Κειμενο Εργασίας 57

Page 1

ISSN: 2407-9863

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

57

ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

1919-1922 Δρ Γεώργιος Χρυσοχού

ΤΟΜΕΑΣ Α’

1

Ιούνιος 2017


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Η Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων (ΑΣΑ), είναι ανεξάρτητος επιστημονικός - ερευνητικός φορέας, μια «δεξαμενή σκέψης», με νομική μορφή αστικού σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το 2014 με έδρα την Αθήνα. Τα ιδρυτικά μέλη και τη βάση των μελών της ΑΣΑ αποτελούν επιστήμονες που προέρχονται από τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, που είναι διδάκτορες ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων ή κάτοχοι άλλων υψηλού επιπέδου τίτλων σπουδών, με πλούσιο επιστημονικό, ερευνητικό και συγγραφικό έργο και συνεργασία με ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, κέντρα μελετών και ινστιτούτα, σε διάφορα επιστημονικά πεδία. Επίσης, μέλη της ΑΣΑ είναι προσωπικότητες του διπλωματικού και ακαδημαϊκού χώρου και άλλοι επιστήμονες υψηλού κύρους με επιστημονική δραστηριότητα σε γνωστικά αντικείμενα τα οποία συνάδουν προς τους σκοπούς της. Σκοπός της ΑΣΑ είναι η ανάπτυξη επιστημονικού έργου και δράσεων στα πεδία των Στρατηγικών Σπουδών, της Άμυνας, της Ασφάλειας και της Εξωτερικής Πολιτικής, η εκπόνηση επιστημονικών αναλύσεων, ερευνών και μελετών καθώς και η παροχή εξειδικευμένων συμβουλευτικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Για την υλοποίηση των στόχων της η ΑΣΑ έχει οργανώσει τέσσερεις Επιστημονικούς Τομείς: (1) Ανάλυσης Στρατηγικού Περιβάλλοντος, (2) Ανάλυσης Αμυντικής Πολιτικής και Ασφάλειας (3) Ανάλυσης Συστημάτων, Τεχνολογίας και Οικονομίας, (4) Επιχειρησιακής Έρευνας, Διοικήσεως και Ελέγχου. Μεταξύ των στόχων της ΑΣΑ περιλαμβάνεται η ανάπτυξη συνεργασιών με διεθνείς οργανισμούς, με ακαδημαϊκούς - επιστημονικούς φορείς και άλλα κέντρα επιστημονικής έρευνας με συναφές αντικείμενο, καθώς και με έγκυρους επιστήμονες, στρατιωτικούς, διπλωμάτες, κ.ά., στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ιδίως στο ευρω-ατλαντικό και το ευρύτερο μεσογειακό περιβάλλον.

Φειδίου 10, 10678 ΑΘΗΝΑ www.acastran.org asa@acastran.org https://www.facebook.com/AcademyStrategicAnalyses

Μελέτει το παν - Ακούων όρα - Γνους πράττε

2


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Το γεωπολιτικό πλαίσιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919-1922

Δρ Γεώργιος Χρυσοχού

ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 57 Ιούνιος 2017

3


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – Νο57 / Ιούνιος 2017 Τίτλος: ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ Συγγραφέας: Δρ Γεώργιος Χρυσοχού

Εκδότης: Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων (ΑΣΑ) Σχεδιασμός – ηλεκτρονική επεξεργασία: ΑΣΑ – Φίλιππος Παρίσης Copyright © Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων Φειδίου 10, 10678 ΑΘΗΝΑ, asa@acastran.org http://www.acastran.org https://www.facebook.com/AcademyStrategicAnalyses ISSN: 2407-9863 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

4


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Σχετικά με τον συγγραφέα O Δρ Γεώργιος Χρυσοχού είναι Πλωτάρχης ΠΝ, Κυβερνήτης Κανονιοφόρου, ενώ παράλληλα ανήκει στο διδακτικό προσωπικό της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και της Ναυτικής Σχολής Πολέμου. Κατέχει μεταπτυχιακή εξειδίκευση στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές Ασφαλείας από το Πανεπιστήμιο Cranfield του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι Διδάκτωρ Γεωπολιτικής και Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών συγγραμμάτων, τα οποία έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχοντας λάβει μέρος σε ευρύ αριθμό διεθνών συνεδρίων. Είναι παράλληλα τακτικό μέλος ερευνητικών κέντρων, ακαδημιών και δεξαμενών σκέψεως όπως η Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων (ΑΣΑ), το Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, το Geostrategic Forecasting Corporation, το Greenwich Maritime Centre, η Επιτροπή Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης κ.α.

5


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

6

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Περίληψη

Η ιστορία διαρκώς επιβεβαιώνει ότι οι ανακατατάξεις μεγάλων οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων επιφέρουν στους λαούς μεγάλες καταστροφές και ανθρώπινες απώλειες. Η βίαιη αναμέτρηση μεταξύ των εκάστοτε παλαιών μεγάλων δυνάμεων με τις νέες ανερχόμενες, που διεκδικούν μερίδιο στη διεθνή ισχύ και τα οφέλη της, αποτελεί συνήθως τον κανόνα της ανατροπής μιας υπάρχουσας κατάστασης μεγάλων γεωπολιτικών συμφερόντων και ισορροπιών από μια νέα. Το παράδειγμα των αρχών του 20ου αιώνα είναι χαρακτηριστικό της ανωτέρας πραγματικότητας, καθόσον η διαμορφούμενη εκείνη την εποχή κατάσταση εμφανώς σήμαινε την αναμέτρηση των τότε μεγάλων δυνάμεων, τόσο για τη δημιουργία, όσο και την εκμετάλλευση αποικιών στην Αφρική, αλλά επίσης τον ατέρμονο ανταγωνισμό που αφορούσε στον προσεταιρισμό των προερχόμενων κρατών και εδαφών από το διαμελισμό της μεγάλης σε έκταση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τον ανταγωνισμό για την εξασφάλιση των νέων ενεργειακών πόρων προς Ανατολάς, αλλά και την προσπάθεια εδραίωσης της κυριαρχίας μεγάλων ηπειρωτικών δυνάμεων στη γηραιά ήπειρο σε αντιπαράθεση με τις μεγάλες θαλασσοκράτειρες δυνάμεις της εποχής, οδήγησαν πρώιμα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη γένεση του νεότερου Ανατολικού Ζητήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κοινωνικές διεκδικήσεις για αυτοδιάθεση και ελευθερία των εθνών που βρίσκονταν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, έμελλε να αποτελέσει κομβικό ιστορικό σταθμό για τις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, αλλά πολύ περισσότερο, όμως, για την Ελλάδα και την Τουρκία. Συνεπώς, η εμπλοκή της Ελλάδας, ως υπερασπίστρια των Ελληνικών πληθυσμών που απειλούνταν από Βορρά και Ανατολή, ήταν αναπόφευκτη. Όμως, η γεωστρατηγική σημασία της στην περιοχή της Ευρασίας θα επέφερε την εμπλοκή των εκάστοτε συμμάχων μνηστήρων της, δημιουργώντας αναπόφευκτα την εσωτερική πολιτική κρίση και τον «εθνικό διχασμό». Η πίστη από ελληνικής πλευράς της πραγμάτωσης της «Μεγάλης Ιδέας» για τη δημιουργία ενός κράτους «των δύο ηπείρων και

7


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

των πέντε θαλασσών», δημιούργησε μεγάλες γεωπολιτικές φιλοδοξίες, κάτι που άρχισε να επιβεβαιώνεται με την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1919. Όμως, η επακόλουθη της αλλαγής του πολιτικού σκηνικού στη χώρα αλλαγή πλεύσης της στρατηγικής υλοποίησης των γεωπολιτικών σχεδίων των Μεγάλων Δυνάμεων, σε συνδυασμό με τα στρατηγικά λάθη της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, θα άφηναν την Ελλάδα εκτός της αρχικής μοιρασιάς. Την ίδια στιγμή θα αναδείκνυαν ως εγγυητή του δυτικού δόγματος του Ανατολικού Ζητήματος τον Μουσταφά Κεμάλ που πλέον θα προέβαλλε το υπό σύσταση τουρκικό κράτος ως τον κύριο «εγγυητή» της περιφερειακής ασφάλειας προς όφελος της Δύσης μετά την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια, οι παραπάνω γεωπολιτικές, διπλωματικές και στρατηγικές διεργασίες θα οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην ελληνική ήττα και τη Μικρασιατική Καταστροφή.

The geopolitical context of the Hellenic military campaign in Minor Asia from 1919 to 1922 Abstract History constantly confirms that the upheavals of major economic and geopolitical interests bring catastrophes and massive loss of life. The violent confrontation among the existing great powers and the emerging ones, the latter claiming their stake in international power and the subsequent benefits, usually constitutes the rule of overturning an existing condition of major geopolitical interests and balances by a new one. The example of the early 20th century is characteristic of the aforementioned reality since the emerging situation of that era clearly meant the confrontation among the great powers for both the creation and the exploitation of colonies in Africa, but also the endless competition relating to the annexation or winning over those territories derived from the dissolution of the large Ottoman Empire. This situation, combined with the technological developments of the time, the western competition to secure new energy resources eastwards and the effort to consolidate the dominance of large continental powers in Europe, led

8


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

relatively early to the First World as well as to the genesis of the modern ‘‘Eastern Question’’. In this context, the social demands for self-determination and freedom, made by the nations under the Ottoman rule, constituted an historical milestone for the European powers, however much more for Greece and Turkey. Therefore, the direct involvement of Greece, posing itself as the defender of Greek populations threatened by the North and East, was inevitable. Nevertheless, the geostrategic importance of Greece in Eurasia would entail the involvement of its respective allies, unavoidably creating internal political and social crisis and consequently the ‘national discordance’. The deep belief of the Greek side of the realization of ‘‘Megali Idea’’, relating to the creation of a state ‘‘of two continents and five seas’’, created great geopolitical ambitions, which began to be confirmed with the launch of the Greek-Turkish war in 1919. However, the diversion of the Great Powers’ implementation strategy of their geopolitical plans - following the change to the political scene of the country - in conjunction with the strategic mistakes of the Greek military leadership, would leave Greece out of the initial deal. At the same time, that new strategy would push forward Mustafa Kemal, who would then be bringing forth a new state under formation process – Turkey - as guarantor of the western doctrine for the “Eastern Question” after the dissolution of the Ottoman Empire. Consequently, these geopolitical, diplomatic and strategic processes would lead inexorably to the Greek defeat and the Asia Minor Catastrophe.

9


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Εισαγωγή

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στην εξέλιξη της πορείας της η ανθρωπότητα βιώνει οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές αναταραχές, πιέσεις για ανακατάταξη γεωπολιτικών ζωνών επιρροής από τις κατά καιρούς Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και οικονομικές και ένοπλες συγκρούσεις. Οι εν λόγω συγκρούσεις προέρχονται κυρίως από την ανακατάταξη μεγάλων οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων που λαμβάνουν χώρα κατά περιόδους επιφέροντας δυστυχώς στους λαούς μεγάλες καταστροφές και χιλιάδες νεκρούς. Πρόδηλα, η ιστορία έχει επιβεβαιώσει ότι σχεδόν ποτέ δεν ανατρέπεται μια υπάρχουσα κατάσταση μεγάλων συμφερόντων και ισορροπιών από μια νέα, χωρίς τη βίαιη αναμέτρηση μεταξύ των παλαιών Μεγάλων Δυνάμεων με τις νέες ανερχόμενες που διεκδικούν μερίδιο στη διεθνή ισχύ και τα οφέλη της. Τέτοιου είδους συνθήκες διεθνών ανακατατάξεων με τεχνολογικές εξελίξεις και νέους πόρους ενέργειας, επιφέροντας τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις, λάμβαναν χώρα και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ομολογουμένως, εκείνη την εποχή το μεγάλο επίτευγμα ήταν οι κινητήρες εσωτερικής καύσεως και διακαής πόθος η εξεύρεση περιοχών που υπάρχει πετρέλαιο. Η διαμορφούμενη εκείνη κατάσταση εμφανώς σήμαινε την αναμέτρηση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, τόσο για τη δημιουργία, όσο και την εκμετάλλευση αποικιών στην Αφρική, αλλά επίσης τον ατέρμονο ανταγωνισμό που αφορούσε στον προσεταιρισμό των προερχόμενων εδαφών και κρατών από το διαμελισμό της μεγάλης σε έκταση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν με άλλα λόγια η γένεση του νεότερου Ανατολικού Ζητήματος1, το οποίο παράλληλα με τις κοινωνικές διεκδικήσεις για αυτοδιάθεση και ελευθερία των εθνών που βρίσκονταν κάτω από τον Οθωμανικό

1

Η έννοια «Ανατολικό Ζήτημα», έχει μια ιστορική διαδρομή η οποία ξεκινά με την καθιέρωσή του ως διπλωματικός όρος στο συνέδριο της Βερόνας το 1822, το οποίο είχε συγκληθεί για να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ελληνικής επανάστασης του 1821. Στο συνέδριο αυτό οι εκπρόσωποι της τότε πενταπλούς ευρωπαϊκής συμμαχίας (Γαλλία, Αγγλία, Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία) απεκάλεσαν Ανατολικό Ζήτημα το πρόβλημα που δημιουργούσε στις διεθνείς σχέσεις της εποχής η ελληνική εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το οποίο εντασσόταν στο πλαίσιο των ήδη σοβαροτάτων και ιδιαίτερα δυσεπίλυτων ρωσοτουρκικών σχέσεων. Βλ. Μ. Λάσκαρη, Το Ανατολικό

