Νότες φωτός - 56 μικρές ιστορίες

Page 35

35

¨Νοτες Φωτός”

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΆΚΟΥ ΣΤΑΥΡΟΎΛΑ

Μια παλιά ανάμνηση Τυλιγμένος καλά, με τη χακί του κάπα, ο Νίκος προσπαθεί να ζεσταθεί. Παραπέρα ο φίλος του ο Μανώλης, από την Τρίπολη, φυσάει με μανία τις χούφτες του, στην προσπάθειά του να καταφέρει κι αυτός το ίδιο. Μάταιος κόπος και για τους δύο! Το κρύο ήταν τσουχτερό κι ας προστατεύονταν λίγο από το δυνατό αέρα, μέσα στα χαρακώματα. Η ώρα δεν έλεγε να περάσει! Από μακρυά ακούγονταν αεροπλάνα, δεν θ’ αργούσαν να πλησιάσουν και προς το μέρος τους. Ο Νίκος κοίταξε στην τσέπη του και βρήκε το τελευταίο τσιγάρο. Το έβγαλε, το έφερε κοντά στη μύτη του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μυρωδιά του καπνού πλημμύρισε τα ρουθούνια του. Έβγαλε και το πακέτο με τα σπίρτα κι έκανε νόημα στον Μανώλη, να πλησιάσει. Θα το μοιράζονταν οι δυο τους. Ο Σπύρος που ήταν στα δεξιά του Νίκου, κοιμόταν από ώρα. «Φίλε, είχες τέτοιο πράγμα και δεν μίλαγες;» είπε ο Μανώλης χαμογελαστός. «Το φύλαγα για μια εξαιρετική στιγμή, η οποία νομίζω πως έφτασε τώρα.» Το άναψε με ευλάβεια σχεδόν, και αφού τράβηξε μια τζούρα το έτεινε στο φίλο του. Ο Μανώλης έκλεισε τα μάτια και τράβηξε μια γερή δόση. Κράτησε τον καπνό για λίγο στα πνευμόνια του και εξέπνευσε αργά. «Α,ρε φίλε! Να είσαι καλά! Με ανέστησες, να ξέρεις!» «Σώπα και είμαστε ζωντανοί, φίλε μου!» «Για την ώρα...» είπε κουνώντας το κεφάλι, ο Μανώλης. Συνέχισαν να καπνίζουν χωρίς να μιλούν! Ο καθένας ήταν χαμένος στις σκέψεις του, τα λόγια ήταν περιττά αυτές τις στιγμές. Σε λίγο ακούστηκε ένα αεροπλάνο να περνά. Κοιτάχτηκαν... έτρεξαν αμέσως στο πόστο τους. Με την άκρη του ματιού του, είδε τον Σπύρο να πετάγεται σαν ελατήριο και να παίρνει θέση πίσω από το πολυβόλο. Αμέσως μετά ξεκίνησε ο χαλασμός! Οβίδες έσκαγαν κοντά τους και ο τόπος είχε γεμίσει με αποπνικτικό καπνό. Με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση, γύρισε να δει κι έμεινε με το στόμα ανοικτό! Δίπλα του στεκόταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα, με πολύ γλυκιά μορφή, που τον κοιτούσε με ιλαρό βλέμμα! Ανασήκωσε το κράνος του, κοιτώντας τη με δυσπιστία! «Ποια είσαι εσύ; Πως βρέθηκες εδώ;» φώναξε για ν’ ακουστεί μες στη φασαρία. «Δε με γνώρισες; Η γειτόνισά σου είμαι!» του απάντησε με απαλή φωνή. «Θα σκοτωθείς κυρά μου!» της είπε, χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια της. «Ήθελα να ‘ξερα πως ήρθες μέχρι εδώ! Γυναίκες!» είπε αγανακτισμένος, μα μέχρι να κλείσει τα μάτια του και να τα ξανά ανοίξει, εκείνη είχε γίνει άφαντη. Ξαφνιάστηκε! Κοίταξε αλαφιασμένος γύρω του και δεν είδε πουθενά την άγνωστη γυναίκα. Το μόνο που είχε μείνει πίσω, ήταν μια γλυκιά ευωδία που πλανιόταν στον αέρα! Εκείνη την ώρα έσκασε δίπλα του μια οβίδα. Φωτιά, σκόνη και


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.