ανάσκαμμα | anaskamma 04/2010

Page 1





ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

…που λέει ο λόγος! Η αρχαιολογία των ζώων: Ορισμοί, τάσεις και αφορισμοί Ευτυχία Γιαννούλη Παλαιοπεριβάλλον και ανθρώπινες δραστηριότητες: Η ανθρακολογία στο λιμναίο Νεολιθικό οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς Mαρία Ντίνου H βιογενής αλλοίωση του ξύλου στα υδάτινα οικοσυστήματα Αναστασία Πούρνου Ανάλυση φυτολίθων από τα ιζήματα του Δισπηλιού: Αναζητώντας τις πρακτικές διαβίωσης του προϊστορικού οικισμού Γεωργία Τσαρτσίδου

7-12 13-44 45-60 61-76 77-88

Η επεξεργασία των φυτών μετά τη συγκομιδή στις προϊστορικές κοινωνίες: Ένα συμπόσιο στην Παταγονία στο πλαίσιο του 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Εθνοβοτανικής Σουλτάνα-Μαρία Βαλαμώτη 89-102

Εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην αρχαιολογία Μιχάλης A. Τιβέριος 103-108 Από το εύρημα στο έκθεμα Αναστασία Χουρμουζιάδη 109-140 «ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ»

Αντιγραφή και επικόλληση; Μία νεολιθική πήλινη «σφραγίδα» Φώτης Υφαντίδης

143-152


CONTENTS Editorial

The archaeology of animals: Definitions, tendencies and heresy Eftychia Yannouli Palaeoenvironment and human activities: Anthracology at the lakeside Neolithic settlement of Dispilio, Kastoria Maria Ntinou Biodegradation of archaeological wood in aquatic ecosystems Anastasia Pournou

7-12 13-44 45-60 61-76

Phytolith analysis from the sediments of Dispilio: An approach of understanding the subsistence practices of the prehistoric settlement Georgia Tsartsidou 77-88

Post-harvest plant processing in prehistoric societies: A symposium in Patagonia presented at the 5th International Conference of Ethnobotany Soultana-Maria Valamoti 89-102

The application of new technologies in archaeology Michalis A. Tiverios 103-108 From finds to exhibits Anastasia Chourmouziadi 109-140 “DRAFTS”

Copy and paste? A Neolithic clay “stamp” Fotis Ifantidis

143-152




...που λέει ο λόγος! …ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ;

Ο ανθρωπολόγος Jared Diamond στηριγμένος στις αντιλήψεις του Περιβαλλοντικού Ντετερμινισμού διατύπωσε στο βιβλίο του Όπλα, Μικρόβια και Ατσάλι την άποψη ότι οι διαφορές ανάμεσα στο δυνατό και το αδύνατο, το άσπρο και το μαύρο, το ζωώδες και το ανθρώπινο, το ψωμί και το κρέας, τη φλογέρα και το τύμπανο την προσδιορίζει το περιβάλλον. Δεν θα το θεωρούσα αυθαίρετο, αν έλεγα ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι έρμαιο ενός φιλικού ή εχθρικού περιβάλλοντος, μέσω μιας μονολεκτικής, αρνητικής ή θετικής δεν έχει σημασία, σχέσης. Δεν πιστεύω, με άλλα λόγια, στη συνθηματολογική πρόταση της Ν. Αρχαιολογίας «Culture is the adaptive mechanism which enables man to cope with his environment». Μια πρόταση που κυριολεκτικά αποτελεί το μανιφέστο της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας. Κάτι, πάνω κάτω, σαν το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Δεν πιστεύω, επίσης, χωρίς να το θεωρώ κι αυτό αυθαίρετο, στην άποψη της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας που αντιλαμβάνεται το Περιβάλλον πιο πολύ ως «τοπίο» που λειτουργεί ως «εικονογραφικός» όρος στο πλαίσιο ενός θεωρητικού κειμένου. Δεν το αντιλαμβάνεται, με άλλα λόγια, ως ενεργό μηχανισμό, διαλεκτικά συνδεμένο με τον ενεργό άνθρωπο, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Πιστεύω ωστόσο ότι οπωσδήποτε υπάρχει μια σχέση, μέρος κι αυτή μιας κοσμικής διαδικασίας, η οποία με τον καιρό διαμορφώνεται σε ένα σύστημα, όπου, κατά τη γνωστή χεγκελιανή θέση, «το υποκείμενο υπάρχει χάρη στο αντικείμενο». Θέση που μπορεί πολύ απλά να υπονοεί την αδυναμία του «υποκειμένου» να επιβιώσει χωρίς τη βοήθεια του παραγωγικού αντικειμένου-περιβάλλοντος. Και όπου, ακόμα, κατά την επίσης γνωστή μαρξική διατύπωση, ο κόσμος δημιουργεί τη συνείδηση του ανθρώπου και όχι η συνείδηση τον κόσμο. Θέση, σημαντική κι αυτή, που υπονοεί ότι σκέψεις και ιδέες, επινοήσεις και αποφάσεις έχουν την αφετηρία τους στη διαλεκτική σχέση Ανθρώπου και Περιβάλλοντος. Και στις ανάγκες που δημιουργούνται στο πλαίσιο αυτής της σχέσης, χωρίς να αναγνωρίζω στις ανάγκες αυτές τη δεσμευτική κυριαρχία που προκύπτει ως θέση του φονξιοναλισμού θεωρητικά. Που το «ευγενικά» υπονομεύει ο Claude Lévi-Strauss στο κείμενό του «Μύθος


8

και Νόημα». Ωστόσο στο πλαίσιο μιας τέτοιας συζήτησης είναι απαραίτητο να δηλωθούν με συγκεκριμένο τρόπο τα στοιχεία που δομούν και βάζουν σε λειτουργία τον άνθρωπο, το περιβάλλον και, φυσικά, τη δημιουργική λειτουργία της σχέσης τους, μια λειτουργία που ασφαλώς και δεν επαληθεύει το γοητευτικό παραμύθι της θεϊκής δημιουργίας, αποκαλύπτει ωστόσο ότι άνθρωπος και τοπίο συγκροτούν μαζί έναν περίεργο «θεό» που μετατρέπει την υλικότητα αυτής της αμφίδρομης σχέσης στο υπέρτατο ανθρώπινο δημιούργημα: την κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας, και μέσω των δραστηριοτήτων της παραγωγής, αναπτύσσονται οι νοητικές και οι κατασκευαστικές δυνατότητες του ανθρώπου, παραγωγού και καταναλωτή του πολιτισμού. Ανασκάπτοντας, λοιπόν, το προϊστορικό Δισπηλιό και προσπαθώντας να ανασυνθέσουμε αυτό το υπέρτατο προϊόν της ανθρώπινης εργασίας, στηριγμένοι στα υλικά κατάλοιπα, προϊόντα της ανασκαφικής πράξης, συνειδητοποιούμε, όλο και περισσότερο, ότι αυτό ακριβώς είναι ένας πολιτισμός: το σύνολο των υλικών και πνευματικών προϊόντων που παράγονται στο πλαίσιο της σχέσης περιβάλλοντος - ανθρώπου. Με απλά λόγια, λοιπόν, Άνθρωπος και Νερό, ο Πολιτισμός του Νερού, Άνθρωπος και Βουνό, ο Πολιτισμός του Βουνού, Άνθρωπος και Πράγματα, ο Πολιτισμός των Πραγμάτων! Πάνω κάτω γι΄ αυτή τη σχέση μάς μίλησε και ο Ηρόδοτος στο 5ο του βιβλίο, περιγράφοντάς μας πώς κατασκεύαζαν οι άνθρωποι της εποχής του ένα παραλίμνιο, παραποτάμιο ή παραθαλάσσιο οικισμό. Μας μίλησε για το χώρο, τους ανθρώπους και τη σχέση τους μ’ αυτόν, και τους νόμους τους, δηλαδή την ιδεολογία τους, προϊόν κι αυτή της ίδιας σχέσης. Εξάλλου γι’ αυτό σήμερα δεν παράγουμε πολιτισμό, κι απλώς προσπαθούμε, στην καλύτερη περίπτωση, να αντιγράψουμε μια σκόπιμα κατασκευασμένη και από καιρό νεκρή «παράδοση», ακυρώνοντας με κάθε τρόπο τόσο την ιδεολογική όσο και την παραγωγική σχέση μας με το περιβάλλον.

...που λέει ο λόγος!

ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Όλοι μιλάνε για ανάπτυξη και έχουν στο μυαλό τους μόνο τη διαδικασία της κατανάλωσης, τους ανταγωνισμούς και τις αγορές, τους κερδοσκόπους και τα ομόλογα, τη φορολογική νομοθεσία και το ασφαλιστικό. Δεν είδα και δεν άκουσα κανένα. Ή, τουλάχιστον, δεν μπόρεσα να δω και ν’ ακούσω να λέει πως η Ελλάδα έχει και ένα άλλο, μοναδικό κεφάλαιο που δεν είναι της αγοράς και των ανταγωνισμών ούτε φοβάται τους κερδοσκόπους. Λειτουργεί, ωστόσο, και παράγει κι αυτό, με το δικό του τον τρόπο στο πλαίσιο της ανάπτυξης και τα προϊόντα του βρίσκονται όσο γίνεται πιο κοντά στο λαό, τον βοηθούν να αποκτήσει αυτοσυνείδηση. Να αναγνωρίσει τη θέση του μέσα στην ιστορία και να διεκδικήσει το μερίδιό του από αυτήν, που στο κάτω κάτω είναι προϊόν της πάλης του. Και το κεφάλαιο αυτό είναι οι αρχαιότητες. Με το πλατύ τους περιεχόμενο: ως χώρος, ως αντικείμενο, ως πληροφορία, ως περιβάλλον και κλίμα που δεν το επηρεάζουν τα χαμηλά βαρομετρικά ούτε η κόκκινη σκόνη της Αφρικής, ως ένας κόσμος συμβολικός που σου αποκαλύπτει άλλες πραγματικότητες, μακριά από αυτές που εκβράζει η εφιαλτική ελαφρότητα της τηλεόρασης στις έρημες ακτές της λαϊκής ψυχαγωγίας. Εννοώ, βέβαια, ένα «κεφάλαιο» που γοητεύει και έλκει τον ξένο να επισκεφτεί τη χώρα μας. Οι γραφικότητες του mousaka και του souvlaki έχουν ξεπεραστεί πια. Παγιδεύτηκαν κι αυτά, εξάλλου, ανάμεσα στις αδηφάγες σιαγόνες της δυσερμήνευτης «κρίσης» και είναι άκρως επικίνδυνα. Κι όμως η «νέα ελληνική πολιτεία» της «πράσινης ανάπτυξης» γύρισε επιδεικτικά την πλάτη της σ’ αυτό το κεφάλαιο. Δεν έδειξε καμιά φροντίδα για τα μουσεία, τους αρχαιολογικούς χώρους, τις ανασκαφές που με το σωστό τρόπο της λειτουργίας τους θα μπορούσαν να είναι ένας δυναμικός παράγοντας ανάπτυξης. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη με τις αρχαιολογικές ανασκαφές της Μακεδονίας και της Θράκης.


...που λέει ο λόγος! Το τέως υπουργείο αυτών των περιοχών έδινε κάθε χρόνο ένα συμβολικό ποσό για να συνεχιστούν οι ανασκαφές αυτές. Την τελευταία χρονιά το ποσό αυτό έφτασε τις 120.000 ευρώ!!! Κι όμως οι καινούργιοι αρμόδιοι απάντησαν πως αυτό το «υπέρογκο» ποσό δε θα διατεθεί! Γιατί; Είναι κι αυτό μια συμβουλή του φιλάρχαιου ΔΝΤ!

SANCTA SIMPLICITAS

Έξω γίνεται «χαμός». Οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να καταχωνιάσουν τα υπολείμματα των ονείρων τους, να κρύψουν, ακόμα, και τους επιστημονικούς τους τίτλους, άνεργοι, πανικόβλητοι, κρατώντας από ένα όστρακο στο χέρι αναζητούν μεροκάματο. Οι ανασκαφές δεν χρηματοδοτούνται. Νέες αρχαιολογικές δημοσιεύσεις αποτελούν πια ένα γοητευτικό παρελθόν. Κι όμως πριν από λίγα χρόνια, σπουδαστές μιας ρομαντικής επιστήμης, που λέγεται Αρχαιολογία, μεταδιαδικαστική ή όχι δεν έχει σημασία, έσκυβαν επάνω σε βιβλία με αστραφτερές φωτογραφίες. Ασφυκτιούσαν μέσα σε δυσνόητες θεωρητικές περιγραφές. Και πότε πότε μέσα σε ανασκαφικά σκάμματα φαντάζονταν το προσωπικό τους μέλλον να καταυγάζεται από περίεργα φώτα, ανάμεσα στην αναγνώριση και στη «δόξα». Οι εκπαιδευτικοί έρμαιο στα χέρια του «εκάστοτε» υπουργείου που πειραματίζεται, αναζητώντας λύσεις για τα προβλήματα της Εκπαίδευσης, περιφέρονται κι αυτοί ανάμεσα στον ΟΑΕΔ και στην ωρομίσθια ομηρία τους, κρατώντας στο χέρι το πτυχίο τους, όπως ακριβώς κρατάνε οι φορολογούμενοι τις αποδείξεις των super markets, γιατί έτσι ακριβώς αντιμετωπίζει το πανεπιστημιακό πτυχίο η πολιτεία, ως τεκμήριο μιας τυχαίας καταναλωτικής διαδικασίας, που θα μπορούσε να μην συμβεί. Και η Εκπαίδευση ως συνταγματικά κατοχυρωμένος θεσμός; Αντιμετωπίζει κι αυτή τη λοίσθια μεταρρύθμισή της, βιώνοντας νέες υπονομευτικές προτάσεις, αυτοσχέδιους πειραματισμούς και τις μόνες, σίγουρες,

9

επακόλουθες ανατροπές τους που είναι η αναστάτωση. Οι καταλήψεις των σχολείων, οι συνδικαλιστικοί ακροβατισμοί, οι άγονοι και προσχηματικοί διάλογοι, οι απελπισμένοι γονείς και κηδεμόνες. Και όμως οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι εξακολουθούν να απολαμβάνουν την «άγια μακαριότητά» τους. Ιδιαίτερα αυτοί των καθηγητικών σχολών και των αρχαιολογικών τμημάτων. Παγιδευμένοι στη μαγεία του google σερφάρουν αδιάφοροι, ήρεμοι και προπαντός ανήσυχοι μην τύχει και μειωθούν οι αποδοχές τους ή καταργηθούν τα δήθεν «ερευνητικά» προγράμματά τους!

«ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΙ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΟΥΝ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΥΝ»!

…Έλεγε ο αξέχαστος Γιώργος Μπακαλάκης, χτυπώντας το χέρι του στην έδρα. Και μεις κοιτάζαμε τα παράθυρα, όπου ασχημονούσε η Άνοιξη, και προσπαθούσαμε να φανταστούμε τη μέρα που θα ερχόταν και θα βλέπαμε το όνομά μας τυπωμένο κάτω από ένα κείμενο, προορισμένη, κατά την επιστημονική, εφηβική μας έπαρση να ανατρέψει τη μοίρα της αρχαιολογικής έρευνας. Κι όταν, νεοσύλλεκτοι και «βαρύγδουποι» αρχαιολόγοι μαζευόμασταν στο αναγνωστήριο της Αρχαιολογικής Εταιρείας, δείχναμε ο ένας στον άλλον τις φωτογραφίες των φτωχών ευρημάτων μας, ενώ από μέσα μας είχαμε άλλες σκέψεις. Ο ένας ονειρευόταν να δημοσιεύσει την Ακρόπολη με τα μνημεία της. Άλλος ήθελε να μελετήσει από την αρχή και με νέες, ανατρεπτικές, προτάσεις το Ηρώδειο. Ο Ντίνος ο Τσάκος ονειρευόταν (και το κατάφερε) να βάλει σε τάξη την «τουριστική αξιοποίηση» στα νησιά του Αιγαίου. Και ο Βαγγέλης ο Πεντάζος, μακάρι να μπορούσε να γελάσει εκεί που βρίσκεται, ανακάτευε τα χαρτιά του, κρατώντας μυστικό το τι μας ετοίμαζε. Έτσι βιώναμε τον αρχαιολογικό μας παράδεισο, ανακατεύοντας χαρτιά, φωτογραφίες, βιβλιογραφικές παραπομπές και περιμένοντας πότε θα κυκλοφορήσει το Αρχαιολογικό Δελτίο, η Αρχαιολογική Εφη-


10

μερίς και τα περίφημα ΑΑΑ για να δούμε το τελευταίο μας κείμενο. Να το φωτοτυπήσουμε και να το μοιράσουμε. Και τώρα; Πού πάει εκείνη η λαχτάρα; Κυκλοφορεί το 4ο Ανάσκαμμα και ψάχνουμε για συνεργασίες. Οι «μεγάλοι» αδιαφορούν. Οι «μικροί» φοβούνται. Δεν λέω, το Ανάσκαμμα δεν είναι Antiquity ή κάτι παρόμοιο. Είναι όμως ένα βήμα απ’ όπου μπορούμε να μιλήσουμε, να πούμε το επιστημονικό μας πρόβλημα, την καινούρια απορία μας, να αναγγείλουμε το καινούριο μας εύρημα, να διαφωνήσουμε με τον «προλαλήσαντα». Φαίνεται όμως ότι βρίσκουμε πιο ενδιαφέρον να χαθούμε μέσα σ’ αυτήν την ακατανόητη σιωπή ενός αβυσσαλέου επιστημονικού κοιμητηρίου, όπου η σιωπή είναι αναπότρεπτη, και φυσικά, στο

...που λέει ο λόγος! τέλος, να πνιγούμε μονάχοι… να ξεχάσουμε ο ένας τον άλλο, όπως το θέλει ο αδυσώπητος Νεοφιλελευθερισμός. Να μας φιμώνουν και μεις να σφυρίζουμε αδιάφορα.

ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Τελικά πως ορίζεται ένα Πανεπιστήμιο; Ας υποθέσουμε ότι μας σταματάνε στο δρόμο και μας ρωτούν: Τι σημαίνει «Τομέας Αρχαιολογίας»; Εμείς τι θ’ απαντήσουμε; Θ’ απαντήσουμε με λέξεις ή με νοήματα; Στην πρώτη περίπτωση δεν θα μας καταλάβει κανείς. Στη δεύτερη, θα κοκκινίσουν από ντροπή! Τι ωραία που ήτανε στην Αϊτή πριν από το σεισμό! Γ.Χ.Χ.


...που λέει ο λόγος!

11



ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ*

Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ1

Αντί προλόγου - Κι εσείς, με τι ασχολείστε; - Είμαι αρχαιολόγος. - Άαα, πολύ ωραία (με έκδηλο θαυμασμό). Ξέρετε, πάντα ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Ήταν το όνειρό μου από παιδί. - (Χαμόγελο συγκατάβασης) …Ζωοαρχαιολόγος, για την ακρίβεια. . . . (αμήχανη παύση ολίγων ή πολλών δευτερολέπτων). Ο διάλογος αυτός, πέρα ως πέρα αληθινός, ενίοτε διανθισμένος με σπαράγματα σκηνών ενός απραγματοποίητου ονείρου έχει επαναληφθεί σχεδόν απαράλλακτος τόσες φορές, ώστε η συνέχειά του να προκύπτει σχεδόν νομοτελειακά και να ακολουθεί απολύτως προβλεπόμενη διαδρο-

μή, ανάλογα, φυσικά, με την ιδιότητα του συνομιλητή μου. Τρία αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.

Α. Κάτοικος του χωριού (συνήθως σε συναναστροφή με αρχαιολόγους)

- Ζω-ο-αρ-χαι-ο-λό-γος … Κι αυτό τι ακριβώς είναι; - Να, μελετώ τα κόκκαλα των ζώων που βρίσκουμε στις αρχαιολογικές ανασκαφές. - (Χωρίς άλλη καθυστέρηση) Α, κατάλαβα. Πόσα γίδια είχαν, δηλαδή, και πρόβατα, πόσα γεννούσαν… - Ναι, κάπως έτσι. Και γιατί τα είχαν, για γάλα, για κρέας…, πότε τα έσφαζαν… - Όπως εμείς, δηλαδή. - Ακριβώς. Κι ακόμα, πώς τα μεταχειριζόντουσαν, με ποιο σκοπό, τι άλλο έπαιρναν οι άν-

Διδάκτωρ Αρχαιολογίας – Ζωοαρχαιολόγος, e-mail: efyann@otenet.gr Το κείμενο αυτό βασίζεται σε διάλεξη με πρωτότυπο τίτλο «Η αρχαιολογία των ζώων: Ορισμός, μέθοδοι ανάλυσης, ερμηνεία δεδομένων» κατά το Γ΄ Ανασκαφικό Διδασκαλείο στο Δισπηλιό (Ιούλιος 2009). Περιλαμβάνει πολλά από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά την διάλεξη, όχι όμως όλα, επεξεργάζεται δε επιπλέον ερωτήματα που ετέθησαν με επιμονή και αποσαφηνίζει θέματα επιστημολογικά, τα οποία αποτελούν, ως απεδείχθη, πηγή πολλαπλών παρανοήσεων. Θερμές ευχαριστίες στον ομότιμο καθηγητή κ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδη και τους ικανούς συνεργάτες του για το ενδιαφέρον, όσο και αποδοτικό διήμερο κοντά τους.

* 1


ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

14

θρωποι από τα ζωντανά τους και πώς, εν τέλει, τα ζώα τα ίδια ή μέσω των προϊόντων τους, συμμετείχαν και αυτά σε άλλες όψεις της ζωής των τότε ανθρώπων, σε γιορτές, σε δοξασίες, σε ανταλλαγές, σε χίλια δυο ήθη και έθιμα. Τέλος συζήτησης. Ικανοποίηση εκ μέρους του συνομιλητή, αφού μπόρεσε να ταυτιστεί με την εξήγηση που του δόθηκε, τουλάχιστον κατά το πρώτο μέρος. Το δεύτερο μπορούσε, αν ήθελε, και να το διαγράψει.

Β. Κάτοικος πόλης (με πτυχίο και καλή δουλειά)

- Και δηλαδή, τι ακριβώς κάνετε; Άαα, μελετάτε δεινοσαύρους; - Όχι ακριβώς. Είμαι προϊστορική αρχαιολόγος, τους δεινοσαύρους τους μελετούν παλαιοντολόγοι. Τα ζώα που μελετώ είναι αυτά που υπάρ-

χουν και σήμερα, πρόβατα και κατσίκια, σκύλοι, άλογα, ελάφια, αγριογούρουνα, λύκοι… - Και λιοντάρια; - Και λιοντάρια (Εικ. 1). - Αλήθεια, είχαμε και λιοντάρια στην Ελλάδα; Παιδιά (Μαρία, Πέτρο, Θανάση…) τ’ ακούσατε αυτό; - Μα φυσικά, το λέει και ο Ηρόδοτος. Δεν θυμόσαστε στο σχολείο που μαθαίναμε για την εκστρατεία του Ξέρξη, που έφθασε στην Ελλάδα με καμήλες και που μόλις τις είδαν τα λιοντάρια, που δεν είχαν δει ποτέ καμήλες στη ζωή τους, τρόμαξαν και τους όρμησαν και έτσι κατατροπώθηκε ο Πέρσης; Στη Μακεδονία ήταν. - Α, ναι; …Και δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα ζώα τού τότε και του σήμερα; - Ξέρετε, πέντε ή δέκα χιλιάδες χρόνια, είναι πολύ μικρό διάστημα, με όρους εξέλιξης, για να επέλθει κάποια αλλαγή. Όχι, σε γενικές γραμμές τα ζώα έχουν παραμείνει τα ίδια (Εικ. 2). - Και πού το σπουδάσατε αυτό; Πρέπει να ξέρετε βιολογία, και… Η συζήτηση μπορεί να σταματήσει εδώ, μετά την απαραίτητη βιογραφική ενημέρωση, ή να συνεχίσει, πολλές φορές ευχάριστα, με οδηγό τις γνώσεις και απορίες του συνομιλητή και το θέμα της επιλογής του.

Εικ. 1: Ταυτοποιημένα οστά λιονταριών από προϊστορικές θέσεις της Ελλάδας (αναφέρεται ένα ακόμα δείγμα από τους Δελφούς των γεωμετρικών ή μυκηναϊκών χρόνων, βλ. Yannouli 2003: 189, fig. 18.9). 2 = Ντικίλι Τας, 9 = Καστανάς, 18 = Καλαπόδι, 21 = Πύλος, 23 = Ακρόπολις Μυκηνών, 24 = Τίρυνς, 31 = Ηραίον Σάμου, 32 = Αγία Ειρήνη.

Εικ. 2: Κρανίο σκύλου της νεολιθικής εποχής (αριστερά) συγκρινόμενο με σύγχρονο δείγμα (κατά Planck 1994: 52).


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

Γ. Αρχαιολόγος (ιδεατός τύπος) - Κι εσείς, με τι ασχολείστε; - Είμαι αρχαιολόγος. Ζωοαρχαιολόγος, για την ακρίβεια. -... -... - Τον τάδε τον γνωρίζετε; Τέλος συζήτησης. Υπάρχουν συνάδελφοι οι οποίοι διστάζουν ή δεν θέλησαν ποτέ να ενημερωθούν για το τι ακριβώς κάνω. Είτε επειδή δεν εγνώριζαν είτε διότι ενόμιζαν πως η δουλειά μας εξαντλείται σε έναν κατάλογο, υιοθετούσαν στάση απορριπτική. Παραμένει δύσκολο να ψέξει κανείς εκείνους οι οποίοι γνώρισαν και υπηρέτησαν την αρχαιολογία ως επιστήμη των υλικών μνημείων ή και συμπαρομαρτούντων γραπτών πηγών. Γι’ αυτούς, λοιπόν, γράφεται αυτό το κείμενο, αλλά και για τους άλλους, οι οποίοι θέλουν να μάθουν και να πληροφορηθούν, μα χάνουν κάποτε το νήμα, και για τους άλλους, που βιάζονται να δείξουν ότι προχωρούν… και προσπερνούν.

«Μα είναι η ζωοαρχαιολογία αρχαιολογία;»

Χαρακτήρας του ερωτήματος σήμερα Σ’ αυτό το ερώτημα, που τίθεται τόσο συχνά, η απάντηση είναι μία. Αναμφισβήτητα

15

ναι, αν ασκείται από ζωοαρχαιολόγο, από επιστήμονα δηλαδή, ο οποίος υιοθετεί για το υλικό του προσέγγιση και όρους αρχαιολογικής διερεύνησης. Ωστόσο, είναι συχνό φαινόμενο, συχνότατο θα έλεγα, να ασκείται η ζωοαρχαιολογία από ζωολόγους, από επιστήμονες, δηλαδή, για τους οποίους το επίκεντρο αποτελεί το ζώο, η φύση του και η μορφή του, και όχι ο άνθρωπος και η σχέση του με αυτό. Γι’ αυτό και έχουν προκύψει πλήθος παρανοήσεων για τη ζωοαρχαιολογία και το αντικείμενό της2. Υψώνονται συχνά ανυπέρβλητα εμπόδια ανάμεσα στις παλαιότερες αρχαιολογικές προσεγγίσεις και στη διαφοροποιημένη, ίσως και πιο εξωστρεφή, πράξη του σήμερα. Έτσι, λοιπόν, τα «ζώα», τα μόνα ζωντανά «μνημεία»3 της αρχαιολογικής σκευής, με ό,τι σηματοδοτούν και συμβολίζουν, είναι τα μόνα που έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά σε ανθρώπινες επιλογές και να τις απηχούν με τρόπο που καμία άλλη ύλη δεν μπορεί. Εξορίζονται από τον πυρήνα της αρχαιολογικής έρευνας, ακρίτως τις πιο πολλές φορές, χάνοντας πολύτιμο υλικό και συμβολή σε γνώσεις που δύσκολα αποκτώνται με άλλο τρόπο. Πρέπει να υπογραμμιστεί εμφατικά ότι ένας ζωολόγος, βιολόγος ή παλαιοντολόγος, ο οποίος καλείται να ταυτοποιήσει ένα ζωοαρχαιολογικό σύνολο, αδυνατεί να μεταφέρει τη γνώση του σε πλαίσιο ακραιφνώς αρχαιολογικού ενδιαφέροντος4. Ωστόσο, αυτές

Επειδή η ζωοαρχαιολογία σχετίζεται με πολλά γνωστικά πεδία, ένας ζωοαρχαιολόγος μπορεί να προέρχεται από την ανθρωπολογία, την παλαιοντολογία, τη βιολογία, τη βιολογική ανθρωπολογία, τη ζωολογία, την οικολογία, ακόμα και από την κτηνιατρική και την γεωλογία, και φυσικά από την αρχαιολογία. Αυτό ισχύει θεωρητικά και είναι ο κανόνας σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα, ωστόσο, όπου η ζωοαρχαιολογία δεν έχει παράδοση, το αρχαιολογικό υπόβαθρο κρίνεται απολύτως απαραίτητο και τείνει να παραμερίσει ειδικούς διαφορετικής επιστημονικής προέλευσης. 3 Σε εισαγωγικό μάθημα αρχαιολογίας περασμένων δεκαετιών, η λέξη «μνημεία» ορίζει το αντικείμενο της Αρχαιολογίας και, μαζί με τα «κείμενα», το γνωστικό θεμέλιο κάθε αρχαίου πολιτισμού, παρά το γεγονός ότι και η φύση αναφέρεται αόριστα ως συνιστώσα. Ως «μνημεία» νοούνται «οιαδήποτε υλικά κατασκευάσματα, άτινα διά της αμέσου ή εμμέσου επεξεργασίας της ύλης τής γενομένης υπό του ανθρώπου, υπό των ανθρωπίνων χειρών, αποκτούν νέαν σημασίαν». Τα «μνημεία» αυτά προέκυψαν από τη στιγμή που ο άνθρωπος «διά της πνευματικής του αναπτύξεως ήρχισε να χρησιμοποιή βαθμιαίως την φύσιν εντός της οποίας έζη» (παραδόσεις Ν. Μ. Κοντολέοντος στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών). 4 Εννοώ με αυτό, ότι ο επιστήμων ζωολόγος εκπαιδεύεται με τρόπο συγκεκριμένο, θετικό, τα ευρήματά του είναι συνήθως επαληθεύσιμα και τα όρια στα οποία κινείται σταθερά, αντίθετα από τους αρχαιολόγους. Έτσι, λοιπόν, δεν είναι δυνατόν για τον ζωολόγο να χρησιμοποιήσει με ευχέρεια εργαλεία ερεύνης αρχαιολογικά (στρωματογραφία, κεραμική, αρχιτεκτονική, διάφορα εργαλεία κλπ), να τα αξιολογήσει σε βάθος χρόνου ή να κατανοήσει 2


16

οι πρώιμες βιβλιογραφικές αναφορές από αλλοδαπούς επί το πλείστον ζωολόγους5 σχετικά με την παρουσία των ζώων σε αρχαιολογικές θέσεις του 20ού αιώνα έθεσαν τις βάσεις για τις εκτενείς πλέον δημοσιεύσεις των τελευταίων δεκαετιών. Η επιφυλακτική ή και αρνητική υποδοχή του νεοσύστατου γνωστικού πεδίου δεν φαίνεται να εξηγείται από τη φυσική παρά ανθρωπογενή προέλευση του υλικού, όσο από τη θέση του στην αρχαιολογική ερμηνεία. Είναι, εν τέλει, φυσικό ένας σωρός από οστά, όσο προσεκτικά και αν έχει καταγραφεί, να μην μπορεί να διεκδικήσει τον ζωτικό χώρο που του αναλογεί, όπως συχνά παρουσιάζεται (π.χ. ως laundry list αγγλιστί, όρος που χρησιμοποιείται μάλλον περιπαικτικά). Ειδικές πληροφορίες, όπως μετρήσεις, πίνακες και ιστογράμματα συνιστούν εξαιρετικής σημασίας δεδομένα, τα οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να προτάσσονται του κειμένου που επεξηγούν. Γι’ αυτό και η θέση τους ανήκε επί μακρόν στο τέλος, εν είδει παραρτήματος.

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Η ανθρωπολογική συμβολή Το ιδιάζον αυτό καθεστώς εξηγείται ιστορικά και συνδέεται άμεσα με τη διαδρομή της ζωοαρχαιολογίας, ως παράλληλη διαδρομή των διαφόρων ανθρωπολογικών και αρχαιολογικών θεωριών, οι οποίες άνθησαν και υιοθετήθηκαν ως έγκυρες τον τελευταίο έναν και πλέον αιώνα. Στον τομέα της ανθρωπολογίας, τόσο η περιβαλλοντική αιτιοκρατία (environmental determinism)6, όσο και η περιβαλλοντική πιθανοκρατία (environmental possibilism)7 που ακολούθησε, δεν επέτρεψαν στη ζωοαρχαιολογία να φέρει τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του στο επίκεντρο, ούτε προσέφεραν πεδίο έμπνευσης. Ένα πολύ μικρό ποσοστό αναλύσεων έχουν γίνει υπό την επίδραση αυτών των θεωριών και όλες έχουν χαρακτήρα βιολογικό. Οι όροι της συζήτησης αλλάζουν τη στιγμή που υπεισέρχονται σε αυτήν οι αρχές της πολιτισμικής οικολογίας (cultural ecology). Τώρα πολιτισμός και περιβάλλον είναι αλληλένδε-

αλληλεπιδράσεις σε επίπεδα πολλαπλά, πώς, για παράδειγμα, η αλλαγή στη σύνθεση ενός κοπαδιού μπορεί να συνδέεται με αποφάσεις ζωτικής σημασίας στη ζωή μιας κοινωνίας ανθρώπων και να αποτυπώνεται στη μορφή του οικισμού, της κεραμικής του ή στο μέγεθός του. Μπορεί, ωστόσο, να ανασυστήσει με τρόπο απολύτως εύληπτο και κατανοητό την πραγματικότητα της φύσης, των φυσικών συσχετισμών σε ένα αρχαιολογικό περιβάλλον, και τούτο έχει αναμφισβήτητα την αξία του. Είναι ενδεικτικό ότι στο ερώτημα «τι είναι εξημέρωση;» ο ορισμός του ζωολόγου είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν του (ζωο)αρχαιολόγου, τα κριτήριά του είναι επί το πλείστον μορφολογικά (μέγεθος, σχήμα, κλπ) αντί για περιγραφικά σχέσεων (π.χ. συμβίωσις, κοινωνική αξία ζώου, κλπ), και αυτή η διάσταση αποτυπώνεται σαφώς και στην ερμηνεία των ζωοαρχαιολογικών δεδομένων. 5 Η πρώτη, απ’ όσο γνωρίζω, άλλως από τις πρώτες αναφορές σε οστέινα μη εργασμένα αρχαιολογικά ευρήματα στην Ελλάδα ανάγεται στο 1897 και αφορά ένα σύνολο θραυσμένων και καμμένων οστών, που αποδόθηκε σε απορρίμματα γεύματος, από το σπήλαιο Μιαμού στην Κρήτη (Taramelli 1897: 296-7). Λίγα χρόνια αργότερα εμφανίζονται και άλλες, λίγες παρόμοιες αναφορές στην ελληνική βιβλιογραφία και, ειδικά αυτή από το Δικταίον Άντρον (Boyd-Dawkins 1902: 162-5), περιλαμβάνει ακόμα και μετρήσεις. Το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας του είδους τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σχετίζεται με την Κρήτη, και μόνο περιστασιακά με άλλες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Κώτιλον Πελοποννήσου, Κουρουνιώτης 1903: 179, Μολυβόπυργος και Αξιοχώρι στην Μακεδονία, Heurtley & Hutchinson 1925-26: 45-6; Heurtley & Radford 1927-28: 175, Λίνδος Ρόδου, Blinkenberg 1931: 183-5, Θερμή Λέσβου, Bate 1936: 216). Βασιζόμενος σε αυτές τις πρώιμες ζωολογικές αναφορές, αλλά λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα μέχρι τότε γνωστά δεδομένα, ο Vickery επιχειρεί το 1936 την πρώτη σημαντική σύνθεση της οικονομικής συμβολής των ζώων στην προϊστορία της Ελλάδος (Vickery 1936). 6 Η περιβαλλοντική αιτιοκρατία (environmental determinism) αναφέρεται σε θεωρία του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, η οποία προσέδιδε στο περιβάλλον κεντρικό ρόλο, όσον αφορά στα πολιτισμικά φαινόμενα. Σύμφωνα με αυτή, ο πολιτισμός (culture) δεν έχει δυναμική και ο διάφορες εκφάνσεις του (cultural phenomena) επεξηγούνται με τους όρους του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο αυτές παρατηρούνται (Hardesty 1977; Moran 1979). 7 Η περιβαλλοντική πιθανοκρατία (environmental possibilism) των αρχών του 20ού αιώνα παρέχει περισσότερο χώρο στις πολιτισμικές διεργασίες, αντιλαμβάνεται, ωστόσο, τον ρόλο του περιβάλλοντος ως περιοριστικό, ικανό να επεξηγήσει την απουσία κάποιων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, αλλά όχι την παρουσία τους (Kroeber 1939; Harris 1968).


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ τα, το κάθε συστατικό ορίζεται από το άλλο, η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του είναι σχέση δυναμική, από την οποία μπορεί να προκύψουν εναλλακτικές ειδικές συμπεριφορές ή θεσμοί (Steward 1955). Η επιλογή και η μέθοδος απόκτησης των μέσων διατροφής και οι συνέπειές τους βασίζονται σε ένα συνδυασμό πολιτισμικών, περιβαλλοντικών και τεχνολογικών παραγόντων. Είναι, λοιπόν, σε αυτό, το πρώτο διεπιστημονικό και οικολογικό πλαίσιο, που η ζωοαρχαιολογία αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία της στην αρχαιολογική έρευνα.

Το αρχαιολογικό υπόβαθρο

Η εξέλιξη της ζωοαρχαιολογίας εντός των πλαισίων της αρχαιολογίας έχει περάσει από τα στάδια της ταξινόμησης και περιγραφής των ειδών κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και της πολιτισμικής ιστορίας των αρχών του 20ού. Στην αρχή, οι ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις πραγματοποιούντο από ανθρώπους με βιολογικό υπόβαθρο, οι περισσότερες ήσαν περιγραφικές, κάποιες λίγες όμως προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τα στενά όρια στα οποία κινούνταν μέχρι τότε, προλειαίνοντας το έδαφος για τη μελλοντική κατεύθυνση της ζωοαρχαιολογίας. Παράλληλα, η άσκηση της αρχαιολογίας κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα ανέδειξε τη χρονολόγηση και τη μεθοδολογία ως κεντρικά προαπαιτούμενα, πράγμα το οποίο ενίσχυσε τις πρώιμες προσπάθειες περιγραφής αρχαιολογικών υλικών. Ως αποτέλεσμα, η βαρύτητα που απέκτησαν θέματα στρωματογραφίας και ύφους παρήγαγαν σύνθετες χρονολογίες και πολιτισμικές ιστορίες βασισμένες σε περιγραφικές τυπολογίες (Daniel 1981). Η έμφαση στην ιστορία των πολιτισμών και η επικρατούσα περιβαλλοντική πιθανοκρατική θεωρία δεν ενεθάρρυνε τους αρχαιολόγους να μελετήσουν κατηγορίες αρχαιολογικού υλικού μικρού χρονολογικού εύρους. Στην ουσία, τα μόνα ζωικά κατάλοιπα που έβρισκαν θέση σε αρχαιολογικές δημοσιεύσεις,

17

και αυτά με στόχο την αναγνώριση ειδών, ήσαν ευρήματα από τάφους, μερικά «κλειστά σύνολα» σπηλαίων ή εργαλεία, τα υπόλοιπα απερρίπτοντο. Ενώ, όμως, οι αρχαιολόγοι, οι οποίοι ασχολούντο με τη χρονολόγηση, δεν ενσωμάτωναν τα ζωικά κατάλοιπα στην έρευνά τους, οι ζωολόγοι εξακολουθούσαν να ενδιαφέρονται για τις περιβαλλοντικές και ειδικές βιολογικές πληροφορίες των ζωοαρχαιολογικών δεδομένων. Οι περισσότερες θεωρίες του τέλους του 20ού αιώνα είναι απαλλαγμένες από τη μελέτη της εξέλιξης και της ιστορίας ως προοδευτικής ανάπτυξης, ακολουθώντας κατά το πλείστον τις επιταγές της λειτουργικής (functional) ή διαδικαστικής (processual) θεωρίας, με σημαίνουσα την έννοια του πλαισίου (context). Εκ παραλλήλου, τόσο η συμβολική (symbolic) όσο και η δομική (structuralist) προσέγγιση διεκδικούν τον δικό τους χώρο. Ανάλογες τάσεις διαπιστώνονται και στις ζωοαρχαιολογικές σπουδές. Ειδικές σημαντικές ανθρώπινες επιλογές και συμπεριφορές εξειδικεύονται σε δεδομένο τόπο και χρόνο και συνιστούν κεντρικά ερευνητικά ζητήματα.

Το β΄ μισό του 20ού αιώνα: Η συνύφανση αρχαιολογίας και ανθρωπολογίας

Η απεμπλοκή από τα στενά όρια καταλόγων, χρονολογίας και πολιτισμικής ιστορίας συντελείται σταδιακά κατά τη δεκαετία του 1940, συγχρόνως με την ανάπτυξη ενδιαφερόντων τα οποία, όπως αναφέρθηκε, απαιτούσαν γνώση του πλαισίου (context) και της λειτουργίας (function). Συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία ο Steward (1955) έθεσε τις βάσεις της πολιτισμικής οικολογίας (cultural ecology) και ο Taylor (1948) πρότεινε τη συζευκτική προσέγγιση (conjunctive approach), δηλαδή τη μελέτη των αλληλλεπιδράσεων μέσα σε έναν πολιτισμό, εγκαινιάζοντας την ολιστική έρευνα της σχέσης ανθρώπων και περιβάλλοντος. Μια τέτοια προσέγγιση απαιτούσε την ανα-


18

θεώρηση του ρόλου ζώων και φυτών. Οι έννοιες της λειτουργίας και του πλαισίου απαιτούσαν τόσο τη συστηματική συλλογή και ανάλυση των ζωικών καταλοίπων, όσο και την ανθρωπολογική, και όχι βιολογική, τους ερμηνεία. Πολλοί αρχαιολόγοι, ωστόσο, εξακολουθούσαν να θεωρούν τα περιβαλλοντικά δεδομένα μη σημαντικά για τη μελέτη των πολιτισμικών φαινομένων. Οι ζωοαρχαιολογικές μελέτες της εποχής εκείνης, αν και αυξημένες σε αριθμό, ήσαν περιγραφικές, χωρίς ποσοτικοποίηση, συχνά δε σε μορφή σημειώσεων ή παραρτήματος. Από την άλλη, όλο και περισσότεροι αρχαιολόγοι ήθελαν τα οστά των ζώων από τις ανασκαφές τους να αναλύονται από ειδικούς και, μάλιστα γρήγορα (θα πρόσθετα, και δωρεάν!). Προέκυψαν αναπόφευκτα προβλήματα, καθ’ όσον δεν υπήρχαν ειδικοί ζωοαρχαιολόγοι και οι περισσότερες ταυτοποιήσεις πραγματοποιούντο από βιολόγους, ζωολόγους ή ανθρώπους χωρίς αρχαιολογική παιδεία. Έτσι, λοιπόν, ο Taylor πρότεινε, μεταξύ άλλων, αυτές οι εξειδικευμένες μελέτες να χρηματοδοτηθούν, ώστε να καταστούν νόμιμη έρευνα και όχι έργο μερικής απασχόλησης, όπως ίσχυε μέχρι τότε. Τόνισε επίσης την ανάγκη σύστασης συγκριτικών συλλογών, της ποσοτικοποίησης των δεδομένων και της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων. Όλα αυτά συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο από τον ίδιο που εκδόθηκε το 1957 με τη συμμετοχή εγκρίτων επιστημόνων, θέτοντας τις βάσεις για τη ζωοαρχαιολογία στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και την επεξεργασία σύγχρονης μεθοδολογίας. Πιο πρόσφατες θεωρητικές εξελίξεις, ιδιαίτερα αυτές της μετα-διαδικαστικής (postprocessualism) προσέγγισης, υπενθυμίζουν 8

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ στους ζωοαρχαιολόγους τον κρίσιμο ρόλο των ζώων στην κοινωνική ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών (Hesse 1995). Οι αρχές της δομολογίας (structuralism) και του συμβολισμού (symbolism) επιστρατεύονται ενίοτε και ενσωματώνονται στην ερμηνεία ζωοαρχαιολογικού υλικού (Ryan & Crabtree 1995), χωρίς, βέβαια, να μπορεί να προβλέψει κανείς αν θα αποκτήσουν τη δυναμική εκείνη που απαιτείται, ώστε να αποκτήσουν κεντρικό ρόλο στη ζωοαρχαιολογία του εγγύς μέλλοντος. Έχοντας υπ’ όψη το μικρό αυτό ιστορικό, ας επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα, αν, δηλαδή, η ζωοαρχαιολογία είναι ή δεν είναι αρχαιολογία. Κατά τη γνώμη μου, ζωοαρχαιολογία δεν είναι κάθε ανάλυση ζωικών καταλοίπων από αρχαιολογικές θέσεις, αν δεν πληρούνται κριτήρια βασικά, μολονότι όλες οι αναλύσεις αρχαίων ζωικών καταλοίπων χαρακτηρίζονται ως τέτοιες8. Δεν αρκεί, δηλαδή, η ικανότητα να ταυτοποιεί κάποιος ένα οστό, κατά είδος ή ανατομική προέλευση, για να οριστεί «ζωοαρχαιολόγος». Αυτό είναι το πιο εύκολο, μαθαίνεται εν καιρώ ως μία τυπολογία, σαν τις πολλές που υπάρχουν στην αρχαιολογία. Η ουσία του ορισμού αφορά στην ιδιότητα και όχι στην ικανότητα του υποκειμένου, δηλαδή το πώς χρησιμοποιεί κανείς τα ευρήματα της ζωοαρχαιολογικής έρευνας πέρα από το επίπεδο της βιολογικής παρουσίας, συσχετίζοντάς τα με άλλα ευρήματα ή σημαντικά στοιχεία μιας αρχαιολογικής θέσης, μιας ευρύτερης περιοχής ή μιας χρονικής ενότητας. Τούτο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα ως προς την ελληνική αρχαιολογία, όπου ο ζωοαρχαιολόγος καλείται να αξιοποιήσει έναν εξαιρετικό πλούτο πηγών, μοναδικό σε σύ-

Αναφέρομαι αποκλειστικά στο ελληνικό παράδειγμα, όπου η συνδρομή της ζωοαρχαιολογίας αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη όταν αυτή ενσωματώνεται σε δεδομένη αρχαιολογική έρευνα. Τούτο έχει καταστεί δυνατό λόγω της αύξησης των αρχαιολογικών προγραμμάτων με διεπιστημονική προσέγγιση και περιβαλλοντική έμφαση. Το θέμα όμως είναι και γεωγραφικό, αφού κατά παράδοση η ζωοαρχαιολογία στην Αφρική, για παράδειγμα, επικεντρώνεται στα οικόσιτα ζώα στο πλαίσιο των αγροτικών συστημάτων των τελευταίων χιλιετιών ή στη συμπεριφορά του ανθρωπίνου είδους-κυνηγού, ενώ στην Αμερική και την Αυστραλία, στη μετακίνηση πληθυσμών και τις διαδικασίες αποικισμού. Η έρευνα του ρόλου των ζώων στην ανάπτυξη σύνθετων κοινωνιών χαρακτηρίζει άλλους τόπους και άλλες περιόδους.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

γκριση με άλλες σύγχρονες κατά περίσταση κοινωνίες και τόπους. Επειδή, ωστόσο, η ζωοαρχαιολογία είναι σχετικά νέο γνωστικό πεδίο, αλλά συνδέεται με επιστήμες προ πολλού θεμελιωμένες, και επειδή η μεθοδολογία της αποτελεί προϊόν δανεισμού από συγγενείς επιστήμες, η εφαρμογή της παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς τη θεωρητική προσέγγιση και επεξεργασία του αντικειμένου της9. Επιπλέον, όσοι αρχαιολόγοι εξακολουθούν να ταυτίζουν τα ενδιαφέροντά τους με αμιγώς περιγραφικά ή χρονολογικά θέματα λειτουργούν ακόμα με τις αρχές της περιβαλλοντικής πιθανοκρατίας, όπου κάθε συζήτηση για περιβαλλοντικά θέματα καταλήγει σε μια συγκεκαλυμμένη περιγραφική μελέτη. Εννοείται πως, όταν μία έρευνα στερείται οικολογικής προσέγγισης, όταν υπάρχει εμμονή στην περιγραφική ιστορία των πολιτισμών, οι ζωοαρχαιολόγοι θα εξακολουθούν να παράγουν λίστες. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανείς λόγος το φυσικό περιβάλλον να απομονώνεται από το κοινωνικό ή το συμβολικό, αλλά και ούτε να αντιδιαστέλλεται ως προς αυτά. Σπάνια, ωστόσο, οι έγκριτες ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις επιτυγχάνουν 9

19

μια ισορροπημένη ανάγνωση του συνόλου της αρχαιολογικής εικόνας.

Κατανοώντας την ορολογία

Η ζωοαρχαιολογία είναι μία από τις τρεις συνιστώσες της βιοαρχαιολογίας (bioarchaeology), μαζί με την αρχαιοβοτανική (archaeobotany) και την παλαιοβοτανική (palaeobotany). Οι δύο πρώτες αντλούν το υλικό τους αυστηρά από αρχαιολογικά στρώματα, ενώ η τρίτη από το φυσικό περιβάλλον (βλ. πίνακα).

Η βιοαρχαιολογία χρησιμοποιεί τις πηγές της (= βιολογικά δεδομένα) με κύριο στόχο την κατανόηση και αποκατάσταση της οικονομίας ενός οικισμού, βασικός άξων της οποίας συνιστά αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται subsistence και στα ελληνικά αποδίδεται ως διατροφή. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε όλες τις φυσικές πηγές και πρώτες ύλες που προέρχονται από το περιβάλλον και που είναι ουσιώδεις/απαραίτητες για την καθημερινή διαβίωση. Σημαίνει την παροχή τροφής και μέσων συντηρήσεως, το σύνολο δηλαδή των βιοτικών αναγκών

Σε μερικές χώρες η αρχαιολογία έχει στενή συγγένεια με την ανθρωπολογία, ενώ σε άλλες αποτελεί ξεχωριστό πεδίο με ισχυρούς δεσμούς με τις κλασικές σπουδές και την ιστορία. Ο ανθρωπολογικός ή ιστορικός προσανατολισμός της αρχαιολογίας αποτελεί ο ίδιος πηγή πολυμορφίας και στη ζωοαρχαιολογία.


20

ενός πληθυσμού. Περιλαμβάνει την τροφή/ θρέψη (nutrition) και τον τρόπο διατροφής (diet), αλλά δεν ταυτίζεται με αυτές, όπως συχνά και εσφαλμένα θεωρείται, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την εννοιολογική επεξεργασία του αρχικού όρου. Εξετάζει επιπλέον τον τρόπο και τα μέσα απόκτησης τροφής, προσδιορίζει το επίπεδο οικονομικής οργάνωσης (κυνήγι, αλιεία, καλλιέργεια, κτηνοτροφία, διαχείμαση, κλπ) και, κατ’ επέκτασιν, αναλύει τα χαρακτηριστικά μιας κοινότητας σε σχέση με τη δομή, την κοινωνική οργάνωση, την τεχνολογία και τη θέση εγκατάστασης. Στην πραγματικότητα, πολλά συστατικά της οικονομίας, ως στρατηγική επιβίωσης εκτός των ορίων της απόκτησης τροφής, σχετίζονται με την επιλογή, την παραγωγή, τη διανομή και τη χρήση προϊόντων και υπηρεσιών (π.χ. καύσιμα, πρώτες ύλες, καλλιεργήσιμα εδάφη, τόποι αλιείας και ασφαλείς εμπορικές οδοί). Συνοπτικά, λοιπόν, η έρευνα στον τομέα της διατροφής περιλαμβάνει τρεις ευρείς τύπους συσχετισμών: α) μεταξύ των ανθρώπων και

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ του φυσικού περιβάλλοντος, β) μεταξύ ομάδων και του κοινωνικού περιβάλλοντος (η κοινωνική διάσταση της παραγωγής), και γ) μεταξύ ομάδων ανθρώπων και άλλων ομάδων ζώων, σχέσεις κυρίως ανταγωνιστικές. H περιβαλλοντική αρχαιολογία (environ­ mental archaeology) μελετά τα φυσικά φαινόμενα και αποσκοπεί στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος και του κλίματος κατά το παρελθόν (βλ. Shackley 1981; Evans & O’Connor 1999; Dincauze 2000; Albarella 2001α). Αυτό γίνεται μέσω της μελέτης πετρωμάτων, εδαφών και ιζημάτων και περιλαμβάνει τη ζωολογία (σε επίπεδο μικροπανίδας), την παλυνολογία (σε επίπεδο μικροχλωρίδας, το βοτανικό αντίστοιχο της παλαιοβοτανικής) και την γεωαρχαιολογία (βλ. πίνακα). Ειδικά για τα βιολογικά δεδομένα, ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η συμβολή περιβαλλοντικά ευαίσθητων ειδών (π.χ. διάφορα είδη σαλιγκαριών ή οστρέων και φυτών), ως δεικτών κλιματικών και περιβαλλοντικών μεταβολών, οι οποίες μπορούν, εν συνεχεία, να αποδοθούν στην ανθρωπογενή


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ή φυσική τους αιτία. Η ενασχόληση της ζωοαρχαιολογίας με θέματα παλαιοπεριβάλλοντος, και κυρίως με το κλίμα κατά την περίοδο των μεγάλων θηλαστικών, οφείλεται αναμφισβήτητα στη σχέση της με την παλαιοντολογία και ιδιαίτερα με την έρευνα του Τεταρτογενούς (Quarternary). Από τότε η προσέγγιση αυτή εξελίχθηκε σημαντικά, επεκτάθηκε και σε άλλα είδη, λιγότερο εντυπωσιακά, αλλά συχνά πιο αντιπροσωπευτικά του αμέσου περιβάλλοντος (μικρά θηλαστικά, μαλάκια, κλπ). Η βιοαρχαιολογία και η περιβαλλοντική αρχαιολογία έχουν διαφορετικές πηγές προέλευσης και στόχους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι στόχοι αντιδιαστέλλονται. Η πρώτη προέρχεται από βιολογικές επιστήμες και επιδιώκει να ανασυνθέσει κατ’ αρχήν την οικονομία μίας κοινωνίας, η δεύτερη προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες και επιδιώκει να ανασυστήσει το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε και δημιούργησε μία κοινωνία και τις αμοιβαίες επενέργειες. Η επίδραση των φυσικών επιστημών στη μελέτη του αρχαιολογικού περιβάλλοντος αντανακλάται εμφανώς στο πρακτικό επίπεδο, όπου η μεθοδολογία που εφαρμόζεται είναι πολύ εξειδικευμένη (π.χ. παλυνολογία, ισότοπα). Σε αυτό οφείλεται και το ότι σε μεγάλο μέρος της αρχαιολογικής σκέψης η περιβαλλοντική αρχαιολογία ταυτίζεται με την επιστημονική αρχαιολογία (scientific archaeology ή archaeological science) και την εξειδικευμένη μεθοδολογία που τη χαρακτηρίζει, χωρίς ένα εξίσου ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο. H βιοαρχαιολογία παρουσιάζει μεγαλύτερη δυνητική ευχέρεια ως προς την ενσωμάτωση θεωρητικών τάσεων και

10

21

προσεγγίσεων, τόσο στα ερωτήματα που θέτει όσο και στις αναλυτικές διαδικασίες που χρησιμοποιεί. Είναι σε θέση να μελετήσει την αλληλεπίδραση ανθρώπινης συμπεριφοράς και περιβάλλοντος και σε επίπεδο συμβολικό (Ryan & Crabtree 1995) ή ιδεολογικό (Grant 1991), καθ’ όσον αποτελεί βασική παραδοχή της ότι η σχέση του ανθρώπου με τη φύση είναι δυναμική, μεταβαλλόμενη, κατά συνθήκη εξισορροπούμενη, η δε εγκατοίκηση των ζώων δεν περιορίζεται στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και στο ανθρώπινο συμβολικό, με ένα σύστημα σηματοδοτήσεων που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τις βασικές συνιστώσες της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχει αρχίσει να αμφισβητείται η απόλυτη διάκριση των δύο κλάδων σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο της περιβαλλοντικής αρχαιολογίας (βλ. Albarella 2001α; Driver 2001 και σχόλια του Thomas 2001). Η συζήτηση που εγκαινιάστηκε πριν από μερικά χρόνια στην Αγγλία, στο πλαίσιο της Ομάδας Θεωρητικής Αρχαιολογίας (TAG, Birmingham 1998), αναγνωρίζει την προβληματική ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής συμβολής στην αρχαιολογική έρευνα και δημοσίευση, αναλύει τους λόγους γι’ αυτό και προτείνει μεταξύ των άλλων ουσιαστική αναθεώρηση της περιβαλλοντικής ορολογίας, συμπεριλαμβανομένου του όρου περιβαλλοντικός (Albarella 2001β: 11). Ειδικά για το ζωοαρχαιολογικό υλικό προτείνεται ο απογαλακτισμός του από τις θεωρίες της δεκαετίας του ’60, οι οποίες ισχύουν έως σήμερα10, και η άμεση συνύφανσή του με συγκεκριμένα ανασκαφικά και αρχαιολογικά ζητούμενα.

Θα πρέπει εδώ να γίνει μνεία σε δύο ιδιαίτερα σημαντικές για τη ζωοαρχαιολογία έννοιες, οι οποίες αναπτύσσονται την εποχή εκείνη. Η μία είναι η middle-range theory, η εμπειρική παρατήρηση των διαδικασιών και των αρχών που διέπουν τη δημιουργία των αρχαιολογικών καταλοίπων με ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα τεχνολογίας, διατροφής και θέσης εγκατάστασης (για παράδειγμα, Higgs & Vita-Finzi 1972; Binford 1977; Grayson 1986). Η άλλη έννοια βασίζεται σε οικολογικά και οικονομικά μοντέλα, όπως η θεωρία των παιγνίων ή σε μοντέλα βέλτιστης απόδοσης (optimality models), προκειμένου να αξιολογηθούν στρατηγικές αποφάσεις που αφορούν στην απόκτηση και την κατανομή φυσικών και κοινωνικών πόρων (για παράδειγμα, Clarke 1972; Jochim 1976; Reidhead 1979).


22

Ορισμός της ζωοαρχαιολογίας και αντικείμενο ερεύνΑς Η ζωοαρχαιολογία μελετά τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον κατά το παρελθόν, βάσει των ζωικών καταλοίπων από αρχαιολογικές ανασκαφές. Κατ’ αυτήν την έννοια, πρόκειται για κλάδο εντελώς διακριτό από τη ζωολογία –η βιολογική επιστήμη, η οποία εξετάζει τα ζώα ως προς τη μορφή και την κατασκευή τους, τις φυσιολογικές τους λειτουργίες και τις σχέσεις τους με το περιβάλλον–, αλλά και την παλαιοντολογία, η οποία επικεντρώνεται στην εξέλιξη ζώων και ανθρώπου, χωρίς να ασχολείται με τις ενδεχόμενες σχέσεις ανάμεσά τους. Οπωσδήποτε, πάντως, και μολονότι τα πρωτογενή δεδομένα έρευνας ταυτίζονται, η ζωοαρχαιολογία κάνει χρήση περισσότερων μεθόδων από την παλαιοντολογία, όπως είναι π.χ. η συγκριτική ανατομία (μέθοδος δανεισμένη από τη ζωολογία), η οστεομετρία (βιομετρία), η ταφονομία (παλαιοντολογία) και η στρωματογραφία (γεωλογία). Ο ίδιος ο όρος, ζωοαρχαιολογία ή αρχαιοζωολογία, ανάλογα με το ποια έμφαση προσδίδει κανείς στο περιεχόμενο11, διακρίνεται επιπλέον από τη παλαιοζωολογία12 ή την οστεοαρχαιολογία13 κατά το ότι ασχολείται με θέματα ευρέως φάσματος και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, όπως είναι η εξημέρωση και η εξάπλωση των ειδών, η ανθρώπινη διατροφή, η ιστορία της ιπποφαγίας ή της κυνοφαγίας, η δημιουργία νέων φυλών (ράτσες μέσω διασταύρωσης), τα έθιμα ταφής, οι επιδημιολογικές μελέτες λόγω εξά11

12 13 14

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ πλωσης συγκεκριμένων ειδών, η συγκριτική χρήση ζώων και των προϊόντων τους σε αγροτικό και αστικό περιβάλλον, κοκ. Σε γενικές γραμμές, οι άξονες της ζωοαρχαιολογικής έρευνας περιέχονται καθ’ ολοκληρίαν και συνοψίζονται στις ακόλουθες τέσσερις ενότητες: - Αναγνώριση και περιγραφή των ζωικών ειδών με τα οποία σχετίζονταν ανθρώπινες ομάδες στο παρελθόν. Περιλαμβάνει είδη εξημερωμένα, άγρια ή ημιάγρια, είδη τοπικά ή εισηγμένα, είδη που χρησιμοποιούνται για τροφή και άλλα για άλλες χρήσεις. - Αξιολόγηση της σχέσης ανάμεσα σε κοινωνίες ανθρώπων και ειδών ζώων, προκειμένου να κατανοήσουμε τους λόγους της παρουσίας των τελευταίων σε έναν αρχαιολογικό χώρο (εκμετάλλευση νεκρών ζώων, κυνήγι, αλιεία, κτηνοτροφία, συμβίωση, συνοικισμός/ομοσιτισμός, παρασιτισμός, κλπ.)14, αλλά και τη χρησιμότητά τους (διατροφή, πρώτες ύλες, ενέργεια, τελετουργία κλπ). - Αναγνώριση και τεκμηρίωση των βιολογικών ή/και οικολογικών συνεπειών της ανθρώπινης παρέμβασης πάνω στα ίδια τα ζώα (διάφορες ράτσες, μεταβολή περιβαλλοντικών συνθηκών κλπ). - Συμβολή στη γνώση μας για συγκεκριμένες ανθρώπινες ομάδες, του περιβάλλοντός τους, της κατοικίας τους, του τρόπου ζωής τους, των δημογραφικών τους παραμέτρων κλπ. Είναι προφανές ότι η αρχαιολογία των ζώων βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι όπου συναντώνται και συνυπάρχουν διάφορα γνωστικά πεδία (ζωολογία, παλαιοντολογία, συγκριτική ανατομία, εθνοζωολογία, οικολο-

Ο πρώτος χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στην Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, και αντανακλά την ανθρωπολογική διάσταση της έρευνας, προκρίνοντας την ολιστική προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο δεύτερος χρησιμοποιείται πιο πολύ στην Ευρασία και την Αφρική και τονίζει τη βιολογική παράμετρο του υλικού. Σημαίνει κατά λέξη «αρχαία ζωολογία», πολλές φορές δε ταυτίζεται με τη μελέτη των ζωικών καταλοίπων από αρχαιολογικές θέσεις χωρίς καμμία αναγωγή στην ανθρώπινη συμπεριφορά (Hesse & Wapnish 1985: 3; Olsen & Olsen 1981). Το ζωικό αντίστοιχο της παλαιοβοτανικής. Όρος που περιλαμβάνει μόνο τα σπονδυλωτά (Olsen & Olsen 1981), γι’ αυτό και τείνει να μην χρησιμοποιείται ευρέως, αν και αναγνωρίζεται η συμβολή τους στη πολιτισμική και οικονομική ιστορία (Uerpmann 1973: 322). Πρόκειται για τους τρεις τρόπους με τους οποίους τα ζώα σχετίζονται με τους ανθρώπους. Η συμβίωση (symbiosis) είναι σχέση αμφίδρομη και επ’ ωφελεία και των δύο. Ο συνοικισμός ή ομοσιτισμός (commensalism) περιγράφει τη σχέση εκείνη κατά την οποία μόνο το ένα μέρος ωφελείται, χωρίς όμως να βλάπτεται το άλλο. Ο παρασιτισμός (parasistism) ωφελεί πάλι το ένα μέρος, εις βάρος όμως του άλλου.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

23

Εικ. 3: Γιγαντιαία οστά στην Ελλάδα –αρχαίες μνείες με επαληθευμένα ευρήματα (μαύρα οστά) και μη επαληθευμένες θέσεις (γκρι οστά) (χάρτης Michele Mayor Angel, κατά Mayor 2000: 114, Map 3.1).

