Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής

Page 74

Ἐγκέφαλος. Ἀπ’ τό ἐν + κεφαλή. Ἐγκρατής (=δυνατός, κύριος ἑαυτοῦ). Ἀπ’ τό ἐν + κράτος (=δύναμη). Παράγωγα: ἐγκρατέω, ἐγκράτεια, ἐγκράτευμα. Ἐγκυμονέω-ῶ (=κυοφορῶ, εἶμαι γκαστρωμένη). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἐγκύμων (ἐν + κῦμα = φούσκωμα κοιλιᾶς, θάλασσας). Τό κῦμα ἀπ’ τό κύω. Παράγωγο: ἐγκυμόνησις. Ἐγκώμιον (=ὠδή πρός τιμή τοῦ νικητοῦ). Ἀπ’ τό ἐν + κῶμος (=ἐπινίκειο τραγούδι). Παράγωγα: ἐγκωμιάζω, ἐγκωμιαστής, ἐγκωμιαστικός, ἐγκωμιαστός, ἀνεγκωμίαστος. Ἐγχειρέω-ῶ (=παίρνω κάτι στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω). Παρασύνθετο κατευθείαν ἀπ’ τήν πρόθεση ἐν + χείρ χωρίς τή μεσολάβηση σύνθετου ὀνόματος. Παράγωγα: ἐγχείρημα (=προσπάθεια), ἐγχειρηματικός, ἐγχείρησις (=ἐπιχείρηση, χειρουργική ἐπέμβαση), ἐγχειρητέον, ἐγχειρητής, ἐγχειρητικός (=ριψοκίνδυνος). Ἐγχειρίζω (=βάζω κάτι στό χέρι ἄλλου, παραδίνω). Παρασύνθετο κατευθείαν ἀπ’ τήν πρόθεση ἐν + χειρί ἤ χερσί μέ κατάληξη -ίζω. Παράγωγα: ἐγχειρία, ἐγχείρισις, ἐγχειριστής, ἐγχειρισμός, ἐγχειριστέον, ἐγχειρίδιον (=μαχαίρι). Ἔγχος, τό (=δόρυ, λόγχη). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά: ἀκή, ἄκων, αἰχμή. Ἐγχώριος (=ντόπιος). Ἀπ’ τό ἐν + χώρα. Ἔδαφος (=πυθμένας, βάση, θεμέλιο, δάπεδο). Ἀπ’ τό ἕζομαι. Παίρνει ψιλή, ἐπειδή γίνεται ἀνομοίωση τοῦ δασέος φθόγγου χ (χεδ) πρός τόν ἑπόμενο δασύ φ (φος)=ἔδαφος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἕζομαι. Ἔδεσμα (=φαγητό, τροφή, προσφάγι). Ἀπ’ τή ρίζα ἐδ τοῦ ἔδω πού εἶναι ἀρχαῖος ἐπ. ἐνεστώς τοῦ ἀττ. ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἕδρα (=κάθισμα, βάσις). Ἀπ’ τό ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἐδώδιμος (=φαγώσιμος). Ἀπ’ τό ἐδωδή τοῦ ἔδω. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ἐσθίω. Ἐδώλιον (=κάθισμα, κάθισμα κατηγορούμενου στό δικαστήριο). Ὑποκοριστικό τοῦ ἕδος ἀπ’ τό ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἕζομαι (=κάθομαι) Ἀπό ρίζα σεδ + j + ομαι μέ τροπή τοῦ σ σέ δασεία καί τοῦ δj σέ ζ  ἕ-ζ-ο-μαι. Παράγωγα: ἔδαφος (=πυθμένας, βάση), τό ἕδος

(=κάθισμα), ἕδρα, ἐνέδρα, ἐξέδρα, καθέδρα, ἔφεδρος, ἑδράζω (=τοποθετῶ), ἑδράζομαι (=στηρίζομαι), ἑδραῖος, ἑδραιῶ (=θεμελιώνω), ἑδραίωσις, ἕδρανον (=κάθισμα), ἑδώλιον, ἑσμός (=πλῆθος), Θεοῦ ἕδος (=ναός, ἄγαλμα θεοῦ), ἱδρύω, ἵζω, ἱζάνω, ἑστία, Ἑστία (=ἡ προστάτισσα θεά τοῦ σπιτιοῦ), ἑστιάω (=φιλοξενῶ), ἐφέστιος, ἐφέστιοι θεοί, πάρεδρος, πρόεδρος, προεδρία, προεδρεύω, προσεδρεύω, σύνεδρος, συνέδριον. Ἐθέλω (=θέλω, ἐπιθυμῶ). Ἀπό θέμα θελ + προθεματικό: ε  ἐ-θέλ-ω. Παράγωγα: ἐθελοντής, ἐθελοντήρ, ἐθελοντί, ἐθελοντηδόν, ἐθελήμων, ἐθελητός, ἐθελούσιος, ἐθελουσίως, ἐθελοντήν (ἐπίρρ. Ἡροδ.), θέλημα, θέλησις, θελητός, ἐθελοκακῶ (=θεληματικά δείχνω δειλία), ἐθελοκωφεύω (=κάνω τόν κουφό), ἐθελόδουλος (=μέ τή θέλησή του δοῦλος). Ἐθίζω (=συνηθίζω κάποιον ). Ἀπ’ τό οὐσ. ἔθος μέ κατάληξη -ιζω ἐθ-ίδ-j-ω  ἐθίζω. Παράγωγα: ἔθισμα, ἐθικός, ἔθιμος (=συνηθισμένος), ἐθισμός, ἐθιστέον, ἐθιστός. Ἔθος (=συνήθεια). Ἀπό ρίζα σFεθ- τοῦ ἔθω (=συνηθίζω). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα καί οἱ λέξεις: ἐθίζω, ἐθάς (=συνηθισμένος), ἦθος, ἠθεῖος. Εἰδήμων (=ἔμπειρος). Ἀπ’ τό εἴδω (=γνωρίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Εἶδος (=ὅ,τι φαίνεται, μορφή, σχῆμα). Ἀπ’ τό εἴδω (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Εἰδύλλιον (=μικρό περιγραφικό ποίημα μέ ποιμενική ὑπόθεση). Ὑποκοριστικό τοῦ εἶδος ἀπ’ τό εἴδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Εἴδω 1) (=βλέπω), 2) (=γνωρίζω). Ἀπό ρίζα Fιδ- ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: εἶδος, εἰδύλλιον, εἴδωλον (=εἰκόνα), εἰδωλολάτρης, εἰδωλοποιός, εἰδήμων, εἴδησις (=γνώση), εὐειδής (=ὄμορφος). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ὁράω-ῶ καί στό οἶδα. Εἰδωλολάτρης (=πού λατρεύει τά εἴδωλα). Σύνθετο ἀπ’ τό εἴδωλον + λάτρις. Εἴδωλον (=ὁμοίωμα). Ἀπ’ τό εἶδος τοῦ εἴδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Εἰκάζω (=ἀπεικονίζω, συμπεραίνω). Ἀπό ρίζα Fικμέ προθεματικό ε  εFικ  εἰκ καί μέ κατάληξη -άζω  εἰκάζω. Τό εἰκάζω εἶναι θαμιστικό τοῦ εἴκω (=μοιάζω). Παράγωγα: εἰκασία (=ὁμοίωμα, σύγκριση, συμπέρασμα), εἴκασμα, εἰκασμός, εἰκα-

75


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.
Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής by ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ - Issuu