10


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

ζυγό, έμελλε να αποτελέσει κομβικό ιστορικό σταθμό για τις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, αλλά πολύ περισσότερο, όμως, για την Ελλάδα και την Τουρκία. Τουτέστιν, σε αυτές τις διεθνείς ανακατατάξεις και συγκρούσεις συμφερόντων, που πρώιμα οδήγησαν στον πολύνεκρο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν ήταν δυνατόν να μην υπάρξει εμπλοκή της Ελλάδας, ως υπερασπίστρια των Ελληνικών πληθυσμών που απειλούνταν από Βορρά και Ανατολή.2 Ούτως ή άλλως, όμως, η γεωστρατηγική σημασία της θέσης της Ελλάδας στην περιοχή της Ευρασίας, δεν θα άφηνε αδιάφορους τους εκάστοτε σύμμαχους μνηστήρες αυτής. Σε αυτό το γεωπολιτικό σκηνικό, η επιλογή της Ελλάδας για στρατόπεδο συμμαχιών δημιούργησε αναπόφευκτα και εσωτερική πολιτική κρίση, φτάνοντας στον «εθνικό διχασμό» μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και βασιλέως Κωνσταντίνου. 3 Η αρχική συμμαχία της Ελλάδας υπό το Βενιζέλο με την Αντάντ, έδωσε την τότε ελπίδα για τη δημιουργία της χώρας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», κάτι που άρχισε να επιβεβαιώνεται με την έναρξη του Ελληνοτουρκικού

Ζήτημα, 1800-1923, τόμος Α΄, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα 2006. Μετά τη δημιουργία του Νεοελληνικού Κράτους με τη Συνθήκη Ανεξαρτησίας του 1830 (Πρωτόκολλο του Λονδίνου), η πορεία του τότε Ανατολικού Ζητήματος θα περάσει διακυμάνσεις σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μέχρι και την υπογραφή της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου το 1878 με την οποία έκλεισε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της υδροκέφαλης Βουλγαρίας και των έλεγχο των Βαλκανίων από τα ρωσικά συμφέροντα. Το επακόλουθο ήταν ότι μια τέτοια μια μονοπωλιακή προσπάθεια λύσης του Ανατολικού Ζητήματος από Ρωσικής πλευράς να μην ευοδωθεί, καθόσον οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις στο Συνέδριο του Βερολίνου εντός του ίδιου έτους αναίρεσαν τα προνόμια των Ρώσων. Αυτή την εποχή η Ελλάδα επωφελήθηκε με αυτή την έκβαση, προσαρτώντας την Άρτα και τα εδάφη της Θεσσαλίας το 1881. Έτσι, μετά από αυτά τα γεγονότα, το Ανατολικό Ζήτημα απέκτησε την νεότερη υπόστασή του, όπου το κέντρο βάρους των Μεγάλων Δυνάμεων εντοπίσθηκε στην άσκηση επιρροών επί των νεοδημιουργηθέντων βαλκανικών κρατιδίων (ανεξαρτήτων ή αυτόνομων) τα οποία είχαν προκύψει από εξεγέρσεις και κινήματα εναντίον των Οθωμανών. Οι αλληλοδιεκδικήσεις και μεταξύ των εν λόγω κρατιδίων αλλά και σε βάρος των Οθωμανών κατακτητών, μέσα από τη διαρκή επιρροή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, θα φέρουν στο φως τα γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα του 1904-1908 και θα οδηγήσουν τελικά στις μεγάλες συρράξεις των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13, οι οποίες υπήρξαν προοίμιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βλ. Μ. Λάσκαρη, ό.π. 2

Ιδιαίτερα εμφανώς κατά τον Μακεδονικό Αγώνα του 1904 – 1908 με τον κατατρεγμό των Ελλήνων σε τουρκοκρατούμενες και βουλγαροκρατούμενες περιοχές, αλλά και αργότερα, μέχρι και το τέλος των βαλκανικών πολέμων. 3

Η Ελλάδα ή θα εξυπηρετούσε την τακτική των συμφερόντων των «Κεντρικών Αυτοκρατοριών» (Γερμανίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Βουλγαρίας και αργότερα Τουρκίας), ή θα συμμαχούσε με την Αντάντ (της θαλασσοκράτειρας Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας και της Σερβίας). Με την Ελλάδα τελικά να μην αποφασίζει με ποιον από τους δυο μεγάλους συνασπισμούς των εμπολέμων θα συνταχθεί υπέρ, οι ξένες δυνάμεις άρχισαν να παζαρεύουν με τις συνορεύουσες της Ελλάδας χώρες δίνοντας τους ως αντάλλαγμα κομμάτια της Ελληνικής επικράτειας. Συνεπώς, η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη πλέον να αντιδράσει και να εμπλακεί. Βλ. Toynbee Arnold J., The Western Question in Greece and Turkey: A Study in the Contact of Civilisations, Boston: Houghton Mifflin, 1922.

11


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

πολέμου το 1919 και τις πρώτες ελληνικές στρατιωτικές επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας. Ουσιαστικά, δηλαδή, υπήρχαν έντονες γεωπολιτικές βλέψεις και από ελληνικής πλευράς, οι οποίες έμοιαζαν στην αρχή να συμπλέουν με αυτές των μεγάλων δυνάμεων της Αντάντ. Η επιστροφή, όμως του βασιλέα Κωνσταντίνου 4 μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου συνετέλεσε σταδιακά στη διακοπή της οικονομικής βοήθειας από τους συμμάχους και την αλλαγή πλεύσης στη στρατηγική υλοποίησης των γεωπολιτικών τους σχεδίων, με την Ελλάδα εκτός της αρχικής μοιρασιάς. Έτσι, οι πρώην σύμμαχοι κέρδιζαν χρόνο προκειμένου να μεθοδεύσουν την στρατιωτική τους απεμπλοκή τους από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, αποκομίζοντας όμως τα σχετικά οφέλη τους, ενώ οι Μεγάλες Συμμαχικές Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία, καθώς και οι διεθνώς ανερχόμενες τότε ΗΠΑ) ξεκίνησαν διπλωματικές διεργασίες εξασφάλισης των οικονομικών και γεωπολιτικών τους συμφερόντων σε μυστικές συνεννοήσεις με την Τουρκία5, η οποία και θα διαδραμάτιζε πλέον το ρόλο του εγγυητή του δυτικού δόγματος του Ανατολικού Ζητήματος, ως αυτό επεξηγείται παρακάτω, προς όφελος των Μεγάλων Δυνάμεων.6 Οι παραπάνω πολιτικές και διπλωματικές διεργασίες και γεωπολιτικές κινήσεις, κατέστησαν πρόδηλη την ελληνική ήττα στη Μικρασιατική Εκστρατεία, σε συνδυασμό βέβαια με μια σειρά από στρατηγικά λάθη της Ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας. Τουτέστιν, πέραν από την καθαρά ιστορική / πολιτική και στρατιωτική ανάλυση του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922, θα ήταν σκόπιμο να αποδοθεί εκτενώς το γεωπολιτικό πλαίσιο που συνέβαλλε, μεταξύ άλλων αιτιών, στην έναρξη και το τελικό αποτέλεσμα αυτής. Γι’ αυτό, αρχικώς, θα πρέπει να επεξηγηθεί ως ένα βαθμό το γεωπολιτικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής, ήτοι της Ευρασίας, στις αρχές του 20ου αιώνα.

4

Τον άνθρωπο που σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων ιστορικών οι χώρες της Αντάντ θεωρούσαν υπαίτιο για την παράταση του πολέμου και τον χαμό μερικών εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών τους στο μέτωπο του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. 5

Η οποία μέσω του εξαιρετικά οξυδερκούς ηγέτη της Μουσταφά Κεμάλ, έκανε τις απαραίτητες παραχωρήσεις, δίνοντας τα ανταλλάγματα που ζητούσαν οι «Σύμμαχοι», ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε βοήθεια και τον στρατιωτικό εξοπλισμό που άφησαν πίσω τα αποχωρούντα στρατεύματα της Αντάντ. Βλ. εκτενώς το κεφάλαιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας στην Ιστορία Δέσμης Γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ, 1993. 6

Ως ανάχωμα στην επέκταση της νέας μεγάλη απειλής, πλην πρώην συμμάχου, που άκουγε στο όνομα Ρωσία, η οποία σε συνδυασμό με τη Γερμανία που σε λανθάνουσα μορφή τρομακτικής ανασυγκρότησης θα αναβίωνε τα γεωπολιτικά επεκτατικά της σχέδια αργότερα, αποτελούσε το ζευγάρι (αν και εχθροί μεταξύ τους) που θα επικέντρωνε τα βλέμματα της Δύσης εντεύθεν.

12


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Το γεωπολιτικό περιβάλλον της Ευρασίας και η διαμόρφωσή του στις αρχές του 20ου αιώνα

Ο όρος «Ευρασία» υποδηλώνει ένα ενιαίο ηπειρωτικό συγκρότημα, μια αδιαίρετη οντότητα, η οποία αποτελείται από τις ηπείρους Ευρώπη και Ασία. Πολλοί νεότεροι γεωγράφοι χαρακτηρίζουν την Ευρώπη ως Χερσόνησο της Ευρασίας. Τόσο η ύπαρξη του μεγάλου φυσικού πλούτου, όσο και το γεγονός, ότι κατέχει τα ¾ των παγκοσμίως γνωστών ενεργειακών πόρων, την καθιστούν εξαιρετικής γεωπολιτικής σημασίας περιοχή. Στην Ευρασία βρίσκονται τα ισχυρότερα, από πολιτικής απόψεως, δυναμικά κράτη, ενώ φιλοξενεί επίσης τα ¾ του παγκόσμιου πληθυσμού και αντικατοπτρίζει περίπου το 60% του παγκόσμιου Α.Ε.Π. Επιπλέον, σε αυτήν βρίσκονται οι έξι μεγαλύτερες οικονομίες και παρατηρείται η μεγαλύτερη κατανάλωση αμυντικού υλικού, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και όλες πλην των Η.Π.Α παγκόσμιες δυνάμεις που διαθέτουν πυρηνικά όπλα. Επίσης, οι δύο πολυπληθέστεροι διεκδικητές της περιφερειακής ηγεμονίας και της παγκόσμιας επιρροής – η Ρωσία και η Κίνα- αλλά και η Ινδία, η οποία αναπτύσσεται ραγδαία προς την αυτή κατεύθυνση, είναι ευρασιατικές δυνάμεις. Η δύναμη της Ευρασίας υπερτερεί σε μεγάλο βαθμό εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, εντούτοις, η εδαφική της ακεραιότητα είναι τόσο μεγάλη, που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια για ενιαία πολιτική. Αναμφισβήτητα, η γεωγραφική ενότητα που δημιουργείται εξαιτίας της εγγύτητας των ηπείρων της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, ανέδειξε τη σπουδαιότητα της «Παγκόσμιας Νήσου». Αρχικά, σύμφωνα με το μεγάλο Βρετανό γεωπολιτικό θεωρητικό Sir Hafford Mackinder (1861-1947), την «καρδιά» της Γης αποτελούσε μια περίκλειστη περιοχή της Ρωσίας η οποία δεν βρεχόταν από καμία θάλασσα. Καθώς όμως το μεγαλύτερο μέρος της Γης αποτελείται από υδάτινη μάζα(θάλασσα), η ξηρά αποτελεί ένα «Παγκόσμιο νησί» (World island), του οποίου μοχλό αποτελούσε η Ασία και η Ανατολική Ευρώπη (Ευρασία). Η περιοχή αυτή αποτελείται από δύο τόξα: το εξωτερικό τόξο ή αλλιώς «Παγκόσμια Νήσος», το οποίο

13


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

«αγκαλιάζει» τη χερσαία επιφάνεια σχεδόν όλης της Γης (Αφρική, Ωκεανία, Αμερική) και το εσωτερικό, ή αλλιώς, σύμφωνα με τον μετέπειτα, εξίσου σπουδαίο Αμερικανό γεωπολιτικό θεωρητικό, και συνεχιστή της θεωρίας του Mackinder, Nicolas Spykman (1893-1943), «η περίμετρος, η οποία αγκαλιάζει την περιοχή της Ευρασίας». Για τον Mackinder, «[ό]ποιος είναι κυρίαρχος της Ανατολικής Ευρώπης, κυβερνά την Καρδιά της γης (Ρωσία). Όποιος κυβερνά την Καρδιά της γης εξουσιάζει την Παγκόσμια Νήσο (Ευρασία, Αφρική). Όποιος εξουσιάζει την Παγκόσμια Νήσο, κυβερνά τον Κόσμο»,7 (Βλ. Σχήμα 1), ενώ για τον Spykman «[ό]ποιος ελέγχει την περίμετρο κυβερνά την Ευρασία. Όποιος κυβερνά την Ευρασία, ελέγχει τα πεπρωμένα του κόσμου».8 (Βλ. Σχήμα 2) Σχήμα 1 Παγκόσμιος Γεωπολιτικός Χάρτης του Mackinder (1943)

Πηγή: G. Chaliand & J. P. Rageau, Strategic Atlas, Penguin Books Ltd, Harmondsworth - UK, 1985, σελ. 21.

7

Βλ. H.J. Mackinder, «The Geographical Pivot of History», Geographical Journal, 1904.

