7 minute read

Ἔτσι γνώρισα τόν πατέρα Πορφύριο

Ἡχάρις τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε νά διακονῶ τήν Ἐκκλησία μας στήν Ἄπω Ἀνατολή καί μάλιστα σέ μία χώρα ὅπως ἡ Ταϊβάν, ὅπου αἰῶνες τώρα δέν ἀκούστηκε ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς πίστεώς μας. Γεγονός ἀδιανόητο γιά μένα, τότε πού γνώρισα τόν Γέροντά μου καί σήμερα Ἅγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, ὅτι μετά ἀπό χρόνια θά ἐργαζόμουν ἱερα ποστολικά σέ λαούς πού ζοῦν «ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου». Καί τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι οἱ προτροπές τοῦ Γέροντα νά σπουδάσω τήν σύγχρονη ἐπιστήμη τῶν ἠλε κτρονικῶν ὑπολογιστῶν θά ἀποδεικνύονταν πώς ἦταν μέρος τοῦ ἄδηλου σχεδίου τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μποροῦμε σήμερα νά τήν ἀξιοποιοῦμε στήν διάδοση τοῦ Θείου Λόγου μέσω τοῦ διαδικτύου καί τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης. Τελειώνοντας τό Πολυτεχνεῖο ἄφησα ἕνα μάθημα, γιά νά πάω νά ἐπισκεφθῶ τό Ἅγιον Ὄρος. Πρίν ἀκόμα τελειώσω, εἶχα ἀποφασίσει νά γίνω μοναχός, ἀλλά ἔψαχνα ποῦ νά γίνω κ.τ.λ. Ἤμουν τότε βοηθός καθηγητή στό Τμῆμα Μαθηματικῶν τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν καί εἶχα λάβει σχετική ὑποτροφία ἀπό τό Πανεπιστήμιο Βrown τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, νά πάω σύντομα νά κάνω διδακτορικό. Ἔπρεπε ν’ ἀποφασίσω, νά γίνω μοναχός ἄμεσα ἤ μετά τό

διδακτορικό, ὅπως μέ συμβούλευε ὁ τότε πνευματικός μου.

Advertisement

Κατά τό ταξίδι μου, γνώρισα στό λεωφορεῖο τόν παπα-Μάξιμο Ψιλόπουλο καί τόν παπα-Θεολό γο, ὁ ὁποῖος τότε ἦταν λαϊκός. Συνομιλώντας, μοῦ συνέστησαν νά ἐπισκεφθῶ τόν π. Πορφύριο πού βρισκόταν στήν Ἀθήνα.

Φθάνοντας στό Ὄρος, ἐπισκέφθηκα καί γνώρισα τόν π. Παΐσιο (τόν Ἅγιο), ὁ ὁποῖος πολύ εὐγενικά μέ συμβούλευσε νά μήν πάω στήν Ἀμερική. Στό Ὄρος συνά ντησα τόν παλιό μου πνευματικό φίλο, κ. Νίκο Χίτογλου, ὁ ὁποῖος καί μέ βοήθησε νά πάω στά Κατουνάκια. Ἐκεῖ γνώρισα τόν παπα-Ἐφραίμ. Δέν ξεχνάω τήν ἀγάπη πού μοῦ ἔδειξε, οὔτε τήν ματιά του πού ἔβλεπε τά βάθη τῆς ψυχῆς. Ἦταν κάθετα ἀρνητικός στήν ἀπόφασή μου γιά τήν Ἀμερική. Ὅταν τόν ρώτησα ἄν μπορῶ νά γίνω μοναχός, μοῦ εἶπε ὅτι θά γίνω στό μέλλον, διότι τότε δέν ἤμουν ἕτοιμος. Ἐπι-

στρέφοντας στό Κουτλουμούσι, εἶχα τήν ἀνέλπιστη εὐλογία νά ξανασυναντήσω τόν π. Παΐσιο, ὁ ὁποῖος μέ συμβούλευσε σχεδόν τά ἴδια πράγματα. Προσκύνησα τότε καί τήν Παναγία τήν Γοργοϋπήκοο, μετά ἀπό προτροπή καί τοῦ παπα-Ἐφραίμ.

