Της γλώσσας τα μπερδέματα!!!

Page 1


Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας είναι παγκοσμίως γνωστός. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι πολλές ξένες λέξεις βασίζονται σε ελληνικές με αποτέλεσμα οι ξένοι να δυσκολεύονται να μιλήσουν ελληνικά ενώ οι ‘Έλληνες να πλεονεκτούν στην ομιλία και στην ερμηνεία άλλων γλωσσών. Επίσης είναι γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο. Ακόμα μόνο η ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από τον βίο, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον. Από γραμματικής άποψης στην προσπάθεια να αποδοθούν τόσες πολλές και διαφορετικές έννοιες δημιουργούνται ομώνυμες, συνώνυμες λέξεις, παρομοιώσεις, μεταφορές, συμφράσεις, εκφράσεις .Όλα αυτά με τη σειρά τους οδηγούν τους χρήστες της ελληνικής γλώσσας σε λανθασμένη επιλογή λέξεων, σε τονικά ή ορθογραφικά λάθη. Τέτοιου είδους γλωσσικά μπερδέματα ήταν η αφορμή που μας ενέπνευσε για τη συγκεκριμένη εργασία η οποία στηρίχθηκε σε πρωτοβουλία των παιδιών τα οποία θεωρούσαν αστείες όλες αυτές τις παρανοήσεις που συνέβαιναν κατά διαστήματα στην τάξη. Αυτήν την κωμική διάσταση προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε και στη συγκεκριμένη εργασία κι έτσι φτιάξαμε κόμικ που αναδεικνύουν τον πλούτο της ελληνική γλώσσας! Οι εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν στα κόμικ είναι εικόνες που βρήκαμε κατόπιν διαδικτυακής αναζήτησης μέσω της google images και η λεξιλογική ερμηνεία των φράσεων στηρίχθηκε στο ηλεκτρονικό λεξικό «Βικιλεξικό». Ελπίζουμε να σας αρέσουν τα κόμικ μας και να διασκεδάσετε διαβάζοντάς τα!


ακμή 1. η περίοδος κατά την οποία ακμάζει (φτάνει στο ανώτερο και ακραίο σημείο της ανάπτυξής του) ένας πολιτισμός, ένας τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας ή ένα άτομο 2. (γεωμετρία, στερεομετρία) το ευθύγραμμο τμήμα που αποτελεί την τομή δύο γειτονικών εδρών ενός στερεού, δηλ. το σημείο στο οποίο τα άκρα της μιας έδρας ενώνονται με τα άκρα της επόμενης 3. η άκρη, η κόψη ↪επί ξυρού ακμής - στην κόψη του ξυραφιού 4. (ιατρική) πάθηση του δέρματος, πιο συνηθισμένη στους εφήβους, η οποία εκδηλώνεται με την εμφάνιση εξανθημάτων στο πρόσωπο (μπιμπίκια)

από ρ …. / απορώ


βάζω 1.

μετακινώ κάτι και το αφήνω σε ένα σημείο ↪ βάζω ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη ≈ συνώνυμα: τοποθετώ ≠ αντώνυμα: βγάζω

2.

συμπληρώνω, γράφω, σημειώνω λέξη, γράμμα ή αριθμό ή άλλο σύμβολο σε κενό ενός εγγράφου, δελτίου ή φόρμας ↪ έπαιξα ΠΡΟΠΟ και στον πρώτο αγώνα έβαλα Χ

3.

(για ρούχα) φορώ, ντύνω ή ντύνομαι ≠ αντώνυμα: βγάζω

4.

(σε περιφράσεις) εκτελώ την ενέργεια ή προκαλώ το αποτέλεσμα που υποδηλώνει η επόμενη λέξη (συνήθως ουσιαστικό) ↪ βάζω φωτιά/πυρκαγιά/μπουρλότο ↪ βάζω βαθμό: αξιολογώ και βαθμολογώ ↪ βάζω τρικλοποδιά ↪ βάζω γκολ: πετυχαίνω, σημειώνω γκολ ↪ βάζω σημάδι: σημαδεύω ↪ βάζω στο σημάδι: κάνω κάποιον στόχο μιας επίθεσης ↪ βάζω τέλος: σταματώ, τερματίζω κάτι ↪ βάζω μπρος / μπροστά: εκκινώ κάτι, ένα μηχάνημα ή μια προσπάθεια, εργασία, επιχείρηση

5.

