Aθηναϊκή Tοπογραφία

Page 1

Μα ργα ρί τ α Ζ α κ υ ν θ ι νού - Ξ ά ν θ η

Α θ η ν α ϊ κ ή Το π ο γ ρ α φ ί α Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου.


Φωτογραφία Εξωφύλλου: Τζανής Τζανετόπουλος


Α θ η ν α ϊ κ ή Το π ο γ ρ α φ ί α Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου.



Α θ η ν α ϊ κ ή Το π ο γ ρ α φ ί α Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου.

Σπουδάστρια:

Μ α ρ γ α ρ ί τα Ζ α κυ ν θ ινού -Ξά νθ η

Επιβλέποντες καθηγητές:

Κω νσ τα ν τί νος Μ ωρ α ΐτ ης Πα να γ ι ώ τη ς Του ρ νικιώτ ης

Ερευνητική Εργασία Διάλεξης | Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ | Αθήνα | Ιούνιος 2018



Περιεχόμενα

ΠΕ Ρ Ι ΕΧ Ο Μ ΕΝ Α ΠΕΡΙΛΗΨΗ .......................................................................................................................................................................................................... 8 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................................................................................................................................. 11 Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου 17 Α1. Η κατοίκηση στο κοίλο ......................................................................................................................................................... 18 Α2. Η πόλη και η τοπογραφία ................................................................................................................................................... 19 Α3. Το αττικό ανάγλυφο .............................................................................................................................................................. 21 Α4. Το κλίμα και το αττικό φως ................................................................................................................................................ 36 Α5. Η θεώρηση του αττικού τοπίου Α5.1 Η πρώιμη κατοίκηση - Η Αθήνα της αρχαιότητας ........................................................................... 38 Α5.2. Η αισθητική «κατοίκηση» - Οι περιηγητές της Δύσης και το αττικό τοπίο ........................... 44 Α5.3 Η κατοίκηση βάση σχεδίου – Η σύγχρονη πόλη και οι χαράξεις της ..................................... 48 Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου Β1. Διαχρονικές ανθρώπινες παρεμβάσεις ...................................................................................................................... 62 Β2. Η ύλη και η έννοια του τόπου .......................................................................................................................................... 80 Β3. Το πολύπτυχο της στρωματογραφίας............................................................................................................................ 84 Γ’ ΜΕΡΟΣ: ο τόπος και ο τρόπος της κατοίκησης Γ1. Η Κλίμακα .................................................................................................................................................................................... 88 Γ2. Το όριο ........................................................................................................................................................................................... 89 Γ3. Το συνεχές και το ασυνεχές .............................................................................................................................................. 92 Γ4. Η Αντιληπτικότητα Γ4.1 Ο Προσανατολισμός ........................................................................................................................................... 96 Γ4.2 Η αντίληψη του όλου και του έτερου ....................................................................................................... 98 Γ4.3 Το ευσύνοπτο ......................................................................................................................................................... 99 Γ4.4 Η σωματικότητα ...................................................................................................................................................100 Γ5. Η ανθρώπινη νόηση ..............................................................................................................................................................101 ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ε1. Σκέψεις για την Αθήνα .........................................................................................................................................................104 Ε2. Συμπεράσματα και προβληματισμοί .............................................................................................................................106

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ .......................................................................................................................................................................................................112

7


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

ΑΒSTR A C T This research thesis deals with the topography of Athens. It raises the question of how the topography determines the conditions of habitation in the city of Athens and how the city’s life is imprinted by its terrain. It examines the characteristics of the Athenian landscape, both the geometric and practical ones and some others, which are less tangible and apparent, such as the climate and the attic light; thus it results that this topography is a hollow. It examines under which conditions and considerations people have inhabited this place throughout the years . The relationship between man and landscape is presented, as it was formed in an early habitation in Ancient Athens, in a “aesthetic habitation” of the 18th century, when travelers of the West reinvented and praised the Attic landscape and finally in a “based-on-a-plan” habitation, when the modern city was designed with a new urban plan. It presents also a research concerning human interventions on the city’s landscape and their causes and motives. The hills constitute rocks that provided Athens with the raw materials of stone, marble etc and fuelled many activities. Τhe city landscape is transformed into a canvas on which the characteristics of each society are projected. So, the thesis attempts to approach the notion and the matter of locus, through this terrain which has been impreg-

8

nated with successive layers of memory, history and culture; the Athenian terrain has become a geocultural palimpsest. Based on the Athenian topography, the research also explores the notion of the limit, the scale, continuity and discontinuity, and generally it examines how the topography impacts on the perception, the orientation and human life in the city. This landscape bears the idea of the common and the inclusion, which is a cultural virtue of this landscape. Finally, Athens is a complex artifact, where natural and anthropogenic elements are in direct interdependence and interaction. Humans and the city they create, seem that they are formed by their natural environment. Conversely, the multi-faced surroundings of the city seem to constitute the mould or otherwise, the cast that will give them shape. The thoughts of the print and the mould as a dialectic dipole of understanding the natural - urban landscape and the geophysical-anthropogenic culture, can be a substantial starting point for architectural thinking and practice.


| Περίληψη

ΠΕ Ρ Ι Λ ΗΨΗ Η διάλεξη αυτή έχει ως ερευνητικό αντικείµενο την τοπογραφία της Αθήνας. Θέτει το ερώτηµα πώς η τοπογραφία καθορίζει τις συνθήκες κατοίκησης στην πόλη των Αθηνών και αµφίδροµα πώς η ζωή της πόλης νοηµατοδοτείται από το ανάγλυφό της. Εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά του, από τα γεωµετρικά και χωρικά έως και κάποια λιγότερο «υλικά» και φανερά όπως το κλίµα και το φως, διαπιστώνουµε ότι το αττικό ανάγλυφο διαθέτει τη δοµή ενός κοίλου. ∆ιερευνάται υπό ποιες συνθήκες και θεωρήσεις πραγµατοποιήθηκε η κατοίκηση σε αυτό. Παρουσιάζεται η σχέση του ανθρώπου και του φυσικού ανάγλυφου όπως διαµορφώθηκε σε µια πρώιµη κατοίκηση στην Αρχαία Αθήνα, σε µια «αισθητική κατοίκηση» του 18ου αι. µε τους περιηγητές της ∆ύσης που εξυµνούν και καταγράφουν το αττικό τοπίο και τέλος σε µια κατοίκηση «βάση σχεδίου», όπου πλέον σχηµατίζεται και χαράσσεται η σύγχρονη πόλη. Κατατίθεται, ακόµα, µια έρευνα σχετικά µε το πώς αλληλεπίδρασε στην πράξη ο άνθρωπος µε το ανάγλυφο, ποιες ήταν οι παρεµβάσεις του και τι τις υποκίνησε. Οι λόφοι συνιστούν βράχους, ήταν η πέτρα της Αθήνας, γεγονός που τροφοδότησε πολλές δραστηριότητες και που τους µετέτρεψε σε ένα καµβά προβολής των χαρακτηριστικών της εκάστοτε κοινωνίας. ∆ιερευνάται η έννοια της ύλης και του τόπου, και το πώς έχουν εµποτιστεί

µε αλλεπάλληλα στρώµατα µνήµης, ιστορίας και πολιτισµού, συνθέτοντας έτσι µια πλούσια και πολύπτυχη στρωµατογραφία. Με αφορµή την αθηναϊκή τοπογραφία διερευνώνται, επίσης, έννοιες όπως το όριο, η κλίµακα, το συνεχές και το ασυνεχές και εξετάζεται πώς το ανάγλυφο διαµορφώνει την αντίληψη, τον προσανατολισµό και τη ζωή του ανθρώπου στην πόλη. Συντίθεται ένα τοπίο της συµπερίληψης και του «ανήκειν», κάτι που αποτελεί πολιτιστικό αγαθό αυτού του τοπίου. Η Αθήνα, τέλος, είναι µία πόλη που αποτελεί ένα σύνθετο τέχνηµα, περιέχει το φυσικό και το ανθρωπογενές σε άµεση αλληλεξάρτηση και αλληλοδιαµόρφωση. Ο άνθρωπος και η πόλη που δηµιουργεί µοιάζουν να είναι το έκτυπο του φυσικού τους περιβάλλοντος. Αντίστροφα, το πολύπτυχο του περιβάλλοντός της µοιάζει να συνιστά το εκµαγείο ή αλλιώς τη µήτρα που θα της δώσει µορφή και σχήµα. Οι σκέψεις του έκτυπου και του εκµαγείου, ως διαλεκτικού δίπολου κατανόησης του φυσικού αστικού τοπίου, του γεωφυσικού και ανθρωπογενούς πολιτισµού µπορούν να αποτελέσουν ουσιαστική αφετηρία για την αρχιτεκτονική σκέψη και πράξη. Η πόλη της Αθήνας, είναι γέννηµα πολλών αλληλοσυνυφασµένων συνθηκών, άλλων περισσότερο και άλλων λιγότερο φανερών, οι οποίες συνθέτουν ένα γεωπολιτιστικό παλίµψηστο, το οποίο καλούµαστε να εξερευνήσουµε.

9


1.1 Η ελπίδα.


Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η

11


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Ε Ι ΣΑΓΩ ΓΗ

1.2 Στεκούμενοι στα Προπύλαια της Ακρόπολης κοιτώντας το λόφο του Αστεροσκοπείου. 12


| Εισαγωγή

Α . Α Φ Ο ΡΜΗ ΕΡ Ε Υ ΝΑΣ Σε πρόσφατη επίσκεψη μου στο λόφο της Ακρόπολης μου έγινε φανερό ότι στην πόλη της Αθήνας, η ζωή οργανώνεται ανάμεσα σε πολλαπλά γεωφυσικά μορφώματα και χωρικά επίπεδα. Αναφερόμαστε σε χωρικές εξάρσεις βουνών και λόφων, σε κοιλότητες, όπου κατά τόπους συνιστούν αποκαλύψεις του ιστορικού εδάφους και τέλος στο υγρό στοιχείο με τα ποτάμια και τη θάλασσα. Έχω ανέβει σε ένα ψηλό σημείο, και καθώς αντιλαμβάνομαι ότι περιτριγυρίζομαι από άλλους λόφους, μου μοιάζει αρκετά σύνθετο το αττικό ανάγλυφο. Στέκομαι εκεί ψηλά και το βλέμμα μου ξεκινά από τον ιστορικό, βραχώδη λόφο ενώ στη συνέχεια «τρέχει» έως πέρα και αντικρύζει ένα εκτενές πεδίο, ένα τοπίο καθημερινό και σπογγώδες. Είναι σε γνώση μου πως μια πόλη δημιουργείται σε ένα βάθος χρόνου από μια σειρά κοινωνικών, οικονομικών, ιδεολογικών και άλλων σύνθετων παραμέτρων, αλλά για αυτή την εργασία θα εστιάσω πώς κινείται αυτή η τοπογραφία με τους λόφους και ποτάμια της και πώς αλληλο-συντίθεται με την πόλη. Βέβαια, και αυτές οι συνθήκες που προς στιγμήν αφαιρώ διαρκώς ξεπηδούν μέσα στα κεφάλαια της εργασίας. Ταυτόχρονα, έρχεται στο νου μου το σκίτσο και οι σημειώσεις του Ζενέτου, όταν διερευνούσε το θέατρο στα Νταμάρια του Λυκαβηττού. Σημειώνει: “Σαφώς φαίνεται η μη ύπαρξη φυσικού κοίλου και το τοπείο χαρακτηρίζεται από αδρές μεμονωμένες προεξοχές (!) έξοχης φυσικής γλυπτικής! Η επιλογή

της αρχιτεκτονικής λύσεως έχει σαφή κριτήρια”.1 Βλέπουμε πώς σκέφτεται και σχεδιάζει ο Ζενέτος, ο οποίος αντιλαμβανόμενος το τοπίο ως μια αδρή και πολύμορφη δημιουργία που έχει προκύψει από την γλυπτική επεξεργασία του ανθρώπου επιλέγει να διαμορφώσει αντίστοιχα το θέατρο ως μια γλυπτική φόρμα που θα “κάθεται” σε αυτή την τεχνητή κοιλότητα. Ενδιαφέρουσες οι σκέψεις του Ζενέτου σχετικά πώς αντιλήφθηκε και ερμήνευσε το τοπίο για να μπορέσει στη συνέχεια να σχεδιάσει. Τέλος, μια τρίτη απώτερη αφορμή είναι η διπλωματική εργασία «Ανάμεσα στο Όριο και το Όρυγμα, μια γεωπολιτιστική συρραφή στη διώρυγα της Κορίνθου», που εκπονήθηκε πρωτύτερα της διάλεξης. Ο Ισθμός, αυτή η ανθρωπογενής τομή επί της γης, έθετε το ζήτημα της σημασίας και της έννοιας του τοπίου. το συγκεκριμένο είναι ένα κράμα φυσικού και τεχνητού. Υπήρξε ο προβληματισμός πώς αυτές οι δύο πτυχές του συμπλέκονται σε συνδυασμό με το ρόλο της διώρυγας ως τεχνικό έργο. Το τοπίο δεν είναι πάντα μόνο η φύση, το τοπίο φέρει ιστορία και πολιτισμό, αξίες και νοήματα και ίσως ένα τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Για αυτό έχει και ένα βαθύ πολιτιστικό και πολιτισμικό χαρακτήρα. Στην εργασία της διάλεξης, λοιπόν, έχω την ευκαιρία να εμβαθύνω την αναζήτησή μου σχετικά με αυτό το ζήτημα, σαφώς, υπό το πρίσμα της αθηναϊκής τοπογραφίας.

1.3 Θέατρο Λυκαβηττού - Τ. Ζενέτος. Σχέδια, σκίτσα, φωτογραφίες από τη μελέτη του θεάτρου, την κατασκευή του προσωρινού μεταλλικού θεάτρου και το τοπίο. 13


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Β . Α Ν Τ Ι ΚΕ ΙΜΕΝΟ ΕΡ ΕΥΝ ΑΣ Η διάλεξη αυτή έχει ως ερευνητικό αντικείμενο την τοπογραφία της Αθήνας. Θέτει το ερώτημα πώς η τοπογραφία καθορίζει τις συνθήκες κατοίκησης στην πόλη των Αθηνών και αμφίδρομα πώς η ζωή της πόλης νοηματοδοτείται από το ανάγλυφό της. Το πρώτο μέρος της εργασίας αφορά το άστυ και το αττικό ανάγλυφο. Επιχειρούμε να εξηγήσουμε την έννοια της πόλης και της τοπογραφίας σε πιο γενικό πλαίσιο ενώ στη συνέχεια εξετάζονται τα πιο ειδικά χαρακτηριστικά του αττικού ανάγλυφου -το οποίο παρομοιάζεται με κοίλο- από τα γεωμετρικά, χωρικά έως και κάποια λιγότερο «υλικά» και φανερά όπως το κλίμα και το φως. Τέλος, διερευνάται υπό ποιες συνθήκες και θεωρήσεις πραγματοποιήθηκε η κατοίκηση σε αυτό το κοίλο, με παρατηρήσεις και

1.4 Η επίσκεψη στο λόφο της Ακρόπολης.

14

εξηγήσεις σχετικά με τη σχέση του ανθρώπου και του φυσικού ανάγλυφου, όπως διαμορφώθηκε σε ορισμένες χρονικές περιόδους. Στο δεύτερο μέρος, κατατίθεται μια έρευνα σχετικά με το πώς αλληλεπίδρασε στην πράξη ο άνθρωπος με το ανάγλυφο, ποιες ήταν οι παρεμβάσεις του και τι τις υποκίνησε. Οι λόφοι συνιστούν βράχους, ήταν η πέτρα της Αθήνας, γεγονός που τροφοδότησε πολλές δραστηριότητες. Βέβαια, δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που παρενέβη και διαμόρφωσε τη φύση, αλλά και αντίστροφα το φυσικό ανάγλυφο του ανθρώπου καθόρισε την πορεία και την εξέλιξή του. Γίνεται μια προσπάθεια να κατανοήσουμε μέσα από αυτές τις «ιστορίες» ποια είναι σημασία της ύλης ενός τόπου και συγκεκριμένα της Αθήνας, και πώς έχει η εμποτιστεί με αλλεπάλληλα στρώματα μνήμης, ιστορίας και πολιτισμού, συνθέτοντας έτσι

μια πλούσια και πολύπτυχη στρωματογραφία. Τέλος, στο τρίτο μέρος, επιχειρείται να συντεθεί μία σειρά κριτικών σκέψεων και αναζητήσεων, που έχουν αφετηρία τη σχέση του αστικού ανθρωπογενούς στοιχείου με το ανάγλυφο της Αθήνας, με σκοπό να συσχετιστούν με έννοιες της αρχιτεκτονικής και πρακτικές του σχεδιασμού. Πιο συγκεκριμένα, διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο η τοπογραφία συνιστά ένα όριο, πώς ορίζει και διαμορφώνει την κλίμακα της πόλης, πώς το ανάγλυφο διαμορφώνει την αντίληψη, τον προσανατολισμό και τη ζωή του ανθρώπου στην πόλη και γενικότερα πώς η αθηναϊκή τοπογραφία συνιστά ένα πολιτισμικό τοπίο που εμπεριέχει την ανθρώπινη νόηση.


| Εισαγωγή

Γ. ΣΚΟ ΠΙΜΟ ΤΗΤΑ Ε Ρ ΕΥΝ Α Σ Επιχειρούμε είναι να δείξουμε ότι το χωρικό ανάγλυφο της Αθήνας καθίσταται ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ποικιλόμορφο, ελεύθερο στον τρόπο που το βιώνουμε, άμεσο να το προσδιορίσουμε και εν τέλει να μας προσδιορίσει. Επιχειρούμε να τεκμηριώσουμε πώς αυτή η τοπογραφία αποτελεί ένα δοχείο για τον άνθρωπο, ένα κοίλο ή αλλιώς μια λεκάνη πολιτισμού και πώς συντελέστηκε η μεταξύ τους αλληλοδιαμόρφωση. Οδηγούμαστε στην σκέψη πως το αυθύπαρκτο δεν υφίσταται. Ένας άνθρωπος υπάρχει σε σχέση με … άρα συνυπάρχει, κινείται σε σχέση με ... άρα συγκινείται. Σε αντιστοιχία, αντιλαμβανόμαστε και το ρόλο του αρχιτέκτονα, που είναι δηλαδή να σχεδιάζει σε σχέση με ποικίλες συνιστώσες, και πιο ουσιαστικά σε σχέση με την αποκρυστάλλωση της κατανόησής του πάνω σε ένα τόπο και ό,τι αυτός περιλαμβάνει. Σκοπός μας, λοιπόν, είναι να αναλύσουμε την αμφίδρομη σχέση της τοπογραφίας και της πόλης, του τόπου και των ανθρώπων. Στόχος μας είναι, μέσα από αυτό, να κατανοήσουμε τους τρόπους που μπορούμε να σκεφτόμαστε, ώστε να συνδυάζουμε αυτά που κατανοούμε και παρατηρούμε με την κατ’ εξοχήν διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Μέσα από το πολύπτυχο που χαρακτηρίζει την Αθήνα, καταλαβαίνουμε πως αντίστοιχα η αρχιτεκτονική διαθέτει πολλαπλές συνιστώσες, τις οποίες μάλλον χρειάζεται κανείς να τις λάβει υπ’ όψη προκειμένου να σχεδιάσει. Η αρχιτεκτονική είναι μια τέχνη πολλών παραγόντων, που επηρεάζει και επηρεάζεται. Ίσως τελικά αυτή η περιπλάνηση πάνω στους λόφους να ήταν πιο γοητευτική από την προσπάθεια να απαντήσουμε πάνω στα ερωτήματα της αρχιτεκτονικής. Πάνω από όλα, αποτέλεσε την ανάγκη ενός φοιτητή αρχιτεκτονικής να

προβληματιστεί γύρω από τις διακυμάνσεις της πόλη του, ενός φοιτητή που ερευνά ώστε τελικά να γνωρίσει καλύτερα την τέχνη του. Αναζητώ ένα τρόπο να σκέφτομαι και μέσα από αυτή την περιήγηση οδηγούμαι στη σκέψη, -παρόλο που μοιάζει απλή και ταυτολογική- πως «για να μάθω, έμαθα πως πρέπει να μαθαίνω». Και ίσως είναι επακόλουθο να το ισχυριστεί ένας νέος ερευνητής, στο πνεύμα μιας κριτικής διερεύνησης και όχι μιας στάσιμης βεβαιότητας Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν αυτό το ταξίδι στην Αθήνα, μέσα από την οπτική του να καταλάβουμε την αρχιτεκτονική, το οποίο ήταν γεμάτο από αφετηρίες και επιστροφές.

1.5 Κατά την επίσκεψη του Le Corbusier στην Ακρόπολη το 1911.

Δ . Μ Ε ΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡ ΕΥΝΑΣ H έρευνα θα παρουσιάζει δύο αλληλοσυμπληρούμενες πτυχές, με κοινό τρόπο: τον «περίπατο». Από τη μία, τον περίπατο - έρευνα μέσα στις πληροφορίες, τη καταγεγραμμένη γνώση, τα αρχεία και τα τεκμήρια. Από την άλλη, την in situ έρευνα, δηλαδή τον περίπατο με προσωπική ψηλάφηση των δεδομένων, με επισκέψεις και εργώδη βίωση του τόπου, της πόλης, του κλίματος και των ανθρώπινων συνθηκών. • φωτογραφίες και video που απεικονίζουν την τοπογραφία της Αθήνας • υλοποίηση διαγραμμάτων και σχεδίων (κατόψεις, τομές, αξονομετρικά) με το ανάγλυφου της Αθήνας, ως χειροπιαστά τεκμήρια πρωτογενούς έρευνας • ετυμολογία, ορισμοί και συσχετίσεις όρων • μελέτη θεωρητικών προσεγγίσεων και εννοιών

15


2.1 Το λεκανοπέδιο από τον Υμηττό.


A’ μ έ ρ ο ς :

το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

17


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

A1 . H κατ οί κηση σ τ ο κο ίλ ο που αποτελεί το προφανές κέντρο της γεωφυσικής αυτής διαμόρφωσης. Αυτός λοιπόν ο σχηματισμός του εδάφους έχει μια ξεκάθαρη δομή, προσφέρει ένα σαφώς ορισμένο χώρο, προσκαλώντας έτσι τον άνθρωπο να τον κατοικήσει . Ξεκινά, λοιπόν, η κατοίκηση σε μια κοιλάδα που μπορεί και συστήνει ένα κέντρο ανάμεσα στα όρη, το οποίο μπορεί και συλλέγει το γύρω χώρο. Οι άνθρωποι, λοιπόν, κινούνται και ζουν ανάμεσα στις χωρικές εξάρσεις. Αυτό το ποικιλόμορφο ανάγλυφο αντιστοιχεί γεωμετρικά σε ένα κοίλο. Σπουδαίο πράγμα καθώς αυτός ο σχηματισμός έχει την ιδιότητα να οριοθετεί, να φιλοξενεί και να προστατεύει την πόλη. Πρόκειται για μια σχετικά περίκλειστη δομή, μια “ειδυλλιακή” περίφραξη των χώρων του άστεως. Εκεί, λοιπόν, διαμορφώνεται ένα δοχείο ζωής που φυλάσσει κάτι το πολύτιμο, την ανθρώπινη ζωή. 2.2 Αθηναϊκή Τοπογραφία: Ένα κοίλο, μια λεκάνη, ως ένα πεδίο πολιτισμού. Κυπριακό ειδώλιο. Πρώιµη εποχή του χαλκού 2200-1850 π.Χ.

Ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια αέναη προσπάθεια να ορίσει την παρουσία του επί της γης και να μπορέσει να κατοικήσει, με την ουσιαστική έννοια, όπως την εκφράζει ο Heidegger. Αυτή η προσπάθεια είναι άλλωστε και η αφετηρία για όλα του τα δημιουργήματα. Σε αυτή τη διερεύνηση προκύπτουν ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα. Άραγε, πού τοποθετεί ο άνθρωπος του οικισμούς του; Πού δημιουργεί η φύση τόπους που “προσκαλούν” τον άνθρωπο να οικίσει; Από χωρική άποψη ο άνθρωπος χρειάζεται ένα οριοθετημένο πεδίο, ένα περίβολο και κατά συνέπεια τείνει να εγκαθίσταται εκεί όπου η φύση προσφέρει ένα σαφώς διαγραφόμενο χώρο. Από άποψη του χαρακτήρα, ένας φυσικός τόπος, που περιλαμβάνει κάποια πράγματα με νόημα όπως βράχους, δένδρα και νερό, φαίνεται να εκφράζει αυτή την «πρόκληση».1

18

Η χωροθέτηση των ανθρώπινων οικισμών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτές τις συνθήκες. Σαφώς, ο άνθρωπος έχει σχηματίσει οικισμούς και σε περιπτώσεις όπου το έδαφος ακολουθεί τελείως διαφορετική μορφή· όπως για παράδειγμα πάνω σε μία εκτεταμένη απόκρημνη πλαγιά ενός βουνού, σημειακά στην κορυφή του είτε επιφανειακά στις ατέρμονες εκτάσεις μιας πεδιάδας. Για πολλούς λόγους, ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει μια τοποθεσία στην οποία η φύση δεν εξασφαλίζει απαραίτητα τις πιο ευνοϊκές συνθήκες. Η μορφολογία του εκάστοτε οικισμού σίγουρα ποικίλλει. Ωστόσο, κάθε οικισμός έχει να λύσει ένα βασικό πρόβλημα: πώς να συλλέξει γύρω του το τοπίο. 2 Στην περίπτωση της Αθήνας η τοπογραφία της έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Μεταξύ όλων των βουνών και των λόφων σχηματίζεται ένα είδος λεκανοπεδίου

Η φράση του Πικιώνη δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ακριβέστερα αυτό το συμβάν: «Εδώ οι φυσικές δυνάμεις, και η γεωμετρία της γης προσδιορίζουν τούτο τον τόπο για κοιτίδα πολιτισμού».3 Για να μπορέσει, λοιπόν, ο άνθρωπος να κατοικήσει σε ένα τόπο χρειάζεται να μπορεί να τον κατανοεί. Με την λέξη «κατανόηση» δεν εννοούμε την επιστημονική γνώση αλλά αναφερόμαστε περισσότερο σε μια υπαρξιακή έννοια που υποδηλώνει τη βίωση νοημάτων. Πιο απλά, ο όρος κατανοώ παραπέμπει στο να αποδίδω νόημα. Όταν το περιβάλλον αποκτά νόημα, ο άνθρωπος νιώθει «στο σπίτι του». Άλλωστε, μία θεμελιώδεις ανάγκες του ανθρώπου είναι να βρει ένα περιβάλλον με νόημα. Και το αττικό τοπίο πραγματώνει αυτή τη συνθήκη: διαθέτει δομές και ενσωματώνει νοήματα.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

A2 . H πόλη και η τ ο π ο γρ α φ ία Η ΠΟ Λ Η Οι πόλεις αποτελούν ένα φαινόμενο συλλογικό και καθώς συλλογική είναι και η φύση της αρχιτεκτονικής, αυτά τα δύο βρίσκονται σε μια πολύ στενή σύνδεση, είναι στοιχεία αλληλένδετα. «Αρχιτεκτονική και η πόλη βρίσκονται σε μια αέναη και διαχρονική σχέση, ρευστή, δυναμική, ευμετάβλητη, απρόβλεπτη».4 Θα λέγαμε ότι για τους αρχιτέκτονες η πόλη είναι μια αφετηρία, ένα ευρύ πεδίο γνώσης και παρατήρησης στο οποίο αποτυπώνονται έμπρακτα όλα όσα μελετούν, φαντάζονται και αυτά με τα οποία πειραματίζονται. Ο Aldo Rossi γράφει στο βιβλίο του με τίτλο “η Αρχιτεκτονική της Πόλης”: «Θεωρώ την αρχιτεκτονική ως μια δημιουργία που δεν διαχωρίζεται από τη ζωή και την κοινωνία μέσα στην οποία εκδηλώνεται. Όταν οι πρώτοι άνθρωποι έχτιζαν κατοικίες προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον και ένα τεχνητό κλίμα πιο ευνοϊκό για τη ζωή τους, έχτιζαν συγχρόνως και με μία αισθητική διάθεση. Η αρχιτεκτονική αρχίζει μαζί τους, δηλαδή με τις πρώτες χαράξεις της πόλης, συμβαδίζει με την εξέλιξη του πολιτισμού, και είναι στοιχείο μόνιμο, καθολικό και απαραίτητο …. με τον καιρό όμως η πόλη μεγαλώνει πάνω στον εαυτό της, αποκτά συνείδηση και μνήμη του εαυτού της … έτσι, η πόλη είναι μια ανθρώπινη δημιουργία». 5 Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε την πόλη ως τον τόπο όπου εμφανίζονται οι αστικοί συντελεστές, η περιοχή όπου μπορούν να επισημανθούν. Το αστικό έδαφος είναι ένα φυσικό δεδομένο και συγχρόνως ένα βασικό μέρος της αρχιτεκτονικής της πόλης. Αυτή την περιοχή αν την δούμε στο σύνολό της, είναι η μορφή της πόλης που προβάλλεται πάνω σε μια επιφάνεια. Είναι η περιοχή που αναπτύσσεται η πόλη, δηλαδή η επιφάνεια που καλύπτει. Από

την πλευρά της γεωγραφίας, αυτή η περιοχή είναι ζωτική για την περιγραφή της πόλης και μαζί με την τοποθεσία και την ένταξή της στο χώρο είναι ένα βασικό στοιχείο για τη διαφοροποίηση από άλλες πόλεις. Βέβαια δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως η πόλη βρίσκεται μεταξύ του τεχνητού και του φυσικού στοιχείου, αντικείμενο της φύσης και υποκείμενο του πολιτισμού. O πολεοδόμος Carlo Cattaneo, ισχυρίζεται ότι «Η πόλη αναγνωρίζεται ως έργο των χεριών του ανθρώπου. Η γη κατά τα εννέα δέκατα δεν είναι έργο της φύσης, αλλά έργο των χεριών μας: είναι μια τεχνητή πατρίδα. Κάθε κατοικημένη περιοχή ξεχωρίζει από την άγρια φύση από το γεγονός ότι είναι μια τεράστια αποθήκη μόχθου».6 Σε συνέχεια αυτής της σκέψης, στην παρούσα εργασία που θέτει την Αθήνα ως επίκεντρο μελέτης, επιχειρούμε να εξετάσουμε τη σχέση της με το έδαφος, υπό το εξής πρίσμα. Κατανοούμε το έδαφος ως κάτι όπου επάνω στηρίζονται οι άνθρωποι, οι δραστηριότητές τους και ο υλικός και πνευματικός σχηματισμός του πολιτισμού. Η σχέση αυτή μπορεί να οριστεί και ως ταυτότητα: έδαφος είναι ο ίδιος ο υλικός σχηματισμός του πολιτισμού και η συνεχής επίγεια δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, καθώς η πόλη διαμορφώνεται από τον άνθρωπο, συνιστά, πέρα από μια εδαφική επιφάνεια, έναν τόπο ο οποίος εμποτίζεται από τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας του και της ιστορίας του. Περιέχει πολιτικές και πολιτισμικές αναφορές περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς, συνιστώντας ένα έργο πολιτισμού. Ξεκινάμε, λοιπόν, προσπαθώντας στην αρχή να χαρτογραφήσουμε τα (γεωγραφικά – γεωφυσικά) χαρακτηριστικά του αττικού ανάγλυφου, για να διερευνήσουμε το «πώς ζυμώθηκε η ζωή» μέσα σε αυτό το λεκανοπέδιο.

2.3 Το εξώφυλλο του βιβλίου. Τριάντα πέντε ετών, το 1966, o Aldo Rossi δημοσιεύει το βιβλίο “Η αρχιτεκτονική της πόλης”, στο οποίο πραγματεύεται με εξαιρετική́ ωριμότητα τη σχέση μεταξύ́ της ανάπτυξης του αστικού ιστού και της αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με τον Rossi, η πόλη συνιστά το κατεξοχήν ανθρώπινο αντικείμενο: Είναι ένα αρχιτεκτονικό έργο, ένα σύνολο στοιχειών που συνθέτουν την εικόνα μιας χωροχρονικής κατασκευής, η οποία εξελίσσεται και μεταμορφώνεται παράλληλα με τον πολιτισμό, την κοινωνία και τη φύση. Η πόλη είναι μια fabbrica, δηλαδή ένα οικοδόμημα που αναπτύσσεται στον χρόνο. Ο χρόνος για τον Rossi δίνει στην πόλη που «μεγαλώνει επάνω στον εαυτό της» τη δυνατότητα να συγκεκριμενοποιεί και να μεταβάλλει τα στοιχειά της αρχικής κατασκευής της: «Η μορφή της πόλης είναι πάντα η μορφή μιας εποχής και στη μορφή μιας πόλης συνυπάρχουν πολλές εποχές. Ακόμα και στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου η πόλη γύρω του αλλάζει όψη και οι αναφορές σ’ αυτήν δεν είναι πάντα ίδιες». 7

19


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Η ΤΟΠ ΟΓΡΑΦΙΑ Τοπογραφία ονομάζεται η μελέτη του σχήματος και των χαρακτηριστικών της επιφάνειας της Γης ή άλλων παρατηρήσιμων από κοντά ουράνιων σωμάτων (πλανητών, φυσικών δορυφόρων ή αστεροειδών). Πιο συγκεκριμένα, είναι ο επιστημονικός κλάδος που αφορά την περιγραφή και τις μεθόδους για την απεικόνιση και αποτύπωση κάθε τέτοιας επιφάνειας, φυσικής ή διαμορφωμένης από ανθρώπινα έργα πάνω σε έναν τοπογραφικό χάρτη. Κατά μία άλλη έννοια, η τοπογραφία μιας περιοχής αναφέρεται στα ίδια τα σχήματα και τα χαρακτηριστικά της γήινης επιφάνειας στη συγκεκριμένη περιοχή.8

2.4 Σκίτσα του Δ. Πικιώνη «Τα Αττικά», 1940-1950.

20

Πρόκειται για μια περιγραφή του τόπου αλλά η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη φυσική του διαμόρφωση. Στο πλαίσιο αυτής της διερεύνησης, με τον όρο τοπογραφία εννοούμε εκείνο που οι γεωγράφοι αποκαλούν «ανάγλυφο επιφάνειας». Και πιο συγκεκριμένα, θα ερευνήσουμε το πώς αυτές οι μεταβολές στο ανάγλυφο του εδάφους καθορίζουν τις χωρικές ιδιότητες του τοπίου, και ως ένα βαθμό το χαρακτήρα του ή τον πολιτισμό τον οποίο φιλοξενεί.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

A3 . Το ατ τ ι κό ανά γλ υ φ ο ΠΩ Σ ΠΡ Ο ΕΚΥ ΨΕ ΤΟ ΑΤ ΤΙ Κ Ο ΑΝ Α ΓΛΥΦΟ; Οι σημερινές θέσεις των γεωλογικών σχηματισμών είναι διαφορετικές από το χώρο σχηματισμού τους. Και αυτό γιατί έχουν συμβεί μεγάλες μετακινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών μέσα σε πολλά εκατομμύρια χρόνια. Αυτό το ανάγλυφο οφείλει τη δημιουργία του στις συγκρούσεις και στις αποκλίσεις μεταξύ των πλακών. Τέτοιες μετακινήσεις προκαλούν τόσο τα ρήγματα στους γεωλογικούς σχηματισμούς στον κατακόρυφο άξονα όσο και τις τάσεις σύνθλιψης που τους κάμπτουν και τους πτυχώνουν. Παράδειγμα της δράσης των ρηγμάτων αποτελούν οι εσωτερικοί λόφοι του λεκανοπεδίου - Ακρόπολη, Τουρκοβούνια, Λυκαβηττός, Καστέλλα κα.- που προβάλλουν έντονα στο αττικό τοπίο και είναι αποκομμένοι από τους γύρω ορεινούς όγκους.9 Ας συγκρατήσουμε ότι οι ιστορικοί λόφοι, οι επενδυμένοι κυρίως με πολιτιστικά, ιστορικά και αξιακά χαρακτηριστικά είναι γεννήματα γεωλογικών δυνάμεων. Σε μία διάλεξη με τίτλο “οι Λόφοι των Αθηνών” που παρουσίασε το 2013 στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. ο καθηγητής Μανώλης Κορρές εξηγεί αναλυτικά την εξέλιξη του ανάγλυφου. Στη γεωλογική σύσταση του εδάφους εντοπίζουμε κυρίως ασβεστόλιθους, που αποτελούν ένα παράγοντα για τη συχνή εμφάνιση των λόφων. Τόσο στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, το ανάγλυφο παρουσιάζει μια συνέχεια από εξάρσεις, από εσοχές και εξοχές.10 Πώς δημιουργήθηκαν οι αθηναϊκοί λόφοι; Σύμφωνα με την άποψη που επικρατεί περισσότερο σήμερα, κάτω από εμάς παντού, υπάρχει ένα κυρίαρχο πέτρωμα, ο σχιστόλιθος. Πάνω στο σχιστόλιθο, υπάρχουν επιφάνειες με διαφορετικά πετρώματα, ανάλογα

με τα σημεία της Ελλάδας. Στην Αττική επικρατεί ο ασβεστόλιθος. Αυτό το πέτρωμα είχε μικρό πάχος, περίπου 40 μέτρα, αλλά όχι σταθερά παντού, αλλού μπορεί να είχε 20 μέτρα αλλού 15. Σχηματίστηκε πάνω σε μία επιφάνεια που ήταν ήδη αρκετά ανώμαλη. Εκεί που η επιφάνεια είχε “λακκούβες”, το ασβεστολιθικό πέτρωμα απέκτησε περισσότερο πάχος, ενώ εκεί που είχε εξάρσεις το πέτρωμα ελάχιστα την κάλυψε, ίσως και να μην την κάλυψε. Όλο αυτό το σύστημα με το κυμαινόμενο πάχος, αναδύθηκε και εμφανίστηκε στη χερσαία περιοχή, καθώς η διάβρωση προχωρούσε, το αποτέλεσμα ήταν να διατηρούνται (να ανθίστανται - να αντέχουν) τα παχύτερα μέρη, ενώ τα λεπτότερα να τεμαχίζονται. Τεμαχίζονταν με δύο τρόπους: είτε με κινητή διάλυση από πάνω είτε με υποσκαφή από κάτω, δηλαδή καθώς το νερό ακολουθεί από κάτω υπόγειες διαδρομές, δημιουργεί κάτω το πέτρωμα σπήλαια και από το πολύ βάρος, καταρρέει η οροφή, γίνεται κομμάτια και αυξάνεται η περιβάλλουσα επιφάνεια. 11

Έτσι, η Αθήνα όπως και κάθε πόλη, είναι αποτέλεσμα της δράσης του ανθρώπου. Σημαντικό ρόλο παίζει ο αρχικός γεωλογικός σχηματισμός που υπήρχε, ωστόσο, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις μερικές φορές συχνά τον έχουν μεταβάλει ριζικά, επηρεάζοντας αντίστοιχα όλες τις πτυχές της ζωής αυτής της πόλης. Βέβαια, αυτή η μελέτη μας δεν εξετάζει αυτό το θέμα, δηλαδή δεν αναλώνεται σε μία καταγραφή των αλλαγών που υπέστη το τοπίο της Αθήνας. Επικεντρώνεται κυρίως στο πώς επηρέασε και επηρεάζει το συγκεκριμένο ανάγλυφο τη ζωή σε αυτήν την πόλη.

2.5 Η Αττική όπως ήταν πριν από 18.000 χρόνια. Πρόπλασμα: Π. Δημητριάδη

Από αυτή την άποψη οι λόφοι των Αθηνών, θα έλεγε κανείς ότι είναι παροδικοί μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Κατά την τεράστια διάρκεια του πλανήτη, μια τέτοια μεταμόρφωση μοιάζει σχετικά βραχύβια. Βέβαια, η ανθρώπινη αντίληψη για το χρόνο είναι σχετική, αφού, για τον άνθρωπο που ορίζει την ιστορία του στα πλαίσια μερικών χιλιετιών, έχει μεγάλη σημασία αυτοί οι λόφοι να θεωρούνται αμετάβλητα δεδομένα, πάγια στοιχεία ενός σκηνικού ζωής. Ναι μεν μπορεί να ανησυχούμε για την μελλοντική τους πορεία, ωστόσο, αυτή εξαρτάται περισσότερο από τις δραστηριότητες του ίδιου του ανθρώπου, που επιφέρουν άμεσες δραστικές αλλαγές, και όχι τόσο από τα φυσικά φαινόμενα τα οποία δρουν σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου.

21


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

2.6 Αττικό ανάγλυφο. Αξονομετρικό Σχέδιο. ΠΕΝΤΕΛΗ

ΠΑΡΝΗΘΑ

ΑΙΓΑΛΕΩ ΥΜΗΤΤΟΣ

ΠΩ Σ Ε Ι Ν ΑΙ ΑΥ ΤΟ ΤΟ Α Ν Α ΓΛΥΦΟ; Το αττικό ανάγλυφο κάθε άλλο παρά ήπιο ή ομαλό δεν θα χαρακτηριζόταν. Πρόκειται για μια επιφάνεια γης που βρέχεται νότια από τη θάλασσα και περιμετρικά περικλείεται από βουνά: στο ανατολικό τμήμα ορθώνεται ο Υμηττός, βορειο-αναατολικά η Πεντέλη, η Πάρνηθα στα Βόρεια - που είναι και το

22

ψηλότερο βουνό της Αττικής- και δυτικά το Αιγάλεω. Μεταξύ αυτών των τεσσάρων βουνών -Αιγάλεω, Πάρνηθας, Πεντέλης και Υμηττού- απλώνεται, λοιπόν, η Αθήνα και ο Πειραιάς. Από αυτά τα βουνά πηγάζουν ποτάμια, εκ των οποίων τα πιο βασικά είναι ο Κηφισός και ο Ιλισός.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

2.7 Αττικό ανάγλυφο και πολεοδομικός ιστός. Αξονομετρικό Σχέδιο. ΠΕΝΤΕΛΗ

ΠΑΡΝΗΘΑ

ΑΙΓΑΛΕΩ

ΥΜΗΤΤΟΣ

800

400

0 (m

)

0

0 200 0

2.8 Άποψη λεκανοπεδίου από Τουρκοβούνια.

ΠΑΡΝΗΘΑ

ΑΙΓΑΛΕΩ

23


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

ΥΠΟΜΝΗΜΑ Εσωτερικοί Λόφοι 1. λόφος Φιλοπάππου(Μουσών) και 2. λόφος Αστεροσκοπείου (Νυμφών) 3. Λυκαβηττός 4. Αρδηττός (μαζί με το λόφο της Άγρας) 5. λόφος Στρέφη 6. Τουρκοβούνια 7. λόφος Ακρόπολης

2.9 Χάρτης της Αττικής με την τοπογραφία και τον πολεοδομικό ιστό της πόλης.

24


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

2.10 Χάρτης της Αττικής με την τοπογραφία των λόφων και των ποταμών.

25


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

ΑΚΡΟΠΟΛΗ

ΑΙΓΑΛΕΩ

ΚΑΣΤΕΛΛΑ

ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

ΔΥΤΙΚΟΙ ΛΟΦΟΙ

Τομή Α-Α’ Από τον Πειραιά --> στην Πεντέλη.

ΠΕΝΤΕΛΗ

Τομή Β-Β’ Από την Πεντέλη --> στον Πειραιά.

ΠΑΡΝΗΘΑ ΑΙΓΑΛΕΩ

ΚΑΣΤΕΛΛΑ

Όψη Γ-Γ’ Άποψη από τον Πειραιά προς την Αθήνα.

ΥΜΗΤΤΟΣ

Τομή Δ-Δ’ Τέμνοντας τον Υμηττό και το Αιγάλεω, κοιτώντας προς τον Πειραιά.

26

ΤΟΥΡΚΟΒΟΥΝΙΑ


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

ΠΕΝΤΕΛΗ

ΠΑΡΝΗΘΑ

Υ Μ Η Τ ΤΟ Σ TOΥΡKOBOYNIA

ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

ΑΚΡΟΠΟΛΗ

ΠΕΝΤΕΛΗ

ΥΜΗΤΤΟΣ

ΛΟΦΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

ΑΙΓΑΛΕΩ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

27


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Η ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Εστιάζοντας στο κέντρο της Αθήνας, το «άστυ» έχει επίσης πολύ ενδιαφέρουσα γεωμορφολογία. Ιδιαίτερα γνωστός είναι ο χαρακτηρισμός η επτάλοφη Αθήνα, καθώς περιλαμβάνει έξι και έναν λόφους: 1. το λόφο Μουσών (ή αλλιώς το λόφο Φιλοπάππου) νοτιοδυτικά από την Ακρόπολη, 2. το λόφο Νυμφών (ή αλλιώς το λόφο Αστεροσκοπείου) 3. το Λυκαβηττό, 4. το Αρδηττό (μαζί με το Λόφο της Άγρας), 5. το λόφο Στρέφη, 6. τα Τουρκοβούνια 7. το λόφο της Ακρόπολης

7

Εκτός από αυτούς τους επτά λόφους, που είναι οι πιο γνωστοί κυρίως για την ιστορία και τους μύθους τους, υπάρχουν και άλλοι όπως ο Αγοραίος Κολωνός, ο Λόφος Ελικώνας (Κυψέλη, 184 μέτρα), ο λόφος της Δάφνης, ο Λόφος Σκουζέ, ο λόφος της Καστέλας (Πειραιάς, Μουνιχία στην αρχαιότητα), ο λόφος Κατσιπόδι, ο λόφος της Σικελίας κλπ.

2.12 Οι επτά λόφοι της Αθήνας.

