το κορίτσι με τα γαλάζια μαλλιά

Page 1


Εικόνα εξωφύλλου: Σίσυ Κυλερτζή s_kylertzi@yahoo.gr Σχεδιασμός

εξωφύλλου:

jfragostefanaki@hotmail.com

Γιάννα

Φραγκοστεφανάκη


Το κορίτσι με τα γαλάζια μαλλιά

Ζούσε μόνη της σε εκείνη την έρημη πλευρά του λόφου. Το σπίτι της ήταν αρχοντικό και μεγάλο και οι πέτρες που στήριζαν τους τοίχους και τα ταβάνια του είχαν ιστορία αρχαία που χανόταν στα βάθη του χρόνου, περίπου από όταν ένα τεράστιο σύννεφο από σκόνη και αέρια συμπυκνώθηκε

για

να

δημιουργηθεί

ένας

περιστρεφόμενος

πεπλατυσμένος δίσκος που στο κέντρο του τοποθετήθηκε ο ήλιος και τα θραύσματα δημιούργησαν τους πλανήτες, κι έπειτα με την ελάττωση της θερμότητας και την συμπύκνωση των υδρατμών άρχισε να βρέχει για να δημιουργηθούν οι θάλασσες, κι ύστερα να στερέψουν και να εμφανιστούν οι πέτρες και τα χώματα σε εκείνη την πλευρά του λόφου, και έπειτα και τα δέντρα και τα ζώα κι εκεί κάποιος μακρινός πρόγονος να αποφασίσει να δημιουργήσει ένα μικρό δουκάτο. Εκεί απλώνονταν τα μικρά σπίτια των υπηκόων του βασιλικού της αίματος, μια μικρή ομάδα ανθρώπων που εκμεταλλεύονταν και καλλιεργούσαν τη γη που απλωνόταν γύρω, μέχρι οι επιδρομές των πειρατών να αναγκάσουν τους πάντες σε φυγή. Η οικογένεια της μετρούσε ήδη αρκετές γενιές στην πόλη που εκτεινόταν πίσω από τον δύσβατο λόφο εκείνου του αρχοντικού, μια απόσταση χιλιομέτρων που με δυσκολία διάνυσαν, μια έκταση σπαρμένη με γκρεμούς και βλάστηση θηριώδη που έκανε το πέρασμα απαγορευτικό. Εκείνη δε γεννήθηκε στο αρχοντικό. Εκεί μεταφέρθηκε από τον πατέρα της σε μικρή ηλικία, όταν εκείνος αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη του για να προστατέψει την κόρη από την επιθετικότητα του κόσμου, που πήγαζε από βαθιές προκαταλήψεις απέναντι στο ξένο. Το ξένο ήταν η ίδια. Η ίδια και κάποιο παράξενο μακρινό γονίδιο που κληρονόμησε από


