Το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Page 1

Σάκης Αθανασιάδης

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων



το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων


Σάκης Αθανασιάδης το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων ISBN: 978-618-81935-6-7 © Σάκης Αθανασιάδης Σεπτέμβριος 2015 εκδοτική επιμέλεια: Δήμος Χλωπτσιούδης επιμέλεια εξωφύλλου & εικόνων: Δήμος Χλωπτσιούδης e-mail: ekdoseis@tovivlio.net

[Αναφορά προέλευσης , Μη Εμπορική Χρήση, Παρόμοια Διανομή]

___________________ Η ποιητική συλλογή “το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων” διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons. Επιτρέπεται ελεύθερα η αναδημοσίευση και η αποσπασματική παρουσίαση. Η αναφορά του ονόματος του ποιητή είναι υποχρεωτική και το έργο διατίθεται μόνο για μη εμπορική χρήση.


το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

ISBN: 978-618-81935-6-7 © Σάκης Αθανασιάδης Λαμία 2015



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

τα όμορφα τα σύννεφα μιλάνε με βροχή τα μάτια του δρομέα τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν ζεις για άλλες ζωές το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων άκουσα η αγάπη το σώμα σου θέλει, μα η ψυχή δεν μπορεί ψυχή με αλμυρό νερό κι είμαι εδώ απλά να σου πω κάτι με σένα τρέχει γαλάζιο ποδήλατο τα παραμύθια κρύβουν μέσα τους καρδιές μα ο άγγελός μου έχει κόκκινα φτερά ήθελα όμως να μου πεις πόσο κοιμάσαι αόρατες μέρες έτσι η ζωή που δεν τη ζεις περνάει πλατεία Απρίλη ο κήπος που χάθηκε στο δρόμο το ποτάμι του ήλιου σημαία της Μυκόνου κίνδυνος… κι είπα θα πάω πιο πέρα το σώμα μου όταν καίγεται ακούγεται η καρδιά αφού οι άγγελοι ξεχάστηκαν στη γη τα Χριστούγεννα της Όλγας μόνο το σώμα σου έχω θάλασσα φωτιά και νερό όμορφη ακτή το γυμνό κι ας είναι όπως λένε Χριστούγεννα που αναπνέει η καρδιά την άνοιξη να βρω αριστερά το παραμύθι της μεγάλης ζωής το δικό σου αιώνιο ψέμα

11 12 13 14 16 17 18 19 20 21 22 24 26 27 28 29 30 31 32 33 34 36 37 38 39 40 42 43 44 46 48 50


51 θα ταξιδέψω από μένα μακριά 52 για ποια πατρίδα θα μιλήσεις 53 μετά τη βροχή 54 για να αδειάσει η ψυχή τη μοναξιά 56 χάρτινο πλοίο 57 ξύλινες πέτρες 58 ιδιωτική σχολή ονείρων 59 μα οι αγάπες μου ζούνε στο δρόμο 60 το αύριο καλοκαίρι 61 για να ακούς τα αηδόνια τα μεσάνυχτα 62 η μέρα που μεγάλωσα 64 κάπου σε μια στεριά 65 γνώρισα μόνο μια πατρίδα 66 αγκαλιασμένοι στη βροχή 67 όλα είναι ωραία στο σκοτάδι 68 το δηλητήριο της σιωπής 69 όταν ένα παιδί πεθαίνει 70 ωραίο φως 71 όπως την πρώτη φορά 72 απ' το άρωμά σου ζω την κάθε μέρα 73 η άνοιξη ας έρθει με άλλο σώμα 74 γι’ αυτό και ταξιδεύω 76 η δική μας η θάλασσα 78 ας μη γίνει ανάσταση 79 άνοιξη έρχεται 80 στο πρώτο μου όνειρο 81 κράτα με μόνο ζωντανό μη μεγαλώσω άλλο 82 το κρασί του χρόνου 83 πόσο θα ήθελα να είμαι τώρα 84 προσκυνητές 85 θα ζωγραφίσω μια φωτιά 86 το μαγεμένο δάσος 8


μια μέρα Έλληνας μια μέρα σήκωσε απ’ το χώμα καλή μου θάλασσα το νερό που καίει δεν γελάει η άνοιξη ζητούσες να με δεις τα πιο μεγάλα μου φιλιά ο κήπος με το αλάτι γιατί ο δρόμος σου είμαι εγώ αλλά θα ήταν ωραία να ήμουν το αίμα το δικό σου χάρτινη βασίλισσα όνειρα δρόμου να πιστεύω ακόμα πως χορεύει η αγάπη γυμνή ποτέ μη ρωτάς οι αγάπες πού πάνε γιατί ακούω την ανάσα σου κοντά ήταν μια χώρα που την έχω ζήσει πριν ακόμη γεννηθώ αυτή την άνοιξη θέλω να σου χαρίσω το γλέντι μιας κηδείας καλύτερα να είσαι γυμνός αυτή η άνοιξη δεν έχει ντροπή όταν πέσει το τείχος κι εκεί που νόμιζα πως τίποτα δεν γίνεται φοβάμαι το φόβο στα μάτια μου για την ελευθερία κλεμμένο καλοκαίρι οι άγιοι της οθόνης Ευρώπη μιας ευθείας θάλασσά μου ελευθερία μπλε βάρκα κοίτα και μη γελάς άοπλος τριάντα αργύρια αριστερά

87 88 89 90 91 92 93 94 95 96 98 99 100 101 102 103 104 105 106 107 108 109 110 111 112 113 114 115 116 118 119 120


Σάκης Αθανασιάδης


τα όμορφα τα σύννεφα μιλάνε με βροχή Ρίχνει μια αλλιώτικη βροχή, καίει το σώμα Η μέρα στα λιβάδια του Θεού δεν φώτισε ακόμα Ακούω του ανέμου τη φωνή στην κόκκινη νύχτα Τα βήματα ακούω ενός αγγέλου κοντά

Κάθισα δίπλα σε ένα δέντρο, έκαιγε ο αέρας Άκουσα την ανάσα του δάσους όταν είδα φωτιά Έτρεξα μακριά να σωθώ δεν ήμουν ο μόνος Ήμουν κι εγώ όπως οι άλλοι γυμνός Έπεσα μα είμαι καλά, κάπου αράζω Ήθελα να ανέβω ψηλά να μάθω να διαβάζω Του ανέμου σου τα μυστικά, τη θάλασσά σου να κοιτάζω Ήξερες πως έχει βαρύ φορτίο η μνήμη Σε αυτούς που ζητούν λευτεριά και δεν γίνονται κτήνη Φέρνει μια άλλη ζωή ο αέρας τη νύχτα Κάθεσαι για ώρες σκυφτός, ο άγγελος σου λέει καληνύχτα Σηκώνεσαι το άλλο πρωί, βγαίνεις στο δρόμο Παίρνεις την ψυχή του μαζί, αλλάζεις ζωή 11

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Χορεύουνε σκιές, ξεχασμένες ζωές σκάνε στον τοίχο Ξημέρωνε κι ακούω της μέρας τη φωνή Ο ήλιος τελειώνει την τελευταία σκιά με κόκκινο χρώμα Η μέρα στα λιβάδια του Θεού δεν φώτισε ακόμα


τα μάτια του δρομέα

Σάκης Αθανασιάδης

Λένε τα μάτια μου πως βγάζουνε μια λάμψη Μόλις η θάλασσα τον άνεμο ξυπνά Με παρατούν στη γη για τιμωρία Αύγουστο μήνα και τραβάνε μακριά Μα είναι φορές που πιάνομαι στα δίχτυα Σαν ψάρι στη συνήθεια σπαρταρώ Κι άλλες φορές που τρέχω για να φτάσω Εκεί που νόμιζε το χθες πως δεν μπορώ Θέλω να αφήσεις την ψυχή να ταξιδέψει Μόλις τα χείλη σου διψάσουν για φιλί Στα χίλια ψέματα αγάπη αφού δεν βρήκες Και το κορμί σου είναι άμμος και γυαλί Άδειες ζωές συνάντησα στους δρόμους Άσπρα κοστούμια που είχαν μαύρη την καρδιά Είχα τα μάτια του δρομέα Που έψαχνε φως στην ερημιά Μα είναι φορές που λέω πως θα σπάσω Πως θα ’ρθει ο άνεμος να σβήσει τα κεριά Στην παγωνιά θα πέσω της συνήθειας Να τρέμω γύρω απ’ τη φωτιά Κι άλλες φορές που τρέχω για να φτάσω Εκεί που νόμιζε το χθες πως δεν μπορώ Ότι έχασα στα χρόνια το έχω χάσει Πλέον κερδίζω τα εμπόδια και περνώ 12


τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν ζεις για άλλες ζωές Το μαχαίρι μου είπες, το μαχαίρι που τρυπάει το σύννεφο Θα πρέπει να το ψάξεις στη σκόνη των δρόμων Το καθαρό του το νερό που σπάει τα δόντια των νόμων Θα πρέπει να το πιεις για να αλλάξεις

Από τότε γυρίζω στους δρόμους Σημαδεύω τα σύννεφα και πετώ τη φωνή μου Σημαδεύω τον εαυτό μου, μα φοβάμαι να παραιτηθώ Γιατί το όνειρο φωνάζει: Έλα πιάσε με, είμαι εδώ Τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν ζεις για άλλες ζωές Και ελπίζω πως θα βρω το μαχαίρι να τρυπήσω το σύννεφο Το καθαρό του το νερό να μου φέρει πίσω την ψυχή Που φεύγει λίγο λίγο απ’ το κορμί μου Τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν το θέλεις πολύ

13

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Την ψυχή σου μου είπες, την ψυχή σου που πηγαίνει στο σύννεφο Θα πρέπει να την φτιάξεις με φωτιές Στον άνεμο να αντέχει να καίει τις κραυγές Τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν ζεις για άλλες ζωές


το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων Φανατικοί πολεμιστές Στο γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων Φρεσκοντυμένοι με σκοτάδι Να πολεμάνε με το φως

Σάκης Αθανασιάδης

Μαύροι απ’ το αίμα των αθώων Αίμα που τρέχει στο ποτάμι των ηρώων Που λούζονται οι αθάνατοι θεοί Αυτό που υπάρχει εδώ Είναι η πείνα της πατρίδας για ψωμί Είναι οι πέτρες που πετάνε οι αστοί Στο άρρωστο κορμί της Να ηδονίζονται στο πόνο της αθανασίας Αυτό που υπάρχει εδώ Είναι σκοτάδι τυλιγμένο με χρυσάφι Μια απάτη που τελειώνει πριν αρχίσει η ζωή Που οι αστοί ονόμασαν δημιουργία Κάθε Μεγάλη Παρασκευή Μεγαλώνει η στάχτη στην ψυχή Κι αυτή η στάχτη μένει εκεί Για μέρες, για μήνες για χρόνια, για μια ζωή Βουνό που κρύβει τον ήλιο να μη γελάω, να φοβάμαι Γιατί ο φόβος τρέφει το μίσος Και πρέπει να μισώ κάθε τι διαφορετικό Για να υπάρχω στη σιωπή των αθώων 14


Αυτό που υπάρχει εδώ Είναι η άνοιξη που κλαίει Κάθε άρνηση είναι ο θάνατός σου λέει Στο κοπάδι αν δεν μπεις πολεμιστής

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Αυτό που υπάρχει εδώ Είναι το άρμα των κομπάρσων Το πλήθος των άσσων, των ειδικών Των μαλακισμένων -απλά στα λαϊκά- παιδιών Που φτύνουν τα μάτια της ιστορίας Να μη βρεθεί η αλήθεια στο χώμα Κι ελευθερώσει το φως


άκουσα η αγάπη

Σάκης Αθανασιάδης

Άκουσα η αγάπη γρατζουνά τον αέρα πονά η ψυχή Άκουσα η αγάπη αγγέλου έχει το βλέμμα Κι αυτό το βλέμμα μπορεί να σου αλλάξει Σε μια στιγμή τη ζωή Έμαθα η ανάγκη τα μάτια σου κάνει σαν πέτρα Αυτό που πονά, το χτυπάς δυνατά Έμαθα το σκοτάδι άλλοθι δίνει να αλλάζεις Στον καθρέπτη να μη βλέπεις καλά Άκουσα η αγάπη Είναι μια έρημη πόλη Μια στενή για να ζεις φυλακή Άκουσα η αγάπη Άμμος είναι και τέφρα Μοναξιά για να βρεις στη ζωή Άκουσα για αγάπη, γνώρισα την αγάπη Και είμαι εδώ να σου πω Πως μαζί της η ψυχή μου γελά Έμαθα η αγάπη μια χώρα είναι του αέρα Που κρατά με τα χάδια την ψυχή δροσερή Άκουσα για αγάπη, γνώρισα την αγάπη Και είμαι εδώ να σου πω Πως μαζί της το κορμί μου ξυπνά

16


το σώμα σου θέλει, μα η ψυχή δεν μπορεί Στα άσπρα σεντόνια σου αγκαλιά με ένα ξένο κορμί Το ταξίδι σου έχει τώρα τελειώσει Όμως η γη μου εσύ και το χώμα αυτό εμένα με σώζει Είχα βρει το νησί να πετάξω μακριά σου το χρόνο Δεν ήξερα πώς, το σώμα σου θέλει μα η ψυχή δεν μπορεί

Δεν θέλω να κλάψω απόψε ξανά για να πέσω σε τοίχο Είπα για σήμερα όλα καλά θα ανοίξω τον ήχο Αφού δεν πιστεύεις σε σένα κερδίζει ο χαμένος Το σώμα σου θέλει, μα η ψυχή δεν μπορεί

17

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Φοβάμαι να ανάψω φωτιά το δάσος της ψυχής σου μην κάψω Αυτό που σε κρύβει καλά Να φαίνεσαι ίδια, στους ίδιους Τα μάτια σου βγάζουν φωνές Ακούω περίεργους ήχους Βοήθεια να λένε απλά ή να γράφουν ετούτους τους στίχους


ψυχή με αλμυρό νερό Κάθε όνειρο για να έχει τη δική του τη ζωή αφήνει το λιμάνι Φεύγει για ταξίδια μακρινά Κι αν εμένα, αν με αφήσεις δεμένο στη νύχτα ξανά Του χρόνου η σκουριά θα με φάει Το καράβι της ψυχής μου στα βράχια θα πάρει τη λάθος στροφή Αυτό που αγάπησα πολύ ταΐζω τα σκυλιά Τα μάτια τους τα άγρια να σωπάσουν Να νοιώσει το κορμί τους ηδονή Κι αν πείνα τους κρατάει ακόμα πολύ Μπορώ να τους χαρίσω, ψυχή με αλμυρό νερό Κάθε δέντρο τη ζωή του να χαρεί χορεύει στον αέρα Ψηλώνει για να δει τον ποταμό Κι αν εμένα με αφήσεις μονάχο εδώ ακίνητο στους λύκους Το σώμα θα χαρίσω, ψυχή με αλμυρό νερό Αυτό που αγάπησα πολύ χαρίζω στα παιδιά Που πέρασαν του φόβου την παγίδα την άγρια που νικήσαν μοναξιά Κι αν τα μάτια τους θα καίνε με φωτιά το ξύλινο άλογό μου Μπορώ να τους προσφέρω μια πέτρα να μου ρίξουν στην καρδιά

18


κι είμαι εδώ απλά να σου πω Βροχή μου έστελνες να ακούω τα όνειρά σου Ξεχάστηκες μακριά, έσβησε η φωνή σου Στη σκόνη έβαλες τα μάτια σου μωρό μου Για να σκεπάσεις την ψυχή

Μέσα απ’ τις στροφές, τις άγριες ξέρες Πέρασα και είμαι ζωντανός Δεν μίλησα ποτέ γι’ αυτές τις μέρες Ούτε θα ήθελες να μάθεις ευτυχώς Κι είμαι εδώ απλά να σου πω Πως στα μεγάλα τα ταξίδια Υπάρχει ουρανός που το σώμα σκεπάζει Και η θάλασσα χωράει στην ψυχή Για να σε πάει το κύμα της μακριά Σαν άγριο χώμα το κορμί μου Διψούσε μα μου έλεγες η δίψα θα περάσει Η αγάπη έλεγες ποτέ της δεν θα χάσει Θα έρθει η στιγμή που θα γελά

19

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Μα τώρα έφτασες κοντά, φωτιά να ανάψεις Το σώμα μου να καίγεται ξανά όπως παλιά Σπηλιά μου έλεγες την αγκαλιά μου έχεις Το σώμα σου να κρύβεται καλά


