Φιλοσοφικά Ρεύματα στο Φεμινιστικό Κίνημα

Page 1

Φιλοσοφικά Ρεύματα στο Φεμινιστικό Κίνημα

Της Ανουράντα Γκάντι Μετάφραση: Χρυσή Περπερίδου

1


Εισαγωγή Το κείμενο της Ανουράντα Γκάντι, μιας σπουδαίας Ινδής επαναστάτριας, αποτελεί ίσως την πιο εμπεριστατωμένη μελέτη και αποτίμηση του φεμινιστικού κινήματος στην πορεία και εξέλιξη του παράλληλα με την άνοδο αλλά και την οπισθοχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και των τάσεων που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια του. Πέρα από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για κάθε προοδευτικό και επαναστάτη άνθρωπο έχει μεγάλη σημασία η μελέτη αυτού του κειμένου στην σημερινή συγκυρία. Ο λόγος απλός: στην περίοδο των μεγάλων αναστατώσεων που ζούμε εκείνο που έχουμε να περιμένουμε είναι η αυξανομένη συμμετοχή των γυναικών και της νεολαίας σε κινηματικές διαδικασίες. Είναι επομένως καθήκον για μας όχι μόνο να στηρίξουμε αυτή την τάση αλλά και να αντιμετωπίσουμε κάποια δευτερεύοντα ζητήματα που θα προκύψουν από αυτή τη διαδικασία και θα αποτελέσουν είτε τροχοπέδη είτε θα επιβραδύνουν αυτήν την χειραφέτηση – ενισχύοντας τον προβληματισμό και τη συζήτηση και ενθαρρύνοντας τις ομάδες που αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα να τα θέσουν με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Ο τελικός μας στόχος είναι πάντα η κατανόηση από τη μια των ζητημάτων που μας θέτει η ίδια η ζωή και η ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων στην αναζήτηση της επαναστατικής απάντησης και διαδικασίας επίλυσης τους. Χρυσή Διεθνώς, η εμφάνιση και η ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις της καπιταλιστικής περιόδου. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας οι γυναίκες βγήκαν προς τα έξω συλλογικά για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους, την θέση τους κάτω από τον ήλιο. Η χειραφέτηση των γυναικών από την καταπίεση αιώνων τέθηκε στην ημερήσια διάταξη. Το γυναικείο κίνημα απέρριψε θεωρητικές αναλύσεις και πρότεινε λύσεις για να αντιμετωπιστεί η καταπίεση των γυναικών. Το γυναικείο κίνημα αμφισβήτησε τη σημερινή πατριαρχική εκμεταλλευτική κοινωνία και μέσα από τη δράση του αλλά και θεωρητικά. Όχι ότι και πριν οι γυναίκες δεν κατανοούσαν ότι καταπιέζονταν. Το κατανοούσαν. Εκφράζανε αυτήν την καταπίεση με διάφορους τρόπους – μέσα από παραδοσιακά τραγούδια, ιδιωματισμούς και ποιήματα, ζωγραφιές και άλλες μορφές τέχνης στις οποίες μπορούσαν να έχουν πρόσβαση. Ακόμη αντιδρούσαν ενάντια στις αδικίες που έπρεπε να υπομένουν. Μέσα από παραμύθια και ιστορίες προσπαθούσαν ξανά και ξανά να εκφράσουν την θέση τους. Οι διάφορες εκδοχές του Ραμαγιάνα και του Μαχαμπαράτα για παράδειγμα που κυκλοφορούν ακόμη στις γυναίκες της υπαίθρου μέσα από τραγούδια σε διάφορες περιοχές της Ινδίας αποτελούν μια ζωντανή μαρτυρία αυτού του γεγονότος. Στην φεουδαρχική περίοδο αναδείχτηκαν κάποιες σημαντικές γυναίκες που αναζητούσαν τρόπους μέσα από τα διαθέσιμα μέσα της περιόδου και έγιναν σύμβολα της αντίστασης στην πατριαρχική τάξη. Η Μεραμπαΐ, η γυναίκα αγία αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα, που άφησε έναν διαρκή αντίκτυπο στην κοινωνία. Κι αυτό ισχύει για όλες τις κοινωνίες στον κόσμο. Αυτή ήταν μια αντι-κουλτούρα που αντανακλούσε την συνείδηση των καταπιεσμένων. Όμως περιοριζόταν από τις συνθήκες και δεν μπόρεσε να βρει διέξοδο, το δρόμο για βάλει τέλος στην καταπίεση. Στις περισσότερες περιπτώσεις αναζητούσαν μια λύση στη θρησκεία, ή σε έναν προσωπικό Θεό. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού επέφερε μια τεράστια αλλαγή στις κοινωνικές συνθήκες και στον τρόπο σκέψης. Η αντίληψη της δημοκρατίας σήμαινε ότι οι άνθρωποι έγιναν σημαντικοί. Ο φιλελευθερισμός σαν κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία ανέλαβε την προώθηση του ζητήματος στα αρχικά στάδια. Οι γυναίκες από τις προοδευτικές κοινωνικές τάξεις βγήκαν μπροστά συλλογικά. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία εμφανίστηκε γυναικείο κίνημα που απαιτούσε από την κοινωνία τα δικαιώματα και τη χειραφέτηση τους. Αυτό το κίνημα όπως και όλα τα άλλα κοινωνικά κινήματα είχε τις διακυμάνσεις του. Η επιρροή του καπιταλισμού όμως, παρά τους περιορισμούς και τις στρεβλώσεις στις αποικίες όπως η Ινδία, επηρέασε τους

2


προοδευτικούς άνδρες και γυναίκες. Το γυναικείο κίνημα εμφανίστηκε στην Ινδία στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Αποτέλεσε μέρος αυτής της διεθνούς διεργασίας και ρίζωσε μέσα στις αντιθέσεις της Ινδικής κοινωνίας. Οι θεωρίες που εμφανίστηκαν στις καπιταλιστικές χώρες βρήκαν το δρόμο τους στην Ινδία και προσαρμόστηκαν στις Ινδικές συνθήκες. Το ίδιο ισχύει με ακόμη πιο οξυμμένο τρόπο στα πλαίσια του σύγχρονου γυναικείου κινήματος που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στη Δύση. Το σύγχρονο γυναικείο κίνημα αμφισβήτησε πολύ περισσότερα κοινωνικά ζητήματα μιας και τα όρια του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική φάση του είναι πλέον ξεκάθαρα. Χρειάστηκε πολύς αγώνας για την νομική κατοχύρωση της υπεράσπισης της ισότητας. Ακόμη και μετά από αυτό, η ισότητα δεν πραγματοποιούνταν όχι μόνο στις καθυστερημένες χώρες αλλά ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Το γυναικείο κίνημα αναζητούσε πλέον τις ρίζες της καταπίεσης στο ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Το γυναικείο κίνημα έκανε μια εκτίμηση για το σύστημα της πατριαρχίας και αναζήτησε την προέλευση της στην ιστορία. Σε σχέση με τις κοινωνικές επιστήμες απέδειξαν την ανδρική προκατάληψη που ήταν έμφυτη σε αυτές. Αποκάλυψαν πως ο πατριαρχικός τρόπος σκέψης χρωμάτιζε όλες τις εκτιμήσεις σχετικά για το ρόλο των γυναικών στην ιστορία και τη σύγχρονη κοινωνία. Οι γυναίκες έχουν μια ιστορία, οι γυναίκες υπάρχουν στην ιστορία, έλεγαν … (Γκέρντα Λέρνερ). Από ιστορικές μελέτες ανέδειξαν τη συμβολή των γυναικών στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, στα μεγάλα κινήματα και τους αγώνες. Ανέδειξαν επίσης τον καταμερισμό της εργασίας με βάση το φύλο στον καπιταλισμό που περιόριζε την συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών στις κατηγορίες των λιγότερο εκπαιδευμένων και χειρότερα αμειβομένων εργαζομένων. Ανέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο οι άρχουσες τάξεις και ειδικότερα η κεφαλαιοκρατική τάξη έχουν οικονομικά οφέλη από την πατριαρχία. Ανέδειξαν την πατριαρχική προκατάληψη του Κράτους, τους νόμους και τους κανονισμούς του. Οι φεμινίστριες ανέλυσαν τα σύμβολα και της παραδόσεις της συγκεκριμένης κοινωνίας και έδειξαν το πώς διαιωνιζόταν το πατριαρχικό σύστημα. Οι φεμινίστριες έδωσαν σημασία στις προφορικές παραδόσεις κι έτσι κατάφεραν να φέρουν στην επιφάνεια την φωνή των γυναικών που καταπιέζονταν σε όλη την ιστορία. Το κίνημα υποχρέωσε γυναίκες και άνδρες να δουν κριτικά τη στάση και τις σκέψεις τους, τις πράξεις και τα λόγια τους σε σχέση με τις γυναίκες. Το κίνημα αμφισβήτησε τις διάφορες πατριαρχικές, αντι-γυναικείες συμπεριφορές που επιδρούσαν αρνητικά ακόμη και σε προοδευτικά και επαναστατικά κινήματα και επηρέαζαν αρνητικά τη συμμετοχή των γυναικών σε αυτά. Παρά τη θεωρητική σύγχυση και τις αδυναμίες του, το γυναικείο κίνημα έχει συμβάλλει σημαντικά στην κατανόηση του γυναικείου ζητήματος στον σύγχρονο κόσμο. Το παγκόσμιο κίνημα για δημοκρατία και σοσιαλισμό εμπλουτίσθηκε με το γυναικείο κίνημα. Ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου γυναικείου κινήματος είναι και η θεωρητική προσπάθεια των φεμινιστριών σε σχέση με την θέση των γυναικών. Μπήκαν στο πεδίο της φιλοσοφίας για να προσδώσουν φιλοσοφική βάση στην ανάλυση και προσέγγιση τους. Οι γυναίκες αναζήτησαν τις απελευθερωτικές φιλοσοφίες και υιοθέτησαν διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα που δημιουργούσαν την αίσθηση ότι μπορούσαν να δώσουν ένα όραμα στον αγώνα των γυναικών. Διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα όπως ο Υπαρξισμός, ο Μαρξισμός, ο Αναρχισμός, ο Φιλελευθερισμός μελετήθηκαν και υιοθετήθηκαν από το ενεργό γυναικείο κίνημα στις ΗΠΑ και μετά στην Αγγλία. Έτσι οι φεμινίστριες είναι μια εκλεκτική ομάδα που συμπεριλαμβάνει μια ευρεία κλίμακα προσεγγίσεων, προοπτικών και πλαισίων που εξαρτώνται από το φιλοσοφικό ρεύμα που υιοθετούν. Εν τούτοις έχουν κοινό στοιχείο τη διάθεση τους να δώσουν φωνή στις εμπειρίες των γυναικών καθώς και να βάλουν τέλος στην κατωτερότητα τους. Με δεδομένη την κυριαρχία της Δύσης υπάρχουν τάσεις που είχαν σημαντική επιρροή στο γυναικείο κίνημα και μέσα στην Ινδία. Για αυτό και μια σοβαρή μελέτη του γυναικείου κινήματος πρέπει να συμπεριλάβει την κατανόηση των διάφορων τάσεων στο κίνημα. Οι φεμινίστριες φιλόσοφοι έχουν επηρεαστεί από διάφορους φιλοσόφους όπως ο Λοκ, ο Χέγκελ, ο Μαρξ, ο Ντεριντά, ο Νίτσε ο Φρόιντ και άλλοι. Αλλά οι περισσότερες κατέληξαν στο ότι η παραδοσιακή φιλοσοφία εμπεριέχει τις ανδρικές προκαταλήψεις καθώς και ότι οι κύριες αντιλήψεις, θεωρίες αλλά και ο αυτόπροσδιορισμός τους αποκαλύπτει «έναν διακριτά ανδρικό τρόπο προσέγγισης του κόσμου» (Άλισον Τζάγκερ). Για αυτό και προσπάθησαν να αλλάξουν την παραδοσιακή φιλοσοφία. Με δεδομένα όλα αυτά, αναλάβαμε να παρουσιάσουμε κάποιες από τις κύριες φιλοσοφικές τάσεις των φεμινιστριών. Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι οι διαφορετικές τάσεις δεν είναι σταθερές και διακριτές

3


και κάποιες φεμινίστριες είναι αντίθετες σ’ αυτή την κατηγοριοποίηση. Κάποιες άλλαξαν την τοποθέτηση τους με τον καιρό και κάποιες μπορεί να συνδυάζουν δυο ή και περισσότερες τάσεις. Όμως για την κατανόηση της εξέλιξης του γυναικείου κινήματος αυτή κατηγοριοποίηση σε τάσεις μπορεί να φανεί χρήσιμη. Πριν όμως συζητήσουμε αυτές τις θεωρίες θα ξεκινήσουμε με μια σύντομη περίληψη της εξέλιξης του γυναικείου κινήματος στη Δύση, ειδικά στις ΗΠΑ. Είναι απαραίτητο για την κατανόηση της θεωρητικής εξέλιξης των φεμινιστριών. Σύντομη Περίληψη του Γυναικείου Κινήματος στη Δύση Το γυναικείο κίνημα στη Δύση χωρίζεται σε δυο φάσεις. Η πρώτη φάση ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα και έληξε στη δεκαετία του 1920 ενώ η δεύτερη φάση ξεκίνησε στη δεκαετία του 1960. Η πρώτη φάση είναι γνωστή σαν το κίνημα της σουφραζέτας ή το κίνημα των γυναικών για τα πολιτικά τους δικαιώματα, δηλαδή το δικαίωμα ψήφου. Το γυναικείο κίνημα ξεκίνησε στα πλαίσια της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της εξάπλωση της δημοκρατικής ιδεολογίας. Ξεκίνησε επίσης στα πλαίσια άλλων κινημάτων που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο. Στις ΗΠΑ το κίνημα για την ελευθερία των μαύρων σκλάβων και το κίνημα για την οργάνωση του προλεταριάτου που όλο και μεγάλωνε αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών του 18ου αιώνα. Στη δεκαετία του 1830 και 1840, στους οπαδούς της κατάργησης της δουλείας ήταν και κάποιες μορφωμένες γυναίκες που αντιμετώπισαν με θάρρος την κοινωνική αντίδραση στην εκστρατεία για την απελευθέρωση των Νέγρων από τη δουλεία. Η Λουκρέσια Μοτ, η Ελίζαμπεθ Κάθυ Στάντον, η Σούζαν Άντονι, η Αντζελίν Γκρίμκε ήταν κάποιες από τις γυναίκες που αναδείχτηκαν στο κίνημα κατά της δουλείας και αργότερα έδρασαν και συμμετείχαν στους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών. Η αντίδραση όμως μέσα στις οργανώσεις που αγωνίζονταν κατά της δουλείας σε ότι αφορά την αντιπροσώπευση και την ηγεσία από γυναίκες τις ανάγκασε να δουν τη δική τους κατάσταση στην κοινωνία και τα δικαιώματα τους. Στις ΗΠΑ, σε διάφορες πολιτείες, οι γυναίκες άρχισαν να ενώνονται για να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην κοινή με τους άνδρες εκπαίδευση και για το δικαίωμα των παντρεμένων γυναικών στην ιδιοκτησία και το διαζύγιο. Το Συνέδριο στο Φενέκα Φολ που διοργανώθηκε από την Στάντον, την Άντονι και άλλες, το 1848, αποδείχτηκε ορόσημο στην ιστορία της πρώτης φάσης του γυναικείου κινήματος τις ΗΠΑ. Κατέληξαν σε μια Διακήρυξη που βασιζόταν την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στην οποία απαιτούσαν ίσα δικαιώματα στο γάμο, την ιδιοκτησία, τους μισθούς και την ψήφο. Για τα επόμενα 20 χρόνια διοργανώθηκαν συνέδρια σε επίπεδο πολιτείας, οργανώνονταν εκστρατείες ενημέρωσης με περιοδείες και ομιλίες, προκηρύξεις και συλλογές υπογραφών. Το 1868, έγινε μια τροποποίηση στο Σύνταγμα, (η 14η τροποποίηση) που παρείχε το δικαίωμα ψήφου στους μαύρους αλλά όχι στις γυναίκες. Η Στάντον και η Άντονι ξεκίνησαν μια εκστρατεία ενάντια σ’ αυτή την τροποποίηση αλλά δεν κατάφεραν να την εμποδίσουν. Έγινε διάσπαση μεταξύ των γυναικών και των υποστηρικτών της κατάργησης της δουλείας. Ταυτόχρονα αναπτυσσόταν το κίνημα της εργατικής τάξης παρόλο που η κατεστημένη ηγεσία των συνδικάτων δεν ενδιαφερόταν για την οργάνωση των γυναικών εργατριών. Μόνο οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου υποστήριξαν τις προσπάθειες για την οργάνωση των γυναικών εργατριών που δούλευαν πολλές ώρες για πολύ χαμηλά μεροκάματα. Χιλιάδες γυναίκες δούλευαν στον ιματισμό. Στους Αναρχικούς, Σοσιαλιστές, Μαρξιστές, υπήρχαν γυναίκες που δούλευαν και οργάνωναν τις γυναίκες εργάτριες. Ανάμεσα τους ήταν η Έμα Γκόλντμαν, ή Έμα Ριβς Μπλουρ, η Μάδερ Τζόουνς και Σοτζούρνερ Τρουθ. Στη δεκαετία του 1880 οι μαχητικοί αγώνες και η καταστολή ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι περισσότερες από τις σουφραζέτες-ηγέτες δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση των εργατριών και δεν στήριξαν το κίνημα τους. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα το γυναικείο κίνημα της εργατικής τάξης είχε μια ραγδαία ανάπτυξη. Κορυφαία στιγμή αποτέλεσε η απεργία των 40.000 εργατριών στον ιματισμό το 1909. Οι σοσιαλίστριες δρούσαν κύρια στην Ευρώπη και κομμουνίστριες-ηγέτες όπως η Ελέανορ Μαρξ, η Κλάρα Τσέτκιν, η Αλεξάνδρα Κολλοντάι, η Βέρα Ζασούλιτς ήταν στην πρώτη γραμμή τους αγώνα για την οργάνωση των εργατριών. Χιλιάδες γυναίκες οργανώθηκαν και κυκλοφορούσαν γυναικεία έντυπα και περιοδικά. Στη 2η Συνδιάσκεψη των Εργαζομένων Γυναικών στην Κοπεγχάγη, η Κλάρα Τσέτκιν, η

4


Γερμανίδα κομμουνίστρια και γνωστό στέλεχος του διεθνούς γυναικείου κινήματος, εμπνευσμένη από τους αγώνες των Αμερικανίδων εργατριών πρότεινε και αποφασίστηκε να οριστεί η 8η Μάρτη σαν Παγκόσμια μέρα των Γυναικών. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η θέση των γυναικών είχε αλλάξει αισθητά στις ΗΠΑ. Παρόλο που δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, είχαν πολλές κατακτήσεις στον τομέα της εκπαίδευσης, στα δικαιώματα ιδιοκτησίας εργασίας. Για αυτό και η απαίτηση για ψήφο απέκτησε κύρος. Το κίνημα πήρε μια πιο συντηρητική στροφή, διαχωρίζοντας το ζήτημα της ψήφου από τα υπόλοιπα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Η κύρια τακτική τους ήταν η συλλογή υπογραφών και η παρασκηνιακή πολιτική πίεση μέσω των γερουσιαστών. Έγινε πιο δραστήριο το 1914 με την Άλις Πολ που εισήγαγε τις αγωνιστικές τακτικές που είχαν οι Αγγλίδες σουφραζέτες όπως οι πικετοφορίες, οι απεργίες πείνας, οι καταλήψεις κλπ. Λόγω της έντονης δράσης και της αγωνιστικής τακτικής, οι γυναίκες κέρδισαν το δικαίωμα ψήφου το 1920 στη Αμερική. Οι αγώνες των γυναικών στη Βρετανία ξεκίνησαν αργότερα από το αμερικάνικο κίνημα αλλά πήραν μια πιο αγωνιστική στροφή στις αρχές του 20ου αιώνα με την Έμελιν Πάνκχερστ, τις κόρες της και τους οπαδούς τους να υιοθετούν αγωνιστικές τακτικές για να προκαλέσουν την προσοχή στα αιτήματα τους αντιμετωπίζοντας τις συλλήψεις αρκετές φορές στον αγώνα για την προώθηση των αιτημάτων τους. Ίδρυσαν την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση των Γυναικών το 1903, όταν απογοητεύτηκαν από τον τρόπο δράσης παλαιότερων οργανώσεων. Η ΚΠΕΓ τέθηκε επικεφαλής των κινητοποιήσεων για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Συμβιβάστηκαν όμως με τη Βρετανική κυβέρνηση όταν ξέσπασε ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914. Και στις ΗΠΑ και στην Αγγλία η ηγεσία του κινήματος αποτελούνταν από λευκές γυναίκες μεσοαστικής προέλευσης και περιόριζαν τα αιτήματα τους στις γυναίκες από την μεσαία τάξη. Ήταν οι σοσιαλίστριες και οι κομμουνίστριες που έθεσαν ότι το αίτημα για ψήφο δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο σε αυτές που είχαν ιδιοκτησία και έκαναν το αίτημα πιο πλατύ, ψήφο για όλες τις γυναίκες μαζί και τις εργάτριες. Οργάνωναν ξεχωριστές μαζικές κινητοποιήσεις για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Το γυναικείο κίνημα δεν συνεχίστηκε στην περίοδο της Ύφεσης, της ανόδου του φασισμού και του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ είχαν μια εκρηκτική άνοδο στην οικονομία και στη μεσαία τάξη τους. Στα χρόνια του πολέμου οι γυναίκες έκαναν κάθε είδους δουλειές για την λειτουργία της οικονομίας αλλά μετά τις προέτρεψαν να τις παρατήσουν και να γίνουν καλές νοικοκυρές και μητέρες. Αυτή η φούσκα της ευημερίας κράτησε μέχρι τη δεκαετία του ’60. Η κοινωνική αναστάτωση με το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων κέρδιζε έδαφος και αργότερα αναδείχτηκε το αντιπολεμικό κίνημα (κατά του πολέμου στο Βιετνάμ). Ήταν περίοδος μεγάλων αναστατώσεων. Η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα είχε και τον δικό της αντίκτυπο. Αναπτύχθηκε η πολιτική δραστηριότητα των φοιτητών και μέσα σε αυτό το κλίμα κοινωνικής και πολιτικής αναστάτωσης εμφανίστηκε και πάλι το γυναικείο κίνημα. Αυτή τη φορά αρχικά από τους φοιτητές και τους καθηγητές πανεπιστημίων. Οι γυναίκες συνειδητοποίησαν ότι αντιμετώπιζαν διαχωρισμούς στην εργασία, στους μισθούς και συνολικά στον τρόπο που αντιμετωπίζονταν από την κοινωνία. Η ιδεολογία του καταναλωτισμού έγινε αντικείμενο αντιπαράθεσης. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ έγραψε το «Δεύτερο Φύλο» το 1949 αλλά ο αντίκτυπος του έγινε αισθητός τότε. Η Μπερ Φρίνταν έγραψε τον Γυναικείο Μύθο το 1963. Το βιβλίο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές. Ξεκίνησε την Εθνική Οργάνωση Γυναικών το 1964, ενάντια στις διακρίσεις που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες και τον αγώνα για συνταγματική τροποποίηση και για ίσα δικαιώματα. Όμως το αυτόνομο γυναικείο κίνημα (ριζοσπαστικό φεμινιστικό κίνημα) αναδείχτηκε μέσα από το φοιτητικό που είχε αριστερές επιρροές. Το Συντονιστικό Συμβούλιο ΜηΒίας των Μαύρων Φοιτητών (που αγωνιζόταν για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων) πέταξε έξω τους λευκούς φοιτητές και φοιτήτριες στο Συνέδριο που έγινε στο Σικάγο το 1968 στη βάση ότι μόνο οι μαύροι θα αγωνίζονταν για την απελευθέρωση των μαύρων. Αντίστοιχα κέρδιζε έδαφος και η άποψη ότι η γυναικεία απελευθέρωση ήταν γυναικεία υπόθεση. Σ’ αυτά τα πλαίσια οι γυναίκες μέλη των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία απαίτησαν να συμπεριληφθεί, το ζήτημα της απελευθέρωσης των γυναικών στο συνέδριο του Εθνικού Συμβουλίου τους, το 1968. Τις αγνόησαν και τις καταψήφισαν. Πολλές από αυτές έφυγαν και ίδρυσαν το Πρόγραμμα Ριζοσπαστικής Δράσης Γυναικών στο Σικάγο. Οι γυναίκες στη Συνδιάσκεψη του Νέου Πανεπιστήμιου (ένα σώμα φοιτητών, πανεπιστημιακών και διοικητικού προσωπικού που ήθελαν μια σοσιαλιστική Αμερική – πρέπει να τονιστεί ότι ήταν οπαδοί είτε του τροτσκιστικού είτε του Κουβανέζικου σοσιαλισμού) ίδρυσαν μια Ομάδα Γυναικών. Η Μαρλίν Ντίξον και η Ναόμι Βαϊστάιν από το