ΥΜΗΤΤΟΣ

ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΑΡΔΗΤΤΟΣ

ΑΙΓΑΛΕΩ

Λ. ΜΟΥΣΩΝ Λ. ΝΥΜΦΩΝ

2.13 Νοτιοανατολική άποψη του λεκανοπεδίου από το Λυκαβηττό. 28


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

Τα Τουρκοβούνια, με μέγιστο υψόμετρο στα 337μ., αποτελούν τον υψηλότερο λόφο εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας. Πρόκειται για μία εκτεταμένη βραχώδη λοφοσειρά που χωρίζει το λεκανοπέδιο σε ανατολικό και δυτικό. Ο Λυκαβηττός υψώνεται στα 277 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και 227 μέτρα πάνω από την πόλη.. Ο βράχος του Λυκαβηττού είναι αρκετά ανώμαλος και το πάχος του είναι μεγαλύτερος από αυτόν της Ακρόπολης. Η Ακρόπολη φτάνει στα 156 μέτρα από τη θάλασσα, αλλά αν την μετρήσεις από την πλατεία Συντάγματος, στην πραγματικότητα είναι μετά βίας 60 μέτρα. Από την πλατεία Μοναστηρακίου η απόσταση μέχρι την Ακρόπολη είναι μεγαλύτερη, φτάνοντας τα 100 μέτρα περίπου. Ο λόφος Αστεροσκοπείου (= ο λόφος των Νυμφών) με την Πνύκα και δίπλα ο λόφος των Μουσών με το μνημείο του Φιλοπάππου παρουσιάζουν μέγιστο ύψος 147 μέτρα, ο λόφος των Νυμφών (με ύψος 104 μέτρα), όπου βρίσκεται το αστεροσκοπείο, πάνω απ’ το Θησείο, ο λόφος της Πνύκας (109 μέτρα). Ο λόφος του Στρέφη επίσης έχει ένα μέγιστο υψόμετρο γύρω στα 150 μέτρα ενώ ο Αρδηττός στέκει σε ύψος 133 μέτρων. Τα βραχώδη εδάφη του Πειραιά σχημάτισαν ένα σπουδαίο λόφο με 80 μ. υψόμετρο. Ο λόφος της Καστέλας επειδή μετράει από τη θάλασσα 80 μέτρα, φαίνεται να είναι ψηλότερος από την Ακρόπολη, που όμως δεν είναι. 2.14 Οι επτά λόφοι στην Αττική. ΠΕΝΤΕΛΗ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΠΑΡΝΗΘΑΣ

ΤΟΥΡΚΟΒΟΥΝΙΑ

ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

2.15 Βορειοανατολική άποψη του λεκανοπεδίου από την ψηλότερη κορυφή του Λυκαβηττού. 29


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

ΟΙ Λ ΟΦ ΟΙ ΤΗΣ ΑΘ ΗΝΑ Σ

2.16 H Aκρόπολη ανάμεσα στα Τουρκοβούνια και το Λυκαβηττο, στο βάθος ο Υμηττός, από το λόφο των Μουσών (Φιλοπάππου).

2.17 Ο λόφος των Μουσών (Φιλοπάππου) και το Κουκάκι έως τη θάλασσα.

2.19 Ο λόφος του Άρειου Πάγου και πιο πίσω των Νυμφών (του Αστεροσκοπείου) από την Ακρόπολη.

2.20 Ο λόφος του Στρέφη από το Λυκαβηττό.

30


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

2.18 Το Παναθηναϊκό στάδιο και ο λόφος της Άγρας από τον Αρδηττό. Στο βάθος δεξιά ο Υμηττός και αριστερά η Πεντέλη.

2.21 Ο Λυκαβηττός από το Αστεροσκοπείο. 31


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Λ ΟΦ ΟΙ ΠΟ Υ « ΧΑΘ ΗΚΑΝ »

2.22 Ο λόφος της Καλλιθέας, από το Φιλοπάππου.

2.23 Θέατρο βράχων. Ένα παλιό νταμάρι στον Υμηττό.

Φιλοπάππου

Ακρόπολη Λόφος

2.25 Ο βράχος της Σχιστής Πέτρας, περικυκλωμένος από τον αστικό ιστό. 32

2.26 Η Συγγρού, με εμφανή το λόφο της Σικελίας, που σήμερα δεν υπάρχει.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

Λυκαβηττός.

Σχιστή Πέτρα Λυκαβηττού

2.24 Πρόποδες Λυκαβηττού. Άποψη από το λόφο του Στρέφη.

Λυκαβηττός.

Τουρκοβούνια

Υμηττός. Άρειος Πάγος

Προσφυγικές πολυκατοικίες

Σικελίας

2.27 Πρόποδες Τουρκοβουνίων, άποψη από Λυκαβηττό. 33


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

ΤΑ ΠΟ ΤΑΜΙΑ ΤΗΣ ΑΘ ΗΝ Α Σ Αναπόσπαστο στοιχείου του ανάγλυφου βέβαια είναι τα ποτάμια που το διατρέχουν. Τα ποτάμια πηγάζουν από τα βουνά και κυλούν ανάμεσά τους. Οι ποταμοί είναι οι φυσικοί αγωγοί του ρέοντος νερού πάνω στην επιφάνεια της Γης. Το νερό με τη σειρά του είναι ο κυριότερος παράγοντας διαμόρφωσης του επιφανειακού ανάγλυφου, καθώς αποτελεί βασικό μεταφορέα των υλικών της ξηράς προς τη θάλασσα. Γίνεται φανερή η γεω-διαμορφωτική ιδιότητα του νερού, το οποίο έχει το ρόλο του φυσικού μεταβολιστή.12 Το νερό, ως τροποποιητικός του παράγοντας, σκάβει και σμιλεύει το έδαφος, αναφερόμενοι στα ρυάκια και στα ποτάμια μέχρι στις νεροποντές και τους κατακλυσμούς. Λόγω αυτού του σμιλεύματος, οι λόφοι έγιναν τριγωνικοί στην κορυφή τους.13 Τα ποτάμια, λοιπόν, οργανώνουν και διαμορφώνουν με το σχηματισμό και τη ροή τους την επιφάνεια του ανάγλυφου. Ωστόσο, το ανάγλυφο και τα ποτάμια βρίσκονται σε μια σχέση αμφίδρομης επιρροής. Σε αυτή τη βάση, επακόλουθη είναι η μετάφραση της τοπογραφίας σε υδρογραφικό σύστημα. Η μορφολογία του εδάφους δίνει κατεύθυνση στις υδάτινες ροές στα πλαίσια της υδροκριτικής αττικής λεκάνης. Για την χάραξη ενός υδρογραφικού γραφήματος βασική προϋπόθεση αποτελεί το γεγονός ότι η κατεύθυνση της υδάτινης ροής θα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις βαρυτική, ακολουθώντας τη συντομότερη διαδρομή στις υψομετρικές καμπύλες του χώρου. Έτσι, καθίσταται ορατό ένα πεδίο επιμέρους ροών που συσχετίζει την τοπογραφία με το ρυθμό μεταβολής διεύθυνσης της ροής, δίνοντας πληροφορίες για περιοχές υψηλής συγκέντρωσης υδάτων σε κοίλα σημεία και περιοχές γρήγορης απορροής σε κυρτά σημεία.14

34

2.28 Η ευνοϊκή μορφολογία του εδάφους στο λεκανοπέδιο των Αθηνών και οι φυσικές πηγές νερού συνέβαλαν στο σχηματισμό ενός μεγάλου αριθμού ρεμάτων, των οποίων η κοίτη είναι άλλοτε ανοιχτή άλλοτε καλυμμένη.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

Στην Αθήνα, τρεις ήταν οι βασικοί ποταμοί που διέρρεαν την πεδιάδα της Αττικής κατά την αρχαιότητα, οι δύο εκ των οποίων απλώνονταν πέραν των ορίων της πόλεως. Το δυτικό και μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας έβρεχε ο Κηφισός, που είχε τις πηγές του στους πρόποδες της Πάρνηθας στα βόρεια και συνέχιζε την πορεία του για 27 χλμ., έως ότου εκχυνόταν στον Φαληρικό κόλπο. Το ανατολικό τμήμα διέσχιζε ο Ιλισσός, ο οποίος εκκινούσε από τις υπώρειες του Υμηττού κατευθυνόμενος προς δυσμάς, παρέρρεε τον Αρδηττό και, μέσω της κοιλάδας που σχηματιζόταν ανάμεσα στους λόφους των Μουσών (Φιλοπάππου) και της Σικελίας (δεξιά της σύγχρονης λεωφόρου Συγγρού), δεχόταν στην κοίτη του τα νερά του Ηριδανού και εν συνεχεία συναντούσε τον Κηφισό στα νοτιοανατολικά. Μικρότερος των δύο προηγούμενων ήταν ο Ηριδανός, παραπόταμος του Ιλισού, που πήγαζε στις νότιες πλαγιές του Λυκαβηττού και διέσχιζε την αρχαία πόλη των Αθηνών από ανατολικά προς στα δυτικά, αποτελώντας έναν από τους από τους πρώτους ποτάμιους κλάδους της αρχαίας Αθήνας. Κυλούσε βορείως της Ακροπόλεως, περνούσε μέσα από την Αγορά και, συνεχίζοντας τη ροή του βορειοδυτικά, κατά μήκος του βορείου κρασπέδου της Πνύκας, εξερχόταν του τείχους σε σημείο κοντά στην Ιερά Πύλη και, αφού χανόταν υπογείως για μερικές εκατοντάδες μέτρα, στρεφόταν προς νότο, όπου εξέβαλλε στον Ιλισό. Σήμερα, ο Κηφισός είναι εγκιβωτισμένος ήδη από το 2000 σε μήκος 13 χιλιομέτρων σε ένα μεγάλο μπετονένιο αγωγό. Το τεχνικό αυτό έργο εξυπηρετούσε και την κατασκευή αυτοκινητόδρομου (τμήματος της Εθνικής Οδού Αθηνών - Λαμίας) πάνω από τον ποταμό.15 Ο Ιλισός επίσης είναι πλέον αφανής στην πόλη. Οι εργασίες επικάλυψής του ολοκληρώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960.16

2.29 Ο ποταμός Κηφισός, φωτογραφη-μένος κάτω από την εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας.

2.30 Ο ποταμός Ιλισός, του οποίου η κοίτη έχει ανοιχτή δομή στην περιοχή του Μοσχάτου.

2.31 Σχετικά με τον Ηριδανό, σήμερα είναι ορατή μόνο η κοίτη του ποταμού στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού (δίπλα στην Ιερά Πύλη), η οποία διασχίζει τον χώρο των ανασκαφών (νεκρόπολη Κεραμεικού) από ανατολικά στα δυτικά για περίπου 200 μέτρα.

35


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

A4. Το κλίμα και τ ο αττικό φως

κατοίκησης, και ταυτόχρονα διαμόρφωσε με τον καιρό την ιδιαίτερη σχέση των κατοίκων με το περιβάλλον και τις συνήθειες της καθημερινής ζωής, μιας ζωής λιγότερο συνδεδεμένης με το κατάλυμα και την εστία και περισσότερο με τον υπαίθριο χώρο, την κοινότητα και την αγορά.19 Οι σχετικές έρευνες από αναφορές στους αρχαίους συγγραφείς απέδειξαν ότι οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τους ιστορικούς χρόνους και ιδιαίτερα από τον 7ο ως τον 4ο π.χ. αιώνα ήταν παρόμοιες με τις σημερινές. Ονομαστές είναι για παράδειγμα από την αρχαιότητα οι αττικές καλοκαιρινές νύκτες κατά τις οποίες, λόγω της ξηρότητας της ατμόσφαιρας, η παραμονή στο ύπαιθρο είναι πολύ ευχάριστη. «Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μες τα θερινά τα σινεμά…» μας τραγουδούσε πριν λίγα χρόνια κι ο Λουκιανός Κηλαηδώνης.20 2.32 Στις παρυφές του χρόνου το θρόισμα των πτυχώσεων. Φως και σκιά.

Οι άυλες παράμετροι του αττικού τοπίου Είναι φανερό ότι καμία αναφορά στο αττικό τοπίο δεν θα μπορούσε να παραλείψει τον καθοριστικό παράγοντα δύο άυλων παραμέτρων, που προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη βιωματική πρόσληψη και εμπειρία του τόπου από τον κάτοικο και τον επισκέπτη της αττικής γης. «Επάνω από την ακίνητη τούτη γεωμετρία της γης, είναι το αεικίνητο Κράτος του Αιθέρος και του Φωτός», λέει ο Δημήτρης Πικιώνης στο κείμενό του, Συναισθηματική Τοπογραφία, το 1935. Και συνεχίζει, «Για τη συναισθηματική μας φύση, η

36

σύλληψη της “ύλης” δεν είναι ανεξάρτητη από τη θερμοκρασία και την κράση της ατμόσφαιρας, από την ένταση και την ποιότητα του φωτός». 17 Και ο Γιώργος Κανδύλης «Τοπίο δεν είναι μόνο το άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον, ούτε μόνο τα μνημεία, αρχαία παλιά ή καινούργια, που στο πέρασμα του χρόνου γίνονται σημάδια-οδηγητές του παρατηρητή. Τοπίο είναι ακόμα το φως, το χρώμα, ο ήχος και καμιά φορά η μυρωδιά..».18 Το κλίμα της αττικής, αποκρυσταλλωμένο ήδη από τα Αρχαϊκά χρόνια σε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα, δημιούργησε ιδανικές συνθήκες

Το κλίμα, «η κινούμενη γεωμετρία της ατμόσφαιρας ενός τόπου», κατά τον Πικιώνη, προσδιορίζει το φως. Το φως και η διαύγεια της ατμόσφαιρας, ο αιθέρας, καθορίζουν τις γραμμές, τα περιγράμματα των σχημάτων και τα χρώματα. Ότι συνθέτει δηλαδή την εικόνα του τοπίου.21 Ο ρομαντικός Περικλής Γιαννόπουλος, αναζητώντας την Ελληνική γραμμή στις αρχές του αιώνα κατέληγε ότι ο ελληνικός χώρος χαρακτηρίζεται από τρία στοιχεία: το φως, τη γραμμή και το χρώμα. Και ο συνδυασμός και η συνεύρεση των στοιχείων αυτών «ανταυγάζει» την καθαρότητα, τη διαφάνεια, τη σαφήνεια, τη λεπτότητα, τη διαύγεια, που καθορίζουν τη χωρική ποιότητα του Αττικού τοπίου.22


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

Αναρίθμητες και διαχρονικές είναι οι αναφορές στο Αττικό φως και στον τρόπο που επηρέασε την ανθρώπινη δημιουργία και τον ελληνικό πολιτισμό. Ας μείνουμε προς το παρόν στον πιο οικείο σε εμάς παρατηρητή της αττικής γης, στον Δ. Πικιώνη που λέει: «Η βαθυτάτη απορία που γεννιέται στον άνθρωπο από το θέαμα της απόλυτης ομορρυθμίας ανάμεσα φωτός και αιθέρος ενός τόπου και της γεωμετρίας του εδάφους του, τον στενεύει να παραδεχτεί την ύπαρξη μιας αρμονικής ενότητας ανάμεσα των τριών τούτων στοιχείων. Πώς αλλιώς να εξηγήσει το πνεύμα μας την ασύγκριτη τούτη αρμονία ανάμεσα στο καθαρό, πνευματικό και πλαστικότατο σχήμα των αττικών βουνών και του αβρού, λεπτού αιθέρος και του λαμπρού φωτός;» καταλήγοντας στο ότι «η γεωμετρία του εδάφους ενός τόπου, του αιθέρος και του φωτός είναι στοιχεία ομόρρυθμα».23

2.33, 2.34 Ο αττικός χώρος χαρακτηρίζεται από τρία στοιχεία: φως γραμμή και χρώμα. Φωτ.: Τ. Τζανετόπουλος

Η καθαρότητα του φωτός και η διαφάνεια του κλίματος μας προσκαλεί σε περιηγήσεις συστήνοντας ένα ανοιχτό τρόπο ζωής, προσανατολισμένο προς το έξω και όχι το μέσα, κάτι που έχει μεγάλη αξία για το πώς αντιλαμβανόμαστε στον κόσμο δίπλα μας. Ο αττικός καιρός και το αττικό τοπίο γενικά επιτρέπει. Έτσι, εμπεδώνεται η αίσθηση του «εν δυνάμει μπορώ», η ελευθερία, μεγάλα πολιτιστικά αγαθά αυτού του τόπου. Η παιδευτική αξία αυτού του τοπίου, σε εκπαιδεύει σαν αρχιτέκτονα και σαν άνθρωπο, σου δείχνει πώς να συλλάβεις τα νοήματα του τόπου αυτού. Η δύναμή του είναι ότι αυτό το τοπίο έχει πολιτιστική χροιά.

37


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

A5.1 Η πρώιμη κατοίκηση - Η Αθήνα της αρχαιότητας

2.35 Η μουσική μιας αναπνοής.

Η Αττική γη υπήρξε η μήτρα ενός θαυμαστού πολιτισμού, μητέρα και τροφός πολλών επιτευγμάτων και ιδεών. Κατά τους αρχαίους χρόνους, η αττική γη λειτούργησε ως σύμφυτο πλαίσιο της αθηναϊκής τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της ζωγραφικής. Γη που η μορφή της με τις αναπλάσεις του εδάφους, τις αετωματικές γραμμές των βουνών της, την αρμονική σύνταξη των λόφων με τις πεδιάδες της, το διάκοσμο των ακτών της, οδήγησε το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων να δημιουργήσουν ένα “υψηλό δείγμα πολιτισμού”. Έχοντας για πρότυπο την εικόνα της, ο κάτοικος αυτής της γης συνέθεσε σχήματα και περιγράμματα σύμφωνα πάντοτε με την κλίμακα του τοπίου, είτε

38

2.36 Ευθείες σε μάρμαρο.

αντιθετικά, είτε συγγενή με τα σχήματα και τους τόνους της φύσης γύρω του. Ύψωσε στο χώρο σύνολα ισορροπημένα, ώστε η συμμετρία τους να αδελφώνεται με το φυσικό περιβάλλον και να αποτελεί μία ενότητα με τη γη, τους λόφους και τον αιθέρα: “ανήγαγε” δηλαδή το έργο του στη “ρυθμική” του τοπίου. Στην αθηναϊκή πόλη, την πόλη της διαύγειας, η σχέση της γης και των έργων των κατοίκων της δεν είναι τυχαία. Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν βαθιά συνείδηση του τι ήταν η γη που κατοικούσαν, ήξεραν ότι η σοφία τους προερχόταν από τη φύση της, είχαν βαθύτατη “ενόραση” που τους έκανε ικανούς να δουν μέσα από αυτή τη φύση την προέλευση του νοητού τους κόσμου.24

«Ως κιονοστοιχία ξετυλίγεται ο χορός... Σείονται οι κορφές των βουνών και τα νερά αρχίζουν να τρέχουν. Ο ρυθμός τούτης της περπατησιάς, των πτυχώσεων που πέφτουν ελεύθερα γύρω από το κορμί, οι κυματισμοί της κόμης εξηγούν το τοπίο». Δ. Πικιώνης Συναισθηματική Τοπογραφία 1935

2.37 Σκίτσο Πικιώνη. H ρυθμική του τοπίου.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

2.38 Δύο οικίες του 5ου α. π.Χ. δυτικά του Άρειου Πάγου. Έχουν χαρακτηριστική εσωστρεφή δομή: χώροι διημέρευσης οργανωμένοι γύρω από μια περίστυλη κλειστή, εσωτερική αυλή.

2.39 Ελγίνεια Μάρμαρα, Βρετανικό Μουσείο. Αυτό που απεικονίζεται και θαυμάζεται είναι το ανθρώπινο σώμα.

Σε αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν δείχνουν τάσεις θαυμασμού ή υποταγής απέναντι στη φύση. Η ανα-παράσταση της φύσης τους αφήνει σχεδόν αδιάφορους. Δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα, ούτε κινούνται προς ζωγραφικές απόψεις που να εκπνέουν το ωραιοποιημένο ή το γραφικό, αυτό που αντιπροσωπεύει η έννοια του picturesque. Η φύση ή πιο σωστά η θέα της φύσης δεν μπορεί για αυτούς να εντοπιστεί ως μία οριοθετημένη εικόνα, ως ένα κάδρο, όπως για έναν αστό του 19ου αιώνα στην Ευρώπη.25 Οι Αρχαίοι Έλληνες ζουν μέσα στη φύση και μάλιστα την βιώνουν σε μια βάση καθημερινότητας. Γυρνούν στο σπίτι τους μόνο για ένα ύπνο, σε ένα σπίτι με χαρακτηριστική εσωστρεφή δομή: χώροι διημέρευσης οργανωμένοι γύρω από μια περίστυλη κλειστή, εσωτερική αυλή. Και αυτό γιατί το υπόλοιπο της μέρας είναι μέσα στη φύση, έξω στην Αγορά. Σε συνδυασμό με το ήπιο κλίμα

σχεδόν ολόκληρη η ζωή του Αρχαίου Αθηναίου διαδραματίζεται έξω από το σπίτι και όλα γίνονται στο ύπαιθρο: στις στοές, σε ανοιχτούς υπόστεγους χώρους όπου οι άνθρωποι έκαναν περίπατο, στους τόπους των λαϊκών συνελεύσεων -στην Πνύκα με το πέτρινο βήμα της πάνω στο λόφοστα θέατρα, όπως το θέατρο του Διονύσου στους πρόποδες της Ακρόπολης κλπ.26 Με λίγα λόγια, η φύση δεν είναι ένα αισθητικό αντικείμενο λατρείας και απόλαυσης αλλά ένα περιβάλλον ζωής.

