ΟΝΕΙΡΟ Δὲ μ᾿ ἔφτανε οὔτε κὰν ἀχὸς μέσ᾿ στὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσα. Κ᾿ ἡ θύμηση λιγόθυμη τῶν ὅσων ἀγαποῦσα. Κ᾿ ἦρθε ἡ ματιά σου γελαστή ἐαρινὴ ἐλπίδα καὶ γιὰ τὰ ποὺ μοῦ λείψανε μοῦ μίλησε μ᾿ ἐλπίδα. Μὰ εἶνε οἱ χαρές μας φτερωτὲς καὶ τὸ φθινόπωρο εἶνε μέσα στὴν ἴδια μου φωνὴ ποὺ σοῦ φωνάζει: μεῖνε. Καὶ τῆς ματιᾶς σου ὁ γελαστὸς ἥλιος θὰ βασιλέψη καὶ τ᾿ ὄνειρο θὰ ξεχαστῆ προτοῦ κὰν ἀληθέψη.
49