την προγιαγιά της και την έφερε στον κόσμο, όπως άλλοτε και εκείνη, με γαλάζια μαλλιά. Τα γαλάζια μαλλιά που τρόμαζαν τον κόσμο και είχαν εξορίσει και την προγιαγιά της στα δωμάτια του σπιτιού, από όπου υπέμενε τις επιθέσεις και τα σχόλια των ανθρώπων, οι οποίοι αργότερα, με το ξέσπασμα της επιδημίας, εισέβαλαν στο σπίτι της για να τη λιθοβολήσουν. Ο πατέρας της μεγάλωσε ακούγοντας αυτές τις ιστορίες σαν παραμύθια και πανικοβλήθηκε, όταν διαπίστωσε την ίδια χρωμοσωματική ανωμαλία να παρουσιάζεται στη νεογέννητη κόρη του. Ήταν μπροστά στη δύσκολη γέννα της γυναίκας του, μπροστά στη μαμή που έβγαλε εκείνη τη μικρή κόκκινη μάζα από το σώμα της γυναίκας του για να τη σκουπίσει και να τη δώσει στη μητέρα και έπειτα στον πατέρα που με φόβο αντίκριζε κάποια σημάδια που τον ανησυχούσαν, που τον έκαναν να θυμάται όλες τις ιστορίες που τον τρόμαζαν από παιδί. Ήταν παράξενο το χρώμα που έδιναν τα μαλλιά στο μικρό κεφαλάκι του βρέφους, και κάθε μέρα αποτυπωνόταν πιο καθαρά το μισητό χρώμα, όπως καθαρά εδραιωνόταν και στο μυαλό του πατέρα ο φόβος για όσα θα συμβούν στην πόλη που ζούσε, στην πόλη που αισθανόταν ότι έπρεπε να εγκαταλείψει για να προστατέψει την κόρη του και να μεταφερθεί στο παλιό αρχοντικό. Ήταν πολλά τα χρόνια που χρειάστηκε για να ετοιμάσει το χώρο εκεί, χρόνια στα οποία επέβαλε στην κόρη του να φοράει μαντήλι στο κεφάλι τις ελάχιστες φορές που χρειαζόταν να βγει από το σπίτι. Σε ηλικία εφτά χρονών μεταφέρθηκε με τον πατέρα της στο σπίτι του πίσω λόφου. Με λίγο φόβο αρχικά ατένιζε από το μεγάλο μπαλκόνι που συγκρατούσαν δύο κορινθιακοί κίονες τη φύση που απλωνόταν γύρω, τις αντιθέσεις των χρωμάτων ανατολικά προς το ποτάμι και τον απέραντο ορίζοντα πέρα από τη θάλασσα ακριβώς μπροστά της. Η φύση αρχικά τη φόβιζε. Δε μπορούσε να συνηθίσει την απεραντοσύνη της, έχοντας μάθει


να κινείται αποκλειστικά στα μέτρα που όριζαν οι τοίχοι του σπιτιού της στην πόλη και ο μπροστινός δρόμος με τα γειτονικά σπίτια. Τη φύση δεν την γνώριζε και μονάχα με μεγάλο δισταγμό και φόβο αποφάσισε να στρέψει τα βήματά της προς στο δάσος, να κατεβαίνει στην παραλία ή στην όχθη του ποταμού ανατολικά. Εκεί έμαθε να περπατάει ελεύθερη, απαλλαγμένη από το μαντήλι που φορούσε στην πόλη, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν κάτω από τη μέση της αρχικά και έπειτα πλεγμένα σε κοτσίδες και περιποιημένα γύρω από το λαιμό της. Τα μαλλιά της που τα είχε αφήσει να μακραίνουν ήδη δυο χρόνια, όταν είχε προσπαθήσει τελευταία φορά να κουρέψει τις μακριές και χοντρές τρίχες τους, και από τις πρώτες ψαλιδιές είχε αντιληφθεί αίμα να τρέχει, σαν να επρόκειτο για φλέβες που απλώνονταν στο κεφάλι της και που ο γιατρός με δυσκολία κατάφερε να επουλώσει και να συνεφέρει τη μικρή. Από τότε ήξερε ότι τα μαλλιά της δε θα έπρεπε να τα κόψει ποτέ πια. Η ζωή της εκεί της άρεσε ωστόσο. Πάντα έβρισκε κάτι καινούριο να απασχολήσει το ενδιαφέρον της, ενώ το δάσος έμοιαζε με ένα πελώριο μυστικό που κάθε μέρα αποκάλυπτε μία μόνο πλευρά του στον εξερευνητή. Ένα μελίσσι ή μια φωλιά από πέρδικες έμοιαζε με έναν μεγάλο τόμο από την ίδια εγκυκλοπαίδεια που της άρεσε να διαβάζει με λαιμαργία

και

παρατηρητικότητα

επί

πολλές

ώρες,

ένιωθε

ότι

ανακαλύπτοντας τον κόσμο γύρω της συνδεόταν περισσότερο με εκείνον. Τον κόσμο που στο πρώτο της σπίτι την είχε περιβάλει με εχθρότητα επιβάλλοντας της συγκεκριμένο ντύσιμο και εκείνο το μαντήλι που απεχθανόταν να δένει στα μαλλιά της. Εκεί ο κόσμος που απλωνόταν γύρω της ήταν πιο φιλικός και εκείνη έμοιαζε ελεύθερη να τον ανακαλύψει: το δάσος. Το δάσος από μόνο του ένας απέραντος κόσμος, που μέσα του ανακάλυπτε τη θέση της και τη ζωή της στις ατέλειωτες βόλτες στη διάρκεια της μέρας. Τις νύχτες του χειμώνα τις περνούσε


καθισμένη στο τζάκι, διαβάζοντας στον πατέρα της βίους Αγίων ή περιστατικά από τη Βίβλο μέσα από κάτι δερματόδετους τόμους και το καλοκαίρι της άρεσε να ρεμβάζει στο μπαλκόνι και να ακούει τους ήχους από τη θάλασσα ή να παρατηρεί σπανιότερα το φως από κάποια βάρκα που περνούσε. Μόνο το χειμώνα που ο πατέρας της πέθανε αποκαλύφθηκε η αβάσταχτη μοναξιά της στην πλαγιά που έμενε, τις μέρες που περνούσαν, και εκείνη περίμενε μονάχα το σκοτάδι και τη νύστα για να κατευθυνθεί στο κρεβάτι της. Ήταν εκείνες τις ατέλειωτες μέρες, όταν ανακάλυψε κάποιους επιπλέον τόμους σε ένα σεντούκι, σαν θαμμένους θα έλεγες κάτω από παλιά υφάσματα. Από τότε βυθιζόταν τα βράδια σε εκείνα τα αναγνώσματα κι ήταν σαν να αποκαλυπτόταν μπροστά της ο έρωτας κι ο νεαρός που θα εμφανιζόταν από μακριά για να μαγέψει το νεαρό κορίτσι. Τις νύχτες καθόταν στο μπαλκόνι παρέα με τους ήχους του δάσους και της θάλασσας και την ημέρα ρέμβαζε στο τοπίο που απλωνόταν πίσω και προς τη θάλασσα, προσδοκώντας χωρίς πολλές ελπίδες κάποια επίσκεψη ή κάποιον τυχαίο ταξιδιώτη που ποτέ δεν ερχόταν. Τα βιβλία τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε και με τον καιρό βυθιζόταν σε μια μελαγχολία, ότι τίποτα δεν άλλαζε στη ζωή της. Τη φωνή της σχεδόν την είχε ξεχάσει, έχοντας πάψει να την πολυχρησιμοποιεί, πέρα από κάποιους βαθείς αναστεναγμούς και επιφωνήματα στη διάρκεια της ημέρας. Περίμενε καιρό σε μια ανώφελη αναμονή στο ίδιο σπίτι και τον εαυτό της είχε πάψει να τον φροντίζει όσο έκανε παλιότερα. Τα μαλλιά της, δεμένα σε έναν πελώριο κότσο γύρω από το κεφάλι, ένιωθε να της βαραίνουν το πάνω μέρος του κορμού, και το περίγραμμά τους είχε φτάσει να είναι πιο μακρύ από την απόσταση των ώμων της, ένας όγκος που τη δυσκόλευε στις κινήσεις και την ενοχλούσε. Συχνά ακουμπούσε το κεφάλι της στον τοίχο πίσω, αγνάντευε την απέραντη ερημιά και από μπροστά της