γία κλπ). Δεν τίθενται χρονικές ή γεωγραφικές προϋποθέσεις για την άσκησή της, καθ’ όσον ένας ζωοαρχαιολόγος μπορεί να επιλέξει να ερευνήσει θέματα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όσο είναι, για παράδειγμα, η εξέλιξη των νεολιθικών προβάτων στην Εγγύς Ανατολή, η χρήση οστών ζώων (μαμούθ) για κατασκευή κατοικιών στη Σιβηρία, η κοιτίδα του αλόγου και η διαδρομή εξάπλωσής του, ή, ακόμα, το ψάρεμα της φώκιας από τους Εσκιμώους για τους χαυλιόδοντές τους και η μελέτη των ζωικών καταλοίπων στις ρωμαϊκές πόλεις της κεντρικής Ευρώπης. Εννοείται, βεβαίως, ότι υπάρχει κάποια εξειδίκευση, ως επί το πλείστον γεωγραφική ή και θεματική,

Εικ. 4: Απολιθωμένο κάτω άκρο μηρού από το Ηραίο της Σάμου (βρέθηκε εντός του ναού, 7ος αι. π.Χ. ή νωρίτερα, φωτογραφία H. Kyrieleis, κατά Mayor 2000: 184).


24

ανάλογα με τις κατευθύνσεις των διαφόρων ερευνητικών κέντρων, αφού είναι πρακτικά αδύνατον κάποιος να ασχοληθεί με όλες τις όψεις του γνωστικού αυτού πεδίου. Εν τούτοις, παρά το εύρος και τις δυνατότητες εφαρμογής της ζωοαρχαιολογίας, η σωστή εκτίμηση της πραγματικής συμβολής της προϋποθέτει σαφή ορισμό τού αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής της, ώστε να υπάρξουν οι προϋποθέσεις διαλεκτικής σχέσης της με άλλες επιστήμες. Στο πρακτικό επίπεδο, οι συνθήκες συλλογής του υλικού επηρεάζουν ευθέως το αποτέλεσμα της έρευνας, και εδώ ακριβώς τοποθετείται και το πρώτο στάδιο συνεργασίας ήδη κατά την ανασκαφή. Προαπαιτούμενο για την καλή συνεργασία ζωοαρχαιολόγου και αρχαιολόγων άλλων ειδικεύσεων είναι η κοινή γλώσσα. Τα ερωτήματα πρέπει να προσαρμόζονται στη φύση του υλικού (π.χ. δεν μπορούμε να μαντέψουμε το χρώμα ή το μήκος αυτιών ενός σκύλου) και οι απαντήσεις να είναι κατανοητές (ένας απλός κατάλογος ειδών σπάνια αποτελεί επαρκή απάντηση). Οι κατάλογοι και τα οστεομετρικά δεδομένα έχουν τη σημασία τους, αλλά δεν ενδιαφέρουν παρά τους ειδικούς. Τα αποτελέσματα αφορούν περισσότερο τους αρχαιολόγους από τους ιστορικούς, αυτό όμως οφείλεται ως επί το πλείστον στον τρόπο παρουσίασής τους και στην, ακόμα και σήμερα, περιορισμένη προσβασιμότητά τους.

Ζωοαρχαιολογία: επιστημολογικές διακρίσεις

Η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους του παρελθόντος και του ζωικού βασιλείου άρχισε να ερευνάται επιστημονικά σχετικά πρόσφατα, όπως άλλωστε και η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους του παρελθόντος και τους προγόνους τους. Κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας και μέχρι την Αναγέννηση (17ος–18ος αιώνας), το συναπάντημα με υπερμεγέθη οστά ζώων προ πολλού εξαφανισθέντων ήταν πολύ συχνό (Εικ. 3), τεκμηριώνεται δε από τα γραπτά αρχαίων ιστορικών και φιλοσόφων ή και από άλλες

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ πηγές λαϊκότερης προέλευσης (Mayor 2000: 104-56). Τα τεράστια αυτά οστά εθεωρούντο κάτι το αξιοπερίεργο, οι άνθρωποι τα φύλασσαν σπίτι τους ή σε ιερά (Εικ. 4), η δε προέλευσή τους παρέμενε ανεξήγητη και γι’ αυτό συχνά αναγνωρίζονται σε μύθους, σε διηγήσεις ή στη λαϊκή παράδοση, ως κύκλωπες, ήρωες, τέρατα, δράκοι, τρίτωνες. Από την Αναγέννηση και μετά, οπότε επέρχεται απογαλακτισμός από την ισχύουσα εκκλησιαστική-θρησκευτική θεώρηση του κόσμου, εξελίσσονται ταχύτατα και οι φυσικές επιστήμες, που βασίζονται στην παρατήρηση, την επανάληψη, την κατανόηση αιτίας και αποτελέσματος. Οι φυσικοί φιλόσοφοι του 17ου αιώνα, με κύριο εκπρόσωπο τον Descartes (1596-1650), γίνονται οι επιστήμονες του 19ου αιώνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γάλλος Georges Cuvier (17691832) θεμελιώνει την παλαιοντολογία και θέτει τις ουσιώδεις αρχές της λειτουργικής ανατομίας, τη γνώση δηλαδή του νόμου των συσχετισμών (Cuvier 1812). Έχουν προηγηθεί πλήθος ανακαλύψεων, καθώς και η έννοια του βάθους του γεωλογικού χρόνου (τέλος του 18ου αιώνα). Τα υπόλοιπα επακολούθησαν αλυσιδωτά. Οι απαρχές της σύγχρονης παλαιοντολογίας στη Μεσόγειο συνδέονται με την Ελλάδα και, μάλιστα, όπως γίνεται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, μετά από ένα τυχαίο περιστατικό. Το 1837, επί Όθωνος, ένας υπασπιστής του φρουρώντας μία γέφυρα στο Πικέρμι ανακαλύπτει, κατά τα λεγόμενά του, ένα κρανίο αρχαίου Έλληνα καλυμμένο με διαμάντια. Το παίρνει μαζί του και το θάβει σε μέρος κοντά στο στρατόπεδο. Επιστρέφει στη Γερμανία, όπου καυχάται για το εύρημά του και προσπαθεί να το πουλήσει. Κατηγορείται για τυμβωρυχία, η γερμανική αστυνομία στέλνει τον έγκριτο ζωολόγο Andreas Wagner στην περιοχή, ο οποίος διαπιστώνει ότι τα «διαμάντια» δεν ήταν τίποτα άλλο από κρυστάλλους ασβεστίτου, αλλά το κρανίο ανήκε σε πίθηκο 13 εκατομμυρίων ετών! Μετά από αυτό οι κυνηγοί οστών έφθασαν στην Ελλάδα κατά ορδές.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ Από το 1839 έως το 1924, δεκάδες χιλιάδων οστά αποσπάστηκαν από ξένους που κατέφθαναν στην Ελλάδα ειδικά γι’ αυτό, με τη συνδρομή ντόπιων για τους οποίους η συνδιαλλαγή απέβαινε ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Μόνο 30.000 υπολογίζονται ότι προέρχονται από τη Σάμο, μία σημαντική πηγή παλαιοντολογικού υλικού από το Μειόκαινο-Πλειόκαινο-Πλειστόκαινο15. Σήμερα ανιχνεύονται σε πλείστα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές ανά τον κόσμο. Τη δεκαετία του 1920 κάτι ανάλογο συνέβη και στην έρημο Gobi στην περιοχή της αρχαίας Σκυθίας, μία από τις πιο πλούσιες πηγές οστών δεινοσαύρων παγκοσμίως. Παρ’ όλα αυτά, η παραδοχή ότι τέτοια οστά μπορούσαν να έχουν συνυπάρξει με το ανθρώπινο είδος, κάτι που σήμερα θεωρείται αυτονόητο, δεν ήταν ούτε άμεση, ούτε ομαλή, εμπεδώθηκε δε σταδιακά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στην αρχή, κοινή πεποίθηση ήταν ότι κανένας άνθρωπος δεν υπήρξε σύγχρονος με ζώα εξαφανισθέντα, όπως οι ελέφαντες ή οι ρινόκεροι. Αργότερα, η συνύπαρξη λίθινων εργαλείων, οστών ζώων και ανθρώπων σε σπηλιές ή υπαίθριες θέσεις, παρείχε τις απαραίτητες αποδείξεις για μια τέτοια συμβίωση. Η άρνηση, ωστόσο, της «επίσημης Επιστήμης» ήταν ακόμα ισχυρή και οδήγησε στην παραλλαγή ότι κάποιοι άνθρωποι υπήρξαν μεν σύγχρονοι με εξαφανισθέντα ζώα, αλλά δεν ήταν οι πρόγονοί μας. Μας χωρίζει από αυτούς μια τεράστια καταστροφή, για παράδειγμα, ο Κατακλυσμός. Με την ανασκαφή και επεξεργασία όλο και περισσότερων στοιχείων έγινε τελικά αποδεκτό ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ο άμεσος απόγονος του προϊστορικού ανθρώπου, που έζησε στην Τεταρτογενή περίοδο16, όπως και τα απολιθωμένα θηλαστικά. Ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα εμφα15 16

25

νίζονται στη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία άτλαντες συγκριτικής ανατομίας που επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση των σκελετικών διαφορών ανάμεσα σε διάφορα είδη. Το 1861 ο Ελβετός κτηνίατρος Ludwig Rütimeyer, με την ευκαιρία της εύρεσης οστών σε λιμναίους οικισμούς στο καντόνι της Ζυρίχης, θέτει τις βάσεις της ζωοαρχαιολογίας. Στο έργο του επιχειρεί να ταυτοποιήσει διάφορα οστά ως προς την ανατομική τους θέση, παραθέτει μετρικά δεδομένα και ασχολείται με την εξημερωμένη πανίδα και τη σχέση της με άγριες μορφές. Τέλος, μελετά την εξέλιξη της πανίδας διαχρονικά. Κατόπιν αυτού, η ενασχόληση με οστά ζώων και η αναγνώρισή τους αρχίζει να γίνεται πιο συστηματικά, εξελίσσοντας ταχέως τη γνώση για το ζωικό βασίλειο του παρελθόντος. Αν και ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις είναι γνωστές τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αιώνα στη Βόρειο Αμερική (Robison 1978) και πιθανόν τουλάχιστον 50 χρόνια νωρίτερα στην Ευρώπη (Morlot 1861), η αρχαιολογική τους σημασία θεωρείτο επί μακρόν δευτερεύουσα, ή, στην καλύτερη περίπτωση, αυστηρώς συμπληρωματική. Ο εναγκαλισμός της ζωοαρχαιολογίας με την αρχαιολογία ανάγεται μόλις στη δεκαετία του 1970 (Boessneck 1969), οπότε και εμφανίζεται ως γνωστικό αντικείμενο, εξελισσόμενο ταχύτατα σε διάφορες χώρες. Σήμερα, η ενσωμάτωση της ζωοαρχαιολογικής έρευνας στην αρχαιολογική είναι σχεδόν κανόνας, είτε γίνεται από ζωολόγο είτε από ειδικευμένο αρχαιολόγο, και αντανακλά την ολιστική αρχαιολογική προσέγγιση, με σκοπό την κατανόηση και την ερμηνεία της ανθρώπινης ιστορίας ως ενιαίο σύνολο. Ωστόσο, επειδή η ζωοαρχαιολογία δεν αναπτύσσεται ως αυτόνομη επιστήμη, αλλά σε σχέση με πολλά γνωστικά αντικείμενα, η πράξη της διαφοροποιείται, με αποτέλεσμα

Μειόκαινο (23 έως 5 εκατομμύρια χρόνια), Πλειόκαινο (5 έως 1,7 εκατομμύρια χρόνια), Πλειστόκαινο (1,7 εκατομμύρια έως 10.000 χρόνια). Γεωλογική περίοδος, η οποία περιλαμβάνει το Πλειστόκαινο (1,7 εκατομμύρια έως 10.000 χρόνια) και το Ολόκαινο (10.000 έως σήμερα).


26

να παρανοούνται συχνά οι πραγματικές δυνατότητες του πεδίου αυτού. Τούτων δεδομένων, μπορεί κανείς να διακρίνει διάφορες σχολές ζωοαρχαιολογίας σήμερα. Κάποιες τονίζουν τη ζωολογική όψη του κλάδου, παραμερίζοντας κάπως την αρχαιολογική μαρτυρία, η οποία παρέχεται από τα ζωικά κατάλοιπα. Η τάση αυτή εκπροσωπείται κατ’ εξοχήν από τη σχολή του Μονάχου και ταυτίζεται κατ’ επέκταση με το γερμανικό μοντέλο. Το Μόναχο υπήρξε πολύ σημαντικό κέντρο κτηνιατρικής έρευνας, γνώρισε δε αξιοσημείωτη ανάπτυξη από το 1965, με τις πολυάριθμες εργασίες του J. Boessneck (1990) και των συνεργατών του. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η αμερικανική σχολή, η οποία ασχολείται με την υπαγωγή σε μοντέλα και τη μαθηματική διατύπωση των φαινομένων. Βρήκε πρόσφορο έδαφος στην πραγματιστική (actualistic) ζωοαρχαιολογία, απότοκο της ταφονομίας. Πρωτοπόροι αυτής της προσέγγισης είναι οι Behrensmeyer, Western & Dechant (1979), Binford (1981), Grayson (1984), Bonnichsen & Sorg (1989), Lyman (1994). Πολλοί από αυτούς τους μελετητές ασχολούνται με ζητήματα μεθοδολογίας και η πλειονότητα χρησιμοποιεί τον όρο ζωοαρχαιολογία όσον αφορά στη δουλειά τους. Κατά την αγγλική σχολή, η μελέτη των ζωικών καταλοίπων συσχετίζεται και ενσωματώνεται στα πορίσματα άλλων κλάδων, όπως η ιζηματολογία και η παλυνολογία, τον ρόλο των οποίων θεωρεί πολύ σημαντικό. Σημειώνεται ότι στην Αγγλία θεμελιώθηκε η περιβαλλοντική αρχαιολογία, κυρίαρχη θεωρία κατά τη δεκαετία του ’70, και ότι στο Λονδίνο υπάρχει το Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Αρχαιολογίας εδώ και πολλές δεκαετίες. Σύγχρονες τάσεις προσπαθούν να γεφυρώσουν την παλαιοζωολογία και την ανθρωπολογία/αρχαιολογία, προτάσσοντας τη θέση του ζώου ως στοιχείου του αρχαιολογικού χώρου (Davis 1987). Υπογραμμίζεται ότι οι ερευνητικές τά-

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ σεις που αναπτύσσονται τόσο από την αμερικανική όσο και την αγγλική σχολή σκέψης συνιστούν μία ευρύτερη αγγλοσαξονική προσέγγιση, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες έχει περισσότερες ομοιότητες από διαφορές και υπερισχύει όλων των άλλων. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα εμφορείται το πλαίσιο αυτό από τον ενισχυμένο ρόλο θεωριών και προσεγγίσεων, όπως η πολιτισμική οικολογία του Steward και η συζευκτική προσέγγιση του Taylor (βλ. συζήτηση για το β΄ μισό του αιώνα), αλλά και τα διάφορα μοντέλα που συνδέονται με αυτές. Τέλος, η γαλλική σχολή ενώνει, κατά κάποιον τρόπο, εκείνους που υιοθετούν μια ισορροπημένη προσέγγιση, όσον αφορά στην ανθρώπινη πρόσληψη της φύσης και του περιβάλλοντος κόσμου κατά το παρελθόν. Η προσέγγιση αυτή τονίζει τις ιστορικές παρά λειτουργικές σχέσεις και εκφράζεται με τον όρο ανθρωποζωολογία. Κυριότερος εκπρόσωπος της τάσης αυτής είναι ο F. Poplin (1983, 1987). Η άσκηση της ζωοαρχαιολογίας στην Ελλάδα συνδέθηκε, κατ’ αρχήν, με τις σχολές σκέψης που καλλιεργούνται στις χώρες προέλευσης των εκάστοτε επιστημόνων. Μολονότι αυτό δεν έχει πάψει να ισχύει, διακρίνεται σήμερα και μία τάση αυτονόμησης. Αποδίδω το γεγονός αυτό στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα. Όταν τα πολυσχιδή ζωοαρχαιολογικά δεδομένα συνεξετάζονται με την αρχαιολογική τους συνάφεια, όπως για παράδειγμα την εικονογραφία, το πλαίσιο συνευρημάτων ή τις γραπτές πηγές, συμβάλλουν στην επικάλυψη των ορίων μεταξύ διαφορετικών οπτικών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Παρ’ όλα αυτά, η σύσταση μιας αρχαιολογικής ομάδας θα πρέπει να συνυπολογίζει το υπόβαθρο και την προσέγγιση του υποψηφίου ζωοαρχαιολόγου, ώστε η συνεργασία να αποδώσει τα μέγιστα παρακάμπτοντας στοχαστικά χάσματα, όπως άλλωστε επιδιώκεται με κάθε υποψήφιο συνεργάτη κάθε επιμέρους ειδίκευσης.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

Υλικό ερεύνΑς Εξ ορισμού, ζωοαρχαιολογικό υλικό θεωρείται αυτό που έχει διατηρηθεί σε αρχαιολογικά στρώματα ή και σε χώρους φυσικής εναπόθεσης. 1. Η μεγαλύτερη κατηγορία ζωικών καταλοίπων περιλαμβάνει τα οστά των σπονδυλωτών, δηλαδή 5 μεγάλων ομοταξιών —των θηλαστικών, των πτηνών, των ερπετών, των αμφιβίων και των ιχθύων. Η δομή και η χημική σύνθεση οστών και οστρέων, με μεγάλη περιεκτικότητα σε μεταλλικά στοιχεία, επιτρέπουν την καλή διατήρηση σε πολλά είδη περιβάλλοντος επί πολλές δεκάδες ή εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια (αμμονίτες, ψάρια, δεινόσαυροι, μαμούθ κλπ). Παρ’ όλα αυτά, η διατήρηση αυτού του υλικού δεν είναι δεδομένη και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως την ηλικία του ζώου, το είδος του εδάφους, τη χημική του σύσταση, την ταχύτητα απόθεσής του κλπ.17 2. Σπανιότερα έρχονται στο φως ζώα μομιοποιημένα (=διαδικασία μεταβολής πτώματος σε μούμια, με φυσικό ή μη τρόπο) και παγωμένα (=στερεοποιημένα λόγω ψύξης), αλλά οι μαρτυρίες που προσφέρουν είναι σημαντικές (βλ. Cockburn et al. 1998; Αufderheide 2003). Οι φυσικές μούμιες βρίσκονται σε ζώνες ερήμων με χαμηλά επίπεδα υγρασίας (π.χ. Allison et al. 1982). Οι πληροφορίες που προσφέρουν αφορούν ως επί το πλείστον την εξωτερική όψη του ζώου, αλλά και διαγνωστικούς χαρακτήρες, όπως χαρακτηριστικά του είδους ή του γένους στο οποίο ανήκουν ή το είδος της τροφής που είχαν στο στομάχι τους, κατόπιν ανάλυσης του περιεχομένου του. Φυσικές μούμιες έχουν βρεθεί σε στρώματα τύρφης διαφόρων χωρών (κυρίως στη Δανία και στην Αγγλία). 17

27

Οι μούμιες που προκύπτουν από ανθρώπινη επεξεργασία (=ταρίχευση) προσφέρουν στοιχεία ενίοτε δυσερμήνευτα, ακριβώς επειδή έχουν υποστεί την ανθρώπινη παρέμβαση, οπωσδήποτε όμως σημαντικά (π.χ. D’Auria et al. 1988; Nerlich et al. 1993; Nicholson 1994). Τα παγωμένα ζώα προέρχονται κυρίως από περιοχές γύρω από τους πόλους ή από εδάφη μονίμως παγωμένα. Αναφέρουμε εδώ τα μαμούθ, τα άλογα και τους μαλλιαρούς ρινόκερους της Σιβηρίας (Farrand 1961; Artamonov 1965, Goodman et al. 1979; Haynes 1991), καθώς και τους βίσσωνες της Αλάσκας (Sutcliffe 1985). Η πολύ καλή κατάσταση διατήρησης των ζώων αυτών επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη βιολογία τους, τη διατροφή τους και τη γενετική τους συγγένεια με σύγχρονα είδη. 3. Τα μαλάκια, τα οποία πολύ συχνά διατηρούνται αρκετά καλά σε αρχαιολογικό περιβάλλον (συνήθως γαστερόποδα, δίθυρα, αλλά ενίοτε και εχινόδερμα και μαλακόστρακα). Η συλλογή τους γίνεται με κοσκίνισμα, η δε παρουσία τους παρέχει στοιχεία για τον τύπο του εδάφους και την αρχαιολογική θέση. Το μεγαλύτερο μέρος των χερσαίων γαστεροπόδων είναι μικρού μεγέθους, επί το πλείστον κάτω του μισού εκατοστού, αλλά η μελέτη τους παρέχει πολλά σημαντικά στοιχεία για το παλαιοπεριβάλλον. Υπάρχουν σαλιγκάρια που δεν μπορούν να ζήσουν παρά μόνο σε ανοιχτό τοπίο και άλλα που επιβιώνουν σε πυκνό δάσος, σε έλη, στις στέπες ή στις όχθες ποταμών. Όλες αυτές οι οικολογικές προϋποθέσεις επιτρέπουν την ταξινόμηση διαφορετικών ειδών σε χαρακτηριστικές οικολογικές ομάδες. Η μελέτη των διαχρονικών μεταβολών συνόλων αυτής της κατηγορίας επιτρέπει εν συνεχεία την κατανόη-

Οι παράγοντες οι οποίοι συντελούν στην καλή ή κακή διατήρηση βιολογικού υλικού αποτελούν το αντικείμενο της ταφονομίας, τομέα έρευνας ενσωματωμένου στη μεθοδολογία της ζωοαρχαιολογίας με ιδιαίτερη παράδοση στην Αμερική (βλ. Lyman 1994).


28

ση των μεταβολών του περιβάλλοντος. Ορισμένα είδη χερσαίων σαλιγκαριών από αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν διατροφική αξία (π.χ. τα μικρά γκρίζα Helix aspersa), όπως και πολλά θαλάσσια είδη (πεταλλίδες, καρδίτες, σπόνδυλοι, μύδια, στρείδια, καλόγνωμες, χτένια, κυδώνια, στρόμπλοι και πολλά άλλα). Όσον αφορά σε μερικά από αυτά, η μελέτη της εποχικότητάς τους, συνδυασμένη με ανάλυση ισοτόπων, ανοίγει νέο πεδίο ερεύνης. 4. Τα έντομα, αποτελούμενα από ένα εξωτερικό περίβλημα και ένα ή δύο ζεύγη πτερύγων, τα οποία μπορούν να διατηρηθούν σε διάφορες εδαφικές συνθήκες (CloudsleyThompson 1976). Βρίσκουμε κατάλοιπα, πιο συχνά θραύσματα, κολεοπτέρων (σκαθάρια, κατσαρίδες, πασχαλίτσες), αλλά και διπτέρων (μύγες, κουνούπια), υμενοπτέρων (μέλισσες, σφήκες, μυρμήγκια) και ημιπτέρων (κοριοί, φυτόφθειρες/φυλλοξήρα) (Kenward 1985). Είναι καταγεγραμμένη η παρουσία τους σε αιγυπτιακούς τάφους, ως είδη ταριχευμένα (βλ. Aufderheide 2003: 405-406, Table 7.1) ή ως τυχαία παρουσία σε δέματα που περιείχαν σκελετούς ή μούμιες (Riddle & Vreeland 1982; Kenward 1985). Τα έντομα μπορεί να αποτελέσουν ενδιαφέρουσα πηγή πληροφοριών για το κλίμα (Coope & Brophy 1972; Kenward 1978), για ζώνες κατοίκησης, καθώς και αποθήκευσης προϊόντων –αλεύρι ή δημητριακά (Osborn 1971; Burleigh & Southgate 1975), για μαζικές μετακινήσεις τους στην αρχαιότητα (Bodson 1991). Ζητήματα ενταφιασμού και ανασκαφής εντόμων περιγράφονται ενδελεχώς από τον Μ. Shackley (1981). 5. Τα παράσιτα, τα οποία ενίοτε διατηρούνται σε υγρά αναερόβια εδάφη. Μπορούμε να τα βρούμε ακόμα και σε μομιοποιημένα ζώα ή ανθρώπους, καθώς και σε κοπρολίθους. Τα ενδο- και εκτοπαράσιτα έχουν ενδιαφέρον ως δείκτες εξάπλωσης κατά την αρχαιότητα διαφόρων νόσων και επιδημιών, ανθρώπων και ζώων, του

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ επιπέδου υγιεινής αρχαίων πληθυσμών (Jones 1985). Σημειώνουμε ότι ακάρεα και εκτοπαράσιτα έχουν βρεθεί σε αιγυπτιακές και περουβιανές μούμιες καθώς και στις μούμιες των φαραώ. 6. Τέλος, άλλες κατηγορίες καταλοίπων αφορούν προϊόντα ζωικής προέλευσης, όπως ωά ή, πιο συγκεκριμένα, τα κελύφη ωών, τα οποία διατηρούνται καλύτερα σε αλκαλικά εδάφη (Keepax 1981). Επίσης, κοπρόλιθους, η ανάλυση των οποίων παρέχει στοιχεία για τη διατροφή, το επίπεδο υγείας, το ανθρώπινο ή ζωικό περιβάλλον (Callen 1969; Bryant 1974; Holden 2001).

Βασικά στάδια ανάλυσης και επεξεργασίας του ζωοαρχαιολογικού υλικού

Σημείο εκκίνησης κάθε ανάλυσης αρχαιολογικού υλικού αποτελεί η καταγραφή του. Ειδικά η καταγραφή ενός οστού οφείλει να είναι όσο το δυνατόν λεπτομερής, έστω και αν δεν γίνεται ερμηνευτική χρήση του συνόλου των πληροφοριών που παρέχονται. Η βάση δεδομένων που προκύπτει απλοποιεί και διευκολύνει την ανάλυση του υλικού, επιτρέπει δε τη στατιστική του επεξεργασία σε διάφορα επίπεδα. Δεν υπάρχει τυποποιημένο έντυπο καταγραφής, όλα όμως καταγράφουν επαρκώς τις απαραίτητες για τον ζωοαρχαιολόγο πληροφορίες. Κατ’ αρχήν είναι σημαντική η πολύ καλή καταγραφή της θέσης εύρεσης του οστού (στρώμα, πάσα, κατασκευή, δάπεδο, εστία, επιφανειακό στρώμα κλπ), διότι οστά χωρίς γνωστή θέση δεν έχουν απολύτως καμία αξία για την αρχαιολογική τους ανάγνωση. Ακολουθεί η αναγνώριση σε επίπεδο είδους (π.χ. πρόβατο, σκύλος) και, αν δεν είναι δυνατόν, σε επίπεδο γένους (π.χ. μηρυκαστικό, κυνίδαι) ή τάξης (π.χ. βοοειδή, σαρκοφάγα). Η ανατομική θέση, από ποιο μέρος του σκελετού, δηλαδή, προέρχεται ένα οστό και, αν είναι διπλό, η πλευρά στην οποία ανήκει. Κατόπιν, ποιο τμήμα αυτού του οστού διατη-


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

29

Εικ. 5: Αναπαράσταση σκηνής προσφοράς θυσιασμένων ζώων από το Φουρνί Αρχανών: το άλογο είχε διαμελιστεί προσεκτικά και εναποτεθεί στο δάπεδο του κυρίως τάφου (βλέπε και εικόνα δεξιά), ενώ κρανίο άγριου βοδιού είχε τοποθετηθεί στην είσοδο προς το πλευρικό δωμάτιο (Θολωτός Τάφος Α, κατά Σακελλαράκη & Σαπουνά-Σακελλαράκη 1991: 74-5, Εικ. 49-50).

ρείται (π.χ. το άνω άκρο κνήμης, η διάφυση ενός μεταποδίου, η κοτύλη μιας λεκάνης), καθώς και το μέγεθός τους (ως ποσοστό επί του ακέραιου οστού). Οι γνάθοι καταγράφονται λεπτομερώς και ως προς τα δόντια τα οποία διασώζουν. Κατόπιν καταγράφεται το φύλο (αρσενικό, θηλυκό, ενδιάμεσο), αν είναι διαγνώσιμο, και οπωσδήποτε η ηλικία (βαθμός συνοστέωσης, γαλακτική/μόνιμη οδοντοστοιχία, φθορά οδόντων). Ακολουθούν στοιχεία ταφονομικά, ίχνη επεξεργασίας, αν το οστό είναι καμένο, σε ποιο βαθμό και σε ποιο τμήμα του, ίχνη αλλοιώσεων, αν είναι σπασμένο και πώς, και τέλος οι μετρήσεις. Σε όλες αυτές τις κατηγορίες οφείλει κανείς να εισάγει και το κριτήριο της αβεβαιότητας. Τα στοιχεία αυτά κωδικοποιούνται και ηλεκτρονικά και εξετάζονται στο επιθυμητό επίπεδο ανάλυσης, ανάλογα με τα ερωτήματα που έχουν τεθεί. Το πρώτο επίπεδο επεξεργασίας μετά την καταγραφή αφορά στην ποσοτικοποίηση του υλικού, την αριθμητική, δηλαδή, απόδοσή του σε ολόκληρη τη θέση, κατά χρονολογική περίοδο, κατά στρώμα, κατά αρχιτεκτονικό στοιχείο, ή οποιαδήποτε άλλη

τεχνητή ενότητα κρίνεται απαραίτητη. Η ποσοτικοποίηση, η οποία γίνεται συνήθως με δύο συμπληρωματικές μεθόδους, τον Αριθμό Αναγνωρίσιμων Οστών (NISP- Number of Identifiable Specimens) και τον Ελάχιστο Αριθμό Ατόμων (MNI – Minimum Number of Individuals), δεν γίνεται μόνο για λόγους στατιστικής, αλλά συνιστά σημαντικό συγκριτικό εργαλείο. Η διακύμανση στα ποσοστά των ειδών σε δεδομένο αρχαιολογικό χρόνο (π.χ. στρώμα, περίοδος, οικιστική φάση, κεραμική φάση, εποχή) ή η διακύμανση των ανατομικών τους στοιχείων ή ακόμα και των ηλικιών σφαγής τους επιτρέπουν την τεκμηρίωση και αξιολόγηση της συμβολής των ειδών στην οικονομία ενός οικισμού. Η ανάλυση μπορεί να γίνει κατά χώραν σε πολλαπλά επίπεδα και είναι συχνά συνυφασμένη με σταθερά στοιχεία δόμησης σαφώς οριοθετημένα (κτίσματα, δάπεδα, εστίες, λάκκοι, δρόμοι), άλλοτε με κινητά ευρήματα που έχουν σταθερές συνεκδοχές (π.χ. πιθάρια, καλάθια) ή σε συνδυασμό με συγκεντρώσεις υλικού άλλης οργανικής προέλευσης ή εργαλείων/αντικειμένων. Βασική παραδοχή της κατά χώραν ανά-


ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

30

λυσης αποτελεί το ότι η θέση των οστών στο αρχαιολογικό στρώμα συνήθως αντανακλά απόρριψη18 ή συνειδητή εναπόθεση19 και αποτελεί πολύτιμο οδηγό στην ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Εικ. 5-6). Οι τρόποι απόρριψης/ εναπόθεσης εξει­δι­κεύουν την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς οριοθετώντας την. Ένα ζώο μπορεί να σφαγιαστεί μέσα στον οικισμό ή εκτός των ορίων του (αφήνοντας πίσω κρανία και οστάρια των κάτω άκρων χωρίς πολύ κρέας), διαμελίζεται και μέρη του μεταφέρονται σε άλλα σημεία για περαιτέρω επεξεργασία, μαγείρεμα και κατανάλωση. Κατά τον διαμελισμό, το κρανίο θραύεται σε κομμάτια για την εξαγωγή του μυαλού και της γλώσσας, ενώ μικρά ζώα πιθανόν να σφάζονται, διαμελίζονται και μαγειρεύονται στο ίδιο σημείο. Τέλος τα μαγειρεμένα μέρη καταναλώνονται και επιβιώνουν ως απορρίμματα τραπέζης, αφορούν κυρίως 18

Εικ. 6: Ταφή από το Σουδάν (περ. 2000 π.Χ.) με εντυπωσιακή εναπόθεση βουκρανίων (κατά Chaix & Méniel 1996: 90).

19

Συγκεκριμένη συμπεριφορά απόρριψης έχει καταγραφεί, για παράδειγμα, στη νεολιθική Δήμητρα Σερρών, όπου ο διαχωρισμός σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους ανέδειξε σημαντικές διαφοροποιήσεις στο υλικό. Αξιοσημείωτες διαφορές εντοπίστηκαν όχι μόνο ως προς το ποια είδη ζώων ή κατηγορία οστών βρίσκονταν «μέσα» ή «έξω» από τα σπίτια αλλά και ως προς τον τρόπο απομάκρυνσής τους: διαπιστώθηκε ότι τα δάπεδα ήταν καθαρά, επειδή, προφανώς, τα σκούπιζαν τακτικά, τα δε απορρίμματα τα έσπρωχναν προς τους τοίχους, όπου και παρατηρήθηκε και η μεγαλύτερη συγκέντρωση υλικού. Επίσης, μέσα στα σπίτια, στα δάπεδα και τις εστίες, βρέθηκαν μόνο λεκάνες βοοειδών, κλασικός τύπος απορρίμματος τραπέζης, ενώ άλλα οστά απαντούν μόνο σε εξωτερικούς χώρους (Yannouli 1994: 289). Παραδείγματα συνειδητής εναπόθεσης αποτελούν οι κάθε είδους προσφορές (σε τάφους, σε βωμούς, σε χώρους εστίασης κλπ), οι οποίες υπακούουν σε μη οικονομικούς κανόνες.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ οστά πλούσια σε κρέας (σπόνδυλους, πλευρά, ωμοπλάτη και λεκάνες, καθώς και μακρά οστά) και βρίσκονται συχνά σε δάπεδα και αυλές. Φυσικά, τα παραπάνω είναι ενδεικτικά, αφού δεν ακολουθείται πάντα η ίδια διαδικασία, ούτε όλα τα ζώα υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση. Η δυσκολία σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι τόσο η αναγωγή του απορρίμματος στην πηγή της παραγωγής του, αλλά στον διαχωρισμό του ανάλογα με τη δραστηριότητα που την προκάλεσε. Η κατά εποχή ανάλυση ενός ζωοαρχαιολογικού υλικού αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ερμηνευτικής διαδικασίας και εξειδικεύει τη διαχρονική διάσταση στην κατανόηση πρακτικών. Τονίζεται περαιτέρω από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται μία (προϊστορική) ανασκαφή στην Ελλάδα, με προτεραιότητα τη μελέτη της κάθετης ακολουθίας οικισμών, τη διακρίβωση των χρονολογικών τους ορίων σε κάθε φάση της οίκησης, καθώς και τη στρωματογραφική μετάβαση από τη μία περίοδο στην άλλη. Η ποσοτικοποίηση ειδών και των ηλικιών τους σε καθορισμένο αρχαιολογικό χρόνο επιτρέπει συγκρίσεις, συνθέσεις και αντιδιαστολές, η επιβεβαίωση των οποίων οδηγεί στην καθιέρωση μοντέλων με ευρύτερη γεωγραφική ή χρονολογική ισχύ. Από την άλλη μεριά, η απόκλιση από ένα μοντέλο συχνά διαφωτίζει, τονίζει ή επιβεβαιώνει άλλες πτυχές της συμβίωσης ζώων και ανθρώπου, ορατές πιθανόν σε άλλες κατηγορίες υλικού (π.χ. στην κεραμική) σε μη διατροφικό επίπεδο υπό τη στενή έννοια. Έτσι, γνωρίζουμε σήμερα ότι η αρχαιοπανίδα σε ολόκληρη την Ελλάδα των προϊστορικών χρόνων κυριαρχείται από τα οικόσιτα ζώα, ενώ τα άγρια ζώα ταυτίζονται σε μονοψήφιο ποσοστό. Και από τα οικόσιτα ζώα, αναμφισβήτητα κυρίαρχα ήταν τα μικρά μηρυκαστικά –τα πρόβατα και ο αίγες. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες φορές διακυμάνσεις στη σύνθεση των κοπαδιών και στη θνησιμότητα των μελών τους, ιδίως όταν επιβεβαιώνονται από πολλές θέσεις, αντανα-

31

κλούν αλλαγή στρατηγικής σε επίπεδο διατροφής. Οι καμπύλες θνησιμότητας των κύριων οικόσιτων ζώων δείχνουν ότι, συγκριτικά με τη Νεολιθική, η οικονομία της ΠΕΧ ήταν σαφώς πιο διαφοροποιημένη και η διαχείριση των κοπαδιών γινόταν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα (συμπληρωματικότητα κτη-­­νο­τροφικών προϊόντων). Άμεσο επακόλουθο της αυξημένης οικονομικής διαφοροποίησης υπήρξε η επανεκτίμηση της αξίας κάποιων προϊόντων. Η κατά χρήσιν ανάλυση αποτελεί το τρίτο σημαντικό επίπεδο αναλυτικής επεξεργασίας ενός ζωοαρχαιολογικού υλικού. Ο λόγος για τον οποίο συνυπάρχουν άνθρωποι και ζώα σε οργανωμένη μορφή εξηγείται από την ανάγκη των πρώτων να ικανοποιήσουν πρωταρχικά αιτήματα διαβίωσης και επιβίωσης (τροφή, ρουχισμός, πρώτες ύλες). Τα ζώα είναι επίσης σημαντικά για την επιβίωση ζωτικών στρατηγικών, όπως η επιλογή θέσης ενός οικισμού, η διασπορά του πληθυσμού, οι αγροτικές επιλογές, καθώς και οι κοινωνικές, θρησκευτικές ή οικονομικές αξίες στη βάση των οποίων είναι δομημένη μία κοινωνία ανθρώπων.

Η Ζωοαρχαιολογία στην Ελλάδα

Ζωοαρχαιολογία στην Ελλάδα, ως επιστημονικός κλάδος με συντεταγμένη ερευνητική προοπτική και ερευνητικά κέντρα που θέτουν, επεξεργάζονται και επενδύουν σε ερωτήματα ειδικά για τον ελληνικό χώρο, δεν υφίσταται. Από μία άποψη, τούτο οφείλεται και σε ιστορικούς λόγους, αφού η Ελλάδα του 19ου αιώνα δεν ακολούθησε τη διαδρομή άλλων χωρών στον τομέα των φυσικών επιστημών, με αποτέλεσμα να αποστερείται τεχνικών υποδομών (μουσεία, συλλογές), αλλά και ειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού απαραίτητου για μια οργάνωση σε εθνικό επίπεδο. Μεμονωμένες συλλογές φυσιοδιφών, αποτέλεσμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που αποτελούν σήμερα τη βάση μικρών ή μεγαλύτερων μουσείων ανά την Ελλάδα, δεν ικανοποιούν τα κριτή-


32

ρια εκείνα στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται μια συλλογή αναφοράς ζωοαρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Κυρίως, δεν είναι ολοκληρωμένες ως προς τα είδη της ελληνικής πανίδας που θα έπρεπε να περιλαμβάνουν, πολύ δε λιγότερο ως προς τα είδη της άγριας πανίδας, της μικροπανίδας, της ορνιθοπανίδας και της ιχθυοπανίδας, είδη τα οποία δυσκολεύουν περισσότερο τον ειδικό στην αναγνώρισή τους. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο, αντιστοίχως, το μάθημα της ζωοαρχαιολογίας αποτελεί πρόσφατη προσθήκη. Αν και αποκτά σταδιακά ίδια δυναμική, η έλλειψη υποδομών (εργαστήρια, συλλογές) χάριν σωστής διδασκαλίας, προς το παρόν τουλάχιστον, την καθιστά εξ ορισμού περιορισμένη και ατελή. Η διδασκαλία γίνεται είτε από επιστήμονες με ειδίκευση στη ζωοαρχαιολογία είτε από αρχαιολόγους, οι οποίοι ασχολήθηκαν κατ’ επιλογήν με την ζωοαρχαιολογία στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής τους εκπαίδευσης και επέλεξαν να ασχοληθούν έκτοτε συστηματικά. Έλλειψη εργαστηρίων σημαίνει ακόμα ότι όσοι θέλουν να σπουδάσουν κάτι τέτοιο πρέπει να φύγουν απαραιτήτως στο εξωτερικό. Παρ’ όλα αυτά, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στον κλάδο αυτό στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακή. Κατά κάποιον τρόπο, η Ελλάδα απετέλεσε terra incognita για πολλούς ειδικούς ερευνητές, οι οποίοι εισήχθησαν στην Ελλάδα μέσω των ξένων αρχαιολογικών αποστολών. Ορισμένες από τις πρώιμες αναφορές σε οστεολογικό υλικό είναι καθαρά περιγραφικές και κυρίως πρόκειται για δείγματα που προκαλούν εντύπωση ή που, λόγω άλλων ειδικών χαρακτηριστικών, δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν20. 20

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ Συχνά διευθυντές ανασκαφών επέλεγαν να αναθέσουν τη μελέτη του ανασκαμμένου ζωοαρχαιολογικού υλικού σε ζωολόγους. Τα αποτελέσματα της μελέτης τους εμπλούτιζαν την αρχαιολογική δημοσίευση, αλλά ουδέποτε ενσωματώνονταν στα αμιγώς αρχαι­ ολογικά ζητούμενα (αποτελούσαν συνήθως παράρτημα), αφού η ζωολογική και η αρχαιολογική προσέγγιση δεν επικαλύπτονταν. Μέχρι πριν από 20 χρόνια πολλοί αρχαιολόγοι αρνούνταν να περισυλλέξουν τα οστά, πολύ περισσότερο δε να κοσκινίσουν το χώμα, πρακτικές που σήμερα είναι όχι μόνο γενικευμένες αλλά και απαραίτητες. Η θετική πλευρά της καθυστερημένης ενσωμάτωσης της ζωοαρχαιολογίας στην αρχαιολογική πρακτική είναι ότι ήλκυσε πολλούς και αξιόλογους επιστήμονες, το έργο των οποίων συνιστά σήμερα υπολογίσιμη βάση έγκυρων και διαθέσιμων δεδομένων, κυρίως όμως για τις προϊστορικές θέσεις. Για τις ανασκαφές ιστορικών χρόνων τούτο ισχύει πολύ λιγότερο, επειδή η ύπαρξη γραπτών και εικονογραφικών πηγών συχνά υπερισχύει εις βάρος όλων των άλλων. Μεμονωμένες προσπάθειες ανάλυσης των καταλοίπων από ναούς, βωμούς, αποθέτες και άλλες ειδικές κατασκευές προοιωνίζουν ίσως ένα καλύτερο μέλλον. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Η περισυλλογή ζωικών καταλοίπων πρέπει να αφορά όλες τις ανασκαφές, ανεξαρτήτως χρονολογίας, ακόμα και τις βυζαντινές.

Η Ζωοαρχαιολογία σήμερα: ερευνητικές δυνατότητες και προοπτικές

Η «κατάληψη» ενός παρθένου τοπίου από ζωο(αρχαιο)λόγους αλλοδαπούς ή ημεδαπούς εκπαιδευμένους εκτός συνόρων,

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αστραγάλων από τους ναούς της Αφροδίτης και του Έρωτος(;) στο Κώτιλον, μερικοί από τους οποίους ήσαν βαμμένοι πράσινοι (Κουρουνιώτης 1903: 179). Ακόμα, το ελαφοκέρατο από το Αξιοχώρι, ταυτοποιημένο λανθασμένα ως άλκη από τον Διευθυντή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου (Heurtley & Hutchinson 1925-26: 49, fig. 39). Η δίχως αμφιβολία λανθασμένη αυτή ταυτοποίηση, αφού πρόκειται σαφώς για πλατόνι (Εικ. 7, βλ. επίσης και σχόλιο από Becker 1986: 102), εγείρει πολλά ερωτηματικά ως προς την ορθή καταγραφή του είδους κάποιων από τα πιο εντυπωσιακά οστέινα δείγματα περασμένων δεκαετιών.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ όπως γίνεται τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια συστηματικά στην Ελλάδα, συνοδεύεται από πολλά πλεονεκτήματα: την παρουσία ζωοαρχαιολόγου στην ανασκαφική ομάδα, τη βελτίωση της μεθόδου περισυλλογής υλικού, την ενσωμάτωση της ζωοαρχαιολογικής ανάλυσης στο κύριο σώμα μιας αρχαιολογικής δημοσίευσης και, κυρίως, τη θεματική και γεωγραφική διεύρυνση του αντικειμένου, όπως προσδιορίζεται από τα ποικίλα ενδιαφέροντα και τις ερευνητικές παραδόσεις των χωρών προέλευσης του πλήθους των ερευνητών. Στον αντίποδα, η απουσία κατευθυντηρίων γραμμών λόγω έλλειψης κεντρικού ερευνητικού σχεδιασμού, σημαίνει ότι οι ερευνητές αυτοί μεταφέρουν τα προβλήματα, τα ερωτήματα και τις ερευνητικές τάσεις των ιδρυμάτων με τα οποία σχετίζονται, προκαλώντας ενίοτε σύγχυση ως προς το ποιες ακριβώς είναι οι δυνατότητες της ζωοαρχαιολογίας. Είναι πολλοί οι αρχαιολόγοι σήμερα, οι οποίοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η χρησιμότητα του ζωοαρχαιολόγου εξαντλείται στην παράθεση ενός καταλόγου ειδών, θεωρώντας παρελκόμενα τα θέματα τα οποία θα μπορούσαν και θα έπρεπε να εξετασθούν από κοινού με τον ζωοαρχαιολόγο. Ο λόγος είναι απλός, εκτός από τον δεδηλωμένο ιστορικό (βλ. «Μα είναι η ζωοαρχαιολογία, αρχαιολογία;»): ούτε οι ζωοαρχαιολόγοι έχουν επιχειρήσει να ενημερώσουν και να αποδείξουν την αρχαιολογική βαρύτητα της συμβολής τους, ούτε πολλοί αρχαιολόγοι έχουν φροντίσει να ενημερωθούν, ώστε να προκύψει κοινή γλώσσα συνεννόησης με σκοπό την πλήρη ενσωμάτωση της ζωοαρχαιολογίας. Τούτων λεχθέντων, τα βήματα που θα έπρεπε ή θα μπορούσαν να γίνουν, προκειμένου να αποκτήσει η ζωοαρχαιολογία θέση τουλάχιστον αντάξια, αν όχι ανώτερη, αυτής που κατέχει σε ιδρύματα της αλλοδαπής, αφορούν τόσο στην οργάνωση σε πρακτικό επίπεδο, όσο και στις κατευθύνσεις σε ερευνητικό. 1. Κατ’ αρχήν απαιτείται μία εθνική συλ-

33

Εικ. 7: Κέρατα άλκης και πλατονιού συγκρινόμενα με το δείγμα από το Αξιοχώρι (Corbet & Ovenden 1980: 85, 87, Schmidt 1972: 89, fig. 24).

λογή αναφοράς, που να περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα είδη της ελληνικής πανίδας, ήμερα και άγρια, και ορισμένα γειτονικών περιοχών (π.χ. το ελάφι της Μεσοποταμίας Dama mesopotamica) ή και εξαφανισθέντων από την ελληνική πανίδα (π.χ. λιοντάρι). Η συλλογή αυτή πρέπει να γίνει με σύγχρονους όρους οργάνωσης, να διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό (εγκατάσταση για προετοιμασία σκελετών, όργανα μέτρησης, διάφορα μικροσκόπια, φασματογράφους, μηχανήματα διατομής οδόντων κλπ) και να είναι ανοιχτή στους ερευνητές ή ακόμα καλύτερα, να λειτουργεί ως πόλος για τους ερευνητές, τους οποίους θα πρέπει, εννο-


34

είται, να διευκολύνει (πάγκους εργασίας, χώρος αποθήκευσης υλικού, ακόμα και κατάλυμμα). 2. Καθορισμός και διασαφήνιση των στόχων και κατευθύνσεων της ζωοαρχαιολογίας στην Ελλάδα προσαρμοσμένων στις ανάγκες της έρευνας που διεξάγεται στη χώρα. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να διεξαχθεί έρευνα σχετικά με την τροφή των οικόσιτων ζώων κατά τους χειμερινούς μήνες στην προϊστορία, θέμα το οποίο έχει ευρύτερες προεκτάσεις και σχετίζεται με συγκεκριμένες καλλιέργειες ή την εποχική μετακίνηση ανθρώπινων ομάδων. Ακόμα, να ερευνηθεί η παρουσία του αλόγου στην Ελλάδα εις βάθος, και όχι σε επίπεδο μεμονωμένων οστεολογικών καταλοίπων, αλλά σε επίπεδο πολιτισμικών συνόλων σε σχέση με πρώιμα φύλα και ανακατατάξεις στον ελλαδικό χώρο. Ή, ακόμα, να συσχετισθεί η φυσική, τοπική παρουσία συγκεκριμένων ειδών και των προϊόντων τους με διάφορες μορφές λατρείας, οι οποίες είναι γνωστές από τα αρχαία κείμενα ή την τέχνη. 3. Έμφαση στη διεπιστημονική συνεργασία. Προτείνεται στενή συνεργασία με τους παλαιοντολόγους, ώστε να συνεκτιμηθούν παλαιοντολογικά ευρήματα σε αρχαιολογικά στρώματα. Ως παράδειγμα, αναφέρεται η συνεύρεση οστών ελέφαντα στο σπήλαιο Γερανίου Ρεθύμνου με οστά ζώων-πρώτη ύλη για τεχνίτες σε ένα «κλειστό σύνολο», η ανάλυση των οποίων ακόμα εκκρεμεί. Η συμπλοκή αρχαιολογικού και παλαιοντολογικού υλικού κρίνεται σημαντική, ιδιαίτερα στην περίπτωση που τα δύο σύνολα αποδειχθούν σύγχρονα μεταξύ τους (Τζεδάκις 1970; Πετροχείλου 2000). 21

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ Προτείνεται, επίσης, στενή συνεργασία και με τους κλασικούς αρχαιολόγους και τους βυζαντινολόγους. Πολλοί κλασικοί αρχαιολόγοι ανασκάπτουν απολιθώματα και τα απορρίπτουν ή τα εκλαμβάνουν λανθασμένα ως οστά σύγχρονων ειδών (βλ. Μayor 2000: 168-70, σημ. 6). Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα οστά αυτά έχουν πλέον καταστραφεί ή επισημαίνονται επιγραμματικά, όπως, για παράδειγμα, ο σπόνδυλος φάλαινας από τα θεμέλια νεολιθικής οικίας στη Φαιστό (Mosso 1910: 66). Δεν είναι γνωστό ποιος έκανε την ταυτοποίηση, ωστόσο, σε μια σχέση συνεργασίας, όπως αυτή που προτείνεται, το σχόλιο του ανασκαφέα «… εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι αυτός ο πρωτόγονος λαός ενδιαφερόταν για τη φυσική ιστορία», θα είχε αξιολογηθεί οπωσδήποτε διαφορετικά. Συνεργασία, εξάλλου, δεν σημαίνει μόνο συμμετοχή σε κοινό έργο, αλλά κυρίως παρέχει πρόσβαση σε γνώση διαφορετική, διεύρυνση ερευνητικών επιλογών και προ παντός φίλτρο άστοχων σχολιασμών. 4. Συνεργασία με ιστορικούς, ώστε να τονιστεί η διαχρονική παράμετρος μιας ζωοαρχαιολογικής έρευνας με τους όρους των ιστορικών, επιλύοντας ταυτόχρονα τυχόν προβλήματα βιβλιογραφικής προσβασιμότητας. Η πλεονεκτική θέση, στην οποία βρίσκεται η ζωοαρχαιολογία λόγω της φύσης του υλικού της21, τής εξασφαλίζει πολλές δυνατότητες συνεργασίας σε προγράμματα με ιστορική διάσταση, από τη μελέτη της εξάπλωσης του μαύρου αρουραίου και του λιμού εξαιτίας αυτού (Delort 1984; Armitage et al. 1984; Armitage 1994), ή της εξάπλωσης του κουνελιού (Calou 1995) και του

Η καταγραφή και η προκαταρκτική ανάλυση ενός ζωοαρχαιολογικού υλικού διεξάγεται με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα από τη χρονολόγησή του, αντίθετα με άλλες χρονολογικά και τυπολογικά «ευαίσθητες» κατηγορίες αρχαιολογικού υλικού, όπως η κεραμική, τα εργαλεία ή η αρχιτεκτονική. Κάποιος που ειδικεύεται στη νεολιθική κεραμική, για παράδειγμα, αδυνατεί να καταγράψει και να αναλύσει την κεραμική των βυζαντινών, επειδή διαφέρουν σημαντικά τόσο τα κριτήρια καταγραφής, όσο και οι οικονομικές ή κοινωνικές προεκτάσεις της κεραμικής στις δεδομένες περιόδους. Τα ζωικά κατάλοιπα, αντίθετα, δεν έχουν τέτοιους περιορισμούς –τα ζώα είναι τα ίδια ως προς τη μορφολογία και ανατομία τους, οι ηλικίες σφαγής ή το φύλο τους εκτιμώνται με τον ίδιο τρόπο, επεμβάσεις στην επιφάνεια του οστού καταγράφονται επίσης με τον ίδιο τρόπο–, δύνανται δε να ενταχθούν με ευκολία σε οποιονδήποτε ιστορικό ορίζοντα.


Εικ. 8: «Οδοντόφρακτο» κράνος με επένδυση από χαυλίους κάπρου (Μυκήνες, 14ος αι. π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Aρ. Ρ6568) και σχεδιαστική απόδοση των δοντιών των χοίρων κατά φύλο και γνάθο (κατά Schmidt 1972: 81, Plate IV).

Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ 35


36

πλατονιού (Massetti 1996), μέχρι την ιστορία των εξημερωμένων φυλών (Chaix 1986; Schneider, Lacoumette & Leser 1991), αλλά και την ταξινομική αντίληψη του ζωικού βασιλείου σε διάφορες ιστορικές στιγμές. Η ταύτιση μνημείων και εθίμων βάσει των ανεσκαμμένων οστών αποτελεί μία ακόμα σημαντική συμβολή στην εφαρμογή της ζωοαρχαιολογίας στο ιστορικό πεδίο. Είναι πραγματικά εξαιρετικός ο συσχετισμός μιας συστάδας λιγοστών οστών από έναν λάκκο, άγνωστης χρονολόγησης, και πάντως μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., στη Θάσο με την τρίττοια, αρχαίο τελετουργικό ορκωμοσίας, το οποίο απαιτούσε τη βίαιη αποκοπή ενός ζώου στα δύο (Blondé et al. 2003). Παράλληλα, απαιτείται μια ιστορική σύνθεση ιδεών και αντιλήψεων σχετικά με τη φύση και τους κατοίκους της, όχι γενικού, αλλά ειδικού ζωοαρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Αυτή πρέπει να οργανώνει τις αντιλήψεις για το φυσικό περιβάλλον άλλων εποχών, να παρουσιάζει ζητήματα ταξινόμησης, νόμων και κανόνων σχετικά με την εδωδιμότητα κάποιων ειδών, με τη συμμετοχή τους σε τελετουργικά σχήματα, σε προσφορές και θυσίες, στην καθημερινή ζωή αστών και χωρικών και σε όποιο άλλο επίπεδο κρίνεται απαραίτητο. Εν τέλει, δεν υπάρχουν πολλές χώρες στον κόσμο, οι οποίες μπορούν να θέσουν στην υπηρεσία του (ζωο)αρχαιολόγου τόσες ιστορικές πηγές ταυτόχρονα (τέχνη, κείμενα, εικονογραφία, ναούς, βωμούς, αποθέτες κοκ). 5. Σαφής διατύπωση θεμάτων ή ερωτημάτων αμιγώς ελληνικού ενδιαφέροντος, τα οποία επιδέχονται συστηματική έρευνα. Θα ήταν ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τα μυκηναϊκά κράνη από δόντια κάπρων συστηματικά θέτοντας ειδικά ερωτήματα προέλευσης και ταυτοποίησης —άγριο ή ήμερο ζώο, θηλυκό ή αρσενικό, ηλικία (Εικ. 8). Άλλα θέματα αφορούν στη μορφομετρική εξέλιξη του σκύλου, στο πρόβλημα της παροχής και του είδους της τροφής στα κοπάδια κατά την προϊστορία ή στην ποσοστιαία συμβολή φυτικών και ζωικών προϊόντων στη διατροφή

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ των προγόνων μας. Ακόμα στο κυνήγι στις διάφορες μορφές του, στις διαφορές μεταξύ αγροτικών και αστικών κοινωνιών, αγροικιών και αστικών αγορών, στην αντιστοιχία της φυσικής και εικονιστικής παρουσίας των ζώων και σε πλείστα άλλα θέματα, τα οποία δεν ερευνώνται με βάση μία μόνο ανασκαφή, όσο λεπτομερής και αν είναι αυτή. 6. Απαραίτητη κρίνεται και η ενσωμάτωση γραπτών πηγών και πηγών εικονογραφικού περιεχομένου στο ερευνητικό σώμα της ζωοαρχαιολογίας, έτσι ώστε, εκτός από το προφανές, να διαπιστώσουμε σημεία σύγκλισης και, προ παντός, απόκλισης από κρατούσες αντιλήψεις. Τα τελευταία χρόνια η ανακόλουθη σχέση μεταξύ των ειδών σε ζωοαρχαιολογικά και σε εικονογραφικά σύνολα γίνεται όλο και πιο εμφανής. Για παράδειγμα, μόνο από την Δυτική Οικία της Θήρας έχουν απογραφεί τουλάχιστον 83 είδη ζώων σε ζωγραφικά και πλαστικά επιτοίχια παραδείγματα (Τελεβάντου 1994). Ωστόσο, με την εξαίρεση των εξημερωμένων ειδών, δεν υπάρχει καμία αντιστοιχία ανάμεσα στα οστεολογικά δεδομένα και το εικονογραφικό πρόγραμμα (Τρανταλίδου 2000: 710-1). Άλλο παράδειγμα αφορά στο ερώτημα «από πού αντλεί το μυκηναϊκό ιδεόγραμμα για το ελάφι την έμπνευσή του, από το κόκκινο ελάφι ή από το πλατόνι;» (Εικ. 9).

Εικ. 9: Το ιδεόγραμμα του ελαφιού στη γραμμική Β γραφή (Ruipérez & Melena 1996: 84).


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ Το κόκκινο ελάφι εμφανίζεται συχνά στην αρχαιοπανίδα της Πελοποννήσου, αντίθετα με το πλατόνι, το οποίο απαντά οστεολογικά μόνο στην Τίρυνθα. Το πλατόνι, ωστόσο, κυριαρχεί στην εικονογραφία των ανακτόρων. Μπορεί, τελικά, το ιδεόγραμμα να έχει αντλήσει το πρότυπό του από την εικόνα και όχι από το ζωντανό ζώο (βλ. Yannouli & Trantalidou 1999: 254); Όλα αυτά είναι

37

ερωτήματα στα οποία η ζωοαρχαιολογία μπορεί να έχει ουσιαστική συμβολή. 7. Τέλος, απολύτως σημαντική κρίνεται η ενσωμάτωση της ζωοαρχαιολογίας στον εθνικό ερευνητικό ιστό, η αναμόρφωση του οποίου κρίνεται απαραίτητη. Σε κάθε περίπτωση, σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι μία συστηματική, εκτεταμένη και εξειδικευμένη συλλογή αναφοράς.


ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

38

Βιβλιογραφία Albarella, U. (ed.) 2001α Environmental Archaeology: Meaning and Purpose. Dordrecht: Kluwer Academic. 2001β Exploring the real nature of environmental archaeology: An introduction. In Environmental Archaeology: Meaning and Purpose (ed. U. Albarella): 3-13. Dordrecht: Kluwer Academic. Allison, M. J., G. Focacci & C. Santoro 1982 The pre-Columbian dog from Arica, Chile. American Journal of Physical Anthropology 59: 299304. Armitage, P. L. 1994 Unwelcome companions: Ancient rats reviewed. Antiquity 68: 231-40. Armitage, P. L., B. West & K. Steedman 1984 New evidence of black rat in Roman London. The London Archaeologist 4(14): 375-83. Artamonov, M. I. 1965 Frozen tombs of the Scythians. Scientific American 212: 101-9. Aufderheide, A. C. 2003 The Scientific Study of Mummies. Cambridge: Cambridge University Press. Bate, D. M. A. 1936 Means of livelihood. In Excavations at Thermi in Lesbos (W. Lamb): 216. Cambridge: Cambridge University Press. Becker, C. 1986 Kastanas: Die Tierknochenfunde. Berlin: Wissenschaftsverlag Volker Spiess. Behrensmeyer, A. K., D. Western & D. E. Dechant 1979 New perspectives in vertebrate paleoecology from a recent bone assemblage. Palaeobiology 5(1): 12-21. Binford, L. R. 1977 General introduction. In For Theory Building in Archaeology: Essays on Faunal Remains, Aquatic Resources, Spatial Analysis, and Systematic Modeling (ed. L. R. Binford): 1-10. New York: Academic Press. 1981 Bones: Ancient Men and Modern Myths. New York: Academic Press. Blinkenberg, Chr. 1931 Ossements d’animaux. In Lindos: Fouilles de l’Acropole, 1902-1914, I. Les petits objets (Chr. Blinkenberg): 183-5. Berlin: Walter de Gruyter. Blondé, F., Α. Muller, D. Mulliez & F. Poplin 2003 Οστά και ιεροτελεστίες: Μια τρίττοια στη Θάσο. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 15: 67-73. Bodson, L. 1991 Les invasions d’insectes dévastateurs dans l’antiquité gréco-romaine. In Contributions à l’histoire des connaissances zoologiques (ed. L. Bodson). Liège: Universitè de Liège. Boessneck, J. 1969 Zoologie im Dienst der Archäologie: Eine Orientierung über die wichtigsten Forschungszentren in Europa. In Archäologisch- biologische Zusammenarbeit in der Vor- und Frühgeschichtsforschung (Hrsg. J. Boessneck): 48-56. Wiesbaden: Franz Steiner Verlag. 1990 25 Jahre Institut für Paläonatomie, Domestikationsforschung und Geschichte der Tiermedizin der Ludwig-Maximilians - Universität München 1965-1990. München: Institut für Paläoanatomie. Bonnichsen, R. & M. H. Sorg 1989 Bone Modification. Orono: Peopling of the Americas Publications. Boyd-Dawkins, W. 1902 Remains of animals found in the Dictaean cave in 1901. Man 114: 162-5. Bryant, V. N. Jr. 1974 The role of coprolite analysis in archaeology. Bulletin Texas Archaeological Society 45: 1-28.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

39

Burleigh, R. & B. J. Southgate 1975 Insect infestation of stored Egyptian lentils in antiquity. Journal of Archaeological Science 2: 391-2. Callen, E. O. 1969 Diet as revealed by coprolites. In Science in Archaeology (ed. D. Brothwell & E. Higgs): 235-44. London: Thames & Hudson. Calou, C. 1995 Modifications de l’aire de repartition du lapin (Oryctolagus cuniculus) en France et en Espagne, du Pléistocène à l’époque actuelle: État de la question. Anthropozoologica 21: 95-114. Chaix, L. 1986 Origine de la vache. In Le pays où les vaches sont reines (Y. Preiswerk & B. Crettaz): 17-26. Sierre: Coll. Mémoire vivante, Éditions Monographic. Chaix, L. & P. Méniel 1996 Éléments d’Archéozoologie. Paris: Éditions Errance. Clarke, D. L. 1972 Models and paradigms in contemporary archaeology. In Models in Archaeology (ed. D. L. Clarke): 1-60. London: Methuen. Cloudsley-Thompson, J. L. 1976 Insects and History. London: Weidenfeld and Nicolson. Cockburn, A., E. Cockburn & T. A. Reyman (eds) 1998 Mummies, Disease and Ancient Cultures [2nd ed.]. Cambridge: Cambridge University Press. Coope, G. R. & J. A. Brophy 1972 Late glacial environmental changes indicated by a coleopteran succession from North Wales. Boreas I: 97-142. Corbet, G. & D. Ovenden 1980 Pareys Buch der Säugetiere [transl. R. Kraft]. Hamburg/Berlin: Verlag Paul Parey. Cuvier, G. 1812 Recherches sur les ossements fossils de quadrupèds. Paris: Deterville. Daniel, G. E. 1981 A Short History of Archaeology. London: Thames & Hudson. D’Auria, S., P. Lacovara & C. H. Roehrig 1988 Mummies and Magic: The Funerary Arts of Ancient Egypt. Boston: Boston Museum of Fine Arts. Davis, S. J. M. 1987 The Archaeology of Animals. London: Batsford. Delort, R. 1984 La peste soit du rat. L’Histoire, numéro spécial, 74: 50-5. Dincauze, D. F. 2000 Environmental Archaeology: Principles and Practice. Cambridge: Cambridge University Press. Driver, J. 2001 Environmental Archaeology is not Human Palaeoecology. In Environmental Archaeology: Meaning and Purpose (ed. U. Albarella): 43-53. Dordrecht: Kluwer Academic. Evans, J. & T. O’Connor 1999 Environmental Archaeology: Principles and Methods. Thrupp-Stroud-Gloucestershire: Sutton Publishing. Farrand, W. R. 1961 Frozen mammoths and modern geology. Science 133(3455): 729-35. Grant, A. 1991 Economic or symbolic? Animals and ritual behavior. In Sacred and Profane: Proceedings of a Conference on Archaeology, Ritual and Religion (ed. P. Garwood, D. Jennings, R. Skeates & J. Toms): 109-14. Oxford: Oxford University Committee for Archaeology.


