα του ΚΚΕ.

Οδηγητής: δες το ποιήμα ΚΚΕ Κνιτοναύτες: Κνίτες (=μέλη της ΚΝΕ)+ ναύτες Ζωγράφου, Καισαριανή, Περιστέρι: οι περιοχές όπου έγιναν τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ το 1974, ’75 και ’76

137


ΠΑΡΩΔΙΕΣ

Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, ΜΑΘΗΤΗ ΓΕΝΙΚΩΣ Αναμφίβολα τα γκάλοπ δέχτηκε μαχαίρι ο Συνασπισμός. Κι ήτανε η ψυχή του την ώρα εκείνη στημένο κωλομέρι… Κι όπως κυλάν απ΄ τ΄ άδυτα τ΄ αδύτου του ΠΑΣΟΚ, οι αστρολόγοι και οι καφετζούδες έτσι με τη νέα Βουλή πέταξε η πνοή του.

138

Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι και βέβαια πάνε… Γιατί μονάχα εκείνοι π΄ αγαπάνε τον Τσοχατζόπουλο στη μυστική του πρώτη αξία μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι της Κάθαρσης – μη Κάθαρσης τα λάθη και τα σκληρά τα ποσοστά μ΄ αταραξία.

Παρακαλείται ο αναγνώστης ν΄ ανατρέξει στο «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα», του Σικελιανού. Το ποίημα απηχεί τα της περιόδου 1988 – 1996. Οι αστρολόγοι και οι καφετζούδες: της

αυλής Αντρέα και Δήμητρας Παπανδρέου Κάθαρση: το κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα του 1989 Τσοχατζόπουλος: πολιτικός του ΠΑΣΟΚ


ΠΑΡΩΔΙΕΣ

Ο ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ Αν είσαι απ΄ τους αληθινά μουρλούς το αποτρέλαμά σου κοίταζε πώς αποκτάς. Όσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου στο Αιγινήτειο και στο Δαφνί όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες όσες διαγνώσεις τιμητικές κι αν σ΄ έβγαλαν στην Αθήνα οι ψυχίατροί σου μήτε η μανία σου, μήτε η κατάθλιψη θα μείνουν, μήτε ανώτερος –τι ανώτερος;– άνθρωπος θα αισθανθείς, όταν, στο Δρομοκαϊτειο, ο νοσοκόμος σε φέρει μαζί με κάτι ενέσεις κι ηλεκτρόδια του αθλίου ασθενούς το μανδύα. Και μην επαναπαύεσαι που στη ζωή σου μικροκατάθλιψη, ψευτοφρενίτιδες και μανιούλες τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει. Ίσως αυτή την ώρα εις κανενός γειτόνου σου το νοικοκυρεμένο σπίτι μπαίνει– αόρατος, άυλος– ο νοσοκόμος, φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό ζουρλομανδύα.

Παρακαλείται ο αναγνώστης ν΄ ανατρέξει στο «Ο Θεόδοτος» του Καβάφη.

139


ΠΑΡΩΔΙΕΣ

ΕΙΓΕ ΕΨΑΡΕΥΘΗ

140

«Πού απεσύρθηκε, που εχάθηκε ο Ροφός; Έπειτ΄ από τα περάσματά του τα πολλά τη φήμη του μεγέθους του που διεδόθηκεν εις τόσους ψαράδες εκρύφθηκ΄ αίφνης και δεν έμαθε κανείς με θετικότητα τι έγινε (ουδέ κανείς εγεύθη σούπα του). Έβγαλαν μερικοί πως καμακώθηκε στην Έφεσο. Δεν τόγραψεν η ‘Κατάδυσι’ όμως, τίποτε Για πιάσιμο του Ροφού δεν έγραψεν η ‘Κατάδυσι’. Ή μήπως είν΄ εκείν ΄η ιστορία αληθινή που χτυπήθηκε στην Κρήτη, στο αρχαίο της Δικτύννης ιερόν. Άλλ΄ όμως έχουμε τη θαυμασία, την υπερφυσικήν εμφάνισί του εις ένα νέο ψαροντουφεκά στα Τύανα.– Ίσως δεν ήλθεν ο καιρός για να επιστρέψει για να φανερωθεί στη θάλασσα πάλι , ή, μεταμορφωμένος ίσως σ΄ άλλο ψάρι, μεταξύ μας γυρίζει αγνώριστος.– Μα θα ξαναφανερωθεί ως ήταν, στα θολάμια τα ορθά, και τότε βέβαια θα επαναφέρει τη γεύση των Ροφών μας και τες καλαίσθητες ελληνικές μας ψητές φέτες». Έτσι ερέμβαζε στην πενιχρή του κατοικίαμετά μίαν ανάγνωσιν του Φιλοβύθου «Τα ες Τυανέα Ροφόν»– ένας από τους λίγους ψαρικούς, τους πολύ λίγους που είχαν μείνει. Άλλωστε –ασήμαντος