Ἐπιστρέφοντας στήν Ἀθήνα, ἐπισκέφθηκα τόν π. Πορφύριο, πού διέμενε στό δάσος στόν Ὠρωπό, σέ ἕνα τροχόσπιτο σάν βαγόνι. Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε νά κάνω ὅ,τι θέλω καί ὅτι θά προσεύχεται γιά μένα. Μάλιστα ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι πῆγα στό Ὄρος, γέλασε καί μοῦ εἶπε, ἤσουν μέ τόν Νίκο!!! Παραξενεύτηκα, ἀλλά δέν ἔδωσα σημασία στό πῶς τό γνώριζε, ἤμουν σάν παιδί. Μίλησα μέ τόν πνευματικό μου στόν Ἅγ. Γεώργιο Κυψέλης. Τόν ἐνημέρωσα ὅτι εἶχα ἐπισκεφθεῖ τόν π. Πορφύριο καί μέ προέτρεψε νά τόν κάνω πνευματικό. Μάλιστα μοῦ ζήτησε νά τόν ἐπισκεφθοῦμε καί μαζί. Ἐγώ ἀρνήθηκα, διότι δέν ἤθελα νά ἀλ λάζω πνευματικούς. Πέρασαν δύο τρεῖς μέρες καί ἀποφάσισα νά μήν φύγω τελικά στήν Ἀμερική.

Ἀργότερα, ὅταν ζήτησα ἀπό τόν π. Πορφύριο νά γίνει καί πνευματικός μου, δέν τό ἀρνήθηκε. Ἀπό τότε (τήν ἄνοιξη τοῦ 1979) ἔγινε ὁ πνευματικός μου. Κοντά στό τροχόσπιτο, φτιαχνόταν μία πολύ μικρή ξύλινη ἐκκλησία, πού ἡ ἀνάγκη τό ἔφερε, πολλές φορές, νά κοιμηθῶ σ’ αὐτήν, κάτω στό πάτωμα. Ἦρθε λοιπόν καί μέ βρῆκε ὁ Γέροντας κρατώντας ἕνα βιβλίο τοῦ καθη γητῆ Λούβαρη, τό ὁποῖο περιεῖχε ἀποσπάσματα ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἄνοιξε τό βιβλίο σέ μία σελίδα -τό ψαχούλεψε μέ τά δάκτυλά του χωρίς νά κοιτάει- καί μοῦ ζήτησε νά διαβάσω ἕνα χωρίο ἀπό τόν Ἱερό Χρυσόστομο, πού ἔλεγε ὅτι τά θαύματα δέν εἶναι γιά τούς πιστούς ἀλλά γιά τούς ἀπίστους. Ἤθελε μ’ αὐτό νά μοῦ δείξει ὅτι, ἄν ἔμενα κοντά του, δέν ἔπρεπε νά ἐπιζητῶ θαύ ματα. Πραγματικά, δέν εἶχα πάει ἐκεῖ γιά νά δῶ θαύματα καί ποτέ δέν ἐπέμενα σέ κάτι τέτοιο. Ἴσως καί γι’ αὐτό μέ κράτησε κοντά του. Δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι ἄλλα περιμένουμε ἀπό τούς Ἁγίους, διότι ἀγνοοῦμε τά σημαντικότερα ἀπό τήν διδασκαλία τους, καί ἄλλα μᾶς προκύπτουν.

Ὁ Γέροντας ἐπέμενε σέ ὁρισμένα πράγματα καί τά δίδασκε μέ τόν τρόπο του. Ἡ ρίζα κάθε ἁμαρτίας, ἔλεγε, εἶναι ἡ νωθρό τητα. Ἡ προσευχή δέν ἀρκεῖ χωρίς κόπο καί ἀγώνα. Ὅταν τό σῶμα εἶναι νωθρό, ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος σέ σωρεία ἁμαρτημάτων. Προέτρεπε νά ἔχουμε στόν νοῦ μας τούς ὕμνους καί τά ἀναγνώσματα τῆς Μεγάλης Τρίτης γιά τίς σώφρονες καί μωρές Παρθένες, πού διδάσκουν αὐτό ἀκριβῶς. Θεωροῦσε ὅτι δέν χρειάζεται κάποιος νά ἔχει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀντιληφθεῖ ἄν ὁ ἄλλος εἶναι πνευματικός ἄνθρω-

πος ἤ ὄχι. Ἔλεγε ὅτι αὐτό φαίνεται ἀκόμη καί ἀπό τόν τρόπο πού περπατάει κανείς.

