ΟΙ ΦΡΕΑΤΟΕΙΔΕΙΣ ΚΑΜΙΝΟΙ ΤΗΣ ΔΑΡΔΕΖΑΣ

Page 1

ΟΙ ΦΡΕΑΤΟΕΙΔΕΙΣ ΚΑΜΙΝΟΙ ΤΗΣ ΔΑΡΔΕΖΑΣ ΚΑΙ Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΑΓΓΑΝΙΟΥΧΩΝ ΣΙΔΗΡΟΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 19ΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ομότιμος Καθηγητής Ε. Μ. Πολυτεχνείου 1.

Εισαγωγή

Στην περιοχή Δάρδεζα (ή Ντάρντεζα) της Λαυρεωτικής, πλησίον της Κερατέας, σώζονται υπολείμματα συγκροτήματος φρεατοειδών καμίνων από το τέλος του 19ου έως αρχές του 20ου αιώνα. Ευρίσκονται μέσα σε ένα άλλοτε βιομηχανικό και σήμερα αγροτικό περιβάλλον, σε περιοχή με αμπέλια, ελιές και άγρια βλάστηση και παραπλεύρως κοιλάδας που διαρρέεται από ποτάμι με νερό, ζωντανό υδροβιότοπο με καλαμιές , που φιλοξενεί πουλιά και υδροχαρή φυτά. Απέχουν σε ευθεία γραμμή περί τα 300 μέτρα από την λεωφόρο Αθηνών‐Λαυρίου και η πρόσβασή τους είναι εύκολη διαμέσου αγροτικού δρόμου που διασχίζει τον χώρο τους, Σχ.1. Αποτελούν μνημείο της νεότερης βιομηχανικής ιστορίας της Ελλάδος και είναι σκόπιμο να διασωθούν.

Σχ.1. Γενική άποψη των καμίνων στην περιοχή Φοβόλες της Δάρδεζας στην Κερατέα Είναι τόσα πολλά τα μεταλλευτικά και μεταλλουργικά μνημεία της Αττικής, αρχαία και νεώτερα, ώστε η σημασία πολλών από αυτά έχει –αδίκως– υποβαθμισθεί και αγνοηθεί. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν και οι κάμινοι της Δάρδεζας, για τις οποίες υπάρχουν ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες [1]. Η πρώτη ουσιαστική περιγραφή με φωτογραφίες και 1


σχετικό τοπογραφικό χάρτη έγινε πρόσφατα από το ζεύγος αρχαιολόγων Όλγας και Ευάγγελου Κακαβογιάννη, που έχουν ασχοληθεί διεξοδικά με την ιστορία και την αρχαιολογία της Λαυρεωτικής [2]. Σύμφωνα με την εργασία αυτή οι κάμινοι χρησίμευσαν για την πύρωση (ή αλλιώς φρύξη) των σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων που προέρχονταν από γειτονικά Μεταλλεία των περιοχών Δάρδεζας και Δασκαλειού. Η παρούσα εργασία έχει σκοπό την λεπτομερέστερη περιγραφή του συγκροτήματος των καμίνων και την τοποθέτησή τους σε ένα ευρύτερο ιστορικό και τεχνολογικό πλαίσιο. Περιλαμβάνει τοπογραφική αποτύπωση της στενής περιοχής των καμίνων με τα υπολείμματα των σχετικών κτηριακών εγκαταστάσεων, φωτογραφίες, διαστάσεις, και συστηματική καταγραφή των πληροφοριών που εντοπίζονται στην βιβλιογραφία. Με βάση αυτά τα στοιχεία σε συνδυασμό με τις επιστημονικές γνώσεις από τη μεταλλουργία και λαμβάνοντας υπόψη την ανάλογη τεχνολογία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προσδιορίζεται η σημασία τους και ερμηνεύονται οι λόγοι που οδήγησαν στην κατασκευή τους και στη λειτουργία τους. Δύο αλληλένδετα ερωτήματα τίθενται για τις εγκαταστάσεις αυτές: πρώτον, ποια ήταν η ιδιαίτερη αξία των μεταλλευμάτων της Δάρδεζας που δικαιολογούσε μία σοβαρή επένδυση όπως οι φρεατώδεις κάμινοι και δεύτερον, ποιον ιδιαίτερο σκοπόν εξυπηρετούσε η λειτουργία τους. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά περιέχεται στο επόμενο κεφάλαιο και δεν μπορεί παρά να είναι σχετικώς εκτεταμένη, διότι συνδέεται με την μετάλλαξη της τεχνολογίας παραγωγής σιδήρου και χάλυβα στην Ευρώπη κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. 2. Η αντικατάσταση της άμεσης μεθόδου παραγωγής χάλυβα από την υψικάμινο στην Ευρώπη και οι επιπτώσεις της στην ζήτηση μεταλλευμάτων σιδήρου Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, πέρα από την γενικότερη μετάλλαξη , γνωστή ως βιομηχανική επανάσταση, που μετατόπισε τα μέσα παραγωγής και το εργατικό δυναμικό από την βιοτεχνία στην βιομηχανία, σήμαινε για την παραγωγή του σιδήρου και του χάλυβα μία βαθειά ποιοτική μεταβολή που δεν σχετίζεται μόνο με τις κοινωνικές αλλαγές, την οργάνωση της εργασίας και με την κλίμακα μεγέθους των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, αλλά ακόμη και κυρίως με τις ίδιες τις μεθόδους και τεχνικές της μεταλλουργίας, δηλ. με την αξιοποίηση παλαιών και με την εμφάνιση νέων εφευρέσεων. Πρόκειται για την ιστορική περίοδο της Μεταλλουργίας, όπου η παλιά «άμεσος μέθοδος» παραγωγής σιδήρου, η οποία παράγει μαλακό σφυρήλατο σίδηρο και χάλυβα σε στερεά κατάσταση, πέφτει σε παρακμή, καθώς την ανταγωνίζεται και τελικά την αντικαθιστά η «έμμεσος μέθοδος». Η τελευταία παράγει χυτοσίδηρο σε ρευστή κατάσταση μέσω της υψικαμίνου, ο οποίος μετατρέπεται σε χάλυβα με περαιτέρω επεξεργασία [3]. Για τις στενές ανάγκες εκείνης της εποχής, η άμεσος μέθοδος παραγωγής σιδήρου σε στερεά κατάσταση, η οποία ξεκίνησε από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια (για την αποφυγή αοριστίας, ας δεχθούμε περίπου το 1100‐1000π.Χ για την Ελλάδα) και εξελίχθηκε διαμέσου των ρωμαϊκών χρόνων και του Μεσαίωνα μόνον ποσοτικά, δηλ. ως προς την κλίμακα 2


παραγωγής, θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και στην περίοδο που εξετάζουμε –τέλος 19ου έως αρχές 20ου αιώνα‐ ως η πλέον εφαρμοζόμενη μέθοδος . Κατανάλωνε λίγο καύσιμο και παρήγε σίδηρο σε πολύ καθαρή κατάσταση, μαλακό, κατάλληλο για σφυρηλασία και έλαση (wrought iron). Οι περισσότερες εφαρμογές εκείνης της περιόδου, όπως και σήμερα άλλωστε, απαιτούσαν σίδηρο μαλακό και δύσθραυστο με μεγάλη ολκιμότητα, για την παραγωγή αντικειμένων με σφυρηλασία και έλαση, δηλ. για διαμόρφωση με πλαστική παραμόρφωση εν θερμώ ή/και εν ψυχρώ. Ο σίδηρος που παράγονταν με άμεση αναγωγή ήταν ιδανικός γι΄αυτόν τον σκοπό. Ωστόσο υπήρχε ένα βασικό μειονέκτημα, η χαμηλή παραγωγικότητα της μεθόδου, και ένα δεύτερο εξίσου σημαντικό, ότι για την παραγωγή του απαιτούνταν οπωσδήποτε η χρήση ξυλάνθρακα. Η χρήση ορυκτού άνθρακα (ή κοκ) δεν ήταν επιτρεπτή στην άμεση αναγωγή, λόγω της περιεκτικότητας σε θείο, το οποίο περνούσε και στο προϊόν. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι αν το προϊόν της άμεσης αναγωγής περιείχε θείο, δεν ήταν δυνατόν στη συνέχεια να καθαρισθεί (αποθειωθεί), με αποτέλεσμα να είναι εύθραυστο και ακατάλληλο για διαμόρφωση με σφυρηλασία ή έλαση , δηλ. μη εμπορεύσιμο. Έτσι, σε μία περίοδο κατά την οποία ο αστικός πληθυσμός και η κατανάλωση σιδήρου στην Ευρώπη συνεχώς μεγάλωναν, η άμεσος μέθοδος δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής. Εξάλλου, η καταστροφή των δασών προς παραγωγή ξυλάνθρακα είχε φτάσει στο απροχώρητο. Λίγες μόνο χώρες, όπως η Σουηδία, είχαν ακόμη το προνόμιο ή μάλλον την πολυτέλεια, χάρη στην αφθονία των δασών τους, να παράγουν σίδηρο χρησιμοποιώντας ξυλάνθρακα, και η περίπτωσή τους έμεινε παροιμιώδης στην ιστορία για την εξαιρετική ποιότητα του χάλυβα που παρήγαν («σουηδικός χάλυβας»). Οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες που στερούνταν δασών, αναγκαστικά στράφηκαν προς τη λύση της υψικαμίνου και την χρήση κοκ. Η ανακάλυψη της υψικαμίνου ήταν ήδη αρκετά παλιά , από τον 15ο αιώνα, αλλά η εξέλιξή της μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ήταν πολύ αργή. Προέκυψε καταρχήν τυχαία, όταν η χρήση της υδραυλικής ενέργειας που χρησιμοποιούνταν ως τότε κυρίως για την κίνηση των μύλων δοκιμάσθηκε και για την κίνηση των φυσερών. Έτσι, η διακοπτόμενη εμφύσηση αέρα που γινόταν μέχρι τότε χειρωνακτικά σε μικρές ορθοκαμίνους αντικαταστάθηκε από ρεύμα ισχυρό και συνεχές, το οποίο είχε ως συνέπεια την αύξηση της θερμοκρασίας, και συνακόλουθα επέτρεψε την αύξηση του μεγέθους των καμίνων με στόχο την υψηλότερη παραγωγικότητα. Όμως, η παραγωγή μεγαλύτερης μάζας μετάλλου και η αύξηση του χρόνου παραμονής του μέσα στην κάμινο, λόγω του μεγαλύτερου ύψους της, οδήγησε στην παραγωγή χυτοσιδήρου, αντί για χάλυβα. Υπήρξε δηλ. αυτόματη μετάβαση ‐και χωρίς να υπάρχει αρχικά καμία τέτοια πρόθεση‐ από την άμεσο στην έμμεσο αναγωγή. Για να γίνει αντιληπτή αυτή η αλλαγή αρκεί να παρατηρήσουμε ότι στο εσωτερικό μιας καμίνου, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, το φορτίο με την βαρύτητα κατεβαίνει προς τα κάτω καθώς καίγεται η καύσιμη ύλη. Όταν το ύψος της καμίνου αυξηθεί αρκετά το μέταλλο ενανθρακώνεται, δηλ. απορροφά άνθρακα, καθώς διέρχεται μέσα από τα κατώτερα στρώματα του καυσίμου. Αυτό το κράμα σιδήρου με υψηλό άνθρακα (άνω του 2%) τήκεται σε πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες (γύρω στους 1100‐12000C) σε σχέση με τον καθαρό σίδηρο (15350C). Mε περιεκτικότητα 3.5% άνθρακα το σημείο τήξης πέφτει ως τους 11500C. Έτσι οι μεταλλουργοί που με την αύξηση του μεγέθους της καμίνου επιζητούσαν απλώς αύξηση της παραγωγικότητας, είδαν να γεννιέται ένα νέο προϊόν, ο χυτοσίδηρος. Αυτό είχε ένα 3


θετικό και ένα αρνητικό επακόλουθο. Tο θετικό ήταν ότι ο χυτοσίδηρος ‐σε αντίθεση προς τον σίδηρο και χάλυβα‐ προέκυπτε ρευστός και μπορούσε να χυτευθεί σε χελώνες. Στη συνέχεια μπορούσε να τακεί εκ νέου, για να χυτευθεί σε χρήσιμα αντικείμενα, πράγμα που ως τότε δεν ήταν δυνατόν να γίνει με το προϊόν της άμεσης αναγωγής, λόγω του υψηλού σημείου τήξεως. Το αρνητικό σημείο είναι ότι, σε αντίθεση με τον σίδηρο και χάλυβα της άμεσης αναγωγής, ο χυτοσίδηρος δεν μπορούσε να σφυρηλατηθεί ούτε εν θερμώ ούτε εν ψυχρώ, ήταν δηλ. εξαιρετικά εύθραυστος (ψαθυρός). Έτσι το προϊόν της υψικαμίνου, ο χυτοσίδηρος (με 3‐4% άνθρακα), έπρεπε στη συνέχεια να μετατραπεί σε χάλυβα, πρακτικά με 0.1‐ 1% άνθρακα, με κατάλληλη μέθοδο, ώστε να καταστεί όλκιμος. Επειδή, όμως, περιείχε και υψηλό θείο (0.5‐1%), λόγω της χρήσης του κοκ, έπρεπε επίσης να αποθειωθεί. Ήδη από τον Μεσαίωνα υπήρχε μέθοδος για χαλυβοποίηση του χυτοσιδήρου χαμηλής παραγωγικότητας (fining) και στη συνέχεια, από τις αρχές του 19ου αιώνα, ανακαλύφθηκαν άλλες πολύ πιο παραγωγικές τεχνικές, η μέθοδος Siemens‐Martin και η μέθοδος του μεταλλάκτη (Bessemer και Thomas). Η μέθοδος του μεταλλάκτη εξακολουθεί να εφαρμόζεται στη βασική φιλοσοφία της μέχρι σήμερα, με διάφορες παραλλαγές και βελτιώσεις βέβαια. Ούτως ή άλλως, η υψικάμινος προϊδεάζονταν ως το μέλλον της σιδηρουργίας , χάρη στη μεγάλη της παραγωγικότητα, και κάποια στιγμή μοιραίως θα επικρατούσε. Στην συγκυρία της περιόδου που περιγράφουμε, δηλ. τον 19ο αιώνα, είχε επιπλέον το σπουδαίο πλεονέκτημα ότι μπορούσε να τροφοδοτηθεί με κοκ. Όμως και στην υψικάμινο συνέφερε από πλευράς κόστους και ποιότητας το προϊόν να περιέχει όσο το δυνατόν λιγότερο θείο. Γι΄ αυτόν τον λόγο το κοκ έπρεπε να περιέχει όσο το δυνατόν λιγότερο θείο, κι αυτό μπορούσε να γίνει αν παράγονταν από λιθάνθρακα χαμηλό σε θείο, αλλά τέτοιος λιθάνθρακας δεν ήταν γενικώς διαθέσιμος, παρά μόνον σε ορισμένες προνομιακές περιοχές. Η άλλη, η κύρια εναλλακτική λύση στο πρόβλημα του θείου ήταν να χρησιμοποιηθούν συνήθεις λιθάνθρακες που περιείχαν αρκετό θείο, αλλά να εξουδετερωθεί αυτή η ακαθαρσία με κάποια μεταλλουργική προσθήκη. Κι αυτή η προσθήκη ήταν το μαγγάνιο. Το μαγγάνιο συντελεί αποτελεσματικά στην αποθείωση, δηλ. στην απομάκρυνση του θείου από το προϊόν, σε όλα σχεδόν τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά ακόμη και όσο θείο παραμένει τελικά μέσα στον χυτοσίδηρο και κατόπιν στον χάλυβα, δεσμεύεται από το μαγγάνιο, σχηματίζοντας μία ενδομεταλλική ένωση το θειούχο μαγγάνιο, MnS, το οποίο συμπεριφέρεται εν θερμώ όλκιμα και δεν βλάπτει τη σφυρηλασιμότητα, θεωρείται και είναι δηλαδή ένα ανεκτό –και σε ορισμένες περιπτώσεις‐ χρήσιμο έγκλεισμα. Aλλά πέραν αυτού, η παρουσία του Μαγγανίου στον χυτοσίδηρο σε υψηλό ποσοστό, ήταν απολύτως αναγκαία για να είναι δυνατή η χαλυβοποίηση με την τεχνική Bessemer. Τέλος πρέπει να τονισθεί ότι το μαγγάνιο είναι βασική κραματική πρόσμιξη του χάλυβα, απαραίτητη για την μηχανική του αντοχή. Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι, που ορισμένα από τα ελληνικά σιδηρομεταλλεύματα ήταν περιζήτητα και είχαν υψηλή τιμή στην ευρωπαϊκή αγορά, διότι ήσαν μαγγανιούχα. Κατά μείζονα λόγο, τα αμιγώς μαγγανιούχα μεταλλεύματα, όπως αυτά που εξορύσσονταν στο Ακρωτήριο Βάνι της Μήλου [4] χρησιμοποιούνταν στη σύνθεση του φορτίου της υψικαμίνου και στην κραμάτωση του χάλυβα και είχαν μεγάλη αξία. Έτσι λοιπόν, η μεγάλη ζήτηση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων σχετίζεται άμεσα με την υποκατάσταση της αμέσου μεθόδου από την υψικάμινο, με την συνακόλουθη γενίκευση