(στην παθητική φωνή, μόνο στους συνοπτικούς χρόνους) έχω βάλει κάτι στο μυαλό μου και προσπαθώ να το πετύχω ↪ Δεν ξέρω τι σου έχω κάνει και βάλθηκες να με καταστρέψεις. (...και προσπαθείς τόσο πολύ να με καταστρέψεις)

βάζο 1.

πήλινο, γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό ανοικτό δοχείο, που το χρησιμοποιούμε συνήθως ως διακοσμητικό ※ Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο, μ' ένα βάζο λουλούδια ανάμεσά τους.

2.

πήλινο, γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο με καπάκι, που το χρησιμοποιούμε συνήθως για φύλαξη τροφίμων ή ποτών


βολή 1. η πραγματική ή εικονική ρίψη ή εκσφενδόνιση βλήματος στον πόλεμο, στο κυνήγι ή στην εξάσκηση σκοποβολής καθώς και κατά την δοκιμαστική χρήση βλητικών μηχανών ή και σε παιχνίδια (π.χ. στον υπολογιστή ή άλλες πλατφόρμες) 2. η άνεση, η βόλεψη 3. οι συνθήκες που επικρατούν και κάνουν εύκολη τη ζωή σε ένα μέρος

βουτώ (παθητική φωνή: βουτιέμαι) 1. 2. 3. 4. 5.

(μεταβατικό) βάζω κάτι σε υγρό, το βυθίζω (αμετάβατο) μπαίνω σε υγρό, βυθίζομαι (μεταφορικά) (μεταβατικό) αρπάζω βίαια (μεταφορικά) (μεταβατικό) συλλαμβάνω (μεταφορικά) (μεταβατικό) (προφορικό) κλέβω


γλώσσα 1. (ανατομία) ευκίνητο και μυώδες όργανο του στόματος, που αποτελεί το αισθητήριο όργανο της γεύσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, στο μάσημα και την κατάποση της τροφής, αλλά και στην ανθρώπινη ομιλία, κατά την άρθρωση των φθόγγων 2. μάθημα το οποίο διδάσκεται στα σχολεία με σκοπό την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας την πρώτη ώρα έχουμε Γλώσσα και μετά Μαθηματικά. 3. (ιχθυολογία) γένος ψαριού 4. κόκαλο παπουτσιών, αναβάτης παπουτσιών


επίθετο 1. (γραμματική) κλιτή λέξη που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό, φανερώνοντας κάποια ποιότητα ή ιδιότητά του 2. επώνυμο

καλό κερί – καλοκαίρι


καταλάβει (απαρέμφατο του ρήματος καταλαμβάνω) / καταλάβει (απαρέμφατο του ρήματος καταλαβαίνω) καταλαμβάνω 1. 2. 3. 4.

αποκτώ τον έλεγχο ενός χώρου που προηγουμένως δε μου ανήκε λαμβάνω κάποιο αξίωμα ή θέση καλύπτω κάποια έκταση, τοπική ή χρονική (μεταφορικά, για συναισθήματα) κυριεύω, πιάνω ↪ μ’ έχει καταλάβει μανία καταδιώξεως

καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι, κατανοώ

Κλίνω

1. (αμετάβατο) γέρνω, έχω κλίση διόρθωσε τον πίνακα, διότι κλίνει προς τα δεξιά 2. (μεταβατικό) ρέπω, τείνω


η άποψή τους έκλινε στη θεσμοθέτηση νέων κανόνων 3. (γραμματική) σχηματίζω τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου να κλίνετε την προστακτική του Αορίστου του ρήματος