8

Βλ. Ο. Βιδάλη, Το Σύγχρονο Γεωπολιτικό Περιβάλλον και η Εθνική μας Πολιτική, Ελληνική Ευρωεκδοτική 1988, σελ. 19-24, όπου αναλύεται το έργο του Spykman στο πόνημά του «Geography Of The Peace».

14


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Σχήμα 2 Βασικές έννοιες της θεωρίας του Spykman

Πηγή: C. S. Gray, The Geopolitics of Super Power, University Press of Kentucky, Lexington, 1988

Έχοντας σχεδόν αδιάλειπτα, από το Μεσαίωνα και μετά, την πρωτοκαθεδρία στην εν λόγω περιοχή, η Ρωσία κατέβαλε συνεχώς προσπάθειες για έξοδό της προς την Μεσόγειο, μέσω της Μαύρης Θάλασσας, κάτι το οποίο ο Mackinder θεωρούσε εφικτό, δεδομένης της γεωγραφικής της θέσης (κέντρο του κόσμου).9

9

Για πρώτη φορά, η πρόθεση της Ρωσίας να αποκτήσει πρόσβαση στις θερμές θάλασσες κατέστη σαφής το 968 όταν οι Ρως του Κιέβου, μετά από πρόσκληση του Βυζαντίου, κατέλαβαν τη Βουλγαρία και επιχείρησαν ανεπιτυχώς να μεταφέρουν τη πρωτεύουσα τους στη βουλγαρική πόλη Πρεσλάβ. Ακολούθησε στη συνέχεια ο «εκχριστιανισμός» του ρωσικού πριγκιπάτου, επιλογή με έντονα πολιτικό χαρακτήρα που απέβλεπε στην έξοδο των Ρως στις θερμές θάλασσες. Ιδίως την περίοδο του Μεγάλου Πέτρου (1672-1725) η ρωσική εξωτερική πολιτική θα έκανε χρήση κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου για την ευόδωση του στρατηγικού οράματός της. Η ευκαιρία δόθηκε με τις πρώτες εξεγέρσεις των υπόδουλων εθνοτήτων εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H ρωσική προπαγάνδα, με πρόσχημα τις διαδεδομένες λαϊκές αντιλήψεις περί «ομοδόξων απελευθερωτών από τη Μοσχοβία», υποδαύλιζε την εξέγερση των υπόδουλων (Oρθοδόξων) Eλλήνων, επιχειρώντας τη διείσδυσή της στους ελληνικούς πληθυσμούς. Η πλέον χαρακτηριστική αυτών των εξεγέρσεων ήταν τα λεγόμενα «ορλωφικά», τα οποία σχεδιάσθηκαν και οργανώθηκαν από ρώσους αξιωματούχους το 1770 στην Πελοπόννησο. Με την άσκηση αυτής της πολιτικής η Ρωσία ήλπιζε να αποσταθεροποιήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία εκ των έσω, επιχειρώντας, παράλληλα, σειρά πολεμικών συρράξεων εναντίον της. Οι προσπάθειές της ευοδώθηκαν στο πλαίσιο των Συνθηκών του Kιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) και Ιασίου (1792) οι οποίες επεξέτειναν τη ρωσική κυριαρχία σε όλη την περιοχή που εκτείνεται από τις εκβολές του Δούναβη έως το Κέρτς και το

15


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Η διαρκής επέκταση της Ρωσίας στην Ευρασία υπαγορεύονταν από τη στρατηγική επιδίωξή της να αποκτήσει ελεύθερη πρόσβαση σε κρίσιμες θαλάσσιες οδούς. Οι πόλεμοι δε κατά του Βασιλείου της Σουηδίας (και η ίδρυση της Αγίας Πετρούπολης), όπως και οι συχνές συγκρούσεις με την Πολωνία-Λιθουανία, το Χανάτο της Κριμαίας και την Οθωμανική Αυτοκρατορία εντάσσονταν σε αυτήν ακριβώς την στρατηγική επιδίωξη. Ιδίως, μετά τη δυναμική επέκταση της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία και την κατάρρευση της Πολωνίας, η δυναμική της επέκτασής της θα κινείτο τόσο στην κατεύθυνση των Βαλκανίων με κεντρικό στόχο την Κωνσταντινούπολη και τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου, όσο και στον Περσικό Κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό. Το πρώτο σκέλος της επέκτασης προς τα Βαλκάνια και τις θερμές θάλασσες αποτέλεσε ακριβώς τη βάση του πρώτου δόγματος της Δύσης για το Ανατολικό ζήτημα: κατ’ αυτό το δόγμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα πρέπει να παραμείνει αρραγής προκειμένου να λειτουργεί ως τροχοπέδη στην έξοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες μέσω των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων. Είναι πρόδηλο ότι η θαλασσοκράτειρα την περίοδο εκείνη Μ. Βρετανία δεν θα επέτρεπε επ’ ουδενί την εμφάνιση μίας δύναμης που θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά σε βάρος της, πολύ περισσότερο μίας νέας ναυτικής δύναμης που λόγω γεωγραφικής θέσης, ενεργειακών πόρων, πληθυσμού και στρατηγικών επιδιώξεων θα μπορούσε να καταστεί ο παγκόσμιος ηγεμόνας κλονίζοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, την επί αιώνες εδραιωμένη ηγεμονία της. Επομένως, το ευρύτερο Ανατολικό ζήτημα και οι για μεγάλο χρονικό διάστημα συγκρούσεις Ρώσων, Οθωμανών και των υπολοίπων μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που είναι άρρηκτα συνυφασμένες με αυτό, εξέφραζαν ουσιαστικά την αγωνία των υπολοίπων μεγάλων δυνάμεων μήπως η Ρωσία λόγω γεωγραφικής θέσης, μεγάλης διαθεσιμότητας φυσικών πόρων και εφόσον αποκτούσε πρόσβαση μέσω Βοσπόρου σε ανεμπόδιστους εμπορικούς διαύλους, θα αναβάθμιζε εξαιρετικά τη θέση της στο διεθνές σύστημα της εποχής, ενώ μάλιστα σε περίπτωση που θα αποκτούσε έναν στόλο ικανό να κινείται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη θα μπορούσε να διεκδικήσει την παγκόσμια κυριαρχία. Ταγκανρόγκ. Πλέον τα ρωσικά πλοία ήταν ελεύθερα να πλέουν στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ η Ρωσία αναγορεύτηκε και τυπικά η προστάτιδα των Oρθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βλ. N. H. Baynes & H. St. L. B. Moss, Byzantium: An Introduction to East Roman Civilization, Oxford University Press, Oxford και C. A. Mango, Byzantium, Τhe Empire of New Rome, Littlehampton Book Services Ltd, Littlehampton, 1988. Βλ. επίσης Γ. Πρεβελάκη, Γεωπολιτική της Ελλάδας, Libro, Αθήνα, 1998, σελ. 2124.

16


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Προφανώς, οι παραπάνω στοχεύσεις έφερναν αυτομάτως την Ρωσία αντιμέτωπη ταυτόχρονα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Μ. Βρετανία, αλλά και σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σε θέση σύγκρουσης με την Περσία, την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και -κατά διαστήματα- την Γαλλία. Καθώς στη δεδομένη περίοδο της ιστορίας η Ρωσία τελεί οικονομικά, πολιτικά και τεχνολογικά «αργοπορημένη» παρά τον όγκο της, βλέποντας την καθυστέρησή της μάλλον να αυξάνεται, αντί να κλείνει την ψαλίδα με τους αντιπάλους της, είχε μόνον μια δυνατότητα: να μπει ισχυρά στο παιχνίδι της παγκόσμιας κυριαρχίας ή τουλάχιστον να λάβει μέρος στη διαμοίραση του κόσμου, ήτοι την εκμετάλλευση των διαφορών των ήδη υπαρχόντων αυτοκρατοριών και τις συχνές αλλαγές στρατοπέδων. Η στρατηγική αυτή αποδείχτηκε επιτυχής σε όλη τη διάρκεια του 18ου και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878) που επισφράγισε τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, η δύση και ιδίως η Μ. Βρετανία αποστασιοποιείται από το αρχικό της δόγμα περί διάσπασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μέτρο που έγινε αντιληπτό ότι η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία από τη Ρωσία δεν είναι πλέον ικανή να αναλάβει το έργο του αναχώματος της Ρωσίας στα Στενά. Σε εκείνη την ιστορική συγκυρία η εμφάνιση του από μηχανής Θεού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας - η Γερμανία απέβλεπε σε έναν μεγαλεπήβολο στόχο: την κυριαρχία του πλανήτη. Έκτοτε η Γερμανία θα αποτελέσει το αντίπαλο δέος της Ρωσίας, δυναμική που οδηγεί, μαζί και με άλλους παράγοντες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμμαχία των δύο δυνάμεων θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάκτηση του πλανήτη, κάτι όμως που ουδέποτε επιτεύχθηκε10. Ως αναφέρθηκε παραπάνω, την προαναφερθείσα αυτή θέση της Μ. Βρετανίας για το Ανατολικό ζήτημα ήρθε αργότερα να εκφράσει με γεωπολιτικούς όρους ο Mackinder το 1904.11 Κατά τον Mackinder, ως σε γενικές γραμμές προαναφέρθηκε, το κράτος -ή η συμμαχία κρατών- που θα αποκτήσει τον έλεγχο της Παγκόσμιας Νήσου, λόγω ακριβώς της ευχερούς πρόσβασής του σε διώρυγες, σημαντικά θαλάσσια στενά, οικονομικά εκμεταλλεύσιμους ποταμούς και βιομη-

10

Βλ. Ε. Walsh, «Geopolitics and International Morals», in H. Weigert, and V. Stefansson (eds) Compass of the World: A Symposium on Political Geography, George Harrap, 1943, σελ. 36. 11

Βλ. Η. J. Mackinder, «The Geographical Pivot of History», Geographical Journal, 1904, p. 23.

17


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

χανικά αναπτυγμένες περιοχές, είναι το κράτος που έχει τις δυνατότητες να ορίσει τις τύχες του πλανήτη. Να καταστεί, δηλαδή, ο κυρίαρχος του πλανήτη. Η ανωτέρω περιγραφείσα στρατηγική περιοχή είναι ακριβώς η περιοχή μεταξύ των πεδιάδων της Κεντρικής Ευρώπης και του Ανατολικού άκρου της Σιβηρίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή ακριβώς η περιοχή -η καρδιά της γης- έχει πρόσβαση σε όλους τους σημαντικούς οικονομικούς πόρους της γης. Την ίδια στιγμή όμως, και παρότι το Βόρειο και το Δυτικό τμήμα της βρέχεται από θάλασσα, εντούτοις η έξοδός της προς τις θαλάσσιες επικοινωνιακές οδούς είναι ιδιαίτερα δύσκολη, διότι η συνορεύουσα σε αυτή υδάτινη μάζα είναι κυρίως παγωμένη.12 Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε τόσο ο Κάιζερ όσο και ο Χίτλερ, ενώ στην ίδια λογική κινούνται σταθερά και οι ΗΠΑ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ενεπλάκησαν στα της Δύσης προκειμένου να αποκαταστήσουν την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη.13 Επιπλέον, κατά την άποψη του

12

Αντιστοιχώντας, όμως, στα σύγχρονα δρώμενα, με το λιώσιμο των πάγων της Αρκτικής αφενός δημιουργούνται νέα ή ακόμα, και, παίρνουν εντονότερη διάσταση ήδη υπάρχοντα ζητήματα διεκδικήσεων αμφισβητούμενων θαλάσσιων περιοχών, αφετέρου και πιο σημαντικό, η Ρωσία αποκτά επιτέλους την πολυπόθητη έξοδο στους θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας με αποτέλεσμα η επιδίωξή της για παγκόσμια κυριαρχία να είναι πλέον εφικτή. Έτσι, στο σύνολό της, αν και η Αρκτική είναι μια εξαιρετικά αραιοκατοικημένη περιοχή αποκτά συν τω χρόνω μεγαλύτερη σημασία για μια σειρά θεμάτων, κυρίως στα επίπεδα της ενέργειας και της άμυνας. Είναι πρόδηλο ότι οι χώρες οι οποίες που γειτνιάζουν με την συγκεκριμένη γεωγραφική τοποθεσία, είναι οι δύο εκ των βασικότερων πρωταγωνιστών του διεθνούς συστήματος: οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Είναι γνωστό ότι, ο γεωγραφικός παράγοντας έχει διαδραματίσει στο παρελθόν κυρίαρχο ρόλο σε κάθε πτυχή της ιστορίας επιδρώντας καταλυτικά στα γεωπολιτικά δρώμενα του πλανήτη. Έτσι, η Αρκτική προσφέρει τη συντομότερη διαδρομή ανάμεσα στις δύο μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις, καθόσον σε αντιδιαστολή με την γνωστή ρήση ότι ο συντομότερος δρόμος μεταξύ δύο σημείων είναι μια ευθεία γραμμή, η μορφή της γήινης σφαίρας επιβάλει σαν συντομότερη διαδρομή μεταξύ δύο γεωγραφικών τόπων το τόξο μεγίστου κύκλου. Για πληρέστερη επεξήγηση, βλ. Α. Δημαράκης και Χ. Ντούνης, (1986), Ναυτιλία, Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα και Γ. Π. Βλάχος και Εμ. Νικολαΐδης, (2002), Ναυτιλιακή Οικονομική Γεωγραφία, Τζέι & Τζέι Ελλάς, Πειραιάς, σελ 23. Συνεπώς, η Αρκτική, συνιστά μία καίριας σημασίας περιοχή για τα σύγχρονα δεδομένα της διεθνούς πολιτικής. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, κατά την οποία η Αρκτική υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα -κάτι που εξακολουθεί να ισχύει- μια εξαιρετικά σύντομη οδός για αεροσκάφη στρατηγικού βομβαρδισμού. Αποτέλεσε, επιπρόσθετα, μια περιοχή εντός της οποίας τα πυρηνικά υποβρύχια είχαν τη δυνατότητα κινήσεως και αποκρύψεως, σε τρόπο ώστε να συντρίψουν τον αντίπαλο σε περίπτωση αιφνιδιαστικού πυρηνικού πλήγματος. Επισημαίνεται, ότι οι αμερικανικές πόλεις Σιάτλ, Σικάγο, Ουάσινγκτον και Νέα Υόρκη απέχουν λιγότερο από 4.500 μίλια από την ρωσική Αρκτική. Επίσης, η μικρότερη διαδρομή ανάμεσα στη Δυτική ακτή των ΗΠΑ και την Μόσχα -ή ακόμα και το Πεκίνο- διέρχεται πλησίον του Βορείου πόλου. 13