ΠΑΡΩΔΙΕΣ

άνθρωπος και δειλός– στο φανερόν έκανε τον Κρεοφάγο κι αυτός κι έτρωγε μπριζόλες. Ήταν η εποχή καθ΄ ην βασίλευεν εν άκρα ευλαβεία, ο γέρων μακ Ντόναλντ κι η Αλεξάνδρεια, πόλις χαμπουργκερού, αθλίους ψαροφάγους αποστρέφονταν.

141

Παρακαλείται ο αναγνώστης ν΄ ανατρέξει στο «Είγε ετελεύτα» του Καβάφη. «Κατάδυσι»: η Κατάδυση είναι περιοδικό για το υποβρύχιο ψάρεμα


ΠΑΡΩΔΙΕΣ

ΥΠΕΡ ΠΑΕ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝΤΕΣ Ανδρείοι εσείς που πολεμήσατε και πέσατ΄ ευκλεώς τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες. Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Τζίγκερ και ο Μαρκαριάν. Όταν θα θέλουν οι Βάζελοι να καυχηθούν, «Τέτοιους βγάζει η ομάδα μας» θα λένε για σας. Έτσι μεγάλος θάναι ο έπαινός σας. Εγράφη εν Αθήναις υπό Παναθηναϊκού: Έβδομον έτος Κοκκαλίου Γαβρύρου.

142

Παρακαλείται ο αναγνώστης ν΄ ανατρέξει στο «Υπέρ Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» του Καβάφη. Τζίγγερ (=ο επιχειρηματίας Γιάννης Βαρδινογιάννης): Πρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός το 2003 Μαρκαριάν (Σέρχιο): προπονητής του

Παναθηναϊκού την ίδια χρονιά Βάζελοι: οι οπαδοί του Παναθηναϊκού έβδομον έτος Κοκκαλίου Γαβρύρου : το 2003 ο Ολυμπιακός (= οι γάβροι) του επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη πήρε το έβδομο συνεχές του πρωτάθλημα


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ 122) ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ 32) «ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΑΚΡΟΑΤΑΙ» 91) Αγγίγματα, δέρμα, μαλλιά των μακρινών απόντων 134) Aγόρι μου εκεί που πας 104) «Α, δε μπορώ άλλο πια μακριά από την Ελλάδα...» 22) Αδιάφορα και από μακριά τα πράγματα κοιτάζω 117) Αλουμινόχαρτος καιρός, καθώς οι μπάτσοι 102) ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ 138) Αναμφίβολα τα γκάλοπ δέχτηκε μαχαίρι 142) Ανδρείοι εσείς που πολεμήσατε και πέσατ΄ ευκλεώς 39) Ανεβασμένοι πολλοί μαζί στου «Ρεξ» τον εξώστη 139) Αν είσαι απ΄ τους αληθινά μουρλούς 29) Αν θες να πας στα θέρετρα 29) Αν σε φοβίζει τ΄ αύριο 19) ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΞΑΝΑ 67) ΑΟΙΔΟΣ 23) ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΣΤΙΧΟ 80) ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ 125) «ΑΠΟΨΕ ΣΕ ΝΟΣΤΑΛΓΗΣΑ ΠΟΛΥ» 125) «Απόψε σε νοστάλγησα πολύ» 121) Απ΄ την Ακρόπολη ολοένα ώς το Λυκαβηττό 22) ΑΠΩΘΗΣΗ 100) Άργησε βέβαια η ενηλικίωσή μου 15) ΑΡΣΗ 43) Άστιγγος, Νοέμβρης του εφτά, ένα ευρώ το ένα 45) ΑΣ’ ΤΟΥΣ ΝΑ ΛΕΝΕ 33) [ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΣΠΑΤΑΛΗΜΕΝΑ ΠΡΩΙΝΑ…] 33) Ατέλειωτα σπαταλημένα πρωινά της μοναξιάς 27) ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΣΚΗΝΗ 16) ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ 122) Αυτή η λύπη, επίμονη, τα μάτια μας πάλι καλεί Άφησες στο γραφείο το κινητό σου 82) ΒΑΘΟΣ Β΄, Γ΄

