ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10/06/2012

Page 47

πράγματα που έμαθα αυτήν την εβδομάδα

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

1

47

Σχολιάζει σκωπτικά ο Πάνος Θεοδωρίδης

2

3

4

5

Το ασκί

Ο χασάπης

Ο φίλος τω φίλω εν κινδύνοις

Ομολογία

Εναλλακτικές λύσεις

Μη νομίζουμε πως είμεθα εγκρατείς γνώσεων για το πολιτικό βρομόξυλο. Κάποτε στη Σαλονίκη ζούσε επιφανής πολίτης ονόματι Σπαρτηνός. Και διαδόθηκε πως ήταν ανακατεμένος σε μια συνωμοσία -να μη σας μπλέκω τώρα λεπτομέρειες του 13ου αιώνα, διότι τότε ήτονε Βυζάντιο και οι συνωμοσίες άμα δεν πετύχαιναν ήτονε κλάφτα Κασιδιάρη. Διέρρευσε, που λέτε, η πληροφορία πως ο Σπαρτηνός μπλέχτηκε και ήρθε μια επιτροπή να ελέγξει τις διαδόσεις. Ο Σπαρτηνός τότε συνεννοήθηκε με το σκλάβο του τον ευφυή, και υποσχέθηκε στην Επιτροπή πως θα έβγαζε άκρη για τις ανόητες αυτές διαδόσεις. Κλείνονται λοιπόν σε ένα δωμάτιο και λέγει αυτός του σκλάβου του «μη μιλάς, αμή φώναζε και ούρλιαζε και λέγε αμάν και ωχ, ωχ, ωχ». Και παίρνει ένα ασκί από τομάρι που είχανε προχείρως στην αποθήκη και το βαράει με λύσσα και ο σκλάβος ούρλιαζε αμάν και ωχ, ωχ, ωχ και ο Σπαρτηνός τον έβριζε του στιλ «μολόγα σκλαβάκι ποιος είναι ροφιάνος και συνωμότης» και ο σκλαβάκης δεν μολόγαε και μετά ώραν πολλήν, βγαίνει κάθιδρος ο Σπαρτηνός και λέει στην σοβαράν διακομματικήν υπηρεσιακή επιτροπήν που ήτο σαΐνω σαν τις ιδικές μας «λιγοθύμησεν ο σκλάβος μου και δεν ξεύρει τίποτας. Φυγέτε τώρα στα οσπήτια σας και δεν υπάρχει θέμα». Ετσι και έγινεν και η συνωμοσία επικράτησεν και αλλάξαμεν βασιλέα. Ετζι εγένοντο τότε τα καλά βρομόξυλα, αζημίως για τον δεχόμενον τας φάπας και το γράφω προς ενθύμησιν.

Εάν το παράδειγμα για το ασκί δεν σας φτάνει, σας παραπέμπω στο θεοσκότεινον έτος 1958, ότε ένας καλός φίλος μου, χασάπης, ερωτεύτηκε και αρρεβωνιάστηκε μιαν συμπαθή και παλαλήν ωσάν και τον ίδιον κοπέλαν και προ του γάμου, ήτο βαρύ το χωρίον και δύσκολα τα έθιμα και ο πατήρ του ζήτησε να ξεύρει αν η νύφη θα ακολουθούσε τα ήθη της οικογενείας, ήτοι να μην πίνει νερό παρουσία των ανδρών, να πλένει τους πόδας του πενθερού και προ της κατακλίσεως να της τραβάει ο καλός ο γιος ο παινεμένος ένα μπερνάχι ξύλο με την ζωστήρα. Τα πρώτα η νύφη τα κατάφερνε, πλην το τελευταίο ήτο σκληρόν πολύ, διότι ο χασάπης είχε καρδιά από ντοντουρμά και την ηγάπα πολύ την κοπέλα και πήγαιναν μαζί βόλτα και μια φορά πήγαν με τα πόδια στο πανηγύρι και ήφαγαν κωκ και ήπιαν μπιράλ. Την πηγαίνει λοιπόν στο αποθηκάκι υπό το βλέμμα του ηθοπλάστην πατρός και βγάζει την ζώνην του και λέγει στην κοπέλα, «φώναζε και σκίρτει και οιμωγάς να εκβάλεις και μη φοβού, δεν θα σε μπειράξω». Και αρχίζει και βαρά με την ζώνη το χαράρι με τον καπνόν τον άκοπον και το τσιβάλι με το σιτάρι διά τις ζωοτροφές και η καημένη η νύφη ήτο όλο νάζι και αχ και ουχ. Και αυτό εκράτησεν ημέρας πολλάς, ώσπου η νύφη τον παντρεύτηκε και ήτο εις ενδιαφέρουσαν και σταμάτησε το έθιμον.