κλείνω 1. μετακινώ κάτι ώστε να εμποδίζει το πέρασμα από έναν χώρο σε έναν άλλο ↪ κλείνω την πόρτα, το παράθυρο 2. (για αισθητήρια όργανα) κάνω την απαραίτητη κίνηση ώστε να πάψει να λειτουργεί ένα αισθητήριο όργανο ↪ κλείνω το στόμα: ενώνω τις σιαγόνες ↪ κλείνω το στόμα κάποιου (μεταφορικά) τον εμποδίζω να μιλήσει / του στερώ τα επιχειρήματα ↪ κλείνω τα μάτια 3. (μεταφορικά) προσποιούμαι ότι δε βλέπω μια πραγματικότητα ↪ κλείνω τ' αφτιά μου: (μεταφορικά) αρνούμαι να ακούσω κάτι 4. (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο εξυπηρέτησης του κοινού) παύω να εργάζομαι και να εξυπηρετώ το κοινό ↪ τι ώρα θα κλείσεις το μαγαζί σου σήμερα; 5. τερματίζω, ενεργώ έτσι ώστε να ολοκληρωθεί μια διαδικασία ↪ ο πρόεδρος έκλεισε τη συζήτηση για το περιβάλλον με την ομιλία του 6. γυρίζω έναν διακόπτη ώστε να σταματήσει η ροή σε ένα δίκτυο ↪ κλείνω τον διακόπτη, το φως, τη βρύση 7. καλύπτω ένα κενό με μια μάζα υλικού, βουλώνω ↪ έκλεισε μερικές τρύπες στον τοίχο με στόκο 8. (για ρούχα) κουμπώνω ή ανεβάζω το φερμουάρ 9. περιορίζω κάποιον / κάτι σε έναν κλειστό χώρο ↪ τον έκλεισαν στη φυλακή 10. κάνω κράτηση ↪ έκλεισα θέση στο θέατρο ↪ κλείνω αεροπορικά εισιτήρια 11. (αναφερόμενοι σε χρονικό διάστημα ή ηλικία) συμπληρώνω, γίνομαι ↪ η κυβέρνηση έκλεισε κιόλας τρεις μήνες ↪ έχει τα γενέθλιά του! κλείνει τα 13!


λεπτά = χρήματα / λεπτά της ώρας


λόγος 1. η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τη γλώσσα και η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων ↪ το χάρισμα του λόγου, γραπτός λόγος 2. αυτό που λέγεται, τα λόγια, η κουβέντα, η λεκτική μετάδοση (της) πληροφορίας και κάποιες φορές και το νόημά της/η σημασία της ↪ πικρό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη της 3. η δημόσια ομιλία ↪ έβγαλε λόγο 4. η υπόσχεση ↪ ο λόγος μου είναι συμβόλαιο 5. η απολογία ή ο απολογισμός που δίνει κάποιος για τις ενέργειές του ↪ θα δώσεις λόγο για τις πράξεις του 6. η λογική ικανότητα του ανθρώπου ↪ ο ορθός λόγος 7. η αιτία ↪ είχε τους λόγους του για να το κάνει αυτό 8. (αριθμητική) η σχέση δύο μεγεθών εκφρασμένη σε κλάσμα, η αναλογία ↪ ο λόγος των δύο πλευρών ενός τριγώνου

μαμά δες – μαμάδες


μάτι 1. (ανατομία) ο οφθαλμός, το όργανο της όρασης ↪ πονάει το μάτι μου 2. η ματιά, το βλέμμα ↪ με τα μάτια ενός παιδιού 3. η προσοχή, η επίβλεψη ↪ έχει ένα μάτι σε όλα 4. η αντιληπτική και κριτική ικανότητα ↪ έχει μάτι 5. η βασκανία, το μάτιασμα ↪ δεν τον πιάνει μάτι 6. η τρύπα στην κορυφή μιας βελόνας ↪ πέρνα την κλωστή μέσα απ' το μάτι 7. η οπή πάνω σε αντικείμενο, μέσω της οποίας επιτρέπεται οπτική επαφή με την άλλη πλευρά ↪ το μάτι της πόρτας 8. το κέντρο μιας δίνης, ενός κυκλώνα ↪ Στο μάτι του τυφώνα δε φυσάει καθόλου ο άνεμος. 9. η στρογγυλή εστία κουζίνας ↪ Βάλε τη χύτρα πάνω στο μεγάλο μάτι. 10. ασχημάτιστη φύτρα, βλαστός φυτού ↪ Για να κλαδέψεις το φυτό, κόψε τα κλαδάκια πάνω από κάθε μάτι.