κάτι με σένα τρέχει

Σάκης Αθανασιάδης

Ένα τραίνο όταν κλαίει στο έρημο βουνό Κάποιο δάσος έχει χάσει το σώμα του Θα γελάς πονηρά Με τσιμέντο θα του κλείνεις το στόμα Τα μάτια αν γεμίζουν με λύπη Ο ουρανός που κοιτά δεν φταίει Κοίτα μακριά ένα αστέρι τρέχει Μία ψυχή έχει πάρει φωτιά Κάτι με σένα τρέχει Μία ακόμη ευκαιρία και μετά ο καθρέπτης σπάει Κοίτα μακριά ένα αστέρι τρέχει Μία ψυχή έχει φύγει μακριά Μια θάλασσα όταν πονάει το σώμα της Γιατί την έχεις φράξει κλαίει Κοίτα μακριά ένα αστέρι τρέχει Κάποιος άγγελος είναι κοντά

20


γαλάζιο ποδήλατο Μες τη σκόνη του δρόμου έχω βρει τη φωνή Όταν όλοι σωπαίνουν να ακούγεται αυτή Μη με βάζεις στο κόλπο για να βγάζω λεφτά Ζω μονάχα με πάθος για να ανέβω ψηλά

Ένα γαλάζιο ποδήλατο με τραβάει απ’ τη γη Στο πρώτο σύννεφο που το όνειρο ζει Πετάει στον άνεμο, γίνεται πουλί Χαλάει τα σύνορα απ’ τη δική μου ζωή Μα δεν μπορείς να με δεις Αν δεν θέλεις να βγεις απ’ τον κόσμο που ζεις Στη μεγάλη τη θάλασσα στην καρδιά να βρεθείς Και εδώ μένεις στα νερά της συνήθειας Γιατί είναι έτσι η ζωή που αν το πάθος χαθεί Μόνο στάχτη θα μείνει στο βλέμμα Και στο δρόμο των αστέγων ψυχών Το γαλάζιο το ποδήλατο θα φαντάζει ένα ψέμα

21

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Όσα όνειρα κάνω τα έχω πάντα μαζί Είτε μέσα στο δάσος είτε πάνω απ’ τη γη Μη μου δείχνεις τον τρόπο να τα χάσω κι αυτά Έχω φύγει, απ’ τον φόβο ταξιδεύω μακριά


τα παραμύθια κρύβουν μέσα τους καρδιές

Σάκης Αθανασιάδης

Είχα ακούσει πολλά για φωτιές που δεν καίνε Για παιδιά που πετάν σαν νεράιδες ψηλά Είχα ακούσει πολλά για τα δέντρα που κλαίνε Σαν σκαλώνουν στα σύννεφα Για να χτίσουν αγγέλοι φωλιά Αλλά μέσα σε αυτές τις φωνές είχα πιστέψει Πως το ψέμα κοντά μου μιλούσε χιλιάδες φορές Ότι τελειώνει, πως μένει για πάντα στη λήθη Μέχρι που είδα στο χώμα ψυχές Τότε κατάλαβα πως η ύλη σκοτώνει Την πίστη που είχα στο όνειρο χθες Τα παραμύθια λένε πάντα την αλήθεια Τα παραμύθια κρύβουν μέσα τους καρδιές Κι αν δεν πιστεύεις πως σου λέω την αλήθεια Κοίτα κοντά σου μες το χώμα τις ψυχές Τα παραμύθια λένε πάντα την αλήθεια Τα παραμύθια δίνουν σώμα στις φωνές Βάζουν τα βήματα στο δρόμο να γνωρίσεις Λίγο απ’ τον άνεμο που ανθίζει τις ψυχές Είχα ακούσει πολλά για ανθρώπους που σπάνε Με ένα βλέμμα τις πέτρες και τις καίνε μετά Για πουλιά που πετάν και γελάνε Με ανθρώπους που ζουν μια ζωή στα κλουβιά 22


Είχα ακούσει πολλά και τα μάτια μου καίνε Που φοβούνται, νομίζω, να βλέπουν κοντά Σε ένα κόσμο που τα όνειρα φταίνε Που κυλιέται στο χώμα για μια χούφτα λεφτά

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

23


μα ο άγγελός μου έχει κόκκινα φτερά

Σάκης Αθανασιάδης

Νομίζεις έχασα το δρόμο Και ταξιδεύω σε μια έρημο χωρίς νερό Πως ξέχασα για πάντα αυτό το τρένο Που έλεγα θα βγει στον ουρανό Αυτό που ξέχασα είναι αυτό που λες ζωή Αυτό το ψέμα που μου στέλνεις να με σώσει Δεν έχει αγκαλιά ψυχής για το κορμί Έχει αιμάτινο φιλί με κρύα στάχτη Μα ο άγγελός μου με κρατάει αγκαλιά Με περπατάει στο σκοτάδι Τα βήματά σου να ακούω βιαστικά Βοήθεια να φωνάζουν κάθε βράδυ Μα ο άγγελός μου έχει κόκκινα φτερά Και μου χαρίζει κάθε νύχτα ένα χάδι Τόσο μακριά απ’ το φόβο με πετά Που το κορμί καθόλου δεν με νοιάζει Νομίζεις τρέμω μη χαθώ μέσα στην κρίση Νομίζεις τρέχω να γλιτώσω απ’ τη λάσπη εποχής Και ελπίζεις να γυρίσω με σπασμένα φτερά Στο χώμα να με βλέπεις για να με λυπηθείς Αυτό που κέρδισα, αυτό που λες εσύ φυγή Είναι ο δρόμος που το βλέμμα μου έχει σώσει Δεν έχει κρύο η ψυχή Και ο άγγελος ποτέ δεν θα προδώσει 24


Μα ο άγγελος μου με κρατάει αγκαλιά Με ταξιδεύει από πόλη σε άλλη πόλη Κάτι ανέραστα κορμιά πυροβολούν ξανά Τα μάτια τα ανοιχτά και τη ζωή τους όλη

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

25


ήθελα όμως να μου πεις πόσο κοιμάσαι Άμμο το όνειρο είπες θα αφήσεις Μόνη σου διάλεξες να μη λυπάσαι Τρέχει η ζωή και δεν χωράνε συγκινήσεις Αν δεν χτυπήσεις κάποιοι σε χτυπάνε

Σάκης Αθανασιάδης

Αλλάζει ο δρόμος, ίδιες οι εποχές Οι σταυροφόροι στην πόλη κι εσύ τα τείχη μου καις Ήθελα όμως να μου πεις πόσο κοιμάσαι Όταν το σώμα σου διψάει για μια βροχή Αν μένει κάτι εντός σου που θυμάσαι Αν έχεις μνήμη ή την έσβησες κι αυτή Αλλάζει ο κόσμος, σκουπίδια οι ζωές Οι σταυροφόροι στην πόλη κι εσύ τα τείχη μου καις Χρόνο δεν έχασες να αποφασίσεις Τι θα αγαπάς, τι θα φοβάσαι Τρέχει η ζωή και δεν χωράνε συγκινήσεις Άμμο το όνειρο είπες θα αφήσεις

26


αόρατες μέρες Μέσα απ’ τις φωνές σας προσπαθώ Τη σιωπή μου να περάσω Πιάνονται και πιάνονται εδώ Οι ψυχές μέσα στο λάσο

Οι πέτρες που πετάει στο φως το γκρίζο Έχουν χαμηλώσει τις ψυχές γνωρίζω Στον Όλυμπο δεν μένει πια θεός Κάπου στις λάσπες θα τον δεις Να περπατάει γυμνός Μπήκα στις ζωές σας Για να δω ένα μαύρο βυθό Τίποτε που έψαχνα να βρω Δεν βρήκα να πιαστώ Έτρεξα να φύγω μακριά Σε άγνωστο τοπίο Είναι ευκαιρία για να βρω Τα χρώματα που σβήσατε εδώ

27

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Λέω μες του έρωτα θα μπω το μεγάλο πλοίο Να’ χω τα ταξίδια στο μυαλό Στα μάτια έναν ήλιο ελληνικό


έτσι η ζωή που δεν τη ζεις περνάει Μέσα Αυγούστου το καράβι περνάει Μα αφήνει εδώ, απλά για να δω Στη λευκή την πανσέληνο της αγάπης τα χέρια

Σάκης Αθανασιάδης

Μα το ξέρω δεν μπορώ να μιλήσω πολύ Να σου πω πως έχεις γίνει παγωμένο φιλί Σε μια πόλη που πουλάει το φως Κι αγοράζει σκοτάδι Δεν νομίζω να πάει Στα μάτια σου θάλασσα Και η ψυχή να διψάει Τόσα μυστικά, τόσο μακριά Το σώμα σου νομίζω δεν πονάει Έτσι η ζωή που δεν τη ζεις περνάει Όμως γνωρίζω πως καίει Αλάτι τη μνήμη σου Και μια φωνή θα σου λέει Η αγάπη είναι πέτρα βαριά Δεν νομίζω να σκάει Κύμα στον ύπνο σου Και το κορμί να πονάει Αργία ψυχής δεν κάνεις μόνο εσύ Είναι χιλιάδες οι προσκυνητές Με τα ίδια τα μάτια σαν τα δικά σου Η αγάπη είναι πέτρα βαριά Έτσι η ζωή που δεν τη ζεις περνάει 28


πλατεία Απρίλη

Τώρα χαμένος στην πλατεία του Απρίλη Να περιμένεις ένα ψέμα για αμοιβή Ο αρχηγός είναι απέναντι και πίνει Και θα πληρώνεις τα κεράσματα εσύ Χαμένος μες τη λογική με τους σοφούς που λένε Να σώσεις την παρτίδα με ψυχή Και αυτοί για την πατρίδα σου θα κλαίνε Η θάλασσα έξω πρώτη φορά να Του αρέσει στο σκοτάδι να βγει Κι αν δεν το έχεις καταλάβει τι σου λένε Κλείσε τα μάτια για να δεις προσεκτικά Κάτι κουστούμια ακριβά να παίζουν Τα όνειρά σου μπάλα στη φωτιά

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Τα όνειρα που είχες παλιά σαΐτες καρφωμένες Σε σύννεφα συρμάτινα ψηλά Τρέχεις να φτάσεις ως το δρόμο βιαστικά τις κρύες μέρες Μα ο δρόμος έχει φύγει πια μακριά Κάτι κουστούμια ακριβά πολύ ψηλά για σένα Σου λένε πέρνα τη βροχή με τη φωτιά


ο κήπος που χάθηκε στο δρόμο

Σάκης Αθανασιάδης

Μέσα στης δύσης το φως Κουράστηκα μόνος και κάθισα Μα είπα να τρέξω μακριά Γιατί τη φωνή μου θα χάριζα Τι να πιστέψω από αυτή Αφού δεν ξυπνάει την άνοιξη Ο κήπος μου χάθηκε στο δρόμο Έγινε άγαλμα μαύρο απ’ τη μετάλλαξη Σου στέλνω ξανά μια αγκαλιά Γιατί μες τον ήλιο σου σκάλωσα Που μου έμαθες ελληνικά Αιχμάλωτος που δεν μεγάλωσα Γυρίζω τα χρόνια στο φως Κοιτάζω της δύσης τα ονόματα Αυτό με φοβίζει πολύ Πως το άγριο θηρίο θα ’ρθει Μονάχα με ανάσα μικρή Γυρίσω και βλέπω τη θάλασσα Η γλώσσα μου είχε κοπεί Με άνωθεν εντολή

30


το ποτάμι του ήλιου Θα έρθει μου έλεγες άνοιξη Που τα λουλούδια θα περνούν στην καρδιά Θα περπατάμε στο ποτάμι του ήλιου Και η σιωπή μας θα γίνει αγκαλιά

Στο ποτάμι του ήλιου θα είσαι το νησί Την ψυχή μου να κρύψω εκεί να ζεσταθεί Στο ποτάμι του ήλιου η αγάπη λένε ζει Όταν όλα πέφτουν και χάνονται στη λήθη Εσύ θα είσαι απλά το νησί Κι εγώ μια βάρκα που ταξιδεύει να σε βρει Θα με σκέφτεσαι λες κι είμαι κοντά σου εκεί Και θα μου στέλνεις τον άνεμο να σε μυρίζω

31

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Θα ταξιδεύουν στα μάτια μας φώτα Θα σε φιλώ να κοιτάς την καρδιά Τη μουσική του ανέμου θα ακούμε Και θα χορεύεις στην όχθη κοντά


σημαία της Μυκόνου

Σάκης Αθανασιάδης

Ένα αστέρι στα μάτια σου χορεύει Ψυχή μου έχεις πάρει φωτιά Ντρέπομαι τόσο που είμαι καλά Μακάρι να γινόταν αλλιώς μα πρέπει να φύγω Τα φώτα θα χορεύουν στο δρόμο Θα μου λένε γύρνα πίσω Πόσες φωνές θα πρέπει να νικήσω Για να αφήσω τη ζωή που με πας Ξαπλωμένη στα σεντόνια Κρατάς τη σημαία της Μυκόνου Ένα όνειρο που μαυρίζει δικό μου κοιτάς Στα μπαράκια της ερήμου πριν πας Να κάψεις κι άλλα χρόνια Μα όπως τότε και τώρα Το κορμί σου δεν φτάνει Να περάσεις απέναντι Στην πλευρά της καρδιάς Μια μέρα θα με βλέπεις και δεν θα μου μιλάς Θα πίνεις τα ποτά σου ιδρωμένη Χωρίς ποτέ να μάθεις τι είναι να διψάς Τι είναι ένα όνειρο χωρίς ζωή να μένει

32


κίνδυνος… Πρωινή περίπολος, πρώτη αναφορά: Χορεύουνε ψυχές στο ποτάμι κοντά Ο ήλιος επιμένει στον ουρανό να γελά Ο φόβος πια δεν αναπνέει, κίνδυνος

Ευτυχώς δεν σου αρέσει να είμαι στη μέση Το σώμα δεξιά και η ψυχή αριστερά Τόσα ξενύχτια μη πιαστούμε στα δίχτυα Μα εμείς αφήσαμε μακριά μας τα νερά Δεν ψάξαμε άμμο να κρυφτούνε τα μάτια Γιατί αγαπήσαμε όλα τα αληθινά Ευτυχώς που ακούω τα τραγούδια του δρόμου Ευτυχώς που μου αρέσει η καρδιά σου σαν χτυπά Η μόνη μου σχέση με αυτή την ομίχλη Είναι να διώχνω περιστέρια στα βουνά Πρωινή περίπολος, δεύτερη αναφορά: Οι ψυχές δεν πέφτουν, οι σφαίρες τελειώνουν Η θάλασσα στις πλατείες σκορπάει με βοή Σηκώθηκε η ελπίδα, περπατάει Κίνδυνος… κίνδυνος… 33

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Φίλα με απόψε η θάλασσα νάτη Παίρνει το μαύρο το πετάει στα βαθιά Από τα μάτια σου ένα χαμόγελο Έχω ζητήσει να το βάλω στην καρδιά


κι είπα θα πάω πιο πέρα

Σάκης Αθανασιάδης

Μέσα στο στάδιο κόκκινα χαλιά Σε μια άλλη πατρίδα Έβλεπες πλήθος γελαστό, μα εγώ την παγίδα Έβλεπα αυτό που αγάπησα πως είναι πλαστικό Να καίει στον αέρα κι είπα θα πάω πιο πέρα Πληγές τα μάτια μου μη βγάλουν ξαφνικά απ’ τα βεγγαλικά Σκέπασα τη συνήθεια στα σεντόνια τα παλιά Αυτό είναι αλήθεια το ξέρεις, δεν το ξέρεις Χίλιες φωνές άκουγα ίδιες σταμάτα να υποφέρεις Χτύπα τις μετοχές γερά Χίλιες φωνές άκουγα ίδιες σταμάτα να υποφέρεις Μη γίνεσαι κορόιδο το μέλλον σου περνά Μπες σε ένα κόμμα Χίλιες φωνές άκουγα ίδιες και ακούω ακόμα Έπρεπε να είμαι κάπου να αρέσω Να ντύνομαι καλά, να λέω λόγια ίδια Γι’ αυτό δεν άρεσες ποτέ Είναι βαριές οι αλυσίδες να σε δέσω, Καημένε μου εαυτέ Ελεύθερος όμως δεν είσαι Δεν ήσουνα ελεύθερος ποτέ Μου είπες όταν έφυγες απ' την κρίση Να πας στη δύση 34


Έβλεπα αυτό που αγάπησα πως είναι πλαστικό Να καίει στον αέρα κι είπα θα πάω πιο πέρα Πληγές τα μάτια μου μη βγάλουν ξαφνικά απ’ τα βεγγαλικά Κι είπα θα πάω πιο πέρα να βρω τα αληθινά