Και να ήτον μόνον αυτά τα βρομόξυλα, πάει καλά. Μου λέγει προ εικοσαετίας ένας φίλος εάν έδειρα κανέναν ποτέ και είπα όχι. Μου λέει «εγώ όμως έδειρα». Και μου διηγείται ότι εις την ηλικίαν της γλαυκής θύμησης που είμεσθεν ετών είκοσι και πέντε, πήγε σε ένα νυχτερινό κέντρο και τσακώθηκε μόνος αυτός με μία παρέα από το Τσαλή για ένα τραπέζι και μια παραγγελιά, ανοησίες θλιβερές δηλαδή ενός άσκοπου βίου και αφού έπαιξαν επί πολύ τα κοκοράκια, ο φίλος μου έσφιξε τις γροθιές του και τους διέλυσε στο μπουνίδι, χωρίς να δεχτεί καμία ενόχληση από πέταμα εναντίον του μιας εφημερίδος. Του είπα πως δεν περίμενα να καθαρίσει τόσο εύκολα και μάλλον είδε πολλά καουμπόικα με τον Μπουρτ Ρέινολντς και τρία του Ρόκι Μπαλμπόα πυγμαχικά. Και μου λέει πως μίλησε την αλήθεια και μόνον αυτήν, αλλά δεν το ξανάκανε, διότι οι γροθιές του ήσαν επιτυχείς, αλλά αυτός άμαθος στο πάλεμα και το δέρμα των χειρών του στους φάλαγγας των δακτύλων άνοιξε και σκίστηκε η πέτσα και γέμισαν τα χέρια του διαρραγές, πληγές και παντού αίματα και τον μπαντάρισαν με γάζες και ήταν άχρηστος, μήτε τσιγάρο δεν μπορούσε να ανάψει. Συχνά λοιπόν οι νίκες είναι πύρρειες και δεν είναι καθόλου ευχάριστες, και οι εχθροί τρώνε καμιά στα μαλακά και λένε ωχ μανούλα μου, αλλά αν είσαι άτσαλος και βαράς αγκώνες και σκληρά κρανία, μόνον εσύ κλαις στο τέλος και γίνεσαι πελάτης νοσοκομείου.

Δεν είπα στο φίλο μου τότε όλην την αλήθεια. Δεκατεσσάρων ετών μάλωσα με το μεγαλύτερο Ούρσο του σχολείου που τον έτρεμαν ακόμη και οι ηθοποιοί Στηβ Ρηβς και Μασίστας. Ημουνα σε μια ρίζα δέντρου και ήρθε και μου λέει «σήκω φύγε, ρε αψυχία, να κάτσω εγώ» αλλά είχα διαβάσει την κύκλωσιν των Περσών στον Μαραθώνα και τον ηρωικό Κυναίγειρο που πήγε να σταματήσει το καράβι με τα δόντια και ήθελα να τελειώσω το γυμνάσιο ως ήρωας και όχι ως ξεφτίλας. Του χυμώ λοιπόν με το τεράστιο κεφάλι μου κατευθείαν στη στομάχα, ήταν σε κατηφοριά και ο γίγας παρασαλεύτηκε και κλονίστηκε και γδουπ καταγής ο Μασίστας. Σηκώθηκε και ξεσκονίστηκε, γέλασε, μου έστειλε μιαν ανάποδη που εξαφάνισε τον μπερέ και τα γυαλιά μου, αλλά έκρινε πως ίσως και να ήμουν επίφοβος και πήγε και κάθισε σε άλλη ρίζα δέντρου. Μου έπιασε μάλιστα και κουβέντα, τι ομάδα είμαι και αν έχω από τσίχλες φωτογραφίες του Κανάκη, του Νεστορίδη και του Νεμπίδη. Αργότερα, μετά από δύο ίσως ημέρες, ένας συμμαθητής βρήκε τα γυαλιά και το καπέλο μου σκαλωμένα σε ένα κοτετσόσυρμα πέρα από την αλάνα του Αγίου Κωνσταντίνου και ορκίστηκα να μην ξανακάνω τον μάγκα ποτέ των ποτών, επειδή όντως ήμουν αψυχίας και εάν ο μπερές μου έκαμε την πορεία του Σπούτνικ, το σαρκίο μου θα ευρίσκετο εις το Διάστημα ακολουθώντας την τροχιά της Βαλεντίνα Τερέσκοβα. Αυτή είναι η ομολογία μου.

Αλλη μια φορά κάποιος με ενόχλησε, αλλά το περιβάλλον ήταν ρεμπέτικης βραδιάς και ήθελα να αφοσιωθώ σε έργα Φράγκου, Μέντελσον, Κουκουζέλη και Δελιά, οπότε ήμουν προσεκτικός. Αλλά κάποιος άρχισε να φλερτάρει την ντάμα μου και να «τι θα πάρετε» και να «τι ωραίον αλμπενί που έχουτε», ανθρωποειδές ήμουν, εκνευρίστηκα. Αλλά επειδή ήμουν, είμαι και θα είμαι ορκισμένος κουλτουριάρης και δεν χαίρομαι την ζωή και τα σκαμπίλια της όπως έρχονται, αντί να το φιλοσοφήσω και για μια αγάπη καινούργια να χαράξω πορεία, είπα να καινοτομήσω. Τι φοβάται ο αντίπαλος εάν ερωτοτροπεί; Το βρομόξυλο και μόνον αυτό. Αρα πρέπει να τον απειλήσω. Κι επειδή είχαμε ισότιμα σωματικά χαρακτηριστικά, αλλά τον έτρωγα κατά είκοσι και βάλε χρόνια, είχαν την πείραν του ξύπνιου ασβού στον θαμνώνα της επιτυχίας. Οταν λοιπόν καθήμενος εγώ και η ντάμα και αστειευόμενοι, έφερεν ο γκαρσόνας ένα μπλάντι Μαίρη και είπε «από τον κύριο στην μπάρα για την κυρία», τον εκοίταξα, πήρα ένα μαχαίρι από το σερβίτσιο, έκοψα την γραβάτα μου στο ύψος δέκα εκατοστών από τον κόμπο και έβαλα το κομμένο τμήμα με το μαχαίρι στον γεμάτο δίσκο και είπα αυστηρά, στον γκαρσόνι «πες στον κύριο να το πιει ο ίδιος». Δεν ξέρω ινατί ο γκαρσόνας με άκουσε, αλλά πήγε, κάτι του είπε και του έδωσε τη ματοβαμμένη Μαιρούλα και το τεμάχιον της γραβάτας. Οπότε ο μουστερής, απλώς έφυγε και δεν ξανάκουσα γι’ αυτόν.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.