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η δραστική τους παρέμβαση πραγματώθηκε λόγω του Στάλιν και της επεκτατικής πολιτικής που εφήρμοσε, η οποία αποσκοπούσε στην υπέρ του ανατροπή ισορροπία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Και είναι ακριβώς ο λόγος που οι ΗΠΑ επενέβησαν τότε. Όμως η αποκατάσταση της ισορροπίας στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ δεν επέτρεψε σε αυτές τον εφησυχασμό. Ιδίως μετά τη διάσπαση της ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ επιχείρησαν και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα, κατά την άποψη πολλών, να επιχειρούν με κάθε τρόπο τη στρατηγική περικύκλωση της

18


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Spykman, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν δυο φορές σε παγκόσμιους πολέμους ενισχύει την ορθότητα των λόγων του στη γεωπολιτική του θεώρηση. Όπως ο ίδιος επισήμανε, το ουσιώδες χαρακτηριστικό αυτής της εμπλοκής ήταν ότι, ένας συνδυασμός δυνάμεων, οι δυνάμεις του Άξονα, απειλούσαν να κυριαρχήσουν την Ευρασία. Ειδικότερα, η Γερμανία προσανατολίζετο στο να καταλάβει τη Ρωσία («στρατηγική καρδιά») και η Ιαπωνία όλη την Ασία. Η κατάληψη της Ευρασίας και ο έλεγχος της στρατηγικής της παραμέτρου «Rimland» ήταν προ των πυλών. Η κατάληψη της Ευρασίας από τις δυνάμεις του Άξονα θα οδηγούσε μοιραία σε ένα νέο διπολικό σχήμα με εκατέρωθεν πόλους, την Ευρασία και την Αμερική. Όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο, ο δεύτερος εκ των δυο πόλων, ήτοι οι ΗΠΑ, θα ευρίσκετο σε θέση πολιτικής ασφυξίας λόγω του σφικτού γεωπολιτικού εναγκαλισμού του πρώτου πόλου, δηλαδή των δυνάμεων της Ευρασίας, οι οποίες δεν ήταν άλλες από τη Γερμανία και την Ιαπωνία14.

Ρωσίας. Η έννοια και η σημασία αυτής της στρατηγικής περικύκλωσης μπορεί να γίνει κατανοητή ανατρέχοντας αφενός στη γεωπολιτική θεώρηση του Spykman, που εμβάθυνε στις ιδέες του Mackinder, αφετέρου στην εφαρμογή αυτής της θεώρησης σε μεγάλο ποσοστό από την αγγλοσαξονική εξωτερική πολιτική και στρατηγική. Βλ. σχετικά, Ο. Βιδάλη, Το Σύγχρονο Γεωπολιτικό Περιβάλλον και η Εθνική μας Πολιτική, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα, 1988, σελ. 19-24. 14

Βλ. Ο. Βιδάλη, ό.π., σελ. 31.

19


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Η γεωπολιτική σύνδεση του Ανατολικού Ζητήματος της Ευρασίας με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922

Ο 19ος αιώνας βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία να εκτείνεται σε τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία και Αφρική), εντούτοις μια σειρά παραγόντων θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή αποσύνθεσή της, εξέλιξη που έμελλε να καθιερωθεί ως «Ανατολικό Ζήτημα»15. Η σταθερή πτώση της αυτοκρατορίας των Οθωμανών θα αποτελούσε έναν κρίσιμο παράγοντα που θα κλόνιζε την ισορροπία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στο μέτρο που κάθε Μεγάλη Δύναμη θα επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί το κενό εξουσίας που θα ανέκυπτε λόγω αυτής της πτώσης από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή. Κατά τη γεωπολιτική ανάλυση, το Ανατολικό Ζήτημα συναρτάται άμεσα με την αντιπαλότητα Μ. Βρετανίας και Γαλλίας με τη Ρωσία, η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα με αντικείμενο τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων και την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εφόσον η τελευταία, μέσω των Στενών, είχε τη δυνατότητα να αποκόπτει τη ρωσική διέλευση στις θερμές θάλασσες16. Ιδίως η Μ. Βρετανία είχε καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο (πχ Πόλεμος Κριμαίας 1854-1856) όσο και σε επίπεδο μυστικής διπλωματίας για τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο μέτρο που η τελευταία μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στη ρωσική κάθοδο στην Αν. Μεσόγειο 17, για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πριν. Σημείο καμπής, ως προαναφέρθηκε, στην παραπάνω δυτική προσέγγιση,

15

Βλ. Ε. Driault, Το Ανατολικό Ζήτημα από τις Αρχές του έως τη Συνθήκη των Σεβρών, Αθήνα 1997. Ε. Driault, La Question d’Οrient, Paris, F. Alcan, 1898. I Λουκά, «Η Γεωπολιτική του Αν. Ζητήματος και η Ελλάδα», Γεωπολιτική, τ. 6, Απρίλιος, 2000, σελ. 18. J. Marriott, The Eastern Question, 4th Edition, Clarendon Press, Oxford, 1967. 16

Βλ. Μ. Macmillan, Paris 1919: Six Months that changed the World, Random House, New York, 2003, σελ. 367. 17

Βλ. εκτενώς J. Gaillard & A. Rowley, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ηπείρου από το 1850 έως το τέλος του 20ου Αιώνα, μτφρ. Α. Σαλίμπα, Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2003, σελ. 70.

20


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

αποτέλεσε η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου του 1878, η οποία επισφράγισε τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Με αυτή τη συνθήκη το δόγμα διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άλλαξε σε δόγμα διάσπασής της, στο μέτρο που η συνομολόγηση της Συνθήκης καταδείκνυε την αδυναμία των Οθωμανών να συγκρατήσουν αρραγές το οικοδόμημά της και να ανακόψουν την έξοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες. Πλέον, όσον αφορά τις δυτικές δυνάμεις, νέα γεωπολιτικά σενάρια θα προσέλκυαν το ενδιαφέρον τους, μεταξύ αυτών και η αντικατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ελλάδα. Για τη Δύση, ο προσεταιρισμός της Ρωσίας και ο από κοινού έλεγχος των Στενών, κάτι που επιχειρήθηκε με την επιχείρηση των Δαρδανελίων (1915-1916), θα αποτελούσε τη νέα στρατηγική επιλογή18. Η γεωγραφική θέση και η ναυτική ισχύς της Ελλάδος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο βρετανικός στόλος κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στη Μεσόγειο, ήταν οι κρίσιμες παράμετροι που θα βάρυναν σημαντικά στη στρατηγική σκέψη της Μ. Βρετανίας, να αποτελέσει η Ελλάδα τη νέα διάδοχη κατάσταση της υπό κατάρρευση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Να αποτελέσει δηλαδή τη νέα περιφερειακή δύναμη της Μεσογείου. Κάτι, που δυστυχώς όμως δεν τελεσφόρησε στον επιθυμητό βαθμό λόγω της αποτυχίας του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, ήτοι της αποτυχημένης ελληνικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία, σε συνδυασμό με την έμμεση συναυτουργία της απουσίας στήριξης από τις συμμαχικές δυνάμεις. Οι τελευταίες, πιθανώς να θεώρησαν εκ νέου αρνητικά την παραπάνω γεωπολιτική αλλαγή (μετατροπή της Ελλάδος σε περιφερειακή δύναμη της Αν. Μεσογείου, υπό την προοπτική της «Μεγάλης Ελλάδας»), καθόσον και μπορούσαν να αμφισβητηθούν μελλοντικά τα συμφέροντα των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή από μια χώρα (Ελλάδα) με μεγάλη πολεμική ναυτική παράδοση. Αλλά και η ανάσχεση της Ρωσίας από την Ελλάδα, με την οποία μοιράζονταν κοινό χριστιανικό δόγμα (Ορθόδοξοι Χριστιανοί), ίσως να εμπεριείχε κινδύνους και μελλοντική αβεβαιότητα σύμπνοιας με τα δυτικά συμφέροντα.19

18

Βλ. Π. Σιούσιουρα, Γεωπολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων: Από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κοινωνία των Εθνών. Άναρχη Διεθνής Κοινωνία και Κρατική Κυριαρχία, Σιδέρης, Αθήνα, 2011, σελ. 71-75. 19

Αναφορικά με το ζήτημα πιθανής μετατροπής της Ελλάδος σε περιφερειακή δύναμη της Μεσογείου είναι χαρακτηριστική η σχετική έκθεση του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών η οποία επισημαίνει: «[…] θα βρίσκεται στο κέντρο όλων των οδών μεταξύ της Κεντρικής Ευρώπης και της Ασίας. Καθώς το μεγεθυνθέν κράτος θα έχει ακτογραμμή στη Μαύρη Θάλασσα, θα εφάπτεται των πλευρών των περισσότερο απομακρυσμένων και δύσκολα προσβάσιμων οδών που ξεκινούν από

21


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Συνεπώς, ο 20ος αιώνας, ήδη από το ξεκίνημά του αποτέλεσε την αφετηρία μιας νέας μορφής ανταγωνισμού μεγάλων και μικρών δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα, το οποίο πλέον απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά και διαφορετική υπόσταση για τις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις που είχαν προκύψει από τη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα. Έτσι, ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων πλέον δεν εστιάζεται σε συμφέροντα διαμετακομιστικού εμπορίου, τα οποία μέσω των διομολογήσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν διασφαλίσει οι ευρωπαϊκές δυνάμεις από τον 16ο αιώνα ήδη. Το ενδιαφέρον των δυνάμεων αυτών είχε πλέον εστιαστεί στις πρώτες ύλες και κυρίως στο πετρέλαιο. Ήταν δεδομένο πλέον, ότι οι ατμομηχανές παρέδιδαν τη σκυτάλη στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, οι οποίοι λειτουργούσαν με πετρέλαιο. Και προφανώς, μεγάλη ποσότητα από πετρέλαιο υπήρχε στα εδάφη της Οθωμανικής επικράτειας, τόσο στην περιοχή του Καυκάσου, όσο και στην περιοχή της Μεσοποταμίας και της Αραβικής Χερσονήσου. Στο πλαίσιο του νέου αυτού ανταγωνισμού, πρώτη η Γερμανική Αυτοκρατορία, μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1871, είχε παρουσιαστεί δυναμικά στον ευρωπαϊκό και αποικιακό χώρο, δίνοντας έτσι την αφορμή συσπείρωσης των συμφερόντων των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών εναντίον αυτής. Οι γεωπολιτικές κινήσεις της Γερμανίας πρόδιδαν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της. Έχοντας συμμαχήσει με την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και διαμορφώσει κατά αυτόν τον τρόπο έναν ισχυρό πυρήνα ελέγχου της Κεντρικής και Βορειοδυτικής Ευρώπης (Δυνάμεις του Άξονα), παράλληλα προσέγγισε διπλωματικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσω της διάνοιξης του Υπέρ-Ιρανικού Σιδηρόδρομου, ο οποίος με αφετηρία τη Νικομήδεια της Βιθυνίας (Βόρειος Μικρά Ασία) θα διέσχιζε τη Μικρά Ασία και τη Μεσοποταμία και θα κατέληγε στη Βαγδάτη. Το έργο αυτό θα γινόταν δωρεάν για την Τουρκική Κυβέρνηση με μόνο αντάλλαγμα την εκμετάλλευση του υπεδάφους σε πρώτες ύλες και κυρίως σε πετρέλαιο20. Η σχετική Σύμβαση για την κατασκευή του εν λόγω σιδηροδρόμου, προκάλεσε την το Δούναβη και τη νότια Ρωσία, διέρχονται τη Μαύρη Θάλασσα και την Υπερ-Καυκασία και κατευθύνονται προς την Περσία και την Κεντρική Ασία. Δεδομένης της υψηλής παραγωγικότητας όλων αυτών των περιοχών και του ορυκτού τους πλούτου, η Μεγάλη Ελλάδα θα αποτελέσει μια σημαντική περιφερειακή δύναμη από μόνη τη θέση της». Βλ. Churchill College Cambridge, Churchill Archives, Char 8/258, Malley to Churchill, 22 Dec 1927, available at http://www.churchillarchive.com/explore/catalogue? id=CHAR%208 (accessed: 10 Dec 2014). 20

Βλ. εκτενώς Gerolymatos André, The Balkan wars: conquest, revolution, and retribution from the Ottoman era to the twentieth century and beyond, Basic Books, 2002 και Hall Richard, The Balkan Wars, 1912–1913: Prelude to the First World War, Routledge, 2000.