που δεν φέρει υπαινικτικούς συμβολισμούς, αλλά που στρέφεται στη ρεαλιστική εικόνα του ανθρώπινου σώματος. Αυτή θα συναντούσαν όταν θα ανέβαιναν στην Ακρόπολη. Σήμερα, αν κανείς ανέβει στην Ακρόπολη, θα αγναντεύει την πόλη και τις θεάσεις της, τότε όμως οι Αρχαίοι Έλληνες δεν ενδιαφέρονταν για την εικόνα της θέας της πόλης. Η επίσκεψη στην Ακρόπολη ήταν συνυφασμένη με το θαυμασμό στα έργα της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής. Συνέβαιναν όλα τα άλλα, εκτός από αυτό.27

Αντίθετα, αυτό που συνήθως απεικονίζεται και θαυμάζεται είναι το ανθρώπινο σώμα, δηλαδή ένα ώριμο σώμα στο άνθος της ηλικίας. Με άλλα λόγια αυτή είναι η συνήθης θεματολογία στα αναθήματα και αγάλματα. Οι Αρχαίοι Έλληνες κρίνουν ότι αυτό που θα έπρεπε να προσφερθεί στα μάτια ενός θεού είναι το ανθρώπινο σώμα και έτσι όλη η τέχνη τους είναι συγκεντρωμένη γύρω από αυτό. Πρόκειται για μία τέχνη ανθρωπο-παραστατική,

Φτάνοντας, λοιπόν, στην Ακρόπολη αντίκρυζε κανείς μπροστά του ένα τεράστιο ανοικτό μουσείο με άπειρα εκθέματα, πλασμένα για και από τον άνθρωπο, όπου σε αυτό συνοψιζόταν και η ουσία του μέρους αυτού. Η εικόνα των κτισμάτων πρόβαλλε αρμονικά, το καθένα υψώνεται μόνο στον αιθέρα ενώ η θέα γύρω του τοπίου εξαφανίζεται σκόπιμα. Μόνο ανάμεσα στο ναό του Ερεχθείου και των Αρρηφόρων, η κορυφή

39


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

2.40 H Ακρόπολη από ψηλά. Ένα τεράστιο ανοικτό μουσείο με εκθέματα, πλασμένα για και από τον άνθρωπο.

του Λυκαβηττού, μοναδικό στοιχείο της φύσης συμπληρώνει την εικόνα, θαρρείς για να θυμίζει τον κοσμογονικό μύθο αυτής της γης. Η λογική του αρχιτέκτονα εκείνης της περιόδου ρυθμίζει τη σύνθεση του έργου, έτσι ώστε στο θεατή, που το πρωτοαντικρίζει, να δώσει την εικόνα ενός συνόλου ιδωμένου μέσα στο χώρο,

σε μια ενότητα με τη φύση γύρω, όπου ο λόφος, η κλίση του εδάφους και των κλιτύων του, η ασσυμετρία και η συμμετρία να συνθέτουν το σύνολό του.28 Ο Αρχαίος Έλληνας, λοιπόν, ανέβαινε πάνω στο λόφο της Ακρόπολης λόγω των θεσμών, λόγω μιας διαδικασίας όπου η ατομική ταυτότητα

2.41 Το μνημείο της Πνύκας με φόντο την Ακρόπολη και το Λυκαβηττό. 40

συνδεόταν άμεσα με την ταυτότητα της πόλης. Τα Παναθήναια, γνωστός θεσμός της αρχαίας Αθήνας ήταν η γιορτή για όλους τους Αθηναίους, όπου μια πομπή -που πιστεύεται πως αναπαρίσταται στη ζωφόρο του Παρθενώνα- περιπλανιούνταν στη πόλη μέσω της οδού Παναθηναίων και αποκορυφωνόταν στην Ακρόπολη. Ο εορτασμός περιλάμβανε αθλητικούς, μουσικούς και άλλους αγώνες και την απόδοση βραβείων και τιμών.29 Αυτό το κομμάτι της επίσκεψης στο λόφο, λοιπόν δεν ήταν πράξη θρησκοληψίας, αλλά ήταν μέρος της συμμετοχής στην πολιτεία, δηλαδή μέρος της πολιτικής και πολιτειακής συγκρότησης στην πόλη. Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, μπορεί κανείς να ανέβαινε στην κορυφή του λόφου της Πνύκας, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία του Δήμου, για να ακούσει κάποιο πολιτικό ή ρήτορα να αγορεύει. Με τον όρο πόλη, νοείτο η ένωση ανθρώπων και όχι τόσο το ακίνητο κεφάλαιο γης και οικημάτων. Η πόλη γινόταν αντιληπτή περισσότερο ως μια κινούμενη μονάδα ανθρώπων με μια εξασφαλισμένη γεωγραφική βάση, στην ενδοχώρα του άστεως.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

Βέβαια, πέρα και από αυτή την πράξη των πιο επίσημων και μάλλον πιο επετειακών δραστηριοτήτων του ανθρώπου πάνω στους λόφους, η παρουσία του επί των λόφων γίνεται μόνιμη και καθημερινή, συνδεόμενη με την κατοίκηση. Στη διάρκεια της αρχαιοελληνικής και της ρωμαϊκής περιόδου, οι λόφοι δυτικά της Ακρόπολης αποτελούσαν μέρος της πόλης. Η λοφώδης περιοχή καλυπτόταν από επαύλεις και κατοικίες, δεδομένου ότι η τοποθεσία αυτή προσέφερε την ωραιότερη θέα και τις καλύτερες κλιματικές συνθήκες.30 Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο δήμος Μελίτης, που υπήρξε ένας από τους πολυπληθέστερους δήμους του “άστεως” των Αθηνών. Γενικότερα, την εποχή του Κλεισθένη, ο αττικός χώρος έχει ένα κέντρο, το «άστυ», που αποτελεί την καρδιά αυτής της γης. Η Αγορά αποτελεί το κέντρο του «άστεως», όπου τοποθετείται η κοινή Εστία. Τα μέρη αυτού του χώρου φανερώνουν μια συμμετρία, μια ισοδυναμία μέσα στην κοινή τους σχέση προς το κέντρο (κοινή εστία), που παρόμοια πάλι αυτή εκφράζει την ομοιογένεια και την ισότητα

John McK Camp II, “Η Αγορά της Αρχαίας Αθήνας: σύντομος οδηγός”, εκδόσεις ASCSA, 2003. σελ. 24-25

2.42 Η περιοχή της Αγοράς, Αθήνα 150 μ.Χ. Στο δήμο Μελίτη είχαν τις κατοικίες τους εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο Θεμιστοκλής, ο Μιλτιάδης, ο Κίμων, ο Αλκιβιάδης, ο Επίκουρος κ.α. Εκτεινόταν Ν και ΝΔ της Αρχαίας Αγοράς, σε περίοπτη θέση, στις βραχώδεις πλαγιές των λόφων του Αγοραίου Κολωνού, των Νυμφών και της Πνύκας, με θέα προς το βράχο της Ακρόπολης, τον απέραντο ελαιώνα και τη θάλασσα και σε άμεση σύνδεση με τα πολιτικά κέντρα της Αθηναϊκής Αγοράς και της Πνύκας. Στους κλασσικούς χρόνους όταν οι δυτικοί λόφοι των Μουσών, Πνύκας και Νυμφών συμπεριελήφθησαν στο Θεμιστόκλειο περίβολο, ο δήμος Μελίτης επεκτάθηκε στα βραχώδη υψώματα και παρουσίασε μεγάλη οικιστική ανάπτυξη με ένα πυκνό οδικό και υδροδοτικό δίκτυο, πλήθος λατρειών και ιερών, εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες.

2.43 Τα λαξευμένα πάνω στο φυσικό βράχο οικιστικά κατάλοιπα του Δήμου Μελίτη. 41


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

«Το δ’ άστυ αυτό πέτρα εστίν περιοικούμενη κύκλω, επί δε τη πέτρα το της Αθήνας ιερόν». Δ. Πικιώνης 2.44 Σκίτσο της αθηναϊκής τοπογραφίας. Στο κέντρο η Ακρόπολη.

και όχι τη διαφοροποίηση ή την ιεραρχία. Συνιστά ένα ανοικτό πολιτικό κέντρο. Χωρικά τοποθετείται σε ένα πλάτωμα, προσιτό από όλους, εγγύτατα και βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Στον 4ο αιώνα μεταβάλλεται η διάταξη της πόλης. Ο Πλάτωνας συνεχίζει με τις ίδιες αντιλήψεις, αλλά η «πόλη» του ως προς τη μορφή θυμίζει την πόλη-χώρο του Κλεισθένη. Στο κέντρο της πλατωνικής πόλης δημιουργείται ένας κλειστός κυκλικός περίβολος, η Ακρόπολη. Γύρω από αυτή οργανώνεται, και πάλι κυκλικά, ο χώρος του «άστεως». Η περιοχή έξω από τον κύκλο διαιρείται, με ισοδύναμο τρόπο, σε δώδεκα μέρη που αντιστοιχούν στις δώδεκα φυλές. Ο πολιτικός χώρος του Πλάτωνα, όντας κυκλικός και έχοντας ένα κέντρο, διαφέρει από το χώρο του Κλεισθένη σε ένα βασικό σημείο: δεν είναι η Αγορά το πολιτικό κέντρο, που αποτελεί τον πυρήνα του κύκλου, αλλά ο λόφος της Ακρόπολης.31 Ο Δ. Πικιώνης μας προλαβαίνει, λέγοντας πως: «Το δ’ άστυ αυτό πέτρα εστίν περιοικούμενη κύκλω, επί δε τη πέτρα το της Αθήνας ιερόν»32, εννοώντας ότι αυτή η πόλη είναι ένας οικισμός γύρω από μια πέτρα και πάνω σε αυτή την πέτρα είναι το ιερό της Αθήνας. περιοικέω (περίοικος): κατοικώ περίξ τινός προσώπου ή τόπου πέτρα: βράχος ή βραχώδης κορυφή ή ράχις33

42

Είναι φυσικό επακόλουθο στο πιο δεσπόζον σημείο της πόλης, ο άνθρωπος να τοποθετήσει ό,τι θεωρεί το σπουδαιότερο επίτευγμα του πολιτισμού και της ταυτότητάς του. Πρόκειται για μία πράξη που καταδεικνύει την αέναη προσπάθειά του να ορίσει την παρουσία του στο χώρο. Βλέπουμε πως ο βράχος αυτός είχε νοηματοδοτήσει τη ζωή της αρχαίας Αθήνας, τόσο σε σχέση με τη γεωγραφική και πολεοδομική οργάνωση της πόλης όσο και σε σχέση με όλο το πολιτισμικό και πνευματικό της φάσμα. Βέβαια, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι δραστηριότητες των Αθηναίων δεν περιορίζονται μόνο στο κέντρο της Αθήνας, αλλά εξαπλώνονται στο σύνολο της Αττικής. Ο Κλεισθένης με βάση τη φυσική διαμόρφωση, το κλίμα και τις δραστηριότητες των κατοίκων διέκρινε τη «χώρα» σε τρεις περιοχές: το άστυ, τη μεσογαία και την παραλία. Αυτή η πράξη αποτέλεσε και τη βάση της πολιτειακής οργάνωσης της πόλης σε 10 φυλές, 30 τριττύς και 100 δήμους που ο αριθμός τους έφτασε τους 174, όπως μας πληροφορεί ο Στράβων (9,1,16).34 Οπότε για να έχουμε μια ορθότερη εικόνα της ζωής των κατοίκων της Αττικής, μάλλον χρειάζεται να τους φανταστούμε να μένουν και να κινούνται μέσα σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής, μια συνεχής περιήγηση πάνω σε αυτό το ανάγλυφο που αποτέλεσε μέτρο και πηγή έμπνευσης των δημιουργημάτων τους.

2.45 Οι 10 φυλές της Αθήνας, σε τρεις περιοχές: το άστυ, τη μεσογαία και την παραλία.

2.46 Άποψη από Φιλοπάππου. Ο βράχος της Ακρόπολης απέδωσε νόημα στην πόλη συνιστώντας το κέντρο της γέννησης, την αφετηρία της χωρικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής της σύστασης.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

43


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

A5.2 Η αισθητική «κατοίκηση» - Οι περιηγητές της Δύσης και το αττικό τοπίο Σε αυτό το κεφάλαιο θα δούμε μια αντιμετώπιση της Αθήνας και του ανάγλυφου της, που διαφέρει ριζικά από αυτή των αρχαίων Ελλήνων που περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Αφορά τους περιηγητές της Δύσης που επισκέπτονται την Αθήνα, ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα, οι οποίοι κρατούν σίγουρα μια στάση έντονου θαυμασμού απέναντι στο αττικό τοπίο, έχοντας διαμορφώσει μια ρομαντική θεώρηση για αυτό και ό,τι αντιπροσωπεύει. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ζούσαν μέσα στη φύση, βιώνοντας αληθινά και ουσιαστικά τον τόπο, σε άμεση αλληλεξάρτηση με το αττικό τοπίο, ενώ οι δυτικοί περιηγητές στέκονται απέναντί του, αντιμετωπίζοντάς την ως μια οριοθετημένη εικόνα, ως κάτι το γραφικό και αισθητικά ωραιοποιημένο που χρειάζεται να το μετατρέψουν σε έργο τέχνης. Η πόλη της Αθήνας στην εποχή του Βυζαντίου και στα χρόνια της φράγκικης κυριαρχίας συρρικνώθηκε σε μεγάλο βαθμό, ενώ, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί η πολεοδομική παράδοση αστικού βίου ούτε και η ειδική σχέση τοπίου και αρχιτεκτονικής όπως εμφανίζεται στην εξέλιξη των κεντροευρωπαϊκών πόλεων ήδη από τον 15ο αιώνα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Α. Παπαγεωργίου-Βενετάς «η Αθήνα ήταν μια ταπεινή κωμόπολη που φυτοζωούσε στο περιθώριο της ιστορίας».35 Στις αρχές του 19ου αιώνα η άγονη εικόνα, η ερήμωση και η αποψίλωση του αττικού τοπίου, μετά από πολλούς αιώνες αργής καταστροφής και πληθυσμιακού μαρασμού, ήταν, όπως μαρτυρούν τα ακριβή εικονογραφικά τεκμήρια πολλών ξένων περιηγητών, μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Οι εκτάσεις πρασίνου έλειπαν τελείως από την πόλη. Εν τούτοις, η προβληματική κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος δεν μείωσε καθόλου την

44

2.47 Η Ακρόπολη και το Ολυμπείο, Dupré, 1819. Φωτ.: Μουσείο Μπενάκη 2.48 Η Ακρόπολη από τα νοτιοδυτικά, Préaux, 1804. Φωτ.: Μουσείο Μπενάκη


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

ακόμα γεννηθεί.

2.49 Το θέατρο του Θορικού, Dodwell 1819. Φωτ.: Μουσείο Μπενάκη

εξαιρετική έλξη και γοητεία που ασκούσε το αττικό τοπίο στους ξένους περιηγητές. Κατ’ επανάληψη δυτικοευρωπαίοι επισκέπτες, συνηθισμένοι σε πολύ πιο πράσινα και ανθηρά τοπία στις χώρες τους μαγεύτηκαν από τη διαύγεια της ατμόσφαιρας, το ανάγλυφο του βραχώδους τοπίου, τις διαβαθμίσεις φωτός και σκιάς, τη λαμπρότητα των χρωμάτων και τα αρμονικά περιγράμματα των βουνών της Αττικής. Οι επισκέπτες αυτοί ανακάλυψαν ένα νέο είδος φυσικής ομορφιάς στον κλασικό χώρο: η εικόνα του αθηναϊκού τοπίου είχε κερδίσει το θαυμασμό των περιηγητών, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων και άλλων καλλιτεχνών, ως ένα θέαμα πλαστικού κάλλους που γινόταν πιο έντονο από την παρουσία των μοναδικών ιστορικών συνειρμών και των αρχαίων μνημείων. 36 Ξεκινάει μια νέα εποχή όπου η Αθήνα άρχισε να

γίνεται και πάλι σημείο αναφοράς και έμπνευσης για περιηγητές, ποιητές, λογοτέχνες, ζωγράφους και αρχιτέκτονες. Εκτός από τα αρχαία μνημεία, οι επισκέπτες ανακάλυπταν σιγά σιγά, παράλληλα με την πόλη, το αττικό τοπίο. Αποψιλωμένο από πραγματική ζωή, έρημο και γυμνό, παρά μόνο με τα ερείπια των ναών, το αττικό τοπίο κεντρίζει τους περιηγητές. Γοητεύονται και αφορμώμενοι από ένα φαντασιακό ιστορικό παρελθόντα βίο σχηματίζουν απεικονίσεις στις οποίες δεν είναι τυχαίο ότι απουσιάζει η ανθρώπινη παρουσία. Γίνεται, λοιπόν, μια ευρεία καταγραφή του αττικού τοπίου, με δημοσιεύσεις, κείμενα, ζωγραφικά έργα, λιθογραφίες, πανοράματα, χάρτες και σχέδια. Αυτά τα στοιχεία είναι πολύτιμα καθώς διασώθηκαν πολλές πληροφορίες για τη μορφή της Αττικής, πριν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, σε μια εποχή που η τέχνη της φωτογραφίας δεν έχει

Τέσσερις Γάλλοι, ο Jacques Paul Babin, o Jean Giraud, o Jacob Spon και ο Guillet de la Guilletière, τρεις Άγγλοι ο George Wheler, o Francis Vernon και ο Bernard Randolph και ένας Ιταλός, ο Cornelio Magni, είναι οι πρώτοι Ευρωπαίοι που μας διέσωσαν στα κείμενά τους ενδιαφέρουσες και πολλές σημαντικές πληροφορίες για την Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή της το 17ο αιώνα. Ο Giraud, Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα, σε έκθεσή του με τίτλο Relation de l’Attique, που χρονολογείται στα 1674, μας δίνει την πρώτη αξιόπιστη εικόνα της Αττικής. Μιλάει για τον Υμηττό, την Πεντέλη, την Πάρνηθα και τον Άγχεσμο, δηλαδή το Λυκαβηττό, για την Κηφισιά, τα Μεσόγεια, την πεδιάδα του Μαραθώνα και για άλλα χωριά. Την ίδια περίπου εποχή, γύρω στα 1675 και 1676, επισκέφτηκαν την Αττική οι Spon και Wheler, οι οποίοι δημοσιεύουν τις πρώτες απεικονίσεις των αθηναϊκών μνημείων καθώς και χάρτη της Αττικής, όπου σημειώνονται βουνά και λόφοι, θάλασσες και ποτάμια, πεδιάδες και οικισμοί και αναγράφονται οι ονομασίες τους.37 H απεικόνιση του τοπίου όσο και τα θέματα φυσικής ιστορίας ξεκινούν να απασχολούν τους περιηγητές κυρίως στο 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα. Το τοπίο αυτό εξυμνείται από αυτούς για την ομορφιά των χρωμάτων και την αρμονία των περιγραμμάτων του. Οι τέσσερις οροσειρές που κλείνουν το λεκανοπέδιο -η Πάρνηθα, η Πεντέλη, ο Υμηττός και το Αιγάλεω-, η θάλασσα του Σαρωνικού στα νότια και δυτικά και του Ευβοϊκού στα ανατολικά, οι διάσπαρτοι λόφοι και πεδιάδες στο εσωτερικό εντυπωσίαζαν ιδιαίτερα τους ταξιδιώτες, σε μια εποχή μάλιστα που τίποτε δεν εμπόδιζε τη θέα του φυσικού τοπίου. Τόσο πολύ η γεωμορφολογία της Αττικής είχε εντυπωσιάσει τον Wordsworth στα 1832-1833, ώστε ο Άγγλος αιδεσιμότατος έδωσε μια δική του εξήγηση.

45


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Έγραψε: «Είναι σαν κάποτε η επιφάνεια της Αττικής να ‘ταν θάλασσα με μεγάλα κύματα, που ξαφνικά πέτρωσαν κι έτσι δημιουργήθηκαν βουνά και πεδιάδες ανάμεσά τους».38 Αυτά τα λόγια αποτελούν ένα δείγμα άκρατου ρομαντισμού και όχι τόσο ενός πολιτικού ανθρωποκεντρισμού. Φαίνεται η αγάπη για μια ρομαντική και φυσιολατρική απεικόνιση. Θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως μια χορευτική συνύπαρξη κοίλων και κυρτών, μια αισθητική απεικόνιση ενός ήπιου βίου, χωρίς άλλες σύγχρονες κοινωνικές ή τεχνολογικές «ενοχλήσεις». Μέσα από τις καταγραφές, επιβεβαιώνεται για ακόμα μια φορά η έλλειψη βλάστησης: «Δυστυχώς, εκτός από τον γκριζωπό ελαιώνα και την φτωχική βλάστηση διαφόρων περιβολιών, δεν παρουσιάζονται άλλες συστάδες δένδρων (…). Η δροσιά λείπει παντού εδώ»39. Αυτά γράφει από την Αθήνα το 1836 ο πρίγκηπας Pueckler-Muskau, ένας γνωστός Γερμανός κηποτέχνης, προβάλλοντας τις δικές του εικόνες και καταβολές, αγνοώντας ίσως το χαρακτηριστικό της αττικής γης, του «άνυδρου» άστεως. Αυτό που εντυπωσιάζει τους περισσότερους, όπως σημειώνουν, πέρα από το να αντικρύσουν την Ακρόπολη και τα κλασικά μνημεία, είναι ο αρμονικός συνδυασμός φύσης και τέχνης. «Κι αν ακόμα δεν μπορείς να αξιολογήσεις τα αρχαία λείψανα» έγραφε ο Henry Holland στα 1812-1813 «μπορείς να θαυμάσεις την κοιλάδα του Κηφισού, το λόφο του Κολωνού, την κορυφογραμμή του Υμηττού, να αγναντέψεις από τη μια τη θάλασσα της Σαλαμίνας και από την άλλη τα υψώματα της Φυλής. Να δεις ακόμα τους χώρους όπου καθαγίασαν το πνεύμα και η φιλοσοφία…».40

46

2.50 Η πεδιάδα του Μαραθώνα. 2.51 Πάρνηθα. Φρούριο Φυλής.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

ΠΙ Ο Σ Υ ΝΟ ΛΙΚΑ Στις καταγραφές που είδαμε, διακρίνεται η αγάπη για μια ρομαντική και φυσιολατρική απεικόνιση. Σε πρώτο επίπεδο, οι περιηγητές αντιλαμβάνονται το αττικό τοπίο ως μια χορευτική συνύπαρξη κοίλων και κυρτών και για αυτό προβαίνουν στην αισθητική απεικόνιση ενός ήπιου βίου, χωρίς άλλες σύγχρονες κοινωνικές ή τεχνολογικές «ενοχλήσεις». Βέβαια, αυτές οι περιηγήσεις βοήθησαν στο να ξαναβρεθεί ένα νήμα κατανόησης αυτού του τοπίου και να γίνει γνωστή η ιδέα της Αθήνας. Στα ερείπια που αντίκρυσαν οι περιηγητές αναδύθηκαν οι συσχετίσεις και οι ιδέες για τη δημοκρατία και τη συμμετοχή, επήλθε η ενθύμηση της ιδανικής πολιτειακής πόλης της Αθήνας. Δημιουργήθηκε μια εικονοποιημένη αίσθηση περιβάλλοντος, ενός περιβάλλοντος αξιών και ιδανικών της ελευθερίας και της ιδεατής δημοκρατίας. Μας δημιουργείται η σκέψη, λοιπόν, πως η αισθητική αξία αυτού του ανάγλυφου μάλλον δεν συνίσταται μόνο από τη γεωμοφολογική του διάρθρωση. Αυτό που πιθανώς συγκινεί βαθύτερα παλαιούς και σύγχρονους είναι η πολιτική συγκρότηση που αναδείχθηκε στο τοπίο, καθώς μιλάμε για το αθηναϊκό τοπίο, το τοπίο της ανάδυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και αυτό δεν το γράφουμε με μια νοσταλγία του παρελθόντος, αλλά για να συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται ναι μεν για ένα γεωγραφικό, γεωλογικό και φυσικό τοπίο αλλά συγχρόνως πρόκειται και για ένα πολιτικό και πολιτιστικό τοπίο. Εγκαθιδρύθηκε η έννοια του αττικού τοπίου ως μήτρα των δημοκρατικών ιδεών.. Αυτό το γεγονός αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου όπου η Δύση στρέφεται στην Ελλάδα προκειμένου να δημιουργήσει την αυτο-εικόνα της. Πίσω από το ταξίδι στην Ελλάδα, βρίσκονται εσωτερικές διεργασίες της ευρωπαϊκής συνείδησης. Το νέο ενδιαφέρον για την Ελλάδα οργανώνεται