4


της χρήσης του κοκ στη μεταλλουργία σιδήρου και με την υιοθέτηση των νέων τεχνικών χαλυβοποίησης. Αυτό έδωσε εξαιρετική ώθηση στην ανάπτυξη των μεταλλείων σιδήρου στην Ελλάδα. Ο μεταλλευτικός πυρετός που είχε ξεκινήσει ενωρίτερα από το Λαύριο με τα αργυρούχα μεταλλεύματα μολύβδου [5], επεκτάθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες και στον σίδηρο και σε άλλα μεταλλεύματα. Στα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα καθημερινά γίνονται νέες δηλώσεις μεταλλείων σιδήρου και μαγγανίου, σε ολόκληρη την επικράτεια, όπως μαθαίνουμε από τις εφημερίδες της εποχής [6,7]. Κατά τον H. Γούναρη [8] σχεδόν όλα τα σιδηρομεταλλεύματα στην Ελλάδα περιέχουν και μαγγάνιο,τα φτωχά 3‐4% και τα πλούσια περί το 15% ή και περισσότερο. Τα πρώτα χαρακτηρίζονται απλώς ως σιδηρομεταλλεύματα, ενώ τα δεύτερα ως μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα και είναι αυτά με τα οποία ασχολείται ειδικότερα το παρόν άρθρο. Για την περίοδο που εξετάζουμε, η περιεκτικότητα σε σίδηρο για τα συνήθη εμπορεύσιμα σιδηρομεταλλεύματα κυμαίνεται από 45 έως 53% σε σίδηρο, ενώ για τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα από 30 έως 35% σε σίδηρο. Ένα τυπικό σιδηρομετάλλευμα καλής ποιότητας περιέχει αθροιστικά 50% σίδηρο και μαγγάνιο και 10% πυριτικό οξύ και λαμβάνεται ως βάση για τον καθορισμό της τιμής. Κάθε μονάδα μετάλλου επί πλέον ή επί έλαττον προσθέτει ή αντιστοίχως αφαιρεί ένα σταθερό ποσό από την τιμή ανά τόνο μεταλλεύματος. Το αντίθετο συμβαίνει με το πυριτικό οξύ που θεωρείται ανεπιθύμητη πρόσμιξη. Κατ΄ ανάλογο τρόπο, για τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα ως βάση λαμβάνεται περιεκτικότητα 30% για τον σίδηρο και 15% για το μαγγάνιο. Πρέπει, πάντως, να λεχθεί ότι μεταλλεύματα με Fe και Mn κάτω του 45% αθροιστικά δεν θεωρούνταν γενικώς εμπορεύσιμα, ενώ πολλά από τα σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα του ελληνικού χώρου ήταν κάτω από αυτό το όριο. Ο λόγος απαίτησης πλουσίων μεταλλευμάτων είναι ότι η υψικάμινος είναι πολύ παραγωγικό εργαλείο, αλλά για να είναι οικονομικώς αποτελεσματική χρειάζεται αυστηρή ρύθμιση των συνθηκών λειτουργίας. Είναι γνωστό ότι στο ανώτερο τμήμα του φρέατος της υψικαμίνου, όπου οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές επέρχεται αρχικά ξήρανση του φορτίου και στη συνέχεια φρύξη και διάσπαση των ανθρακικών ενώσεων , αλλά ο χρόνος έκθεσης του φορτίου στις ζώνες αυτές είναι περιορισμένος και ενδεχομένως ανεπαρκής για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν διανοείται ο μεταλλουργός να επιβραδύνει την κάθοδο του φορτίου με σκοπό την πλήρη διάσπαση των ανθρακικών, διότι αυτό θα σήμαινε μείωση της παραγωγικότητας και αύξηση της κατανάλωσης καυσίμου. Προτιμά, επομένως, η τροφοδοσία της καμίνου να γίνεται εξ αρχής με πλούσια, ξηρά και απαλλαγμένα από κρυσταλλική υγρασία και διοξείδιο του άνθρακα μεταλλεύματα. Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν στην απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, τι χρειάζονταν οι κάμινοι φρύξης : σκοπός τους ήταν να ξηράνουν το φορτίο, να απομακρύνουν την κρυσταλλική υγρασία (νερό που είναι χημικά ενωμένο με τον σίδηρο, π.χ. με τη μορφή υδροξειδίων) και να διασπάσουν τις ανθρακικές ενώσεις (σιδηρίτη) διώχνοντας το διοξείδιο του άνθρακα, ώστε το μετάλλευμα να είναι κατάλληλο για την τροφοδοσία της υψικαμίνου. Παρεμπιπτόντως, έδιωχναν με καύση και ένα μέρος του θείου. Επίσης, έμμεσα, η απώλεια της υγρασίας, του κρυσταλλικού νερού και του διοξειδίου του 5


άνθρακα μείωναν το βάρος του μεταλλεύματος κατά 20% περίπου. Αυτό οδηγούσε ουσιαστικά σε εμπλουτισμό του υλικού, δηλ. σε άνοδο της περιεκτικότητας σε σίδηρο και σε μαγγάνιο, αλλά και σε σημαντική μείωση του κόστους των μεταφορικών. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα ήταν περιζήτητα και για τούτο λίαν κερδοφόρα, αλλά για την καλύτερη αξιοποίησή τους απαιτούνταν πριν από τη διάθεσή τους στο εμπόριο φρύξη σε ειδικές καμίνους. Όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια, τέτοιες κάμινοι κατασκευάστηκαν όχι μόνο στη Δάρδεζα αλλά και σε άλλες περιοχές της Λαυρεωτικής. Επίσης, μία τέτοια κάμινος κατασκευάστηκε και σώζεται ακόμη στη νήσο Σίφνο. 3. Η διεργασία της πύρωσης (ή φρύξης) Η πύρωση (calcination) ή φρύξη (roasting) σιδηρομεταλλεύματος είναι μία απλή διαδικασία, της οποίας η πρακτική άρχισε να εφαρμόζεται μαζικά με την ανάπτυξη της υψικαμίνου τον 19ο αιώνα[3]. Ανάλογα με την φύση του σιδηρομεταλλεύματος, η φρύξη μπορούσε να εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς. Αρχικός σκοπός ήταν να μειωθεί η περιεκτικότητα σε θείο ορισμένων μεταλλευμάτων, που έφθανε το 1%, ή να αυξηθεί το πορώδες των αργιλούχων μεταλλευμάτων, για να εξασφαλισθεί καλύτερη διαπερατότητα στα αναγωγικά αέρια μέσα στην υψικάμινο. Σε άλλα μεταλλεύματα που ήταν σκληρά και συνεκτικά, η φρύξη διευκόλυνε τη θραύση τους. Σε περιπτώσεις, όπως αυτή που εξετάζουμε, η πύρωση γίνονταν με σκοπό την θερμική διάσπαση των ανθρακικών ενώσεων, την απομάκρυνση του κρυσταλλικού ύδατος και την ξήρανση. Κατά την θέρμανση ο ανθρακικός σίδηρος FeCO3 διασπάται σύμφωνα με την αντίδραση: FeCO3 →CO2 + FeO Δηλ. οι ανθρακικές ενώσεις διασπώνται προς πρωτοξείδιο του σιδήρου και διοξείδιο του άνθρακα. Για να ξεκινήσει η αντίδραση πρέπει να υψωθεί αρκετά η θερμοκρασία, γι΄αυτό χρειάζεται καύσιμο και εμφύσηση αέρα από την βάση της καμίνου. Επίσης, για να προχωρήσει η αντίδραση πρέπει το διοξείδιο του άνθρακα (που παράγεται από την καύση, αλλά και από την ίδια την αντίδραση διάσπασης των ανθρακικών) να απομακρύνεται με ευχέρεια από την κάμινο, δηλ. να μην υπάρχουν ψιλά που φράζουν τις διόδους μεταξύ των χονδρών τεμαχίων. Για το λόγο αυτό τα λεπτά κλάσματα διαχωρίζονται προηγουμένως με κοσκίνιση και μαζί με τη σκόνη υποβάλλονται σε πύρωση σε άλλες καμίνους που είναι κατάλληλες γι΄αυτόν τον σκοπό. Θα συνέφερε, με σκοπό την οικονομία καυσίμου στην υψικάμινο, η αντίδραση να παραμείνει στο στάδιο σχηματισμού του FeO. Αλλά στην πράξη δεν είναι δυνατόν να εμποδιστεί η άμεση επανοξείδωσή του προς Fe2O3 ή προς το μαγνητικό οξείδιο Fe3O4, από το οξυγόνο του αέρα ή από το διοξείδιο του άνθρακος, καθώς η λειτουργία της καμίνου πύρωσης προϋποθέτει περίσσεια αέρος για την πλήρη καύση του καυσίμου, δηλ. στο εσωτερικό της καμίνου επικρατεί οξειδωτική ατμόσφαιρα.

6


Έτσι ως τελική αντίδραση πρέπει να θεωρηθεί η ακόλουθη 2FeCO3 + ½ Ο2 → 2 CO2 + Fe2 O3 Στις αντιδράσεις πύρωσης το Mn ευρίσκεται μέσα στο πλέγμα των ενώσεων του σιδήρου FeCO3, FeO και Fe2 O3 ως ισόμορφη πρόσμιξη, δηλ. ως στερεό διάλυμα, επομένως θα μπορούσαμε να γράψουμε τις ενώσεις ως (Fe, Μn)CO3, (Fe,Mn)O και (Fe,Mn)2 O3. Η προηγούμενη αντίδραση είναι εξώθερμη και εφόσον με την αρχική θέρμανση προκληθεί η έναρξή της, θεωρητικά δεν θα απαιτούνταν περαιτέρω χρήση καυσίμου[9]. Αλλά λαμβανομένων υπόψη των απωλειών της καμίνου προς το περιβάλλον και της αισθητής (περιεχόμενης) θερμότητας που απάγεται μαζί με το θερμό προϊόν, χρειάζεται τελικά η χρήση μικρής ποσότητας καυσίμου. Αν η διάσπαση των ανθρακικών ήταν η μοναδική αντίδραση, η πύρωση θα κατανάλωνε μόνο 6‐10Kg λιθάνθρακα ανά τόνο μεταλλεύματος, αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε την ξήρανση και άλλες δευτερεύουσες αντιδράσεις που είναι ενδόθερμες, με αποτέλεσμα να ανεβάζουν την κατανάλωση καυσίμου σε 30kg λιθάνθρακα ανά τόνο μεταλλεύματος κατ΄ελάχιστον. Η διαδικασία οδηγείται σε μία θερμοκρασία περί τους 4000C, αλλά μπορεί να επιταχυνθεί με ύψωση της θερμοκρασίας ως τους 8000C το πολύ. Υψηλότερες θερμοκρασίες είναι απαγορευτικές, διότι θα οδηγούσαν σε συσσωμάτωση του μεταλλεύματος και εν συνεχεία (από τους 11000C και άνω) σε έναρξη σκωριοποίησης. Τόσο η συσσωμάτωση όσο και η σκωριοποίηση είναι τελείως ανεπιθύμητες δράσεις, διότι θα οδηγούσαν σε μεγάλα συσσωματώματα με χαμηλό πορώδες και μικρή διαπερατότητα. Στη διαδικασία της πύρωσης η περιεκτικότητα του θείου στο καύσιμο δεν είναι κρίσιμη παράμετρος, καθώς οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές και δεν επιτρέπουν την διάχυση του θείου μέσα στο μετάλλευμα, για τον λόγο αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν καύσιμα με υψηλό θείο. Αν όμως γίνονταν σκωριοποίηση, η παρουσία του θείου στο καύσιμο θα ήταν εξαιρετικά επιζήμια. Έχει αναφερθεί ότι κατά την πύρωση (φρύξη) οι προσμίξεις έβγαιναν από την κάμινο ως σκωρία [2]. Τούτο είναι ανακριβές. Η πύρωση, όπως αναπτύξαμε προηγουμένως, δεν δημιουργεί σκωρία. Για τον λόγο αυτό, δεν εντοπίζονται υπολείμματα σκωρίας στην περιοχή των καμίνων της Δάρδεζας. Στην ίδια εργασία αναφέρεται επίσης ότι πριν από λίγα χρόνια σώζονταν πλησίον των καμίνων μεγάλες ποσότητες σκωριών, οι οποίες αφαιρέθηκαν για να χρησιμεύσουν ως μπαζώματα και επιστρώσεις οδών. Αν πράγματι υπήρχαν τέτοιοι σωροί, ήταν πιθανώς απορρίμματα του εμπλουτισμού, δηλ. τεμάχια φτωχού μεταλλεύματος και ψιλά, και όχι σκωρίες. Σήμερα στον χώρο γύρω από τις καμίνους και στην πλατεία που χρησίμευε για την απόθεση του μεταλλεύματος υπάρχουν πολλά υπολείμματα μεταλλεύματος, ωμού ή πεφρυγμένου, τα οποία λόγω της σύνθεσής τους έχουν καστανή έως καστανόμαυρη απόχρωση και εμφάνιση που μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι πρόκειται για σκωρία. Η εξέταση τέτοιων τεμαχίων στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σαρώσεως και με περίθλαση ακτίνων Χ επιβεβαίωσε ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για μετάλλευμα, κυρίως ωμό, και όχι για σκωρία. Η απλούστερη τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για την φρύξη στο παρελθόν ήταν φρύξη σε ελεύθερους σωρούς (heaps) ή περιορισμένους περιμετρικά από ένα χαμηλό τοίχο 7