40

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Grayson, D. K. 1984 Quantitative Zooarchaeology: Topics in the Analysis of Archaeological Faunas. Orlando: Academic Press. 1986 Eoliths, archaeological ambiguity, and the generation of “middle-range” research. In American Archaeology, Past and Future: A Celebration of the Society for American Archaeology (ed. D. J. Meltzer, D. D. Fowler & J. A. Sabloff): 77-133. Washington: Smithsonian Institution Press. Goodman, M., J. Shoshani & Μ. Barnhart 1979 Frozen mammoth muscle: Preliminary findings. Paleopathology Newsletter 25: 3-5. Hardesty, D. L. 1977 Ecological Anthropology. New York: John Wiley & Sons. Harris, M. 1968 The Rise of Anthropological Theory: A History of Theories of Culture. New York: Crowell. Haynes, G. 1991 Mammoths, Mastodonts and Elephants: Biology, Behavior, and the Fossil Record. Cambridge: Cambridge University Press. Hesse, B. 1995 Husbandry, dietary taboos and the bones of the ancient Near East: Zooarchaeology in the postprocessual world. In Methods in the Mediterranean (ed. D. B. Small): 197-232. Leiden: Brill. Hesse, B. & P. Wapnish 1985 Animal Bone Archaeology: From Objectives to Analysis. Washington, DC: Taraxacum Manuals on Archaeology, 5. Heurtley, W. A. & R. W. Hutchinson 1925-26 Animal remains, bones, etc. (identifications by Dr Skouphos). In Report on the Excavation at the Toumba and Tables of Vardaróftsa, Macedonia, 1925, 1926. Part I: The Toumba (W. A. Heurtley & R. W. Hutchinson): 45. Annual of the British School at Athens 28: 1-66. Heurtley, W. A. & C. A. R. Radford 1927-28 Two prehistoric sites in Chalcidice. Annual of the British School at Athens 29: 117-86. Higgs, E. S. & C. Vita-Finzi 1972 Prehistoric economies: A terrestrial approach. In Papers in Economic Prehistory (ed. E. S. Higgs): 27-36. Cambridge: Cambridge University Press. Holden, T. G. 2001 Dietary evidence from the coprolites and intestinal contents of ancient humans. In Handbook of Archaeological Sciences (ed. D. R. Brothwell & A. M. Pollard): 403-13. Chichester: Wiley. Jochim, M. A. 1976 Hunter-gatherer Subsistence and Settlement: A Predictive Model. New York: Academic Press. Jones, A. K. G. 1985 Human parasite remains: Prospects for a quantitative approach. In Environmental Archaeology in the Urban Context (ed. A. R. Hall & H. K. Kenward): 66-70. London: The Council for British Archaeology. Keepax, C. A. 1981 Avian egg-shell from archaeological sites. Journal of Archaeological Science 8: 315-35. Kenward, H. K. 1978 The value of insect remains as evidence of ecological conditions on archaeological sites. In Research Problems in Zooarchaeology (ed. D. R. Brothwell, K. D. Thomas & J. Clutton-Brock): 25-38. London: Institute of Archaeology. 1985 Insect communities and death assemblages, past and present. In Environmental Archaeology in the Urban Context (ed. A. R. Hall & H. K. Kenward): 71-8. London: The Council for British Archaeology. Κουρουνιώτης, Κ. 1903 Ανασκαφή εν Κωτίλω. Αρχαιολογική Εφημερίς: 153-87. Kroeber, A. L. 1939 Cultural and Natural Areas of Native North America. Berkeley: University of California.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

41

Lyman, R. L. 1994 Vertebrate Taphonomy. Cambridge: Cambridge University Press. Massetti, M. 1996 The postglacial diffusion of the genus Dama Frisch, 1775, in the Mediterranean region. Supplemento alle Ricerche di Biologia della Selvaggina XXV (Ottobre 1996): 7-29. Mayor, A. 2000 The First Fossil Hunters. Princeton: Princeton University Press. Moran, E. F. 1979 Human Adaptability: An Introduction to Ecological Anthropology. North Scituate, Massachusetts: Duxbury Press. Morlot, A. 1861 General views on archaeology. Smithsonian Institution Annual Report for 1860: 284-343. Mosso, A. 1910 The Dawn of Mediterranean Civilisation [transl. Marian C. Harrison]. London, Adelphi Terrace: T. Fisher Unwin. Nerlich, A. G., F. Parsche, A. von den Driesch & U. Lohrs 1993 Osteopathological findings in mummified baboons from ancient Egypt. International Journal of Osteoarchaeology 3: 189-98. Nicholson, P. T. 1994 Preliminary report on work at the sacred animal necropolis, North Saqqara, 1992. Journal of Egyptian Archaeology 80: 1-10. Olsen, S. L. & J. W. Olsen 1981 A comment on nomenclature in faunal studies. American Antiquity 46(1):192-4. Osborn, P. J. 1971 An insect fauna from the Roman site at Alcester, Warwickshire. Britannia 2: 156-65. Πετροχείλου, Α. 2000 Το σπήλαιο «Γεράνι» Ρεθύμνου Κρήτης. Πεπραγμένα Η΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Τόμος Α3: 19-29. Ηράκλειο: Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών. Planck, D. (Hrsg.) 1994 Archäologie in Baden-Württemberg. Konstanz: Archäologishes Landesmuseum. Poplin, F. 1983 Prèambule sur les relations de la faune et de l’homme préhistoriques: La conjoncture de leur étude. Mémoire de la Société préhistorique de France 16: 55-67. 1987 Introduction aux animaux et aux végétaux de séjour des morts. In Anthropologie physique et archéologie: Méthodes d’étude des sépultures (ed. H. Duday & C. Masset): 281-7. Reidhead, V. A. 1979 Linear programming models in archaeology. Annual Review of Anthropology 8: 543-78. Riddle, J. M. & J. M. Vreeland 1982 Identification of insects associated with Peruvian mummy bundles by using scanning electron microscopy. Paleopathology Newsletter 39: 5-9. Robison, N. D. 1978 Zooarchaeolgy: Its history and development. Tenessee Anthropological Association Miscellaneous Paper 2: 1-22. Knoxville. Rütimeyer, L. 1861 Die Fauna der Pfahlbauten in der Schweiz: Untersuchungen über die wilden und der HausSäugethiere von Mittel-Europa. Bâle: Bahnmaier. Ruipérez, M. S. & J. L. Melena 1996 Οι Μυκηναίοι Έλληνες. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου – Μ. Καρδαμίτσα. Ryan, K. & P. J. Crabtree (eds) 1995 The Symbolic Role of Animals in Archaeology. Philadelphia: University of Pennsylvania. Σακελλαράκης, Γ. Α. & Ε. Σαπουνά-Σακελλαράκη 1991 Αρχάνες. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.


42

ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Schmidt, E. 1972 Atlas of Animal Bones: For Prehistorians, Archaeologists and Quaternary Geologists. Amsterdam-London-New York: Elsevier. Schneider, M., G. Lacoumette & G. Leser 1991 Marcaires d’hier, fermiers d’aujourd’hui. Mulhouse: Éditions du Rhin. Shackley, Μ. 1981 Environmental Archaeology. London: Allen et Unwin. Steward, J. H. 1955 Theory of Culture Change: The Methodology of Multilinear Evolution. Urbana: University of Illinois Press. Sutcliffe, A. 1985 On the Track of Ice Age Mammals. London: British Museum. Taramelli, A. 1897 The Cretan Expedition of the Institute: VIII – The Prehistoric Grotto at Miamù. American Journal of Archaeology I(4): 287-312. Taylor, W. W. 1948 A Study of Archaeology. Washington, DC: Memoirs of the American Anthropological Association, 69. Taylor, W. W. (ed.) 1957 The identification of Non-artifactual Archaeological Materials. Washington, DC: National Academy of Science. Τελεβάντου, Χ. Α. 1994 Ακρωτήρι Θήρας: Οι Τοιχογραφίες της Δυτικής Οικίας. Αθήναι: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 143. Τζεδάκις, Γ. 1970 Ανασκαφή σπηλαίου Γερανίου. Αρχαιολογικόν Δελτίον 25: Χρονικά: 474-6. Thomas, K. 2001 Environmental archaeology is dead: Long live bioarchaeology, geoarchaeology and human palaeoecology. In Environmental Archaeology: Meaning and Purpose (ed. U. Albarella): 55-8. Dordrecht: Kluwer Academic. Trantalidou, K. 2000 Animal bones and animal representations at Late Bronze Age Akrotiri. In The Wall Paintings of Thera, II: Proceedings of the first International Symposium (ed. S. Sherratt): 709-35. Uerpmann, H-P. 1973 Animal bone finds and economic archaeology: A critical study of “osteo-archaeological” method. World Archaeology 4(3): 307-22. Vickery, K. F. 1936 Food in Early Greece. Illinois: University of Illinois. Yannouli, E. 1994 Aspects of Animal Use in Prehistoric Macedonia, Northern Greece: Examples from the Neolithic and Early Bronze Age. Cambridge: University of Cambridge, Department of Archaeology [PhD Dissertation]. 2003 Non-domestic carnivores in Greek prehistory: A review. In Zooarchaeology in Greece: Recent Advances (ed. E. Kotjabopoulou, Y. Hamilakis, P. Halstead, C. Gamble & P. Elefanti): 175-92. British School at Athens Studies 9. Yannouli, E. & K. Trantalidou 1999 The fallow deer (Dama dama Linnaeus, 1758): Archaeological presence and representation in Greece. In The Holocene History of the European Vertebrate Fauna (ed. N. Benecke): 247-81. Rahden/Westf.: Verlag Marie Leidorf.


Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

Summary The archaeology of animals: Definitions, tendencies and heresy Eftychia Yannouli

What exactly is zooarchaeology? What exactly do zooarchaeologists do? Is zooarchaeology really archaeology? Such basic questions convey the weak link between certain archaeological traditions and an increasingly influential research field, which tends to become an indispensable research component in archaeological projects today. Attributing meaning to animals in archaeological contexts is neither straightforward nor common. Animals, and by extension the physical world to which they belong, have been regarded inconsistently and at times censoriously. This applies both to the archaeological traditions of individual countries and the context of principal anthropological and archaeological theories of the 20th century. This paper reviews the major epistemological issues, theoretical tendencies and approaches regarding archaeological materials and interpretations, so that light is shed on many, diverse and sometimes highly specialized ways in which zooarchaeology has been practiced. Basic terminology is also discussed and explained as well as the types of material amenable to zooarchaeological analysis. It is suggested that the delineation of specific schools of thought derive, in fact,

43

from the emphasis placed on the zoological or archaeological aspects of the questions posed, or the historical/functional/processual approach to their interpretation. The Greek paradigm is subsequently assessed and placed in its proper context with regard to the material infrastructure available, human resources and theoretical affiliations. The analysis of Greek material by foreign scholars initiated a legacy of zooarchaeological studies in this country. Although these studies stem from different strands of European thought, they nevertheless comprise a solid tradition of a character peculiar to Greek zooarchaeology. In other words, the wealth and specific nature of the archaeological evidence in Greece (i.e. iconography, written sources, architecture, etc.) invites for an integrated assessment of the zooarchaeological material that eventually leads to the attenuation of categorical divisions inherent in this earlier legacy. The research possibilities and future of this specialized field of knowledge in Greece is now immense. Steps that need to be taken on a national basis are further presented. The building of a national reference collection is by far the first and foremost priority.



ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ*

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Η ΑΝΘΡΑΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΛΙΜΝΑΙΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα κατάλοιπα καμένου ξύλου (από εδώ και εξής θα αναφέρονται ως κάρβουνα) που εμπεριέχονται στα αρχαιολογικά ιζήματα συνιστούν μια ξεχωριστή κατηγορία αρχαιοβοτανικού υλικού, η μελέτη του οποίου αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τη διερεύνηση της τοπικής βλάστησης και του παλαιοπεριβάλλοντος σε μια περιοχή και την αλληλεπίδραση αυτών με τις κοινωνίες του παρελθόντος (Asouti & Austin 2005; Chabal et al. 1999). Η μελέτη του αρχαιολογικού κάρβουνου (ανθρακολογία, charcoal analysis, anthracologie) έχει ήδη μια πορεία 60 χρόνων (βλ. Asouti & Austin 2005 και την εκεί βιβλιογραφία). Μέσα από την εφαρμογή της μεθοδολογίας που διαμορφώθηκε και τελειοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Montpellier II (Chabal 1988, 1992, 1994; Τhéry et al., υ. έκδ.; Vernet 1973), προ-

*

έκυψαν σημαντικές παλαιοπεριβαλλοντικές μελέτες και πλήθος πληροφοριών για τις μορφές διαχείρισης της βλάστησης από τις ανθρώπινες κοινωνίες (βλ. άρθρα στους παρακάτω τόμους Dufraisse 2006; Florentino & Magri 2008; Thiebault 2002; Vernet 1992). Στη χώρα μας, αναλύσεις κάρβουνου από αρχαιολογικές θέσεις πραγματοποιήθηκαν ήδη από τη δεκατία του ’60 (μεταξύ άλλων Rackham 1986; Shay & Shay 1995; Western 1964), η συστηματική όμως εφαρμογή της ανθρακολογίας ξεκίνησε κατά την τελευταία δεκαετία (μεταξύ άλλων Asouti 2003; Ntinou 2002; Psaroy 2002). Ο λιμναίος οικισμός στο Δισπηλιό Καστοριάς εντάσσεται σε αυτό το «νέο κύμα» ερευνών. Τα χαρακτηριστικά της θέσης (αφθονία κάρβουνου στα αρχαιολογικά ιζήματα και στρώματα καταστροφής) και η συστηματική συλλογή των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων παρείχαν τις βασικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της έρευνας, τα αποτελέσματα

Tμήμα Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος & Νέων Τεχνολογιών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, e-mail: Maria. Ntinou@uv.es


46

της οποίας είναι το αντικείμενο αυτού του άρθρου1.

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΛΙΚΟ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

Τα κάρβουνα (ατελής καύση του ξύλου) που βρίσκουμε στις αρχαιολογικές θέσεις είναι πολιτισμικά κατάλοιπα, δηλαδή προϊόν ανθρώπινης δραστηριότητας. Προέρχονται από την καύση ξύλων που συγκέντρωσαν οι άνθρωποι από τη φυσική βλάστηση και χρησιμοποίησαν για την παραγωγή ενέργειας σε καθημερινές δραστηριότητες (μαγείρεμα, θέρμανση, φωτισμός) αλλά και άλλες πιο εξειδικευμένες, όπως το ψήσιμο της κεραμικής, τη μεταλλουργία, την παραγωγή ξυλάνθρακα, κλπ. Ακόμη, το κάρβουνο μπορεί να είναι αποτέλεσμα εσκεμμένης ή τυχαίας καύσης ξύλινων κατασκευών, εργαλείων και άλλων στοιχείων του υλικού πολιτισμού (Chabal et al. 1999). Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κάρβουνου είναι η ιδιότητά του να διατηρεί την ανατομική δομή του ξύλου από το οποίο προήλθε, επιτρέποντας τη μικροσκοπική αναγνώριση της βοτανικής ταυτότητάς του, δηλαδή το φυτικό γένος ή είδος που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν (Chabal et al. 1999). Έτσι, από τη μικροσκοπική ανάλυση του κάρβουνου προκύπτουν κατάλογοι φυτών, τους οποίους η Ανθρακολογία, με αρωγό την αρχαιολογική έρευνα, ερμηνεύει, με στόχο να δώσει πληροφορίες για την τοπική βλάστηση γύρω από τους χώρους ανθρώπινης εγκατάστασης, τις κυρίαρχες περιβαλλοντικές και κλιματικές συνθήκες σε μια περιοχή, τις πρώτες ύλες που επιλέγουν οι άνθρωποι και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται, μεταβάλλουν και τελικά διαμορφώ1

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ νουν το περιβάλλον (Chabal 1997; Dufraisse 2006; Florentino & Magri 2008; Thiebault 2002; Vernet 1992). Βασικές προϋπόθεσεις προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ανθρακολογικής μελέτης είναι: α. Η συστηματική συλλογή δειγμάτων από τα αρχαιολογικά στρώματα (Chabal 1988, 1997; Chabal et al. 1999) και β. Η διάκριση των δύο διαφορετικών κατηγοριών κάρβουνου, του διάσπαρτου στα ιζήματα και του συγκεντρωμένου σε κατασκευές, τόσο κατά την ανασκαφή όσο και κατά τη μελέτη του υλικού. Το διάσπαρτο υλικό που προέρχεται από τις καθημερινές φωτιές και το καθάρισμα τους σε όλη τη διάρκεια ανθρώπινης παρουσίας σε μια θέση/οικισμό, μας δίνει πληροφορίες για την τοπική βλάστηση και την επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ή των κλιματικών παραγόντων σε αυτή (Chabal 1992, 1997). Το κάρβουνο που εντοπίζεται συγκεντρωμένο σε κατασκευές (εστίες, φούρνους, λάκους, κλπ) ή στρώματα καταστροφής μας δίνει εθνοβοτανικές πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των φυτών και την επιλογή του ξύλου για συγκεκριμένες δραστηριότητες (Chabal et al. 1999) Η ανθρακολογική μελέτη στο νεολιθικό οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς επικεντρώθηκε στον ανατολικό ανασκαφικό τομέα. Η ανασκαφή των αρχαιολογικών επιχώσεων που αρχίζουν από τα 0,40 μ. και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τα 2,20 μ., αποκάλυψε έναν οικισμό ο οποίος, με βάση τη σχετική χρονολόγηση, χρονολογείται στο τέλος της Μέσης και στη Νεότερη Νεολιθική Εποχή (Σωφρονίδου 2008: 16). Το ανθρακολογικό υλικό που μελετήθηκε συγκεντρώ-

Το παρόν κείμενο αποτελεί μια περίληψη της ανθρακολογικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε στο νεολιθικό λιμναίο οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής (Ntinou 2002). Ευχαριστώ πολύ το διευθυντή της ανασκαφής, Ομ. Καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη που μου εμπιστεύθηκε το ανθρακολογικό υλικό και με φιλοξένησε στο Δισπηλιό από το 1996 ως το 1999 προκειμένου να ολοκληρώσω την έρευνα. Τη συμμετοχή μου σε αυτό το τεύχος του περιοδικού Ανάσκαμμα την οφείλω στην πρόσκληση της Δρ. Μαρίνας Σωφρονίδου, την οποία και ευχαριστώ θερμά.


ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ θηκε από ανασκαφικά στρώματα τα οποία αντιστοιχούν στις τρεις πολιτισμικές φάσεις που διακρίθηκαν στον οικισμό, Α, Β και Γ από τη νεότερη στην αρχαιότερη (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002: 60), και οι οποίες αντίστοιχα χαρακτηρίστηκαν ως «χερσαία», «αμφίβια» και «λιμναία» (Καρκάνας 2002; Σωφρονίδου 2008: 16). Τα νεολιθικά στρώματα ήταν πολύ πλούσια σε ανθρακολογικό υλικό, το οποίο εντοπιζόταν κυρίως διάσπαρτο στις ανασκαπτόμενες επιχώσεις. Παράλληλα, αποκαλύφθηκε και ένα εκτεταμένο στρώμα καταστροφής, σχετιζόμενο με την αρχαιότερη «λιμναία» φάση, το οποίο χαρακτηριζόταν από μεγάλη συγκέντρωση και πυκνότητα κάρβουνου, καμένων αλλά και έφυδρων ξύλων. Το ανθρακολογικό υλικό διαχωρίστηκε από τα αρχαιολογικά ιζήματα με τη μέθοδο της επίπλευσης και συγκεκριμένα από κάθε δείγμα επίπλευσης (ΝΚ) αναλύσαμε τους ξυλάνθρακες που συγκεντώθηκαν στο χοντρό εξωτερικό κόσκινο και στο βαρύ υπόλοιπο στο εσωτερικό του βαρελιού επίπλευσης. Επιπλέον συγκεντρώθηκαν δείγματα έφυδρου ξύλου από πασσάλους (κατακόρυφα στοιχεία) και οριζόντια στοιχεία τα οποία αποκαλύφθηκαν στον Ανατολικό Τομέα κατά την ανασκαφική περίοδο του 1997 με την πτώση της στάθμης της λίμνης. Η ανθρακολογική μελέτη προσανατολίστηκε σε δύο κύριους άξονες λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικασίες που είχαν συντελέσει στη δημιουργία και την απόθεση του κάρβουνου στις νεολιθικές επιχώσεις (βλ. παραπάνω για τη ανθρακολογική μέθοδο): 1. Mελέτη της παλαιοβλάστησης γύρω από το νεολιθικό Δισπηλιό διαχρονικά (για όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού) μέσα από την ανάλυση δειγμάτων διάσπαρτου κάρβουνου και, 2. Διερεύνηση των χρήσεων της βλάστησης για την κατασκευή οικημάτων μέσα από την ανάλυση δειγμάτων ξυλάνθρακα αλλά και έφυδρων ξύλων από το στρώμα καταστροφής. Η ανάλυση του ανθρακολογικού υλικού

47

έγινε στο Εργαστήριο του Τμήματος Προϊστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Βαλένθια στην Ισπανία και χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό μικροσκόπιο ανακλώμενου φωτός Nikon Optiphot-100, η συγκριτική συλλογή σύγχρονων δειγμάτων απανθρακωμένου ξύλου του εργαστηρίου και η σχετική βιβλιογραφία ανατομίας ξύλου (Schweingruber 1990). Λεπτομερέστερη ανάλυση και φωτογράφιση επιλεγμένων δειγμάτων πραγματοποιήθηκε με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης Hitachi S-4100 στο Εργαστήριο de Microscopia Electrónica del Servicio Central de Soporte a la Investigación Experimental (S.C.S.I.E.) του Πανεπιστημίου της Βαλένθια.

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΑΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ Η νεολιθική βλάστηση

Η ανθρακολογική ανάλυση 3.743 κομματιών κάρβουνου από τις νεολιθικές επιχώσεις του οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς μάς οδήγησε στη βοτανική ταύτιση των ακόλουθων τάξα: cf. Abies sp., Acer sp., Alnus glutinosa, Carpinus/Ostrya, Cornus sp., Corylus sp., Fraxinus sp., Hedera helix, Juniperus sp., Maloideae, Pinus nigra, Pistacia terebinthus, Prunus cf. amygdalus, Prunus sp., Quercus caducifolio, Rhus coriaria, Rosa sp., Salix sp., Tilia sp. και Ulmus sp. Η χλωρίδα της περιοχής περιλάμβανε μεγάλη ποικιλία πλατύφυλλων φυλλοβόλων και τρία είδη κωνοφόρων, τα περισσότερα από τα οποία είναι κοινά και στις τρεις κύριες πολιτισμικές φάσεις του οικισμού (Πίν. 1). Η παρουσία και η συχνότητα των διαφόρων τάξων στα επάλληλα στρώματα των τριών πολιτισμικών φάσεων συνθέτουν το ανθρακολογικό διάγραμμα (Εικ. 1). Τα ανθρακολογικά σύνολα (παρουσία και συχνότητα των τάξων για κάθε στρώμα) μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά των κυριότερων φυτικών


48

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ

Πίν. 1: Τα τάξα που αναγνωρίστηκαν σε ανθρακολογικά δείγματα από το λιμναίο νεολιθικό οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς και η κατανομή τους στις τρεις κύριες πολιτισμικές φάσεις A, B και Γ.

διαπλάσεων στο ευρύτερο περιβάλλον του νεολιθικού οικισμού διαχρονικά. Οι πληροφορίες που αντλούμε βοηθούν ώστε να ανασυνθέσουμε τις κυρίαρχες περιβαλλοντικές συνθήκες γύρω από τον οικισμό και να προσεγγίσουμε το ρόλο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη διαμόρφωση του τοπίου κατά την 6η και 5η χιλιετία π.Χ. Η δρυς είναι το κυρίαρχο είδος (40-50%) σε όλες τις φάσεις του νεολιθικού οικισμού. Η μαύρη πεύκη, παρούσα από την αρχαιότερη οικιστική φάση, αυξάνεται σταδιακά από τα στρώματα της Φάσης Β (20%) και εξής

(30%). Τα υπόλοιπα πλατύφυλλα φυλλοβόλα και οι άρκευθοι έχουν μικρή αλλά σταθερή παρουσία σε όλα τα ανθρακολογικά σύνολα. Η σύνθεση των ανθρακολογικών συνόλων του διαγράμματος μάς επιτρέπει να διακρίνουμε την παρουσία των ακόλουθων φυτικών διαπλάσεων (Εικ. 1): - Δρυοδάση στα οποία φύονταν και άλλα πλατύφυλλα φυλλοβόλα, όπως φράξοι, σφένδαμοι, φλαμουριές, γαύροι, κρανιές, φτελιές, φουντουκιές, αγριοαχλαδιές, μουρτζιές κλπ.


Εικ. 1: Το ανθρακολογικό διάγραμμα από το λιμναίο οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς. Τα ανθρακολογικά σύνολα των διαδοχικών στρωμάτων της νεολιθικής ακολουθίας δηλώνουν την παρουσία και συχνότητα των τάξα σε κάθενα από αυτά και μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά των κυριότερων φυτικών διαπλάσεων διαχρονικά.

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 49


50

- Δάση ψυχρόβιων κωνοφόρων με κυρίαρχο είδος τη μαύρη πεύκη και σποραδική παρουσία της ελάτης. - Φωτόφιλη, ανοικτή βλάστηση που διακρίνεται από την παρουσία της αρκεύθου, της τσικουδιάς, ειδών του γένους Prunus και ειδών της οικογένειας των Rosaceae. - Παρόχθια βλάστηση που αντιπροσωπεύεται κυρίως από σκλήθρα και ιτιές αλλά και φτελιές ή φουντουκιές κοντά σε ρέματα. Συνδυάζοντας τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής (Παυλόπουλος et al. 2009: 106 - γεωμορφολογικός χάρτης) με τις πληροφορίες που μας παρέχει η ανθρακολογική έρευνα μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις σχετικά με την κατανομή των διαφορετικών διαπλάσεων στη ευρύτερη περιοχή του νεολιθικού οικισμού. Το κυριότερο γεωγραφικό στοιχείο στην περιοχή είναι η λίμνη Ορεστιάδα. Νότια της λίμνης, όπου βρίσκεται και ο νεολιθικός οικισμός, και ανατολικά αυτής απλώνεται μια αρκετά εκτεταμένη πεδινή έκταση γύρω από τον Αλιάκμονα και τους παραποτάμους του. Η περιοχή παρουσιάζει σχετικά ομαλό ανάγλυφο που μεταβαίνει σταδιακά από τα 700 στα 1000 μ. Αντίθετα στη δυτική, βορειοδυτική και βόρεια πλευρά της λίμνης το ανάγλυφο είναι σημαντικά πιο απότομο. Εδώ, με εξαίρεση μια στενή πεδινή λωρίδα γύρω από το λίμνη, το υψόμετρο απότομα ανέρχεται στα 800-900 μ. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα μικτά δρυοδάση εκτείνονταν σε όλη την περιοχή νότια της λίμνης, φύονταν σε κοντινή απόσταση από τον οικισμό και κάλυπταν τα χαμηλά και μέσα υψόμετρα στην ευρύτερη περιοχή. Δάση ορεινών κωνοφόρων αντικαθιστούσαν σταδιακά τα δρυοδάση σε μεγαλύτερα υψόμετρα στα γύρω βουνά, αν και προς τη βορειοδυτική και βόρεια πλευρά της λίμνης η απότομη υψομετρική άνοδος πιθανότατα είχε ευνοήσει την εξάπλωση των ορεινών κωνοφόρων σε μικρή απόσταση από αυτή. Φωτόφιλη, ανοικτή βλάστηση πιθανότατα φύονταν στα χαμη-

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ λότερα όρια των δρυοδασών. Η παρουσία της τσικουδιάς -είδος σχετικά θερμόφιλοστα ανθρακολογικά δείγματα, πιστεύουμε ότι δηλώνει την εξάπλωση των θάμνων αυτών αλλά και της ανοικτής βλάστησης την οποία αντιπροσωπεύουν, στα χαμηλότερα υψόμετρα, στο επίπεδο της λίμνης και στη μεταβατική ζώνη προς τα δρυοδάση. Συστάδες αρκεύθων θα αποτελούσαν στοιχείο του τοπίου ιδιαίτερα σε ξέφωτα και στα όρια των δασών. Τέλος, παρόχθια δενδρώδης βλάστηση φύονταν στις όχθες τις λίμνης. Σύμφωνα με τα ανθρακολογικά αποτελέσματα η βλάστηση στην ευρύτερη περιοχή του νεολιθικού οικισμού χαρακτηριζόταν από πυκνά δάση, τα οποία εξαπλώνονταν σχεδόν ως τις όχθες της λίμνης. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου από τους νεολιθικούς κατοίκους του Δισπηλιού υπήρξε συνειδητή επιλογή προκειμένου να επωφεληθούν από την ποικιλία περιβαλλόντων (ecotone) και φυσικών πόρων που παρείχε η περιοχή. Οι κοντινές στον οικισμό ανοικτές φυτικές διαπλάσεις μπορούσαν με ευκολία να μετατραπούν σε μικρά καλλιεργήσιμα χωράφια και θα προσέφεραν ιδανικούς χώρους βοσκής με χαμηλή ποώδη βλάστηση την άνοιξη και το φθινόπωρο. Τα δάση δρυός και κωνοφόρων ήταν σημαντική πηγή προσπορισμού καύσιμης ύλης για τις καθημερινές δραστηριότητες και ξυλείας για τις κατά κύριο λόγο πασσαλόπηκτες κατασκευές στον οικισμό. Η παρόχθια βλάστηση παρείχε τις πρώτες ύλες για την κατασκευή οικημάτων και άλλων αντικειμένων (π.χ. καλάμια και ευλύγιστα κλαδιά ιτιάς για καλαθοπλεκτική, στέγες, δέσιμο κλπ). Τέλος, τα δρυοδάση και οι ανοικτές διαπλάσεις συντελούσαν στον εμπλουτισμό της διατροφής των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού μέσα από τη συλλογή άγριων καρπών που θα προσέφεραν σε αφθονία κρανιές, μουρτζιές, αγριοαχλαδιές, σορβιές, φουντουκιές, τσαπουρνιές, τσικουδιές κλπ (βλ. και Μαγκαφά 2002, Πίν. 1).


ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Χρήσεις του ξύλου στο νεολιθικό Δισπηλιό Το στρώμα καταστροφής που σχετίζεται με την αρχαιότερη «λιμναία» Φάση Γ του νεολιθικού οικισμού μας έδωσε την ευκαιρία να συγκεντρώσουμε δείγματα καμένων ξύλων αλλά και έφυδρων οριζόντιων ξύλων και πασσάλων (κατακόρυφα ξύλα) που είχαν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των υπερυψωμένων στοιχείων του οικισμού και ίσως την επιπλοσκευή (εξέδρες, τοίχοι, στέγες, αντικείμενα). Τα ανθρακολογικά δείγματα συγκεντρώθηκαν από το στρώμα καταστροφής στο τετράγωνο 3α, ενώ δείγματα έφυδρου ξύλου από πασσάλους και οριζόντια στοιχεία συγκεντρώθηκαν από όλα τα σημεία του Ανατολικού Τομέα, όπου αυτά είχαν αποκαλυφθεί με την πτώση της στάθμης της λίμνης το καλοκαίρι του 1997. Σχετικά με τη χρήση των ξύλων, μόνο για τους πασσάλους μπορούμε να ξέρουμε ποια ήταν αυτή, ενώ για τα οριζόντια στοιχεία η ακριβής θέση τους στα οικήματα/εξέδρες δεν μπορεί να προσδιοριστεί εξαιτίας της αποσπασματικότητας της διατήρησής τους. Πολύ διαφωτιστικές για την επεξεργασία του ξύλου και την ταύτιση συγκεκριμένων δομικών στοιχείων είναι οι πρόσφατες μελέτες του Χατζητουλούση (2006, 2008) σχετικά με την τεχνολογία του ξύλου στο νεολιθικό Δισπηλιό. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης ξύλου από πασσάλους και οριζόντια στοιχεία παρουσιάζονται στον Πίν. 2, ενώ στην Εικ. 2 αποτυπώνονται τα δεδομένα της ανθρακολογικής ανάλυσης από το στρώμα καταστροφής. Η ανάλυση δειγμάτων από 28 πασσάλους καταδεικνύει την προτίμηση των νε-

51

ολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού για το ξύλο κωνοφόρων, κυρίως της αρκεύθου και σε μικρότερο βαθμό της μαύρης πεύκης. Η μελέτη των κατακόρυφων ξύλων από τον Χατζητουλούση καταλήγει σε ανάλογα συμπεράσματα (2006: 376, 379 και 391). Οι άρκευθοι πιθανότατα φύονταν στις φωτόφιλες, ανοιχτές διαπλάσεις σε μικρή απόσταση από τον οικισμό. Η συστηματική επιλογή τους θα πρέπει να σχετίζεται με την εγγύτητα της παρουσίας τους στο περιβάλλον του οικισμού, με την ευκολία μεταφοράς εκεί αλλά, και με τις ιδιότητες του ξύλου τους που είναι ανθεκτικό στη σήψη (Johnson 1994). Η χρήση των αρκεύθων κυρίως για την κατασκευή των πασσάλων, οι οποίοι ήταν εκτεθειμένοι στις μεταβολές της στάθμης της λίμνης και του υδροφόρου ορίζοντα, δηλώνει ότι οι νεολιθικοί κάτοικοι του Δισπηλιού ήταν γνώστες αυτών των ιδιοτήτων. Η μαύρη πεύκη χρησιμοποιήθηκε επίσης για την κατασκευή πασσάλων, αν και σε μικρότερη κλίμακα από τις αρκεύθους. Οι κορμοί των αρκεύθων είναι σημαντικά χαμηλότεροι σε ύψος από αυτούς της μαύρης πεύκης και μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πρώτοι χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των πασσάλων θεμελίωσης των εξεδρών ενώ οι δεύτεροι για πασσάλους τοιχοδομής (Νtinou 2002: 246-7). Στο «λιμναίο» οικισμό της Φάσης Γ, όπου μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων θα πραγματοποιούνταν σε εξέδρες, ο αριθμός των πασσάλων αρκεύθου θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από εκείνο της μαύρης πεύκης, όπως φαίνεται και στον Πίν. 1. Τα οριζόντια ξύλα και τα κομμάτια κάρβουνου από τα ανθρακολογικά δείγματα,

Πίν. 2: Τάξα που αναγνωρίστηκαν σε δείγματα ξύλου από πασσάλους (κατακόρυφα στοιχεία) και άλλα δομικά στοιχεία (σε οριζόντια θέση κατά την ανασκαφή).


52

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ

Εικ. 2: Παρουσία και συχνότητα των διαφόρων τάξα στο στρώμα καταστροφής (ανασκαφικό τετράγωνο 3α).

λόγω της αποσπασματικότητάς τους, δεν είναι δυνατό να συσχετιστούν με συγκεκριμένα στοιχεία των κατασκευών στις οποίες αρχικά ανήκαν και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τη χρήση τους. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης για την ταύτιση της βοτανικής τους ταυτότητας δείχνουν την προτίμηση των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού στη μαύρη πεύκη και τη δρυ (Πίν. 2 και Εικ. 2). Το ξύλο αυτών των ψηλόκορμων δέντρων με τους ευθείς κορμούς πιθανότατα είχε χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των οριζόντιων δοκών των εξεδρών και για τη διαμόρφωση της στέγης. Ακόμη είναι πιθανό η αυξημένη παρουσία της μαύρης πεύκης στα ανθρακολογικά δείγματα να οφείλεται στην κατάρρευση λόγω της φωτιάς του υπέργειου τμήματος των πασσάλων τοιχοδομής. Πολλά από τα οριζόντια ξύλα μαύρης πεύκης δεν έφεραν ίχνη καύσης σε καμία τους επιφάνεια και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το είδος αυτό χρησιμοποιήθηκε και για την διαμόρφωση των δαπέδων, τα

οποία καταρρέοντας στο υγρό έδαφος δεν καήκαν. Η τεχνολογική ανάλυση ξύλου καταδεικνύει την κατασκευή σανίδων κυρίως από μαύρη πεύκη. Η επιλογή του συγκεκριμένου είδους αποδίδεται στην ευκολία κατεργασίας του ή στην υψηλή ανθεκτικότητά του ως επιδαπέδιο δομικό υλικό (Χατζητουλούσης 2008: 103). Τα υπόλοιπα τάξα που αναγνωρίστηκαν στο στρώμα καταστροφής (Εικ. 2) χρησιμοποιήθηκαν σε μικρότερο βαθμό είτε ως δομικό υλικό είτε για την κατασκευή αντικειμένων και επίπλων. Τα οριζόντια ή κατακόρυφα ξύλα για τα πλέγματα των τοίχων ίσως κατασκευάζονταν από ξύλο κρανιάς (Pétrequin 1991), σανίδες ή λεπτά φύλλα από ξύλο σκλήθρων ίσως χρησιμοποιούνταν για επικάλυψη δαπέδων και τοίχων (Billamboz 1987; Johnson 1994), ξύλινα στελέχη για εργαλεία κρούσης, σφήνες και άλλα αντικείμενα ίσως κατασκευάζονταν από το ανθεκτκό στους κραδασμούς ξύλο του φράξου και το πυκνό ξύλο της σφενδάμου.


ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Μέσα από τη μελέτη ανθρακολογικών δειγμάτων και δειγμάτων ξύλου από το στρώμα καταστροφής διαπιστώνουμε ότι οι νεολιθικοί κάτοικοι του οικισμού χρησιμοποιούσαν τα δενδρώδη είδη που φύονταν σε διαφορετικές φυτικές διαπλάσεις στο ευρύτερο περιβάλλον του οικισμού επιλεκτικά και σε σχέση με τις κατασκευαστικές ανάγκες. Η επιλογή των φυτικών ειδών ανάλογα με τις ιδιότητες του ξύλου τους και τις διαστάσεις του, η κοπή και μεταφορά της δομικής ξυλείας στον οικισμό, η κατεργασία του ξύλου και η γνώση των χαρακτηριστικών του λιμναίου και παρόχθιου περιβάλλοντος καταδεικνύουν ψηλό τεχνολογικό επίπεδο.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ: ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι νεολιθικοί κάτοικοι του Δισπηλιού χρησιμοποιούσαν τις ποικίλες φυτικές δι-

53

απλάσεις της περιοχής σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού (Εικ. 3). Από το τέλος της Μέσης και σε όλη τη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής τα δρυοδάση υπήρξαν η κύρια πηγή προσπορισμού της καύσιμης ύλης. Τα ψυχρόβια κωνοφόρα με κύριο εκπρόσωπο τη μαύρη πεύκη χρησιμοποιήθηκαν ήδη από την αρχαιότερη Φάση Γ, αλλά η χρήση τους αυξάνεται σταδιακά από τη Φάση Β και εξής. Σχετικά με τη χρήση της παρόχθιας βλάστησης διαπιστώνουμε την αντίθετη τάση, δηλαδή αυξημένη χρήση κατά την αρχαιότερη φάση και σταδιακή μείωση στις Φάσεις Β και Α. Τέλος, οι ανοικτές διαπλάσεις χρησιμοποιούνται σταθερά σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού, με μεγαλύτερη όμως συχνότητα κατά τις Φάσεις Γ και Α. Τα συμπεράσματα που συνάγουμε σχετικά με τη χρήση της φυσικής βλάστησης και τις δραστηριότητες των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού είναι τα ακόλουθα:

Εικ. 3: Η χρήση των διαφορετικών φυτικών διαπλάσεων διαχρονικά.


54

1. Τα δρυοδάση έγιναν αντικείμενο συστηματικής χρήσης σε όλες τις φάσεις του οικισμού (Εικ. 1 και 3). Πιθανότατα η κύρια δραστηριότητα ήταν η συγκέντρωση καύσιμης ύλης για τις καθημερινές ασχολίες (θέρμανση, μαγείρεμα, φωτισμός) αλλά και άλλες πιο εξειδικευμένες όπως το ψήσιμο της κεραμικής. Τα δρυοδάση βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τον οικισμό, κυρίως προς τις νοτιότερες και υψομετρικά πιο ομαλές περιοχές της λεκάνης της Καστοριάς και κατά συνέπεια η πρόσβαση σε αυτά θα πρέπει να ήταν ευκολότερη και αμεσότερη. Οι ιδιότητες του ξύλου πολλών ειδών που φύονταν στα πυκνά δρυοδάση, σίγουρα ήταν γνωστές στους νεολιθικούς κατοίκους του Δισπηλιού. Η παρουσία της δρυός, του φράξου, της κρανιάς κλπ (Εικ. 2), στο στρώμα καταστροφής της αρχαιότερης Φάσης Γ θα πρέπει να σχετίζεται με την επιλογή συγκεκριμένων ειδών για την κατασκευή οικημάτων, επιπλοσκευής και άλλων αντικειμένων. 2. Τα ψυχρόβια κωνοφόρα χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά ήδη από την αρχαιότερη οικιστική φάση (Εικ. 1 και 3). Η ανθρακολογική μελέτη και η μελέτη ξύλου από τη φάση αυτή καταδεικνύουν την επιλογή των κωνοφόρων, ιδιαίτερα της μαύρης πεύκης και της αρκεύθου, για την κατασκευή των υπερυψωμένων εξεδρών και των οικημάτων (Πίν. 2 και Εικ. 2). Κατά την πρώτη εγκατάσταση είναι πιθανό να χρησιμοποιήθηκαν τα κωνοφόρα αποκλειστικά για κατασκευαστικές δραστηριότητες, τα παράγωγα όμως της τεχνολογικής κατεργασίας του ξύλου σίγουρα ανακυκλώνονταν στις νεολιθικές εστίες. Ένα μέρος της ξυλείας που υλοτομούνταν στο δάσος μεταφέρονταν στον οικισμό χωρίς να έχει ολοκληρωθεί το στάδιο της αποκλάδωσης. Σε στρώματα της αρχαιότερης φάσης αναφέρεται η παρουσία ενός ολόκληρου μερικώς αποκλαδισμένου κορμού πεύκης καθώς και υπολειμμάτων της σχίσης αλλά και ξύλα

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ πεύκης, αρκεύθου, ελάτης και οξιάς στη φυσική τους κατάσταση (Χατζητουλούσης 2008: 106-7). Η μεταφορά ακατέργαστης ξυλείας στον οικισμό εκτός από οικονομία χρόνου έδινε στους νεολιθικούς κατοίκους του Δισπηλιού την ευκαιρία εκμετάλλευσης όλων των παραγώγων της κατεργασίας. Η χαμηλότερη συχνότητα της μαύρης πεύκης στα ανθρακολογικά σύνολα της αρχαιότερης Φάσης Γ (Eικ. 3) ίσως οφείλεται στο ότι δεν γινόταν συστηματική συλλογή του ξύλου της για καύσιμη ύλη, αλλά απλώς χρησιμοποιούνταν τα παράγωγα της κατεργασίας του ξύλου της ως τέτοια. Η αυξημένη παρουσία της μαύρης πεύκης στις Φάσεις Β και Α (Eικ. 3) μπορεί να σχετίζεται με διεύρυνση των δραστηριοτήτων των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού προς πιο απομακρυσμένες περιοχές αλλά και με ανάπτυξη του ίδιου του οικισμού και αυξημένες ανάγκες σε δομική ξυλεία. 3. Η παρόχθια δενδρώδης βλάστηση χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού ιδιαίτερα όμως κατά την αρχαιότερη φάση (Eικ. 3). Αυτό το στοιχείο πιθανότατα σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά της ίδιας της εγκατάστασης κατά την αρχαιότερη φάση. Ο «λιμναίος» οικισμός της φάσης αυτής βρισκόταν στις όχθες αλλά και μέσα στη λίμνη (Καρκάνας 2002), εν μέσω της παρόχθιας βλάστησης την οποία έπρεπε να «καθαρίσουν» προκειμένου να χτίσουν τις εξέδρες και τις καλύβες τους. Το ξύλο της ιτιάς και του σκλήθρου χρησιμοποιήθηκε στον πρώτο οικισμό ως καύσιμη ύλη και ως ξυλεία. Κατά τις Φάσεις Β και Α, η χρήση της παρόχθιας βλάστησης είναι σποραδικότερη, γεγονός που θα μπορούσαμε να το συσχετίσουμε με τη σταδιακή χέρσευση που παρατηρείται στον οικισμό (Καρκάνας 2002). Κατά τη Φάση Α, τη νεότερη χρονολογικά, καλαμιώνες, εποχιακά τέλματα και υγρολίβαδα ίσως δυσχέραιναν τη συστηματική χρήση της παρόχθιας δενδρώδους βλάστησης. Εξίσου πιθανή είναι και


ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ η γενικότερη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού από τους λιμναίους πόρους προς τους χερσαίους. Κατά τις νεότερες φάσεις του νεολιθικού οικισμού παρατηρείται γενικότερη μείωση του αλιεύματος σε αντίθεση με την αρχαιότερη φάση και τη δεύτερη φάση κατά τις οποίες ο οικισμός μοιάζει να είναι στραμένος προς την αλιεία και τα διατροφικά της οφέλη (Θεοδωροπούλου 2008: 31). 4. Η ανοικτή βλάστηση είναι παρούσα στην περιοχή γύρω από τον νεολιθικό οικισμό σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, χρησιμοποιείται όμως με μεγαλύτερη συχνότητα κατά την αρχαιότερη φάση, γεγονός που ίσως σχετίζεται με την αρχική ανάγκη προετοιμασίας μικρών χωραφιών και κήπων γύρω από τον οικισμό και σε μικρή ακτίνα από αυτόν. Οι πεδινές περιοχές με ανοικτή βλάστηση μπορούσαν εύκολα και άμεσα να μετατραπούν σε μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις. 5. Οι δραστηριότητες των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού δεν φαίνεται να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην τοπική βλάστηση, τουλάχιστον τέτοιες οι οποίες να δηλώνονται από αλλαγή στη σύνθεση της βλάστησης και αντικατάσταση των δρυών από άλλα είδη. Η σταδιακά συχνότερη παρουσία των ψυχρόβιων κωνοφόρων σχετίζεται μάλλον με εντατικότερη χρήση τους και όχι με αλλαγές στη βλάστηση. Τα προκαταρκτικά ανθρακολογικά αποτελέσματα από το νεολιθικό οικισμό της Αυγής, που βρίσκεται νοτιοδυτικά του Δισπηλιού και χρονολογείται στην ίδια περίπου περίοδο, καταδεικνύουν τη σημαντική παρουσία των δασών, κυρίως μαύρης πεύκης και δρυός, στην ευρύτερη περιοχή (http://www.neolithicavgi.gr). Τα ανθρακολογικά αποτελέσματα από το νεολιθικό Δισπηλιό συνάδουν με τα παλυνολογικά διαγράμματα από τη λίμνες Ορεστιάδα και Χειμαδίτιδα (Bottema 1974), σύμφωνα με τα οποία η περιφερειακή

55

βλάστηση από το 7000 ως το 3000 π.Χ. περίπου χαρακτηριζόταν από πυκνά δρυοδάση στα μέσα υψόμετρα και από δάση κωνοφόρων σε μεγαλύτερο υψόμετρο και στις πλαγιές των βουνών. Η ανθρωπογενής επίδραση γίνεται εμφανής μετά το τέλος της περιόδου, συμπίπτοντας με το τέλος της Νεολιθικής. Πρόσφατη παλυνολογική έρευνα στη λίμνη Ορεστιάδα (Κούλη 2002, 2008) παρέχει νέα στοιχεία διαπιστώνοντας ανθρωπογενή επιρροή στο άμεσο περιβάλλον του οικισμού, η οποία συμπίπτει χρονικά με τη νεολιθική κατοίκηση στην περιοχή. Οι χλωριδικές φάσεις που καταγράφονται χαρακτηρίζονται από υποχώρηση του μικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους αλλά και των κωνοφόρων και εξάπλωση της ανοικτής βλάστησης και αποδίδονται στην ένταση των γεωργοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων του οκισμού και τη συστηματική υλοτόμηση (Κούλη 2008: 143). Η απόκλιση των παλαιότερων από τα νεότερα παλυνολογικά διαγράμματα θα πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι τα δεύτερα καταγράφουν την τοπική βλάστηση σε σχέση με τον οικισμό. Το ανθρωπογενές τοπίο γύρω από τον οικισμό αποτελούνταν από ανοικτή βλάστηση, με εναλλαγές καλλιεργούμενων χώρων, λιβαδιών, θαμνωδών εκτάσεων και συστάδων από δέντρα, ενώ η μεγαλύτερη επίδραση του νεολιθικού ανθρώπου εντοπίζεται στο λιμναίο οικοσύστημα. Παρόλα αυτά, το οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής δεν επηρεάστηκε σημαντικά (Κούλη 2002: 314). 6. Τα ανθρακολογικά αποτελέσματα καταγράφουν σταθερή παρουσία και χρήση των κύριων φυτικών διαπλάσεων, των δρυοδασών. Η υπόθεσή μας σε σχέση με τις γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες είναι ότι μόνο μια μικρή ζώνη δάσους επηρεάστηκε και κυρίως αυτή που γειτνίαζε με τις ανοικτές διαπλάσεις. Με βάση τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της αρχαιοβοτανικής μελέτης, η Μαγκα-


56

φά (2002: 131) πρότεινε για το νεολιθικό Δισπηλιό την πρακτική της «εντατικής» καλλιέργειας μικρών χωραφιών σε άμεση γειτνίαση με τον οικισμό, στα οποία εφαρμοζόταν η αμειψισπορά και η λίπανση με ζωική κοπριά και οικιακά απορρίμματα. Η αρχαιοζωολογική μελέτη της αρχαιότερης Φάσης Γ του οικισμού δείχνει ότι η οικονομία στηριζόταν κυρίως στην εκτροφή προβάτων, ενώ η παρουσία κατσικιών, γουρουνιών και βοοειδών ήταν σποραδικότερη (Phoca-Cosmetatou 2008: 52, 60). Στοιχεία για το μέγεθος των κοπαδιών και την έκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι δύσκολο να εξάγουμε. Σύμφωνα όμως με τα υπάρχοντα δεδομένα, η μικρής κλίμακας μικτή γεωργοκτηνοτροφία συνδύαζε την καλλιέργεια μικρών εκτάσεων κοντά ή μέσα στον οικισμό με την εκτροφή μικρού αριθμού ζώων, τα οποία βοσκούσαν και λίπαιναν τις πρώτες συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση της γονιμότητας των εδαφών. Λαμβάνοντας ακόμη υπόψη ότι τα ζώα που κυρίως αντιπροσωπεύονται, στην αρχαιότερη τουλάχιστον φάση, είναι τα πρόβατα, τα οποία τρέφονται με χαμήλη ποώδη βλάστηση (βλ. Τσαρτσίδου 2010), μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επίδρασή τους στη βλάστηση ήταν μικρή. Η διαχείριση του δάσους (υλοτόμηση και κλάδεμα για «κλαρί»/φύλλωμα για

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ ζωοτροφή) θα πρέπει να είχε συνέπειες στην πυκνότητά του. Όταν το πρωτογενές «ώριμο» δάσος μετατρεπόταν κατά τόπους σε ανοικτό ή «κλαδεμένο» δάσος, ίσως τότε οι ανθρώπινες δραστηριότητες μετατοπίζονταν σε άλλα σημεία του. Η εναλλασσόμενη διαχείριση διαφορετικών περιοχών του δρυοδάσους θα έδινε τη δυνατότητα στη βλάστηση να ανακάμψει. Η απουσία ενδείξεων ανθρωπογενούς επίδρασης που αποτυπώνεται στα ανθρακολογικά σύνολα θα πρέπει να συσχετιστεί με τέτοιες πρακτικές εναλλασσόμενης διαχείρισης της φυσικής βλάστησης καθώς και με μικρής κλίμακας μικτή γεωργοκτηνοτροφία που δεν απαιτούσε συχνό καθάρισμα του δάσους για απόδοση νέων εκτάσεων σε καλλιέργεια. Η μελλοντική σύνθεση του συνόλου των αρχαιοβοτανικών και αρχαιοζωολογικών ερευνών από όλη τη νεολιθική ακολουθία του οικισμού θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις μεθόδους διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος μιας νεολιθικής κοινότητας που επιλέγει να εγκατασταθεί σ’ ένα ποικίλο λιμναίο οικοσύστημα. Άλλοι παράγοντες που θα πρέπει επίσης να διερευνηθούν είναι η χρονική διάρκεια κάθε φάσης και η συνεχής ή μη νεολιθική παρουσία για τα 1.000 περίπου χρόνια από το τέλος της Μέσης ως το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής.


ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

57

Βιβλιογραφία Asouti, E. 2003 Wood charcoal from Santorini (Thera): New evidence for vegetation, climate and timber imports in the Bronze Age Aegean. Antiquity 77: 471-84. Asouti, E. & P. Austin 2005 Reconstructing woodland vegetation and its exploitation by past societies, based on the analysis and interpretation of archaeological wood charcoal macro-remains. Environmental Archaeology 10(1): 1-18. Billamboz, A. 1987 Le bois raconte l’histoire des hommes et de la fôret. Archeologia 222: 30-8. Bottema, S. 1974 Late Quaternary Vegetation History of Northwest Greece. Groningen: University of Groningen [PhD diss.]. Chabal, L. 1988 Pourquoi et comment prélever les charbons de bois pour la période antique: Les méthodes utilisées sur le site de Lattes (Hérault). Lattara 1: 187-222. 1992 La représentativité paléo-écologique des charbons de bois archéologiques issus du bois de feu. Bull. Soc. Bot. Fr., 139, Actual. Bot. 1992-2/3/4: 213-36. 1994 Apports récents de l’anthracologie à la connaissance des paysages passés: Performances et limites. Histoire & Mesure IX-3/4: 317-38. 1997 Forets et sociétés en Languedoc (Néolithique final Antiquité tardive): L’anthracologie, méthode et paléoécologie. Paris: Éditions de la Maison des Sciences de l’Homme. Chabal, L., L. Fabre, J.-F. Terral & I. Théry-Parisot 1999 L’anthracologie. In La Botanique (C. Bourquin-Mignot, J.-E. Brochier, L. Chabal, S. Crozat, L. Fabre, F. Guibal, P. Marinval, H. Richard, J.-F. Terral & I. Théry-Parisot): 43-104. Paris: Editions Errance. Dufraisse, A. (ed.) 2006 Charcoal Analysis: New Analytical Tools and Methods for Archaeology - Papers from the Table Ronde held in Basel 2004. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1483]. Fiorentino, G. & D. Magri (eds.) 2008 Charcoals from the Past: Cultural and Palaeoenvironmental Implications - Proceedings of the Third International Meeting of Anthracology, Cavallino - Lecce (Italy) June 28th - July 1st 2004. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1807]. Θεοδωροπούλου, Τ. 2008 Ο άνθρωπος και η λίμνη: Ψαράδες και ψαρέματα στο προϊστορικό Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 2: 25-45. Johnson, H. 1994 La Madera. Editorial Blume. Καρκάνας, Π. 2002 Η μικρομορφολογική μελέτη των αποθέσεων του Δισπηλιού. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 295-302. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Κούλη, Κ. 2002 Δισπηλιό και παλυνολογία: Προσεγγίζοντας το παλαιοπεριβάλλον. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 303-15. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 2008 Βλάστηση και άνθρωπος: Η εξέλιξη του παλαιοπεριβάλλοντος του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού από την οπτική της παλυνολογίας. Ανάσκαμμα 1: 143-56. Μαγκαφά, Μ. 2002 Η αρχαιοβοτανική μελέτη του οικισμού. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.


58

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ

Ntinou, M. 2002 El paisaje en el norte de Grecia desde el Tardiglaciar al Atlantico: Formaciones vegetales, recursos y usos. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1038]. Pétrequin, P. 1991 Construire un maison: 3000 ans avant J.-C. Paris: Editions Errance. Παυλόπουλος, Κ., Α. Σκέντος & Χ. Κοταμπάση 2009 Γεωμορφολογική χαρτογράφηση και μελέτη της ευρύτερης περιοχής Δισπηλιού – λίμνης Καστοριάς. Ανάσκαμμα 3: 101-20. Phoca-Cosmetatou, N. 2008 The terrestrial economy of a lake settlement: The faunal assemblage from the first phase of occupation of Middle Neolithic Dispilio (Kastoria, Greece). Ανάσκαμμα 2: 47-68. Psarroy, A. 2002 Analyse anthracologiques préliminaires de deux gisements archéologiques: Dikili Tash (Macédoine orientale) et Rakita (Péloponnèse-nord, Patras), Grèce. Paris: Université de Paris I, Pantheón-Sorbonne [Mémoire de DEA]. Rackham, O. 1986 Appendix A: Charcoal. In Excavations at Sitagroi: A Prehistoric Village in Northeast Greece, I (ed. C. Renfrew, M. Gimbutas & E. Elster): 55-62. Los Angeles: University of California, Cotsen Institute of Archaeology [Monumenta Archaeologica, 13]. Schweingruber, F. H. 1990 Anatomie Europäischer Hölzer - Anatomy of European Woods. Bern & Stuttgart: Haupt. Shay, T. C. & J. M. Shay (with the assistance of A. Frego & J. Zwiazek) 1995 The modern flora and plant remains from Bronze Age deposits at Kommos. In Kommos I: The Kommos Region and Houses of the Minoan Town. Part 1: The Kommos Region, Ecology and Minoan Industries (ed. J. W. Shaw & M. C. Shaw): 91-162. Princeton: Princeton University Press. Sherratt, A. 1981 Plough and pastoralism: Aspects of the secondary products revolution. In Pattern of the Past (ed. I. Hodder, G. Isaac G. & N. Hammond): 261-305. Cambridge: Cambridge University Press. Σωφρονίδου, Μ. 2008 Προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστορίας: Mια πρώτη εισαγωγή. Ανάσκαμμα 1: 9-26. Théry-Parisot, I., L. Chabal & J. Chrzavzez υ. έκδ. Anthracology and taphonomy, from wood gathering to charcoal analysis: A review of the taphonomic processes modifying charcoal assemblages in archaeological contexts. Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoceology. Thiébault, S. (ed.) 2002 Charcoal Analysis: Methodological Approaches, Palaeoecological Results and Wood Uses - Proceedings of the Second International Meeting of Anthracology, Paris, September 2000. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1063]. Τσαρτσίδου, Γ. 2010 Ανάλυση φυτολίθων από ιζήματα του Δισπηλιού: Αναζητώντας τις πρακτικές διαβίωσης του προϊστορικού οικισμού. Ανάσκαμμα 4. Vernet, J.-L. 1973 Étude sur l’histoire de la végétation du Sud-Est de la France au Quaternaire d’ápres l’étude des charbons de bois principalement. Paléobiologie Continentale IV, 1. Vernet, J.-L. (éd.) 1992 Actes du Colloque «Les charbons de bois, les anciens écosystèmes et le rôle de l’Homme». Bull. Soc. Bot. Fr., 139, Actual. Bot. (2/3/4). Montpellier. Χατζητουλούσης, Στ. 2006 Το Ξύλο ως Αρχαιολογικό Υλικό στην Προϊστορία: Το Παράδειγμα του Λιμναίου Νεολιθικού Οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Διδακτορική διατριβή].


ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 2008

59

Η τεχνολογία του ξύλου στο νεολιθικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς. Ανάσκαμμα 1: 93-123. Χουρμουζιάδη, Α. & Τ. Γιαγκούλης 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Western, A. C. 1964 Excavations in the Neolithic settlement of Knossos, 1957-60. Part I, Appendix 2. Annual of the British School at Athens 59: 239-40.


60

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ

Summary Palaeoenvironment and human activities: Wood charcoal analysis at the neolithic lake-settlement at Dispilio, Kastoria Maria Ntinou

Charcoal analysis results show that the Neolithic settlers at Dispilio, Kastoria, established their village in a rich environment where the following plant formations probably succeeded each other from the lake-shore to the higher elevations of the nearby mountains: Lake-shore vegetation is mainly represented by willows and alder, Open vegetation with turpentine, sumac, some Prunus species and juniper thickets would occupy open space at the edges of woodland at low elevations, Deciduous oak woodland rich in other deciduous trees such as ash, hornbeam, maple, cornelian cherry, elm, hazel, Maloideae species, etc, would grow almost from lake level to mid altitudes and would expand over most of the hilly area to the south of the lake, Mountain conifer forests with black pines and some fir would extend on the surrounding mountains, probably quite close to the lake on its western and northern sides. Oak woodland was systematically and predominantly managed by the Neolithic communities for daily, domestic uses (fire-

wood). During the earliest Phase C, junipers and black pines were selected for their timber while oaks and other deciduous species were less so. Open vegetation and lakeshore formations, were mostly used during the earliest Phase C probably because these were the first to be integrated in the community’s activities, either as areas for the establishment of platforms and lake dwellings (the lake shore) or as adequate, open spaces (open vegetation) near the village where to prepare the small plots and gardens. Mountain conifers became progressively more important during the later Phases B and A, probably as a result of the expansion of the community’s activities over broader areas and/or of the need for timber due to the growth of the settlement. No significant changes can be observed in the woodland throughout the life of the Neolithic settlement. This may be explained by small scale mixed agro-pastoral practices and alternating management of different parts of the woodland that would allow it to regenerate.