35

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Κοίταζες μια οθόνη σαν γιαγιά Φορούσες τις πιτζάμες Παιδιά μου έλεγες θέλω να κάνω Δύο, όχι πολλά Με δόσεις ένα σπίτι σιγουριά Μια δουλειά, ψυχή για να ξαπλώσεις Κάποια ψυχή όμως δεν σκέφτηκες Πως ίσως τη σκοτώσεις τελικά


το σώμα μου όταν καίγεται ακούγεται η καρδιά

Σάκης Αθανασιάδης

Το σώμα μου όταν καίγεται ακούγεται η καρδιά Φεύγει η ψυχή από μέσα μου κοιτάει από ψηλά Μα εσύ μου λες για εφήμερα που ζουν μια φορά Αυτό που είναι πολύτιμο στο αύριο το πετάς Βγάλε τα ρούχα που φοράς τα λέρωσε η βροχή Βάζω κρασί να ζεσταθείς, να ακούσεις τη σιωπή Μικρή θα είναι η ζωή αν τρέχεις συνεχώς Τo σώμα σου θα μοιάζει με το χώμα Άσε το σώμα σου γυμνό, μην ντρέπεσαι για αυτό Αν δεν παραδοθείς στον έρωτα τι θα έχεις Μονάχα σκόνη θα πετάς στα μάτια της βροχής Τα υλικά στα μάτια σου της μοναξιάς θα δεις

36


αφού οι άγγελοι ξεχάστηκαν στη Γη Πετάω τα όπλα στο νερό Γεμίζω μια άδεια μέρα Γυρίζω σελίδα, μα ακόμη είμαι εδώ Κι εσύ μια στεριά πιο πέρα

Αφού οι άγγελοι ξεχάστηκαν στη Γη γιατί να πρέπει Μες της ανάγκης τη βροχή συνέχεια να διψώ Αφού οι άγγελοι σε άφησαν εδώ Τον ήλιο μου στα μάτια σου θα δω Ανοίγω τα παράθυρα στους ήχους να κρυφτώ Φυσάει αέρας δυνατός μα πόσο θέλω Αφού αγάπησες τη Γη και ακόμη είσαι εδώ Το άρωμά σου να περάσει

37

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Κοιτάζω ένα τρένο που φέγγει το βουνό Τις ήττες μου που σβήνει ο καπνός του Τα μάτια σου η άνοιξη μου φέρνει να τα δω Τα μάτια σου που κράτησα, το φως μη χάσει


τα Χριστούγεννα της Όλγας

Σάκης Αθανασιάδης

Την είχα γνωρίσει παλιά σε ένα μεγάλο μου κύμα Μετά το καράβι της ζωής μου με πήρε μακριά Μπορεί να ήτανε αλήθεια, μπορεί να ήτανε ψέμα Μες τα χιλιάδες μου πρέπει η μνήμη με απατά Κατόπιν περνούσε συχνά η βροχή μου έφερνε νέα Μέχρι που έφτιαξα καράβι με άστρα μικρά Να ταξιδεύει Χριστούγεννα νύχτα Να μου γεμίζει τα μάτια βοριά Τα Χριστούγεννα της Όλγας ίσως είναι μαγικά Ίσως να μαζεύει άστρα να τα έχει αγκαλιά Τα Χριστούγεννα της Όλγας ίσως μοιάζουν με πουλιά Που πετάνε απ’ τα δέντρα και περνάνε τα βουνά Αυτό που θυμάμαι τις μεγάλες γιορτές είναι οι ευχές Που πέφτουν στο χώμα και οι αγάπες τους λιώνουν σαν χιόνι Κι αυτό το μικρό της ψυχής μια αφορμή να βγω πιο πέρα Που τα όνειρα στα φώτα απλά μεγαλώνουν μια μέρα Τα Χριστούγεννα της Όλγας, της Μαρίας, τα δικά μου Ίσως να είχανε αξία αν μιλούσε η ψυχή Αν πετούσε ο βαρδάρης το κορμί σε μια γωνία Και χανόταν η αγωνία και τα πίναμε μαζί

38


μόνο το σώμα σου έχω θάλασσα Κολυμπούσα ρηχά στα εφήμερα Για να βρω το νησί δεν περίμενα Eίχα αφήσει τον ήλιο εκεί που μεγάλωσα Μες της νύχτας τα βράχια νομίζω σκάλωσα

Μόνο το σώμα σου έχω θάλασσα Ελευθερία να δραπετεύω απ’ το κορμί μου Μόνο τα μάτια σου έχω φώτα μου Τη μουσική τη δυνατή στη σιωπή μου Κι αυτό μου φτάνει, σου λέω είναι αρκετό Μες το σκοτάδι το βαθύ, αυτό μου φτάνει Κολυμπούσα βαθιά και ξεχάστηκα Και ο ήλιος κρυβόταν, μα πιάστηκα Μες τα όνειρα που είχα και έτρεχαν Σε δυο μάτια που είδα και έφεγγαν Κι αυτό μου φτάνει, να ταξιδεύω μακριά Να ξεδιψάω με της αγάπης το νερό Αυτό μου φτάνει… Σου λέω είναι αρκετό αυτό μου φτάνει

39

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Είχα φτάσει Αθήνα απλά να τη δω και ξεχάστηκα Δεκαπέντε χρονάκια μοναχά και κουράστηκα Κολυμπούσα ρηχά στα εφήμερα Μα η ζωή δίνει μόνο μαθήματα


φωτιά και νερό

Σάκης Αθανασιάδης

Καθόμουν στο κύμα κοντά Τις βάρκες που έφευγαν κοίταζα Και είχα πιστέψει ξανά Πως ήμουν φωτιά και νερό Απέναντι είδα καλά Τα πράσινα μάτια σου έλαμπαν Μα σκέφτηκα πως δεν μπορώ Στα μάτια αυτά για να μπω Είπα θα φύγω μακριά Κάπου αλλού θα είναι καλύτερα Κι έτρεξα απλά να κρυφτώ Μέσα στο κρύο νερό Το άλλο πρωί μοναχός Κάτω απ’ τον ήλιο περίμενα Πως θα έρθεις και πάλι εσύ Μακριά να πετάξεις το γκρι Το άλλο πρωί ένα φως Πήρε η ψυχή απ’ τα μάτια σου Ξέχασα όλα τα πώς Στην αγκαλιά σου να μπω Απέναντι ήσουν εσύ Τα πράσινα μάτια σου έλαμπαν 40


Μα ήταν αργά να σκεφτώ Αν μες σε όνειρο ζω Είπες απλά σε αγαπώ Κάποια θα κάψουμε σύνορα Δεν ξέρω πώς μα μπορώ Να περπατώ στο νερό το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων


όμορφη ακτή

Σάκης Αθανασιάδης

Έριξα φως στον ουρανό Να δω αγγέλου χέρια Μα έπεσα σε σύννεφο Που έκρυβε μοναξιά Βρήκα μια όμορφη ακτή Να χτίσω μες την άμμο Αφού η αγάπη με μισεί Και χάνεται μακριά Έτσι περνάει ο καιρός Οι εποχές αλλάζουν Μα έχει η θάλασσα φωνές Να μάθω τη ζωή Έχει φωνές που περπατούν Πρωί σαν ξημερώνει Και τίποτα πια δεν μπορεί Στο ψέμα να κρυφτεί Μάζεψα ξύλα για φωτιά Να κάψω την καρδιά μου Αφού η αγάπη με μισεί Και χάνεται μακριά Βρήκα μια όμορφη ακτή Να βλέπω τα αστέρια Μα τη βροχή η αγάπη μου Έστειλε να με βρει 42


το γυμνό Σπίτι δεν κάθισα πολύ, είπα να περπατήσω Στους άδειους δρόμους να ακούσω την καρδιά Ήθελα πάλι να σου πω τόσα που είχα ξεχάσει Γιατί φοβόμουνα πολύ να βγω απ’ τη μοναξιά

Μες το σκοτάδι άκουσα βήματα από πίσω Σαν κάτι να πλησίαζε ολοένα πιο κοντά Ξεκίνησα να περπατώ για να το αποφύγω Μα ό,τι και να έκανα ήταν πλέον πια αργά Έτσι απλά περίμενα τον άλλο να με φτάσει Τα λίγα να του δώσω στην τσέπη μου λεφτά Μα τη φωνή σου άκουσα: Σάκη, με έχεις σκάσει Σταμάτα να μου κρύβεσαι στης νύχτας τη σκιά Άκουγα πως οι εραστές ρίχνουνε το χειμώνα Τα ρούχα τους στο πάτωμα κι αρπάζουνε φωτιά Και το κορόιδευα αυτό τον περασμένο αιώνα Ώσπου μια μέρα γνώρισα πως γίνονται όλα αυτά Μα πώς μπορεί να γίνει αυτό αν νοιώθεις ήδη πτώμα Μες τα χιλιάδες πρέπει σου που άφησε η ζωή Θέλω εσύ να μου το πεις τώρα που έχεις έρθει Πώς γίνεται έτσι ξαφνικά άνοιξη η βροχή 43

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Άκουγα πως οι ποιητές γράφουν χωρίς να ζούνε Μα οι σελίδες γέμιζαν το πάτωμα λευκές Όσα αστέρια έφτιαχνα μες το χαρτί να μπούνε Στάχτη σκορπίζανε πρωί στου ήλιου τις φωνές


κι ας είναι όπως λένε Χριστούγεννα που αναπνέει η καρδιά

Σάκης Αθανασιάδης

Πέφτουν τα χρώματα στα μάτια Γίνεται κόκκινη η νύχτα Ένα δέντρο φωτεινό αγγίζει ουρανό Μα αυτό που μένει το πρωί είναι της μοναξιάς τα πόδια Στης πόλης τα χαλάσματα να μυρίζουν βαριά Κι ας είναι όπως λένε Χριστούγεννα που αναπνέει η καρδιά Νομίζω δεν θα είσαι εκεί Τους άρχοντες να δεις να αποφασίζουν Τις ενοχές τους σαν δικές σου ενοχές να δεχθείς Να παραδοθείς στη λάσπη Αν πιστεύεις πως μπορείς Κάτι απ’ τον κόσμο σου να αλλάξεις Κάτσε κοίτα τη ζωή σου απ’ την αρχή Κι αυτό που πέφτει και χτυπάει Εδώ κοντά στη γειτονιά σου Που μπορεί να είμαι εγώ, μπορεί να είσαι εσύ Αν πιστεύεις πως μπορείς Μέσα απ’ το μαύρο τζάμι να περάσεις Πέτα μακριά τα όπλα που σου δίνουν για να χάσεις Το πάθος για ελεύθερη φωνή

44


Τώρα που ξέχασες που μένεις Και πού πηγαίνεις δεν ρωτά κανείς Την οδό αστέγων θα τη βρεις Κι αν το θες θα πεις στον εαυτό σου Πως πάντα πρέπει να αναπνέει η ψυχή το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

45


Σάκης Αθανασιάδης

την άνοιξη να βρω αριστερά Πετάω τη μέρα απ’ το παράθυρο Διώχνω το χειμώνα Τα μαύρα τα πουλιά φωνάζουν δυνατά: Ποτέ δεν έχασε κανείς Με τα λεφτά στα χέρια Καλύτερα χωρίς ψυχή παρά χωρίς αυτά Στη μέση της ερήμου Μου λένε εδώ να μείνω Να μη τραβήξω αριστερά Γιατί πολύ χρυσός θα βγει Κι αν το βουνό θα κλαίει γκρίζο Απλά να αδιαφορήσω Γιατί είναι η ζωή εδώ πολύ σκληρή Μα εγώ μεγάλωσα σε πέτρες Με αίμα απ’ το χρυσάφι της ερήμου Που άφησαν στα χέρια μου φωτιά Και είναι λίγα τα λεφτά Για να πουλήσω την ψυχή μου Για μια εφήμερη ζωή χωρίς καρδιά Μα εγώ αγκάλιασα τις λεύκες Και πήρα την ψυχή μαζί μου Και τόσο φως θα είναι κρίμα να χυθεί Με τα νερά του Αξιού στης θάλασσας τη μοναξιά

46


Ρωτάω η άνοιξη που τρέχει Κανένας δεν γνωρίζει Χειμώνιασε βαριά στις γειτονιές Ποτέ δεν έχασε κανείς ακούω Με τα λεφτά στα χέρια του όταν τρέχει Καλύτερα να σώζεις το κορμί παρά ψυχές

47

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Μα εγώ μεγάλωσα στον ήλιο Με ασπίδες από χιόνι Να έρχεται δροσιά μες την ψυχή Γι’ αυτό καλύτερα να στρίψω H ευθεία πριν τελειώσει Την άνοιξη να βρω αριστερά


το παραμύθι της μεγάλης ζωής

Σάκης Αθανασιάδης

Πίνω το τελευταίο ποτήρι κρασί, αλλάζει ο χρόνος Το 2015 πλησιάζει, για εβδομήντα μου μοιάζει Είναι αλήθεια πως περίμενες χρόνια Μια ζαριά για να ρίξεις Μα έχεις γίνει για μια τράπεζα πτώμα Και χρωστάς και σε άλλους το χώμα Στο παραμύθι της μεγάλης ζωής Μα σε ξέχασε τώρα η συμμορία Που τελείωσε πρόωρα η ευφορία Και τα μάτια σου κάηκαν Στο παραμύθι της μεγάλης ζωής Πίνω το τελευταίο ποτήρι κρασί αλλάζει ο χρόνος Το 2015 πλησιάζει, για εβδομήντα μου μοιάζει Χιονίζει απόψε δειλά το λευκό πλησιάζει Ο τελευταίος μεγάλος χειμώνας είναι εδώ Μα η αγάπη είναι εδώ κι αυτή που δίνει το φως Μπροστά μου να δω Οι μάγοι δεν φάνηκαν με τόσα κρύα Που τα δίχτυα σε έπιασαν με την πρώτη ευκαιρία Κάπου εδώ κοντά σε μια εφορία Και σου σφίγγουν πολύ το λαιμό

48


Είναι αλήθεια πως μεγάλωσες τώρα Πως μεγάλωσες μέσα σε τέσσερα χρόνια Που ελπίζω να έχεις προλάβει να δεις Το μαύρο το αίμα που κρύβει Το παραμύθι της μεγάλης ζωής

49

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Χιονίζει απόψε δειλά το λευκό με πλησιάζει Ο τελευταίος μεγάλος χειμώνας είναι εδώ


το δικό σου αιώνιο ψέμα

Σάκης Αθανασιάδης

Πετούσε η ψυχή, κοιτούσε τη θάλασσα Με φως του φεγγαριού τα μάτια μου τα χάλασα Μα κάθε άνθρωπος στη γη που ξέρει από αυτά Γνωρίζει της αγάπης του το αίμα Που όταν τρέχει πονά Χτυπάει τα μάτια, το κορμί και τον αέρα Και δεν γνωρίζει πια πού πάει ο δρόμος Και μια μέρα ζει το δικό του αιώνιο ψέμα Έτσι κοιτάνε τις φωτιές οι εραστές Να καίνε την ψυχή τους στο σκοτάδι Που τριγυρνάει γυμνή και ξένη με το σώμα Και δεν γνωρίζουν γιατρειά με ένα χάδι Έτσι μιλάνε οι εποχές στους εραστές Που αφήσουν το κορμί τους στο χαλάζι Να το χτυπάει ο άνεμος, ο ήλιος, οι βροχές Και τίποτα πια να μην τους νοιάζει Πετούσε η ψυχή, κοιτούσε τις στάχτες Το φως του φεγγαριού εκεί, τα μάτια μου κλειστά Μα κάθε άνθρωπος στη γη που ξέρει από αυτά Γνωρίζει την αγάπη απ' το τέρμα

50


θα ταξιδέψω από μένα μακριά Έχω ξεχάσει στην κορυφή πώς πάνε Τα όνειρά μου είναι χαμηλά Σου είπα κράτα με φοβάμαι Τους δρόμους που ανεβαίνουνε ψηλά

Φτιάχνω μια λίμνη στο μυαλό μου Νεράιδες χορεύουν με τα στήθη γυμνά Χιλιάδες όνειρα σκόρπια του δρόμου Θα ταξιδέψω από μένα μακριά Πιάνω ένα αστέρι στον ύπνο δικό μου Πριν το αγγίξουν τα κρύα νερά Ανοίγω τα μάτια, το βάζω στο όνειρό μου Θα ταξιδέψω από μένα μακριά Καπνίζει το κορμί της λίμνης, ξημερώνει Μια νεράιδα περπατά στα νερά Με ρωτάει αν φοβάμαι στο όνειρο μόνος Θα ταξιδέψω από μένα μακριά