(stalls)[3,9]. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο ξύλα ή ξυλάνθρακας ενώ η φρύξη διαρκούσε εβδομάδες έως και μήνες και λόγω των απωλειών θερμότητας προς το περιβάλλον η κατανάλωση ήταν μεγάλη, φτάνοντας ακόμη και τα 200kg ξυλάνθρακα ανά τόνο μεταλλεύματος. Με την εισαγωγή των φρεατοειδών καμίνων χρησιμοποιήθηκαν αρχικά ξύλα και ξυλάνθρακες, αλλά σταδιακά το καύσιμο αντικαταστάθηκε από λιθάνθρακα και κόκ, εφόσον ήταν διαθέσιμα. Με τη χρήση λιθάνθρακα μέσα σε φρεατοειδείς καμίνους η κατανάλωση καυσίμου έπεσε στα 30‐50kg/τόνο μεταλλεύματος ή και ακόμα λιγότερο, ενώ η διάρκεια της κατεργασίας δεν ξεπερνούσε πλέον τις δύο‐τρεις ημέρες. Δεδομένου ότι μία τυπική χωρητικότητα καμίνου είναι περί τα 100m3, που αντιστοιχεί περίπου σε 200 τόνους μεταλλεύματος στο φορτίο η παραγωγή κυμαίνονταν από 30‐100 τόνους μεταλλεύματος την ημέρα ανά κάμινο. Από πίνακα της έκθεσης του A. Κορδέλλα [10] που αφορά στην κατανάλωση καυσίμων υλών στο Λαύριο προκύπτει ότι στην Εταιρεία της Δάρδεζας καταναλώνονταν αποκλειστικά λιθάνθρακες και λιγνίτες Ορωπού‐Κύμης. Η κατανάλωση λιθάνθρακα ήταν μικρή , περί τους 1800 τόνους συνολικά για το διάστημα από το 1890 έως το 1901, και πρέπει να υποθέσουμε ότι προορίζονταν για την κίνηση των ατμομηχανών. Αντίθετα, η κατανάλωση λιγνίτη ξεκινάει από μερικές εκατοντάδες τόνους το 1890 και από το 1895 και μετά φθάνει τους 1500 τόνους ετησίως. Δεδομένου ότι η Δάρδεζα δεν είχε άλλη μεταλλουργική δραστηριότητα πέραν της φρύξης σιδηρομεταλλευμάτων, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο λιγνίτης χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο για τη λειτουργία των καμίνων. Λαμβάνοντας υπόψη την ποσότητα λιγνίτη που καταναλώθηκε σε ένα έτος και την παραγωγή της Δάρδεζας που δίνεται στη συνέχεια του άρθρου στον Πίν. 5, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι η κατανάλωση καυσίμου ήταν για το 1900: 1,819,000kg λιγνίτη/41601t μεταλλεύματος=44 kg/t, κατανάλωση που πρέπει να θεωρείται εύλογη. Για το 1901 προκύπτει επίσης: 1,558,000/41819=37kg λιγνίτη/t μεταλλεύματος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκείνη την περίοδο γίνονταν έντονη προσπάθεια από τον Α. Κορδέλλα και από άλλους Μεταλλουργούς, αλλά και από επιχειρηματίες, να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής των λιγνιτών, ακόμη και να τους χρησιμοποιήσουν για την λειτουργία υψικαμίνων. Δύο τέτοιες υψικάμινοι δοκιμάσθηκαν μάλιστα στην Εύβοια, στην περιοχή της Πλατάνας παρά την Κύμη με λιγνίτη των λιγνιτορυχείων της περιοχής και με σιδηρομετάλλευμα Σερίφου, αλλά –όπως φαίνεται σήμερα προφανές‐ τα αποτελέσματα απέβησαν αρνητικά και το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε [8,11]. Κατά την φόρτωση της καμίνου πύρωσης, το καύσιμο φορτώνονταν μαζί με το μετάλλευμα σε εναλλασσόμενες στρώσεις. Στην Ισπανία φορτώνονταν 30 kg ξυλοκάρβουνου ανά τόνο ανθρακικού μεταλλεύματος. Σύμφωνα με άλλη τεχνική, το μετάλλευμα αναμιγνύονταν με το κάρβουνο μέσα σε σιλό, πριν φορτωθεί στην κάμινο ως μίγμα. Στη Νορμανδία προσέθεταν 10 kg λιθάνθρακα ανά τόνο μεταλλεύματος. Πολυάριθμα τέτοια παραδείγματα και εικόνες, όπου κάμινοι όπως αυτές της Δάρδεζας θεωρούνται πλέον ιστορικά μνημεία (ιδιαίτερα στη Γαλλία), μπορούν να ευρεθούν στο Internet με αναζήτηση του όρου «calcination of iron ores» ή στα γαλλικά “calcination des minerais de fer”.

8


4. Η εξόρυξη σιδηρομεταλλευμάτων στη Λαυρεωτική, τα Μεταλλεία της Δάρδεζας και η θέση τους στο ελληνικό μεταλλευτικό περιβάλλον Η εξόρυξη σιδηρομεταλλευμάτων στη Λαυρεωτική δεν έχει βρει τη θέση που της αξίζει στην σύγχρονη βιβλιογραφία της βιομηχανικής ιστορίας. Ίσως έχει επισκιασθεί από την εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων αργυρούχου μολύβδου της περιοχής κατά την αρχαιότητα και κατά τα νεώτερα χρόνια, καθώς και από την βαρύτητα των ιστορικοπολιτικών και κοινωνικών γεγονότων που συνδέονται με αυτήν. Όμως, η εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων στη Λαυρεωτική υπήρξε εξαιρετικά αξιόλογη μεταλλευτική και οικονομική δραστηριότητα και ασκήθηκε παράλληλα με την εκμετάλλευση αργυρούχων μεταλλευμάτων του μολύβδου, όχι μόνο στη νεώτερη εποχή, αλλά και κατά την αρχαιότητα. Την παραγωγή σιδήρου και χάλυβα στην Λαυρεωτική κατά την αρχαιότητα απεκάλυψαν οι Κονοφάγος‐Παπαδημητρίου και παρουσίασαν σε μία σειρά τριών ανακοινώσεων στην Ακαδημία Αθηνών, οι οποίες βασίζονται σε ανασκαφικά και άλλα ευρήματα της περιοχής της Σούρεζας [12‐14].Ο σίδηρος ήταν απολύτως απαραίτητος για την κατασκευή των εργαλείων που χρησιμοποιούσαν στις εξορυκτικές εργασίες οι αρχαίοι μεταλλευτές. Οι συγγραφείς απέδειξαν ότι κατά την κλασσική αρχαιότητα, στην περιοχή της Σούρεζας όπου υπήρχαν μεγάλες εκμεταλλεύσεις αργυρούχου μολύβδου, παράγονταν παράλληλα και σίδηρος και χάλυβας από σιδηρομεταλλεύματα που αφθονούν στην περιοχή. Η ύπαρξη σιδηρομεταλλευμάτων στην 1η και 2η μεταλλοφόρο επαφή της Λαυρεωτικής ήταν μία ευτυχής σύμπτωση, που οι αρχαίοι δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη. Μάλιστα, όπως απέδειξαν οι ίδιοι συγγραφείς, το Λαύριο ήταν κέντρο παραγωγής σιδήρου όχι μόνο τοπικής σημασίας, καθώς ο σίδηρος και χάλυβας που παράγονταν εκεί, χρησιμοποιήθηκε και για την κατασκευή των συνδέσμων και γόμφων κατά την ανέγερση του Ερεχθείου[13], και ασφαλώς κυκλοφορούσε ευρύτερα στο εμπόριο [15]. Στα νεώτερα χρόνια, το ενδιαφέρον για τα σιδηρομεταλλεύματα εκδηλώθηκε μετά το 1870[10] και συνέπεσε με την περίοδο που αρχίζει να αναπτύσσεται η βιομηχανία και τα Μεταλλεία στο νεώτερο ελληνικό κράτος. Η εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων δεν αφορούσε μόνο το Λαύριο αλλά και άλλες περιοχές στην Ελλάδα (Λοκρίδα, Εύβοια, Κυκλάδες). Ξεκίνησε μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε σταθερά μέχρι το τέλος της 1ης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Κατόπιν, λόγω των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, η εκμετάλλευση παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις με κρίσεις και αναθερμάνσεις της παραγωγής, ενώ σε ορισμένα Μεταλλεία, όπως στη Σέριφο, διήρκεσε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960[16]. Στοιχεία για τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα αντλούμε κυρίως από την έκθεση του Ανδρέα Κορδέλλα με τίτλο «Ο μεταλλευτικός πλούτος και αι αλυκαί της Ελλάδος» που δημοσιεύθηκε το 1902[10]. Στη συνέχεια, πληροφορίες για την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα αντλούμε από διάφορες εκθέσεις επιθεωρητών Μεταλλείων και καθηγητών του Πολυτεχνείου που δημοσιεύονται στον «Αρχιμήδη», περιοδική έκδοση του Ελληνικού Πολυτεχνικού Συλλόγου[8,17‐19], καθώς και από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, για τις οποίες έγινε μνεία προηγουμένως[6,7]. Τέλος, στοιχεία για την παραγωγή

9


σιδηρομεταλλευμάτων από τα αρχεία της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ), περιέχονται σε πρόσφατη διδακτορική διατριβή της Μαρκουλή‐Μποντιώτη[20]. Οι εξορυκτικές δραστηριότητες μεταλλευμάτων σιδήρου στη Λαυρεωτική ήταν εκτεταμένες και πολυάριθμες. Ξαπλώθηκαν σε όλη σχεδόν την έκταση της Λαυρεωτικής, εκεί όπου εμφανίζονται κοντά στην επιφάνεια ή σε μικρό βάθος η 1η και 2η μεταλλοφόρος επαφή και ιδιαίτερα στο βόρειο‐βορειοανατολικό της άκρο. Ο χάρτης του Σχ.2 δείχνει την διασπορά των μεταλλείων σιδήρου‐μαγγανιούχου σιδήρου και των καμίνων πύρωσης (φρύξης) σιδηρομεταλλευμάτων στην περιοχή της Λαυρεωτικής, που ανήκουν σε διάφορες εταιρείες για τις οποίες γίνεται λόγος στο παρόν άρθρο καθώς και τις θέσεις αρχαίων εκμεταλλεύσεων ‐παραγωγής σιδήρου που αναφέρονται στις εργασίες Κονοφάγου‐ Παπαδημητρίου[12,15].

Σχ.2. Χωροταξική κατανομή των μεταλλείων σιδήρου‐σιδηρομαγγανίου και των καμίνων πύρωσης (φρύξης ) σιδηρομεταλλευμάτων στην περιοχή της Λαυρεωτικής, που ανήκουν σε διάφορες εταιρείες και θέσεων αρχαίων εκμεταλλεύσεων‐παραγωγής σιδήρου.

10


Η εκμετάλλευση μεταλλευμάτων σιδήρου και μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων αρχίζει από το 1873, ίσως και λίγο ενωρίτερα. Η «Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου, ΕΜΛ» (ελληνική) φαίνεται από βιβλιογραφικές πηγές [10] ως η πρώτη που εξορύσσει σιδηρομεταλλεύματα, αρχίζοντας από τον Οκτώβριο του 1873. Για την περίοδο από το 1873 μέχρι το 1901, στην οποία αναφέρεται ο Α. Κορδέλλας στην έκθεσή του, η ΕΜΛ έχει αξιόλογη παραγωγή που κυμαίνεται από 20,000 έως 40,000 τόνους μαγγανιούχου μεταλλεύματος σιδήρου ετησίως. Το μετάλλευμα αυτό εξάγεται ολοσχερώς στο εξωτερικό, ωμό ή μετά από πύρωση, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει παραγωγή σιδήρου από μεταλλεύματα, δηλ. δεν υπάρχουν υψικάμινοι. Από το 1890 η Εταιρεία αρχίζει να απολαμβάνει και το μολυβδούχο σιδηρομετάλλευμα, το οποίο ενδεχομένως συνυπάρχει στα κοιτάσματα με το μαγγανιούχο σιδηρομετάλλευμα και συνεξορύσσεται. Για το λόγο αυτό η παραγωγή του μολυβδούχου σιδηρομεταλλεύματος παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, π.χ. από το 1890 έως το 1901 η παραγωγή του μεταβάλλεται από 10,000 έως 53,000 τόνους ετησίως. Το μολυβδούχο σιδηρομετάλλευμα δεν εξάγεται στο εξωτερικό, αλλά χρησιμοποιείται από την ίδια την Εταιρεία ως συλλίπασμα κατά την ανάτηξη των αρχαίων εκβολάδων και σκωριών μολύβδου, καθώς ο περιεχόμενος σίδηρος είναι απαραίτητος για τη βελτίωση της ρευστότητας των σκωριών, ενώ ο περιεχόμενος μόλυβδος αποτελεί πλεονέκτημα και πρόσθετο κέρδος, αυξάνοντας την αποδοτικότητα σε παραγόμενο μέταλλο. Από το 1889, στην εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων εισέρχεται δυναμικά και η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ)‐πρώην Γαλλοελληνική Εταιρεία‐, με παραγωγή που κυμαίνεται για την περίοδο 1889‐1901 από 25,000 έως 130,000 τόνους ετησίως, ενώ σε ορισμένες περιόδους παράγει και απλά σιδηρομεταλλεύματα μέχρι 20,000 τόνους ετησίως. Από το 1887 αρχίζει την εκμετάλλευση μαγγανιούχων και μολυβδούχων σιδηρομεταλλευμάτων και η Εταιρεία «Δάρδεζα», που αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Από την έκθεση Κορδέλλα φαίνεται, ωστόσο, ότι είχαν αρχίσει να εξορύσσονται στα μεταλλεία της μικρές ποσότητες σιδηρομεταλλευμάτων μία δεκαετία ενωρίτερα, ήδη από το 1877. Στην εξόρυξη σιδηρομεταλλευμάτων στο Λαύριο δραστηριοποιούνται και άλλες μικρότερες Εταιρείες. Η Εταιρεία «Βρωμοπούσι» αρχίζει την εκμετάλλευση το 1891, η «Βαρβιτσιώτης» το 1892 και η «Λαυρεωτικός Όλυμπος» το 1900. Η Γαλλική Εταιρεία «Σέριφος‐Σπηλιαζέζα» αρχικά παρήγαγε μία ποσότητα μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων στο διάστημα 1873‐ 1889 (94,387 τόνους), αλλά μετά φαίνεται να διέκοψε την παραγωγή της και να ετέθη εκ νέου σε λειτουργία περίπου μία δεκαετία αργότερα, από το 1898. Στον επόμενο Πίνακα 1, που στηρίζεται σε στοιχεία της έκθεσης Κορδέλλα[10], δίνεται η συνολική παραγωγή σιδηρομεταλλευμάτων από το 1873 έως το 1901 για τις διάφορες Εταιρείες της Λαυρεωτικής και γίνεται αντιληπτό ότι η βασική παραγωγή αφορά μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα. Από τον Πίνακα φαίνεται, επίσης ότι η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου έχει την υψηλότερη παραγωγή και ακολουθούν η Εταιρεία Δάρδεζα και η Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου (ελληνική). 11


Πίνακας 1. Συνολική παραγωγή σιδηρομεταλλευμάτων για την περίοδο από το 1873 έως το 1901 για τις διάφορες Εταιρείες της Λαυρεωτικής (σύμφωνα με [10]) Εταιρεία

Περίοδος

Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου (ΕΜΛ) Γαλλική Εταιρεία Σέριφος‐ Σπηλιαζέζα Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ) Εταιρεία Δάρδεζα Εταιρεία Βρωμοπουσίου

1/10/1873 έως 31/12/1901 1/10/1873 έως 31/12/1901 1/8/1876 έως 31/12/1901 1/10/1877 έως 31/12/1901 1/1/1891 έως 31/12/1901 1/1/1892 έως 31/12/1901 1/1/1900 έως 31/12/1901

Εταιρεία «Βαρβιτσιώτης» Εταιρεία «Λαυρεωτικός Όλυμπος» Σύνολο (τόνοι)

Παραγωγή σε τόνους Σιδηρομεταλ‐ Μαγγανιούχα λεύματα σιδηρομεταλλεύ‐ (αιματίτης) ματα 543,195

Μολυβδούχα σιδηρομεταλλεύματα 233,498

147,717

101,007

812,807

7,679

551,454

176,333

336,637

22,271

461

63,547

101,007

2,414,542

481,057

Στον Πίνακα 2, δίνεται η ετήσια παραγωγή των ελληνικών μεταλλείων που παράγουν σιδηρομεταλλεύματα και μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα κατά το έτος 1906 καθώς και η αξία τους. Έχει συνταχθεί από τον Νομομηχανικό Ιωάννη Αργυρόπουλο, και δημοσιεύεται στο περιοδικό «Αρχιμήδης» τον Αύγουστο του 1907 [17]. Για τον ίδιο Πίνακα 2 αναφέρεται ως μέση περιεκτικότητα: για τα σιδηρομεταλλεύματα 46,08% Fe και 0,77%Mn και για τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα 32,23%Fe και 14,27%Mn . Στoν πίνακα 2 έχει προστεθεί από τον συγγραφέα του παρόντος άρθρου η τελευταία στήλη με απλή διαίρεση των στοιχείων της τέταρτης στήλης διά των αντιστοίχων στοιχείων της τρίτης στήλης και φαίνεται καθαρά η σαφώς μεγαλύτερη αξία των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων, η οποία είναι περίπου 1.5‐2.5 φορές υψηλότερη από αυτή των κοινών σιδηρομεταλλευμάτων. Αυτό συμβαίνει για τους λόγους που εξηγήσαμε στο κεφάλαιο 2. Από τα απλά σιδηρομεταλλεύματα την υψηλότερη τιμή παρουσιάζουν αυτά της Εταιρείας Κάψαλος στη Σίφνο και είναι προφανές ότι πρόκειται για πλούσια μεταλλεύματα που έχουν υποστεί πύρωση.

