μίσματα πού χρησιμοποιοῦνται γιά κοσμήματα). Ἑβραϊκή λέξη. Σίγμα ἤ σῖγμα. Ἀπ’ τό σίζω (=συρίζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Σίδηρος. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: σιδήρεος καί σιδηροῦς, σιδήριον, σιδηρίτης, σιδηροφόρος, σιδηρόω, σιδήρωμα, σιδήρωσις, σιδηρωτός. Σίζω (=κάνω «τσίζ», ὅπως κάνει τό πυρακτωμένο σίδηρο στό νερό). Ἠχοποιημένη λέξη. Παράγωγα: σιγή, σίγμα ἤ σῖγμα, σιγμός (=σφύρισμα), σῖξις, σισμός. Σίκινις ἤ σίκιννις (=χορός τῶν σατύρων, πού πῆρε τό ὄνομά του ἀπό κάποιο Σίκιννο). Σχετίζεται μέ τό κηκίω (=ἐκρέω). Σικχαίνω (=σιχαίνομαι, ἀποστρέφομαι). Ἀπ’ τό σικχός (=σιχασιάρης, δύστροπος). Παράγωγα: σικχασία, σικχαντός. Σίμβλος (=κυψέλη μελισσῶν, ἀποθήκη, θησαυρός). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Σιμός (=πλατσομύτης, γυρτός). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: σιμότης, σιμόω (=ζαρώνω τή μύτη μου), σίμωμα, ἀποσίμωσις. Σινάμωρος (=βλαβερός, αἰσχρός). Ἀπό ρίζα σιντοῦ σίνομαι, ἡ ἐτυμολογία τοῦ β´ συνθετικοῦ εἶναι ἄγνωστη (ἴσως ἀπό ρίζα μερ- μέριμνα). Παράγωγα τοῦ σινάμωρος: σιναμωρία, σιναμωρῶ (=βλάπτω). Σίναπι-εως καί σίναπυ-υος (=σινάπι). Καί ἁπλό νάπυ. Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του. Σινδών-όνος (=σεντόνι). Ἀνατολική ἡ προέλευσή του. Σινίον, τό (=κόσκινο). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά σήθω (=κοσκινίζω), σάω (=κοσκινίζω). Παράγωγα: σινιάζω (=κοσκινίζω), σινίασμα (=τό ἄχυρο). Σίνομαι (=βλάπτω, ληστεύω, ἐρημώνω, βασανίζω). Ἀπό ρίζα σιν-. Θέμα σιν + j + ομαι σίννομαι σίνομαι. Συγγενεύει μέ τό σής (=σκόρος). Παράγωγα: σίνις - ιδος (=καταστροφέας), Σίνις (=ληστής τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ Πιτυοκάμπτης), σίνος-εος, τό (=βλάβη, συμφορά), σινότης, ἀσινής (=ἀκέραιος), σιντής (=ἁρπακτικός), Σίντιες (=οἱ κάτοικοι τῆς Λήμνου πού ἦταν πειραταί), σίνων (=βλαφτικός), σινάμωρος (=βλαφτικός), σίντωρ, σινόδους.
Σίσυφος (=βασιλιάς τῆς Κορίνθου, ξακουστός γιά τήν πανουργία του). Πιθανόν ἀπ’ τό σοφός μέ ἀναδιπλ. τοῦ σ μέ ἕνα ι σι-σοφος Σίσυφος. Σιταγωγός. Ἀπ’ τό σῖτος + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σῖτος. Σιτευτός (=παχύς). Ἀπ’ τό σιτεύω (=παχαίνω), πού παράγεται ἀπ’ τό σῖτος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σιτοδεία (=ἔλλειψη σιτηρῶν, πεῖνα). Ἀπ’ τό σῖτος + δέομαι. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα δέω καί στή λέξη σῖτος. Σῖτος (=σιτάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό ψίω (=τρίβω, κοπανίζω), (ψίξ = ψίχουλο) ἀντί ψῖτος. Παράγωγα: σιτάριον (ὑποκορ.), σιτεύω, σιτεία, σίτευσις, σιτεύσιμος, σιτευτής, σιτευτός, σιτέω-ῶ (=τρέφω), σιτηρέσιον (=ζωοτροφές), σιτηρός, σίτησις (=τροφή), σιτίζω, σιτικός, σιτίον, σίτισις, ἐπισίτισις, σίτισμα, ἐπισίτισμα, σιτιστής, σιτιστός, ἐπισιτισμός, σιτών (=χωράφι σιταριοῦ) καί τά σύνθ.: σιταγωγός, σιτοδεία, σιτοδοτῶ, σιτοποιός, σιτοποιῶ, παράσιτος, παρασιτῶ, σύσσιτος, συσσιτῶ, συσσίτιον. Σιφλός (=σακάτης, ἀνάπηρος). Σχετίζεται μέ τό σίνομαι (=βλάφτω). Παράγωγο: σιφλόω (=σακατεύω, κολοβώνω). Σίφων-ωνος (=σωλήνας ἀπορροφητικός, ἀντλία). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό σιφνός=σιφλός (=βλαμμένος). Σιωπή. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό σιγή (ρίζα σι- τοῦ σίζω = κάνω τσίζ). Παράγωγα: σιωπάω-ῶ, σιωπηλός, σιωπηρός, σιωπηλῶς, σιωπηρῶς, σιώπησις, (ἀπο, παρα) σιώπησις, σιωπητέος, σιωπητέον, κατασιωπητέον. Σκάζω (=κουτσαίνω). Ἀπό ρίζα σκαγ-. Σκαιός (=ἀριστερός, δυτικός, ἀπαίσιος, ἐπιβλαβής, ἀδέξιος, στραβός). Ἀρχικά ἦταν σκαιFός. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό σκοῦρος. Παράγωγα: σκαιοσύνη, σκαιότης (=ἀδεξιότητα). Σκαίρω (=πηδῶ, χορεύω). Συγγενικό μέ τό σκιρτάω-ῶ πού εἶναι θαμιστικός του τύπος. Ἀπ’ τό σκαίρω τά: σκαρθμός (=πήδημα, τρέξιμο), σκαρίζω (=ἀναπηδῶ), ἀσκαρίζω (=πηδῶ), ἀσκαρίς (=σκουλήκι τῶν ἐντέρων). Σκαληνός (=ἄνισος, ἀνώμαλος). Σκαληνόν τρίγω-
197