51

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Τόσο πολύ ο άνεμος φυσούσε Που σου ζητούσα μόνο αγκαλιά Μα έλεγες να μη φοβάμαι Μέχρι τις Πρέσπες έχει δάσος που γελά


για ποια πατρίδα θα μιλήσεις

Σάκης Αθανασιάδης

Κάπου θα ακούς τον άνεμο να λέει: Έλα μαζί μου, ταξιδεύω τις ψυχές Θα είσαι γυμνός και η ψυχή θα πλέει Στη θάλασσα γεμάτη γρατσουνιές Χιλιάδες όνειρα μέσα στο δάσος Τα έχεις κόψει για να χτίσεις μοναξιά Τα έχεις ρίξει στη φωτιά με πάθος Να μη φοβάσαι πως θα φτάσει η χαρά Για ποια πατρίδα θα μιλήσεις Για ποια πατρίδα που όλο κλαίει Που όλο προσεύχεται στη δύση της και λέει: Πάρε και θάλασσα και γη Πάρε το αίμα απ’ το βλέμμα μου Για να σκουπίσεις την ψυχή σου μια φορά Μόλις οι γέφυρες θα πέφτουν Μόλις στο τέρμα θα ζυγώνεις ξαφνικά

52


μετά τη βροχή Βρήκα τον άνεμο στα μάτια μου και πάω Ένα ταξίδι κοντινό ως την καρδιά Δεν θα χαθώ αφού τον ήλιο θα κοιτάω Έχω κρατήσει και ψυχή για τα παιδιά

Ένας δειλός είμαι κι εγώ μα και δραπέτης Που η μνήμη μου δεν σβήνει με φωτιά Ψάχνω να μπω στην αμαρτία σαν ικέτης Μήπως μπορέσει η ψυχή μου να πετά Μετά τη βροχή όταν το χώμα θα φέρει ζωή θα μυρίσω τη γη, εσένα Τα μάτια μου θα τρέχουν να σε φτάσουν Γυμνή να σε δούνε στο ψέμα Στους χάρτινους τους μάγους των καιρών

53

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Βγήκα απ’ το δρόμο του ανθρώπου μαύρο βλέμμα Σε κάδους που χορταίνει μοναξιά Κάποιοι δειλοί με ικετεύουν για ένα ψέμα Για να κρατήσουν την ψυχή τους αγκαλιά


για να αδειάσει η ψυχή τη μοναξιά Μόνη η βάρκα των ψυχών Θα ταξιδεύει ως τα σύννεφα ψηλά

Σάκης Αθανασιάδης

Μα εσύ πετάς την ψυχή στα σκυλιά Μεγαλώνεις τους τοίχους, να σβήσεις τον ήλιο Ρίχνεις τα δέντρα, φέρνεις την έρημο στην αυλή σου Η δύση είναι η μόνη λύση στη μοναξιά Πολλές φορές βαρύ φορτίο Ένα ταξίδι της ψυχής ως τη φωτιά Ξέρεις νομίζω το μεγάλο ρέμα Πού έχει αίμα, πού νερό να ξεδιψάς Αυτή η βάρκα θα σε πάει ως το τέρμα Σκόνη να γίνεις ή να ζεις και να πετάς Με θεατές γεμάτο το λιμάνι Με λιτανείες και ευχές Να γεράσει το σώμα Να ψηλώσει το δόγμα Να προσκυνάς το δυνατό, να γίνεις στρατιώτης Το διαφορετικό να πολεμάς, να πεθαίνει Άδεια όπως πάντα η ψυχή από αγάπη Και μου φαντάζουνε τα μάτια σαν λεκές 54


Βλέπεις νομίζω το μεγάλο δέντρο Που ακουμπάει της σελήνης την καρδιά Αν καταφέρεις και περάσεις το λιμάνι Θα έχεις αφήσει ένα μίσος μακριά

Μόνη η βάρκα των ψυχών Θα ταξιδεύει ως τα σύννεφα αργά Οι θεατές χορεύουν στο λιμάνι Για να αδειάσει η ψυχή τη μοναξιά

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Πέφτουν αστέρια λαμπερά μέσα στη λίμνη Και χίλια μάτια έχουν σβήσει ξαφνικά Σκέφτονται το μέλλον που πρέπει να χτίσουν Και η αγάπη ξυπόλητη περνά


χάρτινο πλοίο

Σάκης Αθανασιάδης

Η θάλασσα φωνάζει πολύ όταν φυσάει αέρας Χτυπάει τα όνειρα αυγά στα βράχια της ζωής Τα κόκκινα τα μάτια τους αφήνει μονάχα ανοιχτά Να καίνε για μέρες αργά, την ψυχή σου να δεις Συνήθιζε να περπατά στη βροχή, να θυμάται Στο παρελθόν να μιλάει και μετά να γελάει Συνήθιζε να βοηθάει πολύ και μετά να ξεχνάει Αν είναι νύχτα, αν είναι πρωί και που θέλει να πάει Του αρέσει στο σκοτάδι να ζει, τη μυρωδιά του ζητάει Δεν σκάβει το χώμα βαθιά γιατί απλά το αγαπάει Υπάρχουν όρκοι που δεν βρήκε ποτέ Που οι αλυσίδες τους σπάνε Φωτιές που αγκαλιάζουν ψυχές να μπορούν να πετάνε Όταν χαλάει ο καιρός και ο βαρδάρης θυμώνει Φωνάζει να έρθω να τον δω Μέσα στη νύχτα οδηγά ένα χάρτινο πλοίο Μέσα στη νύχτα τη ζωή μου να δω Θέλω να γνωρίζεις κι εσύ όταν το σώμα ζητάει Πως είναι ελαφριά η ψυχή και ο Θεός δεν κοιτάει Μια ομπρέλα μαζί σου με φως και ο φόβος σου πάει Μου είπε, αυτά να θυμάσαι και η ψυχή σου θα ζει

56


ξύλινες πέτρες Σου λέω ένα γεια, βγαίνω στο δρόμο Αυτό που ανταμώνω με τρομάζει πολύ Ένα παιδί το κυνηγάνε με ξύλα Έχει αρπάξει ένα καρβέλι ψωμί

Δεν με νοιάζει αν κερδίσω, αναπνέω να μη σβήσω Μέσα στο μαύρο που έχει γύρω απλωθεί Το συρμάτινο το άστρο που μου λεν’ να αγαπήσω Η σκουριά του θα μου φάει και τη λίγη μου φωνή Σου λέω ένα γεια, στην τράπεζα τραβάω Τους φόρους να πληρώσω για μια άλλη φορά Τώρα τι να ελπίζω αφού πρέπει να ξεχάσω Τη θάλασσα, το φως και τα βουνά Παρόλα αυτά κανείς στο τραπέζι Δεν βλέπει τη βροχή που το τζάμι χτυπά Γεμίζει την κοιλιά του και ατάραχα σπάει Το αυγό του φιδιού το ερπετό και κοιτά

57

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Παρόλα αυτά κανείς δεν ρωτάει Ο χειμώνας που φτάνει τι άλλο θα δει Αυτό θα το πει η μικρή η οθόνη Με ξύλινες πέτρες να πονάει η ψυχή


ιδιωτική σχολή ονείρων

Σάκης Αθανασιάδης

Ήρθαν αστυνόμοι μέσα στην αυλή Κι ήταν όλοι οπλισμένοι Ζήταγαν να βγάλω το όνειρο γυμνό Για να το σκοτώσουν οι καημένοι Έλεγαν πως πέρασε ο νόμος ξαφνικά Που οι ποιητές θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι Σε σχολή ονείρων ιδιωτική Διαφορετικά παράνομος ο στίχος τους θα βγαίνει Φοβάμαι να σου πω πως λίγο κι άλλο λίγο Πάλι η φωνή μου φεύγει Μα μια αγκαλιά μου είναι αρκετή Μα σφαίρες να γεμίσει την ψυχή Φοβάμαι να σου πω πως έμεινα εδώ μόνο για σένα Τα τείχη όταν πέσουν Στα μάτια σου το γέλιο σου να δω Έλεγαν πως πέρασε ο νόμος ξαφνικά Που οι ποιητές θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι Σε ένα σύλλογο πνευματικό Και να προσκυνούν τους χορηγούς υποταγμένοι Μου είπαν να κρυφτώ μέσα στη σιωπή Κι εκεί να παραμένω Μέχρι να εγγραφώ σε εκείνη τη σχολή Αλλιώς την τιμωρία μου να περιμένω 58


μα οι αγάπες μου ζούνε στο δρόμο Μα εγώ που θέλω τα μάτια σου να βλέπω Γιατί μου κρύβεσαι και κοιτάς χαμηλά Απ’ τη φωνή σου αναγνωρίζω Πως έχεις φύγει μίλια μακριά

Μα εγώ που το κορμί σου γνωρίζω σαν το δρόμο Σε κάθε ταξίδι μου έχω εσένα μαζί Τις πόλεις που κλαίνε να συνηθίζω Το θαύμα πάντα που αργεί Σε κάθε άγριο δίνω το χέρι Το αγκαλιάζω για να πάρει φωνή Και από λύκο στο κοπάδι με βρίσκεις Να θεραπεύω μια ακόμη πληγή Ήθελες λέει να αφήσω το δρόμο Και με το νόμο να ζούμε μαζί Μα οι αγάπες μου ζούνε στο δρόμο Και πως φοβάμαι να φύγω από εκεί

59

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Ήθελες λέει να με κρατάς απ’ το χέρι Μήπως αλλάξω για σένα μυαλά Μα εγώ μεγάλωσα με ένα μαχαίρι Και δεν φοβάμαι τη μοναξιά


το αύριο καλοκαίρι

Σάκης Αθανασιάδης

Όμορφες μέρες της ψυχής το χιόνι όταν πέφτει Το μαύρο της ζωής χαλίκι αν πατάς Στα μάτια σου λευκό χορεύει Όμορφες μέρες της ψυχής που εσύ αναζητάς Αν και γνωρίζεις πως ο φόβος περισσεύει Πάντα ελπίζεις σε ένα τόπο όταν πας Πως μια αγάπη θα σε πάρει από το χέρι Θα σε φιλήσει στο φεγγάρι όταν μιλάς Όμορφες μέρες της ψυχής ο ήλιος όταν πέφτει Και η θάλασσά σου ντύνεται με κόκκινο φωτιάς Τίποτε τότε δεν μπορεί να ζήσει με τα πρέπει Το σώμα όταν καίγεται και έρωτα ζητάς Αν και γνωρίζω πως η αγάπη έχει ταίρι Το φόβο που τη βγάζει εκτός φωτιάς Θέλω να γίνω το δικό σου το μαχαίρι Για να περάσει η ψυχή σου όπου κι αν πας Όμορφες μέρες της ψυχής η άνοιξη όταν φέρνει Ένα λουλούδι κόκκινο στα χέρια να κρατάς Τότε νομίζω πως θα βρεις το αύριο καλοκαίρι Τη θάλασσα που έκρυβες στα βάθη της καρδιάς

60


για να ακούς τα αηδόνια τα μεσάνυχτα Ζωγράφισε στον τοίχο έναν ήλιο Αν δεν μπορείς να βρεις μες τη ζωή σου τη φωτιά Κοίτα καλά το φως που τρέχει Για να περάσει και να φύγει η μοναξιά

Για να σε βρει όπου κι αν είσαι Και να σου πάρει απ’ την ψυχή τα μυστικά Υπάρχουν πόρτες που ποτέ δεν έχεις βρει Τα μάτια άνοιξε κι απλά αυτή θα 'ρθει Ζωγράφισε στο τζάμι ένα δάσος Αν δεν μπορείς να βρεις μες τη ζωή σου πάθος Και χάρισε στους άλλους λίγο αγάπη Κι ας χτίζουν πιο πολύ τον ουρανό Για να ακούς τα αηδόνια τα μεσάνυχτα Μην κάνεις τίποτα, απλά σταμάτα Σταμάτα να φοβάσαι Σταμάτα να λυπάσαι πως είσαι έξω απ’ το κοπάδι Και οι λύκοι θα σου φάνε την καρδιά Για να ακούς τα αηδόνια τα μεσάνυχτα Για να μπορείς να λες η αγάπη είναι εδώ 61

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Για να ακούς τα αηδόνια τα μεσάνυχτα Που ξενυχτάνε με το φως κάτω απ’ τα αστέρια Μην ψάχνεις τη χαμένη άνοιξη σε άδειο βλέμμα Τα μάτια άνοιξε κι απλά αυτή θα ’ρθει


η μέρα που μεγάλωσα

Σάκης Αθανασιάδης

Πετάω μια πέτρα στο νερό Ακούω τον ήχο Την πόρτα που κλείνει Μετά τη σιωπή που μιλά Κλείνω με χώμα τις πληγές Κοιτάζω το τοίχο Κανείς δεν γελά Ούτε δακρύζω εγώ Η μέρα που μεγάλωσα Ήλιο είχε χρυσό Που απότομα τον έκρυψαν Τα ψεύτικα φιλιά Κι όσες φορές παράτησα Ψυχή για ένα σώμα Ήρθε σκοτάδι να μου πει Ας μείνουμε αγκαλιά Πέφτω κοιμάμαι αργά Ξυπνάω νωρίς και δουλεύω Παλεύω εντός μου καλά Στο τέλος νικώ

62


το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Πετάω το χθες στο νερό Καθαρίζω τη μέρα Ανοίγω το βήμα προχωρώ Η μέρα που μεγάλωσα Ήλιο είχε χρυσό Που λίγο μόνο χάθηκε Και τώρα είναι εδώ

63


κάπου σε μια στεριά

Σάκης Αθανασιάδης

Κάπου σε μια στεριά Σκοτείνιασε η μέρα Ο ήλιος ξαφνικά Κρύφτηκε στα βουνά Χιόνι πολύ θα ’ρθεί Είπε ο γερο-Πέτρος Μα μέσα στο λευκό Θα βρεις αν θες ψυχή Πέρασε ο καιρός το χιόνι είχε λιώσει Μα κάποιοι ευτυχώς είχαν αγγίξει φως Πέρασε ο θυμός η αγάπη είχε σώσει Ότι ήταν δυνατό στο μίσος μη χαθεί Κάπου σε μια στεριά Αγάπη μου όπως τώρα Τρέχανε τα παιδιά Μέσα στην παγωνιά Μα οι γέροι οι πολλοί Σοφοί δεν είχαν γίνει Και λέγανε μαζί Στο διάολο η ψυχή

64


γνώρισα μόνο μια πατρίδα Τα σύννεφα χαμήλωναν, πλησίαζε βροχή Με ουρλιαχτό ο άνεμος ζητούσε να με πάρει Τότε εγώ αγκάλιασα ένα κορμό σφιχτά Νύχτωσε και φοβόμουνα των λύκων το κοπάδι

Γνώρισα μόνο μια πατρίδα που είχε αφήσει τη σκιά Που περπατούσε μες τον ήλιο, είχε τα πόδια της γυμνά Που ήξερε τι είναι αγάπη, πώς να χαρίζει δανεικά Γνώρισα μόνο μια πατρίδα κι έμαθα ελληνικά Τα σύννεφα αδειάσανε, αστέρια είχαν βγει Οι λύκοι δεν εφάνηκαν μέχρι να ξημερώσει Αργότερα μου είπανε σε πόλεις είχαν βγει Τους πήρανε τα κόμματα και γίνανε καμπόσοι

65

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Κι όσο εκεί περίμενα το τέλος μου να ’ρθεί Σκεφτόμουνα τους φίλους μου που έφυγαν στις πόλεις Σπίτια που έχτισαν ψηλά και σβήσανε τη μνήμη Μακριά από όλα τα κακά και την οργή αυτή


αγκαλιασμένοι στη βροχή

Σάκης Αθανασιάδης

Αγκαλιασμένοι στη βροχή μαζί Να σε κοιτώ στα μάτια να σου λέω εσύ Είσαι φωτιά μες το μυαλό μου Είσαι νερό στο όνειρό μου Αγκαλιασμένοι στη βροχή μαζί Να με κοιτάς στα μάτια να μου λες εσύ Είσαι τα φώτα όλου του κόσμου Είσαι ουρανός δικός μου Τον άνεμο να βρούμε, τα σύννεφα Να μπούμε αγκαλιασμένοι στη βροχή Τη θάλασσα να βρούμε, τα κύματα Να βγούμε απ’ το σκοτάδι δυνατοί Κάτω απ’ το γελαστό το σύννεφο Να βλέπουμε παιδιά να παίζουν Αγκαλιασμένα με τα χρώματα Ο άνεμος να μυρίζει ζωή Αγκαλιασμένοι στη βροχή μαζί Να τρέχει η θάλασσα τα μάτια μας να φτάσει