12


Πίνακας 2. Ετήσια παραγωγή των ελληνικών μεταλλείων που παράγουν σιδηρομεταλλεύματα και μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα κατά το έτος 1906 καθώς και η αξία τους (σύμφωνα με [17]) Μεταλλεύματα σιδήρου, παραγωγή 1906 Εταιρεία Θέση Ποσότητα εξορυχθέντος μεταλλεύματος (τόνοι) Γαλλική Εταιρεία Λαύριο 54 204 Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ) Εταιρεία Μεταλλείων Λαύριο 13 250 Δαρδέζης Λαύριο 3 914 Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου (ΕΜΛ) Μεταλλ.Εταιρεία Αντίπαρος 3 865 Αρχιπελάγους Κύριος Μονέν και Σια Μαραθώνας 71 453 Γαλλική Εταιρεία Σέριφος 166 936 Σερίφου Σπηλιαζέζας Γ.Δεκαβάλλας Σέριφος 14 500 Ολλανδική Εταιρεία Κύθνος 4 000 Μύλλερ και Σία Εταιρεία Τεχνικών Κύθνος 18 229 Έργων Φερδινάνδος Κύθνος 14 118 Σερπιέρης Εταιρεία Μεταλλείων Σκύρος 28 169 Σκύρου Ελληνική Εταιρεία «Ο Σίφνος 10 525 Κάψαλος» Ελληνική Εταιρεία Λάρυμνα 120 000 Μεταλλείων Ελληνική Εταιρεία «η Λάρυμνα 85 000 Λοκρίς» Ελληνική Εταιρεία Λάρυμνα 62 457 Μεταλλείων Αταλάντης Μεταλλεύματα Σιδηρομαγγανίου, παραγωγή 1906 Γαλλική Εταιρεία Λαύριο 56 655 Μεταλλείων Λαυρίου Γαλλική Εταιρεία Λαύριο 20 119 Σουνίου Ελληνική Εταιρεία Λαύριο 5 652 Μεταλλείων Δαρδέζης Σ.Δεπόζιτος‐Δεπιάν Λαύριο 1520

13

378 344

Αξία ανά τόνο (φράγκα ανά τόνο) 6,98

101 097

7,63

24 850

8,24

42 515

11

589 487 1 500 000

8,25 8,985

110 000 24 000

7,586 6

157 650

8,648

91 767

6,5

134 648

4,78

133 002

12,636

720 000

6

467 500

5,5

385 357

6,17

585 980

10,34

302 380

15,03

83 593

14,79

22 800

15

Συνολική Αξία (φράγκα)


Στον Πίνακα 3 παρέχεται συγκριτικά η συνολική παραγωγή και αξία των κοινών και μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων κατά τα έτη 1905 και 1906. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, στις αρχές του 20ού αιώνα η παραγωγή ήταν συνεχώς πτωτική, αλλά παρουσίαζε και παροδικές ανακάμψεις, όπως αυτή μεταξύ των ετών 1905 και 1906. Πίνακας 3. Αθροιστική παραγωγή και αξία των κοινών και μαγγανιούχων μεταλλευμάτων σιδήρου κατά τα έτη 1905 και 1906 (σύμφωνα με [17]) Αθροιστική παραγωγή και αξία ετών 1905 και 1906 1905 1906 Σιδήρου 465 622 τόνοι 3 387 467 φράγκα 680 620 τόνοι 4 910 217 φράγκα Αξίζει, πάντως, να συγκριθούν αυτά τα αποτελέσματα με την συνολική αξία των εξορυχθέντων μεταλλευμάτων και άλλων μεταλλευτικών προϊόντων σε πανελλαδική κλίμακα για τα ίδια έτη, Πίνακας 4. Πίνακας 4. Αθροιστική αξία εξορυχθέντων μεταλλευμάτων και άλλων μεταλλευτικών προϊόντων σε πανελλαδική κλίμακα για τα έτη 1905 και 1906 (σύμφωνα με [17]) Αξία, φράγκα Σιδήρου Σιδηρομαγγανίου Ψευδαργύρου Μαγγανίου Χρωμίου Λευκολίθου Λιγνίτου Θείου Σμύριδος Γύψου Άλατος Αργυρούχου μολύβδου εις χελώνας Χαλκού (αρσενικόλιθος,speiss) Άθροισμα Μαρμάρων Μυλοπετρών

1905 3 387 467 1 182 652 2 852 355 122 565 332 252 864 982 143 814 121 000 742 486 7995 1 638 065 6 811 792 ‐ 18 208 125

1906 4 910 217 1 161 792 2 698 840 168 672 432 375 1 455 528 168 883 ‐ 805 702 4900 1 761 693 7 125 562 260 20 865 557

498 995 31 780

273 278 12 520

Από αυτόν τον πίνακα φαίνεται η ποικιλία των μεταλλευτικών προϊόντων που εξορύσσονται στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα μεταλλεύματα σιδήρου, μαγγανιούχου σιδήρου και μαγγανίου συμβάλλουν κατά 25% το 1905 και κατά 30% το 1906 στην συνολική αξία των μεταλλευτικών προϊόντων, ενώ ο μόλυβδος κατέχει την πρώτη θέση με 37 και 34% αντιστοίχως. Ο βωξίτης δεν έχει κάνει ακόμη την εμφάνισή του, η εξόρυξή του θα αρχίσει περί τα μέσα της δεκαετίας του 1920. 14


5. Το Ιστορικό των Μεταλλείων και Καμίνων της Δάρδεζας Τα Μεταλλεία της Δάρδεζας είναι από τα παλαιότερα που παράγουν σιδηρομεταλλεύματα στην ελληνική επικράτεια. Βρίσκονται στο βορειότερο και ανατολικό μέρος της μεταλλευτικής ζώνης του Λαυρίου, μαζί με τα Μεταλλεία Νικία (ΕΜΛ), Σπηλιαζέζας, και Βρωμοπουσίου. Κατά τους Κορδέλλα [10 ] και Γούναρη[19] το μετάλλευμα βρίσκεται σε διακοπτόμενες παράλληλες στρωματοειδείς φλέβες ή ασκοειδείς κοίτες με μήκος 10‐25m και πάχος 3‐6m. Τα σώματα του μεταλλεύματος επαναλαμβάνονται με διεύθυνση ΒΑ‐ΝΔ σε μήκος πολλών χιλιομέτρων μέσα σε ασβεστόλιθο. Στην ορυκτολογική τους σύσταση είναι μαγγανιούχος σιδηρίτης και μαγγανιούχος υδραιματίτης‐λειμωνίτης με 10‐18%Μn και 30‐40%Fe, περιέχουν δε και φλεβίδια γαληνίτη. Ειδικά στη Διψέλιζα (ΓΕΜΛ), εντοπίζονται μέσα στα μεταλλεύματα μολύβδου φωλιές μαγγανιούχων μαζών πάχους ως 30m με 30‐ 40%μαγγάνιο. Τα μεταλλεύματα του σιδήρου, ως οξειδωμένα μεταλλεύματα, συναντώνται στα ανώτερα στρώματα της μεταλλοφορίας του Λαυρίου, δηλ. κυρίως στην πρώτη και στη δεύτερη μεταλλοφόρο επαφή της Λαυρεωτικής. Κατά τον Αργυρόπουλο [18] το κύριο μετάλλευμα της βορειοανατολικής μεταλλευτικής ζώνης του Λαυρίου είναι μαγγανιούχος σίδηρος με μέση περιεκτικότητα 37‐40% σίδηρο και 12‐13% μαγγάνιο. Δευτερεύοντα προϊόντα είναι μεταλλεύματα γαληνίτη μέσης περιεκτικότητας 6‐45% μολύβδου και μολυβδούχα μεταλλεύματα μέσης περιεκτικότητας 8‐ 12% μολύβδου. Τα Μεταλλεία της Δάρδεζας αναπτύχθηκαν σε αρχική παραχώρηση εκτάσεως 14,612.378 στρεμμάτων προς τους Οικονόμου και Δροσόπουλο (Δήμαρχο Κερατέας κατά τον 19ο αιώνα), στην περιοχή Δασκαλειό, με το από 9/10/1876 Βασιλικό Διάταγμα που αφορούσε σε δικαίωμα εκμετάλλευσης μολύβδου, ψευδαργύρου και χαλκού. Το δικαίωμα εκμετάλλευσης σιδηρομεταλλευμάτων στην ίδια περιοχή παραχωρήθηκε μία δεκαετία αργότερα, βάσει του νόμου ΑΦΚΕ΄του 1887, με τον οποίο αποφασίσθηκε να φορολογείται το εξαγόμενο μετάλλευμα ιδιαιτέρως με 1 ½ επί της ακαθαρίστου αξίας του. Κατά το 1888 ακολούθησαν και άλλες παραχωρήσεις σιδηρομεταλλευμάτων προς διάφορους ιδιώτες σε γειτονικές περιοχές. Μέχρι το τέλος του 1889 η συνολική παραγωγή μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων των μεταλλείων της Δάρδεζας δεν είχε υπερβεί τους 50,000 τόνους. Αλλά από το 1888 η Εταιρεία εκμισθώθηκε στον Ι.Β.Σερπιέρη, ο οποίος και δρομολόγησε την συστηματική εκμετάλλευσή τους. Τελικά, η ύπαρξη πολλών παραχωρήσεων από διάφορους ιδιώτες στην ίδια περιοχή, απετέλεσε κίνητρο για την ίδρυση το 1893 της Εταιρείας «Δάρδεζα‐ Δασκαλειό», με συμμετοχή ιδιωτών (Μακρυγιάννης, Παχύς, Δροσόπουλος, Κορδέλλας, Ι.Β.Σερπιέρης) με ποσοστό 77% και της ΓΕΜΛ με ποσοστό 23%. Το ιδρυτικό κεφάλαιο ήταν σημαντικό, 3 εκατομμύρια δραχμές, ενώ οι μέτοχοι εκχώρησαν τις παραχωρήσεις τους και τον υπάρχοντα εξοπλισμό (εγκαταστάσεις, καμίνους και σιδηροδρόμους) στη νέα Εταιρεία. Η Εταιρεία είχε τα Μεταλλεία της μεταξύ των Μεταλλείων Νικίου (ΕΜΛ) και των πλουσίων παραχωρήσεων της Γαλλικής Εταιρείας της Διψέλιζας [10,18]. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας είχε την έδρα του στην Αθήνα και αντιπροσωπεύονταν από τον εντεταλμένο σύμβουλο Φερδινάνδο Σερπιέρη. 15


Η Εταιρεία με την προαναφερθείσα Εταιρική της μορφή δεν διήρκεσε πολύ. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1908, η Εταιρεία απορροφήθηκε από την κραταιά ΓΕΜΛ [19]. Τις περισσότερες πληροφορίες για την Γαλλο‐ελληνική Εταιρεία Δάρδεζα μας άφησε ο Α. Κορδέλλας, ο οποίος ήταν βαθύς γνώστης των πραγμάτων του Λαυρίου, αλλά προσέτι και ο ίδιος μέτοχος της Εταιρείας[10]. Μας πληροφορεί λοιπόν ότι η γαλλο‐Ελληνική Εταιρεία Δάρδεζα αμέσως μετά την ίδρυσή της κατασκεύασε μεταλλοπλύσιο, δηλ. όπως λέμε σήμερα πλυντήριο ή εγκαταστάσεις μηχανικής προπαρασκευής μεταλλευμάτων. Μας πληροφορεί, επίσης, ότι η Εταιρεία εγκατέστησε πολυπληθείς φρεατώδεις καμίνους για την πύρωση των μεταλλευμάτων. Στις καμίνους αυτές, που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τον χώρο των Μεταλλείων, γίνονταν η πύρωση των χονδρών τεμαχίων του σιδηρομεταλλεύματος. Πρόκειται ασφαλώς για τις καμίνους στις οποίες αναφέρεται το παρόν άρθρο. Αναφέρει επίσης ο Γούναρης ότι η πύρωση γίνονταν και σε «άλλας καμίνους συστήματος Pelatan”. Οι κάμινοι τύπου Pelatan χρησίμευαν προφανώς για την πύρωση των κόνεων και των λεπτών κλασμάτων του μεταλλεύματος επάνω σε δονούμενη κλίνη. Ο Γούναρης τις χαρακτηρίζει ως καμίνους λικνιζομένης εσχάρας [19]. Δηλ. το ωμό μετάλλευμα τροφοδοτούνταν σε λεπτό στρώμα και προωθούνταν συνεχώς από την είσοδο προς την έξοδο της καμίνου με τη βοήθεια ασύμμετρων δονήσεων (αργής προς τα εμπρός, απότομης προς τα πίσω) επάνω σε μεταλλική εσχάρα. Κατά την διαδρομή του μέσα από την κάμινο η φρύξη ολοκληρώνονταν. Σύμφωνα, πάντα, με τις πληροφορίες Κορδέλλα[10], η εταιρεία εισήγαγε στα Μεταλλεία της ηλεκτροκίνητα διατρητικά μηχανήματα συστήματος Siemens. Η πληροφορία αυτή είναι σημαντική, διότι αποκαλύπτει ότι υπήρχε ηλεκτροδότηση των Μεταλλείων και κατά πάσα πιθανότητα των Μεταλλουργικών εγκαταστάσεων που βρίσκονταν σε απόσταση 200‐300 μέτρων από τα Μεταλλεία. Η νέα Εταιρεία δημιούργησε, επίσης, υποδομές, συνδέοντας σιδηροδρομικώς τα Μεταλλεία με το λιμάνι Αγίου Νικολάου, παρά τον όρμο Θορικού. Σιδηροδρομικές διακλαδώσεις συνδέονταν με την γραμμή σιδηροδρόμου Αττικής (Αθηνών‐Λαυρίου) και μετέφεραν τα προϊόντα της Εταιρείας από τα κέντρα εκμεταλλεύσεως στα κέντρα καταναλώσεως (δηλ. τα Μεταλλουργεία Λαυρίου της ΕΜΛ και της ΓΕΜΛ) και στην δική της αποβάθρα φορτώσεως για εξαγωγή στο εξωτερικό. Κατά τους Κακαβογιάννη [2] οι εγκαταστάσεις του λιμανιού σώζονταν ακέραιες στο Φραγκολίμανο μέχρι το 1969, οπότε καταστράφηκαν από την ΔΕΗ για την κατασκευή του θερμοηλεκτρικού εργοστασίου της. Στις αρχές του 20ου αιώνα η αισιοδοξία για τη ζήτηση σιδηρομεταλλευμάτων είναι μεγάλη. Για παράδειγμα, στην ημερήσια εφημερίδα «Σκριπ» της 27/3/1900 σε ομιλία βουλευτή αναφέρεται: «… Η Ευρώπη ζητεί σιδηρόλιθον… η τιμή του σιδήρου υψώθη καταπληκτικώς…η ζήτησις του σιδήρου θα εξακολουθήσει…κλπ»[21.1]. Επίσης, ο Κορδέλλας, το 1902, βεβαιώνει ότι η Εταιρεία Δάρδεζα ευρίσκεται σε ανθηρή κατάσταση και αναμένει καλύτερο μέλλον, επειδή επικρατεί καλή τιμή και μεγάλη ζήτηση σιδηρομεταλλευμάτων [10]. Όπως θα δούμε στη συνέχεια αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν και από το 1903 αρχίζει πτωτική πορεία, η οποία γίνεται καταστροφική στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και κυρίως του 1ου Παγκόσμιου πόλεμου, όπως φαίνεται και από τον Πίνακα 5. Ο Πίνακας αυτός δίνει την παραγωγή 16


