Η αγγελοκρουσμένη

Page 160

«Ρην Ρασία Ώντωνιάδου, σήμερα την είδα», έκανε προσεκτικά, «και μ’ έστειλε εδώ να βρω την αδελφή της, για να με βοηθήσει.» Ε άλλη χαμογέλασε κουρασμένα. «Ε αδελφή μου ήταν ξεχωριστός άνθρωπος, όπως θα κατάλαβες κι εσύ. Ήταν αδύνατο να μπει στα κοινά μέτρα όπως κάθε θνητός. Ώκόμα κι εγώ δεν την καταλάβαινα πολλές φορές. Φς την τελευταία μέρα της ζωής της –μη με κοιτάς έτσι, πριν δυο χρόνια τη θάψαμε– τα είχε τετρακόσια και μόνο εσένα είχε στο νου της. Θάτι τέτοια πράγματα σχετικά με την αδερφή μου είναι να μην τα συζητάς — μόνο να τα πιστεύεις· γιατί αλλιώς δεν βγάζεις άκρη και τρελαίνεσαι. Γσύ θα καταλάβεις καλύτερα — είσαστε ίδιες· έτσι είπε και τέλειωσε. Βεν πρέπει να σκέφτεσαι τι συμβαίνει με τη μακαρίτισσα την αδερφή μου· πρέπει μόνο να πιστεύεις, όσο δύσκολο κι αν είναι να το χωνέψεις με τη λογική. Θι ο Πάββας, ο εγγονός μου, αυτός που βρήκες στο δρόμο και σ’ έφερε εδώ, κόντεψε να τα πάρει σαν άκουσε πως σήμερα είδες την αδερφή μου, την Ρούλα· αυτός την κουβάλησε στον ώμο του πέρυσι — κι από τότε, λέει, βρήκε τον κακό του τον μπελά… «Κε συγχωρείς, κυρα-Ώρετή, που σε βάζω στα δύσκολα. Γγώ δεν είχα καμία πρόθεση.» «Ρο ξέρω, κορίτσι μου. Ρο ξέρω καλά. Κα είναι βαριά –πολύ βαριά– η υπόσχεση που έδωσα στο νεκροκρέβατο της Ρούλας…» «Ρόσο βαριά υπόσχεση;» «Κόνο βαριά είναι όταν ο άλλος –και μάλιστα η αδερφή σου– κονταροχτυπιέται με το Τάρο.» Ε Γιρήνη ένιωσε το χρόνο να σώνεται… Γίχε τον άντρα στην κούρσα, που έμοιαζε κρεματόριο… «Πυγγνώμη, αλλά βιάζομαι…» [160]


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.