γύρω από ένα κορυφαίο γεγονός: την ανακάλυψη της πόλης των Αθηνών από τους Ευρωπαίους. Δεν πρόκειται βεβαίως για ανακάλυψη με τη συνήθη έννοια του όρου, η πόλη δεν είναι ούτε άγνωστη ούτε χαμένη. Η νέα στάση έναντι της Αθήνας, που τότε θεμελιώνεται, ανοίγει το δρόμο για την ανάδειξή της αργότερα, στο συμβολικό επίπεδο, σε γενέθλια πόλη του “ευρωπαϊκού πολιτισμού” αλλά και εμπράκτως σε εθνικό κέντρο της νέας Ελλάδας.41 Σε πιο γενικά πλαίσια, η ανάπτυξη του νεότερου δυτικού πολιτισμού, από την Αναγέννηση έως τις μέρες μας συνδέθηκε με την αναφορά στον αρχαίο ελληνικό για λόγους πολιτιστικούς, συσχετίζοντας την αιτούμενη νεότερη Δυτική πολιτιστική αίγλη με αντίστοιχα αρχαία Ελληνιστικά πολιτιστικά επιτεύγματα. Αλλά ο λόγος των ανάλογων συσχετισμών είναι ίσως βαθύτερος και ουσιαστικότερος. Παραπέμπει στην υπόδειξη της πολιτικής αίγλης της ελληνικής αρχαιότητας ανάλογης με την αίγλη της νεότερης δυτικής ισχύος και, ακόμη ειδικότερα, στη συμφωνία ανάμεσα στα νεότερα, αστικής κατεύθυνσης πολιτεύματα και στην αρχαία ελληνική δημοκρατία, η οποία προβάλλεται ως υπόδειγμα καταγωγής τους. Ανάλογη πρόθεση, λοιπόν, υποδεικνύει και η αναφορά στο αρχαίο ελληνικό τοπίο το οποίο εμφανίζεται έτσι ως εξιδανικευμένη ιστορική και σχεδιαστική αναφορά των νεότερων, μετά τον 18ο αιώνα ειδικότερα, τοπιακών θεωρήσεων και διαμορφώσεων.42 Τα στοιχεία του αττικού τοπίου και τα στοιχεία των τεχνών της αρχαιότητας γίνονται χαρακτηριστικές, σχεδόν εμβληματικές αναφορές για τη θεμελίωση του Δυτικού πολιτισμού. Είναι επακόλουθο η γενικότερη αντίληψη του τοπίου, όσο και η συγκροτημένη θεώρηση και οι όροι δημιουργίας του, να αποτελούν αποτέλεσμα πολλαπλών πολιτικών και πολιτισμικών επιρροών. Όπως έχει αναλύσει ο καθηγητής Κ. Μωραΐτης στο βιβλίο του, το τοπίο φαίνεται να συνιστά τον πολιτιστικό προσδιορισμό του τόπου.43

2.52 Pausanias à la main. “Ανάμεσα στους νέους και ρηξικέλευθους επισκέπτες των Αθηνών κατά τα ανατρεπτικά εκείνα χρόνια πρέπει για αυτό οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε και έναν οιονεί “επισκέπτη”: τον Παυσανία. Η επιτυχία των νέων περιγραφών της Αθήνας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την αξιοποίηση αυτής της εξειδικευμένης σε θέματα τοπογραφίας και περιγραφής μνημείων αρχαίας φιλολογικής πηγής. Η στροφή προς την άμεση παρατήρηση και ο κριτικός έλεγχος μέσω των αρχαίων πηγών, από τη μία, η ρήξη με τις τοπικές προφορικές παραδόσεις, από την άλλη, είναι εκείνη που οδηγεί προς τη νέα και ασφαλή γνώση: ανοίγεται έτσι ο δρόμος για τη συγκέντρωση νέων πληροφοριών, αλλά και για τον έλεγχο και τη διόρθωσή τους. Σε όλη αυτή τη νέα φάση , ο Παυσανίας θα γίνει ο προσφιλής και στέρεος ταξιδιωτικός οδηγός για κάθε επίσκεψη στην πόλη. Οι επισκέπτες των Αθηνών έκτοτε ταξιδεύουν “Pausanias à la main”. To όνομά του και μόνο γίνεται σύμβολο της νέας ματιάς των Ευρωπαίων προς την Αθήνα”.44 Νάσια Γιακωβάκη

47


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

A5.2 Η κατοίκηση βάση σχεδίου - Η σύγχρονη πόλη και οι χαράξεις της

2.53 Η Αθήνα από το ύψωμα της Σχιστής Πέτρας, σε πίνακα του Richard Temple, όπως την αντίκρισαν ο λόρδος Βύρωνας και ο βαρόνος Hobhouse το έτος 1810. Στο βάθος αριστερά άκρο της εικόνας διακρίνεται η Πύλη του Αδριανού και τα ερείπια του ναού του Ολυμπίου Διός και στο δεξιά το Θησείο. Σε πρώτο πλάνο αριστερά, η ρεματιά που αργότερα εξελίχθηκε στις οδούς ΔημοκρίτουΒουκουρεστίου ενώ το τείχος του 1778 επισημαίνει την θέση που αργότερα θα καταλάβουν οι λεωφόρος Αμαλίας και η οδός Σταδίου.

ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται στην Αθήνα, ξεκινώντας τη συστηματική τοπογράφησή της, ενώ στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας της απελευθερωμένης Ελλάδας. Πράγματι, τον Μάιο του 1832, η μετακαποδιστριακή προσωρινή κυβέρνηση τους αναθέτει την εκπόνηση του νέου σχεδίου της πόλεως των Αθηνών, το οποίο τον Ιούλιο του 1833 εγκρίνεται από την Αντιβασιλεία, που είχε εν τω μεταξύ αναλάβει τα ηνία του κράτους. Ας δούμε τι προέβλεπε σε γενικές γραμμές το αρχικό εκείνο σχέδιο. Η Νέα Πόλη περιλάμβανε το

48

ήμισυ περίπου της Παλαιάς, ενώ εκτεινόταν και προς τα δυτικά, βόρεια και ανατολικά αυτής. Το υπόλοιπο ήμισυ της Παλαιάς Πόλης, το οριζόμενο από τις οδούς Ηφαίστου, Πανδρόσου και Αδριανού, προβλεπόταν να απαλλοτριωθεί χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών. Αλλά και το διατηρούμενο τμήμα της Παλαιάς Πόλης διατηρείτο μόνον ως γεωγραφική περιοχή, και όχι ως δομημένος χώρος, αφού προβλεπόταν στο μεγαλύτερο μέρος του να τμηθεί από νέες οδούς και να χωριστεί σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα. Το σχήμα των κυρίων αξόνων ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού. Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον Πειραιά, το Στάδιο και κυρίως την Ακρόπολη, στα πόδια της οποίας η πόλη απλωνόταν σαν μία ανοικτή αγκαλιά. Στην κορυφή του τριγώνου προβλεπόταν η ανέγερση των Ανακτόρων: Η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική

σύμπτωση. Ο προσανατολισμός των σκελών δεν ήταν τυχαίος, όπως σημειώνουν οι Κλεάνθης και Schaubert στο υπόμνημά τους: «Συναντώνται κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο εξώστης των Βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου, της πλούσιας εις υπερήφανες αναμνήσεις Ακροπόλεως, και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Πειραιώς». Οι οδοί Πειραιώς και Σταδίου διακόπτονταν συμμετρικά από τις αντίστοιχες πλατείες Μπόρσας (Χρηματιστηρίου) και Θεάτρου. Πρόκειται για τις σημερινές πλατείες Κουμουνδούρου και Κλαυθμώνος, οι οποίες πράγματι είναι συμμετρικές, κάτι που δεν το συνειδητοποιεί κανείς εύκολα στη σημερινή Αθήνα.45 Στεκούμενοι κριτικά απέναντι σε αυτές τις χειρονομίες, μπορούμε να παραθέσουμε τις εξής δύο σκέψεις. Πρώτον, ο γεωμετρικός σχεδιασμός που διατρέχει τόσο το σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert, όσο και το επόμενο του Klenze, που θα δούμε στη συνέχεια, αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοκλασικήςρομαντικής πολεοδομίας, όπως αυτή μορφοποιήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, η οποία χαρακτηρίζεται επίσης από τον λειτουργικό προγραμματισμό και την ορθολογιστική χρήση του χώρου. Πρόκειται για μια σύλληψη άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νέα αστική συνείδηση, που βρίσκει τη συμβολική της έκφραση ακριβώς στο Άστυ, τη Νέα Πόλη. Από τη σύσταση και τη χάραξη της Αθήνας μετά την απελευθέρωση διαφαίνεται το εξής. Όταν απελευθερώνεται η Αθήνα και έρχονται οι ξένοι αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι να την σχεδιάσουν, θεωρούν απίθανο να μην την σχεδιάσουν νεοκλασικά. Ο νεοκλασικισμός είναι η έκφραση της νεότερων αστικών ηθών και πολιτισμών. Επέβαλαν αυστηρές νεοκλασικές χαράξεις και πρόβαλλαν με μνημειακό τρόπο


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

Ακολουθούν κάποιοι χάρτες της Αθήνας. Το σχέδιο της πόλεως τροποποιήθηκε πολλές φορές μέχρι να καταλήξει στη σημερινή του μορφή, η οποία πιθανώς να είναι διαφορετική σε μερικά χρόνια. Πάντως το κύριο ενδιαφέρον όλων των πολεοδομικών προτάσεων για τη νέα πόλη επικεντρώθηκε στη σχέση της, κατά χώρο και κατά θέση, με τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ιστορικής τοπογραφίας και τις διασωθείσες αρχιτεκτονικές μαρτυρίες της αρχαιότητας.46

2.54 Το σχέδιο του Κλεάνθη και του Schaubert όπβς ενεκρίθη από το διάταγμα της 29ης Ιουν. / 11ης Ιουλ. του 1833.

Μεταβαίνοντας στη δεύτερη σκέψη, γίνεται φανερό ότι το ανάγλυφο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των χαράξεων της Αθήνας. Η επιδίωξη της θέας από τα ανάκτορα προς τα διάφορα γεωφυσικά μορφώματα (Ακρόπολη και δυτικούς λόφους, Στρέφη και Λυκαβηττό, Παναθηναϊκό Στάδιο και Αρδηττό, τη θάλασσα προς τον Πειραιά) καταδεικνύει ότι θεωρούσαν αυτά τα σημεία μεγάλης σπουδαιότητας, άξια να λειτουργούν ως τοπόσημα της πόλης. Ο σχεδιασμός, λοιπόν, που γίνεται, προσπαθεί να τοποθετήσει την πόλη ανάμεσα σε αυτές τις εξάρσεις, ώστε το ανάγλυφό της να προβάλλει δυναμικά. Οι χαράξεις της πόλης αφορούν διαδρομές στις οποίες αντιλαμβάνεται κανείς τους λόφους ως στόχους.

Το σχήμα των κυρίων αξόνων ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού. Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον Πειραιά, το Στάδιο και, κυρίως, την Ακρόπολη, στα πόδια της οποίας η πόλη απλωνόταν σαν μια ανοικτή αγκαλιά. Στην κορυφή του τριγώνου προβλεπόταν η ανέγερση των Ανακτόρων: Η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική σύμπτωση.

δημόσια νεοκλασικά κτήρια ώστε να δηλώσουν την ιστορική σημασία αυτού του ανάγλυφου, επιδιώκοντας τη συγγένεια ή μέχρι και τη συνέχεια της αρχαιότητας και των όσων αντιπροσωπεύει. Η Αθήνα της δημοκρατίας -μαζί με την αρχαία Ρώμη- θεωρείται το καταγωγικό πεδίο από το οποίο αναδύονται τα νεότερα αστικά πολιτεύματα, τα οποία

αναγκάζουν τους δυτικούς να στραφούν προς αυτή. Στη συνείδηση των Δυτικών η Αθήνα ήταν ένας περιούσιος τόπος. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με ένα τόπο του οποίου η γεωγραφία του και η αστική του δομή συνδέεται με μοναδικές ποιότητες φυσικού και ταυτόχρονα πολιτιστικού ιστορικού ενδιαφέροντος.

49


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

2.55 Ο χάρτης των Αθηνών τον οποίο συνέταξαν ο Κλεάνθης και ο Schaubert «δια τον επιστημονικόν κοσμον της Ευρώπης», όπως τυπώθηκε στη βασιλική τυπογραφία σε συνδυασμό με το ρυμοτομικό σχέδιο. Σημείωσαν σε αυτόν τα μνημεία που έκριναν διατηρητέα μέσα στο περιβάλλον της Ακρόπολης και στο πάνω μέρος της πινακίδας έφτιαξαν ένα πανόραμα της θέας με το ναό του Ολυμπίου Διός, της πύλη του Ανδριανού και το λόφο της Ακρόπολης.

2.56 To σχέδιο του Κλέντσε, ολοκληρωμένο όπως δημο-σιεύθηκε από τον ίδιο στο Μόναχο.

50


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

2.57 Η διαμόρφωση της ρυμοτομίας των Αθηνών, όπως είχε το 1843 (Chenavard). Παρατηρούμε τη μετατόπιση των Ανακτόρων στη δεξιά κορυφή του τριγώνου, ενώ στην πάνω κορυφή προτείνεται η πλατεία του Όθωνα, στη σημερινή θέση της πλατείας Ομονοίας.

2.58 Το σχέδιο επιτροπής του 1847.

της

2.59 Η Αθήνα του 1854. Τοπογραφικός χάρτης της γεωγραφικής υπηρεσίας του γαλλικού επιτελείου στρατού.

2.60 Tοπογραφικός χάρτης της Αθήνας του J. A. Kaupert 1881.

51


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

ΛΟΦΟΣ - ΣΤΟΧΟΣ Στην λογική της ιδέας λόφου–στόχου, ο Schaubert δηλώνει στο κείμενό του ότι στο σχέδιο της Πόλεως των Αθηνών, δημιουργούνται κάποιοι άξονες που στοχεύουν στην Ακρόπολη όπως η οδός Αθηνάς και η οδός Αιόλου. Η οδός Πατησίων και κυρίως η 3ης Σεπτεμβρίου έχουν κυριολεκτικά ως κάδρο την Ακρόπολη. Κοιτώντας εκτενέστερα το χάρτη, βλέπουμε ότι ο άξονας της Πειραιώς προς την Αθήνα -για το διάστημα ξεκινώντας από Πειραιά, πριν «στρίψει» κοντά στο κέντρο της Αθήνας- στοχεύει ακριβώς στην Ακρόπολη, έστω και αν μπροστά παρεμβάλλονται οι δυτικοί λόφοι. Χάρη στην υψομετρική της διαφορά από τους δυτικούς λόφους η Ακρόπολη (και προοπτικά) υπερισχύει: 156 μέτρα ύψος η Ακρόπολη (απόσταση από την επιφάνεια του νερού) ενώ 110 μέτρα οι δυτικοί λόφοι. Η Ακρόπολη είναι διακριτή. Η οδός Πειραιώς σχεδιάστηκε πάνω στη χάραξη από τα Μακρά Τείχη, για να πηγαίνει στην Ακρόπολη, ωστόσο καθώς παρεμβάλλονται λόφοι, εκτρέπεται και παίρνει μια διαφορετική κλίση, για να ακολουθήσει ομαλό έδαφος και να φτάσει στην πλατεία Ομονοίας.47 Και άλλοι δρόμοι ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα.

2.61 H πορεία της οδού Πειραιώς. Ξεκινά από τον Πειραιά και καταλήγει στην Ομόνοια. Το πρώτο τρίτο της στοχεύει στην Ακρόπολη.

52

2.62 Λεωφόρος Πειραιώς. 2.63 Λεωφόρος Πατησίων.


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

2.64 Λεωφόρος Θησέως. 2.65 Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας.

53


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

54


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

2.67 Στο δώμα του κτηρίου της ΕΣΥΕ επί Πειραιώς 35 (η Πειραιώς είναι στα αριστερά). Φωτ.: Μ. Λουϊζίδης.

2.68 Λεωφόρος Καβάλας (Αθηνών) 7 με στόχο το Λυκαβηττό. Φωτ.: Μ. Λουϊζίδης.

2.66 Η Πατησίων με κάδρο την Ακρόπολη 1984. Φωτ. S. Woodard.

55


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

ΥΔΑΤΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ Έχοντας διευκρινίσει ότι αναπόσπαστο στοιχείο του ανάγλυφου, πέρα από τους λόφους, είναι τα ποτάμια, θα διερευνήσουμε πώς σε πολλές περιπτώσεις έχουν και αυτά μια άρρηκτη σχέση με την χωρική και πολεοδομική οργάνωση της Αθήνας. Αν και η παρουσία τους δεν είναι πλέον εμφανής, η συμβολή τους είναι σημαντική. Το αρχικό δίκτυο των υδάτινων διαδρομών έδωσε τη θέση του στο οδικό δίκτυο των δρόμων και των λεωφόρων. Οι χαράξεις του ιστού της Αθήνας έχουν αφετηρία σε ένα μεγάλο αριθμό περιπτώσεων από το εδαφικό ανάλογο των ποταμιών. 2. 69 Ο Ιλισός το 1925 από το λόφο του Αρδηττού. Ο Εθνικός κήπος διαχωρίζεται από το Παναθηναϊκό Στάδιο λόγω του Ιλισού. Συνδέονται με μια γέφυρα.

2. 70 Σε πρώτο πλάνο η τρίτοξη γέφυρα του Ιλισού ενώ στο βάθος ο Λυκαβηττός. Αθήνα 1905. 2.71 Αθήνα, 1937, Κάλυψη Ιλισού. Ο Διοικητής Πρωτευούσης (επί δικτατορίας Μεταξά) Κωνσταντίνος Κοτζιάς επισκέπτεται τα έργα της κάλυψης Ιλισού. Στις αρχές του 20ου αιώνα ολόκληρη η περιοχή μεταξύ Ιλισού και Υμηττού είχε κηρυχθεί αναδασωτέα και είχε φυτευτεί. Στη δεκαετία του ’50 ολοκληρώθηκε η κάλυψη της κοίτης του ποταμού και τη θέση του ποταμού πήραν οι οδοί Μιχαλακοπούλου, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Καλλιρόης. Το έργο είχε ξεκινήσει το 1939 και το θεμελίωσε ο Μεταξάς με τη χαρακτηριστική φράση : «Θάπτομεν τον Ιλισόν».

56


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

Πιθανώς το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η λεωφόρος Β. Κωνσταντίνου- οδός Καλλιρόης που παλαιότερα συνιστούσε την πιο χαρακτηριστική πορεία του Ιλισού. Το έργο υπογειοποίησης του Ιλισού είχε ξεκινήσει το 1939 και στη δεκαετία του ’50 ολοκληρώθηκε η κάλυψη της κοίτης του ποταμού και τη θέση του ποταμού πήραν οι λεωφόροι Μιχαλακοπούλου, Βασιλέως Κωνσταντίνου, Αρδηττού και Καλλιρόης.48 Κοιτώντας πιο προσεκτικά το χάρτη της Αθήνας, είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρίσουμε ποιοι δρόμοι συνιστούσαν ποτάμια ή παρακλάδια τους. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η οφιοτή πορεία που ακολουθεί ένας δρόμος να αντιστοιχεί στην πορεία που ακολουθούσε το νερό. Πέρα από τη λεωφόρο Καλλιρόης-Β. Κωνσταντίνου- Μιχαλακοπούλου, η Φωκίονος Νέγρη, λεωφόρος Ευελπίδων, η Γεωργίου Παπανδρέου - Κοκκινοπούλου (Ζωγράφου) είναι τέτοια παραδείγματα. Άλλη περίπτωση είναι η κλίση ενός δρόμου να αντιστοιχεί στην κλίση που χρειάζεται ένα ποτάμι ώστε να ρέει το νερό του. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας, ένας επικλινής δρόμος, συνιστούσε ένα ρέμα που κυλούσε ανάμεσα σε δύο υψώματα: ανάμεσα στα Τουρκοβούνια και στο Λυκαβηττό και το Στρέφη. Μάλιστα η περίμετρος της πλατεία Αργεντινής, που συνορεύει με την λεωφόρο Αλεξάνδρας δεν είναι τυχαία, αντιστοιχεί σε ένα παρακλάδι που δημιουργούσε ο ποταμός.

2.72 Η περίπτωση του Ιλισού.

2.73 Η περίπτωση του Ιλισού και τα παρακλάδια του.

Το Παγκράτι, ο Βύρωνας και ο Ζωγράφος βρίσκονται σταδιακά στους πρόποδες του Υμηττού και είναι περιοχές με πηγές, από όπου ξεκινούσαν μικρά ρυάκια που στη συνέχεια, καθώς ενώνονταν, σχημάτιζαν τον Ιλισό. Δρόμοι όπως η Γεωργ. Παπανδρέου, η Αναπαύσεως, η Αμύντα, η Βασ. Γεωργίου Β’, η Αρχελάου, η Φορμίωνος είναι τέτοια παραδείγματα.

57


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Π ΙΟ ΣΥΝΟΛΙΚ Α Βλέπουμε λοιπόν πως τέτοιες φυσικές διαδρομές στις οποίες αν κανείς άφηνε μία μπίλια, θα κυλούσε, μετατρέπονται σε βασικές γραμμές του αστικού ρυμοτομικού σχεδίου. Παρόλο που τα ποτάμια σήμερα μορφοποιούνται ως ξεχωριστό από την πόλη, αόρατο δίκτυο, τελικά συμμετέχουν σε αυτήν έχοντας συντάξει πολλές από τις κατευθύνσεις και τις ροές της πόλης.

2.74 Η πλατεία Αργεντινής επί της Αλεξάνδρας, ένα παρακλάδι του ρέματος. 2.75 Φωκίωνος Νέγρη και Ευελπίδων: δύο οφιοτοί δρόμοι που παλιότερα ήταν ρέματα. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας, ένας επικλινής δρόμος, επίσης παλαιότερα μια υδάτινη πορεία.