μετοχή 1. (γραμματική) κλιτή λέξη που διαθέτει τις ιδιότητες του επιθέτου και του ρήματος, ένα είδος ρηματικού επιθέτου ↪ Η μετοχή λέγεται έτσι γιατί οι ιδιότητές της μετέχουν και στα δυο αυτά μέρη του λόγου. 2. (οικονομία) χρηματικός τίτλος που αντιπροσωπεύει ένα μέρος του κεφαλαίου μιας επιχείρησης ↪ η τιμή των μετοχών στο χρηματιστήριο πέφτει ή ανεβαίνει ↪ η μετοχή ΧΧ όχι μόνον ανέκαμψε, αλλά έκανε άλμα 1. (μεταφορικά) πέφτουν οι μετοχές μου: χάνω κύρος 2. (μεταφορικά) ανεβαίνουν οι μετοχές μου: κερδίζω κύρος

μεγάλα – με γάλα


μέλει 

(απρόσωπο ρήμα) νοιάζει, ενδιαφέρει ↪ τι σε μέλει εσένανε από πού είμ' εγώ

μέλι 1. (τρόφιμο) ημίρρευστη σακχαρούχα ουσία, την οποία παράγουν οι μέλισσες, συνθέτοντάς την από τον χυμό που μαζεύουν από τα άνθη και τα φύλλα των φυτών 2. (μεταφορικά) άτομο που είναι πολύ γλυκό στους τρόπους ή στην εμφάνιση 3. (μεταφορικά) ευχάριστο άτομο μέλη άνθρωποι οι οποίοι εντάσσονται σε μια ομάδα ή ένα κοινωνικό σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό και δραστηριότητα


μέσα 1. στο εσωτερικό κάποιου χώρου ή αντικειμένου όταν ήμουν μέσα στο αεροπλάνο, η κλειστοφοβία μου ήταν έντονη 2. σε κάποια κατάσταση έζησε μέσα τις κακουχίες 3. σε κάποια χρονικά όρια θέλω να παραδώσω την εργασία μέσα σε ένα μήνα 4. δηλώνοντας συμμετοχή είναι μέσα στην ομάδα μας Εκφράσεις         

είμαι μέσα: συμφωνώ να γίνει κάνω μέσα: εκτίω ποινή στη φυλακή μέσα από τα δόντια: χωρίς καλή άρθρωση // με χαμηλή ένταση φωνής μέσα είσαι: το βρήκες, σωστά τα λες, έτσι έγινε μέσα μου: στην ψυχή μου, ενδόμυχα μπαίνω μέσα: έχω κόστος μεγαλύτερο από τα έσοδα πέφτω μέσα: προβλέπω σωστά στα μέσα και στα έξω: με πρόσβαση σε πρόσωπα ή χώρους // με μεγάλη επιρροή το έχω μέσα μου: είναι στη φύση μου, έχω κάτι έμφυτο

Μίλα (προστακτική του ρήματος μιλώ) / μήλα (φρούτα)


μισή 1. αυτή που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός συνόλου μισή ώρα τα μαγαζιά ανοίγουν στις πέντε και μισή η ακτίνα του κύκλου είναι το μισό της διαμέτρου ≠ αντώνυμα: ολόκληρη, όλη 2. αυτός που δεν έχει τελειωθεί σηκώθηκε και έφυγε αφήνοντας τη δουλειά μισή ≈ συνώνυμα: ασυμπλήρωτη, ατελείωτη, ατελής, λειψή ≠ αντώνυμα: ακέραιη, ατόφια, ολάκερη, ολόκληρη, όλη Εκφράσεις  

μένω μισή: αδυνατίζω μισή μερίδα : πολύ μικρός μισή μερίδα άνθρωπος και μας κάνει παλαβούς!

μισή ντροπή δική μου (του/της...) και μισή δική σου (του/της/...)

μισεί 

έχει εχθρική διάθεση εναντίον ενός ανθρώπου ή κατάστασης, απεχθάνεται κάποιον ή κάτι


ώμος το τμήμα του σώματος από τον αυχένα μέχρι το βραχίονα όμως αντιθετικός (ή εναντιωματικός) σύνδεσμος ρώτησε από δω, ρώτησε από κει, όμως δεν το βρήκε πουθενά ωμός, -ή, -ό 1. (για τρόφιμα, κρέας, λαχανικά) που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει

≠ αντώνυμα: ψητός, βραστός, μαγειρεμένος 2. (σπάνιο, για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει ακόμη

≈ συνώνυμα: άγουρος 3. (για πηλό, πλίνθο, αγγείο) που δεν έχει ψηθεί ακόμη στο καμίνι 4. (μεταφορικά) χωρίς ευαισθησία και ευγένεια