22


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

άμεση αντίδραση των υπολοίπων ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και μετέπειτα η Ιταλία21) που συσπειρώθηκαν υπό την ονομασία «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Αντάντ) και στράφηκαν κατά των δυνάμεων του Άξονα. Οι συσπειρωμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις με αυτό τον τρόπο έδειξαν εμφανώς πλέον το ενδιαφέρον τους για τη συμμετοχή στην ενεργειακή και γεωπολιτική σκακιέρα της εποχής. Ένα ενδιαφέρον που συνεχίστηκε να επιδεικνύεται αργότερα, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), όπου οι προθέσεις τους αναφορικά με την άσκηση επιρροής στα Βαλκάνια και την εκμετάλλευση των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτυπώθηκαν πρόδηλα τόσο στη Συνθήκη του Λονδίνου όσο και στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), που έκλεισαν τον Α΄ και Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο αντίστοιχα, αποφέροντας επίσης σημαντικά γεωπολιτικά οφέλη και στην Ελλάδα.22 Η γενικότερη εικόνα του τέλους των Βαλκανικών Πολέμων, όπως επίσης και η στενή συνεργασία Τούρκων και Γερμανών, πρόδιδαν το επόμενο βήμα για τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις επί του Ανατολικού Ζητήματος. Η αφορμή για τη γενική σύρραξη και την επακόλουθη έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δόθηκε με τη δολοφονία του διαδόχου του Αυστροουγγρικού θρόνου. Ο πόλεμος αυτός, που διήρκεσε από τον Οκτώβριο του 1914 έως το θέρος του 1918, θα κλείσει σε ό, τι αφορά το Βαλκανικό Μέτωπο23 με την Ανακωχή του Μούδρου τον Οκτώβριο του 1918, με συνθήκες καταναγκαστικές για τους συμμάχους τους

21

Η οποία αρχικά ήταν μέλος των Δυνάμεων του Άξονα.

22

Ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος διεξήχθη από τις συσπειρωμένες δυνάμεις των Βαλκανικών λαών (Σέρβων, Βουλγάρων, Μαυροβουνίων και Ελλήνων) ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο δεύτερος κηρύχτηκε από τους Βούλγαρους ενάντια στους Σέρβους και τους Έλληνες. Από τους νικηφόρους για τους Έλληνες Βαλκανικούς Πολέμους, η Ελλάδα απεκόμισε σημαντικά εδαφικά οφέλη, καθόσον διεκδίκησε την ανεξαρτησία των νήσων του Αιγαίου και της Κρήτης καθώς και της Ίμβρου και Τενέδου που ανήκαν στην Τουρκία, πλην της Δωδεκανήσου, την οποία κατείχαν οι Ιταλοί από το 1911. Τα σύνορα της Ελλάδας διευρύνθηκαν προς τα ανατολικά φτάνοντας μέχρι τον Νέστο Ποταμό, ενώ δεν της αποδόθηκε η Βόρεια Ήπειρος, η οποία προστέθηκε στα εδάφη που δόθηκαν για να δημιουργηθεί το αλβανικό κράτος, το οποίο βέβαια στη συνέχεια απετέλεσε το σημείο πρόσβασης στο χώρο των Βαλκανίων τόσο των Αυστριακών όσο και των Ιταλών. Επίσης, η Βουλγαρία απέκτησε πρόσβαση στη θάλασσα μέσω των εδαφών της Δυτικής Θράκης, τα οποία και της αποδόθηκαν (γραμμή Ξάνθης – Δεδεαγάτς). Βλ. εκτενώς Helmreich Ernst C., The diplomacy of the Balkan wars, 1912–1913, Harvard University Press, 1938 (Reprinted in 1969 by Russell). 23

Τα άλλα δύο μέτωπα ήταν το Ανατολικό στα Ουράλια και το Δυτικό στη Γραμμή Μαζινό, ενώ παράλληλα υπήρχαν συγκρούσεις και στο χώρο των αποικιών.

23


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Άξονα, ήτοι για Βούλγαρους και Τούρκους.24 Με τη Συνθήκη των Σεβρών, το καλοκαίρι του 1920, επήλθε προσωρινά ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γεωπολιτικές βλέψεις της Ελλάδας για την επανένωση του σκλαβωμένου ελληνισμού της Διασποράς είχαν αρχίσει τότε να θεμελιώνονται. 25 Εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Συνθήκη των Σεβρών έγινε αποδεκτή από τον σουλτάνο Μεχμέτ ΣΤ΄, ο οποίος προσπαθούσε να σώσει τον θρόνο του, αλλά απορρίφθηκε από το ανεξάρτητο κίνημα των Νεότουρκων. Το κίνημα αυτό, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, αργότερα χρησιμοποίησε αυτή τη διένεξη για να αυτοανακηρυχθεί κυβέρνηση και να καταργήσει την μοναρχία. Ο μέσω όμως της Συνθήκης των Σεβρών διαμοιρασμός των ζωνών επιρροής στην Αγγλία (Τσανάκ Καλέ), στην Ιταλία (Αττάλεια και Λιβύη) και στη Γαλλία (Κιλικία και Συρία), καθώς και η παροχή της εποπτείας της Μεσοποταμίας, της Αραβικής Χερσονήσου, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου στους Άγγλους, απέδειξε περίτρανα για άλλη μια φορά ακόμη ότι οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν

24

Έτσι με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), η Βουλγαρία χάνει πλέον τη διέξοδο στο Αιγαίο, ενώ τα εδάφη της Δυτικής Θράκης τα προσεταιρίζεται η Ελλάδα. Επίσης, η Τουρκία θα κρατήσει από τη Θράκη μόνο την περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Στους Έλληνες αποδίδεται ολόκληρη σχεδόν η Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας, καθώς και η Ίμβρος και η Τένεδος με τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920. 25

Η συνθήκη των Σεβρών όριζε τα εξής: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, την Συρία και τον Λίβανο στην Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη. Η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με την Συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι. Τα Δωδεκάνησα παραδόθηκαν στην Ιταλία η οποία αρχικώς συμφώνησε να τα δώσει εκτός από την Ρόδο και το Καστελλόριζο στην Ελλάδα, και αν η Βρετανία έδινε την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα έδιναν κι αυτά τα νησιά. Η συμφωνία αυτή, όμως ακυρώθηκε από την Ιταλία το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών, στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, και η Θράκη από την οποία η Βουλγαρία παραιτούνταν οριστικά από κάθε δικαίωμά της σε αυτή. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα. Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατικοποιήθηκαν και έγιναν διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος, καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Η Σοβιετική Ένωση δεν συμμετείχε στην εν λόγω Συνθήκη, συνάπτοντας ξεχωριστή συνθήκη με τους Οθωμανούς. Ως είναι γνωστό, μετά την επικράτηση των Νεότουρκων, που μετέφεραν την πρωτεύουσα στην Άγκυρα, και την Μικρασιατική Καταστροφή, οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να υπογράψουν νέα συνθήκη (Συνθήκη της Λωζάνης) το 1923, με ευνοϊκότερους όρους για την (πλέον) Τουρκία, στην οποία τώρα συμμετείχε και η Σοβιετική Ένωση. Βλ. σχετικά The Peace Treaty of Sèvres, signed between the Allied and Associated Powers and Turkey at Sevres on August 10, 1920, διαθέσιμη στο http://www.hri.org/docs/sevres/.

24


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα εδάφη που θα τους διασφάλιζαν το πολύτιμο αγαθό του πετρελαίου και τη συνέχεια της βιομηχανικής τους ανάπτυξης. 26 Το παραπάνω ενδιαφέρον επιβεβαιώθηκε αργότερα και με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, η οποία προς όφελος αυτών των γεωπολιτικών συμφερόντων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά όχι αποκλειστικά εξ’ αιτίας αυτών, θα στερούσε από την Ελλάδα την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο, όπως επίσης και την εποπτεία του Βιλαετιού της Σμύρνης, συρρικνώνοντας τις γεωπολιτικές της βλέψεις, ενώ ταυτόχρονα θα διασφάλιζε για την Τουρκία την απόλυτη κυριαρχία στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη, με αντάλλαγμα να συγκρατεί την έξοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο, παρόλο που σε μεγάλο βαθμό συνεργαζόταν ήδη και με αυτούς σε γεω-οικονομικό και γεωστρατηγικό πλαίσιο. Φανερώθηκε έτσι ότι οι θρησκευτικοί δεσμοί των Ρώσων με τους Έλληνες και η ιδεολογία τους περί δήθεν ειρήνη μεταξύ των λαών δεν συμπορεύονταν με τα πετρελαϊκά τους συμφέροντα, τα οποία και φρόντισαν να διασφαλίσουν.27 Η μεγάλη χαμένη στη γεωπολιτική σκακιέρα αυτή τη στιγμή φαινόταν η Ελλάδα, ενώ οι Τούρκοι έγιναν και πάλι ρυθμιστές της ισορροπίας των γεωπολιτικών συμφερόντων των Δυνάμεων της Αντάντ, οι οποίες για να κρατήσουν απομονωμένους τους Ρώσους, έδωσαν την ευκαιρία στον Κεμάλ να δημιουργήσει ένα πάγιο εθνικό κράτος στα εδάφη της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας, του Καυκάσου και του Νότιου Ευξείνου Πόντου, με αντάλλαγμα την από μέρους τους εγκατάλειψη όλων των πετρελαιοφόρων αραβικών εδαφών, τα οποία και

26

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η εξαγορά της Κύπρου από τους Άγγλους σε συμφωνία μυστική με τους Τούρκους, καθώς και η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, του οποίου ο πυρήνας υπάρχει από την εποχή εκείνη, τα οποία μέχρι σήμερα διαδραματίζουν και αυτά το δικό τους ρόλο, «χρησιμοποιούμενα», μεταξύ άλλων, από δυτικά (αμερικάνικα κυρίως) και ρωσικά ή τουρκικά lobby συμφερόντων για παρεμβάσεις επί της σύγχρονης εκδοχής του Ανατολικού Ζητήματος, όπερ του ζητήματος καθόδου ή μη της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες. 27

Είναι γνωστό ότι η Ρωσία, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση των Μποσελβίκων το 1917, αποσύρθηκε από πολεμικές διεκδικήσεις, αλλά οι Μποσελβίκοι δεν δίστασαν μέσω της Συνθήκης του Αλεξαντροπόλ το Δεκέμβριο του 1920 να πάρουν το Βατούμ σε αντάλλαγμα με το Καρς, το Ιγντίρ και το Αδραχάν που προσάρτησαν οι Τούρκοι, περιοχές πλούσιες σε πετρέλαιο, όπως και να συμμαχήσουν παράλληλα με τον Κεμάλ το Μάρτιο του 1921, παρέχοντάς του στήριξη σε πολεμικό υλικό. Παράλληλα, ο Κεμάλ, μέσω αυτών των Συμφωνιών παρουσιάσθηκε ιδιαίτερα διεκδικητικός έναντι των υπολοίπων Δυνάμεων της Αντάντ, οι οποίες για να καλύψουν τα δικά τους συμφέροντα, προέβησαν σε μεμονωμένες σύμφωνίες με τον Κεμάλ. Οι μεν Γάλλοι υπέγραψαν το Σύμφωνο Φρανκλίν Μπουϊγιόν, οι δε Ιταλοί του παρεχώρησαν την Αττάλεια και οπλισμό, ενώ οι Άγγλοι διατηρούσαν και αυτοί με τη σειρά τους μυστικές συμφωνίες μαζί του. Βλ. σχετικά Μ. Λάσκαρη, Το Ανατολικό Ζήτημα, 1800-1923, τόμος Α΄, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα 2006, καθώς και το κεφάλαιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας στην Ιστορία Δέσμης Γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ, 1993.

25


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

στην πλειοψηφία τους τα εκμεταλλεύτηκαν οι Άγγλοι. Ήταν, ουσιαστικά, η νέα μορφή που πήρε το Ανατολικό Ζήτημα, η οποία και στηριζόταν πλέον στη διεκδίκηση πετρελαϊκών εδαφών, και το οποίο κατέληγε μέσα από τις εξελίξεις στο μέτωπο του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1919-22 και τον ελληνικό εθνικό διχασμό στη Μικρασιατική Καταστροφή. Επομένως, προκειμένου αναλυθούν βαθύτερα οι δεσμοί της εν λόγω εθνικής καταστροφής με τις επιδιώξεις των βασικών γεωπολιτικών συντελεστών, κρίνεται σκόπιμο όπως αναλυθούν διεξοδικά οι γεωπολιτικές και διπλωματικές διεργασίες της εκστρατείας των Ελλήνων στη Μικρά Ασία εκείνη την περίοδο.