143


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

29) Για να γραφτεί το κείμενο 55) Γράφουμε ποίηση για την πολυσημία των νοημάτων 96) Γωνία Ακροπόλεως και Νοταρά 67) Δε γνωρίζω πια τη γειτονιά μου 48) Δε γράφω τα στιχάκια μου για θείτσες 128) «Δε ζω χωρίς εσένα...» 15) Δε θέλω τα καλύμματα στη σάλα 70) Δειλινό μικρό 74) Δεκαπενταύγουστος στην πόλη- άλλη πόλη 113) Δε μου φτάναν δέκα χρόνια Κουκουέ 111) Δεν είμαι διαγράψιμος ακόμα 132) Δεν είναι της στιγμής ο χαβαλές 94) [ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΩΝΗ…] 94) Δεν είσαι μόνο μια φωνή κυνηγημένη 25) Δεν «έχω άλλο στο νου μου πάρεξ …γλώσσα» 45) Δε σε χωράν των μεν οι ταξικές οι καθορίσεις 82) Δες λοιπόν τώρα 51) [ΔΕ ΣΥΜΒΙΩΝΩ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑΝ...] 51) Δε συμβιώνω με κανέναν μόνο ζω με τους πολλούς 95) Διάψευση των θριάμβων 111) ΔΙΣΤΙΧΑ ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΔΙΑΘΗΚΗΣ 29) ΔΙΣΤΙΧΑ ΠΟΙΚΙΛΑ 130) ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ ΕΔΩ 130) Εγώ δεν είμαι πια εδώ 52) Εγώ την ποίηση μαρτυράω 140) ΕΙΓΕ ΕΨΑΡΕΥΘΗ 125) Είδα στην εφημερίδα πως παντρεύεσαι 93) ΕΙΔΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ 62) Είπ΄ ο μεσήλικος: «Εδώ σε θέλω!…» 129) Είσαι ήδη αλλού 50) ΕΙΣ ΠΑΛΑΙΟΝ ΣΥΜΜΑΘΗΤΗΝ, ΟΜΟΤΕΧΝΟΝ 83) Έλα Ωρφέως και Αγίας Άννης, έλα στις μεταφορές 128) Έμαθα να ζω χωρίς εσένα 109) Εμείς δεν είμαστε για οικογένεια 27) Ένα λαμπρό κορίτσι μαυροκάστανο


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

84) Ενώ ο Βαζέχα πλέον έγινε 114) Επειδή επιμένουν με τα πράγματα 57) Επειδή ζούμε ακριβώς στην εποχή της φασαρίας 35) ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ 30) ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΑΡΧ.ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΥ(1956 - ;) 112) ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ Α.Φ. ΚΕΡΕΝΣΚΙ (1881 - 1965) 14) ΕΡΓΑΣΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ 44) ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΕΣ ΜΑΓΚΙΕΣ 126) ΖΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ ΚΑΛΑ 55) Η ΑΙΤΙΑ 135) Η ΑΣΗΜΙΝΑ 138) Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, ΜΑΘΗΤΗ ΓΕΝΙΚΩΣ 14) Ήδη, ίσα που ανεχόμαστε Σάββατα, Κυριακές 102) Η ευγνωμοσύνη δε στερεύει στις κακοτοπιές 109) «Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ» 18) «Η ΤΥΨΗ ΠΟΥ ΕΜΕΛΛΕ ΝΑ ΓΙΝΩ» 137) Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν 93) Ήταν καλό όσο κράτησε και κράτησε δυο μήνες 120) Ήταν μεσήλικος, και κουρασμένος, και φτωχός 101) «Ήττα», δε θ’ απέχει και πολύ αν αποκληθεί Η ποίηση είναι δοκιμή αθανασίας 35) Η Τάνια και η Άρτεμη κι ο Οδυσσέας 16) Θα διαφύγω μέσα στο δυάρι 48) ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ (ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΠΟΘΟΙ) 13) [Θ΄ ΑΠΟΜΕΙΝΩ ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΚΕΨΗ...] 13) Θ΄ απομείνω μια σύντομη σκέψη 123) Θα ΄ρθώ στο σπίτι σου και θα ΄ναι Κυριακή 106) Θολό φεγγάρι πίσω απ΄ τα σύννεφα 90) ΙΝΔΙΑΝΙΚΟ ΣΟΝΕΤΟ 43) ΙΧΝΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