≈ συνώνυμα: απάνθρωπος, κυνικός, σκληρός 5. που δεν έχει ηθικές αναστολές ή αυτοσυγκράτηση

≈ συνώνυμα: απροκάλυπτος


όρος 1. μια προϋπόθεση, μια κατάσταση για να ληφθεί μια απόφαση Θα έρθω υπό έναν όρο: ... 2. μια διάταξη, ένα μέρος μιας συμφωνίας Οι όροι της συμφωνίας δεν είναι ξεκάθαροι. 3. ένα όριο εφ' όρου ζωής: μέχρι το τέλος της ζωής, για όλη τη διάρκεια του βίου (ενός ανθρώπου) 4. στοιχείο που μαζί με άλλα συγκροτεί μια ενότητα οι βασικοί όροι μιας πρότασης είναι το υποκείμενο και το κατηγόρημα οι όροι του κλάσματος 5. (πληροφορική) προαιρετικός όρος σε εντολή που την εξειδικεύει

≈ συνώνυμα: επιλογή 6. βουνό


πατούσα το πέλμα, η επιφάνεια του κατώτερου μέρους του ποδιού α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πατώ

πιάνο 1. (μουσικό όργανο) 1. όργανο με πλήκτρα και χορδές πιάνω 1. ακουμπώ κάτι γερά πιάσε το τραπέζι ≈ συνώνυμα: αγγίζω ≠ αντώνυμα: αφήνω 2. ακινητοποιώ ένα κινούμενο αντικείμενο με τα χέρια μου και το έχω στην κατοχή μου ο τερματοφύλακας έπιασε δύο πέναλτι


3. συλλαμβάνω άνθρωπο ή ζώο (συνήθως μετά από έρευνα ή καταδίωξη) έπιασαν τους ληστές ≠ αντώνυμα: αφήνω 4. για σωματικό πόνο ή ενόχληση που δυσκολεύει την κίνηση´ μ' έπιασε η μέση μου 5. (οικείο) φέρνω, σερβίρω για πιάσε κανένα ψαράκι 6. παίρνω κρασί ή λάδι από βαρέλι ή μεγάλο δοχείο και γεμίζω ένα μικρότερο δοχείο 7. καταλαμβάνω κάποιον χώρο αυτό το τραπέζι πιάνει πολύ χώρο 8. με αφορά κατηγορία ή ποινή με πιάνει και μένα η αποβολή, με είδε το τελευταίο δευτερόλεπτο δυστυχώς... 9. πετυχαίνω μια επίδοση, φτάνω σε ένα συγκεκριμένο αριθμητικό αποτέλεσμα έπιασα δεκατριάρι στο ΠΡΟΠΟ 10. (για τέχνασμα, προσποίηση, κόλπο κλπ) καταφέρνω να ξεγελάσω κάποιον δεν έπιασε το κόλπο 11. (ραδιοτηλεπικοινωνίες) συλλαμβάνω κατά τρόπο επαρκή σήμα που εκπέμπεται το κινητό μου δεν πιάνει εδώ έπιασα έναν καλό σταθμό στο ραδιόφωνο 12. (οικείο) κατανοώ με ακρίβεια αυτό που μου λένε δεν ξέρω αν με πιάνετε 13. (ναυτικός όρος): προσεγγίζω, καταπλέω θα πιάσουμε Νάξο (= θα προσεγγίσουμε στο λιμάνι της Νάξου) 14. (μετεωρολογία): αρχίζω, ξεσπώ κλείστε τ΄ αμπάρια μη πιάσει βροχή, έπιασε μπουρίνι 15. (μεταφορικά) μιλώ για κάποιον πριν με πιάσει το στόμα σου, πλύν' το πρώτα καλά, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα Εκφράσεις  

με έπιασε πανικός, με έπιασε σύγκρυο, έπιασα πάτο: έφτασα στο χαμηλότερο σημείο των επιδόσεών μου, απέτυχα τελείως


πόλη 1. (γεωγραφία) οικισμός με πολλά σπίτια, κατοίκους και διάφορες διοικητικές, οικονομικές ή άλλες υπηρεσίες 2. (συνεκδοχικά) το σύνολο όσων κατοικούν σε μια πόλη πόλος 1. το καθένα από τα δύο ακρότατα σημεία του άξονα περιστροφής της γης ή άλλου ουράνιου σώματος Βόρειος Πόλος, Νότιος Πόλος 2.

