α17.
(Ο Ιωάννης και ο Πετράν κάθονται στο δώμα τους και μιλούν. Ξημερώνει.) ΙΩΆΝΝΗΣ: Γυρίσαμε τους δρόμους μαζί, Πετράν. Ο καθένας μας πιστός σε αυτό που ακολουθούσε. Μια χώρα-μήτρα εχθρική με έδιωξε από κοντά της κι έτσι αυτοεξόριστος γύρεψα μια απάντηση. Την απαρχή μιας χαραυγής. Θα γνώριζα, έλεγα, άξιους ανθρώπουςάξιους να με μάθουνε τον μυστικό ρυθμό του κόσμου. Καμιά φορά όμως τα μυστικά φανερώνονται από δειλά ανθρωπάκια. Μέσα σε λογής-λογής ανθρώπους βρίσκεται κι αυτό το είδος: ο άνθρωπος που μπορεί να λυτρώσει και όμως δεν το κάνει, αυτός που ζει κρυμμένος στο καβούκι του, μέσα στην δική του κλειστή κασέλα. Δειλός κι απάνθρωπος μαζί φιλοσοφεί, λέει παχιά λόγια, βελάζει σοφίες, παχαίνει τη γαλήνη του νου του με την πείνα των άλλων… Έτσι κι ο Μεγάλος Βασιλιάς, έχει το δώρο της αιώνιας ευτυχίας και το κρατά θαμμένο στα έγκατα του παλατιού. 77