Οι λόφοι από την άλλη πλευρά, των οποίων η παρουσία προβάλλει δυναμικά, έγιναν σημείο αναφοράς, σημείο κατεύθυνσης, μάλιστα σχεδιασμένης κατεύθυνσης κύριων αξόνων του πολεοδομικού σχεδίου. Οπότε λόφοι και ποτάμια, δύο αλληλένδετα στοιχεία του ποικιλόμορφου αττικού ανάγλυφου, φαίνεται να συνιστούν σε πολλές περιπτώσεις αφετηρία της διάρθρωσης της πόλης και των χαράξεών της. Θεωρώντας ως δεδομένο στοιχείο ότι το αττικό λεκανοπέδιο αντιστοιχεί γεωμετρικά στη δομή ενός κοίλου, ερχόμαστε να αναρωτηθούμε πώς αυτός ο σχηματισμός επηρέασε τη διαμόρφωση του αστικού δομημένου χώρου. Μια πρώτη σκέψη είναι πως η πόλη της Αθήνας αναπτύχθηκε με το “φυσικό μοντέλο” ενός υγρού μέσα στην τοπογραφία της Αττικής, καταλαμβάνοντας όλες τις πεδινές εκτάσεις του λεκανοπεδίου με τον οικοδομικό όγκο και το δίκτυο των δρόμων της πόλης, αφήνοντας ελεύθερο, χωρίς κάλυψη, μόνο το χώρο στους ενδοαστικούς λόφους και στα γύρω βουνά που ορίζουν το λεκανοπέδιο (Υμηττός, Πεντέλη, Πάρνηθα, Αιγάλεω). Με άλλα λόγια η υπόθεση της τυχαιότητας στην οικοδόμηση και την εξάπλωση της πόλης έλειψε παντελώς. Ο τρόπος οικοδόμησης της Αθήνας αναφέρεται κατεξοχήν στη σχέση της πόλης με την υφιστάμενη τοπογραφία του λεκανοπεδίου

58


| Α’ ΜΕΡΟΣ: το άστυ και η κατοίκηση του κοίλου

και του περίγυρού του.49 Γίνεται άλλωστε φανερό με μια μακροσκοπική επόπτευση της πόλης. Η οικιστική και πολεοδομική ανάπτυξη της Αθήνας καθορίστηκε από τα φυσικά όρια που την περιβάλλουν (τα βουνά τους λόφους και τη θάλασσα), από αυτή την ιδιαίτερη τοπογραφία. Καθώς η πόλη ακολούθησε τις διακυμάνσεις του ανάγλυφου, τα κτήρια σκαρφάλωσαν πάνω στην τοπογραφία. Το χτιστό έκτυπο παρακολουθεί το γεωμορφολογικό εκμαγείο της γης. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει δημιουργηθεί κανένας χτιστός λόφος όπως για παράδειγμα μια συστάδα ουρανοξυστών

που να μοιάζει με «φουσκωμένη» γη. Στην Αθήνα, δεν εντοπίζεται κάποια σημειακή ύψωση κτηριακού όγκου, τα κτήρια ακολουθούν το ανάγλυφο, αναζητώντας μια σημαντική αναφορική θέα. Μάλιστα θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την άσπρη πυκνή μάζα των κτηρίων σαν μια μεγάλη θάλασσα που ξεχύνεται μέσα στο λεκανοπέδιο και τους λόφους με νησιά που οι κορυφές τους καταφέρνουν να ξεπροβάλουν και να αναδυθούν από αυτή. Προφανώς κάποιοι λόφοι δεν “επέζησαν” από αυτό το αστικό κύμα των κτηρίων που κατέλαβε το λεκανοπέδιο και αρκετοί λόφοι καλύφθηκαν

ολοκληρωτικά, όπως για παράδειγμα ο λόφος της Σικελίας ή ο λόφος Κατσιπόδι. Αναγνωρίζουμε βέβαια ότι η πόλη είναι ένα σύμπλοκο πολλών καταστάσεων, δημιούργημα και άλλων συνθήκων και συγκυριών, οικονομικών κοινωνικών πολιτικών κα. Δεν παράγεται ή εξηγείται μόνο από την τοπογραφία και τη γεωγραφία της. Ωστόσο, με αφορμή την αθηναϊκή τοπογραφία, θα επιμείνω και θα εμβαθύνω στη σχέση του τόπου και του τρόπου κατοίκησης, εξετάζοντάς την ως θεμελιακή αφετηρία που επηρεάζει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.

2.76 Ο Λυκαβηττός περιτριγυρισμένος από μια “θάλασσα” κτηρίων. Πανοραμική άποψη της Αθήνας από το άκρο των Τουρκοβουνίων.

59


3.1


B’ μέρος:

η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

61


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Β1. Διαχρονικές ανθρώπινες παρεμβάσεις Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουμε πώς στην πράξη αλληλεπίδρασε ο άνθρωπος με το αττικό τοπίο. Η φύση και άνθρωπος συνδέονται με ένα ισχυρό δεσμό μεταξύ τους, αποτελώντας μια αδιάσπαστη ενότητα. Η φύση υπήρξε διαχρονικά ο χώρος υποδοχής του πολιτισμού μέσω της δράσης του ανθρώπου. Η ισορροπία, βέβαια, ανάμεσα στο φυσικό και το ανθρώπινο ανατρέπεται σε πολλές στιγμές της ιστορίας, λόγω της συνεχούς πολιτισμικής και τεχνολογικής εξέλιξης των ανθρώπινων κατασκευών οι οποίες παρεμβαίνουν στις φυσικές δομές και στον πρωταρχικό χαρακτήρα του περιβάλλοντος. Ο άνθρωπος επεμβαίνει δυναμικά στη φύση με διαφορετικά κίνητρα κάθε φορά μεταβάλλοντας το τοπίο στο οποίο κατοικεί. Σε αυτό το κεφάλαιο, λοιπόν, θα εξετάσουμε τις επεμβάσεις του ανθρώπου στο αττικό τοπίο και πιο συγκεκριμένα στο αττικό ανάγλυφο, αλλά και ό,τι πλαισιώνει αυτές τις επεμβάσεις. Παράλληλα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που παρενέβη και διαμόρφωσε τη φύση, αλλά και αντίστροφα ο φυσικός τόπος του ανθρώπου καθόρισε την πορεία και την εξέλιξή του. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι οι λόφοι δεν βρίσκονταν πάντα σε μια μορφή όμοια με τη σημερινή, τόσο από άποψη σχήματος και περιγράμματος όσο και από άποψη βλάστησης. Οι λόφοι συνιστούσαν ξηρούς τόπους, βράχους, χωρίς ψηλά δένδρα και φυτά. Ας δούμε το γιατί. Α ΡΧΑ Ι Ο Τ ΗΤΑ Έχει ενδιαφέρον να κατανοήσουμε ότι ο Αρχαίος Έλληνας δεν στέκεται απέναντι στη φύση με τρόπο ρομαντικό. Η φύση λειτουργούσε πολλές φορές ως ένας σύντροφος ή αλλιώς συνεταίρος-

62

του ανθρώπου στην πορεία του. Πολλές φορές, οδηγούνται σε μία σχέση που συχνά γίνεται ιδιαίτερα χρηστική και ανατρεπτική της μεταξύ τους αρμονίας. Ήδη από τα Ομηρικά χρόνια γίνεται λόγος για πυρκαγιές μεγάλων εκτάσεων αλλά και ό,τι απέμενε από τα δάση έπεφτε “θύμα” των μεγάλων αναγκών της οικοδομικής και της ναυπηγικής, της καρβουνοποιίας και της πισσοποιίας. Η κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας και του λεκανοπεδίου στα όψιμα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια και η οικοδομική δραστηριότητα ειδικά στην εποχή του Περικλή οδήγησαν σε δοκιμασία το φυσικό περιβάλλον, ειδικά στον τομέα της υλοτομίας και της λατομίας. Η Υλοτομία Στο πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ. η Αθήνα είχε τεράστιες ανάγκες ξυλείας όχι μόνο εξαιτίας της δημογραφικής έκρηξης και των αναγκών που συνεπάγεται η αστική διαβίωση. Η Αθήνα κατά κύριο λόγο αποτελούσε μια σπουδαία ναυτική δύναμη. Ο αθηναϊκός στόλος απαρτιζόταν από μερικές εκατοντάδες πλοίων, τα οποία είχαν ανάγκη από μόνιμη συντήρηση και αντικατάσταση έπειτα από χρήση ορισμένων χρόνων. Με την πάροδο του χρόνου το άμεσο φυσικό περιβάλλον της Αθήνας δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες για ναυπηγήσιμη ξυλεία με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να στραφούν προς τη Βόρεια Ελλάδα με τα πυκνά δάση των ψηλών κωνοφόρων. 1 Η δενδροτόμηση ήταν ένα φαινόμενο που είχε πλήξει την Αττική λόγω διάφορων αιτιών. Διαβάζοντας τα γραπτά του Θουκυδίδη μαθαίνουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου (430-429 π.Χ.), γράφει ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι, βρισκόντουσαν σε πολιορκία από τους Λακεδαιμόνιους, οι οποίοι είχαν εισβάλει στην

3.2 Εκτός από τα τείχη που αγκάλιαζαν κυκλικά την πόλη, υπήρχαν τα Μακρά Τείχη, μήκους 8 χλμ., τα οποία περνώντας όχι μόνο σε πεδινό έδαφος αλλά και πάνω από λόφους, ένωναν την Αθήνα με το λιμάνι του Πειραιά. Ήταν ένα μεγάλο οχυρωματικό έργο που περιέβαλλε Αθήνα και Πειραιά και μεταμόρφωνε ουσιαστικά αυτές τις δύο πόλεις σε ένα απόρθητο τεχνητό νησί. μέσα στη στεριά, μιας και καμία χερσαία δύναμη δε μπορούσε να την καταλάβει. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης σύγκρουσης της Αθήνας με τη Σπάρτη, τους Πελοποννησιακούς Πολέμους από το 432 έως το 404 π.Χ., τα τείχη έμελλαν να έχουν ύψιστη σημασία. Ο Περικλής από την έναρξη του πολέμου έως το θάνατο του το 429 π.Χ. από τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα, στήριξε τη στρατηγική της σύγκρουσης γύρω από τα τείχη. Γνωρίζοντας πως οι Σπαρτιάτες θα επιδίωκαν μια μάχη στη στεριά μαστίζοντας τις καλλιέργειες τους, όπως είχαν κάνει τη δεκαετία του 440 π.Χ., διέταξε τους Αθηναίους να παραμείνουν πίσω από τα τείχη και να στηριχτούν στο ναυτικό τους για να επικρατήσουν στον πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, οι εκστρατείες των πρώτων χρόνων του πολέμου ακολουθούσαν ένα σταθερό σχέδιο: Οι Σπαρτιάτες έστελναν στρατό ξηράς για να λεηλατήσει την Αττική, ελπίζοντας πως αυτό θα οδηγούσε τους Αθηναίους εκτός των τειχών. Οι Αθηναίοι παρέμεναν εντός των τειχών, και έστελναν στόλο για να καταστρέψει πόλεις και να κάψει καλλιέργειες ενώ έπλεε γύρω από την Πελοπόννησο. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποφύγουν μια χερσαία ήττα, αλλά υπέστησαν σοβαρές απώλειες κατά τις Πελοποννησιακές επιδρομές και ένας λοιμός ερήμωσε τη πόλη το 430 π.Χ. και το 429 π.Χ. Οι Αθηναίοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα τείχη για προστασία κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του πολέμου. Το 404π.Χ. επήλθε η λήξη του πολέμου με νικητές τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι επέβαλαν συγκεκριμένους όρους στους Αθηναίους, μέσα στους οποίους ήταν να κατεδαφιστούν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά.


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

Αττική, και είχαν επιλέξει να παραμείνουν εντός των τειχών της Αθήνας. Αναφερόμαστε στα Μακρά Τείχη των οποίων η κατασκευή είχε ολοκληρωθεί κατά το 457 π.Χ.2 Αντίθετα με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις-κράτη, οι οποίες ειδικεύονταν στους στρατούς οπλιτών, η Αθήνα είχε εστιάσει στο ναυτικό ως το επίκεντρο της στρατιωτικής της δύναμης. Γνώριζε ότι αποτελεί κυρίως μια ναυτική δύναμη και ότι, αν επιχειρούσε να αντιμετωπίσει τους Σπαρτιάτες επί ξηράς, θα αποτύχαινε. Η τροφοδοσία της πόλης γινόταν μέσω θαλάσσης και έτσι, για ένα μεγάλο διάστημα τα σπαρτιατικά στρατεύματα πολιορκούσαν την Αθήνα δίχως αποτέλεσμα. Έτσι κάποια στιγμή, οι Σπαρτιάτες, για να εξαγριώσουν τους Αθηναίους, ξεκίνησαν εντατικά τη δενδροτόμηση της Αττικής.3 Ξεκίνησαν, δηλαδή, να κόβουν τα δένδρα των κτημάτων που ήταν ιδιοκτησία, περιουσία των Αθηναίων. Όπως αναφέρεται «οπωσδήποτε, κατά την εισβολήν αυτήν οι Λακεδαιμόνιοι έμειναν περισσότερον καιρόν παρά κάθε άλλην φοράν και εδενδροτόμησαν όλην την ύπαιθρον χώραν». Ο Περικλής, που ήταν εκείνη την εποχή ο στρατηγός τους, έδωσε εντολή να μην εξέλθουν και να μην συνάψουν καμία μάχη. Σε αντιπερισπασμό, διέταξε να συσταθεί στόλος «από εκατόν πλοία προς ναυτικήν εκστρατείαν κατά της Πελοποννήσου». Έτσι, άφησαν τους Λακεδαιμόνιους στην Αττική και έφτασαν στην Επίδαυρο, όπου δενδροτόμησαν το μεγαλύτερο μέρος της. Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, ότι οι εκτάσεις γης, η φύση, μπορούσε να αποτελέσει έως και ένα μέσο πολεμικού εκβιασμού, ένα όπλο αντιμετώπισης του εχθρού. Γενικότερα, η εικόνα της Αττικής πρέπει να ήταν φτωχή σε πράσινο. Γίνεται κατανοητό λοιπόν, ότι το τοπίο είναι σχετικά ξηρό και οι λόφοι είχαν

περισσότερο την εικόνα βράχου. Ο Πλάτωνας χαρακτηριστικά αναφέρει: «από εκείνη την εποχή σέρνονταν παντού άχρηστοι θάμνοι και τα βουνά ήταν φαλακρά, μέλη ενός άλλοτε ακμαίου σώματος που το μάρανε η αρρώστια».4 Εννοεί δηλαδή πως η γη της Αττικής έμοιαζε με άρρωστο σώμα που δεν του απέμεινε παρά μόνο σκελετός. Η Λατομία Από την άλλη πλευρά, τα λατομεία συνόδευαν τον άνθρωπο από τα πρώτα βήματα της ιστορίας του καθώς παρείχαν την πρώτη ύλη για την κατασκευή όπλων και εργαλείων αρχικά, και οικοδομημάτων στη συνέχεια (κατοικιών, τάφων, μνημείων κλπ.). Η εξάρτηση των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών από το υλικό αυτό ήταν τέτοια, ώστε ολόκληρη η περίοδος που ξεκινά πριν από 2,5 εκατομμύρια χρόνια περίπου και που στην Ελλάδα κατά περιοχές τελειώνει μεταξύ του 3.300 και 2.600 π.Χ. ονομάστηκε Λίθινη Εποχή.5 Από τη στιγμή που ο λίθος χρησιμοποιήθηκε ως βασικό οικοδομικό υλικό, οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις όσο αφορά την ποιότητα και την ποσότητα της πρώτης ύλης δεν μπορούσαν να καλυφθούν πλέον από την περισυλλογή. Οι νέες ανάγκες οδήγησαν, λοιπόν, στη δημιουργία οργανωμένων λατομικών χώρων, όπου η εξόρυξη γινόταν βάσει σχεδιασμού. Και την πηγή της οργανωμένης λατομίας, στα λατομεία,6 την συνιστά η πέτρα των βουνών και των λόφων. Στην Αττική ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. αναπτύχθηκαν λατομεία διάφορων δομικών λίθων: μαρμάρου, πωρόλιθου, ασβεστόλιθου και λατομεία αδρανών υλικών. Κάποια από αυτά τα λατομεία ήταν: α. Ακτίτη λίθου στην Ακτή Πειραιά και αργότερα στην Καισαριανή

β. “Ακρυλεικού λίθου” στις δυτικές πλαγιές του Υμηττού (ίσως ο κιτρινωπός ασβεστόλιθος των λατομείων στον Καρέα7) γ. Αρουραίου λίθου στην περιοχή ΑιγάλεωΔαφνίου-Χαϊδαρίου (τα νταμάρια του Διομήδειου Κήπου) και Καισαριανής δ. Ψαμμίτη στην περιοχή Πάχης Μεγάρων και στη Βραυρώνα8 και ε. Ελευσίνιου Λίθου σε απόσταση 200 μ. βόρεια του αρχαιολογικού χώρου Ελευσίνας. Γενικότερα, μεγάλα, μικρά ή τοπικής σημασίας λατομεία διάφορων φάσεων εκμετάλλευσης είναι διεσπαρμένα σε όλη την Αττική. Βέβαια, τα σημαντικότερα λατομεία της, που λειτούργησαν κατά την αρχαιότητα, ήταν τα λατομεία μαρμάρου στην Πεντέλη. Το μάρμαρο της Πεντέλης είναι γνωστό από την αρχαιότητα για την ισομέρειά του και το χιονόλευκο χρώμα του και θεωρείται το καλύτερο σε ποιότητα. Η Πεντέλη αναδείχθηκε αλλά και «καταστράφηκε» από τα πλούσια κοιτάσματα λευκού μαρμάρου. Με την ονομασία Πεντελικά μάρμαρα είναι γνωστά τα μάρμαρα της ΝΔ Πεντέλης από τα οποία έχουν φτιαχτεί ο Παρθενώνας και το Θησείο. Κατά τους αρχαιολόγους, η μεγάλης έκτασης εκμετάλλευση του Πεντελικού όρους ξεκίνησε μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) στο λατομείο της Σπηλιάς. Αναφέρεται ότι εκεί υπήρχαν 25 λατομεία από όπου εξορύχθηκαν όγκοι που υπερβαίνουν τα 400.000 κυβικά μέτρα. Επί επτά αιώνες συνεχίστηκε η εξόρυξη του μαρμάρου, με τα λατομεία να επεκτείνονται κατά μήκος της ράχης με τις καλύτερες φλέβες μαρμάρου αλλά και σε άλλες θέσεις, στη νότια και στη βόρεια πλευρά της Πεντέλης, οπότε και η αλλαγή του τοπίου πλέον ήταν ορατή.9 Ειδικά τα σκίτσα του Μ. Κορρέ στο βιβλίο του “Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα” φωτίζουν με πολύ παραστατικό τρόπο τη διαδικασία εξόρυξης μαρμάρου.

63


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

3.3, 3.4 Η παραλία, η Αθήνα το Πεντελικόν και η λιθαγωγία. Ορθή γεωμετρική προβολή. Σκίτσα Μ. Κορρέ.

3.5 Η απόσπαση του όγκου στο λατομείο της Πεντέλης. Σκίτσο Μ. Κορρέ.

3.6 Αναστροφή για την κατεργασία της κάτω πλευράς. Σκίτσο Μ. Κορρέ.

3.7 Η διαδρομή από την Πεντέλη στην Ακρόπολη πριν από ένα αιώνα. Σκίτσο Μ. Κορρέ πάνω στον τοπογραφικό χάρτη της Αττική του J. A. Kaupert. 64


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

3.8 Αρχαία λατομεία στην Πεντέλη δίπλα στη σπηλιά του Νταβέλη. Φωτ. Ν. Τομπάζη. 65


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Λατομεία μαρμάρου υπήρχαν επίσης στον Υμηττό και στην Αγρυλέζα (περιοχή κοντά στο Σούνιο), τα οποία κατά την κλασική τουλάχιστον εποχή επισκιάζονταν από αυτά της Πεντέλης.10 Ο Χ. Μπούρας κάνει λόγο για τα λατομεία μια ποικιλίας γκρίζου μαρμάρου του οποίου η εξόρυξη πραγματοποιήθηκε στον Υμηττό.11 Συγκεκριμένα αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε το υλικό αυτό στον κυλινδρικό κορμό του μνημείου του Λυσικράτους (333-334 π.Χ.). Μάλλον πρόκειται για το κυανότεφρο μάρμαρο το οποίο εξαγόταν στη θέση Κακόρεμα και χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή ελληνιστικών και ρωμαϊκών μνημείων.12 Αυτό επιβεβαιώνεται από το λιθόγραφο πανόραμα των H. A. Barker και R. Burford. Οι λόφοι και τα βουνά, το έδαφος της Αττικής, της

έδωσαν εκτός από ορυκτό πλούτο, και άφθονα υλικά για την κατασκευή των ναών και των οικοδομημάτων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ξενοφών «Πέφυκε μεν γαρ λίθος εν αυτή (δηλαδή στην Αττική) άφθονος, εξ’ ου κάλλιστοι μεν ναοί, κάλλιστοι δε βωμοί γίγνονται, ευπρεπέστατα δε θεοίς αγάλματα».13 Ο κυανότεφρος ασβεστόλιθος των αθηναϊκών λόφων, ο κιτρινωπός ασβεστόλιθος των λατομείων του Καρρά στον Υμηττό, ο τεφρός ασβεστόλιθος της Ελευσίνας, ο πωρόλιθος του Πειραιά, το λευκό μάρμαρο της Πεντέλης, το υποκυάνιο μάρμαρο του Υμηττού, το λευκό μάρμαρο της Αγριλέζας και το κυανότεφρο μάρμαρο του Μαραθώνα είναι οι λίθοι που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αθήνα για την κατασκευή των τειχών, των μνημείων, των δημόσιων κτηρίων και των έργων της γλυπτικής.14

23. Υμηττός 24. Αρχαία Λατομεία

3.9 Πανοραμική άποψη της Αθήνας από τα νοτιοανατολικά. Λιθογραφία των H. A. Barker και R. Burford, 1818. 66

3.10


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

3.11

3.10-3.11 Η Ακρόπολη εκ των “έσω”. Φωτ.: Γ. Δημητρακόπουλος. 67


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

3.12

3.15 68

3.13

3.14


3.16

3.12 - 3.16 Η Ακρόπολη εκ των “έσω”. Φωτ.: Γ. Δημητρακόπουλος. 69


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

18 34 -19 2 0 Η Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα εκτεινόταν από την Ακρόπολη μέχρι το ύψος της οδού Σοφοκλέους και από το κάτω μέρος της σημερινής πλατείας Συντάγματος έως το Θησείο, όρια που διατηρούσε από τα μέσα του 16ου αιώνα. Μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους το 1830, η πόλη μετρούσε τις πληγές από την εκτεταμένη καταστροφή της κατά τα επαναστατικά χρόνια 1821182715. Οι ρυθμοί ανοικοδόμησης της νέας πρωτεύουσας ήταν τέτοιοι, ώστε επιτράπηκε η χρήση υλικών από την κατεδάφιση του παλαιού τείχους και τον καθαρισμό της Ακρόπολης, τα οποία όμως εξαντλήθηκαν σε διάστημα δύο ετών. Συνεπώς, οι κάτοικοι για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση σε πέτρα στράφηκαν «εις όλα τα πλησίον της πόλεως βραχώδη υψώματα».16 Τον Αύγουστο του 1835 ξεκίνησε η λατόμηση πρώτα στο λόφο των Νυμφών και μέσα στους επόμενους μήνες επεκτάθηκε στο βράχο του Πετρίτη δίπλα στην Αγία Φωτεινή, στον Αρδηττό, στον Άγχεσμο (του Στρέφη), στο Λυκαβηττό και στο λόφο των Μουσών (Φιλοπάππου), προκαλώντας την αντίδραση του πνευματικού κόσμου. Το Δεκέμβριο του 1835, καθώς η κατάσταση είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις, η αντιβασιλεία στέλνει διαταγή να σταματήσουν τη λειτουργία σε όλα τα λατομεία που περιέβαλλαν την πόλη και να δοθεί αποζημίωση στους ιδιοκτήτες τους. Επειδή όλοι οι ιδιοκτήτες (εκτός του Κλεάνθη, ιδιοκτήτη του Λυκαβηττού) προέβαλαν αντιρρήσεις, το αποτέλεσμα ήταν μόνο οι λόφοι του Λυκαβηττού, των Νυμφών και λίγο αργότερα του Αρδηττού να περιέλθουν στην ιδιοκτησία του δημοσίου.17 Παρ ’όλα αυτά η λατόμηση συνεχίστηκε σε «νόμιμες» περιοχές (στη ΝΑ πλευρά του Φιλοπάππου,

70

3.17 Άποψη της Ακρόπολης και της πόλης των Αθηνών από το Λυκαβηττό γύρω στο 1835

3.18 Ο λόφος των Μουσών και του Μνημείο του Φιλοπάππου. Αεροφωτογραφία 1932.