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ*

H βιογενής αλλοίωση του ξύλου στα υδάτινα οικοσυστήματα

Εισαγωγή Το ξύλο ως αρχαιολογικό εύρημα μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την αξιοποίηση της ξυλείας από τον άνθρωπο και κατά συνέπεια μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ερμηνεία του φυσικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος μιας εποχής. Δυστυχώς όμως, τα περιβάλλοντα ταφής που διατήρησαν το ξύλο, ίσως και για χιλιάδες χρόνια, με την έναρξη μιας ανασκαφής διαταράσσονται και συνήθως οι νέες συνθήκες που δημιουργούνται δεν ευνοούν την περαιτέρω διατήρησή του. Οι αρχαιολόγοι και οι συντηρητές που θα κληθούν να μελετήσουν και να διαχειριστούν το ανασκαφικό ξύλο θα πρέπει να κατανοήσουν τη συμπεριφορά του, τόσο στο περιβάλλον ταφής, όσο και στο περιβάλλον ανασκαφής και αυτό προϋποθέτει μια προσέγγιση μέσα από επιστήμες όπως η Βοτανική, η Επιστήμη και Τεχνολογία του Ξύλου και η Οικολογία. *

H προσέγγιση μέσα από το πρίσμα της Βοτανικής θα δώσει τη δυνατότητα να γίνει αντιληπτό ότι το ξύλο είναι ένα σύνολο κυττάρων που δημιουργήθηκαν για να τελέσουν συγκεκριμένες λειτουργίες στο βλαστό ενός φυτού. Μέσα από το πρίσμα της Επιστήμης και Τεχνολογίας του Ξύλου, το ξύλο θα αποκτήσει τη διάσταση ενός υλικού κατασκευής με συγκεκριμένες φυσικές ιδιότητες οι οποίες καθορίζουν τη συμπεριφορά του στο περιβάλλον. Τέλος, μέσα από το πρίσμα της Οικολογίας το ξύλο δεν αποτελεί ούτε το λειτουργικό τμήμα ενός φυτού, ούτε το υλικό κατασκευής ενός τεχνουργήματος. Είναι νεκρή οργανική ύλη που θα διασπαστεί από αποικοδομητές σε ανόργανα συστατικά, για να επιστρέψει στη γη και να χρησιμοποιηθεί εκ νέου από άλλους οργανισμούς. Η προσέγγιση του ξύλου μέσα από την επιστήμη της Οικολογίας, είναι ίσως και η πιο σημαντική όσον αφορά στην κατανόηση

Τμήμα Σ.Α.Ε.Τ., ΤΕΙ Αθήνας, Αγ. Σπυρίδωνoς, 12210 Αθήνα, e-mail: pournoua@teiath.gr


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ

62

της αλλοίωσής του στα διάφορα περιβάλλοντα. Τόσο το περιβάλλον ταφής, όσο και το περιβάλλον ανασκαφής, είναι οικοσυστήματα, όπου οι αλληλεπιδράσεις της βιοτικής και αβιοτικής συνιστώσας τους, θα καθορίσουν το είδος, το βαθμό και το ρυθμό αποδόμησης της οργανικής ύλης. Η αλλοίωση του ξύλου σε τέτοια οικοσυστήματα, είναι μια πολύ σύνθετη διαδικασία που βρίσκεται ακόμα υπό έρευνα. Παρά ταύτα, έχει αποδειχθεί ότι οφείλεται κυρίως στη βιοτική συνιστώσα των οικοσυστημάτων. Στα χερσαία οικοσυστήματα η συνιστώσα αυτή περιλαμβάνει πληθώρα αερόβιων οργανισμών που αποδομούν το ξύλο με πολύ γρήγορους ρυθμούς και για το λόγο αυτό σε χερσαίες ανασκαφές το ξύλο αποτελεί συνήθως σπάνιο εύρημα. Ο μεγαλύτερος όγκος αρχαιολογικής ξυλείας που έρχεται στο φως συνήθως προέρχεται από τη θάλασσα, από υγροτόπους, από λίμνες και γενικά από υδάτινα οικοσυστήματα. Για το λόγο αυτό, στην παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί να παρουσιαστούν τα βασικά υδάτινα οικοσυστήματα όπου συνήθως ανακαλύπτεται αρχαιολογικό ξύλο, εστιάζοντας στις βιοκοινωνίες που έχουν παθογόνο δράση σε αυτό.

Η βιογενής αλλοίωση του ξύλου ξεκινάει στο πελαγικό περιβάλλον και συνεχίζεται με μικρότερους ρυθμούς στα οξικά1 ή/ και ανοξικά ιζήματα του βενθικού. Η βιοεπικινδυνότητα των περιβαλλόντων αυτών όσον αφορά στους αποικοδομητές του ξύλου, αλλά και ο χρόνος παραμονής του ξύλου σε αυτά, στο κάθε στάδιο ταφής (Σχ. 1) είναι καθοριστικοί παράγοντες για τη διατήρηση του. Το πελαγικό, ανοιχτής κυκλοφορίας θα-

ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Θάλασσα

Το θαλάσσιο οικοσύστημα περιλαμβάνει δύο μεγάλα περιβάλλοντα. Το πελαγικό, που αποτελείται από τη μάζα του νερού και το βενθικό, που αποτελείται από τα ιζήματα που καλύπτουν το βραχώδες υπόστρωμα του βυθού. Τα περιβάλλοντα αυτά μπορούν να υποδιαιρεθούν και σε άλλες μικρότερες ζώνες με βάση διάφορα κριτήρια, όπως η απόσταση από την ξηρά, η ποσότητα του διαθέσιμου φωτός ή το βάθος.

1

Σχ. 1: Τρία βασικά στάδια ταφής του ξύλου στο θαλάσσιο οικοσύστημα (Διασκευή από Jones 2003)

Οξικό (oxic), σχετίζεται με τη παρουσία οξυγόνου και όχι με το όξος. Υψηλά oξικό=3,0-6,0 ml l-1 O2, χαμηλά οξικό=1,5-3,0 ml l-1 O2, υποξικό= 0,3-1,5 ml l-1 O2, δυσοξικό= 0,1-0,3 ml l-1 O2, και ανοξικό= 0,0-0,1 ml l-1 O2, Kaiho (1994).


Εικ. 1: Προσβολή ξύλου από μέλη των οικογενειών α) Teredinidae, β) Pholadidae (BMSM 2008) γ) Limnoriidae, δ) Shpaeromatidae και ε) Cheluridae

Η ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 63


64

λάσσιο περιβάλλον, έχει κατηγοριοποιηθεί ως το πιο επικίνδυνο για τη βιοπροσβολή του ξύλου (Eaton & Hale 1993). Οι υψηλές συγκεντρώσεις διαλυμένου οξυγόνου επιτρέπουν τη δράση ξυλο-διατρητικών οργανισμών (wood borers), οι οποίοι μπορούν σε μικρό χρονικό διάστημα να προκαλέσουν σημαντική φθορά στο ξύλο που δεν είναι θαμμένο στο ίζημα, (Florian et al. 1978; Jones & Rule 1979; Santhakumaran 1988) Εκτός από οξυγόνο, υπάρχουν φυσικά και πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως η αλατότητα, η θερμοκρασία, το pH, η ρύπανση, το φως, που καθορίζουν τα είδη των οργανισμών με παθογόνο δράση στο ξύλο (Florian et al. 1978; Florian 1990; Pournou et al. 2001; Ahlström 2002). Οι κύριοι υπαίτιοι της φθοράς του ξύλου στο πελαγικό περιβάλλον ανήκουν σε δύο ομάδες θαλάσσιων ξυλο-διατρητικών οργανισμών: α) στα μαλάκια και β) στα αρθρόποδα. Στο φύλο των μαλακίων, στην κλάση των δίθυρων, στην τάξη Pholadacea και στις οικογένειες Teredinidae (Εικ. 1.α) και Pholadidae (Εικ. 1.β), ανήκουν τα πιο σημαντικά είδη μαλακίων που προσβάλουν το ξύλο (Turner 1966, 1971; Nair & Saraswathy 1971; Turner & Johnson 1971; Rayner 1975). Στο φύλο των αρθροπόδων, στο υπόφυλο των καρκινοειδών και στις ομάδες Ισόποδων και Αμφίποδων ανήκουν τα βασικά είδη καρκινοειδών που είναι υπεύθυνα για την καταστροφή του ξύλου στο πελαγικό περιβάλλον. Tα είδη των ισόποδων που διατρυπούν το ξύλο ανήκουν στις οικογένειες Limnoriidae (Menzies 1957; Cookson 1990) (Εικ. 1.γ) και Shpaeromatidae (Becker 1971; Cragg 1988) (Εικ. 1.δ), ενώ τα είδη των αμφιπόδων στην οικογένεια Cheluridae (Kühne 1971; Cragg & Daniel 1992) (Εικ. 1.ε). Στο πελαγικό περιβάλλον, μύκητες και βακτήρια εποικούν επίσης το ξύλο. Όμως, παρ’ ότι οι μικροοργανισμοί αυτοί έχουν ικανότητα αποδόμησης του ξύλου, ο ρόλος τους σε αυτό το περιβάλλον είναι μικρός, συγκριτικά με αυτόν των μαλακίων και των αρθροπόδων (Pournou 1999).

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ Τα θαλάσσια ιζήματα αποτελούνται από μη στερεοποιημένα σωματίδια, τα οποία είναι προϊόντα της διάβρωσης της χέρσου, καθώς και υλικά που προέρχονται από τη βιολογική δραστηριότητα. Τα ιζήματα διαφέρουν σε μέγεθος κόκκων, χημική σύσταση, προέλευση και ρυθμούς ιζηματαπόθεσης. Τα ιζήματα, όμως, σπάνια αποτελούνται από μόνο ένα μέγεθος κόκκων. Ο βαθμός ανάμιξης των διάφορων μεγεθών κόκκων χαρακτηρίζεται είτε περιγραφικά, με βάση το επικρατές κλάσμα, είτε με βάση μαθηματικούς δείκτες, όπως ο συντελεστής διαβάθμισης. Το μέγεθος κόκκου επηρεάζει την κινητικότητα των σωματιδίων την κατανομή της μικροχλωρίδας, την περιεκτικότητα σε οργανικά συστατικά και κυρίως την περιεκτικότητα σε νερό και συνεπώς σε διαλυμένο οξυγόνο. Η περιεκτικότητα σε οξυγόνο του μεσοδιαστηματικού νερού του ιζήματος περιγράφεται επίσης από το οξειδοαναγωγικό δυναμικό (Eh). Υψηλές συγκεντρώσεις οξυγόνου συνεπάγονται οξειδωτικές συνθήκες, ενώ χαμηλές συγκεντρώσεις, αναγωγικές. Στα περισσότερα θαλάσσια ιζήματα υπάρχει ένα συνοριακό στρώμα ανάμεσα στις οξειδωτικές και αναγωγικές συνθήκες μέσα στο ίζημα, το οποίο ονομάζεται στρώμα ασυνέχειας του οξειδοαναγωγικού δυναμικού (Redox Potential Discontinuity layer, RPD). Σε ιζήματα με μικρό μέγεθος κόκκων, το RPD είναι πιο κοντά στην επιφάνεια σε αντίθεση με τα χονδρόκοκκα ιζήματα. Το στρώμα αυτό χαρακτηρίζεται από την παρουσία θειοαναγωγικών βακτηρίων και κατά συνέπεια υδρόθειου (H2S) και υποδηλώνει ένα φράγμα για τα περισσότερα αερόβια είδη. Ξύλα που έχουν ταφεί κάτω από το RPD θα μπορέσουν να διατηρηθούν, σε αντίθεση με αυτά που έχουν ταφεί πάνω από το στρώμα αυτό. Στα οξικά ιζήματα (πάνω από το RPD), υποστηρίζονται οι δραστηριότητες μυκήτων μαλακής σήψης (soft rot fungi) (Εικ. 2.α) και βακτηρίων σηράγγων (tunneling bacteria) (Εικ. 2.β). Η συγκέντρωση οξυγόνου σε αυτό το περιβάλλον είναι πολύ μικρότερη από ό,τι


Η ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ στη στήλη του νερού και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να επιβιώσουν ξυλο-διατρητικοί οργανισμοί. Οι μύκητες μαλακής σήψης είναι συνήθως λιγνοκυτταρινολυτικά (lignocellulolytic) μέλη Ασκομυκήτων και Δευτερομυκήτων. Σε αντίθεση με τους Βασιδιομύκητες που συναντώνται στα χερσαία οικοσυστήματα, οι μύκητες αυτοί μπορούν να δρουν σε υδάτινα περιβάλλοντα υπό συνθήκες περιορισμένου οξυγόνου. Οι μύκητες μαλακής σήψης καταγράφηκαν αρχικά από τους Barghoorn & Linder (1944). Ο Savory (1954) ονόμασε αυτή την αλλοίωση του ξύλου μαλακή σήψη και ο Jones (1971) απέδειξε πρώτος την απώλεια βάρους που προκλήθηκε από τους μύκητες αυτούς σε ξύλο. Η μαλακή σήψη προσβάλλει κυρίως τους πολυσακχαρίτες του ξύλου (κυτταρίνη και ημικυτταρίνες) και λιγότερο τη λιγνίνη (Nilsson & Daniel 1983; Blanchette et al. 1990; Eaton & Hale 1993). Τα βακτήρια σηράγγων συναντώνται στα οξικά ιζήματα αλλά και στη στήλη του νερού. Αλλοιώνουν ξύλα με υψηλά ποσοστά λιγνίνης, τα οποία είναι σχεδόν εξολοκλήρου ανθεκτικά στη μυκητιακή προσβολή (Daniel et al. 1987; Singh et al. 1990α; Kim & Singh 1994). Στα ανοξικά ιζήματα, (κάτω από το RPD), το ξύλο υποβιβάζεται σχεδόν2 μόνο από βακτήρια διάβρωσης (erosion bacteria) (Εικ. 3) (Daniel & Nilsson 1986; Singh et al. 1990β; Kim et al. 1996). Παρότι τα βακτήρια αυτά έχουν λιγνολυτική ικανότητα, 2

Υπάρχει και μια άλλη ομάδα βακτηρίων τα οποία είναι ανεκτικά σε ανοξικές συνθήκες, τα βακτήρια κοιλοτήτων (cavitation bacteria), αλλά δεν αναφέρονται συχνά για την παρουσία τους σε αρχαιολογικό ξύλο.

65

Εικ. 2: Προσβολή ξύλου από α) μύκητα μαλακής σήψης (Pournou 1999) και β) βακτήρια (Β) σηράγγων (Σ) (Διασκευή από Mouzouras et al. 1986)

Εικ. 3: Προσβολή ξύλου από ραβδοειδή βακτήρια (Rb) διάβρωσης (Pournou 1999)


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ

66

η παρουσία υψηλών ποσοστών λιγνίνης και εκχυλισμάτων αποτρέπει τη δράση τους και έτσι τα βακτήρια προσβάλλουν κυρίως τους πολυσακχαρίτες του ξύλου. Η προσβολή αυτή όμως εξελίσσεται πάρα πολύ αργά σε σχέση με αυτήν των μυκήτων ή άλλων ανώτερων οργανισμών και έτσι τα ξύλα που είναι θαμμένα σε ανοξικά ιζήματα έχουν πολύ μεγάλη πιθανότητα να διατηρηθούν σε πολύ καλή κατάσταση.

Λίμνες

Οι λίμνες είναι οικοσυστήματα εσωτερικών υδάτων και ορίζονται ως υδατοσυλλογές που καταλαμβάνουν μια ενδοηπειρωτική λεκάνη. Οι λίμνες περιέχουν συνήθως γλυκό νερό, αλλά σε ξηρά κλίματα με μεγάλη εξάτμιση μπορεί αυτό να είναι και υφάλμυρο ή και αλμυρό. Η ζώνωση μιας λίμνης όσο αφορά στη στήλη του νερού ορίζεται ή βάσει του φωτός (ευφωτική και αφωτική ζώνη) ή βάσει της κατακόρυφης κατανομής της θερμοκρασίας (επιλίμνιο, θερμοκλινές και υπολίμνιο) ή, τέλος, βάσει της απόστασης από την ακτή (παράκτια και πελαγική ζώνη, Σχ. 2). Όπως και στο θαλάσσιο οικοσύστημα, το βραχώδες υπόστρωμα του βυθού της λίμνης που καλύπτεται από ίζημα αποτελεί τη βενθική ζώνη της. Ο έμβιος κόσμος ενός λιμναίου περιβάλλοντος διαφοροποιείται συνήθως ως προς την απόσταση από την ακτή της λίμνης. Παρά ταύτα, πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τη βιοποικιλότητα του λιμναίου περιβάλλοντος, όπως το διαλυμένο οξυγόνο, το φως, η θερμοκρασία, το pH, η διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών κ.ά. Σε αντίθεση με το θαλάσσιο

Σχ. 2: Οι βασικές ζώνες σε ένα λιμναίο περιβάλλον

περιβάλλον, στη λιμναία παράκτια και πελαγική ζώνη, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες μελέτες για την ύπαρξη ξυλο-διατρητικών οργανισμών, κυρίως λόγω των χαμηλών τιμών αλατότητας. Εξαίρεση αποτελούν κάποια είδη του γένους Sphaeroma, τα οποία συναντώνται σε λιμνοθάλασσες. Τέλος, οι Wagner et al. (2008) αναφέρουν, σε λίμνες της Αφρικής, ένα είδος εντόμου (Povilla adusta Navas), το οποίο στο στάδιο της νύμφης διατρυπά ξύλα που είναι βυθισμένα στο νερό. Οι μύκητες που προσβάλλουν το ξύλο και γενικά αυτόχθονη ή και αλλόχθονη νεκρή οργανική ύλη στη στήλη του νερού της λίμνης έχουν μελετηθεί από πολλούς ερευνητές (Ingold 1954; Shearer 1993; Wong et al. 1998; Hyde & Goh 1998; Cai et al. 2002; Luo et al. 2004; Shearer et al. 2004), γιατί ο ρόλος στους ως αποσυνθέτες στο λιμναίο οικοσύστημα είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Τα περισσότερα είδη έχουν λιγνοκυτταρινολυτικά ένζυμα και κατά συνέπεια μπορούν να αποδομήσουν το ξύλο (Abdel-Raheem & Shearer 2002; Shearer et al. 2004). Η προσβολή του ξύλου που θα βρεθεί στην παράκτια ή/και πελαγική ζώνη της λίμνης οφείλεται κυρίως στη δράση μυκήτων μαλακής σήψης. Σε αυτή τη ζώνη της λίμνης τα βακτήρια είναι επίσης έποικοι του ξύλου και δύναται να το αποδομήσουν (Greaves 1971; Schmidt et al. 1987; Schmidt 1995). Η βακτηριακή προσβολή του ξύλου στη λιμναία στήλη του νερού μελετήθηκε από τη δεκαετία του ’40 (Zobell & Stadler 1940). Παρά ταύτα, η βακτηριακή προσβολή σε αυτό το περιβάλλον θεωρείται λιγότερο σημαντική σε σχέση με τη μυκητιακή προσβολή (Bucher et al. 2004). Στο βενθικό περιβάλλον της λίμνης και ειδικότε-


Η ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ρα στο ανοξικό ίζημα το ξύλο απειλείται να προσβληθεί μόνο από βακτήρια διάβρωσης (Sign et al. 1990β; Sign et al. 1994; Kim et al. 1996) και για το λόγο αυτό αναμένεται να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση.

Ρέοντα ύδατα/ποτάμια

Αν και στην οικολογία αμφισβητείται το κατά πόσο τα ποτάμια αποτελούν υδάτινα οικοσυστήματα (Μοντεσάντου 1999), στην εργασία αυτή εξετάζονται ως υδροσυστήματα, διότι πολύ συχνά σε αυτά ανακαλύπτεται ξύλο. Ως ποταμοί ορίζονται τα υδάτινα ρεύματα που έχουν μόνιμη ροή, σε αντίθεση με τους χείμαρρους που παρουσιάζουν εποχικές διακυμάνσεις της ροής τους. Οι ποταμοί μπορεί να ταξινομηθούν ανάλογα με το πλάτος της υδατοσυλλογής ή ανάλογα με τα χημικά χαρακτηριστικά των νερών. Μπορούν επίσης να διαιρεθούν σε κατακόρυφες και οριζόντιες ζώνες. Σε κατακόρυφη διατομή προς τη ροή διακρίνονται: α) η μάζα του νερού, β) η κοίτη του ποταμού (βενθική περιοχή) και γ) η ζώνη κάτω από την κοίτη του ποταμού (υπορροϊκή) (Εικ. 3). Η οριζόντια ζώνωση γίνεται με κριτήριο την απόσταση από τις πηγές του ποταμού και περιλαμβάνει: α) το κρήνον, β) το ρείθρον και γ) το πόταμον (Σχ. 3). Η ανάπτυξη των βιοκοινωνιών ενός ποταμού, όπως και στις λίμνες, είναι κυρίως

67

προσαρμοσμένη στη οριζόντια ζώνωσή του και στις μεταβολές των φυσικών χαρακτηριστικών του που συμβαίνουν από την πηγή έως τις εκβολές του. Η θερμοκρασία, η ταχύτητα ροής του νερού, η περιεκτικότητα σε διαλυμένο οξυγόνο καθώς και τα χημικά χαρακτηριστικά των νερών καθορίζουν τη βιοποικιλότητα. Ωστόσο, η αποδόμηση του ξύλου σε ένα ποτάμιο υδροσύστημα σχετίζεται κυρίως με την κατακόρυφη ζώνωσή του. Όπως και στο λιμναίο οικοσύστημα, το ξύλο θα αποδομηθεί με διαφορετικούς ρυθμούς στη στήλη του νερού από ό,τι στη βενθική περιοχή του ποταμού, με καθοριστικό περιοριστικό παράγοντα το οξυγόνο. Στη στήλη του νερού οι βασικοί αποδομητές θα είναι μύκητες. Τα είδη μυκήτων όμως θα διαφοροποιηθούν ανάλογα με την οριζόντια ζώνωση του ποταμού. Στο ρείθρο, λόγω της υψηλής ταχύτητας ροής και των υψηλών συγκεντρώσεων διαλυμένου οξυγόνου, θα δράσουν διαφορετικά είδη (π.χ. μύκητες Ingold, Chan et al. 2000), απ’ ό,τι στο πόταμον όπου και τα δύο αυτά φυσικά χαρακτηριστικά είναι μειωμένα. Στις εκβολές του ποταμού, λόγω της αλληλεπίδρασης θάλασσας-ποταμού, ο αβιοτικός παράγοντας της αλατότητας θα καθορίσει επίσης άλλα είδη (Fryar et al. 2004). Υπάρχουν πολλές μελέτες που παρουσιάζουν μύκητες που εποικούν ξύλο σε ρέοντα ύδατα (Tsui et al. 2000; Cai et al. 2003;

Σχ. 3: Η κατακόρυφη και οριζόντια ζώνωση ενός ποταμού


68

Bucher et al. 2004; Vijaykrishna et al. 2006), όπως επίσης και αρκετές που αποδεικνύουν ότι οι μύκητες αυτοί έχουν τα κατάλληλα ένζυμα για τη λύση των βασικών χημικών συστατικών του ξύλου (Abdel-Raheem & Shearer 2002; Abdel-Raheem & Ali 2004; Bucher et al. 2004; Simonis et al. 2008). Στο βενθικό περιβάλλον του ποταμού οι οργανισμοί που αναμένεται να προσβάλουν το ξύλο είναι τα βακτήρια. Και σε αυτό όμως το περιβάλλον, τα είδη των βακτηρίων (αερόβια ή αναερόβια) εξαρτώνται από την οριζόντια ζώνωση του ποταμού. Ο πυθμένας του ρείθρου, λόγω της υψηλής ταχύτητας ροής, αποτελείται από πέτρες και χαλίκια, σε αντίθεση με το πόταμον που αποτελείται κυρίως από άμμο και ιλύ. Το είδος του ιζήματος εξαρτάται επίσης και από τους γεωλογικούς σχηματισμούς που θα αποσαθρωθούν/ διαβρωθούν, θα μεταφερθούν και θα αποτεθούν. Έτσι, όπως έχει αναφερθεί και για το θαλάσσιο ίζημα, η κοκκομετρική σύσταση του ιζήματος θα καθορίσει τον οξικό ή ανοξικό του χαρακτήρα και συνεπώς τα είδη των βακτηρίων που θα αποδομήσουν το ξύλο. Αναφορές για ανοξικά ιζήματα ποταμών υποδεικνύουν ότι τα βακτήρια διάβρωσης μπορούν να εποικούν και να αποδομούν το ξύλο (Holt & Jones 1983; Eslyn & Moore 1984; Hoffmann et al. 2004). Πιο σύγχρονες μελέτες όμως αποδεικνύουν ότι τα βακτή-

Σχ. 4: Διακύμανση του υδροφόρου ορίζοντα

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ ρια διάβρωσης ίσως είναι οι μοναδικοί υπαίτιοι αλλοίωσης του ξύλου που είναι θαμμένο σε ανοξικά ιζήματα (Kretschmar 2006; Huisman et al. 2008; Klaassen 2008).

Υγρότοποι

Στην Οικολογία ως υγρότοποι χαρακτηρίζονται οι περιοχές που: α) το έδαφός τους είναι κορεσμένο με νερό ή καλύπτεται από αβαθές στρώμα νερού και β) τουλάχιστον κατά περιόδους η βλάστηση χαρακτηρίζεται από υδρόφυτα. Οι υγρότοποι μπορεί να είναι παράκτιοι που σχετίζονται συνήθως με εκβολές ποταμών και λιμνοθάλασσες ή εσωτερικοί που σχετίζονται με ποτάμια, λίμνες ή πηγές. Οι υγρότοποι είναι πολύ σύνθετα οικοσυστήματα όσο αφορά στην αλλοίωση του ξύλου. Βασικός λόγος είναι η διακύμανση του υδροφόρου ορίζοντα που εξαρτάται από: α) την τοπογραφία της επιφάνειας, β) τον ρυθμό επαναφόρτισης των υδάτων και γ) την υδραυλική αγωγιμότητα του ιζήματος. Διακύμανση του υδροφόρου ορίζοντα σημαίνει διακύμανση της επιφάνειας που διαχωρίζει την ακόρεστη σε νερό περιοχή ενός ιζήματος, από την κορεσμένη. Κατά συνέπεια, σημαίνει ότι το ξύλο μπορεί να βρεθεί από ένα τελείως υδατοκορεσμένο περιβάλλον σε ένα ξηρό (Σχ. 4) και vice versa.


Η ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Πίν. 1: Χαρακτηρισμός ιζημάτων υγροτόπων με βάση το οξειδοαναγωγικό δυναμικό Eh (Διασκευή από Lillie et al. 2008)

Οξειδωτικό

>+400 mV

Αναγωγικό

100 έως +100 mV

Μετρίως αναγωγικό

Υψηλά αναγωγικό

+100 έως +400 mV -300 έως -100 mV

Συνήθως τα υδατοκορεσμένα ιζήματα αναφέρονται ως ανοξικά. Ωστόσο, ο υδατοκορεσμός δεν περιγράφει την περιεκτικότητα του ιζήματος σε νερό και οξυγόνο. Χαρακτηριστικά του ιζήματος, όπως το μέγεθος, η μορφή, η διάταξη και η διαβάθμιση των κόκκων, η σχετική πυκνότητα και κατά συνέπεια ο βαθμός διασύνδεσης και επικοινωνίας των πόρων μέσα στη μάζα του, θα καθορίσουν αυτήν την περιεκτικότητα και συνεπώς τα είδη των οργανισμών που εν δυνάμει μπορούν να αποδομήσουν το ξύλο. Στους υγρότοπους, το Eh είναι επίσης ένας σημαντικός δείκτης της ενδεχόμενης βιοαλλοίωσης του ξύλου. Συνήθως σε υψη-

69

λά αναγωγικά περιβάλλοντα (Πίν. 1) το ξύλο μπορεί να διατηρηθεί (Caple & Dungworth 1997; Corfield 1996, 2007), αφού ελάχιστα είδη οργανισμών μπορούν να επιβιώσουν σε ανοξικές συνθήκες. Φυσικά, στους υγρότοπους, όπως σε όλα τα οικοσυστήματα, υπάρχουν πολλοί αβιοτικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη βιοαλλοίωση του ξύλου. Τέτοιοι είναι η θερμοκρασία, το pH, τα είδη ιόντων, η χημική σύσταση του νερού, κλπ (Caple 1993, 1994; Hobson 1988). Συνοπτικά, θα μπορούσε πολύ απλοποιημένα να προταθεί για ένα υγρότοπο, ότι όταν το ξύλο είναι θαμμένο σε ένα υδατοκορεσμένο και ανοξικό ίζημα θα προσβληθεί κυρίως από αναερόβια βακτηρία, όπως τα βακτήρια διάβρωσης (Pournou & Bogomolova 2009). Όταν το υδατοκορεσμένο ίζημα είναι χαμηλά οξικό ή υπο-οξικό, τότε το ξύλο θα αποικηθεί από μύκητες μαλακής σήψης και βακτήρια σηράγγων (Singh et al. 2003). Τέλος, όταν το ξύλο βρεθεί σε μη υδατοκορεσμένο οξικό ίζημα, τότε χερσαία αερόβια είδη κυρίως Βασιδιομυκήτων αναμένονται να το εποικήσουν προκαλώντας καστανή και λευκή σήψη (Εικ. 4).

Εικ. 4: Προσβολή ξύλου από καστανή και λευκή σήψη (Lepp 2009)


70

Η μυκητικιακή προσβολή από αερόβιους μύκητες είναι πολύ πιο επιθετική από ό,τι η προσβολή από μύκητες μαλακής σήψης (Zabel & Morrell 1992; Hammel 1997; Blanchette et al. 2004; Bucher et al. 2004). Για το λόγο αυτό τα ξύλα που θα βρεθούν σε οξικές μη υδατοκορεσμένες συνθήκες δεν θα επιβιώσουν σε βάθος χρόνου. Συνοψίζοντας για όλα τα υδάτινα οικοσυστήματα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι το οξυγόνο είναι ο κύριος περιοριστικός παράγοντας που καθορίζει την επιβίωση,

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ ανάπτυξη και δράση των παθογόνων για το ξύλο οργανισμών. Σε ανοξικά υδάτινα περιβάλλοντα, το ξύλο αναμένεται να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση. Σε αυτές τις συνθήκες μοναδικοί αποδομητές του, εμφανίζονται να είναι τα βακτήρια διάβρωσης, των οποίων η προσβολή είναι μεν αποδεδειγμένη, αλλά εξελίσσεται πολύ αργά και σε σχετικά μικρό εύρος. Σε αντίθεση, στα οξικά υδάτινα περιβάλλοντα, η δράση μυκήτων ή/και άλλων ανώτερων οργανισμών δεν διασφαλίζει τη διατήρηση του ξύλου.


Η ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

71

Βιβλιογραφία Abdel- Raheem, A. M. & E. H. Ali 2004 Lignocellulolytic enzyme production by aquatic hyphomycetes species isolated from the Nile’s delta region. Mycopathologia 157: 277-86. Abdel-Raheem, A. M. & C. A. Shearer 2002 Extracellular enzyme production by freshwater ascomycetes. Fungal Diversity 11: 1-19. Ahlström, C. 2002 Aspects of maritime history of Finland and the Eastern Baltic. In International Handbook of Underwater Archaeology (ed. C. V. Ruppé & J. F. Barstad): 347-66. New York: Kluwer Academic. Barghoorn, E. S. & D. H. Linder 1944 Marine fungi : Their taxonomy and biology. Farlowia 1: 395-467. Becker, G. 1971 A propos de la biologie, de la physiologie et de l’écologie des crustaces marins perforants des bois. In Les perforants, les champignons et les salissures du bois en milieu marin (éd. E. B. G. Jones, S. K. Eltringham & B. Gallame): 329-52. Paris: OCDE. Blanchette, R. A., B. W. Held, J. A. Jurgens, D. L. McNew, T. C. Harrington, S. M. Duncan & R. L. Farrell 2004 Wood-destroying soft rot fungi in the historic expedition huts of Antarctica. Applied and Environmental Microbiology 70(3): 1328-35. Blanchette, A. R., T. Nilsson, G. Daniel & A. Abad 1990 Biological degradation of wood. In Archaeological Wood: Properties, Chemistry and Preservation (ed. R. M. Rowell & R. J. Barbour): 141-74. Washington, D.C.: American Chemical Society . BMSM 2008 The Bailey-Matthews Shell Museum, http://shellmuseum.org/shells/shelldetails.cfm?id=282, [επίσκεψη στις 5/10/2009]. Bucher, V. V. C., S. B. Pointing, K. D. Hyde & C. A. Reddy 2004 Production of wood decay enzymes, loss of mass, and lignin solubilization in wood by diverse tropical freshwater fungi. Microbial Ecology 48(3): 331-7. Cai, L., C. K. M. Tsui, K. Zhang & K. D. Hyde 2002 Aquatic fungi from Lake Fuxian, Yunnan, China. Fungal Diversity 9: 57-70. Cai, L., K. Zhang, E. H. C. McKenzie & K. D. Hyde 2003 Freshwater fungi from bamboo and wood submerged in the Liput River in the Philippines. Fungal Diversity 13: 1-12. Caple, C. 1993 Defining a reburial environment; research problems characterising waterlogged anoxic environments. In Proceedings of the 5th ICOM Group on Wet Organic Materials Conference (ed. P. Hoffmann): 407-21. Maine: Portland Press. 1994 Reburial of waterlogged wood, the problems and potential of this conservation technique. International Biodeterioration and Biodegradation 34: 61-72. Caple, C. & D. Dungworth 1997 Investigations into waterlogged burial environments. In Archaeological Sciences, Proceedings of a Conference on the Application of Scientific Techniques to the Study of Archaeology 1995 (ed. A. Sinclair, E. Slater & J. Goaulett): 233-40. Oxford: Oxbow. Chan, S. Y., T. K. Goh & K. D. Hyde 2000 Ingoldian fungi in Hong Kong. Fungal Diversity 5: 89-107. Coockson, L. J. 1990 Annotated check-list of the Limnoriidae. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/WP/4160. Corfield, M. 1996 Preventive conservation for archaeological sites. In Archaeological Conservation and its Consequences, International Institute for Conservation of Historic and Artistic Works (ed. A. Roy & P. Smith): 32-7. London.


72

2007

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ

Wetland Science. In Wetland Archaeology and Environments: Regional Issues, Global Perspectives (ed. M. Lillie & S. Ellis): 143-55. Oxford: Oxbow. Cragg, S. M. 1988 The wood-boring isopod, Sphaeroma: A threat to maritime structures in warm waters. In Biodeterioration and Biodegradation 7 (ed. D. R. Houghton, R. N. Smith & H. O. W. Eggins): 727-32. London: Elsevier. Cragg, S. M. & G. Daniel 1992 Chelura terebrans (Crustacea: Amphipoda) is capable of degrading wood independently of its associate Limnoria. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/ WP/4180-92. Daniel, G. F. & T. Nilsson 1986 Ultrastructural observations on wood degrading erosion bacteria. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/WP/1283. Daniel, G. F., T. Nilsson & A. P. Singh 1987 Degradation of lignocellulosics by unique tunnel-forming bacteria. Canadian Journal of Microbiology 33: 943-8. Eaton, R. A. & M. D. C. Hale 1993 Wood: Decay Pest and Protection. London: Chapman and Hall. Eslyn, W. E. & W. G. Moore 1984 Bacteria and accompanying deterioration in river pilings. Material und Organismen 4: 263-82. Florian, M.-L. E. 1990 Scope and history of archaeological wood. In Archaeological Wood: Properties, Chemistry and Preservation (ed. R. M. Rowell & R. J. Barbour): 3-32. Washington D.C.: American Chemical Society [Advances in Chemistry, series 225]. Florian, M-L. E., C. E. Seccombe-Hett & J. C. Mccawley 1978 The physical chemical and morphological condition of marine archaeological wood should dictate the conservation process. In Papers from the First Southern Hemisphere Conference on Maritime Archaeology, Perth, Western Australia 1977: 128-144. Melbourne: Ocean’s Society of Australia. Fryar, S. C., W. Booth, J. Davies, I. J. Hodgkiss & K. D. Hyde 2004 Distribution of fungi on wood in the Tutong River, Brunei. Fungal Diversity 17: 17-38. Greaves, H. 1971 The bacterial factor in wood decay. Wood Science and Technology 5: 6-16. Hammel, K. E. 1997 Fungal degradation of lignin. In Driven by Nature: Plant Litter Quality and Decomposition (ed. G. Cadish & K. E. Giller): 33-45. Wallingford: Giller CAB International. Hobson, P. 1988 A basic study of landfill microbiology and biochemistry. Department of Trade and Industry, Northumberland, DTI Report: ETSUB115. Hoffmann, P. , A. Singh, Y. S. Kim, S. G. Wi, I.-J. Kim & U. Schmitt 2004 The Bremen Cog of 1380: An electron microscopic study of its degraded wood before and after stabilization with PEG. Holzforschung 58(3): 211-8. Holt, D. M. & E. B. G. Jones 1983 Bacterial degradation of lignified wood cell walls in anaerobic aquatic habitats. Applied and Environmental Microbiology 46(3): 722-7. Huisman, D. J. , M. R. Mandersa, E. I. Kretschmar, R. K. W. M. Klaassen & N. Lamersdorf 2008 Characterising physicochemical sediment conditions at selected bacterial decayed wooden pile foundation sites in the Netherlands, Germany, and Italy. International Biodeterioration & Biodegradation 61: 33-44. Hyde, K. D. & T. K. Goh 1998 Fungi on submerged wood in Lake Barrine, North Queensland, Australia. Mycological Research 102: 739-49.


Η ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

73

Ingold, C. T. 1954 Aquatic ascomycetes: Discomycetes from lakes. Transactions of the British Mycological Society 37: 1-18. Jones, A. M. & M. H. Rule 1979 Conservation of the timbers of the Tudor ship Mary Rose. In Biodeterioration VI (ed. S. Barry, D. R. Houghton, G. G. Hewellyn & C. O’Rea): 354-62. London: CAB and Biodeterioration Society. Jones, M. (ed.) 2003 For Future Generations: Conservation of a Tudor Maritime Collection. Mary Rose trust Ltd [The archaeology of the Mary Rose Volume, 5]. Kaiho, K. 1994 Benthic foraminiferal dissolved-oxygen index and dissolved-oxygen levels in the modern ocean. Geology 22(8): 719-22. Kim, Y. S. & A. P. Singh 1994 Ultrastructural aspects of bacterial attacks on a submerged ancient wood. Mokuzai Gakkaishi 40(5): 554-62. Kim, Y. S., A. P. Singh & T. Nilsson 1996 Bacteria as important degraders in waterlogged archaeological woods. Holzforschung 50(5): 389-92. Klaassen, R. K. W. M. 2008 Bacterial decay in wooden foundation piles - Patterns and causes: A study of historical pile foundations in the Netherlands. International Biodeterioration & Biodegradation 61: 45-60. Kretschmar, E. I. 2006 Anoxic Sediments and their Potential to favour Bacterial Wood Decay. Göttingen: Göttingen University [PhD thesis]. Kühne, N. 1971 Natural resistance of timbers to marine environment: A laboratory test with Limnoria tripunctata. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/WP/426. Lepp, H. 2009 Australian Fungi Website, Australian National Botanic Gardens, Australian National Herbarium, http://www.anbg.gov.au/fungi/images/0123.jpg [επίσκεψη στις 5/10/2009]. Lillie, M., R. Smith, J. Reed, & R. Inglis 2008 Southwest Scottish Crannogs: Using in situ studies to assess preservation in wetland archaeological contexts. Journal of Archaeological Science 35: 1886-900. Luo, J., J. F. Yin, L. Cai, K. Q. Zhang & K. D. Hyde 2004 Freshwater fungi in Lake Dianchi, a heavily polluted lake in Yunnan, China. Fungal Diversity 16: 93-112. Menzies, R. J. 1957 The marine borer family Limnoriidae (Crustacean, Isopoda). Part I: Northern and central America: Systematic, distribution and ecology. Bulletin of Marine Science of the Gulf and Caribbean 7(2): 101-2. Μοντεσάντου, Β. 1999 Σημειώσεις Λιμνολογίας: Ποτάμια Υδροσυστήματα. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Βιολογίας, Τομέας Οικολογίας και Ταξινομικής. Mouzouras, R., E. B. G. Jones, R. Venkatasamy & S. T. Moss 1986 Decay of wood by micro-organisms in marine environments. Record of the British Wood Preserving Association, Annual convention: 1-18. Nair, N. B. & M. Saraswathy 1971 The biology of wood-boring teredinid molluscs. Advances in Marine Biology 9: 335-509. Nilsson, T. & G. Daniel 1983 Formation of soft rot cavities in relation to concentric layers in wood fibre walls. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/WP/1185.


74

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ

Pournou, A. 1999 In situ Protection and Conservation of the Zakynthos Wreck. Portsmouth: University of Portsmouth [PhD Thesis]. Pournou, A. & E. Bogomolova 2009 Fungal colonization on excavated prehistoric wood: Implications for its in situ display. International Biodeterioration and Biodegradation 63(4): 371-8. Pournou, A., A. M. Jones, & S. T. Moss 2001 Biodeterioration dynamics of marine wreck-sites determine the need for their in situ protection. The International Journal of Nautical Archaeology 30(2): 299-305. Rayner, S. M. 1975 The natural history of Teredinid molluscs and other marine wood borers in Papua New Guinea. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/WP/410. Santhakumaran, L. N. 1988 On silent saboteurs and shipwrecks. In Marine Archaeology of Ocean Countries, Indian Conference of Marine Archaeology (ed. S. R. Rao): 123-6. Dona Paula: Goa National Institute of Oceanography. Savory, J. G. 1954 Breakdown of timbers by ascomycetes and Fungi Imperfecti. Annals of Applied Biology 41(2): 336-47. Shearer, C. A. 1993 The freshwater ascomycetes. Nova Hedwigia 56: 1-33. Shearer, C. A., D. M. Langsam & J. E. Loncore 2004 Fungi in freshwater habitats. In Biodiversity of Fungi: Inventory and Monitoring Methods (ed. G. M. Mueller, G. F. Bills & M. S. Foster): 513-32. London: Academic Press. Schmidt, O. 1995 Bacterial wood degradation by a pure culture. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/WP/95-10093. Schmidt, O., Y. Nagashima, W. Liese & U. Schmitt 1987 Bacterial Wood degradation studies under laboratory conditions and in lakes. Holzforschung 41(3):137–40. Singh, A. P. , Y. S. Kim, S. G. Wi, K. H. Lee & Ik-J. Kim 2003 Evidence of the Degradation of Middle Lamella in a Waterlogged Archaeological Wood. Holzforschung 57: 115-9. Singh, A. P. , T. Nilsson & G. F. Daniel 1990a Ultrastructure of the attack of a natural durable timber by tunnelling bacteria. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/WP/1462. 1990b Bacterial attack of Pinus sylvestris wood under near anaerobic conditions. Journal of the Institute of Wood Science 11(6): 237-49. 1994 Microbial decay of an archaeological wood. International Research Group on Wood Preservation, Document No. IRG/WP/94-10053. Simonis, J. L., H. A. Raja & C. A. Shearer 2008 Extracellular enzymes and soft rot decay: Are ascomycetes important degraders in fresh water? Fungal Diversity 31: 135-46. Tsui, C. K. M., K. D. Hyde & I. J. Hodgkiss 2000 Biodiversity of fungi on submerged wood in Hong Kong streams. Aquatic Microbial Ecology 21: 289-98. Turner, R. D. 1966 A Survey and Illustrated Catalogue of the Teredinidae (Mollusca: Bivalvia). Harvard: Harvard University, The Museum of Comparative Zoology. 1971 Les mollusques marins perforants du bois. In Les perforants, les champignons et les salissures du bois en milieu marin (éd. E. B. G. Jones, S. K. Eltringham & B. Gallame): 17-67. Paris: OCDE. Turner, R. D. & A. C. Johnson 1971 Biologie des mollusques marins perforants du bois. In Les perforants, les champignons et les


Η ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

75

salissures du bois en milieu marin (éd. E. B. G. Jones, S. K. Eltringham & B. Gallame): 283-328. Paris: OCDE. Wagner, M. R., J. R. Cobbinah & P. P. Bosu 2008 Forest Entomology in West Tropical Africa: Forest Insects of Ghana [2nd ed.]. London: Springer. Wong, M. K. M., T.-K. Goh, I. J. Hodgkiss, K. D. Hyde, V. M. Ranghoo, C. K. M. Tsui, W.-H. Ho, W. S. W. Wong & T.-K. Yuen 1998 Role of fungi in freshwater ecosystems Biodiversity and Conservation 7: 1187-206. Zobell, C. E. & J. Stadler 1940 Oxidation of lignin by bacteria from ponds and lakes. Archiv für Hydrobiologie 37: 163-71. Zabel, R. A. & J. J. Morrell 1992 Wood Microbiology, Decay and its Prevention. London: Academic Press. Vijaykrishna, D., R. Jeewon & K. D. Hyde 2006 Molecular taxonomy, origins and evolution of freshwater ascomycetes. Fungal Diversity 23: 351-90.


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥΡΝΟΥ

76

Summary Biodegradation of archaeological wood in aquatic ecosystems Anastasia Pournou

Wood, as an archaeological find, can provide valuable information for interpreting the natural, social and economic context of an era. Unfortunately, the burial environment which preserves wood, perhaps for thousands of years, is disturbed by the initiation of an excavation and post excavation conditions dot not favour wood preservation. Archaeologists and Conservators studying and managing archaeological wood need to understand its behaviour, not only in the burial environment, but also at the post-excavation environment. This requires an interdisciplinary approach encompassing sciences such as Botany, Wood science and Technology and Ecology. In Botany, wood is a group of cells created to function in a plant stem. In Wood Science and Technology, wood is treated as the construction material of an object, with specific physical properties that determine its behaviour in the environment. Finally, in Ecology, wood is neither the functional part of a plant, nor the construction material of an artefact. It is simply dead organic matter

that will be broken down by decomposers into simpler substances in order to be reused by other organisms. The Ecological approach is probably the most appropriate for understanding wood preservation. Both the burial and excavation environments are ecosystems where biotic and abiotic factors interact to determine the rate, type and degree of organic matter decomposition. Degradation of wood in such ecosystems is a very complex process and is the subject of ongoing research. However, it has been proven that it is due mainly to biotic factors. In terrestrial ecosystems this factor includes the abundance of aerobic organisms which rapidly decompose wood and thus, in terrestrial excavations, archaeological wood is not commonly found. The largest volumes of archaeological timber are usually recovered from the sea, wetlands, lakes and generally from aquatic ecosystems. Thus, this paper will attempt to describe the basic aquatic ecosystems where archaeological wood is usually discovered, focusing in its pathogenic biota.


ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ*

Ανάλυση φυτολίθων από τα ιζήματα του Δισπηλιού αναζητώντας τις πρακτικές διαβίωσης του προϊστορικού οικισμού

Φυτόλιθοι Τα φυτά χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους σχεδόν σε όλες τους τις εκδηλώσεις: φαγητό, καύσιμη ύλη, ζωοτροφή, ρουχισμό, στέγαση και γενικά οικιακούς σκοπούς (ψάθες, καλάθια, κ.ά.). Κατά συνέπεια τα φυτικά κατάλοιπα αποτελούν πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα για την ανασύνθεση της κοινωνικής οργάνωσης και των στρατηγικών επιβίωσης των αρχαίων κοινωνιών και ιδιαίτερα των προϊστορικών. Τα φυτά όμως, αν δεν καούν, σπάνια διατηρούνται, λόγω της γρήγορης αποσύνθεσης της οργανικής ύλης. Τα ανόργανα επομένως συστατικά τους είναι αυτά που συνήθως επιβιώνουν στα ιζήματα ανεξάρτητα από την καύση ή μη των φυτών. Οι φυτόλιθοι είναι ανόργανες μικροσκοπικές μορφές άμορφου διοξείδιου του πυριτίου (οπάλιος) που δημιουργούνται στα κυτταρικά τοιχώματα του επιδερμικού ιστού των φυτών (Piperno 2006). Ο σχη*

ματισμός τους ακολουθεί την εξής διαδικασία: η διάβρωση των πυριτικών πετρωμάτων και ορυκτών (σχιστόλιθοι, χαλαζίας, κλπ) εμπλουτίζει με πυρίτιο τα εδάφη. Τα φυτά απορροφούν με τις ρίζες τους νερό, μέσα στο οποίο εμπεριέχεται διαλυμένο το πυρίτιο, το οποίο μεταφέρεται με το αγγειακό σύστημα του φυτού στο υπόλοιπο σώμα του. Κατά τη διαδικασία της εξατμισοδιαπνοής, το πυρίτιο συγκεντρώνεται στα κύτταρα με τη μορφή οπαλίου (μη κρυσταλλικό ένυδρο πυρίτιο). Ο οπάλιος τείνει να αντιγράφει το σχήμα των κυττάρων και ως εκ τούτου μετά την αποσύνθεση των φυτών απομένει μοναδική μαρτυρία. Σε περιβάλλον με όξινο έως και ελαφρά αλκαλικό pH, δηλαδή στην πλειονότητα των φυσικών περιβαλλόντων, οι φυτόλιθοι είναι οι πιο σταθεροί βιογενείς παράγοντες με αποτέλεσμα συχνά να αποτελούν τη μοναδική παλαιοβοτανική μαρτυρία σε μια αρχαιολογική θέση. Παράγονται σε όλους τους τύπους φυτών και σε όλα τα όργανά τους (ρίζες, φύλλα,

Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας Νότιας Ελλάδας, e-mail: gtsartsidou@ymail.com


78

βλαστό, άνθη). Υπάρχουν φυτά που παράγουν εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες φυτολίθων, όπως για παράδειγμα τα αγρωστώδη (στα οποία ανήκουν και τα δημητριακά), ενώ άλλα είδη ή μέρη φυτών, όπως για παράδειγμα τα ξυλώδη μέρη των δέντρων, παράγουν ελάχιστους ή και καθόλου. Οι φυτόλιθοι διακρίνονται για τρία χαρακτηριστικά, τα οποία τους καθιστούν σημαντικό παλαιοβοτανικό κατάλοιπο για τη μελέτη αρχαιολογικών και φυσικών ιζημάτων: 1) επειδή ο οπάλιος είναι ορυκτό και επομένως ανόργανη ύλη, είναι ιδιαίτερα ανθεκτικοί και δεν διαβρώνονται εύκολα από βακτήρια (Harvey & Fuller 2004). Έτσι, αντίθετα με τα οργανικά κατάλοιπα (γύρη, ιστοί φυτών, ξυλάνθρακας), οι φυτόλιθοι δεν απαιτούν συγκεκριμένες συνθήκες περιβάλλοντος για να διατηρηθούν και επιβιώνουν στην πλειονότητα των εδαφικών περιβαλλόντων. Αντίθετα, επίσης, από τα υπόλοιπα μακροκατάλοιπα (σπόροι, ξύλο κλπ) δεν απαιτείται απανθράκωση για τη διατήρησή τους, ενώ υπάρχουν σε μεγάλες ποσότητες σε στρώματα στάχτης (Harvey & Fuller 2004). 2) Παράγονται σε πολύ μεγάλες ποσότητες και ως εκ τούτου εμφανίζουν εξαιρετική συγκέντρωση στα ιζήματα, φυσικά ή αρχαιολογικά, με αποτέλεσμα να αντιπροσωπεύουν αξιόπιστα το στρώμα, από το οποίο προέρχονται. 3) Παρουσιάζουν ταξινομικές ιδιότητες που βοηθούν στην αναγνώριση οικογένειας, γένους και συχνά και είδους φυτών. Οι ιδιότητες αυτές τα καθιστούν σημαντική πληροφορία σε περιβάλλοντα, όπου άλλα παλαιοβοτανικά κατάλοιπα εκλείπουν. Άλλωστε οι φυτόλιθοι παρέχουν πληροφορίες και για την ύπαρξη τμημάτων των φυτών (π.χ. φύλλα δέντρων) που δεν σώζονται σε μακροκατάλοιπα. Σε συνδυασμό τέλος με ανθρακολογικές και παλυνολογικές μελέτες μπορούν να βοηθήσουν στην ανασύσταση παλαιοβλάστησης και παλαιοπεριβάλλοντος. Εκτός από πλεονεκτήματα βέβαια η μελέτη των φυτολίθων έχει και αδυναμίες. Αρκετά μέρη φυτών παράγουν ελάχιστους ή

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ και καθόλου φυτόλιθους, ενώ πολλά φυτά παράγουν ίδιους τύπους φυτολίθων ή ένα φυτό μπορεί να παράγει περισσότερους από έναν χαρακτηριστικό τύπο (Tsartsidou et al. 2007). Τα προβλήματα αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη μελέτη αρχαιολογικών ιζημάτων. Χρήσιμος οδηγός για τον περιορισμό των ανωτέρω αδυναμιών είναι η οργάνωση συλλογής αναφοράς φυτολίθων από σύγχρονα φυτά της περιοχής έρευνας, ώστε να εκτιμηθεί η παραγωγή του εκάστοτε φυτού και οι μορφολογικοί τύποι που το διακρίνουν (Tsartsidou et al. 2008, 2009). Με όλους τους περιορισμούς που ενέχει η μελέτη φυτολίθων, είναι ευρέως αποδεκτό (Piperno 2006) ότι συνιστούν αξιόπιστο παλαιοβοτανικό κατάλοιπο, μάρτυρα παρελθόντων περιβαλλόντων και ανθρώπινων πρακτικών τόσο ως πολύτιμος αρωγός άλλων παλαιοβοτανικών μελετών, όσο και ως μοναδικό εύρημα. Με στόχο την ανεύρεση της χρήσης των φυτών από τον προϊστορικό άνθρωπο πραγματοποιήθηκε και η παρούσα μελέτη που αφορά ανάλυση δειγμάτων ιζήματος από το Δισπηλιό. Στα πλαίσια αυτής της μελέτης αναζητήθηκε η χωρική έκταση της λίμνης με γνώμονα την παρουσία φυτών που διαβιούν σε βαθύ λιμναίο περιβάλλον ή ρηχό, αλλά και την απουσία φυτολίθων σε συνδυασμό με την κυριαρχία διατόμων. Τα τελευταία είναι πυριτικοί οργανισμοί (άλγες) που ζουν σε υδάτινα περιβάλλοντα και συνιστούν δείκτες περιβαλλοντικών αλλαγών, θερμοκρασίας και ποιότητας νερού. Αναζητήθηκαν τα είδη φυτών που ο προϊστορικός κάτοικος του Δισπηλιού χρησιμοποιούσε για τροφή και ζωοτροφή και ανιχνεύτηκε η χρήση του χώρου καθώς και οι στρατηγικές επιβίωσης του οικισμού.

Μεθοδολογία της έρευνας

Στα πλαίσια κατανόησης των αποθετικών και μεταποθετικών διαδικασιών που επηρέασαν το σχηματισμό και την ιστορία των αρχαιολογικών στρωμάτων του Δισπη-


ΑΝΑΛΥΣΗ ΦΥΤΟΛΙΘΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΙΖΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ λιού πραγματοποιήθηκε μικρομορφολογική μελέτη και ιζηματολογική ανάλυση δειγμάτων από τρεις γεωτρήσεις (Karkanas et al. in prep.). Οι γεωτρήσεις έγιναν στο χώρο της ανασκαφής αλλά και στην παρόχθια έκταση από τους Π. Καρκάνα και Κ. Παυλόπουλο το καλοκαίρι του 2004. Τα ευρήματα από τα ιζήματα των γεωτρήσεων που συνθέτουν τα παλαιοπεριβαλλοντικά δεδομένα (ξυλάνθρακας, γυρεόκοκκοι, διάτομα, οστρακοειδή) μελετήθηκαν εκτενώς από ειδικούς ερευνητές και τα αποτελέσματα των μελετών αυτών θα παρουσιαστούν σε συλλογική εργασία (Karkanas et al. in prep.). Από τα ιζήματα των γεωτρήσεων αυτών συλλέχθηκαν 29 δείγματα για ανάλυση φυτολίθων (Πίν. 1). Η ανάλυση των δειγμάτων έλαβε χώρα στο ειδικά εξοπλισμένο εργαστήριο Wiener της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Η μελέτη των φυτολίθων περιλαμβάνει ποσοτική καταγραφή και μορφολογική-ταξινομική περιγραφή. Στα πλαίσια της ποσοτικής καταγραφής τα δείγματα ζυγίζονται σε ζυγαριά ακριβείας σε όλα τα βήματα της ανάλυσης. Στα πλαίσια της ποιοτικής ανάλυσης οι φυτόλιθοι περιγράφονται, όπως και στα φυτά, με βάση τη μορφολογία τους (σχήμα, μέγεθος μορφή) και την υφή της επιφάνειάς τους ή της περιφέρειάς τους (ομαλή, κυματιστή, με προεξοχές, κλπ) και κατηγοριοποιούνται ανά γενικό τύπο φυτού (μονοκοτυλήδονα, δικοτυλήδονα), μέρος φυτού (μίσχος, άνθος κλπ) και οικογένεια, γένος ή είδος φυτού, όταν αυτό είναι εφικτό.

Εργαστηριακή ανάλυση

Χρησιμοποιείται 0,5 gr στεγνού δείγματος, το οποίο καίγεται σε αποτεφρωτή στους 500οC για τέσσερις ώρες. Με την καύση αφαιρούνται όλα τα οργανικά υλικά. Στη συνέχεια διαλύεται σε θερμό υδροχλωρικό οξύ (HCl) προκειμένου να απομακρυνθούν τα ανθρακικά υλικά. Ακολουθεί φυγοκέντρηση του δείγματος με βαρύ υγρό (Sodium

79

polytungstate: Na6H2W12O40), ώστε να επιτευχθεί διαχωρισμός των ορυκτών με βάση το ειδικό βάρος τους. Με τον τρόπο αυτό απελευθερώνονται οι φυτόλιθοι, οι οποίοι συνιστούν το ελαφρύτερο ορυκτό (Albert 2000). Οι φυτόλιθοι τοποθετούνται σε αντικειμενοφόρες πλάκες και μελετώνται σε πετρογραφικό μικροσκόπιο. Η ανάλυση γίνεται σε μεγέθυνση 400x ή 500x. Οι φυτόλιθοι μετρώνται ανά οπτικό πεδίο. Συνολικά μετρώνται το ελάχιστο 200 φυτόλιθοι σε κάθε αντικειμενοφόρο πλάκα και τουλάχιστον 10 πεδία. Έτσι συνολικά καταμετρώνται το ελάχιστο 400 φυτόλιθοι ανά δείγμα, όποτε αυτό είναι δυνατόν. Στην περίπτωση που οι φυτόλιθοι είναι λιγοστοί, καταμετράται όλη η επιφάνεια. Η μέθοδος αυτή περιέχει σφάλμα 20% (Albert & Weiner 2001; Tsartsidou et al. 2008). Η ανάλυση των φυτολίθων ολοκληρώνεται με τη μορφολογική και ταξινομική περιγραφή τους. Η περιγραφή των φυτολίθων γίνεται είτε σύμφωνα με την ανατομική τους προέλευση ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, σύμφωνα με το σχήμα τους. Αρχικά χωρίζονται σε φυτόλιθους σταθερής μορφολογίας, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένο σχήμα και επαναλαμβάνονται σε περισσότερα από ένα δείγμα και σε φυτόλιθους ποικίλης μορφολογίας που δεν έχουν συγκεκριμένο σχήμα και δεν επαναλαμβάνονται. Οι φυτόλιθοι ποικίλης μορφολογίας χωρίζονται σε: α) διαβρωμένους, η επιφάνεια των οποίων χαρακτηρίζεται από έντονη διάβρωση, β) λιωμένους, οι οποίοι παρουσιάζουν κοιλώματα που παραπέμπουν σε υψηλή θερμοκρασία ή χημική διάβρωση, γ) ακανόνιστους - αδιάγνωστους με ανώμαλη περιφέρεια που δεν περιγράφεται με κάποιο γεωμετρικό σχήμα. Οι φυτόλιθοι σταθερής μορφολογίας περιγράφονται με μορφότυπους που ακολουθούν τη διεθνή ονοματολογία (Metcalfe 1960; Twiss et al. 1969; Brown 1984; Piperno 2006; Albert 2000; Madella et al. 2005). Οι μορφότυποι αυτοί αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένο γεωμετρικό σχήμα ή ανατομική προέλευση και συχνά συνδέονται με συγκεκριμένο είδος ή γένος φυτών.


ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ

80

Δείγματα D.G.1.1 D.G.1.2 D.G.1.3 D.G.1.4 DG.1.5 DG.1.6 DG.1.7 DG.1.8

DG.1.9

DG.1.10

Βάθος (cm) 63-73 73-85 85-97 97-103 117-120 162-165 186-189 194-198

205-206

212-213

DG.1.11 DG.1.12 DG.1.13 D.G.2.1 D.G.2.2

223-225 250-252 323-326 137-140 148-150

D.G.2.4 D.G.2.5 D.G.2.6 D.G.2.7 D.G.2.8 D.G.2.9 D.G.2.10 D.G.4.1 D.G.4.2 D.G.4.3 D.G.4.4 D.G.4.5 D.G.4.6

192-193 217-222 45-66 66-82 82-105 119-122 165-167 86-88 108-111 125-127 143-145 186-188 218-223

D.G.2.3

177-179

Περιγραφή ιζημάτων Χερσαίο Χερσαίο Χερσαίο Χερσαίο Χερσαίο Πεδία υπερόχθιας κατάκλυσης Παραλιακές αποθέσεις μέτριας ενέργειας Παραλιακές αποθέσεις μέτριας ενέργειας Ελώδης ιλύς με περιοδικές αμμώδεις παραλιακές αποθέσεις Ελώδης ιλύς με περιοδικές αμμώδεις παραλιακές αποθέσεις Παραλιακή άμμος Ελώδης άργιλος Λιμναία άργιλος Παραλιακές αποθέσεις μέτριας ενέργειας Παραλιακές αποθέσεις μέτριας ενέργειας Ελώδης ιλύς με ενδιαστρώσεις παραλιακών αποθέσεων Παραλιακή άμμος Άμμος έλους (αμμολωρίδα) Πεδία υπερόχθιας κατάκλυσης Πεδία υπερόχθιας κατάκλυσης Πεδία υπερόχθιας κατάκλυσης Πεδία υπερόχθιας κατάκλυσης Παραλιακές αποθέσεις μέτριας ενέργειας Χερσαίο Χερσαίο Χερσαίο Χερσαίο Παραλιακές αποθέσεις μέτριας ενέργειας Παραλιακές αποθέσεις μέτριας ενέργειας

Φυτόλιθοι/ gr. Ιζήματος 4.241.868 6.285.878 5.010.824 4.994.439 6.736.102 529.980 519.137 598.676 0 0

0 0 140 6.344.599 5.854.246 0

0 1.345 4.929.855 5.363.920 4.210.866 2.973.812 212.886 1.845.092 4.164.476 1.995.602 1.428.223 34.369 285.296

Πίν. 1: Στον πίνακα παρουσιάζονται τα δείγματα από τα ιζήματα των γεωτρήσεων. Τα δείγματα αριθμούνται ανά γεώτρηση και ως εκ τούτου ο πρώτος αριθμός του ονόματός τους παραπέμπει κάθε φορά στην εκάστοτε γεώτρηση (π.χ. D.G. 1.1 = το δείγμα 1 από τη γεώτρηση 1.) Δίνεται το βάθος σε cm, από το οποίο προέρχεται το δείγμα και η συγκέντρωση φυτολίθων ανά γραμμάριο ιζήματος. Η περιγραφή των ιζημάτων από τα οποία προέρχονται τα δείγματα έγινε από τον Π. Καρκάνα.


