Αἰθήρ (=τό ἀνώτατο καί καθαρότατο στρῶμα τοῦ ἀέρα, ὁ οὐρανός). Ἀπό τό αἴθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Αἰθίοψ (=αὐτός πού ἔχει καμένο πρόσωπο, μαῦρος). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: αἴθω + ὄψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό αἴθω. Αἴθουσα (=ἡ στοά μπροστά ἀπό τήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ πού ἦταν ἀνατολική, γεμάτη ἥλιο). Ἀπό τό ρῆμα αἴθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Αἴθριος (=καθαρός, λαμπρός, ἀνέφελος). Ἀπό τό αἴθρα-αἰθήρ-αἴθω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἴθω. Αἴθω (=ἀνάβω, φλέγομαι). Ἀπό ρίζα αιθ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: τό αἶθος (=θερμότητα), ὁ αἰθός (=ὁ καμένος), αἴθων (=φλέγων), αἴθουσα, αἰθής (=καίων), αἰθάλη, αἰθαλόεις (=γεμάτος καπνιά), αἰθαλόω, αἶθοψ (=πού ἔχει ὄψη φωτιᾶς), Αἰθίοψ, Αἰθιοπικός, αἰθήρ, αἰθέριος, αἴθρη (=καθαρός οὐρανός), αἰθρία, αἴθριος, αἰθριάζω (=κάνω τόν οὐρανό ἀνέφελο), αἶθρος (=ὁ καθαρός καί ψυχρός ἀέρας τοῦ πρωινοῦ), ὕπαιθρος, ὑπαίθριος. Αἰκία (=κακομεταχείριση, προσβολή). Ἀπό τό αἰκής ἤ ἀεικής (α στερητ. + θ. Fεικ τοῦ ἔοικα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἰκίζω. Αἰκίζω καί πιό κοινό σάν ἀποθ. αἰκίζομαι (=βλάπτω, κακομεταχειρίζομαι). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίθ. αἰκής (α στερητ.+ θ. Fεικ τοῦ ἔοικα) (=ἄπρεπος, ἀνάρμοστος), ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: αἰκία, αἴκισμα (=κάκωση), αἰκισμός, αἰκιστικός, αἰκίστρια. Αἴλουρος (=γάτα). Ἀπό τό αἰόλος (=εὐκίνητος) + οὐρά. Αἷμα. Ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη, ρίζα ασ ἅσιμα αἷσμα αἷμα. Ἀπό ἐδῶ οἱ λέξεις: αἱματόω (=ματώνω, φονεύω), αἱματόεις, αἱματώδης, αἱμάτωσις, αἱμάσσω (=πληγώνω), αἱμακτός (=πού ἀποτελεῖται ἀπό αἷμα), ἀναίμακτος, αἵμαξις (=ἀφαίμαξη), αἱματηρός. Αἱμασιά (=ξηρότοιχος). Ἡ ἐτυμολογία του ἀβέβαιη, ἴσως ἀπό τό αἱμάσσω (=πληγώνω). Αἰνῶ (=ἐπαινῶ, συγκατανεύω). Ἀπό τό αἶνος (= λόγος, μύθος). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἴνεσις (=ὕμνηση), αἰνετέον, ἐπαινετέον, ἐπαινετής, ἐπαινετός, παραίνεσις, παραινετικός (=συμβουλευτικός).
36
Αἴνιγμα (=λόγος ἀσαφής). Ἀπό τό αἰνίσσομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Αἰνίσσομαι (=μιλῶ σκοτεινά, αἰνιγματικά). Ἀπό τή λέξη αἶνος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: αἴνιγμα, αἰνιγματίας, αἰνιγματικῶς, αἰνιγματώδης (=σκοτεινός), αἰνιγμός, αἰνικτήρ (=πού μιλάει μέ ἀσάφεια), αἰνιγματιστής, αἰνικτός. Αἶνος (=λόγος σημαντικός, ἀφήγηση, ἐγκώμιο, ἔπαινος). Λέξη πρωτότυπη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: αἰνῶ (=ἐπαινῶ), αἴνεσις, αἰνέτης, αἰνετός, αἰνετέον, αἴνη (=ἔπαινος), αἰνίσσομαι. Αἴξ (=κατσίκα). Ἀπό τό ἀΐσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Αἰόλος (=εὐκίνητος). Ἴσως ἀπό τό ἄημι (=πνέω). Ἀπό ἐδῶ παράγονται οἱ λέξεις: αἰόλλω (=στρέφω ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, ποικίλλω), αἰόλησις (=γρήγορη κίνηση). Αἰπόλος (=βοσκός κατσικιῶν ). Ἀπό τίς λέξεις: αἴξ + πολέω (=περιπλανιέμαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πολεύω. Αἱρέω-ῶ (=συλλαμβάνω [ἐπί ἐμψύχων], κυριεύω [ἐπί ἀψύχων], τό αἱροῦμαι σημαίνει ἐκλέγω, προτιμῶ). Ἀπό ρίζα Fαρ Fαρ-j = Fαιρ = αἱρ-έω. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἵρεσις (=κατάληψη, ἐκλογή, σκοπός, φιλοσοφική ἀρχή, θρησκευτική μερίδα πού πρεσβεύει δικά της δόγματα, πρόταση), προαίρεσις, ὑφαίρεσις, ἀφαίρεσις, διαίρεσις, καθαίρεσις, ἀναίρεσις (=τό σήκωμα τῶν νεκρῶν, θανάτωση), συναίρεσις, αἱρετέος, αἱρετικός, αἱρετισμός, αἱρετός, αὐθαίρετος, ἐξαίρετος, ἀναφαίρετος, περιαιρετός (=πού μπορεῖ κανείς νά ἀφαιρέσει), παλιναίρετος (=πού παύθηκε καί πάλι ἐκλέχτηκε), ἀρχαιρεσίαι (=ἐκλογές ἀρχόντων), παραίρημα (=λουρίδα), τό ἕλωρ καί ἑλώρια (=λεία, λάφυρα), ἑλετός. Αἴρω (=σηκώνω, ὑψώνω, μεγαλύνω). Ἀπό ρίζα Fαρ + πρόσφυμα j ἀρ-j-ω αἴρω καί ἀείρω καί ρίζα Fερ. Ὁ παρατατικός ᾖρονᾐρόμην μέ ὑπογεγραμμένη, γιατί προέρχεται ἀπ' τό θέμα τοῦ ἐνεστώτα, οἱ ἄλλοι χρόνοι χωρίς ὑπογεγραμμένη ἀπό τή ρίζα Fέρ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄρσις (=σήκωμα), ἔπαρσις (=περηφάνια), ἔξαρσις (=ἔγερση), ἄπαρσις (=ἀναχώρηση), ἀντάρτης, ἀνταρσία, ἀρτήρ ῆρος (=ἀναφορέας, μανέλλα), ἀρτηρία ἀορτή, ἀορτήρ-ῆρος (=ζώνη ξίφους), ἄρδην (=σηκω-
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