μαγγανιούχου και μολυβδούχου σιδηρομεταλλεύματος της Δάρδεζας , σύμφωνα με τους Κορδέλλα [10], Γούναρη[19] και Αργυρόπουλο[17,18]. Για συγκριτικούς λόγους παρέχεται η παραγωγή σιδηρομεταλλεύματος της ΓΕΜΛ σύμφωνα με Μαρκουλή‐Μποντιώτη[20] και μαγγανιούχου μεταλλεύματος στο Βάνι της Μήλου [8,19]. Από τις εφημερίδες της εποχής μπορεί κανείς να σταχυολογήσει άρθρα που δείχνουν την κακοδαιμονία στην οποία έχουν περιέλθει τα μεταλλεία μετά το 1910. Τον Ιούνιο του 1911 ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος επισκέπτεται το Λαύριο με σκοπό να ενθαρρύνει τον απογοητευμένο κόσμο των Μεταλλείων, εφημερίδα Σκριπ 2/6/1911) [21.2]. Τα Μεταλλεία αρχίζουν να βγαίνουν στο σφυρί, ακόμη και με διαφημίσεις μεσιτικών γραφείων στον ημερήσιο τύπο , όπως οι παρακάτω του Σχ.3 στο «Εμπρός» της 11/1/1911 και της 4/1/1912, δίπλα στις συνήθεις διαφημίσεις για ενδύματα και για οικιακό εξοπλισμό [22.1, 22.2].

Σχ.3. Μικρές αγγελίες της ημερήσιας εφημερίδας «Εμπρός» που αφορούν στην πώληση Μεταλλείων και παραχωρήσεων, δίπλα σε… διαφημίσεις ειδών καθημερινής χρήσης Στο φύλλο της 27/7/1914 της εφημερίδας Σκριπ αναφέρεται ότι στο λιμάνι του Πειραιά τα πλοία έδεσαν και δεν γίνεται εξαγωγή μεταλλευμάτων, ενώ υπάρχει έλλειψη ανθράκων[21.3]. Τον Φεβρουάριο του1915 η Εθνική Τράπεζα στη Συνέλευση των μετόχων της ανακοινώνει ότι πήρε τη δύσκολη απόφαση και προσεφέρθη να ασφαλίζει τα πλοία που εξάγουν μεταλλεύματα εν καιρώ πολέμου [21.4]. Τέλος, τον Μάιο του 1915 με απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών απαγορεύεται η εξαγωγή μεταλλευμάτων σιδήρου, μαζί με πολλά άλλα είδη (Σκριπ 10/5/1915)[21.5]. 17


Πίνακας 5. Παραγωγή μαγγανιούχου και μολυβδούχου σιδηρομεταλλεύματος Δάρδεζας (τόννοι) , σύμφωνα με τους Κορδέλλα [10], Γούναρη[19] και Αργυρόπουλο[17,18] , μεταλλεύματος Μαγγανίου[8,19] και σιδηρομεταλλεύματος της ΓΕΜΛ σύμφωνα με Μαρκουλή[20] Παραγωγή σε τόνους Έτος 1877‐ 1889 1890 1891 1892 1893 1894 1895 1896 1897 1898 1899 1900 1901 1902 1903 1904 1905 1906 1907 1908 1909 1910 1911 1912 1913 1914 1915 1916 1917 1918 1919‐ 1927 1928‐

Εταιρεία Δάρδεζας Κορδέλ‐ Γούνα‐ λας ρης

Αργυρό‐ πουλος

Μετάλλευμα Μαγγανίου ΓΕΜΛ Βάνι Μήλου Γούνα‐ Μαρκουλή ρης

50,000

56,000

8,716

36,445 16,858 35,030 47,035 43,782 33,340 47,224 40,420 62,420 50,040 50,860 37,950

13,240 42,580 49,557 36,831 51,531 57,578 41,601 41,819 48,177 22,865 17,289 12,071 23,293 23,833 15,338

23,600 24,150 8,821 18,902 22,005 6,800

43,000 39,000 40,000 39,000 58,000 49,000 85,000 115,000 150,000 190,000 150,000 80,000 74,000 65,000 73,000 87,000 95,000 96,000 67,000 76,000 98,000 87,000 27,000 12,000 5,000 2,000 1,000 2,000 3,000

18,100 13,769 12,034 5,161 9,512 7,749 15,760 12,423 14,479 18,262 10,503 6,447 14,821 6,692 9,443 15,381 10,070 10,117 357 4,229 41

3,840 11,522 12,572 6,875 18,645 28,220 20,350 18,090 20,834 19,576

9,231 16,622 10,835 10,745 11,505 11,436 9,160 5,847 7,183 9,573 11,510 1,139 1,072 ‐ ‐

4,160 3,700 5,650 1220 730 400

1,000/έτος

0

Μαγγανιούχο Σιδηρομετάλλευμα

Το 1908 η Δάρδεζα απορροφήθηκε από την ΓΕΜΛ και επομένως η παραγωγή των μεταλλείων της συμπεριλαμβάνεται στην αμέσως επόμενη στήλη της ΓΕΜΛ.

Μολυβδούχο Σιδηρομετάλλευμα Εταιρεία Δάρδεζας Κορδέλ‐ Γούνα‐ Αργυρό‐ λας ρης πουλος

Η Εταιρεία της Δάρδεζας (με τις διαδοχικές εταιρικές της μορφές που αναφέραμε) εκμεταλλεύτηκε τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα της περιοχής για περίπου τρεις δεκαετίες, αλλά πότε ακριβώς σταμάτησε τελείως την εκμετάλλευση στα μεταλλεία της δεν είναι γνωστό. Στην διδακτορική εργασία της Μαρκουλή‐Μποντιώτη [20] από σχετικό πίνακα φαίνεται ότι η παραγωγή σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων από την ΓΕΜΛ (στην οποία ανήκε από το 1908 και η Δάρδεζα) σταμάτησε ουσιαστικά από το 1912‐13, αν και μικρές ποσότητες που δεν υπερέβαιναν ετησίως μερικές χιλιάδες τόνους εξακολούθησαν να 18


εξορύσσονται ως το 1927. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το άρθρο του Η.Γούναρη στον Αρχιμήδη με τίτλο « Η μεταλλευτική κίνησης της Ελλάδος κατά το 1913», όπου αναφέρεται ότι το μοναδικό μεταλλείο μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων που ευρίσκεται ακόμη εν λειτουργία ανήκει στην ΓΕΜΛ και ευρίσκεται στο Λαύριο. Προφανώς πρόκειται για την Δάρδεζα. Από αυτό παρήχθησαν το 1913 μόνο 6,323 τόνοι, οι οποίοι εξήχθησαν μαζί με αποθέματα του προηγουμένου έτους, συνολικά 21,477 τόνοι [8]. Με βάση τα προηγούμενα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα Μεταλλεία της Δάρδεζας λειτούργησαν ουσιαστικά από το 1888 έως το 1913, οι κάμινοι μάλλον από το 1892‐1893 και μετά, αν κρίνουμε από την κατανάλωση καυσίμων που παρέχει ο Κορδέλλας[10]. Στη συνέχεια μπορεί να λειτούργησαν περιστασιακά, για την πύρωση όχι μόνο μαγγανιούχων, αλλά και μολυβδούχων σιδηρομεταλλευμάτων. Όσον αφορά στο έμψυχο δυναμικό των Μεταλλείων (στο οποίο πρέπει να υποθέσουμε ότι συμπεριλαμβάνεται και το προσωπικό των καμίνων και του μεταλλοπλυσίου), από το 1896 ως το 1899 οι εργαζόμενοι ήσαν κατ΄έτος 368, 427, 613, 515 [10] και από το 1903 έως το 1908 ο αριθμός τους μειώθηκε σημαντικά, δηλ. οι εργαζόμενοι έγιναν κατ΄έτος: 215, 181, 203, 273, 206, 137 [18] . Στο δεύτερο διάστημα είναι γνωστό ότι επήλθαν τέσσερα θανατηφόρα ατυχήματα. Στην εφημερίδα «Εμπρός» της 15/11/1905 περιγράφεται σοβαρό επεισόδιο με απολυθέντες εργάτες της «Εταιρείας Δάρδεζα εις τας στοάς της Καμάριζας» [22.3]. Άλλες πληροφορίες που αφορούν στα Μεταλλεία της περιοχής Δασκαλειού και της Δάρδεζας προέρχονται από εκτεταμένο άρθρο του καθηγητή Μεταλλογνωσίας του Πολυτεχνείου Ηλία Γούναρη, με τίτλο « Η εκμετάλλευσις των Μεταλλείων της Ελλάδος», που δημοσιεύεται σε συνέχειες στον «Αρχιμήδη», αρχίζοντας από το τεύχος 3 του Ιουλίου 1911 και τελειώνοντας στο τεύχος 1 του Ιανουαρίου 1912 [19]. Στην συνέχεια του άρθρου του, τεύχος 7, τον Νοέμβριο του 1911 ο Γούναρης αναφέρεται μεταξύ άλλων και στα Μεταλλεία της περιοχής Δασκαλειού και ιδιαίτερα στην Δάρδεζα. Γράφει, λοιπόν, ότι τα Μεταλλεία των Εταιρειών Δάρδεζα και Σέριφος –Σπηλιαζέζα που βρίσκονται στην ίδια περιοχή (του Δασκαλειού) και τα Μεταλλεία Δεσπόζιτου που βρίσκονται στο Βιέθι, «…στα οποία διάφοροι μεταλλειοκτήτες εκμεταλλεύονταν εξορύσσοντες κυρίως σιδηρομαγγάνιο, έπαυσαν σχεδόν όλα να λειτουργούν, λόγω της κρίσης, δυσκολιών εκμετάλλευσης και διαφόρων άλλων λόγων». Δίνει, επίσης, τα ποσά του μεταλλεύματος που εξορύχθηκαν από την αρχή της εκμετάλλευσης μέχρι το 1908 που η Δάρδεζα συγχωνεύθηκε με την Γαλλική Εταιρεία Λαυρίου, Πίνακας 5. Τα ποσά αυτά δεν συμφωνούν απολύτως με αυτά που δίνονται από τον Κορδέλλα , ούτε με αυτά του Αργυρόπουλου (επίσης στον Πίνακα 5) . Αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους συγχρόνως: στο γεγονός ότι τα μεταλλεία άλλαζαν συνεχώς ιδιοκτησιακό καθεστώς και η παραγωγή τους δεν έχει ταξινομηθεί στις παραπάνω εκθέσεις με τον ίδιο τρόπο. Επίσης, η διαφορά μπορεί να οφείλεται στις διαφορές μεταξύ της ετήσιας παραγωγής, μέρος της οποίας παρέμενε αδιάθετη και αποθηκεύονταν προσωρινά, και των αντιστοίχων ετησίων εξαγωγών ή ακόμη στη διαφορά βάρους μεταξύ του ωμού και του πεφρυγμένου μεταλλεύματος. Η δυσκολία στη συγκέντρωση ακριβών στοιχείων και η ασάφεια που επικρατεί στις στατιστικές επισημαίνεται πάντως και από τον ίδιο τον Η.Γούναρη [8]. Εν

19


πάση περιπτώσει, οι διαφορές αυτές –αν και υπάρχουν‐ δεν αλλάζουν την γενική εικόνα της μεταβολής της παραγωγής με την πάροδο των ετών. Έτσι διαπιστώνεται ότι η ετήσια παραγωγή είναι μέγιστη το 1899 (57,578 τόνοι) και στη συνέχεια παρουσιάζει κάμψη ιδιαίτερα έντονη από το 1903 και μετά. Το 1912 πέφτει στους 12,071 τόνους. Ο Γούναρης αιτιολογεί την πτώση ως εξής: «…Η κρίσις έφθασε στο κατακόρυφον το 1910. Αι τιμαί των σιδηρομεταλλευμάτων κατήλθον εις σημείον εις ό ουδέποτε είχον φθάσει, οι δε ναύλοι της μεταφοράς υψώθησαν, εις τρόπον ώστε εκμεταλλευταί τινες ηναγκάσθησαν να ακυρώσωσι συμβόλαια πωλήσεως, μη συμφερούσης της μεταφοράς του μεταλλεύματος. Τα σιδηρομαγγάνια και σιδηρούχα σιδηρομεταλλεύματα ελαχίστην έχουν ζήτησιν, τα μεν λόγω του συναγωνισμού πλουσίων μαγγανιούχων, τα δε λόγω δυσκολιών εις την τήξιν». Η εικόνα αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις αισιόδοξες προβλέψεις που έκανε ο Κορδέλλας το 1902, για αναμενόμενη ανάπτυξη της εταιρείας λόγω μεγάλης ζήτησης και υψηλών τιμών των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων. Η πτώση των τιμών οδήγησε προφανώς κατά το 1908 και στην απορρόφηση της Εταιρείας Δάρδεζα από την πάντοτε κραταιά και ακμαία ΓΕΜΛ, η οποία είχε επενδύσει στην εκμετάλλευση διαφόρων μεταλλείων και μεταλλευμάτων και ήταν η μόνη σε θέση να αντιμετωπίσει σε κάποιο βαθμό την κρίση, παρατείνοντας για λίγα ακόμη χρόνια την λειτουργία του Μεταλλείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι και στο Βάνι της Μήλου, όπου εξορύσσετο μετάλλευμα μαγγανίου από άλλη εταιρεία, αλλά και πάλι με κύριο μέτοχο τον Σερπιέρη, η εκμετάλλευση (που είχε αρχίσει από το 1886) σταμάτησε το 1909, λόγω του ισχυρού αναταγωνισμού από τα μεγάλα Μεταλλεία του Καυκάσου στη Ρωσία[4,18]. Βέβαια, όπως συμβαίνει κάθε φορά που υπάρχει οικονομική κρίση, μέσα στον καταιγισμό των μέτρων και προς εξορκισμό του κακού, η Κυβέρνηση αποφασίζει να γίνουν νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες λογικά θα έπρεπε να είχαν αποφασισθεί και να είχαν γίνει πολύ ενωρίτερα, αλλά οι οποίες οπωσδήποτε δεν λύνουν το οικονομικό πρόβλημα. Έτσι το 1910 επεβλήθη η πρόσληψη διπλωματούχων μηχανικών υπεύθυνων για τις εργασίες, απαγορεύθηκε η πρόσληψη μικρών κοριτσιών και μικρών αγοριών σε βαριές εργασίες και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως «Κανονισμός των μεταλλευτικών εργασιών». Αυτό το οποίο εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίεργο, όπως επισημαίνει ο Γούναρης, είναι ότι μετά τις αλλαγές αυτές, τα θανατηφόρα ατυχήματα αυξήθηκαν αντί να μειωθούν. Αυτό βεβαίως είναι φαινομενικό. Στην πραγματικότητα, πριν από την ισχύ του κανονισμού μεταλλευτικών εργασιών πολλά από τα ατυχήματα δεν γνωστοποιούνταν καν στις Αρχές, ενώ από την έναρξη ισχύος του κανονισμού έγινε υποχρεωτική η δήλωση και καταγραφή τους[19]. 20


