Leninistiko komma n t

Page 1


Το λενινιστικό κόμμα νέου τύπου Ο Εργατικός Αγώνας δημοσίευσε πρόσφατα μια σειρά άρθρων σχετικά με την αναγκαιότητα του κόμματος της εργατικής τάξης, του κόμματος νέου τύπου. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στις ημέρες μας και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σήμερα που η οικονομική και κοινωνική κρίση και η μεγάλη δυσαρέσκεια των εργαζομένων οξύνουν σε μεγάλο βαθμό τις αναζητήσεις και τις διεργασίες, δημιουργούν σημαντικές δυνατότητες για την ανάπτυξη των εργατικών και λαϊκών αγώνων και του εργατικού κινήματος εναντίον του κεφαλαίου και της πολιτικής του που συντρίβει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις τους. Στις μέρες μας η απουσία ισχυρών, ταξικά προσανατολισμένων Κομμουνιστικών κομμάτων και με ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τον λαό είναι ιδιαίτερα αισθητή. Η κρίση και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη απάντησης σε αυτή, την ανάγκη ενός άλλου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, του σοσιαλισμού και μαζί την τακτική και τα μέσα για την επίτευξη του, το ζήτημα πρωτοπορίας. Στην ηλεκτρονική έκδοση που ακολουθεί παρουσιάζουμε ολοκληρωμένη την αρθρογραφία γύρω από το θέμα για να μπορεί ευκολότερα ο αναγνώστης να ανατρέχει σ΄ αυτή.

ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ © 2017


Οι κλασσικοί του μαρξισμού και ο Λένιν για το κόμμα της εργατικής τάξης Τελευταία αναθερμαίνεται η συζήτηση για την ανάγκη της ύπαρξης πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και με μια έννοια του εργαζόμενου λαού και φυσικά για τα χαρακτηριστικά της, τι ακριβώς πρέπει να είναι και ποιος ο ρόλος της στους καθημερινούς αγώνες και κυρίως στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την επανάσταση και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Είναι επίσης σαφές ότι αμφισβητείται η αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου, όπως ακριβώς το επεξεργάστηκε και το εφάρμοσε ο Λένιν. Η αμφισβήτηση αυτή δεν προέρχεται από ανθρώπους που ανήκουν σε αστικά πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, που αντιτίθενται στην επανάσταση και το σοσιαλισμό, αλλά από σημαντικά τμήματα και διανοούμενους του κομμουνιστικού και του κομμουνιστογενούς χώρου. Οι κομμουνιστές αντιλαμβάνονται ότι η ανάπτυξη των συζητήσεων και των διεργασιών για τη δημιουργία κομμουνιστικών κομμάτων και το χαρακτήρα τους, σε συνδυασμό με την άρνηση της θεωρίας του Λένιν για το κόμμα νέου τύπου θα οδηγήσει, αν πάρει σάρκα και οστά, σε μεγάλο πλήγμα στο μαρξισμό λενινισμό και στην υπόθεση του κομμουνιστικού κινήματος. Με αυτές τις σκέψεις και τους φόβους θα προσπαθήσουμε να δώσουμε την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα του κόμματος νέου τύπου, της επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό. Πρώτοι οι κλασικοί, ο Μαρξ και ο Έγκελς, διακήρυξαν την ανάγκη για τη δημιουργία ξεχωριστού κόμματος της εργατικής τάξης, καθοδηγητή του αγώνα της και το έκαναν πράξη. «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης, αναφέρει το Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, πρέπει να κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη... Ο αγώνας της εργατικής τάξης δεν είναι αγώνας για ταξικά προνόμια, αλλά για ίσα δικαιώματα και καθήκοντα και για την κατάργηση κάθε ταξικής κυριαρχίας... Ότι η οικονομική υποδούλωση του εργάτη βρίσκεται στη βάση όλων των μορφών δουλείας, στη βάση της κοινωνικής αθλιότητας, του διανοητικού μαρασμού και της πολιτικής εξάρτησης… Ότι όλες οι προσπάθειες που τείνουν σε αυτό το μεγάλο σκοπό απότυχαν ως τώρα από έλλειψη αλληλεγγύης ανάμεσα στους διάφορους εργατικούς κλάδους κάθε χώρας και από την απουσία ενός αδερφικού δεσμού ανάμεσα τους εργάτες του διαφόρων χωρών… Για τους λόγους αυτούς ιδρύεται η Διεθνής Ένωση των Εργατών». Με δύο λόγια, αυτό το πολύ μεγάλο καθήκον έκανε επιτακτικά αναγκαία την ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών. Στη συνέχεια αναφέρει «Στον αγώνα του ενάντια στην ενωμένη δύναμη των κατεχουσών τάξεων, το προλεταριάτο μπορεί να δράσει σαν τάξη μονάχα αν συγκροτηθεί σαν ξεχωριστό πολιτικό κόμμα, που θα στέκει αντιμέτωπο σε όλα τα παλιά κόμματα που σχημάτισαν οι κατέχουσες τάξεις. Η συνένωση αυτή του προλεταριάτου σε πολιτικό κόμμα είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί ο θρίαμβος της κοινωνικής επανάστασης και του τελικού της σκοπού: Της κατάργησης των τάξεων. Η συνένωση των δυνάμεων της εργατικής τάξης, που


έχει κιόλας επιτευχθεί χάρη στον οικονομικό αγώνα, πρέπει ταυτόχρονα να χρησιμεύσει στα χέρια αυτής της τάξης, σαν μοχλός στον αγώνα της ενάντια στην πολιτική εξουσία των εκμεταλλευτών της. Επειδή οι αφέντες της γης και του κεφαλαίου χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για να υπερασπίζουν και να διαιωνίζουν τα οικονομικά τους μονοπώλια και για να υποδουλώνουν την εργασία, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται το μεγάλο καθήκον του προλεταριάτου». Με αυτό τον τρόπο δίνει το καταστατικό ή Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, που έγραψε ο Μαρξ το 1864, την αναγκαιότητα του Κομμουνιστικού κόμματος, έστω και αν τότε είχε άλλο όνομα. Ο θρίαμβος της επανάστασης και η κατάργηση των τάξεων, προϋποθέτει την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, αυτό είναι «το μεγάλο καθήκον του προλεταριάτου». Για το σκοπό αυτό το προλεταριάτο πρέπει να δράσει ενιαία σαν τάξη και προϋπόθεση γι' αυτό είναι να συγκροτήσει ξεχωριστό πολιτικό κόμμα. Με βάση αυτές τις θέσεις πορεύτηκαν οι κομμουνιστές τις επόμενες δεκαετίες. Έκτοτε συνεχίστηκαν οι επεξεργασίες γύρω από το θέμα αυτό, αξιοποιήθηκε η μεγάλη πείρα που απέκτησαν για την αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Πολύ πιο συγκεκριμένος για την αναγκαιότητα αυτή έγινε ο Κάουτσκυ, πριν απαρνηθεί το μαρξισμό, τοποθετούμενος πάνω στο νέο σχέδιο προγράμματος του Αυστριακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. «Πολλοί από τους αναθεωρητές κριτικούς μας πιστεύουν πως τάχα ο Μαρξ υποστήριζε ότι η οικονομική εξέλιξη και η ταξική πάλη δημιουργούν όχι μόνο τους όρους της σοσιαλιστικής παραγωγής, αλλά γεννούν άμεσα και τη συνείδηση της αναγκαιότητας της … Ο σοσιαλισμός όμως και η ταξική πάλη γεννιούνται το ένα δίπλα στο άλλο και όχι το ένα από το άλλο, γεννιούνται κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις. Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί μόνο πάνω στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης. Πραγματικά, η σύγχρονη οικονομική επιστήμη αποτελεί εξίσου όρο της σοσιαλιστικής παραγωγής, όπως λ.χ. και η σύγχρονη τεχνική και το προλεταριάτο δεν μπορεί να δημιουργήσει ούτε τη μια ούτε την άλλη, όσο και αν το θέλει. Και οι δύο γεννιούνται από το σύγχρονο κοινωνικό προσεχές. Φορέας της επιστήμης δεν είναι το προλεταριάτο αλλά η αστική διανόηση. Στα κεφάλια ορισμένων μελών του στρώματος αυτού γεννήθηκε ακριβώς ο σύγχρονος σοσιαλισμός και αυτοί είναι εκείνοι που τον μετέδωσαν στους πιο ανεπτυγμένους πολιτικά προλετάριους, και αυτοί με τη σειρά τους τον μπάζουν στην ταξική πάλη του προλεταριάτου εκεί όπου το επιτρέπουν οι συνθήκες. Έτσι η σοσιαλιστική συνείδηση είναι κάτι που έχει εισαχθεί απέξω στην ταξική πάλη του προλεταριάτου και όχι κάτι που γεννήθηκε αυθόρμητα απ’ αυτήν. Δεν θα χρειαζόταν να γίνει αυτό, αν η συνείδηση αυτή πήγαζε αυτόματα από την ταξική πάλη». Στη βάση των επεξεργασιών του Μαρξ και του Έγκελς καταρχήν, αλλά και άλλων στη συνέχεια και του Κάουτσκυ που την παραπάνω θέση που αναφέραμε την παραθέτει ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε», θεμελίωσε ο Λένιν επιστημονικά την αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου και μάλιστα με τα


χαρακτηριστικά που απαιτούνται στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Η επεξεργασία αυτή έγινε όταν ο αγώνας εναντίον του οικονομισμού και του αυθόρμητου χαρακτήρα της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, όπως σημαντικά τμήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας πρέσβευαν και διέδιδαν στην εργατική τάξη, όταν ο καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού έδινε πλέον τη θέση του στον ιμπεριαλισμό και η ανάγκη μιας αποτελεσματικής στρατηγικής για το εργατικό κίνημα και τη σοσιαλιστική επανάσταση ήταν επιτακτική. Γράφει ο Λένιν το 1900 στο άρθρο του «Επιτακτικά καθήκοντα του Κινήματός μας»: Σοσιαλδημοκρατία είναι η συνένωση του εργατικού κινήματος με το σοσιαλισμό και καθήκον της είναι όχι να υπηρετεί παθητικά το εργατικό κίνημα σε κάθε ξεχωριστό στάδιο του, αλλά να εκπροσωπεί τα συμφέροντα όλου του κινήματος στο σύνολο του, να υποδείχνει σ’ αυτό το κίνημα τον τελικό του σκοπό, τα πολιτικά του καθήκοντα, να περιφρουρεί την πολιτική και ιδεολογική του αυτοτέλεια. Αποσπασμένο από τη σοσιαλδημοκρατία το εργατικό κίνημα εκφυλίζεται και αναπόφευκτα πέφτει στον αστισμό. Διεξάγοντας μόνο οικονομική πάλη, η εργατική τάξη χάνει την πολιτική της αυτοτέλεια, γίνεται ουρά άλλων κομμάτων, προδίνει τη μεγάλη υποθήκη: «Η απελευθέρωση των εργατών πρέπει να είναι έργο των ίδιων των εργατών», και στη συνέχεια αναφέρει, το καθήκον που καλείται να πραγματοποιήσει η ρώσικη σοσιαλδημοκρατία είναι: Να μπάσει τις σοσιαλιστικές ιδέες και την πολιτική συνείδηση στη μάζα του προλεταριάτου και να οργανώσει ένα επαναστατικό κόμμα, αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με το αυθόρμητο εργατικό κίνημα». Η τοποθέτηση αυτή είναι ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη όσον αφορά την ανάγκη του επαναστατικού κόμματος και το ρόλο του στην πραγματοποίηση του σοσιαλιστικής επανάστασης και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, είναι ξεκάθαρη επίσης σχετικά με το που μπορεί να φθάσει με μόνες τις δυνάμεις της, η εργατική τάξη αναπτύσσοντας το αυθόρμητο κίνημα και τους οικονομικούς αγώνες. Η εργατική τάξη από μόνη της με τις δυνάμεις και τις δυνατότητες της μπορεί να αναπτύξει μόνο αυθόρμητο κίνημα, εναντίον των επιχειρηματιών, να αγωνιστούν οι εργάτες για τις αμοιβές και τα δικαιώματά τους, να διεκδικήσουν μια απόφαση ή ένα νόμο που να κατοχυρώνει κάποια δικαιώματά τους. Ως εκεί μπορεί να φθάσει και αυτό δεν εκπλήσσει κανέναν. Δεν μπορεί η εργατική τάξη να διαμορφώσει ολοκληρωμένη συνείδηση για το ρόλο της στην κοινωνική εξέλιξη, για την ιστορική προοπτική της και το σοσιαλισμό. «Την ταξική πολιτική συνείδηση, αναφέρει ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε», μπορούμε να τη φέρουμε στον εργάτη μόνο απέξω, δηλαδή έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες και τους εργοδότες. Ο μοναδικός τομέας από όπου μπορούμε να αντλήσουμε αυτή τη γνώση, είναι ο τομέας των σχέσεων όλων των τάξεων και των στρωμάτων προς το κράτος και την κυβέρνηση, ο τομέας των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις τάξεις… Η θεωρητική δουλειά των σοσιαλδημοκρατών πρέπει να


αποβλέπει στη μελέτη όλων των ιδιομορφιών της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης των διαφόρων τάξεων». Ιστορικά αυτό έχει πλέον αποδειχθεί. Στην εποχή του Μαρξ πρωτοπόροι διανοούμενοι που προέρχονταν από την αστική τάξη διαμόρφωσαν τη σοσιαλιστική θεωρία και τη διέδωσαν στους εργάτες. Στην πορεία, όταν συγκροτήθηκαν εργατικά κόμματα, το ρόλο αυτόν τον επιφορτίστηκαν τα κόμματα αυτά, ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης. Η συνένωση του εργατικού κινήματος με τη θεωρία του σοσιαλισμού γέννησε το κομμουνιστικό κίνημα και ο ρόλος του, η καταλυτική επίδραση του, αποδείχτηκε σε όλες τις ιστορικές στιγμές και σε όλες τις χώρες. Καμία επανάσταση δεν έγινε και ακόμη περισσότερο δεν οικοδομήθηκε σε καμιά χώρα ο σοσιαλισμός από το αυθόρμητο κίνημα της εργατικής τάξης και από τις δικές της δυνάμεις μόνο, χωρίς την πολιτική καθοδήγηση των κομμουνιστών.


