Παραμύθι χωρίς όνομα (Πηνελόπη Δέλτα)

Page 180

Πηνελόπη Δέλτα

— Λοιπόν ακουμπά την κάλλιο στην κάμαρα μου, είπε. Το σπίτι μου θα φθάσει πάντα. Εσύ κι εγώ όμως ίσως δε φθάσομε. — Μα αν είναι τόσος κίνδυνος, γιατί να μην ξεμπαρκάρομε από τώρα; ρώτησε ο Πολύδωρος. — Λες πως βιάζεσαι να φθάσεις. — Ναι! Μα πάμε πεζή στη χώρα. — Δεν έχει δρόμο. — Περνούμε από πάνω από το βουνό. — Μόνο με φτερά μπορείς να περάσεις. Έχει γκρεμνούς αδιάβατους κι αιώνια χιόνια, αποκρίθηκε ο κουλός. — Και κανένας άλλος δρόμος δεν υπάρχει; — Γρήγορος; Όχι, κανένας. Κάμποση ώρα τους έσυρε το ποτάμι χωρίς να μιλήσουν πια. Σιωπηλά κοίταζαν τα νερά που ολοένα στένευαν ανάμεσα στις όχθες. Έξαφνα, ο κουλός σηκώθηκε μ' έναν πήδο και αρπάζοντας το κοντάρι του το έμπηξε με ορμή στον πάτο. Η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» γύρισαν απότομα και βγήκαν από τη μέση του ποταμού, προς τ' αριστερά. — Τι τρέχει; ρώτησε ο Πολύδωρος.

- 180 -


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.