66


όλα είναι ωραία στο σκοτάδι Τι σε νοιάζει εσένα Η φωτιά στο δάσος Βάλε ένα φράχτη, χτίσε κάπου εκεί Τίποτε δεν είδες, δεν υπάρχει λάθος Έτσι πας μπροστά σε ετούτη τη ζωή

Όλα είναι ωραία, ωραία στο σκοτάδι Μόνο αυτό μου έλεγαν να βάλω στο μυαλό Μα εγώ λάθος κατάλαβα και μίλαγα για ήλιο Γι’ αυτό με τιμωρήσανε πρώτη φορά μικρό Όλα είναι ωραία, ωραία στο σκοτάδι Καλή επιτυχία στη νέα σου ζωή Τι σε νοιάζει εσένα Αν βουτούν στις ράγες Αν φτωχοί πεινάνε, συμβαίνουνε αυτά Μάθε αυτά που είπαμε Τα μάτια σου να κλείνεις Να μη βλέπεις τίποτα Κι όλα θα παν’ καλά. 67

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Ξέρεις πόσοι σώθηκαν γιατί απλά δεν είδαν Σπίτια που καιγότανε στα μάτια τους μπροστά Ξέρεις πόσοι φτιάχτηκαν και γύρισαν σελίδα Μόνο γιατί κράτησαν τα μάτια τους κλειστά


το δηλητήριο της σιωπής

Σάκης Αθανασιάδης

Κόκαλα μέρες πεταμένα στο δρόμο Κάδοι γεμάτοι άδειες ψυχές Κράτησα μόνο συμβουλές του πατέρα: Παιδί μου, χάρισε χαρά αν το θες Κι έμαθα μόνο το νερό να προσέχω Που μένει ακίνητο στον ποταμό Μα χάθηκε κι αυτό δεν αντέχω Στο μνήμα του θα του το πω Τοίχος ο χρόνος μικραίνει το βλέμμα Η λίμνη σταγόνες, κλεμμένο νερό Κυλάει μέσα μου το δηλητήριο της σιωπής Πέτρα τα μάτια χτυπάνε στον ήλιο Γίνονται μαύρα βγάζουν θυμό Ό,τι ζυγώνει το λιώνουν στο χώμα Αν είναι διαφορετικό Σταυρός που λάμπει στο στήθος τη μέρα Τη νύχτα γίνεται όπλο ιερό Για να πετάξει στην καρδιά μου μια σφαίρα Στην αγάπη

68


όταν ένα παιδί πεθαίνει

Μια φωτιά που καίει πέτρες Είναι καλύτερη ξέρεις από μια άνοιξη που κλαίει Είναι καλύτερη από μένα που είμαι εδώ Και βλέπω το μίσος να γελάει Σου δίνουν ένα όπλο όχι για να σκοτώσεις Απλά να νοιώσεις δυνατός να σκοτωθείς Σου δίνουν θέαμα φτηνό τα μάτια σου να χάσεις Τον έρωτα να μάθεις να μισείς Σκορπά στη γειτονιά μου μια καμένη θάλασσα Ο αέρας την φέρνει στα μαλλιά Το μαύρο της ψυχής της μυρίζει βαριά Χαμηλώνω συνέχεια έχω μάθει να χάνω Σου δίνουν τη φωτιά το δάσος σου να κάψεις Στο μαύρο τους να μάθεις πώς να ζεις Έτσι δεν θα έχεις μια σκιά να φτάσεις Έτσι θα γίνεις αριθμός και θα χαθείς 69

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Μακριά απ’ τα ακίνητα σώματα Μια μηχανή γαυγίζει σαν σκυλί Για ποια αγάπη να μιλήσω αυτή τη στιγμή Όταν ένα παιδί πεθαίνει Καλύτερα το μάτι μου να κλείσω Στο πρώτο του το όνειρο: Μια πυρκαγιά που καίει τις πέτρες και ελευθερώνει το νερό


ωραίο φως

Σάκης Αθανασιάδης

Τι κάνεις στο υπόγειο μέρα-νύχτα Ο ήλιος μου σε περιμένει Αν αγαπάς το φως πέρασε έξω Η βία σήμερα πεθαίνει Ξέχνα τα όλα και το φόβο θα πατήσεις Αυτόν που σκότωσαν μια Κυριακή Να είναι ελεύθεροι να πολεμήσουν Το άγριο μέσα στην ψυχή Να είναι ελεύθεροι να πολεμήσουν Για κάτι παραπάνω από ψωμί Κι αν προδοθούν να ζήσουν Μες το αιώνιο μια στιγμή Τι κάνεις στο υπόγειο φοβισμένος Πέρασε έξω δεν υπάρχουν ηττημένοι Πέρασε έξω αν αγαπάς το ωραίο φως

70


όπως την πρώτη φορά Είναι πολύ λίγο απόψε Να σε χαϊδέψω τρυφερά Που πέφτει το φεγγάρι απόψε Και μοιάζεις με θεά

Το χρόνο σταμάτα, μη λες αλλού θα πας Κλείσε τα μάτια ,μάθε πως να πετάς Ψηλά περπάτα να ’ρθω κι εγώ εκεί Σε ένα σύννεφο να γίνουμε βροχή Απόψε θέλω να μείνεις γυμνή Το σώμα να διψά όπως την πρώτη φορά Απόψε θέλω να ακούγεται η σιωπή Με ένα δάκρυ με μια ανάσα καυτή Είναι αστείο, το ξέρεις καλά Να είσαι εδώ για τελευταία φορά Που πέφτουν αστέρια στο γυμνό σου κορμί Που η άνοιξη φτάνει…

71

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Απόψε θέλω να μείνεις γυμνή Να ακούω την ανάσα σου Όπως την πρώτη φορά Τα μάτια σου να βλέπω, να τρέμω απλά


απ' το άρωμά σου ζω την κάθε μέρα

Σάκης Αθανασιάδης

Είναι φορές που μπορώ κι άλλοτε που δεν μπορώ Να δω τη θάλασσα στα μάτια σου Μα αυτό το όνειρό μου δεν πληρώνεται Δίνει ανάσες στις μέρες κι αυτό είναι σπουδαίο Από αυτά που διαβάζεις Από αυτά που φαντάζεσαι Από αυτά που σε φοβίζουν τα χρόνια Σου λέω Είναι καλύτερα να είσαι εραστής παρά να προσκυνάς Έναν ήσυχο θάνατο Στο σώμα μου ξέρεις βάζω αλυσίδες Όταν σε σκέφτομαι Να μείνω εδώ στο ίδιο μέρος ακίνητος Μα σε ήθελα δικιά μου Πάντα δικιά μου αυτό είναι όλο Και τίποτε περισσότερο Έχει χαθεί η φωνή απ’ την ψυχή μου τις μέρες Που οι σύντροφοι διψούν για ελευθερία Και πνίγονται στο αλκοόλ Μα εγώ να σε κοιτώ στα μάτια ζητάω, να σε αναπνέω Και το θέλω ακόμα Κι αν μοιάζω με ελεύθερος Στον πόλεμο αυτό με το στρατό του μαύρου Απ' το άρωμά σου ζω την κάθε μέρα 72


η άνοιξη ας έρθει με άλλο σώμα Χορεύεις κοντά μου στην πρώτη βροχή Σκαλίζω τις μέρες που πέρασαν Σε ποιον άνεμο τρέχεις και έχεις κρυφτεί Σε μυρίζω μα τα μάτια με γέλασαν

Χορεύεις κοντά μου στην πρώτη βροχή Μα αυτός ο χορός σου κρύβει θάνατο Γιατί το κορμί μου, γιατί η ψυχή Ξεχνάει το ταξίδι για το αθάνατο Σταγόνες του φιλιού σου η βροχή Με πνίγει μες του έρωτα τη χώρα Στα χείλη άμμο της καρδιάς μου έχω δει Θυμάμαι πως ξεχάστηκε το σώμα Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά Ο άνεμος με βρίζει λίγο ακόμα Σε ετούτο το μέρος μετά τη βροχή Η άνοιξη ας έρθει με άλλο σώμα

73

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Στα χείλη μου το χώμα της ζωής Μια γεύση απ’ της μάνας μου το σώμα Σε ετούτο τον κόσμο η μόνη αμοιβή Θα είναι μια άνοιξη ακόμα


γι’ αυτό και ταξιδεύω

Σάκης Αθανασιάδης

Πέφτει στο όνειρο βροχή Κι όταν ξυπνάω το πρωί Το βλέπω να κρυώνει Φτιάχνω στα γρήγορα καφέ Μήπως μπορέσω για να βγω Απ’ του μυαλού τη σκόνη Τι κι αν ο ήλιος χαιρετά Μέσα μου η θάλασσα χτυπά Άγριο με δέρνει κύμα Έχω δυο μήνες να σε δω Πέφτω κοιμάμαι είμαι εδώ Σε ένα γραφείο μνήμα Μάλλον μεγάλωσα πολύ Απ’ της σιωπής σου τη φωνή Γι’ αυτό και ταξιδεύω Με όποιο πλοίο κι αν φανεί Στη θάλασσα, στο όνειρο Τον ουρανό γυρεύω Έχω δυο μήνες να σε δω Και η σιωπή μου λέει εδώ Ο χρόνος σου τελειώνει Μεγάλωσα και δεν μπορώ Να έχω χιόνι στο μυαλό Το σώμα να κρυώνει 74


Τι κι αν ο άνεμος φυσά Τη σκόνη που έχουν τα φιλιά Την ξέρουνε οι μόνοι

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

75


η δική μας η θάλασσα

Σάκης Αθανασιάδης

Ζητούσα λίγο αέρα, μιαν ανάσα Όμως κανείς δεν ήξερε τι είναι αυτό Χανόταν στο κρυφτό παρόν και μέλλον Έχτιζε τις ζωές να μη τις δω Κι εγώ μαζί τους έμοιαζα με πέτρα Το ποτάμι που φράζει το νερό να μην κυλά Μια βίδα για την ψυχή και για το σώμα Σιωπή να μοιράζω για να είμαι καλά Αφού τις ρίζες μου τις πέταξα πες φταίω Τα λύματα που πήρα αγκαλιά Σε καταθέσεις, μετοχές, μεταλλαγμένες τροφές Το μυαλό μου να καίω Πες φταίω, που ξέχασα πως η δύση είναι πουτάνα παλιά Μα όσο περνούσε ο καιρός είχα αρχίσει να κλαίω Τα βλέφαρα στα μάτια μου καρφιά Σαν έσβηνε το φως πολύ κενό σου λέω Ο αέρας μύριζε καπνό από καμένη καρδιά Γι’ αυτό πήρα απόφαση να πάω Αχερουσία Μήπως και βρω κάποιο γνωστό πνεύμα εκεί Η λίμνη είχε χαθεί μα βρήκα το μαντείο Κάθισα ώρες μέσα σκάλιζα την ψυχή 76


Το λόφο όταν κατέβηκα έπεσα στο ποτάμι Και ο άγριος ο Αχέροντας με πήρε μακριά Το παγωμένο του νερό στη θάλασσα με πάει Σαν να μου έλεγε κρυφά: Γέμισες την ψυχή

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Σαν να μου έκλεγε κρυφά: αυτή η δική μας θάλασσα Θα περπατάει στο αίμα μας για πάντα σαν φωτιά


ας μη γίνει ανάσταση

Σάκης Αθανασιάδης

Στάζει το αίμα της δημοκρατίας Στα μάτια, στο δρόμο, στις γειτονιές Κάποια κουρέλια της ιστορίας Κοιτάζουν ακόμα τις δικές τους ζωές Ξυπνάς τα μεσάνυχτα ανοίγεις το ράδιο Ρίχνεις στη φωτιά ένα ξύλο χοντρό Μέσα στις φλόγες ακούς στο σταθμό Το όνειρο αίμα θα στάζει Φοβάσαι ακόμη την άνοιξη νέα Φοβάσαι μη γίνει ανάσταση Καλή η ελευθερία, η θάλασσα, η αγάπη Μα πιο ωραία είναι τα λεφτά Στάζει το αίμα της δημοκρατίας Για ποιο λόγο άραγε μην το ρωτάς Κάτσε απόψε το κορμί μου να φας Ας μη γίνει ανάσταση Φοβάσαι ακόμη τα όνειρα μοιραία Φοβάσαι τη φτώχια μη δείξουν πού ζεις Καλή η προσευχή και η ιστορία ωραία Μα πιο ωραία είναι τα λεφτά

78


άνοιξη έρχεται Πέρασε καιρός που έσβησες το φως Η νύχτα έμεινε Τα μάτια, την ψυχή Αυτό που λες κορμί παρέδωσες

Ζούσε ο θυμός με το κρύο φως Πέτρες πέταγε Αίμα με ψυχή σκάψε στην αυλή σου φύτεψε Άνεμο βροχή βγάλε απ’ την ψυχή Άνοιξη έρχεται Φέρνει ότι μπορεί, ελπίδα ή αστραπή Μα έρχεται Tης άνοιξης το φως Πέρασε λίγο εντός, αλήθεια Γίνε αιρετικός, κοίταξε πόσοι πως Έλιωσαν στην ουρά συνήθεια Μην κρύψεις τη φωνή, η νύχτα σε καλεί Να μπεις στα δίχτυα Αίμα με ψυχή πάρε απ’ την αυλή Άνοιξη έρχεται 79

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Έψαχνες θεό βρήκες Γερμανό που έλεγε: Με την προσευχή δεν κλείνει η πληγή Παρά με θάνατο


στο πρώτο μου όνειρο

Σάκης Αθανασιάδης

Είναι στιγμές που ζούνε μια φορά Κι άλλες στιγμές που ζούνε απλά για πάντα Τις διώχνεις, μα έρχονται όταν δεν θες Στο τέλος μένει το αίμα τους να ζήσεις Χτυπάει ο καιρός, σβήνει το φως Μάτια γυαλιά σπασμένα Μα εγώ ευτυχώς βλέπω μακριά Πολύ φωτιά για μένα Μετά τη βροχή θα είμαι εκεί Στο πρώτο σου όνειρο Μια ακόμη φορά να σε πάρω αγκαλιά Στο πρώτο σου όνειρο Κι αν κλάψεις μετά θα είναι γιατί Έχεις ξυπνήσει πρωί και το όνειρο Το είδες μισό, μα το κορμί σου ζεστό Από το δικό μας το όνειρο Είναι φορές που φεύγω και λες Μες τη ζωή μου θα μείνεις Να μου μιλάς όταν βλέπω κενό Να με χαϊδεύεις στο πρώτο μου όνειρο

80


κράτα με μόνο ζωντανό μη μεγαλώσω άλλο Τα μάτια σου όαση βρίσκει τη σκιά της η ψυχή Νερό μου δίνουν να μην καίει το αίμα Ταξιδεύω μια στιγμή να τα δω και ζω ακόμα Είμαι ο αθλητής που δεν κέρδισε ποτέ κανένα αγώνα Ούτε έμαθε ποτέ τι λένε νίκη

Κράτα με μόνο ζωντανό μη μεγαλώσω άλλο Κράτα με μόνο ζωντανό Ένας ξενύχτης θεός να λυπηθεί την ψυχή Περιφερόμενα πτώματα χύνουν πόνο για σπέρμα Γιατί φοβούνται το θάνατο στο σώμα Αφού η ψυχή έχει φτάσει στο τέρμα της Όπως όλοι οι θνητοί Μαζεύουν τα λεφτά για τον βαρκάρη Να έχουν τύχη καλή στο θάνατο Σταματάει το τρένο στο σταθμό μια ώρα μονάχα Τι να προλάβω άραγε να πω τον εαυτό μου ρωτάω Καλύτερα να μη πω τίποτα θα χάσω το χρόνο Έτσι κι αλλιώς τα μάτια σου ήρθα να δω Γιατί η αγάπη έχει εδώ πολύ σκοτάδι Κράτα με μόνο ζωντανό μη μεγαλώσω άλλο 81

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Χτυπάνε ξημέρωμα σαν ρολόγια τα όνειρα Κάποιοι μεθυσμένοι εραστές μαλώνουν στο δρόμο Ο νόμος ο δικός μου στη σιωπή είναι σιωπή Γιατί η αγάπη έχει εδώ πολύ σκοτάδι