Η αναγκαιότητα και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κόμματος νέου τύπου Στις 18 Μάρτη 1871 όταν η αστική τάξη της Γαλλίας είχε συνθηκολογήσει με τους Πρώσους για να πολεμήσουν εναντίον των εργατών, οι εργάτες επαναστάτησαν και κατέλαβαν την εξουσία. Στη θέση του αστικού κοινοβουλίου δημιούργησαν την Κομμούνα που συνένωνε τις εκτελεστικές και τις νομοθετικές εξουσίες. Τα μέλη της εκλέγονταν με καθολική ψηφοφορία, ήταν άμεσα ανακλητά και αμείβονταν με το μέσο μισθό του εργάτη. Ο στρατός διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον οπλισμένο λαό, η αστυνομία αναμορφώθηκε και τέθηκε σε λαϊκό έλεγχο, τσακίστηκε ολοκληρωτικά η αστική κρατική μηχανή. Ο ‘Έγκελς στον πρόλογο του έργου του Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία έγραφε: «Τον τελευταίο καιρό το σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του προλεταριάτου. Λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή κομμούνα. Αυτή είναι η δικτατορία του προλεταριάτου». Η Κομμούνα κράτησε ως το τέλος Μάη, οι εργάτες, οι γυναίκες και τα παιδιά τους σφαγιάστηκαν κατά χιλιάδες από το στρατό της αστικής τάξης. Η κρατική οργάνωση της Κομμούνας αποτέλεσε το πρότυπο των επαναστατικών εργατικών κομμάτων, βγήκαν πολύτιμα συμπεράσματα. Η αναγκαιότητα διάλυσης του αστικού κατασταλτικού, γραφειοκρατικού και δικαστικού μηχανισμού και η οργάνωση του κράτους στη βάση των συμβουλίων ήταν τα μεγαλύτερα διδάγματα που έβγαλαν οι Μαρξ και Έγκελς και τα υιοθέτησε ο Λένιν στο επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας και το πιο σπουδαίο δίδαγμα ήταν η ανάγκη ενός κόμματος ισχυρού, εμπνεόμενου από την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού, με συνοχή και συγκεντρωτισμό, που συνδύαζε την δημοκρατική λειτουργία με το συγκεντρωτισμό και την πειθαρχία και με τους ισχυρούς δεσμούς του με την εργατική τάξη και το λαό. Το έργο της εργατικής τάξης για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι απείρως δυσκολότερο από όλων των προηγούμενων επαναστάσεων. Από τη στιγμή που ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς, διαδέχεται ένα άλλο, π.χ. ο καπιταλισμός τη φεουδαρχία, η νικηφόρα αστική επανάσταση αποτυπώνει στο επίπεδο του κράτους και των θεσμών τις παραγωγικές και γενικότερα τις κοινωνικές σχέσεις που η κοινωνική εξέλιξη δημιούργησε μέσα στην κοινωνία. Η εργατική τάξη πρέπει να νικήσει και να καταργήσει όλες τις εκμεταλλευτικές τάξεις, να καταργήσει την εκμετάλλευση και τις τάξεις, μαζί και τον ίδιο τον εαυτό της. Με δύο λόγια, η αστική επανάσταση ολοκληρώνεται με την κατάληψη της εξουσίας από την αστική τάξη, ενώ η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη είναι μόνο η αρχή μιας μακράς διαδικασίας επαναστατικού μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό. Από εκεί πηγάζουν οι μεγάλες δυσκολίες και η απαίτηση για κόμμα νέου τύπου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Η εργατική τάξη σταδιακά μέσα από τους αγώνες για την επιβίωση της και κάτω από την επίδραση της μαρξιστικής θεωρίας οργανώνεται ως


πρωτοπορία όλων των υπόλοιπων εκμεταλλευόμενων τάξεων, των μικροαστικών τάξεων της πόλης και της υπαίθρου, κερδίζει με τη στάση της στους αγώνες και με την υποστήριξη των ζωτικών διεκδικήσεών τους τη συμπαράσταση τους, ενώ ταυτόχρονα καταπολεμά τις ταλαντεύσεις τους, την τάση για συμβιβασμό με την αστική τάξη και τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές που αυτές φέρνουν μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι μεγάλες αλλαγές στη ζωή των μικροαστών, η επιδείνωση της φτώχειας και της ανέχειας, οι δύσκολες στιγμές που περνούν, γεννούν εξαιρετικά απότομες εκδηλώσεις ταλαντεύσεων στις διαθέσεις της μικροαστικής και μισοπρολεταριακής μάζας. Οι ταλαντεύσεις αυτές τείνουν ποτέ προς το δυνάμωμα της συμμαχίας αυτών των μαζών με το προλεταριάτο, πότε προς την παλινόρθωση της αστικής τάξης και όλη η πείρα όλων των επαναστάσεων του 18ου, του 19ου και του 20ου αιώνα, δείχνει με αναμφισβήτητη σαφήνεια και πειστικότητα ότι, με την παραμικρότερη εξασθένηση της ενότητας, της δύναμης και της επιρροής της επαναστατικής πρωτοπορίας του προλεταριάτου, οι ταλαντεύσεις αυτές δεν μπορούν να καταλήξουν σε τίποτε άλλο, εκτός από την παλινόρθωση της εξουσίας και της ιδιοκτησίας των καπιταλιστών και των τσιφλικάδων, έγραφε ο Λένιν στο Σχέδιο απόφασης του 10ου συνεδρίου του κομμουνιστικού κόμματος Ρωσίας. Αυτό το μεγάλο εγχείρημα είναι δυνατόν αν η ίδια η εργατική τάξη είναι οργανωμένη κάτω από την ηγεσία ενός ανεξάρτητου επαναστατικού εργατικού κόμματος, Κομμουνιστικού κόμματος. «Στον αγώνα του για την εξουσία», έγραφε ο Λένιν, «το προλεταριάτο δεν διαθέτει άλλο όπλο από την οργάνωση, διασπασμένο κάτω από το καθεστώς του αναρχούμενου ανταγωνισμού στον αστικό κόσμο, εξουθενωμένο από την υποχρεωτική εργασία για το κεφάλαιο, διαρκώς καθηλωμένο στα «έγκατα» της εσχάτης ένδειας, εκβαρβάρωσης και εκφυλισμού. Το προλεταριάτο μπορεί να γίνει και μοιραία θα γίνει μια ακατανίκητη δύναμη μόνο όταν η ιδεολογική του συνοχή κάτω από τις αρχές του μαρξισμού οριστικοποιηθεί από την υλική συνοχή της οργάνωσης, που συνενώνει εκατομμύρια μεροκαματιάρηδες σε στρατό της εργατικής τάξης». Το κομμουνιστικό κόμμα οργανώνεται ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Αυτό δεν σημαίνει υποκατάσταση της τάξης, η τάξη είναι το υποκείμενο της επανάστασης και το κόμμα είναι τμήμα της, το πιο πρωτοπόρο. Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο επικίνδυνα λάθη που διαπράχθηκαν από τους κομμουνιστές είναι η αντίληψη πως μια επανάσταση μπορεί να συντελεστεί από επαναστάτες και μόνο. Αντίθετα, για να πετύχει κάθε σοβαρή επαναστατική δράση, απαιτεί την κατανόηση και την εφαρμογή στην πράξη της αντίληψης πως οι επαναστάτες μπορούν να παίξουν το ρόλο της πρωτοπορίας, της αληθινά αρρενωπής και προχωρημένης τάξης. Μια πρωτοπορία εκπληρώνει την αποστολή της σαν πρωτοπορίας, μόνο όταν καταφέρνει να αποφύγει την αποξένωση από το λαό που καθοδηγεί και μπορεί πράγματι να οδηγήσει όλη τη μάζα προς τα μπρος, έγραφε ο Λένιν. Επειδή πολλές κατηγορίες εκτοξεύονται, όχι πάντα αβάσιμες, ξεκαθαρίζουμε ότι τον πρωτοπόρο ρόλο των κερδίζει το Κομμουνιστικό κόμμα


καθημερινά μέσα στους αγώνες και τη δράση, με τις πρωτοβουλίες που παίρνει για τη διεκδίκηση των άμεσων αιτημάτων των εργαζομένων και για την προοπτική των αγώνων τους, δεν τον αντλεί από νόμους, καταστατικά και συντάγματα. Καταξιωμένη πρωτοπορία από κάθε άποψη σημαίνει γνώση, αφομοίωση της επαναστατικής θεωρίας του μαρξισμού, μελέτη της πραγματικότητας και διαμόρφωση στρατηγικού σχεδίου και τακτικής που να υπηρετεί το σκοπό, που είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και ο σοσιαλισμός. Απαραίτητη προϋπόθεση για να κατακτήσει και να διατηρήσει το κομμουνιστικό κόμμα τον ηγετικό του ρόλο είναι να έχει αφομοιώσει δημιουργικά τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία. Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα, έγραφε ο Λένιν και συσχετίζοντας άμεσα την ανάγκη της θεωρίας για το επαναστατικό εργατικό κίνημα και την ανάγκη ενός κόμματος οπλισμένου με το μαρξισμό έγραφε: «Μόνο ένα κόμμα καθοδηγούμενο από μια πρωτοπόρα θεωρία είναι ικανό να εκπληρώσει το ρόλο του πρωτοπόρου μαχητή». Πρέπει επιπλέον να μπορεί να συνδυάζει αρμονικά τον αγώνα της εργατικής τάξης και στα τρία επίπεδα που διεξάγεται αυτή, το πρακτικόοικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό. Για πρώτη φορά, έγραφε ο Έγκελς αναφερόμενος στο εργατικό κίνημα της Γερμανίας, από τότε που υπάρχει εργατικό κίνημα η πάλη και προς τις τρεις κατευθύνσεις της διεξάγεται προγραμματισμένα, με συνοχή και σύστημα. Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκεντρωτική δράση, θα λέγαμε, βρίσκεται η δύναμη και το ακατανίκητο του γερμανικού κινήματος και στη συνέχεια, ιδιαίτερο καθήκον των ηγετών θα είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σε όλα τα θεωρητικά προβλήματα, να απαλλάσσονται όλο και περισσότερο από την επίδραση της πατροπαράδοτης φρασεολογίας που κληρονομήθηκε από την παλιά κοσμοθεωρία και να έχουν πάντα υπόψη τους ότι ο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον μεταχειρίζονται σαν επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούν. Ο πολύπλευρος αυτός αγώνας της εργατικής τάξης πρέπει να συνοδεύεται και να φωτίζεται από τη μαρξιστική θεωρία, από θεωρητικές αναλύσεις. Η σωστή χρήση της θεωρίας σε κάθε φάση είναι αναγκαιότητα. Οι αγώνες του μπολσεβίκικου κόμματος άλλοτε ακολουθούσαν θεωρητικές αναλύσεις και διαφωτίζονταν από αυτές και άλλοτε προηγούνταν, πράγμα που συνέβαλε να γίνεται ο απολογισμός τους. Η ανάπτυξη του επαναστατικού μαρξισμού που πραγματοποιούνταν με αυτό τον τρόπο δεν παίρνει τη μορφή μιας «πρόσθεσης ιδεών» και «νέων θεωριών», πρόκειται για μια διαλεκτική ανάπτυξη: προχωρεί με ρήξεις που με βάση αυτό που διδάσκει η ίδια η ζωή, επιτρέπουν την απόρριψη και τη διόρθωση των σφαλμάτων. Αυτή η διαδικασία ρήξης και διόρθωσης, διαλεκτικής ανάπτυξης, επιτρέπει τη συγκρότηση ενός επαναστατικού κόμματος χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, στέρεα εξοπλισμένο από θεωρητική άποψη, και όλο και περισσότερο στενά δεμένο με τις μάζες. Αυτό είναι το κόμμα που επέτρεψε στο ρωσικό προλεταριάτο, το 1917,