5


Σικάγο ήταν επικεφαλής. Η Σούλασμιθ Φαϊρστόουν και η Πάμελα Άλεν ξεκίνησαν ανάλογη δράση στη Νέα Υόρκη και δημιούργησαν τις Ριζοσπάστριες Γυναίκες της Νέας Υόρκης. Όλες τους απέρριπταν την φιλελεύθερη άποψη ότι οι αλλαγές των νόμων και η συνταγματική τροποποίηση για ίσα δικαιώματα θα έβαζαν τέλος στην καταπίεση των γυναικών και πίστευαν ότι έπρεπε να μετασχηματιστεί ολόκληρη η κοινωνική διάρθρωση. Για αυτό και αυτό-αποκαλούνταν ριζοσπάστριες. Κατέληξαν στην άποψη ότι τα μικτά σχήματα και κόμματα (γυναίκες και άνδρες) όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Νέα Αριστερά κλπ δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν τον αγώνα για τη γυναικεία απελευθέρωση και ότι ήταν αναγκαίο ένα γυναικείο κίνημα αυτόνομο από κόμματα. Η πρώτη δημόσια δράση των Ριζοσπαστριών Γυναικών της Νέας Υόρκης ήταν η διαμαρτυρία κατά των καλλιστείων για την Μις Αμερική που έφερε στο προσκήνιο το γυναικείο κίνημα που βρισκόταν εν τη γενέσει του. Ένα χρόνο αργότερα διασπάστηκαν στις Κόκκινες Κάλτσες και στη Γυναικεία Διεθνή Τρομοκρατική Συνομωσία από την Κόλαση. Οι Κόκκινες Κάλτσες παρουσίασαν το μανιφέστο τους το 1969 και για πρώτη φορά εμφανίστηκε η θέση του ριζοσπαστικού φεμινισμού … «θεωρούμε τους άνδρες σαν φορείς της καταπίεσης μας. Η ανδρική ανωτερότητα είναι η παλιότερη και βασικότερη μορφή κυριαρχίας. Όλες οι άλλες μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης (ρατσισμός, καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός) αποτελούν προεκτάσεις της ανδρικής ανωτερότητας: οι άνδρες κυριαρχούν στις γυναίκες, μερικοί άνδρες κυριαρχούν στους υπόλοιπους. Η «αδελφότητα των γυναικών είναι ισχυρή» και «το προσωπικό είναι πολιτικό» ήταν τα κύρια συνθήματα τους που έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή. Ταυτόχρονα οι Φοιτητές για Δημοκρατική Κοινωνία δημοσιοποίησαν ένα κείμενο θέσεων για τη Γυναικεία Απελευθέρωση το Δεκέμβρη το 1968. Αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων από διάφορες σκοπιές. Η Κάθι Μακάφι και η Μίρνα Γουντ έγραψαν το Ψωμί και Τριαντάφυλλα για να τονίσουν ότι ο αγώνας δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο ενάντια στην οικονομική εκμετάλλευση του καπιταλισμού (ψωμί) αλλά και ενάντια στην ψυχολογική και κοινωνική καταπίεση που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες (τριαντάφυλλα). Αυτές οι συζητήσεις έγιναν σε διάφορα έντυπα και επηρέασαν την πορεία και τις τάσεις μέσα στο γυναικείο κίνημα, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες χώρες. Οι ομάδες πήραν τη μορφή μικρών κύκλων με στόχο την άνοδο της συνειδητοποίησης και τις μη- ιεραρχικές δομές. Μ’ αυτό τον τρόπο αναδείχτηκαν η σοσιαλιστική και ριζοσπαστική φεμινιστική τάση μέσα στο γυναικείο κίνημα, έθεσαν και ανέδειξαν ζητήματα που αφορούσαν πολλές πλευρές της γυναικείας καταπίεσης. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στις ΗΠΑ και την Δυτική Ευρώπη «διαφορετικές ομάδες είχαν διαφορετικά οράματα της επανάστασης. Υπήρχαν φεμινίστριες, μαύροι, αναρχικοί, μαρξιστές-λενινιστές, και άλλες εκδοχές της επαναστατικής πολιτικής, όμως η άποψη ότι η επανάσταση, τέτοια ή αλλιώτικη, ήταν πίσω από τη γωνία ήταν κοινή σε όλες αυτές τις τάσεις» (Μπάρμπαρα Επστάιν). Οι σοσιαλίστριες (μαρξίστριες) και ριζοσπάστριες φεμινίστριες είχαν ένα κοινό όραμα για την επανάσταση. Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου, οι φεμινίστριες ασχολούνταν με την μαρξιστική θεωρία και τις βασικές αντιλήψεις όπως η παραγωγή, η αναπαραγωγή, η ταξική συνείδηση και η εργασία. Οι σοσιαλίστριες και οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες προσπαθούσαν να αλλάξουν την μαρξιστική θεωρία για να ενσωματώσουν την φεμινιστική άποψη της θέσης των γυναικών. Όμως μετά το 1975 υπήρξε μια αλλαγή. Η συστημική ανάλυση (του καπιταλισμού και ολόκληρης της κοινωνικής διάρθρωσης) αντικαταστάθηκε ή ανασκευάστηκε σαν πολιτισμικός φεμινισμός. Ο πολιτισμικός φεμινισμός ξεκινάει με δεδομένο ότι οι άνδρες και οι γυναίκες είναι βασικά διαφορετικοί. Δίνει βάρος στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της πατριαρχικής καταπίεσης και στοχεύει πρωταρχικά σε αλλαγές σε αυτόν τον τομέα. Σε αντίθεση με τον σοσιαλιστικό και ριζοσπαστικό φεμινισμό απορρίπτει σθεναρά κάθε κριτική στον καπιταλισμό και επικεντρώνει στην πατριαρχία σαν την ρίζα της καταπίεσης των γυναικών και τείνει προς τον διαχωρισμό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, εμφανίστηκε σαν ρεύμα ο λεσβιακός φεμινισμός μέσα στο φεμινιστικό κίνημα. Ταυτόχρονα οι έγχρωμες (μαύρες, γυναίκες του τρίτου κόσμου στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες) άσκησαν κριτική στο τότε φεμινιστικό κίνημα και άρχισαν να διαμορφώνουν τη δική τους εκδοχή του φεμινισμού. Οι οργανώσεις γυναικών της εργατικής τάξης άρχισαν να αναπτύσσονται και να θέτουν ζητήματα όπως ίση μεταχείριση στους χώρους δουλειάς, μέριμνα για τα παιδιά κλπ. Το γεγονός ότι το φεμινιστικό κίνημα είχε περιοριστεί σε λευκές, μεσο-αστές, μορφωμένες γυναίκες στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και ότι επικέντρωναν σε ζητήματα που τους αφορούσαν κυρίως είχε γίνει πια ξεκάθαρο. Αυτό έδωσε ώθηση στο παγκόσμιο ή πολύ-πολιτισμικό φεμινισμό. Και στις χώρες του τρίτου

6


κόσμου ομάδες γυναικών δραστηριοποιήθηκαν, τα ζητήματα όμως που τις απασχολούσαν δεν ήταν απαραίτητα «μόνο» γυναικεία. Η βία κατά των γυναικών ήταν ένα μεγάλο ζήτημα, ειδικά οι βιασμοί αλλά παράλληλα υπήρχαν ζητήματα που αναδείχτηκαν από την εκμετάλλευση λόγω της αποικιοκρατίας και του νέο-αποικισμού, λόγω της φτώχειας και της εκμετάλλευσης των τσιφλικάδων, αγροτικά ζητήματα, εκτοπίσεις, απαρτχάιντ και πολλά ανάλογα ζητήματα που ήταν σημαντικά στις χώρες τους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο μετά-μοντερνισμός άρχιζε να επηρεάζει τις φεμινίστριες. Όμως, στη δεκαετία του ’80 ξεκίνησε η δεξιά συντηρητική αντίδραση κατά του φεμινισμού, δίνοντας βάρος στην αντίθεση ενάντια στους φεμινιστικούς αγώνες για το δικαίωμα στην έκτρωση. Επιτέθηκαν στο φεμινισμό γιατί κατέστρεφε την οικογένεια τονίζοντας τη σημασία του ρόλου των γυναικών στην οικογένεια. Ωστόσο η φεμινιστική προοπτική απλώθηκε πλατιά και αμέτρητες αγωνιστικές ομάδες, κοινωνικά και πολιτιστικά προγράμματα αναπτύχθηκαν από τα κάτω και συνέχισαν τη δράση τους. Το ίδιο έγινε και με τις έρευνες και τις μελέτες των γυναικών. Η περίθαλψη και τα ζητήματα περιβάλλοντος ήταν στο επίκεντρο της προσοχής πολλών τέτοιων ομάδων. Πολλά στελέχη φεμινιστικών σχημάτων απορροφήθηκαν σε ακαδημαϊκές θέσεις. Ταυτόχρονα πολλές από τις μεγάλες οργανώσεις και ομάδες έγιναν μεγάλοι οργανισμοί που λειτουργούσαν με προσωπικό όπως κάθε γραφειοκρατικός οργανισμός. Ο ακτιβισμός υποβαθμίστηκε. Στη δεκαετία του ’90 το φεμινιστικό κίνημα έγινε γνωστό περισσότερο από τη δράση αυτών των οργανώσεων και τα γραπτά των φεμινιστριών στον ακαδημαϊκό χώρο. «Ο φεμινισμός έχει γίνει περισσότερο μια ιδέα παρά ένα κίνημα και μάλιστα του λείπει η οραματική ποιότητα που είχε κάποτε» έγραφε η Μπάρμπαρα Επαστάιν στο Monthly Review (2001). Στη δεκαετία του ’90 το εντεινόμενο χάσμα ανάμεσα στην οικονομική κατάσταση της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων μειονοτήτων και των μεσαίων τάξεων, η συνεχιζόμενη ανισότητα λόγω φύλου, η αυξανόμενη βία κατά των γυναικών, η επίθεση της παγκοσμιοποίησης και ο αντίκτυπος της στον κόσμο, ειδικά τις γυναίκες οδήγησε σε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Μαρξισμό. Ταυτόχρονα είχαμε τη συμμετοχή των γυναικών, ειδικά των νέων γυναικών σε ένα φάσμα πολιτικών κινημάτων όπως αυτό κατά της παγκοσμιοποίησης και το αντιπολεμικό κίνημα. Με αυτή τη σύντομη σύνοψη της εξέλιξης του γυναικείου κινήματος στη Δύση θα αναλύσουμε τις προτάσεις των κύριων θεωρητικών τάσεων μέσα στο φεμινιστικό κίνημα. Φιλελεύθερος Φεμινισμός Ο φιλελεύθερος φεμινισμός έχει μεγάλη ιστορία στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα με διανοούμενους όπως η Μαίρη Γουολστοουνκράφτ (1759-1797), η Χάριετ Τέιλορ (1807-1858), η Ελίζαμπεθ Κάθυ Στάντον (1815-1902) που επιχειρηματολογούσαν για τα δικαιώματα των γυναικών στη βάση φιλελεύθερης φιλοσοφικής λογικής. Το κίνημα των γυναικών για ίσα δικαιώματα, ειδικά ο αγώνας για το δικαίωμα στην ψήφο βασιζόταν πρωταρχικά στη φιλελεύθερη λογική. Προηγουμένως φιλελεύθεροι πολιτικοί φιλόσοφοι όπως ο Τζον Λοκ, ο Ζαν Ζαν Ρουσώ είχαν επιχειρηματολογήσει για την κυριαρχία της ισότητας του λόγου, ειδικά της πολιτικής ισότητας. Δεν κατάφεραν όμως να προσαρμόσουν την φιλελεύθερη θεωρία τους στο ζήτημα της θέσης των γυναικών στην κοινωνία. Οι αξίες του φιλελευθερισμού, συμπεριλαμβάνοντας την κεντρική πίστη στη σημασία της αυτονομίας του ατόμου αναπτύχθηκαν τον 17ο αιώνα. Εμφανίστηκε με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη σε αντιπαράθεση με τις φεουδαρχικές πατριαρχικές αξίες που βασίζονταν στην ανισότητα. Ήταν η φιλοσοφία της ανερχόμενης αστικής τάξης. Οι φεουδαρχικές αξίες βασίζονταν στην λογική της αποδοχής της κληρονομική υπεροχής της ελίτ - ειδικά των βασιλιάδων. Οι υπόλοιποι ήταν υποκείμενα- υποτελείς. Υπεράσπιζαν την ιεραρχία και την ανισότητα στα δικαιώματα και την εξουσία. Σε αντιπαράθεση με αυτές τις φεουδαρχικές αξίες η φιλελεύθερη φιλοσοφία προώθησε τη λογική της φυσικής ισότητας και ελευθερίας των ανθρώπινων όντων. Υπερασπίστηκαν μια κοινωνική και πολιτική διάρθρωση που θα αναγνώριζε την ισότητα σε όλα τα άτομα και θα τους παρείχε την ισότητα στις ευκαιρίες. Αυτή η φιλοσοφία ήταν αυστηρά ορθολογική και κοσμική και αποτέλεσε την ισχυρότερη και πιο προοδευτική διατύπωση της περιόδου του Διαφωτισμού. Σημαδεύτηκε από έντονο ατομικισμό. Ωστόσο οι διάσημοι νεοφιλελεύθεροι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα όπως ο Ρουσώ και ο Λοκ δεν προσάρμοσαν τις ίδιες αρχές στην πατριαρχική οικογένεια και την

7


θέση της γυναίκας σε αυτήν. Ήταν η πατριαρχική προκατάληψη του φιλελευθερισμού που αφορούσε μόνο τους άνδρες στην αγορά (Ζίλα Αϊζενστάιν). Η Μαίρη Γουολστοουνκράφτ ανήκε στο ριζοσπαστικό τμήμα της διανοούμενης αριστοκρατίας στην Αγγλία που υποστήριζε τη Γαλλική και Αμερικάνικη Επανάσταση. Έγραψε το βιβλίο «Η Δικαίωση των Δικαιωμάτων των Γυναικών» το 1971 σε απάντηση στον Έντμουντ Μπερκ και στην συντηρητική του ερμηνεία για τη σημασία της Γαλλικής Επανάστασης. Στο βιβλίο της επιχειρηματολογεί κατά των φεουδαρχικών πατριαρχικών αντιλήψεων για την φυσική εξάρτηση των γυναικών από τους άνδρες, ότι οι γυναίκες δημιουργήθηκαν για να τους ευχαριστούν και ότι δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητες. Η Γουολστοουνκράφτ έγραψε πριν από την άνοδο του γυναικείου κινήματος και τα επιχειρήματα της βασίζονται στη λογική και τον ορθολογισμό. Στην ανάλυση της Γουολστοουνκράφτ υπάρχουν οι βασικές αρχές της Διαφώτισης: η πίστη στην ανθρώπινη ικανότητα στη λογική και στις αντιλήψεις της ελευθερίας και της ισότητας που προηγήθηκαν και συνόδευαν την Αμερικάνικη και Γαλλική Επανάσταση. Αναγνώριζε τη λογική σαν την μόνη εξουσία και ισχυριζόταν ότι αν δεν ενθαρρύνονταν οι γυναίκες να αναπτύξουν τις ορθολογικές τους δυνατότητες και να βασίζονται στη δική τους κρίση η πρόοδος της ανθρωπότητας θα καθυστερούσε. Επιχειρηματολογούσε κατ’ αρχήν υπέρ των γυναικών ώστε να έχουν την ίδια εκπαίδευση με τους άνδρες και να αποκτήσουν τις ιδιότητες της ορθολογικής σκέψης και ότι πρέπει να τις παρέχονται οι ευκαιρίες για να ζουν ελεύθερα. Επέκρινε σκληρά τις ιδέες του Ρουσσώ για την εκπαίδευση των γυναικών. Θεωρεί ότι τα επιχειρήματα του Ρουσσώ για την εκπαίδευση των γυναικών που θα έπρεπε να διαφέρει από αυτή των ανδρών, είχε συμβάλλει στο να κάνουν τις γυναίκες πιο τεχνητά αδύναμους χαρακτήρες. Η λογική του Ρουσσώ ήταν ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να μορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να τονίζεται ότι η υπακοή ήταν η υψηλότερη αρετή. Τα επιχειρήματα της αντανακλούν τα ταξικά όρια της σκέψης της. Ενώ έγραψε ότι οι γυναίκες από τις «κατώτερες τάξεις» εμφάνιζαν μεγαλύτερη αρετή γιατί εργάζονταν και ήταν σε κάποιο βαθμό ανεξάρτητες, πίστευε ταυτόχρονα ότι «οι πιο αξιοσέβαστες γυναίκες ήταν οι πιο καταπιεσμένες». Το βιβλίο άσκησε επιρροή ακόμη και στην Αμερική την εποχή εκείνη. Η Χάριετ Τέιλορ ανήκε και αυτή στους αστικούς κύκλους των διανοουμένων του Λονδίνου και ήταν σύζυγος του γνωστού ωφελιμιστή φιλοσόφου Στούαρτ Μιλ έγραψε «Για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Γυναικών» το 1851 υποστηρίζοντας το γυναικείο κίνημα μόλις εμφανίστηκε στις ΗΠΑ. Παρέχοντας ισχυρά φιλελεύθερα επιχειρήματα κατά των αντιπάλων των δικαιωμάτων των γυναικών και υπέρ του να έχουν οι γυναίκες τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες έγραψε: «Αρνούμαστε το δικαίωμα οποιασδήποτε μερίδας του είδους να αποφασίζει για το υπόλοιπο, είτε ενός ατόμου για κάποιο άλλο, για το τι είναι τι δεν είναι «πρέπον». Το πρέπον για όλα τα ανθρώπινα όντα είναι το καλύτερο που μπορούν να επιτύχουν…» Τονίζοντας την σημασία του γεγονότος ότι η κοινωνία δεν παρείχε ίσα δικαιώματα στις γυναίκες έγραψε: «Ο κόσμος είναι πολύ νέος και έχει μόλις αρχίσει να αποτινάζει την αδικία. Μόλις τώρα ανατρέπει την δουλεία των νέγρων … Είναι περίεργο που δεν έχει κάνει ακόμη τίποτε αντίστοιχο για τις γυναίκες;» Στην πραγματικότητα η φιλελεύθερη βάση του γυναικείου κινήματος όπως εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ είναι ξεκάθαρη της Διακήρυξη του Σενέκα Φολς (1848). Η διακήρυξη σ’ αυτό το πρώτο εθνικό συνέδριο ξεκινάει έτσι: «Θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυτονόητες: Ότι όλοι, άνδρες και γυναίκες γεννιούνται ίσοι, ότι προικίζονται από τον δημιουργό τους με συγκεκριμένα αναφαίρετα δικαιώματα όπως το δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας…» Στην επόμενη φάση του γυναικείου κινήματος, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ανάμεσα στους κύριους υπερασπιστές των φιλελεύθερων ιδεών ήταν η Μπέτι Φρίνταν, η Μπέλα Άμπζουγκ και η Πατ Σρέντερ. Η Φρίνταν ίδρυσε την Εθνική Οργάνωση Γυναικών το 1966. Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες αναδείχτηκαν από τις γυναίκες που εργάζονταν σε ομάδες υπεράσπισης των δικαιωμάτων των γυναικών, σε κυβερνητικές υπηρεσίες, επιτροπές κλπ. Το αρχικό τους ενδιαφέρον ήταν η τροποποίηση νόμων που αρνούνταν την ισότητα στις γυναίκες στον τομέα της εκπαίδευσης, της εργασίας κλπ. Ξεκίνησαν επίσης και διάφορες εκστρατείες κατά του έμφυλου περιορισμού των ευκαιριών των γυναικών. Αλλά καθώς άρχισαν να πέφτουν αυτοί οι νομικοί και εκπαιδευτικού φραγμοί έγινε φανερό ότι η φιλελεύθερη στρατηγική της αλλαγής των νόμων μέσα στο υπάρχον σύστημα δεν αρκούσε για να φέρει στις γυναίκες την δικαιοσύνη και την ελευθερία.

8


Άλλαξαν την στρατηγική τους και επικέντρωσαν περισσότερο στον αγώνα για την ισότητα στις συνθήκες παρά στην ισότητα στις ευκαιρίες. Αυτό σήμαινε ότι το κράτος έπρεπε να παίζει έναν πιο ενεργό ρόλο στην δημιουργία των συνθηκών στις οποίες οι γυναίκες μπορούν στην πραγματικότητα να υλοποιήσουν τις ευκαιρίες. Αιτήματα για την παιδική μέριμνα των παιδιών, πρόνοια, περίθαλψη, επιδόματα ανεργίας, ειδικά προγράμματα για τις ανύπαντρες μητέρες κλπ υιοθετήθηκαν από τις φιλελεύθερες φεμινίστριες. Ο αγώνας για την Τροποποίηση για Ίσα Δικαιώματα καθοδηγήθηκε από αυτόν τον τομέα των φεμινιστριών. Η δουλειά του φιλελεύθερου τμήματος των φεμινιστριών γινόταν μέσα από οργανώσεις εθνικής κλίμακας και έτσι αντιμετωπίστηκαν από τα ΜΜΕ. Ένα τμήμα των φιλελεύθερων φεμινιστριών όπως ή Ζίλα Αϊζενστάιν ισχυρίζονται ότι ο φιλελευθερισμός έχει δυνατότητα σαν απελευθερωτική ιδεολογία γιατί οι εργαζόμενες μπορούν μέσα από την εμπειρία να διαπιστώσουν τις αντιθέσεις ανάμεσα στην φιλελεύθερη δημοκρατία σαν ιδεολογία και την καπιταλιστική πατριαρχία που τις αρνείται την ισότητα που υπόσχεται η ιδεολογία. Αλλά ο φιλελευθερισμός δεν ήταν το κυρίαρχο ρεύμα μέσα στο κίνημα σ’ αυτή τη φάση. Κριτική Ο φιλελευθερισμός ήταν η φιλοσοφία που εμφανίστηκε μέσα στη μήτρα της φεουδαρχικής δυτικής κοινωνίας καθώς η αστική τάξη αγωνιζόταν να έρθει στην εξουσία. Για αυτό και εμπεριείχε και την αμφισβήτηση των φεουδαρχικών αξιών της θεόσταλτης αλήθειας και ιεραρχίας (της κοινωνικής ανισότητας). Υπερασπίστηκε τη λογική και τα ίσα δικαιώματα για όλα τα άτομα. Όμως αυτή η φιλοσοφία βασιζόταν περισσότερο στον υπερβολικό ατομισμό παρά στη συλλογική προσπάθεια. Γι αυτό και προωθούσε την άποψη ότι αν δινόταν σε όλους η τυπική, νόμιμη ευκαιρία τότε έμενε στα άτομα να αξιοποιήσουν τις διαθέσιμες ευκαιρίες και να πετύχουν στη ζωή. Το ζήτημα των ταξικών διαφορών και η επίδραση τους στις διαθέσιμες ευκαιρίες για το λαό δεν λαμβανόταν υπόψη. Αρχικά ο φιλελευθερισμός έπαιξε προοδευτικό ρόλο στη διάλυση των φεουδαρχικών κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Όμως στον 19ο αιώνα μετά την ανάπτυξη της εργατικής τάξης και των κινημάτων της, αναδείχτηκαν τα όρια της φιλελεύθερης σκέψης. Γιατί η αστική τάξη που είχε έρθει στην εξουσία δεν επέκτεινε τα δικαιώματα που επαγγελλόταν στους φτωχούς και τα άλλα καταπιεσμένα τμήματα (όπως οι γυναίκες, ή οι μαύροι στις ΗΠΑ). Έπρεπε να αγωνιστούν για τα δικαιώματα τους. Το γυναικείο κίνημα και των κίνημα των Μαύρων σ’ αυτή τη φάση μπόρεσαν να απαιτήσουν τα δικαιώματα τους χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα των φιλελεύθερων. Οι γυναίκες από τα αστικά στρώματα βρέθηκαν στο προσκήνιο αυτού του κινήματος αλλά δεν συμπεριέλαβαν στις διεκδικήσεις του το ζήτημα των δικαιωμάτων των εργαζόμενων και των εργαζόμενων γυναικών. Οι ιδεολογίες της εργατικής τάξης που αναπτύχθηκαν– οι διάφορες τάσεις του σοσιαλισμού βρήκαν στήριξη στα ενεργά τμήματα της εργατικής τάξης. Άρχισαν να αμφισβητούν το ίδιο το αστικό, κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και τους περιορισμούς της φιλελεύθερης ιδεολογίας με το επίκεντρο της στην τυπική ισότητα και την ατομική ελευθερία. Σ’ αυτή τη φάση ο φιλελευθερισμός έχασε τον προοδευτικό του ρόλο και διαπιστώνουμε οι κύριες γυναικείες οργανώσεις και στις ΗΠΑ και στην Αγγλία που αγωνίζονταν για το δικαίωμα ψήφου είχαν πολύ στενούς στόχους και μετατράπηκαν σε φιλο-ιμπεριαλιστικούς και αντεργατικούς φορείς. Στην παρούσα φάση οι φιλελεύθερες φεμινίστριες αναγκάστηκαν να προχωρήσουν πέρα από την τυπική ισότητα και να αγωνιστούν για θετικά συλλογικά δικαιώματα όπως μέτρα κοινωνικής πρόνοιας για ανύπαντρες μητέρες, φυλακισμένες κλπ και να απαιτήσουν ένα κράτος πρόνοιας. Ο φιλελευθερισμός έχει τις παρακάτω αδυναμίες: Δίνει έμφαση περισσότερο στα ατομικά δικαιώματα παρά στα συλλογικά Είναι ανιστόρητος. Δεν έχει μια ολοκληρωμένη άποψη για το ρόλο της γυναίκας στην ιστορία ούτε κάποια εκτίμηση για την εξάρτηση των γυναικών. 3. Τείνει να γίνεται μηχανικός στην υποστήριξη της τυπικής ισότητας χωρίς μια συγκεκριμένη ανάλυση των συνθηκών των διαφορετικών τμημάτων/τάξεων των γυναικών και των ειδικών προβλημάτων τους. Γι αυτό και κατάφερε να εκφράσει τα αιτήματα των μεσοστρωμάτων (λευκές γυναίκες από τη μεσαία τάξη στις ΗΠΑ και την ανώτερη τάξη, γυναίκες από ανώτερες κάστες στην Ινδία), όχι όμως και τις γυναίκες 1. 2.

