Βλίττω (=τρυγῶ τό μέλι). Ἀπ’ τή λέξη μέλι. Θέμα: μελιτ- μέ ἀποκοπή τοῦ ε μλιτ, μέ παρένθεση τοῦ εὐφωνικοῦ β μβλιτ καί ἀποβολή τοῦ μ = βλιτ+jω = βλίττω. Βλοσυρός (=ἀγριωπός, βάναυσος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ρῆμα βλέπω. Βλύζω (=ἀναβλύζω, κοχλάζω, ἐκρέω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἡ ρίζα βλυ-, θέμα: βλυ-j-ω βλύζω. Παράγωγα: βλύσις, ἀνάβλυσις, βλύσμα, βλυσμός. Βλώσκω (=ἔρχομαι). Ἡ ρίζα εἶναι μολ- μέ μετάθεση φθόγγων: μλο μέ ἐπένθεση τοῦ εὐφωνικοῦ β: μβλο μέ μετάπτωση: μβλω μέ ἔκπτωση τοῦ μ: βλω + καί μέ τό πρόσφυμα σκ: βλώσκω. Παράγωγα: βλῶσις (=ἄφιξη), βλωθρός (=μεγαλοπρεπής), αὐτόμολος (=λιποτάκτης), αὐτομολῶ (=λιποτακτῶ), ἀγχίμολος (=αὐτός πού ἔρχεται κοντά), ἀντιμολία ἤ ἀντιμωλία (=δίκη ὅπου εἶναι παρόντες καί οἱ δύο διάδικοι), ἀγχιβλώς (=πού πρίν λίγο ἔφτασε). Βοάω-ῶ (=φωνάζω δυνατά). Ἀπ’ τή λέξη βοή ἀπό ρίζα βοF-. Παράγωγα: βόησις (=δυνατή φωνή), βοητής, βοητικός (=θορυβώδης), βοητός, διαβόητος, περιβόητος, τηλεβόας. Βοηθός (=αὐτός πού τρέχει πρός τή βοή τῆς μάχης, αὐτός πού βοηθεῖ) καί ποιητ. βοηθόος. Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: βοή + θέω (=τρέχω). Παράγωγα: βοηθέω-ῶ, βοήθεια, βοήθημα, βοηθητέον, βοηθητικός, ἀβοήθητος. Βοηλάτης (=αὐτός πού κλέβει τά βόδια). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: βοῦς + ἐλαύνω. Παράγωγα: βοηλατέω, βοηλασία, βοηλατικός. Βόθρος (=λάκκος, ὄρυγμα). Εἶναι ἰαπετικῆς προελεύσεως καί πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τή ρίζα τοῦ βαθύς. Βοιωτία (=χώρα πού ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπ’ τά λιβάδια πού ἔχει γιά βοσκή βοδιῶν). Ἀπ’ τή λέξη βοῦς. Παράγωγα: Βοιωτός, Βοιωτικός, Βοιωτάρχης (=ἄρχοντας στή Θήβα), Βοιωταρχέω-ῶ, Βοιωταρχία, Βοιωτιάζω (=φέρομαι σάν Βοιωτός). Βολίς (=βλῆμα, ἀκόντιο). Ἀπ’ τό βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Βόμβος (=βαθύς καί ὑπόκωφος ἦχος). Λέξη ἠχοποιημένη. Παράγωγα: βομβέω-ῶ, βόμβησις, βομβηδόν, βομβητής, βομβητικός.
Βορά (=τροφή, κυρίως τῶν σαρκοβόρων θηρίων). Ἀπ’ το βιβρώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Βόρβορος (=ἀκαθαρσία, λάσπη). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό βιβρώσκω (βορός βόρβορος). Βόσκω (=ὁδηγῶ στή βοσκή, τρέφομαι). Ἀπό ρίζα βοτ. Θέμα: βο + πρόσφυμα σκ + κατάληξη ω βό+σκ+ω βόσκω. Μέ μετάπτωση τό βο ἔγινε βω. Παράγωγα: βοσκή, βόσκημα, βοσκήματα (=θρεφτάρια), βόσκησις, βοσκός, βοσκητέον, βοσκάς (=αὐτή πού τρέφεται), βοσκηματώδης (=κτηνώδης), βοτάνη (=χορτάρι), τά βοτάμια (=βοσκές), βοτήρ (=βοσκός), βοτόν (=κτῆνος), βόσις (=τροφή), αἰγίβοσις, αἰγίβοσκος, εὔβοτος, μηλόβοτος, αἰγίβοτος, ἄβοτος (=χωρίς βοσκή), συβώτης (=χοιροβοσκός), βώτωρ (=βοσκός), βωτιάνειρα (=αὐτή πού τρέφει ἄντρες), ἱππόβοτος. Βόσπορος (=πέρασμα βοδιοῦ, πορθμός). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: βοός (βοῦς) + πόρος. Βοτάνη (=χόρτο). Ἀπ’ τό βόσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Βότρυς (=τσαμπί σταφυλιοῦ). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Βούβαλος (=ἄγριο βόδι). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό βοῦς. Βουθυτῶ (=θυσιάζω βόδια). Παρασύνθετο ἀπ’ τό βούθυτος (βοῦς + θύω), (=θυσιαστικός). Παράγωγα: βουθυσία, βουθύτης. Βουκόλος (=βοσκός βοδιῶν, γελαδάρης). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: βοῦς + κολέω (λατ. colo = καλλιεργῶ, φροντίζω). Παράγωγα: βουκολέω-ῶ (=βόσκω βόδια), βουκόλησις, βουκολία (=κοπάδι βοδιῶν), βουκολικός, βουκόλιον (=κοπάδι βοδιῶν), βουκόλημα (=ἐξαπάτηση), ἀβουκόλητος, ἀποβουκόλημα (=ἀποπλάνηση). Βουλεύω (=σκέπτομαι, ἀποφασίζω). Ἀπ’ τό βουλή ἀπό ρίζα βολ- τοῦ βούλομαι. Παράγωγα: βούλευμα (=ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου), προβούλευμα (=σχέδιο νόμου πού τό παρουσίαζε ἡ βουλή, γιά νά ἐγκριθεῖ ἀπ’ τήν ἐκκλησία τοῦ δήμου), βούλευσις, βουλευτής, βουλευτήριον, βουλευτικός, βουλευτός, ἀπροβούλευτος, βουλευτέον, συμβουλευτέον, βουλεία (=τό ὑπούργημα τοῦ βουλευτοῦ), βουλεῖον (=βουλευτήριο). Βουλή (=θέληση, ἀπόφαση, γνώμη, συμβούλιο γε-
59