να οργανωθεί σε κυρίαρχη τάξη, γράφει ο Σαρλ Μπετελέμ στους Ταξικούς Αγώνες στην ΕΣΣΔ 1917 -1923. Ολόκληρη η πορεία του μπολσεβίκων μέχρι την επανάσταση και αργότερα ακριβώς αυτό το στοιχείο υπογραμμίζει. Το 1903 όταν η ιστορία έβαζε στην ημερήσια διάταξη επιτακτικά την ανάγκη δημιουργίας Επαναστατικού κόμματος στη Ρωσία για την πραγματοποίηση της επανάστασης, τότε ο Λένιν έγραψε το Τι να κάνουμε και το Ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω. Το 1905 στα πρόθυρα της επανάστασης και κάτω από την ανάγκη της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τους μενσεβίκους για το χαρακτήρα της και για τη στάση του σοσιαλδημοκρατίας έγραψε το έργο Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση. Το 1908 όταν στις γραμμές των μπολσεβίκων αναφύονται σοβαρά θεωρητικά προβλήματα έγραψε το Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, που ήταν η θεωρητική θεμελίωση του κόμματος νέου τύπου, το 1916 έγραψε το Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, ακριβώς για να αναλύσει το χαρακτήρα της εποχής στην οποία είχε εισέλθει ο καπιταλισμός και το χαρακτήρα του Α’ παγκόσμιου πολέμου και να αναδείξει την αντίστοιχη στρατηγική των κομμουνιστών, το 1920 έγραψε το Κράτος και Επανάσταση προκειμένου να υπερασπιστεί τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος, τη δικτατορία του προλεταριάτου και τα ιστορικά καθήκοντά της για την ολοκλήρωση της μεταβατικής περιόδου και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι ήταν με ποιο τρόπο θα εξασφαλίζεται στο επαναστατικό κόμμα η κομματική πειθαρχία και η ενιαία δράση κάτω από κεντρική καθοδήγηση και παράλληλα το κόμμα θα λειτουργεί δημοκρατικά, ώστε τα μέλη και τα στελέχη του να διαμορφώνουν ουσιαστικά τις αποφάσεις, να συμβάλουν με ουσιαστικό τρόπο στη δράση και την εν γένει παρουσία του. Η λύση δόθηκε από το Λένιν, ο οποίος διαμόρφωσε την αρχή του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού και αυτή πέρασε στο καταστατικό των μπολσεβίκων το 1907 και εγκρίθηκε στο 5ο συνέδριο τους. Η κομματική πειθαρχία στηρίζεται στη δημοκρατία κάτω από κεντρική καθοδήγηση. Με τον τρόπο αυτόν συνδυάζεται η ελευθερία του διαλόγου και της κριτικής με την ενότητα στη δράση. Τα κατώτερα σώματα επιλέγουν τα ανώτερα και υπάγονται στον έλεγχο τους. Για την ανάγκη της πειθαρχίας ο Λένιν έγραφε: Την πειθαρχία την ορίσαμε σαν ενότητα δράσης, ελευθερίας διαλόγου και κριτικής. Μόνο τότε η πειθαρχία είναι αντάξια του δημοκρατικού κόμματος της προχωρημένης τάξης. Η δύναμη της εργατικής τάξης έγκειται στην οργάνωση των μαζών, το προλεταριάτο δεν είναι τίποτε· οργανωμένο είναι το παν. Οργάνωση σημαίνει δράση, ενότητα σε πρακτικές δραστηριότητες. Γι’ αυτό το προλεταριάτο δεν δέχεται ενότητα πράξης, χωρίς ελευθερία διαλόγου και κριτικής. Ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός εξασφαλίζει ενότητα όλων των κομματικών δυνάμεων στη δράση. Από τη στιγμή που με πραγματικά δημοκρατικό τρόπο διαμορφώθηκε μια απόφαση υπάρχουν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινή δράση μαζί και όσων διαφώνησαν σε πλευρές της


απόφασης αυτής. Ο ολοκληρωμένος δημοκρατικός τρόπος λειτουργίας είναι το οξυγόνο του κόμματος. Διεξοδική συζήτηση όλων των ζητημάτων, ανοιχτή αντιπαράθεση των ιδεών και των θέσεων, δυνατότητα όλες οι απόψεις και οι θέσεις που διατυπώνονται να φθάνουν στο σύνολο των κομματικών δυνάμεων, δυνατότητα να διατυπώνονται δημόσια μέσα από τον κομματικό τύπο και τα κομματικά μέσα ενημέρωσης οι απόψεις των στελεχών και των μελών παρότι σε διάφορες πλευρές τους, ενδεχομένως και σημαντικές, είναι διαφορετικές από την απόφαση της πλειοψηφίας. Έτσι λειτούργησε ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός από τη σύλληψη του ως τον θάνατό του Λένιν και αρκετά χρόνια ακόμη. Οι κομμουνιστές έχουν ενιαία αντίληψη για τα ζητήματα της ιδεολογίας, για τη θεωρία, για το στρατηγικό στόχο και τη στρατηγική στις γενικές κατευθύνσεις της, όπως αποφασίστηκε στα κομματικά σώματα, συχνά όμως για ζητήματα τακτικής, σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικά, ακόμη και για πλευρές της στρατηγικής, έχουν διαφορετικές απόψεις. Πρέπει να μπορούν να τις υποστηρίζουν και κάθε μέλος του κόμματος να τις πληροφορείται. Αυτό δεν είναι πρόβλημα για το κόμμα, είναι η πραγματική δύναμη του, που εξασφαλίζει όχι μόνο την ενότητα στη δράση, αλλά ουσιαστική ενότητα των γραμμών του. Η ανοιχτή συζήτηση, η αντιπαράθεση των θέσεων, η ζωντάνια στις θεωρητικές συζητήσεις οξύνουν τη σκέψη, ωθούν στην ενασχόληση με τη θεωρία, κάνουν κοινό κτήμα την πείρα της δράσης. Μόνο σ' αυτή τη βάση το κόμμα δημιουργεί, ανανεώνεται, πλουτίζει το θεωρητικό εξοπλισμό του, γίνεται ικανό να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες, προφυλάσσεται από τη ρουτίνα και την αποπολιτικοποίηση, προφυλάσσεται από τις συχνές διασπάσεις, γιατί είναι εντελώς αφύσικο κάθε λίγο και λιγάκι τα κομμουνιστικά κόμματα να αιμορραγούν από τις διασπάσεις. Ο ηγετικός ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος προϋποθέτει τη θεωρητική, την πολιτική και την πρακτική δράση σε μια αρμονική σχέση, για να προχωρήσει η ενότητα της εργατικής τάξης. Είναι ένα πολύ δύσκολο και σύνθετο εγχείρημα. Ιδιαίτερα τις σημερινές συνθήκες που το ποσοστό των εργατών έχει αυξηθεί πολύ και στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι μεγάλη πλειοψηφία. Η εργατική τάξη είναι ανομοιογενής σήμερα, πολύ περισσότερο από ότι πριν 30 ή 50 χρόνια. Αυτό σημαίνει απόκλιση των συμφερόντων των διαφόρων τμημάτων της, διαφορετικό επίπεδο αντιλήψεων και συνείδησης. Τμήματα της μικροαστικής τάξης των πόλεων και των αγροτών που καταστρέφονται και περνούν τις γραμμές της φέρνουν μαζί τους τη συνείδηση, τις συνήθειες και τις συμπεριφορές τους, επηρεάζουν τμήματα της εργατικής τάξης και επιτείνουν τις διαφοροποιήσεις στις γραμμές της. Χωρίς την ενότητα της εργατικής τάξης, η συμπόρευση και η συμμαχία με τμήματα της μικροαστικής τάξης είναι ακατόρθωτη και η επιτυχία των στόχων του κόμματος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ακριβώς αυτό το στόχο, την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τμήματα της μικροαστικής, πρέπει να έχει τη δυνατότητα το κόμμα της εργατικής τάξης να τον φέρει σε πέρας.


Σπουδαία προϋπόθεση για να κατακτήσει η εργατική τάξη τον ηγετικό της ρόλο είναι να μη μένει μόνο στην υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων παρά να προβάλει, να αγωνίζεται και να διεκδικεί τα συμφέροντα όλων των καταπιεσμένων τάξεων. Η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι αληθινά πολιτική συνείδηση, αν οι εργάτες δεν μάθουν να απαντούν σε όλες χωρίς εξαίρεση τις περιπτώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, βίας και κατάχρησης, οποιεσδήποτε τάξεις και αν αφορούν οι περιπτώσεις αυτές και μάλιστα να απαντούν από σοσιαλδημοκρατική και όχι από οποιαδήποτε άλλη σκοπιά, έγραφε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε. Χωρίς τη συνειδητή παρέμβαση του Κομμουνιστικού κόμματος η ανάπτυξη μιας τέτοιας συνείδησης δεν είναι δυνατή. Τέλος, τα κομμουνιστικά κόμματα δρουν σε πολύ δύσκολες συνθήκες, οι οποίες συχνά διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό και ο αντίπαλος χρησιμοποιεί κάθε μέσον. Πρέπει το Κομμουνιστικό κόμμα να είναι σε θέση να δρα στις συνθήκες, όπως αυτές κάθε φορά διαμορφώνονται, να μπορεί να τροποποιεί την τακτική του, τις μορφές πάλης, να θέτει νέους επιμέρους στόχους πάντα φυσικά στο πλαίσιο που οι στρατηγικοί στόχοι του επιτάσσουν. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός όσο καιρό εφαρμόζονταν με σωστό τρόπο, έδινε σπουδαία αποτελέσματα, βοήθησε το κόμμα του μπολσεβίκων να αντεπεξέλθει στις μεγάλες δυσκολίες του ταξικού αγώνα στην τσαρική Ρωσία, καθοδήγησε επιτυχώς την επανάσταση. Κατά παρόμοιο τρόπο είχε σημαντική συμβολή στο να γίνουν τα Κομμουνιστικά κόμματα υπολογίσιμη δύναμη που επηρέαζαν σημαντικά τις εξελίξεις στην πλειοψηφία των καπιταλιστικών χωρών. Η εφαρμογή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, που ουσιαστικά χαρακτηρίζει η αντίθεση συγκεντρωτισμόςδημοκρατία, έπαιρνε πάντα υπόψη σοβαρά τις επικρατούσες συνθήκες. Σε περιόδους ομαλών, ειρηνικών, περισσότερο δημοκρατικών συνθηκών το σκέλος της δημοκρατίας ήταν πολύ ανεπτυγμένο, ενώ το αντίθετο συνέβαινε σε συνθήκες αυταρχισμού και παρανομίας του Κομμουνιστικού κόμματος. Πάντα όμως έπρεπε να εξαντλούνται όλες οι δυνατότητες για πιο δημοκρατική λειτουργία των Κομμουνιστικών κομμάτων. Θα σταθούμε σε ένα παράδειγμα λειτουργίας του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, το οποίο είναι χαρακτηριστικό. Αναφερόμαστε στις αποφάσεις 10ου συνεδρίου του μπολσεβίκικου κόμματος το 1921. Οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε στη Ρωσία ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την επανάσταση. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει και οι καταστροφές στη χώρα που συσσώρευσαν ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, ο εμφύλιος πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση ήταν τεράστιες. Η οικονομία είχε δεχθεί πολύ μεγάλα πλήγματα, η πείνα κυριαρχούσε. Η εργατική τάξη υπέφερε, τα δελτία για προμήθεια τροφίμων που προσέφερε η εργατική εξουσία τους κατοίκους των πόλεων ήταν στο 30% έως 40% των αναγκών. Η εργατική τάξη βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους αποσυντονισμού λόγω του κλεισίματος των περισσότερων βιομηχανικών μονάδων. Δεν μπορούσε να παίξει τον ηγετικό της ρόλο. Η αγροτιά σε μεγάλο βαθμό


δυσαρεστημένη και με τον κίνδυνο διάρρηξης της συμμαχίας της με την εργατική τάξη στα πρόθυρα. Η δυσαρέσκεια στις γραμμές των στρατιωτών αυξανόταν με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την εξέγερση των ναυτών της Κρονστάνδης. Σ’ αυτές τις συνθήκες βρίσκει πρόσφορο έδαφος η δράση των αντιδραστικών δυνάμεων, μαζί και των μικροαστικών και αναρχικών κομμάτων, η οποία καθημερινά δυναμώνει. Και όλα αυτά σε μια χώρα που η υπεροχή του μικροαστικού στοιχείου ήταν τεράστια. Στις συνθήκες αυτές το κόμμα των μπολσεβίκων είναι βαθιά διαιρεμένο. Στο καθοδηγητικό του όργανο λειτουργούν διάφορες ομάδες και φράξιες, με κυριότερη την Εργατική Αντιπολίτευση. Η συνολική εικόνα είναι διαλυτική. Οι απόψεις της εργατικής αντιπολίτευσης όχι μόνο είναι θεωρητικά εσφαλμένες αλλά στην πράξη αποτελούν εκδήλωση των μικροαστικών, και αναρχικών ταλαντεύσεων, εξασθενούν στην πράξη την καθοδηγητική γραμμή του Κομμουνιστικού κόμματος και βοηθούν στην πράξη τους ταξικούς εχθρούς της προλεταριακής επανάστασης, σημείωνε το Σχέδιο Απόφασης του 10ου συνεδρίου. Το συνέδριο αποφάσισε: «Θεωρεί διαλυμένες και δίνει εντολή να διαλυθούν αμέσως χωρίς εξαίρεση οι ομάδες που σχηματίστηκαν με τη μια ή με την άλλη πλατφόρμα. Η μη εκτέλεση αυτής της απόφασης του συνεδρίου συνεπάγεται τη χωρίς όρους και άμεση διαγραφή από το κόμμα». Εξουσιοδότησε την ΚΕ να εφαρμόζει σε περιπτώσεις παραβιάσεων όλα τα μέτρα της κομματικής τιμωρίας ως και διαγραφή από το κόμμα και για τα μέλη της ΚΕ τον υποβιβασμό τους σε αναπληρωματικά μέλη και σαν έσχατο μέτρο τη διαγραφή τους από το κόμμα. Η λήψη τέτοιων μέτρων προϋποθέτει ότι θα συγκαλείται η ολομέλεια από τα μέλη της ΚΕ, τα αναπληρωματικά μέλη και όλα τα μέλη της επιτροπής ελέγχου. Σε αυτή την περίπτωση η απόφαση λαμβάνεται με τα δύο τρίτα των ψήφων. Είναι ενδεικτικό της λογικής που επικρατούσε τότε στους μπολσεβίκους, ότι προκειμένου να γίνει αυτή η συζήτηση στο συνέδριο η πλατφόρμα της Εργατικής Αντιπολίτευσης τυπώθηκε στο κομματικό τυπογραφείο σε 250.000 αντίτυπα για να ενημερωθούν όλοι οι κομμουνιστές, ενώ για την ανταλλαγή απόψεων αποφασίστηκε η έκδοση περιοδικών κατά τακτά διαστήματα για να γίνεται η ανταλλαγή θέσεων και απόψεων μεταξύ των κομμουνιστών, ως αντιστάθμισμα στον περιορισμό της δημοκρατίας που είχε επιβληθεί. Στον τελικό του λόγο στο συνέδριο ο Λένιν πρότεινε η παράγραφος 7 της απόφασης (αυτή που περιείχε τις ποινές) να μη δημοσιευτεί γιατί «ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί» η εφαρμογή της. Είναι ένα μέτρο έσχατο. Επιπλέον ανέφερε ότι καμιά δημοκρατία, κανένας συγκεντρωτισμός δεν θα επιτρέψει ποτέ να έχει η ΚΕ που εκλέχθηκε στο συνέδριο το δικαίωμα να διαγράψει ένα μέλος της. Είναι έσχατο μέτρο που παίρνετε ειδικά από την επίγνωση του κινδύνου της κατάστασης. Η απόφαση αυτή είναι ενδεικτική και έπρεπε να είναι διδακτική. Η περιστολή της δημοκρατίας και μάλιστα ως έσχατο μέτρο ήρθε όταν οι συνθήκες ήταν τραγικά δύσκολες. Θεωρούμε ότι η απόφαση του 10 ου