το κρασί του χρόνου

Σάκης Αθανασιάδης

Γύρισα όλη τη χώρα, ήπια ερημιά Ένα δάσος η ψυχή μου που έχει πάρει φωτιά Είσαι άνεμος της νύχτας που στο σώμα μου περνά Με χαϊδεύεις υποφέρω και διψώ μες τα νερά Έσκισα πριν λίγες μέρες το τετράδιο το παλιό Όλες μου οι αναμνήσεις πεταμένες στο γκρεμό Ήπια το κρασί του χρόνου έχω αδειάσει την καρδιά Μα είναι δύσκολο ακόμα να σε σβήσω οριστικά Σε ένα όστρακο της άμμου κρύβω μέσα του φιλιά Περιμένω να ξαπλώσεις να σου δώσω μερικά Μα είναι άσκοπο το ξέρω, δεν υπάρχει λογική Να είμαι εδώ να υποφέρω, να είναι η άνοιξη μισή

82


πόσο θα ήθελα να είμαι τώρα

Άνοιξε τα μάτια σου, κοίτα την ψυχή μου Μια ψιχάλα μικρή φωτιά Βγες απ’ τη συνήθεια σου, γίνε αναπνοή μου Μια σπίθα για την καρδιά Πόσο θα ήθελα να ρίξω τώρα Τοίχους για να σπάσω τη σιωπή Να μου τραγουδήσεις Έπλυνα τις λάσπες από το κορμί μου Είδα χελιδόνια στην αυλή Ξέρω θα αργήσω να φτάσω στην ψυχή σου Μα αργά πλησιάζω σε αυτή Πέταξα τις πέτρες, άδειασα τις σφαίρες Έκανα όπλα τα φιλιά Μίλησα με τον αέρα, ξενύχτησα κάτω απ’ τα αστέρια Μέσα στον ήλιο βρήκα τη γιατρειά

83

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Πόσο θα ήθελα να είμαι τώρα Άνεμος βροχή μαζί Μια πέτρα που θα σπάσει η σιωπή μου Πόσο θα ήθελα να είσαι τώρα Φλόγα να ζεστάνεις την ψυχή Μια άνοιξη να περπατήσω


προσκυνητές

Σάκης Αθανασιάδης

Έσκυψε η άνοιξη μέσα στο χιόνι Γέμισε η θάλασσα προσκυνητές Τα όμορφα τα λόγια τους τα φτύνω αναπνέω Η χάρτινή τους άνοιξη στα μάτια μου λεκές Είπαν να βγω αριστερά να δω το κύμα Τον άνεμο να τραγουδά, της άνοιξης τα μάτια Μα ο δρόμος τους με έβγαλε σε τράπεζες με φράχτη Να βλέπω μαύρο ουρανό Το χρώμα των ματιών μου θυμάμαι όταν πέφτει Το αίμα στη φωτιά και οι θεοί χορεύουν Τι άλλο απόψε για να πιουν γυρεύουν Ψυχή μου μην ακούς τον κεραυνό Μη με ρωτάτε πόσο αντέχω στο σκοτάδι Στιχάκια γράφω εδώ και υποφέρω Τα όνειρά μου που σκοτώνω κάθε μέρα Οι σταυροφόροι πριν φανούν

84


θα ζωγραφίσω μια φωτιά Σαν ερωτευμένα τα δέντρα είχαν σκάσει Η άνοιξη ήταν έτοιμη να εκραγεί Έβγαλα τα μάτια μου μέσα απ’ το συρτάρι Έφτασα στη θάλασσα πρωί

Έβλεπα στον ύπνο μου Τα μάτια σου για ήλιο Σε όλα μου τα όνειρα Ήσουν πάντα εκεί Έτρεχα στον κύκλο μου Έπινα το λίγο Ήταν ξινισμένο το κρασί Τώρα ο αέρας φυσάει δυνατά στο Αιγαίο Το καράβι χορεύει στα μποφόρ μια χαρά Για λάφυρο στον άνεμο δίνω Τη θλίψη, μα δεν τη ζητά Θα ζωγραφίσω μια φωτιά να κοιτάζω Τα όμορφά σου μάτια σαν καίγεται το σώμα Ότι έχασα να μην το δικάζω Να το αγαπώ σαν να είναι εδώ 85

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Περίμενα στο πλοίο να με βρεις είχα χάσει Αναμμένες μηχανές σε λίγο ξεκινά Δεν πίστευα, αλλά με έχεις ξεχάσει Συμβαίνει όμως κι αυτό για να πονά η καρδιά


το μαγεμένο δάσος

Σάκης Αθανασιάδης

Φωτοβολίδες όνειρα μυρίζουνε στο χώμα Κλείνω τη μύτη τα περνάω βιαστικά Ένα φιλί ζητούσα και ζητάω ακόμα Που θα περάσει μες το σώμα τη φωτιά Γυρίζω πάλι μες το μαγεμένο δάσος Να πάρω δύναμη να μείνω εδώ στη γη Πυκνή ομίχλη με σκεπάζει σαν το λάθος Κλείνω τα μάτια να ακούσω τη σιωπή Φωνές ακούω, ο αέρας μου μιλάει Την άδεια μου καρδιά γεμίζει χώμα Συνέχεια ο δρόμος μου φωνάζει πως διψάει Για μυστικά που έχουν τα άγνωστα τα δώρα Το δρόμο μου μεγάλωσα να αναπνέω Σε κάθε μέσο ήμουν πάντα ο τροχός Κάπου εδώ, κάπου εκεί γελάω, κλαίω Κι όλο ελπίζω να έχει μάτια ο θεός Μακριά ακούγεται στη θάλασσα η φωνή μου Τις νύχτες πριν μη με δέσει ο καιρός Κάποιο πρωί μικρή ανάσα μου ζωή μου Πάρε το θάρρος να αφήσεις το κορμί

86


μια μέρα Έλληνας Ήρθε πάλι ξαφνικά άνοιξη στη σκεπή Της λέω πήγα στη φωτιά, μα βρήκα ένα κελί Φύγε αν θες πολύ μακριά, η δύση μη σε βρει Θα σου αρπάξει την καρδιά, ο ήλιος θα χαθεί

Στα χέρια μου έχω πληγές με κόκκινα καρφιά Το ψέμα ζει χίλιες ζωές μα μια η καρδιά Τι να τις κάνω τις φωνές, για τίποτα μου μοιάζουν Ευνούχους βλέπω από χθες τους ίδιους με προχθές Άκουγα για ανάσταση με κόκκινα φιλιά Μα εγώ μέσα στο σώμα μου μυρίζω για καλά Όλοι ζητούν στο δρόμο μου να πάρουν πληρωμή Ευνουχισμένα όνειρα για ένα κιλό ψωμί Ήρθε πάλι ξαφνικά άνοιξη στη σκεπή Της λέω πήγα θάλασσα, μα αλάτι βρήκα εκεί Κάτι κουρτίνες κόκκινες που αρπάξανε φωτιά Τα μάτια σου γυρεύουνε να κάψουνε κι αυτά Το ψέμα ζει χίλιες ζωές μα εγώ μια φορά Γι’ αυτό ζητώ το αίμα σου να ζήσω αληθινά Για ένα ξεροκόμματο δεν προσκυνάω ξανά Σηκώνομαι απ’ το χώμα, τώρα… 87

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Κανείς δεν βλέπει σίδερα, όλοι ζητούν φαΐ Αγάπησαν το σήμερα, το σώμα να σωθεί Τα όνειρα που έγραφαν στα μάτια το πρωί Τα έσβησαν και τα άφησαν στο χώμα μην τα δεις


μια μέρα σήκωσε απ’ το χώμα

Σάκης Αθανασιάδης

Τρέχει η αγάπη μου μπροστά κι εγώ την κυνηγάω Λαχανιασμένος στη βροχή πάλι παραπατώ Λάσπες γεμίζει το κορμί έμαθα να χαλάω Στο πρώτο σώμα που θα βρω κι άλλο την ψυχή Κανείς δεν μου είπε στη ζωή πως το κορμί πονάει Αν το μαχαίρι καρφωθεί στο βάθος της ψυχής Πληγές γεμίζει η καρδιά και μόνιμα ζητάει Να πέσει πάνω στη φωτιά να λυτρωθεί Όλοι μου δίνουνε κρασί να καίγεται το αίμα Μα κάθε μέρα που περνά κρυώνω πιο πολύ Μια μέρα σήκωσε να δω μια μέρα σήκωσε απ’ το χώμα Κάπου να βρω να κρατηθώ ο άνεμος πριν βγει Φεύγουν τα σύννεφα μακριά, μα εγώ τα ακολουθάω Ώσπου τα μάτια να κουραστούν και γίνουνε πάλι υγρά Φώτα γεμίζουν τη σιωπή, μα φώτα δεν ζητάω Βλέπω μονάχα τον καπνό που βγάζει η καρδιά


καλή μου θάλασσα Το όνειρό μου βιαστικά το δρόμο περνάει Περαστικοί το κυνηγούν το ρίχνουνε κλωτσιές Η φωνή μου κάθε μέρα μικραίνει Η αγάπη κάθε τόσο με βρίζει Τα μάτια σου ζητάω για να φύγουν οι πληγές

Η ανάσα μου κουράστηκε εδώ μακριά στα ξένα Δεν έχω θάλασσα έχω τα μάτια κλειστά Τι ψάχνω, τι ζητάω να βρω στο φως που φεύγει Καλή μου θάλασσα έχω χάσει τη φωτιά Το άρωμά σου μου φωνάζει πως ζει Η ψυχή μου ακόμα Η φωνή μου κάθε μέρα μικραίνει, μα δεν τέλειωσα ακόμα Μεγάλη ελευθερία αν η αγάπη ξενυχτά

89

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Κρατάω του σπιτιού σου τα κλειδιά για ασπίδα Σβήνω χιλιόμετρα για να σε πάρω αγκαλιά Ακούω του ανέμου τη φωνή που σφυρίζει Μεγάλη ελευθερία αν η μέρα μου γελά


το νερό που καίει

Σάκης Αθανασιάδης

Όταν θα περάσεις τις πύλες του Άδη Κι όλοι οι φίλοι σου σταθούν προσοχή Στα μάτια ένα χάδι αν καταλάβεις Πάει να πει πως έχεις δώσει ψυχή Πάει να πει πως τη νύχτα έχεις κόψει Με το μαχαίρι της φωνής σου βαθιά Και τώρα πια είσαι εντάξει Μέσα στα σύννεφα να κάνεις βουτιά Όλα αυτά που η ζωή σου χρωστούσε Θα επιστρέφονται σαν δανεικά Κι ένα φιλί που η βροχή σου πετούσε Θα το κρατάς σφιχτά αγκαλιά Πάει να πει πως η στάχτη του φόβου Μέσα στη γη έχει κρυφτεί πιο βαθιά Κι ένα φιλί που η βροχή σου πετούσε Θα το κρατάς για πάντα κοντά

90


δεν γελάει η άνοιξη Περίμενα για μέρες ένα πλοίο Που θα έφερνε τα όνειρα εδώ Που θα έφερνε στα μάτια το φεγγάρι Απ’ το σκοτάδι θα μπορούσα για να βγω

Χωρίς τα όνειρα ο άνεμος θα έρθει Να σε αρπάξει να σε πάρει από εδώ Να σε πετάξει σε ένα βράχο για να σπάσεις Και να περάσεις σαν καπνός τον ουρανό Δεν γελάει η άνοιξη Τα βήματα μου λένε Έχω χειμώνα στα μάτια Ακούς… Δεν γελάει η άνοιξη Τα σύννεφα μου λένε, χτύπα το φως να βραχείς Πέτα μια πέτρα μπορείς Το χειμώνα να διώξεις μακριά

91

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Δεν γελάει η άνοιξη Η φωνή σου φωνάζει: Βοήθεια Το τραγούδι μου έχει θυμό Ακούς…


ζητούσες να με δεις

Σάκης Αθανασιάδης

Βρέχει να μυρίζω τη δική σου την κολόνια Βρέχει να νομίζω πως γυρνάς εδώ κοντά Μέσα στη νύχτα σαν σταγόνα να με φτάσεις Να μου χαρίσεις μια στιγμή λίγη δροσιά Ζητούσες να με δεις, μα εγώ τα όνειρα είχα σπάσει Χίλια κομμάτια και τα πέταγα μακριά Ζητούσες να με δεις, μα εγώ από μένα είχα χάσει Και περπατούσα κυνηγώντας μια σκιά Πέρασαν τα χρόνια και η σκόνη σου έχει φτάσει Μέσα στο αίμα, στην ψυχή μου πιο βαθιά Χτυπάνε τα ρολόγια το κεφάλι μου θα σπάσει Τρέχω ευθεία προς το δρόμο μοναξιά Ζητούσες να με δεις, μα εγώ τα μάτια μου είχα χάσει Από του δάσους τα συρμάτινα κλαδιά Ζητούσες να με δεις, μα εγώ το σώμα είχα σκεπάσει Κόκκινη λάσπη για να σβήνω τη φωτιά

92


τα πιο μεγάλα μου φιλιά Τα πιο μεγάλα μου φιλιά στη θάλασσα χορεύουν Έγιναν σπίτια με κουπιά γέννησαν και παιδιά Πετάξανε σαν τα πουλιά, τα όνειρά μου δέρνουν Τα πιο μεγάλα μου φιλιά κάηκαν στη φωτιά

Τους μεγάλους έρωτες τους παίρνει ο αέρας Τους ρίχνει σε άγρια νερά, πνίγονται στα βαθιά Νερό παίρνει το αίμα τους, καίγεται και η μνήμη Καπνός φτάνει στα σύννεφα και πίσω δεν γυρνά Δεν μπορώ να τρέχω πίσω από μια αγάπη Δεν είναι αυτό αγάπη είναι υποταγή Να είμαι το τασάκι της που σβήνει το τσιγάρο Με ένα ρολόι στο μυαλό να ζω κάθε στιγμή

93

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Έκοψα τα παπούτσια μου, ξυπόλυτος δεν τρέχω Έκαψα και τα μάτια μου μέσα στο λίγο φως Δεν μπορώ να τρέχω πίσω από μια αγάπη Δεν μπορώ να τρέχω να χάνω συνεχώς


ο κήπος με το αλάτι

Σάκης Αθανασιάδης

Τη νύχτα που θα έβρεχε ο ουρανός αστέρια Και το κορμί σου έλεγες θα ζήσει τη φωτιά Τη νύχτα αυτή κατάλαβα πως πέρασε το πλοίο Και η αγάπη έφυγε σε άγονα νησιά Μακριά λοιπόν τραβήχτηκα μακριά με ένα αντίο Γιατί η φωτιά σου έγινε αλάτι στο κορμί Κι όταν η νύχτα πέρασε, πήρα το πρώτο πλοίο Διψούσε τόσο η ψυχή να δει ανατολή Αν δεν είχες στα όνειρα σκουριασμένα φρένα Θα γυρνούσα μαζί σου, θα σε κρατούσα αγκαλιά Αν δεν είχες στα όνειρα τα μάτια σου δεμένα Ένα κήπο θα σου έδειχνα γεμάτο με φιλιά Όσο οι μέρες πέρναγαν, αναζητούσα εμένα Πνιγμένος σε άγνωστα φιλιά σε ατέλειωτα ποτά Με αυτά λοιπόν χτυπήθηκα και χάλασα το βλέμμα Και τώρα ψάχνω θάλασσα να βάλω στην καρδιά

94


γιατί ο δρόμος σου είμαι εγώ Βγαίνω στο δρόμο να μαζέψω θλιμμένες φωνές Να τις φέρω στο σπίτι, να μάθω το χθες Να μάθω πώς έχασαν στον άγριο καιρό το σακάτη Και ζουν χωρίς αγάπη με πέτρες στην καρδιά

Μα ακόμα τώρα μπορώ να σου πω πως αντέχω Κι ας μη σε έχω εδώ να ερωτευτώ το φως Γιατί στα σίγουρα ποντάρισες το μέλλον Κι έχασες εμένα και μάλλον εσένα δυστυχώς Πέφτουν θεοί μες τις φωτιές καίγονται τα μυαλά Μα οι αγάπες οι παλιές χορεύουν στη φωτιά Χορεύουν πάλι σαν τρελές ξυπνάνε την καρδιά Αν ήταν όλα όπως χθες, θα ήμασταν καλά Μα τώρα μπορώ να σου πω πως αντέχω Κι ας μη σε έχω Γιατί ο δρόμος σου όπου κι αν πας Είμαι απλά εγώ

95

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Ρίχνουν τα σύννεφα βρισιές, η μοναξιά κοντά Χίλια φιλιά με ενοχές πέτρωσαν την καρδιά Γι’ αυτό κι εγώ τραβήχτηκα μόνος κάπου μακριά Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι είναι η σιγουριά