(ηλεκτρολογία) το καθένα από τα δύο άκρα μιας ηλεκτρικής πηγής, μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού ο θετικός και ο αρνητικός πόλος μιας μπαταρίας

3.

(μεταφορικά) κάτι που έχει ελκτική δύναμη αυτό το αξιοθέατο είναι πόλος έλξης τουριστών

πολύ 1. σε μεγάλο βαθμό, όχι λίγο ↪ τρώει πολύ, γι' αυτό έχει παχύνει έτσι ↪ δε σε βλέπω πολύ καλά ↪ σ' αγαπώ πολύ


σούπα – σου ‘πα

κάνω 1. κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργώ μπορεί να ασχολείται με τις ώρες, αλλά κάνει εξαιρετικά δημιουργήματα από χαρτί 2. εκτελώ, ολοκληρώνω θα κάνω ό,τι μου πεις 3. διεξάγω, ενεργώ, πραγματοποιώ, διενεργώ ακόμη κάνουν έρευνες 4. διαπράττω μπήκε φυλακή για ένα έγκλημα που δεν έκανε αυτός 5. διοργανώνω θυμάσαι τη γιορτή που είχαμε κάνει πέρυσι; 6. συγκροτώ, ιδρύω


τους έπεισα να κάνουμε εταιρεία 7. προκαλώ, γίνομαι αιτία για κάτι μας έκανε καλή εντύπωση η μεσογειακή δίαιτα κάνει καλό στην υγεία 8. (για ζώα και ανθρώπους) γεννώ αποφασίσαμε να κάνουμε παιδί έκανε έξι γατάκια 9. εξασκώ περιστασιακά ένα επάγγελμα έκανε τον έμπορο εκείνα τα χρόνια 10. διατελώ θα κάνεις φαντάρος μόνο έξι μήνες 11. προσποιούμαι, υποκρίνομαι έκανε ότι κοιμόταν 12. υποδύομαι ένα ρόλο θυμάσαι ποιος έκανε τον αστυνομικό; 13. μιμούμαι μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε 14. καθιστώ κάποιον κάτι με κάνεις ευτυχή 15. προσλαμβάνω ή τοποθετώ κάποιον σε μια θέση μετά από εκλογή ή επιλογή την έκαναν διευθύντρια 16. υπολογίζω κατά προσέγγιση σύμφωνα με την εντύπωση που έχω πόσα κιλά τον κάνεις; 17. τελώ μια θρησκευτική τελετή φέτος θα κάνει τον αγιασμό ο μητροπολίτης 18. (στο γ΄ ενικό, για μαθηματικές πράξεις) ισούται πόσο κάνουν τέσσερα επί δεκατρία; 19. λύνω ασκήσεις ή σχολικές εργασίες για την επόμενη φορά θα κάνετε τις ασκήσεις 7 ως 10


20. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ έκανα όλο το σπίτι σήμερα 21. ετοιμάζω ή παρασκευάζω φαγητό, γλυκό ή ποτό θέλεις να κάνουμε ψάρι στο φούρνο για αύριο; 22. συντάσσω ένα κείμενο πρέπει να κάνω σύντομα αυτή την έκθεση 23. αποκτώ έκαναν μεγάλη περιουσία 24. πληρώνω θα κάνεις εσύ τα εισιτήρια κι εγώ θα κεράσω φαγητό 25. ασχολούμαι με κάτι συστηματικά κάνει κολύμπι κάθε μέρα 26. αντιδρώ, συμπεριφέρομαι όταν πεισμώνει, κάνει σαν μικρό παιδί 27. μένω ή βρίσκομαι κάποιο χρονικό διάστημα κάπου τρεις εβδομάδες έκανα στην Ελβετία 28. διανύω χρονικά μια μέρα έκανες να μου απαντήσεις! 29. καλύπτω αποστάσεις για να πάνε στο σχολείο, κάνουν εννέα χιλιόμετρα κάθε μέρα 30. στοιχίζω, αξίζω, κοστίζω η γραβάτα έκανε πενήντα ευρώ 31. είμαι κατάλληλος, πληρώ τις προϋποθέσεις δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά 32. ακολουθώ μια κατεύθυνση μόλις φτάσεις εκεί, κάνε δεξιά στο μονοπάτι 33. (για γραμματικούς τύπους) σχηματίζομαι πώς κάνει η αιτιατική του πληθυντικού;