συνεδρίου είναι το έσχατο σημείο που μπορεί να φθάσει η περιστολή της δημοκρατίας και η κυριαρχία του συγκεντρωτισμού. Φράξιες δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν στο κόμμα, αλλά οι ιδέες και οι απόψεις και η ανοιχτή αντιπαράθεση τους πρέπει να είναι κανόνας στα Κομμουνιστικά κόμματα Και όμως δεν ήταν στην πορεία. Τα μέτρα διάλυσης των ομάδων και οι ποινές από έσχατο μέτρο σε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές, στην πορεία μπήκαν στα καταστατικά των Κομμουνιστικών κομμάτων και μάλιστα επαυξημένα, έγιναν ο κανόνας. Η διατύπωση της άποψης των κομμουνιστών περιορίστηκε σε έναν ολιγόλογο κείμενο μόνο κατά την προσυνεδριακή περίοδο και αυτό φιλτραρισμένο. Παντού έβλεπαν ομάδες και φράξιες ή τον κίνδυνο εκδήλωσης τους και παίρνοντας προληπτικά μέτρα, η διαφωνία σε ένα σημαντικό ζήτημα, οδηγούσε στην απομάκρυνση του στελέχους κ.λπ. Η εξέλιξη αυτή ήταν μια από τις βασικές αιτίες της συρρίκνωσης των Κομμουνιστικών κομμάτων και της απομάκρυνσης τους από την εργατική τάξη και το λαό, τη μετατροπή των ζωντανών οργανισμών που είναι τα κομμουνιστικά κόμματα σε μηχανισμούς διαχείρισης. Χωρίς την ανατροπή αυτής της λογικής αναζωογόνηση και ανάκαμψη του Κομμουνιστικού κινήματος δεν μπορεί να υπάρξει.


Η αμφισβήτηση του κόμματος νέου τύπου Στην εποχή μας, όπως ήδη σημειώσαμε, βρίσκεται σε έξαρση, είτε ανοιχτά, δημόσια, είτε συγκαλυμμένα, ώστε να μην προκαλεί ιδιαίτερα, μια αμφισβήτηση της αναγκαιότητας του κόμματος νέου τύπου, τις περισσότερες φορές μάλιστα γίνεται στο όνομα του Λένιν και της αποκατάστασης της «ουσίας» του λενινισμού. Συνήθως τρία είναι τα βασικά επιχειρήματα που αμφισβητούν τη θεωρία και την αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου. Το πρώτο Αμφισβητείται η θέση που διατύπωσε ο Λένιν και άλλοι, ότι η εργατική τάξη μπορεί να διεξάγει μόνη της, με τις δυνάμεις της μόνο συνδικαλιστικό αγώνα και όχι ολοκληρωμένο πολιτικό και ιδεολογικό και ότι τη δυνατότητα αυτή την αποκτά μόνο με την παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας της. Χρεώνουν μάλιστα στη θέση αυτή που είναι η καρδιά της θεωρίας του κόμματος νέου τύπου ότι είναι πηγή όλων των δεινών του σοσιαλισμού, αρχής γενομένης από την υποκατάσταση της τάξης από το κόμμα, την αδρανοποίηση της εργατικής τάξης, ότι είναι βασική αιτία της αποτυχίας του εγχειρήματος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ο αιώνα. Ουσιαστικά επαναφέρουν με άλλο τρόπο και όχι με τον ίδιο χαρακτήρα και με τις ίδιες προθέσεις τη γνωστή αστική αντίληψη, ότι όλα τα δεινά που συσσώρευσε ο κομμουνισμός δεν είναι αποτέλεσμα των αντιλήψεων και της πρακτικής των επιγόνων, αλλά ότι υπάρχουν στον ίδιο τον λενινισμό και στην εποχή του Στάλιν εκδηλώθηκαν με τη γνωστή σφοδρότητα. Η συνέπεια αυτών των αντιλήψεων είναι να εγκαταλειφθεί η θεωρία και η ανάγκη του κόμματος νέου τύπου, ακρογωνιαίος λίθος του λενινισμού. Αν κανείς παρακολουθήσει προσεκτικά τα γραφόμενά τους θα δει ότι δεν περιορίζονται μόνο στη θεωρία του κόμματος, αλλά αμφισβητούν και άλλες πλευρές σημαντικές, ουσιαστικά τον ίδιο τον λενινισμό και τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ας το δούμε συγκεκριμένα. Γράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου στο βιβλίο του «Επιστροφή στο μέλλον»: «Το ότι δεν έγιναν έτσι τα πράγματα δεν είναι άσχετο με ορισμένες πλευρές της ίδιας της λενινιστικής κληρονομιάς. Ασφαλώς δεν έχουν δίκιο ότι ο Λένιν (ή και ο Μαρξ) οδηγούσε αναπόδραστα στον Στάλιν. Ωστόσο, άλλο τόσο εξωπραγματικό είναι να υποστηρίξει κανείς ότι του ήταν εντελώς ξένος. Ορισμένα στοιχεία του «σταλινισμού» ενυπήρχαν ήδη στο Λένιν και στον ίδιο τον μαρξισμό ως εμβρυακές, δευτερεύουσες τάσεις… Η κυριότερη από αυτές αφορά στη σχέση κόμματος- εργατικής τάξης και συμπυκνώθηκε στον περίφημο αφορισμό του Τι να κάνουμε ότι ο σοσιαλισμός «μπαίνει στην εργατική τάξη απέξω», από τη σοσιαλιστική διανόηση. Στη συνέχεια προχωρεί περισσότερο και χαρακτηρίζει τη θέση αυτή, ότι, δηλ., η πολιτική συνείδηση έρχεται «απέξω» σύμφωνα με το πνεύμα του Λένιν, ως προγραμματική διακήρυξη μιας μικροαστικής διανόησης, που φαντασιώνεται τον επιστήμονα μηχανικό του σοσιαλισμού που θέλει να καταλάβει την εξουσία χρησιμοποιώντας την εργατική τάξη ως πολιορκητικό κριό σήμερα και ως απλό οικοδόμο - εκτελεστή του σοσιαλιστικού σχεδίου αύριο. Η θέση αυτή δεν είναι,


σύμφωνα με τον ΠΠ, μόνο ιδεαλιστική στο φιλοσοφικό πεδίο, αλλά είναι και πολιτικά αντιδραστική, «καθώς περιέχει εν σπέρματι όλη τη λογική του γραφειοκρατικού σφετερισμού, της υποκατάστασης της τάξης από το κόμμα και του κόμματος από το Πολιτικό Γραφείο». Και είναι ιδεαλιστική η θέση αυτή, διότι «εάν δεν υπήρχαν στην εργατική τάξη εμβρυακά ενστικτώδη ατελή στοιχεία σοσιαλιστικής ιδεολογίας, οποιαδήποτε προσπάθεια να της καρφώσουμε με τη βαριά στο κεφάλι το σοσιαλισμό θα αποτύγχανε…». Δεν σχολιάζουμε τους βαρείς χαρακτηρισμούς και τις ισοπεδωτικές φράσεις, λέμε όμως ότι δεν αποδεικνύει κάτι ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι στην εργατική τάξη υπάρχουν εμβρυακά στοιχεία σοσιαλισμού και γι αυτό έγινε δυνατό το μπόλιασμα της σοσιαλιστικής θεωρίας στους εργάτες… και αυτό διότι η σοσιαλιστική θεωρία δεν μπορεί παρά να δημιουργηθεί μόνο την εποχή του καπιταλισμού, την εποχή που η εργατική τάξη έχει σχετικά αναπτυχθεί, τότε μόνο αν διαδοθεί η θεωρία του σοσιαλισμού στην εργατική τάξη μπορεί να βρει πλατιά απήχηση και λόγω ακριβώς των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης. Στην εποχή της φεουδαρχίας φυσικά δεν υπήρχε επιστημονικός σοσιαλισμός και βεβαίως δεν υπήρχε η τάξη στην οποία θα έβρισκε απήχηση, όπως δεν πρόκειται να βρει απήχηση ο σοσιαλισμός σε καμιά περίπτωση στην αστική τάξη γιατί είναι παντελώς αντίθετος με τα συμφέροντα της, αλλά μόνο στην εργατική τάξη και πάνω στο έδαφος των εμπειριών της, της θέσης του εργάτη απέναντι στον εργοδότη, των ίδιων των όρων της ζωής της. Αυτή η εμβρυακή συνείδηση φτάνει μόνο ως την άμυνα του εργάτη και των εργατών απέναντι στον ξεχωριστό επιχειρηματία και γενικότερα στους επιχειρηματίες. «Συχνά μας λένε, έγραφε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε η εργατική τάξη τείνει αυθόρμητα προς το σοσιαλισμό. Αυτό είναι ολότελα σωστό, με την έννοια, ότι η σοσιαλιστική θεωρία καθορίζει πιο βαθιά και πιο σωστά από κάθε άλλη θεωρία τις αιτίες των συμφορών της εργατικής τάξης και γι' αυτό οι εργάτες την αφομοιώνουν τόσο εύκολα, αρκεί μόνο η θεωρία αυτή να μην τα διπλώνει μπροστά στο αυθόρμητο, αρκεί μόνο να υποτάσσει η ίδια το αυθόρμητο… ». Για να διαμορφωθεί σοσιαλιστική συνείδηση πρέπει να επιδράσει ο μαρξισμός από την πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό κόμμα. Επιπλέον το απόσπασμα του Κάουτσκι και οι αντίστοιχες τοποθετήσεις του Λένιν δεν περιέχουν καμία αντίφαση μεταξύ τους. Απλώς είναι πιο εύκολο να καταγγείλει κανείς τον Κάουτσκι παρά τον Λένιν, τον Λένιν τον καταγγέλλεις με πιο προσεκτικό τρόπο. Ο Λένιν συμφωνεί στη λογική που εκφράζει ο Κάουτσκι γι' αυτό εξάλλου παραθέτει και το σχετικό απόσπασμα. Αυτό το αποδεικνύει το αμέσως επόμενο απόσπασμα από το Τι να κάνουμε. Γράφει: «δεν μπορούσε να υπάρχει ακόμη σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μέσα στους εργάτες. Η συνείδηση αυτή μπορούσε να έρθει σ’ αυτούς μόνο απέξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνουν, ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν είναι σε θέση να αναπτύξει παρά μόνο τρε»ϊντγιουνιονιστική συνείδηση, δηλαδή την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να ενωθεί σε σωματεία, να κάνει αγώνα ενάντια στα αφεντικά, να παλεύει για να αποσπάσει από την κυβέρνηση τον άλφα ή το βήτα απαραίτητο νόμο για τους εργάτες κ.λπ.».


Ούτε βέβαια και η προσπάθεια να αντιπαραθέσει το προηγούμενο απόσπασμα με άλλο σημείο του Τι να κάνουμε έχει καμιά βάση. Ο ισχυρισμός του ΠΠ ότι το κόμμα και η τάξη αποκτούν τη γνώση με την ενεργή συμμετοχή τους στους πολιτικούς αγώνες δεν έχει καμία σχέση με το απόσπασμα του Λένιν με το οποίο το συνδέει. Το κόμμα, αν είναι πραγματικά εργατικό, πρωτοπορία της εργατικής τάξης, έχει τη γνώση της μαρξιστικής θεωρίας και μέσα στην πολιτική πάλη η θεωρητική γνώση μπαίνει στην δοκιμασία της πράξης, βγαίνουν τα ανάλογα συμπεράσματα, πλουτίζεται η γνώση, αντίθετα η εργατική τάξη δεν διαθέτει τη γνώση και δεν μπορεί να την αποκτήσει μέσα στους αγώνες αν το Κομμουνιστικό κόμμα δεν φωτίσει με τη θεωρία, τα προβλήματα, τις κοινωνικές αντιθέσεις, δεν δώσει προοπτική στον αγώνα. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη από μόνη της δεν μπορεί να επεξεργαστεί και να διαθέτει μια ολοκληρωμένη θεωρία και σχέδιο για το σοσιαλισμό δεν σημαίνει «ότι οι εργάτες, έγραφε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε, δεν συμμετέχουν στην επεξεργασία αυτής της θεωρίας. Συμμετέχουν, όχι όμως ως εργάτες, αλλά ως θεωρητικοί του σοσιαλισμού, συμμετέχουν με άλλα λόγια, μόνο όταν και στο βαθμό που κατορθώνουν λίγο-πολύ να κατακτήσουν τις γνώσεις του αιώνα τους και να προωθήσουν αυτές τις γνώσεις ». Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η εργατική τάξη είναι πολύ ανομοιογενής, διακρίνεται από μια μεγάλη διαστρωμάτωση και διατρέχουν τις γραμμές της σοβαρές αντιθέσεις. Για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να εκφράζεται από ένα μόνο κόμμα αλλά από πολλά. Για να στηρίξει τον ισχυρισμό του αυτό ο ΠΠ καταφεύγει στον Τρότσκι και στο έργο του «Προδομένη επανάσταση». Εκεί ο Τρότσκι αναφέρει ότι: οι τάξεις, προφανώς και η εργατική τάξη, σπαράσσονται από εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Το κόμμα είναι μερίδα της τάξης, η τάξη έχει πολλές μερίδες, τότε η τάξη μπορεί να γεννήσει πολλά κόμματα. Όλα αυτά εμπεριέχουν μια πολύ μεγάλη αφαίρεση. Είναι η μισή αλήθεια. Φυσικά η εργατική τάξη είναι ανομοιογενής, υπάρχουν στις γραμμές της αντιθέσεις, παραβλέπει όμως εντελώς το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία τάξη, τα στοιχεία που ενώνουν τα τμήματα της είναι πολύ περισσότερα και πολύ πιο ισχυρά από τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς στο πλαίσιο της και σε συνθήκες κατάλληλες, ταξικών αγώνων, θετικού συσχετισμού και ιδεολογικής και πολιτικής διαφώτισης μπορεί να διαμορφωθεί ισχυρή ενότητα στις γραμμές της. Με δύο λόγια η αντίθεσή της εργατικής τάξης με την αστική τάξη είναι η κύρια αντίθεσή στον καπιταλισμό και είναι αγεφύρωτη, ενώ οι αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων της εργατικής τάξης έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα. Το φαινόμενο της ομοιογένειας στις γραμμές εργατικής τάξης δεν είναι σημερινό φαινόμενο, αντίθετα είναι πολύ παλιό, από τη γέννηση της ακόμη, έστω και αν τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο Λένιν στα 1920 στο έργο του Αριστερισμός έγραφε: Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το «καθαρό» προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως τον μισοπρολετάριο, από το μισοπρολετάριο ως τον μισοαγρότη και τον μικροβιοτέχνη, το μικρονοικοκύρη γενικά, από τον μικρό ως το μεσαίο αγρότη