26


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Οι γεωπολιτικές και διπλωματικές διεργασίες της Μικρασιατικής Εκστρατείας

Ως προέκυψε από την προηγηθείσα ανάλυση, το γεωπολιτικό πλαίσιο της σύγκρουσης Ελλήνων και Τούρκων κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία του 1919-1922 συνδέεται με το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το προκύπτον Ανατολικό Ζήτημα, ως άμεση συνέπεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη συμμετοχή των Οθωμανών στο θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων της Μέσης Ανατολής. Κατά την περίοδο εκείνη, ως μέρος της μοιρασιάς της διαμελισμένης αυτοκρατορίας των Οθωμανών, οι Έλληνες έλαβαν εντολή από την Αντάντ (Triple Entente) να καταλάβουν το Βιλαέτι της Σμύρνης. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου που ακολούθησε, η οθωμανική κυβέρνηση κατέρρευσε εντελώς και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαιρέθηκε από τις νικηφόρες δυνάμεις της Αντάντ με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών στις 10 Αυγούστου του 1920. Παρόλα ταύτα, υπήρξε μια σειρά από μυστικές συμφωνίες σχετικά με το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, εν μέσω αυτών, η Αντάντ είχε δώσει αντιφατικές υποσχέσεις για τις μεταπολεμικές ρυθμίσεις σχετικά με τις ελληνικές προσδοκίες στη Μικρά Ασία.28 Έτσι, στη Διάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, το 1919, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, πίεσε και διαπραγματεύτηκε σκληρά για μια διευρυμένη ελληνική επικράτεια, ή αλλιώς τη «Μεγάλη Ιδέα», όπως έχει ονομαστεί (βλ. Σχήμα 3), η οποία θα περιλάμβανε τις μεγάλες ελληνικές κοινότητες της Βορείου Ηπείρου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Οι δυτικοί σύμμαχοι, ιδιαίτερα ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, είχε υποσχεθεί Ελλάδα εδαφικά κέρδη σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν η Ελλάδα εισερχόταν στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.29 Αυτές περιλάμβαναν την Ανατολική

28

Βλ. Sowards Steven W., «Greek nationalism, the ‘‘Megale Idea’’ and ‘‘Venizelism’’ to 1923», TwentyFive Lectures on Modern Balkan History (The Balkans in the Age of Nationalism), MSU, July 2007. 29

Βλ. Woodhouse C.M., The Story of Modern Greece, Faber and Faber, London, 1968, p. 204.

27


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Θράκη, τα νησιά Ίμβρο (İmroz κατά την τουρκική ονομασία, ενώ από 29 Ιουλίου 1979 του αποδόθηκε το όνομα Gökçeada) και Τένεδο (Bozcaada κατά την τουρκική ονομασία), καθώς και τμήματα της Δυτικής Ανατολίας γύρω από την πόλη της Σμύρνης, τα οποία περιείχαν αξιοσημείωτου μεγέθους ελληνικό πληθυσμό. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η ιταλική και η άγγλο-γαλλική αποκήρυξη της συμφωνίας του St. Jean-de-Maurienne, που υπογράφτηκε στις 26 Απριλίου 1917 και η οποία διευθέτησε τα συμφέροντα της Ιταλίας για τη Μέση Ανατολή, παρακάμφθηκε με την ελληνική κατοχή της Σμύρνης, καθόσον αυτή αποτελούσε αρχικώς τμήμα του εδάφους που βάση της συμφωνίας είχε παραχωρηθεί στην Ιταλία. Πριν από την ελληνική κατοχή, η ιταλική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, το 1919, εξοργισμένη για τη πιθανότητα της ελληνικής κατοχής της Δυτικής Ανατολίας, εγκατέλειψε τις διεργασίες του Συνεδρίου και δεν επέστρεψε στο Παρίσι μέχρι και τις 5 Μαΐου. Εντούτοις, η απουσία της ιταλικής αντιπροσωπείας από το Συνέδριο διευκόλυνε τις προσπάθειές του Lloyd George στο να πείσει τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες να στηρίξουν την Ελλάδα και παράλληλα να προλάβουν τις ιταλικές επιχειρήσεις στη Δυτική Ανατολία. Σχήμα 3 Η Μεγάλη Ιδέα

Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/File:ParisPeace-Venizelos-Map.png 28


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Επιπλέον, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, ήταν η ελληνική κατοχή της Σμύρνης, που δημιούργησε το τουρκικό εθνικό κίνημα. Ενδεικτικά αναφέρεται ο Arnold Toynbee J., ο οποίος και υποστηρίζει ότι: «Ο πόλεμος ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, που ξέσπασε αυτή τη φορά, ήταν ένας αμυντικός πόλεμος για τη διαφύλαξη των τουρκικών εδαφών στην Ανατολία. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των συμμάχων που επιχειρούσαν σε ένα ξένο κράτος του οποίου οι στρατιωτική ισχύ και πόροι είχαν σοβαρά υποτιμηθεί… προκλήθηκε από την αδικαιολόγητη εισβολή του ελληνικού στρατού κατοχής».30 Αντιθέτως, όμως, η εν λόγω άποψη αντικρούεται από άλλους ιστορικούς, σύμφωνα με τους οποίους, η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη ήταν μέρος του σχεδίου του Ελευθερίου Βενιζέλου, εμπνευσμένο από τη Μεγάλη Ιδέα, για την απελευθέρωση των μεγάλων ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.31 Και αυτό γιατί η Σμύρνη, μέχρι και την καταστροφή της, είχε μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό από την ελληνική πρωτεύουσα, την Αθήνα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Αθήνα, πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, είχε έναν πληθυσμό 473.000 κατοίκων,32 ενώ η Σμύρνη, σύμφωνα με οθωμανικές πηγές, το 1910, είχε ένα ελληνικό πληθυσμό άνω των 629.000 κατοίκων.33 Αναφορικά, δε, με το γενικό περίγραμμα της στρατιωτικής πτυχής του πολέμου, αυτό σηματοδοτείται στο ξεκίνημά της με τη Συνθήκη του Μούδρου, ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ελληνοτουρκικού πολέμου μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις κύριες φάσεις: i)

Στην πρώτη φάση, που καλύπτει την περίοδο από το Μάιο του 1919 έως τον Οκτώβριο του 1920, και η οποία περιλάμβανε τις ελληνικές αποβιβάσεις στη Μικρά Ασία και την εδραίωση τους κατά μήκος της ακτής του Αιγαίου,

30

Βλ. Toynbee Arnold J. and Kirkwood Kenneth P., Turkey, London: Ernest Benn, 1926, p. 94.

31

Βλ. Giles Milton, «Paradise Lost», Sceptre, 2008, ISBN 978-0-340-83786-3.

32

Βλ. Tung Anthony, «The City the Gods Besieged», Preserving the World's Great Cities: The Destruction and Renewal of the Historic Metropolis, New York: Three Rivers Press, 2001, p. 266, ISBN 0-60980815-X. 33

Βλ. Pentzopoulos Dimitris, The Balkan Exchange of Minorities and Its Impact on Greece, C. Hurst & Co, 2002, pp. 29–30, ISBN 978-1-85065-702-6.

29


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ii)

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Στη δεύτερη φάση, που διήρκεσε από τον Οκτώβριο του 1920 έως τον Αύγουστο του 1921, και χαρακτηρίστηκε από τις ελληνικές επιθετικές επιχειρήσεις και

iii) Στην τρίτη και τελική φάση, η οποία διήρκεσε μέχρι τον Αύγουστο του 1922, οπότε και τα ηνία της στρατηγικής πρωτοβουλίας τα ανέλαβε ο τουρκικός στρατός.34 (Βλ. Σχήμα 4) Πριν όμως, εξελιχθεί σε βαριά στρατιωτική ήττα, η Μικρασιατική Εκστρατεία των Ελλήνων και κατ’ επέκταση η Μικρασιατική Καταστροφή, υπήρξε, πάνω απ’ όλα, διπλωματική και συγχρόνως γεωπολιτική ήττα της Ελλάδας. Για να κατανοηθεί αυτό είναι ανάγκη να ανατρέξει κανείς στα διεθνή γεγονότα τόσο του 1918, όσο και του 1914-1915, καθώς επίσης και στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις του 1920. Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας – Αυστροουγγαρίας) και των συμμάχων τους το 1918 αλλά και η επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης, οδήγησαν σε ριζικές αλλαγές στο γεωπολιτικό χάρτη τόσο της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης όσο και της Μέσης Ανατολής. Οι μεγάλες νικήτριες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Αγγλία και Γαλλία, ευνοούσαν την ίδρυση ανεξάρτητων σλαβικών κρατών στην Κεντρική Ευρώπη με σκοπό την ακύρωση των γερμανικών φιλοδοξιών για τη δημιουργία μιας ελεγχόμενης από τη Γερμανία «Μεσευρώπης» (Mitteleuropa).35 Ταυτόχρονα, με την ανεξαρτητοποίηση της Πολωνίας, το διπλασιασμό της Ρουμανίας και την εθνική αποκατάσταση Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, η Αγγλία και Γαλλία προσδοκούσαν στην αναχαίτιση της διάδοσης του κομμουνισμού στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. 36 Περαιτέρω, η

34

Για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 19191922 βλ. εκτενώς Eleftheria Daleziou, Britain and the Greek-Turkish War and Settlement of 1919-1923: the Pursuit of Security by ‘‘Proxy’’ in Western Asia Minor, PhD Thesis, University of Glasgow, 2002. Βλ. επίσης Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία, Αθήνα, Υπηρεσία Ιστορίας Στρατού,1967 καθώς και Jelavich, Barbara, History of the Balkans: Twentieth century, University Press, 1983, όπως επίσης και Π. Σιούσιουρα, Γεωπολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων: Από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κοινωνία των Εθνών. Άναρχη Διεθνής Κοινωνία και Κρατική Κυριαρχία, Σιδέρης, Αθήνα, 2011. 35

Βλ. J. Leontaris, Greece and the First World War: from neutrality to intervention, Columbia University Press, New York, 1990, p.415. 36

Βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Το Ελληνικόν Εκστρατευτικό Σώμα εις τη Μεσημβρινήν Ρωσία, 1919, Αθήνα, 1955, σελ.10-11. Βλ. επίσης Ζ. Φωτάκη, «Διεθνοπολιτικές και Στρατιωτικές Παράμετροι της Ελληνικής Εμπλοκής στη Μικρά Ασία, 1919-1922», Ναυτική Επιθεώρηση, Τεύχος 582, Τόμος 172, Σεπ-Νοε 2012.

30


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Γαλλία είχε αποφασίσει να διατηρήσει την προπολεμική χρηματιστική της υπεροχή στην Τουρκία, ενώ παράλληλα εργαζόταν υπέρ της διατήρησης ενός βιώσιμου τουρκικού κράτους, λόγω της γειτνίασης αυτού με τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές και της πιθανότητας της τουρκικής συνδρομής στην ανάσχεση της Ρωσίας. 37 Αντιθέτως, η Αγγλία πίστευε ότι ήταν καλύτερο να ιδρυθεί μια σειρά ανεξάρτητων εθνών-κρατών στη θέση της αναξιόπιστης και δύσκολα ελεγχόμενης Τουρκίας, τα οποία θα διακρίνονταν για τη σταθερότητα και τη φιλική τους στάση προς την Αγγλία. Προς το σκοπό αυτό η αγγλική πολιτική θα έπρεπε να θέσει στόχο τον περιορισμό των ιταλικών και γαλλικών απαιτήσεων στην Ανατολία, μέσα από πιεστικές διαπραγματεύσεις. 38 Σχήμα 4 Η στρατιωτική ανάπτυξη των εμπλεκόμενων δυνάμεων στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922

Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/File:Greco_Turkish_War_1919-1922.svg

37

Βλ. Α. Zapantis, Greek Soviet Relations: 1917-1941, Columbia University Press, 1982, p.75. Οι Γαλλικές και Ιταλικές απαιτήσεις απέρρεαν από τις Συμφωνίες Sykes-Picot του 1915 και St. Jean de Maurrienne του 1917. Βλ. περισσότερα στο A.L. Macfie, The Straits Question, 1908-1936, Thessaloniki, 1993, pp.8-125. 38

31


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Στο παραπάνω γεωπολιτικό πλαίσιο, οι ελληνικές γεωπολιτικές διεκδικήσεις για τη Μικρά Ασία φαίνονταν να ευνοούνται από τις αντίστοιχες διεκδικήσεις της Αγγλίας, γι’ αυτό και ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος προσπάθησε να εδραιώσει τις ελληνοβρετανικές σχέσεις μέσω υποσχέσεων για απόλυτη διάθεση στο Βρετανικό Στέμμα κάθε ελληνικού λιμανιού και ναυτικής βάσης στην υφιστάμενη ή μελλοντική ελληνική επικράτεια. 39 Η γεωπολιτική σκοπιμότητα αυτής της υπόσχεσης σαφώς αποτυπώνεται στα λόγια του Βρετανού Πρωθυπουργού και φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου, Sir David Lloyd George, ο οποίος και τόνιζε ότι: ‘’Οι Έλληνες είναι ο λαός του μέλλοντος στην Αν. Μεσόγειο […] Μια Μεγάλη Ελλάδα θα αποτελέσει ανεκτίμητο πλεονέκτημα για τη Βρετανική Αυτοκρατορία […] Οι Έλληνες θα αναπτύξουν ναυτική ισχύ. Θα κατέχουν όλα τα σημαντικότερα νησιά στην Αν. Μεσόγειο40. Αυτά τα νησιά αποτελούν δυνητικά τις μελλοντικές βάσεις υποβρυχίων. Βρίσκονται στα πλευρά της γραμμής επικοινωνιών μας με το Σουέζ, τις Ινδίες, την Άπω Ανατολή, την Αυστραλία και την Ασία. Οι Έλληνες έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα της ευγνωμοσύνης κι αν είμαστε πιστοί φίλοι της Ελλάδας την περίοδο της εθνικής επεκτάσεως αυτή θα γίνει μια από τις εγγυήσεις μέσω των οποίων θα διασφαλισθούν οι κύριες γραμμές επικοινωνιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας’’.41 Η ανωτέρω ευμενής αγγλική στάση, εκδηλώθηκε έμπρακτα την άνοιξη του 1919 επ’ ευκαιρία της ραγδαίας ιταλικής επέκτασης στη Μικρά Ασία και των αγγλικών, αλλά και γαλλικών φόβων της πραξικοπηματικής κατάληψης της Σμύρνης από τους Ιταλούς. Αναλυτικότερα, το Δεκέμβριο του 1918, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, οποίος ήδη εκπροσωπούσε την Ελλάδα στο συνέδριο των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στο Παρίσι, υπέβαλλε στο Συνέδριο της Ειρήνης το επίσημο ελληνικό υπόμνημα με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία. 42

39

Βλ. Public Record Office, F.O. 286/02, Memorandum-Naval Bases in Greek Territory, 2 Feb 2009.