ΑΝΑΛΥΣΗ ΦΥΤΟΛΙΘΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΙΖΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

Αποτελέσματα Σύμφωνα με τα ποσοτικά αποτελέσματα (Πίν. 1, Εικ. 1) στα δείγματα της γεώτρησης 1 (1.9-1.13) που αντιστοιχούν σε βάθος μεγαλύτερο των 2,00/2,20 μ. απουσιάζουν οι φυτόλιθοι, ενώ ανακαλύφθηκαν μόνο διάτομα. Υποδηλώνεται έτσι η παρουσία σχετικά βαθιού λιμναίου περιβάλλοντος πριν τη Νεολιθική εγκατάσταση. Στα δείγματα που αντιστοιχούν σε βάθος 2,00/2,20-1,60μ., αναγνωρίζεται ρηχό λιμναίο περιβάλλον με τάσεις έλους και παρατηρείται μικρός αριθμός φυτολίθων (<1 εκατομμύριο) και στις τρεις γεωτρήσεις (δείγματα 1.6, 1.7 και 1.8 της γεώτρησης 1, δείγματα 2.3, 2.4, 3.5, 2.10 της γεώτρησης 2 και δείγματα 4.5, 4.6 της γεώτρησης 4). Τα δείγματα αυτά αντιπροσωπεύουν τη Νεολιθική λιμναία φάση του οικισμού. Τα δείγματα που προέρχονται από βάθος 1,50-0,60 μ. αντιστοιχούν σε συχνή εναλλαγή λιμναίου και παραλίμνιου περιβάλλοντος, τη λεγόμενη αμφίβια φάση του οικισμού. Σε αυτά τα δείγματα (2.1, 2.2, 2.6, 2.7, 2.8, 2.9 και 4.1-4.4) παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη συγκέντρωση φυτολίθων. Το μεγαλύτερο αριθμό φυτολίθων όμως παρατηρούμε στα δείγματα 1.1-1.5 της γεώτρησης 1, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χερσαία φάση του οικισμού κατά την εποχή του Χαλκού. Να σημειωθεί ότι η Εποχή του Χαλκού εντοπίστηκε μόνο στη γεώτρηση 1 με βάση χρονολόγηση C14 που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της ιζηματολογικής μελέτης (Karkanas et al. in prep.). Τα ανασκαφικά δεδομένα δεν έχουν ακόμη φέρει στο φως ευρήματα της Εποχής του Χαλκού. Συνοψίζοντας παρατηρείται ότι κατά τη λιμναία φάση του οικισμού οι φυτόλιθοι δεν είναι τόσο πολλοί όσο στην αμφίβια και κυρίως στη χερσαία φάση. Αυτό δικαιολογείται από την παρουσία του νερού, το οποίο διασπείρει και μετακινεί τα φυτικά κατάλοιπα και δεν επιτρέπει τη συσσώρευσή τους στο χώρο. Στην αμφίβια φάση όμως λόγω της εξαιρετικά μικρής κινητικότητας των ρηχών υδάτων της λίμνης και πιθανώς της

81

γρήγορης ιζηματογένεσης (Καρκάνας, προσ. επικ.) τα φυτολιθικά κατάλοιπα δεν επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό και κατά συνέπεια διασώζονται σε μεγάλες ποσότητες συνιστώντας δείκτες χρήσης χώρων και ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η μορφολογική–ταξινομική μελέτη των φυτολιθικών συνόλων του Δισπηλιού υπέδειξε την παρουσία αγρωστωδών σε όλα τα δείγματα με κυρίαρχα τα Φεστουκοειδή (Festucoid). Πρόκειται για ψηλά αγρωστώδη που κυριαρχούν στην ελληνική χλωρίδα και αντιπροσωπεύουν κυρίως ορεινές περιοχές με δροσερό κλίμα. Παρατηρείται επίσης η παρουσία άγριων χαμηλών αγρωστωδών (Chloridoid) με μεγαλύτερη συγκέντρωση στα δείγματα της γεώτρησης 1 που αντιπροσωπεύουν τη χερσαία φάση της θέσης κατά την Εποχή του Χαλκού (Εικ. 2α). Η παρουσία τους μπορεί να σχετίζεται με τη χέρσευση του χώρου και τη συνακόλουθη ανάπτυξη χαμηλών αγρωστωδών και ιδίως της αγριάδας (Cynodon dactylon), πράγμα που δεν μπορούσε να συμβεί κατά τη λιμναία ή και αμφίβια φάση του οικισμού. Η αγριάδα είναι φυτό που έχει αρχαιολογικά (Valamoti 2004) και εθνοαρχαιολογικά (Tsartsidou et al. 2008) συνδεθεί με την παρουσία κοπριάς. Είναι χαμηλό αγρωστώδες που καλύπτει τα ελληνικά βουνά και αποτελεί βασικό στοιχείο της δίαιτας των βοοειδών (Tsartsidou et al. 2008) και πιθανόν των προβάτων, ζώων δηλαδή που βόσκουν χλόη. Ένας δεύτερος λόγος επομένως για την αυξημένη παρουσία των Χλωριδοειδών αγρωστωδών στη φάση αυτή μπορεί να συνδέεται με την αυξημένη παρουσία κοπριάς στον οικισμό. Είτε γιατί τα ζώα κυκλοφορούν πιο ελεύθερα σε έναν χερσαίο οικισμό είτε γιατί οι δραστηριότητες των κατοίκων του άλλαξαν και περιλαμβάνουν διαφορετικές ή πιο εκτεταμένες κτηνοτροφικές πρακτικές και μεγαλύτερη χρήση της κοπριάς. Η παρουσία της κοπριάς εντοπίζεται και στα υπόλοιπα δείγματα της Νεολιθικής κατοίκησης πράγμα που υποδηλώνει τη χρήση της και από τους Νεολιθικούς κατοί-


82

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ

Εικ. 1: Γραφήματα από τις γεωτρήσεις 1, 2, και 4, όπου αποτυπώνονται τα ποσοτικά αποτελέσματα της ανάλυσης φυτολίθων από το Δισπηλιό. Με έντονη γραφή αναγράφεται ο αριθμός του δείγματος μέσα στην εκάστοτε κολώνα. Στον κάθετο άξονα παρουσιάζεται ο αριθμός φυτολίθων ανά γραμμάριο ιζήματος και στον οριζόντιο άξονα το βάθος του δείγματος σε cm.


ΑΝΑΛΥΣΗ ΦΥΤΟΛΙΘΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΙΖΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

83

Εικ. 2: Μορφολογική ανάλυση φυτολίθων από τα ιζήματα του Δισπηλιού. Παρουσιάζονται δείγματα από όλες τις γεωτρήσεις (οριζόντιος άξονας) και μόνο αυτά που περιείχαν ικανοποιητικό αριθμό φυτολίθων (ελάχιστος αριθμός καταμετρημένων φυτολίθων σταθερής μορφολογίας 100).


84

κους, αλλά σε μικρότερο βαθμό από ό,τι την Εποχή του Χαλκού. Η αγριάδα, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί βασικό συστατικό της δίαιτας των ζώων που βόσκουν χλόη (πρόβατα, βοοειδή). Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την ισχνή παρουσία φύλλων δικοτυλήδονων δέντρων και θάμνων (Εικ. 2β), τα οποία αποτελούν τη βασική προτίμηση των ζώων που κορφολογούν (κατσίκες) υποδηλώνει την κυριαρχία των πρώτων και την ισχνή παρουσία των δεύτερων στον οικισμό του Δισπηλιού. Η ανάλυση οστών ζώων φαίνεται να συνάδει με την άποψη αυτή, καθώς αναδεικνύει την κυριαρχία προβάτων και την ισχνή παρουσία κατσικιών (PhocaCosmetatou 2008). Στο ραβδόγραμμα β της Εικ. 2 παρατηρούμε επίσης ότι σε όλα τα δείγματα υπάρχουν βούρλα και καλάμια, κάτι αναμενόμενο σε έναν λιμναίο οικισμό, καθώς εκτός από τα φυτά που περιβάλλουν το χώρο ή βρίσκονται στο νερό στη λιμναία φάση του οικισμού, τα καλάμια και τα βούρλα θα αποτελούσαν τη βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή των καλυβών τους και των σκεπών αυτών αλλά και για τα καθημερινά είδη, όπως καλάθια, στρωμνές κλπ. Στο ραβδόγραμμα γ παρουσιάζεται η περιεκτικότητα των δειγμάτων σε δημητριακά. Εντοπίστηκαν δύο ειδών δημητριακά στο Δισπηλιό, σιτάρι και κριθάρι. Και τα δύο βρέθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στα δείγματα της γεώτρησης 2. Αντίστοιχα τα δείγματα της γεώτρησης 2 είναι τα μοναδικά που περιέχουν μεγαλύτερο αριθμό φυτολίθων από βράκτια δημητριακών (τα βράκτια περιβάλλουν τον καρπό) από ό,τι τα υπόλοιπα δείγματα. Φαίνεται λοιπόν ότι τα στρώματα της γεώτρησης 2 διασώζουν φυτικά κατάλοιπα που συνδέονται με την αποθήκευση ή την επεξεργασία καρπών σιταριού και κριθαριού. Από την άλλη ο μίσχος των αγρωστωδών, όπου ανήκουν και τα δημητριακά, ανιχνεύτηκε σε ποσοστά 20-40% σε όλα τα δείγματα των γεωτρήσεων. Αυτό υποδηλώνει την παρουσία του άχυρου στο χώρο, υποδεικνύοντας τη χρήση των αγροτικών πρα-

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ κτικών, όπως θερισμός και αλώνισμα, αλλά και τη χρήση των υποπροϊόντων αυτών για ποικίλους σκοπούς (ζωοτροφή, οικοδομικούς και κατασκευαστικούς σκοπούς). Τέλος φυτόλιθοι ποικίλης μορφολογίας, φυτόλιθοι δηλαδή που παράγονται κυρίως από τα ξυλώδη μέρη των φυτών παρατηρούνται σε μεγάλο ποσοστό (20%) στα κατώτερα στρώματα της γεώτρησης 4 (4.4 και 4.5) πράγμα που παραπέμπει πιθανόν σε στάχτη ξύλου στα συγκεκριμένα στρώματα ή στην παρουσία ξύλων δέντρων ως οικοδομικού υλικού.

Συμπεράσματα

Η μελέτη των στρωμάτων από το Δισπηλιό υποδεικνύει αγροτικές και κτηνοτροφικές πρακτικές επιβίωσης αλλά και πιθανές αλλαγές στις στρατηγικές διαβίωσης με το πέρασμα του χρόνου. Οι κάτοικοι του λιμναίου αυτού οικισμού κατά τη Νεολιθική περίοδο φαίνεται ότι εφάρμοζαν κυρίως αγροτικές πρακτικές, όπως είναι η καλλιέργεια και επεξεργασία σιτηρών και συγκεκριμένα κριθαριού και σιταριού, με κυρίαρχο το δεύτερο, όπως αποδεικνύει η παρουσία τόσο των καρπών τους όσο και των υποπροϊόντων αυτών στο χώρο. Η παρουσία της κοπριάς σε μικρά ποσοστά στη Νεολιθική φάση του οικισμού υποδηλώνει τη πρακτική της κτηνοτροφίας παράλληλα με την καλλιέργεια των αγροτικών προϊόντων. Επισημαίνεται έτσι ο γεωργοκτηνοτροφικός χαρακτήρας του οικισμού. Από τα φυτικά κατάλοιπα που συνδέονται με τη δίαιτα των εξημερωμένων ζώων που ανακαλύφθηκαν (χαμηλά αγρωστώδη έναντι φύλλων δικοτυλήδονων δέντρων) συμπεραίνουμε ότι τα ζώα του οικισμού φαίνεται να ήταν κυρίως ζώα που βόσκουν χλόη (πρόβατα και βοοειδή) και όχι ζώα κορφολογητές (κατσίκες). Η κτηνοτροφική πρακτική που αναγνωρίζεται είναι η διατήρηση ζώων ελευθέρας βοσκής, καθώς τα φυτικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν είναι υποπροϊόντα δημητριακών αλλά και άγρια χαμηλά αγρω-


ΑΝΑΛΥΣΗ ΦΥΤΟΛΙΘΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΙΖΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ στώδη. Η περιορισμένη χρήση της κοπριάς φαίνεται να παραπέμπει στο ότι η γεωργία αποτελούσε το βασικό μέσο επιβίωσης του οικισμού, ενώ περιορισμένης έκτασης κτηνοτροφία συνιστούσε δευτερεύουσα πηγή. Η καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων, όπως υποδηλώνεται και από τη μακροσκοπική ανάλυση των φυτικών καταλοίπων (Μαγκαφά 2002) ήταν η βασική πηγή τροφής για τους κατοίκους, ενώ μικρά κοπάδια κυρίως προβάτων και λιγοστών κατσικιών και βοοειδών ενίσχυαν την οικονομία και έσωζαν τους κατοίκους σε περιόδους γεωργικών καταστροφών. Η διατήρηση άλλωστε μικρών κοπαδιών και η πρακτική της κτηνοτροφίας σε μικρή ένταση και έκταση υποδηλώνεται από τη μικρή επέμβαση των ανθρώπων στο περιβάλλον, όπως υποστηρίζουν και τα παλυνολογικά και ανθρακολογικά δεδομένα (Κούλη 2002; Ντίνου 2002).

85

Αντίθετα, κατά την Εποχή Χαλκού φαίνεται να αυξάνεται η χρήση της κοπριάς παραπέμποντας έτσι σε διαφορετικές πρακτικές ή σε εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας. Τα δεδομένα αυτά ίσως υποδηλώνουν ότι η οικονομική οργάνωση του οικισμού άλλαξε με το πέρασμα από τη Νεολιθική στην εποχή του Χαλκού. Η χέρσευση του οικισμού κατά την εποχή αυτή, όπως υποστηρίζεται από τη γεωλογική και μικρομορφολογική μελέτη των ιζημάτων (Καρκάνας, προσ. επικ.), πιθανόν να έπαιξε σημαντικό ρόλο ως προς την αλλαγή αυτή. Με την ολοκλήρωση της ανασκαφής του χώρου και την ανακάλυψη των στρωμάτων Εποχής Χαλκού θα μπορέσουμε να συνδέσουμε τα κομμάτια του παζλ και να ξεδιπλώσουμε την κοινωνικοοικονομική οργάνωση του οικισμού του Δισπηλιού σε όλη τη διάρκεια ζωής του.


ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ

86

Βιβλιογραφία Albert, R. M. 2000 Study of the Ash Layers through Phytolith Analyses from the Middle Palaeolithic Levels of Kebara and Tabun Caves. Barcelona: University of Barcelona [PhD Thesis]. Albert, R. M. & S. Weiner 2001 Study of phytoliths in prehistoric ash layers using a quantitative approach. In The Phytoliths: Applications in Earth Science and Human History (ed. J. D. Meunier & F. Colin): 251-66. Lisse: Balkema. Brown, D. A. 1984 Prospects and limits of a phytolith key for grasses in the Central United States. Journal of Archaeological Science 11: 345-68. Harvey, E. L. & D. Q. Fuller 2004 Investigating crop processing using phytolith analysis: The example of rice and millets. Journal of Archaeological Science 32: 739-52. Karkanas, P., K. Pavlopoulos, K. Kouli, M. Ntinou, G. Tsartsidou, Y. Facorellis, M. Triantaphyllou & T. Tsourou in prep. Paleoenvironment and site formation processes of the Neolithic lakeside site of Dispilio, Kastoria, northern Greece. Κούλη, Κ. 2002 Δισπηλιό και παλυνολογία: Προσεγγίζοντας το παλαιοπεριβάλλον. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 303-15. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Madella, M., A. Alexandre & T. Ball 2005 International code for phytolith nomenclature. Annals of Botany 96: 253-60. Μαγκαφά, Μ. 2002 Αρχαιοβοτανική μελέτη του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού Καστοριάς. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Metcalfe, C. R. 1960 Anatomy of the Monocotyledons I. Oxford: Oxford University Press. Ντίνου, Μ. 2002 Η παλαιοβλάστηση γύρω από τον οικισμό και η χρήση της. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 317-29. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Phoca-Cosmetatou, N. 2008 The terrestrial economy of a lake settlement site: The faunal assemblage from the first phase of occupation of Middle Neolithic Dispilio (Kastoria, Greece). Ανάσκαμμα 2: 47-68. Piperno, D. R. 2006 Phytoliths: A Comprehensive Guide for Archaeologists and Paleoecologists. Lanham MD: Altamira. Tsartsidou, G., S. Lev-Yadun, R. M. Albert, M. A. Rosen, N. Efstratiou & S. Weiner 2007 The phytolith archaeological record: Strengths and weaknesses evaluated based on a quantitative modern reference collection from Greece. Journal of Archaeological Science 34: 1262-75. Tsartsidou, G., S. Lev-Yadun, N. Efstratiou & S. Weiner 2008 Ethnoarchaeological study of phytolith assemblages from an agro-pastoral village in Northern Greece (Sarakini): Development and application of a phytolith difference index. Journal of Archaeological Science 35: 600-13. 2009 Use of space in a Neolithic village in Greece (Makri): Phytolith analysis and comparison of phytolith assemblages from an ethnographic setting in the same area. Journal of Archaeological Science 36: 2342-52. Twiss, P. C., S. Erwin &. R. M. Smith 1969 Morphological classification of grass phytoliths. Soil Science Society of America Proceedings 33: 109-15. Valamoti, S. M. 2004 Plants and People in Late Neolithic and Early Bronze Age Northern Greece: An Archaeobotanical Investigation. Oxford: Archaeopress.


ΑΝΑΛΥΣΗ ΦΥΤΟΛΙΘΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΙΖΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

Summary Phytolith analysis from the sediments of Dispilio: An approach of understanding the subsistence practices of the prehistoric settlement Georgia Tsartsidou

Phytoliths are microscopic mineral forms that consist of amorphus opal (silica) and develop in the cellular system of the living plants (Piperno 2006). The opal replicates the shape and the size of the cell, in which it is formed and thus phytoliths can be classified according to their morphology. The significance of phytoliths is that they fulfill three criteria; they are inorganic and therefore they are resilient components in most soil environments, they are produced in high quantities and therefore they represent reliably the context, which they come from, and finally they show taxonomic affinities (Albert 2000). Phytoliths tend to be liberated and deposited through decay-in-place mechanisms. The ways of this release is either by death and decay or by burning of the plant. In so doing the phytoliths constitute in most cases in situ micro-remains in archaeological sites. Phytolith analysis was conducted at the Prehistoric site of Dispilio in order to investigate the plant input in the Neolithic village. Twentynine samples were collected from cores drilled

87

in the site by P. Karkanas and K. Pavlopoulos. The sediments were treated chemically in order to extract phytoliths and were examined under a petrographic microscope. The results show that the village of Dispilio was based on a mixed agropastral economy. Both the Neolithic and Bronze age layers analysed preserve remains of agricultural practices (cereal cultivation, threshing etc.) and pastoral practices. The latter are indicated by the presence of dung from free-range animals. The comparison of the phytolith assemblages from the Bronze Age and the Neolithic sediments shows a difference in the village economy through time. The Neolithic inhabitants must have been mostly farmers and cereal and pulse crops must have been the mainstays of subsistence. However, small livestock may have offered an alternative source of food in case of crop failure. The Bronze Age assemblages are richer in phytoliths and characterized by higher amounts of dung. This most probably indicates that livestock had played a more important role in subsistence than in Neolithic time.



ΣΟΥΛΤΑΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΒΑΛΑΜΩΤΗ*

Η επεξεργασία των φυτών μετά τη συγκομιδή στις προϊστορικές κοινωνίες ένα συμπόσιο στην Παταγονία στο πλαίσιο του 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Εθνοβοτανικής

Το ταξίδι από την Ελλάδα στην Παταγονία μπορεί να υπαγορεύεται από την επιθυμία να γνωρίσει κανείς απέραντες εκτάσεις, παγετώνες, να δει από πολύ κοντά φάλαινες και θαλάσσιους ελέφαντες, να γνωρίσει τους τόπους που ενέπνευσαν το έργο του Δαρβίνου και διαμόρφωσαν τα τοπία στις ιστορίες του Μικρού Πρίγκιπα του Saint Exupéry ή ακόμη και να πάρει μέρος στο πολυδιαφημιζόμενο από την τηλεόραση τηλεπαιχνίδι δράσης τα γυρίσματα του οποίου είναι σε εξέλιξη. Το χρηματικό έπαθλο του τηλεπαιχνιδιού θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο, ώστε μια Ελληνίδα αρχαιοβοτανολόγος από το Α.Π.Θ. να βρεθεί εκεί το Σεπτέμβριο του 2009, δεδομένης της περιορισμένης χρηματοδότησης της έρευνας στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Ωστόσο το συγκεκριμένο ταξίδι είχε σκοπό να ταξιδέψουν το πλιγούρι, ο τραχανάς και οι πιθανοί προϊστορικοί τους πρόγονοι στο Νέο Κόσμο, σε ένα συμπόσιο αρχαιοβοτανικής με θέμα την επεξεργασία των φυτών μετά τη συγκομιδή στην προϊστορική περί*

οδο. Το συμπόσιο οργανώθηκε στο πλαίσιο της διοργάνωσης του 5ου Συνεδρίου Εθνοβοτανικής (5th ICEB) που πραγματοποιήθηκε στο Bariloche της Παταγονίας στην Αργεντινή (Εικ. 1) μεταξύ 21 και 24 Σεπτεμβρίου του 2009. Περίπου 1.600 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Buenos Aires και πολύ κοντά στα σύνορα της Αργεντινής με τη Χιλή, αυτή η πόλη που σήμερα αριθμεί 130.000 κατοίκους (με καταγωγή από την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Σλοβενία, την Ιταλία και τη Χιλή), ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από έναν έμπορο από τη Χιλή, με πρώτο κτίσμα της ένα μικρό κατάστημα. Το Bariloche είναι κυρίως γνωστό ως ένα από τα σημαντικότερα χιονοδρομικά κέντρα της Λατινικής Αμερικής καθώς και ως κρησφύγετο εγκληματιών ναζί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πόλη που φιλοξένησε το συμπόσιό μας βρίσκεται στις όχθες της μαγευτικής λίμνης Nahuel Huapi (νησί των πούμα στη γλώσσα των ιθαγενών Mapuche, Εικ. 2) στους υδάτινους δρόμους που συνέδεαν τις περιοχές της Αργεντινής με περιοχές της

Επίκουρη καθηγήτρια, Τμήμα Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, e-mail: sval@hist.auth.gr


ΣΟΥΛΤΑΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΒΑΛΑΜΩΤΗ

90

Εικ. 1: Το Bariloche της Αργεντινής, στην Παταγονία των Άνδεων, όχι μακριά από τα σύνορα με τη Χιλή.

Εικ. 2: Η λίμνη Naguel Huapi και στις όχθες της αριστερά το Ba-riloche. Στο βάθος οι Άνδεις.

Χιλής δια μέσου των Άνδεων και ενός συμπλέγματος λιμνών. Τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο του συμποσίου τούς διάλεξε η τύχη, αλλά δεν προέκυψαν τυχαία: Το 2007, στο 13ο συνέδριο Αρχαιοβοτανικής στην Κρακοβία, η αρχαιοβοτανολόγος Aylen Capparelli ταξίδεψε στον παλιό κόσμο από το πανεπιστήμιο του La Plata για να παρουσιάσει την αρχαιοβοτανική έρευνά της στην Αργεντινή. Την Αylen την είχε απασχολήσει η δυνατότητα αναγνώρισης μέσα από το αρχαιοβοτανικό υλικό διαφορετικών ποικιλιών καλαμποκιού προορισμένων για διαφορετικά τρόφιμα (ψωμί, σούπες, μπύρα) στο αρχαιοβοτανικό υλικό της πατρίδας της και προσπάθησε να το ερευνήσει μέσα από τη μελέτη των κόκκων του αμύλου. Ανάλογοι ήταν οι ερευνητικοί της προβληματισμοί για το algarrobo, ένα είδος ‘ξυλοκερατιάς’ της Λατινικής Αμερικής (Capparelli 2008). Έτσι

όταν άκουσε την ανακοίνωσή μας (Valamoti et al. 2008) για κατάλοιπα επεξεργασμένων δημητριακών από την προϊστορική νοτιοανατολική Ευρώπη και για μια μέθοδο αναγνώρισης της επεξεργασίας αυτής μέσα από τη μελέτη της μορφολογίας των αμυλοκόκκων με τη χρήση ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης, διαπίστωσε ότι ανάλογοι προβληματισμοί με τους δικούς της αναπτύσσονταν παράλληλα στον Παλιό και στον δικό της, Νέο Κόσμο. Δίπλα σε ένα χωράφι με έντονο ροζ χρώμα από τις ανθισμένες μήκωνες υπνοφόρους, προορισμένες για να χαρίσουν γεύση σε σημερινά ψωμάκια με τους σπόρους τους ή ανακούφιση στον πόνο ασθενών με το όπιο της κάψας τους, συζητήσαμε με την Aylen τους ερευνητικούς μας προβληματισμούς. Έτσι η Αργεντινή και η Ελλάδα ήρθαν κοντά ερευνητικά παρόλο που άλλο είναι το καλαμπόκι κι άλλο το σιτάρι κι ένας ωκεανός χωρίζει τους κόσμους


Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ μας. Όταν λοιπόν είδα ότι το συνέδριο της Εθνοβοτανικής επρόκειτο να οργανωθεί το 2009 στην Αργεντινή, πρότεινα στην Αylen να οργανώσουμε ένα συμπόσιο στο πλαίσιο του συνεδρίου στο οποίο θα μπορούσαμε να ανταλλάξουμε απόψεις σχετικά με την επεξεργασία των φυτών με στόχο την κατανάλωσή τους από τον άνθρωπο στην προϊστορική περίοδο και τις μεθόδους αναγνώρισης αυτής της επεξεργασίας μέσα από τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα. Η πρότασή μας να οργανώσουμε ένα συμπόσιο για την επεξεργασία των φυτών μετά τη συγκομιδή στην προϊστορική περίοδο στον Παλιό και το Νέο Κόσμο μέσα από τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα και την εθνογραφική έρευνα έγινε δεκτή. Tίτλος του συμποσίου: Recent research in post-harvest traditions in human prehistory: Old and New World palaeoethnobotanical approaches to linking the archaeology and ethnobotany of plant processing. Στην ομάδα μας προστέθηκε και μια ερευνήτρια από τον Καναδά που εργάζεται στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας στο Λονδίνο (University College London), η Michele Wollstonecroft, η οποία εξετάζει την επίδραση του μαγειρέματος σε ρίζες σε ομάδες της Επιπαλαιολιθικής στη Μέση Ανατολή (Wollstonecroft et al. 2008). Στο συμπόσιο ερευνητές από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να παρουσιάσουν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους. Οι ομιλήτριες, όλες γυναίκες, προέρχονταν από την Αργεντινή, την Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία, την Τουρκία, τη Γαλλία και την Ιαπωνία. Κύριος άξονας του συγκεκριμένου συμποσίου ήταν ο ρόλος της επεξεργασίας των φυτών για την παρασκευή τροφίμων, η συντήρηση και η αποθήκευσή τους και πως αυτά μπορούν να επηρεάζουν την ανθρώπινη διατροφή, την υγεία, την επιλογή πρώτων υλών, την επιλογή συγκεκριμένων τεχνικών, διατροφικών παραδόσεων, τη σχέση τους με τη χρήση της γης, τη μετακίνηση ομάδων κ.ά. Η επεξεργασία των φυτών μέσω της άλεσης και της θερμικής επεξεργασίας, τεχνολογικές κατακτήσεις του γένους Homo γνωστές ήδη από την Κατώτερη και Μέση Πα-

91

λαιολιθική αντίστοιχα, έδωσαν στον άνθρωπο ένα μέσο για την καλύτερη πρόσβαση του οργανισμού του σε θρεπτικά συστατικά (πρωτεΐνες, λίπη, υδατάνθρακες και κυτταρίνη, ανόργανα άλατα και βιταμίνες). Η παρουσίαση των Michéle Wollstonecroft και Gordon Hillman έδωσε έμφαση στη σχέση των τεχνικών επεξεργασίας της τροφής με αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, το μέγεθος του σώματος και του εγκεφάλου, τη διάρκεια της ζωής και την πρόληψη ασθενειών του ανθρώπου. Η παρουσίασή τους έθεσε το γενικότερο πλαίσιο των υπόλοιπων ανακοινώσεων οι οποίες συνδυάζοντας αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα, εθνογραφικές και πειραματικές παρατηρήσεις, παρουσίασαν συγκεκριμένες περιπτώσεις επεξεργασίας φυτών σε διάφορα μέρη του κόσμου. Έτσι λοιπόν η Aylen Capparelli μίλησε για τη δυνατότητα αναγνώρισης στο αρχαιοβοτανικό υλικό των υπολειμμάτων τροφής από το φυτό algarrrobo (Prosopis chilensis, Prosopis flexuosa) (Εικ. 3-4) και την εφαρμογή αυτών των παρατηρήσεων στο υλικό από τη θέση Shincal της Αργεντινής. Ερευνήθηκε πειραματικά η δυνατότητα να εντοπιστούν ποιοτικά μορφολογικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και των καταλοίπων τροφής από το algarrobo, ένα είδος ξυλοκέρατου, τα οποία θα μπορούσαν να διατηρηθούν στα αρχαιοβοτανικά μακροσκοπικά κατάλοιπα. Ως συγκριτικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικής ποιότητας άλευρα που προέκυψαν από παραδοσιακές τεχνικές στην κοιλάδα Hualfin της επαρχίας Catamarca της Αργεντινής. Παρατηρήθηκε ότι τα αποξηραμένα κατάλοιπα Prosopis θα μπορούσαν να επιτρέψουν την αναγνώριση διαφορετικών σταδίων στην προετοιμασία και την επεξεργασία του φυτού. Οι αναλογίες μεταξύ των θραυσμένων σπόρων, ολόκληρων σπόρων και του περικαρπίου μπορούν να συμβάλλουν στη διάκριση μεταξύ της παραγωγής χοντρού αλεύρου και επεξεργασμένου και κατά συνέπεια την παραγωγή ποτών (αλκοολούχων ή μη) ή σιροπιού. Αντίθετα με τα προϊόντα αυτά, η πα-


92

ΣΟΥΛΤΑΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΒΑΛΑΜΩΤΗ

Εικ. 3: Αlgarrobo (Prosopis chilensis), ξυλοκερατιά της Λατινικής Αμερικής.

Εικ. 4: Ξυλοκέρατα του γένους Prosopis από τη Λατινική Αμερική (φωτογραφία: Dr Aylen Capparelli).

ρασκευή ψωμιού από το algarrobo δεν αφήνει κατάλοιπα, εκτός κι αν βρεθούν ανασκαφικά κατάλοιπα του ψωμιού. Η ομάδα των ερευνητριών από το πανεπιστήμιο της La Plata, López, Capparelli Nielsen παρουσίασαν τις εθνογραφικές τους έρευνες σχετικά με την επεξεργασία του quinoa (Chenopodium quinoa W., Εικ. 5-6) στο Lípez της Βολιβίας που βρίσκεται σε υψόμετρο 3.850 μέτρων. Διαπίστωσαν ότι υπάρχουν οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους καταναλώνεται από τις οικογένειες που το καλλιεργούν (ως σπόρος, σούπα ή αλεύρι) διαμορφώνουν και διαφορετικά μικρομορφολογικά χαρακτηριστικά του καρπού, κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ερμηνεία των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων αυτού του φυτού. Από τη Λατινική Αμερική, μεταφερθήκαμε στην Ιαπωνία και την Κίνα από τη συνάδελφο Leo Aoi Hosoya. Μας μίλησε για την επεξεργασία και κατανάλωση των βελανιδιών από κοινωνίες γεωργών της 4ης χιλιετίας π.Χ. Για την επεξεργασία των καρπών αυτών πιθανολογείται η χρήση συγκεκριμένου τύπου ‘μυλολίθων’ που είναι κατάλληλοι, με βάση εθνογραφικές παρατηρήσεις, για την άλεση των βελανιδιών. Η προσέγγιση της Hosoya εμπλουτίστηκε από εθνογραφικές έρευνες


Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Εικ. 5: Το φυτό Chenopodium quinoa.

Εικ. 6: Σπόροι του φυτού Chenopodium quinoa.

93

σε χωριά της Ιαπωνίας και της Κορέας σχετικά με την επεξεργασία των βελανιδιών. Η υιοθέτηση της καλλιέργειας του ρυζιού από κοινωνίες που ήδη χρησιμοποιούσαν άγριους καρπούς για να θραφούν, μεταξύ των οποίων και τα βελανίδια, κατά την Hosoya δεν αποτέλεσε μια ‘φυσική’ εξέλιξη στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης ανθρώπων και διαθέσιμων φυτικών διατροφικών πόρων, αλλά προέκυψε από μια αλλαγή στις κοινωνικές δομές και στις στρατηγικές διαβίωσης. Από το Νέο Κόσμο, μέσω της Ασίας, η διερεύνηση των τρόπων επεξεργασίας των φυτών μας μετέφερε στην Τουρκία και στην επεξεργασία του λιναριού για την εξαγωγή λαδιού σε περιοχές όπως η Καππαδοκία που δε διέθεταν άλλα ελαιοδοτικά φυτά. Ανατρέχοντας σε αρχειακές πηγές της Τουρκίας και της Ελλάδας και στηριζόμενη στις δικές της σύγχρονες εθνογραφικές παρατηρήσεις, η συνάδελφος Fusun Ertuğ μας παρουσίασε μια εναλλακτική πηγή λαδιού του πρόσφατου παρελθόντος με προεκτάσεις για τους ερευνητές των προϊστορικών κοινωνιών του Παλαιού Κόσμου όπου το λινάρι αποτελεί σημαντικό προϊόν χρησιμοποιούμενο από τις κοινωνίες αυτές. Από την Τουρκία στην Ελλάδα, η δική μου ανακοίνωση παρουσίασε αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα δημητριακών (σιταριού


94

και κριθαριού) που κατά πάσα πιθανότητα είχαν υποστεί επεξεργασία με βρασμό ή μούλιασμα σε βραστό νερό συνδυάζοντάς τα με σύγχρονες εθνογραφικές παρατηρήσεις σχετικά με την προετοιμασία ανάλογων προϊόντων όπως ο τραχανάς και το πλιγούρι (Εικ. 7-8). Τα πλεονεκτήματα παρασκευής παρόμοιων διατροφικών προϊόντων, γνωστών από τον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η μεταποίησή τους σε μια μορφή που εύκολα μετατρέπεται σε γεύμα και συνδυάζει εποχικά διαθέσιμες πρώτες ύλες (δημητριακά, γάλα), όπως συμβαίνει στην περίπτωση του τραχανά. Τέλος, η ανακοίνωση της Patricia Anderson μας μετέφερε στην Τυνησία και στους τρόπους επεξεργασίας των δημητριακών από το χωράφι στην κουζίνα. Πέρα από το δικό μας συμπόσιο, το συνέδριο περιελάμβανε άλλα συμπόσια με θέματα γύρω από τη χρήση φυτικών φαρμάκων και τη διατήρηση της παραδοσιακής γνώσης που τα αφορά, την ποικιλότητα στα καλλιεργημένα είδη των φυτών, πως αυτή διαμορφώνεται ως έννοια και ως πρακτική και πως οι σύγχρονες οικονομικές συγκυρίες οδηγούν στη συρρίκνωση και εξαφάνισή της. Το θέμα της διάσωσης της γνώσης για τις φαρμακευτικές ιδιότητες φυτών που χρησιμοποιούν φυλές που απειλούνται με εξαφάνιση εξετάστηκε σε συνδυασμό με τις μορφές εκμετάλλευσης αυτής της γνώσης, το ρόλο των ιθαγενών που κατέχουν τη γνώση και των φαρμακευτικών εταιρειών που ενδιαφέρονται να την εκμεταλλευτούν οικονομικά. Παράλληλα με τις επιστημονικές ανακοινώσεις παρουσιάστηκαν πλήθος posters (Εικ. 9), το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων προερχόταν από ερευνητές της Λατινικής Αμερικής. Συνολικά στο συνέδριο οι συμμε-

ΣΟΥΛΤΑΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΒΑΛΑΜΩΤΗ

Εικ. 7: Αλεσμένο μονόκοκκο σιτάρι, πιθανόν προβρασμένο (πλιγούρι ή τραχανάς) από τη Μεσημεριανή Τούμπα, τέλος 3ης χιλιετίας π.Χ.

Εικ. 8: Σύγχρονος ξινόχοντρος (τραχανάς) από την Κρήτη

τοχές ήταν 376 με τις περισσότερες να προέρχονται από τη Λατινική Αμερική. Οι συμμετέχοντες από την Ευρώπη ήταν μόλις 35, στην πλειοψηφία Ισπανοί. Μοναδική συμμετοχή από την Ελλάδα αυτή του Τομέα Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (Εικ. 10), ωστόσο στο δάσος κοντά στο Puerto Blest (Εικ. 11-12), κατά τη διάρκεια της εκδρομής των συνέδρων στη λίμνη


Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Nahuel Huapi, συναντήθηκα με τον έτερο ‘Ελληνα συμμετέχοντα στο συνέδριο, τον κρητικό Γιάννη Λαγουδάκη, ο οποίος ωστόσο εκπροσωπούσε το πανεπιστήμιο του Reading (Μ. Βρετανία) παρουσιάζοντας τις έρευνες της ομάδας του σχετικά με τα φαρμακευτικά φυτά του Νεπάλ. Αν η Αρχαιοβοτανική στην Ελλάδα θεωρείται μια ειδικότητα ευρισκόμενη στις παρυφές της Αρχαιολογίας, η Εθνοβοτανική μάλλον αντιμετωπίζεται ως πεδίο έρευνας εκτός των γνωστικών αντικειμένων των ανθρωπιστικών σπουδών και οπωσδήποτε της Αρχαιολογίας. Οι σχέσεις ωστόσο που οι άνθρωποι διαμορφώνουν με τα φυτά, μέσα από τη χρήση τους ως τροφής, φαρμάκων, συστατικών τελετών, κατοικιών ξωτικών ή ιερών φυτών θεοτήτων, έχουν αδιαμφισβήτητα ένα έντονο πολιτισμικό στοιχείο. Αυτές οι σχέσεις μπορεί να ενδιαφέρουν βοτανολόγους, κοινωνικούς ανθρωπολόγους και αρχαιολόγους, όταν οι κοινωνίες που εξετάζονται ανήκουν στο παρελθόν. Τα συνέδρια της Εθνοβοτανικής συγκεντρώνουν ένα ετερόκλητο πλήθος επιστημόνων: βοτανολόγους, γιατρούς, χημικούς, αρχαιολόγους, φαρμακοποιούς. Αυτό είναι και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό τους, καθώς στον ίδιο χώρο συνομιλούν άνθρωποι με διαφορετική κατάρτιση και προσέγγιση της σχέσης ανθρώπου και φυτών. Το 5ο Διεθνές Συνέδριο Εθνοβοτανικής που έγινε στο Bariloche της Παταγονίας στην Αργεντινή δεν είχε ενδιαφέρον μόνο στο στενό πλαίσιο της αρχαιοβοτανικής έρευνας ή της εθνοβοτανικής. Εκτός από την εξαιρετικά γόνιμη ανταλλαγή ιδεών και απόψεων σε θέματα προετοιμασίας της τροφής με βάση τα φυτά σε προϊστορικές κοινωνίες από όλο τον κόσμο, γνωρίσαμε στοιχεία του υλικού πολιτισμού προϊστορικών κοινωνιών της Παταγονίας καθώς και το ρόλο που διαδραματίζει η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή στο πλαίσιο εδαφικών διεκδικήσεων από ιθαγενείς πληθυσμούς. Στη θέση Cuevas del Viejo Volcan (Εικ. 13), σε ένα βράχο που μου θύμισε τον αντίστοιχο στη δική μας Θεόπετρα της Θεσσαλίας, η αρ-

95

Εικ. 9: To poster των S. Rios και V. MartinezFrances (Πανεπιστήμιο Alicante Ισπανίας) για τα αφεψήματα φυτών στην παραδοσιακή ιατρική της νοτιοανατολικής Ιβηρικής Χερσονήσου κατά το 19ο και 20ο αιώνα.

Εικ. 10: Η ελληνική συμμετοχή στο 5ο ICEB στο Bariloche της Παταγονίας.


96

Εικ. 11 και 12: Puerto Blest.

ΣΟΥΛΤΑΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΒΑΛΑΜΩΤΗ


Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Εικ. 13: Cuevas del Viejo Volcan, βραχώδες έξαρμα κοντά στο Bariloche της Παταγονίας, με σπηλιές που κατοικήθηκαν κατά την 3η χιλιετία π.Χ.

97

Εικ. 15: Κουκουνάρια του φυτού Araucaria με το περίβλημά τους, αποφλοιωμένα και αλεσμένα (φωτογραφία Dr Aylen Capparelli).

Εικ. 14: Τα ‘κουκουνάρια’ (piñones) του φυτού Araucaria μέσα σε μυλόπετρα και δίπλα ένας κώνος του φυτού. Τα αρχαιολογικά εκθέματα προέρχονται από τον πολιτισμό των Tehuelche, Μουσείο Francisco Moreno, Bariloche.

χαιολογική έρευνα έφερε στο φως προϊστορικά λειασμένα και απολεπισμένα εργαλεία της 3ης χιλιετίας π.Χ. σύμφωνα με τον οδηγό μας. Στο Μουσείο της πόλης του Bariloche, το Μουσείο Francisco Moreno, τα λειασμένα εργαλεία συνοδεύονται από τους χαρακτηριστικούς καρπούς της Araucaria, του κωνοφόρου που κυριαρχεί στη βλάστηση της περιοχής και που είχαμε την τύχη να γευτούμε στο πλαίσιο του συνεδρίου (Εικ. 1416). Οι βρασμένοι καρποί θύμιζαν πολύ στη γεύση τα δικά μας κάστανα. Τα εκθέματα του μουσείου παραπέμπουν τόσο στο προ-

Εικ. 16: Το δέντρο Araucaria

ϊστορικό παρελθόν της Παταγονίας (Εικ. 17-18) όσο και στο πιο πρόσφατο, αυτό της αλληλεπίδρασης των ευρωπαίων αποίκων και των ιθαγενών ομάδων. Η προϊστορική κατοίκηση της Παταγονίας τοποθετείται χρονικά στο 10.000 π.Χ.. Η κυρίαρχη σημερινή ομάδα ιθαγενών στην περιοχή είναι οι Mapuche (Εικ. 19), ωστόσο στο υπαίθριο


98

παζάρι με χειροτεχνήματα στο Bariloche, κατάλαβα ότι υπήρχαν και άλλες ομάδες, όπως οι Tehuelches. Λέγεται μάλιστα ότι οι Tehuelces ήταν ιδιαίτερα ψηλοί και ότι σε αυτούς οφείλεται η λέξη Παταγονία: κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης της ακτογραμμής της Νότιας Αμερικής από το Μαγγελάνο, στα 1520, μέλη της αποστολής περιγράφουν την ύπαρξη ‘γιγάντων’ τους οποίους ο Μαγγελάνος απεκάλεσε Patağao, χωρίς να είναι γνωστό το γιατί. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο όρος Patağao που στα ιταλικά αποδόθηκε ως Patagon παρέπεμπε σε ανθρώπους με μεγάλα πόδια (patas: πόδια). Οι φιλειρηνικοί πανύψηλοι Tehuelches έχουν σχεδόν εξαφανιστεί ή αφομοιωθεί στις μέρες μας από τους ευρωπαίους αποίκους και τους πολεμικούς ιθαγενείς Mapuche. Οι κυρίαρχοι πλέον Mapuche, παρά τη σφαγή που υπέστησαν το 19ο αιώνα από τις συντονισμένες προσπάθειες Αργεντινής και Χιλής, αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους διεκδικώντας τη γη των προγόνων τους, από

ΣΟΥΛΤΑΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΒΑΛΑΜΩΤΗ τους ευρωπαίους αποίκους της περιοχής. Η απάντηση ορισμένων αποίκων σε αυτό το επιχείρημα είναι ότι οι Mapuche δεν κατοικούσαν αρχικά σε όλα τα εδάφη που διεκδικούν αλλά τα κατέκτησαν με τη βία από τους αρχικούς ιθαγενείς κατοίκους της περιοχής, επομένως δεν μπορούν να έχουν κυριαρχικές αξιώσεις στη γη. Όπως μου είπε η αρχαιολόγος Verónica Lema, οι αρχαιολόγοι που διεξάγουν ανασκαφές στην Παταγονία νιώθουν την πίεση των Mapuche που επιθυμούν, για προφανείς λόγους, να χαρακτηριστούν όλα τα ευρήματα ως υλικά κατάλοιπα των Mapuche. Έτσι, και στη μακρινή σε μας Παταγονία, αρχαιολογία και πολιτική συνδέονται στενά στη διαμόρφωση ταυτοτήτων και στη διεκδίκηση εδαφών. Μέσα λοιπόν από το ταξίδι μου στην Παταγονία, παρέα με τον τραχανά και το πλιγούρι και τις πιθανές προϊστορικές ρίζες τους, έμαθα για τους προϊστορικούς πολιτισμούς αυτής της περιοχής των Άνδεων και τις σύγχρονες εδαφικές διεκδικήσεις αποί-

Εικ. 17: Προϊστορικά απολεπισμένα εργαλεία από την Παταγονία, Μουσείο Francisco Moreno, Bariloche.


Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

99

Εικ. 18: Η προϊστορική παρουσία του ανθρώπου στην Παταγονία τοποθετείται χρονικά περίπου στο 10.000 π.Χ., Μουσείο Francisco Moreno, Bariloche. Εικ. 19: Γυναίκες Mapuche στο πλαίσιο του 5ου ICEB έγνεθαν μαλλί προβάτου και πουλούσαν τα πλεκτά τους στο χώρο του συνεδρίου. Διακρίνεται το περιστρεφόμενο σφοντύλι.

κων και αποίκων, διαπίστωσα ότι οι άγριες τριανταφυλλιές ταξίδεψαν από την Ευρώπη στην Παταγονία αποτελώντας σήμερα άλλοτε ένα ενοχλητικό ζιζάνιο και άλλοτε την πρώτη ύλη για μαρμελάδες και προϊόντα ομορφιάς, πως άποικοι από την Ουαλία και ιθαγενείς Tehuelches συνυπήρξαν ειρηνικά στην περιοχή, και πως στην πλατεία της πό-

λης του Bariloche, δίπλα στις λευκές μαντήλες, σύμβολο των μανάδων που έχασαν τα παιδιά τους από τη χούντα του Βιντέλα λιάζονται οι σκύλοι του Αγίου Βερνάρδου (Εικ. 20-21) και πως παρά τη ζοφερή οικονομική πραγματικότητα της Αργεντινής, οι άνθρωποί της σε κοιτούν στα μάτια και το χαμόγελο ανθίζει στα χείλη τους.

Εικ. 20: Η κεντρική πλατεία του Bariloche με το σύμβολο των Μadres del 24 Majo.

Εικ. 21: Σκύλος του Αγίου Βερνάρδου στην κεντρική πλατεία του Bariloche.


ΣΟΥΛΤΑΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΒΑΛΑΜΩΤΗ

100

Βιβλιογραφία Capparelli, A. 2008 Caracterización cuantitativa de productos intermedios y residuos derivados de alimentos del algarrobo (Prosopis flexuosa y P. chilensis, Fabaceae): Aproximación experimental aplicada a restos arqueobotánicos desecados. Darwiniana 46(2): 175-201. Valamoti, S. M., D. Samuel, M. Bayram & E. Marinova 2008 Prehistoric cereal grain treatment in Greece and Bulgaria: experimental cereal processing and charring to interpret archaeobotanical remains. Vegetation History and Archaeobotany 17, suppl. 1: 265-76. Wollstonecroft M., P. R. Ellis, G. C. Hillman & D.Q. Fuller 2008 Advancements in plant food processing in the Near Eastern Epipalaeolithic and implications for improved edibility and nutrient bioaccessibility: An experimental assessment of Bolboschoenus maritimus (L.) Palla (sea club-rush). Vegetation History and Archaeobotany17: 19-28.


Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Summary Post-harvest plant processing in prehistoric societies: A symposium in Patagonia presented at the 5th International Conference of Ethnobotany Soultana Maria Valamoti

A travel from Greece to Patagonia may stem from a desire to meet breathtaking landscapes and creatures in faraway places, in this particular case, however, the journey of a Greek Archaeobotanist to Patagonia was realized in order to bring bulgur and trachanas, as well as their probable prehistoric counterparts to the New wold, to the 5th ICEB Ethnobotany conference that took place at Bariloche, in Patagonia Argentina between the 21st and 24th of September 2009. Stemming from fruitful discussions with Dr Aylen Capparelli from La Plata University during the 2007 IWGP (International Work-Group for Palaeoethnobotany) conference in Krakow, as well the research interests of our colleague Michele Wollstonecroft (University College London), we decided to organize a symposium about the ways people treat plants after harvest, mainly to consume as food but also for other purposes. Our symposium’s title: Recent research in post-harvest traditions in human prehistory: Old and New World palaeoethnobotanical approaches to linking the archaeology and ethnobotany of plant processing. The papers presented at the conference covered a very broad geographical area from South America (Argentina, Bolivia) to Japan and parts of the Old World such as Turkey, the Near East, Greece and Tunisia and were as follows: Hillman, G. & M. Wollstonecroft (UCL, United Kindgom), Evolutionary trends in hu-

101

man eating behaviours: Food processing and niche expansion. Lema, V. (La Plata, Argentina), Cultivation, production and domestication: Reflections about the archaeological visibility of the interactions between human societies and vegetal populations in the past. Capparelli, A. (La Plata, Argentina) Archaeobotanical recognition of food products derived from the Algarrobo (Prosopis flexuosa DC and P. Chilensis (Mol. Stuntz) charred remains and its applications to the case of El Shincal, Argentina. López M. L., A. Capparelli & A. Nielsen (Cordoba & La Plata, Argentina), Modern practices of Quinoa (Chenopodium quinoa W.) processing and consumption in Lípez, Bolivia: An ethnoarchaeological approach. Ertug, F. (Turkey), The consumption of flax: linseed oil production in Turkey. Anderson-Chabot, P. (CNRS, Valbonne, France), Post harvest processing traditions in northern Tunisia: An ethnoarchaeological approach. Hosoya, L. A. (Kyoto, Japan), Staple of famine food? Ethnographic and archaeological approaches to nut processing in East Asian Prehistory. Valamoti, S. M. (Thessaloniki, Greece), The prehistory and modern survival of processing cereals for piecemeal consumption: Case studies from Greece.



ΜΙΧΑΛΗΣ Α. ΤΙΒΕΡΙΟΣ*

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ1

Τις τελευταίες δεκαετίες η συμβολή των θετικών επιστημών στην περαιτέρω πορεία και ανάπτυξη της αρχαιολογικής επιστήμης είναι πασιφανής και ιδιαίτερα γόνιμη. Ανάμεσα στους δυο αυτούς επιστημονικούς χώρους έχουν αναπτυχθεί πολύ στενές και αμφίδρομες σχέσεις, ώστε μπορούμε να μιλούμε ακόμη και για ένα είδος συμπόρευσης, από την οποία έχει προκύψει μια νέα επιστήμη, η Αρχαιομετρία2. Εκτός από την Αρχαιομετρία μνημονεύω και τις Νέες Τεχνολογίες, με τις ηλεκτρονικές επιστημονικές συσκευές τους άμεσα συνδεδεμένων με Η/Υ και συστήματα πληροφορικής, οι οποίες έχουν επίσης μια σημαντική και συνεχώς

αυξανόμενη συμμετοχή στην πρόοδο και γενικότερα στην εξέλιξη της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Στο κείμενο αυτό δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ συστηματικά με τους τομείς της Αρχαιολογίας, στους οποίους οι Νέες Τεχνολογίες έχουν βρει, ή μπορεί να βρουν, πεδίο εφαρμογής. Θέλω να υπενθυμίσω μόνο ότι οι δύο αυτές επιστήμες συναντιούνται στον τομέα της ανασκαφής3 –εδώ συμπεριλαμβάνω όχι μόνο αυτή καθ’ αυτή την ανασκαφή αλλά και τις εργασίες που προηγούνται από αυτήν–, στον τομέα της μελέτης και δημοσίευσης των αρχαιολογικών καταλοίπων, στον τομέα της συντήρησης, αποκατάστασης και αναστήλωσης

Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, e-mail: tiv@hist.auth.gr Το κείμενο αυτό, σε μια πρώτη μορφή του, ανακοινώθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης που οργανώθηκε στην Αθήνα, στο Ίδρυμα Ευγενίδου, στις 28-5-2008 από το Ερευνητικό Κέντρο Αθηνά, με θέμα «Ψηφιακή Καινοτομία για την Κοινωνία της Γνώσης» (τομέας «Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτισμός»). Για διάφορες εξυπηρετήσεις ευχαριστίες οφείλω στη Β. Σαριπανίδη. 2 Bλ. π.χ. και τα σχετικά περιοδικά Archaeometry (από το 1958), Prospezioni Archeologiche (Ίδρυμα Lerici στο Μιλάνο, από το 1966) και Revue d’ Archéométrie (από το 1977). Πρβλ. R. C. A. Rottländer, Einführung in die Naturwissenschaftlichen Methoden in der Archäologie (1983). 3 Για τις ανασκαφές βλ. π.χ. Η. Becker (επιμ.), Αrchäologische Prospektion: Luftbildarchäologie und Geophysik, Arbeitshefte des Bayerischen Landesamtes für Denkmalpflege 59 (1996), A. Carandini, Storia della terra: Manuale di scavo archeologico (1991). *

1


104

αρχαιολογικών μνημείων, στους τομείς οργάνωσης και αξιοποίησης αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, στην παρουσίαση των εκθεμάτων των τελευταίων, όπως και στον τομέα της αρχαιολογικής εκπαίδευσης4. Στο σύντομο αυτό κείμενο θα εκθέσω μερικές σκέψεις μου σχετικές με την εμπλοκή των Νέων Τεχνολογιών στη διεξαγωγή μιας ανασκαφής και κυρίως στη σύνταξη του ημερολογίου της, καθώς και στη διαχείριση του συχνά πολυπληθούς και ποικίλου όγκου των ευρημάτων της. Αν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν κατεξοχήν ανασκαφέααρχαιολόγο, εντούτοις διαθέτω πολύχρονη ανασκαφική εμπειρία. Νομιμοποιούμαι λοιπόν να καταθέσω επ’ αυτού του θέματος ορισμένες σκέψεις μου. Προηγουμένως ωστόσο, θέλω να υπενθυμίσω ότι η ανασκαφική διεργασία δεν ταυτίζεται με την αρχαιολογία, όπως λανθασμένα πιστεύει ο πολύς κόσμος, αλλά και ορισμένοι αρχαιολόγοι – χωρίς να το ομολογούν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αμφισβητώ τον καίριο ρόλο των ανασκαφών στην πορεία της αρχαιολογικής έρευνας. Πολύ εύστοχα τα αρχαιολογικά στρώματα μιας ανασκαφής5 έχουν παρομοιασθεί με τα φύλλα ενός βιβλίου. Έτσι ο ανασκαφέας που καλείται να αποκρυπτογραφήσει, να «διαβάσει», τα στρώματα της ανασκαφής του, παραλληλίζεται με τον αναγνώστη ενός βιβλίου. Ο παραλληλισμός αυτός μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί επιτυχής. Στην πραγματικότητα όμως ανάμεσα στις δυο αυτές διεργασίες υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές. Ο αναγνώστης ενός βιβλίου γνωρίζει εκ των προτέρων τον ακριβή αριθμό των σελίδων του βιβλίου που προτίθεται να διαβά-

ΜΙΧΑΛΗΣ Α. ΤΙΒΕΡΙΟΣ σει, όπως και την έκταση της κάθε σελίδας. Αντίθετα ο ανασκαφέας, κατά κανόνα, δεν γνωρίζει εκ των προτέρων ούτε τη συνολική έκταση της ανασκαφής του ούτε ακόμη και το ακριβές πάχος του κάθε ανασκαφικού του στρώματος. Υπάρχει όμως ανάμεσά τους και μια άλλη διαφορά, που είναι ακόμη πιο σημαντική. Ο αναγνώστης του βιβλίου έχει τη δυνατότητα, αν χρειαστεί, να ξαναδιαβάσει μια σελίδα τόσες φορές, όσες θα απαιτηθούν για να του γίνει κατανοητό το περιεχόμενό της. Αυτήν την τόσο σημαντική δυνατότητα τη στερείται ο ανασκαφέας. Ο τελευταίος, αν δεν κατανοήσει πλήρως το ανασκαφικό στρώμα κατά την πρώτη «ανάγνωση», δεν μπορεί να επανέλθει και να επιχειρήσει δεύτερο «διάβασμα». Το αρχαιολογικό στρώμα διαλύεται ταυτόχρονα με την πρώτη «ανάγνωσή» του και μαζί με αυτό εξαφανίζονται οι πληροφορίες που περιείχε. Αν, επομένως, εκ των υστέρων διαπιστώσει ο ανασκαφέας ότι θα έπρεπε να είχε προσέξει περισσότερο, π.χ. μια πασσαλότρυπα ή μια χρωματική διαφοροποίηση στα χώματα της ανασκαφής του, θα πρόκειται για παραλήψεις πού δεν μπορούν να αναπληρωθούν, με άλλα λόγια θα πρόκειται για μη αναστρέψιμα «λάθη». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όπως και για ορισμένους άλλους που θα μνημονευθούν στη συνέχεια, έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι κάθε ανασκαφή, εκτός από τη θετική για την επιστήμη της αρχαιολογίας προσφορά της, έχει και την αρνητική της όψη. Γιατί είναι ανθρωπίνως αδύνατον ο αρχαιολόγος, μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, να μπορέσει να «διαβάσει», να κατανοήσει και να ερμηνεύσει σωστά όλα τα «στοιχεία» και όλα τα «ευρήματα» σε ένα συνεχώς αποκα-

Για τις Νέες Τεχνολογίες σε σχέση με την Αρχαιολογία, βλ. Ι. Λυριτζής (επιμ.), Νέες Τεχνολογίες στις Αρχαιογνωστικές Επιστήμες (2008), όπου υπάρχουν ποικίλα σχετικά άρθρα με βιβλιογραφία. Bλ. επίσης τον τόμο των Πρακτικών του 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Μουσειολογίας, που διοργάνωσε το Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Μυτιλήνη το 2004, Α. Μπούνια, Ν. Νικονάνου & Μ. Οικονόμου (επιμ.), Η Τεχνολογία στην Υπηρεσία της Πολιτισμικής Κληρονομιάς: Διαχείριση-Εκπαίδευση-Επικοινωνία (2008). Πρβλ. Y. Kalay, Th. Kvan & J. Affleck, New Heritage, New Media and Cultural Heritage (2007) και J. Hemsley, V. Cappellini & G. Stanke, Digital Applications for Cultural and Heritage Institutions (2005). Την υπόδειξη των τελευταίων παραπομπών την οφείλω στη Δ. Τσιαφάκη. 5 Για τη στρωματογραφία, βλ. π.χ. Ε. Ηarris, Principles of Archaeological Stratigraphy (1989)². 4


ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ λυπτόμενο αρχαιολογικό στρώμα, το οποίο ταυτόχρονα με την «ανάγνωσή» του αφαιρείται και εξαφανίζεται. Σίγουρα δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δεν υπάρχει ανασκαφική διεργασία που να μην είναι καταστροφική για την αρχαιολογική επιστήμη. Σ’ αυτό συντελούν και ορισμένες άλλες αρνητικές παράμετροι που μπορεί να ανακύψουν στη διαδικασία μιας ανασκαφής, κυριότερες από τις οποίες είναι η μη άμεση συντήρηση των αποκαλυπτομένων αρχαιοτήτων της, κινητών και κυρίως ακίνητων (πράγμα που έχει ως συνέπεια την καταστροφή τους), και φυσικά η μη δημοσίευσή της. Τέτοιου είδους φαινόμενα απαντώνται δυστυχώς συχνά στον τόπο μας. Δεν είναι λίγα τα αρχαιολογικά οικοδομικά λείψανα, που μετά την αποκάλυψή τους, αφήνονται στην τύχη τους και στη φθορά του χρόνου, χωρίς καμιά μέριμνα και προστασία. Όπως δεν είναι λίγες και οι ανασκαφές εκείνες που περιμένουν ακόμη τη δημοσίευσή τους. Αλλά για το τελευταίο θα επανέλθω και παρακάτω. Ευκταίος στόχος σε ένα υπό σύνταξη ανασκαφικό ημερολόγιο είναι να καταγράφονται σ’ αυτό όλα τα στοιχεία που προκύπτουν από μια ανασκαφή. Η πληρότητα ενός ανασκαφικού ημερολογίου εξαρτάται από την ανασκαφική εμπειρία και από την επιστημονική κατάρτιση του ανασκαφέααρχαιολόγου που το συντάσσει. Είναι πάντως εξαιρετικά δύσκολο, για να μην πω αδύνατον, να υπάρξει ανασκαφικό ημερολόγιο που να είναι όχι μόνο πλήρες αλλά και απαλλαγμένο από υποκειμενικές εκτιμήσεις. Ακόμη το κάθε ημερολόγιο είναι συνταγμένο με βάση τον τρόπο σκέψης του ανασκαφέα-συντάκτη του. Μόνο εκείνος μπορεί να το κατανοεί πλήρως και αυτό με την προϋ-

105

πόθεση ότι δεν θα έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη σύνταξή του και τη χρονική στιγμή που θα καταφεύγει σ’ αυτό για να το συμβουλευθεί. Στην περίπτωση που ο ανασκαφέας …απέλθει από τα εγκόσμια πριν προλάβει να προχωρήσει στη δημοσίευση της ανασκαφής του –μια όχι σπάνια περίπτωση–, αυτός που θα αναλάβει το έργο αυτό είναι μαθηματικά βέβαιο ότι, διαβάζοντας το ημερολόγιο του προκατόχου του και ανατρέχοντας στα σχέδια και στις φωτογραφίες που το συνοδεύουν, θα κατανοήσει πολύ λιγότερα πράγματα από όσα ο ίδιος ο συντάκτης του ημερολογίου. Έχοντας περιγράψει με όσο πιο ευσύνοπτο και κατανοητό τρόπο μπορούσα τα προβλήματα που σχετίζονται με τη σύνταξη ενός ανασκαφικού ημερολογίου, προτρέπω τους θεράποντες των Νέων Τεχνολογιών να στραφούν ερευνητικά στη σύλληψη, στο σχεδιασμό και στη δημιουργία ενός πρότυπου ηλεκτρονικού ανασκαφικού ημερολογίου. Έχουν ήδη γίνει τέτοιες προσπάθειες ηλεκτρονικής καταγραφής ημερολογίων ανασκαφής6, δεν γνωρίζω όμως να έχουν προκύψει ως σήμερα εύχρηστα και λειτουργικά προϊόντα. Στο ημερολόγιο αυτό θα καταχωρούνται όλες οι δυνατές πληροφορίες μιας ανασκαφής, μαζί φυσικά και με τα ακίνητα και κινητά ευρήματά της. Τα σχετικά κείμενα, σε γραπτή και προφορική μορφή, θα συνοδεύονται από τις αντίστοιχες εικόνες, προϊόντα μιας συνεχούς βιντεοσκόπησης της ανασκαφής. Θεωρώ τη συνύπαρξη κειμένου, προφορικού λόγου και εικόνας, κρίσιμο όσο και κομβικό σημείο του όλου εγχειρήματος. Το οπτικό-ακουστικό αυτό ημερολόγιο, εκτός των άλλων, θα ξαναφέρνει στα μάτια του ανασκαφέα, όποτε απαιτείται, το αρχαι-

Μια τέτοια προσπάθεια έγινε π.χ. για την ανασκαφή του Δισπηλιού, που διεξάγεται υπό τη διεύθυνση του Γ. Χ. Χουρμουζιάδη. Βλ. Θ. Χατζηλάκος & Μ. Δεκολή, «Η αξιοποίηση της υπολογιστικής τεχνολογίας στην ανασκαφική τεκμηρίωση: Δισπηλιό 1998-2000», στο Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου στη Μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη, Θεσσαλονίκη-Καστοριά, 26-28 Νοεμβρίου 1998 (2002), 421-430. Πρβλ. D. Pfoser, Th. Hadzilacos, N. Faradouris & Kr. Kyrimis, Spatial data management aspects in archaeological excavation documentation, στο S. Fabrikant & M. Wachowitz (eds.), The European Information Society: Leading the Way with Geo-Information (2007), 287-301 και 302 μια βιβλιογραφία. Για τις παραπάνω παραπομπές οφείλω ευχαριστίες στη Α. Χουρμουζιάδη.