κ.λπ., αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κ.λπ. Από τη διαπίστωση αυτή δεν οδηγείται ο Λένιν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά ότι «απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το Κομμουνιστικό του κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων». Απορρέει με δύο λόγια η ανάγκη της κοινής δράσης, η ανάγκη των συμφωνιών και των συνεργασιών, της διαμόρφωσης πολιτικών και κοινωνικών μετώπων όπως λέμε στις μέρες μας. Στα πλαίσια της μισθωτής εργασίας σαφώς και μπορούν να υπάρχουν διαφορετικά κόμματα, εκφράζοντας τμήματα των μισθωτών με σχετικά ιδιαίτερα συμφέροντά. Ακόμη και στην ίδια την εργατική τάξη είναι δυνατόν αυτό. Δεν μπορούν όμως να υπάρχουν πολλά κόμματα που να καθοδηγούνται από τις θεωρία του μαρξισμού λενινισμού και να εκφράζουν το γενικό συμφέρον της εργατικής τάξης, «που εκπροσωπούν πέραν των άμεσων συμφερόντων και το μέλλον του κινήματος», όπως αναφέρει το Κομμουνιστικό μανιφέστο. Θα μπορούσε σε μια συγκυρία, για ένα διάστημα και για ειδικούς λόγους αυτό να είναι δυνατόν, όχι όμως για μεγάλο διάστημα και για πάντα, ώστε να πάρει και το χαρακτήρα προγραμματικής θέσης. Αν συμπίπτουν δύο κόμματα απόλυτα, στην ιδεολογία, τη στρατηγική, τους στόχους που επιδιώκουν και δεν συντρέχουν κάποιοι ειδικοί και για ένα διάστημα λόγοι, τότε γιατί δεν έχουν ενοποιηθεί; Με δύο λόγια ένα κόμμα μπορεί να εκφράσει το γενικό συμφέρον ολόκληρης της τάξης και την προοπτική της, το κόμμα που καθοδηγείται από τη θεωρία του μαρξισμού λενινισμού, τα άλλα κόμματα εργατικού ή μικροαστικού χαρακτήρα που ενδεχομένως συμπράττουν στα πλαίσια μιας συμμαχίας θα εκφράζουν τα συμφέροντα επιμέρους τμημάτων της εργατικής τάξης, κυρίως της μισθωτής εργασίας και των μικροαστικών στρωμάτων. Για να στηρίξει περισσότερο ο ΠΠ την άποψη του καταφεύγει σε ένα ισχυρισμό που από μαρξιστική άποψη δεν είναι ορθός. «Οι κοινωνικές αντιθέσεις, γράφει, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διατρέχουν την εργασία, θα συνεχίσουν να υπάρχουν όχι μόνο στη μεταβατική περίοδο της εργατικής δημοκρατίας, αλλά και στον ίδιο τον κομμουνισμό, μάλιστα, θα αποτελούν την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης του. Η κυριότερη από αυτές θα αφορά την αναπόφευκτη διατήρηση στοιχείων τεχνικού καταμερισμού εργασίας σε επαγγέλματα και ειδικότητες, χωρίς τον οποίον είναι αδιανόητη η εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών, εκτός αν πρόκειται οι κοινωνικές ανάγκες να οπισθοδρομήσουν στη λίθινη εποχή». O μαρξισμός θέλει το σύνολο των ταξικών και γενικότερα των κοινωνικών αντιθέσεων να χαρακτηρίζει τη μεταβατική περίοδο, ενδεχομένως ορισμένες και ως ένα βαθμό και την κατώτερη φάση και κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό. Σε καμιά περίπτωση όμως την ανώτερη φάση της,


τον κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός προϋποθέτει το ξεπέρασμα του συνόλου των αντιθέσεων και τις αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Στον κομμουνισμό όλοι οι άνθρωποι εργάζονται με βάση τις δυνατότητες τους και καθένας αμείβεται σύμφωνα με τις ανάγκες του. Έχουν όλοι την ίδια σχέση με τα μέσα παραγωγής και όλοι από κοινού τα διαχειρίζονται συλλογικά, καθότι όλοι θα έχουν τις αναγκαίες δυνατότητες γι’ αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι η αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίες έχει ξεπεραστεί. Σε καμιά περίπτωση οι αντιθέσεις δεν είναι η κινητήρια δύναμη της κομμουνιστικής κοινωνίας. Το τρίτο επιχείρημα είναι πιθανόν το πιο σημαντικό με την έννοια ότι όλα τα υπόλοιπα επιχειρήματα σε αυτό στηρίζονται, εκεί έχουν την αφετηρία τους. Το επιχείρημα αυτό, εν’ ολίγοις λέει το εξής: Ο καπιταλισμός δεν βρίσκεται πλέον στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Μετά την κρίση του 1973- 1975 ουσιαστικά πέρασε σε νέο στάδιο ανάπτυξης με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε τέτοιο βαθμό που η αναπροσαρμογή της στρατηγικής του Κομμουνιστικού κινήματος είναι αναγκαιότητα. Την άποψη αυτή περιέχουν πιο συγκροτημένα τα προγραμματικά κείμενα του ΝΑΡ. Ας δούμε όμως πώς τοποθετεί το συγκεκριμένο ζήτημα ο ΠΠ που εκφράζει την ίδια ή παρόμοια με τον το ΝΑΡ άποψη. Βλέπει ο καπιταλισμός να χωρίζεται σε τρία στάδια, σε τρεις εποχές, όπως αναφέρει. Η πρώτη και η δεύτερη συμπίπτουν με τα στάδια που δέχεται ο μαρξισμός, το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και το ιμπεριαλιστικό. Ο ΠΠ βλέπει και τρίτο στάδιο, αυτό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που αντικαθιστά τον ιμπεριαλισμό. Στο πρώτο στάδιο περιγράφει τον Κομμουνισμό ως κίνημα και λίγο ως κόμμα, στο δεύτερο στάδιο, που μάλιστα σημειώνει ότι ο Λένιν προχώρησε στην επανίδρυση του μαρξισμού, χρειαζόταν ένα πιο σφιχτό, πιο πειθαρχημένο κόμμα, σταθερό χέρι στο τιμόνι την ώρα της τρικυμίας και το τρίτο, το σύγχρονο στάδιο, την «Τρίτη εποχή» κατά το οποίο ο καπιταλισμός γίνεται ολοκληρωτικός, απλώνεται σε όλο τον κόσμο με τη μορφή «υπερδικτύου των δικτύων» συνδυάζοντας στον ανώτατο βαθμό την ευλύγιστη οργάνωση και τη διαρκή αποδόμηση, τον ορθολογισμό του μέρους με τον ανορθολογισμού του συνόλου, την ομογενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς με τον κατακερματισμό της παραγωγής και της ίδιας της εργατικής τάξης. «Σε αυτό τον «νέο» καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί και ένα «νέο», Κομμουνιστικό κίνημα, όχι λιγότερο ευλύγιστο από τον αντίπαλό του, τόσο στην αντίληψη του για την πολιτική στρατηγική, όσο και στις μετωπικές μορφές οργάνωσης του. Μετά τον κομμουνισμό- κίνημα και τον κομμουνισμό-κόμμα, το πολιτικό κέντρο βάρους πέφτει στον κομμουνισμό-μέτωπο. Ένας κομμουνισμός με «δικτυακή» μορφή, στενά συνεργαζόμενων, αλλά και διαφορετικών κομμάτων και ρευμάτων, με αντιθέσεις και αναπόφευκτους ανταγωνισμούς». Αυτή είναι η θέση. Το πρώτο και βασικό θέμα είναι αν όντως ο καπιταλισμός πέρασε σε νέο στάδιο με τα χαρακτηριστικά που ο συγγραφέας περιγράφει. Γεγονός είναι ότι ο ιμπεριαλισμός σήμερα δεν είναι ο ιμπεριαλισμός της δεκαετίας του ’50 και του


’60, περισσότερο του μεσοπολέμου και του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Υπάρχουν σημαντικές αλλαγές, είναι όμως τέτοιες που να μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη για νέο στάδιο; Η ύπαρξη ξεχωριστού σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού προϋποθέτει τη διατήρηση μεν του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα, την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής κ.λπ., αλλά βαθιές αλλαγές στα επιμέρους χαρακτηριστικά του που διαμορφώνουν μια νέα ποιότητα στο ίδιο τον καπιταλιστικό σχηματισμό. Θεωρούμε ότι σε όλους τους τομείς υπάρχουν σημαντικές αλλαγές ποσοτικές, όχι όμως διαμόρφωση μιας νέας ποιότητας, νέο στάδιο. Κρίνοντας τον καπιταλισμό σήμερα με βάση τα πέντε χαρακτηριστικά που ο Λένιν έθεσε, θεωρούμε ότι διατηρούνται τα ίδια, φυσικά σε διαφορετικές διαστάσεις, ο ιμπεριαλισμός είναι πολύ πιο ώριμος. Ο Λένιν δίνοντας έναν ορισμό του ιμπεριαλισμού έθεσε τα παρακάτω πέντε βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. 1) Τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, η οποία έχει φθάσει σε πολύ υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε δημιουργήθηκαν μονοπώλια τα οποία έχουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. 2) Συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο και τη δημιουργία της χρηματιστικής ολιγαρχίας. 3) Ότι παίρνει προτεραιότητα η εξαγωγή κεφαλαίου σε διάκριση με το προηγούμενο στάδιο που κυριαρχούσε η εξαγωγή εμπορευμάτων. 4) Ότι συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο και 5) ότι το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις έχει τελειώσει. «Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες», γράφει στο έργο του Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Κανένα από τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα δεν έπαψε να υπάρχει ή δεν έχει υποβαθμιστεί. Οπωσδήποτε τα μονοπώλια πολλαπλασιάστηκαν καθώς και η δύναμη τους και ελέγχουν πολύ μεγαλύτερο τμήμα της οικονομικής ζωής σε όλο τον πλανήτη, το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει γίνει πανίσχυρο, καθώς και η εξαγωγή κεφαλαίων κ.λπ. Όλα αυτά όμως συνηγορούν για πολύ πιο ώριμο ιμπεριαλισμό και όχι για μια νέα ποιότητα, ένα νέο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συνολικά θεωρούμε ότι η επιχειρηματολογία που δίνει ο συγγραφέας, αλλά και το ΝΑΡ στα ντοκουμέντα του δεν πείθουν για κάτι διαφορετικό. Ως εκ τούτου την αντίληψη για νέο στάδιο του καπιταλισμού δεν την θεωρούμε ορθή. Συνέπεια αυτής της θέσης του συγγραφέα είναι να αντιμετωπίζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο το Κομμουνιστικό κόμμα από ότι το περιέγραψε και το εφάρμοσε ο Λένιν και να υποβαθμίζεται μάλιστα σε εξαιρετικό βαθμό ο ρόλος του. Στο κείμενο εργασίας του ΝΑΡ για τον πανελλαδικό σώμα που ασχολήθηκε με το «Υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης στη νέα εποχή» διαβάζουμε: Οι πρωτοπορίες ποικίλλουν ως προς το επίπεδο της πολιτικής συνείδησης και συγκρότησης. Υπάρχουν