40

Όπερ επιβεβαιώνει και τη μυστική συμφωνία που αναφέρθηκε παραπάνω για μελλοντική μεταβίβαση της κυριαρχίας της Κύπρου από την Αγγλία στην Ελλάδα 41

Βλ. W. Churchill, The Aftermath, A sequel to the world crisis, London, 1941, p.391.

42

Ολοκληρώνοντας τις νέες ρυθμίσεις μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο, οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις της εποχής, η Αγγλία και η Γαλλία, έβλεπαν στην Ελλάδα του Βενιζέλου έναν σταθερό, μαχητικό και αξιόπιστο σύμμαχο των συμφερόντων τους στην περιοχή. Οι σχέσεις αυτές είχαν σφυρηλατηθεί ήδη από την εποχή των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων που διπλασίασαν την Ελλάδα στα έτη 1912 – 1913. Και είχαν γίνει ακατάλυτες λίγο αργότερα, όταν με το ξέσπασμα του Πρώτου

32


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

Η Ρωσία, σοβιετική πια, ήταν εκτός μάχης σε αυτή την αναδιανομή. Αντίθετα, έπρεπε να συνυπολογιστεί και η αντιμετώπισή της, στην οποιαδήποτε συμφωνία. Ο Βενιζέλος έπεισε τους Άγγλους ότι η Ελλάδα μπορούσε να είναι, μετά την κατάρρευση της Τουρκίας, το πολύτιμο αντίβαρο απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία και ο αναντικατάστατος εταίρος των Άγγλων στην Εγγύς Ανατολή. Επιπλέον, ο Έλληνας Πρωθυπουργός εξασφάλισε τη συγκατάθεση των Γάλλων - οι οποίοι ήταν οι κυριότεροι προπολεμικοί πιστωτές της Τουρκίας - με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Ανέπτυξε επίσης καλές σχέσεις με τις Η.Π.Α. υιοθετώντας προς αυτό το σκοπό με ενθουσιασμό τις ιδέες του προέδρου Ουίλσον για την Κοινωνία των Εθνών.43 Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε στα 1918 όχι απλώς να κάθεται στο τραπέζι των νικητών αλλά και να προετοιμάζεται για το πιο μεγαλειώδες επίτευγμα της διπλωματικής ιστορίας της, τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, που έθετε τις βάσεις για την «Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων»,44 ως αναφέρθηκε και πριν. Το ενδιάμεσο στάδιο της πραγμάτωσης των ονείρων της ήταν η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων με Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βενιζέλος, με τεράστιο εσωτερικό κόστος και ρίσκο, δεν άφησε τελικά τη χώρα να περάσει στην πλευρά των Κεντροευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών όπως ουσιαστικά, δια της ουδετερότητας, επιθυμούσε το παλάτι που γι αυτό το λόγο παράνομα εκδίωξε τον πρωθυπουργό από τα καθήκοντά του, για να ακολουθήσει ο Εθνικός Διχασμός. Τελικά, η εσωτερική απάντηση του Βενιζέλου στο Παλάτι, αλλά κυρίως η συνέπεια των συμμαχιών του και η ίδια η εξέλιξη του Πολέμου τον δικαίωσαν. 43

Βλ. Κ. Χατζηαντωνίου, «Η Μικρασιατική Εκστρατεία», Άρδην, τ. 38-39, Ταυτότητα & Ιστορία, 31 Αυγούστου 2012. 44

Η ελληνική διεκδίκηση που προβλήθηκε, στο συνέδριο των Παρισίων το 1918, επί της Ιωνίας δεν εδραζόταν απλώς σε ιδεολογικούς λόγους (εθνική ολοκλήρωση) ή σε λόγους αρχής (δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών δεδομένης της πλειοψηφίας στο βιλαέτιο Σμύρνης) αλλά και σε άμεσα πρακτικούς σκοπούς που αναφέρονταν στην προστασία της ζωής και της τιμής του μικρασιατικού ελληνισμού, ο οποίος γνώριζε τα τελευταία χρόνια την πολιτική γενοκτονίας που είχε εξαπολύσει το εγκληματικό κομιτάτο των Νεότουρκων. Σύμφωνα με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου 773.915 Έλληνες (298.449 από τη Μικρά Ασία, 257.019 από τον Πόντο και 218.447 από την Ανατολική Θράκη) είχαν εκτοπιστεί τα τελευταία έξι χρόνια (και μάλιστα από το 1913-1914, εν καιρώ ειρήνης τυπικά…) και απ’ αυτούς 250.000 δεν γύρισαν ποτέ. Είχαν βρει οικτρό θάνατο στα εργατικά τάγματα, τα πρώτα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του 20ού αιώνα. Περαιτέρω, δύο σοβαροί παράγοντες διαμόρφωναν στα τέλη του 1918 μια μοναδική ευκαιρία επέμβασης της Ελλάδας στη Μικρά Ασία: πρώτον, η κατάρρευση του δόγματος της οθωμανικής ακεραιότητας, που κυριαρχούσε για αιώνες στην ανατολική πολιτική των Δυτικών Δυνάμεων και δεύτερον, η συντριβή της Τουρκίας (αλλά και της Βουλγαρίας) κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τους όρους της ανακωχής, η Τουρκία έπρεπε να παραδώσει όλο τον εξοπλισμό και το στόλο της και να αποστρατευθεί. Αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και καίρια σημεία στην Ανατολή ενώ για παρόμοια δράση ετοιμάζονταν και οι Ιταλοί. Ένας βαθύς διχασμός συντηρητικών (ισλαμιστών) και εθνικιστών απλωνόταν σε όλη την τουρκική κοινωνία που περιδεής έβλεπε το φάσμα του διαμελισμού. Αν στα παραπάνω συνυπολογίσει κανείς την αριθμητική υπεροχή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ιωνίας το 1919-1920 (υπεροχή που μόλις το 1921 θα ισοζυγιστεί ενώ το 1922 μόνο τοπικά - στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ -

33


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

συμμαχική εντολή, σε ρόλο διεθνούς δύναμης επιβολής της τάξης κι όχι σε ρόλο άσκησης εθνικής κυριαρχίας, την 1η Μαΐου 1919 στη Σμύρνη, με αφορμή την απόβαση των Ιταλών στα Άδανα και την κατάληψη της Μαρμαρίδας από τα ιταλικά στρατεύματα.45 Tο καταδρομικό Αβέρωφ, ήταν αυτό που κατέπλεε πρώτο από τα ελληνικά στρατεύματα στο λιμάνι της Σμύρνης. Λίγο καιρό αργότερα, όταν ισχυροποιήθηκε η ελληνική στρατιωτική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή, το Ελληνικό Στρατηγείο, επέμενε επίμονα στο να ζητάει από τους Συμμάχους την άδεια για προέλαση στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, προκειμένου να διαλύσει τις μέχρι τότε λιγοστές τουρκικές δυνάμεις πριν αυτές ισχυροποιηθούν - κίνδυνος ο οποίος ήταν εις γνώση και των Άγγλων ανώτατων αξιωματούχων - διασφαλίζοντας έτσι και οικονομικά την ελληνική ζώνη της Μικράς Ασίας, καθώς η οχύρωση του αμυντικού προγεφυρώματος της Σμύρνης θα απαιτούσε μακροχρόνιες προσπάθειες. Οι Σύμμαχοι, παρόλα αυτά, δεν ικανοποίησαν το ελληνικό αίτημα, καθόσον αφενός δεν τους ήταν απαραίτητη η προσάρτηση στην Ελλάδα τμήματος της Μικράς Ασίας, αφετέρου δε, η Ιταλία πρόδηλα ήταν εξοργισμένη με τις ελληνικές κινήσεις, η Γαλλία δεν έβλεπε ευνοϊκά το ενδεχόμενο μόνιμης ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία από τη στιγμή που αυτή εκπροσωπούσε τη βρετανική ισχύ στην περιοχή, ενώ και η Αμερική είχε ήδη αποστασιοποιηθεί από τις Μεσανατολικές υποθέσεις πριν τα τέλη του 1919.46 Επιπλέον, και οι ίδιοι η Άγγλοι θα ζημιώνονταν σταδιακά από την ελληνική κατοχή της Σμύρνης, η οποία εκτός του ότι ισχυροποίησε τον τουρκικό εθνικισμό, είχε επίσης και αντίκτυπο σοβαρό και στους Μουσουλμάνους των Ινδικών αποικιών. Ωστόσο, η στενή φιλική σχέση μεταξύ του Έλληνα και Βρετανού Πρωθυπουργού είχαν ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, αφού επιπλέον, παρ’ όλους τους εν-

έχουν υπεροχή οι Τούρκοι) αλλά και τα γενικότερα δημογραφικά δεδομένα – καμιά σχέση με τη σημερινή διαφορά - τότε οι δύο λαοί, συνολικά είναι περίπου ισοδύναμοι. Συνεπώς, συνειδητοποιεί κανείς ότι το γεωστρατηγικό πλαίσιο της εποχής ήταν εκπληκτικά πρόσφορο για την ανάληψη μιας πολιτικής εθνικής αποκατάστασης του ελληνισμού στον ιστορικό του χώρο. Βλ. Κ. Χατζηαντωνίου, «Η Μικρασιατική Εκστρατεία», ό.π. 45

Βλ. M.L. Smith, Ionian Vision: Greece in Asia Minor 1919-1922, London, 1973, pp.77-85.

46

Βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη, Μάιος 1919 – Μάιος 1920, Αθήνα, 1970, σελ.229-237 καθώς και J. Leontaris, Greece and the First World War, op.cit., pp.425-426. Βλ. επίσης Ζ. Φωτάκη, «Διεθνοπολιτικές και Στρατιωτικές Παράμετροι της Ελληνικής Εμπλοκής στη Μικρά Ασία, 1919-1922», op.cit.

34


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

δοιασμούς, εξυπηρετούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή τα συμφέροντα των περισσότερων Συμμάχων, ιδιαίτερα δε καθόσον ακύρωσε τα σχέδια κατάληψης της Σμύρνης από τους Ιταλούς.47 Η πρόσκαιρη απαγόρευση των Συμμάχων στο να δοθεί άδεια για προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας οφείλετο επίσης, σύμφωνα με μια άποψη, στη διαρκή τους ενασχόληση με την υπογραφή συνθηκών ειρήνης με Γερμανία και Αυστροουγγαρία, στο γεγονός ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα εσωτερικά μεταπολεμικά τους προβλήματα, στην χαοτική κατάσταση που είχε επικρατήσει στη Ρωσία λόγω της επανάστασης, αλλά και στην προσδοκία που εξέτρεφαν ότι η Αμερική θα πείθετο τελικά να διαδραματίσει ρόλο στα ζητήματα της Ανατολής. Η επακόλουθη καθυστέρηση, όμως, που προήλθε, έδωσε την ευκαιρία στο διαρκώς αυξανόμενο εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ να κερδίσει έδαφος, με επιστέγασμα των τουρκικών στρατιωτικών επιτυχιών τη νίκη τους επί των γαλλικών δυνάμεων στο Μαράς της Κιλικίας, κάτι το οποίο και οδήγησε στην έντονη συμμαχική αντίδραση με την κατάληψη από μέρους τους της Κωνσταντινούπολης.48 Οι εκκλήσεις του Βενιζέλου για προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίστηκαν άκαρπες μέχρι και την άνοιξη του 1920, όπου ο Κεμαλικός στρατός απείλησε βρετανικές θέσεις στη Νικομήδεια, αλλά και την ίδια την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και τη θρυαλλίδα για τη συνέχιση των ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων κατόπιν της άδειας των Συμμάχων. Τα αίτια για την αλλαγή της στάσης των Συμμάχων ήταν σαφώς γεωπολιτικά. Οι Άγγλοι ήδη μετά τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου49, θεωρούσαν την ρω-

47

Βλ. L.S. Stavrianos, The World since 1500: a Global History, Englewood Cliffs, New Jersey, 1966, p.476. 48 Βλ. A.L. Macfie, The Straits Question, 1908-1936, op.cit., pp.91-109. 49

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (Οκτώβριος 1853 - Φεβρουάριος 1856) υπήρξε η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Γαλλίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη πλευρά. Η σύρραξη, στην οποία έλαβαν μέρος οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, υπήρξε το αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για επιρροή και εκμετάλλευση των ανατολικών εδαφών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας, όμως πραγματοποιήθηκαν και μικρότερης έντασης εκστρατείες στη δυτική Ανατολία, τον Καύκασο, τη Βαλτική Θάλασσα, τη Λευκή Θάλασσα και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Η ικανοποίηση της απαίτησης της Ρωσίας για προστασία των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεδομένου ότι οι Ορθόδοξοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανέρχονταν σε μερικά εκατομμύρια κατοίκων, ισοδυναμούσε με απαίτηση

