ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ κωμικός, κώμα, κωματώδης, Κύμη · αντίκειμαι, αντικείμενο, αντικειμενικός, αντικειμενικότητα, διάκειμαι, έγκειται, επίκειται, κατάκοιτος, παρακείμενος , πρόκειται, πρόσκειμαι, υποκείμενο, υποκειμενικός, υποκειμενικότητα 10. πολύς < θέμα πολ- του πίμπλημι θέματα του πίμπλημί: α) ισχυρό πλη-, β) ασθενές πλα-,γ) πλε-, με μετάπτωση, δ) πολ- με μετάπτωση και ετεροίωση του ε σε ο. ΟΜΟΡΡΙΖΑ. ν.ε.: 1) πολύς, πολλαπλασιάζω, πολλαπλός, πολυαγαπημένος, πολυάριθμος, πολυκαιρία, πολυκατοικία, πολυμαθής, πολυλογάς, πολύπλευρος, πολύπλοκος, πολυτελής, πολύχρωμος κ.ά .π. 2) πλέον, πλεονάζω, πλεονασμός, πλεονέκτημα, πλεονέκτης - πλειοδότης, πλειο(νο)ψηφία... 3) πλείστος, πλειστηριασμός, πλειστόκαινος... 4) (από το πίμπλημι:) πλήθος, πληθυντικός, πληθυσμός, πληθωρικός, πλημμυρίζω, πλήρης, πλήρωμα, πληρώνω, πλούτος, πληροφορώ · απλήρωτος, άπληστος, άπλετος (= αυτός που ξεπερνά το μέτρο), αναπληρώνω, εκπληρώνω, ξεπληρώνω, συμπληρώνω · ακριβοπληρώνω, κακοπληρωτής, χρυσοπληρώνω 11. μόριον, υποκοριστικό του μόρος (= πεπρωμένο, μοίρα) < μείρομαι (παίρνω το μερίδιο μου)· θέματα: μερ-, μοιρ-, μορ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ. ν.ε.: μοίρα, μοιράδι, μοιράζω, μοιραίος, μοίραρχος, μοιρασιά, μοίρασμα, μόριο · μοιρογνωμόνιο, μοιρολάτρης / μοιρολατρία, μοιρολόγι, μοιρολογίστρα, μοιρολογώ · άμοιρος, βαριόμοιρος, κακόμοιρος/κακομοίρης / μισοκακόμοιρος, Καλομοίρης, καλόμοιρος, μεμψίμοιρος, συμμορία · μεριά, μερίδα, μερίδιο, μερίζω, μερικός, μέρισμα, μερισμός, μέρος, μερτικό · απόμερος, επιμερίζω, επιμερισμός, καταμερισμός, παραμερίζω, παράμερος · ανωμερίτης, κατωμερίτης, κατώμερα, ξενομερίτης. 12. ζητητέος < ζητέω -ῶ. ΣΥΝΩΝ. α.ε.: αιτώ, δοκιμάζω, εξετάζω, ερευνώ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ. ν.ε.: ζήτημα, ζήτηση, ζητιανεύω, ζητιάνος, ζητώ · αζήτητος, αναζητώ, εκζήτηση, εξεζητημένος, επιζητώ, καταζητώ, καταζητούμενος, περιζήτητος, συζήτηση, συζητώ , συζητήσιμος 13. πλήθος < πίμπλημι (από το θέμα του ρήματος πλη-). ΟΜΟΡΡΙΖΑ, πλήρης, πλήρωμα, πληρώνω, πλησμονή, πολύς, πλούτος, πληροφορώ · απλήρωτος, άπληστος, άπλετος (= αυτός που ξεπερνά το μέτρο), αναπληρώνω, εκπληρώνω, ξεπληρώνω, προπληρώνω, συμπληρώνω · ακριβοπληρώνω, κακοπληρωτής, χρυσοπληρώνω 14. καλέω -ώ < ρίζα καλ-, με μετάθεση > κλα- και με έκταση > κλη-. ΣΥΝΩΝ. α.ε.: ονομάζω, προσαγορεόω, φωνώ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ. ν.ε.: καλώ, κάλεσμα, καλεσμένος, κλήση, κλητήρας, κλητεύω, κλήτευση, κλητικός, κλητική (η), κλητός · ανακαλώ, ανάκληση, αντίκλητος, αποκαλώ, εγκαλώ, έγκληση, έγκλημα, εγκληματικός, έκκληση, εκκλησία, εκκλησιάζομαι, εκκλησιαστικός, επικαλούμαι, επίκληση, μετακαλώ, αμετάκλητος, παρακαλώ, παράκληση, παρακάλια, παρακλητικός, προκαλώ, πρόκληση, προκλητικότητα, προκλητικός, απρόκλητος, προσκαλώ, πρόσκληση , προσκλητήριο, απρόσκλητος, συγκαλώ, σύγκληση, σύγκλητος, συγκλητικός · αυτόκλητος, ετερόκλητος 15. αὐτός. ΟΜΟΡΡΙΖΑ. ν.ε.: αυτός, αυτοματισμός, (ημι)αυτόματος, αυτόγραφο, αυτοδίδακτος, αυτοδύναμος, αυτοκίνητο, αυτοκράτορας, αυτοκριτική, αυτοκτονώ, αυτοκυριαρχία, αυτόνομος, αυτοπροσώπως, αυτόπτης, αυτοσχέδιος, αυτοτελής, αυτόφωρος, αυτόχθονος, αυθόρμητος 16. ὁμολογέω -ῶ(παρασύνθετο) < ομόλογος < όμοϋ + λέγω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ. ν.ε.: ομολογώ , ομολογία, ομόλογο, ομολογουμένως, ανομολόγητος, εξομολογώ, εξομολογητικός, εξομολόγηση, εξομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητήριο, συνομολογώ, πανθομολογούμενος 34. δημοκρατία (παρασύνθετο) < δημοκρατέομαι -οῦμαι < δήμος [< ρίζα δα- του ρήματος κατέομαι (= μοιράζω) ή ρίζα δα- του δαμάζω] + κρατέω -ώ < ρίζα κρα-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ. ν.ε. Α. Για το πρώτο συνθετικό: δήμος, δημεύω, δήμιος, δημόσιος, δημοσιεύω, δημότης, δημοτικό (το), δημοτικότητα, δημοτικισμός · δημαγωγός, δήμαρχος, δημηγορία, δημιουργώ, δημιουργός, δημογραφικός, δημοκρατία, δημοπρασία, δημοσίευμα, δημοσκόπηση, δημοτολόγιο, δημοφιλής,
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΠΕΤΡΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Σελίδα 21