6. Οι άλλες Εταιρείες που εξόρυσσαν μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα Για μία πληρέστερη εικόνα της μεταλλευτικής δραστηριότητας που αφορούσε στα σιδηρομεταλλεύματα στην Λαυρεωτική, παρέχονται στη συνέχεια μερικές πρόσθετες πληροφορίες και για τις άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στην ίδια περιοχή[8,10,17‐19]. Στον χάρτη του Σχ.2 έχουν σημειωθεί από τον συγγραφέα του παρόντος άρθρου οι περιοχές με μεταλλεία σιδήρου και μαγγανιούχου σιδήρου και με καμίνους φρύξης σιδηρομεταλλευμάτων. Από αυτές σώζονται σήμερα μόνον οι κάμινοι της Δάρδεζας. Η Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρείου (ΕΜΛ) αγόρασε τα Μεταλλεία της Εταιρείας «Νικίας» βορείως του Λαυρίου, στο Δασκαλειό, και της Εταιρείας «Λαυρεωτικός Όλυμπος»(1887), που κατείχε τις παραχωρήσεις στο Αρί και τις νότιες παραχωρήσεις στο Σούνιο και στο Λιμάνι Πασά (ή Πασαλιμάνι). Από αυτές η ΕΜΛ παρήγε αιματίτη (με το εμπορικό όνομα «Νικίας») και εξήγε σιδηρομεταλλεύματα είτε ωμά, είτε μετά από φρύξη του μαγγανιομιγούς σιδηρίτη (ανθρακώματος, spathique κατά τον Κορδέλλα). Αυτά περιείχαν κατά μέσον όρο 34%σίδηρο, 17% μαγγάνιο, 5% πυριτικό οξύ και 0.030 φώσφορο, ήταν δηλ. πολύ καθαρά, φτωχά σε φωσφόρο. Εκτός αυτών παρήγε και μαγγανιομιγή σιδηρομολυβδούχα, φτωχά μεταλλεύματα, με 7% μόλυβδο και 2000 γραμμάρια αργύρου ανά τόνο μολύβδου , καθώς και σιδηρομιγή γαληνίτη με 20‐30% μόλυβδο που προορίζονταν για τήξη προς παραγωγήν μολύβδου. Αλλά πέραν αυτών που παρήγε η ίδια, προμηθεύονταν σιδηρομιγή μεταλλεύματα μολύβδου από άλλες εταιρείες για να τα χρησιμοποιήσει ως συλλιπάσματα. Το 1902, που γράφει ο Κορδέλλας την έκθεσή του, έχουν εξαντληθεί σχεδόν πλήρως οι εκβολάδες και οι σκωρίες των αρχαίων και η σπουδαιότερη δραστηριότητα της ΕΜΛ είναι πλέον η εκμετάλλευση σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων από τα Μεταλλεία του «Νικίου» και του «Λαυρεωτικού Ολύμπου».. Η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρείου (ΓΕΜΛ), αφού συνεστήθη το 1875, αγόρασε πολλά Μεταλλεία και μεταξύ αυτών τα Μεταλλεία της Εταιρείας «ο Περικλής» το 1879, με πολύ μεγάλη έκταση από την Καμάριζα ως την Πλάκα και από εκεί ως τη Διψέλιζα. Η περιοχή της Διψέλιζας περιείχε μεγάλα κοιτάσματα μολύβδου και ψευδαργύρου, αλλά κυρίως μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα. Κατά τον Γούναρη, η πύρωση των χονδρών κλασμάτων γίνονταν σε φρεατοειδείς καμίνους και η πύρωση των λεπτών κλασμάτων σε καμίνους τύπου Pelatan, λικνιζομένης εσχάρας. Δύο φρεατώδεις κάμινοι ήταν εγκατεστημένες στην Πλάκα και μία στο Δασκαλειό. Στον Κυπριανό (σήμερα Τεχνολογικό πάρκο ΕΜΠ) υπήρχαν δέκα κάμινοι τύπου Pelatan παραγωγής πέντε τόνων ημερησίως. Η Γαλλική Εταιρεία των Μεταλλείων Σουνίου ιδρύθηκε το 1875 και είχε δύο γεωγραφικώς απομακρυσμένα μεταλλεία μολύβδου, μαγγανίου και ψευδαργύρου, των οποίων η εκμετάλλευση γίνονταν από μεγάλους εργολάβους, στους οποίους είχε εκμισθώσει τα δικαιώματά της. Η παραχώρηση του Σουνίου, συνόρευε με τα μεταλλεία του Λαυρεωτικού Ολύμπου. Η δεύτερη παραχώρηση στο Βρωμοπούσι, πιο συγκεκριμένα στην Θρακιγκέρα, παρήγε πλούσιους μαγγανιομιγείς υδραιματίτες με διάσπαρτο γαληνίτη. Τα μαγγανιομιγή μεταλλεύματα εξάγονταν, ενώ τα μολυβδούχα πωλούνταν με μεγάλο κέρδος στην ΕΜΛ.

21


Η Γαλλική Εταιρεία «Σέριφος – Σπηλιαζέζα». Η παραχώρηση αυτή βρίσκονταν βορείως του Βρωμοπουσίου και περιείχε πλούσιες κοίτες από μαγγανιομιγείς υδραιματίτες με γαληνίτη. Οι μαγγανιοσιδηρίτες του Βρωμοπουσίου, της Σπηλιαζέζας και του Νικίου υποβάλλονταν σε πύρωση στις πολυπληθείς φρεατοειδείς καμίνους που ήταν εγκατεστημένες στο Βιέθι (Βιγκέθιον κατά Κορδέλλα) και στο Αυλάκι, κοντά στο λιμάνι Δάστενα. Μεταλλεύματα σιδήρου στη Σίφνο. Η Σίφνος αναφέρεται εδώ για τον λόγο ότι σώζεται και εκεί μία κάμινος πύρωσης σιδηρομεταλλευμάτων, η οποία είναι μεν φρεατοειδής, αλλά εξωτερικά τετραγωνικής διατομής και εσωτερικά κωνικής. Ο Κορδέλλας (1902) αναφέρει ότι η μεγάλη ζήτηση σιδηρομεταλλευμάτων ώθησε την ιδιοκτήτρια Εταιρεία «Σίφνος‐ Εύβοια» να προχωρήσει στην απόληψη τέτοιων μεταλλευμάτων από τα εγκαταλειμμένα της Μεταλλεία και είχε πολύ καλά αποτελέσματα. Για τον λόγο αυτόν ιδρύθηκε αργότερα η Εταιρεία «Κάψαλος», η οποία κατά την εκμετάλλευση εντόπισε πλούσια μεταλλεύματα σιδήρου, μολύβδου και ψευδαργύρου. Η Εταιρεία κατασκεύασε προκυμαία στο λιμάνι «Καμάρες» για την φόρτωση των μεταλλευμάτων. Τα μεταλλεύματα του μολύβδου αποστέλλονταν για καμίνευση στο Λαύριο. Πρέπει να υποθέσουμε ότι τότε κατασκευάσθηκε και η φρεατοειδής κάμινος για την πύρωση των μεταλλευμάτων του σιδήρου που σώζεται στις Καμάρες, στον αριστερό βραχίονα του λιμανιού. Μεταλλεύματα μαγγανίου στο Βάνι της Μήλου. Όπως τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα, έτσι και τα μαγγανιούχα μεταλλεύματα ‐κατά μείζονα λόγο‐ είχαν αξία στην περίοδο που αναφερόμαστε. Μεταλλεύματα μαγγανίου είχαν εντοπισθεί και στην Πελοπόννησο και στην Άνδρο, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν επειδή περιείχαν πολύ πυριτικό οξύ. Εκμετάλλευση μαγγανιούχων μεταλλευμάτων έγινε κυρίως στη Μήλο από το 1886 έως το 1910[4,10,18]. Στο ακρωτήριο Βάνι που βρίσκεται στο Βορειοδυτικό τμήμα του νησιού εξορύσσονταν μετάλλευμα και κατόπιν διαλογής και εμπλουτισμού παράγονταν 10,000 έως 15,000 τόνοι εμπλουτισμένου μεταλλεύματος ετησίως. Το μετάλλευμα βρίσκονταν μέσα σε μία λεκάνη στην οποία εναλλάσσονταν με άλλα υλικά πληρώσεως τριτογενούς διαπλάσεως (άμμο, άργιλο, τραχειτικά θραύσματα) υπερκείμενες κοίτες μαγγανιομεταλλευμάτων. Η εξόρυξη ήταν μικτή, υπαίθρια και υπόγεια, και προετοιμάζονταν με φρέατα που ενώνονταν μεταξύ τους με στοές. Το μετάλλευμα χωρίζονταν με διαλογή σε πλούσιο και σε άλλο που χρειάζονταν εμπλουτισμό. Τα απορρίμματα τοποθετούνταν σε σωρούς με σκοπό ενδεχόμενη μελλοντική κατεργασία. Κατά πολύ μικρότερη εκμετάλλευση μαγγανιούχων μεταλλευμάτων έγινε και στην Κίμωλο από την Εταιρεία «αι Κυκλάδες», η οποία άρχισε το 1907 και τερματίσθηκε το 1910 [8, 16]. 7.

Η Τοπογραφία της Δάρδεζας

Η περιοχή όπου έχουν ανεγερθεί οι κάμινοι είναι περιοχή με ήπιο ανάγλυφο και διασχίζεται από ρέμα που χύνεται στο ποτάμι που διαρρέει την κοιλάδα, και την οποία κοιλάδα οι ντόπιοι αποκαλούν απλώς «Ποτάμι». Στο Σχ.4 εικονίζεται η ευρύτερη περιοχή των Μεταλλείων και των καμίνων, ενώ το Σχ.5 περιορίζεται σε στενότερη περιοχή και έχει 22


ληφθεί σε χρονιά μεγάλης ξηρασίας (2004), με αποτέλεσμα να διακρίνεται καλύτερα το φυσικό ανάγλυφο.

Σχ.4 . Η ευρύτερη περιοχή των Μεταλλείων και των καμίνων της Δάρδεζας σε χάρτη από δορυφόρο της Google Earth. Σημειώνεται η θέση καμίνων, εγκαταστάσεων, Μεταλλείων κλπ.

Σχ.5. Περιοχή των Μεταλλείων και των καμίνων η οποία έχει ληφθεί σε χρονιά μεγάλης ξηρασίας (2004), με αποτέλεσμα να φαίνεται καλύτερα το φυσικό ανάγλυφο. Ένα τοπογραφικό σχέδιο στο οποίο αποτυπώνεται η θέση των καμίνων και τα υπολείμματα άλλων εγκαταστάσεων εικονίζεται στο Σχ.6 . Οι ισοϋψείς καμπύλες ανά 1m χαράχθηκαν κατά προσέγγιση από τον συγγραφέα του άρθρου με βάση τα υψόμετρα που προκύπτουν από τον ιστότοπο του Google Earth. Η αποτύπωση του αναγλύφου δεν είναι απολύτως 23


ακριβής, καθώς τα υψόμετρα επηρεάζονται από σωρούς μπάζων και βλάστηση, αλλά σε γενικές γραμμές παρέχουν την εικόνα του αναγλύφου. Το αρχικό ανάγλυφο έχει, πάντως, μεταβληθεί λόγω της ανάπτυξης καλλιεργειών και λόγω της διάνοιξης αγροτικών οδών σε άμεση επαφή με τον χώρο των καμίνων. Επίσης, η βάση των καμίνων έχει καλυφθεί από φερτά υλικά που προέρχονται από την υπερχείλιση του ρέματος και από υλικά των τοιχωμάτων που έχουν καταρρεύσει (πέτρες και χώμα από την επένδυση). Τα προηγούμενα δεν επιτρέπουν να μετρηθεί με ακρίβεια το ύψος των καμίνων.

Σχ.6. Τοπογραφικό σχέδιο στο οποίο αποτυπώνεται η θέση των καμίνων και τα υπολείμματα άλλων εγκαταστάσεων. Οι ισοϋψείς καμπύλες ανά 1m χαράχθηκαν κατά προσέγγιση με βάση τα υψόμετρα που προκύπτουν από τον ιστότοπο του Google Earth. 7.1.

Οι κάμινοι.

Οι κάμινοι είναι συνολικά πέντε, χτισμένες στις δύο πλευρές του ρέματος, δύο από την νοτιοανατολική πλευρά ( Νο 1 και 2) και τρεις από την βορειοδυτική πλευρά του (Νο 3,4 και 5), Σχ. 7 και 8. Οι κάμινοι Νο 1‐4 ευρίσκονται σε σχετικώς καλή κατάσταση, ενώ η κάμινος Νο5 έχει καταρρεύσει και στο εσωτερικό της έχει αναπτυχθεί άγρια βλάστηση.

24


Σχήμα 7. Άποψη των καμίνων από ΝΑ. Οι κάμινοι του πρώτου επιπέδου της φωτογραφίας (Νο 1 και 2) είναι χτισμένες στη νοτιοανατολική πλευρά του καναλιού, ενώ αυτές που φαίνονται στο δεύτερο επίπεδο (Νο 3 και 4) είναι από την βορειοδυτική πλευρά του καναλιού. Η κάμινος Νο 5 δεν φαίνεται διότι έχει μερικώς καταρρεύσει και βρίσκεται πίσω από την Νο 4.

Σχ.8. Οι κάμινοι (Νο 1‐5) όπως φαίνονται από την βορειοδυτική πλευρά του καναλιού. Στο πρώτο επίπεδο της φωτογραφίας φαίνεται μικρό τμήμα της πλατείας μεταλλεύματος.

25


7.2. Το ρέμα και το κανάλι. Το ρέμα έρχεται από τα νοτιοδυτικά, περνάει ανάμεσα στις καμίνους και χύνεται στο Ποτάμι σε μία απόσταση περί τα 70m από το συγκρότημα των καμίνων. Στην περιοχή των καμίνων η κοίτη του ρέματος έχει εγκιβωτισθεί με κτιστή λιθοδομή, σχηματίζοντας κανάλι με ορθογώνιο διατομή, βάθους 1.6 μέτρων και πλάτους 2.5 μέτρων περίπου, Σχ.9.