αλλά θα ήταν ωραία να ήμουν το αίμα το δικό σου

Σάκης Αθανασιάδης

Κράτα με όσο μπορείς στο φως να σε κοιτάζω γυμνή Για μια φορά να ζήσω τη μεγάλη εκδρομή Μακριά από εδώ ψηλά στα βουνά Ή σε ένα νησί που ο άνεμος μιλά Κράτα όσο μπορείς στο φως να είμαι ο εαυτός μου Καθρέπτης που δεν σπάει στη μέση το όνειρό μου Θέλω να με κοιτάς να μεγαλώνω την ψυχή Να πέφτω, να σηκώνομαι, να μη φοβάμαι το κακό πως θα ’ρθεί Πολλά ζητάω ξέρω, πολλά ζητούσα πάντα Κι έτσι έμαθα να υποφέρω με λεπίδες ελπίδες Θα ήταν ωραία όμως να ήμουν το αίμα το δικό σου Θα ήταν ωραία να άνθιζε μέσα στην κρίση η ψυχή Πολλά ζητάω ξέρω, πολλά ζητούσα πάντα Μέσα στο στίχο να ακούς που αναπνέω Θα ήταν ωραία όμως να ήμουν ο ήχος ο δικός σου Θα ήταν ωραία να έβαζες εσύ τη μουσική Όταν τα μάτια μου είναι κλειστά Να μου μιλάς για το δρόμο που βλέπεις Θα ήταν ωραία να με αγκάλιαζες τα κρύα πρωινά Μετά να πετούσες στο κορμί μου φωτιά 96


Πολλά ζητάω ξέρω πολλά ζητούσα πάντα Έτσι έμαθα να υποφέρω με λεπίδες ελπίδες Μα τις φωνές τις αντέχω, τη σιωπή μου την είδες Αλλά θα ήταν ωραία να ήμουν το αίμα το δικό σου Θα ήταν ωραία να άνθιζε μέσα στην κρίση μια καρδιά το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

97


χάρτινη βασίλισσα

Σάκης Αθανασιάδης

Χόρευε η βασίλισσα στην πίστα Άνοιγαν οι σαμπάνιες για να πιει Αυτή η κατηφόρα αν με σώσει Νυχτερινές εκπτώσεις θα ’χω βρει Ήπια πολύ τόσο πολύ που δεν θυμάμαι Άλλο πρωινό με τόσο φως Ίσως είχα μείνει τυφλός απ’ το ποτό Ίσως είχαν μεγαλώσει τα μάτια Γεμάτο με γαρύφαλλα έχει φύγει Το τελευταίο μου καλάθι με αλήθεια Στα πόδια της βασίλισσας μα τρέχω Ξυπόλητος στην άμμο την υγρή Ήπια πολύ τόσο πολύ που δεν θυμάμαι Αν στα μάτια μου έτρεχε ο ουρανός Μέχρι που άναψα φωτιά Να κάψω την χάρτινη βασίλισσα Πριν η αγάπη μου μεγαλώσει το μίσος

98


όνειρα δρόμου Πέφτει ένα αστέρι το μαζεύω Απ’ του Αυγούστου την καρδιά Ψάχνω ένα όνειρο που θέλει Να το κρατήσει αγκαλιά

Μικρά μου όνειρα του δρόμου Ταξίδια χίλια μακρινά Μακριά απ’ τα σύρματα του νόμου Με ταξιδέψατε ψηλά Κάποια στιγμή έρχεστε πίσω Σαν μια ψιχάλα στην καρδιά Μικρά μου όνειρα του δρόμου Που μου χαρίζετε αγκαλιά Χτυπάνε οι μήνες σαν μαχαίρια Να μου τρυπήσουν την καρδιά Μα βρίσκω όνειρα και φεύγω Από τα βρώμικα νερά

99

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Πετάνε οι μέρες μου τις πέτρες Κομμάτια σπάνε απ’ τα φτερά Μα εγώ τις νύχτες βρίσκω ασπίδα Μες του ονείρου τη φωτιά


να πιστεύω ακόμα πως χορεύει η αγάπη γυμνή

Σάκης Αθανασιάδης

Με γεμάτο το κεφάλι ταξίδια Στη σκόνη του δρόμου εικόνες μαζεύω Να φτιάξω το δικό μου νησί Να περνάνε τα σύννεφα χαμηλά το χειμώνα Να πιστεύω ακόμα πως χορεύει η αγάπη γυμνή Και θυμάμαι που έλεγες τη νύχτα θα δούμε Πως χορεύει στα σύννεφα η αγάπη γυμνή Μα τα χέρια του χρόνου μόνο πέτρες μας δώσαν Και το μέλλον μας έγινε μια άμμος καυτή Θα γεράσεις το ξέρω θα αντέξεις την κρίση Ογδόντα θα φτάσεις να κοιτάς την τιβί Θα ξανάρθει η δεξιά θα σου δώσει τη λύση Μα νομίζω κάπου εκεί στα τριάντα Είχες πει πως πετάς στο κουβά την ψυχή Τα όμορφα τα σύννεφα μιλάνε με τα αστέρια Λένε ιστορίες άγνωστες που εγώ δεν έχω ζήσει Λένε για κάτι έρωτες που κράταγαν μαχαίρια Λένε για τις αγάπες μου που έγιναν βροχή Με γεμάτο το κεφάλι ταξίδια στη σκόνη του δρόμου Στα μάτια σβησμένα τα φώτα πρωί Τρέχω να φτάσω στη δουλειά να γεμίσω Αξία να δώσω σε ένα άδειο κορμί 100


ποτέ μη ρωτάς οι αγάπες πού πάνε Προχωρούσα στο δρόμο, τα μάτια μου σκάλωσαν Ένα βλέμμα βαθύ είχε ρίξει φωτιά Δεν είχα όμως τη δύναμη ούτε μια λέξη να πω Πολλές φορές τα λόγια είναι περιττά

Πόσα φώτα γεννήθηκαν ξαφνικά στο μυαλό μου Πόσα αστέρια μεγάλωσαν σε ένα μόνο λεπτό Μη ρωτήσεις ποτέ να σου πω δεν θυμάμαι Το νερό μοναξιά έχω εδώ Ποτέ μη ρωτάς οι αγάπες πού πάνε Τα μάτια όταν σπάνε σαν να είναι γυαλί Ποτέ μη ρωτάς οι αγάπες πώς ζούνε Αν γίνονται άνεμος, αν λιώνουν στη γη

101

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Περπατούσα στο κορμί σου ο δρόμος μεγάλωνε Κάθε μέρα μαζί σου είχε ώρα φωτιάς Ποτέ μη ρωτάς γιατί οι αγάπες πετάνε Και πηγαίνουνε αλλού εσύ να πονάς


γιατί ακούω την ανάσα σου κοντά

Σάκης Αθανασιάδης

Μιλάνε οι μέρες για φωτιές Στα μάτια μου κρύες Κυριακές Κρατάω μια ασπίδα αγκαλιά ακούω τη βροχή Πόσες φορές προσπάθησα τη μνήμη μου να σβήσω Μα αυτό είναι αδύνατο αν καίει η ψυχή Πόσες φορές μου έλεγαν ο χρόνος θα μου φέρει Τον έρωτά μου πίσω μα εγώ δεν θα είμαι εδώ Πίνω γιατί η ζωή αχόρταγα με πίνει Πίνω γιατί ακούω την ανάσα σου κοντά Μέσα στη νύχτα Το σώμα μου φωνάζω να μου φέρεις Το σώμα που έχω χάσει και ψάχνω να το βρω Πετάνε αδέσποτα φιλιά Σε ένα ποτήρι που αδειάζω την καρδιά Μιλάει η σιωπή μου δεν ακούς Που σε φωνάζει να ’ρθείς

102


ήταν μια χώρα που την έχω ζήσει πριν ακόμη γεννηθώ Έπεσε το τείχος, μεγάλωσε ο χάρτης Γέμισαν τα μάτια της παιδιά Έψαχνε τον ήλιο κάπου που δεν δύει Κάπου που η θάλασσα γελά

Ήταν μια χώρα που την έχω ζήσει Που την έχω ζήσει πριν ακόμη γεννηθώ Μέσα από τη στάχτη στα μάτια της γιαγιάς μου Και παρακαλούσα μπροστά μου μη τη βρω Ήταν μια χώρα που την έχω ζήσει Που την έχω ζήσει πριν ακόμη γεννηθώ Μέσα στο δωμάτιο η φωτιά στην άκρη Να μου καίει μέρα-νύχτα το μυαλό Μεγάλωσε η χώρα έπεσε το τείχος Πείναγαν τα μάτια για πολλά Ζήταγε τη θάλασσά μου στα πόδια της να πάει Ζήταγε να φάει τα παιδιά σου ζωντανά Λέρωσε τη θάλασσα στα μάτια μου η δύση Τώρα θα λερώσει τα δικά σου όνειρα Ήταν μια χώρα που την έχω ζήσει Που την έχω ζήσει πριν ακόμη γεννηθώ 103

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Έψαχνε το δόρυ πιο μακριά να ρίχνει Το όνειρό της πάντα να χτυπά Για να περπατήσει βασίλισσα στον ήλιο Έπρεπε να πέσω χαμηλά


αυτή την άνοιξη θέλω να σου χαρίσω

Σάκης Αθανασιάδης

Πέφτει ο ήλιος στα νερά να κοιμηθεί Λέω να μπω κι εγώ να περπατήσω Να μου μιλάει η θάλασσά μου σαν μητέρα σε παιδί Αυτή την άνοιξη θέλω να σου χαρίσω Κάθομαι ώρες στην ακτή Χαϊδεύω τα μαλλιά σου Η θάλασσά μου άτακτο παιδί Μοιάζει πολύ στην αγκαλιά σου Αυτή την άνοιξη θέλω να σου χαρίσω Θέλω να σου χαρίσω νέο φως… Κάθομαι ώρες στην ακτή Φέρνει άνοιξη τα χάδια Έτσι αφήνω τα καράβια μου μακριά Να ζωγραφίσουν τα ταξίδια μου στα μάτια Μια μέρα δίχως έρωτα είναι βρισιά το ξέρω Κατάδικος των υλικών θα νοιώθω ότι ζω Μια μέρα δίχως έρωτα Ποτέ σου μη σκεφτείς να μου χαρίσεις

104


το γλέντι μιας κηδείας Νύχτα η ανάσα μου μισή, μα τρέχω μες την μπόρα Χωρίς να βλέπω ένα φως μια πόρτα ανοιχτή Χαλάω τα παπούτσια μου στα λασπωμένα χρόνια Μα δυναμώνει η ψυχή κι αυτό είναι αρκετό

Χτυπάει μια σφαίρα το κορμί Μα η πληγή μου κλείνει Οι αστυνόμοι είχαν βγει Να ρίξουν στην ψυχή Ο φόβος με αρρώστησε για μήνες σαν εσένα Κατόπιν με παράτησε σαν βρήκα τη φωνή Μόλις το αποφάσισα όρθιος κι όπως ζήσω Αντί να καίω το αίμα μου το μαύρο για να ζει Δώρα στα μάτια μου πολλά της δύσης είχαν βάλει Μα κάθε δώρο δυτικού έχει εύφλεκτα υλικά Το γλέντι μιας κηδείας αρχίζει πάντα με φωτιά Στο σώμα της δημοκρατίας Να το θυμάσαι, φίλε μου, καλά

105

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Προφήτες βγαίνουν στο γυαλί με πληρωμένους ρόλους Με ξεφτιλίζουν σαν σκουπίδι, σαν λεκέ Χτυπάνε πέτρες την ψυχή την παρασέρνουν Μου κλείνουν τη φωνή


καλύτερα να είσαι γυμνός

Σάκης Αθανασιάδης

Υπάρχει ένα μέλλον στο νερό που οι άνθρωποι κοιτάνε Μα η αύρα του είναι θολή, χάνεται στα βαθιά Ψάχνουν βυθούς για να το βρουν, μες το σκοτάδι πάνε Κι άμα το βρουν είναι αργά χάθηκε η ζωή Υπάρχουν μέρες που γελάνε και μέρες που χτυπάνε Μα έτσι είναι η ζωή κι ας λες ευχαριστώ Υπάρχουν και τα μάτια σου που άνεμο κρατάνε Το πρώτο σύννεφο να βρω όταν μικρύνει η γη Κοιτάζω κάποια βράδια μου τα αστέρια που γελάνε Με τους στρατιώτες του θεού που σκότωναν το φως Παρέα με τα όνειρα στη θάλασσα ας πάμε Καλύτερα να είσαι γυμνός παρά άδειος εντός

106


αυτή η άνοιξη δεν έχει ντροπή Αυτή η άνοιξη δε λέει να φύγει Αυτή η άνοιξη με βγάζει μισό Αυτή η άνοιξη με ρίχνει στο χώμα Μα μου σκοτώνει αυτά που μισώ

Κάπου μπορεί να γεννιέται το λάθος Που την αγάπη να ευλογεί Κάπου μπορεί να υπάρχει το δάσος Που να μοιράζει τη δροσιά στην ψυχή Χτυπάει αέρας με μανία το σώμα Αυτή η άνοιξη δεν έχει ντροπή Βάζει φωτιά ρίχνει το φράχτη Μήπως περάσω και τρέξω σε αυτή Θα αναζητήσω στους δρόμους τη λύση Κάπου μπορεί να υπάρχει πηγή Που το νερό της αγάπης θα καίει Κι αυτό το λάθος να ευλογεί

107

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Αυτή η άνοιξη ζητάει να πάρει Ένα χαμόγελο από χείλη ξερά Αυτή η άνοιξη τη θάλασσα φέρνει Να ταξιδέψω από εμένα μακριά


όταν πέσει το τείχος

Σάκης Αθανασιάδης

Μέσα στα μάτια σου ένα παιδί Θα πάγωνε σε μια στιγμή το μίσος Θα έτρεχε η καρδιά ξυπόλητη στο δρόμο Τα πρέπει σου θα ξέχναγες πρώτη φορά Απ’ την πατρίδα μου την άγρια τη σιωπή Θα είχα βγει για να σε συναντήσω Τα μάτια μου θα έπλενες με ένα φιλί Θα μίλαγες στον άνεμο για θάλασσα Περνάνε τα σύννεφα μα ο ήρωάς σου είναι τυφλός Δεν τον βλέπεις Γιατί προσεύχεσαι να μην υπάρχει Θεός Στα λιβάδια των νεφών γυμνός θα περπατήσω Την έρημο εδώ γιατί γνωρίζω Αφού αντέχω τη δίψα του πλήθους Απ’ την πατρίδα μου την άγρια σιωπή βγήκα για να μιλήσω Σε ένα πλήθος που πουλάει ψυχή για ψωμί Παράτα τα ακούω από παρατημένους Αυτό το παιγνίδι έχει πλέον χαθεί Μα δεν χάνεται έτσι η ζωή όταν κυλάει το ποτάμι Κάπου μακριά το καθαρό νερό θα φανεί Κι η θάλασσα θα ’ρθει αυτή να με βρει Όταν πέσει το τείχος 108


κι εκεί που νόμιζα πως τίποτα δεν γίνεται Μέσα στην κρίση τα μάτια μου κουράστηκαν Ήτανε το φεγγάρι μου μαύρο πανί Κι εκεί που νόμιζα πως τίποτα δεν γίνεται Κι εκεί που νόμιζα πως το σκοτάδι θα με πιει Ήρθες εσύ και γύρισε στο σώμα η ψυχή

Σκιές περνούσαν μα ήταν άδεια σώματα Κλωτσούσαν πέτρες και μπουκάλια πλαστικά Έτσι πληρώνονται οι σκλάβοι για το ζήλο τους Να προσκυνούν γονατιστοί το βασιλιά Κι εκεί που νόμιζα πως τίποτα δεν γίνεται Κι εκεί που νόμιζα πως το σκοτάδι θα με πιει Μέσα στο δάσος σου το δέντρο μου μεγάλωνε Για να προλάβει μια άνοιξη να δει

109

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Μια μεγάλη αγκαλιά μου έσβησε το γκρίζο Ξανάφερε τα φώτα στην καρδιά Μια μεγάλη αγκαλιά ξανάνοιξε το δρόμο Έφερε τη θάλασσα κοντά


φοβάμαι το φόβο στα μάτια μου

Σάκης Αθανασιάδης

Φοβάμαι τη λίγη ψυχή σου την έχεις καταπιεί Σε μια μεγάλη μπουκιά ένα πρωί Κι έμεινε μόνο η τρέλα σου να σώσεις το εφήμερο Καταναλώνοντας σκουπίδια ξανά και ξανά Φοβάμαι το φόβο στα μάτια μου Φοβάμαι πως πάντα πεινάς Τρως-τρως και δεν χορταίνεις Η αθανασία περνάει μέσα απ’ την κοιλιά σου Αυτή η θεωρία αρέσει πολύ στην Ευρώπη Φοβάμαι το φόβο στα μάτια μου Φοβάμαι μη διώξεις από κοντά μου το φως Μείνει εντός μου το μαύρο της σκλαβιάς Περιμένοντας το θάνατο απ’ τη δύση Φοβάμαι το φόβο στα μάτια μου Μεγάλωσες το σώμα σου Την λίγη ψυχή σου την έχεις καταπιεί Πόσες ημέρες σου έμειναν ακόμα Τον ουρανό να ρωτάς, το κόκκινο χώμα Φοβάμαι το φόβο στα μάτια μου Φοβάμαι τους «Έλληνες» Πατρίδα καημένη Αυτούς φοβάμαι πιο πολύ 110


