δόγμα, δογματικός, δόκησις (=δοξασία), δοκησίσοφος (=αὐτός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σοφό), ἀδόκητος (=ἀπροσδόκητος), ἀδοκήτως, δόκιμος, δοκίμως (=ἀληθινά), δοκιμή, δοκιμάζω, δοκίμιον (=κριτήριο), δόκημα (=δράμα), δόξα (προσδοκία, γνώμη, λαμπρότης), δοξάζω, δοξαστής, δοξαστικός, ἄδοξος, εὐδόκιμος, εὐδοξία (=καλή φήμη), κακοδοξία (=κακή φήμη), κακόδοξος, κενόδοξος, ὁμόδοξος, ὁμοδοξία, παράδοξος, προσδοκία. Δόκιμος (=δοκιμασμένος, γνήσιος). Ἀπ’ τό δέκομαι (δέχομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δοκός (=δοκάρι). Ἀπ’ τό δέκομαι (δέχομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δολιχοδρόμος (=αὐτός πού τρέχει μακρύ δρόμο). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: δόλιχος (=μακρύς δρόμος) + δραμεῖν τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δολιχός (=μακρύς). Ἰαπετική ἡ προέλευσή του. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις ἐνδελεχής (=ἀσυνεχής), ἐνδελέχεια (=μακρότητα), Δουλίχιον (=Μακρονήσι), δολιχόουρος, δολιχόσκιος. Δόλος (=δόλωμα, τέχνασμα, ἀπάτη). Ἀπό ρίζα δελ (δέλεαρ=δόλωμα), λατιν. dolus. Παράγωγα: δολόω (=ἐξαπατῶ), δόλωμα, δόλωσις, δολοφόνος. Δολοφόνος (=αὐτός πού φονεύει μέ δόλο). Σύνθετο ἀπ’ τό δόλος + φένω (=σκοτώνω). Δόμος (=σπίτι, δωμάτιο). Ἀπ’ τό δέμω (=κτίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δόναξ (=καλάμι, πού σαλεύει ἀπ’ τόν ἄνεμο). Ἀπ’ τό δονέω-ῶ (=σείω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δονέω-ῶ (=σείω, ταράζω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό δίεμαι (=διώκω). Παράγωγα: δόναξ, δονακεύς (=καλαμώνας), δονακόεις, δόνημα (=ταραχή), δονητός. Δόξα (=γνώμη). Ἀπ’ τό δοκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δορά (=δέρμα ζώου). Ἀπ’ το δέρω (=γδέρνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δορυάλωτος, λανθασμένη γραφή, ἀντί δοριάλωτος (=αὐτός πού πιάστηκε στόν πόλεμο). Σύνθετο ἀπ’ τό δόρυ + ἁλῶναι τοῦ ἁλίσκομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Δορκάς (=εἶδος ἐλαφιοῦ μέ μεγάλα καί ἀστραφτερά μάτια, ζαρκάδι). Ἀπ’ τό δέρκομαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Δόρπον (=ἐσπερινό φαγητό). Ἲσως ἀπ’ τό δρέπω μεταφορικά. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη δρέπανον. Δόρυ (=κορμός δένδρου, ξύλου, τό ξύλο λόγχης). Πρωτότυπη λέξη. Δορυφόρος (=αὐτός πού φέρει δόρυ, σωματοφύλακας). Σύνθετο ἀπ’ τό δόρυ + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δοῦλος. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό δέω (=δένω). Δοῦλος ἀπ’ τό δέσυλος, μέ μετάπτωση δόσυλος καί μέ ἀποβολή τοῦ σ δόυλος δοῦλος. Παράγωγα: δουλεύω, δουλεία, δούλειος, δούλευμα, δούλευσις, δουλευτέον, ἀδούλευτος, δουλοπρεπής, δουλόω (=ὑποδουλώνω), δούλωσις. Δοῦπος (=γδοῦπος, ὑπόκωφος ἦχος). Ὀνοματοποιημένη λέξη. Παράγωγα: δουπέω-ῶ, δούπημα (=κρότος), δουπήτωρ (=αὐτός πού προξενεῖ κρότο, χαλκός), ἐρίγδουπος (=δυνατός ὑπόκωφος ἦχος). Δούρειος (=ξύλινος). Ἀπ’ τό δόρυ. Δοχεῖον. Ἀπ’ τό δέχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δράγμα (=ὅσο χωράει μία φούχτα, δέμα). Ἀπ’ τό δράττομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δράκων (=φίδι). Ἀπ’ τό δρακεῖν τοῦ δέρκομαι (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δρᾶμα, τό (=πράξη, τραγωδία). Ἀπ’ τό δράω-ῶ ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: δραματικός, δρᾶνος, τό (=ἔργο), δρᾶσις, δράσιμος, δρασείω (ἐφετικό), δραστέος, δραστέον, δραστήριος, δραστικός, δρηστήρ (θηλ. δρήστειρα), δρήστης καί δράστης, δρηστοσύνη, δραίνω (=εἶμαι ἕτοιμος νά δράσω), ἀδρανής. Δραπέτης (=αὐτός πού φεύγει κρυφά). Ἀπό ρίζα δρα- τοῦ διδράσκω + πέτομαι. Ἀπ’ τή ρίζα δραπαράγονται οἱ λέξεις: διδράσκω (μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι), ἀπόδρασις, δρασμός, ἀναπόδραστος, ἄδραστος, δραπετεύω, δραπέτευσις. Δράττομαι (=πιάνω μέ τό χέρι). Ἀπό ρίζα δρακ + πρόσφυμα j + ομαι δράττομαι. Παράγωγα: δράγμα (=ὅσο χωράει μιά φούχτα), δραγ-
71