Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής

Page 223

Y Ὑάδες (=ἑπτά ἀστέρια πού προμήνυαν βροχή). Ἀπ’ τό ὕω (=βρέχω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὕαινα (=γουρούνα. Ἄγριο θηρίο τῆς Λιβύης μέ τρίχωμα χοίρου). Θηλυκό τοῦ ὗς (=γουρούνι). Ὑάκινθος (=εἶδος λουλουδιοῦ πού φύτρωσε ἀπ’ τό αἷμα τοῦ Αἴαντα τοῦ Τελαμώνιου). Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του. Ὕαλος ἤ ὕελος (=γυαλί). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι ξενική λέξη. Πιθανόν νά παράγεται ἀπ’ τό ὕω (ὕαλος = διάφανη σταγόνα). Ὑβός (=καμπούρης). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ὕβρις-εως, ἡ (=ἀλαζονεία). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τήν πρόθ. ὑπέρ (ὑπερήφανος). Ἴσως ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό ὕστερος (τό υ εἶναι προθεματικό). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑβρίζω, ὕβρισμα, ὑβρισμός, ὑβριστέος, ὑβριστήρ, ὑβριστικός, ὕβριστος, ὑβρίστρια. Ὑγίεια. Ἀπ’ τό ὑγιής, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑγιής. Ἀπό ρίζα υγ- ὅπου προστίθεται καί ἔνα ι. Πρέπει νά εἶναι συγγενής μέ τή ρίζα Fεξ τοῦ ἀέξω – αὐξάνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑγιῶς, ὑγίεια, ὑγιεινός, ὑγιηρός, πλουθυγίεια, ὑγιάζω (=γιατρεύω), ὑγιαίνω, ὑγίανσις, ὑγιαντός. Ὑγρός. Ἀπό ρίζα υγ-. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ὕω. Πα-

224

Ὕψιλον

ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑγρῶς, ὑγρότης, ὑγραίνω, ὕγρανσις, ὑγραντικός, ὑγρασία, ὕγρασμα. Ὑδαρής (=νερουλός, χαλαρός). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὕδρα (=νεροφίδα). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑδρία (=στάμνα). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑδρορρόη (=ἀγωγός, κανάλι). Ἀπ’ τό ὕδωρ + ροή τοῦ ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὕδωρ. Ὑδροχόος. Ἀπ’ τό ὕδωρ + χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὕδρωψ-ωπος, ὁ (=ὑδρωπικία, εἶδος δηλ. ἀσθένειας). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὕδωρ-ὕδατος, τό (=νερό). Οἱ ρίζες εἶναι: ὑδ-, ὑδατ-, ὕδρ- καί εἶναι ἄσχετες πρός τό ὕω (=βρέχω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑδαρής (=νερουλός), ὑδατηρός, ὑδατικός, ὑδάτινος, ὑδάτιον (=ρυάκι), ὑδατώδης (=νερουλός), ὕδερος, ὕδρα, ὑδραγωγός, ὑδραίνω (=ποτίζω), ὑδρεύομαι (=ἀντλῶ νερό), ὑδρεία, ὑδρεῖον (=κουβάς), ὕδρευμα, ὕδρευσις, ὑδρευτικός, ὑδρηλός, ὑδρία, ὑδρορρόη, ὑδροφόρος, ὑδροχόος, ὕδρωψ-ωπος, ὑδρωπικός. Ὑετός (=βροχή, ἐνῶ ὄμβρος = διαρκής βροχή καί

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.