για την ελευθερία Τι νομίζεις δεν κρυώνω εδώ; Τι νομίζεις πως καλά περνάω; Σε χάρτινες σκηνές σου λέω κατοικώ Ακούω τη βροχή και πιο πολύ διψάω

Στην άγρια τη θάλασσα δεν έλιωσαν Το γέρικο της ιστορίας σώμα Κι ακόμα πιστεύω να το δω Ένα καλοκαίρι να περπατάει στον αέρα Τι νομίζεις με κρατάει εδώ; Μια φωτιά με κρατάει Μια φωτιά που ταΐζει το σώμα Κι αυτό αντέχει το χειμώνα Κι αυτή η φωτιά δεν λέει να φύγει Μένει στο βλέμμα σαν φωνή Γι’ αυτό σου λέω, τι νομίζεις πως κρατάω εδώ; Λίγο αίμα κρατάω ζεστό για την ελευθερία

111

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Τι νομίζεις πως έχασα το σώμα; Τι νομίζεις πως είμαι άυλος και δεν πονάω; Μα πού να πάω να μπορώ Στα μάτια ενός παιδιού να ζήσω


κλεμμένο καλοκαίρι

Σάκης Αθανασιάδης

Μπορεί να αλλάξω χώρα Χρόνια να ταξιδεύω Χρώματα για να βρω να ζωγραφίσω Να ψάχνω όλο το κόσμο Τους άπιστους να βρω Τους άπιστους που στην αγάπη Δεν έκαναν ποτέ τους πίσω Γιατί σε αυτή τη χώρα στο σπίτι των θεών Κοιτάνε το ευρώ σαν φυλαχτό Λατρεύουν το εφήμερο σαν την αθάνατη φωτιά Λατρεύουν και τη λόγχη που τρύπησε το σώμα στο σταυρό Γι’ αυτό σου λέω, γιέ μου, ποτέ μην κάνεις πίσω Όσο χτυπάει η καρδιά σου για αυτό που αγαπάς Γι’ αυτό θα ζωγραφίσω ήλιο να σου χαρίσω Τα μάτια σου μη χάσεις, τα όνειρα μην κάψεις Σε τούτο το κλεμμένο καλοκαίρι Μπορεί να φύγω τώρα ο αέρας που μυρίζει Μπορεί και να έχω φύγει το σώμα να είναι εδώ Γι’ αυτό σου λέω γιέ μου ποτέ μην κάνεις πίσω Κράτα το καλοκαίρι σαν να είναι μυστικό Ίσως να μην μπορέσω πολύ μακριά να φτάσω Στα πρώτα μου χιλιόμετρα πέσω και τσακιστώ Μα ο δρόμος έχει μάθει στο όνειρο να τρέχει Κι εκεί που είναι ασήμαντο να φτάνει ουρανό 112


οι άγιοι της οθόνης Ένα κουρέλι έχω αγκαλιά που κρύβει λίγο αίμα Να μπαινοβγαίνει η ψυχή το παρελθόν να δει Πώς να πετάξω άραγε τις πέτρες με το ψέμα Προσκυνητές φανατικοί χειροκροτούνε τη σφαγή

Οικονομικοί δολοφόνοι, άγιοι στην οθόνη Χάρτινα νομίσματα, άγγελοι στα εικονίσματα Μια μεγάλη παρέα στο άρμα του Αχιλλέα Σέρνουν στο χώμα της ιστορίας το σώμα Πέρασε το σύννεφο πήρε το φιλί μου Να στο πετάξει από ψηλά κάπου αγκαλιά να ζω Μόνο τα βράχια έμειναν να κρύψω τη φωνή μου Γιατί οι λύκοι του βορρά έρχονται κατά δω

113

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Πέρασε η θάλασσα, αλάτι η ψυχή μου Πού να πετάξω το θυμό να δροσιστώ Πέρασε ο άνεμος, μου πήρε το κορμί μου Πώς να φωνάξω τα πουλιά να ψάξω να το βρω


Ευρώπη μιας ευθείας

Σάκης Αθανασιάδης

Το βλέπω δεν μπορείς αργά να πας το βήμα Ευρώπη μιας ευθείας στα μάτια έχεις καρφιά Κι όλο απορείς πώς καίγεται το σχέδιο Κι οι χώρες σου κατάντησαν πολύχρωμα κουμπιά Το ξέρω δεν ρωτάς οι πρόσφυγες πού πάνε Την πίστη όμως ζητάς κρατώντας τα σπαθιά Και πάντα τους ρωτάς πώς έχασαν το δρόμο Πώς γέρασε η θάλασσα κι έγινε φωτιά Πάνω απ’ τα σπαθιά σου το βλέμμα των θεών Κι αυτών που δεν προσκύνησαν και είναι εδώ παρών Πάνω απ’ τα λεφτά σου τα όνειρα παιδιών Που μεγαλώνουν... μεγαλώνουν... μεγαλώνουν, τρώγοντας πέτρες Που δεν πουλιούνται για ηδονές στις αγορές Όσο στρατό με μισθοφόρους κι αν μαζέψεις Με χαλασμένες τις οθόνες απλά θα καταρρεύσεις Γιατί θεό και νόμισμα έκανες ένα κι αργά ή γρήγορα Το νηστικό παιδί το αίμα σου θα πιει Κι αν τώρα τους ζητάς στα πόδια σου τον Όλυμπο να φέρουν Το αίμα αθάνατων στο θρίαμβό σου πάνω για να πιεις Είναι ασέβεια μεγάλη και το αγνοείς Γιατί εσύ χρωστάς τα μάτια σου στον Όλυμπο, Ευρώπη

114


θάλασσά μου ελευθερία Πέρασα την προκυμαία η σημαία είχε σκιστεί Στο γαλάζιο είδα κουρέλι της πατρίδας την πληγή

Έκλεισα μέσα στις πόρτες λιποτάκτες σύννεφα Μια ελπίδα να κρατήσω πριν χτιστούν τα σύνορα Δεν περίμενα τις μέρες που ο ήλιος θα κρυφτεί Μόνος είπα θα βαδίσω, κάπου η άνοιξη θα βγει Κάθε νύχτα ένα αηδόνι κάνει βόλτες στην αυλή Η βροχή κι αν το μαλώνει, το τραγούδι του θα πει Στο γαλάζιο είδα κουρέλι της πατρίδας την πληγή Θάλασσά μου ελευθερία Οι μεγάλες μου αγάπες δεν ζητάνε πληρωμή Ξέρουν μάτια να χαρίζουν μάτια να έχει η ψυχή Οι μεγάλες μου αγάπες δεν ζητάνε ούτε ψωμί Μόνο φέρνουν το φεγγάρι να γλυκάνει το φιλί

115

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Δεν περίμενα στους ώμους να με πάρουν νικητή Μόνος είπα πως θα ρίξω πέτρες μέσα στη βροχή Οι μεγάλες μου αγάπες ζούνε πίσω απ’ τη σκηνή Δίχως σώμα δίχως μάτια μες του ανέμου τη φωνή


μπλε βάρκα

Σάκης Αθανασιάδης

Έναν ήλιο ζητούσα, έναν ήλιο να περνάει πρωί Χρώματα να μαζεύω στο νησί μου το άσπρο Να ξυπνάει τη θάλασσα το σώμα μου το άγριο Μες τα ταξίδια του τα όνειρα να έχουνε φωτιά Μα ο καιρός περνούσε κι εγώ δεν βρήκα γη Άνεμο που μυρίζει το πρωινό φιλί σου Αυτά καθόμουν και σκεφτόμουν στην όχθη του Αξιού Ακίνητος αν πρέπει να μένω κοιτώντας σώματα Που βυθίζονται στα νερά της συνήθειας Μια ανάσα σου ζήτησα, μια ανάσα σου να την πιω Να περάσω το ρεύμα, το βαθύ ποτάμι Αστέρια να μαζέψω στην απέναντι όχθη Εκεί που δεν μπορούσα να φτάσω μονάχος Γιατί χωρίς το αίμα να καίει το ποτάμι είναι άγριο Είναι ωραία να πατάς στη γη Μα πιο ωραία είναι να μπορείς τα αστέρια να αγγίζεις Είναι ωραία να βουτάς στη θάλασσα Μα πιο ωραίο είναι το φιλί της να γνωρίζεις Έναν τρόπο ζητούσα να μιλήσω Όταν κοιτούσα στο βουνό τις φωτιές Χωρίς την ανάσα σου με είχε πνίξει ο καπνός Κι έτσι άρχισα να γράφω στίχους Κλωτσιές να ρίχνω στη θάλασσα να σου μιλάει 116


Μα ο καιρός περνούσε το φράγμα είχε φτιαχτεί Μαζεύτηκαν οι λάσπες μεγάλωσε το μίσος Τίποτα δεν κατάλαβες ως σήμερα Ποτέ σου δεν κατάλαβες πως χάνονται τα καλοκαίρια της ψυχής Το ταξίδι όμως συνεχίζεται στη μπλε μου τη βάρκα το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων


κοίτα και μη γελάς

Σάκης Αθανασιάδης

Άκουγα τις φωνές, ο δρόμος σταματάει Κάτσε μαζί με εμάς, το δάσος μη περνάς Μα έφτιαξα φτερά με φύλλα από δέντρα Να πάω πιο ψηλά που η άνοιξη περνά Άναψαν μια φωτιά, άφησαν μόνο χώμα Γέμισαν την καρδιά με σκόνη από φλουριά Πέρασε ο καιρός, ο χρόνος είχε λιώσει Ότι είχε μαραθεί κι αδειάσει από φωνή Μέσα σε όλα αυτά μου χάθηκες κι εσύ Σκέπασες το φιλί σου με άμμο να χαθεί Κάτσε να με κοιτάς μες τη φωτιά που τρέχω Στη θάλασσα να φτάσω τα μάτια μου να βρω Κοίτα και μη γελάς τα τείχη που ανεβαίνω Στο κάστρο της Λαμίας να πιάσω ουρανό Έπεφτε η βροχή στο όνειρο τις νύχτες Κόντεψα να πνιγώ στο κάστρο μου πριν βγω Κοίταζα το φεγγάρι τη θάλασσα να φέγγει Κι είπα δεν φοβάμαι να ανέβω το βουνό Γιατί αν δεν μπορώ έξω να βγω απ’ το δρόμο Νομίζω θα έχω χάσει στο μίσος την ψυχή.

118


άοπλος Ζητούσες πάλι να με δεις, η πόλη σε είχε σπάσει Μου έστελνες μηνύματα: Καίγεται το κορμί μου Ήταν μεγάλο λάθος μου, εσένα που έχω χάσει Κανένας δεν μου άφησε ποτέ λίγο ψυχή

Καθόμουν και σκεφτόμουνα στο ατέλειωτο ταξίδι Πάλι στην πόλη την τρελή θα αρχίσω να υποφέρω Πάλι το λίγο σου φιλί διπλή δίψα θα φέρνει Συχνά κάτω απ’ το πάτωμα θα κρύβεται η ψυχή Μια φεύγεις, μια έρχεσαι, μια χύνεις το φαρμάκι Μια λες αιώνια με αγαπάς, μα αλλάζεις στη στιγμή Τον εαυτό σου αγάπησες πολύ πάνω από μένα Κι αυτό τον ερωτεύτηκες για πάντα στη ζωή Μέσα στις σκέψεις τις πολλές το κρύο είχε αρχίσει Και το ταξίδι έγινε μεγάλη αποτυχία Δεν άντεχα με τίποτα στην πόρτα σου να φτάσω Άοπλος πάλι στον ιστό αμέσως να πιαστώ Σαν έφτασα ως το σταθμό, είπα γυρίζω πίσω Σε μια κρύα αγκαλιά τι έχω εγώ να δώσω Όλα μου τα υπάρχοντα στα χάρισα να ελπίζω Απ’ τα στιχάκια μου να βγεις να ελευθερωθώ 119

το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

Μάζεψα τη βαλίτσα μου και βγήκα λίγο έξω Μες τη βροχή για να σταθώ μήπως τα παρατήσω Μα το κορμί μου έκαιγε κι ας ήτανε βρεγμένο Ζητούσε μόνο αγκαλιά μέσα της να κρυφτεί


Σάκης Αθανασιάδης

τριάντα αργύρια αριστερά Μια αγκαλιά ζητούσες με αστέρια Να σε κρατάει μες το φως να ξεδιψάς Ήταν φορές που ήθελες να ζήσεις Κι ήταν φορές που ξέχναγες το φλας Μα με ρωτούσες η αγάπη αν είναι πλοίο Το εισιτήριο στα χέρια αν κρατάς Αν μεγαλώνεις ή μικραίνεις με ένα αντίο Αυτό που χάνεις σε ψυχή αν το κρατάς Έτσι σε βρήκα μες τη νύχτα κουρασμένη Μέσα στους δρόμους τους ελεύθερους που πας Είναι φορές που έλεγες θα ζήσεις Να δεις την άνοιξη που έρχεται σε εμάς Μια μικρή προσευχή θα πω απόψε για σένα Στα σύννεφα να την ακούς μακριά απ΄ το ψέμα Μια μικρή προσευχή θα πω μόνο για σένα… Πάρε ένα πλοίο κι έλα Τρύπα τα σύννεφα, μια ακόμα κάνε τρέλα Θέλω να δω τα μάτια τους να σπάνε σαν γυαλιά Μες τα γραφεία τους τα θλιβερά με νόμους Θέλω να δω το βλέμμα τους να σβήνει Μόλις ακούσουν τον αέρα που μιλά: Κουφάλες για τριάντα αργύρια δυτικά Στα βράχια η πατρίδα μου αριστερά 120


το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων

121


έργα του ιδίου: ΠΟΙΗΣΗ -Σαν θεατές (Αθήνα, 1988) -Δικαίωμα Άρνησης (Σικυώνιος, 1990) -Σε ηλικία παραίτησης (Άποψη, 1993) -Ο μικρός ήλιος (Άποψη, α΄ έκδοση 2009) -Τα παπούτσια του μάγου (Άποψη, α΄ έκδοση 2013, β΄ έκδοση 2014 ) -Ανάσες εραστών (τοβιβλίο, 2014) -Ο μικρός ήλιος (τοβιβλίο, 2014)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ -Υπακοή εις τους ανωτέρους (νουβέλα, Ταχυδρομική, 1989) -Η λεωφόρος των αθώων (διηγήματα, Απόπειρα, 1998) -Η συμμορία του απογεύματος (διηγήματα, Ιωλκός 1999) -Το φιλί της Δευτέρας (μυθιστόρημα, Ιωλκός 2001)

122


Ο Σάκης Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1965 στον Άγιο Πέτρο του Κιλκίς.

Ποιήματά του βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες και το έργο του έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος λογοτεχνικών ομάδων και κινήσεων για ένα διαφορετικό βλέμμα. Είναι μέλος της ΑΕΠΙ και μέλος σε κάθε προοδευτική καλλιτεχνική κίνηση. Οι ArpeggiosMp το 2012 είναι οι πρώτοι που μελοποίησαν στίχους του σε μορφή demo & video, ενώ η πρώτη του δισκογραφική παρουσία γίνεται στο τέλος του 2012 στο CD άλμπουμ “Απ’ το Μηδέν”, του Γιώργου Δημητριάδη.

123


Σάκης Αθανασιάδης το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων ISBN: 978-618-81935-6-7 © Σάκης Αθανασιάδης Σεπτέμβριος 2015 εκδοτική επιμέλεια: Δήμος Χλωπτσιούδης επιμέλεια εξωφύλλου & εικόνων: Δήμος Χλωπτσιούδης e-mail: ekdoseis@tovivlio.net

[Αναφορά προέλευσης , Μη Εμπορική Χρήση, Παρόμοια Διανομή]

___________________ Η ποιητική συλλογή “το γκρεμισμένο κάστρο των ηρώων” διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons. Επιτρέπεται ελεύθερα η αναδημοσίευση και η αποσπασματική παρουσίαση. Η αναφορά του ονόματος του ποιητή είναι υποχρεωτική και το έργο διατίθεται μόνο για μη εμπορική χρήση.




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.