Σχ.9. Η κοίτη του ρέματος έχει εγκιβωτισθεί με κτιστή λιθοδομή, σχηματίζοντας κανάλι με ορθογώνιο διατομή, βάθους 1.6 μέτρων και πλάτους 2.5 μέτρων περίπου Οι κάμινοι έχουν ανεγερθεί σχεδόν σε επαφή με το κανάλι, σε απόσταση 60‐80cm από αυτό. Σε κάθε κάμινο, η μία από τις τέσσερις οπές εκφόρτωσης ευρίσκεται προς την πλευρά του καναλιού, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κανάλι είχε καλυφθεί με δάπεδο, ώστε να επιτρέπει την κυκλοφορία εργαζομένων και βαγονέτων. Περίπου 30m από τις καμίνους προς την πλευρά του Ποταμιού υπάρχει τοξωτή γέφυρα πάνω από το κανάλι, που έχει εν μέρει καταρρεύσει, Σχ.10.

26


Σχ.10. Περίπου 30m από τις καμίνους προς την πλευρά του Ποταμιού υπάρχει τοξωτή γέφυρα που έχει εν μέρει καταρρεύσει 7.3. Καταλύματα εργατών. Τα καταλύματα εργατών ευρίσκονται στο υψηλότερο σημείο του χαμηλού λόφου δυτικά των καμίνων. Πρόκειται για δύο σειρές δωματίων με μεσοτοιχία, η μία με ανατολικό και η άλλη με δυτικό προσανατολισμό. Σε κάθε σειρά υπάρχουν 13 ή 14 δωμάτια διαστάσεων περίπου 5x6m, Σχ.11. Η Γαλλική Εταιρεία εφήρμοζε την πολιτική να ιδρύει οικισμούς εργατών (όπως στον Κυπριανό, στην Καμάριζα και στην Πλάκα), με εκκλησία, σχολείο και φαρμακείο. Τέτοιος, στοιχειώδης πάντως, οικισμός δημιουργήθηκε και στη Δάρδεζα, αποτελούμενος από 25‐30 περίπου απλά καταλύματα. Τα οικήματα αυτά είναι τα μοναδικά στην περιοχή και πρέπει να χρησίμευαν για τους εργάτες τόσο του Μεταλλείου όσο και της Μεταλλουργίας. Το συγκρότημα, υπό τις σκληρές συνθήκες εκείνης της εποχής, θα στέγαζε τουλάχιστον 100 εργάτες που έρχονταν από άλλα μέρη για να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο. Από την απέναντι, ανατολική πλευρά του ποταμιού, όπου ευρίσκονταν και άλλο Μεταλλείο (του Δασκαλειού), χτίστηκε και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου [2].

27


Σχ.11. Δυτική πλευρά των καταλυμάτων εργατών. Πρόκειται για δύο σειρές δωματίων με μεσοτοιχία. Σε κάθε σειρά υπάρχουν 13 ή 14 δωμάτια διαστάσεων περίπου 5x6m. 7.4. Το Μεταλλοπλύσιον. Βορειοδυτικά των καμίνων, αρκετά υψηλά στον λόφο και ακριβώς μπροστά από τον καταυλισμό των εργατών υπάρχει μεγάλος περίβολος τραπεζοειδούς σχήματος, στον οποίον εφάπτεται οδός που έρχεται από την κατεύθυνση του Μεταλλείου. Σ΄αυτόν τον περίβολο υπήρχαν κατά πάσα πιθανότητα οι εγκαταστάσεις διαλογής, κοσκίνισης και επεξεργασίας του μεταλλεύματος, πριν υποβληθεί σε καμίνευση, πρόκειται δηλ. για το Μεταλλοπλύσιον που αναφέρει ο Κορδέλλας[10]. Δεν είναι γνωστό ποιές διεργασίες γίνονταν σε αυτό. Πρέπει να υποθέσουμε ότι τα μεγάλα τεμάχια που έρχονταν από το Μεταλλείο θραύονταν και κοσκινίζονταν για την απομάκρυνση των ψιλών, τα οποία προορίζονταν να υποστούν φρύξη σε καμίνους λικνιζόμενης εσχάρας (άγνωστο αν αυτές οι κάμινοι ήταν εγκατεστημένες στην ίδια περιοχή ή αλλού) και στη συνέχεια από το χοντρό κλάσμα πρέπει να απομακρύνονταν τα στείρα με χειροδιαλογή. Ίσως να γίνονταν και κάποιος υδροδυναμικός εμπλουτισμός (με σκρίβες‐jigs ή δονούμενες τράπεζες;) Σε διατριβή του Α. Κορδέλλα που αφορά στις εργασίες των Μεταλλουργείων Λαυρίου[23] γίνεται αναφορά σε αγορά «πλυντηρίου σιδηρολίθου» από την Εταιρεία, άρα συμπεραίνουμε ότι ο υδροδυναμικός εμπλουτισμός ήταν συνήθης τακτική στα σιδηρομεταλλεύματα. Βεβαίως για μία τέτοια διεργασία χρειάζεται νερό, και πράγματι, στο υψόμετρο όπου ευρίσκεται το μεταλλοπλύσιο η τροφοδοσία με νερό μπορούσε να γίνει με φυσική ροή από το παρακείμενο ρέμα. Μετά τον εμπλουτισμό το χονδρό μετάλλευμα μεταφέρονταν στην πλατεία μεταλλεύματος που βρίσκεται ακριβώς στη συνέχεια του περιβόλου, σε χαμηλότερο υψόμετρο, για να τροφοδοτηθεί στις καμίνους 28


πύρωσης. Στην περιοχή, αυτή, πάντως υπάρχουν υπολείμματα κτηρίων που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμεύσει για τη στέγαση υποδομών, π.χ. για εγκαταστάσεις ατμομηχανών, μηχανουργείων κλπ, Σχ.12. Πρέπει, πάντως, να υπήρχε διαθέσιμο ηλεκτρικό ρεύμα, σύμφωνα με την αναφορά του Κορδέλλα ότι στα Μεταλλεία λειτουργούσαν ηλεκτροκίνητα διατρητικά μηχανήματα[10].

Σχ.12. Υπολείμματα κτηρίων, σε επαφή με τον χώρο του Μεταλλοπλυσίου, που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμεύσει για τη στέγαση υποδομών, π.χ. για εγκαταστάσεις ατμομηχανών, μηχανουργείο κλπ 7.5. Η Πλατεία μεταλλεύματος. Ακριβώς μπροστά από τον περίβολο και σε μήκος περίπου 100m και πλάτος 25‐30m εκτείνεται η πλατεία μεταλλεύματος. Ο χώρος αυτός καλύπτεται και σήμερα από υπολείμματα μεταλλεύματος, ώστε δεν υπάρχει αμφιβολία για την χρήση του κατά το παρελθόν: σ’ αυτόν γίνονταν, αναμφιβόλως, η απόθεση των προϊόντων της μηχανικής επεξεργασίας‐εμπλουτισμού και από αυτόν ξεκινούσε η κεκλιμένη γέφυρα που χρησίμευε για την ανέλκυση του μεταλλεύματος προς τις καμίνους, όπως αποδεικνύεται από το πέτρινο κτιστό υποστήριγμα που σώζεται μπροστά από την κάμινο Νο3 και φαίνεται στα Σχ. 1 και 7. Πρέπει να υποθέσουμε ότι η ανέλκυση του φορτίου μέχρι την περιμετρική εξέδρα της καμίνου Νο 3 γίνονταν μέσα σε βαγόνια πλευρικής εκφόρτωσης (κούνιες) με την βοήθεια συρματοσχοίνου και βαρούλκου. Στη συνέχεια από την κάμινο Νο3 το μετάλλευμα μεταφέρονταν και στις άλλες καμίνους με οριζόντιες γέφυρες. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κάμινοι έχουν περίπου το ίδιο ύψος (περί τα 6‐7 μέτρα), έτσι ώστε το στόμιό τους να καταλήγει στο ίδιο υψόμετρο, με σκοπό να επικοινωνούν μεταξύ τους με οριζόντιες γέφυρες. Μία αναπαράσταση του τρόπου φόρτωσης των καμίνων φαίνεται στο Σχ. 13. 29


Σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η κάμινος Νο3 πρέπει να καταπονούνταν ιδιαίτερα, καθώς από αυτήν περνούσε ολόκληρο το φορτίο πριν να διανεμηθεί στις άλλες καμίνους του συγκροτήματος, ίσως δε γι΄αυτό το λόγο είναι έντονα ρωγματωμένη (Σχ.7).

Σχ.13. Σχηματική απεικόνιση του τρόπου φόρτωσης των καμίνων από την πλατεία μεταλλεύματος. Από αριστερά προς τα δεξιά, οι κάμινοι Νο 3, 4 και 5. 7.6 ‘Αλλα κτήρια Στο υψηλότερο σημείο της περιοχής, και σε ίση περίπου απόσταση από το συγκρότημα των καμίνων και από τα Μεταλλεία, υπάρχουν τα ερείπια κτηρίου με σύνθετη αρχιτεκτονική διάταξη. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για το κτήριο διοίκησης. Ένα μικρό κτήριο που βρίσκεται ανατολικά των καμίνων ίσως να χρησίμευε ως φυλάκιο. 7.7. Ο σιδηροδρομικός σταθμός Δασκαλειού Ο σιδηροδρομικός Σταθμός Δασκαλειού, επί της γραμμής Αθηνών‐Λαυρίου, βρίσκεται από την απέναντι, ανατολική πλευρά του ποταμιού, σε ευθεία απόσταση περίπου 300‐400m από τις καμίνους. Στο Σχ.14 ο σταθμός έχει φωτογραφηθεί από τον χώρο του Μεταλλοπλυσίου.

30


Σχ. 14. Ο σιδηροδρομικός σταθμός Δασκαλειού, όπως φαίνεται μέσα από τα ερείπια κτηρίου στον χώρο του Μεταλλοπλυσίου. 8. Περιγραφή της κατασκευής των καμίνων Στο Σχ.15 παρουσιάζεται η κάμινος Νο 4 της Δάρδεζας, ως αντιπροσωπευτική όλων των καμίνων του συγκροτήματος και στον Πίνακα 6 παρέχονται πληροφορίες για τις βασικές διαστάσεις των καμίνων.

Σχ.15. Η κάμινος Νο 4 της Δάρδεζας, ως τυπική μορφή όλων των καμίνων 31


Πίνακας 6. Διαστάσεις των καμίνων Α/Α καμίνου

1

2

3

4

5

Εξωτερική διάμετρος στο κάτω μέρος των καμίνων (m) Πάχος τοιχώματος (m) Κλίση κωνικού τμήματος (μοίρες) Ύψος

6.1

5.2

5.3

5.0

6.2

0.95

0.9

0.9

0.9

0.9

7

5

8

7

?

Εξωτερικό άνοιγμα θυρών εκφόρτωσης (m) Εσωτερικό άνοιγμα θυρών εκφόρτωσης (m) Ύψος θυρών εκφόρτωσης (m)

6 έως 7 μέτρα, με το στόμιο όλων των καμίνων στο ίδιο υψόμετρο Περίπου 1.6‐1.7m. Το τόξο και τα πλευρικά τοιχώματα στις περισσότερες θύρες έχουν καταρρεύσει. Οι θύρες δεν έχουν ούτε το ίδιο σχήμα ούτε ακριβώς τις ίδιες διαστάσεις. Περίπου 1.4m

Περίπου 1.8m

Γενικώς, η κάμινος που προορίζεται για την πύρωση σιδηρομεταλλευμάτων σε αδρομερή μορφή είναι φρεατοειδής και αποτελεί εξέλιξη της ασβεστοκαμίνου. Στην τυπική της μορφή σε Ελλάδα και Ευρώπη έχει κυκλική διατομή, αλλά σε μερικές περιπτώσεις κατασκευάζεται εξωτερικά με τετραγωνική και εσωτερικά με κυκλική διατομή, όπως αυτή που αντικρίζουμε στα δεξιά μας όταν προσεγγίζουμε με πλοίο τον λιμένα της Σίφνου, Σχ.15.

Σχ.16. Φρεατοειδής κάμινος στο λιμάνι Καμάρες της Σίφνου. α) γενική άποψη και β) εσωτερική κατασκευή της καμίνου.

32


Το Σχ.15 επιτρέπει να φανούν λεπτομέρειες της κατασκευής. Το σώμα της καμίνου αποτελείται από τρία μέρη: στο κατώτερο μέρος είναι κυλινδρικό σε ύψος έως δύο μέτρα και στο ύψος αυτό συσφίγγεται εξωτερικά μέσω χαλύβδινης στεφάνης, της οποίας φαίνεται το ίχνος ακριβώς πάνω από την θύρα εκφόρτωσης. Στη συνέχεια αποκτά ελαφρά κωνική μορφή σχεδόν μέχρι το ανώτερο τμήμα, 1.5 περίπου μέτρα κάτω από το στόμιο, όπου γίνεται και πάλι κυλινδρικό και συσφίγγεται ξανά με μεταλλική στεφάνη. Η κλίση του κωνικού τμήματος είναι περί τις 7 μοίρες και οδηγεί σε διεύρυνση της καμίνου προς τα κάτω, διευκολύνοντας την κίνηση του φορτίου, το οποίο διαστέλλεται λόγω της θέρμανσης. Οι κάμινοι έχουν κτισθεί με λιθοδομή, εξωτερικά με μεγάλους λίθους και εσωτερικά με μικρότερους πλακοειδούς μορφής. Στο κωνικό τμήμα η τοιχοποιία γίνεται με την εκφορική μέθοδο, δηλ. κάθε επιπλέον στρώση λίθων προεξέχει ελαφρά από την προηγούμενη υποκείμενη στρώση. Ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιείται κονίαμα από πηλό της περιοχής (κοκκινόχωμα) και με τον ίδιο πηλό έχει γίνει το εσωτερικό επίχρισμα, καθώς οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κατά την λειτουργία κυμαίνονται από 4000 έως 8000C το πολύ και δεν δημιουργούν την ανάγκη ειδικής πυρίμαχης επένδυσης, Σχ.17 .

Σχ.17. Το εσωτερικό της φρεατοειδούς καμίνου Νο1 με επένδυση από πηλό Η φόρτωση των καμίνων γίνονταν από το στόμιο της κορυφής, όπου υπήρχε περιμετρική εξέδρα για την διακίνηση των εργαζομένων και των πλευρικώς ανατρεπομένων βαγονιών (βαγόνια‐ «κούνιες» που κατασκευάζονταν στο Μηχανουργείο Κούππα στον Πειραιά). Από την περιμετρική εξέδρα τα μόνα υπολείμματα που σώζονται μέχρι σήμερα είναι μερικά κατακόρυφα μεταλλικά στηρίγματα (ή τα ίχνη τους) πακτωμένα στο τοίχωμα του άνω κυλινδρικού τμήματος των καμίνων, Σχ.15.

33


Η εκφόρτωση του φρύγματος γίνονταν από τέσσερις θύρες στο κάτω μέρος της καμίνου, Σχ. 15 και 18. Το Σχ.19 είναι υποθετική αναπαράσταση από τον συγγραφέα των καμίνων Νο3 και 2, με τις περιμετρικές εξέδρες φόρτωσης και με την γέφυρα που κατά πάσα πιθανότητα τις συνέδεε.