114) ΚΑΓΧΑΣΜΟΣ 127) Καιρός αχάριστος συννεφιασμένος 85) ΚΑΝΙΓΓΟΣ 1974 - 1976 85) Κάπως την ήξερα ήδη απ΄ το λεωφορείο 3/7 κι από το τρόλεϊ 3 132) Καρέ! Νάτος το τέταρτος βαλές! 41) «ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ ΚΑΘΩΣ ΠΑΛΙΩΝΩ» 61) ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΡΟΕΙΧΕ 115) Κι αν στο ένα χέρι –άχρηστα– τα φοβερά τα τόξα 38) Κι όταν θα ΄χω περάσει άπ΄ το διάφανο το τζάμι 66) Κι όταν ο κόσμος μας χαθεί κι έχουν τα πάντα αλλάξει 107) ΚΚΕ 137) ΚΝΙΤΟΝΑΥΤΕΣ 104) ΚΟΡΣΙΚΗ, ΟΚΤΩΒΡΗΣ ΤΟΥ 1920 59) [ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ ΚΑΘΕ ΤΟΣΟ…] 59) Κοιτάζεις κάθε τόσο τα χαρτιά σου 77) Κοιτάξαμε μαζί τους εσωτερικούς τοίχους: 70) Κουστούμια, πούρα 110) ΚΡΑΤΟΣ ΕΝ ΚΡΑΤΕΙ 47) Λέει ο Γκανάς: «Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία» 73) Μ΄ αρέσει που η πόλη μας 72) ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ 31) Με κάποια προσπάθεια, έστω, 63) Με κλούβες στις παρόδους τ΄ ουρανού 41) Μελαγχολία και μοναξιά κι ανεσταλμένες σχέσεις 37) Μελέτησα, πριν τα κρεμάσω, τα πουκάμισά μου 19) Μ΄ ενδιαφέρουν μόνο αυτοί, που ενώ τη ζουν την κρίση 84) ΜΕΡΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΣΤΑ ΓΚΟΥΝΤΙΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ 37) ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΨΩΝΙΖΟΥΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ 103) ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1825 52) ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1979 129) ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1996 54) Μέσα στη νύχτα, από ΄ναν ύπνο που δεν έρχεται 68) Μέσα στη νύχτα αναβοσβήν’ η λάμπα


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

64) Μέσα στο σούρουπο 112) Μέσα στους Λένιν, μέσα στους Κορνίλοφ 120) ΜΕΣ ΣΤΑ ΟΛΑ 122) Με συνειρμούς που μου χαλάν τη σιγουριά 20) Με την απόλυση πού τράβηξα, πού πήγα 58) ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΕΠΟΥΣΑ ΦΕΙΔΩ 82) Μην παραλείψεις, δέκα χρόνια πριν 58) Μην πιάνεις το μολύβι σου με το παραμικρό 49) Μια λέξη ψάχνω 131) ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ «ΝΤΟΥΖΕΝΙ» 70) Μόλις βραδιάσει 25) ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ 88) ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΕ ΤΗΝ Κ. 20) ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ 69) Μπανγκλαντές οι πωλητές 21) «Μπαράκι της Ρεβέκκας», «Κληματαριά» 70) Μπροστά στο σπίτι 78) Να λοιπόν που έφερα τη ζωή μου ως εδώ 71) Νάτο και πάλι αυτό το αίσθημα 75) [ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΣΟΥ ΜΑΚΡΙΑ ΜΑΚΡΙΑ Ο ΔΡΟΜΟΣ…] 75) Να φεύγει σου μακριά, μακριά ο δρόμος 90) Να ΄χουν περάσει τόσα χρόνια τώρα 131) «Ντουζένι», νύχτα κι όλοι διαλεχτοί 34) Νύχτες στο γύρισμα του αιώνα 28) Ξύπνησα απότομα 132) Ο ΒΑΛΕΣ ΚΙ Ο ΧΑΒΑΛΕΣ 69) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΧΕΪΔΕΝ 42) Οι γκόμενες μού ρίχνουν τρίχες στο νιπτήρα 66) ΟΔΟΣ ΔΕΝΔΡΩΝ 126) Ο ΕΙΛΩΤΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 60) ΟΙ ΕΤΕΡΩΝΥΜΟΙ 31) ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ 62) ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 87) ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