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

στον Άγχεσμο) αλλά με την πάροδο του χρόνου επαναλειτούργησαν ακόμα και τα εξαγορεσθέντα λατομεία. Συγκεκριμένα το 1841, το ίδιο το κράτος έδωσε τη δυνατότητα σε ιδιώτες να εκμεταλλευτούν τα λατομεία του Λυκαβηττού (στη Βόρεια Πλευρά) που δεν είχε ανοίξει ο Κλεάνθης. Την ίδια περίοδο άρχισε ξανά η λατόμηση των εξής λόφων: ΝΔ Λυκαβηττού, Βράχου του Αρείου Πάγου, λόφου Νυμφών, λόφου Αγίου Αιμιλιανού στα Σεπόλια κλπ.18

3. 19 Η περιοχή του Ιλισού με το Ολυμπιείο και την Ακρόπολη στο βάθος, γύρω στα 1875.

3.20 Τα κτίρια της σχολής Ευελπίδων και δεξιά στο βάθος τα ορύγματα των Τουρκοβουνίων 1896.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, πλήθαιναν και μεγάλωναν οι “πληγές” στους λόφους οπότε ο Όθωνας διέταξε και πάλι την απαγόρευση της λατόμησης. Ξεπερνώντας τα νομικά ζητήματα της απαλλοτρίωσης όλων αυτών των λόφων, περιορίστηκε σε ένα βαθμό η εκμετάλλευση των κυριότερων αυτών, δυστυχώς όμως συνεχίστηκε λαθραία έως το τέλος του 19ου αιώνα. Το 1861 ο νόμος περί λατομείων επέτρεψε τη λειτουργία τους εκτός των ορίων του οικισμού, πυροδοτώντας τις εξορυκτικές διαδικασίες στο Λυκαβηττό και σε όλα τα άλλα υψώματα της Αθήνας. Παράνομα λατομεία «ήρχισαν να κατατρώγουν» και τους λόφους της Πνύκας, του Φιλοπάππου, των Νυμφών, του Κολωνού και του Στρέφη, ενώ από το 1880 περίπου η λαθρολατόμηση προσέβαλε ξανά ακόμα και την Ακρόπολη και τον Άρειο Πάγο. Τα φουρνέλα προκαλούσαν ανεπανόρθωτες ζημίες, καθώς κατέστρεφαν την πλαστική ομορφιά του τοπίου των Αθηνών και τίναζαν στον αέρα πολύτιμα λαξεύματα, επιγραφές και τάφους της αρχαιότητας.19 Ο Λυκαβηττός είχε δύο βραχώδεις κορυφές και σήμερα έχει μόνο μία. Η δεύτερη που ήταν η ψηλότερη λατομήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Από αυτά τα λατομεία, προήλθαν οι πέτρες με τις οποίες χτίστηκαν οι ανατολικές συνοικίες της Αθήνας. Επίσης, στο κτήριο της Ακαδημίας στην οδό Πανεπιστημίου, ό,τι δεν είναι

71


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

από μάρμαρο έχει κτιστεί από πέτρες από αυτή την περιοχή. Πράγματι, ο Κλεάνθης ήταν ο κάτοχος των λατομείων σε συγκεκριμένη θέση. Οι Αθηναίοι τον πίεσαν να μην καταστρέφει άλλο το Αθηναϊκό τοπίο. Στο τέλος, με κάποια αποζημίωση εγκατέλειψε αυτά τα λατομεία, όπου εντοπίζονταν κυρίως στη δυτική πλευρά του Λυκαβηττού.20

Αθήνας, προσείλκυε τα ανώτερα εισοδηματικά, ταξικά και κοινωνικά στρώματα, με συνέπεια να είναι μεγαλύτερη η ευαισθησία και η φροντίδα για το πώς θα φαίνεται το τοπίο από το ανατολικό μέρος της Αθήνας. Και έτσι άρχισε να επικρατεί όλο και περισσότερο η λατόμευση και η αλλoίωση του τοπίου στη δυτική πλευρά.

Ήδη από τότε είχε αρχίσει να δημιουργείται ένα κοινωνικό αποτύπωμα στον τρόπο με τον οποίο γίνονταν τα λατομεία στους λόφους του λεκανοπεδίου. Αν προέκυπτε θέμα επιλογής χωροθέτησης στα ανατολικά ή δυτικά, επικρατούσε στα δυτικά γιατί η περιοχή μετά το χτίσιμο του παλατιού του Όθωνα, στο ανατολικό μέρος της

Η συγκεκριμένη ήταν η περίοδος ανοικοδόμησης της Νέας Πρωτεύουσας, μια περίοδος ακμής που καθιστούσε επιτακτική την ανέγερση νέων κτηρίων και μάλιστα, μνημειωδών, μεγάλου κύρους, όπως το Παλάτι του Όθωνα, η Αθηναϊκή Τριλογία, ο Μητροπολιτικός Ναός, η Μεγάλη Βρετανία, τα κτίρια της Δουκίσσης, του Εθνικού Αρχαιολογικού

Μουσείου, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου κλπ. Η ανοικοδόμηση αυτή χαρακτηρίστηκε από την καθολική επικράτηση του τοπικού κλασικού ρυθμού στα νέα κτίρια, με άμεσο επακόλουθο την αύξηση της ζήτησης σε μάρμαρο και γενικά πρώτων υλών. Εκείνη την περίοδο λειτούργησαν λατομεία σε δύο θέσεις, στην Πεντέλη και στο Αλεποβούνι του Υμηττού (νότια πλευρά του δρόμου της Καισαριανής)21. Βέβαια, λόγω χαμηλού επιπέδου τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, η λατόμηση προχωρούσε με αργούς ρυθμούς. Το τοπίο της Πεντέλης δεν υπέστη σοβαρές μεταβολές και διατηρήθηκε, ως ένα βαθμό, όπως το είχαν αφήσει οι Αρχαίοι.

3.21 Πανόραμα των Αθηνών του Φ. Στάντεμαν, 1835. Μια πανοραμική εικόνα του αθηναιϊκού πεδίου στα 1835. Πεντέλη Λυκαβηττός Τουρκοβούνια Στρέφη

72

Σχιστή Πέτρα


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

3.22 Φωτογραφίες από το χτίσιμο της Ακαδημίας Αθηνών (1868-1882), φωτ.: Πέτρος Μωραΐτης

Ακρόπολη Υμηττός

73


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

3.23 Θεόφιλου Χάνσεν, 1859. Η “αρχιτεκτονική τριλογία” των Χάνσεν: Βιβλιοθήκη - Πανεπιστήμιο- Ακαδημία. Στο βάθος ο Λυκαβηττός με τις δύο κορυφές τότε και στα αριστερά τα Τουρκοβούνια.

3.24 To κτήριο της Βασιλικής Τυπογραφείας επί της οδού Σταδίου, μεταξύ των οδών Αρσάκη και Σαραντόζα. Πιο πίσω, επί της οδού Πανεπιστημίου η οικία κάποιου άγνωστου. Στο βάθος η βορειοδυτική όψη του Λυκαβηττού, με τα εκκλησάκια του Αγίου Γεωργίου στην κορυφή και του Αγίου Ισιδώρου πιο χαμηλά και με τον πίσω κορυφούμενο βράχο, τον οποίο εξαφάνισε αργότερα η λατόμηση.

74


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

3.25 Η νοτιοανατλική πλευρά των Αθηνών του 1840. 3.26 Η βορειοανατλική πλευρά των Αθηνών του 1840, πολύ περισσότερο χτισμένη σε σχέση με τη νοτιοανατολική. Στο κάτω άκρο, ένα μονοπάτι στη θέση της οδού Ακαδημίας. Αριστερά οι οδοί Βουκουρεστίου και Αμερικής.

75


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

19 20 -19 5 0 Στα Τουρκοβούνια, τα περισσότερα λατομεία κοιτάζουν δυτικά, προς τις δυτικές συνοικίες. Για αυτό το λόγο πιθανώς να θεωρούνται «υποτιμημένες» αυτές οι περιοχές. Το μεγαλύτερο λατομείο εκεί ανήκε στην εταιρείας Κέκροψ, η οποία ιδρύθηκε το 1923. Το λατομείο του Κέκροπα βέβαια τοποθετήθηκε ανατολικά, καθώς αυτή η εταιρεία αγόρασε την έκταση ως την κορυφή των Τουρκοβουνίων στην ανατολική πλευρά. Με τα λατομεία που άνοιξε στη συγκεκριμένη θέση «έχτισε» σχεδόν ολόκληρο το Παλαιό Ψυχικό.22 Η συγκεκριμένη εταιρεία εκπόνησε και υλοποίησε τα πολεοδομικά σχέδια για τον οικισμό του Ψυχικού το 1925 (ενώ γύρω στο 1927 εγκρίθηκαν τα σχέδια). Περιλάμβαναν τη χάραξη, τη διάνοιξη και την κατασκευή των δρόμων, τη μελέτη και την κατασκευή έργων υποδομής, τη διαμόρφωση χώρων πρασίνου και κοινόχρηστων χώρων, την οριοθέτηση οικοπέδων για οικιστική ανάπτυξη και την κατασκευή έργων και οικοδομημάτων σε δικά της ακίνητα. Από τα πιο σημαντικά γεγονότα της περιόδου 1920-1950 ήταν η άφιξη των Μικρασιατικών προσφύγων. Ήδη από το 1920 το 9 % του ελληνικού πληθυσμού κατοικούσε στην Αθήνα. 23Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 προκάλεσε στην εισροή 222.709 προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά.24 Παρά τα προβλήματα που προέκυψαν από την ανάγκη ανέγερσης συνοικισμών για τη στέγαση αυτών των ανθρώπων, αποτέλεσαν ένα σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό που αναζωογόνησε την οικονομία της πρωτεύουσας. Στο διάστημα 1920-1940, η αύξηση του πληθυσμού έφτασε το 148,1 %. Η αύξηση του πληθυσμού εκφράστηκε έντονα μεταβάλλοντας την αστική γεωγραφία της Αθήνας με τη συγκρότηση προσφυγικών αλλά και ιδιωτικών συνοικισμών. Όπως παρατηρεί και ο Ν. 76

3.27 Άποψη της Αθήνας με τα Τουρκοβούνια. Αεροφωτογραφία studio Κ.

«Δείλαιοι και αμαθείς και βάρβαροι τι κάνετε; Τι αφανίζετε; Δεν ξέρετε ότι (εγώ η Αττική γη) είμαι η μητέρα και η τροφός, το λίκνο, η κοιτίδα, η μήτρα της περασμένης δόξας και της μελλούμενης; Μάταια θαυμάζετε τα μνημεία που έστησαν κάποτε τα παιδιά μου. Δεν ξέρατε πως είναι σαρξ εκ της σαρκός μου, και πως όταν η μορφή μου αφανισθεί, η δικά τους θα χάσει το νόημα της;» Δημήτρης Πικιώνης: Γαίας ατίμωση (1954) 3.28 Ένα πλάτωμα, ένα παλιό νταμάρι, στα Τουρκοβούνια. Στο βάθος, η Πάρνηθα.


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

3.29 Ρεπορτάζ για τον Ασύρματο στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα 1930. Το συνοικισμό διέτρεχε ένα ρέμα. Στις άκρες του ρέματος οι πρόφυγες τοποθετούσαν φύλακες για να ελέγχουν την είσοδο στον οικισμό.

3.31 Στριμωγμένα καλύβια, παιδιά ξυπόλητα να τρέχουν στα στενά δρομάκια, γυναίκες να ανεβοκατεβαίνουν τον βράχο, κουβαλώντας νερό, ήταν η καθημερινή εικόνα της φτωχογειτονιάς. Τα περισσότερα σπίτια φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου, καθώς δεν είχαν ρεύμα.

3.30 Ο προσφυγικός οικισμός του 1922, που κατέλαβε τη δυτική πλαγιά του λόφου της Πνύκας.

Δ. Καρύδης: «Οι διαδικασίες παραγωγής του χώρου που ενεργοποιήθηκαν, είτε με την αποκατάσταση των προσφύγων είτε με το κτίσιμο τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ιδιωτικών συνοικισμών έδωσαν νέα διάσταση στην κρατική παρέμβαση στην οργάνωση του χώρου και μετέβαλαν ριζικά, μέσα σε μικρό διάστημα το αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό τοπίο».25 Ήταν επακόλουθο να ενταθεί εκ νέου η οικοδομική δραστηριότητα καθώς υπήρχε ένα νέο ανθρώπινο δυναμικό. Ένα διαφορετικό παράδειγμα, από προηγούμενα, αποτελεί ο λόφος του Φιλοπάππου, στον οποίο οι πρόσφυγες κατέλαβαν αυθαίρετα πολλές εκτάσεις ειδικά από τη δυτική πλευρά. Στο χώρο του παλιού λατομείου του Φιλοπάππου, δημιουργήθηκε μετά την καταστροφή ένας εκτεταμένος συνοικισμός αυτοσχέδιων παραπηγμάτων, ο οποίος διατηρήθηκε ως τα μεταπολεμικά χρόνια, με όνομα ο Ασύρματος. Εκεί, εγκαταστάθηκαν 800 οικογένειες προσφύγων. Οι περισσότεροι προέρχονταν από την Αττάλεια και την Αλάια της Μικράς Ασίας, γι’ αυτό ο συνοικισμός έγινε γνωστός και ως Ατταλιώτικα. Οι πρόσφυγες κατέλαβαν το ύψωμα και με σανίδια και λαμαρίνες έστησαν τις παράγκες τους μέσα σε μια νύχτα. Τον πρώτο καιρό, η αστυνομία γκρέμιζε τα αυθαίρετα σπίτια αλλά οι πρόσφυγες τα έχτιζαν ξανά και δεν εγκατέλειπαν το μέρος. Άλλωστε δεν είχαν

πού αλλού να πάνε. Οι πρόσφυγες είχαν αφήσει τα όμορφα σπίτια τους στην Αττάλεια και ζούσαν μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια. Τα καλύβια τους είχαν ύψος το πολύ δύο μέτρα, όπου έμεναν οι οικογένειες στριμωγμένες. Ο συνοικισμός τους έγινε τελικά γνωστός με το όνομα Ασύρματος, από τη σχολή ασυρμάτου του Ναυτικού, που βρισκόταν στα δυτικά του λόφου Φιλοπάππου. Ο Ασύρματος μετατράπηκε σε ένα ξεχωριστό μέρος της Αθήνας, μια παραγκούπολη, όπου ζούσαν οι πρόσφυγες απομονωμένοι για αρκετές δεκαετίες. Όπως έγραφε το 1931 ο Δ.Σ. Δεβάρης στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα: «Με τρίας δραχμάς και εντός δέκα λεπτών από το Δημοτικό θέατρο, βγαίνετε από την Αθήνα, από την Ελλάδα, από την Ευρώπη».26 Η κατεδάφιση των παραγκών δεν πραγματοποιήθηκε παρά την δεκαετία του 1950, με την στέγαση των προσφύγων στα λιθόχτιστα σπίτια που διατηρούνται ακόμα γύρω από την οδό Τρώων των Άνω Πετραλώνων, τα οποία χτίστηκαν με μέριμνα της «Βασιλικής Πρόνοιας» κερδίζοντας έτσι το παρατσούκλι «τα Πέτρινα της Φρειδερίκης».” Ανάλογη και μακροβιότερη η ιστορία των προσφυγικών στην κοίτη του Ιλισού, που επέζησαν μέχρι τη δεκαετία του ’60 και χάθηκαν μαζί με το ιστορικό ποτάμι.

77


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Α ΠΟ ΤΟ ‘5 0 ΚΑΙ ΜΕΤΑ Από τη δεκαετία του ’50 και μετά, συντελέστηκε μεγάλη έκρηξη οικοδομικής δραστηριότητας όταν εφαρμόστηκε ο θεσμός της αντιπαροχής. Είχαν τεθεί οι βάσεις για ραγδαίους ρυθμούς μετασχηματισμού του αστικού περιβάλλοντος. 3.33 Αντιπαροχή: Το σύμβολο της ανασυγκρότησης που έλυσε ένα οικιστικό πρόβλημα από το 1950 και μετά, αλλά δυσαρέστησε κάθε «εραστή» της Αθήνας.

3.32 “Θέα της Αθήνας” του Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα , 1940

«Αυτός ο πίνακας απεικονίζει την πόλη από τα νότια, αναδυόμενη μέσα από τοπογραφικές/ιστορικές εξάρσεις , του λόφου της Σικελίας στην Καλλιθέα σε 1ο πλάνο, του λόφου του Φιλοπάππου στα αριστερά, της Ακρόπολης στο κέντρο και, φυσικά, του Λυκαβηττού στο δεξιό μέρος της εικόνας. Εμφανίζεται ένα ήρεμο αστικό τοπίο, απολύτως εγγεγραμμένο στο φυσικό του περιβάλλον. Και παρά την προφανή διάθεση του καλλιτέχνη να αποδώσει το θέμα του με τις κυβιστικές αντιλήψεις στις οποίες πίστευε και οι οποίες επέβαλαν μια πολυπρισματική απόδοση μορφών (εν προκειμένω των κτισμάτων), θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι «βλέπει» παρά την «αφαίρεση» να ξεδιπλώνεται μπροστά του ένας εξαιρετικά πλούσιος σε μορφολογικές και τυπολογικές εκδοχές κτισμένος χώρος: εδώ βρίσκεται το λαϊκό σπιτάκι του 19ου αιώνα με κλασικιστικές διακοσμήσεις, εδώ

78

βρίσκεται το νοικοκυρόσπιτο διώροφο νεοκλασικό της ίδιας εποχής, εδώ βρίσκεται κ η προσφυγική παράγκα της παράνομης αυτοστέγασης αλλά και το προσφυγικό πλινθόκτιστο διώροφο σπίτι από το πρόγραμμα της κοινωνικής κατοικίας, εδώ βρίσκεται η αστική πολυκατοικία του μεσοπολέμου με στοιχεία ευρωπαϊκού μοντερνισμού στην όψη, εδώ βρίσκονται τα μεγάλα δημόσια κτήρια του κέντρου ή οι προαστιακοί εξοχικοί συνοικισμοί των βορείων ή των νοτίων προαστίων. Πρόκειται για μια κτιριοδομική και πολεοδομική πολυμορφία, η οποία θα ισοπεδωθεί σε λίγα χρόνια αργότερα θα έλεγε κανείς προμελετημένα, τα ίχνη όλων των διαδικασιών που γέννησαν αυτόν τον πλούτο στον κτισμένο χώρο».27 Δ. Ν. Καρύδης

3.34 Λίγες πολυκατοικίες, στις καλές συνοικίες, σχεδιάζονταν από αρχιτεκτονικά γραφεία. Αρχιτέκτονες της μόδας, πάντως, είχαν αναλάβει το ιστορικό κέντρο, που σε διάστημα μίας δεκαετίας άλλαξε όψη. Στις γειτονιές, όμως, οι εργολάβοι και τα τεχνικά γραφεία ήταν που είχαν την πρωτοκαθεδρία.


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

«Εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι…» Ο γνωστός στίχος από το ποίημα του Άλκη Αλκαίου Δ Ε Ν Δ ΡΟ Φ ΥΤΕ Υ ΣΗ ΤΩ Ν Λ ΟΦΩΝ Κατά το σχεδιασμό της νέας πόλης τον 19ο αιώνα ο Eduard Schaubert και ο Σταμάτιος Κλεάνθης είχαν ξεκινήσει το 1832 την ακριβή τοπογράφηση όλης της περιοχής της Αθήνας και είχαν εκπονήσει ρυμοτομικό σχέδιο για την οικοδόμηση της νέας πόλης. Σε σχέση με τη διαμόρφωση των ελεύθερων χώρων και τις δενδροφυτεύσεις, οι δύο αρχιτέκτονες διατυπώνουν την εξής πρόταση: «Το νότιο τμήμα της πόλης θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί , αφού τελειώσουν οι ανασκαφές και δενδροφυτευθεί, σε συνδυασμό με δενδροστοιχίες γύρω από το λόφο της Ακρόπολης, σαν χώρος περιπάτου. Για τις δενδροστοιχίες αυτές θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν δένδρα που να αναπτύσσονται χωρίς πολύ νερό, έτσι ώστε τα ωραία βραχύχρονα βράχια της Ακρόπολης να ξεπροβάλλουν μέσα από ένα στεφάνι πρασίνου». Ως βασική αρχή λοιπόν λειτούργησε η ιδέα μιας έντεχνης διάταξης των φυτών σε συστάδες με σκοπό να επιτυγχάνεται η αναγνωσιμότητα της αρχαίας τοπογραφίας και των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ωστόσο, η μετέπειτα εντατική δενδροφύτευση των ιστορικών λόφων έγινε αδιαφοροποίητα και χωρίς σχέδιο. Δεν κατέστησε δυνατή μια διακριτική φύτευση, όπως είχε προτείνει και ο L. Ross, «ώστε η ξαναγεννημένη αρχαία πόλη να μην παρουσιάζεται ούτε σαν μια γυμνή επιφάνεια, ούτε όμως να μεταμορφωθεί και σε δάσος». Ναι μεν χρησιμοποιήθηκαν γηγενή φυτά, όμως η πυκνότητα της φύτευσης εμπόδισε την ανάδειξη μεγάλων τμημάτων της ιστορικής τοπογραφίας (τη νότια και δυτική πλαγιά της Ακρόπολης, τη περιοχή της Πνύκας και την αρχαία Κοίλη) και παρεμπόδισε συγχρόνως πιθανές μελλοντικές ανασκαφές.28

3.35 Η Πνύκα και ο λόφος του Φιλοπάππου, φωτογραφημένα από το Λόφο των Νυμφών (Αστεροσκοπείου) 1850-1870. 3.36 Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικου χώρου της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου.

