Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής

Page 195

σείω. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τά σάλος, σαλεύω, ἤ μέ τά σαίνω, σεύω. Παράγωγα: σεῖσις (=κούνημα), διάσεισις, σεισάχθεια, σεῖσμα, σεισμός, σεισοπυγίς (=σουσουράδα), σείστης, σειστός, ἄσειστος, ἀδιάσειστος, διάσειστος, σεῖστρον (=ὄργανο πού κάνει κρότο), σείσων (=καβουρντιστήρι). Σελαγέω-ῶ (=φωτίζω, φεγγοβολῶ). Ἀπ’ τό σέλας (=φῶς, λάμψη) πού εἶναι συγγενικό μέ τό ἥλιος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σέλας. Σέλας (=φῶς, λάμψη). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις σελήνη, εἵλη (=ἡ θερμότητα τοῦ ἥλιου), ἥλιος. Παράγωγα: σελαγῶ, σελαγίζω, σελάγισμα, σέλασμα, σελασφόρος (=φεγγοβόλος), σελάω (=λάμπω) καί ἴσως τό σέλαχος (=σαλάχι), ἐπειδή βγάζει φωσφορική λάμψη. Σελήνη. Συγγενεύει μέ τό σέλας (=λάμψη). Παράγωγα: σεληναῖος, σεληνιάζομαι (=παθαίνω ἐπιληψία), σεληνιασμός, σεληνιακός. Σελίς-ίδος (=σανίδα, φύλλο παπύρου). Πιθανόν συγγενική μέ τό σέλμα (=σανίδωμα). Σέλμα, τό (=σανίδωμα τοῦ πλοίου, κατάστρωμα). Πιθανόν συγγενικό μέ τό σελίς. Σεμνός (=σεβαστός). Ἀπ’ τό σεβ + νός  σεμνός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβω. Σεπτός. Ἀπ’ τό σεβ + τός = σεπτός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβομαι. Σηκάζω (=μαντρώνω, περικλείω). Ἀπ’ τό σηκός (=μάντρα, ἱερός περίβολος) πού παράγεται ἀπ’ τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Σηκός καί σακός (=μάντρα, ἱερός περίβολος). Ἀπ’ τό σάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα του σηκός: σηκάζω, σηκίς, ἡ (=δούλα τοῦ σπιτιοῦ), σηκοκόρος, σηκόω (=ζυγίζω), σηκώδης, σήκωμα (=βαρίδι). Σηκόω-ῶ (=ζυγίζω). Ἀπ’ τό σηκός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Σημαίνω (=φανερώνω). Ἀπ’ τό οὐσ. σῆμα (=σημάδι, τάφος), πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀμφίβολη. Ἴσως ἀπό ρίζα θη- τοῦ τίθημι μέ ἐναλλαγή τοῦ θ καί σ. Θέμα σημαν + j + ω  σημαίνω. Παράγωγα: σῆμα, σημαία, σημαλέος, σημεῖον, σημειόω, σήμανσις, σημαντέος, σημαντέον, σημαντήρ, σημαντήριον, σημαντικός, σημαντός, σήμαντρον (=σφραγίδα), σημάντωρ, σημασία, ἀσήμαντος, ἄσημος, ἐπίσημος, παράσημον, παράσημος, παρασημαντική.

196

Σήμαντρον (=σφραγίδα). Ἀπ’ τό σημαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σημειόω-ῶ. Ἀπ’ τό σημεῖον πού παράγεται ἀπ’ τό οὐσ. σῆμα. Παράγωγα: σημείωσις, ὑποσημείωσις, σημείωμα, σημειωτέος, σημειωτέον, σημειωτικός, σημειωτός. Σήμερον καί ἀττ. τήμερον. Ἀπό προθεματικό σ + ἡμέρα. Ἀπό δῶ τό σημερινός. Σηπεδών (=σαπίλα). Ἀπ’ το σήπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σήπω (=σαπίζω) καί μέσο σήπομαι, παρακ. σέσηπα. Ἀπό ρίζα σFαπ. Θέμα σήπ + ω  σήπω. Παράγωγα: σαθρός (=αὐτός πού φθείρεται ἀπ’ τήν πολύχρονη χρήση), σαθρότης, σαθρόω, σαπρός (=σάπιος, παλιός), σαπρία (=σαπίλα), σαπρίζω, σηπεδών, σηπτικός, ἀντισηπτικός, σηπτός, ἄσηπτος, σήψ (σηπός) (=ἕλκος), σῆψις. Σῆραγξ - γγος (=κοῖλος βράχος, σπήλαιο, ρωγμή, κοιλότης). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Σής-σεός καί σητός (=σκόρος, βώτριδα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει συγγένεια μέ τό σίνομαι. Σθεναρός (=δυνατός). Ἀπ’ τό σθένος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σθένος (=δύναμη). Παράγωγα: σθένεια, σθεναρός, σθένιος, σθένω (=εἶμαι δυνατός). Σίαλον ἤ σίελον, τό (=σάλιο). Πιθανόν ἀπ’ τό ἄχρηστο ρῆμα σίω (=φτύνω). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό σίαλος (=πάχος). Σίβυλλα (=μάντισσα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Πιθανόν νά εἶναι ἑβραϊκή ἤ ἀραβική ἡ προέλευσή της. Κατά τούς παλιούς ἀντί τοῦ δωρ. Σιοβόλλα, θεός + βούλομαι, ἡ Θεοβούλη πού ἀναγγέλλει τή θέληση τοῦ θεοῦ. Σιγαλόεις (=γυαλιστερός, μεγαλοπρεπής). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπ’ τό σίαλος (=λίπος). Κατ’ ἄλλους συνάπτεται μέ πιθανότ. πρός τό ἀγλαός, γελάω, γλήνη, γαλήνη. Σιγή (=σιωπή). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη ἀπ’ τό ρῆμα σίζω (=κάνω «τσίζ», ὅπως κάνει τό πυρακτωμένο σίδερο στό νερό). Παράγωγα τοῦ σιγή: σῖγα (=σιωπηλά), σιγάζω, σιγαλέος, σιγάω-ῶ, σιγηλός, σιγηρός, σιγητέον. Σιγηλός (=σιωπηλός). Ἀπ’ τό σιγή, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Σίγλος ἤ σίκλος (=βάρος καί νόμισμα, σίγλαι = νο-

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.
Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής by ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ - Issuu