Ὅταν τοῦ ζήτησα νά γίνω μοναχός, μοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν εἶμαι καθόλου ἕτοιμος καί μοῦ πρότεινε νά πάω πρῶτα στόν Στρατό. Θυμᾶμαι, τότε πού ὑπηρετοῦσα ὡς δόκιμος στό Κέντρο Ἐρευνῶν τῆς Ἀεροπορίας (ΚΕΤΑ) στό Φάληρο, ὅπου κάνα με μελέτες γιά ραντάρ RPV, κομπιοῦτερ κ.λπ. Κοιτοῦσα τό πῶς νά περάσω ἄνετα τήν θητεία μου, κάνοντας ἁπλά ἕνα κομποσχοίνι καί διαβάζοντας μερικά θεολογι κά βιβλία. Ὅταν πῆρα τήν πρώτη ἄδεια καί τόν ἐπισκέφθηκα, κατάλαβα πώς κάτι δέν πήγαινε καλά. Μέ ρώτησε πῶς περνοῦσα καί τοῦ ἀνέφερα τό καθημερινό μου πρόγραμμα. Ὅταν τοῦ εἶπα πώς ὅλα πᾶνε καλά, μέ ἐπέπληξε αὐστηρά, λέγοντάς μου: «Πλανήθηκες, εἶσαι σέ λάθος δρόμο»! Τοῦ ἐξήγησα ὅτι, ἀφοῦ τελείωσα τό Πολυτεχνεῖο, ἤθελα νά γίνω μοναχός, μιά καί δέν ἐπρόκειτο νά ἀσχοληθῶ μέ κομπιοῦτερ καί κεραῖες. Δέν ἤθελα νά ἀπασχολῶ τό μυαλό μου μέ αὐτά, ἀλλά μέ τά πνευματικά. Τότε μοῦ συνέστησε νά ἀρχίσω νά δουλεύω μέσα στήν Μονάδα καί νά συνεχίσω τό διάβασμα πού ἦταν ἀπαραίτητο γιά τά projects τοῦ ΚΕΤΑ, μέ πιό ἐντατικούς ρυθμούς. Ὑπάκουσα καί ἀπό τήν ἄλλη κιόλας ἡμέρα ἄρχισα τό διάβασμα σάν νά ἐπρόκειτο νά δώσω ἐξετάσεις. Παράλληλα ξεκίνησα νά βοηθῶ καί τούς στρατιῶτες σέ διάφορες ἐργασίες. Μόλις τελείωσα τόν Στρατό, τοῦ ζήτησα πάλι νά πάω στό Ἅγι ον Ὄρος. Καί πάλι μέ ἀπέτρεψε, λέγοντάς μου: «Δέν εἶσαι ἕτοιμος. Στήν ἀρχή θά τρέχεις πρόθυμα ἐδῶ κι ἐκεῖ. Θά τρέχεις στίς Ἀκολουθίες καί λίγο ἀργότερα θά ἀρχίσεις νά ἀργοπορεῖς καί στό τέλος δέν θά θέλεις νά πηγαίνεις καθόλου στήν Ἐκκλησία». Ἔτσι μέ συμβούλευσε νά πάω νά δου λέψω, γιά νά δῶ πῶς εἶναι τά πράγματα στήν καθημερινή ζωή καί ἄν γνωρίσω καί καμιά κοπέλα, καί θέλω, νά παντρευτῶ. Ἄρχισα νά δουλεύω ὡς μηχανικός στά πρωτοεμφανιζόμενα ΙΒΜ pc, ἐπικοινωνιῶν ὑπολογιστῶν.

Μετά ἀπό τρία χρόνια, ὁ Γέ ροντας μ’ ἔστειλε στό Κελλί του στά Καυσοκαλύβια (ἦταν ἐγκαταλελειμμένο καί γεμάτο τρωκτικά). Θυμᾶμαι τίς δυσκολίες πού πέρασα ἀλλά καί τίς εὐλογίες κατά τήν ἐκεῖ παραμονή μου. Μαγεί ρευα ἀλεύρι μέ νερό σέ μία σόμπα, ὅπως μοῦ εἶχε μάθει ὁ Γέροντας. Τοῦ ἐκμυστηρεύτηκα τό ὄνειρό μου νά κάθομαι κάτω ἀπό τήν ἐλιά πού εἴχαμε καί νά κάνω κομποσχοίνι, ἀτενίζοντας τό Αἰγαῖο πέλαγος, καί μέ δυσκολία δέχτηκε. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1987 πού ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά μέ κάνει μεγαλόσχημο μοναχό, πῆγε στόν κῆπο στά πεζούλια καί εἶδε μία