9


από τις διάφορες καταπιεσμένες εθνικές ομάδες, κάστες και από την εργατική τάξη και τις άλλες εργαζόμενες. 4. Περιορίζεται στις νομικές αλλαγές, στις ευκαιρίες στη μόρφωση και την εργασία, στα μέτρα πρόνοιας κλπ, και δεν αμφισβητεί την οικονομική και πολιτική διάρθρωση της κοινωνίας που δημιουργεί τις πατριαρχικές διακρίσεις. Γι αυτό και είναι ρεφορμιστικός στον προσανατολισμό του, και στη θεωρία και στην πράξη. 5. Θεωρεί το κράτος ουδέτερο και ότι μπορεί να παρέμβει υπέρ των γυναικών όταν στην πραγματικότητα η αστική τάξη στις καπιταλιστικές χώρες και στο μισο-αποικιακό και μισο-φεουδαρχικό Ινδικό κράτος είναι πατριαρχική και δεν πρόκειται να υποστηρίξει τον αγώνα των γυναικών για χειραφέτηση. Το Κράτος υπερασπίζεται τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης που επωφελείται από την εξάρτηση και την κατώτερη θέση των γυναικών. 6. Καθώς επικεντρώνει σε νομικές αλλαγές και κρατικά προγράμματα για τις γυναίκες δίνει βάρος στην παρασκηνιακή πολιτική πίεση και τις επίσημες διεκδικήσεις σαν μέσα για να πετύχουν το στόχο τους. Η φιλελεύθερη τάση πολύ συχνά περιορίζει τη δράση της σε συγκεντρώσεις και συνέδρια και κινητοποιήσεις για αιτήματα που καλούν για αλλαγές. Σπάνια έχει κινητοποιήσει τη δύναμη των μαζών των γυναικών και στην πραγματικότητα φοβάται την αγωνιστική μαζική κινητοποίηση των φτωχών γυναικών. Ριζοσπαστικός Φεμινισμός Μέσα στον αστικό φεμινισμό, στην πρώτη φάση του γυναικείου κινήματος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ο φιλελευθερισμός ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία. Στην σημερινή φάση του γυναικείου κινήματος ο ριζοσπαστικός φεμινισμός είχε ισχυρή ποικίλη επίδραση παρόλο που μπορεί να αναγνωριστεί στα ριζοσπαστικά φεμινιστικά επιχειρήματα μια διάχυση πολλές ιδεών και θέσεων. Σε αντίθεση με την πραγματιστική προσέγγιση του φιλελεύθερου φεμινισμού, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός είχε στόχο τον ανασχηματισμό της κοινωνίας και των θεσμών της, που τους θεωρούσαν σαν έμφυτα πατριαρχικούς. Παρέχοντας τη βασική θεωρία στον σύγχρονο φεμινισμό, οι ριζοσπάστριες ισχυρίζονταν ότι ο υποδεέστερος ρόλος των γυναικών στην κοινωνία ήταν πολύ στενά δεμένος με τον κοινωνικό ιστό για να ξηλωθεί χωρίς τον επαναστατικό ανασχηματισμό της ίδιας της κοινωνίας. Προσπάθησαν σκληρά να παραμερίσουν τις ιεραρχικές και παραδοσιακές σχέσεις εξουσίας που θεωρούσαν ότι αντανακλούσαν την ανδρική προκατάληψη με αντι-ιεραρχικές και αντι-απολυταρχικές προσεγγίσεις στην πολιτική και την οργάνωση. Στη δεύτερη φάση του φεμινισμού, στις ΗΠΑ, οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες αναδείχτηκαν από τα κοινωνικά κινήματα του ’60- το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, το νέο αριστερό κίνημα και το αντιπολεμικό (κατά του πολέμου στο Βιετνάμ) κινήματος ειρήνης. Ήταν γυναίκες δυσαρεστημένες από τον ρόλο των γυναικών σε αυτά τα κινήματα και με τον τρόπο που η νέα αριστερά αντιμετώπισε το γυναικείο ζήτημα στα κείμενα της. Ταυτόχρονα καμιά από αυτές δεν ήθελε τη διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος. Γι αυτό στην αρχική του φάση τα κείμενα τους ήταν μια ανοιχτή συζήτηση με τον Μαρξισμό, μια προσπάθεια να τροποποιήσουν ή να ξαναγράψουν τον Μαρξισμό. Αργότερα καθώς δυνάμωνε το ριζοσπαστικό φεμινιστικό κίνημα ο μαρξισμός παραμερίστηκε και όλη η προσοχή επικεντρώθηκε στην έμφυλη ανάλυση του συστήματος και η πατριαρχία αποσυνδέθηκε από το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα. Σ’ αυτή τη σύγχρονη φάση του φεμινισμού δόθηκε προσοχή στην προέλευση της καταπίεσης των γυναικών και γράφτηκαν πολλά θεωρητικά βιβλία προσπαθώντας να αναλύσουν τις μορφές της καταπίεσης των γυναικών και αναζητώντας τις ρίζες της. Πρέπει να τονιστεί ένα πράγμα, ότι σε όλα τα κείμενα τους είχαν υπόψη τη δική τους κοινωνία. Για αυτό και όλη η κριτική, η περιγραφή και η ανάλυση τους ασχολείται με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες ειδικά τις ΗΠΑ. Το 1970 η Κέιτ Μίλετ δημοσίευσε το βιβλίο Πολιτική των Φύλων στο οποίο αμφισβητούσε την τυπική άποψη της πολιτικής και παρουσίασε μια πιο πλατιά άποψη των σχέσεων εξουσίας μεταξύ γυναικών και ανδρών στην κοινωνία. Η Κέιτ Μίλετ είδε τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών σαν σχέση εξουσίας. Η κυριαρχία των ανδρών πάνω στις γυναίκες ήταν μια μορφή εξουσίας στην κοινωνία. Για αυτό και ονόμασε έτσι το βιβλίο της. Ισχυρίστηκε ότι το προσωπικό είναι και πολιτικό, ένα σύνθημα που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στο φεμινιστικό κίνημα. Με αυτό το σύνθημα εννοούσε ότι η δυσαρέσκεια που αισθάνεται η κάθε γυναίκα στη ζωή της δεν οφείλεται στην προσωπική

10


αποτυχία αλλά στο κοινωνικό σύστημα που κρατούσε τις γυναίκες σε υποδεέστερη θέση και την καταπιέζει με τόσους πολλούς τρόπους. Επομένως τα προσωπικά της συναισθήματα είναι πολιτικά. Στην πραγματικότητα αντέστρεψε την ιστορική υλιστική λογική δηλώνοντας ότι η σχέση ανδρών γυναικών είναι ένα πλαίσιο για όλες τις σχέσεις εξουσίας στην κοινωνία. Αυτή η «κοινωνική κάστα» (κυρίαρχοι άνδρες και υποτελείς γυναίκες) υπερέχει όλων των άλλων μορφών ανισότητας, είτε φυλετικής, είτε πολιτικής ή οικονομικής. Αυτή είναι η πρωταρχική ανθρώπινη κατάσταση. Όλα τα άλλα συστήματα καταπίεσης θα συνεχιστούν γιατί αποκτούν και λογική και συναισθηματική νομιμοποίηση από την καταπίεση αυτής της πρωταρχικής κατάστασης. Η πατριαρχία, θεωρεί, ότι ήταν ο ανδρικός έλεγχος στον ιδιωτικό και δημόσιο κόσμο. Θεωρεί ότι για να εξαλειφθεί η πατριαρχία πρέπει οι άνδρες και οι γυναίκες να εξαλείψουν τα γένη, όπως το κύρος λόγω του φύλου, το ρόλο και την ιδιοσυγκρασία καθώς έχουν συγκροτηθεί κάτω από την πατριαρχία. Η πατριαρχική ιδεολογία υπερτονίζει τις βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών και υποβιβάζει τις γυναίκες. Η Μίλετ υπερασπίζεται μια νέα κοινωνία που δεν θα βασίζεται στο έμφυλο σύστημα και στο οποίο οι άνδρες και οι γυναίκες θα είναι ίσοι. Ταυτόχρονα ισχυριζόταν ότι πρέπει να προχωρήσουμε σιγά-σιγά, εξαλείφοντας ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά όπως η υπακοή (από τις γυναίκες) και η αλαζονεία (από τους άνδρες). Το βιβλίο της Κέιτ Μίλετ είχε μεγάλη επίδραση για μεγάλο διάστημα. Ακόμη θεωρείται ένα κλασικό κείμενο της ριζοσπαστικής Φεμινιστικής σκέψης. Μια ακόμη σημαντική συγγραφέας ήταν η Σουλασμίθ Φαϊρστόουν που ισχυριζόταν στο βιβλίο της Διαλεκτική του Φύλου (1970) ότι η προέλευση της γυναικείας υποτέλειας και της ανδρικής κυριαρχίας βρίσκεται στους αναπαραγωγικούς ρόλους των ανδρών και γυναικών. Σ’ αυτό το βιβλίο ανασκευάζει τον Μαρξ και τον Ένγκελς.. Ενώ ο Ένγκελς είχε γράψει για στον ιστορικό υλισμό τα εξής: «αποτελεί την άποψη της πορείας της ιστορίας που αναζητά την βασική αιτία και την μεγάλη κινητήρια δύναμη όλων των ιστορικών γεγονότων στην οικονομική εξέλιξη της κοινωνίας, στις αλλαγές των τρόπων παραγωγής και ανταλλαγής, στον συνεπαγόμενο διαχωρισμό της κοινωνίας σε ξεχωριστές τάξεις και στην πάλη ανάμεσα σε αυτές τις τάξεις». Η Φαϊρστόουν το ξαναέγραψε ως εξής: «Ο ιστορικός υλισμός είναι εκείνη η άποψη της πορείας της ιστορίας που αναζητά την βασική αιτία και την μεγάλη κινητήρια δύναμη όλων των ιστορικών γεγονότων στη διαλεκτική των φύλων: ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε δυο ξεχωριστές βιολογικές τάξεις για την τεκνοποιητική αναπαραγωγή και η πάλη αυτών των τάξεων μεταξύ τους. Στις αλλαγές στον τρόπο γάμων, της αναπαραγωγής και της παιδικής μέριμνας που δημιουργούνται από αυτούς τους αγώνες. Στην αντίστοιχη ανάπτυξη άλλων σωματικά διαφοροποιημένων τάξεων (καστών) και στον πρώτο έμφυλο καταμερισμό εργασίας που αναπτύχθηκε μέσα στο (οικονομικό-πολιτισμικό) ταξικό σύστημα». Η Φαϊρστόουν τόνισε ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας ήταν η αναπαραγωγή και όχι η παραγωγή. Επιπλέον, αντί να προσδιορίζει κοινωνικά αίτια για την θέση των γυναικών, τόνισε τους βιολογικούς λόγους σε αναφορά με τη θέση τους και την έκανε την αναπαραγωγή κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Το βιολογικό γεγονός ότι οι γυναίκες κυοφορούν αποτελεί την υλική βάση για την υποταγή των γυναικών στην κοινωνία και απαιτείται μια βιολογική και κοινωνική επανάσταση για να επιτελεστεί η ανθρώπινη απελευθέρωση. Είχε και αυτή την άποψη πρέπει να εξαλειφθεί ότι η διαφορά φύλου/γένους και ότι τα ανθρώπινα όντα πρέπει να είναι ανδρόγυνα. Όμως προχώρησε παραπέρα από την Κέιτ Μίλετ στην λύση που πρότεινε για να μπει τέλος στην καταπίεση των γυναικών. Ήταν της άποψης ότι αν οι γυναίκες δεν παρατήσουν τον αναπαραγωγικό τους ρόλο και σταματήσουν να κυοφορούν μωρά και δεν αλλάξει η βάση της υπάρχουσας οικογένειας τότε δεν είναι δυνατό να απελευθερωθούν ολοκληρωτικά οι γυναίκες. Συνεπώς, σύμφωνα με την άποψη της αν δεν αντικατασταθεί η φυσική αναπαραγωγή με την τεχνητή και η παραδοσιακή βιολογική οικογένεια από την εκούσια οικογένεια, οι βιολογικοί διαχωρισμοί μεταξύ των φύλων δεν μπορεί να εξαλειφθούν. Η βιολογική οικογένεια είναι η οικογένεια που τα μέλη της σχετίζονται γενετικά (γονείς και παιδιά) ενώ η εκούσια οικογένεια σύμφωνα με την άποψη της σημαίνει μια οικογένεια που επιλέγεται με βάση την φιλία ή την άνεση. Πίστευε ότι αν γινόταν αυτή η αλλαγή τα διάφορα προσωπικά συμπλέγματα που αναπτύσσονται στην σημερινή κοινωνία δεν θα υπάρχουν πια. Άλλες έγραψαν για το πώς ιστορικά η πρώτη κοινωνική σύγκρουση ήταν μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ο άνδρας κυνηγός είχε την προδιάθεση για τη βία και υπέταξε τις γυναίκες μέσω του βιασμού. (Σούζαν Μπραουνμίλερ).

11


Αυτά τα κείμενα έδωσαν τον τόνο για το γυναικείο κίνημα, το πιο ριζοσπαστικό τμήμα του, που δεν ήταν ικανοποιημένο από τις προσπάθειες των φιλελεύθερων φεμινιστριών για αλλαγή νόμων και τις εκστρατείες πάνω σε τέτοια ζητήματα. Έδωσαν ώθηση για την εμβάθυνση στον μέχρι τώρα παραδοσιακό δεδομένο αναπαραγωγικό ρόλο των γυναικών, στις διαφορές μεταξύ των φύλων/γενών και την αμφισβήτηση της ίδιας της διάρθρωσης της κοινωνίας. Γι αυτό οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες θεωρούν τους εαυτούς τους σαν επαναστάτριες παρά σαν ρεφορμίστριες. Το βασικό τους σημείο είναι ότι το έμφυλο σύστημα είναι η αιτία της καταπίεσης των γυναικών. Αντιμετώπιζαν τη σχέση ανδρών γυναικών σαν βασική αντίθεση και ξέχωρα από το υπόλοιπο κοινωνικό σύστημα. Σαν αποτέλεσμα όλος τους ο προσανατολισμός και οι κατευθύνσεις της ανάλυσης και δράσης τους ασχολείται πρωταρχικά με αυτή την αντίθεση και αυτό τις οδήγησε προς τον διαχωρισμό. Καθώς τόνισαν τον αναπαραγωγικό ρόλο των γυναικών έκαναν τις σεξουαλικές σχέσεις και τις οικογενειακές σχέσεις, τους κεντρικούς στόχους της αμφισβήτησης τους για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Έμφυλο Σύστημα και Πατριαρχία Το κεντρικό σημείο της ριζοσπαστικής φεμινιστικής λογικής είναι το έμφυλο σύστημα. Σύμφωνα με μια δημοφιλή διευκρίνιση της Γκέιλ Ρούμπιν, το έμφυλο σύστημα είναι ένα «σύνολο κανόνων με τους οποίους μια κοινωνία μεταμορφώνει την βιολογική σεξουαλικότητα σε προϊόντα ανθρώπινης δραστηριότητας». Αυτό σημαίνει ότι η πατριαρχική κοινωνία χρησιμοποιεί διάφορα γεγονότα σχετικά με την ανδρική και γυναικεία φυσιολογία (το φύλο) σαν τη βάση για τη συγκρότηση ενός συνόλου από αρσενικές και θηλυκές ιδιότητες και συμπεριφορές (γένος) που χρησιμεύουν στην ενίσχυση των ανδρών και την αποδυνάμωση των γυναικών. Δηλαδή το πώς πρέπει να είναι οι άνδρες και οι γυναίκες. Αυτό θεωρούν ότι αποτελεί την ιδεολογική βάση της γυναικείας υποταγής. Η κοινωνία είναι κατά κάποιο τρόπο πεισμένη ότι αυτές οι καθορισμένες πολιτισμικά ιδιότητες είναι «φυσιολογικές». Γι αυτό και έλεγαν ότι η «φυσιολογική» συμπεριφορά εξαρτάται από την ικανότητα του καθενός να επιδεικνύει τις ιδιότητες του γένους του και τη συμπεριφορά που η κοινωνία συνδέει με το βιολογικό φύλο του καθενός. Αρχικά οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες, όπως η ομάδα της Βοστόνης ή η Ριζοσπαστική ομάδα της Νέας Υόρκης υπεράσπισαν τις απόψεις της Κέιτ Μίλετ και της Φαϊρστόουν και τόνισαν τους τρόπους με τους οποίους η αντίληψη της θηλυκότητας και ο αναπαραγωγικός και σεξουαλικός ρόλος και ευθύνες (το μεγάλωμα των παιδιών κλπ) υπηρετούν τον περιορισμό την εξέλιξης των γυναικών σαν ολοκληρωμένα άτομα. Έτσι υιοθέτησαν τον ανδρογυνισμό, που σημαίνει να είναι κανείς ταυτόχρονα και άνδρας και γυναίκα ώστε να μην διατηρηθούν οι ρόλοι που είναι αυστηρά καθορισμένοι από το φύλο. Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες πρέπει να υιοθετήσουν κάποια ανδρικά γνωρίσματα (και οι άνδρες κάποια γυναικεία). Αργότερα όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ένα τμήμα των ριζοσπαστριών φεμινιστριών απέρριψε αυτή τη λογική γιατί θεωρούσε ότι σήμαινε πως οι γυναίκες έπρεπε να μάθουν κάποια από τα χειρότερα χαρακτηριστικά των αρσενικών. Αντίθετα πρότειναν ότι οι γυναίκες πρέπει να επιβεβαιώσουν την «θηλυκότητα» τους. Οι γυναίκες πρέπει να προσπαθήσουν να είναι περισσότερο σαν γυναίκες, δηλαδή να τονίζουν τις γυναικείες αρετές όπως η αλληλεξάρτηση, η κοινότητα, η σύνδεση. Το μοίρασμα, το συναίσθημα, το σώμα, η εμπιστοσύνη, η έλλειψη της ιεραρχίας, η φύση, το έμφυτο, η διαδικασία, η χαρά, η ειρήνη, και η ζωή. Από εκεί και μετά έτειναν προς τον διαχωρισμό, θεωρούσαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να σχετίζονται μόνο με γυναίκες και ότι θα πρέπει να οικοδομήσουν γυναικεία κουλτούρα και θεσμούς. Μετά από αυτό ακόμη και η άποψη τους για την σεξουαλικότητα άλλαξε και θεωρούσαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να γίνουν λεσβίες και στήριζαν τις μονογαμικές λεσβιακές σχέσεις σαν το καλύτερο για τις γυναίκες. Πολιτικά έγιναν πασιφίστριες. Η βία και η επιθετικότητα είναι ανδρικά χαρακτηριστικά που έπρεπε να απορριφθούν. Οι γυναίκες από τη φύση τους αγαπούν την ειρήνη και δίνουν ζωή. Με την οικοδόμηση εναλλακτικών θεσμών πίστευαν ότι έφερναν επαναστατικές αλλαγές. Άρχισαν να ιδρύουν γυναικείους συλλόγους, να κάνουν γυναικείες ταινίες και άλλες μορφές διακριτής γυναικείας κουλτούρας. Θεωρούσαν ότι ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα επέρχονταν σταδιακά. Αυτό το ρεύμα αποκαλείται πολιτισμική φεμινιστική τάση γιατί επικεντρώνονται ολοκληρωτικά στην κουλτούρα της κοινωνίας. Δεν συνδέουν την κουλτούρα με την πολιτική-οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας. Αυτή η τάση κυριάρχησε στο ριζοσπαστικό φεμινισμό μαζί

12


με το οικο-φεμινισμό και τον μεταμοντερνισμό. Γνωστές φεμινίστριες αυτής της τάσης είναι η Μέριλιν Φρεντς και η Μαίρη Ντάλυ. Σεξουαλικότητα: Έτερο-σεξουαλικότητα και Λεσβιασμός Από τη στιγμή που οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες θεώρησαν τις σχέσεις ανδρών γυναικών σαν τη θεμελιώδη αντίθεση, έδωσαν μεγάλη προσοχή στις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η σεξουαλικότητα έγινε η αρένα όπου συγκεντρώθηκαν οι περισσότερες συζητήσεις του ριζοσπαστικού φεμινισμού. Η στάση των Χριστιανικών Εκκλησιών στη Δύση, σε σχέση με διάφορα ζητήματα όπως το σεξ και οι εκτρώσεις ήταν εξαιρετικά συντηρητική. Αυτό ισχύει περισσότερο σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ιταλία. Η χριστιανική ηθική επιτρέπει το σεξ μόνο μετά το γάμο και είναι αντίθετη στις εκτρώσεις. Οι θεωρητικοί του ριζοσπαστικού φεμινισμού αντιπαρατέθηκαν ανοιχτά σε αυτά τα ζητήματα. Ταυτόχρονα αποκάλυψαν πως σε μια πατριαρχική κοινωνία μέσα στις σεξουαλικές σχέσεις (ακόμη και μέσα στο γάμο) οι γυναίκες συχνά έχουν την αίσθηση ότι εξουσιάζονται. Σε αυτό το υπόβαθρο τα ζητήματα της σεξουαλικής καταπίεσης, της υποχρεωτικής έτερο-σεξουαλικότητας, της ομο-σεξουαλικότητας ή της ελεύθερης επιλογής έγιναν ζητήματα ανοιχτών συζητήσεων. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες πιστεύουν ότι σε μια πατριαρχική κοινωνία ακόμη και στις σεξουαλικές σχέσεις και πρακτικές η ανδρική κυριαρχία επικρατεί. Αυτό αποκαλείται καταπίεση από την πρώτη τάση και ιδεολογία της σεξουαλικής αντικειμενοποίησης από τον πολιτισμικό φεμινισμό. Σύμφωνα με την άποψη τους το σεξ θεωρείται κακό, επικίνδυνο και αρνητικό. Το μόνο επιτρεπτό και αποδεκτό σεξ είναι το ετεροσεξουαλικό και μέσα στο γάμο. (Ετεροσεξουαλικότητα σημαίνει σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου, δηλαδή μεταξύ ανδρών και γυναικών). Η πατριαρχική κοινωνία πιέζει προς τις ετεροσεξουαλικές σχέσεις και οι σεξουαλικές μειονότητες όπως οι λεσβίες, οι τραβεστί, οι τρανσέξουαλ δεν θεωρούνται ανεκτές. Η σεξουαλική ευχαρίστηση, μια ισχυρή φυσική δύναμη, ελέγχεται από την πατριαρχική κοινωνία με τον διαχωρισμό του λεγόμενου καλού, φυσιολογικού και υγιούς σεξ από το κακό, παράνομο σεξ. Όμως οι δυο τάσεις έχουν πολύ διαφορετική άποψη για την σεξουαλικότητα που επηρεάζει τα αιτήματα τους και τις λύσεις που προτείνουν. Σύμφωνα με την ριζοσπαστική φεμινιστική τάση η σεξουαλική καταπίεση είναι ένας από τους πιο σκληρούς και παράλογους τρόπους για να ελέγξουν οι δυνάμεις του πολιτισμού την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η συναίνεση είναι προς το συμφέρον και των ανδρών και των γυναικών. Σε αντίθεση η πολιτισμική φεμινιστική τάση θεωρεί ότι οι ετεροσεξουαλικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από μια ιδεολογία αντικειμενοποίησης στην οποία οι άνδρες είναι αφέντες/υποκείμενα και οι γυναίκες είναι σκλάβες/αντικείμενα. «Ο ετεροσεξουαλισμός έχει κάποιες ομοιότητες με την αποικιοκρατία ειδικά στην διατήρηση του μέσω της βίας όταν απορρίπτεται ο πατερναλισμός και στην αναπαράσταση της κυριαρχίας σαν φυσιολογική και στην μείωση των δεξιοτήτων των γυναικών» (Σάρα Λουσία Χόγκλαντ). Αποτελεί μια μορφή σεξουαλικής βίας κατά των γυναικών. Γι αυτό και οι φεμινίστριες πρέπει να αντιπαρατεθούν σε κάθε σεξουαλική πρακτική που εμφανίζουν σαν φυσιολογική την ανδρική σεξουαλική βία. Πιστεύουν επίσης ότι οι γυναίκες πρέπει να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο της σεξουαλικότητας τους φροντίζοντας τις ίδιες τους τις σεξουαλικές προτεραιότητες τους που διαφέρουν από αυτές των ανδρών. Οι γυναίκες προτιμούν την εξοικείωση και την φροντίδα παρά την επίδειξη. Γι αυτό και υπερασπίζονται ότι οι γυναίκες θα πρέπει να απορρίψουν τις ετεροσεξουαλικές σχέσεις με τους άνδρες και να γίνουν λεσβίες. Από την άλλη οι ριζοσπάστριες πιστεύουν ότι οι γυναίκες πρέπει να αναζητήσουν την ευχαρίστηση τους σύμφωνα με την Γκέιλ Ρούμπιν και όχι να φτιάχνουν κανόνες. Για την πολιτισμική φεμινιστική τάση η ετεροσεξουαλικότητα είναι ζήτημα ανδρικής κυριαρχίας και θηλυκής υποταγής και έτσι θέτει το σκηνικό για την πορνογραφία, την πορνεία, την σεξουαλική παρενόχληση και τον ξυλοδαρμό των γυναικών. Γι αυτό κατέληξαν ότι οι γυναίκες πρέπει να παρατήσουν τις ετεροσεξουαλικές σχέσεις και να προχωρήσουν σε λεσβιακές σχέσεις όπου υπάρχει συναίσθημα. Οι πολιτισμικές φεμινίστριες τόνιζαν την ανάγκη να αναπτύξουν την ουσιαστική «θηλυκότητα» των γυναικών. Ο λεσβιασμός προωθήθηκε έντονα μέσα στο γυναικείο κίνημα στη Δύση στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αλλά αποδυναμώθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Η λύση που πρότειναν οι πολιτισμικές φεμινίστριες για να μπει τέλος στην υποταγή των γυναικών είναι το σπάσιμο των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών και οι γυναίκες να διαμορφώσουν μόνες τους μια ξεχωριστή τάξη. Η πρώτη

13


τάση συνηγορεί υπέρ των ελεύθερων σεξουαλικών σχέσεων αποσυνδεμένων από κάθε συναισθηματικό δέσιμο είτε πρόκειται για γυναίκες που σχετίζονται είτε με άνδρες είτε με γυναίκες. Στην πραγματικότητα οι λύσεις που προτείνουν μετατρέπουν μια βαθιά ανθρώπινη σχέση σε μια απρόσωπη εμπορευματικού τύπου σχέση. Από κει είναι μόνο ένα βήμα η υποστήριξη της πορνογραφίας και της πορνείας. Ενώ η πολιτισμική φεμινιστική τάση ήταν έντονα αντίθετη με την πορνογραφία οι ριζοσπάστριες δεν συμφωνούσαν ότι η πορνογραφία είχε κανένα αντίθετο αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο οι άνδρες θεωρούσαν τις γυναίκες. Αντίθετα πίστευαν ότι η πορνογραφία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ξεπεραστεί η σεξουαλική καταπίεση. Ακόμη και σε ζητήματα της αναπαραγωγικής τεχνολογίας οι δυο πλευρές διέφεραν. Ενώ οι ριζοσπάστριες υποστήριζαν την αναπαραγωγική τεχνολογία η πολιτισμικές φεμινίστριες ήταν αντίθετες. Οι πολιτισμική φεμινιστική τάση είχε την άποψη ότι οι γυναίκες δεν έπρεπε να παρατήσουν τη μητρότητα καθώς είναι η μόνη δύναμη που έχουν. Δραστηριοποιήθηκαν σε ηθικές συζητήσεις σχετικές με την αναπαραγωγική τεχνολογία, όπως τα δικαιώματα της υποκατάστατης ή της βιολογικής μητέρας. Κριτική Από τα προαναφερόμενα είναι φανερό ότι οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες επέμειναν τρόπος του λέγειν στον μαρξισμό,. Παρόλο που θα ασχοληθούμε με τα επιχειρήματα της Φαϊρστόουν στο κομμάτι για τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες κάποια σημεία πρέπει να αναφερθούν. Σε σχέση με τους υλικές όρους θεώρησαν το φυσικό γεγονός της αναπαραγωγής και του γυναικείου βιολογικού ρόλου σαν το κεντρικό σημείο της ανάλυσης τους και κατέληξαν ότι αποτελεί τον κύριο λόγο της καταπίεσης των γυναικών. Ο Μαρξ έγραψε ότι η παραγωγή και η αναπαραγωγή της ζωής είναι οι δυο πρωταρχικοί όροι της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναπαραγωγή σημαίνει και την αναπαραγωγή ενός ατόμου σε καθημερινή βάση και την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Αλλά στην πραγματικότητα η αναπαραγωγή του είδους είναι κάτι που οι άνθρωποι έχουν κοινό με το ζωικό βασίλειο. Αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της καταπίεση των γυναικών. Διότι στη διάρκεια των χιλιάδων χρόνων της ζωής στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης οι γυναίκες δεν ήταν υποταγμένες στους άνδρες. Στην πραγματικότητα τιμούσαν και έδιναν μεγάλη σημασία στον αναπαραγωγικό της ρόλο γιατί η επιβίωση του είδους και της ομάδας εξαρτιόταν από αυτήν. Η σημασία που δόθηκε στην γονιμότητα και οι τελετές γονιμότητας στις περισσότερες κοινωνίες των φυλών αποτελούν απόδειξη αυτού του γεγονότος. Ο Μαρξισμός κατανοεί ότι πρέπει να υπήρξαν κάποιοι υλικοί όροι εξ αιτίας των οποίων άλλαξε η θέση των γυναικών και βρέθηκαν σε υποδεέστερη θέση. Η σημαντική αλλαγή στους υλικούς όρους ήρθε με τη γενιά του σημαντικού πλεονάσματος της παραγωγής. Πως αυτό το πλεόνασμα θα διανέμονταν αποτέλεσε το σημείο όπου εμφανίστηκαν οι τάξεις, όπου το πλεόνασμα το ιδιοποιείται ένα μικρός αριθμός αρχηγών της κοινότητας. Ο ρόλος της στην αναπαραγωγή, η αιτία του υψηλού της κύρους νωρίτερα, έγινε το μέσο για την σκλαβιά της. Σε ποιο κλαν/διευρυμένη οικογένεια θα ανήκαν τα παιδιά που θα γεννούσε έγινε σημαντικό ζήτημα και ήταν τότε που βρίσκουμε περιορισμούς για αυτήν και την εμφάνιση της πατριαρχικής οικογένειας στην οποία η γυναίκα ήταν υποδεέστερη και ο κύριος ρόλος της στην κοινωνία ήταν να γεννά παιδιά για την οικογένεια. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες αντιμετώπισαν την ιστορική εξέλιξη και τα ιστορικά γεγονότα ελαφρά και επέβαλαν την άποψη τους για αντίθεση μεταξύ άνδρα-γυναίκας σαν την αρχική αντίθεση και την κύρια αντίθεση που καθόρισε την πορεία της ιστορίας. Από αυτό το κεντρικό σημείο η ανάλυση των ριζοσπαστριών φεμινιστριών εγκαταλείπει την ιστορία, αγνοεί την πολιτικο-οικονομική διάρθρωση και επικεντρώνει μόνο στις κοινωνικές και πολιτισμικές πλευρές της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας και προβάλλει την κατάσταση εκεί σαν την οικουμενική ανθρώπινη κατάσταση. Αυτό αποτέλεσε ακόμη μια μεγάλη αδυναμία στην ανάλυση και την προσέγγιση τους. Από τη στιγμή που θεώρησαν τη σχέση άνδρα-γυναίκας (σχέση φύλων/γενών) σαν την κεντρική αντίθεση στην κοινωνία όλη η ανάλυση τους απορρέει από αυτό και οι άνδρες γίνονται οι κύριοι εχθροί των γυναικών. Καθώς δεν έχουν καμιά συγκεκριμένη στρατηγική για την ανατροπή αυτής της κοινωνίας μετατρέπουν όλη τους την ανάλυση σε μια κριτική των πλευρών του εποικοδομήματος – την κουλτούρα, τη γλώσσα, τις αντιλήψεις, την ηθική χωρίς να απασχολούνται με το γεγονός ότι ο καπιταλισμός υπάρχει και ότι ο ρόλος του καπιταλισμού είναι να διατηρεί αυτή τη σχέση φύλου/γένους και γι αυτό υπάρχει η ανάγκη να συμπεριληφθεί