6


106

ολογικό στρώμα που ο ίδιος έχει «καταστρέψει». Αυτό θα του δίνει τη δυνατότητα να επανεκτιμά, να συμπληρώνει ακόμη και να διορθώνει αρχικές κρίσεις και απόψεις του, να παρατηρεί πράγματα και λεπτομέρειες που ενδεχομένως δεν είχαν υποπέσει στην αντίληψή του κατά τη διάρκεια της ανασκαφής και να προχωρά σε νέες ερμηνείες, ενώ, χωρίς άλλο, θα τον βοηθά να καταγράφει και λεπτομέρειες που δεν είχαν υποπέσει στην αντίληψή του. Το ημερολόγιο αυτό θα είναι εξαιρετικά χρήσιμο και στις περιπτώσεις εκείνες που αλλάξει διεύθυνση μια ανασκαφή, αφού ο νέος υπεύθυνος θα έχει δυνατότητα άμεσης πρόσβασης ακόμη και στα ανασκαφικά στρώματα που ερευνήθηκαν από τον προκάτοχό του και φυσικά «εξαφανίστηκαν». Αυτό, όπως είναι φυσικό, θα του δίνει τη δυνατότητα να προχωρεί και σε διορθώσεις τυχόν εσφαλμένων εκτιμήσεων και ερμηνειών του προκατόχου του, όπως και να παρατηρεί πράγματα που δεν είχαν υποπέσει στην αντίληψη του τελευταίου. Είναι επίσης αυτονόητο ότι ένα τέτοιο ημερολόγιο θα μπορεί να αναπαράγεται και να είναι εσαεί προσιτό στην αρχαιολογική επιστήμη και ότι θα μπορούν να το συμβουλεύονται, και μάλιστα άπειρες φορές, όχι μόνο ο διευθυντής της ανασκαφής και οι συνεργάτες του αλλά και κάθε άλλος ενδιαφερόμενος. Είναι όμως πολύ πιθανόν η έρευνα της Νέας Τεχνολογίας που έχει στόχο τη δημιουργία ενός πρότυπου οπτικού-ακουστικού ανασκαφικού ημερολογίου, να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες γραφειοκρατικού αν όχι …νομικίστικου χαρακτήρα. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η όλη προσπάθεια, για να φτάσει σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα, θα πρέπει προηγουμένως να περάσει από πολλούς σκοπέλους και στενωπούς. Η συνεχής παρουσία μιας βιντεοκάμερας σε μια ανασκαφή, στην οποία θα καταγράφονται οι εκτιμήσεις και οι απόψεις των ανασκαφέων, άμεσα προσιτών στην επιστήμη, μπορεί να θεωρηθεί π.χ. ότι παραβιάζει προσωπικά δεδομένα, ενώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος να

ΜΙΧΑΛΗΣ Α. ΤΙΒΕΡΙΟΣ προκύψουν και θέματα σχετικά με υποκλοπές πνευματικής ιδιοκτησίας. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι ένα τέτοιο ημερολόγιο θα συναντήσει αντιδράσεις από τους ίδιους τους αρχαιολόγους-ανασκαφείς. Η λειτουργία της βιντεοκάμερας θα τους θέτει υπό διαρκή επιτήρηση και έλεγχο, καθώς θα παρέχεται η δυνατότητα να κρίνονται και να αξιολογούνται ανά πάσα στιγμή τόσο ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της ανασκαφής τους και την ορθότητα των «αναγνώσεων» των αρχαιολογικών τους στρωμάτων όσο και ως προς τις ερμηνείες που δίνουν. Όλες όμως οι παραπάνω δυσκολίες θα πρέπει να παραμερισθούν. Η ανασκαφή είναι δημόσιο έργο και το προϊόν της εργασίας των αρχαιολόγων-ανασκαφέων θα πρέπει να είναι «ανοικτό» και προσιτό τόσο στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες όσο και σε όλα τα μέλη των επιστημονικών ειδικοτήτων που εμπλέκονται με την επιστήμη της αρχαιολογίας. Σε μια τέτοια αντιμετώπιση δεν έχουν θέση ενστάσεις για δήθεν παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων και για δήθεν καταπάτηση πνευματικών δικαιωμάτων. Αν ποτέ κατασκευασθεί ένα οπτικο-ακουστικό ημερολόγιο, θα πρέπει να υιοθετηθεί υποχρεωτικά στους χώρους της ανασκαφής με τον τρόπο που έχει επιβληθεί η χρήση βιντεοκάμερας σε διάφορα κομβικά οδικά σημεία μεγαλουπόλεων για να ελέγχεται αποτελεσματικότερα η κυκλοφορία των οχημάτων τους. Και όπως, σε ευνομούμενα τουλάχιστον κράτη, δεν τίθεται θέμα παραβίασης προσωπικών δεδομένων δημοσίων προσώπων, έτσι δεν θα πρέπει να εγείρονται συναφείς ενστάσεις και για τους αρχαιολόγους κατά την εκτέλεση των ανασκαφικών τους εργασιών. Κερδισμένοι πρωτίστως από τη χρήση και λειτουργία ενός τέτοιου ημερολογίου θα είναι τα ίδια τα αρχαία και η αρχαιολογική επιστήμη. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τα τόσο πλούσια πολιτισμικά κατάλοιπα, που έχουν σημαδεύσει καίρια την πορεία του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού. Αλλά από την ύπαρξη ενός τέτοιου ημε-


ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ρολογίου κερδισμένοι θα είναι και οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι-ανασκαφείς, καθώς με τη χρήση του θα διευκολύνεται καίρια το έργο τους. Το ημερολόγιο αυτό, διαθέτοντας κατάλληλα συστήματα καταγραφής κινητών και ακίνητων ευρημάτων, με τα οποία, εκτός των άλλων, θα προσδιορίζεται το είδος του ευρήματος (με συνοδεία τρισδιάστατης απεικόνισής του) και ο τόπος εύρεσής του (π.χ. με χρήση GIS-Global Information System), θα παρέχει στους χρήστες του, όπως είναι επόμενο, άπειρες διευκολύνσεις. Συνδεδεμένο μάλιστα με αυτόνομα διαδικτυακά αρχαιολογικά και αρχαιογνωστικά «λεξικά» και «corpora», απ’ όπου θα είναι δυνατόν να αντλούνται τάχιστα ένα πλήθος χρήσιμων πληροφοριών, θα προσφέρει στους αρχαιολόγους μεγάλες δυνατότητες τόσο κατά τη διάρκεια της ίδιας της ανασκαφής όσο και κατά τη μελέτη της, εξοικονομώντας γι’ αυτούς, πάνω από όλα, πολύτιμο χρόνο και σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλύτερη ακρίβεια πληροφόρησης. Μέσα

107

σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορεί π.χ. ο ανασκαφέας, κάνοντας χρήση ενός τέτοιου ημερολογίου, που θα είναι συνδεδεμένο διαδικτυακά με νομισματικά «corpora», να προχωρεί γρήγορα στην αναγνώριση των νομισμάτων της ανασκαφής του, πράγμα που θα του επιτρέπει να χρονολογεί άμεσα και τα αρχαιολογικά εκείνα στρώματα στα οποία βρέθηκαν τα νομίσματα αυτά. Ακόμη, κατά τη διάρκεια της μελέτης της ανασκαφής του, θα μπορεί ο αρχαιολόγος να έχει άμεση πληροφόρηση π.χ. για τον αριθμό των εμπορικών αμφορέων που βρέθηκαν στην ανασκαφή του, για τον τύπο τους, για το πού ακριβώς βρέθηκαν και σε ποιο βάθος, για τη διασπορά τους στον αρχαίο κόσμο, για τις επιστημονικές εργασίες που αναφέρονται σ’ αυτούς. Μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, θα είναι επομένως σε θέση να δώσει μια έγκυρη πληροφόρηση για τα αγγεία αυτά που έφερε στο φως και να τα κάνει γρήγορα γνωστά και προσιτά στην επιστημονική κοινότητα.


ΜΙΧΑΛΗΣ Α. ΤΙΒΕΡΙΟΣ

108

Summary The application of new technologies in archaeology Michalis A. Tiverios

In this paper I present some of my thoughts on the ways the process of an archaeological excavation can benefit from the use of new technologies, especially with regard to the recording, management and analysis of archaeological evidence of all types. I suggest that those performing research on archaeological computer applications should focus on the conception and creation of a model for digital excavation diaries, designed to integrate the vast volume of excavation data, including of course movable and

immovable finds. This digital model could combine image, audio and text applications and could also incorporate the products of regular filming of field work. I discuss, furthermore, the possible objections excavators might have against the use of such an information system, but I also stress its potential advantages; among others, the availability of digital diaries (with their wealth of textual and visual information) on online archaeological networks could become a powerful tool in the service of scholars worldwide.


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ*

από ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ

Μοιάζω με κείνον που τριγύριζε κρατώντας ένα κεραμίδι, στον κόσμο, για να δείξει πώς ήτανε το σπίτι του. Bertoldt Brecht

ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Από το εύρημα ως το έκθεμα» είναι μια διαδρομή. Γεωγραφική: από τα αριθμημένα καφάσια των απροσπέλαστων αρχαιολογικών αποθηκών στις φροντισμένες προθήκες των «ανοικτών στο κοινό» μουσείων. Φυσική: για τους επισκέπτες των μουσείων όταν αυτοί με σαφήνεια διατυπώνουν την πρόθεσή τους –«ήρθαμε να δούμε τα ευρήματα»– ή την ικανοποίηση –«συγχαρητήρια για τα ευρήματά σας». Υποχρεωτική: εφόσον μια αρχαιολογική ομάδα αναζητά χρηματοδότηση, αφού, εδώ και μια δεκαετία σχεδόν, οικονομικά υποστηρίζεται πρωτίστως η «ανάδειξη» και η «απόδοση στο κοινό» των αρχαιοτήτων και, σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, η εσωστρεφής ακαδημαϊκή έρευνα. Κοπιώδης και χρονοβόρα: αν αναλογιστεί κανείς όλες τις εργατοώρες των συμβασιούχων της αρχαιολογικής υπηρεσίας που

*

απαιτούνται, προκειμένου το λασπωμένο αρχαιολογικό εύρημα, να καθαριστεί, να συντηρηθεί, να καταγραφεί, να φωτογραφηθεί, να σχεδιαστεί, να αναλυθεί, να υπομνηματισθεί, πριν καταλήξει στο προστατευμένο περιβάλλον του μουσείου. Κυρίως, όμως, πιστεύω, υπαρξιακή. Επειδή κανένα περισσότερο ή λιγότερο σαφές απομεινάρι του παρελθόντος, που βγαίνει στην επιφάνεια από μια τυχαία ή συνειδητή αναμόχλευση της γης, δεν κουβαλάει τη βαριά ευθύνη του αρχαιολογικού ευρήματος, πολύ δε περισσότερο, την τιμητική υποχρέωση του μουσειακού εκθέματος. Οι υλικές μαρτυρίες του παρελθόντος, με άλλα λόγια, δε διαθέτουν μια εγγενή αξία, αλλά αποκτούν κάποια μέσα από την αρχαιολογική δραστηριότητα, είτε ως παραγόμενη αρχαιολογική πληροφορία και γνώση, η οποία λειτουργεί ως «ακαδημαϊκό κεφάλαιο» μέσα στο πεδίο της αρχαιολογικής παραγωγής και αναπαραγωγής, είτε ως πρώτη ύλη για τις βιομηχανίες της παράδοσης και του πολιτισμού,

Αρχιτέκτων, Δρ. Μουσειολογίας, e-mail: nassiah@hist.auth.gr


110

είτε, τέλος, ως συμβολικό κεφάλαιο για τη συγκρότηση, τη διατήρηση και την αναπαραγωγή συλλογικών ταυτοτήτων1. Στο κείμενο που ακολουθεί θα επιχειρήσω να σχολιάσω τα βασικά βήματα αυτών των διαδοχικών χαρακτηρισμών και νοηματοδοτήσεων, με στόχο να αναδείξω ότι τίποτε στη διαδρομή αυτή δεν είναι «φυσικό» και «αυτονόητο» επιχειρώντας, παράλληλα, να προτείνω εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης της αρχαιολογικής μουσειακής πράξης.

ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ «ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ»

Πέρυσι το καλοκαίρι, ζήτησα από τους 25 προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές της αρχαιολογίας που συμμετείχαν στο Ανασκαφικό Διδασκαλείο του Δισπηλιού2 να διαλέξουν δέκα «ευρήματα» που θα ενέτασσαν σε μια μουσειακή έκθεση αφιερωμένη στον συγκεκριμένο νεολιθικό οικισμό. Χωρίς καμία εξαίρεση όλοι επέλεξαν «εργαλεία» (έτσι γενικά ή εξειδικεύοντας: «οστέινα εργαλεία», «λίθινα εργαλεία»), «αγγεία» (έτσι γενικά ή προσδιορίζοντας «μαγειρικά», «διακοσμημένα»), «ειδώλια» και με λίγες εξαιρέσεις «κοσμήματα». Η σύμπνοια που διαπίστωσα στις απαντήσεις ήταν απολύτως αναντίστοιχη με τις σημαντικές αποκλίσεις που διέκρινα, καθημερινά, παρατηρώντας τους φοιτητές σε όλες τις θεωρητικές συζητήσεις και τις πρακτικές δραστηριότητες του σεμιναρίου. Παρόλα αυτά, οι απαντήσεις που συγκέντρωσα δεν με εξέπληξαν και υποθέτω ότι δε διαφέρουν από εκείνες που θα συνέλεγα αν έθετα το ίδιο ερώτημα σε ένα ευρύτερο αριθμητικά σύνολο αρχαιολόγων, αφού, εκτός των άλλων, οι απαντή-

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ σεις δε φάνηκε να επηρεάζονται από το ότι η υποθετική μουσειακή έκθεση της άσκησης αφορούσε έναν συγκεκριμένο οικισμό και όχι έναν νεολιθικό οικισμό εν γένει. Εκείνο που, νομίζω, έχει ενδιαφέρον είναι ότι οι απαντήσεις αυτές υποδηλώνουν πως οι εκκολαπτόμενοι αρχαιολόγοι θεωρούν «φυσικό» προϊόν κάθε νεολιθικής ανασκαφής ένα συγκεκριμένο σύνολο αντικειμένων που αντιστοιχούν σε έναν περιορισμένο αριθμό υλικών και χρήσεων, με ελάχιστες εκπλήξεις αισθητικού, κυρίως, ενδιαφέροντος. Μια παρόμοια αντίληψη θα αποτελούσε μια πρώτης τάξης αφορμή για να συζητήσει κανείς τόσο την προσέγγιση της Νεολιθικής όσο και τη σκοπιμότητα της αρχαιολογικής έρευνας αυτής καθαυτής, όμως μια ανάλογη συζήτηση υπερβαίνει κατά πολύ τους στόχους αυτού του κειμένου. Εκείνο, ωστόσο, που έχει νόημα να σχολιαστεί εδώ είναι ότι ένας παρόμοιος, γενικόλογος και μονότονα επαναλαμβανόμενος κατάλογος ευρημάτων δε λαμβάνει υπόψη του (για να μην πω αποσιωπά) το γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός ενός πράγματος ως «ευρήματος» προϋποθέτει ένα πλήθος θεωρητικών και μεθοδολογικών επιλογών και αξιολογήσεων. Ο αρχαιολόγος είναι εκείνος που θα ξεχωρίσει ένα «πράγμα» από το σύνολο της επίχωσης και, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, θα το μετατρέψει σε «αντικείμενο» της αρχαιολογικής έρευνας: θα θεωρήσει ότι έχει σημασία να το καταγράψει, να το απομακρύνει, ενδεχομένως, από το πεδίο και, με μια σειρά ειδικών διεργασιών, να αναζητήσει το πληροφοριακό του φορτίο. Μια ερευνητική στρατηγική δεν αποφασίζει δηλαδή απλώς ποια ευρήματα θα συλλεχθούν, αλλά και ποια αντικείμενα θα χαρακτηρισθούν ως «ευρήματα»˙ κατά συνέπεια, αντίθετα με ό,τι θα

Από ένα σημαντικό αριθμό δοκιμίων για τα θέματα αυτά, μπορούν να αναφερθούν τα κείμενα των Carver (1989), Hobsbawm & Ranger (1992), Lowenthal (1985), Shanks & Hodder (1995: 20-2). 2 Το Ανασκαφικό Διδασκαλείο αποτελεί μια πειραματική προσπάθεια στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος των Ανασκαφών του Δισπηλιού να συνδυαστεί η παραδοσιακή εκπαίδευση των φοιτητών στο πεδίο, με έναν εντατικό κύκλο σεμιναριακών μαθημάτων που καλύπτουν ευρύτερα μεθοδολογικά και θεωρητικά θέματα. Βλ. σχετικά Χουρμουζιάδης (2008). Η άσκηση στη οποία συχνά αναφέρεται το κείμενο αυτό πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος με τον ίδιο τίτλο. 1


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ μπορούσε να υποστηρίξει μια εμπειριστική προσέγγιση, τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν είναι δυνατό να υπάρξουν ανεξάρτητα από την αρχαιολογική σκέψη3 και, επομένως, διαφοροποιούνται ανάλογα όχι μόνο με την υπό διερεύνηση αρχαιολογική θέση, αλλά και με την ιστορική, κοινωνική και επιστημολογική συγκυρία. Δεν έχει νόημα, νομίζω, να αναρωτηθεί κανείς για τα αποτελέσματα μιας ανάλογης δημοσκόπησης που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί την εποχή που η αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα έκανε τα πρώτα της βήματα. Στο πλαίσιο μιας έρευνας με βασικό στόχο τη συλλογή αντικειμένων που ως σύνολο αντικειμενοποιούν τα χαρακτηριστικά της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και των οποίων οι αισθητικές αρετές και η τεχνολογική τελειότητα υποστηρίζουν την πολιτισμική ανωτερότητα της κλασικής αρχαιότητας, πιθανότατα, ούτε ο νεολιθικός οικισμός του Δισπηλιού θα ανασκαπτόταν ούτε αυτά τα κακότεχνα και καμία σχέση έχοντα με το κλασικό κάλος αντικείμενα θα αποτελούσαν αντικείμενο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος4. Ακόμη, όμως, και πριν από έναν περίπου αιώνα, όταν η έρευνα της προϊστορίας στην Ελλάδα είχε αρχίσει να συγκροτεί τα επιστημολογικά χαρακτηριστικά της, πολλές από τις προβλέψιμες, για τα σημερινά δεδομένα, απαντήσεις των φοιτητών δε νομίζω ότι θα μπορούσαν ποτέ να δοθούν. Οι μεγάλοι αρχαιολόγοι της εποχής «εύρισκαν» θησαυρούς χρυσών αντικειμένων και ζωγραφιές ονειρικών τοπίων, που στόλιζαν τη ζωή και το θάνατο επώνυμων ηγεμόνων, και όχι πρωτόγονα τεχνουργήματα, κατάλοιπα του καθημερινού μόχθου άσημων γεωργοκτηνοτρόφων. Όταν, βέβαια, η ερευνητική τους 3 4

111

μοίρα τούς έφερνε, ολοένα και συχνότερα, μπροστά όχι σε κυκλώπειες ακροπόλεις, αλλά στα κατάλοιπα πηλόκτιστων αγροτόσπιτων, άρχισαν να «βρίσκουν» τα αντικείμενα εκείνα που, παρά τον εγγενή πρωτογονισμό τους, διέθεταν σαφή στοιχεία καλλιτεχνικών προθέσεων και τεχνολογικών επιτευγμάτων και, εν τέλει, τεκμηρίωναν μακρές σειρές πολιτισμικής συνέχειας. Το διευρυμένο σύνολο ευρημάτων που προέκυψε μας θυμίζει σαφώς περισσότερο τις επιλογές των φοιτητών του Ανασκαφικού Διδασκαλείου. Εκεί, βέβαια, που τα «ευρήματα» των αρχαιολόγων του παρελθόντος και των αρχαιολόγων του μέλλοντος ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα είναι όταν οι δεύτεροι, με μια ασυνείδητα(;) αναχρονιστική διάθεση, επιμένουν να περιορίζουν τη μελέτη τους σε τυπολογικές κατατάξεις και στιλιστικές συγκρίσεις, σε βάρος της προσπάθειας για ουσιαστική ανίχνευση των ανθρώπινων αναγκών, επιλογών και ιδεών που τα αρχαία αντικείμενα ενσωματώνουν. Και, φυσικά, ένας παρόμοιος ερευνητικός προσανατολισμός δεν αφορά μόνο το «δύσκολο» νεολιθικό υλικό, αλλά, πολύ περισσότερο, τα καλύτερα διατηρημένα και σαφέστερα αναγνώσιμα υλικά κατάλοιπα των μεταγενέστερων ιστορικών περιόδων. Γι’ αυτό, άλλωστε, στη δική τους υποθετική λίστα με τα δέκα επιλεγόμενα ευρήματα, εδώ και δεκαετίες, σταθερά, συνωθούνται χρυσές ασπίδες, λάρνακες, βόστρυχοι, περίτεχνες λαβές και λεπτές πινελιές, που δεν αφήνουν πολύ χώρο για κατσαρόλες, αλέτρια, ακτέριστους σκελετούς ή βιαστικά σκίτσα ερωτικών περιπτύξεων. Οπωσδήποτε, όμως, στην αρχή του 21ου αιώνα αναγνωρίζουμε τα σημάδια της εξέλιξης της αρχαιολογικής θεω-

Βλ. ενδεικτικά Carver (1996) και Hodder (1999: 15-7). Για το ρόλο της αρχαιότητας στη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και τις επιπτώσεις στην αρχαιολογική προσέγγιση του παρελθόντος έχουν γραφτεί πολλά στο πλαίσιο ενός διεθνούς προβληματισμού για τη σχέση αρχαιολογίας και εθνικισμού. Ειδικά για την ελληνική περίπτωση θα μπορούσα ενδεικτικά να αναφέρω τα κείμενα των Fotiadis (1995), Hamilakis (2007), Hamilakis & Yalouri (1996), Kotsakis (2003) και Plantzos (2008).


112

ρίας και, στο πλαίσιο μιας διαμορφωμένης «ερευνητικής παράδοσης» (Hodder 1999: 15) βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σύνολο αρχαιολογικών «ευρημάτων» που συμπεριλαμβάνει και τα πιο «ταπεινά» και λιγότερο «ωραία» αντικείμενα, που μια παραδοσιακή αρχαιολογική «αισθητική» θα απέκλειε. Ο κατάλογος των «ευρημάτων» των φοιτητών του Διδασκαλείου, σε μικρότερο ποσοστό, περιλαμβάνει απανθρακωμένους σπόρους, κάρβουνα και γυρεόκοκκους. Εδώ αναγνωρίζουμε, επιπλέον, και τα αποτελέσματα της εξέλιξης της αρχαιολογικής τεχνικής που επέτρεψε να συμπεριληφθούν στο σώμα των «ευρημάτων» μικροσκοπικά και άμορφα –εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον- υλικά κατάλοιπα, τα οποία, πριν από μερικές δεκαετίες, είτε δεν θα ήταν δυνατό να συλλεχθούν είτε, αν συλλέγονταν, δε θα ήξερε κανείς τι να τα κάνει. Θα μπορούσαμε, συμπερασματικά να πούμε ότι με την εξέλιξη της επιστημονικής θεωρίας και τεχνικής, και παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις, εμμονές και αναχρονιστικές προσεγγίσεις, το πλαίσιο των ευρημάτων συνεχώς διευρύνεται και το αρχαιολογικό απόθεμα συνολικά αυξάνεται5, καθώς ολοένα και περισσότερα κατάλοιπα του παρελθόντος, που κάποτε θεωρούνταν «σκουπίδια», αρχίζουν να αποκτούν σημασία6. Μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση που μπορεί να κάνει κανείς, παρατηρώντας τον κατάλογο ευρημάτων που συγκρότησαν οι φοιτητές του Ανασκαφικού Διδασκαλείου, είναι ότι, με μία μόνο εξαίρεση, συ5

6

7

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ μπεριλαμβάνει αποκλειστικά μεμονωμένα αντικείμενα ή ομάδες ομοειδών αντικειμένων (χωρίς κανένα σχόλιο για τη λογική συγκρότησης των ομάδων αυτών ή το πλήθος των αντικειμένων που περιλαμβάνουν: π.χ. λίθινα εργαλεία). Αυτό αποτελεί μια, απ’ ό,τι φαίνεται, σχεδόν αυτόματη επιλογή, απόλυτα δικαιολογημένη, από τη στιγμή που αυτό που κάνουν οι αρχαιολόγοι είναι να μελετούν τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Και είναι φυσικό και αναμενόμενο, μέσα από αυτή την αναγκαστική σωματική και πνευματική προσέγγιση –που συχνά γίνεται και συναισθηματική– να δημιουργούν μια στενή σχέση με τα αρχαία υλικά πράγματα, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι του παρελθόντος, του παρόντος και, υποθέτω, και του μέλλοντος, συσχετίζουν τη σκέψη και την πράξη τους με τα δεκάδες υλικά πράγματα της καθημερινότητάς τους7. Μέσα από τη σχέση που αναπτύσσουν οι αρχαιολόγοι με τα πράγματα, συγκροτούν απόψεις και προσπαθούν, χωρίς βέβαια ποτέ να το καταφέρνουν, να μπουν στο μυαλό των ανθρώπων του παρελθόντος, κάτι το οποίο φαίνεται ακόμη δυσκολότερο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ούτε και τα μέλη μιας προϊστορικής, για παράδειγμα, κοινότητας είχαν όλα μια ενιαία και πανομοιότυπη αντίληψη για τα πράγματα. Στην περίπτωση, επομένως, της δικής μου «δημοσκόπησης» οι φοιτητές αυτόματα μετέτρεψαν το αίτημα «να επιλέξετε δέκα ευρήματα» στο «να επιλέξετε δέκα αρχαία αντικείμενα». Και αυτή την αυτόματη μετατροπή δεν τη θεωρώ ούτε αυτονόητη ούτε,

Η συνειδητοποίηση αυτή έχει ενδιαφέρον αν αντιπαρατεθεί στην επικρατούσα αγωνία για την «προστασία» των αρχαιολογικών καταλοίπων που από τη δεκαετία του 1950, τουλάχιστον, και μετά αποτελεί το βασικό πλαίσιο ανάπτυξης της αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα (με την εξαίρεση των συστηματικών ανασκαφών). Έτσι κι αλλιώς, η έννοια των «σκουπιδιών» είναι πολιτισμικά προσδιοριζόμενη και αυτό ισχύει τόσο για τις κοινωνίες της αρχαιότητας που μελετώνται σήμερα από τους αρχαιολόγους, όσο και για τους σύγχρονους μελετητές του παρελθόντος. Βλ. ενδεικτικά Shanks, Platt & Rathje (2004). Για τη σχέση των αρχαιολόγων με τα αρχαιολογικά αντικείμενα ενδεικτικό είναι το σχόλιο του Thomas (2001). Για τη σχέση των ανθρώπων με τα πράγματα, βλ. επίσης τη γλαφυρή περιγραφή του Schiffer (1999) που υποστηρίζει ότι αυτό που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα είναι ότι μόνο αυτοί συνδέουν κάθε στιγμή της ζωής τους με τόσα πολλά αντικείμενα.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ τελείως, δικαιολογημένη. Κουβαλάει, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, έντονες τις μνήμες μιας αρχαιολογίας παρωχημένης –ίσως, όμως, όχι εντελώς ξεπερασμένης στην πράξη– η οποία αν και θεωρούσε τα αρχαία αντικείμενα τεκμήρια των κοινωνιών του παρελθόντος, κατά την διαδικασία της συστηματικής τους μελέτης τα απομόνωνε από το κοινωνικό και ιστορικό τους πλαίσιο αναφοράς και τα αξιολογούσε ως υλικά σώματα αυτά καθαυτά, δίνοντας σαφή προτεραιότητα στα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά και τις αισθητικές τους αρετές. Μπορεί η επιστημονική έκρηξη της Νέας Αρχαιολογίας, τη δεκαετία του 1960, με το προσανατολισμένο στην ανθρωπολογία επιστημονικό της παράδειγμα, να δημιούργησε ρήγματα στην απομόνωση του ευρήματος από το κοινωνικό του πλαίσιο, στην πράξη, όμως, δεν άλλαξε τον αντικειμενοστραφή προσανατολισμό της αρχαιολογικής έρευνας. Αρκετοί αρχαιολόγοι, είτε συμφωνούν με την προσέγγιση του Binford (1987) είτε όχι, φαίνεται ότι, ακόμη και σήμερα, ακολουθούν τη ρητή του διατύπωση ότι «τα (αρχαιολογικά) δεδομένα είναι οι αναπαραστάσεις γεγονότων μέσω μιας σχετικά μόνιμης και συμβατικής μεθόδου τεκμηρίωσης». Με αυτή την έννοια χειρίζονται το αρχαιολογικό αντικείμενο ως τεκμήριο πραγματικοτήτων στις οποίες «συμμετείχε» κατά την αρχαιότητα, αλλά με τρόπο σήμερα όχι άμεσα αντιληπτό. Θεωρούν ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του συσσωρεύει πάνω στο υλικό του σώμα τα ίχνη του χρόνου και των γεγονότων και, μέσω της υλικής του υπόστασης, μεταφέρει στο μέλλον τις διατηρημένες αξίες του παρελθόντος. Και πιστεύουν –ή τουλάχιστον ελπίζουν– ότι αν το μελετήσουν συστημα8

9

113

τικά θα αποκαλύψουν, σε κάποιο βαθμό, τα πολλά επίπεδα του αντικειμένου, τα οποία κυμαίνονται από το αντιληπτικό έως το λειτουργικό και το δομικό. Δεν ξέρω αν οι αρχαιολόγοι έχουν κατανοήσει τι «θέλουν τα αντικείμενα» –για να δανειστώ την έκφραση του Gosden (2005)– και τι ακριβώς θέλουν εκείνοι από αυτά˙ μπορεί κάθε αρχαιολόγος να έχει διαφορετική αντίληψη για το τι κατορθώνει να «εκμαιεύσει» από το σώμα των αρχαιολογικών αντικειμένων8˙ στο σύνολό τους, όμως, οι αρχαιολόγοι σε αυτό το σώμα βασίζονται, για να υποστηρίξουν τις διαφορετικές και ενίοτε αλληλοαντικρουόμενες ερμηνείες τους. Όπως άλλωστε χαρακτηριστικά δηλώνει η M. Conkey (1999: 133) «Όλοι συμφωνούν: ο υλικός πολιτισμός είναι και ήταν από την αρχή η καρδιά της αρχαιολογίας. Η αρχαιολογία ανέκαθεν οριζόταν ως καθοριζόταν από και συχνά αντιμετωπίστηκε υποτιμητικά εξαιτίας της θεμελίωσής της –μερικές φορές σε βαθμό εμπειριστικής τυραννίας– στα υλικά πράγματα». Με την υποχώρηση της διαδικαστικής προσέγγισης το θέμα της καθοριστικής σχέσης της αρχαιολογικής επεξεργασίας με τα αντικείμενα επανέρχεται στην επικαιρότητα, με την αναγνώριση των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στον υλικό πολιτισμό και την κοινωνία9. Κεντρικό στοιχείο της σύγχρονης θεώρησης, παρά τις επιμέρους διαφορετικές αποκλίσεις, είναι η συνειδητοποίηση ότι το αρχαιολογικό αντικείμενο αποτελεί βεβαίως τεκμήριο μιας ή περισσότερων ανθρώπινων δραστηριοτήτων του παρελθόντος, δεν αποτελεί όμως τεκμήριο μιας μονοδιάστατης και απόλυτης αλήθειας. Αντίθετα, μπορούν να αποδοθούν σε αυτό πολλαπλές σημασίες, ανάλογα με

Ενδεικτικές είναι, για παράδειγμα, οι απόψεις από τη μια πλευρά των Shanks & Tilley (1987), οι οποίοι ισχυρίζονται ότι τα αρχαιολογικά αντικείμενα «δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε άλλο παρά ένα πλέγμα αντιστάσεων απέναντι στο οποίο αναπτύσσονται οι κοινωνικά κατασκευασμένες σκέψεις μας» και από την άλλη πλευρά η άποψη του Hodder (1991), ο οποίος θεωρεί την προηγούμενη άποψη μάλλον σχετικιστική και αντιπροτείνει ότι «τα αρχαιολογικά αντικείμενα είναι αυτά που πυροδοτούν τις σκέψεις μας». Από έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό κειμένων σχετικά με τις προτεινόμενες μεθοδολογίες προσέγγισης και ερμηνείας του υλικού πολιτισμού, θα μπορούσε κανείς να αναφέρει τα κείμενα των Hodder (1995), Thomas (2000) και Schiffer (1982) αλλά και τα πιο πρόσφατα του Knappett.


114

το πρίσμα και τη μέθοδο της προσέγγισης, χωρίς αυτό, από την άλλη πλευρά, να σημαίνει ότι είναι δυνατό σε ένα σώμα αρχαιολογικών δεδομένων να αποδώσουμε άπειρες ερμηνείες. Στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος είναι δυνατό να αναζητηθούν πληροφορίες οι οποίες προχωρούν πολύ πιο πέρα από τη χρονολόγηση ενός στρώματος, μιας κατασκευής ή μιας θέσης, χωρίς βέβαια όλα αυτά τα «επιπλέον» στοιχεία να αντιστοιχούν απαραίτητα σε συνειδητές επεξεργασίες των ανθρώπων της αρχαιότητας. Δεν χρειάζεται, πιστεύω, ένας αρχαιολόγος να ορκιστεί πάνω στη Βίβλο της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας (δε νομίζω, άλλωστε, να υπάρχει) για να συμφωνήσει ότι η «μελέτη των υλικών καταλοίπων» είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από ουδέτερες περιγραφές μεμονωμένων αντικειμένων και ότι το αναζητούμενο αρχαιολογικό συμπέρασμα είναι κάτι πολύ πιο πολυεπίπεδο και επισφαλές από μια τυπολογική κατάταξη. Εξάλλου, ακόμη και μέσα από τις πιο απλές αρχαιολογικές διατυπώσεις αναδύονται πλέγματα συλλογισμών, συσχετισμών καθώς και ρητών ή λανθανουσών ερμηνειών. Αν δεν συνέβαινε αυτό, γιατί να αποφασίσει ένας αρχαιολόγος να ονομάσει, για παράδειγμα, ένα ελλειψοειδές σκεύος «βαρκόσχημο»;10 Μια εκ πρώτης όψεως αθώα ονοματοθεσία, που μάλλον δε θα προέκυπτε κατά τη μελέτη των καταλοίπων ενός ορεινού οικισμού, αποδίδει συγκεκριμένο νόημα σε ένα σκεύος που διαφοροποιείται από όλα τα υπόλοιπα μόνο στο σχήμα. Όταν, επομένως, δύο τρεις από τους φοιτητές της «δημοσκόπησής» μου, στον κατάλογό τους έγραψαν «ένα βαρκόσχημο αγγείο», πίστευαν ότι αυτό, αντίθετα με όλα τα υπόλοιπα δήλωνε ότι οι κάτοικοι του προϊστορικού Δισπηλιού όχι μόνο χρησιμοποιούσαν πήλινα σκεύη,

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ αλλά ότι επιπλέον, σε ορισμένα από αυτά αποτύπωναν την άμεση παραγωγική, περιβαλλοντική, ψυχολογική ή ιδεολογική σχέση τους με τη λίμνη. Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση το «εύρημα» δεν είναι ένα ακόμη πήλινο σκεύος από καστανό πηλό, με βάρος 213 γρ., αλλά, κυρίως, η διαπίστωση (με ή χωρίς ερωτηματικό) από την πλευρά των αρχαιολόγων αυτής ακριβώς της σχέσης και της ανάγκης εμπράγματης δήλωσής της. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η μετωνυμική σχέση του αρχαιολογικού αντικειμένου με τους κατασκευαστές και χρήστες του, έτσι όπως αυτή αναγνωρίζεται –με μεγαλύτερη ή μικρότερη βεβαιότητα– από έναν συγκεκριμένο αρχαιολόγο, αποτελεί αναπόσπαστη και έκδηλη προέκταση της υλικότητάς του, που το συνοδεύει ακόμη και αν αυτό αποσπασθεί από κάθε ερευνητικό πλαίσιο νοηματοδότησης (λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψη ότι το αντικείμενο έχει ούτως ή άλλως αποσπασθεί από το αρχικό και συνεχώς αναζητούμενο πλαίσιο νοηματοδότησης). Η περιληπτική λοιπόν διατύπωση, «ένα βαρκόσχημο σκεύος», στον κατάλογο των φοιτητών, υποδηλώνει την υπερβολική εμπιστοσύνη που έχουν στην εκφραστικότητα του αντικειμένου ή μήπως τον κυρίαρχο ρόλο των αντικειμένων αυτών καθαυτών στην ανάπτυξη της αρχαιολογικής δραστηριότητας; Αυτή η προσήλωση σε ένα αντικείμενο που αποσπάται από το αρχικό πλαίσιο αναφοράς του και μεταφέρεται σε ένα άλλο, με τη μεσολάβηση ενός ατόμου ή μιας ομάδας, για να πάρει τη θέση κάποιου που είναι απόν –και στην περίπτωση των αρχαιολογικών αντικειμένων, απόν είναι το παρελθόν– χαρακτηρίζεται από ορισμένους μελετητές αρχαιολογικός φετιχισμός11 (Cruiskshank 1992; Cumberpatch 2000). Αυτή η προσήλωση που χαρακτηρί-

Η συγκεκριμένη ονομασία, αν και δεν αποτελεί «εφεύρεση» της ομάδας του Δισπηλιού, μου έκανε εντύπωση, επειδή διέφερε από τις υπόλοιπες που αναφέρονται συνήθως στη χρήση, στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του σκεύους ή σε μια, δυσνόητη για μένα και όλους τους μη αρχαιολόγους, τυπολογία δανεισμένη από την αγγειοπλαστική των ιστορικών χρόνων. Βλ. σχετικά Σωφρονίδου (2002: 212-4). 11 Ο όρος χρησιμοποιήθηκε και αναλύθηκε τόσο από τον Sigmund Freud στο πεδίο της ψυχανάλυσης, (ως η σεξουαλική διαταραχή κατά την οποία επαναλαμβάνονται έντονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, τάσεις και συμπε10


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ ζει ορισμένες φορές την αρχαιολογική δραστηριότητα, αλλά και η έμφαση στην αισθητική αξία και την επακόλουθη ευχαρίστηση που προκαλούν τα αντικείμενα της αρχαίας τέχνης μετατρέπει το αρχαίο πράγμα σε ένα φετιχοποιημένο και ξεκομμένο από τα συγκείμενα αντικείμενο.

Εν πάση περιπτώσει, τα αρχαία πράγματα, είτε επειδή έχουν την ικανότητα να προκαλούν το ενδιαφέρον και τα συναισθήματα των μελετητών τους είτε επειδή συνιστούν συγκροτημένα υλικά σώματα που εύκολα μπορεί κανείς να περιεργαστεί, να περιγράψει και, ενδεχομένως να συσχετίσει με κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα, είναι λογικό να είναι τα πρώτα που θα σκεφτεί κανείς να συμπεριλάβει σε έναν κατάλογο ευρημάτων. Η ανησυχία μου άρχισε όταν διαπίστωσα ότι οι φοιτητές του Διδασκαλείου δεν σκέφτηκαν να συμπεριλάβουν τίποτε άλλο. Ότι, για παράδειγμα δεν τους απασχόλησαν οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα μεμονωμένα αντικείμενα. Οι σχέσεις που με διαφορετικές, κατά περίπτωση, αφετηρίες και στόχους απασχόλησαν την αρχαιολογική έρευνα από τα πρώτα της βήματα: είτε αναζητά κανείς τα στιλιστικά στάδια της καλλιτεχνικής έκφρασης, είτε επιδιώκει να συστηματοποιήσει την τεχνολογική εξέλιξη, είτε προσπαθεί να συγκροτήσει σε πολιτισμικό σύνολο τα υλικά χαρακτηριστικά μιας ανθρώπινης ομάδας, είτε ζητά να εικονογραφήσει τη διαδοχή πολιτισμικών φάσεων, είτε επιχειρεί να αναγνωρίσει τα δομικά στοιχεία ενός συστήματος, είτε αγωνίζεται να διαβάσει τις ανθρώπινες πράξεις μέσα από τις «λέξεις» της υλικής τους αποτύπωσης. Θέλω, με άλλα λόγια, να πω ότι ανεξάρτητα από την εποχή, τη θεω-

115

ρητική προσέγγιση και το υπό μελέτη σύνολο, όλα τα αρχαιολογικά «ευρήματα» που ως «καλύτερα» ή ως «χαρακτηριστικότερα» εικονογραφούν τις χιλιάδες σελίδες των αρχαιολογικών βιβλίων, στάθηκε δυνατό να ξεχωρίσουν ακριβώς γιατί υπήρξαν εκατοντάδες άλλα που τα πλαισίωσαν και συσχετίσθηκαν με ποικίλους τρόπους μαζί τους. Εξετάζοντας κανείς, για παράδειγμα, τα υλικά κατάλοιπα ενός νεολιθικού οικισμού θα έκανε άλλες σκέψεις αν «εύρισκε» ένα αποθηκευτικό σκεύος στην επιφάνεια του οποίου αποτυπωνόταν με πλαστικά στοιχεία τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπινου προσώπου και άλλες αν διαπίστωνε ότι η αποτύπωση ανθρώπινων χαρακτηριστικών πάνω στην κεραμική αποτελούσε μια συνηθισμένη πρακτική για τους κατοίκους του. Από την άλλη πλευρά, ένα κομμάτι πεύκου με ηλικία 7.500 χρόνων είναι ένα αρχαίο ξύλο˙ χαρακτηρίζεται «πάσσαλος» και μετατρέπεται σε «αρχαιολογικό εύρημα», όταν το συσχετίσουμε με άλλα δεκάδες συνομήλικα ξύλα που όρθια συνωθούνται δίπλα του σε μια έκταση 600 τμ12. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, γιατί οι περισσότεροι φοιτητές έγραψαν στον κατάλογό τους «ένας πάσσαλος», αφού αυτό που «βρήκαν» όλοι τους καθώς αντίκρισαν τον ανασκαφικό χώρο ήταν ένα απειλητικό δάσος εκατοντάδων πασσάλων. Το ίδιο δάσος που οι μεγαλύτεροί τους αρχαιολόγοι ονομάζουν «χωριό» και εδώ και χρόνια πιστεύουν ότι έχουν «βρει» τα στοιχεία της οργάνωσής του, που κι αυτή με τη σειρά της δε θα γινόταν αντιληπτή αν οι αρχαιολόγοι δεν περνούσαν πληκτικές μέρες σκάβοντας σε τομές όπου δεν «έβρισκαν» τίποτε. Αναρωτήθηκα, επίσης, αν οι φοιτητές αντιλήφθηκαν ότι γράφοντας «λίθι-

ριφορές με τη συμμετοχή άψυχων αντικειμένων, τα οποία θεωρούνται προεκτάσεις ενός ατόμου), όσο και από τον K. Marx στο πεδίο της κοινωνικής ανάλυσης (για να αποδώσει τον τρόπο με τον οποίο η επικυριαρχία των ανταλλακτικών σχέσεων στην καπιταλιστική κοινωνία καταστρέφει στους ανθρώπους την αίσθηση του κόσμου ως προϊόντος της δικής τους εργασίας. Από τη στιγμή που όλες οι διαστάσεις της ανθρώπινης παραγωγικότητας, τόσο η αγορά αγαθών όσο και η πώληση της ανθρώπινης εργασίας, περνούν μέσα από την ανταλλαγή, ο υλικός κόσμος φτάνει να γίνεται αντιληπτός ως κάτι ανεξάρτητο από την ανθρώπινη εργασία –ως ένα σύνολο σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα, μάλλον, παρά στους ανθρώπους). 12 Βλ. σχετικά Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης (2002).


116

νο εργαλείο» δήλωναν πως εκτός από ένα επεξεργασμένο κομμάτι από σερπεντινίτη, «βρήκαν» και ένα ξύλινο στειλιάρι, αφού μόνο μαζί αυτά τα δύο, το χειροπιαστό και το απόν συνθέτουν έναν πέλεκυ. Θέλω να πω, τελικά, ότι δε με εξέπληξαν οι απαντήσεις των φοιτητών του Διδασκαλείου, όπως δεν με εξέπληξαν οι ανάλογες «φτασμένων» αρχαιολόγων. Απλώς διαφωνώ ριζικά μαζί τους. Παρακολουθώντας την ανασκαφική αγωνία, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες των ημερολογίων, παρακολουθώντας θυελλώδεις συζητήσεις, διαβάζοντας άρθρα και δημοσιεύσεις, είναι εμφανές ότι τα «ευρήματά» τους δεν είναι μόνο τα αντικείμενα. Ακόμη όμως και αν θέλει να περιοριστεί κανείς στην ασφάλεια των συγκεκριμένων, απτών και σαφών αρχαιολογικών αντικειμένων, θεωρώντας ότι αυτά, ως «διατυπώσεις»13 του παρελθόντος, ενσωματώνουν με κάποιον τρόπο πολλά περισσότερα από τα προφανή στοιχεία της υλικότητάς τους14, δεν είναι δυνατόν να παραβλέψει ότι τα αρχαία τεχνουργήματα δεν αποτέλεσαν ένα «μονόλογο» του δημιουργού τους˙ μάλλον σχηματίστηκαν και συγκροτήθηκαν «διαλογικά» με την ενεργό κατανόηση και συμμετοχή των υπόλοιπων μελών της αρχαίας κοινότητας (Joyce & Preucel 2002: 68-99). Με την πάροδο των χρόνων (ή και των χιλιετιών) τα υλικά κατάλοιπα γίνονται οχήματα της κοινωνικής μνήμης και, από ένα σημείο και μετά, το νόημά τους αποσυνδέ13

14

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ εται, σε ένα βαθμό, από τις αρχικές ανάγκες και χρήσεις˙ δεν παραμένει σταθερό μέσα στο χρόνο, αλλά βρίσκεται σε μια συνεχή κατάσταση συγκρότησης, στο πλαίσιο ενός εξωτερικού διαλόγου (α) με ό,τι συνέβη σε προηγούμενες χρονικές στιγμές (δηλαδή τις συνθήκες παραγωγής, τις συνειδητές επιδιώξεις και τα μη επιδιωκόμενα νοήματα του κατασκευαστή), (β) με τις συνθήκες ζωής των σύγχρονων ανθρώπων που ασχολούνται με αυτά και (γ) με το ενδεχόμενο μέλλον δηλαδή με τις εν δυνάμει χρήσεις και σκοπούς που σχετίζονται με τις μελλοντικές συνθήκες και τα μελλοντικά ακροατήρια. Επομένως, η σημασία των καταλοίπων του παρελθόντος αποτελεί, συνεχώς, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, τα νοήματά τους διαφυλάσσονται ή χειραγωγούνται, διατηρούνται ή αμφισβητούνται (Joyce & Preucel 2002). Από τη στιγμή που το ζήτημα που με απασχολεί στο κείμενο αυτό δεν είναι το τι ακριβώς είναι για τους αρχαιολόγους το «εύρημα», αλλά το ποιο «εύρημα» μιας ανασκαφής θα πάρει το δρόμο του μουσείου, μπορώ να κάνω ένα βήμα πιο πίσω. Να αφήσω προς στιγμήν κατά μέρος τις εξελισσόμενες, συχνά αντιτιθέμενες, θεωρητικές προσεγγίσεις των αρχαιολόγων και να πω, για μια ακόμη φορά πως, ό,τι και αν αυτοί υποστηρίζουν, το «εύρημά» τους δεν είναι και δεν ήταν ποτέ ένας κατάλογος αντικειμένων. Είναι οι σχέσεις των αντικειμένων μεταξύ

Στην προσπάθεια προσέγγισης και ερμηνείας του υλικού πολιτισμού αξιοποιήθηκαν από πολλούς μελετητές μοντέλα «δανεισμένα» από άλλα πεδία των ανθρωπιστικών επιστημών, όπως εκείνο της κειμενικής και λογοτεχνικής ανάλυσης. Με βάση αυτές τις προσεγγίσεις είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο υλικός πολιτισμός είναι ανάλογος με τα «κείμενα» του R. Barthes ή τις «διατυπώσεις» του M. Bakhtin. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ένας «εύκολος» και κοινά αποδεκτός ορισμός για την υλικότητα, αφού δύο, τουλάχιστον, αιώνες συζήτησης για το θέμα έχουν καταστήσει τον απλό ορισμό του λεξικού «η κατάσταση του να είναι κάτι υλικό» χωρίς ουσιαστική χρησιμότητα. Ουσιαστικά αποτελεί έναν νεολογισμό που προέκυψε ως ανάγκη στον 20ο αιώνα, όταν οι δυισμοί ύλη/πνεύμα –στο γενικό φιλοσοφικό πεδίο–, ή ύλη/περιεχόμενο –στο χώρο της τέχνης– έπαψαν να είναι πειστικοί. Διευρύνθηκε, για πολλούς υπερβολικά, από τον Heidegger, ώστε να συμπεριλάβει όχι μόνο την ύλη και τις φυσικές ιδιότητες των πραγμάτων, αλλά και ένα φάσμα αφηρημένων νοημάτων. Γεγονός, πάντως, είναι ότι οπαδοί και πολέμιοι της σκέψης του Heidegger φαίνεται ότι χρειάζονται σε ένα βαθμό τον όρο για να αποδώσουν αυτό που χαρακτηρίζει ένα υλικό σώμα και μάλλον δεν είναι προφανές. Στο κείμενο αυτό θα χρησιμοποιήσω τη λέξη με το περιεχόμενο που της δίνει η Dudley (2010: 7): «δηλώνει τη μορφή και τα υλικά από τα οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, μαζί με τις τεχνικές από τις οποίες έχει κατασκευασθεί ή μορφοποιηθεί, κάθε προσθήκη που μπορεί να έγινε σε αυτό, καθώς και όλα τα σημάδια του χρόνου και, ιδιαίτερα, της αλληλεπίδρασης με τον άνθρωπο».


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ τους, οι ενότητες και τα όρια του χώρου, το πλήθος και η έλλειψη, η παρουσία και η απουσία. Όλα όσα άγγιξε με κάποιο τρόπο ο άνθρωπος του παρελθόντος και τα διαμόρφωσε. Ή, για να το διατυπώσω καλύτερα, όλα εκείνα που αντικρίζουν οι αρχαιολόγοι μέσα στα όρια του ανασκαφικού τοπίου, πιστεύουν ότι δεν είναι τυχαία ή συμπτωματικά, και αναζητούν τις ανάγκες που επέβαλαν, τις προσθέσεις που προκάλεσαν και τις συνθήκες που επέτρεψαν τη διαμόρφωσή τους από τους ανθρώπους του παρελθόντος. Και θα προσέθετα και όλα εκείνα που δεν διαμόρφωσε ο άνθρωπος, αλλά ήταν εκεί παρόντα, και οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι με κάποιον τρόπο τον διαμόρφωσαν, αφού τα αναγνωρίζουν πίσω από τις επιλογές και τις πράξεις του˙ το άγριο ζώο πίσω από μια βραχογραφία, τη λίμνη πίσω από το ψάρεμα, το λουλούδι πίσω από ένα σχηματοποιημένο διακοσμητικό μοτίβο, το αττικό φως πίσω από την αρχιτεκτονική του Παρθενώνα. Είναι, επίσης, η ανασκαφική μέθοδος, επειδή αυτή δημιουργεί ένα συγκεκριμένο ανασκαφικό τοπίο, μέσα στο οποίο θα διαμορφωθούν όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις15. Είναι η ερευνητική στρατηγική επειδή αυτή θα επιτρέψει ή/και θα προκαλέσει όλες τις παραπάνω προτάσεις. Είναι, τέλος, οι πολλαπλές, αλληλοαντικρουόμενες, επαληθευόμενες ή ανατρεπόμενες, πειστικές ή ακραίες, καλά τεκμηριωμένες ή επισφαλείς ερμηνείες των συγκεκριμένων υποκειμένων της αρχαιολογικής έρευνας. Τείνω, μάλιστα, να πιστέψω, ότι τα αρχαιολογικά «ευρήματα», στην προοπτική τουλάχιστον της μουσειακής τους αξιοποίησης, δεν είναι καθόλου τα αρχαιολογικά αντικείμενα, αλλά μόνο οι αρχαιολογικές ερμηνείες που αυτά εικονογραφούν και υποστηρίζουν(;). Με αυτό δεν αμφισβητώ την αντικειμενική παρουσία των υλικών κα15

117

ταλοίπων των κοινωνιών του παρελθόντος. Απλώς υποστηρίζω ότι τα αρχαία πράγματα βρίσκονται εκεί: άλλα ακόμη στο χώμα, άλλα πεταμένα στα μπάζα της ανασκαφής και άλλα στις αρχαιολογικές αποθήκες˙ τα αρχαιολογικά «ευρήματα», όμως, που παίρνουν το δρόμο του μουσείου, αποτελούν σύγχρονες δικές μας κατασκευές.

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Είτε συμφωνήσει κανείς είτε όχι με την προσέγγιση που προηγήθηκε είναι γεγονός ότι κανένα σύνολο αρχαιολογικών ευρημάτων –είτε αυτό προκύψει από μια ανασκαφική έρευνα ή από κάποια άλλου είδους συλλεκτική διαδικασία– δεν είναι δυνατό να χωρέσει, χωρίς εξαίρεση, σε μια μουσειακή έκθεση. Αυτό οφείλεται καταρχήν στον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό αρχαιολογικών αντικειμένων που συνήθως συγκεντρώνεται προκειμένου να θεωρηθεί σκόπιμη η δημιουργία ενός μουσείου. Επιπλέον, οφείλεται στο γεγονός ότι κάποια από τα ευρήματα αυτά είναι λόγω της φύσης τους εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι τελείως αδύνατο να εκτεθούν για τεχνικούς λόγους. Και, τέλος, οφείλεται στο γεγονός ότι όλα τα υπόλοιπα, άυλα ευρήματα –ίχνη, παρατηρήσεις, εντυπώσεις, συμπεράσματα και ερμηνείες– είναι δυσανάλογα πολυάριθμα για την επικοινωνιακή έκταση και το πληροφοριακό βάθος ενός συνηθισμένου μουσείου. Είναι απαραίτητη, επομένως, μια διαδικασία επιλογής των ευρημάτων στα οποία αποδίδεται μια κάποια «εκθεματική αξία» σύμφωνα με τον όρο του Shanks (Pearson & Shanks 2001: 33). Ως συνέπεια των όσων υποστηρίχθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, θα πρέπει εδώ να επισημάνω ότι η διαδικασία της επιλογής δεν αφορά μόνο τα απτά αρχαιολογικά αντικείμενα αλλά και όλες τις άυλες επεξερ-

Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό, από τους αρχαιολόγους, ότι η ανασκαφική διαδικασία, δεν αποτελεί μια τεχνική, αλλά είτε την αντιλαμβάνεται κανείς ως καταστροφή είτε ως δημιουργία, σίγουρα συνιστά το σημείο έναρξης της αρχαιολογικής ερμηνευτικής διαδικασίας (Carver 1989; Hodder 1997, 1999), το σημείο όπου αρχίζει η σύνθεση της αρχαιολογικής αφήγησης (Joyce & Preucel 2002).


118

γασίες, παρατηρήσεις, σκέψεις και ερμηνείες που άμεσα ή έμμεσα τα συνοδεύουν. Στις επόμενες παραγράφους, όμως, ο σχολιασμός θα στραφεί κυρίως στον χειρισμό των υλικών αντικειμένων, επειδή το συντριπτικό κομμάτι της μουσειολογικής συζήτησης –είτε αυτή γίνεται από τους ειδικευμένους μουσειολόγους ή από όλους όσοι εμπλέκονται στα των μουσείων– έχει ως βάση την παραδοχή ότι τα μουσεία ταυτίζονται με τα αντικείμενα. Θα πρέπει, βέβαια, να υπογραμμίσω ότι η αντίληψη αυτή, κατά τη γνώμη μου, εκτός του ότι δημιουργεί σαφείς μεθοδολογικούς περιορισμούς σε μια καινοτόμα ή εναλλακτική «μουσειοποιία» (ποια είναι για παράδειγμα τα υλικά αντικείμενα που είναι απαραίτητα σε ένα μουσείο μουσικής ή ποίησης;) δημιουργεί, επιπλέον, θεμελιακά αδιέξοδα στον μουσειακό χειρισμό των αρχαιολογικών ευρημάτων. Η διαδικασία της επιλογής των κατάλληλων για το μουσείο αντικειμένων, λοιπόν, αποδεικνύεται, συνήθως, ιδιαίτερα δύσκολη. Όσο το ενδιαφέρον για την έκθεση των αρχαιολογικών αντικειμένων παύει να περιορίζεται στην απλή τοποθέτηση του συνόλου των αρχαιολογικών αντικειμένων σε μια προθήκη (αν υποθέσουμε ότι κάτι παρόμοιο είναι τεχνικά εφικτό), κάτω από την επιρροή μιας αφηρημένης εθνικής αποστολής την οποία καθορίζει η κρατική πολιτική, και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται (στο βαθμό που επικεντρώνεται) σε ζητήματα όπως: η επιλογή των εκθέσιμων αντικειμένων από ένα μεγάλο πλήθος αρχαιολογικών αντικειμένων, η σκοπιμότητα της οργάνωσης της έκθεσης, ο ανταγωνισμός μεταξύ εκθέσεων με ανάλογο θέμα και η εκτίμηση του ενδιαφέροντος του κοινού, τίθεται πιο έντονα το ζήτημα της αξιολόγησης του αρχαιολογικού αποθέματος από τους ίδιους τους αρχαιολόγους. Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορα συστήματα κριτηρίων για την αξιολόγηση αυτή. Ενδεικτικά θα μπορούσα 16

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ να αναφέρω το σύστημα που προτείνει ο Lipe (1984), βάση του οποίου αποτελούν η πληροφοριακή αξία –αυτή που προκύπτει από τη μελέτη–, η οικονομική αξία –της αγοράς16–, η αισθητική αξία –το πόσο μπορεί να ελκύσει τους σημερινούς θεατές– και η αξία της συσχέτισης ή αλλιώς συμβολική –την οικειότητα και το συναισθηματισμό που προκαλεί το αντικείμενο, τους συνειρμούς κτλ. Ο Darvill (1995: 43-7), με τη σειρά του, προτείνει ένα ανάλογο σύστημα διακρίνοντας, επιπλέον, την αξία χρήσης –αν δίνει πληροφορίες στους αρχαιολόγους ή στους άλλους επιστήμονες, αν μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης σε σύγχρονους καλλιτέχνες, να συμβάλλει στην εκπαίδευση, να ενισχύσει τον τουρισμό και την αναψυχή κτλ.–, την «εν δυνάμει» αξία, αυτήν δηλαδή την οποία θα προσδώσουν οι μελλοντικές γενιές στο αντικείμενο, και την «αξία της ύπαρξης», δηλαδή την ικανοποίηση που προκαλεί ένα αντικείμενο μόνο και μόνο επειδή υπάρχει, ασχέτως αν άμεσα δε φαίνεται να μπορεί να αξιοποιηθεί με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους. Ανάλογα συστήματα κριτηρίων προτάθηκαν κατά καιρούς και στο πλαίσιο της ευρύτερης συζήτησης για τη διαχείριση της «πολιτιστικής κληρονομιάς» συχνά με πρωτοβουλία κρατικών και διεθνών οργανισμών (βλ. σχετικά Carman 2002: 148-76) Οι προτάσεις αυτές αξιολόγησης δεν έμειναν χωρίς αντίλογο, και είναι χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις του Carver (1996) ότι και τα δυο συστήματα δε θίγουν το πώς η κάθε μια από αυτές τις αξίες μπορεί να επηρεάζεται από την άλλη ή και να την ανταγωνίζεται. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι, απ’ όσο μπορώ να κρίνω από την απουσία σχετικής συζήτησης στη βιβλιογραφία αλλά και από την εμπειρία της καθημερινής δραστηριότητας των αρχαιολόγων, μάλλον, κανείς δεν πήρε ιδιαίτερα στα σοβαρά όχι τις συγκεκριμένες αυτές προτάσεις, αλλά, γενικότερα, τη σκοπιμότητα συγκρότησης

Στην Ελλάδα με βάση το νομικό πλαίσιο και τη γενικά κρατούσα αντίληψη, αυτή δεν μπορεί να υπολογιστεί για τις αρχαιότητες (εκτός από τις περιπτώσεις αποζημίωσης για την παράδοση αρχαίων).