ξεραμένη ροδιά. Τότε στράφηκε πρός τό μέρος μου καί ρώτησε, γιατί ξεράθηκε ἡ ροδιά. Τοῦ ἀπά ντησα ὅτι δέν εἴχαμε ἐκεῖ κοντά νερό. Στεναχωρέθηκε καί ἄρχισε νά μέ ἐπιπλήττει, λέγοντας ὅτι θά μπορούσαμε νά τήν ποτίσου με φέρνοντας νερό μέ ἕνα λάστιχο ἀπό τήν στέρνα. Μοῦ εἶπε: «Τό δέντρο πεθαίνει, φωνάζει γιά νερό, καί ἐσύ κάθεσαι καί ἀγναντεύεις τό φεγγάρι καί τό πέλαγος!».

Μία ἄλλη φορά πού πῆγα στό Μήλεσι νά ἐξομολογηθῶ, μέ ρώ τησε ἄν εἶχαν ἔρθει τά χελιδόνια στό Κελλί. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν τό γνώριζα καί τότε μέ ἐπέπληξε γιά τήν ἀδιαφορία μου λέγοντας: «Φαίνεται ὅτι δέν εἶσαι ἄνθρω πος τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ὅλα τά βλέπει. Τά μάτια του εἶναι σάν τά πολυόμματα Χερουβείμ. Ὅσο πιό πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι κάποιος, τόσο περισσότερο βλέπουν τά μάτια του ἕνα γύρω».

Θεωρῶ ὅτι ὁ π. Πορφύριος ἦταν ὁ ἄνθρωπος πού ταιρίαζε μέ τούς ἀνθρώπους τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, διότι ἀναφερόμενος σέ σύγχρονα πράγματα, στήν τεχνολογία, τήν ἐπιστήμη, ἀνεδείκνυε τήν ἀληθινή πνευματικότητα, τήν χάρη καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ ὅλα τά πράγματα καί τήν ζωή. Σέ μία ἐποχή φοβική ἴσως καί τυφλά φανατική ἀπέναντι στήν τεχνολογία, εἶχε μία ἀπέραντη ἀγάπη πού κάλυπτε ὅλα καί ὅλους, ἦταν ὁ Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας.

Μία μέρα πού δέν αἰσθανόταν καλά, εἶχε κλείσει τά μάτια καί καθόταν ξαπλωμένος στό κρεβά τι. Μοῦ ζήτησε νά τοῦ διαβάσω κάτι ἀπό τούς Ψαλμούς. Ἄρχισα νά διαβάζω μέ γρήγορο ρυθμό καί τότε μέ σταμάτησε, συμβου λεύοντάς με νά διαβάζω ἀργά καί καθαρά γιά νά ἐντυπώνονται ὅλα στό μυαλό μου. Ἐπανέλαβα τό διάβασμα κάποιων Ψαλμῶν, δύο καί τρεῖς φορές, μέχρι πού ἱκανοποιήθηκε. Ἐπέμενε στόν τρόπο αὐτοῦ τοῦ διαβάσματος, γιά νά εἶμαι προσεκτικός καί νά ἀφο μοιώνω ὅσα διαβάζω.

Στό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του ἀρρώστησε βαριά, τόν ἔπιαναν οἱ κρίσεις ἀπό τόν καρκίνο καί τό σύνδρομο Cushing μέ τό στομάχι. Τήν τελευταία νύχτα ἤμασταν κοντά του οἱ ἀδελφοί, ἀλλά οἱ λεπτομέρειες εἶναι γνω στές καί δέν θά ἤθελα νά τίς ἐπαναλάβω.

Λίγους μῆνες μετά, ἔφυγα γιά προσωπικούς λόγους ἀπό τά Καυσοκαλύβια, ἀφοῦ ἔκανα μεγαλόσχημο τόν π. Γεώργιο, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ Γέροντας -ἐγώ δέν θά τό τολμοῦσα ποτέ- καί πῆγα στήν Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, ὅπου ὁ τότε Γέροντας π. Γεώργιος μέ δέχτηκε μέ συγκινητική πατρική ἀγάπη καί στοργή, πού οὐδέποτε θά ξεχάσω.

This article is from: