Ο Καπετάν Παραλής

Page 1



Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε. - 2011 © Δημήτρης Μπατσιούλας - 2011

Επιμέλεια Κειμένου Παναγιώτης Ηλιόπουλος

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Πανόρμου 83, 11524 Αθήνα Τηλ.: 2103315186, Fax: 2103315134 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα Τηλ.: 2262100795, Fax: 2262027275 e-mail: info@batsioulas.gr url: www.batsioulas.gr ISBN: 978-960-6813-45-0


Δημήτρης Μπατσιούλας

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ



Στους παιδικούς μου φίλους



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

9

11 22 42 74 99 108 157 165 175 198 209 250 268 296 327 333 355 368 376 412 425 431 448 452



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Χρυσό Σερρών, 1968. Η Ελλάδα είχε ξανά δικτατορία από την εικοσιμία Απριλίου του 1967, ύστερα από τριάντα τόσα χρόνια που πέρασαν από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή τη φορά, κάποιοι αξιωματικοί, ανάτρεψαν την κυβέρνηση με μια δικαιολογία, αν όχι την ίδια που χρησιμοποίησε κι ο Μεταξάς. Ότι η χώρα πήγαινε προς τον κομμουνισμό! Αμέσως, με την κήρυξη της δικτατορίας, αρχίνησαν και οι διώξεις κατά των κομμουνιστών, όπως έγινε και τότες, στη δικτατορία του Μεταξά. Μοναχά που τούτη τη φορά, τους έστελναν, αντί για τη Μακρόνησο, σ’ ένα άλλο ξερονήσι, στη Γυάρο. Και το χειρότερο, γιόμισε ο τόπος χαφιέδες! Δεν ξέραμε από πού και από ποιόν να προφυλαχτούμε. Ακόμα κι ο Τάκος ο Τούμπαλης, ο Καπετάν Παραλής, ο «ταγματάρχης» του ΕΛΑΣ και μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, λογύριζε1 μέρα και νύχτα με τους χωροφυλάκους κι ακούστηκε ότι ήταν χαφιές τους. Κι αυτό 1

Λογυρίζω: γυροφέρνω. 11


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

ήταν που δε μπορούσαμε να χωνέψουμε, όλοι εμείς στο χωριό, που στον ανταρτοπόλεμο υπηρετούσαμε στον Εθνικό Στρατό και που πολλοί γύρισαν με κομμένα ποδάρια κι ένας με ένα μάτι. Γυρίζαμε στα σπίτια μας, ένα βράδυ, πιωμένοι. Απάνω στη γέφυρα ανταμώσαμε τον Καπετάν Παραλή. Κανένας άλλος ολοτρίγυρα. «Τώρα θα διεί τι θα πάθει ο παλιοπούστης», μουρμούρισε σφυριχτά ο Διογένης ο Μπόκας που ’χασε στον ανταρτοπόλεμο και τα δυο του ποδάρια και γύριζε με ξυλοπόδαρα και φυσικά με πατερίκες. Έτσι πιωμένοι που ’μασταν ούτε που καταλάβαμε τι γίνηκε. Στρίμωξε ο Διογένης τον Καπετάν Παραλή στον τοίχο της γέφυρας κι όπως τον έσπρωξε κατά πίσω τον ξάπλωσε απάνω στο φαρδύ, μισό μέτρο, τοίχο. Ύστερα, με μία απότομη κίνηση, τον έπιασε από τα ποδάρια και τον κρέμασε τ’ ανάποδα, στην πίσω μεριά της γέφυρας. Δέκα μέτρα και παραπάνω το βάθος. Αν τον ξέφευγε, δε θα τη γλύτωνε. Είχα ακουστά ότι τη δύναμη που ’χαναν οι ανάπηροι από τα ποδάρια τους, μαζευόταν όλη στα χέρια τους και δεν το πίστευα. Αυτό όμως που ’βλεπα κείνη τη στιγμή μ’ έκανε να το πιστέψω. Με το κάθε του χέρι κρατούσε κι από ένα ποδάρι του Καπετάν Παραλή. «Λέγε ρε πούστη, είσαι μυστικός της χωροφυλακής;», τον ρώτησε ο Διογένης. «Ναι, είμαι», αποκρίθηκε θαρρετά ο Παραλής, έτσι όπως ήταν κρεμασμένος τ’ ανάποδα. «Ανέβασε με απάνω, γιατί άμα το μάθει ο Νωματάρχης θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα». «Σε ρωτώ ξανά, είσαι μυστικός της χωροφυλακής;» «Ναι, είμαι», αποκρίθηκε πάλι ο Παραλής αλλά πιό ξέψυχα τούτη τη φορά. «Άκσε καλά τι θα σε πω. Θα αφήκω τονα σου ποδάρι και

12


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

τ’ άλλο θα το κρατώ μοναχά με το ’να μου χέρι. Να, έτσι», είπε ο Διογένης και αφήκε το δεξί του ποδάρι που το κράταγε με τ’ αριστερό του χέρι. «Και τώρα σε ξαναρωτώ για τελευταία φορά, είσαι μυστικός της χωροφυλακής;» Τιναζόταν στον αέρα το λεύτερο ποδάρι του Παραλή και, καθώς όρμηξα και το γράπωσα και με τα δυο μου χέρια, τον άκουσα να φωνάζει λιπόψυχα, έτσι όπως ήταν τ’ ανάποδα κρεμασμένος. «Όχι, δεν είμαι μυστικός, έτσι γυρνώ με τους χωροφυλάκους, για να με χτάζει ο κόσμος μαζί τους και να με φοβάται!» «Άι να χαθείς παλιοπούστη», είπε ο Διογένης και τον αφήκε και τ’ άλλο ποδάρι. Ένοιωσα να μη μπορώ να κρατήξω τον Καπετάν Παραλή. Με γλιστρούσε το ποδάρι του. Θα ’πεφτε και θα σκοτωνόταν. Όρμηξαν κι οι άλλοι, τον άρπαξαν από το λεύτερο του ποδάρι και όλοι μαζί τον τραβήξαμε απάνω. Πάσκιζε ο Παραλής να βρει την ανάσα του. Γοργανάσαινε παραδίπλα ο Διογένης, που άξαφνα σήκωσε τη δεξιά του πατερίκα να την κατεβάσει στο κεφάλι του Παραλή. Όρμηξα ξανά και πρόκανα τον Διογένη, προτού κατεβάσει το χέρι του, και φώναξα στον Παραλή να φύγει. Κι εκείνος έφυγε σαν δαρμένος σκύλος! Μάρτης μήνας ήταν, δεν αρχίνησαν ακόμα οι δουλειές στον κάμπο, έκανα ότι δουλειές ήταν να κάνω στο σπίτι και βγήκα για το καφενείο να περάσω την ώρα μου. Λίγο παραπέρα, στο δρόμο, ήταν ο Καπετάν Παραλής. Έμοιαζε σα να με καρτερούσε. Στα χέρια του κρατούσε έναν παλιό τουρβά. «Τι έγινε Τάκο, πώς από δω πρωί-πρωί;» τον ρώτησα σαν έφτασα κοντά του.

13


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Σε καρτερούσα να βγεις», είπε. «Αν δεν ήσαν χτες το βράδυ, γω δεν θα ζούσα σήμερα». «Δε βαριέσαι. Και συ το ίδιο θα ’κανες». «Δεν ξέρω, μην το λες αυτό. Για πού το ’βαλες;» «Για το καφενείο». «Άμα με κεράσεις τον καφέ, έχω να σε πω μερικά πράματα». «Τι έχουμε να πούμε οι δυο μας; Συ στον ανταρτοπόλεμο ήσαν αντάρτης και τώρα ξεγελάς τον κόσμο και κάνεις το μυστικό της χωροφυλακής, γω ήμουνα από την άλλη μεριά, φαντάρος, τι νάχουμε να πούμε;» «Άκσε τα πρώτα αυτά που έχω να σε πω κι ύστερα με λες άμα σε νοιάζουν για όχι». Ψηλός ο Παραλής, λίγο πιο κάτω από το μπόι μου, μαυριδερός, μικρά τα μάτια του, φιδίσια, αδυνατισμένος, με ρούχα φτηνιάρικα. Δε ζούσε καλά στο χωριό, είχε δυο γιούς, άξια παλικάρια που δούλευαν στο μεροκάματο και μια θυγατέρα, μικρή, που δε φαινόταν να στέκεται και πολύ στα καλά της. Στο καφενείο, με το που έκατσα στο ίδιο τραπέζι με τον Παραλή, αρχίνησαν να με πειράζουν ότι έγινα κι εγώ μυστικός της χωροφυλακής. Τους αντιπείραξα, λέγοντας τους ότι από κει και πέρα καλό θα ήταν να φυλάγονται κι από μένα. «Σε ακούω», είπα στον Καπετάν Παραλή καθώς έστριβα τσιγάρο κι έσπρωχνα την ταμπακιέρα μου κατά τη μεριά του. «Θμάσαι τότες, επί ΕΛΑΣ, που εγώ ήμουνα ταγματάρχης και σας σταμάτσα απάν’ στη νταμπέλα; Τότες που συ, ο Παπαστέφανος κι ο Θαλάσσης ο Γιάννης, γυρνούσατε από τη Βουλγαρία;» με ρώτησε πίνοντας την πρώτη του γουλιά από τον καφέ του και μισοκοιτάζοντάς με. Έφερα το φλιτζάνι με τον καφέ στο στόμα μου και το παρατήρησα για καμπόσο, όσο κράτηξε η ρουφηξιά μου. Με θύμιζε δύσκολα πράματα και δεν μπορούσα να κατα-

14


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

λάβω τι ήθελε να με πει πρωί–πρωί, αρχίζοντας από κείνες τις αξεπέραστες ακόμα δυσκολίες μου. Αφήκα σιγανά το φλιτζάνι στο τραπέζι και συνεχίζοντας να τον κοιτάζω τον απάντησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα, για να μη τον αποθαρρύνω να με πει αυτά που είπε ότι ήθελε. «Είναι από τα πράματα που δε θα ξεχάσω ποτές στη ζωή μου. Να σε ρωτήσω όμως κι εγώ κάτι; Εσένα, ποιος σ’ έκανε τότες ταγματάρχη;» «Κανένας, από μοναχός μου γίνκα. Τη μέρα που θα ’φευγαν οι Βουλγάροι, κατέβηκε ο ΕΛΑΣ, πήρε την εξουσία και μοίρασε στο χωριό αξιώματα και θέσεις. Πρόεδρος ο Τούσιος, νωματάρχης ο Μίκηκης, λαϊκός δικαστής ο Κοκκαρίδας ο Τάκης, πολιτοφύλακας ο ξάδελφός μου, ο Γιώργος ο Τούμπαλης. Εμένα δε μου ’δωκαν τίποτα. Έτσι κι εγώ πήγα στο σπίτι, φόρεσα το χιτώνιο του ταγματάρχη, ξεπαράχωσα και το όπλο και βγήκα στο μεϊντάνι2». «Το χιτώνιο του ταγματάρχη πού το βρήκες; Και το όπλο, πού το ’χες κρυμμένο και δεν στο βρήκαν οι Βουλγάροι στην κατοχή και να σε σακάτευαν στο ξύλο;». «Στον πόλεμο του ’40, στην Αλβανία, έκλεψα τις δεύτερες επωμίδες του ταγματάρχη μας. Πώς και γιατί μη τα ρωτάς. Όταν το ανακάλυψε, είχαμε διαλυθεί και γυρνάγαμε στα σπίτια μας, με τα ποδάρια, έχοντας μαζί μας και τα όπλα μας. Το όπλο το ’χωσα σ’ ένα τσιουβάλι και το παράχωσα στην αυλή και τις επωμίδες τις έβαλα στην τσέπη του δικού μου χιτώνιου. Χρόνια τις είχα εκεί. Κι έτσι, όταν χρειάστηκε, βγήκα ντυμένος ταγματάρχης και με όπλο». «Κι εκεί στην ταμπέλα τι βγήκες να κάνεις;» «Κοίταξε, όταν έφυγαν οι Βουλγάροι και πήρε την εξουσία ο ΕΛΑΣ, κατάλαβα ότι η υπόθεση είχε πολύ ψωμί, ότι ήταν η ευκαιρία να τα κονομήσω». 2

Μεϊντάνι: πιάτσα. 15


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Και τι θα τους έκανες τους παράδες στον κομμουνισμό, αφού εκεί, όπως λέτε σεις οι κομμουνιστές, όλοι είναι ίσιοι αναμεταξύ τους και κανένας δεν έχει πιο πολλά από τον άλλο;» τον ρώτησα. «Όταν έχεις παράδες, περνάς πιο καλά από τους άλλους που λένε ότι είναι ίσιοι με σένα», ήταν η απόκρισή του. «Ακόμα και στον παράδεισο, άμα έχεις γιομάτο το σακούλι, περνάς πιο καλά και από τους Άγιους, που λέει ο λόγος». «Κι από ποιόν θάπαιρνες παράδες κει πάνω στην ταμπέλα που ’στηνες καρτέρι, αφού ο κόσμος, ύστερα από τον πόλεμο του ’40 και τη Βουλγάρικη κατοχή δεν είχε στον ήλιο μοίρα;» «Έτσι νομίζεις. Ο κόσμος κατέβαινε στα Σέρρας, για να πάει στους γιατρούς, ν’ αγοράσει φάρμακα ή και τα χρειαζούμενα για τα σπίτια τους. Όλο και κάτι είχαν απάνω τους. Καμιά λίρα, τίποτα χρυσαφικά…». «Άι να χαθείς παλιοσκατιάρη! Δε φταις εσύ, αλλά εγώ που κάθομαι και σε ακούω πρωί–πρωί. Άιντε, σήκω και φύγε από μπροστά μου, γιατί θα σε κατεβάσω καμιά καρέκλα στο σκατοκέφαλό σου και θα στο κάνω κομμάτια. Άκου εκεί, με γύρεψες να σε κεράσω καφέ για να με πεις για τα εγκλήματά σου. Σήκω και φύγε μη σε πνίξω», είπα, νοιώθοντας να τρέμω από τα νεύρα μου. Τον Παραλή δεν φάνηκε να τον πείραξε το ξέσπασμά μου. Έπινε ατάραχος τον καφέ του. Σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταξε με τα φιδίσια του μάτια κι είπε ήρεμα: «Μη γονιέσαι3, έχω κι άλλα να σε πω! Που θα διεις ότι σε νοιάζουν». «Αν είναι σαν αυτά που με λες τόση ώρα, καλύτερα να φύγεις», είπα σκύβοντας κατά το μέρος του. «Κι ύστερα τα ξέρουμε τα καμώματά σου, όλος ο κόσμος τα λέει». 3

Γονιέμαι: βιάζομαι. 16


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

«Άκσε πρώτα που σε λέω». «Τι να σε ακούσω, από εμάς που μας έστησες καρτέρι καθώς γυρίζαμε από την αιχμαλωσία στη Βουλγαρία τι θα έπαιρνες;» αντέδρασα πασκίζοντας να κρατήσω χαμηλά τη φωνή μου. «Δεν σας κατάλαβα, σαν κακουφκά4 ήσασταν!» «Αφού ο Παπαστέφανος σε μίλησε». «Δεν τον άκσα καλά. Κι εσύ ήταν ανάγκη να τσακίσεις το όπλο μ’;» «Κανονικά τα ποδάρια σου έπρεπε να τσακίσω, να ησυχάζαμε μια και καλή από σένα. Να χρωστάς όμως χάρη στο Θεό, γιατί ήμασταν έτσι όπως ήμασταν και τη γλύτωσες». «Ύστερα από κει εγώ έπρεπε να βρω με κάθε τρόπο ένα όπλο», συνέχισε ο Παραλής σα να μην έδωκε σημασία στην παρατήρησή μου. «Ταγματάρχης χωρίς όπλο γένεται; Δεν γένεται. Δυο μέρες πάσκιζα . Ώσπου αγόρασα από έναν πολιτοφύλακα από το Βαλτοτόπι. Πέντε λίρες είχα μαζώξει μέχρις τα τότες και με τις πήρε όλες ο παλιοκερατάς. Γυρίζοντας κατά το χωριό, είδα λίγο μακριά, σ’ ένα χωράφι, κάτι γιούφτους, που κάτι πάσκιζαν να κάνουν. Κοντοζύγωσα. Καταγής ήταν τρεις σκοτωμένοι κι οι γιούφτοι πάσκιζαν να τους βγάλουν τα χρυσά τους δόντια. Έριξα μια ντουφεκιά στον αέρα, φοβήθκαν οι γιούφτοι, έφυγαν. Απόμεινα με τους σκοτωμένους. Μύριζαν, θάταν πέντε με έξι μέρες εκεί. Την ήξερα τη δουλειά. Την έκανα όταν ήμαν από τη κάτω μεριά, επί ΕΑΜ και ΕΛΑΣ. Είχαν κι οι τρεις τους χρυσά δόντια. Δαχτυλίδια δεν είχαν. Φαίνεται ότι τους τα βούτηξαν οι γιούφτοι ή εκείνοι που τους σκότωσαν. Αρχίνησε να σουρουπώνει κι εγώ αρχίνησα να φοβούμαι. Δεν είναι και μικρό πράμα να είσαι καταμόναχος στον κάμπο με τους πεθαμένους. Γι’ αυτό κι εγώ τους έκοψα τα 4

Κακουφκό: ίσκιωμα, φάντασμα. 17


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

κεφάλια, τα ’βαλα στον τουρβά μου και τα ’φερα στο σπίτι, να τους βγάλω τα χρυσά δόντια με την ησυχία μου». «Φύγε ρε παλιοπούστη, γιατί έτσι μου ’ρχεται να ξεράσω», αντέδρασα φωναχτά αυτή τη φορά, με αποτέλεσμα όσοι ήταν στο καφενείο να γυρίσουν και να με κοιτάξουν. «Θα φύγω, αλλά ακόμα δε σου ’δωκα αυτό που σε καρτερούσα από το πρωί». «Δεν θέλω να με δώσεις τίποτα. Φύγε, γιατί δεν ξέρω τι θα γίνει δω μέσα!» Ο Καπετάν Παραλής όμως δεν έφευγε. Έσκυψε κι ανασήκωσε από τα ποδάρια του τον παλιοτουρβά που είχε μαζί του όταν με καρτερούσε. Τον ακούμπησε απάνω στο τραπέζι. «Σε καρτερούσα για να σε δώκω αυτόν τον τουρβά», είπε κι άπλωσε το δεξί του χέρι να πάρει την ταμπακιέρα μου για να στρίψει τσιγάρο. Έκανα να τον εμποδίσω να την πάρει , μα δεν πρόκανα. Την είχε κιόλας στα χέρια του και για να την πάρω θα αναποδογύριζα το τραπέζι. Κοίταξα τον παλιοτουρβά που ήταν μπροστά και νοιώθοντας μιαν ανατριχίλα τον ρώτησα: «Τι είναι, ο τουρβάς που έβαζες μέσα τα κεφάλια;» «Όχι, με τον έδωκε ένας συναγωνιστής στο Γράμμο, να στον παραδώσω. Ήμασταν πολύ καιρό μαζί, μα μοναχά τις τελευταίες μέρες στο Γράμμο μ’ είπε ότι σ’ ήξερε». «Τι ήταν, αντάρτης;» «Ναι, αντάρτης ήταν. Δε ξέρω αν το όνομά του ήταν το χάσικο5, γιατί εκεί, στον αγώνα, όλοι παρατσούκλια6 είχαμε. Αλέξανδρο Λιόντα τον φωνάζαμε». Μισάνοιξα τον τσιουβαλιένιο τουρβά κι έριξα μια ματιά μέσα, πασκίζοντας να βγάλω κάποιο νόημα γι’ αυτά που 5 6

Χάσικο: πραγματικό. Παρατσούκλι: ψευδώνυμο. 18


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

μ’ έλεγε ο Καπετάν Παραλής. Ένα τετράδιο και δυο χαρτιά. Και τότες ήταν σα να βάρεσε αστροπελέκι στα λογικά μου. Αλέξανδρος λεγόταν ο γιός μου που πέθανε στη Βουλγάρικη κατοχή και Λιόντας ο σκύλος που είχα τότες! Κι ο Αλέξανδρος Λιόντας δε μπορούσε να ήταν άλλος από τον παιδικό και καρδιακό μου φίλο, τον Γιώργο Ακρίτα! «Και πώς ήταν αυτός ο Αλέξανδρος Λιόντας;» ρώτησα τον Καπετάν Παραλή με φωνή που καταλάβαινα ότι δεν ήταν δικιά μου. «Ένα αδύνατο παιδί ήταν, χτυπημένο στ’ αριστερό του μάγουλο και στ’ αριστερό του μπράτσο, ψηλά στον ώμο». «Και γιατί δε μου ’δωκες τον τουρβά από την αρχή ακόμα, από τότες που γύρισες στο χωριό και με τον δίνεις τώρα, ύστερα από είκοσι κοντά χρόνια;» «Δεν ταίριαξε». «Τι δεν ταίριαξε, να μη σε πω…» «Γω πρέπει να φύγω τώρα γιατί έχω μια δουλειά να κάνω». «Κάτσε, δεν έχεις να πας πουθενά. Είκοσι χρόνια γυρεύω να μάθω μερικά πράματα και δε μπορώ. Κι άξαφνα παρουσιάζεσαι συ και τα ξέρεις. Κάτσε και λέγε τα με από την αρχή». «Έχω δουλειά σε λέω, μια άλλη φορά, δω είμαστε, δε θα χαθούμε». Τον κοίταζα να βγαίνει από το καφενείο περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια, με τη μισή μου ματιά στον τουρβά του Γιώργου Ακρίτα και με τις σκέψεις μου ανάκατες. Αν έπρεπε να τον πάρω καταπόδι να με πει όσα ήξερε για το Γιώργο. Αν έπρεπε από δω και πέρα να παρακαλώ ποιόν; Τον Καπετάν Παραλή! Που τα καμώματα του, λίγο πολύ, ψέματα για αλήθεια, είχαν ακουστεί. «Τι έχει ο τουρβάς που σ’ αφήκε ο Παραλής;» με ρώτησε ένας από το διπλανό τραπέζι.

19


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Τι έχει», έκανε ένας άλλος. «Σαν να μη ξέρεις, λίρες έχει, απ’ αυτές που μάζευε στο ΕΑΜ και στο ΕΛΑΣ», συνέχισε γελώντας αυτή τη φορά. Αν εκείνη τη στιγμή αντιδρούσα, θα συνέχιζαν να με πειράζουν και μάλιστα ολάκερο το καφενείο. Σηκώθηκα και πήγα στο τραπέζι τους, παραγγέλλοντας ένα ρακί. «Κάτι χαρτιά έχει μέσα που του τα ’δωκε ένας φίλος που ’χα από το Γυμνάσιο κι ήταν κι αυτός αντάρτης», τους είπα για να τους καθησυχάσω. «Και γιατί στα ’δωκε τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια;» ρώτησε ένας. «Αυτό τον ρώταγα κι εγώ», αποκρίθηκα. «Άιντε όμως τώρα συ να βγάλεις άκρια με τον Παραλή». Μιλούσαν οι άλλοι για διάφορα πράματα, το ’να από δω, τ’ άλλο από κει, εχτός από πολιτικά, αφού είχαμε δικτατορία και τέτοιες συζητήσεις απαγορεύονταν. Εμένα όμως το μυαλό μου δεν ήταν εκεί. Στα χαρτιά του Γιώργου ήταν. Έπρεπε να τα διαβάσω, να μάθω επιτέλους τι απόγινε. Να ρωτήσω τον Καπετάν Παραλή να με πει τι παραπάνω ήξερε. Και κατόπι να πήγαινα στον πατέρα του και στη μάνα του στα Σέρρας, που όλα αυτά τα χρόνια καρτερούσαν να μάθουν για το γιο τους! Κι έτσι, μόλις σηκώθηκε ο πρώτος από το τραπέζι για να φύγει, τον ακολούθησα κι εγώ. Πήγα ίσια στο σπίτι, με σκοπό να διαβάσω τα χαρτιά του Γιώργου. «Τι είναι αυτό το παλιοπράμα που κουβάλησες στο σπίτι;» με ρώτησε η γυναίκα μου η Ελένη μόλις μπήκα στο σπίτι. «Είναι του Γιώργου». «Ποιανού Γιώργου;» «Του δικού μας, του Γιώργου Ακρίτα. Με τον έδωκε ο Παραλής. Τον είχε ξεχασμένο, λέει, από τότες που γύρισε από τον ανταρτοπόλεμο».

20


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

«Χριστός κι Απόστολος!» έκανε η Ελένη και σταυροκοπήθηκε. «Φκιάξε με ένα ρακί για να διαβάσω τι γράφει ο Γιώργος προτού να γυρίσει το κορίτσι από το γυμνάσιο. Δε θέλω να τα διει προτού να τα διαβάσω», είπα στη γυναίκα μου κι έκατσα στο στενό κρεβάτι που είχαμε κάτω στο δωμάτιο όπου κάναμε όλες τις δουλειές. Εκεί άρπαζα στα πεταχτά πολλές φορές κάνα μεσημεριάτικο ύπνο. Ακριβώς δίπλα ήταν το τραπέζι που τρώγαμε.

21


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο τουρβάς του Γιώργου Ακρίτα είχε μέσα ένα τετράδιο, που το εξώφυλλο απόξω έγραφε «Φύλλα 100», μία κόλλα αναφοράς κι ένα κομμάτι από χαρτοσακούλα, όλα γραμμένα με ξυλομόλυβο, μ’ εκείνα τα στρόγγυλα, καλά γράμματά του, όπως τα ’γραφε από τότες που ήταν μαθητής στο γυμνάσιο και που ξεθώριασαν από την πολυκαιρία. Το ’να φύλλο της κόλλας αναφοράς, καθώς και το κομμάτι της χαρτοσακούλας, ήταν καφετιά σε μια τους μεριά. Μάλλον με αίμα έμοιαζε πιο πολύ. Άνοιξα πρώτα το τετράδιο. Ήπια μια γουλιά ρακί και αρχίνησα να διαβάζω: 10 Μαρτίου 1947. Στέργιο, ό,τι πρόκειται να κάνω από σήμερα και μετά, θα προσπαθήσω να το καταγράψω και στο τέλος, αν όλα πάνε καλά, να στο παραδώσω, σαν μία ελάχιστη εκτίμηση και έκφραση της φιλίας μου για σένα. Όταν είδα ότι δεν ερχόσουν στις φυλακές των Διαβατών Θεσσαλονίκης, ύστερα από την πρώτη και μοναδική σου επίσκεψη, κατάλαβα ότι δεν κατάφερες τίποτα για να με βγάλεις από κει μέσα κι ο φόβος, ότι εξ αιτίας μου, που ασχολήθηκες μαζί μου, να πάθαινες κι εσύ τα ίδια, έγινε κόμπος που μ’ έσφιγγε όλο και πιο πολύ…

22


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

Από τα πρώτα του κιόλας γραφούμενα, με γύρισε πίσω κοντά είκοσι τέσσερα χρόνια, στα 1944. Τότες που αυτός ακόμα δε μπορούσε καλά-καλά να σταθεί στα ποδάρια του, ύστερα από το γυρισμό μας από τη Βουλγαρία, όπου μας είχαν καταδικασμένους σε θάνατο και τελικά δεν μας εχτέλεσαν, κι έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, να βρει μια άκρια με τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο. Τότες, με το που έφυγαν οι Βουλγάροι, την εξουσία την πήρε ο ΕΛΑΣ και διακήρυττε παντού ότι είχαμε κομμουνισμό. Όμως κομμουνισμό δεν φαινόταν από πουθενά ότι είχαμε! Τα χωράφια μας συνέχιζαν να είναι δικά μας, μεις τα σπείραμε. Δεν μας τα πήραν οι κομμουνιστές να τα κάνουν κρατικά. Τίποτα δεν έγινε κρατικό, όλα ήταν όπως και πρώτα. Εχτός κι αν έτσι ήταν ο κομμουνισμός, οπότε άδικα των αδίκων τόσα χρόνια τον φοβούμασταν! Μονάχα οι κομμουνιστές λογύριζαν μέρα και νύχτα στο χωριό οπλισμένοι και φοβέριζαν τους δεξιούς. Είχαν μαζώξει μάλιστα και καμιά εκατοστή, ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου, τους έκλεισαν στα υπόγεια του σχολείου, εκεί που ο στάρτσιος μας έκλεινε στη Βουλγάρικη κατοχή1 και διάδιδαν ότι θα τους εχτελέσουν. Τελικά τους αφήκαν λεύτερους ύστερα από λίγες μέρες, χωρίς να δώκουν και πολλές εξηγήσεις. Τον Δεκέμβριο της χρονιάς εκείνης, η ανακατωσούρα μεγάλωσε. Οι κομμουνιστές του χωριού έμοιαζαν πιο θαρρεμένοι, λογύριζαν στους δρόμους ακόμα πιο πολύ. Τα νέα στο χωριό, για το τι γίνονταν παρόξω, δεν έφταναν. Στα Σέρρας φοβούμασταν να κατεβούμε γιατί κάποιοι οπλισμένοι, που έλεγαν διάφορα πράματα το τι είναι ο καθένας, έστηναν καρτέρι στους περαστικούς και τους άρπαζαν ό,τι είχαν απάνω τους και μαζί τους. Μονάχα κοντά στα ΧριΣχετικά στα βιβλία του Δημήτρη Μπατσιούλα «ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ» και «Ο ΔΙΣΤΙΧΗΖΜΕΝΟΣ ΚΟΜΟΝΙΣΤΗΣ». 1

23


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

στούγεννα μάθαμε ότι ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση στην Αθήνα, να πάρει την πρωτεύουσα και να κάνει κομμουνισμό σ’ όλη την Ελλάδα. Κι όλα αυτά ακούγονταν μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του 1945. Τότες οι κομμουνιστές βγήκαν στους δρόμους χωρίς όπλα. Σαν αστραπή διαδόθηκαν τα νέα. Δε μπόρεσαν να πάρουν την Αθήνα κι αναγκάστηκαν να υπογράψουν στη Βάρκιζα, πού και τι ήταν η Βάρκιζα ούτε μ’ ένοιαζε να μάθω, συμφωνία στις δεκατρείς Φεβρουαρίου και να παραδώσουν τον οπλισμό τους. Ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε! Βγήκαμε εμείς στους δρόμους και δέρναμε τους κομμουνιστές. Παντού, όπου τους ανταμώναμε, στους δρόμους, στα καφενεία, ακόμα και μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Ο Γιώργος Ακρίτας ήρθε στο χωριό κατά το τέλος Ιουνίου της χρονιάς εκείνης. Μέχρι τα τότες ούτε στο σπίτι του στα Σέρρας είχε πάει. Έλεγε ότι είχε πολύ διάβασμα στο πανεπιστήμιο. Φαγώσιμα δεν είχαμε ακόμα για τα καλά, αφού όλα μας τα μπιρικέτια2 της περασμένης χρονιάς τα είχαν μαζώξει οι Βουλγάροι. Βγάλαμε τα πρώτα δικά μας ζαρζαβατικά, αν και τα γεννήματα3 δεν τα είχαμε ακόμα αλωνίσει για να ’χουμε δικό μας ψωμί. Μας μοίραζε όμως μία Εγγλέζικη υπηρεσία και φαγώσιμα και ρουχισμό. ΟΥΝΡΑ4 την έλεγαν. Τι σήμαινε αυτό το ΟΥΝΡΑ δεν μας ένοιαζε. Έφτανε που κάθε λίγο και λιγάκι ερχόταν ένα στρατιωτικό φορτηγό αυτοκίνητο, με Εγγλέζους φαντάρους, που δεν μιλούσαν Ελληνικά και συννενογιόνταν με τον κόσμο με νοήματα, και ξεφόρτωνε στο σχολείο τα φαγώσιμα και το ρουχισμό. Εκεί Μπιρικέτια: αγροτικά προϊόντα. Γεννήματα: τα δημητριακά. 4 ΟΥΝΡΑ: UNRRA, United Nations Relief and Rehabilitation Administration. 2 3

24


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

ήταν μία επιτροπή που τα μοίραζε στον κόσμο, ανάλογα με τα άτομα που είχε η κάθε οικογένεια. Τα πολιτικά πράματα στην Ελλάδα δεν ήταν ξεκάθαρα. Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ, μέχρις που παράδωκε τον οπλισμό του στις δεκατρείς Φεβρουαρίου του 1945. Στην Αθήνα κυβέρνηση έκαναν οι πολιτικοί, που σε όλη τη διάρκεια της κατοχής ήταν εξαφανισμένοι και βολεμένοι, μαζί με το βασιλιά, στη Μέση Ανατολή. Γύρισαν πίσω μόλις έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Χωρίς το βασιλιά όμως. Αυτόν, οι Εγγλέζοι, που με τον πολύ στρατό που είχαν στην Αθήνα έλεγχαν την κατάσταση, τον πήγαν στην Αγγλία, να καρτερεί εκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να γυρίσει στην Ελλάδα. Στη θέση του έβαλαν, σαν αντιβασιλιά, τον Αρχιεπίσκοπο Ελλάδας Δαμασκηνό. Πρωθυπουργός σ’ εκείνην την Κυβέρνηση ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, που λίγο καιρό αργότερα τον κατέβασαν και στη θέση του έβαλαν τον Πλαστήρα, που ζούσε σαν πολιτικός αυτοεξόριστος στο Παρίσι από το 1934. Βασικό μέλημα του Πλαστήρα ήταν να φέρει πίσω το βασιλιά κι ας ήταν εκείνος που τον έδιωξε το 1923, ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο Πλαστήρας όμως, κατά τη Γερμανική κατοχή στην Ευρώπη κι όσο ζούσε στη Γαλλία, στο Παρίσι, συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Αυτό το ανακάλυψε μία εφημερίδα και τo ’γραψε. Ύστερα απ’ αυτό τα μάζωξε από πρωθυπουργός. Στη θέση του έβαλαν έναν απόστρατο ναύαρχο του Βασιλικού Ναυτικού, τον Βούλγαρη. Όταν έφυγε ο ΕΛΑΣ από τη μέση, ήρθε στο χωριό ένας που είπε ότι προτού την κατοχή ήταν Νωματάρχης της χωροφυλακής και τώρα είχε αυτή τη θέση στο σταθμό της Πε-

25


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

ντάπολης. Μάζωξε στο σχολείο καμιά τριανταριά, ανάμεσά τους κι εγώ, και μας είπε ότι είχε εντολές να οργανώσει στο χωριό την εθνοφυλακή, που θα έκανε τη δουλειά του στρατού και της χωροφυλακής, μέχρις ότου το Ελληνικό κράτος να οργανωθεί και να κάνει κανονικό στρατό και χωροφυλακή. Ήταν καθισμένος στην έδρα της τάξης, εμείς στα θρανία. Κάπνιζε ήρεμα, μιλούσε θαρρετά, μας κοίταζε στα μάτια. «Κι εμάς πώς και γιατί μας διάλεξες;» τον ρώτησα. «Κανένας από εσάς δεν ήταν στον ΕΛΑΣ», ήταν η απόκρισή του. «Και πώς το ξέρεις εσύ αυτό που για πρώτη φορά πατάς το ποδάρι σου στο χωριό μας;» ρώτησε ένας άλλος. «Αυτό δεν θα σας το μαρτυρήσω. Λοιπόν, θα σας μοιράσω από ένα όπλο κι από δύο δεσμίδες σφαίρες, που τα έχω φέρει κιόλας κρυφά στο χωριό. Θα τα πάρετε μαζί σας και θα τα έχετε στα σπίτια σας και, όταν θα χρειαστεί να επιβάλλουμε την τάξη, θα τρέξτε να βοηθήσετε. Μπορεί να χρειαστεί να κάνουμε τα βράδια και καμιά περιπολία. Έτσι, για να μας βλέπει ο κόσμος και να καταλαβαίνει ότι έχει προστασία». «Δηλαδή θα κάνουμε την ίδια δουλειά που έκαναν οι Ελασίτες!», παρατήρησε ο Νίκος Οικονόμου. «Περίπου». «Καλά μας τα λες κύριε Νωματάρχα αλλά δεν μας ξεκαθαρίζεις τι έχουμε να πάθουμε αν τυχόν ξανάρθουν στα πράματα οι Ελασίτες», ξαναπαρατήρησε ο Νίκος Οικονόμου. «Και για να μη κουράζεσαι, θα στο πω εγώ, θα μας λιανίσουν, αυτό θα μας κάνουν». «Δεν πρόκειται να ξανάρθουν στα πράματα», είπε ήρεμα και αποφασιστικά και σηκώθηκε από την έδρα. «Αυτοί τελείωσαν μια για πάντα. Ό,τι ήταν να κάνουν τo’ καναν.

26


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

Τα όπλα τα έχω κάτω, σ’ ένα από τα υπόγεια. Πάμε να σας τα μοιράσω. Εγώ θα είμαι στην Πεντάπολη, στο σταθμό της Χωροφυλακής. Άμα σας χρειάζομαι θα βρίσκω τρόπο να σας ειδοποιώ». Το όπλο ήταν σαν εκείνο που είχα όταν υπηρετούσα στο στρατό. Το ήξερα. Στο σπίτι τράβηξα τη σκαντάλη πάνω από δέκα φορές για να βεβαιωθώ ότι ήταν άδειο κι ύστερα το καταχώνιασα, ξεχωριστά από τις δεσμίδες. Τότες θυμήθηκα ότι στην αχερώνα είχα το Γερμανικό αυτόματο που ’φερα μαζί μου όταν έπεσε το οχυρό Παληουριώνες, καθώς και το πιστόλι της γυναίκας του στάρτσιου. Κάτι μ’ είπε ο πατέρας μου, όταν γύρισα από τη Βουλγαρία, ότι τα βρήκε, αλλά τότες δεν έδωκα και πολλή σημασία. Τώρα όμως έπρεπε να ασχοληθώ και μ’ αυτά και να τα κρύψω ακόμα πιο καλά ή να τα παραδώσω στο Νωματάρχη. Οι αριστεροί έμαθαν από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι τριάντα δεξιοί στο χωριό πήραν όπλα κι αρχίνησαν να φυλάγονται ακόμα πιο πολύ. Όταν ο Γιώργος Ακρίτας ήρθε στο χωριό στο τέλος Ιουνίου με αρχές Ιουλίου του 1945, δεν χρειάστηκε καμία προσπάθεια για να καταλάβω ότι είχε προβλήματα. Ήταν πολύ μουδιασμένος, με δυσκολία μιλούσε, δεν ήθελε να βγούμε στο καφενείο, πήρε τα βιβλία του κι ανέβηκε στο δωμάτιο που είχαμε για τους ξένους, να διαβάσει με το φως μιας γκαζόλαμπας. Το πρωί, κινήσαμε αχάραγα ακόμα, για να φέρουμε στ’ αλώνι από τα χωράφια τα δεμάτια από θερισμένο στάρι. «Σε ακούω», τον είπα μόλις βγήκαμε από το χωριό ενώ μέχρι τα τότες δεν είχαμε αλλάξει σχεδόν ούτε λέξη. «Είμαι σε πολύ δύσκολη θέση, σε απελπιστική θα ’λεγα». «Γιατί, τι έχεις, οικονομικές δυσκολίες; Μήπως δεν έχεις χρήματα για να τελειώσεις το πανεπιστήμιο;»

27


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Ποιος τα χέζει τα χρήματα!» «Τότες;» «Τότες…», μονολόγησε κι αυτός. «Πέρσι το Νοέμβριο που κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη για να βρω μία άκρια με το πανεπιστήμιο και να συνεχίσω τις σπουδές μου, τα πάντα ήταν κάτω από τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα χωρίς τον ΕΛΑΣ. Τόσο καλά οργανωμένοι και, προπαντός, δασκαλεμένοι ήταν. Δεν μας άφηναν να δρασκελίσουμε την πόρτα του πανεπιστημίου εάν δεν γινόμασταν μέλη του ΕΛΑΣ.. Τότε οι πιο πολλοί πήγαμε και γραφήκαμε στην οργάνωσή τους και μας έβγαλαν και ειδικές ταυτότητες, ότι ήμασταν μέλη του ΕΛΑΣ. Έτσι όπως το συζητούσα με πολλούς σαν εμένα, που και αυτοί έβγαλαν ταυτότητες χωρίς κι αυτοί να είναι αριστεροί, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αν επικρατούσε ο ΕΛΑΣ, εμείς θα ήμασταν σε προνομιακή θέση. Αν όμως έχανε, τότε θα υποστηρίζαμε, όπως εξάλλου είναι και η αλήθεια, ότι μας εξανάγκασαν να βγάλουμε κείνες τις κωλοταυτότητες, οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά». «Αυτό λέω κι εγώ, τώρα που ο ΕΛΑΣ εξαφανίστηκε, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Πού είναι το πρόβλημά σου;» «Μακάρι να ήταν έτσι… Δυο μόλις μέρες ύστερα από τη συμφωνία της Βάρκιζας και χωρίς καλά-καλά να μαθευτεί τι σκατά ήταν εκείνη η συμφωνία, βγήκαν οι δεξιοί στους δρόμους και άρχισαν να κυνηγούν τους Ελασίτες. Πήγαινα στο πανεπιστήμιο μεσ’ την καλή χαρά, ότι αρχίνησαν να ξεκαθαρίζουν επιτέλους τα πράγματα κι ότι θα μπορούσαμε να τελειώσουμε, ελεύθερα πια, τις σπουδές μας. Με σταμάτησαν πέντε–έξι. Με περικύκλωσαν και σπρώχνοντάς με, μία από δω μία από κει, με ρωτούσαν αν ήμουνα οργανωμένος στον ΕΛΑΣ. Κι εδώ θέλω σκότωμα, δεν κατάστρεψα την ταυτότητα του ΕΛΑΣ, τη βρήκαν απάνω μου και με σακάτεψαν στο ξύλο. Μισοπεθαμένο με βρήκαν

28


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

περαστικοί φοιτητές. Όσοι από τους φοιτητές δεν πρόλαβαν ή δεν σκέφτηκαν, όπως εγώ, να καταστρέψουν τις ταυτότητες, έπαθαν και παθαίνουν τα ίδια με μένα. Οι άλλοι τη γλύτωσαν, εκτός κι αν ήταν γνωστοί κομμουνιστές. Από τότε, κάθε τρεις και λίγο, όσο κι αν αλλάζω δρόμους και συνήθειες, με βρίσκουν, με στήνουν καρτέρι, ορμούν όλοι μαζί κατά πάνω μου και με δέρνουν, καίνε τα βιβλία μου και δεν έχω χρήματα να αγοράσω άλλα. Σε τέτοια απελπισία είμαι τώρα. Φοβούμαι να κάτσω στα Σέρρας, στο σπίτι μου, μη με κάνουν κι εκεί τα ίδια και πάθουν τίποτα οι δικοί μου, που μέχρι τώρα δεν ξέρουν τίποτα απ’ όλα αυτά και δεν θέλω να τους τα πεις». «Και ποιοι είναι αυτοί που σας στήνουν καρτέρι και σας κάνουν όλα αυτά που λες;» τον ρώτησα. «Η Εθνοφυλακή». «Δε νομίζω. Στα Σέρρας, απ’ ότι ξέρω, αλλά κι εδώ στο χωριό, και αυτό το ξέρω πολύ καλά, η Εθνοφυλακή δεν κάνει τέτοια πράματα». «Και πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;» με ρώτησε γυρίζοντας κατά τη μεριά μου και κοιτάζοντας με ολοφάνερη απορία. «Τα ξέρω γιατί είμαι κι εγώ στην Εθνοφυλακή». Είχε ακόμα γυρισμένο το κεφάλι του κατά τη μεριά μου. Όμως τώρα δε με κοίταζε με απορία, μάλλον απέχθεια ήταν αυτό που έδειχνε η ματιά του, το πρόσωπό του. «Δεν το πιστεύω ότι είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς!» είπε με τρόπο που με δικαίωσε ότι ένοιωθε όχι μονάχα αποστροφή προς εμένα αλλά και σιχαμάρα. «Σταμάτα σε παρακαλώ να κατεβώ. Δεν έχω καμιά δουλειά μαζί σου». «Τι είναι αυτά που λες;» διαμαρτυρήθηκα φωνάζοντας. «Τι είναι αυτά που λέω εγώ ή τι είναι αυτά που κάνεις εσύ και οι όμοιοί σου;» αντέδρασε κι αυτός το ίδιο φωναχτά και πήδηξε από το κάρο.

29


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Σταμάτησα τα άλογα και κατέβηκα κι’ εγώ από την ίδια μεριά μ’ εκείνον. Τον αγκάλιασα με το δεξί μου χέρι στους ώμους του. «Άκου Γιώργο, άκου», έκανα πολύ ήρεμα. «Κανένας δεν μας ρώτησε αν θέλουμε ή όχι να είμαστε Εθνοφυλακή. Μας μάζωξε μια μέρα, καμιά τριανταριά νοματαίους, ένας Νωματάρχης από την Πεντάπολη και μας είπε ότι θα είμαστε η Εθνοφυλακή. Μας μοίρασε κι από ένα όπλο, που κάπου το ’χω καταχωνιασμένο και ξεχασμένο, και ούτε κάναμε από τότες τίποτα το παράξενο. Μονάχα πού και πού, μας μαζώνει στο σχολείο και πιο πολύ μας λέει τι γίνεται στην Ελλάδα και τίποτα άλλο». «Δεν μπορεί να είναι έτσι όπως τα λες!» έκανε με φανερή δυσπιστία, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. «Μήπως τα κάνουν οι άλλοι, ή μερικοί από τους άλλους κι αφήνουν τους υπόλοιπους απόξω και γι’ αυτό δεν παίρνεις χαμπάρι τι γίνεται;» «Όχι, στο χωριό δε γίνεται τίποτα το παράξενο», αποκρίθηκα με σιγουριά. «Αν γινόταν, θα μαθευόταν την άλλη κιόλας στιγμή. Στην αρχή, τότες που ο ΕΛΑΣ παράδωκε τον οπλισμό, έγιναν πολλά, γιατί κι αυτοί έκαναν πολλά. Αλλά αυτό δεν κράτηξε πάνω από δεκαπέντε με είκοσι μέρες. Τώρα τα πράματα είναι ήσυχα. Στην αρχή οι αριστεροί κρύφτηκαν. Τώρα και στα καφενεία βγαίνουν και στις δουλειές τους και στα χωράφια τους πηγαίνουν, χωρίς να τους πειράζει κανένας. Γι’ αυτό με βλέπεις να απορώ που λες ότι η Εθνοφυλακή τα κάνει όλα αυτά!» «Κι όμως, η Εθνοφυλακή είναι που τα κάνει όλα αυτά», είπε ο Γιώργος κοιτάζοντας κάπου απόμακρα με ματιά θολωμένη. «Όποιον πιάνουν, λένε πάρτον στην Εθνοφυλακή, τώρα θα διεις τι θα πάθεις στην Εθνοφυλακή, και κάτι τέτοια». «Έλα, πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας», είπα κι ανέβηκα πρώτος στο κάρο. «Θα μας πιάσει η ζέστα και δε θα μπο-

30


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

ρούμε να κάνουμε τίποτα. Άσε που άμα περάσει κανένας και μας διει έτσι που δε θα ’χουμε μούτρα να βγούμε έξω». «Τι δουλειά να κάνουμε…» είπε με παράπονο ο Γιώργος καθώς ήρθε κι έκατσε δίπλα μου. «Στο ξαναλέω, μας έχουν ταράξει στο ξύλο». Χτύπησα τα άλογα με τα χαλινάρια για να ξεκινήσουν. Κοίταζα ίσια μπροστά, ψάχνοντας τις λέξεις για να τον καθησυχάσω. «Αυτά που λες μπορεί να γίνονται στη Θεσσαλονίκη», είπα. «Όμως εδώ, στο ξαναλέω, δεν γίνεται τίποτα τέτοιο, τα πράματα έχουν ησυχάσει. Γι’ αυτό κάτσε να περάσεις το καλοκαίρι εδώ κι όταν τον Οκτώβριο ανοίξουν με το καλό τα πανεπιστήμια θα διεις ότι μέχρι τότε θα έχουν ηρεμήσει κι εκεί τα πράματα. Θα βγαίνουμε όξω μαζί τα βράδια, κανένας δε θα τολμήσει να σε πειράξει, θα έρθει όπου νάναι κι ο Γιώργης ο Παλάζης που κι αυτός είναι στη Θεσσαλονίκη για γεωπόνος, θα περάσει ο καιρός». «Μη μπερδεύεις το Γιώργη μαζί μου». «Γιατί, τι έχεις με το Γιώργη, τον είδες, μαλώσατε;», τον ρώτησα κοιτάζοντας κατά τη μεριά του ενώ εκείνος συνέχιζε να κοιτάζει ίσια μπροστά. «Όχι, δεν έχω τίποτα μαζί του για να μαλώσω», αποκρίθηκε χωρίς και πάλι να γυρίσει να με κοιτάξει. «Τότε γιατί; Μήπως έχει κι αυτός τα ίδια προβλήματα με σένα;» «Στάθηκε τυχερός. Έβγαλε κι αυτός ταυτότητα. Μαζί τις βγάλαμε. Στο ξαναλέω, χωρίς εκείνη την κωλοταυτότητα κανένας δε μπορούσε να δρασκελίσει το κατώφλι του πανεπιστημίου. Όμως τις πρώτες μέρες που γινόταν το κακό έτυχε να είναι άρρωστος, δεν βγήκε από το δωμάτιό του. Έμαθε τι γινόταν με τις ταυτότητες και την έκαψε. Κι έτσι τη γλύτωσε».

31


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Ο καθένας με την τύχη του!» μονολόγησα. «Άκου με, εγώ δεν θα βγαίνω μαζί σου έξω τα βράδια και πολύ περισσότερο δεν θα κάνω παρέα με το Γιώργη. Δεν θέλω και δεν μπορώ να σας δημιουργήσω προβλήματα, ειδικά στο Γιώργη, να μη τον αφήνουν να συνεχίσει κι αυτόν το πανεπιστήμιο». «Τι είναι αυτά που λες;» «Μια χαρά τα λέω. Δεν θα πάθω και τίποτα αν δεν βγαίνω στο καφενείο. Κι έπειτα και στη Θεσσαλονίκη δεν βγαίνω έξω τα βράδια. Ούτε και ξέρω πώς είναι το καφενείο. Θέλω να πιστεύω πως μπόρα είναι και θα περάσει». «Είδες πως έρχεσαι στα λόγια μου; Αυτό πιστεύω κι εγώ, πως μπόρα είναι και θα περάσει». «Και κάτι άλλο ακόμα», συνέχισε ο Γιώργος. «Προτού από λίγο καιρό γύρισε ο Νίκος Ζαχαριάδης και ανέλαβε ξανά Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε.». «Και τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με σένα;» τον ρώτησα. «Όταν οι Γερμανοί πήραν την Ελλάδα, ο Ζαχαριάδης ήταν φυλακισμένος. Τον έστειλαν στη Γερμανία, σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων, ή καλύτερα ανεπιθύμητων, στο Νταχάου, εκεί συγκέντρωναν και τους Εβραίους και τους έκαναν σαπούνι. Όταν έπεσε η Γερμανία, τον βρήκαν οι σύμμαχοι και τον έστειλαν στην Ελλάδα διά μέσου της Ρωσίας και μάλιστα με Εγγλέζικο αεροπλάνο». «Και πάλι δεν καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχεις εσύ με όλα αυτά!» «Κυκλοφορεί, και μάλιστα πολύ έντονα, μία φήμη ότι ο Ζαχαριάδης ξεσηκώνει τους αριστερούς να κάνουν φασαρίες», συνέχισε να λέει ο Γιώργος σαν να μην έδινε σημασία στις παρατηρήσεις μου. «Έτσι θα τους πιάνει η Εθνοφυλακή και θα τους δέρνει. Με τον τρόπο αυτό πιστεύει ότι θα συσπειρωθούν οι αριστεροί, θα αγαναχτήσουν και στο

32


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

τέλος θα αναγκαστούν να βγουν στο βουνό, για να κάνουν τον τρίτο γύρο και να πάρουν την εξουσία». «Τώρα σαν κάτι να καταλαβαίνω. Δηλαδή ότι υπάρχει ένα σχέδιο και προσπαθούν να βάλουν μέσα σ’ αυτό όσους πιο πολλούς μπορέσουν». «Κάπως έτσι». «Και οι άλλοι δυο γύροι, πότε έγιναν;» ρώτησα τον Γιώργο. «Ο πρώτος ήταν η Εθνική Αντίσταση εναντίον των Γερμανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων. Ο δεύτερος ήταν η επίθεση που έκανε ο ΕΛΑΣ πέρσι το Δεκέμβριο για να πάρει την Αθήνα». «Να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι, εσύ από πού τα μαθαίνεις όλα αυτά;» «Στο πανεπιστήμιο», αποκρίθηκε. «Είναι πολλοί άλλοι σαν εμένα. Όποιος μαθαίνει κάτι το λέει στους άλλους. Εκεί τα συζητάμε όλα». «Κι ύστερα περιμένεις να μη σε κυνηγούν οι δεξιοί τη στιγμή που κάνεις παρέα και συζητάς με αριστερούς!» παρατήρησα. «Δεν είναι όλοι τους αριστεροί. Κι αυτοί σαν εμένα είναι που έβγαλαν ταυτότητες, ότι ήταν με τον ΕΛΑΣ και που πιάστηκαν να τις έχουν απάνω τους». «Και που ανάμεσά τους μπορεί να υπάρχουν χαφιέδες της δεξιάς που σας καρφώνουν στην Εθνοφυλακή». «Μπορεί», έκανε ό Γιώργος. «Ή και πραγματικοί κομμουνιστές, που παίζουν τον ρόλο τους, όπως τους έχει πει το κόμμα και ο Ζαχαριάδης». «Κι αυτό μπορεί», έκανε πάλι ο Γιώργος. «Κι ύστερα με λες γιατί σε κυνηγούν», συνέχισα. «Αν είναι έτσι, δε θα ξεμπερδέψεις αν δεν ξεκόψεις εντελώς από αυτές τις συζητήσεις στο πανεπιστήμιο». «Γι’ αυτό κι εγώ διάλεξα να έρθω εδώ και να απομονω-

33


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

θώ. Να τους ξεχάσω και να με ξεχάσουν. Πιστεύω, όπως λες κι εσύ, ότι μέχρι τον Οκτώβριο, που θα ξαναρχίσουν τα μαθήματα, να έχουν τελειώσει όλα αυτά. Ξέρεις, είναι η τελευταία μου χρονιά στο πανεπιστήμιο. Του χρόνου τον Σεπτέμβριο, αρχίζω εξετάσεις να πάρω το πτυχίο. Γι’ αυτό σε ξαναλέω, δεν θα βγαίνω μαζί σου τα βράδια και θα σε παρακαλέσω να μην επιμένεις κι εσύ». Το’πε και το’κανε. Δεν βγήκε όξω κανένα βράδυ. Ούτε και τη μέρα πολυφαινόταν. Εγώ ανταμωνόμουνα με το Γιώργη Παλάζη, που ήταν κι αυτός στο χωριό για το καλοκαίρι, τα λέγαμε και σεβάστηκε κι αυτός την επιθυμία, ή καλύτερα το φόβο του Γιώργου Ακρίτα, και δεν πέρασε ούτε και από το σπίτι μου για να τον χαιρετήσει. Στα μισά του Σεπτεμβρίου κι ενώ ο Γιώργος ήταν ακόμα στο χωριό, έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι χωροφυλάκοι. Τότες ο Νωματάρχης φώναξε την Εθνοφυλακή και μας είπε να παραδώσουμε τα όπλα. Τη δουλειά μας από κει κι ύστερα θα την έκανε η χωροφυλακή. Ακόμα μας είπε ότι οι διοικητές των αστυνομικών τμημάτων, καθώς και των σταθμών χωροφυλακής, θα είχαν το δικαίωμα να πιάνουν, να φυλακίζουν και να στέλνουν στην εξορία, χωρίς δικαστική απόφαση, όποιον νόμιζαν ότι ενεργούσε για την κατάλυση του πολιτεύματος. «Αυτό θα είναι το τέλος μου», σχολίασε ο Γιώργος Ακρίτας όταν του μετάφερα τα λεγόμενα του Νωματάρχη. «Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησα. «Γιατί οι χωροφύλακες θα μας χώνουν μέσα κάθε τρεις και λίγο κι έλα μετά εσύ να βρεις σειρά και άκρη με το πανεπιστήμιο και να πάρεις πτυχίο». «Και πού θα σε βρουν ή πού θα σε ξέρουν;»

34


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

«Εκεί που με βρίσκει και με ξέρει η Εθνοφυλακή!» «Αν κάτσεις ήσυχα και προπαντός άμα κόψεις εκείνες τις συζητήσεις με τους αριστερούς ή με αυτούς που πιάστηκαν με τις ταυτότητες απάνω τους, ή τέλος πάντων με τον καθένα, πιστεύω ότι δεν θα σε πειράξει κανένας». «Αυτό θα κάνω κι ο Θεός βοηθός». Ο Γιώργος είχε δίκιο. Οι χωροφυλάκοι αρχίνησαν να παίρνουν στο σταθμό χωροφυλακής στην Πεντάπολη, όπου υπαγόταν και το χωριό μου, δυο και τρεις κομμουνιστές την κάθε φορά. Τους κρατούσαν μια-δυο μέρες και τους άφηναν. Εξορία δεν έστειλαν κανένα. Δυο καφενεία στο χωριό έφεραν ραδιόφωνα. Εκεί μαζωνόμασταν κάθε βράδυ ν’ ακούσουμε τα νέα. Στο τέλος Οκτωβρίου του 1945, παραιτήθηκε ο Βούλγαρης, ή τον «παραίτησαν» από πρωθυπουργό. Στη θέση του ανάλαβε κάποιος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που εμείς στο χωριό δεν ξέραμε και πολλά πράματα γι’ αυτόν, που κι αυτός όμως παραιτήθηκε ύστερα από είκοσι μόλις μέρες. Φυσικά δεν χρειαζόταν να έρθει κανένας και να μας εξηγήσει ότι τα πράματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Το καταλαβαίναμε κι από μοναχοί μας. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ογδόντα χρονώ και πάνω, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, ύστερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Σοφούλης θα έκανε εκλογές στις τριάντα μία Μαρτίου του άλλου χρόνου, το 1946, για να αποχτήσει η χώρα κανονική κυβέρνηση. Τα Χριστούγεννα του 1945 είχε πολύ χιόνι κι όταν κατέβηκα στα Σέρρας, πολύ πιο ύστερα από τα Φώτα, ο πατέρας του Γιώργου μ’ είπε ότι δεν ήρθε ούτε στο σπίτι του. Είχε πολύ διάβασμα μ’ έλεγε με καμάρι και πόνο μαζί, μιας

35


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

και όλοι οι γονιοί θέλουν τις χρονιάρες μέρες τα παιδιά τους κοντά τους. Ήρθε όμως για τις εκλογές. Τον είδε ο Γιώργης Παλάζης να είναι στο ίδιο τρένο μ’ αυτόν κι ήρθε και με το είπε. Κατέβηκα αμέσως στα Σέρρας και πήγα ίσια στο σπίτι του. Ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του και διάβαζε. Είπαμε μια δικαιολογία στη μάνα του και βγήκαμε όξω να τα πούμε. «Είμαι λίγο προτού την καταστροφή», μ’ είπε μόλις απομακρυνθήκαμε από το σπίτι του και χωρίς να τον ρωτήσω. «Δηλαδή;» έκανα με τρόμο. «Μ’ έβαλαν φυλακή. Είκοσι δύο μέρες στο Γεντί Κουλέ5». Τέτοιο ήταν το ξάφνιασμα που ένοιωσα που δε μπόρεσα να ανοίξω το στόμα μου, γλωσσοδέθηκα. «Ναι, φυλακή! Με φώναξαν στο τμήμα χωροφυλακής κι εκεί ο διοικητής μ’ έλεγε ότι είμαι επικίνδυνος κομμουνιστής. Όταν διαμαρτυρήθηκα και τον ρώτησα πού το στηρίζει αυτό, μ’ αποκρίθηκε ότι τα χαρτιά μου αυτό λένε. Κι όταν τον είπα ότι δεν έχω καμιά σχέση μ’ αυτά κι ότι από ανάγκη ή από βλακεία έβγαλα εκείνη την κωλοταυτότητα κι ότι στην κατοχή οι Βούλγαροι με καταδίκασαν σε θάνατο, ξέρεις τι μ’ απάντησε ο σκατοπούστης; Ότι για να με καταδικάσουν σε θάνατο οι Βούλγαροι, που τότε είχαν βασιλευομένη δημοκρατία, σημαίνει ότι κι εκείνοι κατάλαβαν πόσο κομμούνι είμαι και καλά μ’ έκαναν!» «Α, τον παλιοπούστη!», έκανα κι εγώ όλο αγανάχτηση. «Όχι, για να καταλάβεις πώς θα μας αντιμετωπίζει η Ελληνική κοινωνία, επειδή αντέξαμε κι αντισταθήκαμε μέχρι θανάτου και δεν γραφτήκαμε Βούλγαροι. Κι όταν τον είπα ότι αν εμείς λυγίζαμε τότε και γραφόμασταν Βούλγαροι κι ότι ύστερα από όλα αυτά που έγιναν με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και την επικράτηση κομμουνιστικών καθεστώτων στα Βαλκάνια, εγώ δε μπορούσα να 5

Γεντί Κουλέ: οι φυλακές στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. 36


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

εκτιμήσω τι θα ήταν τώρα εκείνος και όλοι μας, τότε ήταν που όρμηξε να με φάει. Τέλος πάντων». «Τι τέλος πάντων ρε Γιώργο!», έκανα απελπισμένος. «Οι δικοί σου τα ξέρουν όλα αυτά;» «Συνεχίζουν να μη ξέρουν τίποτα», είπε με το κεφάλι χαμηλωμένο. «Εσύ μονάχα τα ξέρεις και κανένας άλλος και η παράκλησή μου να μη τους τα μολογήσεις εξακολουθεί να ισχύει». «Αυτό στο υπόσχομαι μέχρι να φκιάξουν τα πράματα, που πιστεύω ότι θα φκιάξουν από τη Δευτέρα, μετά τις εκλογές», είπα κοιτάζοντάς τον μα εκείνος δε σήκωσε τα μάτια κατά τη μεριά μου. «Δε θα φκιάξουν», μουρμούρισε κοιτάζοντας μακριά αυτή τη φορά. «Γιατί, πώς το λες αυτό;» «Στη φυλακή δεν ήμουνα μέσα μονάχα εγώ. Ήταν κι άλλοι κι οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήταν πραγματικοί κομμουνιστές. Κάθε τόσο μπαινόβγαιναν κι άλλοι. Όλοι αυτοί έλεγαν ότι το κόμμα πήρε την απόφαση να μην κατέβουν οι κομμουνιστές στις εκλογές». «Κι ο λόγος;» «Ξέρεις από πότε έχουν να γίνουν εκλογές στην Ελλάδα;», με ρώτησε γυρίζοντας επιτέλους τη ματιά του κατά μένα. «Ναι, πώς δεν ξέρω, από το 1935». «Ε λοιπόν, οι εκλογές θα γίνουν με βάση τους εκλογικούς καταλόγους του 1935 και οι κομμουνιστές λένε ότι οι δεξιοί δεν θα διαγράψουν τους δικούς τους που στο μεταξύ, για διάφορους λόγους, έπαψαν να υπάρχουν στη ζωή και δε θα προσθέσουν τους αριστερούς που στο μεταξύ απόκτησαν το δικαίωμα της ψήφου, όπως το έχουμε αποκτήσει εμείς λόγου χάρη. Έτσι τα αποτελέσματα θα δείξουν ότι η αριστερά αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό ποσοστό

37


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

της Ελληνικής κοινωνίας κι αυτό θα δώσει το δικαίωμα στη δεξιά να ορμήξει και να την ξεπατώσει. Και γι αυτό λένε ότι είναι καλύτερα να μη κατεβούν. Και το χειρότερο ποιο είναι! Ήταν ένας δάσκαλος, ένας φοιτητής της ιατρικής κι ένας που δουλεύει στην τράπεζα που μπαινόβγαιναν στη φυλακή. Ο ένας έβγαινε, ο άλλος έμπαινε. Αυτοί οι τρεις λοιπόν παρακινούσαν τους φυλακισμένους κομμουνιστές, όταν θα αποφυλακίζονταν, να έβγαιναν ίσια στο βουνό και να περιμένουν τον τρίτο γύρο». «Και να κάνουν τι στο βουνό;», έκανα με απορία. «Τα λημέρια του ΕΛΑΣ δεν τα πείραξε κανένας. Ακόμα εκεί έλεγαν, μάλλον για να ενθαρρύνουν να βγουν στο βουνό, ότι ο ΕΛΑΣ δεν παρέδωκε, με τη συμφωνία της Βάρκιζας, όλο του τον οπλισμό. Τον πιο καλό τον κράτηξε και τον φύλαξε. Έτσι έλεγαν αυτοί οι τρεις, που δε μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά πράχτορες του κόμματος». «Αυτό είναι ολοφάνερο», σχολίασα. «Να σε ρωτήσω κάτι. Περίπτωση να μη κατεβείς στη Θεσσαλονίκη και να διαβάζεις εδώ υπάρχει; Να κατεβαίνεις μοναχά για τις εξετάσεις». «Όχι, δεν γίνεται. Πρέπει να παρακολουθώ τα μαθήματα, να δίνω εργασίες. Το σκέφτηκα πιο μπροστά από σένα και δεν γίνεται. Αλλιώς ο καθένας θα μπορούσε να σπουδάζει και να παίρνει το πτυχίο από το σπίτι του. Το καλοκαίρι θα έρθω ξανά στο χωριό, για διάβασμα. Αν με θέλεις φυσικά». «Άμα σε τραβήξω μια θα διεις άμα σε θέλω για όχι. Αυτό μην τολμήσεις να το ξανασκεφτείς. Άκου κει άμα σε θέλουμε στο σπίτι! Τέλος πάντων, από χρήματα πώς τα πας;» Έσκυψε το κεφάλι και δεν αποκρίθηκε. Τον έβαλα στην τσέπη του σακακιού του ότι είχα και δεν είχα απάνω μου. «Ό,τι χρήματα θα βγάζω τα πρώτα δυο χρόνια σα δικηγόρος θα στα δίνω για να ξεχρεωθώ», είπε έχοντας ακόμα το κεφάλι του σκυμμένο.

38


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

«Ναι, κοίταξε να μη διαμαρτυρηθούν τα γραμμάτια», είπα χαριτολογώντας. Οι εκλογές έγιναν στις τριανταμία Μαρτίου του 1946. Τα αποτελέσματα όμως θα αργούσαν να βγουν δυο με τρεις μέρες, γιατί ήταν δύσκολο να μαζωχτούν στις Νομαρχίες απ’ όλα τα χωριά στους κάμπους και στα βουνά. Το ραδιόφωνο έλεγε από το πρωί ότι, την προηγουμένη μέρα από τις εκλογές, μια ομάδα από οπλισμένους μπήκε σ’ ένα καφενείο στο Λιτόχωρο, ένα χωριό στις πλαγιές του Ολύμπου, κι αρχίνησε να ρίχνει κατά τον κόσμο, σκοτώνοντας αρκετούς. Η χωροφυλακή έλεγε ότι ήταν μια συμμορία από ληστές και κλέφτες. Εμείς όμως λέγαμε συναμετάξυ μας ότι κάτι άλλο ήταν! Τις εκλογές τις κέρδισε η δεξιά, με πενήντα πέντε στα εκατό. Ο Σοφούλης παραιτήθηκε από πρωθυπουργός και προσωρινά ανάλαβε, για δεκαπέντε μέρες, ένας δικαστικός και κατόπι, αμέσως μετά το Πάσχα, ορκίστηκε ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης. Το ραδιόφωνο έλεγε και ξανάλεγε ότι η Ελλάδα είχε επιτέλους εκλεγμένη κυβέρνηση ύστερα από έντεκα χρόνια! Ο Γιώργος Ακρίτας δεν ήρθε στο σπίτι του για το Πάσχα και φυσικά ούτε και στο χωριό. Οι δικοί του έλεγαν ότι διάβαζε, εμένα όμως η ψυχή μου δέθηκε κόμπος από το φόβο ότι είχε και πάλι μπλεξίματα, για να με το επιβεβαιώσει ο ίδιος, όταν ήρθε στο χωριό στις αρχές Ιουλίου, για να διαβάσει όπως είχαμε συμφωνήσει, και αφού είχε προκηρυχτεί από την κυβέρνηση δημοψήφισμα, που θα γινόταν την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1946, για να αποφασίσει ο Ελληνικός λαός αν θέλει ή όχι τον βασιλιά. «Από τις εκλογές που ’φυγα από δω, μ’ έπιασαν και μ’

39


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

έβαλαν φυλακή τέσσερις φορές, από δέκα μέρες τη φορά», μ’ είπε σα βρεθήκαμε μοναχοί μας. «Οι τελευταίες δυο φορές ήταν απάνω στις εξετάσεις του Ιουνίου κι έτσι δεν έδωσα όλα τα μαθήματα, με αποτέλεσμα να μη μπορώ ν’ αρχίσω εξετάσεις για το πτυχίο το Σεπτέμβριο». «Μη με πεις ότι και πάλι δεν έκανες τίποτα γιατί αυτή τη φορά δε θα σε πιστέψω», έκανα με μία πίκρα να πλημμυρίζει το στόμα μου. «Φυλακή κάθε λίγο και λιγάκι και χωρίς να κάνουμε τίποτα, δε δένει!» «Άμα δεν με πιστεύεις κι εσύ ρε Στέργιο, τότε ποιος περιμένω να με πιστέψει;», έκανε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Βλέποντας ότι δεν αποκρινόμουνα συνέχισε: «Την τελευταία φορά με κράτησαν δώδεκα μέρες. Στις δέκα μέρες μ’ είπαν να παρουσιαστώ στο διευθυντή των φυλακών. Κείνος μ’ είπε ότι αν υπόγραφα μια δήλωση που να αποκήρυττα την κομμουνιστική μου ιδεολογία, θα μ’ άφηνε λεύτερο και ίσως να μη με ξαναενοχλούσαν άλλη φορά. Τον εξήγησα ότι ποτέ δεν ήμουνα κομμουνιστής και ότι θα υπέγραφα οτιδήποτε ήθελε να αποκηρύξω, ακόμα και τη μάνα μου, έφτανε να μ’ άφηναν ήσυχο. Υπόγραψα τη δήλωση και μ’ αφήκαν ύστερα από δυο μέρες». «Τώρα πιστεύω να ησυχάσεις», ήταν το μόνο που μπόρεσα να τον πω. «Έτσι νομίζω κι εγώ, αλλά δεν το πιστεύω. Αφού υπόγραψα τη δήλωση και μέχρι να με αφήκουν, μ’ έλεγαν οι άλλοι κρατούμενοι ότι πολλοί εκεί μέσα υπόγραψαν τη δήλωση κι όμως τους ξανάπιασαν». «Δεν θα έκατσαν καλά ως φαίνεται, γι’ αυτό τους ξανάπιασαν». «Ό,τι και να σε πω, δεν ξέρω. Θα το δούμε στη δικιά μου περίπτωση. Δε θα βγω από το σπίτι όλο το καλοκαίρι. Μονάχα στον κάμπο θα έρχομαι όποτε με χρειάζεσαι».

40


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

«Για να διούμε», έκανα με κάποια ανακούφιση κι ελπίδα να γεννιούνται μέσα μου. «Και μέσα πρέπει να κάθομαι και να κρύβομαι και μάλιστα μακριά από το σπίτι μου. Γιατί τα πράγματα θα ζορίσουν ακόμα πιο πολύ ύστερα από τον καινούριο νόμο6 που βγήκε προτού δυο βδομάδες περίπου». «Τι είναι πάλι αυτός ο νόμος;» ρώτησα όλο ανησυχία τη φορά αυτή. «Εδώ δε μάθαμε τίποτα». «Θα στον εξηγήσω με απλά λόγια. Όποιος στρέφεται εναντίον των αρχών του κράτους ή επιδιώκει τη μεταβολή του εδαφικού καθεστώτος του κράτους, όπως αυτονόμηση περιοχών, τότε η ποινή του θα είναι θάνατος». «Όταν λες αυτονόμηση περιοχών, εννοείς αυτό που έλεγαν οι κομμουνιστές προτού τον πόλεμο, και δεν ξέρω αν το λένε ακόμα και τώρα, για τη Μακεδονία;» «Ναι, αυτό ακριβώς. Ακόμα», συνέχισε ο Γιώργος, «όσοι παίρνουν μέρος σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, για τις οποίες δεν δόθηκε άδεια να γίνουν, η ποινή θα είναι τρεις μήνες φυλακή. Όσοι παίρνουν μέρος σε συγκεντρώσεις χωρίς την άδεια της χωροφυλακής και αντιδρούν στη διάλυσή τους, τότε η ποινή θα είναι έξι μήνες φυλακή. Στη Νότια Ελλάδα τις υποθέσεις θα τις δικάζουν τα κανονικά δικαστήρια, ενώ στη Βόρεια Ελλάδα τα έκτακτα στρατοδικεία, οπότε καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει». «Εγώ το καταλαβαίνω, εσύ όμως το καταλαβαίνεις ότι άμα δεν κρυφτείς και στου βοδιού το κέρατο μέσα, θα σαπίσεις στη φυλακή;»

Πρόκειται για το Γ ΄Ψήφισμα «Περί Εκτάκτων Μέτρων Αφορώντων την Δημοσίαν Τάξιν και Ασφάλειαν», ΦΕΚ 197 Α/18 Ιουνίου 1946.

6

41


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ο Γιώργος έφυγε από το χωριό για το σπίτι του στα Σέρρας, το Σαββάτο τριανταμία Αυγούστου, την παραμονή που θα γινόταν το δημοψήφισμα, αν θα γυρίσει ή όχι ο βασιλιάς. Θα ψήφιζε στα Σέρρας, στον τόπο του, θα ’μενε στο σπίτι του καμιά βδομάδα και κατόπι θα ’φευγε για τη Θεσσαλονίκη, να συνεχίσει τις σπουδές του. Όλο το καλοκαίρι δεν βγήκε σχεδόν καθόλου όξω, δεν ανταμώθηκε με κανέναν, ούτε και μ’ αυτούς που ’μασταν μαζί ντουρντουβάκια, και προπαντός με το Γιώργη Παλάζη. Οι κομμουνιστές, σ’ όλη την προεκλογική περίοδο για το δημοψήφισμα, είχαν φάει τα λυσσιακά τους για να μη γυρίσει ο βασιλιάς. Παντού φώναζαν και διαλαλούσαν ότι δεν τον χρειαζόμαστε τον ξενόφερτο βασιλιά, ότι μπορούσαμε μια χαρά να κυβερνηθούμε κι από μοναχοί μας. Και σ’ αυτό το τελευταίο ίσως και να είχαν δίκιο. Στην αρχή ακούστηκε σαν διάδοση, ότι στα χωριά που ήταν στα ριζά των βουνών, πάνω από το χωριό μου, ξεπετάγονταν άξαφνα μέσα από τα καπνά, τις νύχτες, έτσι όπως έσπαζε1 ο κόσμος, οπλισμένοι κι έκαναν προπαγάντα για 1

Σπάω τα καπνά: μαζεύω τα γινομένα φύλλα του καπνού. 42


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

να ψηφίσουν να μη γυρίσει ο βασιλιάς. Όταν όμως αυτό έγινε τρεις φορές και στο χωριό, σε χωράφια που ’ταν από την απάνω μεριά και δίπλα στο λάκκο2 που κατέβαινε από το βουνό και περνούσε όξω από το χωριό του Αγίου Πνεύματος, τότες φοβηθήκαμε όλοι. Ευτυχώς που τέλειωναν τα καπνά και δεν θα χρειαζόταν να πάμε νύχτα στα χωράφια. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, ήταν τρομαχτικό εκεί που μια οικογένεια, έσπαζε το καπνό της να ξεπετάγονται μπροστά της ξαφνικά οπλισμένοι, μέσα στη σκοτίδα της νύχτας. Στο δημοψήφισμα, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Δεύτερος πήρε το εξήντα οχτώ στα εκατό από τους ψήφους και γύρισε στην Αθήνα στις είκοσι πέντε του ίδιου μήνα, το Σεπτέμβριο του 1946. Όμως την άλλη μέρα από το δημοψήφισμα και κάθε μέρα, τα ραδιόφωνα στο χωριό, που τώρα έγιναν πολλά γιατί έφεραν όλα τα καφενεία, έλεγαν και ξανάλεγαν ότι οπλισμένες ομάδες έκαναν επιθέσεις σε μικρές πόλεις και χωριά. Χτυπούσαν τους σταθμούς της χωροφυλακής και τις αποθήκες της ΟΥΝΡΑ, σκότωναν όποιον αντιστεκόταν, ξεσήκωναν ό,τι είχαν και δεν είχαν οι αποθήκες κι έφευγαν. Τα ραδιόφωνα τη μια τους ονόμαζαν αντάρτες, την άλλη ληστοσυμμορίτες και τελευταία κομμουνιστοσυμμορίτες. Η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει όλη αυτή την κατάσταση, γιόμιζε τις φυλακές με κομμουνιστές, τους έστελνε εξορία. Στο χωριό δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όλοι οι κομουνιστές ήταν εκεί και δούλευαν στα χωράφια τους, χωρίς να πολυφαίνονται όμως. Εχτός από το Νίκο Καζακίδη, που χάθηκε ξαφνικά προτού από πολύ καιρό και κανένας δεν ήξερε πού ήταν. Στα Σέρρας που πήγα για δουλειές και πέρασα από το ραφείο του πατέρα του Γιώργου, μ’ είπε ότι έπιασαν μερικούς Σερραίους και τους έστειλαν εξορία σε διάφορα νησιά. 2

Λάκκος: ξεροπόταμος. 43


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Ο βασιλιάς γύρισε, οι επιθέσεις όμως των κομμουνιστοσυμμοριτών, όπως καθαρά τους ονόμαζαν πια στα ραδιόφωνα, δεν σταμάτησαν. Απεναντίας γίνονταν παντού και κάθε μέρα. Στις δεκατέσσερις Οκτωβρίου, το γιόμα, κι ενώ ετοιμαζόμουνα να φύγω από το καφενείο για το σπίτι προτού να σκοτεινιάσει, με ζύγωσε ο κλητήρας της κοινότητας και μ’ είπε να πάω την άλλη μέρα το πρωί στην κοινότητα. «Ποιος με θέλει και τι με θέλει;» τον ρώτησα. «Δεν ξέρω. Εμένα ο γραμματέας μ’ είπε να σας ειδοποιήσω έναν-έναν». «Είναι κι άλλοι;» «Καμιά τριανταριά». Κατάλαβα ότι θα ξαναγινόταν η Εθνοφυλακή. Την άλλη μέρα που πήγαμε στην κοινότητα, ήταν μονάχα ο κλητήρας που μας είπε να πάμε στο σχολείο. Στην πρώτη τάξη, όπου μαζωνόμασταν σαν ήμασταν στην Εθνοφυλακή, ήταν ο διοικητής του σταθμού χωροφυλακής της Πεντάπολης, ανθυπασπιστής Νίκος Παπαγεωργίου, δυο χωροφυλάκοι, ένας ανθυπολοχαγός του στρατού και ο γραμματέας της κοινότητας. Στη γωνία ήταν ένας κούπος3 όπλα και στρατιωτικά σακίδια. «Σας φωνάξαμε σήμερα εδώ», αρχίνησε να λέει ο διοικητής όταν σταμάτησαν νάρχονται άλλοι, «για να σας κάνουμε ΜΑΥδες». «Τι Μάηδες και Απρίληδες!», είπε φωναχτά ο Νίκος Οικονόμου. Γελάσαμε τρανταχτά όλοι, εχτός από τον διοικητή που συνέχισε να λέει: «Διοικητής των ΜΑΥδων θα είναι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Αγγελούσης, που θα σας τα εξηγήσει όλα». Έκανε μια δρασκελιά μπροστά ο έφεδρος ανθυπολοχα3

Κούπος: σωρός. 44


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

γός, μέτριο μπόι, μαυριδερός. Τέντωσε κατά κάτω το στρατιωτικό του χιτώνιο κι αρχίνησε να μιλά: «Η λέξη ΜΑΥδες δεν προέρχεται από το μήνα Μάιο, αλλά από τις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, που για συντομία τις λέμε ΜΑΥ. Όλοι ξέρουμε ότι οι κομμουνιστοσυμμορίτες επιτίθενται παντού και ξαφνικά. Βρισκόμαστε καθαρά σε εμφύλιο πόλεμο, σε ανταρτοπόλεμο. Ο στρατός δεν μπορεί να βρίσκεται παντού, σε όλα τα χωριά, εκεί που οι αντάρτες έχουν αποφασίσει και σχεδιάσει να χτυπήσουν. Η χωροφυλακή δεν έχει τόσες δυνάμεις για να μπορέσει να τους αντιμετωπίσει. Πάρτε για παράδειγμα το σταθμό χωροφυλακής της Πεντάπολης. Είναι ο Διοικητής του και άλλοι έξι όλο κι όλο χωροφύλακες, με αρμοδιότητα σε τρία χωριά, στην Πεντάπολη, στο δικό σας το χωριό, το Χρυσό, και στην Τούμπα. Τι να πρωτοφυλάξουν και πώς να το φυλάξουν. Το μόνο που κάνουν προς το παρόν είναι να βρίσκονται κάθε βράδυ μέσα στο σταθμό, ώστε σε περίπτωση που οι αντάρτες επιτεθούν, να είναι όλοι μαζί για να μπορέσουν να τους αποκρούσουν. Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση αποφάσισε να δημιουργήσει τους ΜΑΥδες. Μία μονάδα σε κάθε χωριό. Η επιλογή γίνεται ανάλογα με τα πολιτικά φρονήματα του καθενός και νομίζω ότι όλοι καταλαβαίνετε ότι δεν πρόκειται να διαλέξουμε και να βάλουμε στους ΜΑΥδες κάποιον για τον οποίο θα υπάρχουν και οι παραμικρές αμφιβολίες ότι δεν είναι πέρα για πέρα εθνικόφρονας. Θα πάρετε από ένα όπλο κι από ένα σακίδιο με σφαίρες. Η αποστολή σας θα είναι να φυλάγετε το χωριό σας να μη το χτυπήσουν οι αντάρτες. Αν κάποιος από σας δεν θέλει ή νομίζει ότι δεν θα τα καταφέρει, μπορεί να σηκωθεί και να το δηλώσει άφοβα Ξέρουμε τα φρονήματά σας, αφού με βάση αυτά σας διαλέξαμε, δεν θα σας παρεξηγήσουμε. Να ξέρετε όμως πως αν όλοι πουν όχι, τότε οι

45


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

αντάρτες θα συνεχίσουν να μπαίνουν άφοβα στα χωριά, ν’ αρπάζουν τις περιουσίες μας, θα σκοτώνουν τους δεξιούς. Ησυχία απλώθηκε μέσα στην τάξη. Όλοι κοιτάζαμε λόγυρα με χαμηλοματιές. Ανάλαβα να μιλήσω. «Πώς θα γίνει αυτή η δουλειά;» ρώτησα. «Είναι πολύ δύσκολη και επικίνδυνη για όλους μας για να γίνει έτσι στα πρόχειρα. Πρώτα απ’ όλα θέλει στρατιωτική οργάνωση και εκπαίδευση. Κι ύστερα αυτά τα όπλα είναι καινούριος τύπος, εγώ τουλάχιστον δεν τα ’χω ξαναδιεί». «Θα σας τα εξηγήσω όλα, με τη σειρά», αποκρίθηκε ο ανθυπολοχαγός. «Πρώτα απ’ όλα με τα όπλα. Πράγματι είναι καινούριος τύπος. Είναι τα Μ-1, αμερικάνικα. Θα σας δείξουμε πώς λειτουργούν. Όπως σας είπα και προηγουμένως, θα πάρετε όλοι από ένα όπλο κι από ένα σακίδιο. Το κάθε σακίδιο έχει είκοσι γεμιστήρες και η κάθε γεμιστήρα από δέκα σφαίρες. Τα όπλα είναι επαναληπτικά, δεν χρειάζεται να οπλίζουμε σε κάθε βολή. Τώρα οπλίζουμε μία φορά και τραβώντας τη σκανδάλη οι σφαίρες φεύγουν μίαμία, μέχρι ν’ αδειάσει η γεμιστήρα. Επαναλαμβάνω, θα σας δείξουμε τώρα, εδώ, τη λειτουργία του και κατόπι, αφού τα πάρετε ένας-ένας ή πολλοί μαζί, θα βγείτε στα χωράφια ή καλύτερα στ’ αμπέλια για να αδειάστε ο καθένας από δυο γεμιστήρες, για να τα μάθετε και να τα συνηθίστε. Στη συνέχεια θα τα πάρετε στα σπίτια σας, γεμάτα με κλειστή την ασφάλεια. Μ’ αυτά θα κοιμάστε, μ’ αυτά θα πηγαίνετε στα χωράφια σας, μ ’αυτά στον ώμο θα τα οργώνετε, μ’ αυτά απάνω σας θα κάνετε όλες τις δουλειές σας. Δεν θα τα παίρνετε μαζί σας στα καφενεία και φυσικά ούτε και στην εκκλησία. Κάθε νύχτα θα διανυκτερεύει στο χωριό, στην κοινότητα, ένας χωροφύλακας. Εσείς είστε τριάντα άτομα. Θα χωριστείτε σε τρεις ομάδες, από δέκα άτομα η κάθε ομάδα, και κάθε τρεις μέρες, μόλις θα σκοτεινιάζει για τα

46


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

καλά, μία ομάδα θα πηγαίνει στην κοινότητα, θα βρίσκει το χωροφύλακα και μαζί θα αποφασίζετε πού θα φυλάξτε, στην κοινότητα, εδώ στο σχολείο που είναι οι αποθήκες της UNRA, στο δημόσιο δρόμο, ή όπου εσείς νομίζετε ότι πρέπει να φυλάξτε για να εμποδίστε τους αντάρτες να επιτεθούν στο χωριό». «Αυτό φυσικά, για να μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, από αύριο κιόλας, θα το μάθει όλο το χωριό και πρώτοι από όλους οι αριστεροί», τον έκοψε ο Γιάννης Θαλάσσης. «Θα το μάθουν και πρέπει να το μάθουν για να ξέρουν ότι το χωριό, όπως και τ’ άλλα χωριά έχουν τη δική τους άμυνα», είπε ο ανθυπολοχαγός. «Και ποιος μας λέει εμάς ότι οι αριστεροί δεν θα μας παρακολουθούν τα βράδια καθώς θα βγαίνουμε οπλισμένοι από τα σπίτια μας ή καθώς θα πηγαίνουμε να φυλάξουμε εκεί που έχουμε διαλέξει να φυλάξουμε, να μας στήσουν καρτέρι και να μας πιάσουν σαν τα ποντίκια ή και να μας στήσουν καμιά ενέδρα και να μας καθαρίσουν;» ρώτησε πάλι ο Γιάννης Θαλάσσης. «Μαζί με το χωροφύλακα θα είσαστε έντεκα άτομα», είπε ο διοικητής του σταθμού χωροφυλακής τούτη τη φορά. «Οπωσδήποτε, αν δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση, δεν θα καθίστε με σταυρωμένα τα χέρια. Ακούγοντας οι άλλοι είκοσι τους πυροβολισμούς, θα τρέξουν αμέσως για βοήθεια. Πρέπει να το χωνέψουμε, είμαστε σε πόλεμο με τους κομμουνιστοσυμμορίτες. Κι έπειτα, αν έτυχε να παρατηρήσετε, μόλις σκοτεινιάσει, όλος ο κόσμος μαζεύεται στα σπίτια του και πρώτοι απ’ όλους οι αριστεροί. Αν και αυτούς δεν είναι να τους έχει κανείς εμπιστοσύνη. Μπορεί να μπαίνουν στα σπίτια τους κι ύστερα από λίγο να ξαναβγαίνουν. Θέλει κανένας άλλος να ρωτήσει τίποτα;» Κανένας δεν είχε απορίες.

47


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Ποιος είναι ο Στέργιος Αλεξανδρής;» ρώτησε ο ανθυπολοχαγός. «Εγώ είμαι», αποκρίθηκα. «Γιατί ρωτάς;» «Θα σ’ εξηγήσω. Μιας και ήσουνα λοχίας στο στρατό, θα είσαι ο αντικαταστάτης του χωροφύλακα, όταν για οποιοδήποτε λόγο δεν θα μπορεί να έρχεται από την Πεντάπολη εδώ». «Και πώς θα ξέρω εγώ ότι ο χωροφύλακας δεν θα ’χει έρθει;» «Θα βρίσκω κάποιο τρόπο να ειδοποιώ την κοινότητα Αλλά κι εσύ, κάθε απόγευμα που θα βγαίνεις στο καφενείο, να περνάς από την κοινότητα για να βλέπεις αν ο χωροφύλακας έχει έρθει ή όχι». Μας μοίρασαν τα όπλα. Ο γραμματέας της κοινότητας σημείωνε τον αριθμό του όπλου που παίρναμε δίπλα στο όνομά μας, όπου και υπογράφαμε. Στη συνέχεια, όλοι μαζί, πήγαμε στο ξωκλήσι τ’ Αη Βασίλη, όπου μας έδειξαν πώς λειτουργεί το καινούριο όπλο. Κατόπι, ξαπλώσαμε καταγής, μπρούμυτα, κι αδειάσαμε από μια γεμιστήρα, κατά πέρα στ’ αμπέλια της Μπαΐρας. Τη δεύτερη γεμιστήρα θα την αδειάζαμε από μοναχοί μας την άλλη μέρα. Φυλάγαμε η κάθε δεκάδα ανά τρεις νύχτες, πότε στην κοινότητα, πότε στο σχολείο και πότε όξω στον κάμπο, σε διαφορετικό μέρος κάθε βράδυ και πάντοτε στα βορινά του χωριού, αφού από κει, τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα πιο πάνω, αρχινούσε το βουνό, ο Μπόζνταγας4, και λογικά από κει θα κατέβαιναν οι αντάρτες. Καπνίζαμε απανωτά τσιγάρα, λέγαμε αστεία, λαγοκοιμόμασταν, απαγορευόταν να πιούμε οτιδήποτε πιοτό. Τα κρύα δεν είχαν σφίξει ακόμα, τη βγάζαμε τυλιγμένοι με τις πολυφορεμένες στρατιωΜπόζ Νταγ: έτσι ονόμαζαν οι Τούρκοι το βουνό Μενοίκιο στο Νομό Σερρών. 4

48


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

τικές μας χλαίνες. Δεν ξέραμε τι θα κάναμε αργότερα, σα θα χειμώνιαζε. Παραμονή τ’ Αη Δημήτρη κι ενώ ήμουνα στην αυλή του σπιτιού, άκουσα χτυπήματα στην αυλόπορτα. Ήταν ο Γιώργης Παλάζης. Σφίχτηκε η ψυχή μου σαν τον είδα. «Πώς κι έτσι Γιώργη, σκόλασε το πανεπιστήμιο;» τον ρώτησα ενώ κατά βάθος ήξερα ότι θα μ’ έλεγε για τον Γιώργο Ακρίτα. «Όχι, εγώ τέλειωσα με τα μαθήματα του τετάρτου έτους και τον Φεβρουάριο αρχίζω πτυχίο. Επειδή όμως τα έξοδα για να μένω στη Θεσσαλονίκη είναι πολλά και δεν βγαίνουν, ήρθα να διαβάζω εδώ και να κατεβαίνω μονάχα για να δίνω εξετάσεις». «Μπράβο φίλε μου, μπράβο, χαίρομαι που τα καταφέρνεις». «Έχω νέα από τον Γιώργο Ακρίτα. Άσκημα νέα…» Τώρα ήταν που το σφίξιμο στην ψυχή μου έγινε κόμπος. «Τι έκανε πάλι;» ρώτησα ξέψυχα. «Δεν ξέρω τι έκανε, όλον αυτόν τον καιρό δεν τον είδα καθόλου. Προχτές όμως, μια μέρα προτού να φύγω από τη Θεσσαλονίκη, τον είδα πάνω σ’ ένα ανοιχτό στρατιωτικό αυτοκίνητο, μαζί με καμιά δεκαριά άλλους, που τους φύλαγαν άλλοι τόσοι οπλισμένοι χωροφύλακες. Δεν ξέρω πώς με είδε και φώναξε: “Γιώργη, πες στο Στέργιο, φυλακές Διαβατών, έξι μήνες”». «Σκατά κι απόσκατα!» έκανα απελπισμένος. «Ειλικρινά, δεν ξέρω τι έκανε», είπε ο Γιώργης σαν να απολογιόταν ότι εκείνος έφταιγε. «Πού στο καλό είναι τα Διαβατά;» ρώτησα. «Έξω από τη Θεσσαλονίκη, περνά το τρένο από κει». «Εντάξει, σ’ ευχαριστώ πολύ». «Στέργιο, κοίταξε να μη μπλέξεις σ’ αυτήν την ιστορία,

49


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

οι μέρες είναι πολύ παράξενες. Ούτε κι εμένα θέλω ν’ ανακατέψεις». «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σε ανακατέψω. Μη φοβάσαι, θα προσέχω». Μέχρι τα τότες, στην Ελένη , στον πατέρα μου και στη μάνα μου, δεν είχα πει τίποτα κι ότι τυχόν ήξεραν ήταν από αυτά που από μοναχοί τους υποψιάζονταν. Τώρα όμως δεν μπορούσα να μην τους πω την αλήθεια. Η ιδέα να πάω στα Διαβατά για να τον διω, καρφώθηκε στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή. Για να κάνω όμως κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν να λείψω από το χωριό και το σπίτι ίσως και για μέρες. Κι έτσι το μεσημέρι που καθίσαμε για φαγητό κι η Ελένη με ρώτησε τι με γύρευε ο Γιώργης Παλάζης κι ήρθε στο σπίτι, τους είπα όλη την αλήθεια. «Εγώ σαν κάτι να υποψιάστηκα αλλά δε μπορούσα να το πιστέψω», είπε ο πατέρας μου σαν τέλειωσα. «Όμως ένα δε μπορώ να καταλάβω. Ο Αποστόλης, ο πατέρας του, δεξιός με τα όλα του. Πώς είναι δυνατό να έβγαλε γιο κομμουνιστή!» «Ο Γιώργος, πατέρα, δεν είναι κομμουνιστής», τον έκοψα. «Ένα μπέρδεμα είναι όλο». «Ένα μπέρδεμα κι άιντε να το ξεμπερδέψεις τώρα», ξανάπε ο πατέρας μου. «Εγώ σκέφτομαι να πάω να τον διω εκεί που είναι, στις φυλακές των Διαβατών», είπα. «Και πού είναι τα Διαβατά, ξέρεις κατά πού πέφτουν;» με ρώτησε ο πατέρας μου. «Ναι, μ’ είπε ο Γιώργης ο Παλάζης. Είναι ένα χωριό όξω από τη Θεσσαλονίκη. Περνά και το τρένο από κει». «Κοντά είναι, όμως πρέπει να το σκεφτούμε πολύ καλά», είπε ο πατέρας μου. «Γιατί άμα γίνει κανένα μπέρδεμα και με σένα, τότες είναι που θα τρέχουμε και δε θα φτάνουμε. Γι’ αυτό

50


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

λέω να το σκεφτούμε, να τα μετρήσουμε όλα από την αρχή». «Ό,τι και να γίνει πατέρα, εγώ νομίζω ότι πρέπει να βοηθήσουμε όσο μπορούμε για να ξεμπλέξει ο Γιώργος», κι ήταν η Ελένη που μίλησε τούτη τη φορά για να με δώκει θάρρος και κουράγιο μαζί. «Θα πάω στην Πεντάπολη, να τα μιλήσω με το σταθμάρχη της χωροφυλακής και με τον ανθυπολοχαγό», είπα. «Αυτοί κάτι παραπάνω θα ξέρουν να με πουν». «Αυτό μάλιστα», είπε ο πατέρας μου με κάποια ανακούφιση. «Και στους δικούς του, στον πατέρα του και στη μάνα του, πότε θα το πούμε;» «Άσε, να διω πρώτα τον ίδιο, να μιλήσω μαζί του και μετά βλέπουμε», αποκρίθηκα. Καβαλίκεψα τ’ Αστροπελέκι και σ’ ένα τέταρτο ήμουνα στην Πέντάπολη, στο σταθμό της χωροφυλακής. Ο διοικητής ξαφνιάστηκε σα μ’ είδε και φώναξε αμέσως τον ανθυπολοχαγό των ΜΑΥ, να έρθει κι αυτός στο γραφείο του. Σε ’μένα έκανε νόημα να καθίσω στη μια από τις δυο καρέκλες που ήταν μπροστά από το γραφείο του. «Πώς από δω, Στέργιο, έγινε τίποτα στο χωριό;», με ρώτησε με φανερή ανησυχία, τη στιγμή που ο ανθυπολοχαγός έμπαινε στο γραφείο του. Ο ανθυπολοχαγός μ’ έσφιξε το χέρι μου κι έκατσε στην άλλη καρέκλα, απέναντί μου. Τους εξήγησα το λόγο που πήγα εκεί. «Δεν νομίζω να τον έχουν βάλει μέσα, και μάλιστα για έξι μήνες, χωρίς να έχει κάνει τίποτα», σχολίασε ο διοικητής σαν τέλειωσα. «Έκανε μια βλακεία από την αρχή. Όταν το κατάλαβε ήταν πολύ αργά. Από τότε κάθεται ήσυχα. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, μα και πέρσι το καλοκαίρι, τον είχα στο

51


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

σπίτι μου στο χωριό, διάβαζε μέρα και νύχτα, ούτε κι έξω δεν έβγαινε, δεν έκανε τίποτα. Αν έκανε οτιδήποτε, νομίζω ότι η χωροφυλακή και ειδικά εσύ, ο διοικητής, θα ήσουνα από τους πρώτους που θα το μάθαινες». «Αυτό να με πεις», έκανε ο διοικητής. «Όμως, σ’ επαναλαμβάνω ότι κάτι θα ’κανε για να τον πιάσουν και να τον κλείσουν μέσα για έξι μήνες. Το πιο απλό; Να ήταν σε καμιά από αυτές τις συγκεντρώσεις, που κάνουν οι φοιτητές χωρίς την άδεια της χωροφυλακής, να μη διαλύθηκαν όταν τους διέταξαν και να τον έπιασαν». «Φεύγοντας από το χωριό μ’ είχε υποσχεθεί ότι δεν θα πήγαινε σε συγκεντρώσεις. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι πάτησε τις υποσχέσεις του, έχει τόσο μεράκι κι ανάγκη να πάρει το πτυχίο του». «Και πώς το ξέρουμε ότι δεν πήγε, τότε γιατί να τον πιάσουν;» ρώτησε ο ανθυπολοχαγός των ΜΑΥ τη φορά αυτή. «Αυτό προσπαθώ να μάθω. Γι’ αυτό σκέφτομαι να πάω να τον επισκεφτώ στις φυλακές που είναι κι ήρθα να πάρω τη γνώμη σας». «Αν θέλεις την άποψή μου, εγώ θα σ’ έλεγα να μην πας», είπε ο διοικητής. «Κι εγώ έτσι νομίζω», είπε ο ανθυπολοχαγός. «Βρισκόμαστε σε μια εποχή, σε μια τέτοια κωλοκατάσταση, που μαζί με τα ξερά καίγονται και χλωρά. Υπάρχει φόβος εκεί που θα πας να σε χαραχτηρίσουν και σένα κομμουνιστή και έλα μετά να καθαρίσεις. Οι διαταγές που μας έρχονται, η μια πίσω από την άλλη, μας λένε ότι με την παραμικρή υποψία που έχουμε για κάποιον, να τον χαρακτηρίζουμε αμέσως σαν κομμουνιστή και να μπαίνει σε παρακολούθηση. Κι επειδή η δύναμη της χωροφυλακής δεν φτάνει, αυτήν τη δουλειά, θα την αναλάβουν οι ΜΑΥδες. Για το λόγο αυτό διαλέξαμε από το χωριό σου για ΜΑΥδες άλλα είκοσι

52


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

άτομα για να κάνετε κι αυτή τη δουλειά. Σε δυο-τρεις μέρες θα σας συγκεντρώσουμε για να σας δώσουμε τις τελικές οδηγίες». «Χαφιεδισμός και καρφώματα αναμεταξύ μας», παρατήρησα κουνώντας το κεφάλι μου. «Κοίταξε Στέργιο, πρέπει να προλάβουμε τα χειρότερα», συνέχισε ο ανθυπολοχαγός κοιτάζοντάς με κατάματα. «Δεν λέμε σε σας τους ΜΑΥδες, και πολύ περισσότερο σε όλον τον κόσμο, όλες τις πληροφορίες και όλες τις αναφορές που μας έρχονται, για να μη σας τρομοκρατήσουμε ή για να μην αρχινήσουν εκδικήσεις εκεί που δεν χρειάζεται. Φαντάζεσαι τι μπορεί να γίνει σε κάθε χωριό αν τους διαδώσουμε τις εκτιμήσεις τόσο του στρατού όσο και της χωροφυλακής ότι οι αντάρτες που επιτίθενται στα χωριά και στις πόλεις βοηθιούνται και κατευθύνονται από μέσα; Έχουμε καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα, γιατί παντού χρησιμοποιούν την ίδια μέθοδο. Μικρές ομάδες, από είκοσι το πολύ τριάντα αντάρτες, μπαίνουν σε χωριά και μικρές πόλεις που έχουν σταθμούς χωροφυλακής, ταυτόχρονα και συντονισμένα και από πολλές μεριές. Αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει αν δεν υπάρχει βοήθεια, σχεδιασμός και κατεύθυνση από μέσα. Πυροβολώντας φτάνουν με μεγάλη ευκολία, σαν να ζουν στο χωριό και στην πόλη και ξέρουν τους δρόμους, στο σταθμό χωροφυλακής. Αν νικήσουν, τότε σφάζουν τον διοικητή, τον σφάζουν Στέργιο δεν τον σκοτώνουν, σκοτώνουν τους χωροφύλακες κι όσους δεξιούς πιάνουν, και εξαφανίζονται αφού πάρουν μαζί τους όσα τρόφιμα και ρούχα μπορούν. Και ποιος μας λέει ότι αυτό που κάνουν τώρα στους σταθμούς χωροφυλακής δεν θα το κάνουν σε λίγο σε όλα τα χωριά στα σπίτια των εθνικοφρόνων; Κι ύστερα από αυτά η κυβέρνηση πολύ σωστά σκέφτηκε να τους παρακολουθούμε, αντί να εξαπο-

53


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

λύσουμε εναντίον τους διωγμό οπότε το κακό θα γενικευτεί και δεν θα προλαβαίνουμε να θάβουμε σκοτωμένους κι από τις δυο μεριές. Γι’ αυτό σε λέω ότι αυτή η παρακολούθηση δεν είναι ούτε χαφιεδισμός ούτε κάρφωμα. Είναι ένας ακόμα τρόπος για να προστατευτούμε». «Καταλαβαίνω. Εσείς βέβαια ξέρετε πιο πολλά από εμάς, αφού όπως είπες δεν τα μαθαίνουμε όλα. Με τον φίλο μου όμως, τον Γιώργο Ακρίτα, τι θα κάνουμε;» τον ρώτησα σαν να ήταν αυτό πιο σοβαρό θέμα από αυτά τα δύσκολα που μ’ έλεγε ο ανθυπολοχαγός. «Εσύ εκεί, στα δικά σου, δε θέλεις να καταλάβεις. Από την αρχή ακόμα που μπήκες δω μέσα, στο ξεκαθάρισα ότι πάντα υπάρχει ο φόβος να σε χαραχτηρίσει κάποιος κομμουνιστή», αποκρίθηκε ο διοικητής του σταθμού χωροφυλακής τη φορά αυτή, κοιτάζοντας μια εμένα και μια τον ανθυπολοχαγό. «Όπως λόγου χάρη, εκεί στις φυλακές των Διαβατών που θέλεις να πας και να επισκεφτείς κάποιον που τον έκλεισαν μέσα γιατί είναι με τους κομμουνιστές». «Σας το ξαναλέω ότι δεν είναι κομμουνιστής», αντέδρασα. «Αυτό το λες εσύ», αντέδρασε ο διοικητής. «Τα γεγονότα όμως άλλα δείχνουν. Να σε πω εγώ τι θα γίνει μόλις σε πάρουν τα στοιχεία σου στις φυλακές των Διαβατών; Θα τα στείλουν παντού με την ένδειξη ότι είσαι κι εσύ κομμουνιστής, γιατί για να επισκέφτεσαι ένα φυλακισμένο κομμουνιστή, με τον οποίο δεν έχεις συγγενική σχέση αλλά φιλική, το ίδιο θα είσαι κι εσύ». «Νομίζω όμως ότι τον τελευταίο λόγο σε μια τέτοια περίπτωση θα τον έχεις εσύ», τον είπα. «Αυτό είναι γεγονός. Εγώ θα είμαι αυτός που τελικά θα σε χαραχτηρίσω κομμουνιστή ή όχι». «Εσύ όμως ξέρεις την αλήθεια. Με ξέρεις τι είμαι και τι δεν είμαι».

54


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

«Αυτό είναι αλήθεια». «Θα σε προτείνω κάτι κι άμα νομίζεις ότι είναι σωστό το κάνεις», είπα. «Λέω να με δώσεις ένα χαρτί, με βούλες και υπογραφές, που να λέει ότι είμαι εθνικόφρονας και να το δείχνω σε όλους που θα με υποψιάζονται ότι είμαι κομμουνιστής. Έτσι δε θα χρειαστεί να κάνουν τον κόπο να με χαραχτηρίσουν αυτοί κομμουνιστή». Τον είδα να το σκέφτεται. Στο τέλος είπε στον ανθυπολοχαγό: «Σαν καλή ιδέα με φαίνεται». «Κι εγώ έτσι νομίζω», αποκρίθηκε εκείνος. «Πώς λένε τον πατέρα σου;» με ρώτησε. «Αλέξανδρο». Σηκώθηκε και πήγε στο απέναντι γραφείο. Τον άκουγα που έλεγε στον χωροφύλακα: «Γράψε στη γραφομηχανή: “Ο φέρων το παρόν έγγραφο, Στέργιος Αλεξανδρής του Αλεξάνδρου, εκ Χρυσού Σερρών, διέπεται εξ υγιών εθνικοφρόνων πολιτικών φρονημάτων και είναι επικεφαλής της ΜΑΥ του χωριού του”». Το ’φερε στο γραφείο του κι όπως ήταν ακόμα όρθιος, το υπόγραψε κι έβαλε τη σφραγίδα. «Πάρτο κι ο Θεός βοηθός», μ’ είπε δίνοντάς το με. «Ευχαριστώ πολύ, διοικητά. Θα φύγω αύριο το πρωί για τη Θεσσαλονίκη και δε νομίζω ότι θα κάνω πάνω από δυο μέρες. Και δε νομίζω, ανθυπολοχαγέ, να γίνει με τους ΜΑΥδες κανένα πρόβλημα επειδή θα απουσιάζω εγώ». «Μη στεναχωριέσαι, θα τα κανονίσω όλα εγώ», είπε ο ανθυπολοχαγός. «Και τώρα, μια και πας στο χωριό, πάρε μαζί σου και το χωροφύλακα που έχει απόψε υπηρεσία». «Από την αρχή θέλω να σας ρωτήσω και τους δυο κάτι». «Τι πράγμα;» έκανε ξαφνιασμένος ο ανθυπολοχαγός. Έσκυψα κατά τη μεριά τους και τους ρώτησα όσο μπο-

55


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

ρούσα πιο χαμηλόφωνα για μη με ακούσουν οι χωροφυλάκοι που τυχόν θα ’ταν απόξω ’κείνη τη στιγμή. «Δεν υπάρχει φόβος να βρεθεί κανένας από τους χωροφύλακες πετσοκομμένος καταμεσής στο δρόμο έτσι όπως πηγαινοέρχονται μοναχοί τους δυο χιλιόμετρα δρόμο μέσα στον κάμπο από το ’να χωριό στο άλλο;» Φάνηκε ότι το θέμα το είχαν καταλάβει και τους απασχολούσε. Αντάλλαξαν μια ματιά συναμεταξύ τους. «Είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχω», αποκρίθηκε ο διοικητής.» Δεν μπορώ όμως να κάνω τίποτα, γιατί δεν έχω να στέλνω παραπάνω από έναν». «Να το κάνουμε αλλιώς», είπα. «Να σας προτείνω εγώ πώς να γίνεται και άμα το βρείτε σωστό το εφαρμόζουμε». «Σε ακούμε», είπε ο διοικητής. «Κάθε μέρα το συζητάμε εδώ και δε μπορούμε να βρούμε μια λύση». «Αυτό που σκέφτηκα εγώ κατά πρώτον, χωρίς να ξέρω βέβαια ότι δεν το έχετε σκεφτεί κι εσείς μιας και το συζητάτε, είναι να μη πηγαινοέρχονται κάθε μέρα, αλλά μια φορά κάθε Κυριακή». «Αυτό δεν το είχαμε σκεφτεί», είπε ο διοικητής. «Όμως πού θα μένουν εκεί πέρα, τι θα τρώνε, πού θα κοιμούνται, πού θα πλένονται μια βδομάδα ολόκληρη;» «Θα μένουν στην κοινότητα, στο δωμάτιο που μένουν και τώρα όταν έχουν υπηρεσία στο χωριό», αποκρίθηκα «Επίσης στην κοινότητα, στο πίσω μέρος, έχει αποχωρητήριο. Εκεί θα βάλουμε κι ένα νιπτήρα για να πλένονται και να ξουρίζονται. Φαγητό τα μεσημέρια θα τρώνε σ’ ένα από τα καφενεία του χωριού, στου Βαγγέλα του Τούμπαλη, που είναι πιο κοντά στην κοινότητα. Εγώ θα πληρώνω τα έξοδα. Τα βράδια θα συνεννοηθούμε οι ΜΑΥδες, όποιος θα έχει καλό φαγητό στο σπίτι του, να στέλνει κι ένα πιάτο στην κοινότητα, για το χωροφύλακα. Και να διείτε πως όλοι θα κάνουν καλά φαγητά».

56


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

«Λες;» έκανε ο διοικητής. «Τι λέω, έτσι γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Και το σπουδαιότερο, τις Κυριακές που θα είναι να γυρίσει στην Πεντάπολη, θα τον φέρνουν μέχρι τα μισά του δρόμου οι ΜΑΥδες που θα έχουν υπηρεσία το Σαββάτο το βράδυ. Εκεί θα ανταμώνονται με τους ΜΑΥδες από την Πεντάπολη που θα φέρνουν τον άλλο χωροφύλακα. Κι όποιος τολμήσει ας επιτεθεί». «Καλό ακούγεται», είπε με κάποια ανακούφιση ο διοικητής. «Συ, Κώστα, τι λες;» «Και σε μένα φαίνεται ότι θα μας λύσει αυτό το επικίνδυνο πρόβλημα που έχουμε», αποκρίθηκε ο ανθυπολοχαγός. «Τότε να το εφαρμόσουμε και στο άλλο χωριό που είναι στην αρμοδιότητά μας, στην Τούμπα», κατέληξε ο διοικητής. Στο γυρισμό για το χωριό, μιας και ήταν κι ο χωροφύλακας μαζί μου, δεν καβαλίκεψα το άλογο, πήγαινα πεζός, σέρνοντάς το από το καπίστρι. Είπαμε πολλά και διάφορα στο δρόμο. Φτάνοντας στο σπίτι κι ενώ έδενα το άλογο στο αχούρι, ήρθε ο πατέρας μου. Η στεναχώρια του φαινόταν στη θωριά του, στο κόψιμό του όλο. «Πώς και δεν είσαι στο καφενείο;» τον ρώτησα πιο πολύ για να προκάνω τα δικά του ρωτήματα. «Για τα καφενεία είμαστε με τέτοιες στεναχώριες που μας βρήκαν;» αποκρίθηκε βγάζοντας την τραγιάσκα του και σκουπίζοντας το ιδρωμένο του κούτελο με την ανάστροφη της παλάμης του. «Τι απέκαμες εκεί στην Πεντάπολη;» «Μου ’δωκαν ένα χαρτί για να κυκλοφορώ λεύτερα χωρίς να με νομίζουν ότι είμαι κομμουνιστής που θα πάω να τον διω στη φυλακή», αποκρίθηκα και βγάζοντας το χαρτί από τη μέσα τσέπη του σακακιού μου του το ’δωκα αφού πρώτα το ξεδίπλωσα.

57


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Γω το μελέτησα πολύ το πράμα όσο συ ήσαν στην Πεντάπολη», μ’ είπε δίνοντάς με πίσω το χαρτί χωρίς να μπορέσω να καταλάβω ότι πρόκανε να το διαβάσει ολόκληρο με τα λίγα γράμματα που ήξερε. «Είναι πολύ τρανό το κακό για να το κρατήσουμε κρυφό από τους δικούς του», συνέχισε σκουπίζοντας για μια ακόμα φορά τον ίδρωτα από το κούτελό του με την ανάστροφη της παλάμης του. «Πρέπει να τους το μολογήσουμε κι όλοι μαζί να διούμε τι θα κάνουμε». «Φοβούμαι μην πάθουν κανένα κακό σαν το ακούσουν έτσι απότομα. Άσε να περάσει λίγος καιρός, να γυρίσω κι εγώ από τις φυλακές, να διω τι θα μάθω κι από κει και κατόπι πάμε και τους το λέμε». «Ή τώρα ή πιο ύστερα, αν είναι να το πάθουν θα το πάθουν. Γι’ αυτό λέω αύριο, με το χάραμα, να ζέψουμε τ’ άλογα στο κάρο και κατεβαίνουμε μαζί στα Σέρρας. Πάμε βρίσκουμε τον πατέρα του, τον Αποστόλη, του τα λέμε κι ύστερα πας εκεί, πώς το καλό τις λένε αυτές τις φυλακές, κι εγώ γυρίζω πίσω στο χωριό». Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα φτάσαμε στα Σέρρας προτού ακόμα ν’ ανοίξουν τα μαγαζιά. Πήγαμε ίσια στο ραφείο του πατέρα του Γιώργου και τον καρτερούσαμε. Κείνος, έτσι όπως ερχόταν ύστερα από λίγο, ίσως ήταν κι από την ιδέα μου, με φάνηκε ότι κοντοστάθηκε για λίγο σα μας είδε. «Ποιο καλό σας φέρνει από τα χαράματα στα Σέρρας;» μας ρώτησε μόλις ζύγωσε κοντά μας. Από τη σπασμένη φωνή του νόμισα ότι ένοιωσε μια ταραχή. Ίσως να ήταν και από την ιδέα μου, αφού ακόμα δεν ήξερε τίποτα. «Ποιο καλό και ποιο κακό», μουρμούρισε πολύ σιγανά ο πατέρας μου. Τον σκούντηξα ελαφριά με τον αγκώνα μου. Δεν ξέρω

58


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

αν ο πατέρας του Γιώργου είδε την κίνησή μου. Άνοιξε το ραφείο του και μας έκανε τόπο να περάσουμε. «Λοιπόν, Αλέξανδρε, τι νέα;» ρώτησε τον πατέρα μου σαν μπήκε κι εκείνος μέσα. «Τι πάθατε και ήρθατε έτσι πρωί-πρωί;» «Καλύτερα να στα πει ο Στέργιος», είπε ο πατέρας μου κοιτάζοντας κατά τη μεριά μου. Οι υποψίες μου ότι ταράχτηκε που μας είδε κατάλαβα ότι βγήκαν αληθινές, προτού ακόμα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Πονούσα κι εγώ εκείνη τη στιγμή, ίσως το ίδιο με εκείνον, τον πατέρα του. Κι όσο τον έλεγα για το μπλέξιμο του Γιώργου, τόσο θέριευε ο πόνος μέσα μου. «Κι εσύ, Αλέξανδρε, από πότε τα ξέρεις όλα ετούτα;» ρώτησε με σβησμένη φωνή σαν τέλειωσα, κοιτάζοντας τον πατέρα μου με μισόκλειστα μάτια, έτσι όπως δεν θυμάμαι να τον είχα ξαναδιεί στα τόσα χρόνια που τον ήξερα. «Από χτες. Κι εμένα χτες με τα ’πε ο Στέργιος», έκανε το ίδιο στεναχωρημένα ο πατέρας μου χωρίς να σηκώσει το κεφάλι και να τον κοιτάξει. «Λέω... Γιατί άμα τα ’ξερες από την αρχή ακόμα και δεν ήρθες να με τα πεις, θα σε κατεβάσω τον πήχη στο κεφάλι και θα στο ανοίξω στα δύο». Κατάλαβα ότι ο πήχης προοριζόταν για μένα. Όμως για λόγους σεβασμού, ή οτιδήποτε άλλο, ακόμα και σε κείνες τις δύσκολες και τραγικές στιγμές δεν ήθελε να με προσβάλει. «Πότε έχει τρένο, κυρ Αποστόλη, για τη Θεσσαλονίκη;» τον ρώτησα. «Θα έρθω κι εγώ μαζί σου», ήταν η απόκρισή του. «Κυρ Αποστόλη πρέπει να πάω μόνος μου. Άμα έρθεις κι εσύ υπάρχει φόβος να νομίσουν ότι το σπίτι του τα ήξερε όλα και όχι μονάχα δεν τον σταμάτησαν μα και τον ενθάρρυναν να το κάνει, ενώ εμένα δεν θα με κατηγορήσουν για-

59


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

τί έχω το χαρτί από το σταθμάρχη της χωροφυλακής της Πεντάπολης. Το σκέφτηκα και το μελέτησα πολύ. Πιστεύω ότι είναι καλύτερα να πάω μοναχός μου». «Τι τα σκέφτηκες και τα μελέτησες να μη σε πω και σένα τίποτα», φώναξε αγριεμένος. «Τι τα μελέτησες που τόσο καιρό με κρατούσες στα μαύρα σκοτάδια; Αν με το ’λεγες από την αρχή, μπορούσε κάτι να κάναμε, μπορούσε κάτι να βρίσκαμε, κάποια λύση», συνέχισε με το κάτω χείλος του να τρέμει από την ταραχή του. «Είπαμε ότι θα τα κανονίζαμε μοναχοί μας, αναμεταξύ μας», δικαιολογήθηκα με όσο πιο χαμηλή φωνή και με τη στεναχώρια να με κάνει να βάλω τα κλάματα. «Τι αναμεταξύ μας δηλαδή, μοναχός του ήθελε να τα ξεμπλέξει. Δεν ήθελε με τίποτα να σας στεναχωρέσει». «Και μας στεναχώρεσε μια και καλή. Και δε με λέτε τώρα, πώς θα το μάθουν η μάνα του κι οι αδελφές του; Πώς θα το μάθει η μάνα του, που το χέρι της κοντεύει να στραβώσει από τους σταυρούς που κάνει μέρα και νύχτα και που έχει ποτίσει το σπίτι από το θυμίαμα, από το θυμιατό που το ’χει συνέχεια αναμμένο, για να φυλάγει η Παναγιά το παιδί μη πάθει τίποτα κακό από το πολύ το διάβασμα;» «Θα πάμε μαζί, Αποστόλη, να το πούμε στη Φωτούλα», είπε ο πατέρας μου. «Τι μαζί και ξεμαζί. Η στεναχώρια αυτή δεν ξεπερνιέται όσοι και να πάμε να της το πούμε!» «Κι ύστερα, ξέρεις τι σκέφτηκα;» συνέχισε ο πατέρας μου σηκώνοντας για πρώτη φορά τα μάτια του κατά πάνω του. «Να πάμε σ’ αυτόν τον βουλευτή που ψηφίσαμε στις εκλογές, στον Καραμανλή. Να τον παρακαλέσουμε να μεσολαβήσει να βγει ο Γιώργος από τη φυλακή. Να τον εξηγήσουμε πώς έχουν τα πράματα. Τι στο καλό τον ψηφίσαμε. Όμως ο Στέργιος πρέπει να φύγει, να προκάνει το τρένο».

60


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

«Ας φύγει», έκανε με ολοφάνερη στεναχώρια. Έφυγα για το σταθμό χωρίς καλά-καλά να τους χαιρετήσω. Πήγα μέχρις εκεί με τα πόδια. Το τρένο ήρθε ύστερα από κάνα μισάωρο. Βολεύτηκα σ’ ένα βαγόνι με άλλα πέντε άτομα που ήταν κιόλας μέσα. Τους χαιρέτησα κι έκατσα στο κάθισμα που κάθονταν δύο. Δεν ξέρω αν ήταν γνωστοί συναμεταξύ τους, πάντως είχαν τη δικιά τους συζήτηση, δεν πήρα μέρος, είχα το δικό μου πρόβλημα, τις δικιές μου έγνοιες και σκέψεις. Τους άκουσα όμως να λένε ότι προτού λίγες μέρες οι αντάρτες σταμάτησαν ένα τέτοιο τρένο, μπήκαν μέσα κι έκαναν κήρυγμα. Δεν πείραξαν κανένα. Ούτε και τους φαντάρους που ταξίδευαν μ’ αυτό. Τους είπαν όμως ότι άμα τους ξαναπιάσουν, θα τους πάρουν μαζί τους στο βουνό. Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό των Διαβατών ύστερα από τέσσερις και παραπάνω ώρες. Οι φυλακές ήταν στην άλλη άκρια. Κίνησα κατά κει με τα πόδια. Στον ίδιο δρόμο περπατούσαν κι άλλοι, άντρες, γυναίκες, ανήμπορες μάνες. Κατάλαβα ότι κι αυτοί όλοι κατά τις φυλακές πήγαιναν. Έφτασα εκεί κατά τις δυο η ώρα. Σε μια ταμπέλα κολλημένη στην πόρτα της φυλακής έγραφε ότι το επισκεπτήριο ήταν από τις τρεις μέχρι τις πέντε. Πιο μπροστά έπρεπε να δηλώσω τα στοιχεία μου και ποιον ήθελα να διω. Μαζί με την ταυτότητά μου, έδειξα στο χωροφύλακα που κρατούσε τα στοιχεία μου και το χαρτί του σταθμάρχη της χωροφυλακής της Πεντάπολης. «Ποινικός ή πολιτικός κρατούμενος;» με ρώτησε ο χωροφύλακας μόλις τον είπα ποιόν ήθελα να επισκεφτώ. «Δηλαδή;» «Τι δηλαδή;» έκανε σχεδόν νευριασμένα ο χωροφύλακας. «Γιατί είναι μέσα; Έκλεψε, σκότωσε ή για πολιτικούς λόγους;»

61


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Πολιτικός κρατούμενος», αποκρίθηκα. «Το επισκεπτήριο είναι μόνο πέντε λεπτά. Θα περιμένεις να φωνάξουν το όνομά σου κι από τη στιγμή που θα καθίσεις απέναντι από τον κρατούμενο έχεις τα πέντε λεπτά για να τον πεις ότι έχεις να τον πεις μπας και τον κάνεις και αλλάξει μυαλά. Την ταυτότητά σου θα την πάρεις από εδώ καθώς θα βγαίνεις. Αυτό το χαρτί κράτα το, δεν ξέρω αν χρειάζεται». Πέντε λεπτά! σκέφτηκα με τρόμο. Τι θα μπορούσαμε να πούμε σ’ αυτά τα πέντε μονάχα λεπτά! Ούτε για τις χαιρετούρες δεν έφταναν. Γι’ αυτό, στο χρόνο που είχα μέχρι να με φωνάξουν, έπρεπε να κάτσω και να σκεφτώ τι θα τον έλεγα. Και για να μη χάσω ούτε λεπτό, θα έμπαινα ίσια στο θέμα. Κάποτε, περασμένες τέσσερις, με φώναξαν. Προτού να δρασκελίσω την πόρτα της φυλακής μ’ έκαναν σωματική έρευνα, παντού, από πάνω μέχρι κάτω. Μέχρι και στ’ αρχίδια μ’ έψαξαν. Βρήκαν το χαρτί που μ’ έδωκε ο σταθμάρχης του σταθμού της χωροφυλακής της Πεντάπολης. Ένας χωροφύλακας το διάβασε, το ξαναδιάβασε και κουνώντας το κεφάλι του μ’ είπε: «Θα το παραδώσω στον κύριο Διοικητή και μόλις τελειώσεις με το επισκεπτήριο σου ζήτησε να τον δεις». «Γιατί;» «Θα σ’ εξηγήσει ο ίδιος». Δεν πρόκανα να σκεφτώ παραπέρα, γιατί με οδήγησαν στην αίθουσα του επισκεπτηρίου. Σ’ ένα ξύλινο παγκάκι, δέκα μέτρα μάκρος, κάθονταν οι επισκέπτες. Αγνάδια τους, πίσω από ένα ντουβάρι, μ’ ένα μακρόστενο παραθύρι όσο το παγκάκι σε μάκρος και κάνα μέτρο ύψος, με ψιλή σίτα σαν αυτή που έχουν τα κόσκινα για το αλεύρι, κάθονταν οι φυλακισμένοι. Ο Γιώργος ήταν κιόλας στη θέση του. Πήγα κατά κει. Αδύνατος, κίτρινος, χαμένος από τον εαυτό του,

62


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

έτσι όπως ήταν όταν ήμασταν ντουρντουβάκια στη Βουλγαρία. Μ’ έπιασε και τώρα, όπως και τότες, ο φόβος ότι δε θα τα κατάφερνε εκεί μέσα. Κάτι πήγε να πει, όμως τον έκοψα αμέσως λέγοντάς τον: «Γιώργο άσε τα περίσσεια λόγια, έχουμε μόνο πέντε λεπτά καιρό». «Το ξέρω». «Τι έκανες κι έφαγες έξι μήνες;» «Τίποτα, στ’ ορκίζομαι σε ό,τι ιερό και όσιο έχω, τίποτα απολύτως», είπε κι έβαλε τα κλάματα. «Τίποτα κι έξι μήνες φυλακή δε γίνεται». «Τίποτα σε ξαναλέω, είναι αλήθεια», συνέχισε ο Γιώργος μυξοκλαίγοντας. «Κάπου είχε μία συγκέντρωση, φοιτητές, εργάτες, δεν ξέρω τι σκατά ήταν. Τους διέλυσε η χωροφυλακή κι αυτοί αρχίνησαν να τρέχουν στους δρόμους. Μερικοί μπήκαν στο πανεπιστήμιο για να κρυφτούν. Εγώ διάβαζα όλη τη μέρα εκεί κι εκείνη τη στιγμή έβγαινα με πολλούς άλλους να πάμε στα σπίτια μας χωρίς να ξέρουμε τι συμβαίνει. Μας έπιασαν όλους και μας πήγαν στην ασφάλεια. Έδιωξαν όσους δεν είχαν φάκελο. Όλους τους άλλους μας πέρασαν από έκτακτο στρατοδικείο και μας έριξαν από τρεις μέχρι έξι μήνες, σύμφωνα με το άρθρο τρία εκείνου του σκατοψηφίσματος που σ’ έλεγα την άλλη φορά. Σε λέω και στ’ ορκίζομαι, για μία ακόμα φορά, ότι δεν έκανα τίποτα. Έφαγα έξι μήνες φυλακή μόνο και μόνο γιατί έχω φάκελο στην ασφάλεια και γιατί έχω ξαναμπεί στη φυλακή. Υποτροπή το λένε αυτό στα δικηγορίστικα, γαμώ τα δικηγορίστικά μου, γαμώ». Έβαλε ξανά τα κλάματα. Δεν ήξερα τι να τον πω. Δέθηκε η γλώσσα μου. «Κοίτα σκατοτύχη που σ’ έλαχε», μουρμούρισα τελικά και δεν ξέρω αν μ’ άκουσε από τη φασαρία που γινόταν

63


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

από τους άλλους ολοτρίγυρα που μιλούσαν όλοι μαζί. «Στέργιο, βγάλε με από δω μέσα, δεν θα αντέξω», φώναξε με δακρυσμένα τα μάτια. Κάτι πήγα να πω αλλά δεν πρόκανα. Ένας χωροφύλακας με χτύπησε στον ώμο και δείχνοντας με το ρολόι του μ’ έδωκε να καταλάβω ότι το πεντάλεπτο τέλειωσε. Το ίδιο έκανε και στον Γιώργο ένας άλλος χωροφύλακας από τη μέσα μεριά της σίτας. Τον είδα να σηκώνεται και να με κοιτάζει με κείνη την αδύνατη, την πονεμένη, τη χαμένη ματιά που έπαιρνε στις τόσες και τόσες φορές που μας έδειρε ο Γρηγόρωφ στα ντουρντουβάκια5. Λαχταρούσα να του μιλήσω, να φωνάξω ότι τον αγαπούσα, ότι θα πάσκιζα με όλες μου τις δυνάμεις να τον βγάλω από κει μέσα, μα και από τη δύσκολη κατάσταση που έμπλεξε. Όμως μπούκωσε η λαλιά μου. Δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Και μέσα από τα δάκρυά μου τον είδα να χάνεται! Έτσι δακρυσμένος πήγα στο διοικητή της φυλακής. Ήταν ένας αξιωματικός της χωροφυλακής, δεν ήξερα τους βαθμούς κι ούτε μ’ ένοιαζε κείνη τη στιγμή να τους μάθω. Τον είπα ποιος είμαι, σφουγγίζοντας τα δάκρυά μου με την ανάστροφη της δεξιάς παλάμης μου. «Εσύ καλά κάνεις και λέγεσαι Αλεξανδρής Στέργιος, όμως δεν ξέρω τι θέλεις από μένα», είπε σαν άκουσε το όνομά μου. «Στην έρευνα που μ’ έκαναν προτού να μπω μέσα με πήραν ένα χαρτί που μ’ έδωκε ο διοικητής του σταθμού χωροφυλακής». «Α! α! θυμήθηκα», μ’ έκοψε. «Νάτο, εδώ το ’χω απάνωαπάνω» και παίρνοντάς το στα χέρια του το ’σκισε σε μικρά-μικρά κομματάκια. «Δεν φταις εσύ», συνέχισε, «αλλά Βλ. το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα, «ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ», εκδ. Ν. & Σ. Μπατσιούλας, 2006. 5

64


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

αυτός ο ηλίθιος ο ανθυπασπιστής που στο ’δωκε . Ξέρεις τι θα πάθαινες αν σ’ έπιαναν οι κομμουνιστοσυμμορίτες κι εύρισκαν απάνω σου αυτό το χαρτί; Το λιγότερο που θα σ’ έκαναν ήταν να σε σφάξουν σαν κατσίκι. Και τώρα μια και ήρθες εδώ, πες μου ποιον έχεις μέσα κι είσαι έτσι κλαμένος, δυο μέτρα άντρας;» «Τον φίλο μου, τι φίλο μου δηλαδή, τον αδελφό μου καλύτερα, Γιώργος Ακρίτας λέγεται», είπα σφουγγίζοντας ξανά τα δάκρυά μου καθώς μια ελπίδα αρχίνησε να γεννιέται μέσα μου ότι θα με βοηθούσε. «Ποινικός ή πολιτικός κρατούμενος;» «Πολιτικός». «Και κλαις έτσι για έναν παλιοκομμουνίσταρο;» «Δεν είναι κομμουνιστής, κύριε διοικητά», αντέδρασα. «Τότε γιατί είναι μέσα; Επειδή φώναζε στους δρόμους ζήτω ο βασιλιάς και κάτω ο κομμουνισμός;» «Δεν είναι κομμουνιστής κύριε διοικητά, από ένα μπλέξιμο έγιναν όλα όσα έγιναν». «Τι μπλέξιμο με λες. Εδώ πέρασε από δικαστήριο κι έφαγε την ποινή που έφαγε». «Ένα λάθος ήταν», επέμεινα πάλι εγώ. «Τι λάθος!», φώναξε αγριεμένα. «Αυτό δα έλειπε τώρα, να αμφισβητούμε και τις αποφάσεις των δικαστηρίων!» «Αφήστε με να σας εξηγήσω». «Τι να μ’ εξηγήσεις;», φώναξε πάλι. «Εγώ να σ’ εξηγήσω. Είναι ένας σαν αυτούς που κάνουν επιθέσεις στους σταθμούς της χωροφυλακής και σφάζουν τους διοικητές, σκοτώνουν τους χωροφύλακες και τους δεξιούς πολίτες που πιάνουν. Ένας τέτοιος είναι κι ο δικός σου αδελφικός φίλος. Και μια και είσαι ο επικεφαλής των ΜΑΥδων στο χωριό σου, όπως έτσι έγραφε το χαρτί που κουβαλούσες μαζί σου, να σε αραδιάσω έτσι στα πρόχειρα τι έχουν κάνει

65


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

μέχρι τα τώρα, για να καταλάβεις με ποιους έχουμε να κάνουμε; Μόνο τον περασμένο μήνα, το Σεπτέμβριο, έχουν επιτεθεί κι έχουν κατασφάξει στο χωριό Αλιάκμονας που βρίσκεται στο νομό Καστοριάς, στο χωριό Πυρσόγιαννη στα Αλβανικά σύνορα, στο χωριό Σούρμενα στα Γιουγκοσλαβικά σύνορα, στη Δεσκάτη, μία κωμόπολη κοντά στα Γρεβενά και σε εφτά χωριά γύρω από τη Δεσκάτη. Επίσης στις αρχές αυτού του μήνα επιτέθηκαν στη Νάουσα. Εκεί όμως δεν κατάφεραν τίποτα, παρ’ ότι όπως λένε οι πληροφορίες ήταν πάρα πολλοί κι είχαν και τη βοήθεια των ντόπιων μέσα από τη Νάουσα. Οι άνδρες της χωροφυλακής, μαζί με το στρατό που ’τρεξε σε βοήθεια, τους απόκρουσαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Απ’ όλες αυτές τις επιθέσεις βγαίνει ένα και μόνο συμπέρασμα. Ότι έχουν τη βοήθεια και την καθοδήγηση από μέσα. Διότι ξέρουν ποιους δρόμους θα πάρουν τόσο όταν κάνουν την επίθεση, όσο κι όταν υποχωρούν. Είναι σα να ζουν στα χωριά και στις πόλεις που επιτίθενται». Επαναλάμβανε τα ίδια που μ’ είπε την προηγούμενη μέρα ο σταθμάρχης της χωροφυλακής στην Πεντάπολη, και που προτού από λίγο τον χαραχτήρισε ηλίθιο, για το χαρτί που μου ’δωκε ότι είμαι εθνικόφρονας. Μπορεί να ’χε και δίκιο έτσι όπως το τοποθέτησε το ζήτημα. Ότι αν μ’ έπιαναν οι αντάρτες μ’ αυτό το χαρτί απάνω μου, θα με πετσόκοβαν σαν κατσίκι. «Γι’ αυτό, αγαπητέ μου, πρέπει να εξαφανίσουμε κάθε πυρήνα και κάθε οργάνωση που έχουν, όπου την έχουν», συνέχισε ο διοικητής της φυλακής. «Με την παραμικρή υποψία που θα έχουμε για κάποιον, θα τον πιάνουμε και θα τον κλείνουμε μέσα. Τους υπότροπους θα τους βάζουμε φυλακή, κάθε φορά με πιο μεγάλη ποινή και στο τέλος θα τους στέλνουμε εξορία. Τους φανερούς συνεργάτες τους και φυσικά τους ίδιους τους κομμουνιστοσυμμορίτες τούς

66


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

στήνουμε στον τοίχο και τους τουφεκίζουμε. Μέχρι να ξεκαθαρίσει ο τόπος και να ησυχάσουν τα πράματα». «Τον φίλο μου τον Γιώργο Ακρίτα πώς θα μπορέσω να τον ξεμπλέξω απ’ όλη αυτή την ιστορία;» τον ρώτησα. «Δεν θα μπορέσεις. Όσους στέλνουν εδώ, ακόμα και για τρεις μήνες, είναι υπότροποι». «Τι σημαίνει αυτό, που με το είπε κι ο φίλος μου στο επισκεπτήριο;» «Υπότροποι;» «Ναι». «Ότι έχουν κάνει το ίδιο αδίκημα πάνω από μία φορά. Αυτοί και με το που απολύονται από τις φυλακές, σε λίγο καιρό πάλι σε κάποια φυλακή ξαναγυρίζουν, με ακόμα πιο βαριές ποινές την κάθε φορά, πολλές φορές χωρίς σοβαρές κατηγορίες, έτσι μονάχα για προληπτικούς λόγους. Γι’ αυτό ξέχνα το φίλο σου και γύρνα πίσω στο χωριό σου και στη δουλειά σου. Από πού είπες ότι είσαι, τι δουλειά κάνεις;» «Από το Χρυσό Σερρών, γεωργός είμαι, καπνοπαραγωγός». «Γύρνα λοιπόν στο Χρυσό Σερρών και στα καπνά σου και ξέχνα τον φίλο σου». «Τουλάχιστον θα τον προσέχεις, θα τον πεις καμιά κουβέντα να μη κάνει καμιά κουτουράδα εδώ μέσα μέχρι να βγει κι ύστερα θα τον αναλάβω εγώ από κει και πέρα». «Δεν στο υπόσχομαι. Εδώ μέσα έχω πολλούς τέτοιους. Δεν ξέρω τι ρόλο παίζει ο καθένας τους. Οι διαταγές που έχουμε είναι πολύ αυστηρές, να τους έχουμε απομονωμένους, να μη έρχονται σε επικοινωνία αναμεταξύ τους και οργανώσουν καμιά επίθεση εναντίον των φυλακών μαζί από μέσα κι από έξω. Εσύ πού θα μείνεις απόψε;» «Λέω να γυρίσω πίσω στο χωριό μου, με όποιο τρένο υπάρχει».

67


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

«Να μη γυρίσεις στο χωριό σου νυχτιάτικα. Οι αντάρτες κατεβαίνουν στα χωριά και στρατολογούν με τη βία όποιον πιάσουν και ίσως να αρχίσουν να σταματούν και τα τρένα τις νύχτες και να παίρνουν μαζί τους όσους ταξιδεύουν. Καλύτερα να μείνεις κάπου στο σταθμό, εκεί δε θα τολμήσουν να ζυγώσουν, είναι πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη κι αύριο το πρωί με το καλό παίρνεις το πρώτο τρένο. Να πας στο καλό και να προσέχεις», μ’ είπε στο τέλος δίνοντάς με το χέρι του. Στο σταθμό των Διαβατών δεν είχε τίποτα για να περάσω τη νύχτα. Γι’ αυτό, ακούγοντας κι άλλους που είχαν το ίδιο πρόβλημα, πήρα το πρώτο τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Έφαγα σ’ ένα μαγέρικο αγνάδια από το σταθμό και κατόπι μπήκα μέσα. Βρήκα ένα άδειο μέρος, έκατσα ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο και πέρασα τη νύχτα μου, μαζί με δεκάδες άλλους. Στις έντεκα την άλλη μέρα, ήμουνα στο ραφείο του πατέρα του Γιώργου. Η αγωνία του που με περίμενε, φαινόταν σε όλες του τις κινήσεις. Τον περιέγραψα την όλη κατάσταση όσο πιο αναλυτικά μπορούσα. «Φεύγω κι εγώ τώρα», είπε. «Πάω να τον επισκεφτώ και να διούμε τι θα κάνουμε. Εδώ, ο βουλευτής, ο Καραμανλής, που πήγαμε χτες με τον πατέρα σου, μας υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον βγάλει από κει μέσα». «Είδατε τον ίδιο;» τον ρώτησα. «Όχι, δεν είναι εδώ. Είδαμε όμως τον ιδιαίτερό του, τα σημείωσε όλα!» «Μακάρι, κυρ Αποστόλη, μακάρι», ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω, μη πιστεύοντας στα σημειώματα των ιδιαιτέρων των βουλευτών. Ο πατέρας μου πηγαινοερχόταν κάθε μέρα στα Σέρρας

68


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

και μαζί με τον πατέρα του Γιώργου ξημεροβραδιάζονταν ξεροσταλιάζοντας στο γραφείο του βουλευτή. Δεν κατάφεραν τίποτα. Εγώ δεν ξανακατέβηκα στα Σέρρας. Βγήκα στον κάμπο κι έσπειρα τα χωράφια μου, ζευγάρισα εκείνα που ξεχώρισα για καπνοχώραφα. Στη συνέχεια έβαλα παστάλι6. Δεκαοχτώ Δεκεμβρίου του 1946. Είχαμε τελειώσει με το παστάλιασμα, έκανα κι όλες τις άλλες δουλειές στο σπίτι με το πότισμα και το τάισμα των ζώων και κατά τις οχτώ πήρα το όπλο μου για να πάω στην κοινότητα. Ο χωροφύλακας δεν ήρθε την Κυριακή που μας πέρασε κι έτσι, για τρεις μέρες τώρα, υπεύθυνος ήμουνα εγώ. Θα κανονίζαμε με τους άλλους ΜΑΥδες το μέρος που θα φυλάγαμε. Η νύχτα θεοσκότεινη και στεγνή, δεν έβρεξε για μέρες ούτε και χιόνισε, και πολύ παγωμένη. Δεν έκανα δέκα δρασκελιές από την πόρτα του σπιτιού μου. Κόσμος, άντρες μοναχά, έτρεχαν σαν αλαφιασμένοι. Κοντοστάθηκα και παρακολουθούσα. «Μη στέκεσαι, πλάλει7 να κρυφτείς, κατέφκαν οι αντάρτες και μαζεύουν άντρες», μ’ είπε κάποιος που έτρεχε και που δεν τον κατάλαβα ποιος ήταν μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας. Κοντοστάθηκα για λίγο ακόμα και βλέποντας ότι όλοι έτρεχαν το ’βαλα κι εγώ στα πόδια. Βγήκα στο χωματόδρομο για την Πεντάπολη, ανέβηκα ψηλά σ’ ένα χωράφι κι εκεί πέρασα τη νύχτα, αντί να είμαι στην κοινότητα με τους άλλους ΜΑΥδες και να προστατέψουμε το χωριό. Αχάραγα ακόμα την άλλη μέρα κίνησα κατά το σπίτι. Στους δρόμους, στις αυλόπορτες απόξω, μάνες, γυναίκες, παππούδες, αδελφές, ρωτούσαν εμάς που γυρίζαμε από τις Παστάλι: παστάλιασμα, η πρώτη επεξεργασία των ξηραμένων φύλλων του καπνού σε οικογενειακό επίπεδο. 7 Πλάλει: από το πιλαλώ, τρέχω. 6

69


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

κρυψώνες μας αν είδαμε τους δικούς τους. Η Ελένη έτρεξε από μακριά κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Μπήκαμε στο σπίτι, μιλούσαν, ρωτούσαν, φώναζαν όλοι μαζί. Εγώ πήγα κι αγκάλιασα το χωνί της αναμμένης σόμπας, για να ζεσταθώ ύστερα από το χειμωνιάτικο κρύο που ’φαγα όλη τη νύχτα όξω στον κάμπο. Κατόπι κατέβηκα στη Ρομάντζα, στην πλατεία, για να μάθω τι έγινε τη νύχτα που πέρασε.8 Κατά το μεσημέρι έφτασαν στην κοινότητα ο διοικητής των ΜΑΥδων κι ο σταθμάρχης της χωροφυλακής στην Πεντάπολη. Μαζωχτήκαμε όσοι ΜΑΥδες μπορέσαμε να μαζωχτούμε. Μ’ έβαλαν τις φωνές γιατί δεν οργάνωσα την άμυνα του χωριού, γιατί δε βγήκα πιο νωρίς από το σπίτι και να μάζωνα από το καφενείο όσους ΜΑΥδες ήταν εκεί με αποτέλεσμα τέσσερις από αυτούς να τους πιάσουν και να τους πάρουν οι αντάρτες ενώ ήταν ακόμα στο καφενείο, γιατί δε βγήκα με τους ΜΑΥδες να τους πολεμήσουμε έτσι όπως το είχαμε σχεδιάσει. Τον άκουγα χωρίς να αντιδρώ, γιατί πίστευα ότι αυτά που ζητούσαν ήταν πιο πάνω από τις δυνάμεις μας και προπαντός από τις περιστάσεις. Μονάχα είπα: «Την άλλη φορά που θα κατεβούν οι αντάρτες, θέλω να είσαι κι εσύ στο χωριό για να δείξεις και σε μας πώς γίνεται να κάνεις πόλεμο όταν όλο το χωριό τρέχει να κρυφτεί και δεν θα ξέρεις πόσοι και από ποιες μεριές κάνουν την επίθεση». «Μα αυτό έπρεπε να προλάβουμε», είπε ο ανθυπολοχαγός. «Που όμως δεν μπορέσαμε και ούτε νομίζω ότι θα μπο8 Για την επίθεση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στο Χρυσό Σερρών, στις 18 Δεκεμβρίου 1946, με σκοπό τη στρατολόγηση μαχητών, διάβασε στο βιβλίο του συγγραφέα «Ο ΔΙΣΤΙΧΗΖΜΕΝΟΣ ΚΟΜΟΝΙΣΤΗΣ», εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας, 2007.

70


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

ρέσουμε να το προλάβουμε. Γιατί δε νομίζω να πιστεύεις ότι οι κομμουνιστές κάθονται και συζητούν τα σχέδια τους στα καφενεία». «Γι’ αυτό από σήμερα η συγκέντρωση των ΜΑΥδων θα γίνεται νωρίτερα», είπε ο ανθυπολοχαγός και σηκώθηκε τεντώνοντας το κορμί του. «Στις εφτά το βράδυ αντί στις εννιά που είναι τώρα. Έτσι πιστεύω να τους καταλαβαίνουμε ότι κατεβαίνουν στα χωριά και θα παίρνουμε τα μέτρα μας. Κι ευτυχώς που αυτοί οι τέσσερις δεν είχαν μαζί τους και τα όπλα τους και να τα χάναμε κι αυτά». «Δηλαδή θες να πεις ότι αυτά τα κωλοόπλα αξίζουν πιο πολύ κι από τα τέσσερα παλικάρια που έπιασαν οι αντάρτες και που δεν ξέρουμε αν ζουν ή πέθαναν;» αντέδρασε ο Νίκος Οικονόμου. «Σε περιστάσεις όπως τώρα ναι, τα όπλα αξίζουν πιο πολύ από μας», ήταν η απόκριση του ανθυπολοχαγού αφήνοντάς μας με τα στόματα ανοιχτά για το μέτρημα της αξίας μας που έκανε. Ό,τι και να έλεγαν όμως ο ανθυπολοχαγός με τον ανθυπασπιστή, από τη μέρα εκείνη, κανένας από τους άντρες της ΜΑΥ, μαζί κι εγώ, δεν πηγαίναμε στην κοινότητα να φυλάξουμε. Παίρναμε τα όπλα μας και τις χλαίνες μας και προτού καλά-καλά να σουρουπώσει, βγαίναμε στον κάμπο και κρυβόμασταν, σε διαφορετικές κρυψώνες κάθε βραδιά. Και μαζί μας έβγαιναν κι όλοι οι άνδρες του χωριού, δεξιοί και κομμουνιστές. Προπαντός οι κομμουνιστές! Τη μέρα των Χριστουγέννων του 1946, η Ελένη μ’ είπε ότι ήταν γκαστρωμένη στο δεύτερό της μήνα. Να κι ένα καλό, είπα μέσα μου με αγαλλίαση! Δυο χρόνια και παραπάνω χρειάστηκαν να ξεπεράσουμε το κακό από τα ντουρντουβάκια. Το χαμό του γιου μας, του Αλέξανδρου!

71


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ

Στις φυλακές των Διαβατών πήγα άλλες δυο φορές, μαζί με τον πατέρα του Γιώργου. Την πρώτη φορά δεν μας αφήκαν να τον διούμε, γιατί κάτι έγινε εκεί μέσα και δεν επιτρεπόταν το επισκεπτήριο. Τη δεύτερη φορά, στις είκοσι Φεβρουαρίου του 1947, μας είπαν ότι αποφυλακίστηκε προτού δεκατρείς μέρες. Πήγαμε ίσια στο δωμάτιο που νοίκιαζε. Η σπιτονοικοκυρά του μας είπε ότι, το πρωί της μέρας κείνης, μάζωξε τα πράματά του κι έφυγε χωρίς να την πει πού θα πήγαινε. Πιστέψαμε ότι θα πήγε ή στο σπίτι του στα Σέρρας ή στο δικό μου, στο Χρυσό. Επειδή ήταν νύχτα και επικίνδυνα να γυρίσουμε, η σπιτονοικυρά μας φιλοξένησε να περάσουμε εκεί τη βραδιά μας. Μας περιποιήθηκε η γυναίκα, μας φίλεψαν με τον άνδρα της, μας έλεγαν πόσο διαβαστερός ήταν ο Γιώργος, που όλο διάβαζε, ούτε για βόλτα έβγαινε όξω. Κι’ εμείς από τον πόνο μας να μη μπορούμε να κατεβάζουμε το φαΐ μας και με δυσκολία ν’ ανοίγουμε τα στόματά μας για να μιλάμε. Τον Γιώργο σα γυρίσαμε την άλλη μέρα δεν τον βρήκαμε στα Σέρρας. Αλλά ούτε και στο χωριό ήταν, όπου γύρισα την ίδια μέρα με τα πόδια! Δυο μέρες μαζί με τον πατέρα του, νόμιζα ότι θα μ’ έφευγαν τα λογικά μου. Έτρεμαν τα χέρια του κυρ Αποστόλη, τα δάκρυά του έτρεχαν ασταμάτητα κι ούτε να τα σφουγγίξει είχε τη δύναμη. Δεν άντεχα να κατεβώ στα Σέρρας την επομένη για να τους πω οτι ο Γιώργος δεν ήταν στο χωριό. Έστειλα τον πατέρα μου. Ύστερα από καμιά εικοσαριά μέρες, πήρα ένα γράμμα από ένα άγνωστο άτομο. Το άνοιξα όλος περιέργεια μα και φόβο μαζί. Δεν είχε ούτε χαιρετούρες ούτε τίποτα. Μονάχα έγραφε: «Έμπλεξα ανεπανόρθωτα και βγαίνω στο βουνό για να γλυτώσω. Σε παρακαλώ να βρεις τον πιο απαλό τρόπο να το πεις στους δικούς μου και να τους πεις ακόμα ότι

72


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ

τους σκέφτομαι και τους αγαπώ βαθύτατα». Δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερη φιλοσοφία για να καταλάβω ότι ήταν από τον Γιώργο Ακρίτα. Την ίδια μέρα κατέβηκα στα Σέρρας. Ήταν μεσημέρι, ήξερα ότι θα τους εύρισκα όλους στο σπίτι. Σπάραξε η καρδιά μου όταν τους το είπα και τους διάβασα το γράμμα. Η μάνα του έπεσε καταγής λιπόθυμη. Η αδελφή του, η Ειρήνη, έπεσε απάνω της και πάσκιζε να τη συνεφέρει. Κι ο πατέρας του, με το πρόσωπό του χωμένο μεσ’ τα χέρια του να φωνάζει κλαίγοντας: «Ο γιός μου, ο δικός μου γιός αντάρτης; Ο δικηγόρος Γιώργος Ακρίτας κατσιαπλιάς;»

73


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.