πρωτοπορίες του πολιτικού αγώνα για τα οικονομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης (τα σχήματα- συσπείρωσης σε χώρους εργασίας και σπουδών ή σε γειτονιές και πόλεις). Πρωτοπορίες που συγκροτούνται στη βάση της αντίθεσης με την κυρίαρχη στρατηγική του αστικού συνασπισμού εξουσίας σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Τέτοιες είναι τα συνολικά πολιτικά μέτωπα και τέλος πρωτοπορίες που η βάση συγκρότησής τους εδράζεται κατά κύριο λόγο σε στρατηγικά και θεωρητικά στοιχεία (κομμουνιστικά ή άλλα εργατικά κόμματα). Καθεμία από αυτές τις διαδικασίες- μορφές που συγκροτούν τις πρωτοπορίες του εργατικού κινήματος έχει την αυτοτέλεια της, την ειδική αξία της, το ειδικό βάρος της, αλλά και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Δεν μπορούμε να καταργούμε αυτές τις διαφορές, αντιμετωπίζοντας ισοπεδωτικά τα επίπεδα των πρωτοποριών ούτε να τα χωρίζουμε με σινικά τείχη. Αλλά ούτε να τα αντιμετωπίζουμε με τη λογική των «ομόκεντρων κύκλων» ή μιας άτεγκτης πυραμίδας με το κόμμα στην κορυφή, να μη βλέπουμε τις βαθύτατες αλληλεπιδράσεις τους, τη διαλεκτική ιεραρχημένη σχέση τους. Σε αυτή τη σχέση, το κόμμα είναι ο πρωταρχικός και το μέτωπο είναι ο καθοριστικός και πολιτικά αποφασιστικός παράγοντας. Στη σχέση του με τη συνολική επαναστατική πάλη, με την αντικαπιταλιστική δράση της τάξης, το μέτωπο είναι το πρωταρχικό, ενώ η συνολική επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι το καθοριστικό…». Από τα παραπάνω προκύπτουν ορισμένα πολύ βασικά συμπεράσματα. Δεν υπάρχει μια πρωτοπορία, αλλά πολλές και μάλιστα έχει γίνει ένας ορισμένος καταμερισμός καθηκόντων μεταξύ τους. Χρεώνεται σε καθεμία από αυτές συγκεκριμένος τομέας. Το κόμμα ή τα κόμματα αναλαμβάνουν τα στρατηγικά και θεωρητικά ζητήματα και εκεί τελειώνει ο ρόλος τους. Κάτι δηλαδή σαν ένας μηχανισμός ο οποίος διαμορφώνει τα στρατηγικά σχέδια και μελετάει τα ιδεολογικά προβλήματα, το μέτωπο αναλαμβάνει την πολιτική δράση, είναι ο αποφασιστικός πολιτικός παράγοντας και το αντικαπιταλιστικό μαζικό κίνημα παίρνει την ευθύνη τη σύνδεση με τις εργατικές μάζες και τα καθήκοντα της δράσης. Μάλιστα κατά το κείμενο ιδεολογία και πολιτική παράγει και τον αντικαπιταλιστικό μαζικό κίνημα στην εργατική τάξη και το λαό. Το ερώτημα είναι τι είδους ιδεολογία και τι είδους πολιτική μπορεί να παράξει; Οι πρωτοπορίες, κατά το κείμενο, εμφανίζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης και της συγκρότησής τους. Έχουμε εδώ δηλαδή πρωτοπορίες πρώτης και δεύτερης ίσως και τρίτης κατηγορίας, αλλά παρόλα αυτά είναι όλες πρωτοπορίες. Το ΚΚ, κατά το κείμενο, δεν είναι πρωτοπορία σε κάθε τομέα και σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και δράσης. Είναι ένα στοιχείο δίπλα σε πολλά άλλα, σε μικροαστικά κόμματα, σ' ένα μετωπικό σχήμα που συμμετέχουν διάφορες πολιτικές δυνάμεις και μαζί η αντικαπιταλιστική πτέρυγα του εργατικού κινήματος. Η αντίληψη του Λένιν για το κόμμα, «πρωτοπόρο αγωνιστή» έχει εγκαταλειφθεί. Όλα τα κόμματα εργατικού ή μικροαστικού χαρακτήρα που συμμετέχουν στο μέτωπο είναι πρωτοπορίες. Τώρα πως είναι δυνατόν ένα μικροαστικό κόμμα από την άποψη της ιδεολογίας, της στρατηγικής και της συγκρότησης του να


είναι πρωτοπορία για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό είναι ένα άλλο θέμα. Όλα αυτά ισοδυναμούν με απόρριψη του λενινισμού, του κόμματος και του ρόλου του, υποβάθμιση του συνειδητού υπέρ του αυθόρμητου, έχουν ένα συνδικαλιστικό, ελευθεριακό χαρακτήρα, γυρίζουν το κίνημα πίσω. Οι αντιλήψεις αυτές δεν ισχύουν και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Κατά το κείμενο του ΝΑΡ που προαναφέραμε «στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό του 21ου αιώνα, η εργατική τάξη είναι πολύ πιο μορφωμένη, μεγάλο τμήμα της ασκεί συνθέτη εργασία με ανεβασμένα διανοητικά στοιχεία και η πλειοψηφία όσων δρουν στα πεδία της επιστήμης και της θεωρίας εντάσσονται σε αυτήν ή την προσεγγίζουν. Η παραγωγή επαναστατικής πολιτικής και θεωρίας πρέπει επομένως να αντιμετωπιστεί ως δραστηριότητα που μπορεί να αναδειχθεί από τα ίδια της τα σπλάχνα και την αγωνιστική της κίνηση, ως οργανικό στοιχείο αυτής της κίνησης». Με βάση αυτή τη θέση η εργατική τάξη μπορεί από μόνη της μέσα από τα ίδια της τα σπλάχνα να διαμορφώσει την επαναστατική θεωρία, την επαναστατική πολιτική, το στρατηγικό σχέδιο και την τακτική για να πραγματοποιήσει το σοσιαλισμό. Ο λόγος είναι ότι η σημερινή εργατική τάξη είναι πιο μορφωμένη και ασκεί σύνθετη εργασία με ανεβασμένα διανοητικά στοιχεία. Μάλλον οι συγγραφείς και όλοι μας πρέπει να ξανασκεφτούμε σε ποια κατάσταση βρίσκεται η εργατική τάξη σήμερα, σε ποιες συνθήκες ζει, ποια είναι τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά προβλήματα που τη βασανίζουν. Δεν νομίζουμε ότι μπορεί κάποιος να υποστηρίξει σοβαρά ότι η εργατική τάξη μέσα από τους αγώνες της, μόνη της χωρίς πολιτικό κόμμα μπορεί να συγκροτηθεί σε τάξη για τον εαυτό της και να οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Αμφιβάλλουν για αυτό και οι ίδιοι οι σύντροφοι του ΝΑΡ γιατί λίγο πιο κάτω γράφουν ότι «η δυνατότητα αυτή (η παραγωγή θεωρίας και ιδεολογίας) μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη συμβολή των ειδικών πολιτικών, θεωρητικών πρωτοποριών, που αποτελούν αναγκαία και αναγεννώμενη μορφή κίνησης της επαναστατικής πράξης». Είναι επίσης ένα πρόβλημα ότι η πλειοψηφία όσων ασχολούνται στο πεδίο της θεωρίας και της επιστήμης εντάσσονται στην εργατική τάξη, το ζήτημα αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Η γενίκευση αυτή έχει προβλήματα, αφήστε ότι η άποψη, ότι οι επιστήμονες και διανοούμενοι, οι μορφωμένοι εργαζόμενοι μπορούν να διαμορφώσουν επαναστατική θεωρία, αυτό μπορούν να το κάνουν οι μαρξιστές διανοούμενοι και επιστήμονες. Να προσθέσουμε επίσης το εξής. Η αντίληψη ότι το Κομμουνιστικό κόμμα, γενικά, είναι το κέντρο του κύκλου και ουσιαστικά από καθέδρας, δίνει οδηγίες και εντολές προς τους πάντες είναι δυσφήμηση για το Κομμουνιστικό κίνημα, για όλα τα Κομμουνιστικά κόμματα παρά και τις αδυναμίες που παρουσίασαν, είναι εκχυδαϊσμός της λενινιστικής θεωρίας. Το Κομμουνιστικό κόμμα δεν δίνει εντολές στην εργατική τάξη, ζει και αγωνίζεται μαζί της, παρακολουθεί τον αγώνα της, εξάγει συμπεράσματα και τα συζητά μαζί της, έχει μια συνεχή διαλεκτική σχέση, στέκει ένα βήμα πιο μπροστά από την τάξη και το εργατικό κίνημα και δεν παρεμβαίνει από καθέδρας. Αντίστοιχα το Κομμουνιστικό κόμμα διαμορφώνει τις σχέσεις του με τις σύμμαχες πολιτικές


δυνάμεις στα πλαίσια του μετώπου, με σεβασμό στην αυτοτέλεια τους και με συναγωνιστικές σχέσεις, κατ’ αντιστοιχία διαμορφώνονται οι σχέσεις της εργατικής τάξης και των οργάνων της με τα μικροαστικά στρώματα. Η πρωτοπορία της εργατικής τάξης μέσα στο μέτωπο κερδίζεται πρακτικά και ουσιαστικά μέσα στους πολιτικούς αγώνες. Βεβαίως υπάρχουν οι εξελίξεις στον υπαρκτό σοσιαλισμό, ο εκφυλισμός των Κομμουνιστικών κομμάτων, η αποστέωση των κρατικών οργάνων εξουσίας και η αποπολιτικοποίηση και ιδιώτευση της εργατικής τάξης. Αυτό είναι ένα μεγάλο ερέθισμα για τις επεξεργασίες σήμερα. Δεν νομίζουμε όμως ότι το γεγονός αυτό μπορεί και πρέπει να μας οδηγήσει στην απόρριψη του κόμματος νέου τύπου και στην εγκατάλειψη της λενινιστικής θεωρίας. Η εκτροπή του κόμματος της εργατικής τάξης από το ρόλο και το χαρακτήρα του, ως πρωτοπορίας της τάξης την οποία δεν πρέπει να υποκαθιστά και αυτό ισχύει στον ένα ή τον άλλο βαθμό για όλα τα Κομμουνιστικά κόμματα, πρέπει να είναι πηγή διδαγμάτων σήμερα τα οποία θα ενσωματωθούν στα θεωρία, όχι όμως συλλήβδην απόρριψη του θεωρίας. Εξάλλου με ποιου είδους κόμμα έκαναν οι μπολσεβίκοι επανάσταση και γιατί το κόμμα τους για τριάντα ολόκληρα χρόνια διατηρούσε το χαρακτήρα του; Δεν θα μπορούσε αυτό να συνεχίσει και στο μέλλον;


Μια άλλου τύπου αμφισβήτηση του κόμματος νέου τύπου Από άλλη σκοπιά και με διαφορετικό τρόπο, αμφισβητείται το κόμμα νέου τύπου σήμερα από την ηγεσία του ΚΚΕ. Θα προσπαθήσουμε να τεκμηριώσουμε τον ισχυρισμό μας χρησιμοποιώντας ένα άρθρο της Ελένης Μπέλου με τίτλο Ιδεολογική κρίση- Προγραμματική ανασυγκρότηση που δημοσιεύθηκε τόσο στο Ριζοσπάστη όσο και στην επίσημη ιστοσελίδα του ΚΚΕ γεγονός που δείχνει πως δεν πρόκειται για μεμονωμένες απόψεις της γράφουσας. Σ’ αυτό το 9 σελίδων άρθρο, η αναφορά στο κόμμα της εργατικής τάξης, ως κόμματος νέου τύπου γίνεται μόνο μία φορά και μάλιστα μπαίνει σε εισαγωγικά. Φαίνεται ότι η αρθρογράφος και όχι μόνο, από τις εξελίξεις στον υπαρκτό σοσιαλισμό και την αντεπανάσταση έβγαλε λάθος συμπεράσματα. Στο άρθρο περιέχονται αναφορές του τύπου το κομμουνιστικό κίνημα δεν συγκρούστηκε σε έκταση και βάθος με το μετουσιωμένο σε σοσιαλδημοκρατία οπορτουνισμό για να αντιμετωπίσει με επαναστατική ετοιμότητα και ωριμότητα τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις της δεκαετίας του 1930, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την έξοδο από αυτούς διεκδικώντας την επαναστατική εξουσία. Αντίθετα, Πολλά κομμουνιστικά κόμματα υποτάχθηκαν χωρίς επαναστατική στρατηγική και ευελιξία τακτικής στα αντιφασιστικά μέτωπα, στήριξαν μέσω λαϊκών μετώπων και συμμετοχής σε κυβερνήσεις συνεργασίας την καπιταλιστική μεταπολεμική ανασυγκρότηση, ή ότι τα Κομμουνιστικά κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών λύγισαν κάτω το βάρος των θυσιών της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, του πυρηνικού εξοπλισμού, θεωρητικών λαθών και οπορτουνιστικών πολιτικών επιλογών που σταδιακά οδήγησαν σε ωρίμανση νέου τύπου προδοσίας…. Θεωρούμε τις τοποθετήσεις αυτές απαράδεκτες, δεν συμβάλλουν ούτε κατ' ελάχιστον στην εξαγωγή χρήσιμων διδαγμάτων για το μέλλον, αλλά λειτουργούν ισοπεδωτικά και δυσφημιστικά για το Κομμουνιστικό κίνημα ιστορικά και φυσικά βαρύνουν στο σήμερα. Συνέχεια των προηγούμενων χαρακτηρισμών έρχεται η θέση ότι: Σήμερα είναι περιορισμένες οι περιπτώσεις κομμουνιστικών κομμάτων που δικαιώνουν τον κομμουνιστικό τίτλο τους και μάλιστα με κριτήρια όχι της περιόδου 1919- 1989 αλλά με βάση την κατασταλαγμένη σημερινή πραγματικότητα, την πείρα γεγονότων ολοκληρωμένων που αναπόφευκτα δίνουν σε ώριμα συμπεράσματα». Το σημείο αυτό λέει δύο πράγματα. Το πρώτο, ότι η σημερινή πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη, ενδεχομένως και ο καπιταλισμός και άρα είναι ένας λόγος αυτός για να αλλάξουν βαθιά πλευρές του στρατηγικής και της τακτικής του κομμουνιστικού του κινήματος και του κόμματος της εργατικής τάξης. Το δεύτερο ότι τα κριτήρια που τέθηκαν στις αρχές του αιώνα για τη δημιουργία των Κομμουνιστικών κομμάτων ήταν λάθος και σήμερα πλέον δεν μας κάνουν. Τα χαρακτηριστικά αυτά που επεξεργάστηκε ο Λένιν είναι ξεπερασμένα, δεν ταιριάζουν στη σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα απαιτείται νέος τύπος επαναστατικού κόμματος εντελώς διαφορετικός. Αυτό είναι ευθεία βολή στο