14


η ανατροπή του καπιταλισμού στην στρατηγική για την απελευθέρωση των γυναικών. Ενώ επέκριναν πολύ έντονα την πατριαρχική διάρθρωση, οι λύσεις που πρότειναν είναι στην ουσία ρεφορμιστικές. Οι λύσεις τους επικεντρώνονται στην αλλαγή ρόλων, χαρακτηριστικών, συμπεριφορών και ηθικών αξιών καθώς και στη δημιουργία εναλλακτικής κουλτούρας. Πρακτικά σημαίνει ότι οι άνθρωποι μπορούν σε κάποιο βαθμό να παρατήσουν κάποιες αξίες, οι άνδρες μπορούν να απορρίψουν τα επιθετικά χαρακτηριστικά τους αναγνωρίζοντας τα σαν πατριαρχικά, οι γυναίκες μπορούν να προσπαθήσουν να γίνουν πιο τολμηρές και λιγότερο εξαρτημένες, αλλά όταν ολόκληρη η διάρθρωση της κοινωνίας είναι πατριαρχική πόσο μακριά μπορούν να πάνε αυτές οι αλλαγές χωρίς την ανατροπή ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος, είναι ένα ζήτημα που δεν το αντιμετωπίζουν καθόλου. Έτσι καταλήγουν σε μικρές ομάδες που προσπαθούν να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, εστιάζοντας περισσότερο στο διαπροσωπικό παρά σε ολόκληρο το σύστημα. Παρόλο που ξεκίνησαν με την ανάλυση ολόκληρου του συστήματος και τη βούληση να το αλλάξουν, η γραμμή τους τις οδήγησε σε ρεφορμιστικά κανάλια. Η απελευθέρωση των γυναικών δεν είναι δυνατή μ’ αυτό τον τρόπο. Το σφάλμα βρίσκεται στην ίδια τη βασική ανάλυση. Η πολιτισμική φεμινιστική τάση προχώρησε ένα βήμα παραπάνω τονίζοντας τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών και με το επιχείρημα ότι τα θηλυκά χαρακτηριστικά και αξίες (όχι τα γυναικεία) είναι επιθυμητά. Αυτό το επιχείρημα δίνει στη βιολογική βάση των διαφορών αρσενικού και θηλυκού μεγαλύτερη σημασία από την κοινωνική ανατροφή. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αντιπαραγωγικό επιχείρημα γιατί οι συντηρητικές δυνάμεις στην κοινωνία χρησιμοποιούσαν πάντοτε ανάλογα επιχειρήματα (λέγεται βιολογική νομοτέλεια –ντετερμινισμός) για να δικαιολογήσουν την κυριαρχία πάνω σε ένα κομμάτι του λαού. Οι σκλάβοι ήταν σκλάβοι γιατί είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά και έπρεπε να εξουσιάζονται, δεν μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Οι γυναίκες είναι γυναίκες και οι άνδρες είναι άνδρες και είναι βασικά διαφορετικοί, συνεπώς οι κοινωνικοί ρόλοι για τις γυναίκες και τους άνδρες είναι κι αυτοί διαφορετικοί. Αυτό είναι το επιχείρημα των αντιδραστικών συντηρητικών δυνάμεων που αντιτίθενται στην απελευθέρωση των γυναικών. Για αυτό και το βασικό επιχείρημα τους εμπεριέχει επικίνδυνες επιπλοκές και μπορεί να αναστρέψει στον αγώνα των γυναικών για αλλαγή. Η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα είναι οικοδομήματα της πατριαρχικής κοινωνίας και πρέπει να αγωνιστούμε για να αλλάξουμε αυτές τις ισχυρές αντιλήψεις. Συνδέονται όμως με την ανατροπή ολάκερης της εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Σε μια κοινωνία που η πατριαρχική κυριαρχία παύει να υπάρχει το πώς θα είναι οι γυναίκες και οι άνδρες, τι είδους χαρακτηριστικά θα έχουν δεν μπορούμε να πούμε. Τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων τότε θα είναι αντίστοιχα με τον τύπο της κοινωνίας που θα υπάρξει, καθώς είναι αδύνατο να υπάρξει ανθρώπινη προσωπικότητα έξω από κάποιο κοινωνικό πλαίσιο. Αναζητώντας αυτή την θηλυκότητα είναι σαν να κυνηγάμε έναν καθρέφτη και ισοδυναμεί με αυταπάτη. Κάνοντας την ετεροσεξουαλικότητα σαν το σημείο πυρήνα στην κριτική του σημερινού συστήματος ενίσχυσαν τον λεσβιακό διαχωρισμό και έτσι οδήγησαν το γυναικείο κίνημα σε αδιέξοδο. Εκτός από την ίδρυση μικρών κοινοτήτων λεσβιών και την δημιουργία μιας διαφορετικής κουλτούρας δεν μπορούσαν και δεν κατάφεραν να κάνουν ένα βήμα μπροστά για την απελευθέρωση των μαζών των γυναικών από την εκμετάλλευση και την καταπίεση που υφίστανται. Είναι ανέφικτο και αφύσικο να θεωρείται ότι οι γυναίκες μπορεί έχουν μια εντελώς ξεχωριστή ύπαρξη από τους άνδρες. Εγκατέλειψαν ολοκληρωτικά το στόχο της οικοδόμησης μιας καλύτερης ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτή η στρατηγική δεν αφορά τις μεγάλες μάζες των γυναικών. Αντικειμενικά μετατράπηκε σε μια παρέκκλιση από την οικοδόμηση ενός πλατιού κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών. Η ριζοσπαστική τάση με την υποστήριξη της πορνογραφίας και με το αόριστο επιχείρημα της ελεύθερης επιλογής πήρε μια αντιδραστική στροφή δικαιώνοντας και δίνοντας στήριξη στη βιομηχανία του σεξουαλικού τουρισμού που προωθούσαν οι ιμπεριαλιστές που υποβάλλουν χιλιάδες γυναίκες από τις καταπιεσμένες εθνικές κοινότητες και από τις χώρες του τρίτου κόσμου σε σεξουαλική εκμετάλλευση και ανείπωτα βάσανα. Ενώ επικρίνει τα υποκριτικά και καταπιεστικά σεξουαλικά ήθη της αντιδραστικής αστικής τάξης και της Εκκλησίας, η ριζοσπαστική τάση προώθησε μια εναλλακτική λύση που το μόνο που κάνει είναι να αποξενώνει τα ανθρώπινα όντα μεταξύ τους και εξευτελίζει τις πιο σημαντικές ανθρώπινες σχέσεις. Διαχωρίζοντας το σεξ από την αγάπη και την οικειότητα, οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται μηχανικές και απάνθρωπες. Επιπλέον, τα επιχειρήματα τους είναι εντελώς απομονωμένα από την πραγματική θέση της ζωής των γυναικών και τις πικρές εμπειρίες τους.

15


1.

2. 3.

4. 5. 6. 7.

Η Μαρία Μάιες άσκησε κριτική σε όλο αυτό το ρεύμα που συνοψίζει τις αδυναμίες αυτής της προσέγγισης: «Η πίστη στη μόρφωση, στην πολιτιστική δράση, ή ακόμη και στην πολιτιστική επανάσταση σαν φορείς της αλλαγής είναι μια τυπική αντίληψη των αστικών μεσοστρωμάτων. Σε σχέση με το γυναικείο ζήτημα βασίζεται στη αντίληψη ότι η καταπίεση των γυναικών δεν έχει καμιά σχέση με τις βασικές υλικές σχέσεις παραγωγής… Αυτή η αντίληψη βρίσκεται κύρια στις Δυτικές, ιδίως τις Αμερικανίδες, φεμινίστριες που δεν μιλούν συνήθως για τον καπιταλισμό. Για πολλές δυτικές φεμινίστριες η καταπίεση των γυναικών είναι ριζωμένη στην κουλτούρα του πατριαρχικού πολιτισμού. Για αυτές επομένως ο φεμινισμός είναι κύρια ένα πολιτιστικό κίνημα, μια νέα ιδεολογία ή μια νέα συνείδηση (1986)». Αυτός ο πολιτισμικός φεμινισμός κυριαρχούνταν από το Δυτικό φεμινισμό και επηρέαζε τη φεμινιστική σκέψη στις χώρες του τρίτου κόσμου. Ενώνεται καλά με την μεταμοντέρνα τάση και έχει αποπροσανατολίσει ολάκερο το γυναικείο κίνημα από το να είναι ένας αγώνας για την αλλαγή των υλικών όρων της ζωής των γυναικών σε μια ανάλυση «εκπροσώπησης» και συμβόλων. Ήταν αντίθετες στην ιδέα να γίνουν οι γυναίκες μια μαχητική δύναμη γιατί τονίζουν τη μη-βίαιη φύση του θηλυκού. Παραβλέπουν το ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες στους πολέμους κατά της τυραννίας σε όλη την ιστορία. Οι γυναίκες θα συνεχίσουν και πρέπει να συνεχίσουν να παίζουν ενεργό ρόλο στους δίκαιους αγώνες με στόχο το τέλος της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Έτσι θα είναι ενεργά υποκείμενα στον αγώνα για αλλαγές. Συνοψίζοντας μπορούμε να δούμε ότι το ριζοσπαστικό φεμινιστικό ρεύμα έφερε το γυναικείο κίνημα σε αδιέξοδο με την προώθηση του διαχωρισμού των γυναικών. Οι βασικές αδυναμίες στη θεωρία και την προσέγγιση είναι: Κατέληξαν σε μια φιλοσοφικά ιδεαλιστική τοποθέτηση με το να δίνουν κεντρική σημασία στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και στις πολιτισμικές αξίες παρά στους υλικούς όρους. Αγνοώντας εντελώς τις υλικές συνθήκες στον κόσμο και επικεντρώνοντας μόνο σε πολιτισμικές πλευρές. Έκαναν την αντίθεση μεταξύ ανδρών και γυναικών την κύρια αντίθεση και μ’ αυτό τον τρόπο δικαίωσαν το διαχωρισμό. Θεώρησαν το φυσικό γεγονός της αναπαραγωγής σαν την αιτία της υποταγής των γυναικών και απέρριψαν τις κοινωνικο-οικονομικές αιτίες για τις κοινωνικές συνθήκες της καταπίεσης, ισχυροποιώντας έτσι το συντηρητικό επιχείρημα ότι οι άνδρες και οι γυναίκες είναι διαφορετικοί από τη φύση τους. Θεώρησαν την φύση των ανδρών και των γυναικών αμετάβλητη. Αγνόησαν τις ταξικές διαφορές μεταξύ των γυναικών και τις ανάγκες και τα προβλήματα των φτωχών γυναικών. Με την προπαγάνδα για τη γυναικεία φύση σαν μη-βίαιη αποθαρρύνουν τις γυναίκες από το να συμμετέχουν στον αγώνα για την ίδια τους την απελευθέρωση αλλά και της κοινωνίας. Παρά τους ισχυρισμούς ότι είναι ριζοσπάστριες προτείνουν εντελώς ρεφορμιστικές λύσεις που δεν μπορούν να προωθήσουν την απελευθέρωση των γυναικών. Αναρχο-φεμινισμός Το φεμινιστικό κίνημα επηρεάστηκε από τον αναρχισμό και οι αναρχικές θεωρούσαν τις ριζοσπάστριες φεμινίστριες πολύ κοντά στις ιδέες τους. Συνεπώς το κομμάτι που αποκαλείται αναρχο-φεμινισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι τμήμα του ριζοσπαστικού φεμινιστικού κινήματος. Οι αναρχικές θεωρούν όλες της μορφές της Κυβέρνησης (του κράτους) απολυταρχικές και την ατομική ιδιοκτησία τυραννική. Οραματίζονταν τη δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς κυβέρνηση και ατομική ιδιοκτησία. Ενώ οι αναρχικές ιδέες του Μπακούνιν, του Κροπότκιν και άλλων κλασσικών αναρχικών ασκούσαν κάποια επιρροή, η διάσημη Αμερικανίδα αναρχική Έμα Γκόλντμαν άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στο φεμινιστικό κίνημα. Η Έμα Γκόλντμαν, Λιθουανή στην καταγωγή, μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1885 και σαν εργάτρια σε διάφορα εργοστάσια ιματισμού ήρθε σε επαφή με τις αναρχικές και τις σοσιαλιστικές ιδέες. Απέκτησε ενεργή δράση, και προώθησε τις αναρχικές ιδέες με ομιλίες και καμπάνιες. Στο σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα οι αναρχικές κυκλοφορούσαν τα κείμενα της Έμα Γκόλντμαν και οι ιδέες της είχαν αντίκτυπο. Οι αναρχοφεμινίστριες συμφωνούν ότι δεν υπάρχει μια εκδοχή τους αναρχισμού, αλλά μέσα στην αναρχική παράδοση έχουν μια κοινή άποψη που αφορά πρώτον την κριτική των υπαρχουσών κοινωνιών, επικεντρώνοντας στις

16


σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας και δεύτερο το όραμα για μια εναλλακτική, ισότιμη, μη απολυταρχική κοινωνία, παράλληλα με απόψεις για το πώς θα μπορούσε να οργανωθεί και τρίτον μια στρατηγική για το πώς θα πάνε από το ένα στο άλλο. Οραματίζονταν μια κοινωνία, στην οποία η ανθρώπινη ελευθερία είναι εξασφαλισμένη, αλλά θεωρούν ότι η ανθρώπινη ελευθερία και η κοινότητα πάνε μαζί. Οι κοινότητες όμως πρέπει να είναι έτσι διαρθρωμένες που να κάνουν την ελευθερία εφικτή. Δεν θα πρέπει να υπάρχει καμιά ιεραρχία ή μορφή εξουσίας. Το όραμα τους διαφέρει από την μαρξιστική και τη φιλελεύθερη παράδοση αλλά είναι πιο κοντά σ’ αυτό για το οποίο αγωνίζονταν οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες και η πρακτική που χρησιμοποιούσαν. Γιατί οι αναρχικές πιστεύουν ότι τα μέσα πρέπει να είναι αντίστοιχα με τους στόχους, η διαδικασία με την οποία πραγματοποιείται η επανάσταση, η διάρθρωση πρέπει να αντανακλούν τη νέα κοινωνία και τις σχέσεις που πρέπει να δημιουργηθούν. Συνεπώς η διαδικασία και η μορφή της οργάνωσης είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Σύμφωνα με τις αναρχικές, η εξουσία και η υποταγή εξαρτώνται από την ιεραρχική κοινωνική διάρθρωση που επιβάλλονται από το κράτος και μέσω του οικονομικού εξαναγκασμού (δηλαδή μέσω του ελέγχου στη φτώχεια κλπ). Η κριτική που ασκούν στην κοινωνία δεν βασίζεται στις τάξεις και στην εκμετάλλευση, είτε στον ταξικό χαρακτήρα του κράτους κλπ, αλλά επικεντρώνονται στην ιεραρχία και στην εξουσία. Το Κράτος υπερασπίζεται και υποστηρίζει αυτή την ιεραρχική διάρθρωση και οι αποφάσεις σε κεντρικό επίπεδο επιβάλλονται σ’ αυτούς που είναι κατώτεροι στην ιεραρχία. Έτσι για αυτές η ιεραρχική κοινωνική διάρθρωση αποτελεί τη ρίζα της εξουσίας και της υποταγής στην κοινωνία. Αυτό οδηγεί και στην ιδεολογική εξουσία , γιατί η άποψη που προωθείται και προπαγανδίζεται είναι η επίσημη άποψη, η άποψη αυτών που κυριαρχούν, για τη διάρθρωση και τις διαδικασίες της. Οι αναρχικές επικρίνουν τις μαρξίστριες γιατί θεωρούν ότι οι επαναστάτες δημιουργούν ιεραρχικές οργανώσεις (το κόμμα) μέσα από τις οποίες θα επιφέρουν τις αλλαγές. Θεωρούν ότι από τη στιγμή που δημιουργείται μια ιεραρχία είναι αδύνατο για τον κόσμο που βρίσκεται στην κορυφή να παραχωρήσεις την εξουσία του. Γι αυτό και θεωρούν εξίσου σημαντική τη διαδικασία μέσω της οποίας θα επέλθει η αλλαγή. «Μέσα σε μια ιεραρχική οργάνωση δεν μπορούμε να μάθουμε να δρούμε με μη-απολυταρχικούς τρόπους. Οι αναρχικές τονίζουν την «προπαγάνδα με έργα», δηλαδή τις παραδειγματικές ενέργειες, που δίνοντας το θετικό παράδειγμα θα ενθαρρύνουν τους άλλους να ακολουθήσουν. Οι αναρχο-φεμινίστριες δίνουν παραδείγματα ομάδων με διάφορες δράσεις με βάση τις κοινότητες όπως ένα ραδιοφωνικό σταθμό ή έναν συνεταιρισμό τροφίμων στις ΗΠΑ όπου εφαρμόστηκαν μη απολυταρχικοί τρόπου λειτουργίας. Έδωσαν μεγάλη σημασία στην δημιουργία μικρών ομάδων χωρίς ιεραρχία και κυριαρχία. Η λειτουργία όμως τέτοιων ομάδων στην πράξη, η κρυμμένη τυραννική ηγεσία (Τζορίν) που δημιουργείται οδήγησε σε πολλές επικρίσεις. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν αφορούσαν την κρυφή ηγεσία, τους «ηγέτες» που επέβαλαν τα ΜΜΕ, η υπερβολική παρουσία των γυναικών από μεσοστρώματα που είχαν άφθονο ελεύθερο χρόνο, η έλλειψη συγκεκριμένων ομάδων εργασίας όπου θα μπορούσαν να συμμετέχουν οι γυναίκες, και η εχθρότητα απέναντι σε γυναίκες που έπαιρναν πρωτοβουλίες ή αναδεικνύονταν σαν ηγετικά στελέχη. Όταν οι κομμουνιστές αναδεικνύουν το ζήτημα ότι το συγκεντρωτικό κράτος που ελέγχεται από τους ιμπεριαλιστές πρέπει να ανατραπεί παραδέχονται ότι οι προσπάθειες τους είναι μικρές και ότι υπάρχει μια ανάγκη συντονισμού και διασύνδεσης με άλλους. Όμως δεν έχουν τη διάθεση να ασχοληθούν με την ανάγκη ύπαρξης μιας κεντρικής επαναστατικής οργάνωσης για την ανατροπή του κράτους. Βασικά θεωρούν ότι το καπιταλιστικό κράτος δεν πρέπει να ανατραπεί αλλά να υπερμεγενθυθεί. («Το πώς προχωράμε ενάντια στην παθολογική κρατική διάρθρωση ίσως ο καλύτερος όρος είναι η υπερμεγένθυση παρά η ανατροπή» από μια αναρχο-φεμινιστική διακήρυξη – Σίρεν 1971). Από την ανάλυση τους είναι φανερό ότι διαφέρουν σημαντικά από την επαναστατική προοπτική. Δεν θεωρούν την ανατροπή του αστικού/ιμπεριαλιστικού κράτους σαν κεντρικό ζήτημα και προτιμούν να ξοδεύουν την ενέργεια τους στη δημιουργία μικρών ομάδων με συνεταιριστική δράση. Στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι αυταπάτη να θεωρείται ότι τέτοιες δραστηριότητες μπορεί να απλωθούν και να αναπτυχθούν και σταδιακά να αγκαλιάσουν ολόκληρη την κοινωνία. Θα είναι απλά ανεκτές σε μια κοινωνία όπου παράγεται μεγάλη υπεραξία όπως οι ΗΠΑ σαν κάτι παράδοξο, σαν κάτι εξωτικό. Τέτοιες ομάδες έχουν την τάση να ενσωματώνονται από το σύστημα μ’ αυτό τον τρόπο. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες βρήκαν αυτές τις ιδέες κατάλληλες για τις απόψεις τους και

17


επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις αναρχικές ιδέες σχετικά με την οργάνωση. Είτε υπήρξε μια σύγκλιση των αναρχικών απόψεων για την οργάνωση και των ριζοσπαστριών φεμινιστριών. Μια άλλη πλευρά των αναρχο-φεμινιστικών ιδεών είναι το ενδιαφέρον για την οικολογία και βρίσκουμε ότι και ο οικο-φεμινισμός αναπτύχθηκε από τις αναρχο-φεμινιστικές απόψεις. Καθώς οι αναρχικοί στις Δυτικές χώρες δραστηριοποιούνται σε περιβαλλοντολογικά ζητήματα. Οικο-φεμινισμός Και ο οικο-φεμινισμός είχε στενούς δεσμούς με τον πολιτισμικό φεμινισμό, παρόλο που οι ίδιες οι οικοφεμινίστριες διαχωρίζονται μεταξύ τους. Οι πολιτισμικές φεμινίστριες όπως η Μαίρη Ντάλι υιοθετούν στα κείμενα τους μια άποψη που βρίσκεται κοντά στην οικο-φεμινιστική λογική. Η Ινέστρα Κινγκ, η Βαντάνα Σίβα και η Μαρία Μάιες είναι μερικές από τις γνωστές οικο-φεμινίστριες. Οι πολιτισμικές φεμινίστριες εξυμνούσαν την ταύτιση των γυναικών με τη φύση στην τέχνη, την ποίηση, τη μουσική και τα κοινόβια. Ταυτίζουν τις γυναίκες και τη φύση ενάντια στην (ανδρική) κουλτούρα. Έτσι για παράδειγμα είναι ενεργές αντι-μιλιταρίστριες. Κατηγορούν τους άνδρες για τους πολέμους και τονίζουν ότι υπάρχει αρσενική προδιάθεση που αψηφάει το θάνατο. Οι οικο-φεμινίστριες αναγνωρίζουν ότι οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες έχουν δώσει βάρος στις οικονομικές και ταξικές πλευρές της καταπίεσης των γυναικών αλλά τις κατακρίνουν γιατί αγνοούν το ζήτημα της κυριαρχίας της φύσης. Ο φεμινισμός και η οικολογία είναι ο ξεσηκωμός της φύσης ενάντια στην ανθρώπινη κυριαρχία. Απαιτούν να ξανασκεφτούμε τη σχέση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στην υπόλοιπη φύση, μαζί με τους εαυτούς μας. Στον οικο-φεμινισμό η φύση είναι η κεντρική κατηγορία της ανάλυσης – η αλληλοσυσχετισμένη κυριαρχία της φύσης – της ψυχής, της σεξουαλικότητας, της ανθρώπινης και της μη-ανθρώπινης καταπίεσης, και την κρίσιμη ιστορική θέση των γυναικών σε αυτά. Αυτό είναι το αρχικό σημείο για τον οικο-φεμινισμό σύμφωνα με την Ινέστρα Κινγκ. Θεωρεί ότι στην πράξη έχει φανεί ότι οι γυναίκες βρέθηκαν στο προσκήνιο των αγώνων για την προστασία της φύσης – το παράδειγμα του Τσίπκο αντολάν (αγώνας) όπου οι χωρικές κρεμάστηκαν στα δέντρα για να εμποδίσουν τους εργολάβους να κόψουν τα δέντρα στο Τέχρι Γκαρβάλ αποτελεί απόδειξη. Υπάρχουν πολλά ρεύματα στον οικο-φεμινισμό. Ο πνευματικός οικο-φεμινισμός που θεωρεί την πνευματικότητα του τόσο εγκόσμια και πιστεύει την ενεργή παρέμβαση για την αποτροπή των καταστροφικών πρακτικών. Η διχοτομία φύση και κουλτούρα πρέπει να λυθεί και να αναδειχθεί η ολότητα μας με τη φύση. Αν δεν ζήσουμε πιο απλά, κάποιοι από μας δεν θα μπορέσουν να ζήσουν καθόλου. Θεωρούν ότι υπάρχει χώρος και για τους άνδρες σ’ αυτό το κίνημα για τη σωτηρία της γης. Υπάρχει ένα ρεύμα στον οικο-φεμινισμό που είναι ενάντια στο να δίνεται βάρος στη σύνδεση μεταξύ γυναικών και φύσης. Θεωρούν ότι οι γυναίκες πρέπει να ελαχιστοποιήσουν την κοινωνικά συγκροτημένη και ιδεολογικά ενισχυμένη ειδική σύνδεση με τη φύση. Ο σημερινός διαχωρισμός του κόσμου σε αρσενικό και θηλυκό (κουλτούρα και φύση) και η άποψη ότι οι άνδρες είναι για την οικοδόμηση της κουλτούρας και οι γυναίκες για τη φύση (εγκυμοσύνη και ανατροφή παιδιών) πρέπει να εξαλειφθεί και να τονιστεί η ολότητα. Οι άνδρες πρέπει να φέρουν την κουλτούρα στη φύση και οι γυναίκες να πάνε την φύση στην κουλτούρα. Αυτή η τάση αποκαλείται κοινωνικός συγκροτητικός οικο-φεμινισμός. Διανοητές όπως η Γουόρεν θεωρούν λάθος τη σύνδεση των γυναικών με τη φύση γιατί και οι άνδρες και οι γυναίκες είναι το ίδιο (φυσικοί και πολιτισμικοί), έχουν την ίδια σχέση με τη φύση και τον πολιτισμό. Η Μάιες και η Σίβα συνδυάζουν απόψεις από τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες (ο ρόλος της καπιταλιστικής πατριαρχίας) με απόψεις της τάσης του παγκόσμιου φεμινισμού που θεωρεί ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη σχέση με τη φύση στην καθημερινότητα τους και από τον μεταμοντερνισμό που κατακρίνει την καπιταλιστική τάση να ομογενοποιεί την κουλτούρα στον κόσμο. Θεωρούσαν ότι οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο είχαν αρκετές ομοιότητες για να αγωνιστούν ενάντια στην καπιταλιστική πατριαρχία και την καταστροφή που σπέρνει. Με παραδείγματα αγώνων γυναικών ενάντια στην οικολογική καταστροφή από βιομηχανικά ή στρατιωτικά συμφέροντα για τη διατήρηση της βάσης της ζωής καταλήγουν στο ότι οι γυναίκες θα είναι στην πρώτη γραμμή των αγώνων για την προστασία του περιβάλλοντος. Υπερασπίζονται μια προοπτική αυτοκατανάλωσης όπου οι άνθρωποι δεν

18


πρέπει να παράγουν περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες και ότι πρέπει να χρησιμοποιούν τη φύση όσο χρειάζεται, όχι για να βγάλουν χρήματα αλλά για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της κοινότητας. Οι άνδρες και οι γυναίκες πρέπει να καλλιεργούν τις παραδοσιακές γυναικείες αξίες (φροντίδα, συμπόνια κλπ) και να ασχοληθούν με την παραγωγή της αυτοκατανάλωσης, γιατί μόνο μια τέτοια κοινωνία μπορεί να «καταφέρει να ζήσει σε αρμονία με τη φύση και να υπερασπιστεί την ειρήνη μεταξύ των χωρών, των γενεών, των ανδρών και των γυναικών». Ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες είναι μη-βίαιες από τη φύση. Θεωρούνται οικο-φεμινίστριες του μετασχηματισμού. Η θεωρητική όμως βάση των επιχειρημάτων της Βαντάνα Σίβα υπέρ μιας γεωργίας αυτοκατανάλωσης είναι στην ουσία αντιδραστική. Ασκεί δριμεία κριτική στην πράσινη επανάσταση και την επιρροή της συνολικά αλλά από την σκοπιά ότι πρόκειται για μια μορφή «δυτικής πατριαρχικής βίας» κατά των γυναικών και της φύσης. Αντιπαραθέτει την πατριαρχική, δυτική επιστήμη/ορθολογισμό με τη μη-δυτική σοφία. Οι ιμπεριαλιστές χρησιμοποιούν την εξέλιξη στην αγρο-επιστήμη για να αναγκάσουν την αγροτιά να αυξήσει την παραγωγή της (για να αποφύγουν την Κόκκινη επανάσταση) και να εξαρτώνται από την αγορά των πολυεθνικών για αγροτικά εισαγόμενα προϊόντα όπως οι σπόροι, τα λιπάσματα και τα παρασιτοκτόνα. Η Σίβα όμως απορρίπτει πλήρως την αγρο-επιστήμη και υπερασπίζεται άκριτα τις παραδοσιακές πρακτικές. Ισχυρίζεται ότι η παραδοσιακή Ινδική κουλτούρα με τη διαλεκτική ενότητα ων Πουρούσα και Πρακρίτι υπερείχε του Δυτικού φιλοσοφικού δυϊσμού, του άνδρα και της φύσης, του άνδρα και της κουλτούρας κλπ. Για αυτό και ισχυρίζεται ότι σ’ αυτό τον πολιτισμό όπου η παραγωγή ήταν για την αυτοκατανάλωση, για την ικανοποίηση των βασικών, ζωτικών αναγκών του κόσμου, οι γυναίκες ήταν στενά δεμένες με τη φύση. Η πράσινη επανάσταση έσπασε αυτό το δεσμό μεταξύ γυναικών και φύσης. Στην πραγματικότητα αυτό που εξυμνεί η Σίβα είναι η μικρή, προ-καπιταλιστική, αγροτική οικονομία με τις φεουδαρχικές δομές και τις ακραίες ανισότητες. Σ’ αυτή την οικονομία οι γυναίκες δούλευαν σκληρά για πολλές ώρες χωρίς καμιά αναγνώριση της δουλειάς τους. Ούτε και συνυπολογίζει την κατάσταση των Νταλίτ και των γυναικών από άλλες κατώτερες κάστες που μοχθούσαν στα χωριά και στα σπίτια των μεγαλοτσιφλικάδων εκείνης της περιόδου, που τις κακομεταχειρίζονταν, τις εκμεταλλεύονταν σεξουαλικά και τις περισσότερες φορές δεν τις πλήρωναν. Επιπλέον η αυτοκατανάλωση δεν βασιζόταν στον όρο αρκετά για όλους. Στην πραγματικότητα οι γυναίκες στερούνταν ακόμη και τα στοιχειώδη σ’ αυτήν την εξυμνούμενη προ-καπιταλιστική περίοδο. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα στα μέσα παραγωγής ούτε και ήταν ανεξάρτητες. Αυτή η έλλειψη ανεξαρτησίας ερμηνεύεται από τη Σίβα και την Μάιες σαν χαρακτηριστικό των γυναικών του τρίτου κόσμου, δηλαδή η απόρριψη της αυτοδιάθεσης και της αυτονομίας γιατί εκτιμούν τους δεσμούς τους με την κοινότητα. Αυτό που οι γυναίκες εκτιμούν σαν δομές στήριξης όταν δεν έχουν πράγματι καμιά εναλλακτική λύση, προβάλλεται σαν συνειδητή απόρριψη της αυτοδιάθεσης από τη Σϊβα. Ουσιαστικά υπερασπίζονται την πατριαρχική προ-καπιταλιστική οικονομία της αυτοκατανάλωσης στο όνομα του οικο-φεμινισμού και στο όνομα της αντίθεσης με τη δυτική επιστήμη και τεχνολογία. Έχει δημιουργηθεί μια ψεύτικη διχοτομία ανάμεσα στην επιστήμη και την τεχνολογία και την παράδοση. Αποτελεί μια μορφή του κουλτουραλισμού ή του μετά-μοντερνισμού που ασχολείται με την υπεράσπιση της παραδοσιακής πατριαρχικής κουλτούρας των χωρών του τρίτου κόσμου και αντιτίθενται στην εξέλιξη των βασικών μαζών στο όνομα της επίθεσης ενάντια στο παράδειγμα ανάπτυξης του καπιταλισμού. Είμαστε αντίθετοι στην καταστροφική και αδιάκριτη προώθηση της αγρο-τεχνολογίας από τις άπληστες για κέρδη, ιμπεριαλιστικές αγρο-επιχειρήσεις (μαζί και τα μεταλλαγμένα κλπ). Δεν είμαστε όμως εναντίον της εφαρμογής της επιστήμης και της αγρο-τεχνολογίας για τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγής. Κάτω από τις σημερινές ταξικές σχέσεις και η επιστήμη υπηρετεί τους ιμπεριαλιστές αλλά αυτό δεν θα ισχύει σε μια δημοκρατική εξουσία. Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε τα θετικά της παράδοσης μας αλλά το να την εξυμνούμε συνολικά είναι αντιλαϊκό. Οι οικο-φεμινίστριες εξιδανίκευσαν τη σχέση των γυναικών με τη φύση και δεν έχουν ταξική προοπτική. Οι γυναίκες από τις ανώτερες τάξεις, είτε στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είτε στις καθυστερημένες όπως η Ινδία δύσκολα δείχνουν οποιαδήποτε ευαισθησία για τη φύση, όντας απορροφημένες από την παγκόσμια καταναλωτική κουλτούρα που προωθείται από τους ιμπεριαλιστές. Δεν σκέφτονται ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα εκμετάλλευσης. Δεν έδειξαν καμιά προθυμία να αλλάξουν τα προνόμια και τον βασικό τρόπο ζωής τους ώστε να μειωθεί η καταστροφή του περιβάλλοντος. Για τις αγρότισσες, η οικολογική καταστροφή έχει οδηγήσει σε ανείπωτες δυσκολίες στην καθημερινότητα τους και

19


στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν καύσιμα, νερό και τροφή για τα ζώα. Οι εκτοπίσεις για να πάρουν τα δάση και τη γη τους για μεγάλα έργα τις επηρεάζει επίσης αρνητικά. Γι αυτό και αυτές οι πλευρές μπορούν και έχουν γίνει σημεία συσπείρωσης για την κινητοποίησης τους σε αγώνες. Όμως από αυτό δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι οι γυναίκες όντας εναντίον των ανδρών έχουν μια «φυσική» τάση να προστατέψουν τη φύση. Ο αγώνας ενάντια στο μονοπωλιακό καπιταλισμό που καταστρέφει αδιάκοπα τη φύση, είναι ένας πολιτικός αγώνας, ένα λαϊκό ζήτημα όπου ο λαός συνολικά, άνδρες και γυναίκες πρέπει να συμμετέχουν. Και παρόλο που οι οικο-φεμινίστριες παραθέτουν τον αγώνα Τσίπκο, στην πραγματικότητα υπάρχουν τόσοι πολλοί αγώνες στη χώρα μας όπου και άνδρες και γυναίκες έχουν ξεσηκωθεί για ζητήματα που μπορούν να θεωρηθούν οικολογικά αλλά και για τα δικαιώματα τους. Ο ξεσηκωμός στη Ναρμάντα, οι εξεγέρσεις των χωρικών στην Ορίσα ενάντια σε μεγάλα εξορυκτικά έργα και ενάντια στην κατασκευή πυρηνικών πυραύλων ή οι αγώνες των φυλών στο Μπαστάρ και το Τζαρκάντ ενάντια στην καταστροφή των δασών λόγω των μεγάλων έργων χαλυβουργίας είναι κάποια παραδείγματα. Σοσιαλιστικός Φεμινισμός Οι σοσιαλίστριες ή Μαρξίστριες που δρούσαν μέσα στο νέο αριστερό, αντιπολεμικό (κατά του πολέμου του Βιετνάμ) φοιτητικό κίνημα στη δεκαετία του ’60 συμμετείχαν και στο γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα όταν εμφανίστηκε. Επηρεασμένες από τα επιχειρήματα που αναδείχτηκαν μέσα στο κίνημα έθεσαν ζητήματα για τον ρόλο τους μέσα στο πλατύ δημοκρατικό κίνημα και η ανάλυση τους για το γυναικείο ζήτημα τέθηκε από τη Νέα Αριστερά (ουσιαστικά πρόκειται για μια Τροτσκιστική ρεβιζιονιστική αριστερή τάση που κατέκρινε τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα), της οποίας αποτελούσαν τμήμα. Παρόλο που ασκούσαν κριτική στους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές γιατί αγνοούσαν το γυναικείο ζήτημα, σε αντίθεση με τη ριζοσπαστική φεμινιστική τάση, δεν διαχωρίστηκαν από το σοσιαλιστικό κίνημα αλλά συγκέντρωσαν τις προσπάθειες τους στον συνδυασμό του Μαρξισμού με τις ριζοσπαστικές φεμινιστικές ιδέες. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα απόψεων και σ’ αυτές. Στην μια άκρη αυτού του φάσματος υπάρχει ένα κομμάτι που αποκαλείται Μαρξίστριες φεμινίστριες και διαφοροποιούνται από τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες γιατί είναι πιο προσκολημμένες στα κείμενα του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν και επικεντρώνουν την ανάλυση τους στην εκμετάλλευση των γυναικών μέσα στην καπιταλιστική πολιτική οικονομία. Από τη άλλη υπάρχουν κι εκείνες που έδωσαν βάρος στο πως δημιουργήθηκε η ταυτότητα του γένους μέσα από την πρακτική της ανατροφής των παιδιών. Έδωσαν βάρος στις ψυχολογικές διαδικασίες και έχουν επηρεαστεί από τον Φρόιντ. Αποκαλούνται και φεμινίστριες της ψυχανάλυσης. Ο όρος φεμινίστρια χρησιμοποιείται από όλες. Κάποιες φεμινίστριες που ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μελέτη και την πολιτική δράση από τη σκοπιά του Μαρξισμού αυτοαποκαλούνται Μαρξίστριες φεμινίστριες για να τονίσουν και τις διαφορές τους από τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες αλλά και την σοβαρότητα τους σε σχέση με το γυναικείο κίνημα. Οι Μαρξίστριες φεμινίστριες όπως η Μαρία-Ρόζα Ντάλα Κόστα και άλλες ίδρυσαν μια φεμινιστική ομάδα στην Ιταλία και έκαναν μια θεωρητική ανάλυση της δουλειάς του σπιτιού μέσα στον καπιταλισμό. Η Ντάλα Κόστα ισχυριζόταν με λεπτομέρειες ότι μέσω της οικιακής δουλειάς οι γυναίκες αναπαράγουν τον εργάτη, ένα εμπόρευμα δηλαδή. Γι αυτό και θεωρούν ότι είναι να λάθος να θεωρείται ότι μόνο χρηστικές αξίες παράγονται από την οικιακή εργασία. Η οικιακή εργασία παράγει και ανταλλάξιμες αξίες – την εργατική δύναμη. Όταν τέθηκε το αίτημα για μισθό για την οικιακή εργασία η Ντάλα Κόστα το υποστήριξε σαν μια κίνηση τακτικής για να γίνει κατανοητή από την κοινωνία η αξία της οικιακής εργασίας. Παρόλο που δεν συμφωνούν ότι η οικιακή εργασία δημιουργεί υπεραξία και υποστήριξαν το αίτημα για μισθό για την οικιακή εργασία εντούτοις η ανάλυση τους ήταν η αιτία για συζητήσεις στους φεμινιστικούς και μαρξιστικούς κύκλους στον κόσμο και οδήγησε στην καλύτερη κατανόηση για το πώς η οικιακή εργασία υπηρετεί το κεφάλαιο. Οι περισσότερες σοσιαλίστριες φεμινίστριες άσκησαν κριτική σ’ αυτό το αίτημα αλλά αποτέλεσε θέμα μεγάλης συζήτησης. Αρχικά το ζήτημα της οικιακής εργασίας (στις αρχές της δεκαετίας του ’70) ήταν σημαντικό κομμάτι των συζητήσεων τους αλλά μέχρι τη δεκαετία του ’80 έγινε φανερό ότι μια μεγάλη μερίδα γυναικών είτε εργάζονταν έξω από το σπίτι είτε για κάποιο διάστημα είχαν εργαστεί εκτός σπιτιού. Στη αρχές της δεκαετίας το ’80 το 45% του συνολικού εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ ήταν γυναίκες. Τότε το ενδιαφέρον της μελέτης τους εστιάστηκε στις εργασιακές συνθήκες των εργαζομένων γυναικών στις χώρες

20


τους. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες ανάλυσαν το πώς οι γυναίκες στις ΗΠΑ βίωναν τους διαχωρισμούς εναντίον τους στη δουλειά και τους μισθούς. Ο έμφυλος διαχωρισμός στις δουλειές (η συγκέντρωση των γυναικών σε συγκεκριμένα είδη εργασίας όπου ο μισθός είναι χαμηλός) τεκμηριώθηκε λεπτομερειακά. Αυτές οι μελέτες ήταν χρήσιμες στην αποκάλυψη της πατριαρχικής φύσης του καπιταλισμού. Όμως για τον σκοπό αυτού του άρθρου, θα μας απασχολήσει μόνο η θεωρητική τοποθέτηση τους σε σχέση με την καταπίεση των γυναικών και τον καπιταλισμό. Θα παρουσιάσουμε τη θέση της Χάιντι Χάρτμαν σε ένα άρθρο που κυκλοφόρησε και συζητήθηκε πολύ, «Ο δυστυχισμένος γάμος του Μαρξισμού με τον φεμινισμό: Προς μια πιο προοδευτική ένωση» για να γίνει κατανοητή η βασική θέση των σοσιαλιστριών φεμινιστριών. Σύμφωνα με τη Χάιντι Χάρτμαν ο Μαρξισμός και ο φεμινισμός είναι δυο διαφορετικά είδη συστήματος ανάλυσης που παντρεύτηκαν αλλά ο γάμος τους δεν είναι ευτυχισμένος γιατί μόνο ο Μαρξισμός κυριαρχεί με την αναλυτική δύναμη να αναλύει τον καπιταλισμό. Θεωρεί ότι ενώ ο Μαρξισμός παρέχει μια ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης και του κεφαλαίου δεν έχει αναλύσει τις σχέσεις ανδρών και γυναικών. Λέει ότι και οι σχέσεις ανδρών και γυναικών καθορίζονται από ένα σύστημα που είναι η πατριαρχία το οποίο ανέλυσαν οι φεμινίστριες, και η ιστορική υλιστική ανάλυση του Μαρξισμού και της πατριαρχίας σαν ιστορική και κοινωνική διάρθρωση είναι απαραίτητα για να κατανοήσουμε την εξέλιξη της δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας και τη θέση των γυναικών σ’ αυτή για να καταλάβουμε πως δημιουργήθηκαν οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών και το πώς η πατριαρχία διαμόρφωσε την πορεία του καπιταλισμού. Επικρίνει τον Μαρξισμό για το γυναικείο ζήτημα. Ο Μαρξισμός ασχολήθηκε με αυτό μόνο σε σχέση με το οικονομικό σύστημα. Οι γυναίκες θεωρούνται εργαζόμενες και ο Ένγκελς πίστευε ότι ο σεξουαλικός καταμερισμός της εργασίας θα ανατρεπόταν αν οι γυναίκες έμπαιναν στην παραγωγή και όλες οι πλευρές της ζωής των γυναικών θεωρούνται μόνο σε σχέση με το πώς διαιωνιζόταν το καπιταλιστικό σύστημα. Ακόμη και η μελέτη για την οικιακή εργασία ασχολήθηκε με τη σχέση των γυναικών με το κεφάλαιο αλλά όχι με τους άνδρες. Παρόλο που οι μαρξιστές γνωρίζουν τα βάσανα των γυναικών τονίζουν ότι οι πηγές της καταπίεσης των γυναικών είναι η ατομική ιδιοκτησία και το κεφάλαιο. Θεωρεί όμως ότι οι πρώτοι μαρξιστές δεν κατάφεραν να συνυπολογίσουν την διαφορά στην εμπειρία ανδρών και γυναικών σχετικά με τον καπιταλισμό και θεώρησαν την πατριαρχία κατάλοιπο της προηγούμενης περιόδου. Το κεφάλαιο και η ατομική ιδιοκτησία δεν καταπιέζουν τις γυναίκες σαν γυναίκες γι αυτό και η κατάργηση τους δεν βάζει τέλος στην καταπίεση των γυναικών. Ο Ένγκελς και άλλοι μαρξιστές δεν αναλύουν σωστά την εργασία της γυναίκας στην οικογένεια. Αναρωτιέται ποιος κερδίζει από την δουλειά της στο σπίτι. Όχι μόνο οι καπιταλιστές αλλά και οι άνδρες κερδίζουν. Μια υλιστική προσέγγιση δεν θα έπρεπε να αγνοεί αυτό το κρίσιμο σημείο. Συνεπάγεται ότι οι άνδρες έχουν υλικό συμφέρον στη διατήρηση της κατώτερης θέση των γυναικών. Επιπλέον υποστηρίζει ότι παρόλο που ο μαρξισμός μας βοηθά να καταλάβουμε τη διάρθρωση της καπιταλιστικής παραγωγής, η διάρθρωση σε σχέση με την απασχόληση και η κυρίαρχη ιδεολογία και οι απόψεις όπως εφεδρικός στρατός, μισθωτός εργαζόμενος και τάξη είναι τυφλές σε σχέση με τα γένη γιατί δεν ανέφεραν καθόλου ποιος θα αναπληρώσει αυτό το κενό, δηλαδή ποιος θα είναι ο μισθωτός εργαζόμενος, ο εφεδρικός στρατός. Για τον καπιταλισμό οποιοσδήποτε, άσχετα με γένος, φυλή ή εθνικότητα μπορεί να συμπληρώσει αυτό το κενό. Κι εκεί είναι το αδύνατο σημείο για το γυναικείο κίνημα. Κάποιες φεμινίστριες ανέλυσαν τη γυναικεία δουλειά χρησιμοποιώντας την μαρξιστική μεθοδολογία αλλά και προσαρμόζοντας την. Η Τζούλιετ Μίτσελ για παράδειγμα ανέλυσε τη γυναικεία εργασία στην αγορά, τα υπόλοιπα τα θεωρεί ιδεολογικά ζητήματα. Για τη Μίτσελ η πατριαρχία λειτουργεί στο πεδίο της αναπαραγωγής, της σεξουαλικότητας και της ανατροφής των παιδιών. Έκανε μια ψυχαναλυτική μελέτη για το πώς διαμορφώνονται η έμφυλη προσωπικότητα για τους άνδρες και τις γυναίκες. Η Μίτσελ θεωρεί ότι αντιμετωπίσουμε δυο αυτόνομα πεδία: την οικονομική μέθοδο του καπιταλισμού και την ιδεολογική της πατριαρχίας…» Η Χάρτμαν διαφωνεί με την Μίτσελ γιατί θεωρεί την πατριαρχία μόνο ιδεολογική μέθοδο και δεν της αποδίδει υλική βάση. Θεωρεί ότι η υλική βάση της πατριαρχίας είναι ο έλεγχος των ανδρών πάνω στη γυναικεία εργατική δύναμη. Την ελέγχουν με το να αρνούνται στις γυναίκες την πρόσβαση στους κοινωνικούς παραγωγικούς πόρους ( με το να τις αρνούνται μια δουλειά με μισθό που να καλύπτει το κόστος ζωής) και περιορίζοντας την σεξουαλικότητα της. Θεωρεί ότι αυτός ο έλεγχος λειτουργεί όχι μόνο μέσα στην

21


οικογένεια αλλά και έξω στους χώρους δουλειάς. στο σπίτι υπηρετεί τον σύζυγο και στη δουλειά το αφεντικό. Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι η Χάρτμαν δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ των ανδρών της άρχουσας τάξης και των υπολοίπων ανδρών. Η Χάρτμαν κατέληξε στο ότι δεν υπάρχει σκέτη πατριαρχία και σκέτος καπιταλισμός. Η παραγωγή και η αναπαραγωγή συνδυάζονται σαν σύνολο στην κοινωνία, στον τρόπο που είναι οργανωμένη και γι αυτό έχουμε αυτό που αποκαλεί πατριαρχικό καπιταλισμό. Θεωρεί ότι υπάρχει μια ισχυρή σχέση μεταξύ πατριαρχίας και καπιταλισμού. Πιστεύει ότι ο Μαρξισμός υποτίμησε την ισχύ και την ευελιξία της πατριαρχίας και υπερεκτίμησε τη δύναμη του κεφαλαίου. Η πατριαρχία έχει προσαρμοστεί και ο καπιταλισμός είναι ευέλικτος όταν αντιμετωπίζει παλιότερους τρόπους παραγωγής και τους προσαρμόζει ώστε να ταιριάζουν με τις ανάγκες τους για συσσώρευση κεφαλαίου. Ο ρόλος των γυναικών στην αγορά εργασίας, δουλειά της στο σπίτι καθορίζονται από τον σεξουαλικό καταμερισμό και ο καπιταλισμός τα χρησιμοποιεί για να φέρεται στις γυναίκες σαν εργαζόμενες β΄ κατηγορίας και να διασπά την εργατική τάξη. Κάποιες άλλες σοσιαλίστριες φεμινίστριες δεν συμφωνούν με την τοποθέτηση της Χάρτμαν ότι υπάρχουν δυο αυτόνομα συστήματα που λειτουργούν, πρώτον ο καπιταλισμός στο πεδίο της παραγωγής και δεύτερον η πατριαρχία στο πεδίο της αναπαραγωγής και της ιδεολογίας και την αποκαλούν θεωρία του διπλού συστήματος. Η Άιρις Γιανγκ για παράδειγμα πιστεύει ότι το διπλό σύστημα της Χάρτμαν που κάνει την πατριαρχία ένα είδος οικουμενικού φαινομένου που υπάρχει πριν από τον καπιταλισμό και σε κάθε γνωστή κοινωνία, είναι ανιστόρητο και τείνει σε πολιτισμικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις. Η ΄Αιρις Γιανγκ και κάποιες άλλες σοσιαλίστριες φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι υπάρχει μόνο ένα σύστημα, η καπιταλιστική πατριαρχία. Η Γιανγκ θεωρεί ότι η αντίληψη που μπορεί να βοηθήσει στην ανάλυση του ξεκάθαρα δεν είναι η ταξική γιατί δεν το αντιμετωπίζει από την άποψη του γένους, αλλά από την σκοπιά του καταμερισμού της εργασίας. Ισχυρίζεται ότι ο έμφυλος καταμερισμός της εργασίας είναι κεντρικός, θεμελιώδης στη διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής. Από τις πιο σημαντικές σοσιαλίστριες φεμινίστριες πρόσφατα είναι η Μαρία Μάιες (που μετεξελίχθηκε σε οικο-φεμινίστρια) η οποία δίνει βάρος στον καταμερισμό της εργασίας. «Ο ιεραρχικός καταμερισμός της εργασίας μεταξύ γυναικών και ανδρών και η δυναμική του μορφή είναι αναπόσπαστο κομμάτι των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, για παράδειγμα οι ταξικές σχέσεις μιας συγκεκριμένης εποχής και κοινωνίας και των ευρύτερων εθνικών και διεθνών καταμερισμών εργασίας». Θεωρεί ότι μια υλιστική εξήγηση απαιτεί να αναλύσουμε τη φύση της αλληλεπίδρασης ανδρών, γυναικών και φύσης και μέσα από αυτό να συγκροτήσουν την ανθρώπινη ή κοινωνική τους φύση. Σ’ αυτό το πλαίσιο ασκεί κριτική στον Ένγκελς γιατί δεν συνυπολόγισε αυτή την πλευρά. Η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα προσδιορίζονται σε κάθε ιστορική εποχή διαφορετικά. Έτσι σε παλιότερες όπως αποκαλεί μητριαρχικές κοινωνίες οι γυναίκες ήταν σημαντικές γιατί ήταν παραγωγικές – ήταν ενεργοί παραγωγοί της ζωής. Κάτω από τις συνθήκες του καπιταλισμού αυτό άλλαξε και έγιναν νοικοκυρές, χωρίς καμιά δημιουργική και παραγωγική ποιότητα. Οι γυναίκες σαν παραγωγοί παιδιών και γάλακτος, σαν συλλέκτες και καλλιεργήτριες είχαν μια σχέση με τη φύση που διέφερε από αυτή των ανδρών. Οι άνδρες σχετίζονταν με την φύση μέσω των εργαλείων. Η ανδρική υπεροχή προήλθε όχι από την ανώτερη οικονομική συνεισφορά τους αλλά από το γεγονός ότι ανακάλυψαν καταστρεπτικά εργαλεία μέσω των οποίων έλεγχαν τις γυναίκες, τη φύση και τους άλλους άνδρες. Επιπλέον προσθέτει ότι οι πατριαρχικές σχέσεις καθιερώθηκαν στην κτηνοτροφική κοινωνία. Οι άνδρες έμαθαν το ρόλο του αρσενικού στο ζευγάρωμα. Το μονοπώλιο τους στα όπλα και η γνώση του ανδρικού ρόλου στην αναπαραγωγή οδήγησε σε αλλαγές στον καταμερισμό εργασίας. Οι γυναίκες δεν ήταν πλέον σημαντικές σαν συλλέκτες τροφής ή σαν παραγωγοί, αλλά ο ρόλος τους ήταν να κάνουν και να μεγαλώνουν παιδιά. Έτσι καταλήγει στο ότι «μπορούμε να αποδώσουμε τον ασύμμετρο καταμερισμό εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών σ’ αυτόν τον αρπακτικό τρόπο παραγωγής, ή μάλλον την ιδιοποίηση που βασίζεται στο ανδρικό μονοπώλιο πάνω στα μέσα εξαναγκασμού, όπως τα όπλα και η ωμή βία μέσω των οποίων δημιουργήθηκαν και διατηρήθηκαν οι μόνιμες σχέσεις της εκμετάλλευσης και κυριαρχίας μεταξύ των φύλων». Ο ρόλος της οικογένειας, του κράτους και της θρησκείας ήταν πολύ σημαντικός στην στήριξη τους. Παρόλο που η Μάιες λέει ότι πρέπει να απορρίψουμε τον βιολογικό ντετερμινισμό, η ίδια τείνει προς αυτόν. Πολλές από τις προτάσεις τους για κοινωνική αλλαγή, όπως αυτές των ριζοσπαστριών φεμινιστριών προσανατολίζονται προς τον μετασχηματισμό των σχέσεων μεταξύ γυναικών και ανδρών και την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών. Θεωρεί ότι το κεντρικό ενδιαφέρον των σοσιαλιστριών φεμινιστριών είναι η

22


ελευθερία σε σχέση με την αναπαραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες θα πρέπει να μπορούν να ελέγχουν το αν και το πότε θα κάνουν παιδιά. Η ελευθερία της αναπαραγωγής περιλαμβάνει μέτρα για τον έλεγχο ασφαλών τοκετών, το δικαίωμα στην έκτρωση, κέντρων ημερήσιας φροντίδας, αξιοπρεπή μισθό για την φροντίδα των παιδιών, περίθαλψη και στέγαση. Επίσης συμπεριλαμβάνει ελευθερία της σεξουαλικής επιλογής, δηλαδή το δικαίωμα να κάνουν παιδιά εκτός των κοινωνικο-πολιτισμικών προτύπων όπου τα παιδιά μπορούν να μεγαλώσουν σε μια οικογένεια που θα αποτελείται από έναν άνδρα και μια γυναίκα. Οι γυναίκες που είναι εκτός τέτοιων σχέσεων θα πρέπει να μπορούν να κάνουν και να μεγαλώνουν παιδιά. Και το μεγάλωμα των παιδιών μακροπρόθεσμα πρέπει να μετατραπεί από υποχρέωση των γυναικών σε υποχρέωση και των ανδρών και των γυναικών. Οι γυναίκες δεν θα πρέπει να υποφέρουν είτε γιατί δεν μπορούν να κάνουν παιδιά είτε λόγω της υποχρεωτικής μητρότητας. Όμως αναγνωρίζουν ότι για να εξασφαλιστούν τα παραπάνω, η μισθοδοτική διάρθρωση της κοινωνίας πρέπει να αλλάξει, το ίδιο και ο ρόλος των γυναικών, όπως επίσης ότι πρέπει να μπει τέλος στην υποχρεωτική ετεροσεξουαλικότητα και η φροντίδα των παιδιών πρέπει να γίνει μια συλλογική επιχείρηση και όλα αυτά είναι αδύνατα στο καπιταλιστικό σύστημα. Όχι μόνο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πρέπει να μετασχηματιστεί, αλλά πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος της τεκνοποίησης. Ένα σημαντικό βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα είναι και της Γκέρντα Λέρνερ. Στο βιβλίο της «Η δημιουργία της Πατριαρχίας», προχωράει σε μια λεπτομερειακή επεξήγηση της προέλευσης της πατριαρχίας. Ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία που δεν είναι μια στιγμή στην ιστορία και λόγω μόνο μιας αιτίας, αλλά μια διαδικασία που συνεχίστηκε για 2.500 χρόνια, από το 3.100 π.Χ. μέχρι το 600 π.Χ. Δηλώνει ότι ο Ένγκελς στο πρωτοποριακό του έργο συνέβαλε σημαντικά στην κατανόηση μας για την θέση των γυναικών στην κοινωνία και την ιστορία. Προσδιόρισε τα μεγάλα θεωρητικά ζητήματα για τα επόμενα εκατό χρόνια. Έκανε προτάσεις σχετικά με την ιστορικότητα της υποταγής των γυναικών αλλά δεν κατάφερε να δώσει υπόσταση στις προτάσεις του. Από την μελέτη της των αρχαίων κοινωνιών και κρατών κατέληξε πως ήταν η ιδιοποίηση της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής δυνατότητας των γυναικών από τους άνδρες που βρίσκεται στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας, ότι προηγήθηκε της ατομικής ιδιοκτησίας. Τα πρώτα κράτη (Μεσοποταμία και Αίγυπτος) οργανώθηκαν με τη μορφή της πατριαρχίας. Οι αρχαίοι νομικοί κώδικες θεσμοθέτησαν την σεξουαλική υποταγή των γυναικών (τον έλεγχο της οικογένειας από τους άνδρες) και τη δουλεία και τις επέβαλαν με τη δύναμη του κράτους. Αυτό έγινε με τη βία, την οικονομική εξάρτηση των γυναικών και τα ταξικά προνόμια των γυναικών των ανώτερων τάξεων. Μέσα από την μελέτη που έκανε για τη Μεσοποταμία και άλλα αρχαία κράτη ανακάλυψε πως εξελίχθηκαν οι ιδέες, τα σύμβολα και οι μεταφορές μέσω των οποίων οι πατριαρχικές σχέσεις φύλου/γένους ενσωματώθηκαν στον Δυτικό πολιτισμό. Οι άνδρες έμαθαν πώς να κυριαρχούν στις άλλες κοινωνίες με το να κυριαρχούν πάνω στις δικές τους γυναίκες. Όμως οι γυναίκες συνέχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο σαν ιέρειες, θεραπεύτριες κλπ, όπως είναι φανερό από την λατρεία των γυναικείων θεοτήτων. Και μόνο αργότερα ήρθε η υποβάθμιση των γυναικών και στη θρησκεία. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες χρησιμοποιούν όρους όπως μηχανικοί Μαρξιστές, παραδοσιακοί Μαρξιστές και οικονομιστές Μαρξιστές καθώς όσοι υπερασπίζονται την μαρξιστική θεωρία δίνουν βάρος στη μελέτη και την ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας και πολιτικής και διαφοροποιούνται από αυτούς. Ασκούν κριτική σε όλους τους μαρξιστές γιατί δεν θεωρούν τον αγώνα ενάντια στην καταπίεση των γυναικών σαν την κεντρική πλευρά του αγώνα ενάντια στο καπιταλισμό. Θεωρούν ότι η οργάνωση των γυναικών (φεμινιστικές οργανώσεις) πρέπει να θεωρούνται σαν σοσιαλιστική πολιτική δουλειά και ότι η σοσιαλιστική πολιτική δραστηριότητα πρέπει να έχει και μια φεμινιστική πλευρά. Η Σοσιαλιστική Φεμινιστική στρατηγική για τη γυναικεία απελευθέρωση Μετά την έρευνα για τη σχέση ανάμεσα στο αριστερό κίνημα και τον φεμινισμό στις ΗΠΑ, μια ιστορία διαχωρισμού, η Χάρτμαν θεωρεί ότι ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό δεν μπορεί να πετύχει αν δεν αναδειχτούν και ζητήματα του φεμινισμού. Θέτει μια στρατηγική που λέει ότι ο αγώνας για το σοσιαλισμό πρέπει να είναι μια συμμαχία ομάδων με διαφορετικά συμφέροντα (τα συμφέροντα των γυναικών διαφέρουν από τα γενικότερα συμφέροντα της εργατικής τάξης) και δεύτερον λέει ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να

23


πιστεύουν ότι οι άνδρες θα τις απελευθερώσουν μετά την επανάσταση. Οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν τις δικές τους ξεχωριστές οργανώσεις και την δική τους βάση δύναμης. Και η Γιανγκ υποστηρίζει τον σχηματισμό αυτόνομων γυναικείων σχημάτων αλλά θεωρεί ότι δεν υπάρχουν ζητήματα που να αφορούν τις γυναίκες και να μη συμπεριλαμβάνονται στην επίθεση ενάντια στον καπιταλισμό. Σ’ ότι αφορά την στρατηγική της, δεν θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη ενός πρωτοπόρου κόμματος για την επιτυχία της επανάστασης καθώς και ότι οι γυναικείες ομάδες πρέπει να είναι ανεξάρτητες από την σοσιαλιστική οργάνωση. Η Τζάγκερ λέει το ίδιο, ανοιχτά σε κείμενο της. «Ο στόχος του σοσιαλιστικού φεμινισμού είναι η ανατροπή ολόκληρης της κοινωνικής διάταξης, αυτού που κάποιοι αποκαλούν καπιταλιστική πατριαρχία όπου οι γυναίκες υποφέρουν από αλλοτρίωση σε κάθε πλευρά της ζωής τους. Η σοσιαλιστική φεμινιστική στρατηγική είναι η υποστήριξη κάποιων «μικτών» σοσιαλιστικών οργανώσεων. Αλλά και η δημιουργία ανεξάρτητων γυναικείων σχημάτων και τελικά ενός ανεξάρτητου γυναικείου κινήματος με την ίδια αφοσίωση για την ανατροπή του καπιταλισμού και της ανδρικής κυριαρχίας. Το γυναικείο κίνημα θα συστρατευθεί με άλλα επαναστατικά κινήματα αλλά θα διατηρήσει την οργανωτική του ανεξαρτησία». Ανέδειξαν με την δράση και τις καμπάνιες τους ζητήματα που ήταν και αντι-καπιταλιστικά και κατά της ανδρικής κυριαρχίας. Καθώς θεωρούν τον τρόπο της αναπαραγωγής (τεκνοποίηση κλπ) σαν τη βάση της καταπίεσης των γυναικών, το συμπεριέλαβαν στην Μαρξιστική αντίληψη της βάσης της κοινωνίας. Έτσι θεωρούν ότι πολλά από τα ζητήματα που ανέδειξαν όπως ο αγώνας κατά των βιασμών, της σεξουαλικής παρενόχλησης και υπέρ των ελεύθερων εκτρώσεων είναι και αντι-καπιταλιστικός και αμφισβητεί την ανδρική κυριαρχία. Υποστηρίζουν τις προσπάθειες για την ανάπτυξη μιας γυναικείας κουλτούρας που προωθεί το συλλογικό πνεύμα. Υποστηρίζουν επίσης τις προσπάθειες οικοδόμησης εναλλακτικών θεσμών, όπως κέντρα περίθαλψης και προώθησαν τα κοινόβια ή κάποια ενδιάμεσα σχέδια. Σ’ αυτό είναι κοντά στις ριζοσπάστριες φεμινίστριες. Σε αντίθεση όμως με αυτές που έχουν στόχο αυτά τα κέντρα να δίνουν τη δυνατότητα στις γυναίκες να απομακρυνθούν από την πατριαρχική λευκή κουλτούρα στο δικό τους άσυλο, οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες δεν πιστεύουν ότι αυτό είναι εφικτό μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Εν συντομία οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες τα θεωρούν ένα μέσο για την οργάνωση και τη βοήθεια των γυναικών ενώ οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες τα θεωρούν σαν στόχο πλήρους διαχωρισμού από τους άνδρες. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες όπως και οι ριζοσπάστριες πιστεύουν ότι οι προσπάθειες για την αλλαγή της οικογενειακής διάρθρωσης που όπως λένε αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γυναικείας καταπίεσης πρέπει να ξεκινήσει τώρα. Γι αυτό και ενθάρρυναν την διαβίωση σε κοινόβια ή κάτι αντίστοιχο όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεπεράσουν τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας δουλεύοντας μαζί, προσέχοντας τα παιδιά και όπου οι λεσβίες και οι ετεροσεξουαλικές μπορούν να ζήσουν μαζί. Παρόλο που γνωρίζουν ότι αυτό είναι μόνο μερικό και ότι δεν μπορεί να πετύχει μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, θεωρούν σημαντική την προσπάθεια. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες δηλώνουν ότι οι τέτοιες ρυθμίσεις είναι σαν «να ζουν στην επανάσταση». Αυτό σημαίνει ότι αυτή η πράξη είναι η ίδια επανάσταση. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες γνωρίζουν ότι ο μετασχηματισμός δεν θα έρθει σιγά-σιγά και ότι θα υπάρξουν περίοδοι ανόδου αλλά αυτή είναι η προετοιμασία. Έτσι αυτή είναι η προτεραιότητα τους. Και οι ριζοσπάστριες και οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες δέχθηκαν σοβαρή επίθεση από τις μαύρες γυναίκες γιατί ουσιαστικά αγνόησαν την κατάσταση των μαύρων γυναικών και συγκέντρωσαν όλη τους την ανάλυση και θεωρητικοποίησαν την θέση των λευκών μεσο-αστών. Για παράδειγμα η Τζόζεφ τονίζει την κατάσταση των σκλάβων μαύρων γυναικών που δεν θεωρήθηκαν ποτέ «θηλυκές». Στις φυτείες και τα εργοστάσια, στη δουλειά και στις τιμωρίες τις συμπεριφέρονταν σαν ίσες με τους άνδρες. Η μαύρη οικογένεια δεν θα μπορούσε ποτέ να σταθεροποιηθεί κάτω από τις συνθήκες της δουλείας και οι μαύροι ήταν σε μια θέση όπου δύσκολα θα εξουσίαζαν τις γυναίκες τους, όντας οι ίδιοι δούλοι. Επίσης αργότερα οι μαύρες γυναίκες έπρεπε να εργαστούν για να ζήσουν και πολλές από αυτές έγιναν υπηρέτριες σε πλούσια σπίτια λευκών. Η παρενόχληση που υπέστησαν εκεί, οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς έκανε την εμπειρία τους πολύ διαφορετική από αυτή των λευκών γυναικών. Για αυτό και δεν συμφωνούν ότι η οικογένεια είναι η αιτία της καταπίεσης (για τις μαύρες ήταν πηγή αντίστασης κατά του ρατσισμού) ή της εξάρτησης των γυναικών (οι μαύρες γυναίκες πολύ δύσκολα μπορούσαν να εξαρτώνται από τους μαύρους άνδρες με δεδομένα τα υψηλά ποσοστά ανεργίας τους) καθώς και τον αναπαραγωγικό ρόλο των γυναικών (αναπαρήγαγαν την λευκή εργασία και τα παιδιά μέσω της οικιακής εργασίας στα σπίτια των λευκών). Ο ρατσισμός αποτελεί μια διαβρωτική

24


κατάσταση γι αυτές κι αυτό τις φέρνει σε συμμαχία περισσότερο με τους μαύρους άνδρες παρά με τις λευκές γυναίκες. Οι ίδιες οι λευκές γυναίκες συμμετείχαν στη διατήρηση του ρατσισμού, κάτι για το οποίο οι φεμινίστριες θα έπρεπε να κάνουν την αυτοκριτική τους. Αρχικά οι μαύρες γυναίκες δύσκολα συμμετείχαν στο γυναικείο κίνημα παρόλο που στη δεκαετία του ’80 άρχισε σιγά-σιγά να αναπτύσσεται ένα μαύρο φεμινιστικό κίνημα που προσπαθούσε να συνδυάσει τον αγώνα κατά της ανδρικής κυριαρχίας με τον αγώνα κατά του ρατσισμού και του καπιταλισμού. Αυτή αλλά και αντίστοιχες κριτικές γυναικών από άλλες χώρες του τρίτου κόσμου ανέδειξαν μια τάση στο φεμινισμό που λέγεται παγκόσμιος φεμινισμός. Σ’ αυτά τα πλαίσια και ο μετά-μοντερνισμός κέρδισε έδαφος στις φεμινίστριες. Κριτική Τα κύρια θεωρητικά κείμενα των σοσιαλιστριών φεμινιστριών προσπαθούν να συνδυάσουν τη Μαρξιστική θεωρία με τη ριζοσπαστική φεμινιστική θεωρία και να αποδείξουν ότι η καταπίεση των γυναικών είναι η βασική κινητήρια δύναμη στη πάλη μέσα στην κοινωνία. Τα θεωρητικά κείμενα προέρχονται κυρίως από Ευρώπη και ΗΠΑ και επικεντρώνουν στην κατάσταση στην ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία. Όλη τους η ανάλυση σχετίζεται με τον καπιταλισμό των χωρών τους. Ακόμη και η κατανόηση του Μαρξισμού από μεριάς τους περιορίζεται στη μελέτη της διαλεκτικής μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Υπάρχει μια τάση να οικουμενοποιούν την εμπειρία και τη διάρθρωση των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και στη Νότια Ασία και την Κίνα όπου υπήρξε μια μακρόχρονη φεουδαρχική περίοδος και όπου διαπιστώνουμε ότι η καταπίεση των γυναικών σ’ εκείνη την περίοδο ήταν πολύ πιο άγρια. Και η μαοϊκή προοπτική για το γυναικείο κίνημα στην Ινδία αναγνωρίζει την πατριαρχία σαν ένα θεσμό που αποτελεί αιτία της καταπίεσης την γυναικών σε όλη την ταξική κοινωνία. Δεν τη θεωρεί όμως ένα ξεχωριστό σύστημα με δικούς του νόμους κίνησης. Θεωρούν ότι η πατριαρχία αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο και μορφές σε διαφορετικές κοινωνίες με βάση το επίπεδο ανάπτυξης και το ειδικό ιστορικό και τις συνθήκες της συγκεκριμένης κοινωνίας που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται από τις άρχουσες τάξεις για να υπηρετεί τα συμφέροντα τους. Γι αυτό και δεν υπάρχει κάποιος ξεχωριστός εχθρός για την πατριαρχία. Οι ίδιες οι άρχουσες τάξεις είτε πρόκειται για ιμπεριαλιστές, καπιταλιστές, φεουδάρχες και το Κράτος που ελέγχουν, είναι οι εχθροί των γυναικών γιατί υπερασπίζονται και διατηρούν την πατριαρχική οικογένεια, τις έμφυλες διακρίσεις και την πατριαρχική ιδεολογία μέσα σε κείνη την κοινωνία. Αναμφίβολα έχουν την υποστήριξη των απλών ανδρών που ενστερνίζονται τις πατριαρχικές ιδέες, που είναι οι ιδέες των αρχουσών τάξεων που καταπιέζουν τις γυναίκες. Όμως η θέση των απλών ανδρών και των ανδρών από τις άρχουσες τάξεις δεν μπορούν να συγκριθούν. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες με το να τονίζουν την αναπαραγωγή υποβαθμίζουν τη σημασία του ρόλου των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι αν οι γυναίκες δεν ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και τα μέσα ικανοποίησης των αναγκών και του πλούτου, πως θα μπορέσει να μπει τέλος στην υποταγή των γυναικών. Αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα αλλά ζήτημα εξουσίας, είναι ένα πολιτικό ζήτημα. Παρότι μπορεί να θεωρηθεί στα πλαίσια ενός έμφυλου καταμερισμού εργασίας, στην πράξη τονίζουν τις σχέσεις της ετεροσεξουαλικής οικογένειας και της ιδεολογίας της πατριαρχίας. Από την άλλη η Μαρξιστική σκοπιά τονίζει τον ρόλο των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή και το γεγονός ότι δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική παραγωγή αποτελεί τη βάση της υποβάθμισης τους στην ταξική κοινωνία. Έτσι μας απασχολεί το πώς οργανώνεται ο καταμερισμός της εργασίας, οι σχέσεις με τα μέσα παραγωγής και η ίδια η εργασία σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, ώστε να κατανοήσουμε πως οι άρχουσες τάξεις εκμεταλλεύονταν τις γυναίκες και επέβαλαν την υποβάθμιση τους. Τα πατριαρχικά πρότυπα και οι κανόνες βοήθησαν στο να ενταθεί η εκμετάλλευση των γυναικών και να μειωθεί η αξία της εργασίας τους. Υπερασπίζοντας το επιχείρημα της Φαϊρστόουν, οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες τονίζουν το ρόλο των γυναικών στην αναπαραγωγή για να συγκροτήσουν ολόκληρη την επιχειρηματολογία τους. Πήραν το παρακάτω απόσπασμα του Ένγκελς: «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη ο νομοτελειακός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελική ανάλυση η παραγωγή και αναπαραγωγή της ίδιας της ζωής. Αυτό, πάλι έχει διπλό χαρακτήρα: από τη μια η παραγωγή των μέσων διαβίωσης, της τροφής, ένδυσης και στέγης καθώς και των

25


απαραίτητων εργαλείων γι αυτή την παραγωγή και από την άλλη η παραγωγή των ίδιων των ανθρώπινων όντων, η εξάπλωση του είδους. Η κοινωνική οργάνωση, μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι μιας συγκεκριμένης εποχής, καθορίζεται και από τα δυο είδη παραγωγής». (Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους). Με βάση αυτό το απόσπασμα τονίζουν ότι στην ανάλυση και μελέτη τους οι Μαρξιστές έδωσαν βάρος μόνο στην παραγωγή αγνοώντας εντελώς την αναπαραγωγή. Το απόσπασμα του Ένγκελς δίνει το βασικό πλαίσιο ενός κοινωνικού σχηματισμού. Ο ιστορικός υλισμός, η μελέτη της ιστορίας κάνει ξεκάθαρο ότι καμιά πλευρά δεν μπορεί να απομονώνεται ούτε και να γίνεται κατανοητή χωρίς να λάβουμε υπόψη την άλλη. Είναι γεγονός ότι σε όλη την ιστορία οι γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική παραγωγή και το να παραγνωρίζεται αυτό και να δηλώνεται ότι ο αναπαραγωγικός ρόλος των γυναικών αποτελεί τη βασική πλευρά και ότι εκεί πρέπει να δοθεί το κύριο βάρος, αποτελεί στην ουσία αποδοχή του επιχειρήματος της πατριαρχικής άρχουσας τάξης ότι ο κοινωνικός ρόλος των γυναικών στην αναπαραγωγή είναι ιδιαίτερα σημαντικός και οτιδήποτε άλλο δεν είναι. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες επίσης διαστρεβλώνουν και θεωρούν άνευ σημασίας την αντίληψη της βάσης και του εποικοδομήματος στην ανάλυση τους. Η Φαϊρστόουν λέει ότι (το ίδιο λένε και οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες όπως η Χάρτμαν) η αναπαραγωγή είναι μέρος της βάσης. Από αυτό συνεπάγεται ότι όλες οι κοινωνικές σχέσεις που συνδέονται με αυτήν πρέπει να θεωρούνται μέρος της βάσης – η οικογένεια, οι υπόλοιπες σχέσεις ανδρών και γυναικών κλπ. Αν όλες οι οικονομικές σχέσεις καθώς και οι σχέσεις αναπαραγωγής αποτελούν μέρος της βάσης, η αντίληψη της βάσης γίνεται τόσο πλατιά που χάνει εντελώς τη σημασία της και δεν μπορεί να αποτελέσει αναλυτικό εργαλείο όπως εννοούνταν. Ο έμφυλος καταμερισμός εργασίας, υπήρξε χρήσιμο εργαλείο στην ανάλυση της πατριαρχικής προκατάληψης στην οικονομική διάρθρωση της συγκεκριμένης πατριαρχικής κοινωνίας. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες που θέτουν την αντίληψη ότι ο έμφυλος καταμερισμός εργασίας είναι πιο χρήσιμος από την ατομική ιδιοκτησία δημιουργούν σύγχυση και από ιστορική άποψη και από άποψη ανάλυσης. Ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας έγινε μεταξύ ανδρών και γυναικών και οφείλονταν σε σωματικές ή βιολογικές αιτίες – ο ρόλος των γυναικών στην εγκυμοσύνη. Αυτό όμως δεν σήμαινε ανισότητα μεταξύ τους – την κυριαρχία του ενός φύλου στο άλλο. Η συνεισφορά των γυναικών στην επιβίωση της ομάδας ήταν πολύ σημαντική – η συλλογή τροφής, η ανακάλυψη της καλλιέργειας των φυτών, η εξημέρωση των ζώων ήταν ουσιαστικά για την επιβίωση και την πρόοδο της ομάδας. Ταυτόχρονα έγινε και παραπέρα καταμερισμός της εργασίας που δεν βασιζόταν στο φύλο. Η εφεύρεση νέων εργαλείων, οι γνώσεις από την κτηνοτροφία, την αγγειοπλαστική, η επεξεργασία των μετάλλων, η γεωργία και άλλα συνέβαλαν στο να γίνει πιο περίπλοκος ο καταμερισμός της εργασίας. Όλα αυτά πρέπει να ιδωθούν στα πλαίσια συνολικά της κοινωνίας και της διάρθρωσης της – την ανάπτυξη των κλαν και την συγγενική διάρθρωση, την αλληλεπίδραση και τις συγκρούσεις με τις άλλες ομάδες καθώς και τον έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής που αναπτυσσόταν. Με τη γενιά του πλεονάσματος, με τους πολέμους και την υποταγή των άλλων ομάδων που αναγκάζονταν να δουλέψουν, φαίνεται ότι ξεκίνησε η διαδικασία της απομάκρυνσης των γυναικών από την κοινωνική παραγωγή. Αυτό οδήγησε στη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και του πλεονάσματος στα χέρια των αρχηγών του κλαν/φυλής και εκδηλώθηκε σαν ανδρική κυριαρχία. Κατά πόσο αυτός ο έλεγχος των μέσων παραγωγής πήρε κοινοτικές μορφές, ή κατά πόσο εξελίχθηκε στη μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας, το κατά πόσο έγινε η ταξική διαμόρφωση ή όχι διαφέρει στις διαφορετικές κοινωνίες. Πρέπει να μελετήσουμε τα συγκεκριμένα στοιχεία των συγκεκριμένων κοινωνιών. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες στην εποχή του, ο Ένγκελς ερεύνησε τη διαδικασία στη Δυτική Ευρώπη των αρχαίων χρόνων και είναι δικό μας καθήκον να αναζητήσουμε αυτή τη διαδικασία στις αντίστοιχες δικές μας κοινωνίες. Η ολοκληρωτική θεσμοθέτηση της πατριαρχίας έγινε εφικτή αργότερα, δηλαδή η υπεράσπιση ή η ιδεολογική δικαίωση της απομάκρυνσης των γυναικών από την κοινωνική παραγωγή και ο ρόλος τους να περιορίζεται στην αναπαραγωγή, σε μονογαμικές σχέσεις μπορούσε να συμβεί μόνο μετά την πλήρη ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας και την εμφάνιση τους Κράτους. Γι αυτό και μόνο το γεγονός του έμφυλου καταμερισμού της εργασίας δεν εξηγεί την ανισότητα. Το να δηλώνεται ότι ο έμφυλος καταμερισμός της εργασίας αποτελεί τη βάση της καταπίεσης των γυναικών περισσότερο από ότι ο ταξικός, αφήνει ανοιχτό το ζήτημα. Αν δεν βρούμε κάποιους κοινωνικά, υλικά αίτια για την ανισότητα αναγκαζόμαστε να αποδεχτούμε ότι οι άνδρες έχουν μια έμφυτη τάση για την εξουσία και την κυριαρχία. Ένα τέτοιο επιχείρημα είναι

26


αυτοαναιρούμενο γιατί σημαίνει ότι δεν έχει νόημα ο αγώνας για την ισότητα. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ. Το καθήκον της εγκυμοσύνης από μόνο του δεν μπορεί να είναι ο λόγος γι αυτήν την ανισότητα, γιατί όπως έχουμε πει ήταν ένας ρόλος που εξυμνώνταν και καλωσορίζονταν στις πρωτόγονες κοινωνίες. Άλλα υλικά αίτια πρέπει να αναδειχτούν, κάτι που οι ριζοσπάστριες και σοσιαλίστριες φεμινίστριες δεν εξετάζουν. Στη σφαίρα της ιδεολογίας οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες έχουν κάνει λεπτομερειακές αναλύσεις αποκαλύπτοντας την πατριαρχική κουλτούρα στην κοινωνία τους, όπως για παράδειγμα ο μύθος της μητρότητας. Όμως η μονομερής έμφαση από κάποιες από αυτές που τονίζουν μόνο τους ιδεολογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες τις κάνει να μη βλέπουν την ευρύτερη κοινωνικο-οικονομική διάρθρωση στην οποία βασίζεται αυτή η ιδεολογία και ψυχολογία. Σε οργανωτικά ζητήματα οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες ακολουθούν τις ριζοσπάστριες φεμινίστριες και τις αναρχο-φεμινίστριες. Έθεσαν ξεκάθαρα τη στρατηγική τους όμως δεν πρόκειται για στρατηγική για την σοσιαλιστική επανάσταση. Είναι μια εντελώς ρεφορμιστική στρατηγική γιατί δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα του πως θα φτάσουμε στον σοσιαλισμό. Αν, όπως πιστεύουν, δεν πρέπει να το κάνουν τα σοσιαλιστικά/κομμουνιστικά κόμματα τότε οι γυναικείες ομάδες θα πρέπει να θέσουν μια στρατηγική για το πώς θα ανατρέψουν την εξουσία της μονοπωλιακής αστικής τάξης. Περιορίζουν τη δράση τους στη δημιουργία μικρών ομάδων, στη συγκρότηση εναλλακτικών κοινοτήτων, στη γενική προπαγάνδα και στην κινητοποίηση για συγκεκριμένα αιτήματα. Αυτό αποτελεί μια μορφή οικονομίστικης πρακτικής. Αυτές οι δραστηριότητες είναι καλές για την οργάνωση του κόσμου σε επίπεδο βάσης αλλά δεν αρκούν για την ανατροπή του καπιταλισμού και την προώθηση της διαδικασίας της γυναικείας απελευθέρωσης. Αυτή είναι μια μεγάλη οργανωτική δουλειά σε αντιπαράθεση με το Κράτος – τις υπηρεσίες πληροφοριών και τις ένοπλες δυνάμεις του. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες παραμέρισαν αυτό το ζήτημα, με μια έννοια το άφησαν στα ίδια τα ρεβιζιονιστικά και επαναστατικά κόμματα που επικρίνουν. Γι αυτό και όλος ο προσανατολισμός τους είναι ρεφορμιστικός, η περιορισμένη οργανωτική δουλειά και η προπαγάνδα μέσα στο σημερινό σύστημα. Ένας μεγάλος αριθμός των θεωρητικών του ριζοσπαστικού και των σοσιαλιστικού φεμινιστικού ρεύματος έχουν απορροφηθεί σε υψηλόμισθες θέσεις, ιδιαίτερα σε πανεπιστήμια και κολέγια κι αυτό αποτελεί την αντανάκλαση του ελιτισμού που ενυπήρχε στα κείμενα τους και στην απόσταση τους από το μαζικό κίνημα. Αντανακλάται και στο θεωρητικό πεδίο. Μια Μαρξίστρια φεμινίστρια δηλώνει: «Στη δεκαετία του ’80, πολλές σοσιαλίστριες και Μαρξίστριες φεμινίστριες που εργάζονται μέσα ή κοντά σε πανεπιστήμια και κολέγια δεν έχουν μόνο ενσωματωθεί στην επαγγελματική μεσαία τάξη αλλά εγκατέλειψαν και την ταξική ανάλυση με βάση τον ιστορικό υλισμό…» Μεταμοντερνισμός και φεμινισμός Η κριτική που ασκήθηκε στις φεμινίστριες από γυναίκες μη-λευκές οδήγησε ένα τμήμα των φεμινιστριών στην κατεύθυνση της πολύ-πολιτισμικότητας και του μεταμοντερνισμού. Αφετηρία αποτέλεσε η υπαρξίστρια συγγραφέα Σιμόν ντε Μποβουάρ όπου ή γυναίκα είναι το «άλλο», το μεταμοντέρνο. Οι φεμινίστριες εξυμνούν τη θέση του Άλλου, γιατί θεωρείται ότι επεμβαίνει στην κυρίαρχη κουλτούρα της οποίας δεν αποτελεί μέρος. Οι γυναίκες μπορούν συνεπώς να ασκούν κριτική στα πρότυπα, τις αξίες και τις πρακτικές που επιβάλλονται σε όλους από την κυρίαρχη κουλτούρα. Πιστεύουν ότι οι μελέτες πρέπει να προσανατολίζονται από τις αξίες αυτών που αφορούν, τους υποδεέστερους, αυτούς που είναι υπό κυριαρχία. Ο μετά-μοντερνισμός ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των ακαδημαϊκών. Πιστεύουν ότι υπάρχει μια κατηγορία, μη-καθορισμένη και σ’ αυτή την περίπτωση είναι η γυναίκα. Το εγώ διασπάται από πολλές ιδιότητες – από το φύλο, την τάξη, την κάστα, την εθνική κοινότητα και τη ράτσα. Αυτές καθαυτές οι ιδιότητες έχουν μια αξία. Συνεπώς αυτό γίνεται μια μορφή πολιτισμικής σχετικότητας. Για αυτό, για παράδειγμα, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κατηγορία μόνο γυναίκα. Η γυναίκα μπορεί να αποτελεί μια από τις ιδιότητες του εγώ, αλλά υπάρχουν και άλλες. Θα είναι μια γυναίκα νταλίτ (παρίες, ανέγγιχτοι), μια γυναίκα νταλίτ πόρνη, μια γυναίκα ανώτερης κάστας και πάει λέγοντας. Καθώς η κάθε ιδιότητα εμπεριέχει μια αξία, δεν δίνεται καμιά σημασία στις αξίες που όλοι μπορούν να προσπαθήσουν να αποκτήσουν. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να βρεθεί κάποιος κοινός τόπος για συλλογική πολιτική δράση. Η

27


αντίληψη γυναίκα βοήθησε στο να βρεθούν οι γυναίκες μαζί και να δράσουν συλλογικά. Όμως αυτή η πολιτική της ταυτότητας διαχωρίζει περισσότερο από όσο ενώνει. Η ενότητα συγκροτείται στην πιο στενή βάση. Οι μετά-μοντέρνοι τιμούν τη διαφορά και την ταυτότητα και επικρίνουν το Μαρξισμό γιατί δίνει βάρος σε μια «ολότητα» - την τάξη. Επιπλέον ο μετά-μοντερνισμός δεν πιστεύει ότι η γλώσσα (τουλάχιστον οι δυτικές γλώσσες) αντανακλά την πραγματικότητα. Πιστεύουν ότι οι ταυτότητες «οικοδομούνται» μέσω της «ομιλίας». Για αυτό θεωρούν ότι η γλώσσα οικοδομεί την πραγματικότητα. Έτσι πολλές από αυτές έδωσαν βάρος στην «αποδόμηση» της γλώσσας. Αυτό, ουσιαστικά δεν αφήνει τίποτε σε κάποιον – δεν υπάρχει καμιά υλική πραγματικότητα για την οποία μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Αποτελεί μια μορφή ακραίου υποκειμενισμού. Οι μετά-μοντέρνες φεμινίστριες έδωσαν βάρος στην ψυχολογία και την γλώσσα. Ο μετά-μοντερνισμός σύμφωνα με τον διάσημο Γάλλο φιλόσοφο Φουκώ είναι εναντίον αυτού που αποκαλούν «σχέσεις εξουσίας». Αυτή όμως η αντίληψη της εξουσίας διαχέεται και δεν προσδιορίζεται ξεκάθαρα. Ποιος ασκεί την εξουσία; Σύμφωνα με τον Φουκώ αυτό συμβαίνει μόνο σε τοπικό επίπεδο, έτσι η αντίσταση κατά της εξουσίας μπορεί να είναι μόνο τοπική. Μήπως αυτό δεν αποτελεί τη βάση της λειτουργίας των ΜΚΟ που ενώνουν τον κόσμο εναντίον κάποιας τοπικής διεφθαρμένης εξουσίας και έχουν συναλλαγές με την ανώτερη εξουσία, τις κεντρικές και πολιτειακές κυβερνήσεις; Στην ουσία ο μετά-μοντερνισμός είναι πολύ πιο διασπαστικός γιατί προωθεί την πολυδιάσπαση μέσα στο λαό και αποδίδει σχετική σημασία στις ταυτότητες χωρίς κάποιο θεωρητικό πλαίσιο ώστε να γίνουν κατανοητοί οι ιστορικοί λόγοι της διαμόρφωσης της κάθε ταυτότητας και των σχέσεων μεταξύ τους. Έτσι, μπορούμε να έχουμε μια συγκέντρωση ΜΚΟ όπως το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, όπου όλοι εξυμνούν την ταυτότητα τους – γυναίκες, πόρνες, ομοφυλόφιλοι, λεσβίες, μέλη φυλών, νταλίτ, κλπ, αλλά δεν υπάρχει καμιά θεωρία που να τους ενώνει κάτω από μια κοινή άποψη, μια κοινή στρατηγική. Κάθε ομάδα θα αντισταθεί στους δικούς της καταπιεστές, όπως τους αντιλαμβάνεται. Με ένα τέτοιο επιχείρημα, λογικά, δεν μπορεί να υπάρχει οργάνωση, και στην καλύτερη η οργάνωση μπορεί να είναι σε τοπικό επίπεδο και να αφορά προσωρινές συμμαχίες. Θεωρούν ότι η υπεράσπιση της οργάνωσης αναπαράγει την εξουσία – την ιεραρχία και την καταπίεση. Ουσιαστικά αφήνουν το άτομο να αντισταθεί για τον εαυτό του/της και είναι κατά της συγκροτημένης οργανωμένης αντίστασης και της ένοπλης αντίστασης. Η Κάρολ Στάμπιλ, μια μαρξίστρια φεμινίστρια το θέτει πολύ ωραία όταν λέει «Η αντι-οργανωτική προκατάληψη είναι αναπόσπαστο μέρος του μεταμοντέρνου πακέτου. Κάθε οργάνωση εκτός από τις προσωρινές και αυθόρμητες συμμαχίες αποτελεί για τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς και τις φεμινίστριες την αναπαραγωγή της καταπίεσης, της ιεραρχίας και της ανεξέλεγκτης κυριαρχίας. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι εξαιρετικά οργανωμένος κάνει μικρή διαφορά, γιατί κάποιος αντιστέκεται ενάντια σε μια μορφή πολυδύναμης διάχυσης της εξουσίας. Ούτε όπως τόνισε η Τζορίν πριν από δυο δεκαετίες, μοιάζει να έχει σημασία ότι η έλλειψη διάρθρωσης παράγει τις δικές της μορφές τυραννίας. Έτσι, στη θέση της όποιας οργανωμένης πολιτικής, η μεταμοντέρνα κοινωνική θεωρία μας παρέχει παραλλαγές στον πλουραλισμό, τον ατομικισμό, την εξατομίκευση του ενεργού υποκειμένου και τελικά τις ατομικές λύσεις που δεν μπόρεσαν ποτέ και δεν μπορούν να επιλύσουν διαρθρωτικά προβλήματα» (1997). Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός κλπ δεν σημαίνουν τίποτε περισσότερο από μια μορφή εξουσίας. Ενώ ο μεταμοντερνισμός στην ανεπτυγμένη του μορφή μπορεί να μη βρεθεί σε μια μισο-αποικιακή, μισο-φεουδαρχική χώρα όπως η Ινδία ωστόσο πολλές αστές φεμινίστριες έχουν επηρεαστεί από αυτόν. Η αυστηρή κριτική που ασκούν κατά των επαναστατικών και ρεβιζιονιστικών οργανώσεων στη βάση της γραφειοκρατίας και της ιεραρχίας αντανακλά και την επιρροή του μεταμοντερνισμού στους πρόσφατους καιρούς. Ανακεφαλαίωση Περιγράψαμε σε συντομία τα κύρια θεωρητικά ρεύματα στο φεμινιστικό κίνημα όπως εξελίχθηκαν στη Δύση στη σύγχρονη εποχή. Καθώς η συζήτηση με τον μαρξισμό και μέσα στον μαρξισμό κυριάρχησε στη δεκαετία του ’70, στη δεκαετία του ’80 αναδείχτηκε ο πολιτισμικός φεμινισμός με τη διαχωριστική του ατζέντα και τονίζοντας τις πολιτισμικές πλευρές της καταπίεσης των γυναικών. Τα ζητήματα της σεξουαλικής επιλογής και του αναπαραγωγικού ρόλου των γυναικών ήρθαν να κυριαρχήσουν στις συζητήσεις των φεμινιστικών κύκλων. Και πολλές σοσιαλίστριες φεμινίστριες έδωσαν μεγάλη σημασία σ’ αυτά τα ζητήματα παρόλο που

28


δεν ήταν στον ίδιο βαθμό με τις πολιτισμικές φεμινίστριες. Ο μετασχηματισμός της ετεροσεξουαλικής οικογένειας έγινε το κύριο ζήτημα του αστικού φεμινιστικού κινήματος και των πιο δραστήριων τμημάτων του που προσπάθησαν να φέρουν αυτό το ζήτημα στην πράξη. Παρόλο που πολλές από αυτές μπορεί να οραματίζονταν μια αλλαγή σε ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο στην ουσία κατέληξαν σε μια ρεφορμιστική προσέγγιση την οποία προσπάθησαν να θεωρητικοποιήσουν. Ο μεταμοντερνισμός έκανε αισθητή την επιρροή του την δεκαετία του ’90. Ωστόσο στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 ο μαρξισμός γίνεται και πάλι μια σημαντική θεωρία στη φεμινιστική ανάλυση. Από αυτή την κριτική περίληψη του τρόπου με τον οποίο το φεμινιστικό κίνημα (ιδιαίτερα το ριζοσπαστικό και το σοσιαλιστικό φεμινιστικό ρεύμα) ανέλυσαν θεωρητικά την καταπίεση των γυναικών, τις λύσεις που πρότειναν και τις στρατηγικές που ανέπτυξαν για να προωθήσουν το κίνημα, μπορούμε να πούμε ότι οι θεωρητικές τους αδυναμίες κατέληξαν στην υπεράσπιση λύσεων που οδήγησαν το κίνημα σε αδιέξοδο. Παρά το τεράστιο ενδιαφέρον που δημιουργήθηκε από το κίνημα και την πλατιά στήριξη από τις γυναίκες που προσπαθούσαν να κατανοήσουν την ίδια τους τη δυσαρέσκεια και τα προβλήματα τους το κίνημα δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σε ένα σταθερό κίνημα πλατιάς βάσης που να συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τα μεσοστρώματα αλλά και τις γυναίκες από την εργατική τάξη και τις εθνικά καταπιεσμένες μειονότητες. Οι βασικές τους αδυναμίες στη θεωρία και την στρατηγική ήταν: 1.

2.

3.

4.

5.

Η αναζήτηση της καταπίεσης των γυναικών στον αναπαραγωγικό της ρόλο. Καθώς ο ρόλος των γυναικών στην αναπαραγωγή καθορίζεται από τη βιολογία, είναι κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει. Αντί να προσδιορίσουν τις υλικές, κοινωνικές αιτίες της προέλευσης της καταπίεσης των γυναικών επικέντρωσαν στον δεδομένο βιολογικά παράγοντα και συνεπώς έπεσαν στην παγίδα του βιολογικού ντετερμινισμού. Σε σχέση με τον βιολογικό της ρόλο επικεντρώνουν στην πατριαρχική οικογένεια πυρήνα σαν τη βασική διάρθρωση στην κοινωνία στην οποία είχε τις ρίζες της η καταπίεση της. Γι αυτό και εστίασαν στην αντίθεση τους στην ετεροσεξουαλική οικογένεια σαν την κύρια βάση της καταπίεσης των γυναικών. Σαν αποτέλεσμα αγνοήθηκε η ευρύτερη κοινωνικο-οικονομική διάρθρωση στην οποία υπάρχει η οικογένεια και η οποία την διαμορφώνει. Μετέτρεψαν την αντίθεση μεταξύ ανδρών και γυναικών στην κύρια αντίθεση. Συγκεντρώνοντας την προσοχή τους στην αλλαγή του έμφυλου συστήματος– τους έμφυλους ρόλους που οι άνδρες και οι γυναίκες εκπαιδεύονται να παίζουν. Εστίασαν σε πολιτισμικές, ψυχολογικές πλευρές της κοινωνικής ζωής και αγνόησαν τις ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που ανέδειξαν και υπερασπίζονται την πατριαρχική κουλτούρα. Τόνισαν τις ψυχολογικές διαφορές και τις διαφορές προσωπικότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών σαν βιολογικές και υπερασπίστηκαν τον διαχωρισμό για τις γυναίκες. Έδωσαν υπερβολικό βάρος στην σεξουαλική απελευθέρωση των γυναικών – ξεχωριστά σχήματα, ξεχωριστές ρυθμίσεις για την καθημερινή διαβίωση και λεσβιασμός. Ουσιαστικά αυτό σήμαινε ότι αυτό το τμήμα του γυναικείου κινήματος περιορίστηκες σε μικρές ομάδες και δεν μπορούσε να απευθύνεται ή να κινητοποιεί τη μάζα των γυναικών. Έπεσαν στην παγίδα του ιμπεριαλισμού και της προώθησης από μεριάς του της πορνογραφίας, του σεξοτουρισμού κλπ με το να εστιάζουν στην αναγκαιότητα της απελευθέρωσης των γυναικών από την σεξουαλική καταπίεση. Ή στο όνομα των ίσων ευκαιριών υποστήριξαν την στρατολόγηση των γυναικών στον αμερικάνικο στρατό πριν από τον Πόλεμο στο Ιράκ (2003).

6.

Τόνισαν οργανωτικά την αντίθεση τους στην ιεραρχία και κυριαρχία και η επικέντρωσαν σε μικρές συνειδητοποιημένες ανερχόμενες ομάδες και εναλλακτικές δραστηριότητες που αυτόπροσδιορίζονται. Ήταν αντίθετες στην κινητοποίηση και οργάνωση της μεγάλης μάζας των καταπιεσμένων γυναικών.

7.

Αγνόησαν ή είχαν προκαταλήψεις κατά της συμβολής των σοσιαλιστικών κινημάτων και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην Ρωσία, την Κίνα και αλλού, στην υλοποίηση της αλλαγής στην κατάσταση μεγάλων τμημάτων των γυναικών.

29


Το πώς η λαθεμένη ανάλυση και στρατηγική μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά ένα κίνημα είναι ολοφάνερο στην περίπτωση του φεμινιστικού κινήματος. Μη κατανοώντας ότι η καταπίεση των γυναικών συνδέεται με την ευρύτερη εκμεταλλευτική κοινωνικο-οικονομική και πολιτική διάρθρωση, με τον ιμπεριαλισμό, αναζήτησαν λύσεις μέσα στο ίδιο το ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αυτές οι λύσεις, στην καλύτερη περίπτωση ωφέλησαν ένα κομμάτι γυναικών από τα μεσοστρώματα αλλά άφησαν την τεράστια μάζα των καταπιεσμένων γυναικών και των γυναικών που ήταν θύματα εκμετάλλευσης μακριά από την απελευθέρωση. Ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών δεν μπορεί να πετύχει έξω από τον αγώνα για την ανατροπή του ίδιου του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Το γυναικείο κίνημα στην Ινδία Ο φιλελευθερισμός στην πρώτη φάση Στην αποικιοκρατική περίοδο, από τον 19ο αιώνα οι φιλελεύθερες ιδέες άρχισαν να επηρεάζουν τμήματα της διανόησης σε διάφορα μέρη της Ινδίας, ιδιαίτερα στην Δυτική Ινδία και στο Νότο, που οδήγησαν στην ανάδειξη του κοινωνικού μεταρρυθμιστικού κινήματος. Φυσικά η θέση των γυναικών έγινε ένα από τα σημαντικά ζητήματα για τα οποία ασχολήθηκαν και σε θεωρητικό επίπεδο και σε επίπεδο προπαγάνδας. Όμως η ιδιαιτερότητα των κοινωνικών συνθηκών στην Ινδία, όπου το σύστημα των καστών αποτελούσε έναν σημαντικό θεσμό καταπίεσης και εκμετάλλευσης, διαφοροποίησε το κοινωνικό μεταρρυθμιστικό κίνημα. Καθώς οι περισσότερες προέρχονταν από τις ανώτερες κάστες ανέδειξαν ζητήματα που αφορούσαν κύρια τις γυναίκες των ανώτερων καστών, όπως το σάτι (το κάψιμο της χήρας στην νεκρώσιμη πυρά του νεκρού συζύγου), το πούρντα (η μπούρκα), και το να μπορούν να ξαναπαντρεύονται οι γυναικών που χήρευαν. Στη διάρκεια της Βρετανικής περιόδου, αρχικά, ήταν οι άνδρες κοινωνικοί μεταρρυθμιστές όπως ο Γκόπαλ Κρίσνα Γκοκάλε, ο Μ. Τζ. Ρανάντε, ο Αγκαρκάρ, και άλλοι που εμπνεύστηκαν από την φιλελεύθερη φιλοσοφία στην εκστρατεία τους να βελτιώσουν τη θέση των γυναικών. Υπερασπίστηκαν το δικαίωμα στη μόρφωση των γυναικών. Όχι όμως και τα ίσα δικαιώματα σε όλα τους τομείς αλλά προσπάθησαν να βελτιώσουν τα πιο βάρβαρα έθιμα όπως η μόνιμη χηρεία. Ταυτόχρονα στις μεσαίες κάστες και στις κάστες των ανέγγιχτων υπήρξε μια αφύπνιση που οδήγησε στην ανάδειξη διανοουμένων από αυτές. Η τοποθέτηση του Τζοτίμπα Πούλε ήταν πολύ πιο δημοκρατική γιατί ανέδειξε το ζήτημα της καταπίεσης των καστών και συνέδεσε το γυναικείο ζήτημα μα το σύστημα των καστών. Απαίτησαν ίσα δικαιώματα για όλες τις κάστες και τις γυναίκες. Οι γυναίκες κοινωνικές μεταρρυθμίστριες αυτής της πρώιμης περιόδου όπως η Ταραμπάι Σίντε, η Παντιτα Ραμαμπάι, η Σαβιτριμπάι Πούλε, η Ραμαμπάι Ρανάντε και η Μουθουλάξμι Ρέντι κράτησαν μια πιο δημοκρατική στάση αμφισβητώντας την υποδεέστερη θέση των γυναικών μέσα στη θρησκεία και την οικογένεια. Προσπάθησαν πολύ να διαδώσουν το δικαίωμα των γυναικών στη μόρφωση, να βοηθήσουν τις δυστυχισμένες γυναίκες, και να θέσουν το ζήτημα της εργασίας τους. Ωστόσο η δράση τους παρέμεινε βασικά μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Στα πλαίσια της Ινδίας, καθώς η μάχη ενάντια στα φεουδαρχικά έθιμα και αξίες έγινε μέσα στο αποικιοκρατικό καθεστώς, με την μερική υποστήριξη της ίδιας της αποικιοκρατικής εξουσίας που στήριζε τις φεουδαρχικές τάξεις, δεν μπορούσε να κάνει μια ολοκληρωμένη δημοκρατική προσέγγιση. Επιπλέον οι κύριες αστικές και μικροαστικές δυνάμεις που καθοδηγούσαν το μεταρρυθμιστικό κίνημα δεν ήταν υπέρ του ξεριζώματος της φεουδαρχικής διάρθρωσης και θεωρούμε ότι η φιλελεύθερη ιδεολογία υιοθετήθηκε με την πιο στενή της έννοια. Στην περίοδο μετά το ’47 καθώς η Ινδία δεν είδε ακόμη καμιά συνολική δημοκρατική αλλαγή, οι γυναίκες δεν γίνονται αποδεκτές σαν ανεξάρτητα όντα με ίσα δικαιώματα και οι νομικές ανισότητες αρνούνται στις γυναίκες τα ίσα δικαιώματα, τα καταπιεστικά φεουδαρχικά έθιμα όπως η πούρντα και η σάτι συνεχίζουν να υπάρχουν, έγινε εφικτό για τις γυναίκες από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις να δραστηριοποιηθούν σε ζητήματα διακρίσεων κατά των γυναικών και υπέρ των γυναικείων δικαιωμάτων από μια φιλελεύθερη σκοπιά. Όταν κινητοποιήθηκαν οι μάζες στο αντι-Βρετανικό κίνημα μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, και οι γυναίκες άρχισαν να κινητοποιούνται για τα δικαιώματα τους. Έτσι αναδείχτηκε το γυναικείο κίνημα μέσα