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ ενός ενιαίου συστήματος αξιολόγησης των αρχαιολογικών ευρημάτων. Στο χώρο των ασχολούμενων με τα μουσεία από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση ανάλογων κριτηρίων αξιολόγησης των προς έκθεση αντικειμένων, εφικτή ή όχι, θεωρήθηκε οπωσδήποτε σκόπιμη, καθώς παρόμοιες αξιολογήσεις επιβάλλονται καθημερινά από τους οικονομικούς, χωρικούς και τεχνικούς περιορισμούς των μουσειακών χώρων. Η S. Pearce, εμβληματική μορφή της αγγλοσαξονικής μουσειολογίας, με σημαντικό έργο πάνω σε θεωρητικά ζητήματα χειρισμού των αντικειμένων στο συλλεκτικό και μουσειακό πλαίσιο, υποστηρίζει ότι για να αποτελέσει ένα αντικείμενο μέρος μιας συλλογής, θα πρέπει να έχει τρία χαρακτηριστικά (Pearce 1993: 17): να έχει μια κάποια «κοινωνική ζωή», να μπορεί να διατηρηθεί μέσα στο χρόνο και να μπορεί κάποιος να το «κατέχει» και να το αξιολογήσει. Είναι νομίζω προφανές ότι κανένα από τα τρία κριτήρια δεν είναι δυνατό να αξιοποιηθεί στην περίπτωση των αρχαιολογικών ευρημάτων. Η «κοινωνική ζωή» είναι μάλλον προϋπόθεση για να χαρακτηρισθεί ένα πράγμα αρχαιολογικό εύρημα –όπως και αν ορίζεται αυτό το τελευταίο. Η σταθερότητα στο χρόνο (εκτός του ότι δηλώνει, μάλλον, για μια ακόμη φορά την πεποίθηση ότι έχουμε απαραιτήτως να κάνουμε με υλικά σώματα) αυτόματα αποκλείει και όλα τα ευαίσθητα και φθαρτά –π.χ. τα οργανικά– υλικά, τα οποία μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις διατηρούνται, ενώ είναι δυνατόν η παρουσία και τα χαρακτηριστικά τους να τεκμηριωθούν με βάση άλλα αρχαιολογικά στοιχεία. Για παράδειγμα, οι ξύλινοι πάσσαλοι σε έναν πασαλόπηκτο νεολιθικό οικισμό σπανιότατα διατηρούνται˙ όσοι όμως από αυτούς αποσυντίθενται αφήνουν τα αποτυπώματά τους στην αρχαιολογική επίχωση: αυτό το αποτύπωμα σαφώς δεν είναι κάτι το οποίο να θεωρηθεί ότι διατηρείται (στην ουσία πρόκειται για μια τρύπα), αποτελεί

119

όμως εύρημα και θα μπορούσε με συγκεκριμένες μουσειακές τεχνικές να γίνει και έκθεμα. Αντιστοίχως προβληματικό είναι και το κριτήριο της «κατοχής», το οποίο θέτει η Pearce: τα αποτυπώματα των πασσάλων –για να χρησιμοποιήσω το ίδιο παράδειγμα– δύσκολα μπορεί να θεωρηθούν ότι «ανήκουν» σε κάποιον, μπορούν όμως κάλλιστα να αξιολογηθούν. Σε μία ακόμη απόπειρα προσδιορισμού των κριτηρίων για την ένταξη ενός αντικειμένου σε μια μουσειακή έκθεση, η Pearce (1994) προτείνει ένα σύστημα αντιθετικών ζευγών: αυθεντικό μη αυθεντικό συνηθισμένο παράξενο ταυτοποιήσιμο μη ταυτοποιήσιμο τέχνη μη τέχνη επιστημονικά χωρίς πλαίσιο τεκμηριωμένο αναφοράς σημαντικό κοινότυπο προκλητικό χωρίς ενδιαφέρον ενταγμένο σε μια χωρίς παράδοση συσχετισμούς αριστούργημα τεχνούργημα

Σύμφωνα με την Pearce, το αντικείμενο τοποθετείται, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, στο «δυαδικό» αυτό αξιακό σύστημα, αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι κάποια από τα ζεύγη έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο χαρακτηρισμό του αντικειμένου ως εκθέσιμο όπως «αριστούργημα – τεχνούργημα» και «αυθεντικό – μη αυθεντικό». Ένα παρόμοιο σύστημα, όμως, μου φαίνεται μάλλον προβληματικό, από τη στιγμή που δεν εξετάζει τα κριτήρια με βάση τα οποία θα χαρακτηρισθεί ένα αντικείμενο «αριστούργημα» ή «τέχνη», «χωρίς ενδιαφέρον» ή «παράξενο». Παρόμοιοι χαρακτηρισμοί και ανάλογες αξιολογήσεις είναι σχετικά και εξαρτώνται από το θεωρητικό μοντέλο στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνται. Ένα νεολιθικό εργαλείο από πυριτόλιθο, για παράδειγμα, θα απορριπτό-


120

ταν με βάση το σύστημα κριτηρίων το οποίο προτείνει η Pearce ως μη αριστούργημα, μη τέχνη, συνηθισμένο, κοινότυπο κτλ. Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο αρχαιολογικό αντικείμενο φέρει πληροφορίες και σημασίες που κάλλιστα μπορούν να αξιοποιηθούν σε μια μουσειακή έκθεση. Και, αν θέλουμε να κάνουμε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα, ένα κακότεχνο ειδώλιο είναι τέχνη ή όχι, είναι μοναδικό ή όχι, τελικά του αξίζει μια θέση στο μουσείο ή όχι; Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα με ένα τέτοιου είδους σύστημα αξιολόγησης δεν βρίσκεται στις ενδεχόμενες αντιφάσεις ή επικαλύψεις ανάμεσα στα επιμέρους κριτήρια˙ βρίσκεται κατ’ αρχήν στον ορισμό των ίδιων των κριτηρίων, τα οποία δεν είναι δυνατό να έχουν ένα σταθερό και παγιωμένο περιεχόμενο˙ αντίθετα αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά ανάλογα με την ομάδα που το χρησιμοποιεί και τη χρονική συγκυρία. Κατά συνέπεια, πιστεύω ότι ένα γενικευμένο σύστημα κριτηρίων είτε αυτό προορίζεται για την αξιολόγηση των αρχαιολογικών ευρημάτων είτε για την επιλογή μουσειακών εκθεμάτων δεν μπορεί παρά να είναι προβληματικό. Είτε, όμως, πρόκειται για αρχαιολογικά είτε για μουσειολογικά συστήματα αξιολόγησης η απλή προσγειωμένη μουσειακή πράξη τα αγνοεί συστηματικά. Ο αρχαιολόγος (και σε αυτό το στάδιο είναι μόνος αυτός υπεύθυνος) απελευθερωμένος από πολύπλοκα θεωρητικά συστήματα αξιολόγησης στρέφεται αποκλειστικά στην επιλογή των καταλληλότερων για την έκθεση αντικειμένων. Η «καταλληλότητά» τους κρίνεται –συνειδητά ή ασυνείδητα– (α) από τη σκοπιμότητα της έκθεσης, όπως αυτή ορίζεται από τους μηχανισμούς εξουσίας που εγκρίνουν και υποστηρίζουν την έκθεση, (β) από τους επιμέρους δικούς του στόχους σε σχέση με την έκθεση, (γ) από τη δική του αντίληψη για το πώς αυτή η σκοπιμότητα και αυτοί οι στόχοι εξυπηρετούνται καλύτερα, (γ) από τις ερμηνείες που ο ίδιος προβάλλει στα αρχαιολογικά ευρήματα. Αυτό

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ έχει ως αποτέλεσμα την ad hoc συγκρότηση ενός συστήματος κριτηρίων –κάποια από τα οποία θα μπορούσαν να είναι παρόμοια με αυτά που αναφέρθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους. Αν επιχειρούσα να γενικεύσω αυτά τα κατά περίπτωση διατυπωμένα κριτήρια καταλληλότητας θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, κατά κανόνα, επιλέγονται «αυθεντικά» αντικείμενα που μπορούν να χαρακτηρισθούν «μοναδικά» ή, αντίθετα, «χαρακτηριστικά», και φυσικά τα πιο «ωραία». Στις επόμενες παραγράφους θα ήθελα να σχολιάσω σύντομα αυτά τα κριτήρια, αν και συνήθως στην πράξη θεωρούνται προφανή και αυτονόητα.

ΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ

Φαίνεται εύκολο και αντικειμενικό να θεωρήσει κανείς «μοναδικό» κάθε αρχαιολογικό εύρημα που «όμοιό του δεν έχει βρεθεί ξανά». Όμως, όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα –και όχι μόνο στο πλαίσιο αυτού μικρού κειμένου–, κανένα αρχαιολογικό αντικείμενο δεν είναι μονοδιάστατο και μονοσήμαντο. Είναι, επομένως εύλογο να αναρωτηθεί κανείς ποια από τις παραμέτρους που είναι δυνατόν να αναγνωρίσει το εξειδικευμένο μάτι του αρχαιολόγου ή ακόμη η διεισδυτική τεχνογνωσία μιας αρχαιομετρικής μεθόδου αναγάγεται σε πρωτεύουσα με αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό του ευρήματος ως «μοναδικό»; Το μέγεθος, η μορφή, η πρώτη ύλη, η επεξεργασία, η χρήση, η φθορά, η επανάχρηση, η κοινωνική σημασία, η «προσωπική» σχέση με ένα συγκεκριμένο χρήστη, τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά του δημιουργού του ή μήπως ακόμη ο τρόπος, ο τόπος και η κατάσταση εύρεσής του από τους αρχαιολόγους; Από την άλλη πλευρά, η μοναδικότητα αναζητείται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου συνόλου ευρημάτων, στο πλαίσιο ενός νοικοκυριού, στο πλαίσιο του ανασκαμμένου τμήματος μιας αρχαιολογικής θέσης, στο


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ πλαίσιο ενός οικισμού, των οικισμών μιας γεωγραφικής ενότητας ή μήπως μιας ιστορικής περιόδου; Και επιπλέον, «μοναδικό», στο πλαίσιο της αρχαιολογικής έρευνας, μήπως σημαίνει το μόνο που ξέρουμε από τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα ή, πιο σωστά, από τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία; Τελικά, αν κανείς λάβει όλες αυτές τις επισημάνσεις υπόψη του, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι κάθε αρχαιολογικό αντικείμενο είναι μοναδικό, αρκεί να αποφασίσουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάποιο από τα κριτήρια που αναφέρθηκαν, γεγονός που προϋποθέτει μια συγκροτημένη θεωρητική επεξεργασία και δε συνιστά απλώς μια αυθαίρετη υποκειμενική επιλογή. Αν, για παράδειγμα, αναγνωρίσουμε σε ένα μεγάλο αριθμό πήλινων σκευών του Δισπηλιού την αποτύπωση ανθρώπινων χαρακτηριστικών, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το γεγονός αυτό συνιστά μια μοναδικότητα της αφηγηματικής πρακτικής των νεολιθικών κατασκευαστών, αλλά μπορεί και της μεθόδου των σύγχρονων μελετητών17. Επιπλέον, σε αυτό το, ούτως ή άλλως, μοναδικό σύνολο, μας ενδιαφέρει η τυποποίηση των αφηγηματικών στοιχείων ή η μοναδικότητα της ενδεχόμενης απεικόνισης πάνω σε κάθε αγγείο συγκεκριμένων και άρα μοναδικών ατόμων της νεολιθικής κοινότητας; Νομίζω όμως ότι, συνήθως, οι μοναδικότητες στηρίζονται στα πιο επιφανειακά και, θα μπορούσα να πω, οπτικά χαρακτηριστικά του αντικειμένου. Όχι επειδή οι αρχαιολόγοι δεν είναι διατεθειμένοι να «σκάψουν» πιο βαθιά, αλλά μάλλον επειδή, εφόσον υπάρχουν, αυτά τα περισσότερο προφανή στοιχεία της μοναδικότητας λειτουργούν ως ένα φράγμα για περαιτέρω διερεύνηση. Όταν, για παράδειγμα, βρει ένας αρχαιολόγος ένα ανθρώπινο δόντι με οπή ανάρτησης18, είναι

121

λογικό να περιοριστεί σε αυτή τη μοναδικότητα και να μην προχωρήσει –διακινδυνεύοντας, ενδεχομένως, και μια καταστροφική μέθοδο ανάλυσης– να εξετάσει αν η σιαγώνα από την οποία προέρχεται ανήκε σε έναν άνθρωπο με μια εξαιρετικά σπάνια, μοναδική για τη Βαλκανική, γενετική ανωμαλία. Από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν η πορεία της αρχαιολογικής έρευνας και της αρχαιολογικής σκέψης ανατρέψει κάποιες από αυτές τις μοναδικότητες, συνήθως, τα αρχικώς χαρακτηρισμένα ως μοναδικά αντικείμενα, ιδιαίτερα όταν έχουν βολευτεί σε περίοπτη θέση μέσα σε ένα μουσειακό περιβάλλον, σπάνια αποβάλλουν αυτό τον χαρακτηρισμό και υποβιβάζονται. Δεν έχω ακούσει, για παράδειγμα, να επανεξετάζει δημόσια κανείς τη μοναδικότητα του διακοσμημένου αγγείου από το Διμήνι, που ξεχώρισε στις αρχές του 20ου αιώνα ο Χ. Τσούντας και μέχρι σήμερα εκτίθεται σε περίοπτη θέση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ακόμη και μετά από εκατό χρόνια μελέτης της τεράστιας ποσότητας νεολιθικής κεραμικής που έχει εν τω μεταξύ συλλεχθεί. Στη χειρότερη περίπτωση, το αρχικά χαρακτηρισμένο ως «μοναδικό», μετά από πολλά χρόνια συζήτησης, είναι δυνατό να βαφτιστεί «το πρώτο», οπότε και πάλι μπορεί με αξιώσεις να διεκδικήσει μια καλή θέση στη μουσειακή έκθεση. Όταν έχουμε, λοιπόν, στα χέρια μας μερικά «μοναδικά» αρχαιολογικά αντικείμενα, αν η πρόθεσή μας είναι να δημιουργήσουμε μια σύγχρονη έκθεση αξιοπερίεργων αρχαιολογικών αντικειμένων, ένα cabinet des curiosités του 21ου αιώνα, δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο. Αν θέλουμε, αντίθετα, να κάνουμε ένα βήμα πιο μπροστά, το βασικό, νομίζω, ερώτημα, ενόψει της πορείας προς το μουσείο, είναι «ε, και;». Η «μοναδικότητα» –έστω ότι την τεκμηριώσαμε– πώς καταδει-

Τις πληροφορίες για την αναγνώριση του θέματος του ανθρώπινου προσώπου στις «αφηγήσεις» που διατυπώνουν οι νεολιθικοί δισπηλιώτες πάνω στις επιφάνειες των πήλινων σκευών τους, τις οφείλω στις συζητήσεις μου με την Ε. Βούλγαρη. Το θέμα αυτό άλλωστε αποτελεί ένα από τα βασικά ζητήματα που πραγματεύεται στη διδακτορική διατριβή που εκπονεί. 18 Βλ. σχετικά Υφαντίδης (υ. εκδ.). 17


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

122

κνύεται αν δε συγκριθεί με τα κοινά και τα επαναλαμβανόμενα; Και αν καταδειχθεί τι δηλώνει; Την εξαίρεση ή τον κανόνα, το σημείο αναφοράς ή το ατύχημα, τον πειραματισμό ή την έλλειψη δεξιότητας, το κοινωνικό κύρος ή, αντίθετα, το κοινωνικό περιθώριο, την ιδιαιτερότητα της ατομικής ταυτότητας ή τη συμπυκνωμένη έκφραση της συλλογικής, τον αναχρονισμό ή την πρωτοπορία;

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Μακριά από τις δυσκολίες χειρισμού των εξαιρέσεων μοιάζει να βρίσκονται τα αρχαιολογικά αντικείμενα που συνιστούν τον κανόνα, με άλλα λόγια τα «χαρακτηριστικά». Αν τα πρώτα μας φέρνουν στο νου μουσειακές πρακτικές που εκπορεύονται από μια θησαυροθηρική αρχαιολογία των προηγούμενων αιώνων, η έμφαση στις τυπολογικές ομαδοποιήσεις φαίνεται να μπορεί καλύτερα να συσχετισθεί με μια πολιτιστικο-ιστορική προσέγγιση του αρχαιολογικού υλικού. Για κάποιον που έχει διαβάσει, τουλάχιστον, την Iστορία της Αρχαιολογικής Σκέψης του B. Trigger (1989) μια παρόμοια συσχέτιση μπορεί να μοιάζει συκοφαντική, καθώς μας χωρίζουν πολλές δεκαετίες και πολύ περισσότερες θεωρητικές προτάσεις από την εποχή που η προσέγγιση αυτή θεωρούνταν κυρίαρχη. Παρόλα αυτά, αν παρακολουθήσει κανείς για λίγη ώρα μια ομάδα που καταγράφει, για παράδειγμα, κεραμική γρήγορα θα διαπιστώσει ότι τα εκπαιδευμένα μάτια των αρχαιολόγων με επιμονή αναζητούν και με αρκετή ευκολία ξεχωρίζουν τα «χαρακτηριστικά» όστρακα. Η ίδια ομάδα φαίνεται, μάλιστα, συχνά διατεθειμένη, ιδίως όταν τα χρονικά και τα οικονομικά περιθώρια είναι στενά, να στηρίξει την εξαγωγή των συμπερασμάτων της ακριβώς πάνω σε αυτά τα «χαρακτηριστικά» θραύσματα. Δεν είμαι καθόλου σε θέση να σχολιάσω τις θεωρητικές αφετηρίες ή τη μεθοδολογική αποτελεσματικότητα μιας παρόμοιας συνεκδοχικής προσέγγισης που σε τελευταία ανάλυση, μπορεί να φτάσει να ταυτίσει

ερμηνευτικά ένα όστρακο με ένα αγγείο ή ακόμη και με ένα ολόκληρο κομμάτι της κεραμικής παραγωγής ενός οικισμού. Θα ήθελα, παρόλα αυτά, να θέσω ορισμένα ερωτήματα που μου δημιουργεί ένα ολόκληρο αγγείο από αυτά που ένας αρχαιολόγος θα επέλεγε για το μουσείο ως χαρακτηριστικό. Καταρχήν, από τη στιγμή που, όπως έχω ήδη πολλές φορές αναφέρει, ένα αρχαιολογικό αντικείμενο δε συνιστά ένα υλικό σώμα που να μπορεί μονοσήμαντα να συσχετισθεί με μία μόνο φυσική ιδιότητα, μία μόνο τεχνολογική ή ιδεολογική επιλογή, μία μόνο κοινωνική σημασία, μία μόνο χρονική στιγμή κοκ, σε ποιο από όλα τα πεδία παρατήρησης και αξιολόγησής του από τους σύγχρονους αρχαιολόγους θεωρείται «χαρακτηριστικό»; Και μήπως είναι δυνατόν μια ιδιότητά του που το κάνει «χαρακτηριστικό» στο ένα πεδίο να το κάνει, τη ίδια στιγμή, «μοναδικό» σε ένα άλλο; Ένα τετραποδικό σκεύος, για παράδειγμα, που είναι πολύ μικρό σε μέγεθος συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα και άρα θα μπορούσε να θεωρηθεί «μοναδικό», ανάμεσα στα μαγειρικά σκεύη, αν το δει κανείς μέσα στο σύνολο των μικρογραφικών αντικειμένων αποτελεί μια «χαρακτηριστική» πράξη «μίμησης», «εξοικείωσης» (Χουρμουζιάδης 2007) –ή όπως αλλιώς ερμηνεύεται η μικρογραφία από τους ειδικούς. Αντίθετα, μια τεθλασμένη γραμμή πάνω στον πηλό, καθόλα «χαρακτηριστική» όταν τη δει κανείς ως στοιχείο του λεξιλογίου της νεολιθικής διακοσμητικής πρακτικής, μπορεί να είναι εντυπωσιακά μοναδική αν διαπιστώσουμε ότι χρησιμοποιείται με έναν ιδιότυπο τρόπο για ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου διακοσμητικού θέματος πάνω στην επιφάνεια ενός αγγείου. Αν, τώρα, αφήσουμε κατά μέρος το αγγείο και επιχειρήσουμε μια ακόμη πιο μακροσκοπική θεώρηση του προς έκθεση αρχαιολογικού συνόλου, νομίζω ότι ο προσδιορισμός του «χαρακτηριστικού» χρειάζεται μεγαλύτερη σκέψη. Επειδή, πιστεύω ότι «χαρακτηριστικό» δε σημαίνει, απαραίτητα, το σταθερά επαναλαμβανόμενο, αυτό που


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ μοιάζει με όλα τα υπόλοιπα της κατηγορίας του. Όταν σε έναν οικισμό, για παράδειγμα, έχουν βρεθεί είκοσι ειδώλια που είναι όλα διαφορετικά μεταξύ τους, σημαίνει ότι κανένα δεν είναι χαρακτηριστικό για την ειδωλοπλαστική του οικισμού ή μήπως ότι το χαρακτηριστικό στην περίπτωση αυτή είναι η κατασκευή διαφορετικών ειδωλίων; Ένα γεγονός, που μπορεί να μας δυσκολεύει να διαλέξουμε τα ειδώλια που θα εκτεθούν, αλλά εφόσον θεωρηθεί συνειδητή επιλογή των νεολιθικών Δισπηλιωτών οδηγεί σε ερεθιστικά ερευνητικά ερωτήματα και σε ανάλογα προκλητικές μουσειολογικές απαιτήσεις. Σε αντιστοιχία, λοιπόν, με αυτό που υποστήριξα για τα «μοναδικά», θα μπορούσα και πάλι να ισχυριστώ ότι κάθε αρχαιολογικό αντικείμενο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «χαρακτηριστικό» στο πλαίσιο μιας αρχαιολογικής υπόθεσης, εφόσον, η προσοχή μας στρέφεται σε μία από τις πολλαπλές ιδιότητές του και εφόσον η αξιολόγησή του γίνεται μέσα ένα ορισμένο ερμηνευτικό πλαίσιο αναφοράς.

ΤΑ ΩΡΑΙΑ

Επισήμως εδώ και μερικές δεκαετίες τα αρχαιολογικά μουσεία δεν έχουν ως αποκλειστικό –ούτε καν ως δευτερεύοντα– στόχο την αποθησαύριση και την προβολή στο κοινό των αριστουργημάτων της αρχαίας τέχνης. Νομοθετικά κατοχυρωμένη, άλλωστε, είναι η υποχρέωσή τους να μεριμνούν γενικά για τις όλες υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου του παρελθόντος. Ακόμη και στις περιπτώσεις που η έκθεση των αρχαι19 20

21

123

οτήτων προκαλεί «ευφορία» ή σε κάνει να νιώθεις όπως «ο χριστιανός μετά την εξομολόγηση»19 αυτό σήμερα πια δεν αποδίδεται, επισήμως, αποκλειστικά στο αρχαίο «κάλλος». Δε νομίζω όμως ότι η λέξη «ωραίο» έχει διαγραφεί από το καθημερινό λεξιλόγιο των αρχαιολόγων. Ούτε πιστεύω ότι όταν πρέπει να επιλέξουν τα αντικείμενα που θα συμπεριληφθούν σε μια μουσειακή έκθεση, συνειδητά ή ασυνείδητα, ρητά ή άδηλα, δε διαλέγουν αυτά που θεωρούν ότι είναι τα πιο «ωραία». Δεν εννοώ ότι το αποκλειστικό κριτήριο είναι αυτό, αλλά ότι αφού επιλεγεί μια ομάδα με κάποιο άλλο κριτήριο, από το σύνολο των διαθέσιμων αντικειμένων επιλέγονται τα πιο «ωραία». Πιθανότατα με την ίδια αυτόματη φυσιολογική παρόρμηση που κάνει κάποιον να διαλέγει το ωραίο πουκάμισο από το ράφι ή τα ωραία μήλα από το καφάσι. Εξαιτίας, δηλαδή, της ανάγκης να αναζητήσει την αισθητική τέρψη, εφόσον είναι εφικτή, ακόμη και στα μη κατεξοχήν «αισθητικά αντικείμενα» της καθημερινότητάς του20. Δεν έχω φυσικά καμία πρόθεση να αναφερθώ εδώ στις διάφορες απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για το τι σημαίνει «ωραίο» ούτε να διερευνήσω το ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάνουν ένα αρχαιολογικό αντικείμενο να προκαλεί αισθητική τέρψη. Αν δεχτούμε ότι η «ομορφιά βρίσκεται στα μάτια του παρατηρητή»21, τότε είναι λογικό ο κάθε αρχαιολόγος να διαλέγει, αυτόματα και χωρίς καμιά ανάγκη ή δυνατότητα τεκμηρίωσης, με βάση το προσωπικό του γούστο. Έτσι κι αλλιώς μια παρόμοια αξιολόγηση από τη στιγμή που σχετίζεται με τη συναισθηματική διέγερση

Από τις εντυπώσεις αρχαιολόγων ύστερα από την πρώτη επίσκεψή τους στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. «Είδα μια θάλασσα από γλυπτά και φως» Μαρία Θερμού, ΤΟ ΒΗΜΑ, Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009. Από αρκετούς μελετητές σχολιάζεται αρνητικά η τάση να ταυτίζεται το ωραίο με την τέχνη με αποτέλεσμα η αισθητική των υπολοίπων πραγμάτων να αναζητάται μόνο στο επίπεδο της σύγκρισής τους με τα αντικείμενα τέχνης. Παρόλα αυτά, η αισθητική υπάρχει στην καθημερινή μας ζωή (βλ. ενδεικτικά Saito 2007). Αν και η πατρότητα της συγκεκριμένης έκφρασης είναι μάλλον απροσδιόριστη η έννοια που εκφράζει είναι πολύ παλιά και διάχυτη, στη φιλοσοφική συζήτηση, στην τέχνη αλλά και την καθημερινή ζωή. Ενδεικτικά βλ. το κείμενο του Maquet (1988: 31) που θίγει το ζήτημα κάτω από μια ανθρωπολογική σκοπιά, όπως και εκείνο του Meredith (1990) προσανατολισμένο ειδικά στην αρχαιολογία.


124

του αρχαιολόγου, θεωρείται ασύμβατη με την επιστημονική του αντικειμενικότητα και ψυχραιμία και, κατά κανόνα, εξαιρείται από τη συζήτηση (Meredith 1990). Αν, από την άλλη, πιστέψουμε ότι ανεξάρτητα από την προσωπικότητα και το πολιτισμικό περιβάλλον υπάρχουν μερικά αντικειμενικά στοιχεία που προκαλούν θετικότερες αντιδράσεις22 από άλλα, τότε δεν είναι παράλογο που –εφόσον υπάρχει εναλλακτική λύση– σπάνια επιλέγεται για το μουσείο το ασύμμετρο, το μουντό, το μορφολογικά συγκεχυμένο23. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι με ποια κριτήρια διαλέγει τα πιο «ωραία» αντικείμενα ο αρχαιολόγος, αλλά γιατί στο μουσείο πρέπει να μπούνε τα πιο «ωραία». Αν εμμένουμε στην παρωχημένη, τυπικά τουλάχιστον, αντίληψη ότι στα μουσεία εκτίθενται τα αντικείμενα της αρχαίας τέχνης και αν, επιπλέον, ακολουθούμε τη συνήθη πρακτική που ταυτίζει τα αισθητικά στοιχεία με την τέχνη τότε μια παρόμοια επιλογή είναι αναμενόμενη. Αν όμως το αρχαιολογικό μουσείο, όπως υποστηρίζουμε, δεν στρέφεται αποκλειστικά στην τέχνη, η επιλογή των «ωραίων» δημιουργεί τελικά ένα σύνολο που από αισθητική σκοπιά δίνει μια πλαστή εικόνα. Και, μάλιστα, μια εικόνα που από τη στιγμή που έχει πάνω της τη σφραγίδα της μουσειακής εγκυρότητας και αυθεντίας μετατρέπεται σε πρότυπο και είναι δυνατό, με τη σειρά της, να επιβάλλει αισθητικούς κανόνες24. Επιπλέον είναι, μάλλον, κοινά αποδεκτό ότι τα «ωραία» για τους σύγχρονους αρχαιολόγους αντικείμενα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν «ωραία» και για 22 23

24

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ τους ανθρώπους της αρχαιότητας, αφού ακόμη και η απλή επισήμανση στοιχείων πάνω στα αντικείμενα που πιστεύουμε ότι είχαν αποκλειστικό στόχο την πρόκληση αισθητικών αντιδράσεων φαίνεται πώς είναι παρακινδυνευμένη (Young 2004). Τελικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επιλογή των «ωραίων» αντικειμένων για τη μουσειακή έκθεση δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά το προσωπικό γούστο του αρχαιολόγου και, ίσως, μια από μέρους του διάθεση εξωραϊσμού του εκτιθέμενου οικισμού και του υλικού πολιτισμού του.

ΤΑ ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ

Η ιδιότητα εκείνη που πρέπει να έχει ένα αντικείμενο για να ενταχθεί στη μουσειακή έκθεση, αλλά συνήθως δεν εντάσσεται στα κριτήρια, καθώς θεωρείται αυτονόητη προϋπόθεση είναι η αυθεντικότητα. Τα μουσεία, άλλωστε, στον σκληρό ανταγωνισμό τους με τις υπόλοιπες και ολοένα δυναμικότερες προτάσεις δημιουργικής ψυχαγωγίας και αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, αφού εξαντλήσουν κάθε άλλο επιχείρημα, καταφεύγουν στην επίκληση της αυθεντικότητας των «αληθινών πραγμάτων» που εξ ορισμού μόνα αυτά διαχειρίζονται. Αν αυτή η επισήμανση έχει ως στόχο να αποκλείσει από τα κάθε είδους μουσεία την έκθεση αντικειμένων που κατασκευάστηκαν από πονηρούς απατεώνες πλαστογράφους με στόχο το οικονομικό κέρδος και με αποτέλεσμα την παραπλάνηση ειδικών και κοινού, τότε πραγματικά δεν θα είχα τίποτε να προσθέσω σε αυτή τη νομική και ηθική

«Η λέξη ‘ωραίο’ συνοψίζει μια θετική οπτική αντίδραση σε ένα αντικείμενο τέχνης. Δηλώνει μια κατάσταση του μυαλού περισσότερο παρά μια ιδιότητα του αντικειμένου» (Maquet 1986: 31). Αν και γενικά επικρατεί η άποψη ότι η αντίληψη για το ωραίο είναι υποκειμενική και προσδιορίζεται από την εποχή και τον τόπο, οι ψυχολόγοι διαπίστωσαν πειραματικά- ότι ανεξάρτητα από την προέλευσή τους η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων θεωρεί ωραίο ένα πρόσωπο ή ένα αντικείμενο που διαθέτει συγκεκριμένες ιδιότητες (Danto 1996). Για παράδειγμα, οι Leder et al. (2004) προτείνουν τα ακόλουθα κριτήρια: σαφήνεια, συμμετρία, χρώματα. Είναι ενδεικτική η επισήμανση των Leder et al. (2004), όπως και του Maquet (2004), ότι η πλειονότητα των ανθρώπων αν δει ένα αντικείμενο στο μουσείο θεωρεί ότι είναι τέχνη και άρα πρέπει να είναι ωραίο (ακόμη και αν μπροστά σε ακραία έργα σύγχρονης τέχνης αρχίζει να αναρωτιέται και να αγανακτεί).


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ συζήτηση περί αυθεντικότητας. Όταν, όμως, πριν από μερικές εβδομάδες, βρέθηκα για μια ακόμη φορά στην έκθεση των κυκλαδικών ειδωλίων του Μουσείου Γουλανδρή, αντικρίζοντας το πλήθος των λευκών μαρμάρινων μορφών, αναρωτήθηκα τι ακριβώς θα άλλαζε σε αυτή την εικόνα και κατ’ επέκταση στη δική μου εικόνα για τα κυκλαδικά ειδώλια, αν διαπιστωνόταν ότι ένα-δύο από αυτά δεν ήταν γνήσια. Με αυτό δεν εννοώ ότι η ενδεχόμενη αλλοίωση των αρχαιολογικών υλικών τεκμηρίων δεν επηρεάζει τα συμπεράσματα στα οποία μπορούν να καταλήξουν οι αρχαιολόγοι25, αλλά ότι η μουσειακή εικόνα, που ακολουθεί τη λογική της παρουσίασης ενός α-ιστορικού καλλιτεχνικού συνόλου, δεν νομίζω ότι θα διέφερε πριν και μετά την εξαίρεση των πετυχημένων –κατά γενική ομολογία– πλαστών κομματιών. Άλλωστε, μια παρόμοια αποκάλυψη μπορεί να προκαλούσε τα σχόλια μερικών σοκαρισμένων δημοσιογράφων, αλλά δεν πιστεύω ότι θα άλλαζε τη δομή της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Στο σημείο αυτό, νομίζω ότι ταιριάζει να αναφέρω και μια χαρακτηριστική ιστορία που διηγούνται (Holtorf & Schadla-Hall 1999) για τον Sir Mortimer Wheeler, ο οποίος κάποτε, για την οικονομική ενίσχυση της ανασκαφής του, πουλούσε σε όσους την επισκέπτονταν «προϊστορικά» βλήματα˙ στην πραγματικότητα, ήταν βότσαλα που είχε μαζέψει από μια κοντινή με την προϊστορική θέση ακτή. Είχε διαπιστώσει ότι τα βότσαλα ήταν ίδια ακριβώς με εκείνα της 25 26

125

ανασκαφής, με μόνη διαφορά ότι αυτά που πουλούσε δεν τα είχαν μαζέψει οι προϊστορικοί άνθρωποι και δεν τα είχαν μεταφέρει στον οικισμό τους (ή δεν υπήρχε τρόπος να διαπιστωθεί από τους αρχαιολόγους ότι τα είχαν χρησιμοποιήσει). Για τους αρχαιολόγους τα μεν θεωρούνται «αυθεντικά» τα δε όχι, ενώ για τους μη ειδικούς όλα ήταν εξίσου «αυθεντικά». Σχολιάζοντας τα παραπάνω θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι η συγκίνηση μπροστά σε ένα αυθεντικό αρχαίο αντικείμενο δε διαφέρει καθόλου από αυτή που αισθάνεται ο θεατής μπροστά σε ένα αντίγραφο, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι δεν ξέρει ότι είναι αντίγραφο, αφού, όπως υποστηρίζει και ο Umberto Eco, «ένα αντικείμενο δεν είναι “ψεύτικο” λόγω των εγγενών του χαρακτηριστικών, αλλά χαρακτηρίζεται έτσι μέσα από μία διαδικασία ταυτοποίησης» (Eco 1990: 181). Ανάλογοι προβληματισμοί οδηγούν στη διατύπωση ακόμη πιο ακραίων απόψεων, όπως ότι «τελικά το αυθεντικό είναι απλώς κάτι που είναι αρκετά πειστικό για αυτόν που το βλέπει» (Gable & Handler 1996) ή ότι αν απαλλαγούμε από τη φετιχιστική επιθυμία του πρωτότυπου, τα αντίγραφα είναι τέλεια (Eco 1995). Για να ξαναγυρίσω πίσω στα αρχαιολογικά αντικείμενα, είναι νομίζω σκόπιμο να αναρωτηθούμε ποια απ’ όλα –αφού εξαιρέσουμε τις δόλιες πλαστογραφίες– είναι πραγματικά «αυθεντικά». Αν το αποκλειστικό μας κριτήριο είναι η τεκμηριωμένη και αξιόπιστη χρονολόγηση της ύλης τους26, τότε τα πράγματα είναι εύκολα. Εφόσον

Για τα κυκλαδικά ειδώλια, τη συλλογή και τις απόπειρες αντιγραφής τους βλ. Gill & Chippindale (1993) και Hamilakis (2003). Εδώ σκόπιμα παραβλέπεται η περίπτωση αντικειμένων τα οποία χρονολογούνται με βάση τα στιλιστικά τους χαρακτηριστικά και, ενδεχομένως, ανήκουν σε μεταγενέστερες ή προγενέστερες φάσεις, λόγω των περιθωρίων σφάλματος της συγκεκριμένης μεθόδου. Επίσης, παραβλέπεται η περίπτωση αντικειμένων που, ενώ κατασκευάστηκαν σε μια ιστορική περίοδο, χρησιμοποιήθηκαν σε επόμενες. Αν, με άλλα λόγια, συμπεριληφθούν στη συζήτηση και οι ενδεχόμενες αλλοιώσεις του αρχικού αντικειμένου κατά την αρχαιότητα, τα πράγματα πάλι περιπλέκονται. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία την οποία περιγράφει ο Πλούταρχος για την απόφαση των Αθηναίων να διατηρήσουν το πλοίο του Θησέα: Καθώς ο καιρός περνούσε αναγκάζονταν να προσθέτουν νέα κομμάτια ξύλο, για να αντικαθιστούν τα φθαρμένα τμήματα, οπότε κάποια στιγμή διαπίστωσαν ότι τα νέα κομμάτια ήταν περισσότερα από τα παλιά και άρχισαν να αναρωτιούνται αν αυτό που είχαν μπροστά τους ήταν το πλοίο του Θησέα ή όχι. Και αν όχι, πότε σταμάτησε να είναι; Ανάλογα σχόλια θα μπορούσε να κάνει για τη σταδιακή αντικατάσταση των ξύλινων κιόνων στο Ηραίο της Σάμου από πώρινους, αλλά και για απλές μετατροπές αντικειμένων, όπως η δεύτερη χρήση οστράκων ή δομικών υλικών κτλ.


126

όμως η αυθεντικότητα προϋποθέτει την καθαρότητα και τη μη επέμβαση, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ένα αρχαίο πράγμα που εντοπίζεται στο χώμα κατά την ανασκαφική διαδικασία παραμένει έστω και για λίγο χωρίς σύγχρονες αλλοιώσεις; Η απόσπαση από τον χώρο, ο καθαρισμός, η στερέωση, η συγκόλληση, πολύ δε περισσότερο η συμπλήρωση ενός αρχαιολογικού αντικειμένου, πρακτικές συνήθεις και σχεδόν αυτόματες στην αρχαιολογική πρακτική –και ιδίως όταν τα αντικείμενα προορίζονται για μια μουσειακή έκθεση–, δεν συνιστούν επεμβάσεις καθοριστικές σε βάρος της εξιδανικευμένης αυθεντικότητας των ανασκαφικών θραυσμάτων27; Ωστόσο, εμάς δεν μας ενδιαφέρουν τα ανασκαφικά αντικείμενα αυτά καθαυτά, αλλά μόνο εφόσον μπορούμε να τα συσχετίσουμε με τις πράξεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων της αρχαιότητας. Κάτω από αυτό το πρίσμα δεν έχει νόημα να κινούμαστε γύρω από τη διάσωση της ανασκαφικής αυθεντικότητας˙ θα έπρεπε, μάλλον, να μας απασχολεί ο εντοπισμός πάνω τους των αυθεντικών στοιχείων του παρελθόντος. Έτσι, θα βρισκόμασταν, βέβαια, μπροστά σε δύσκολα διλήμματα: ποιο χρώμα είναι πιο αυθεντικό για ένα προϊστορικό οστέινο αντικείμενο, το υπόλευκο της αρχικής του κατάστασης ή το σκούρο καφέ, αποτέλεσμα μακρόχρονων ταφονομικών διεργασιών; Και, επίσης, ποιο χρώμα είναι πιο αυθεντικό για ένα κλασικό φειδιακό γλυπτό, το λευκό των εθνικών ιδεολογημάτων ή η βάρβαρη για τα ευαίσθητα μάτια μας πολυχρωμία; Επιπλέον, κάθε αρχαιολογικό αντικείμενο αποτελεί ένα παλίμψηστο και η αυθεντικότητα κάθε μίας περιόδου της ζωής του ανταγωνίζεται την αυθεντικότητα των υπολοίπων. Η αυθεντική καθαρότητα του φρεσκοφτιαγμένου αγγείου, υποσκάπτεται από την αυθεντικότητα των διατροφικών

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ καταλοίπων από την περίοδο της χρήσης του, την οποία με τη σειρά της ανατρέπει ριζικά η αυθεντικότητα της διάσπασης του υλικού σώματός του από την τυχαία ή εκούσια θραύση του αντικειμένου, που αλλοιώνεται από την αυθεντικότητα των ιχνών μιας δευτερογενούς χρήσης κοκ. Όταν, λοιπόν, ένα αρχαιολογικό αντικείμενο καλλωπίζεται στο εργαστήριο ενόψει της παρθενικής του συνεύρεσης με το κοινό, ποια από όλες αυτές τις αυθεντικότητες –ή, αν το δούμε αντίστροφα, τις παραχαράξεις– θα τονίσει ο αρχαιολόγος; Από το μουσειολογικό αδιέξοδο μιας σχεδόν αγνωστικιστικής αμφισβήτησης κάθε στοιχείου αυθεντικότητας, μπορεί, πιστεύω, να μας διασώσει η αρχική διάκριση που προτείνεται στο κείμενο αυτό: να μη θεωρούμε ότι ταυτίζεται το αρχαίο πράγμα με το αρχαιολογικό αντικείμενο και ιδίως με το αρχαιολογικό εύρημα. Εφόσον, κατά συνέπεια, μας ενδιαφέρει η αυθεντικότητα του αρχαιολογικού ευρήματος, τότε αυτή είναι δυνατόν να παραμένει αλώβητη, ακόμη και μετά από πλήθος επεμβάσεων και συμπληρώσεων. Όπως, αντίθετα, μπορεί να ανατραπεί τελείως ακόμη και αν δεν γίνει καμία επέμβαση στο ανασκαφικό υλικό. Ο βωμός της Περγάμου, για παράδειγμα, που αποτελεί το βασικό έκθεμα του ομώνυμου μουσείου στο Βερολίνου, δεν μπορώ να ξέρω ποια σχέση έχει με τα αρχαία πράγματα, μπορώ να πω, όμως, ότι πρόκειται για ένα στο μεγαλύτερο μέρος του μη αυθεντικό (λόγω της μεγάλης έκτασης των συμπληρώσεων) αρχαιολογικό αντικείμενο. Ταυτόχρονα, όμως, συνιστά ένα απολύτως αυθεντικό εύρημα του Carl Humann, μηχανικού και ερασιτέχνη αρχαιολόγου, όπως και της επίσημης γερμανικής αρχαιολογίας του 19ου αιώνα28. Όπως ακριβώς οι σειρές οστράκων που εκτίθενται στη νεολιθική έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αποτελούν

Για τα πολύπλοκα ζητήματα των επεμβάσεων συντήρησης και αποκατάστασης των αρχαιολογικών αντικειμένων βλ. Papageorgiou (2010). 28 Για το βωμό της Περγάμου και τη μουσειακή του αξιοποίηση βλ. Bernbeck (2000). 27


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ ένα αυθεντικό εύρημα του Δ. Ρ. Θεοχάρη από τη δεκαετία του 1960, όπως, άλλωστε, η αρχαία μυλόπετρα με τους σύγχρονους σπόρους του Αρχαιολογικού Μουσείου του Βόλου συνιστά αυθεντικό εύρημα της ελληνικής εκδοχής της διαδικαστικής αρχαιολογίας από τη δεκαετία του 1970 και όπως τα σύγχρονα αντίγραφα των χρυσών των Μυκηνών που εκτίθενται στο τοπικό μουσείο συνιστούν αυθεντικό εύρημα μιας διαχρονικής και υπερτοπικής θησαυροκεντρικής αρχαιολογίας. Μέσα από αυτή την προσέγγιση, θα μπορούσαμε, βασισμένοι σε έναν αριθμό αρχαιολογικών αντικειμένων να μιλήσουμε για έναν πολλαπλάσιο –ή και υποπολλαπλάσιο– αριθμό αυθεντικών αρχαιολογικών ευρημάτων που θα ήταν δυνατό να αξιοποιηθούν σε ένα μουσείο.

ΤΟ ΕΚΘΕΜΑ

Ο παραπάνω συλλογισμός με οδηγεί σε μια επιπλέον διάκριση: εκείνη ανάμεσα στο μουσειακό αντικείμενο –ένα όστρακο, μια λεπίδα πυριτόλιθου, ένα ειδώλιο, ένα γλυπτό κ.ο.κ.– και στο μουσειακό «έκθεμα». Θέλω να πω με αυτό ότι σε κάθε μουσειακή έκθεση, ακόμα και στην πιο λιτή που δεν περιλαμβάνει τίποτε άλλο παρά μόνο διατεταγμένα αρχαιολογικά αντικείμενα, κανένα από αυτά δε λειτουργεί ως ένα ουδέτερο απομονωμένο υλικό σώμα29. Καταρχήν η ένταξή του στην έκθεση, και άρα η μετατροπή του από «αρχαιολογικό» –που αφορά τα μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας– σε «μουσειακό», τού αποδίδει αυτόματα μια γενική και αφηρημένη ιστορική και ιδεολογική αξία –που αφορά(;) ολόκληρη την κοινωνία. Από το σημείο αυτό και μετά –είτε αυτό αποτελεί συνειδητή πρόθεση του εκθέτη είτε όχι– γίνεται αντιληπτό από τον 29

127

επισκέπτη, ως μέρος ενός συνόλου. Η απόστασή ή η γειτνίασή του από τα υπόλοιπα αντικείμενα, η τοποθέτησή του σε σχέση με την πορεία του επισκέπτη, ο φωτισμός του, τα σύγχρονα κατασκευαστικά στοιχεία που το περιβάλλουν τού προσδίδουν, στο μυαλό του επισκέπτη, σημασίες που αγκυρώνονται πάνω του και όλα μαζί λειτουργούν ως ένα νέο υλικό και νοηματικό σύνολο, το «έκθεμα». Σε ένα σύγχρονο μουσείο, που σπάνια περιορίζεται στην απλή διάταξη αντικειμένων, στο «έκθεμα», εκτός από αυτούς τους αναπόφευκτους συνδυασμούς, προστίθενται από τον εκθέτη οι συνειδητές ομαδοποιήσεις και χωρικές ιεραρχήσεις, κείμενα και εποπτικό υλικό (Χουρμουζιάδη 2006). Στο σημείο αυτό, θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι βασισμένοι σε έναν αριθμό μουσειακών αντικειμένων θα ήταν δυνατό να δημιουργήσουμε έναν πολλαπλάσιο –ή υποπολλαπλάσιο– αριθμό μουσειακών «εκθεμάτων».

ΑΝΑΠΛΑΙΣΙΩΣΗ

Με άλλα λόγια, ένα αντικείμενο της αρχαιότητας στη μακρά πορεία του από τη χρονική στιγμή της γέννησής του –όταν δηλαδή στρέφεται σε αυτό, με περισσότερο ή λιγότερο έμπρακτο τρόπο η προσοχή και το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου της αρχαιότητας–, μέχρι τη στιγμή της μετατροπής του σε «μουσειακό» αντικείμενο, μεταφέρεται διαδοχικά σε διαφορετικά πλαίσια αναφοράς καθένα από τα οποία αναδεικνύει διαφορετικές πλευρές της «προσωπικότητάς» του, αξιοποιώντας το για την κάλυψη διαφορετικών αναγκών και αποδίδοντάς του διαφορετικά νοήματα. Αυτά τα τελείως διαφορετικά πλαίσια έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι συγκροτούνται από

Ένα πολύ χαρακτηριστικό, κατά τη γνώμη μου, παράδειγμα αποτελεί η αίθουσα των αρχαϊκών γλυπτών στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης, όπου το πλήθος των γλυπτών και το πλήθος των μπετονένιων υποστυλωμάτων του κτιρίου, λειτουργούν ως ένα αντιληπτικό σύνολο, μία εικόνα, αποτελούν, εν τέλει, ένα έκθεμα. Και αυτό παρά τη μεγάλη έκταση της αίθουσας, τον μεγάλο αριθμό των αρχαιολογικών αντικειμένων και την απουσία οποιουδήποτε άλλου τεχνικού μέσου σύνδεσής τους.


128

τους ανθρώπους οι οποίοι ασχολούνται με το αντικείμενο. Μέσα σε ένα συγκεκριμένο υλικό και κοινωνικό περιβάλλον –ή ενδεχομένως σε περισσότερα διαδοχικά– προσδιορίζονταν κατά την αρχαιότητα η χρήση και η κοινωνική σημασία του αρχαίου αντικειμένου. Κατ’ αντιστοιχία, αρκετούς αιώνες αργότερα, έγινε αντιληπτό, στο πλαίσιο της ανασκαφικής δραστηριότητας, μετατράπηκε σε αντικείμενο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και στη συνέχεια συλλέχθηκε, αξιολογήθηκε και ερμηνεύτηκε, όχι ως ένα απομονωμένο τεχνούργημα, αλλά σε σχέση με ό,τι άλλο συνυπήρχε μαζί του σε ένα πλαίσιο συνάφειας, τα όρια και τα χαρακτηριστικά του οποίου αποτελούσαν, επίσης, προϊόν μιας συγκεκριμένης αρχαιολογικής αντίληψης και επιλογής30. Και τελικά(;) εντάσσεται στο πλαίσιο αναφοράς της μουσειακής έκθεσης όπου προκαλεί συναισθήματα, νοητικές επεξεργασίες και λογικά συμπεράσματα στον επισκέπτη, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να ανταποκρίνονται στις προθέσεις του εκθέτη31. Το μουσειακό πλαίσιο, κατασκευασμένο από τον εκθέτη, από τη μία πλευρά μπορεί να θεωρηθεί κλειστό και ελεγχόμενο συγκρινόμενο με όλα τα προηγούμενα, από την άλλη πλευρά, όμως, αποτελεί έναν χώρο ερμηνείας απρόβλεπτο, από τη στιγμή που οι άνθρωποι που επεξεργάζονται και ερμηνεύουν τα εκθέματα δε συνιστούν μια πεπερασμένη ομάδα με ενιαία χαρακτηριστικά, αλλά ένα ανοικτό σύνολο με ποικίλες ιδιότητες, προθέσεις και 30

31 32

33

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ επιδιώξεις32. Οι επικοινωνιακές επιπτώσεις της απροσδιοριστίας, μέχρι ένα σημείο, των ερμηνευτικών υποκειμένων του μουσειακού εκθέματος, δεν ανατρέπονται, αλλά είναι δυνατόν να αμβλυνθούν σε ένα βαθμό, αν προσδιοριστεί με σαφήνεια η επιδιωκόμενη από τον εκθέτη λειτουργία του εκθέματος, ώστε να αναζητηθούν οι κατάλληλοι για την υποστήριξή της μουσειογραφικοί χειρισμοί. Μια λογική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να είναι ότι το έκθεμα πρέπει να «δείχνει μια πτυχή της ζωής όπως ήταν στην αρχαιότητα» (αυτός, άλλωστε, δεν είναι ο σκοπός της αρχαιολογίας;). Σε ορισμένες περιπτώσεις33 για να επιτευχθεί αυτό, το έκθεμα συνιστά την, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ρεαλιστική, αναπαραγωγή ενός στιγμιότυπου της ζωής της αρχαιότητας, μέσα στο οποίο είναι δυνατό να συνυπάρξουν αρχαιολογικά και σύγχρονα αντικείμενα. Η επιλογή, αυτή, σαφής και γλαφυρή, όσο περισσότερο ενθουσιάζει τους επισκέπτες, τόσο περισσότερο προκαλεί τις επιφυλάξεις των υπολοίπων, ακριβώς επειδή η σαφήνεια και η γλαφυρότητά της, καθώς και η δυνατότητά της να προκαλεί συναισθηματικές αντιδράσεις, είναι στοιχεία που δεν έχουν και μεγάλη σχέση με την επιστημονική μέθοδο, τα κενά, τις αντιφάσεις και τα προβλήματα της αρχαιολογικής ερμηνευτικής προσπάθειας. Στην κατεύθυνση αυτής της κριτικής κινούνται τα κείμενα εκείνα που χαρακτηρίζουν ανάλογες απόπειρες «συγκειμενικά» μπα-

Ο ρόλος του πλαισίου αναφοράς (context) στην προσέγγιση και ερμηνεία του αρχαιολογικού υλικού αποτέλεσε αντικείμενο μιας μακράς συζήτησης, η οποία ξεκίνησε σχεδόν με τα πρώτα βήματα της «επιστημονικής» αρχαιολογίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα έδωσαν διαφορετικές, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, αποχρώσεις στο πλαίσιο αναφοράς, άλλοτε δίνοντας έμφαση σε πολιτισμικές ταξινομήσεις, άλλοτε στον προσδιορισμό λειτουργικών, δομικών ή συμβολικών χαρακτηριστικών. Βλ. και σχετικό σχολιασμό από τον Gosden (2004). Στην πολύχρονη έρευνά του ο Falk (2009) διαπίστωσε ότι τα κίνητρα και οι στόχοι των επισκεπτών εμφανίζουν μια μεγάλη ποικιλία, η οποία σχετίζεται μάλλον με την ιδιοσυγκρασία τους και δεν προσδιορίζεται απόλυτα από τα γνωστά δημογραφικά χαρακτηριστικά τους (ηλικία, φύλο, εθνικότητα κτλ). Αυτό γινόταν παλιά με τα διοράματα και τις ζωγραφικές αναπαραστάσεις που εδώ και μερικές δεκαετίες εγκαταλείφθηκαν ως μη επιστημονικά. Σήμερα επανέρχεται με λιγότερο ρομαντική διάθεση και πιο διστακτικά, αλλά τα παραδείγματα να αναπαρασταθεί μέσα στο μουσείο με ρεαλιστικό τρόπο ένα κομμάτι του παρελθόντος μάλλον πληθαίνουν. Αν όμως σε αυτές τις απόπειρες συνυπολογίσει κανείς και τις θεωρούμενες περισσότερο «ασφαλείς» εικονικές αναπαραστάσεις, η συχνότητα μιας τέτοιας επιλογής είναι σαφώς μεγάλη.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ λώματα (Cruiskshank 1992), «παραπλανητικές» (Durrans 1992), «καταναγκαστικές» (Jordanova 1989: 33), «ηγεμονικές» και «στερεοτυπικές» (Bernbeck 2000: 118). Δε θα διαφωνήσω καθόλου με τις κριτικές αυτές, αλλά δε μπορώ να θεωρήσω καθόλου λιγότερο «παραπλανητικές», «καταναγκαστικές», «ηγεμονικές» και «στερεοτυπικές» τις περιπτώσεις εκείνες όπου το έκθεμα ταυτίζεται με μια ομάδα αρχαίων αντικείμενων –όσων μπορούν να ενταχθούν στο οπτικό πεδίο του επισκέπτη– «απελευθερωμένων» από κάθε εμφανές σχόλιο της αρχαιολογικής αυθεντίας αλλά, ταυτόχρονα, δέσμιων όλων των αυθαίρετων και απρόβλεπτων προϊδεασμών και συνειρμών των επισκεπτών. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα, έχω την εντύπωση ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η αυθαιρεσία των ερμηνειών των επισκεπτών αλλά η ψευδαίσθηση ότι αφήνουμε τα αντικείμενα «ελεύθερα». Ή, με άλλα λόγια, η ψευδαίσθηση ότι η μετατροπή του αρχαιολογικού αντικειμένου σε ένα readymade34 μουσειακό αντικείμενο και η αναγκαστική ένταξή του σε ένα μουσειακό έκθεμα δεν αποτελεί μια καθοριστική ερμηνευτική δουλεία. Από τη στιγμή που δεχόμαστε ότι ένα αντικείμενο νοηματοδοτείται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, η ένταξή του στο μουσειακό πλαίσιο του αποδίδει συγκεκριμένες σημασίες ακόμη και αν αυτές δεν διατυπώνονται ρητά με κείμενα και άλλο εποπτικό υλικό. Στην κατεύθυνση αυτή είναι αποκαλυπτικό το παράδειγμα των readymade που ανέφερα παραπάνω: ο Duchamp έγραψε το 1962: «όταν ανακάλυψα τα readymades σκέφτηκα να αποδυναμώσω την αισθητική … τους πέταξα προκλητικά στα μούτρα το ουρητήριο και τώρα αυτοί το θαυμάζουν 34

35

129

για την αισθητική του ομορφιά»35. Μέσα στη μουσειακή έκθεση, κατά συνέπεια, η μυλόπετρα δεν έχει καμιά ελευθερία να αλέθει σιτάρι και ο παναθηναϊκός αμφορέας δεν έχει καμία ελευθερία να τιμήσει το νικητή των αγώνων. Κάπου στη μέση της απόστασης αυτών των δύο, κατά κάποιον τρόπο, ακραίων μουσειολογικών επιλογών βρίσκεται μια άλλη που τα τελευταία χρόνια προτιμάται ολοένα και συχνότερα. Η μουσειακή έκθεση μιας ιστορικής περιόδου σε ενότητες που παρουσιάζουν πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας ξεκίνησε ως επανάσταση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στη Νεολιθική έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου του Βόλου, υιοθετήθηκε σχετικά άμεσα από την πλειονότητα των προϊστορικών εκθέσεων (Χουρμουζιάδη 2006: 96-7) και τα τελευταία χρόνια άρχισε –δειλά στην αρχή και πιο θαρραλέα στη συνέχεια– να εμφανίζεται και σε εκθέσεις μεταγενέστερων ιστορικών περιόδων. Η ιστορία όμως έχει δείξει ότι η εξαγωγή της επανάστασης σπάνια έχει επαναστατικό χαρακτήρα. Η πρόθεση να δείξουμε «πώς ζούσαν οι άνθρωποι τότε» επανέρχεται, όχι με τη μορφή ενός γραφικού και υπερρεαλιστικού διοράματος, αλλά με καλόγουστη λιτή σύγχρονη αισθητική. Ωστόσο, η κανονιστική διάθεση παραμένει κυρίαρχη. «Έτσι καλλιεργούσαν», «έτσι μαγείρευαν», «τέτοια εργαλεία έφτιαχναν». Όλοι, αυτόματα, ισοπεδωτικά, με μια τεχνογνωσία που προκύπτει εξ αποκαλύψεως και όπου η διαφοροποίηση και η ποικιλία αντιμετωπίζεται απλώς ως μια επιπλέον τυπολογική κατηγορία. Η ανθρώπινη ζωή κατακερματίζεται, αφού οι «δραστηριότητες» παραμένουν ασύνδετες και ελλειμματικές για δυο κυρίως λόγους.

Ο παραλληλισμός γίνεται από τον Boast (1997: 94-6), ο οποίος υποστηρίζει ότι όταν η μουσειοποίηση ενός αρχαιολογικού αντικειμένου συνοδεύεται από την αποσύνδεση από το νοηματικό πλαίσιο αναφοράς του, τονίζεται τόσο η σημασία του αντικειμένου αυτού καθαυτού, όσο και, κυρίως, η εικόνα ως μέσο μετασχηματισμού του αντικειμένου, διαδικασία την οποία ακολούθησαν ο M. Duchamp στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν εξέθετε στο Μουσείο ένα φτυάρι χιονιού ή μια ρόδα ποδηλάτου. Επιστολή του Duchamp στον Hans Richter (Hans Richter, Dada: Art and Anti-Art. London: Thames and Hudson, 1966: 207-8. Αναφέρεται από τον A. C. Danto (1996)).


130

Καταρχήν, επειδή στις εκθέσεις αυτές κατά κανόνα ταυτίζεται η «ανθρώπινη δραστηριότητα» με την τεχνική. Όμως, πέντε σιδερένια ξίφη σε μια προθήκη που συνοδεύονται από τις λεπτομέρειες της κατασκευής τους, ίσως και από την απεικόνισή τους σε ένα αγγείο, δεν παρουσιάζουν τον πόλεμο˙ ούτε ως πολιτική επιλογή, ούτε ως στρατηγική, ούτε ως ανδρεία, ούτε ως φρίκη και ορφάνια. Ο δεύτερος, κατά τη γνώμη μου, λόγος για τον οποίο δεν λειτουργεί η έκθεση «κατά δραστηριότητες» είναι επειδή αυτές προκύπτουν από το διαθέσιμο σώμα των αρχαιολογικών αντικειμένων36. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, διασπάται ανεπανόρθωτα, καθώς κάθε αντικείμενο πρέπει να διαλέξει «στρατόπεδο»: ο καθρέφτης ανήκει στον «καλλωπισμό» ή στη «μεταλλοτεχνία»; Ο κεράτινος δακτύλιος στο «κυνήγι» ή τα «κοσμήματα»; Οι ανθρώπινες δραστηριότητες όμως δεν αποτελούν στεγανά, είναι κατά κανόνα ρευστές και αλληλοεξαρτώμενες. Το πρόβλημα, νομίζω, πηγάζει από το γεγονός ότι στις εκθέσεις αυτές συγχέονται δύο λογικές επεξεργασίες: η μία, επαγωγική, είναι αυτή που ακολουθεί ο αρχαιολόγος στη διάρκεια της μελέτης, από το αντικείμενο –που θέτει το πρόβλημα και δίνει τα δεδομένα– στις αποσπασματικές εικόνες –τις ερμηνευτικές προτάσεις που προκύπτουν από μια σειρά συνδυασμών και υποθέσεων. Η άλλη, παραγωγική, είναι αυτή του μουσείου που υπόσχεται να παρουσιάσει το «πώς ζούσαν τότε» και η οποία οφείλει να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία από μία σύνθετη εικόνα –την προτεινόμενη ερμηνεία– στο αντικείμενο –το οποίο την τεκμηριώνει. Συνήθως, όμως, στο μουσείο καθώς η αρχαιολογική ερμηνευτική περιπέτεια αποσιωπάται, οι αποσπασματικές ερμηνευτικές προτάσεις συγκολλούνται όπως-όπως ώστε να μοιάζουν με μια ολοκληρωμένη σύνθεση 36

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ και το αντικείμενο, πρόβλημα και απόδειξη μαζί, δεν τεκμηριώνει τίποτε άλλο, παρά τον εαυτό του. Με όλες τις παραπάνω επισημάνσεις δεν θέλω να παρουσιάσω με μελανά χρώματα ένα μουσειολογικό αδιέξοδο. Προσπαθώ, απλώς, να υπογραμμίσω ότι μια μουσειακή απόπειρα, η οποία αρχίζει από τα αρχαιολογικά αντικείμενα και συνεχίζει με άξονα αυτά, γρήγορα βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα. Βασική αιτία, πιστεύω, αποτελεί και μια επιπλέον αντίφαση: ενώ οι αρχαιολόγοι στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν το παρελθόν στηρίζονται κατά κύριο λόγο στην υλικότητα των πραγμάτων, οι επισκέπτες του μουσείου καλούνται να το προσεγγίσουν βασισμένοι αποκλειστικά στην οπτικότητά τους. Η οπτικοποίηση των αρχαιολογικών παρατηρήσεων και συμπερασμάτων, βέβαια, δεν αναδύεται μόνο στην προοπτική της μουσειακής πράξης, αλλά σχετίζεται με όλο το φάσμα της αρχαιολογικής επικοινωνίας ακόμη και εντός των πλαισίων της ακαδημαϊκής κοινότητας (Thomas 2008; Παπακωνσταντίνου 2009). Η αρχαιολογική φωτογραφία με το αντικείμενο απομονωμένο και ισοπεδωτικά φωτισμένο μπροστά σε ένα ουδέτερο φόντο, συνιστά μια αναπαράσταση του αρχικού πράγματος χωρίς όγκο και περιεχόμενο. Το ίδιο κάνουν και οι τυπολογικές σειρές με ομοιογενή αρχαιολογικά σχέδια αντικειμένων που στην ουσία αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαιολόγοι παρουσιάζουν το «υλικό» τους και γνωρίζουν το αντίστοιχο των συναδέλφων τους. Ανάλογα θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς τα σχέδια και τις στρωματογραφίες για να διαπιστώσει ότι ο ενδο- και εξω-επιστημονικός αρχαιολογικός διάλογος στηρίζεται σε μια εικονοποιημένη και οπωσδήποτε διαμεσολαβημένη εκδοχή των καταλοίπων του παρελθόντος.

Αυτό που βρέθηκε, αυτό που σώθηκε αυτό που μπορεί τεχνικά να εκτεθεί, αυτό που επιτρέπει ο μελετητής και πνευματικός «διαχειριστής» του να εκτεθεί.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ

ΥΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΠΤΙΚΟΤΗΤΑ Με ομολογημένη και κοινά αποδεκτή τη σχέση της αρχαιολογίας με τα υλικά πράγματα θα απαιτούσε πολύ κόπο και χρόνο να συστηματοποιήσει κανείς τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους έχει εκδηλωθεί κατά καιρούς η σχέση αυτή, κινούμενη από τις πιο στενά εμπειριστικές ως τις καθαρά θεωρητικές προσεγγίσεις, ανάγοντας σε κυρίαρχο ζητούμενο άλλοτε τη χρήση –με την πιο στενή έννοια– και άλλοτε ένα αφηρημένο συμβολικό περιεχόμενο. Είναι πάντως γεγονός, αν κρίνει κανείς από το πόσο συχνά το θέμα έρχεται και επανέρχεται στην αρχαιολογική συζήτηση37, ότι δίπλα ακόμη και στις πιο ριψοκίνδυνες απόπειρες που στοχεύουν στη διαπίστωση, αν όχι στην κατανόηση, πολύπλοκων πλεγμάτων σκέψεων, σχέσεων και συναισθημάτων, βλέποντας πέρα από τα φυσικά χαρακτηριστικά των υλικών σωμάτων, συνεχίζουν ήσυχα τη δουλειά τους οι φρόνιμοι εργάτες του εμπειρισμού. Προς δόξα του θετικισμού, ολοένα και πληθαίνουν οι εργατοώρες των αρχαιολόγων και οι σελίδες των δημοσιεύσεων που αναλίσκονται στη συστηματική και λεπτομερή μελέτη κάθε ορατού και αόρατου κόκκου των αρχαίων πραγμάτων, συνεπικουρούμενες και από την εκρηκτική ανάπτυξη νέων μεθόδων και εργαλείων που μπορεί να μη βλέπουν πέρα βλέπουν όμως σίγουρα βαθιά μέσα στην ύλη. Αυτό διαπιστώνεται όχι μόνο στην καθημερινή πρακτική, αλλά και στις θεωρητικές συζητήσεις που παρά την υπόσχεση ότι η αρχαιολογία «θα απομακρυνθεί από τον εμπειρισμό στην κατεύθυνση μιας νέας ολιστικής ενασχόλησης για την κατανόηση των νοηματοφόρων (meaningful) σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους και πράγματα» (Tilley 2007), υπάρχει έντονη η ανησυχία ότι «βουλιάζοντας στα χα37 38

131

ρακτηριστικά της ύλης δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε την κοινωνική διάσταση που σε τελευταία ανάλυση αναζητούμε» (Knappett 2007). Απέναντι σε αυτούς που ανησυχούν τόσο ώστε να δηλώνουν ότι «άρχισαν να βλέπουν τα αρχαιολογικά τεχνουργήματα ως εμπόδια παρά σαν οχήματα ερμηνείας και ότι η σοφή αρχαιολογία των υλικών (material archaeology) θα πρέπει ίσως να ξεφορτωθεί τα πράγματα» (Nilsson 2007), υπάρχουν εκείνοι που προτείνουν ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τις στερεοτυπικές προσεγγίσεις των υλικών αντικειμένων και να πάμε βαθύτερα συνειδητοποιώντας ότι «κολυμπάμε σε έναν ωκεανό υλικών» με τα οποία συνεχώς αλληλεπιδρούμε (Ingold 2007). Δεν είμαι φυσικά σε θέση να γνωρίζω πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση αυτή, προς το παρόν όμως κάθε επιχείρημα που αναπτύσσεται δηλώνει, πέρα από οτιδήποτε άλλο, ότι η αρχαιολογία διατηρεί αλώβητους τους δεσμούς της με την υλικότητα των αντικειμένων, φοβούμενη ίσως ότι αν αποτινάξει την νεωτερική της μεθοδολογική και θεωρητική κληρονομιά να μη μοιάζει καθόλου με αυτό που έχουμε μάθει να θεωρούμε αρχαιολογία (Thomas 2004: 216). Θυμάμαι, το προκλητικό φιλμάκι που είχε προβληθεί πριν από χρόνια στο συνέδριο των Ευρωπαίων Αρχαιολόγων στη Θεσσαλονίκη38˙ έδειχνε έναν αρχαιολόγο να περιεργάζεται για αρκετή ώρα μερικά όστρακα. Στο τέλος άρχισε ένα ένα να τα τρώει. Προβληματίζομαι αν αυτή η σκηνή υπογραμμίζει το αδιέξοδο της παρατήρησης ή την απόλυτη και κυριολεκτική ενσωμάτωση της αρχαίας ύλης. Φυσικά, αν αυτά τα λίγα όστρακα είχαν βρεθεί σε μια μουσειακή έκθεση δεν θα κινδύνευαν να φαγωθούν. Θα ήταν καλά προστατευμένα, μακριά από λαίμαργους επισκέπτες, αδιάκριτα χέρια, πρόθυμα αυτιά, αποκλειστικά αφιερωμένα στα

Ενδεικτικό είναι το πρόσφατο αφιέρωμα στο περιοδικό Archaeological Dialogues (2007) με θέμα την Υλικότητα, όπου στα επιχειρήματα του Ingold απαντούν οι Tilley, Knappett, Nilsson & Miller. Στο πλαίσιο της συνεδρίας που οργάνωσαν οι D. Bailey & M. Shanks “Creative heresies”, European Association of Archaeologists Annual Meeting, Thessaloniki, 2002.