περνούσαν οι εικόνες που έβλεπε στα βιβλία της, τις έβλεπε να ζωντανεύουν σε μια πλάνη στη φαντασία της και να τυλίγονται στο σκηνικό της ακίνητης ερημιάς: θάλασσες, νησιά και πλοία, κόσμος που περνούσε και που μαγευόταν από την παρουσία της, αυλές με κυρίες που έπιναν τσάι και αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις, νεαροί που ήταν έτοιμοι να μονομαχήσουν για την καρδιά της, πλήθος εικόνες που φανταζόταν να πλουτίζουν τη ζωή της. Ο κόσμος της δεν άλλαζε, η φαντασία της ωστόσο τον έπλαθε από την αρχή. Της άρεσε να λούζεται και να ξεμπλέκει τα μαλλιά της, να τα απλώνει στο χώρο που καθόταν γύρω της και να παρατηρεί το χρώμα τους. Τα μαλλιά της που είχαν μακρύνει και απλώνονταν παντού γύρω της, έντονο γαλάζιο, ώσπου με τον καιρό να αρχίσει να τα αγαπάει – την αιτία της εξορίας της στην ερημιά, την αιτία τόσων καυγάδων παλιότερα ανάμεσα στους γονείς της, τα ίδια περίπου μαλλιά που είχαν υπάρξει αιτία λιθοβολισμού της προγιαγιάς της. Τα μαλλιά της τα πρόσεχε πάντα και τα στόλιζε με μικρά αντικείμενα που έφτιαχνε η ίδια από ξύλο και τα ζωγράφιζε με μεγάλη επιδεξιότητα και προσοχή. Το λούσιμο το έβρισκε όλο και πιο απολαυστικό, να κατευθύνεται στην όχθη του ποταμού ανατολικά ανάμεσα στις ψηλές οξιές με την πυκνή φυλλωσιά και να κάθεται εκεί επί ώρες λύνοντας και χτενίζοντας τα μαλλιά της στο νερό σε ψυχική κατάσταση αυξανόμενης ευφορίας, καθώς ένιωθε οι κινήσεις της να αναζωογονούν ολόκληρο το κεφάλι και να ξεκουράζουν όλο της το κορμί, καθώς αισθανόταν το νερό του ποταμού να αναβλύζει δροσερό και να της δίνει υγεία. Και το φθινόπωρο θα ερχόταν, και το κρύο που γινόταν πιο αισθητό δε θα της επέτρεπε τις ίδιες βόλτες έξω και τα λουσίματα, κι έπειτα κι ο χειμώνας με τις μέρες να κυλούν πιο αργά και με το χιόνι και με το κλείσιμο στο μεγάλο σπίτι, μπροστά από το παράθυρο που γέμιζε νερά


από τις βροχές κι έπειτα πάλι η άνοιξη με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου που έκαναν δειλές την εμφάνισή τους κι εκείνη το αποφάσιζε να κατευθυνθεί πάλι στον ποταμό ανατολικά και να καθίσει και να λύσει τα μαλλιά της. Επιτέλους λουζόταν ξανά. Κι επιτέλους αισθανόταν το κεφάλι της που βάραινε τους χειμώνες και τα φθινόπωρα να ελαφραίνει, τα μαλλιά της απελευθερωμένα να απλώνονται σε όλο της το περιβάλλον σα μια βαθιά γαλάζια θάλασσα που απλωνόταν στον ορίζοντά της και αγκάλιαζαν το δάσος πίσω της, μια θάλασσα μαγευτική, πότε τρικυμιώδης και πότε γαλήνια με τα ξύλινα κοκαλάκια της να μεταμορφώνονται σε βαρκούλες που έπλεαν μακριά, μικρές βαρκούλες που πρόσμενε κοντά της, να γνωρίσει τους ταξιδιώτες τους και τις ιστορίες τους. Τα γαλάζια μαλλιά της σε μια υπέροχη υγρή δροσιά, το κεφάλι της η προέκταση εκείνης της απέραντης θάλασσας να διαφεντεύει τη γαλήνη και την τρικυμία του νερού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Με τον ίδιο τρόπο και στα όνειρα της ασκούσε την ίδια επίδραση στα νερά και στο

κύμα,

στα

καΐκια

που

ψάρευαν

και

στους

ψαράδες

που

προσπαθούσαν να ημερέψουν τη θάλασσα και να επιστρέψουν στα σπίτια τους σε κάθε μεριά. Λουζόταν καθημερινά για να ατενίζει τα καΐκια της να επιπλέουν και από εκεί φανταζόταν ότι κάποια μέρα θα έρθει ο νεαρός για τον οποίο είχε διαβάσει, από εκεί θα έρθει η ευτυχία της και η λύτρωση από τη μοναξιά της, που πάντα αναζωπυρωνόταν μες στη γαλήνη που της πρόσφερε το νερό. Και ήταν φορές που η ίδια κατευθυνόταν στη θάλασσα και έμπαινε στο νερό, ώσπου να φτάσει σε βάθος που της προκαλεί φόβο και να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού και του δάσους της. Κι ήταν τις ίδιες εκείνες νύχτες που τα όνειρα της έρχονταν να βαρύνουν τη δυστυχία της με εικόνες θαμμένες από το παρελθόν της: η μορφή της μητέρας της να την χαϊδεύει με αγάπη, και έπειτα οι φωνές, οι θόρυβοι και οι επιθέσεις