30


από το αντι-Βρετανικό κίνημα. Το ανώτερο τμήμα αυτού του κινήματος εμπνεύστηκε από τις φιλελεύθερες ιδέες. Ηγετικά στελέχη όπως η Μριντούλα Σαραμπάι, και οργανώσεις όπως η Πανινδική Συνδιάσκεψη Γυναικών ήταν ενώσεις γυναικών από τις ανώτερες και τις μεσαίες τάξεις και δραστηριοποιούνταν για τα δικαιώματα των γυναικών στην ιδιοκτησία, για τα δικαιώματα μέσα στο γάμο, για το δικαίωμα ψήφου κλπ. Δεν αμφισβήτησαν την κοινωνική διάρθρωση ούτε και συνέδεσαν το ζήτημα της υποδεέστερης θέσης των γυναικών με την ευρύτερη κοινωνική διάρθρωση. Έδωσαν βάρος στην απόκτηση δικαιωμάτων για τις γυναίκες μέσα από το νόμο. Στην σημερινή περίοδο η φιλοσοφία του φιλελευθερισμού διέπει τη λειτουργία των καθιερωμένων γυναικείων οργανώσεων και των φόρουμ όπως η Εθνική Επιτροπή Γυναικών, η γυναικεία οργάνωση των οπαδών του Γκάντι αλλά και άλλες. Η δεύτερη σύγχρονη φάση Οι γυναίκες από τις εργαζόμενες τάξεις όπως οι εργάτριες, οι αγρότισσες και οι φοιτήτριες κινητοποιήθηκαν μαζικά κάτω από την επιρροή της σοσιαλιστικής και μαρξιστικής ιδεολογίας. Συμμετείχαν ενεργά στους αγώνες ενάντια στην καταπίεση των μεγαλοτσιφλικάδων και των Βρετανών και δημιουργήθηκαν γυναικείες οργανώσεις με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη σε πολλά μέρη της χώρας, ιδιαίτερα στη Βεγγάλη, το Πουντζάμπ και το Άντρα Πραντές. Στην πρώτη φάση του γυναικείου κινήματος στην Ινδία, στο πρώτο μέρος του 20ου αιώνα και η φιλελεύθερη και η μαρξιστική τάση ασκούσαν επιρροή στις γυναίκες. Στη δεύτερη φάση του γυναικείου κινήματος στην Ινδία μετά τη δεκαετία του ’70 η κατάσταση έγινε πολύ πιο περίπλοκη και οι επιρροές ποικίλαν ακόμη περισσότερο. Η κινητοποίηση των μαζών των γυναικών έγινε πάνω σε ζητήματα που αναδείχτηκαν από τις αντιθέσεις που ταλάνιζαν την Ινδική κοινωνία – ανεργία, ακρίβεια, διαφθορά, συνεχή άγρια εκμετάλλευση των φτωχών αγροτών και των ακτημόνων, είτε ανήκαν σε φυλές είτε όχι από τους μεγαλοτσιφλικάδες. Οι γυναίκες κινητοποιήθηκαν κάτω από την καθοδήγηση των Ναξαλιτών, των σοσιαλιστικών και των ρεβιζιονιστικών κομμάτων όπως το ΚΚΙ και το ΚΚΜ. Η κύρια καθοδήγηση των ανεξάρτητων γυναικείων οργανώσεων στα αστικά κέντρα που αναδείχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 προέρχονταν από μορφωμένες γυναίκες που είχαν δραστηριοποιηθεί σε διάφορα Αριστερά (ρεβιζιονιστικά, επαναστατικά και ανεξάρτητα) σχήματα ή κόμματα. Επηρεάστηκαν από το γυναικείο κίνημα στη Δύση και τις συζητήσεις που διεξάγονταν εκεί. Το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών – οι βιασμοί, οι θάνατοι λόγω προίκας, η παρενόχληση των εφήβων κοριτσιών, το σάτι, η σεξιστική περιγραφή των γυναικών στα ΜΜΕ, η ενδο-οικογενειακή βία, όλα αποτέλεσαν αντικείμενο του γυναικείου κινήματος στα αστικά κέντρα. Αυτές οι ομάδες, τα μεμονωμένα μέλη και η δράση τους αρχικά είχαν την υποστήριξη των ΜΜΕ και γι αυτό ο αντίκτυπος τους διαδόθηκε πλατιά. Το γυναικείο κίνημα των αστικών κέντρων αναπτύχθηκε αυθόρμητα και ανεξάρτητα από κάθε πολιτικό κόμμα. Κάτω από τον αντίκτυπο του δυτικού γυναικείου κινήματος και οι ομάδες αυτές τόνισαν τη σημασία της αυτονομίας από τα πολιτικά κόμματα. Η κυρίαρχη επίδραση στο αυτόνομο γυναικείο κίνημα ήταν από την τάση του σοσιαλιστικού φεμινισμού. Η δράση και η λογική αυτών των ομάδων και των ατόμων έχει διαφοροποιηθεί τα τελευταία 25 χρόνια. Ανταποκρίθηκαν με διαφορετικά τρόπο στις διάφορες καμπάνιες που ανέλαβαν. Η άνοδος των δεξιών κομμάτων και οργανώσεων, έχει επιδράσει στο γυναικείο κίνημα των αστικών κέντρων. Η κινητοποίηση μεγάλου αριθμού γυναικών από αυτές τις ομάδες που υποστηρίζουν το σάτι, στην εκστρατεία για την κατεδάφιση του Μπάμπρι Μαστζίντ (μουσουλμανικό τζαμί που κατεδάφισαν ινδουιστές) ακόμη και η υποστήριξη των πογκρόμ κατά των μουσουλμάνων στο Γκουτζαράτ έκαναν το γυναικείο κίνημα να αντιληφθεί ότι η αδελφότητα (των γυναικών) δεν αρκεί για να ενώσει όλες τις γυναίκες. Ο χαρακτήρας της δράσης αυτών των ομάδων στις πόλεις άλλαξε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με λιγότερο βάρος στην προπαγάνδα και κινητοποίηση της μάζας των γυναικών και μεγαλύτερη προσπάθεια στην τεκμηρίωση, την επιρροή στα ΜΜΕ, την παρασκηνιακή πολιτική δράση για αλλαγές σε νόμους κλπ, καθώς και βοήθεια στις δυστυχισμένες γυναίκες. Η επίδραση του σοσιαλιστικού φεμινισμού είναι πολύ ευρύτερη από αυτές τις ομάδες γιατί έχει διαδοθεί στις γυναίκες και τους άνδρες της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και σε ευρύτερα τμήματα των γυναικών διανοούμενων. Ο αντίκτυπος του σοσιαλιστικού φεμινισμού μπορεί να ιδωθεί ξεκάθαρα στον τρόπο που τέθηκαν κάποια ζητήματα. Το ενδιαφέρον αυτών των ομάδων εστιάστηκε ιδιαίτερα στην πατριαρχία και ειδικά στην ενδο-

31


οικογενειακή βία και αντιμετωπίζουν με καχυποψία κάθε οργανωμένη πολιτική, ακόμη και τα επαναστατικά κόμματα. Όμως αντιμετώπισαν με σταθερότητα την δεξιά πολιτική και αποκάλυψαν τον αντι-γυναικείο χαρακτήρα της με τα κείμενα και τις έρευνες τους. Έπαιξαν και σημαντικό ρόλο στην δημοσίευση της βαρβαρότητας αυτών των κομμάτων και του Κράτους σε εξεγέρσεις και πογκρόμ και την αρνητική επίδραση τους στις γυναίκες, είτε επρόκειτο για την αντι-Σιχ εξέγερση στο Δελχί το 1984 ή στις δολοφονίες στο Γκουτζαράτ το 2002. Όμως δεν έπαιξαν το ίδιο σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των διάφορων μαζικών κινημάτων που αναδείχτηκαν τις τελευταίες δυο δεκαετίες στις αγροτικές περιοχές όπου οι γυναίκες έπαιξαν ενεργό ρόλο και βρέθηκαν αντιμέτωπες με την άγρια κρατική καταστολή. Ο πασιφισμός που προώθησαν οι πολιτισμικές φεμινίστριες έχει επίδραση στις φεμινίστριες (ακόμη και αυτές που δεν είναι οπαδοί του Γκάντι) και για αυτό βρίσκουμε ένα μεγάλο τμήμα τους να είναι αντίθετο με αγωνιστικές μορφές πάλης καθώς και με τον ένοπλο αγώνα των καταπιεσμένων. Η Γκέιλ Όμβεντ υπήρξε σημαντική συγγραφέας στην Ινδία με θεωρητικό έργο για το γυναικείο κίνημα μέσα στα ευρύτερα πλαίσια του σοσιαλιστικού φεμινισμού. Σε αντίθεση με τις περισσότερες φεμινίστριες έδινε πάντα σημασία στα μαζικά κινήματα και ειδικά το γυναικείο κίνημα της υπαίθρου (Θα τσακίσουμε αυτή τη φυλακή) και στα κείμενα της δόθηκε προσοχή από αυτούς που προσπαθούν σκληρά για την επανάσταση. Στο διαδομένο βιβλίο της «Βία κατά των Γυναικών, Νέα Κινήματα και Νέες Θεωρίες» που γράφτηκε το 1990 και αναδημοσιεύθηκε το 2000, ασχολήθηκε με τρεις νέες θεωρίες – την ανάλυση και το πρόγραμμα της Σετκαρί Σανγκαθάνα που καθοδηγείται από την Σαράντ Τζόσι, την ανάλυση της Σαράντ Πατίλ και της Βαντάνα Σίβα και την υποστήριξη του κινήματος Τσίπκο (γυναίκες της υπαίθρου που σκαρφάλωναν στα δέντρα για να εμποδίσουν το κόψιμο τους). Τις θεωρεί οργανικές διανοούμενες που συνέβαλαν σημαντικά στην γυναικεία υπόθεση στην Ινδία. Η Σαράντ Τζόσι ξεκίνησε μαζικές κινητοποιήσεις των γυναικών στην ύπαιθρο από το 1997 μέχρι το 1990 κάτω από τη σημαία του Μετώπου Χωρικών Γυναικών στη Μαχαράστρα και πίεσαν για την ενεργή συμμετοχή των γυναικών στις τοπικές εκλογές των τοπικών συμβουλίων. Η Σαράντ Πατίλ πρώην στέλεχος του ΚΚΙ (Μαρξιστικού) έκανε μια λεπτομερειακή μελέτη βασισμένη σε αρχαία κείμενα για την καταγωγή των καστών στην Ινδία και μέσα από αυτήν αναζήτησε την προέλευση της καταπίεσης των γυναικών. Θεωρούσε ότι ο μαρξισμός από μόνος τους δεν μπορούσε να αναλύσει ικανοποιητικά την Ινδική ιστορία και η ιδιαιτερότητα των καστών απαιτεί να υιοθετήσουμε της θεωρητική προσέγγιση του Πούλε και του Αμπεντκάρ. (Πρόσφατα αποκήρυξε αυτή τη θεωρητική ένωση). Οι οικο-φεμινιστικές απόψεις της Βαντάνα Σίβα έχουν αναλυθεί από αυτήν. Έχοντας παρουσιάσει τα βασικά τους σημεία και εκείνα που είναι δυνατά αλλά και τις αδυναμίες, τονίζει ότι όλες τους τονίζουν στο ρόλο της βίας στην υποταγή των γυναικών σε αντίθεση με την εξήγηση του «παραδοσιακού μαρξισμού» που ασχολείται μόνο με τις οικονομικές αιτίες όπως η παραγωγή του πλεονάσματος και η εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας. Τότε η Όμβεντ συνεχίζει τη δική της ανάλυση για την προέλευση της καταπίεσης των γυναικών. Η Όμβεντ θεωρεί ότι η ανάλυση του Ένγκελς υπεραπλουστεύει την προέλευση της καταπίεσης των γυναικών λέγοντας ότι εμφανίστηκε με την ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας με την ατομική ιδιοκτησία και το Κράτος. Θεωρεί ότι «απορρίπτουμε τις απλουστεύσεις της παραδοσιακής Μαρξιστικής τάσης να βλέπουμε τη βία σαν μόνο επιφαινόμενο … και πρέπει να αποβάλλουμε την ερμηνεία της «τάξης» και της «ταξικής πάλης» όσον αφορά την ατομική ιδιοκτησία και την επικέντρωση στο αρσενικό προλεταριάτο ενός εργοστασίου …». Απορρίπτει επίσης τις απλουστεύσεις του ριζοσπαστικού φεμινισμού ότι η ανδρική κυριαρχία σχετίζονταν με το κυνήγι σαν την πρώιμη μορφή εκμετάλλευσης και βίας. Θεωρεί ότι ιστορικά, παρόλο που υπήρχαν μόνιμα εγκατεστημένες αγροτικές κοινωνίες περίπου από το 10.000 π.Χ. – 8.000 π.Χ. και υπήρχε παραγωγή με πλεόνασμα, ωστόσο για μια μεγάλη περίοδο δεν υπήρχαν ενδείξεις βίας, ταξικής εκμετάλλευσης ή πατριαρχικής κυριαρχίας. Συμφωνεί με την μελέτη της Γκέρντα Λέρνερ όπου η πατριαρχική κυριαρχία γίνεται φανερή με την άνοδο των πρώτων κρατών (3.000 π.Χ.). όμως λέει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ατομική ιδιοκτησία ή η ιδιοκτησία της γης προηγήθηκε από τον σχηματισμό αυτών των κρατών, δεν υπάρχει ξεχωριστή ιδιοκτησία γης ή τάξη δουλοκτητών, των οποίων η εξουσία να βασίζεται στην ιδιοκτησία. Θεωρεί ότι αυτά τα πρώιμα κράτη ήταν πιο κοντά στον Ασιατικό τρόπο παραγωγής και ότι υπήρχε μια «κρατική τάξη» που έβγαζε πλεόνασμα από την αγροτιά η οποία δεν είχε διαφοροποιηθεί ακόμη σε τάξεις. Οι τάξεις εμφανίστηκαν αργότερα, και η ανάλυση του Ένγκελς ταιριάζει με τα κράτη που εμφανίστηκαν περίπου 2.000 χρόνια αργότερα στην Ελλάδα, τη Ρώμη και την

32


Μαγάντα (Μπιχάρ). Από αυτό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «συνολικά οι ιστορικές και αρχαιολογικές ενδείξεις υποστηρίζουν την τάση στον αυτόνομο ρόλο της δύναμης και της βίας που υπάρχει στη θεωρία της Σετκαρί Σανγκαθάνα αλλά και σε άλλες πρόσφατες θεωρίες». Σε εκείνη την αρχαία περίοδο η οργανωμένη και δικαιολογημένη βία του Κράτους ήταν κομβικό σημείο στην ανάπτυξη της λεηλασίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πατριαρχίας. Μετά συνεχίζει και προσθέτει ότι είναι σημαντικό στα πλαίσια της Ινδίας να συμπεριληφθεί ο ρόλος των καστών στην ανάπτυξη της Κρατικής κυριαρχίας, της εκμετάλλευσης και της πατριαρχίας. Επιπλέον στις συνθήκες του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού σήμερα και σε σχέση με την οικολογική καταστροφή υπάρχει αναγκαιότητα να συμπεριλάβουμε τα θέματα των οικο-φεμινιστριών. Και τέλος προσθέτει ότι χρειάζεται να συμπεριληφθούν η διαλεκτική του σεξ, και οι θέσεις των ριζοσπαστριών φεμινιστριών σε μια ολιστική ανάλυση. Έτσι θεωρεί ότι το ζήτημα της καταπίεσης των γυναικών σχετίζεται με τους βασικούς όρους που περιλαμβάνουν – «έλεγχο της ιδιοκτησίας και των μέσων παραγωγής, τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και των μέσων βίας, τον έλεγχο πάνω στο σώμα τους και στα μέσα αναπαραγωγής» και όλα αυτά εμφανίστηκαν στην ημερήσια διάταξη του γυναικείου κινήματος σήμερα. Οι παραδοσιακές αριστερές φεμινίστριες και οι φεμινίστριες των αστικών κέντρων δεν αντιμετωπίζουν σωστά κανένα από αυτά τα ζητήματα και το καθένα από αυτά το αναδεικνύει διαφορετικό κίνημα. Πιστεύει ότι οι παλιές θεωρίες, ιδέες και συμβατικές μέθοδοι αμφισβητούνται. Πιστεύει ότι ο απελευθερωτικός αγώνας δεν είναι μόνο ζήτημα κινητοποίησης ενός στρατού για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά της αλλαγής του ατόμου τόσο όσο ο μετασχηματισμός των ίδιων των συλλογικών κινημάτων κατά της εκμετάλλευσης. Αυτό γίνεται όχι από τις παλιές αριστερές φεμινίστριες ή τις φεμινίστριες των αστικών κέντρων αλλά από τα κινήματα που αναδεικνύονται από τα βάθη της εκμεταλλευτικής και καταστροφικής κοινωνικής διάταξης, τα κινήματα των αγροτών, των νταλίτ και των αυτοχθόνων. Η προοπτική της Όμβεντ ενώ θέτει κάποια σημαντικά σημεία για τις αναγκαιότητες του γυναικείου κινήματος στην ουσία είναι περισσότερο ρεφορμιστική παρά μετασχηματιστική. Ενώ τονίζει την σημασία των μαζικών κινημάτων και ιδιαίτερα των κινημάτων της υπαίθρου στα πλαίσια της Ινδίας, δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στην μεταρρύθμιση και την επανάσταση. Στην πραγματικότητα η επανάσταση δεν συμπεριλαμβάνεται καθόλου στην ατζέντα της. Παρόλο που θέτει το ζήτημα του ρόλου του κράτους στην σημερινή συγκυρία της βίας κατά των γυναικών δεν ασχολείται με το σημείο αυτό καθόλου. Ενώ η κατάσταση με βάση τις κάστες/τάξεις στην Ινδική ύπαιθρο παραμένει ως έχει, και με τον έντονο ανταγωνισμό μέσα στην πολιτική της άρχουσας τάξης, πόσο αποτελεσματικές μπορούν να είναι οι γυναίκες όταν χρησιμοποιούν αυτούς τους θεσμούς για να ελαττωθεί η βία εναντίον τους; Ποια ήταν η εμπειρία των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων στο πείραμα των γυναικών να συμμετέχουν σε τοπικά συμβούλια; Το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας είναι σίγουρα κρίσιμο αλλά η γυναικεία απελευθέρωση δεν μπορεί να προχωρήσει από γυναίκες που καταλαμβάνουν θέσεις στους θεσμούς εξουσίας μέσα στο σημερινό εκμεταλλευτικό, διεφθαρμένο κατεστημένο. Η απροθυμία της Όμβεντ να μελετήσει το συγκεκριμένο, δύσκολο αλλά αναγκαίο καθήκον της επανάστασης, την ανατροπή δηλαδή αυτού του Κράτους, η άρνηση μάλλον αυτού του καθήκοντος, κάνει την ανάλυση της να μη διαφέρει από την αντίστοιχη των φιλελεύθερων μεταρρυθμιστών. Αγνοεί επίσης το διαδεδομένο κίνημα των Μαοϊκών στην Ινδία και το ρόλο των γυναικών, ειδικά των αντιβάσι (αυτόχθονες). Η Όμβεντ χρησιμοποιεί τον όρο παραδοσιακή αριστερά και συμπεριλαμβάνει όλους όσους ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται την Μαρξιστική ανάλυση, ιδιαίτερα τα κομμουνιστικά κόμματα. Αυτό είναι προβληματικό γιατί η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου αντεπιστημονικού και σαρωτικού όρου από την Όμβεντ βάζει στο ίδιο καλάθι Μαρξιστές διαφόρων αποχρώσεων, τους Τροτσκιστές, τους Μαοϊκούς και τους διάφορους ρεβιζιονιστές. Μετά το πρωτοποριακό έργο του Ένγκελς, οι επαναστάτες Μαρξιστές σε όλο τον κόσμο έκαναν πολλά βήματα για να αντιμετωπίσουν την καταπίεση των γυναικών στην πορεία του επαναστατικού κινήματος και μετά την επανάσταση. Σ’ αυτά τα πλαίσια οι προσπάθειες που έγιναν στην Κίνα στη διάρκεια του επαναστατικού κινήματος αλλά και μετά, οι θέσεις του Μάο, το θεωρητικό έργο στην διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης και η πρακτική εκείνης της περιόδου, όλα αυτά πρέπει να συνυπολογιστούν πριν απορριφθούν οι «απλουστεύσεις του Μαρξισμού». Η μηχανιστική ερμηνεία και η καθυστέρηση κάποιων

33


Ινδών Μαρξιστών σ’ αυτό το ζήτημα δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται σαν επιχειρήματα για την απόρριψη του ίδιου του Μαρξισμού. Αυτό το είδος της επιλεκτικής χρήσης της ιστορίας δεν βοηθάει την γυναικεία υπόθεση. Γεγονός είναι ότι η Όμβεντ τονίζει το ρόλο της βίας στην υποταγή των γυναικών, αλλά αδυνατεί να απαντήσει το ερώτημα που προκύπτει από αυτό – βία για τι. Αν απαντήσει για τον αναπαραγωγικό έλεγχο, το ζήτημα παραμένει αναπάντητο, αναπαραγωγικός ρόλος για ποιο σκοπό. Η διατύπωση του Ένγκελς ήταν υπερβολικά περίπλοκη – προσπάθησε να ερευνήσει τα υλικά αίτια της καταπίεσης των γυναικών μέσα στην ιστορία για αυτό και συσχέτισε τους οικονομικούς (πλεόνασμα, τάξεις), τους κοινωνικούς (συγγένεια, οικογένεια) και τους πολιτικούς παράγοντες (την εμφάνιση του κράτους). Το Κράτος αποτελεί το εργαλείο της βίας, και είναι απαραίτητο για την καθυπόταξη. Οι απόψεις της Περιγιάρ και ο Αμπεντκαρισμός έχουν επηρεάσει την κατανόηση του γυναικείου ζητήματος στην Ινδία. Ένας μεγάλος αριθμός γυναικών από τις κάστες των Νταλίτ κινητοποιήθηκαν από οργανώσεις που πρεσβεύουν τον Αμπεντκαρισμό, κι έχει κερδίσει οπαδούς και σε ένα τμήμα ακαδημαϊκών την τελευταία δεκαετία. Ο Αμπεντκάρ επηρεάστηκε βαθιά από την φιλελεύθερη φιλοσοφία και για αυτό προσπάθησε σκληρά να κερδίσει την ισότητα για τους Νταλίτ και τις γυναίκες στην Ινδία. Το κάψιμο του Μανουσμρίτι, τα πλαίσια στον Ινδουιστικό νόμο (που ήταν για να δώσει στις Ινδουίστριες γυναίκες δικαιώματα στο γάμο, την περιουσία, στην υιοθεσία κλπ) αποτέλεσαν τα μέσα με τα οποία προσπάθησε να φωτίσει τη θέση των γυναικών στην Ινδία. Μέσα στα ειδικά πλαίσια της καταπίεσης των καστών στην Ινδία, όπου οι Νταλίτ και οι γυναίκες είναι τα κύρια θύματα ο Αμπεντκάρ μελέτησε την πηγή της καταπίεσης των καστών και την προέλευση της. Στο έργο του «Ποιοι ήταν οι Σούντρας» κατέληξε ότι η Ινδουιστική θρησκεία όπως εξελίχθηκε από τους Βραχμάνους είναι υπεύθυνη για την ταπεινωτική θέση των γυναικών και γι αυτό έκανε καμπάνιες για να αποκαλύψει τον ουσιαστικά άδικο χαρακτήρα της θρησκείας. Και ο Περιγιάρ αποκάλυψε τις παραδόσεις των Βραχμάνων που αρνούνταν στις γυναίκες την ισότητα. Παρόλο που αυτό σήμαινε ότι το επίκεντρο της αντιπαράθεσης αφορούσε την παραδοσιακή κουλτούρα και δεν έδιναν και τόση σημασία στους υλικούς όρους, ωστόσο η σύνδεση μεταξύ της καταπίεσης των καστών και της καταπίεσης των γυναικών για πρώτη φορά αρθρώθηκε από το μη-Βραχμανικό κίνημα στην Ινδία. Ενώ η επιρροή του Γκαντισμού ήταν περιθωριακή όταν επανεμφανίστηκε το γυναικείο κίνημα στη δεκαετία του ’70, αργότερα όμως, στη δεκαετία του ’90 κέρδισε υποστηρικτές από διάφορες γνωστές διανοήτριες όπως η Μαντού Κισβάρ και η Βαντάνα Σίβα. Υπάρχουν αξιόλογες διαφορές μεταξύ τους αλλά και οι δυο τονίζουν τη σημασία των μη-βίαιων μεθόδων και εξυμνούν τις προ-αποικιοκρατικές παραδόσεις και την κοινοτική ζωή των χωριών. Ενώ η Σίβα υπερασπίζεται την αρχή της πρακρίτι που έδειχνε τις γυναίκες σαν μια ενεργή δύναμη σε σχέση με τη φύση, η Μαντού Κισβάρ υποστήριζε την Ινδική παράδοση και αναζητούσε στοιχεία μέσα σε αυτήν που να ενισχύουν τις γυναίκες. Έχει την τάση να υπερασπίζεται την παράδοση σε όλες τις πλευρές της. Για αυτό και κατέκρινε τις γυναικείες οργανώσεις που επιτίθενται σε βάρβαρες παραδόσεις όπως το σάτι. Θεωρεί ότι πρέπει να ξεχωρίζουμε μεταξύ των καταναγκαστικών θυσιών (κάψιμο) των χηρώνγυναικών, κάτι που είναι εγκληματική πράξη, και την παράδοση του σάτι που αποτελούσε γιορτή της γυναικείας δύναμης και πνευματική ανωτερότητα. Η Κισβάρ τόνιζε ότι μέσω της αρχής της αυτοθυσίας και της πίστης οι γυναίκες κέρδισαν αξιόλογη υποστήριξη και επιρροή μέσα στην οικογένεια και την κοινότητα. Ερμηνεύει την δημοτικότητα της Σίτα (θεά) σαν την ιδανική γυναίκα και σύζυγο από την ίδια σκοπιά. Οι φεουδαρχικές άρχουσες τάξεις ανέπτυξαν αυτή την πατριαρχική κουλτούρα για να εξασφαλίσουν την συνεχιζόμενη υποταγή των γυναικών. Με το να ενστερνίζονται αυτές τις αξίες οι γυναίκες προσπάθησαν να κερδίσουν την έγκριση της κοινωνίας – εννοώντας τα κυρίαρχα τμήματα του χωριού ή της κοινότητας. Η συμπεριφορά που βασιζόταν σ' αυτόν τον ενστερνισμό των πατριαρχικών αξιών μπορούσε μόνο να οδηγήσει σε μια ψευδαίσθηση εξουσίας για τις γυναίκες, που έκανε αόρατη την πραγματική τους σκλαβιά. Η άκριτη υπεράσπιση της παράδοσης από την Κισβάρ ταιριάζει με την μεταμοντέρνα προσέγγιση που χαιρετίζει το τοπικό και τονίζει το ζήτημα της ταυτότητας. Αντιτίθεται στα βασικά συμφέροντα της μάζας των γυναικών που καταπιέζονται από τις φεουδαρχικές παραδόσεις που ακόμη επικρατούν και που αυτές οι παραδόσεις και συμπεριφορές τους στερούν ακόμη και το δικαίωμα στη ζωή. Με την υπεράσπιση της μη-βίας σαν την απόλυτη αρχή αρνούνται στις γυναίκες το δικαίωμα να επιλέξουν τη μορφή πάλης που θα προωθήσει τον αγώνα της απελευθέρωσης. Και οι δυο υποστηρίζουν άμεσα την παγκοσμιοποίηση. Αγνοώντας τα γεγονότα και οι δυο έχουν την άποψη ότι το καθεστώς του ΠΟΕ θα δημιουργήσει ευκαιρίες για την αγροτιά,

34


τις γυναίκες τους Νταλίτ κλπ. Οι ΜΚΟ που δρουν ανάμεσα στις γυναίκες που ζουν στις παράγκες και την ύπαιθρο οργανώνουν τις γυναίκες μέσα στη χώρα. όμως ένα μεγάλο κομμάτι από αυτές έχουν εμπλακεί σε προγράμματα άμεσα χρηματοδοτούμενα από την κυβέρνηση όπως ομάδες αυτοβοήθειας, μικροπιστωτικά προγράμματα, και οργάνωση κοινοτήτων. Οι περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες υλοποιούνται με τη βοήθεια είτε κυβερνητικών πόρων είτε από ξένους χρηματοδότες όπως εκκλησιαστικές οργανώσεις , ιδρύματα κλπ. Δεν αποτελούν κομμάτι του γυναικείου κινήματος αλλά έχουν πάρει τη γλώσσα και την κουλτούρα (τραγούδια κλπ) του γυναικείου κινήματος ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζουν τις πολιτικές της κεντρικής και των τοπικών κυβερνήσεων. Μ' αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να προλάβουν την ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου γυναικείου κινήματος και να εμποδίσουν τις γυναίκες να συμπαραταχθούν στον επαναστατικό αγώνα. Ένα μικρό τμήμα τους χρησιμοποιεί τη γλώσσα του ριζοσπαστικού φεμινισμού για να οργανώσει πόρνες και κάνει καμπάνιες για την νομιμοποίηση της πορνείας στην Ινδία. Μ' αυτόν τον τρόπο υπηρετούν άμεσα τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών για την ανάπτυξη της σεξοβιομηχανίας και του σεξοτουρισμού. Το επαναστατικό γυναικείο κίνημα κάτω από την θεωρητική καθοδήγηση του Μαρξισμού, όπως έχει εξελιχθεί μέσα από την εμπειρία του Λένιν και του Μάο, πέτυχε να οργανώσει τις γυναίκες των πιο καταπιεσμένων καστών και κοινοτήτων, τους φτωχούς αγρότες και τους ακτήμονες εργάτες γης. Το κίνημα έλαβε υπόψη του τα ζητήματα που αναδείχτηκαν από το διεθνές γυναικείο κίνημα και θεωρεί τον αγώνα κατά της πατριαρχίας αναπόσπαστο κομμάτι της νεοδημοκρατικής επανάστασης. Με την κριτική μελέτη των παραπάνω τάσεων, παίρνοντας θετικά σημεία και ενσωματώνοντας τα με τη θεωρία του και την πρακτική του μπορεί να πραγματοποιήσει το στόχο της απελευθέρωσης των τεράστιων μαζών των Ινδών γυναικών μαζί με την επιτυχημένη ολοκλήρωση της επανάστασης. Ανουράντα Γκάντι

35


Πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) http://www.kkeml.gr/

36


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.