35


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

σική ακτή του Ευξείνου Πόντου ως την αχίλλειο πτέρνα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, επιδιώκοντας με κάθε κόστος, προς το σκοπό, αυτό τη διαρκή πρόσβαση του Αγγλικού Στόλου σε αυτή. Επιπλέον, η ύπαρξη σημαντικού γεωργικού πλούτου καθώς και πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου στην περιφέρεια της Μαύρης Θάλασσας, αποτελούσε ενισχυτικό παράγοντα του γεωπολιτικού ενδιαφέροντος των Άγγλων για την Ασφάλεια των Στενών και της Κωνσταντινούπολης. 50 Έτσι, τον Ιούνιο του 1920, τα ελληνικά στρατεύματα προελαύνανε από τη Σμύρνη μέχρι και τα Στενά, διασφαλίζοντας τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Βρετανών.51 Τον Ιούλιο του 1920 ο Ελληνικός Στρατός είχε ήδη καταλάβει τη Θράκη, ενώ στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού η Ελλάδα πλέον απολάμβανε για συγκυριαρχία του Ρώσου αυτοκράτορα με τον σουλτάνο. Με την ενθάρρυνση της Γαλλίας κυρίως, αλλά και της Βρετανίας, η Πύλη αρνήθηκε να ικανοποιήσει αυτή την αξίωση της Ρωσίας, με συνέπεια τον Μάιο του 1853 να εισέλθουν τα ρωσικά στρατεύματα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, χωρίς την κήρυξη πολέμου εναντίον της Πύλης. Στις 4 Οκτωβρίου 1853 οι Οθωμανοί ενθαρρυμένοι από την αγγλογαλλική υποστήριξη κηρύσσουν τον πόλεμο στη Ρωσία. Ο πόλεμος ουσιαστικά έληξε με την πολιορκία της Σεβαστούπολης, η οποία και τελικά έπεσε στα χέρια των συμμάχων το Σεπτέμβριο του 1855. Παράλληλα οι σύμμαχοι, ήδη από την άνοιξη του ιδίου έτους ξεκινούν την επίθεση τους στην Αζοφική θάλασσα που ελέγχουν ακόμη οι Ρώσοι και αποτελούσε την κύρια δίοδο ανεφοδιασμού των ρωσικών στρατευμάτων που μάχονταν στην Κριμαία. Μετά την πτώση της Σεβαστούπολης η Αυστρία αποφασίζει να βγει από την ουδετερότητα και αποφασίζει να κηρύξει πόλεμο στη Ρωσία αν η τελευταία δεν παραιτούνταν από την αξίωση να επηρεάζει τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τον Φεβρουάριο του 1856 υπογράφεται τελικά η συνθήκη ειρήνης στο Παρίσι. Βάσει αυτής η Ρωσία παραιτούνταν του δικαιώματος προστασίας των Ορθοδόξων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που απέρρεε, κατά τη δική της ερμηνεία, από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), παραιτούνταν των βλέψεων της στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει το δέλτα του Δούναβη σε δυο διεθνείς επιτροπές που θα ρύθμιζαν τη ναυσιπλοΐα στον ποταμό. Παράλληλα αναθεωρούνταν και η Σύμβαση των Στενών του 1841, καθιστώντας πλέον τον Εύξεινο Πόντο αποστρατιωτικοποιημένη θάλασσα, ενώ δόθηκε η υπόσχεση για ανεξαρτησία στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ισότιμη συμμετοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα συνέδρια των μεγάλων δυνάμεων. Μάλιστα η Ρωσία συμφώνησε να διαλύσει το στόλο της Μαύρης Θάλασσας ώστε να αισθάνεται πιο ασφαλής η Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος οδήγησε τελικά την Οθωμανική αυτοκρατορία σε σειρά μεταρρυθμίσεων που κορυφώθηκαν με το «Χάτι Χουμαγιούν» τον Φεβρουάριο του 1856 βάσει του οποίου προβλεπόταν πλήρης ισότητα των υπηκόων της αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή καταγωγής. Ουσιαστικά η Οθωμανική αυτοκρατορία αναλάμβανε αυτές τις πρωτοβουλίες που θα την καθιστούσαν αποδεκτή στο «κλαμπ» των ισχυρών της Ευρώπης. Από τη μεριά της Ρωσίας ο πόλεμος αυτός ήταν καταλυτικός σχετικά με την εξέλιξη της οπισθοδρομικής ρωσικής κοινωνίας. Βλ. εκτενώς Μαριέττα Οικονομοπούλου, «Όψις της Ρωσικής πολιτικής στα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου. Υπόμνημα του Κωνσταντίνου Ζωγράφου (1854)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.29, σελ.118-156. 50

Βλ. Ζ. Φωτάκη, «Διεθνοπολιτικές και Στρατιωτικές Παράμετροι της Ελληνικής Εμπλοκής στη Μικρά Ασία, 1919-1922», op.cit. 51

Η προέλαση αυτή διευκολύνθηκε από τη συνεχιζόμενη εμφύλια διαμάχη των Τούρκων (ισλαμιστές υποστηρικτές του Σουλτάνου και της πάλαι ποτέ ισχυρής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον εθνικιστών του Κεμάλ), αλλά και από την πολεμική δράση των Γάλλων και των Αρμένιων κατά του Κεμάλ. Βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Επιθετικές Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920-Μαρτίου 1921, σελ. 10-12.

36


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

τους καρπούς των στρατιωτικών αλλά και γεωπολιτικών επιτυχιών της, οι οποίοι και μετουσιώνονταν με τη Συνθήκη των Σεβρών. Η πραγμάτωση του ονείρου της Μεγάλης Ελλάδας ήταν κοντά, αλλά προϋπέθετε την ήττα των Κεμαλικών. Για να καταστεί αυτό πραγματικότητα θεωρήθηκε από ελληνικής πλευράς σκόπιμη η άνευ καθυστέρησης προέλαση του Ελληνικού Στρατού μέχρι την Άγκυρα με την ελπίδα ότι ο Κεμαλικός στρατός, με μικρό ακόμα μέγεθος και βασιζόμενος σε άτακτες ομάδες ανταρτών, θα υφίστατο την ήττα. 52 Όμως η προέλαση αυτή καθυστέρησε. Έχοντας ως παρακαταθήκη επιτυχίας τη Συνθήκη των Σεβρών, ο Βενιζέλος αποφάσισε, έπειτα από μια δεκαετία σχεδόν πολέμων, να προχωρήσει σε εκλογές, πιεζόμενος από την απήχηση που είχε το κεντρικό σύνθημα της αντιπολίτευσης (η οποία και πρόσκειτο στο κωνσταντινικό καθεστώς) για απαγκίστρωση και αναδίπλωση στο εσωτερικό της χώρας λόγω των τεράστιων εσωτερικών κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων. Παρά τα εθνικά γεωπολιτικά επιτεύγματα από το 1912 και μετά, η κόπωση, αλλά και η κοινωνική και οικονομική ύφεση μετά από τόσα χρόνια πολέμων ήταν μεγάλη, έχοντας οξυνθεί και από τον Εθνικό Διχασμό «Βενιζελικών» και «Βασιλικών» Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για την 1η Νοεμβρίου του 1920 και το αποτέλεσμά τους ήταν ο Βενιζέλος να ηττηθεί κατά κράτος.53 Η εν λόγω πολιτική εξέλιξη συνετέλεσε σταδιακά στην απομόνωση της Ελλάδος από τους Συμμάχους, λόγω της δυσαρέσκειάς τους ως προς το πρόσωπο του Έλληνα Βασιλιά, το οποίο ευλόγως αντανακλούσε στα μάτια τους τις δυνάμεις του Άξονα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, η χρονική καθυστέρηση της μικρασιατικής εκστρατείας – την οποία σημειωτέον συνέχισε το κωνσταντινικό καθεστώς σε μια άκαρπη όπως τελικά απεδείχθη προσπάθεια να πείσει τον ελληνικό και την Αντάντ ότι δεν υπολειπόταν σε δυναμισμό και συμμαχική αξιοπιστία των βενιζελικών, έδωσε τον απαραίτητο χρόνο για ανασύνταξη στον Κεμάλ, όπου και σταδιακά σήμαινε την έναρξη της διαδρομής προς την καταστροφή του 1922.

52

Βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Επιχειρήσεις Φιλαδελφείας – Προύσης – Ουσάκ, σελ. 199. Βλ. Γ.Π. Μαλούχο, «Όταν έπεφτε η Σμύρνη: Η ήττα της Ελλάδας στη γεωπολιτική αναδιάταξη», Το Βήμα, 28 Αυγ 2012. 53

37


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Επίλογος

Έχοντας αλλάξει ρότα από τις αρχικές γεωπολιτικές και διπλωματικές παραμέτρους που είχαν οδηγήσει την Ελλάδα στη Μικρά Ασία και υποτιμώντας ταυτόχρονα και τις τεράστιες στρατιωτικές δυσχέρειες του όλου εγχειρήματος της πορείας στα ενδότερά της, τα ελληνικά στρατεύματα βρέθηκαν σύντομα μόνα τους να επιχειρούν κάτι το οποίο εξ’ αρχής φαινόταν αδιανόητο: τη στρατιωτική επικράτηση από τα Μικρασιατικά παράλια μέχρι την Άγκυρα. Οι ανεπαρκείς διπλωματικές και στρατιωτικές εκτιμήσεις είχαν γίνει τόσο αισιόδοξες, ώστε μόλις λίγο καιρό πριν την Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα απειλούσε με προέλαση του στρατού της τόσο προς την Άγκυρα όσο και προς την Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας οξύτατες αντιδράσεις από Αγγλίας και Γαλλία.54 Εν τέλει, η πλάστιγγα των γεωπολιτικών συμμαχιών είχε αρχίσει να γέρνει προς αντίθετη κατεύθυνση από την Ελλάδα. Οι Μεγάλες Συμμαχικές Δυνάμεις είχαν αλλάξει σύμμαχο στα μάτια του Κεμάλ. Ο νέος γεωπολιτικός σύμμαχος ήταν το υπό τα σπάργανα σύστασης ακόμη τουρκικό κράτος, το οποίο αναλαμβάνοντας ουσιαστικά τον παλιό γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας πρόβαλλε ως ο κύριος «εγγυητής» περιφερειακής ασφάλειας προς όφελος της Δύσης μετά την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μεγαλύτερη συνεπώς τραγωδία του νεότερου ελληνισμού και η πιο σημαντική σύγχρονη ελληνική γεωπολιτική ήττα, κατά συνέπεια, ήταν κοντά…

54

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι διάδοχοι του Βενιζέλου στην εξουσία, παρόλο που ως αντιπολίτευση είχαν ως κεντρικό σύνθημα την απαγκίστρωση από τη Μικρά Ασία, με το που ανέλαβαν τα ηνία της εξουσίας έπραξαν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που είχαν υποσχεθεί προεκλογικά. Επιχείρησαν μονομερώς, χωρίς συνεννόηση με τους Συμμάχους της χώρας - των οποίων τη διεθνή εντολή αποκατάστασης της τάξης και ειρήνης εκτελούσε η Ελλάδα στη Μικρά Ασία - να αλλάξουν ριζικά τη φύση του ρόλου των εκεί ελληνικών στρατευμάτων από δύναμη επιβολής τάξης και ασφάλειας σε εθνική δύναμη κατοχής (σύμφωνα πάντα με την άποψη ορισμένων ξένων και Ελλήνων ιστορικών) στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Βλ. Γ.Π. Μαλούχο, «Όταν έπεφτε η Σμύρνη: Η ήττα της Ελλάδας στη γεωπολιτική αναδιάταξη», ό.π.

38


ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, Γεώργιος Χρυσοχού

The Academy for Strategic Analyses (ASA) is an independent non-profit scientific and research institution, a think-tank, based in Athens. It was founded in 2014, by scientists from the Hellenic Armed Forces and Hellenic Security Corps, who hold a PhD or holders of other high level qualifications, with rich scientific, research and writing work and collaboration with Greek and foreign universities, research centres and institutes, in various scientific fields. Moreover distinguished personalities from military, diplomatic and academic areas and other high-profile scientists, became members of the Academy. The main task of the ASA is the development of scientific work and activities in the field of Strategic Studies, Defense, Security and Foreign Policy, the elaboration of scientific analyses, research and studies, as well as the provision of specialized advisory and educational services in those articles, at national, European and international levels. In this framework, the Academy's activities are developed within scientific areas, such as: (a) Analysis of strategic environment, (b) Analysis of the Defense and Security Policy, (c) System analysis, technology and economy, (d) Operational research, command and control. The Academy will cooperate with international organizations, academic-scientific institutions and other centers of scientific research with a related object, as well as with authoritative scientists, militaries, diplomats, etc., especially in the Euro-Atlantic and the wider Mediterranean environment.

10, Feidiou str., 10678 ATHENS www.acastran.org info@acastran.org https://www.facebook.com/AcademyStrategicAnalyses

39


Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - 57

Φειδίου 10, 10678 ΑΘΗΝΑ www.acastran.org, asa@acastran.org https://www.facebook.com/AcademyStrategicAnalyses

40

ISSN: 2407-9863


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.