132

περίεργα μάτια. Έχει ενδιαφέρον, βέβαια, να αναφερθεί εδώ ότι αυτή η απαγόρευση της άμεσης επαφής με τα αντικείμενα καθιερώθηκε στα μουσεία, όταν αυτά στο όνομα του εκδημοκρατισμού άνοιξαν τις πόρτες τους στις λαϊκές μάζες. Μέχρι τότε, οι εκπρόσωποι των ανώτερων τάξεων που σύχναζαν στις εκθέσεις ήταν ελεύθεροι να τα αγγίζουν και να περιεργάζονται από κοντά (Candlin 2008). Κατά έναν τρόπο, δηλαδή, η απόσταση ενός ανθρώπου από τα αρχαιολογικά αντικείμενα –που θεωρητικά του ανήκουν39–, τότε και τώρα, καθορίζεται από την κοινωνική του θέση, είτε αυτή προσδιορίζεται από το οικονομικό είτε από το πολιτιστικό του κεφάλαιο. Η ιδεολογική βάση αυτού του χαρακτηριστικού των μουσείων ίσως θα πρέπει να συσχετισθεί με τη δυτική κλασική άποψη –στηριγμένη σε μεγάλο βαθμό στις πλατωνικές απόψεις για την πρόσληψη και τη γνώση– ότι η όραση, ως μια ουδέτερη και αντικειμενική πρόσληψη του εξωτερικού προς το υποκείμενο κόσμου, παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη διαδικασία συγκρότησης της γνώσης. Η επικυριαρχία της όρασης δεν κινδύνευσε ούτε με την επικράτηση της καρτεσιανής αντίληψης, που αμφισβήτησε τον υποκειμενισμό της πλατωνικής θεώρησης και υποστήριξε ότι η υλικότητα του περιβάλλοντος κόσμου είναι δυνατό να γίνει αντιληπτή αντικειμενικά και ανεξάρτητα από την κουλτούρα, την ιστορία και, κυρίως, την προσωπικότητα του παρατηρητή40. Σε μια εποχή που, σύμφωνα με πολλούς

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ μελετητές, χαρακτηρίζεται από την «οπτική στροφή» (Jay 1996) –κατ’ αντιστοιχία με τη «γλωσσολογική» που προηγήθηκε– και μπορούμε πλέον να μιλούμε για έναν «οπτικό πολιτισμό» (Mirzoeff 1999)41, ακόμη και με την απόσταση που μας χωρίζει τόσο από την πλατωνική όσο και από την καρτεσιανή θεώρηση, τα μουσεία δε θα μπορούσαν να είναι τίποτε άλλο παρά «χώροι θεάματος» (Hooper-Greenhill 2000: 14). Η διαπίστωση, όμως, της ολοένα και μεγαλύτερης σημασίας που έχουν οι εικόνες στην σύγχρονη ζωή, παίζοντας, επιπλέον, ενεργό ρόλο στην πολιτική επιβολή και την ιδεολογική χειραγώγηση42, δημιουργεί την ανάγκη για μια διαφορετική προσέγγιση του οπτικού χαρακτήρα της μουσειακής εμπειρίας. Το αρχαιολογικό αντικείμενο ανεξάρτητα από την αρχική του χρήση και χωρίς απαραίτητα να αποτελεί, για να παραφράσω τον Maquet (1988: 33), «αντικείμενο θέασης από πρόθεση», μετατρέπεται σε «αντικείμενο θέασης από μεταμόρφωση». Μια πυριτολιθική λεπίδα αφήνει έξω από την πόρτα του μουσείου την εργονομία, τη λειτουργικότητα, το βάρος της και συνδιαλέγεται με τον επισκέπτη αποκλειστικά μέσω των μορφολογικών της χαρακτηριστικών. Από την άλλη πλευρά, ο επισκέπτης σήμερα δεν μπορεί να θεωρηθεί ο παθητικός δέκτης οπτικών ερεθισμάτων που αποτυπώνονται στον αμφιβληστροειδή του, αλλά ο ιδιοκτήτης ενός «βλέμματος» που καθορίζεται υποκειμενικά στο πλαίσιο ενός πολιτισμικά προσδιοριζόμενου «οπτι-

Με την έννοια της συλλογικής «ιδιοκτησίας» του παρελθόντος από τα μέλη μια κοινωνίας. Για την ιστορική πορεία των αντιλήψεων σχετικά με τον ρόλο της όρασης βλ. την ενδιαφέρουσα ανάλυση του Jay (1994). 41 Οπτικός πολιτισμός, σύμφωνα με τον Mirzoeff (1999: 3), είναι το σχετικό με οπτικά γεγονότα φαινόμενο κατά το οποίο η πληροφορία, το νόημα ή η ικανοποίηση αναζητάται από τον καταναλωτή μέσω μιας αλληλεπίδρασης με την οπτική τεχνολογία. Με τον όρο οπτική τεχνολογία ο Mirzoeff εννοεί κάθε διάταξη η οποία έχει σχεδιαστεί είτε για να τη βλέπει κανείς είτε για να ενθαρρύνει τη θέαση. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται μια μεγάλη ποικιλία πραγμάτων: από έναν πίνακα ζωγραφικής μέχρι το διαδίκτυο. 42 Χαρακτηριστικά είναι το «μανιφέστο» του Guy Debord, “La Société du Spectacle” (1967), όπου υποστηρίζεται ότι η χειραγώγηση της σύγχρονης ζωής μέσω των εικόνων έχει ξεπεράσει κάθε άλλη μορφή χειραγώγησης. Όπως και η σημασία που δίνει ο Michel Foucault, “Surveiller et punir: Naissance de la Prison” (1975) στη συνεχή οπτική έκθεση των ανθρώπων, στο πλαίσιο ενός συστήματος παρακολούθησης –το δανεισμένο από το σωφρονιστικό σύστημα “panopticon”, που στοχεύει στον πλήρη έλεγχό της δράσης τους. 39 40


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ κού καθεστώτος»43. «Βλέπει» αυτά που του επιτρέπουν οι γνώσεις του να δει και αυτά που περιμένει ότι θα δει. Όταν ένας επισκέπτης έρχεται αντιμέτωπος με ένα μουσειακό αντικείμενο, το νόημα συγκροτείται από το συνδυασμό του προσωπικού και κοινωνικού ερμηνευτικού πλαισίου του πρώτου και τα φυσικά χαρακτηριστικά του δεύτερου (Hooper-Greenhill 2000). Ή αλλιώς, σύμφωνα με τον Gadamer (1975), η ερμηνεία του αντικειμένου είναι το αποτέλεσμα του διαλόγου ανάμεσα στον θεατή και το αντικείμενο, μια ισορροπία ανάμεσα στην προκατάληψη (τι είναι ήδη γνωστό) και στη διάθεση για νέα γνώση. Σε ποια συμπεράσματα και σε ποια ερμηνεία, όμως, μπορεί να οδηγηθεί ο επισκέπτης/θεατής από την απλή θέαση του αρχαιολογικού αντικειμένου; Αν μας προβληματίζει η δυσκολία να ερμηνεύσει ο επισκέπτης μέσω της θέασης ένα πήλινο σφονδύλι, θα έπρεπε να μας προβληματίζει εξίσου, ή μάλλον περισσότερο, η ευκολία να ερμηνεύσει μέσω της θέασης ένα κυκλαδικό ειδώλιο. Δε νομίζω, μάλιστα, να χρειάζεται να σχολιάσω το πόσο πιθανό είναι η οποιαδήποτε ερμηνεία του θεατή να συγκλίνει με αυτήν που ο εκθέτης είχε στο νου του. Πολύ συχνά, προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάγκη πλαισίωσης των αντικειμένων με επιπλέον «ερμηνευτικά μέσα», έχει σχολιαστεί αρνητικά η στάση των επιμελητών των πρώτων νεωτερικών μουσείων που θεωρούσαν «ότι τα μουσειακά αντικείμενα μιλούν από μόνα τους». Όσο όμως το σκέφτομαι, τείνω να πιστέψω ότι τα αντικείμενα δεν είναι βουβά –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και ιδιαιτέρως φλύαρα. Αυτό που μας ανησυχεί είναι ότι δεν είμαστε σίγουροι πως, αν τα αφή43

44

133

σουμε μόνα τους, θα πουν αυτό που θέλουμε εμείς να λένε. Έτσι η ένταξη του αντικειμένου (και εδώ αναφέρομαι στη συνειδητή από τον εκθέτη και όχι την τυχαία ένταξη) σε μια ενότητα, το μουσειακό έκθεμα, στοχεύει στην πειθάρχηση μιας απρόβλεπτης ομιλίας (discourse). Το πήλινο σφονδύλι ίσως «σώζεται» ερμηνευτικά από την κλωστή που του προσθέτει ο μουσειολόγος, το ειδώλιο, όμως συνήθως συνεχίζει να αιωρείται –ερμηνευτικά και μουσειολογικά– αναζητώντας βοήθεια σε κάποιο κείμενο. Μια βοήθεια βέβαια που δεν μπορεί να πάρει κανείς πολύ στα σοβαρά, αν λάβει υπόψη του το πόσο πιο ισχυρός είναι ο «λόγος» των εικόνων από τις συχνά αμήχανες και ακόμη συχνότερα δυσνόητες επισημάνσεις των αρχαιολόγων. Η προσθήκη στο εκθεματικό σύνολο επιπλέον «εποπτικού υλικού», που επίσης συγκροτείται από οπτικά στοιχεία44, απλώς επιτείνει την κυριαρχία της οπτικότητας. Το έκθεμα, τελικά, συνιστά μια εικόνα, ένα παγωμένο στιγμιότυπο του παρελθόντος που σηματοδοτεί, όπως λέει ο Barthes (1981: 26) την «επιστροφή των νεκρών». Και ως εικόνα, για να ακολουθήσω τα σχόλια του Barthes για τη φωτογραφία, λειτουργεί μπροστά στον θεατή σε δύο επίπεδα: αυτό που καθορίζεται πολιτισμικά και ιστορικά και δίνει στον θεατή, μέσα από την εκπαίδευση και τη διαπαιδαγώγησή του τη δυνατότητα να αναγνωρίσει, γενικά και ομαλά, το περιεχόμενο της εικόνας (studium) και εκείνο, το ενοχλητικό, υποκειμενικό και απρόβλεπτο, που «σημαδεύει και διαπερνά σαν βέλος το θεατή» και τον κάνει να αποσπά από τη συνολική εικόνα μικρές λεπτομέρειες που αποκτούν γι’ αυτόν

Μετάφραση του όρου “scopic regime” που πρώτος εισήγαγε ο θεωρητικός του κινηματογράφου Christian Metz για να χαρακτηρίσει τη θέαση μέσω της αναπαραστατικής παρέμβασης του κινηματογράφου ενός πράγματος που δεν υπάρχει. Στη συνέχεια ο όρος χρησιμοποιήθηκε γενικευτικά για να δηλώσει έναν μη φυσικό τρόπο θέασης που στηρίζεται σε προ-εικόνες και καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το πολιτισμικό σύστημα αναφοράς. Στοιχεία που έχουν κριθεί με αυστηρότητα πολλές φορές για το ότι προωθούν την παγίωση μιας ερμηνείας και την αντικειμενικοποίησή της. Μια εικόνα παρουσιάζει πράγματα που δεν υπάρχουν σε ένα επεξηγηματικό κείμενο και που μπορούν να λειτουργήσουν στο υποσυνείδητο του επισκέπτη, αφού «χρησιμοποιώντας οπτικά στοιχεία γεμίζεις τα κενά μιας θεωρίας» (Joyce & Preucel 2002: 125).


134

μια ιδιαίτερη σημασία (punctum). Αυτά τα στοιχεία που ο καθένας συνειδητά ή ασυνείδητα ξεχωρίζει, ανοίγουν «μικρές τρύπες» στην κανονιστική επιφάνεια του studium, ιδιαίτερα αν ο θεατής νομίζει ότι έχουν έναν αντικειμενικό χαρακτήρα. Η αναλογία του μουσειακού εκθέματος με μια φωτογραφία βρίσκεται και στη διαπίστωση ότι και τα δύο περιορίζονται σε αυτό που ο δημιουργός τους επέλεξε να συμπεριλάβει στο «κάδρο του» και άρα συνιστούν ένα απόσπασμα όχι απαραίτητα ενδεικτικό της συνολικής εικόνας. Και, επιπλέον, αν και στο παρελθόν, μέσα από μια ίσως «αθωότερη» προσέγγιση, και τα δυο θεωρούνταν αναμφισβήτητα, αντικειμενικά τεκμήρια, σήμερα η τεχνολογία του Photoshop και η μετανεωτερική δυσπιστία τα κοιτάζει με έντονη αμφισβήτηση, επισημαίνοντας ότι, όπως και να ’ναι σήμερα «βλέπω» δε σημαίνει «πιστεύω», αλλά «ερμηνεύω»45. Είχα υποστηρίξει παραπάνω ότι, όταν αναζητούμε την πρώτη ύλη για ένα αρχαιολογικό μουσείο, θα έπρεπε να ταυτίζουμε το αρχαιολογικό εύρημα με την αρχαιολογική ερμηνεία μάλλον, παρά με το αρχαιολογικό αντικείμενο. Αντίστοιχα νομίζω ότι θα έπρεπε να ταυτίσουμε το μουσειακό έκθεμα με μια αφήγηση μάλλον, παρά με τα μουσειακά αντικείμενα. Άρα ο τίτλος «από το εύρημα στο έκθεμα» θα έπρεπε να διατυπωθεί καλύτερα «από τις αρχαιολογικές ερμηνείες στις μουσειακές αφηγήσεις». Όχι επειδή έτσι θα ήμασταν πιο ειλικρινείς, αλλά επειδή πιστεύω ότι μόνο μέσα από αυτή τη συνειδητοποίηση και την επακόλουθη πράξη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια «μουσειοποιία» που δε βάζει τα πράγματα στο μουσείο για να ξεμπερδέψει μια και καλή από αυτά, αλλά τους αναγνωρίζει το δικαίωμα να συμμετέχουν ενεργά, και σε αυτό στάδιο της ζωής τους, στη δυναμική διαπραγμάτευση της συλλογικής μας αντίληψης για το παρελθόν. 45

Βλέπε ενδεικτικά Mirzoeff (2002: 3 και 13).

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ Μου έρχεται στο νου μια σκέψη του Prown (1993: 16) που είχα διαβάσει πριν μερικά χρόνια και με είχε τότε ξενίσει. Ο Prown αναρωτιέται, σχολιάζοντας την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι μελετητές του υλικού πολιτισμού στα αντικείμενα ως οχήματα της προσέγγισης της «αλήθειας», μήπως βάζοντας τη μία δίπλα στην άλλη μικρές «αλήθειες» –αυτές των αντικειμένων– δημιουργούμε τελικά ένα μεγάλο ψέμα. Και μήπως, αν τελικά αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να αντιληφθούμε το πώς ήταν η ζωή στο παρελθόν, είναι προτιμότερο να δείξουμε εμπιστοσύνη σε μικρές «μυθοπλασίες». Σκέφτομαι το πόσο λίγα πράγματα θα αποκάλυπτε η στοίβα με τα τεχνητά μέλη που εκτίθεται ως καλλιτεχνική installation στο Μουσείο του Auschwitz, αν δεν ξέραμε τη φρίκη του εβραϊκού ολοκαυτώματος από το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, αλλά και το Μαουτχάουζεν των Καμπανέλη-Θεοδωράκη ή τη Λίστα του Σίντλερ του Σπίλμπεργκ. Και δεν απορώ που όσο περίτεχνα και αν τακτοποιηθούν σε μια μουσειακή προθήκη μερικά αυθεντικά και επιστημονικά τεκμηριωμένα κομμάτια χάλκινης πανοπλίας, δε θα μπορέσουν ποτέ να διηγηθούν τον πόλεμο κατά την Εποχή του Χαλκού όπως η Ραψωδία Δ’ από τη «μυθική» Ιλιάδα του Ομήρου. Στο μουσείο του Δισπηλιού, θα ήθελα να πω την ιστορία του κύκνου που μια μέρα δε γύρισε στη φωλιά του δίπλα στη λίμνη, επειδή τον πρόλαβε ένα πέτρινο βλήμα σφεντόνας. Για τον άνθρωπο που σκάλισε τα αποφάγια και διάλεξε το πιο μακρύ και ίσιο κόκκαλο του κύκνου και στοργικά το σκάλισε για να μιμηθεί το θρόισμα των καλαμιών. Για τον αρχαιολόγο που 7500 χρόνια μετά ψηλάφισε μέσα στην ανασκαφική λάσπη την ίδια αυτή μικρή φλογέρα και σταμάτησε απότομα τον χαρακτηριστικό, ακατάπαυστο σαρκασμό του, τι σύμπτωση να «ανακαλύψει τον ήχο» του νεολιθικού Δισπηλιού αυτός, παθιασμένος μουσικός και ο ίδιος.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ

Για τον άλλο, το διάσημο συνθέτη που επισκέφθηκε τον αρχαιολογικό χώρο λίγα χρόνια αργότερα, προσπέρασε με συγκατάβαση όλα τα μικρά και τα μεγάλα, τα «μοναδικά», τα «χαρακτηριστικά» και τα «ωραία» «ευρήματα» και έγραψε εκστατικός στο Βιβλίο Επισκεπτών: «Τι να πω για μια φλογέρα 7500

135

χρόνων;». Θέλω να διηγηθώ μια ιστορία με πολλά αυθεντικά πράγματα και αρκετές, νομίζω, αλήθειες. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω βάζοντας τη φλογέρα σε μια προθήκη και τοποθετώντας από κάτω τη λεζάντα «οστέινη φλογέρα από το Δισπηλιό Καστοριάς. 5200 π.Χ.»


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

136

Βιβλιογραφία Barthes, R. 1981 Camera Lucida: Reflections on Photography (trans. R. Howard). New York: Hill & Wang. Bernbeck, R. 2000 The exhibition of architecture and the architecture of an exhibition. Archaeological Dialogues 7(2): 98-125. Binford, L. 1987 Data relativism and archaeological science. Man 22(4): 391-404. Boast, R. 1997 Virtual collections. In Representing Archaeology in Museums, Volume 22 (ed. G. T. Denford): 94100. London: Society of Museum Archaeologists. Candlin, F. 2008 Museums, modernity and the class politics of touching objects. In Touch in Museums: Policy and Practice in Object Handling (ed. H. Chatterjee): 9-20. New York: Berg. Carman, J. 2002 Archaeology and Heritage. London: Continuum. Carver, M. 1989 Digging for ideas. Antiquity 63: 666-74. 1996 On archaeological values. Antiquity 70: 45-56. Χουρμουζιάδη, Α. 2006 Το Ελληνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Ο Εκθέτης, το Έκθεμα, ο Επισκέπτης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Χουρμουζιάδη, Α. & Τ. Γιαγκούλης 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Press. Χουρμουζιάδης, Γ. 2007 Η μικρογραφία του Δισπηλιού ή με αφορμή τα νεολιθικά ειδώλια ενός λιμναίου οικισμού. Εγνατία 11: 51-71. 2008 Το πρώτο Ανασκαφικό Διδασκαλείο. Ανάσκαμμα 1: 43-7. Conkey, M. 1999 An end note: Reframing materiality for archaeology. In Material Meanings: Critical Approaches to the Interpretation of Material Culture (ed. E. Chilton): 133-41. Salt Lake City: The University of Utah Press. Cruiskshank, J. 1992 Oral tradition and material culture: Multiplying meanings of ‘words’ and ‘things’. Anthropology Today 8(3): 5-9. Cumberpatch, C. G. 2000 People, things and archaeological knowledge: An exploration of the significance of fetishism in archaeology. Assemblage 6 [www.shef.ac.uk/assem/6]. Danto, A. C. 1996 From aesthetics to art criticism and back. The Journal of Aesthetics & Art Criticism 54(2): 10515. Darvill, T. 1995 Value systems in archaeology. In Managing Archaeology (ed. M. Cooper et al.): 40-50. London: Routledge. Dudley, S. 2010 Museum materialities: Objects, sense and feeling. In Museum Materialities: Objects, Engagements, Interpretations (ed. S. Dudley): 1-18. London: Routledge. Durrans, B. 1992 Behind the scenes: Museums and selective criticism. Anthropology Today 8(4): 11-15.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ Eco, U. 1990

137

Fakes and forgeries. In The Limits of Interpretation: Advances in Semiotics (U. Eco): 174-202. Bloomington: Indiana University Press. Faith in Fakes: Travels in Hyperreality. London: Minerva.

1995 Falk, J. H. 2009 Identity and the Museum Visitor Experience. Walnut Creek: Left Coast Press. Fotiadis, M. 1995 Modernity and the past-still-present: Politics of time in the birth of regional archaeological projects in Greece. American Journal of Archaeology 99(1): 59-78. Gable, E. & R. Handler 1996 After authenticity at an American heritage site. American Anthropologist 98(3): 568-78. Gadamer, H. J. 1975 Truth and Method. London: Sheed & Ward. Gill, D. W. & C. Chippindale 1993 Material and intellectual consequences of esteem for Cycladic figures. American Journal of Archaeology 97(4): 601-59 Gosden, C. 2004 Making and display: Our aesthetic appreciation of things and objects. In Substance, Memory, Display: Archaeology and Art (ed. C. Renfrew, C. Gosden & E. DeMarrais): 35-46. Oxford: McDonald Institute for Archeological Research. 2005 What do objects want? Journal of Archaeological Method and Theory 12(3): 193-211. Hamilakis, Y. 2003 Legacies of Mediterranean prehistory [http://ay-avebury.soton.ac.uk/Research/yannis/ HamilakisLegacies.pdf]. 2007 The Nation and its Ruins: Antiquity, Archaeology and National Imagination in Greece. Oxford: Oxford University Press. Hamilakis, Y. & E. Yalouri 1996 Antiquities as symbolic capital in Modern Greek society. Antiquity 70: 117-29. Hobsbawm, E. J. & T. O. Ranger 1992 The Invention of Tradition. Cambridge. Cambridge: Cambridge University Press. Hodder, I. 1991 Archaeological theory in European societies. In Archaeological Theory in Europe: The Last Three Decades (ed. I. Hodder): 1-24. London: Routledge. 1995 Interpreting Archaeology: Finding Meaning in the Past. London: Routledge. 1997 ‘Always momentary, fluid and flexible’: Towards a reflexive excavation methodology. Antiquity 71: 691-700. 1999 The Archaeological Process: An Introduction. Oxford: Blackwell. Holtorf, C. & T. Schadla-Hall 1999 Age as artefact: On archaeological authenticity. European Journal of Archaeology 2(2): 22947. Hooper-Greenhill, E. 2000 Museums and the Interpretation of Visual Culture. London: Routledge. Ingold, T. 2007 Materials against materiality. Archaeological Dialogues 14(1): 1-16. Jay, M. 1994 Downcast Eyes: The Denidration of Vision in Twentieth-Century French Thought. Berkeley: University of California Press. 1996 Vision in context: Reflections and refractions. In Vision in Context: Historical and Contemporary Perspectives of Sight (ed. T. Brennan & M. Jay): 1-14. London: Routledge. Jordanova, L. 1989 Objects of knowledge: A historical perspective on Museums. In The New Museology (ed. P. Vergo): 22-40. London: Reaktion Books.


138

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Joyce, R. A. & R. W. Preucel 2002 The Languages of Archaeology: Dialogue, Narrative, and Writing. Oxford: Blackwell. Knappett, C. 2005 Thinking through Material Culture: An Interdisciplinary Perspective. Philadelphia: University of Pennsylvania Press 2007 Materials with materiality? Archaeological Dialogues 14(1): 20-3. Kotsakis, K. 2003 Ideological aspects of contemporary archaeology in Greece. In The Impact of Classical Greece on European and National Identities (ed. M. Haagsma et al.): 55-70. Amsterdam: J. C. Gieben. Leder, H., B. Belke, A. Oeberst & D. Augustin 2004 A model of aesthetic appreciation and aesthetic judgments. British Journal of Psychology 95(4): 489-508. Lipe, W. 1984 Value and meaning in cultural resources. In Approaches to the Archaeological Heritage: A Comparative Study of World Cultural Resource Management Systems (ed. H. Cleere): 1-11. Cambridge: Cambridge University Press. Lowenthal, D. 1985 The Past is a Foreign Country. Cambridge: Cambridge University Press. Maquet, J. 1988 The Aesthetic Experience: An Anthropologist Looks at the Visual Arts. New Haven & London: Yale University Press. 1990 The aesthetic artefact: An exploration of emotional response and taste in archaeology. Archaeological Review from Cambridge 9(2): 208-17. Mirzoeff, N. 1999 An Introduction to Visual Culture. London: Routledge. Nilsson, B. 2007 An archaeology of material stories: Dioramas as illustration and the desire of a thingless archaeology. Archaeological Dialogues 14(1): 27-30. Papageorgiou, P. 2010 La conservation-restauration en archéologie: Stratégie et gestion du mobilier. Paris: Université Paris I, Panthéon-Sorbonne [Aδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή]. Παπακωνσταντίνου, Δ. 2009 Η υλικότητα των πραγμάτων και η απουσία της: Αρχαιολογία και ψηφιακή επιμέλεια. [http:// www.arxaiologia.gr/site/content.php?artid=4198]. Pearce, S. 1993 Museums, Objects, and Collections: A Cultural Study. Washington, D.C.: Smithsonian Institution Press. 1994 Collecting as medium and message. In Museum, Media, Message (ed. E. Hooper-Greenhill): 1523. London: Routledge. Pearson, M. & M. Shanks 2001 Theatre/Archaeology. London: Routledge. Plantzos, D. 2008 Archaeology and Hellenic identity, 1896-2004: The frustrated vision. In A Singular Antiquity: Archaeology and Hellenic Identity in Twentieth-century Greece (ed. D. Plantzos & D. Damaskos): 11-30. Athens: Mouseio Benaki. Prown, J .D. 1993 The truth of material culture. History or fiction? In History form Things: Essays in Material Culture (ed. S. Lubar & D. Kingery): 1-19. Washington D.C.: Smithsonian Institution Press. Saito, Y. 2007 Everyday Aesthetics. Oxford: Oxford University Press. Schiffer, M. B. 1982 Advances in Archaeological Method and Theory. New York: Academic Press.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΟ ΕΚΘΕΜΑ 1999

139

The Material Life of Human Beings: Artifacts, Behavior and Communication. London: Routledge. Shanks, M, & I. Hodder 1995 Processual, post-processual and interpretive archaeology. In Interpreting Archaeology: Finding Meaning in the Past (ed. I. Hodder et al.): 3-29. London: Routledge. Shanks, M. & C. Tilley 1987 Social Theory and Archaeology. Cambridge: Polity. Shanks, M., D. Platt & W. L. Rathje 2004 The perfume of garbage: Modernity and the archaeological. Modernism/Modernity 11(1): 6183. Σωφρονίδου, Μ. 2002 Η κεραμεική: Βασικές παρατηρήσεις. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 185-216. Θεσσαλονίκη: University Press. Thomas, J. 2000 Interpretive Archaeology: A Reader. London: Leicester University Press. 2001 A return from madness or a retreat into Cartesianism? Assemblage 7 [http://www.shef.ac.uk/ assem/7]. 2004 Archaeology and Modernity. London: Routledge. 2008 On the ocularcentrism of archaeology. In Archaeology and the Politics of Vision in a Post-Modern Context (ed. J. Thomas & V. Oliveira Jorge): 1-12. Cambridge: Cambridge Scholars Publishing. Tilley, C. 2007 Materiality in materials. Archaeological Dialogues 14(1): 16-20. Trigger, B. 1989 A History of Archaeological Thought. Cambridge: Cambridge University Press. Υφαντίδης, Φ. υ. εκδ. Ανθρώπινα δόντια, «ανθρώπινα» κοσμήματα: Ένα σημείωμα με αφορμή το Κ0325 από το Δισπηλιό Καστοριάς. Στο ΙΡΙΣ: Τόμος στη Μνήμη της Καθηγήτριας Αγγ. Πιλάλη-Παπαστερίου (επιμ. Ν. Μερούσης, Μ. Νικολαΐδου & Λ. Στεφανή). Young, J. 2004 Archaeology and aesthetics. Archaeological Review from Cambridge 19(1): 12-27.


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

140

Summary From finds to exhibits Anastasia Chourmouziadi

In an era when so much is said about public presentation of archaeological products being an essential part of the scientific study of the past, one might think that the journey from the excavation trench to the museum case follows a discernible linear route. Leaving aside the many practical issues surfacing whenever an archaeological exhibition is being organized, this paper is touching upon the fundamental questions that a curator should try to deal with. The artifact selection criteria are being discussed in relation to the main theoretical archaeological approaches, while the meaning of concepts such as “unique”, “characteristic”, “beautiful” and “authentic”, omnipresent in the selection procedure, is challenged. It is argued that, in the prospect of a museum exhibition, the concept of the

“archeological find” should be enriched, and, apart from the ancient material objects themselves, it should comprise relations, voids, and, most of all, interpretations. In the same line of thought, the analysis attempted follows archaeological objects in the museum hall, and a distinction between the museum object and the museum exhibit is suggested. Finally, special attention is paid to the discrepancy between materiality, being the base of archaeological interpretational approach, as opposed to visuality that constitutes the dominating –if not the sole– frame for the museum experience. What is finally suggested is that, instead of speaking about archaeological finds and museum objects, we should rather focus on archaeological interpretations and museum narratives.




ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ*

Αντιγραφή και επικόλληση; Μία νεολιθική πήλινη «σφραγίδα»

Είναι αρκετές οι πρόσφατες δημοσιεύσεις που επικεντρώνονται σε μία «ιδιαίτερη» κατηγορία του νεολιθικού υλικού πολιτισμού, τις λεγόμενες «σφραγίδες»1. Παρ’ όλες τις διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, η μερική έως και ολική άγνοια για τη χρήση αυτών των αντικειμένων παραμένει˙ ίσως τελικά αυτό το γεγονός να καθιστά και κάπως περισσότερο «γοητευτική» τη μελέτη τους. Ως ανασκαφείς, ωστόσο, έχουμε σχεδόν πάντα τη βεβαιότητα της έγκυρης ταξινόμησης ενός αντικειμένου, που φέρει κάποια συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά, σε αυτήν την ενιαία κατηγορία. Δεν είναι ακόμη τυχαίο ότι, σε πολλές περιπτώσεις, μία

«σφραγίδα» συνήθως άμεσα δημοσιεύεται ή –μάλλον καλύτερα– άμεσα προβάλλεται2. Οι «σφραγίδες» εμφανίζονται ως στοιχείο του υλικού πολιτισμού των πρώιμων νεολιθικών κοινοτήτων ήδη από την 8η χιλ. π.Χ. στην Ανατολία και αποτελούν τμήμα της οικοσκευής τους σε ένα μεγάλο γεωγραφικό εύρος στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια και το Αιγαίο καθ’ όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής και Χαλκολιθικής περιόδου. Για πολλούς ερευνητές οι «σφραγίδες» αποτελούν ένα στοιχείο για την κατανόηση των μηχανισμών της «νεολιθοποίησης», της εξάπλωσης του περίφημου «Νεολιθικού πακέτου» (π.χ. Rodden 1965; Makkay 1984; Budja 1998; Perlès 2001; Çilingiroğlu 2005)3.

Υπ. διδ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, e-mail: fotisif@hotmail.com Βλ. για παράδειγμα τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Documenta Praehistorica (Budja 2003; Prijatelj 2007; Türkcan 2007; Naumov 2008; Skeates 2008) αλλά και τον συλλογικό τόμο αφιερωμένο αποκλειστικά στη μελέτη των προϊστορικών σφραγίδων (Gheorghiu & Skeates, eds. 2008) 2 Αν και στις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις δηλώνεται η άγνοια για την πραγματική χρήση των σφραγίδων στο παρελθόν, η χρήση τους στο σήμερα είναι σχεδόν ξεκάθαρη: σφραγιστικά θέματα συχνά χρησιμοποιούνται ως “trademarks” των ανασκαφών στους ιστοτόπους τους, ως διακοσμητικά μοτίβα σε αρχαιολογικές εκδόσεις ή ακόμη και ως εμπορικές ταυτότητες (π.χ. ο λογότυπος του Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη, εμπνευσμένος από μία θεσσαλική νεολιθική σφραγίδα). 3 Δεν λείπουν και ορισμένες, μάλλον ακραίες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, όσο αφορά την «καταγωγή» των νεολιθικών σφραγίδων (βλ. Μητσοπούλου 1992). *

1


144

Ακόμη και αν τα αποτυπώματα των σφραγίδων αυτών δεν σώζονται παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις (βλ. τα σφραγίσματα από τον νεολιθικό οικισμό Sabi Abyad της Συρίας: Akkermans & Duistermaat 1997), ο όρος «σφραγίδα» επικράτησε (στη διεθνή βιβλιογραφία ως “stamps”, “seals”, ή και σε συνδυασμό αυτών ως “stamp-seals”), κυρίως εξαιτίας των ομοιοτήτων τους με αντικείμενα μεταγενέστερων περιόδων, όπως οι σφραγίδες της Εποχής του Χαλκού στη Μεσοποταμία και οι σφραγιδόλιθοι της Μινωικής και Μυκηναϊκής περιόδου, η «σφραγιστική» χρήση των οποίων είναι αποδεδειγμένη ανασκαφικά. Ένας δεύτερος όρος, που χρησιμοποιείται συμπληρωματικά, είναι το “pintadera” (από το ρήμα pintar=ζωγραφίζω) αναφερόμενο σε παρόμοια με τις προϊστορικές σφραγίδες εργαλεία για τη χρωματική διακόσμηση του σώματος που χρησιμοποιούνταν από φυλές της Νότιας Αμερικής (Cornaggia Castiglioni 1956). Γίνεται σαφές στα περισσότερα πρόσφατα κείμενα4 ότι ο όρος «σφραγίδα» είναι απλώς ένα αρχαιολογικό εργαλείο ταξινόμησης. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των νεολιθικών σφραγίδων είναι –σε πολύ γενικές γραμμές– τα παρακάτω: - Μικρά σε μέγεθος και ελαφριά σε βάρος αντικείμενα πλασμένα από πηλό, ελάχιστα κατασκευασμένα από –κατά βάση μαλακό– λίθο. - Βάση συνήθως επίπεδη, κυκλικής, ορθογώνιας ή πολυγωνικής κάτοψης. - Πάνω στη βάση αυτή αναπτύσσεται το «μοτίβο», αποτελούμενο κυρίως από γεωμετρικά ή γραμμικά στοιχεία, τα οποία είναι σκαλισμένα/έξεργα ή χαραγμένα. - Ύπαρξη λαβής, συχνά με την ταυτόχρονη ύπαρξη οπής. Συνοπτικά, οι ερμηνείες που έχουν προταθεί όσο αφορά τη χρήση των νεολιθικών σφραγίδων είναι οι παρακάτω: - Αποκλείεται η χρήση τους για τη διακόσμηση της κεραμεικής, καθώς δεν έχουν

ΦΩΤΗΣ υΦΑΝΤΙΔΗΣ βρεθεί ανάλογα ευρήματα. - Έχει προταθεί πως, κατ’ αναλογία με τα “tokens” στους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής, οι σφραγίδες, μαζί με άλλα πήλινα αντικείμενα (όπως τα «ενώτια») αποτελούσαν συστήματα μέτρησης κατά τη Νεολιθική περίοδο (Budja 2003). - Η ύπαρξη οπών σε αρκετές από τις σφραγίδες έχει θεωρηθεί ως ένδειξη κατοχής, κάτι που ίσως συνεπάγεται ότι αποτελούσαν προσωπικά αντικείμενα ή/και κοσμήματα (π.χ. Skeates 2007). - Η σφράγιση και διακόσμηση αρτοπαρασκευασμάτων είναι μία χρήση που προτείνεται από αρκετούς ερευνητές. Ορισμένοι θεωρούν πως η σφράγιση αυτή ενδεχομένως αποτελούσε ένα σύστημα για την αναδιανομή της τροφής μεταξύ των κοινωνικών ομάδων μίας νεολιθικής κοινότητας (Umurtak 2000). - Για άλλους ερευνητές η πιθανότητα χρήσης των σφραγίδων για τη διακόσμηση του ψωμιού παραμένει, όχι όμως ως σύστημα ελέγχου (τα στοιχεία δεν είναι αρκετά για να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο), αλλά για συμβολικούς λόγους (π.χ. Çilingiroğlu 2009: 8). - Έχει επίσης προταθεί πως οι σφραγίδες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πυρακτωμένες για τη δημιουργία διακριτικών ιδιοκτησίας πάνω στο δέρμα των ζώων (Gheorgiu 2008). - Η χρήση των σφραγίδων για τη διακόσμηση με χρώμα υφασμάτων ή/και δερμάτων είναι η πρόταση που κυριαρχεί όλων των ερμηνειών, υποστηριζόμενη συχνά από εθνογραφικές αναλογίες και σε ορισμένες περιπτώσεις από τα ίδια τα αρχαιολογικά δεδομένα (βλ. π.χ. Çilingiroğlu 2009). Πρέπει να σημειωθεί πως είναι εξαιρετικά σπάνια η περίπτωση να σώζονται ίχνη χρωστικών πάνω στις σφραγίδες [βλ. τα λίγα παραδείγματα που αναφέρονται για σφραγίδες από τα Βαλκάνια (Naumov 2008) και την Ιταλία (Skeates 2007)].

Όσο αφορά τα προβλήματα της ορολογίας βλ. ειδικά Prijatelj (2007), όπου και αποπειράται μία λεπτομερής ανάλυση των αρχαιολογικών κειμένων που αφορούν τις νεολιθικές σφραγίδες.

4


ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΛΛΗΣΗ; ΜΙΑ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΗΛΙΝΗ “ΣΦΡΑΓΙΔΑ”

145

- Η χρήση των σφραγίδων ως εργαλείων για τη διακόσμηση του ανθρώπινου σώματος αναφέρεται συνήθως συμπληρωματικά με τη διακόσμηση των υφασμάτων, αλλά γενικά δεν δίνεται σε αυτήν μεγάλη έμφαση (βλ. αντίθετα Prijatelj 2007).

Το ακόλουθο «σχεδίασμα» αποτελεί μία πρώτη ανάγνωση μίας πήλινης «σφραγίδας» που βρέθηκε κατά την ανασκαφική περίοδο του 2009 στον Ανατολικό Τομέα των ανασκαφών του Δισπηλιού5. Ανήκει στον κατώτερο χρονολογικά ορίζοντα κατοίκησης της θέσης και βρέθηκε στη τομή Δ3δ, σε μία περιοχή συγκέντρωσης από πηλόμαζες, τμήματα δαπέδων και χαλίκια, μία ανασκαφική εικόνα, στην οποία προς το παρόν τουλάχιστον δεν μπορούμε να αντιστοιχίσουμε ένα χώρο με σαφή οργάνωση και συγκεκριμένη χρήση. Οι διαστάσεις της «σφραγίδας» είναι 4 x 3 εκ. και ο πηλός που χρησιμοποιήθηκε έχει ένα αρκετά ανοιχτό καστανό χρώμα. Το σώμα της αποτελείται από μία επιμήκη βάση, που απολήγει σε μία λαβή, που φέρει μία οπή (Εικ. 1). Αν και σώζεται ακέραιη, υπάρχουν μικρές αποκρούσεις και ίχνη φθοράς στη «σφραγιστική» επιφάνεια που καταλαμβάνει την επιφάνεια της βάσης της «σφραγίδας». Η επιφάνεια, ειδικά της βάσης, δεν είναι επιμελημένη ή στιλβωμένη αλλά πορώδης6. Η γενικότερη εντύπωση είναι ότι πρόκειται

Εικ. 1 Η πήλινη νεολιθική «σφραγίδα» από το Δισπηλιό

για ένα αρκετά πρόχειρα φτιαγμένο αντικείμενο από πηλό που δεν έχει υποστεί ιδιαίτερη προετοιμασία. Χαρακτηριστικό αυτής της γρήγορης (;) κατασκευής είναι ότι μετά τη διάτρηση (με κάποιο καλάμι/στέλεχος) για τη δημιουργία οπής στο άνω μέρος της λαβής της «σφραγίδας» δεν ακολούθησε κάποια λείανση/εξομάλυνση της επιφάνειας του πηλού στο σημείο αυτό7. Το μοτίβο, πλαστικά αποδοσμένο και όχι εγχάρακτο, αναπτύσσεται στην επιφάνεια της επιμήκους σχήματος βάσης. Στις άκρες των δύο μακρών πλευρών υπάρχουν εμπιέσεις/εγκοπές σχεδόν τριγωνικού σχήματος,

Το σύνολο των υπόλοιπων «σφραγίδων» από το νεολιθικό Δισπηλιό δεν είναι ακόμη δημοσιευμένο. Στην παρούσα φάση, αυτό που μπορούμε να σημειώσουμε είναι, ότι χαρακτηρίζεται από ποικιλία, όσο αφορά τόσο τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, όσο και τα «σφραγιστικά» μοτίβα. 6 Η αναπαραγωγή των μοτίβων με τη χρήση χρωστικών ουσιών είναι ευκολότερη, όταν η σφραγιστική επιφάνεια είναι πορώδης και όχι στιλβωμένη. 7 Η προχειρότητα της κατασκευής –των πήλινων σφραγίδων, και όχι των λίθινων, στις οποίες εφαρμόζεται ουσιαστικά μικρογλυπτική, που θα απαιτούσε μεγάλες τεχνικές δεξιότητες– παρατηρείται στις περισσότερες νεολιθικές σφραγίδες στο χώρο των Βαλκανίων και της Ελλάδας. Η ύπαρξη οπής παραπέμπει στην ανάγκη εύκολης μεταφοράς της σφραγίδας. Όπως έχει αναφερθεί (Skeates 2007: 195), στην περίπτωση ανάρτησης μίας σφραγίδας ως περίαπτο κόσμημα, η σφραγιστική επιφάνεια –το συνήθως πιο εντυπωσιακό οπτικά τμήμα μίας σφραγίδας– δεν θα ήταν ορατό. Ήταν ίσως πιο σημαντικό αυτό που αντιπροσώπευε μία σφραγίδα, τη γρήγορη αναπαραγωγή μίας «εικόνας», παρά το ίδιο το αντικείμενο, που τις περισσότερες φορές ήταν και πρόχειρα φτιαγμένο. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η χρήση μίας σφραγίδας ως κόσμημα δεν μπορεί να αποκλειστεί˙ η αξία που αποδίδεται σε ένα αντικείμενο από τον κάτοχό του (αν υποθέσουμε βέβαια ότι έχουμε να κάνουμε πάντα με μόνο έναν κάτοχο) δεν πηγάζει μόνο από την «ωραία αισθητική» του. 5


146

ενώ στις δύο στενές πλευρές έχουν εραλδικά τοποθετηθεί εγχαράξεις σε σχήμα V. Στο σύνολό του το μοτίβο δίνει την εντύπωση της «εικόνας» ενός ψαροκόκαλου, ένα μοτίβο που δεν εμφανίζεται στο υπόλοιπο σύνολο «σφραγίδων» από το Δισπηλιό. Μία καλύτερη ανάγνωση της «εικόνας» αυτής θα ήταν δυνατή μόνο από το αποτύπωμα που αφήνει η «σφραγίδα», το οποίο φυσικά δεν μας σώζεται. Γι’ αυτό το λόγο κατασκευάστηκαν ακριβή αντίγραφα δύο πήλινων «σφραγίδων» από το Δισπηλιό με διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά (Εικ. 2): η πρώτη με ένα πολύ γνωστό (με μεγάλη γεωγραφική και χρονολογική «εξάπλωση») «σφραγιστικό» μοτίβο, τους ομό-

ΦΩΤΗΣ υΦΑΝΤΙΔΗΣ κεντρους κύκλους, και η δεύτερη με το μοτίβο του ψαροκόκαλου. Κατόπιν, έγινε αναπαραγωγή των μοτίβων με χρήση χρώματος πάνω σε δύο επιφάνειες, το ύφασμα και το ανθρώπινο σώμα. Μία πρώτη διαπίστωση είναι ότι όσο αφορά την πρώτη «σφραγίδα», η «επικόλληση» του μοτίβου είναι ακριβής και στις δύο επιφάνειες, σε αντίθεση με τη δεύτερη, όπου το μοτίβο αναπαράγεται με μεγαλύτερη ακρίβεια πάνω στο ανθρώπινο σώμα. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει διαφοροποίηση στα μορφολογικά χαρακτηριστικά: στη «σφραγίδα» με τους ομόκεντρους κύκλους το μοτίβο είναι έξεργο και η επιφάνεια της βάσης επίπεδη, ενώ στη δεύτερη το μοτίβο είναι επίσης έξεργο αλλά η βάση

Εικ. 2: Αναπαραγωγή των μοτίβων από δύο αντίγραφα «σφραγίδων» από το Δισπηλιό πάνω σε ύφασμα και σώμα


ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΛΛΗΣΗ; ΜΙΑ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΗΛΙΝΗ “ΣΦΡΑΓΙΔΑ”

147

Εικ. 3: Πάνω σειρά: οστέινη σπάτουλα/περίαπτο. Κάτω σειρά: περίαπτο από ελαφοκέρατο, τμήμα από περίαπτο από ελαφοκέρατο, περίαπτο από αργιλικό σχιστόλιθο και η πήλινη «σφραγίδα»

δεν είναι επίπεδη αλλά σχεδόν τριγωνικής διατομής8. Η πίεση που πρέπει να εφαρμοστεί για την καλύτερη αναπαραγωγή του μοτίβου στη «σφραγίδα» με το ψαροκόκαλο προϋποθέτει και μικρές κινήσεις αριστεράδεξιά. Σε αυτό βοηθάει ο εργονομικός σχεδιασμός της λαβής και η ύπαρξη οπής: η χρήση νήματος συμβάλλει στην επίτευξη μεγαλύτερης σταθερότητας κατά τη χρήση της «σφραγίδας» (βλ. και Prijatelj 2007: 240). Το μοτίβο αυτής της «σφραγίδας» από

το Δισπηλιό δεν είναι γνωστό από άλλες θέσεις9. Η ταύτισή του με την «εικόνα» του ψαροκόκαλου (βοηθούμενη επιπλέον από την πειραματική αναπαραγωγή της) δεν είναι τυχαία, καθώς είναι γνωστή και σε άλλα αντικείμενα από το Δισπηλιό (Υφαντίδης 2006): μία οστέινη σπάτουλα και περίαπτα από ελαφοκέρατο και λίθο ακολουθούν την ίδια αισθητική λογική (Εικ. 3)10: διακοσμητικές εγκοπές τακτά τοποθετημένες γύρω από ένα επίμηκες σώμα που απολήγουν σε μία αγκιστροειδή εγκοπή. Από τα παραπά-

Η Prijatelj (2007: 242) διενήργησε παρόμοιες πειραματικές αναπαραγωγές και κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανότερο οι «σφραγίδες» να χρησιμοποιούνταν πάνω σε μαλακά υλικά, όπως το ψωμί και το ανθρώπινο δέρμα και όχι σε περισσότερο σκληρές και επίπεδες επιφάνειες, όπως τα υφάσματα. 9 Οι «σφραγίδες» που έχουν ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα χαρακτηριστικά είναι ελάχιστες. Αναφέρονται κάποιες με ανθρωπόμορφες και ζωόμορφες λαβές από το χώρο των Βαλκανίων (Naumov 2008: 194-6), καθώς και αυτές που πρόσφατα βρέθηκαν στο Çatalhöyük, με απεικονίσεις λεοπάρδαλης και αρκούδας στη σφραγιστική επιφάνεια, άμεσα σχετιζόμενες με τα εικονιστικά θέματα που απαντώνται στις τοιχογραφίες και την ειδωλοπλαστική της θέσης (Türkcan 2007). 10 Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες σύνδεσης των μοτίβων που απαντώνται στις σφραγίδες με άλλα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού, κυρίως τη γραπτή κεραμεική και την ειδωλοπλαστική (π.χ. Naumov 2008; Ştefan 2009).

8


148

νω, πιο χαρακτηριστικό είναι το ακέραιο (και εξαιρετικά μικρού πάχους) περίαπτο από ελαφοκέρατο11: πανομοιότυπες εγκοπές μπορούμε να δούμε στα εντόσθια ενός ψαριού, στους μύες που εφάπτονται της ραχοκοκαλιάς12. Η επιλογή αυτού του «θέματος» αντηχεί τη σχέση της νεολιθικής κοινότητας με το άμεσο περιβάλλον της, τη λίμνη13˙ μία σχέση που δεν πρέπει να την αντιληφθούμε μόνο ως ένα σύστημα παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και ως ένα σύνολο μορφών και σχημάτων που προσδιόριζε την αισθητική των κατοίκων (Χουρμουζιάδης 2002: 254). Για τον Skeates (2007: 196, 2008: 182) δεν είναι τόσο σημαντικό το να μαντέψει κανείς τα ακριβή νοήματα που φέρουν οι εικόνες που δημιουργούνται από τα «σφραγιστικά» μοτίβα14, όσο το ίδιο το γεγονός της εύκολης, γρήγορης και ακριβούς αναπαραγωγής τους. Αν και η πλήρης μορφή, οι πιθανοί κανόνες και νοηματοδοτήσεις της οπτικής επικοινωνίας μέσα σε μία νεολιθική κοινότητα δεν μας σώζεται, γνωρίζουμε (αλλά και υποψια-

ΦΩΤΗΣ υΦΑΝΤΙΔΗΣ ζόμαστε) αρκετά για την ύπαρξη των μέσων επιτέλεσής της: η κεραμεική, τα κοσμήματα, η διακόσμηση του σώματος με χρώμα ή με άλλους τρόπους, κ.ο.κ. Η διαφορά αυτών των «εργαλείων» με μία «σφραγίδα» είναι η τυπογραφική αναπαραγωγή μίας συγκεκριμένης «εικόνας»˙ και ίσως έχουμε να κάνουμε στην περίπτωση της «σφραγίδας με το ψαροκόκαλο» με την αντιγραφή ενός συγκεκριμένου στοιχείου του άμεσου φυσικού περιβάλλοντος και την (επαναλαμβανόμενη) επικόλλησή του στο κοινωνικό περιβάλλον. Ακόμα και αν μπορούμε να επαληθεύσουμε το πώς, το γιατί και το για ποιον δεν μπορούν να ελεγχθούν πειραματικά. Δεν κατανοούμε, για παράδειγμα, γιατί αυτό το αντικείμενο είναι και το μοναδικό που βρέθηκε στα ανασκαφικά μας στρώματα15. Υποθέτουμε ότι η εικόνα (επικολλημένη στο σώμα; στο ρουχισμό;) αναφέρεται στη σχέση των κατοίκων με τη λίμνη (μία σχέση εξάρτησης με τον φυσικό της πλούτο; μία σχέση φόβου;). Δεν γνωρίζουμε αν το μοτίβο αυτό υπογράμμιζε νοηματικά ένα συγκεκριμένο γεγονός, μία συγκεκριμένη κοινωνική πρακτική16.

Υπάρχουν δύο γνωστά παραδείγματα κοσμημάτων από τη Νεολιθική Θεσσαλία με παρόμοιες εγκοπές που θυμίζουν ψαροκόκαλο: το πρώτο από το Σπήλαιο Θεόπετρας, κατασκευασμένο από το όστρεο Spondylus gaederopus και το δεύτερο από τα Πευκάκια κατασκευασμένο από λίθο. Το παράδειγμα της Θεόπετρας είναι σχεδόν όμοιο με το περίαπτο του Δισπηλιού, με τη διαφορά ότι δεν είναι επίπεδο αλλά κοίλο. Η Κυπαρίσση-Αποστολίκα θεωρεί πως αυτές οι εγκοπές είναι απλώς διακοσμητικές (2001: 113), αν και κατατάσσει το δεύτερο κόσμημα από τα Πευκάκια στα ζωόμορφα περίαπτα που απεικονίζουν ψάρια (2001: 62). 12 Η διαπίστωση αυτή έγινε –φυσικά– με τον απλούστερο τρόπο, την κατανάλωση ενός ψαριού. 13 Εκτός από τα αρχαιοϊχθυολογικά (Θεοδωροπούλου 2008) και αρχαιομαλακολογικά (Βεροπουλίδου 2009) διατροφικά δεδομένα, η σχέση με τη λίμνη προκύπτει και από άλλα στοιχεία του υλικού πολιτισμού του Δισπηλιού: εργαλεία και εξαρτήματα ψαρέματος (Στρατούλη 2008), αγγεία με τη μορφή βάρκας (Σωφρονίδου 2002), χάντρες και περίαπτα φτιαγμένα από σπόνδυλους ψαριών (Υφαντίδης 2006) κτλ. 14 Για παράδειγμα, η τάση μίας λεπτομερούς τυπολογικής ανάλυσης και σταχυολόγησης των μοτίβων των σφραγίδων εν είδει ενός συμβολικού αλφαβήτου (βλ. Makkay 1984; Dzhanfezova 2003; Naumov 2008). 15 Ο αριθμός των σφραγίδων που βρίσκονται σε κάθε θέση είναι εξαιρετικά μικρός, 4 με 5, όπως χαρακτηριστικά υπολογίζει ο Skeates (2007: 185, 195, 2008: 180). Λίγες είναι οι γνωστές εξαιρέσεις, όσο αφορά τη Νεολιθική Ελλάδα, όπως π.χ. στην περίπτωση της Νέας Νικομήδειας (Rodden 1965) ή του Σέσκλου (Πιλάλη-Παπαστερίου 1993), όπου ο αριθμός των σφραγίδων ξεπερνά τις 20. Αυτή η μικρή ποσότητα των σφραγίδων αρχικά εκπλήσσει, αν αναλογιστεί κανείς τόσο την ευκολία κατασκευής τους όσο και το ότι δεν πρόκειται για αντικείμενα από μία δυσεύρετη πρώτη ύλη. Μήπως πρέπει να θεωρήσουμε ότι δεν χρειαζόταν να ήταν πολλές σε αριθμό; Είναι πολύ πιθανό οι σφραγίδες να χρησιμοποιούνταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, και να μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά. 16 Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο εθνογραφικό παράδειγμα από τη φυλή Yamana στη Γη του Πυρός της Παταγονίας. Η κατανάλωση ενός συγκεκριμένου είδους ψαριού, του Eleginops maclovinus (η σαλιάρα της Παταγονίας), αποτελούσε taboo –αν και πολύτιμη πηγή ενέργειας– καθώς συνδεόταν μυθολογικά με τη διαπραγμάτευση 11


ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΛΛΗΣΗ; ΜΙΑ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΗΛΙΝΗ “ΣΦΡΑΓΙΔΑ” Λέγεται πως η απάντηση που έδωσε η θρυλική μορφή και «ιέρεια» του χορού του 19ου αιώνα, Isadora Duncan, όταν της ζητήθηκε να διευκρινίσει τη σημασία ενός μπαλέτου της ήταν αυτή: “If I could tell you what

149

it meant, there would be no point in dancing it”. Ας ελπίσουμε πως απλώς λησμονήσαμε τα βήματα του χορού, και με κάποιες –ίσως εξαντλητικές– πρόβες θυμηθούμε το γιατί και το για ποιον προοριζόταν ο χορός αυτός.

των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Σε ανδρικά μεταβατήρια τελετουργικά, όπως το kina, σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε η μεταμφίεση –με τη χρήση μασκών και ζωγραφικής πάνω στο σώμα– σε ψάρια, ανάμεσα στα οποία και η σαλιάρα (Fiore & Zangrando 2006).


ΦΩΤΗΣ υΦΑΝΤΙΔΗΣ

150

Βιβλιογραφία Akkermans, P. & K. Duistermaat 1997 Of storage and nomads: The sealings from Late Neolithic Sabi Abyad, Syria. Paléorient 22(2): 17-44. Budja, M. 1998 Clay tokens: Accounting before writing in Eurasia. Documenta Praehistorica XXV: 219-35. 2003 Seals, contracts and tokens in the Balkans Early Neolithic: Where in the puzzle? Documenta Praehistorica XXX: 115-30. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 2002 Πέρα από το χωράφι, τη λίμνη και το στάβλο. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 247-62. Θεσσαλονίκη: University Press. Çilingiroğlu, Ç. 2005 The concept of “Neolithic package”: Considering its meaning and applicability. Documenta Praehistorica XXV: 1-13. 2009 Of stamps, loom weights and spindle whorls: Contextual evidence on the function(s) of Neolithic stamps from Ulucak, İzmir, Turkey. Journal of Mediterranean Archaeology 22(1): 3-27. Cornaggia Castiglioni, O. 1956 Origini e distribuzione delle pintaderas preistoriche ‘euro-asiatiche’: Contributi alla conoscenza delle culture preistoriche della valle del Po. Rivista di scienze preistoriche XI: 10992. Dzhanfezova, T. 2003 Neolithic pintaderas in Bulgaria: Typology and comments on their ornamentation. In Early Symbolic Systems for Communication in Southeast Europe, Vol. 1 (ed. L. Nikolova): 97-108. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1139]. Fiore D. & A. F. J. Zangrando 2006 Painted fish, eaten fish: Artistic and archaeofaunal representations in Tierra del Fuego, Southern South America. Journal of Anthropological Archaeology 25: 371-89. Gheorghiu, D. 2008 Materiality, experiment, experientiality. In Prehistoric Stamps: Theory and Experiments (ed. D. Gheorghiu & R. Skeates): 85-103. Bucureşti: Editura Universităţii din Bucureşti. Gheorghiu, D. & R. Skeates (eds.) 2008 Prehistoric Stamps: Theory and Experiments. Bucureşti: Editura Universităţii din Bucureşti. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν. 2001 Τα Προϊστορικά Κοσμήματα της Θεσσαλίας. Αθήνα: Τ.Α.Π.Α. Makkay, J. 1984 Early Stamp Seals in South-east Europe. Budapest: Akadémiai Kiadó. Μητσοπούλου, Τ. 1992 Θεσσαλικές και κινεζικές σφραγίδες. Στο Διεθνές Συνέδριο για την Αρχαία Θεσσαλία στη Μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη: 154-65. Αθήνα: Τ.Α.Π.Α. Naumov, G. 2008 Imprints of the Neolithic mind: Clay stamps from the Republic of Macedonia. Documenta Praehistorica XXXV: 185-204. Perlès, C. 2001 The Early Neolithic in Greece: The First Farming Communities in Europe. Cambridge: Cambridge University Press. Πιλάλη-Παπαστερίου, Α. 1993 Οι Ανασκαφές του Δ. Ρ. Θεοχάρη στο Νεολιθικό Οικισμό του Σέσκλου: Μικροαντικείμενα ΙΙ (Χάνδρες, Περίαπτα, Ενώτια, Σφραγίδες, ‘Τράπεζες’). Θεσσαλονίκη.


ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΛΛΗΣΗ; ΜΙΑ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΗΛΙΝΗ “ΣΦΡΑΓΙΔΑ”

151

Prijatelj, A. 2007 Digging the Neolithic stamp-seals of SE Europe from archaeological deposits, texts and mental constructs. Documenta Praehistorica XXXIV: 231-56. Rodden, R. J. 1965 An Early Neolithic village in Greece. Scientific American 212(3): 82-92. Skeates, R. 2007 Neolithic stamps: Cultural patterns, processes and potencies. Cambridge Archaeological Journal 17(2): 183-98. 2008 Embodiment and visual reproduction in the Neolithic: The case of stamped symbols. Documenta Praehistorica XXXV: 179-84. Σωφρονίδου, Μ. 2002 Η κεραμεική: Βασικές παρατηρήσεις. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 185-215 Θεσσαλονίκη: University Press. Ştefan, C. E. 2009 A few remarks concerning the clay stamp-seals from the Gumelniţa culture. Studii de Preistorie 6: 149-63. Στρατούλη, Γ. 2008 Νεολιθικά αγκίστρια από το Δισπηλιό Καστοριάς. Ανάσκαμμα 2: 13-24. Θεοδωροπούλου, Τ. 2008 Ο άνθρωπος και η λίμνη: Ψαράδες και ψαρέματα στο προϊστορικό Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 2: 25-45. Türkcan, A. I. 2007 Is it goddess or bear? The role of Çatalhöyük animal seals. Documenta Praehistorica XXXIV: 257-66. Umurtak, G. 2000 Some observations about the seals of the Neolithic and Early Chalcolithic periods in the Burdur-Antalya regions. Adalya 4: 1-20. Βεροπουλίδου, Ρ. 2009 Λιμναία όστρεα και χερσαία σαλιγκάρια από το Νεολιθικό Δισπηλιό Καστοριάς. Ανάσκαμμα 3: 13-26. Υφαντίδης, Φ. 2006 Τα Κοσμήματα του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιού Καστοριάς: Παραγωγή & Χρήση μίας ‘Αισθητικής Εργαλειοθήκης’. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Μεταπτυχιακή εργασία].


ΦΩΤΗΣ υΦΑΝΤΙΔΗΣ

152

Summary Copy and paste? A Neolithic clay “stamp” Fotis Ifantidis

A brief outline of the current discussion on the Neolithic “stamps” archaeological literature introduces the presentation of a “stamp” found at the lakeside Neolithic settlement of Dispilio, Greece. This clay “stamp” bears an unique motif resembling to a fish spine. The description of the characteristics concerning its morphological and technological attributes and the analogies of its decorative elements with other artifacts is followed by the results retrieved by an experimental reproduction of the motif of this “stamp” on textile and on human body surfaces. Although the form, the possible syntax

and grammar, and the meanings of the practices of visual communication in a Neolithic society are not accessible to us in entirety, we are quite aware that these practices existed: either in the form of decorated pottery or in body adornment, to name but a few. The difference that one could discern in a “stamp” is its ability to reproduce typographically one specific “image”. In our case, the “stamp” with the fish-bone motif could be thought as the objectification of “copying” an element of the near physical environment (the lake) and its (repetitive) “pasting” into the social environment.





156

ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ








Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.