Πηνελόπη Δέλτα
Τωόντι, το ποτάμι που ήταν πολύ γρήγορο και κάμποσο φαρδύ σ' εκείνο το μέρος, τους έσερνε όλο και μακρύτερα από την εχθρική όχθη. Ο κουλός είχε μαζέψει το σκοινί του και ήσυχα το συγύριζε. — Τα κατάφερες; ρώτησε. — Ναι! αποκρίθηκε ο Πολύδωρος. — Έσκασες όμως το άλογο σου. — Ήταν δικό τους. Τους το άρπαξα. Το δικό μου έσκασε στο δρόμο. Μα πες μου εσύ, πώς κατάλαβες πως θα έφθανα τόσο γρήγορα και βρέθηκες εκεί στην ώρα; — Ήσουν βιαστικός. Ήξερα πως αν βρεις άλογο, θα το πάρεις. Λογάριασα πως στα τέσσερα θα 'ρχόσουν. — Κι έκανες καλά. Αν δεν είχες βρεθεί εκεί, σαν από θαύμα, δε θα ξανάβλεπα τα φωτεινά μάτια του Βασιλόπουλου, που για λόγου του θα γίνουμουν κομμάτια! Ο ναύτης, αφού κουλούριασε το σκοινί στην πλώρη, κάθισε κοντά στον υπασπιστή. — Μην παινιέσαι, είπε ήσυχα, δεν τα ξαναείδες ακόμα. Ο Πολύδωρος ανατρίχιασε. — Τι εννοείς; ρώτησε. Με το κεφάλι έγνεψε ο κουλός κατά τη στεριά. — Μας ακολουθούν οι μουσαφιρέοι, είπε.
- 178 -