του κόσμου, το μαντήλι με το οποίο πάσχιζε να κρύψει το κεφάλι της και η προγιαγιά της ποδοπατημένη από το πλήθος να σηκώνεται και να την κυνηγάει σαν ένα φάντασμα που στοίχειωνε τα όνειρα της και την απομάκρυνε από τη ζωή. Τη μέρα παρηγορούταν στην ιδέα ότι σε ένα από τα καΐκια της επέβαινε κι εκείνος που πάντα ονειρευόταν και που θα άραζε τη βάρκα του στα μαλλιά της για να εμφανιστεί μπροστά της και τη νύχτα βυθιζόταν στη δυστυχία της διάψευσης των ονείρων της με τις σκέψεις της να την οδηγούν σε άσχημα μονοπάτια. Θυμόταν την τελευταία φορά που είχε κουρευτεί και που κατέληξε αναίσθητη στο αίμα, ανάμνηση που ακόμα την τρόμαζε και προσπαθούσε να διώχνει καθησυχάζοντας τον εαυτό της, ότι την επόμενη ημέρα, την μεθεπόμενη, πράγματι θα ερχόταν το καΐκι που ανέμενε, θα αρμένιζε επιτέλους προς το μέρος της, κι ήταν σαν να το έβλεπε κιόλας, κι ακόμα, αν συγκεντρωνόταν παραπάνω κοιτάζοντας με τα κιάλια, έβλεπε και τον κόσμο που ταξίδευε σε αυτό, τον κόσμο που συζητούσε και έπλεε προς το μέρος της. Πρέπει να ήταν σε μια κρίση απελπισίας, όταν, παραδομένη σε μια μελαγχολία που είχε διαρκέσει ημέρες, άρχισε να κόβει τα μαλλιά της με βίαιες κινήσεις, παρόλο τον πόνο και την τάση λιποθυμίας που αρχικά ένιωσε. Βρισκόταν στο ποτάμι, στη θέση που πάντα αγαπούσε να λούζεται και με γρήγορες κινήσεις βιαζόταν να ολοκληρώσει το έργο που είχε ξεκινήσει, νιώθοντας τα μαλλιά της να της ελαφραίνουν το κεφάλι και να βάφουν κόκκινη τη μια μεριά του δάσους και το ποτάμι, που τα κόκκινα νερά του κατέληγαν στη θάλασσα, σαν ένας λεκές στον ορίζοντα που ήταν και η τελευταία της εικόνα: ένα κόκκινο σύμπαν - που δεν ήξερε αν πρέπει να αντιληφθεί σαν πραγματικότητα ή επιθανάτια φαντασία. Όταν την επόμενη μέρα ναυτικοί προσάραξαν σε εκείνη την πλευρά του όρμου, τα ’χασαν βλέποντας έναν κόκκινο χείμαρρο να ξεκινά από το


δάσος και να καταλήγει μέσα από το ποτάμι στη θάλασσα. «Πώς μπόρεσε και βγήκε τόσο αίμα από ένα τόσο όμορφο κορίτσι;», σκεφτόταν ο ναύτης που στο πρώτο του ταξίδι είχε φοβηθεί από την ταραχή της θάλασσας τις τελευταίες μέρες, μια θάλασσα που έμοιαζε να κινείται και να τους ταλαιπωρεί ανεξάρτητη από τον αέρα. Κοίταζε το νεκρικά ήρεμο πρόσωπο και προσπαθούσε να σκεφτεί πού μπορεί να είχε συναντήσει ξανά αυτή την όμορφη κοπέλα, πριν να απομακρυνθεί δυσαρεστημένος, νιώθοντας την ελπίδα μιας καλής υποδοχής στο πρώτο λιμάνι που συναντούσε, να χάνεται.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.