105) Ο «ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ» 74) Ο ΜΟΝΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ 139) Ο ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ 44) Ο Πούσκιν και ο Γκαλουά, μεγάλοι μάγκες 126) Ο σαραντάρης είν’ ο είλωτας αυτού του κόσμου 29) Όσο κι αν τα γυροφέρνω 110) Όσο οι καλόγεροι πατάν το όρος Άθως 105) Όταν μιλάμε γι΄ ανθρώπους που ξέρουν τι ποθούν 56) Όταν ο ίδιος πια δε θα υπάρχει- καμιά λύπη¾ 42) ΟΤΑΝ ΣΥΜΠΙΠΤΟΥΜΕ 95) Ο,ΤΙ ΜΕΝΕΙ 106) ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗΝ Ο.Π.Λ.Α., ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗ «Χ» (ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ 1944) 81) Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΟΥ ’72 - ’73 80) Όχι με το χρόνο 124) Πάλι σκληρά μού μίλησες 79) [ΠΑΝΤΑ ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ…] 79) Πάντα γυρνώντας προς το βράδυ 88) Πάντα σε θέλω, μα δε θα ΄ρθω πίσω 23) Πάνω στο δώδεκα κι οι δυο του ρολογιού οι δείχτες 49) ΠΑΡΑΔΟΧΗ 135) Παρηγοριά στα καπηλιά 73) ΠΑΤΗΣΙΑ 1999 78) ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ 17) Ποιο ίχνος θα ΄χει μείνει από μας 113) ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 36) ΠΟΡΤΡΕΤΟ 140) «Πού απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Ροφός;…» 136) ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ 25) Σαββατοκύριακα της μοναξιάς μου 117) SANITAS FOIL 68) «ΣΑΡΑΪ», ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1977 70) Σβηστά φανάρια 103) Σέρνοντας κομμένο ένα σκοινί πηγαίνει 40) «ΣΚΑΨΕ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΠΟ ΝΑ ΤΑ ΒΡΕΙΣ»


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

116) «Σκέφτεσαι το ΄45, κυβέρνηση του Κουκουέ;…» 32) Σκοτώνομαι κάθε Σεπτέμβρη 17) ΣΟΝΕΤΟ ΜΕ ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΛΛΟΝΤΕΣ 129) Σου μιλάω, μα δε ακούς 124) ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΙΔΡΩΝΩ 118) ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ 96) ΣΤΗΝ ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ 132) Στην πράσινη τσόχα το κέρδος θηρεύεις 99) Στιγμές μονάχα διαρκεί η ευδαιμονία 63) ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ΜΝΕΙΑ 83) ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ 57) ΣΤΙΧΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΦΑΣΑΡΙΑΣ 36) Στο βλέμμα αξεδιάλυτα συμβάδιζαν 71) ΣΤΟΝ ΑΛΙΜΟ 123) Στου ζεϊμπέκικου τον ήχο 116) ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ, 1985 61) Συλλογίζομαι τους στίχους που δε γράφτηκαν ποτέ 134) Τα βραχιόλια σού φοράνε 21) ΤΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΕΜΒΑΔΑ 38) ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ 28) ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ( Ή ΕΝΑ ΌΝΕΙΡΟ) 92) ΤΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ 87) Τελειώσαμε- τα πάντα ξεθωριάζουν 100) ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ 107) Την επανάσταση που θα ΄ρθει περιμένουν 132) Την ώρα που αναμένεται βαλές 134) ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ Α΄ Β΄ 46) [ΤΙ ΘΑ ΄ΚΑΝΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΙΧΟ...] 46) Τι θα ΄κανα χωρίς το μέτρο και το στίχο 91) ΤΟ ΑΝΤΙΟ ΤΗΣ ΑΦΗΣ 76) ΤΟ ΓΗΡΑΣ ΤΩΝ ΑΓΝΩΣΤΩΝ 101) ΤΟ ΔΙΑΥΓΕΣΤΕΡΟ ΓΑΛΑΖΙΟ 39) ΤΟ ΕΤΟΣ 53) «Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση» 123) ΤΟ ΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ 81) Το λιόγερμα μάς συγκινεί