Σχ.18. Το κάτω μέρος καμίνου με τη θύρα εκφόρτωσης

Σχ.19. Αναπαράσταση των καμίνων Νο3 και 2 στο στάδιο της εκφόρτωσης, με τις περιμετρικές εξέδρες φόρτωσης και με την γέφυρα που κατά πάσα πιθανότητα τις συνέδεε. 34


Μετά την ολοκλήρωση της πύρωσης, το φρυγμένο μετάλλευμα φορτώνονταν σε βαγόνια για την περαιτέρω μεταφορά του, Σχ.19. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ότι εσωτερικά στην βάση των καμίνων πύρωσης υπήρχε μεταλλικός κώνος (γκλισιέρα‐ποδιά), ώστε το φορτίο με τη βαρύτητα να ολισθαίνει προς τα τέσσερα στόμια, καταλήγοντας στο χείλος του βαγονιού[9]. Αποφεύγονταν έτσι η χρονοβόρα και κοπιαστική φόρτωση με φτυάρι . Οι κάμινοι της Δάρδεζας , στην κατάσταση που ευρίσκονται σήμερα, δεν παρέχουν καμία τέτοια ένδειξη. Ωστόσο, είναι πιθανόν οι κάμινοι, για οικονομία και ταχύτητα στο ξεφόρτωμα, να ήταν εφοδιασμένες με τέτοια διάταξη, αλλά καθώς ήταν κατασκευασμένη από χυτοσίδηρο ή από έλασμα σιδήρου, μετά την παύση λειτουργίας και την εγκατάλειψη των καμίνων ασφαλώς ανακτήθηκε ως σκραπ. Είναι εντυπωσιακό ότι στις καμίνους και στον χώρο που τις περιβάλλει απουσιάζει σήμερα οποιοδήποτε μεταλλικό υπόλειμμα, πράγμα που υποδηλώνει την συστηματική σύλησή τους από συλλέκτες σκράπ . Τους συρμούς των φορτωμένων βαγονιών έσερνε πιθανώς ατμομηχανή που κινούνταν μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό του Δασκαλειού που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 300‐400 μέτρων ανατολικά των καμίνων, στην απέναντι όχθη του Ποταμού. Αν δεν υπήρχε ατμομηχανή, η εναλλακτική λύση θα ήταν με υποζύγια (μουλάρια), όπως συνέβαινε για παράδειγμα στη Σέριφο [24], αν και αυτό θεωρείται μάλλον απίθανο για το Λαύριο, όπου συνηθίζονταν να χρησιμοποιείται μηχανοποίηση και πρωτοποριακός εξοπλισμός, τουλάχιστον στις υπαίθριες μεταφορές. Από το σταθμό του Δασκαλειού το μετάλλευμα μεταφέρονταν σιδηροδρομικώς στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου, όπου υπήρχε σκάλα για φόρτωση σε πλοία[10]. Η συμμετρική διάταξη των καμίνων εκατέρωθεν του χτισμένου καναλιού, επιτρέπει να υποθέσουμε ότι κάποιος μηχανισμός υδροκίνησης ήταν εγκατεστημένος μέσα στο κανάλι για τα φυσερά που τροφοδοτούσαν τις καμίνους με αέρα. Διαφορετικά η παρουσία του καναλιού δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, αντιθέτως θα αποτελούσε εμπόδιο στην ελεύθερη διακίνηση στον χώρο εργασίας των καμίνων. Στην Αγγλία φυσητήρες με κυλίνδρους που κινούνταν με υδραυλική ενέργεια εισήχθησαν για τις υψικαμίνους από το 1760 και λίγα χρόνια αργότερα συνδυάστηκαν με ατμομηχανή. Δυστυχώς στην περίπτωση της Δάρδεζας δεν υπάρχει καμία μαρτυρία, ούτε σώζεται κανένα ίχνος από σύστημα εμφύσησης. Θα πρέπει επίσης να υποθέσουμε ότι το κανάλι ήταν καλυμμένο με δάπεδο, ώστε να μην αποτελεί εμπόδιο στην εκφόρτωση των καμίνων και στη διακίνηση των βαγονιών. Ανακεφαλαίωση. Στην παρούσα εργασία έγινε αποτύπωση και περιγραφή των καμίνων της Δάρδεζας και των εγκαταστάσεών τους και συγκεντρώθηκε όσο πληροφοριακό υλικό μπόρεσε να εντοπίσει ο συγγραφέας του άρθρου από σύγχρονες και παλιότερες βιβλιογραφικές πηγές. Με βάση αυτό το υλικό έγινε προσπάθεια να περιγραφεί η θέση τους μέσα σε ένα ευρύτερο ιστορικό και τεχνολογικό πλαίσιο. Διαπιστώθηκε ότι οι κάμινοι αυτές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκμετάλλευση μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων και συνέβαλαν ουσιαστικά στο εξωτερικό εμπόριο μεταλλευτικών προϊόντων, σε μία περίοδο όπου η υψικάμινος και οι νέες μέθοδοι χαλυβοποίησης αναπτύσσονταν στα προηγμένα Ευρωπαϊκά κράτη 35


Δυστυχώς, οι κάμινοι ήταν βραχύβιες, λειτούργησαν ουσιαστικά μόνο για 20‐25 χρόνια. Όπως διαπιστώνεται από τις μαρτυρίες εκείνης της εποχής, π.χ. [8, 19], η παύση της λειτουργίας τους δεν οφείλεται στην εξάντληση των αποθεμάτων μεταλλεύματος, αλλά στις διακυμάνσεις των τιμών, των ναύλων και στη δύσκολη οικονομική συγκυρία που επιδεινώθηκε από τους βαλκανικούς πολέμους και από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. Όταν οι πόλεμοι αυτοί έλαβαν τέλος, οι μεταλλευτικές και μεταλλουργικές δραστηριότητες δεν μπόρεσαν να τεθούν εκ νέου σε λειτουργία. Ίσως τα πράγματα να ήσαν διαφορετικά, αν υπήρχε παραγωγή σιδήρου και χάλυβα στην Ελλάδα. Στη Γαλλία, όπου εγκαταστάσεις υψικαμίνων υπήρχαν κοντά ή σε μεγαλύτερη απόσταση από τα Μεταλλεία, τέτοιες κάμινοι συνέχισαν να λειτουργούν για τρεις ακόμη δεκαετίες, μέχρι την έναρξη του 2ου Παγκόσμιου πόλεμου. Μετά το τέλος του πολέμου ετέθησαν και πάλι σε λειτουργία με εκσυγχρονισμένη μορφή και συνέχισαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε έπεσαν τελικά θύματα της ενεργειακής κρίσης και της έναρξης της αποβιομηχάνισης στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στον χώρο του άνθρακα και του χάλυβα. Ευχαριστίες Στον κ. Θεοδόσιο Τάσιο, Ομότιμο Καθηγητή του Ε.Μ.Πολυτεχνείου εκφράζω τις ευχαριστίες μου. Ο σεβαστός δάσκαλος μου υπέδειξε την ύπαρξη των καμίνων στην περιοχή Φοβόλες του Δασκαλειού Λαυρεωτικής και με προέτρεψε να τις αποτυπώσω και να τις περιγράψω, διασώζοντας ότι είναι δυνατόν από την ιστορία τους, καθώς κινδυνεύουν να καταστραφούν από την σχεδιαζόμενη εγκατάσταση ΧΥΤΥ στην περιοχή. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Δημήτριος Χατζόπουλος (Πεζοπόρος). “Οβρηόκαστρον Κερατέας”, Εδημερίς «Εμπρός», Τρίτη 17 Απριλίου 1923. Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου. 2. Ευάγγελος Κακαβογιάννης‐ Όλγα Κακαβογιάννη “Τα Μνημεία της περιοχής Οβριόκαστρο‐Δάρδεζα‐Ποτάμι‐Σταθμός Δασκαλιού του Δήμου Κερατέας”, Ο αρχαιολογικός χώρος του Οβριόκαστρου Κερατέας, Δήμος Κερατέας‐ Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής, Κερατέα 2007, σελ. 35‐68 3. R.F.Tylecote A History of Metallurgy, The Metals Society, 1979 London 4. Κ.Θ.Παπαβασιλείου, G.P. Glasby, Α. Λιακόπουλος

36


«Η παρελθούσα μεταλλευτική δραστηριότητα του κοιτάσματος μαγγανίου στη νήσο Μήλο», Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος‐20ος αιώνας, Επιστημονικό Συνέδριο Μήλος 3‐5 Οκτωβρίου 2003, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σελ.99‐113. 5. Κ. Κονοφάγος Το Αρχαίο Λαύριο και η ελληνική τεχνική παραγωγής του αργύρου, σελ.35‐54, Εκδοτική Ελλάδος, Αθήνα 1980 6. Εφημερίδα «Εμπρός». Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου. Α) Παραχώρηση μεταλλείου σιδήρου, Δήμος Αιγινητών, Νομαρχία Αττικής – Βοιωτίας, 24/11/1897, σελ.4. Β) Παραχώρηση μεταλλείου μαγγανιούχου σιδήρου, Επαρχία Κυθήρων, Νομαρχία Λακωνικής, 20/3/1900, σελ.4. Γ) Παραχώρηση μεταλλείου μαγγανικού σιδήρου, Δήμος Αταλάντης, Νομαρχία Φθιωτιδοφωκίδος, 19/2/1899, σελ.4 (Μεταξύ των Μεταλλειοκτητών ο καθηγ. Ορυκτολογίας του Πανεπιστημίου Κ. Μητσόπουλος). 7. Εφημερίδα «Σκριπ». Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου Α) Παραχώρηση μεταλλείου σιδήρου, μαγγανίου, μολύβδου, Επαρχία Οιτύλου, Νομαρχία Λακωνικής, 23/2/1900, σελ. 4, Β)Μεταλλείο σιδήρου‐μαγγανίου, επαρχία Γυθείου, 24/6/1900, σελ.4 (Μεταξύ των Μεταλλειοκτητών ο Ανδρέας Κορδέλλας). 8. Η. Γούναρης «Η μεταλλευτική κίνησις της Ελλάδος κατά το 1913», Αρχιμήδης, έτος ΙΣΤ, 1915, Το άρθρο αρχίζει από το τεύχος 1, Ιανουάριος 1915 και ολοκληρώνεται στο επόμενο τεύχος. Η αναφορά στα μαγγανιούχα μεταλλεύματα σιδήρου γίνεται στο τεύχος 1, σελ. 7‐12. 9. C.Chaussin, G.Hilly Métallurgie, élaboration des métaux, Dunod Paris 1974 10. Ανδρέας Κορδέλλας Ο μεταλλευτικός πλούτος και αι αλυκαί της Ελλάδος, εν Αθήναις 1902. 37


11. Θεμ. Χαριτάκης, Η σιδηρουργία εν Ελλάδι, Αρχιμήδης 1934, σελ.8‐12. 12. Κ. Κονοφάγος – Γ.Δ. Παπαδημητρίου «Η τεχνική της παραγωγής σιδήρου και χάλυβος από τους αρχαίους έλληνες στην Αττική κατά την κλασσική περίοδο», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 56, 1981, σελ.148‐172 13. Κ. Κονοφάγος – Γ.Δ. Παπαδημητρίου «Οι χαλύβδινοι σύνδεσμοι του Ερεχθείου κατασκευάσθηκαν με τεχνική που ξαναβρίσκεται στον Μεσαίωνα στα δαμασκηνά σπαθιά», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 56. 1981, σελ. 173‐190 14. Κ. Κονοφάγος – Γ.Δ. Παπαδημητρίου «Ερμηνεία του χρησιμοποιουμένου αγγείου από τους αρχαίους έλληνες στο στόμιο των καμίνων κατά την κλασσική περίοδο», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 56. 1981, σελ. 191‐ 211 15. C.Conophagos – G.D.Papadimitriou «La métallurgie du fer et de l´acier en Grèce pendant la période classique» Acta of the International Archaeological Sympossium, Larnaca 1981, “Early Metallurgy in Cyprus 4000‐500BC”, Sympossium Proceedings (1982) p.363‐380 16. Λήδα Παπαστεφανάκη «Εξορυκτικές επιχειρήσεις και εργασία. Η περίπτωση του Αιγαίου (1860‐1960)», Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος‐20ος αιώνας, Επιστημονικό Συνέδριο Μήλος 3‐5 Οκτωβρίου 2003, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σελ.27‐47. 17. Ι. Αργυρόπουλος (Νομομηχανικός) «Στατιστικαί πληροφορίαι επί της παραγωγής μεταλλευμάτων, του αριθμού των εν τοις μεταλλείοις εργασθέντων εργατών κ.τ.π. κατά το έτος 1906», Αρχιμήδης, Έτος Η΄Αριθμ.4, Αύγουστος 1907, Αθήναι, σελ.66‐68. 18. Ι. Αργυρόπουλος ( Νομομηχανικός, τέως Επιθεωρητής Μεταλλείων) «Αποτελέσματα εκμεταλλεύσεως των εν λειτουργία μεταλλείων από του έτους 1903 έως 1908», Αρχιμήδης, έτος Ι΄ , Αθήναι 1910. Το άρθρο αρχίζει από το τεύχος 11, Μάρτιος 1910 και συνεχίζεται ως το τεύχος Ιουνίου 1910. Σελ. 135‐142, 154‐162, 23‐24. Αναφορά στη Δάρδεζα γίνεται στις σελ. 141‐142. 38


19. Γούναρης Π.Η. « Η εκμετάλλευσις των Μεταλλείων της Ελλάδος» Αρχιμήδης, Αθήναι 1911. Το άρθρο αρχίζει από το τεύχος αριθμ.3, Ιούλιος 1911 και συνεχίζεται έως το τεύχος Ιανουαρίου του 1912. 1911: σελ. 27‐36, 40‐48, 50‐60, 61‐68, 77‐84, 89‐94, 1912: σελ. 105‐108. 20. Μαρκουλή‐Μποντιώτη Αθανασία «Η δημιουργία και εξέλιξη της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρείου (Γ.Ε.Μ.Λ.), σηματοδοτεί νέες εξελίξεις στον οικονομικό και βιομηχανικό τομέα της ελληνικής κοινωνίας του 19ου και 20ου αι.», Διδακτορική διατριβή, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών, 2008 21. Εφημερίδα «Σκριπ». Πηγή:Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου Α)“Ομιλία εν τη βουλή Ηλία Ποταμιάνου βουλευτού εκ Ναυπλίας κατά την συνεδρίασιν της 18ης Μαρτίου επί του προϋπολογισμού του 1900» 27/3/1900 σελ.3 Β)«Λαύριον. Η εν Λαυρίω έλευσις του κ. Πρωθυπουργού» 2/6/1911 σελ.6. Γ)«Καθημερινά Σημειώματα» 27/7/1914 σελ. 1‐2 Δ)«Η χθεσινή Γενική Συνέλευσις των μετόχων της Εθνικής Τραπέζης» 13/2/1915 σελ. 2. Ε)«Απαγόρευσις εξαγωγής ειδών» 10/5/1915 σελ. 4. 22. Εφημερίδα «Εμπρός». Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου Α)Διαφήμιση Μεσιτικού Γραφείου. 11/1/1911, σελ.6 Β)Διαφήμιση Μεσιτικού Γραφείου. 4/1/1912 σελ.5 Γ)«Σκηναί εις τα Μεταλλεία Καμάριζας. Συμμορία εις τας υπογείους στοάς» 15/11/1905 σελ.4 23. Α. Κορδέλλας Διατριβή δημοσιευθείσα εν τοις υπ΄αριθμ. 141 και 142 φύλλοις της «Εφημερίδος» περί των εργασιών των Μεταλλουργείων Λαυρείου, 1893. 24. Α.Ζ.Φραγκίσκος «Η χερσαία μεταφορά μεταλλευμάτων στα νησιά του Αιγαίου στα χρόνια του μεταλλευτικού πυρετού», Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος‐20ος αιώνας, Επιστημονικό Συνέδριο, Μήλος 3‐5 Οκτωβρίου 2003, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σελ. 189‐209.

39


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.