34. (για καιρικές συνθήκες) επικρατεί θα κάνει πολλή ζέστη τις επόμενες μέρες 35. (ως απρόσωπο) → δείτε τη λέξη κάνει: επιτρέπεται, πρέπει δεν κάνει να στεναχωριέσαι 36. υποβάλλομαι σε κάνω θεραπεία/ηλιοθεραπεία/δίαιτα κάνω οικονομία/υπομονή 37. χορηγώ ή μου χορηγούν κάνω ένεση Εκφράσεις                       

βλέποντας και κάνοντας : αντιμετωπίζω μια άγνωστη μελλοντική κατάσταση όταν συμβεί, ανάλογα τις περιστάσεις, δίχως προγραμματισμό δεν κάνω χωριό (με κανέναν/με ...) : δεν μπορώ να συνεργαστώ (με κανέναν/με ...) κάνω ένα βήμα μπρος και δύο πίσω : άδικος κόπος, οι προσπάθειες μου δεν αποδίδουν ή έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα κάνω μια πατάτα : κάνω μια βλακεία κάνω μια τρύπα στο νερό : άδικος κόπος, αποτυχία προσπάθειας κάνε μου/μας τη χάρη: για πρόσεχε, συμμαζέψου (ευφημισμός για προσταγή) κάνω ό,τι θέλω / μου αρέσει / μου καπνίσει : ενεργώ δίχως να υπολογίζω τους άλλους/τις συνέπειες/τους κανόνες κάνω ό,τι (καλύτερο) μπορώ / ό,τι περνάει απ' το χέρι μου / το καλύτερο δυνατό : προσπαθώ όσο πιο πολύ γίνεται κάνω τα πάντα για/ώστε να ... : δίνω όλες μου τις δυνάμεις για ..., κάνω τεράστια προσπάθεια για ... κάνω τα στραβά μάτια : παραβλέπω, υποκρίνομαι πως δε βλέπω κάτι κάνω το κορόιδο / την πάπια / τον Κινέζο : δε μετέχω σε κάτι - σαν να μη με αφορά - ενώ πρέπει κάνω τον ανήξερο / τον ανίδεο : παριστάνω ότι δε γνωρίζω κάνω του κεφαλιού μου / ό,τι μου κατεβαίνει / ό,τι μου έρχεται : : ενεργώ απερίσκεπτα κάνω υπομονή : υπομένω, είμαι υπομονετικός (τα κάνω) γυαλιά καρφιά τα κάνω πάνω μου : τρομοκρατούμαι, πανικοβάλλομαι, φοβάμαι τα κάνω θάλασσα/μαντάρα/σαν τα μούτρα μου : προκαλώ το χάος, τα μπλέκω, αποτυγχάνω την κάνω : (αργκό) φεύγω, ιδίως για να αποφύγω μια δυσάρεστη υποχρέωση την έκανα : (α) έκανα βλακεία ή ζημιά (β) έφυγα την έκανα λαχείο : έπαθα ζημιά, με βρήκε συμφορά τι κάνεις; : (α) πώς είναι η υγεία σου; (β) ποια τα νέα σου; του έκανες τη μούρη κρέας : (ειρωνικό) τον έκανες να ντραπεί, δηλαδή δε νιώθει καμία ντροπή ή μετανιώνει παρ' ό,τι του είπες χρυσό τον έκανα : τον χιλιοπαρακάλεσα, του υποσχέθηκα πολύ μεγάλο αντάλλαγμα

Παροιμίες  

κάνε παιδί να δεις καλό κάνε το καλό και ρίχ' το στο γιαλό


χείλος 1. καθένας από τους δύο μυϊκούς ιστούς του προσώπου που σχηματίζουν εξωτερικά το στόμα. Διακρίνονται σε άνω και κάτω δαγκώνει το άνω χείλος, όταν αγχώνεται 2.

(μεταφορικά): το σημείο που καταλήγει κάθε επιφάνεια τα χείλη του ποτηριού

3. στο χείλος του γκρεμού: στα πρόθυρα της καταστροφής χίλια 

(απόλυτο αριθμητικό) εκατό φορές το δέκα, 1.000

Εκφράσεις 

χίλια ευχαριστώ!


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.