κόμμα νέου τύπου και στη λενινιστική θεωρία, αφού το κόμμα νέου τύπου είναι βασικό στοιχείο της επαναστατικής στρατηγικής. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που βλέπει τις εξελίξεις στο καπιταλισμό και την επαναστατική προοπτική. Γράφει: «Οι υλικές συνθήκες για το πέρασμα στον κομμουνισμό έχουν γίνει πιο ώριμες. Πάνω σε αυτή τη νέα πραγματικότητα θα επέλθει απότομη όξυνση των καπιταλιστικών αντιθέσεων, αβάσταχτη φτώχεια και κοινωνική δυστυχία που θα κυοφορήσει γενικευμένη πολιτική κρίση, επαναστατική κατάσταση. Το κρίσιμο είναι και θα είναι η κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, του Κομμουνιστικού κόμματος». Με βάση τα παραπάνω όλα θα κινηθούν με έναν τρόπο αυτόματο, χωρίς καμία παρέμβαση, περίπου ως φυσικός νόμος, η φτώχεια και δυστυχία, η όξυνση αντιθέσεων θα δημιουργήσουν γενικευμένη κρίση, επαναστατική κατάσταση και τότε το κρίσιμο είναι σε ποια κατάσταση θα βρεθεί το Κομμουνιστικό κόμμα για να οδηγήσει στην επανάσταση και τη νίκη. Η φτώχεια και η δυστυχία δημιουργούν τα πάντα, το Κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να φροντίσουμε να υπάρχει και να μην έχει χάσει την αυτοτέλεια του, όπως γράφεται σε άλλο κομματικό κείμενο και τότε θα συγκρουστεί να πάρει την εξουσία. Το απόσπασμα αυτό, όσον αφορά τον τρόπο που βλέπει την εξέλιξη του καπιταλισμού και την ωρίμανση των προϋποθέσεων του σοσιαλισμού και της επανάστασης, δεν θυμίζει Λένιν, πιο πολύ θυμίζει Κάουτσκυ και Β’ Διεθνή. Το κόμμα μέχρι την επαναστατική κατάσταση δεν έχει να κάνει και πολλά πράγματα. περιμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες και τα δικά του καθήκοντα αρχίζουν στην επαναστατική κατάσταση όπως με σαφήνεια αναφέρουν οι θέσεις της ΚΕ για το 19ο συνέδριο. Δύο ακόμη παρατηρήσεις. Θίγεται η οικοδόμηση του κόμματος και η κοινωνική και ηλικιακή σύνθεση του. Είναι ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, ο τρόπος όμως που τίθεται ως ένταξη νέων μελών από τους μισθωτούς της βιομηχανίας, των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις τράπεζες και τους μισθωτούς στην υγεία και στα εκπαιδευτήρια, αφήνουν εκτός της κομματικής δράσης και της κομματικής οικοδόμησης ολόκληρους κλάδους που είναι η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Μεγάλοι κλάδοι όπως οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, το εμπόριο, ο τουρισμός, η οικοδομή, άλλοι εργαζόμενους σε νέους κλάδους και τομείς που υφίστανται τεράστια εκμετάλλευση και καταπίεση είναι εκτός των προτεραιοτήτων οικοδόμησης. Εδώ δηλαδή έχουμε προσανατολισμό δράσης και οικοδόμησης επιλεκτικά στη μειοψηφία της εργατικής τάξης. Εκεί μόνο που είναι συγκεντρωμένα μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης ενδιαφέρεται το ΚΚΕ να οικοδομηθεί και αυτό είναι απόδειξη όσων αναφέραμε προηγουμένως. Η δεύτερη και πολύ σημαντική παρατήρηση σχετίζεται με τον τρόπο που το άρθρο βλέπει τη σχέση ηγεσίας και κομματικής βάσης. Το άρθρο παρότι αναφέρει ότι υπάρχει διαλεκτική σχέση μεταξύ ηγεσίας και κομματικής βάσης βλέπει να έχει προβάδισμα και μάλιστα απόλυτο η ηγεσία. Δεν αντιμετωπίζει το κόμμα ως ενιαίο οργανισμό με ηγεσία και βάση που πρέπει να λειτουργεί με ενιαίο τρόπο σε μια διαλεκτική ενότητα. «Σε φάσεις μεγάλων αποφάσεων, σε καμπές, καθοριστικός είναι ο ρόλος του κόμματος που


προσδιορίζεται από την ηγεσία του … ο συγκεντρωτισμός στην λήψη των αποφάσεων σε κρίσιμες στιγμές είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί η ενότητα θέλησης και δράσης και η αποτελεσματικότητα του αγώνα». Εδώ είναι ξεκάθαρο ότι ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός στο Κομμουνιστικό κόμμα δεν υφίσταται, δεν λειτουργεί, έχουμε αποθέωση του συγκεντρωτισμού, όλα τα λύνει μια σοφή και ατσαλωμένη ηγεσία που κανείς δεν ξέρει πως προήλθε και πώς απέκτησε αυτές τις μαγικές ιδιότητες. Οι αντιλήψεις αυτές για το χαρακτήρα του κόμματος είναι απόρροια της στρατηγικής που το 19ο συνέδριο του κόμματος χάραξε και αυτό είναι απολύτως φυσικό. Το ΚΚ δεν είναι αυτοσκοπός, είναι εργαλείο, είναι μέσο για να υλοποιηθεί ο σκοπός, η στρατηγική. Όταν αλλάζουν οι στόχοι και τα καθήκοντα το κόμμα προσαρμόζεται για να τα υπηρετήσει. Η στρατηγική που αποφασίστηκε είναι ότι ο καπιταλισμός θα οδηγηθεί από τις αντιθέσεις του σε επαναστατική κρίση. Τότε είναι η ώρα για την κατάληψη της εξουσίας και τότε θα διαμορφωθούν όλες οι προϋποθέσεις. Από την τοποθέτηση αυτή απορρέει η ανάγκη όχι ένας κόμματος μαζικού που αγωνίζεται καθημερινά σε όλους τους χώρους και τους τομείς της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής με στόχο αφενός το δυνάμωμα του, τη διαμόρφωση συμμαχιών με τα καταπιεζόμενα μικροαστικά στρώματα, η δημιουργία δηλαδή του υποκειμένου της επανάστασης, και αφετέρου να κατακτήσει θέσεις, να πλήξει την αστική τάξη και να την εξωθήσει σε ήττες, να αμφισβητήσει έμπρακτα την κυριαρχία της και να είναι σε ετοιμότητα για την τελική αναμέτρηση, αλλά ενός κόμματος που αγωνίζεται να υπάρχει, να έχει ορισμένες βάσεις στην εργατική τάξη, ιδιαίτερα σε χώρους που αυτή έχει υψηλή συγκέντρωση, να διατηρήσει την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία του, «να μην το βάλεις στο χέρι ο αντίπαλος». Από το πρόγραμμα του κόμματος όπως ψηφίστηκε στο 19ο συνέδριο του μεταφέρουμε: Το ΚΚΕ δρα στην κατεύθυνση της προετοιμασίας του υποκειμενικού παράγοντα για την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, παρόλο που η χρονική περίοδος εκδήλωσής της προσδιορίζεται από αντικειμενικές προϋποθέσεις, την επαναστατική κατάσταση. Η δράση του ΚΚΕ σε μη επαναστατική κατάσταση συμβάλλει αποφασιστικά στην προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα (Κόμμα, εργατική τάξη, συμμαχίες) για επαναστατικές συνθήκες, για την πραγματοποίηση των στρατηγικών καθηκόντων του:  Τη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με το ΚΚΕ, αποφασισμένης για την επανάσταση.  Τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα καταπιεζόμενα στον καπιταλισμό λαϊκά στρώματα, άλλα να τραβηχτούν περισσότερο ή λιγότερο ενεργά στην επαναστατική πάλη, άλλα να ουδετεροποιηθούν…. Τα παραπάνω καθήκοντα υλοποιούνται μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, (η υπογράμμιση δική μας), η υλοποίησή τους εξελίσσεται ταυτόχρονα, αλληλεπιδρούν, με κύριο και καθοριστικό το καθήκον συσπείρωσης της εργατικής πλειοψηφίας με το Κόμμα.


Τη θέση αυτή την επιδεινώνει η σύνδεση με απόλυτο τρόπο που επιχειρεί το πρόγραμμα του κόμματος της διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης με το ξέσπασμα πολέμου και την εμπλοκή της χώρας. Συγκεκριμένα γράφει: Δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν εκ των προτέρων οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση. Το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που φθάνουν ως τις πολεμικές αναμετρήσεις, είναι δυνατόν να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες στην Ελλάδα. Γίνεται σαφές ότι δεν υπερβάλλουμε καθόλου στον ισχυρισμό που διατυπώσαμε. Σαφέστατα, κατά το πρόγραμμα του κόμματος, όλα τα καθήκοντα που συνδέονται με την επανάσταση, πέρα ίσως από την τρέχουσα δράση για τα άμεσα ζητήματα, μόνο στην επαναστατική κατάσταση μπορούν να υλοποιηθούν, είναι καθήκοντα αυτής της ιστορικής περιόδου. Δεν γράφει το κείμενο ότι για την υλοποίηση των καθηκόντων αυτών το κόμμα αγωνίζεται σε όλη την πορεία ως την εκδήλωση της επαναστατικής κατάστασης και ολοκληρώνονται αυτά στις εξαιρετικές συνθήκες αυτής της περιόδου, αλλά ότι εκεί υλοποιούνται. Εξάλλου δεν είναι ανάγκη να ανατρέξουμε στα κομματικά κείμενα, η καθημερινή πρακτική του κόμματος σε όλους τους τομείς το επιβεβαιώνει. Αναρωτιέται κανείς αν ένα τέτοιο κόμμα με αυτή την πολιτική μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί. Ακριβώς ως τέτοιο κόμμα διαμορφώνεται το ΚΚΕ σήμερα, αυτό όμως δεν είναι λενινιστικό κόμμα νέου τύπου. Στους μεγάλους αγώνες, στις επαναστάσεις, τα κόμματα που λειτούργησαν συλλογικά, ηγεσία και βάση, κάθε τμήμα στο ρόλο του με βάση το Δημοκρατικό Συγκεντρωτισμό είχαν αποτελέσματα, αντίθετα, όπου η ηγεσία αντιμετώπιζε την κομματική βάση, ως εκτελεστικό κατάβαση όργανο, κάτι σαν στρατός (επιτελείο- μονάδες) εκεί υπήρξαν ήττες. Σημαντικό ιστορικό παράδειγμα είναι οι μπολσεβίκοι που διοργάνωσαν δημοκρατικό συνέδριο, στο οποίο η προσυνεδριακή διαδικασία αγκάλιασε το κόμμα ολόκληρο, μέσα στην επανάσταση και με το κόμμα μισοπαράνομο και διωκόμενο. Αντί να υπάρχει επιμονή στο να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός, δηλαδή η δημοκρατία στο κόμμα σε όλα τα επίπεδα και μαζί η ενιαία δράση, επαναλαμβάνεται στο άρθρο συνεχώς η ανάγκη ιδεολογικής θωράκισης, κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης, αντοχής κ.λπ. Όλα αυτά όμως αν δεν στηρίζονται πάνω σε ορθή πολιτική και αποφάσεις, στη δημοκρατική λειτουργία σε όλα τα επίπεδα δεν μπορούν να υπάρξουν. Φαίνεται ότι η αποξένωση των Κομμουνιστικών κομμάτων από την εργατική τάξη και το λαό και της ηγεσίας από τα μέλη των κομμάτων στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και όχι μόνο, που οδήγησαν στο να μην υπάρξει ουσιαστικά αντίσταση στην επέλαση της αντεπανάστασης, η γραφειοκρατικοποίηση των σοβιετικών κρατικών οργάνων, η αποπολιτικοποίηση της εργατικής τάξης φαίνεται ότι δεν προβλημάτισαν, τουλάχιστο όσο έπρεπε.


Δεν θα αναφερθούμε στη Λαϊκή Ενότητα για το λόγο ότι δεν είναι και δεν διεκδικεί τον τίτλο του κόμματος της εργατικής τάξης. Από την άποψη της ιδεολογίας είναι ένας πολυσυλλεκτικός οργανισμός. Εκτός από τον μαρξισμό αναφέρεται και σε πολλά άλλα, όπως ο Μάης του 1968, οι αστικές επαναστάσεις του 1848, η αραβική άνοιξη, στην πολιτική και στους στόχους παρότι δηλώνει ότι αγωνίζεται για το σοσιαλισμό, τον βλέπει στο μακρινό μέλλον μέσω σταδίων και σταθμών στην πορεία προς αυτόν, ενώ στο οργανωτικό επίπεδο δεν έχει σχέση με κόμμα της εργατικής τάξης. Είναι κάτι μεταξύ κόμματος και μετώπου.