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

136) Το μυαλό μου είναι άδειο και το βλέμμα μου θολό 88) Τον εαυτό μου μόνο εκβιάζω 47) «ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΣΤΑ ΧΑΥΤΕΙΑ» 126) Τον τρελαίνουν τα παιδιά που του φωνάζουν 50) Τον Ψυχάρη τον καταφρονείς 97) [ΤΟ ΞΕΡΩ, ΤΩΡΑ ΘΑ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙ ...] 97) Το ξέρω, τώρα θα την κάνει την αγαπημένη κίνηση 54) ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ 24) [ΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΩ ...] 24) Το πού θα πάω θα το βρω 40) Τόσα χρόνια κυαλάρω γκόμενες μ΄ ενισχυμένα ντεκολτέ 77) ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ ΤΟΥ 1978 72) Το τρένο μπαίνει στο Σταθμό της Αττικής 92) Το Σεπτέμβρη ο κίτρινος κρόκος ανθίζει 64) ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΛΗΜΙΑ 56) ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ 20) Το υπονομευμένο «Γεια σου-» του στρατού 124) Τρέμω και κρυώνω 30) Τρία παιδιά, κάποια βιβλία, σκάκι, λευτεριά, φτωχός, 76) Τρία χρόνια, πέντε, δεκαπέντε 70) Υγρό μαχαίρι 142) ΥΠΕΡ ΠΑΕ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝΤΕΣ 53) ΥΣΤΕΡΟΓΝΩΣΙΑ 127) ΦΑΡΜΑΚΙ 118) Φθινόπωρο στο Λιντλ των Κάτω Πατησίων 115) ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ 133) ΦΩΛΙΑ 133) Φωλιάζω μες στο μπαγλαμά 70) ΧΑΪ ΚΟΥ 99) HOTEL «ΠΕΥΚΑΚΙ» 70) Χάνομαι πάλι 34) ΏΣ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ



ΚΟΛΟΦΩΝΑΣ Η σελιδοποίηση και το εξώφυλλο έγιναν από το γραφίστα Κώστα ragman) Mπερδέκλη ragmanhearsay@gmail.com και οι διορθώσεις από το Δημήτρη Φύσσα. Τυπώθηκαν 1000 αντίτυπα σε χαρτί... από το τυπογραφείο ... σε χαρτί ... και βιβλιοδεσία έγινε από τον .... . Εκδόσεις Γιάου. Κε. (=Γιαουρτλού Κεμπάπ), Απρίλης του 2008.


Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής παραγωγής μιας 35ετίας. Τα ποιήματα δημοσιεύονται κατηγοριοποιημένα ως εξής: λυρικά καθώς θα λέγανε παλιά, για την ποίηση, τόποι, ερωτικά, ιστορικά και πολιτικά, λαϊκά και ρεμπέτικα, παρωδίες. Στο διαδίκτυο (www. dimitrisfyssas.gr) μπορεί κανείς να δει μια προηγούμενη διαίρεση των ποιημάτων (σε «Παλαιόμορφα» και «Ο ποιητής είναι ένας αναγνώστης»), η σύνθεση των οποίων, συν λίγα ακόμα, απέδωσε το ανά χείρας ενιαίο βιβλίο.

Δημήτρης Φύσσας. 1956, Αθηναίος, Νεοελληνική Φιλολογία και Πολιτικές Επιστήμες. Από 18 χρονώ εργοστάσιο, φροντιστήρια, βιβλιοπωλεία, λήμματα σ΄ εγκυκλοπαίδεια, ΚΚΕ, ΕΑΡ κ.λ.π.. Τώρα: τρία παιδιά, ένα εγγόνι, Πατήσια, ΤΕΒΕ, υλισμός, φιλελευθερισμός, βιβλία, άρθρα, κειμενογραφία, μαθήματα Γλώσσας και Λογοτεχνίας, παρατήρηση της πόλης, σκάκι, διάβασμα, «Λεωφόρος», αθηναιογραφία, σινεμά.

Διάθεση του βιβλίου: τηλ. 6944 533 233, e-mail ekthesi@yahoo.gr.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.