Επίλογος Από όλα όσα αναφέραμε γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει ριζικά ή να εγκαταλειφτεί το κόμμα της εργατικής τάξης, το κόμμα νέου τύπου. Εκείνο που πρέπει απαραιτήτως να γίνει είναι να αποκατασταθούν οι στρεβλώσεις που συσσωρεύτηκαν. Στις συνθήκες της χώρας σήμερα και της πλειοψηφίας των χωρών της Ευρώπης και του αναπτυγμένου κόσμου δυνατότητα ουσιαστικής δημοκρατικής λειτουργίας των Κομμουνιστικών κομμάτων, ουσιαστικά ανεπτυγμένη δηλαδή η δημοκρατία, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, παρότι ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν πρέπει να το απολυτοποιήσουμε. Πάντως δεν συντρέχει κανένας λόγος περιστολής της δημοκρατικής λειτουργίας και αναβάθμισης αντίστοιχα του συγκεντρωτισμού. Ο καπιταλισμός διανύει το ιμπεριαλιστικό και τελευταίο στάδιο του. Με αυτή την έννοια το κόμμα νέου τύπου είναι απόλυτα αναγκαίο. Αν η νίκη σε βάρος της αστικής τάξης και η σοσιαλιστική οικοδόμηση ήταν ένα κολοσσιαίο έργο τον 20ο αιώνα που απαιτούσε επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης και των εργαζομένων, σήμερα δεν έχει μειωθεί ή δεν έχει εξαλειφθεί κανένα από τα στοιχεία που την έκαναν απαραίτητη. Πιο συγκεκριμένα: Πολλές φορές αναφερόμαστε ότι οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό σήμερα είναι περισσότερο ώριμες από κάθε άλλη περίοδο. Αυτό είναι γεγονός με την έννοια της μεγάλης ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού. Η ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού δεν κάνει από μόνη της ευκολότερο το ξέσπασμα της επανάστασης, παρά μόνο υπογραμμίζει το γεγονός ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σήμερα σε σύγκριση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη μετεπαναστατική Ρωσία είναι πολύ πιο ευνοϊκές. Ενώ όμως οι υλικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού έχουν υπερωριμάσει, οι προϋποθέσεις της επανάστασης, ώστε να οδηγήσει στη νίκη της εργατικής τάξης, βρίσκονται στο χειρότερο σημείο μετά από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εδώ κυρίως εννοούμε τη μεγάλη καθυστέρηση της διαμόρφωσης των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Ο υποκειμενικός παράγοντας, η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, αδυνατούν να παρέμβουν ουσιαστικά, πολύ περισσότερο με αξιώσεις επαναστατικής ανατροπής. Ενδεικτικές είναι οι εξελίξεις των χρόνων της κρίσης. Η μεγάλη οικονομική κρίση που ζούμε αγκάλιασε όλα τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά Κέντρα, όξυνε στο έπακρο τις κοινωνικές αντιθέσεις μαζί και τις ενδοϊμπεριαλιστικές, οδήγησε μεγάλα τμήματα εργαζομένων στο περιθώριο και χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις στην καταστροφή. Οι κλονισμοί ήταν τεράστιοι, στην Ε.Ε. δεν ξεπεράστηκαν μέχρι σήμερα, ούτε για τις ΗΠΑ μπορεί να γίνει λόγος για ουσιαστική ανάκαμψη. Οι χώρες του «νότου» της Ε.Ε. ήρθαν στα πρόθυρα της ανοιχτής χρεοκοπίας και ακόμη δεν ξέφυγαν από αυτή την κατάσταση. Στις συνθήκες αυτές το εργατικό και το επαναστατικό κίνημα στάθηκε ανίκανο ακόμη και να παρέμβει με ένα συγκροτημένο τρόπο και να επηρεάσει σε κάποιο βαθμό τις εξελίξεις. Η μεγάλη οικονομική κρίση που είχε σημαντική αντανάκλαση στο πολιτικό επίπεδο στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, ήταν ευκαιρία το εργατικό


κίνημα με τη δράση του να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση της κρίσης που θα επηρέαζε βαθύτερα τα πολιτικά δεδομένα και το συσχετισμό δυνάμεων και ενδεχομένως θα οδηγούσε σε κρίση του συστήματος εξουσίας. Αυτή τη μεγάλη ευκαιρία το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα και όχι μόνο δεν μπόρεσε να την αξιοποιήσει, αντίθετα οδηγήθηκε το ίδιο σε μεγαλύτερη απαξίωση. Ο καπιταλισμός σήμερα είναι περισσότερο ευάλωτος ως συνέπεια της τεράστιας όξυνσης των αντιθέσεων του, των δυσκολιών που αντιμετωπίζει, της εξάντλησης σε μεγάλο βαθμό των εφεδρειών του. Παράλληλα όμως παραμένει ισχυρός, διαθέτει πολύ περισσότερα μέσα και δυνατότητες από παλαιότερα, όπως φάνηκε και από την τελευταία κρίση, που παρά τις τεράστιες αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών, η αλληλεγγύη των αστικών τάξεων τους απέναντι στην εργατική τάξη είναι πολύ ισχυρή, ενώ διαθέτει πολύ περισσότερες δυνατότητες από παλαιότερα, ισχυρότερες δυνάμεις καταστολής, στρατούς, νατοϊκές δυνάμεις ταχείας επέμβασης κ.λπ. και επιπρόσθετα τεράστια πολιτικά μέσα και πόρους για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές κρίσεις και να αποφευχθεί η μεταφορά τους στο πολιτικό επίπεδο και η μετατροπή της σε επαναστατική. Τα τεράστια ποσά που ξόδεψαν οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι Ηνωμένες πολιτείες, οι χώρες της Ε.Ε. και οι περισσότερες χώρες του πλανήτη για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη οικονομική κρίση που ζούμε και να εμποδίσουν τη χρεοκοπία χωρών ή τεράστιων πολυεθνικών μονοπωλίων είναι ενδεικτικά. Η ΕΕ και το ΔΝΤ συνέδραμαν την ελληνική αστική τάξη με εκατοντάδες δισεκατομμύρια, φυσικά με το αζημίωτο. Θα εισπράξουν υπέρογκους τόκους, θα πάρουν τα φιλέτα της οικονομίας και της δημόσιας περιουσίας, θα υποτάξουν ακόμη περισσότερο την εργατική τάξη, θα κάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό εξάρτημα τους τη χώρα, όμως την προφύλαξαν από την ανοιχτή χρεοκοπία και από τις περιπέτειες που ενδεχομένως θα έμπαινε όχι μόνο η αστική τάξη της, αλλά και η ΕΕ και γενικότερα. Στις σοβαρές δυσκολίες που διαμορφώνει η δράση των καπιταλιστικών δυνάμεων στην ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα έρχονται να προστεθούν οι συνθήκες που επικρατούν στην εργατική τάξη και το λαό. Όπως ήδη σημειώσαμε η εργατική τάξη σήμερα διακρίνεται από μεγάλες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις στο εσωτερικό της, είναι κατακερματισμένη, το κίνημα της, πολιτικό και συνδικαλιστικό, έχει απαξιωθεί, ενώ τη μαστίζουν τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, η αλλοτρίωση, η αποπολιτικοποίηση και η ενσωμάτωση της στην πολιτική και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης είναι πρωτοφανής. Όλα αυτά δεν επιτρέπουν να πούμε ότι από τη σκοπιά που εξετάζουμε το θέμα η εργατική τάξη είναι σήμερα σε καλύτερη κατάσταση από ότι σε περασμένες δεκαετίες. Η κατάσταση των Κομμουνιστικών κομμάτων και σε πολλές περιπτώσεις η παντελής απουσία τους είναι ένα επιπλέον πολύ μεγάλο εμπόδιο. Θεωρούμε ότι σήμερα όλα τα δεδομένα συνηγορούν για την αναγκαιότητα Κομμουνιστικού κόμματος ισχυρού με όλα τα στοιχεία που έδωσε


ο Λένιν, καθοδηγούμενο από τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία, εκτός αν κάποιοι θεωρούν ότι η θεωρία του Λένιν για το κόμμα νέου τύπου ήταν λάθος από την εποχή της διατύπωσης της, οπότε πρέπει τα πράγματα να αποκατασταθούν. Στα πλαίσια αυτού του άρθρου δεν είναι δυνατή η διεξοδική απάντηση σχετικά με το ποιά πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά του Κομμουνιστικού κόμματος σήμερα. Εξάλλου πρόκειται για μεγάλο ζήτημα και ιδιαίτερα σύνθετο που απαιτεί μεγάλες προσπάθειες και δυνατότητες και μόνο ως συλλογικό έργο των κομμουνιστών, όχι μόνο της χώρας μας, μπορεί να υλοποιηθεί. Εδώ θα αναφερθούμε σε δύο- τρία σοβαρά ζητήματα που εξελίχθηκαν αρνητικά στα Κομμουνιστικά κόμματα τις περασμένες δεκαετίες και επηρέασαν σημαντικά τις εξελίξεις και που η αντιμετώπισή τους από τη σκοπιά της θεωρίας μας και της πείρας την οποία το Κομμουνιστικό κίνημα απέκτησε είναι εντελώς αναγκαία. Πρώτο. Τα κομμουνιστικά κόμματα σήμερα είναι απόλυτη ανάγκη να εξοπλιστούν με ολοκληρωμένα προγράμματα που βασίζονται στη μελέτη των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών, το χαρακτήρα τους, τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται και τις σχέσεις παραγωγής στις καπιταλιστικές οικονομίες, το σύνολο των αντιθέσεων που τις διαπερνούν, τα προβλήματα και τις σχέσεις των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας με βάση τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία. Προγράμματα που θα συνδέουν διαλεκτικά τον αγώνα για τις καθημερινές ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαού και γενικότερα τα προβλήματα της άμεσης επικαιρότητας, με τον αγώνα για την επανάσταση και το σοσιαλισμό, να αναδείχνουν τις διαδικασίες, το περιεχόμενο της δράσης και τα μέσα για τη διαμόρφωση της ενότητας της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τον εργαζόμενο λαό, χωρίς να οδηγούν σε φάσεις και σταθμούς στην εξέλιξη της δράσης και αφετέρου να αποφεύγουν το σεχταρισμό και την περιθωριοποίηση στο όνομα της επανάστασης. Δεύτερο. Στα Κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να αποκατασταθεί ο ρόλος και η σημασία της θεωρίας. Είναι πρώτης προτεραιότητας ζήτημα. Η καθημερινή δράση είναι εντελώς αναγκαία, αλλά είναι αποτελεσματική μόνον αν συνοδεύεται από τη θεωρητική ανάλυση της πραγματικότητας, από την αξιοποίηση της θεωρίας για να φωτίζονται όλα τα δεδομένα και να διαμορφώνεται σωστή πολιτική και θέσεις. Αυτό δεν γίνεται με μαθήματα από καθέδρας, τέτοια γίνονται πολλά, εννοούμε την ανάλυση της πραγματικότητας, των δεδομένων και της ταξικής πάλης με οδηγό τον μαρξισμό λενινισμό, τον οποίο έχουν αφομοιώσει δημιουργικά τα στελέχη και πολλά μέλη των Κομμουνιστικών κομμάτων. Εννοούμε την ανάπτυξη της θεωρητικής έρευνας και πολιτικής σκέψης με βάση πάντα την κοσμοθεωρία του μαρξισμού και όχι την αποστήθιση κειμένων. Η σχέση πρακτικής δράσης και θεωρητικής ενασχόλησης πρέπει να τροποποιηθεί ουσιαστικά υπέρ της δεύτερης. Είναι αναγκαία η αποκατάσταση των στρεβλώσεων στη μαρξιστική κοσμοθεωρία. Η αλλοίωση και η εγκατάλειψη της μαρξιστικής θεωρίας στο όνομα του εκσυγχρονισμού ή του εμπλουτισμού της είναι μεγάλος κίνδυνος και ηθελημένα


ή αθέλητα οδηγεί στον οπορτουνισμό και στην αστική ιδεολογία, στην υπονόμευση της επανάστασης. Τρίτο. Η βασική αρχή λειτουργίας των Κομμουνιστικών κομμάτων πρέπει να είναι ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός, στις λενινιστικές όμως διαστάσεις και περιεχόμενο του. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Ιδιαίτερα την ανάγκη ελεύθερης διατύπωσης ανοιχτά όλων των απόψεων, που με θεσμοθετημένο τρόπο θα φθάνουν σε όλους τους κομμουνιστές, την ανοιχτή αντιπαράθεση των ιδεών και των απόψεων και τη σύνθεση τους στη βάση του μαρξισμού και του κομματικού προγράμματος. Όλοι οι θεσμοθετημένοι κανόνες, αλλά και οι άτυποι που ισχύουν, χωρίς να έχουν περάσει στα καταστατικά και εμποδίζουν τη δημοκρατική λειτουργία και την αναβάθμιση του ρόλου των μελών και των στελεχών πρέπει να καταργηθούν. Π.χ. τα μέλη των ανώτερων οργάνων δεν είναι δυνατόν να έχουν δικαίωμα να εκθέτουν τις απόψεις τους μόνο στο όργανο στο οποίο ανήκουν, αλλά σε όλη την κλίμακα των οργάνων ως τις ΚΟΒ που ανήκουν. Οι κομμουνιστές πρέπει να γνωρίζουν τις θέσεις και τις απόψεις των στελεχών. Η καθοδήγηση δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα παρέμβασης κατά την εκλογή των οργάνων κάνοντας ολοκληρωμένη πρόταση και πάνω σ' αυτή ουσιαστικά να διεξάγεται η συζήτηση και μάλιστα στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων να είναι και η απόφαση. Η δυνατότητα αυτή πρέπει να ανήκει στα μέλη του κόμματος και η καθοδήγηση να εκφράζει τη γνώμη της, η οποία θα πρέπει να είναι συλλογική και όχι ατομική. Πρέπει να αλλάξει η διαδικασία διεξαγωγής των προσυνεδριακών συζητήσεων. Συγκεκριμένα να ανοίγει και να ολοκληρώνεται ο δημόσιος προσυνεδριακός διάλογος, ώστε να είναι ολόπλευρα ενημερωμένοι οι κομμουνιστές και τότε να αρχίζει η εσωκομματική διαδικασία συζήτησης των κειμένων και διεξαγωγής των ψηφοφοριών. Κατά την προσυνεδριακή περίοδο όλοι οι κομμουνιστές έχουν εντελώς τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες δυνατότητες και υποχρεώσεις. Η ανάγκη Κομμουνιστικών κομμάτων επαναστατικών, εξοπλισμένων με σύγχρονα προγράμματα γίνεται καθημερινά πιο επιτακτική. Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις πάνω στο θέμα αυτό θα δυναμώσουν. Οι κίνδυνοι για οπορτουνιστική διολίσθηση είναι μεγάλοι. Χρέος των κομμουνιστών είναι να υπερασπίσουν τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία, να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για την επανάσταση και το σοσιαλισμό.



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.