79


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Βλέπουμε ότι η σχέση των Αθηναίων με την πολιτιστική κληρονομιά τους και την ιστορική τοπογραφία της Αθήνας και τη δενδροφύτευση της πόλης ήταν αντιφατική. Η επιδίωξη της αποκατάστασης του “αρχαίου κάλλους” σε όλo του το μεγαλείο καθώς και η επιθυμία να εξωραϊστεί η πόλη με εκτεταμένες δενδροφυτεύσεις τείνουν στη δημιουργία ενός αρχαιολογικού - πολιτιστικού πάρκου. Αυτές όμως οι τάσεις παρεμποδίστηκαν από ιδιοτελή συμφέροντα και από έλλειμμα παράδοσης στη διαμόρφωση κήπων και δημόσιων πάρκων. Εισήχθησαν ξένα πρότυπα σχεδιασμού για τη διαμόρφωση των χώρων πρασίνου από ευρωπαίους αρχιτέκτονες και πολεοδόμους. Η κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει έγκαιρα το προβλήματα που είχε προκαλέσει η λατόμηση σχετικά με την παραμόρφωση του αττικού ανάγλυφου και τα ευαίσθητα περιγράμματα των λόφων και των γειτονικών βουνών, ωστόσο, δεν μπόρεσε να επιλύσει το ζήτημα λόγω του ασαφούς ιδιοκτησιακού καθεστώτος, του κόστους απαλλοτριώσεων και την έλλειψη αποτελεσματικής νομοθεσίας. Τα λατομεία συνέχισαν παράνομα τη λειτουργία τους μέχρι που ιδρύθηκε το 1898 ένας κοινωφελής σύλλογος, η “Φιλοδασική Εταιρεία”, η οποία ανέλαβε δράση με σκοπό την αναδάσωση των αθηναϊκών λόφων. Κάτω από την αιγίδα της βασίλισσας Σοφίας, η Εταιρεία εξασφάλισε τη συμμετοχή και την οικονομική υποστήριξη των ευρύτερων κύκλων της κοινωνίας. Το 1900 ο υπουργός Οικονομικών Ανάργυρος Σιμόπουλος απαγόρευσε τη λατόμηση των λόφων Φιλοπάππου, του Στρέφη και του Λυκαβηττού29 , αν και μόλις το 1912 με εκστρατεία πάλι της βασίλισσας Σοφίας απαλλοτριώθηκαν οι δύο πρώτοι και έκλεισαν τα λατομεία δημοσίου στο Λυκαβηττό. Το 1914 με νόμο απαγορεύτηκε η δημιουργία νέων λατομείων σε απόσταση μικρότερη των 1000 μέτρων από

80

τα όρια της πόλης. Η απαγόρευση δεν ενδιέφερε τους επιχειρηματίες που είχαν ανοίξει λατομεία προγενέστερα αυτής κοντά ή και μέσα στην πόλη, όπως για παράδειγμα στα Τουρκοβούνια. Μέσα στην πρώτη δεκαετία από την ίδρυσή της φύτευσε γύρω στα 300.000 δένδρα στους γυμνούς αθηναϊκούς λόφους. 30 Η προσπάθεια δεν επεδίωκε με κανένα τρόπο μια σχεδιασμένη διαμόρφωση του ελεύθερου χώρου, αλλά μια απλή αναδάσωση των λόφων στο κέντρο της πόλης, με φυτά συμβατά με τις κλιματολογικές συνθήκες, όπως πεύκα, κυπαρίσσια, άγριες ελιές και αγαύβες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κίνητρα για την αναδάσωση ήταν εντελώς πραγματιστικά, η αντιμετώπιση δηλαδή της αυξανόμενης ξηρασίας και της σκόνης που προκαλούσε η έλλειψη σε πράσινο καθώς της μειωμένης δυνατότητας του εδάφους να απορροφήσει και να συγκρατήσει το νερό. Η συνολική επιφάνεια των λόφων της έσω πόλης υπολογίζεται στα 120 εκτάρια, από τα οποία τα 100 έχουν αναδασωθεί. Ήταν μια ενέργεια με σκοπό τη διάσωση της ιστορικής περιοχής και την αποτροπή του κινδύνου της οικοδόμησής της.31 Συνειδητοποιούμε ότι η σημερινή εικόνα των λόφων που φέρει τα χαρακτηριστικά ενός δάσους διαφέρει εξ’ ολοκλήρου από αυτή του προηγούμενου αιώνα, που ήταν “κρανίου τόπος”. Πρόκειται για μια εικόνα δημιούργημα του ανθρώπου, που εκφράζει είτε λιγότερο είτε περισσότερο φανερά την ιστορία αυτής της περιόδου, τις επιθυμίες, τις ιδέες, τις φιλοδοξίες και τις πρακτικές που επικράτησαν εκείνη την εποχή. Θα κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό με ένα σχόλιο για τη σημερινή εικόνα του Αθηναϊκού τοπίου. Τι θα βλέπαμε σήμερα αν ακολουθούσαμε την προτροπή του Περικλή Γιαννόπουλου να ανέβουμε “…εις ένα λοφίσκο, έναν λόφο, εις ένα μέρος των Αθηνών

3.37 Φυτεύσεις στο Λόφο του Αστεροσκοπείου από τη δασική υπηρεσία, με συμμετοχή πολιτών.

3.38 H Πνύκα το 1865 πριν την αλόγιστη φύτευση.

3.39, 3.40 Ο λόφος του Φιλοππάπου το έτος 1892 γυμνός και ο λόφος σήμερα κατάφυτος.


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

ανοικτό…” και κοιτάζαμε γύρω μας; Αυτό που θα αντικρύζαμε γυρίζοντας το βλέμμα, είναι ότι επάνω στην Αττική γη έχει απλωθεί ένα τσιμεντένιο πέπλο που καλύπτει σχεδόν τα πάντα, κυκλώνοντας απειλητικά και σκαρφαλώνοντας στις παρυφές των λόφων, σα να θέλει να τους καλύψει κι αυτούς, όσους δηλαδή δεν μπόρεσε ήδη. Μεγάλη αντίθεση και ένας τόνος μελαγχολίας. Όμως για κάποιο λόγο θα νιώσουμε ότι αυτό το “ατιμωμένο” κατά τον Πικιώνη αττικό τοπίο είναι εκεί, ζει και αναπνέει. Το “ιοστεφές άστυ” του Αισχύλου, η “μενεξεδένια πολιτεία” του Τερζάκη στο μεσοπόλεμο, υπάρχει ακόμα και μας καλεί να την ανακαλύψουμε ξανά. 3.41 Ο λόφος του Αρδηττού ήταν ο πρώτος που φυτεύτηκε στην Αθήνα, και η βλάστησή του «αγκάλιασε» το Παναθηναϊκό Στάδιο.

3.43 Ο Λυκαβηττός το 1862, γυμνός και ξηρός.

3.42 Λόφος του Φιλοπάππου. Συνορεύοντας με το αστικό κύμα. Φωτ: Α. Καρανικόλα. 3.44 Τα «Πευκάκια» στο Λυκαβηττό το έτος 1890, τα πρώτα ίχνη πρασίνου στο γυμνό βουνό.

3.45 Η διαμόρφωση του τοπίου του Λυκαβηττού, 1886. Ένα από τα ζωγραφικά σχέδια του Τσίλλερ. 3.46 Ο Λυκαβηττός σήμερα.

81


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Β2. Η ύλη και η έννοια τ ου τόπου Η ΥΛ Η ΤΟ Υ ΤΟ Π Ο Υ Η πέτρα των λόφων κατά κάποιο τρόπο “γέννησε” την Αθήνα. Οι λόφοι παρείχαν τις πρώτες ύλες ώστε να χτιστούν αμέτρητα οικοδομήματα, ξεκινώντας τόσο από την αρχαιότητα όπου ανεγέρθηκαν γλυπτά και ναοί, όσο και κατά την ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας (1830-1900) έως και τη σύγχρονη εποχή. Ίσως, το πιο συγκινητικό παράδειγμα ήταν η ιστορία του Θουκυδίδη, όπου οι πέτρες των τειχών, των Μακρών τειχών, της αρχαίας Αθήνας προστάτεψαν την πόλη από την πολιορκία των Λακεδαιμόνιων, καθώς μας δείχνει πως η ύλη ενός τόπου έσωσε την ίδια την πόλη του. Οι λόφοι έδωσαν πνοή στη λατομική και οικοδομική δραστηριότητα, που συνεχίστηκε αδιάκοπα και μεταγενέστερα και έτσι προέκυψαν στην Αθήνα μυριάδες σπίτια, πολυκατοικίες και σχεδόν ολόκληρα προάστια. Η έντονη τάση προς την αστικοποίηση, οι συνεχείς πολεοδομικοί μετασχηματισμοί της πόλης και κυρίως η άναρχη επέκτασή της από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα, είχαν ως αποτέλεσμα την έξαρση της οικοδομικής δραστηριότητας. Η αύξηση της ζήτησης σε οικοδομικά υλικά ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει σε μεγάλη επιφανειακή εξάπλωση των λατομικών περιοχών πάνω στους λόφους. Οι λόφοι, ως πέτρα, ως πρώτη ύλη, συντέλεσαν ένα καθοριστικό παράγοντα, επιτρέποντας στον άνθρωπο να αναπτύξει την πόλη του. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό το φαινόμενο έφτασε σε κορεσμό, ο άνθρωπος ξεκίνησε να καταστρέφει την ύλη του. Η πόλη επεκτάθηκε και αφάνισε σε ένα βαθμό τη μορφολογία και την πλαστικότητα του αττικού ανάγλυφου. Οι ορεινοί όγκοι Αιγάλεω και Υμηττός και οι εσωτερικοί λόφοι του λεκανοπέδιο δέχτηκαν ασφυκτικές οικιστικές πιέσεις και λατομήθηκαν εκτεταμένα για παραγωγή αδρανών υλικών. Αντίθετα, η Πεντέλη «καταστράφηκε» από την υπερβολική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων μαρμάρου της. Στους περιφερειακούς όγκους του

82

3.47 Υπαίθρια έκθεση γλυπτικής στο λόφο Φιλοπάππου. Αρχιτέκτονες: Αντώνης Νουκάκης, Μπούκη Μπαμπάλου. 3.48 Ένα ακόμα παλιό νταμάρι στο λόφο του Φιλοπάππου.


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

3.49 Οι “φαγωμένες” κορυφές του Λυκαβηττού. Στο βάθος το Αιγάλεω.

νομού, εντοπίζονται οι πιο πρόσφατες εκμεταλλεύσεις, μεγαλύτερης έκτασης και πιο εντατικού χαρακτήρα.32 Η μορφή και ο χαρακτήρας των λόφων καθορίστηκαν από τον άνθρωπο και διαφοροποιήθηκαν πολλές φορές με το πέρασμα του χρόνου. Συνιστούν έναν καμβά προβολής των χαρακτηριστικών της κάθε κοινωνίας, πάνω στον οποίο αποτυπώθηκαν οι επιδιώξεις, οι φιλοδοξίες, οι πρακτικές και οι δράσεις της. Φέρουν ενδείξεις και σημάδια από την αντιμετώπιση της φύσης ως μέσο πολέμου, από τις βαθιές χαρακιές των λατομείων, από τα κατάλοιπα των προσφυγικών οικισμών έως και τη σημερινή ουδέτερη και παραπλανητική, υπό μορφής δάσους, φύτευση που έχουν λάβει. Στην περίπτωση του Φιλοπάππου, ο λόφος συνδέθηκε με το προσφυγικό ζήτημα. Φαίνεται να έχει εμποτιστεί

από τις μνήμες αυτών των ανθρώπων και από ό,τι κουβαλά η ιστορία της ζωής τους, μια ζωή που έφερε τόσες δυσκολίες και αγώνες. Σε αυτό το σημείο η φράση του Lefebvre, ο οποίος επιχειρεί να ορίσει “την πόλη ως την προβολή της κοινωνίας στο έδαφος” είναι απολύτως ταιριαστή.33 Αυτή η τεράστια μεταβολή που προέκυψε στην κοινωνία εκείνης της εποχής άφησε εμφανή σημάδια στο χωρική διάρθρωση και μορφή τόσο των λόφων όσο και της πόλης πιο συνολικά. Η φράση του Πλάτωνα συνοψίζει την ουσία αυτών των σκέψεων: “Η πόλη είναι αυτό που είναι, γιατί οι πολίτες μας είναι αυτοί που είναι”. Ακούγεται σοφή και ίσως αξίζει να την σκεφτούμε και αντίστροφα. Συνειδητοποιούμε ότι το ένα διαμόρφωσε το άλλο, βρέθηκαν μια σχέση αλληλεπίδρασης. Οι λόφοι καθόρισαν την πορεία του ανθρώπου, της

κατοίκησης και της διαμόρφωσης της πόλης και ο άνθρωπος από την άλλη πλευρά άφησε το στίγμα του πάνω σε αυτούς, και πολλές φορές με επεμβάσεις μη αναστρέψιμες. Πάνω στους λόφους και τα βουνά, τα πολυάριθμα λατομεία που δημιουργήθηκαν, εκτεινόμενα τόσο στο εσωτερικό όσο και στις παρυφές του αστικού ιστού, εγκαταλείφθηκαν. Αυτές οι “γκρίζες” ζώνες διαρρηγνύουν το αστικό συνεχές. Εντούτοις, αποτελούν και ένα λανθάνον δυναμικό, που πιθανώς να μπορούσε να λάβει διαφορετική μεταχείριση, ανοίγοντας νέες προοπτικές για την πόλη. Ίσως αποτελέσουν μια ευκαιρία συνάντησης του ανθρώπου και των λόφων, υπό διαφορετικές συνθήκες, όπου οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν εκ νέου με όρους ισορροπίας και δημιουργικότητας.

83


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

3.50 Λόφοι, η πέτρα της Αθήνας. Άποψη από το λόφο του Στρέφη. 84


3.51. Από το Λυκαβηττό προς το Αιγάεω. 85


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Η Ε Ν Ν ΟΙΑ ΤΟ Υ ΤΟ Π Ο Υ Πολλές φορές μιλάμε για τον τόπο με πολύ σύνθετο και θεωρητικό τρόπο. Τον επενδύουμε με μια σειρά νοημάτων και ερμηνειών. Ίσως ήρθε η στιγμή να αναλογισθούμε ότι η έννοια του τόπου είναι ταυτόχρονα συνδεδεμένη με κάτι πολύ απλό και πρωτόλειο. Με την ύλη. Μέσα από τη διερεύνηση που αφορούσε τη συγκεκριμένη πτυχή της αθηναϊκής τοπογραφίας, μας έγινε φανερό ότι ο τόπος αυτός είναι φτιαγμένος από τον τόπο του (!), από τα υλικά του. Η Αθήνα, ως πόλη είναι, έως ένα βαθμό, δημιούργημα της ύλης της. Και μάλλον πολλές φορές η υλικότητα του τοπίου δεν είναι κάτι ξένο από το τοπίο. Όταν αναφέρουμε ότι ένας πολιτισμός έχει τις ρίζες του μέσα στο χώμα , δεν εννοούμε τίποτα πιο σύνθετο ή μεταφυσικό, από το ότι συστάθηκε από τη χρησιμοποίηση της ίδιας του της ύλης. Σε αυτό το σημείο ταιριάζουν τα λόγια του Δ. Πικιώνη, ο οποίος συχνά στα κείμενά του υποστηρίζει πως ο άνθρωπος είναι προϊόν του εδάφους και πως η γη, ο τόπος είναι το στοιχείο που θα καθορίσει τη γέννηση και την εξέλιξη μιας πόλης, δηλαδή τον πολιτισμό της, το πολίτευμα, την οικονομία της, τις τέχνες, την αρχιτεκτονική και γενικότερα τη ζωή σε αυτή. “Η γη τούτη είχε, μαζί με μερικές άλλες, το προνόμιο να διδάξει στον άνθρωπο μια από τις πιο υψηλές μορφές της αποκάλυψης του παγκόσμιου λόγου. Και τη μορφή αυτή την έπλασε ο αρχαίο καθ’ ομοίωση τούτης της γης, θενά ‘λεγα πως την ανέσυρε μεσ’ απ’ το χώμα της και τους βράχους της, κατά τη συμβολική ρήση του σοφού Κιμρί που έλεγε πως «μέσα στο χώμα πρέπει να βλέπουμε, γιατί εκεί προετοιμάζονται όλα». Μέσα στο χώμα, δηλαδή στην εγκρυπτόμενη Φύση, η αποκάλυψη του κόσμου του νοητού”.34

86

Η ιδιοσυστασία της τοπογραφίας είναι η φύση της, δηλαδή η ύλη της. Σίγουρα, έως σήμερα, έχουν πραγματοποιηθεί πολλαπλές αλλαγές πάνω στο αττικό ανάγλυφο, ή διαφορετικά, μεταφορές υλικών. Αναρωτιέται όμως κανείς αν αυτό το πορώδες υλικό, αυτό το πορώδες περίβλημα του σοβά που υπάρχει στην πλειοψηφία των κτισμάτων της Αθήνας που μοιάζει σαν ασβεστόλιθος (όπως και το ίδιο το πέτρωμα του εδάφους της Αθήνας: ασβεστολιθική μάργα) δεν έχει και αυτό στοιχεία από σμιλευμένο βράχο. Γίνεται φανερή η έννοια της καταστροφής της ύλης και της επαναχρησιμοποίησης της. Μέσα σε αυτόν τον τόπο συνάγεται μία μόχλευση της ύλης, όπως και μία μόχλευση της μνήμης όπως όπως θα δούμε στο ακόλουθο κεφάλαιο. Το αττικό ανάγλυφο δεν συνίσταται βέβαια μόνο από την ύλη του, από πέτρα. Πολλές είναι και οι άυλες παράμετροι που έχουν επικαθορίσει το χαρακτήρα και το πνεύμα του. Αυτό το ανάγλυφο είναι εμποτισμένο με ένα βαθύτερο περιεχόμενο καθώς συντίθεται από αλλεπάλληλα στρώματα καθώς και από αλλεπάλληλες κατοικήσεις. Πρόκειται για μια στρωματογραφία του εδάφους πλούσια σε ιστορία, μνήμες και ίχνη πολιτισμού.


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

3.52 Η Αθήνα από το Λυκαβηττό. Δεξιά η ψηλότερη κορυφή του με τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου του και στο βάθος ο Αρδηττός με το Παναθηναϊκό στάδιο. 87


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Β3. To πολύπτυχο της στρωματ ογραφίας Αναφέραμε τις δημιουργίες του ανθρώπου επάνω στους λόφους. Ίσως χρειάζεται να σκεφτούμε πέρα από τις εξάρσεις, τις εσοχές, δηλαδή, τις κοιλότητες αυτού του ανάγλυφου, στις οποίες συναντάμε ψήγματα από διαφορετικές εποχές και πολιτισμούς. Ας θυμηθούμε την κοιλότητα που σχηματίζεται στο Μοναστηράκι με τη βιβλιοθήκη του Αδριανού, το τζαμί και την καθολική εκκλησία, η οποία μετατρέπεται σε ένα μίγμα ρυθμών, εποχών και πολιτισμών, συνθέτοντας ένα ζωντανό και δυναμικό πεδίο. Μπορούμε επίσης να φέρουμε στο νου μας τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, που συναντάμε το σημαντικότερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, με ευρήματα από τα τείχη και τις πύλες της ενώ την ίδια στιγμή μέσα σε αυτή τρέχει το ποτάμι του Ηριδανού που παραπέμπει στην κίνηση, τη συνεχόμενη ροή και κατ’ επέκταση στη συνέχεια και τον κύκλο της ζωής. Ακόμα στο νου έρχεται η πηγή της Καλλιρόης με την αρχαία κοίτη του Ιλισού όπου επίσης η τοπογραφία σχηματίζει μια κοιλότητα που συνορεύει με το ναό του Ολυμπίου Διός, τον ιερό βράχο του Πανός, την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής και παλιά τρίτοξη πέτρινη γέφυρα του Όθωνα, θαμμένη σήμερα κυριολεκτικά κάτω από την οδό Αθανασίου Διάκου. Ειδικά αυτό το σημείο έχει μείνει απείραχτο, στο πέρασμα του χρόνου, δεν φυτεύτηκε ούτε χτίστηκε ποτέ, είναι ένα σημείο άχρονο όπου το παρελθόν και το παρόν μπορούν και γίνονται ένα. Μοιάζει με ένα αρχαίο αγρό που συνεχίζει να εξελίσσεται ζωντανά. Ένα τελευταίο και ίσως πιο ενδιαφέρον παράδειγμα είναι το σημείο στον πεζόδρομο της Αδριανού στο Μοναστηράκι όπου κυριολεκτικά δίπλα στα αρχαία, τη στοά του Αττάλου, το πλάτωμα της αρχαίας Αγοράς με την οδό των Παναθηναίων περνούν συγχρόνως οι σύγχρονες γραμμές του τρένου ενώ από πάνω στον πεζόδρομο παρατάσσονται σε

88

3.53 Tμήμα της Αχαρνικής οδού στην πλατεία Κοτζιά, στο βάθος τα κτήρια της Εθνικής Τράπεζας.

3.54 Η περιοχή του Ιλισού με την αρχαία πηγή της Καλλιρόης, ένα σημείο άχρονο. Ένας αρχαίος αγρός.

3.55 Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού με φόντο τη σύγχρονη πόλη, το Λυκαβηττό στα δεξιά και τον Υμηττό στα αριστερά.

σειρά καφετέριες που κατακλύζονται από κόσμο(!). Αυτό το σημείο που φαίνεται να κατοικείται για περισσότερο από 2000 χρόνια μας δείχνει στην πράξη πώς εναποτίθενται και συνδιαμορφώνονται οι αλλεπάλληλες κατοικήσεις.

Μιλάμε, λοιπόν, για πολλαπλές συγχρονικότητες, όπου το παρελθόν με το παρόν έχουν εξίσου δυναμική παρουσία. Η ύπαρξη αρχαίων ευρημάτων πολλές φορές είναι συνυφασμένη με τα σύγχρονα μορφώματα της πόλης και, έτσι, μοιάζει να


| Β’ ΜΕΡΟΣ: η ύλη και η «ανακατασκευή» του τόπου

ύλη του τόπου μπορούμε να διαβάζουμε το χρόνο όχι ως μια αυστηρή γραμμική πορεία αλλά ως συνεχείς αλληλοτομίες. Και όσο και αν υπήρξαν αυτές οι αδηφαγίες του φυσικού ανάγλυφου που μελετήσαμε σε αυτό το κεφάλαιο, φαίνεται ότι έχει βρεθεί ένας τρόπος αυτές να συναρμόζονται με το σήμερα.

3.56 Το ατελές της βιβλιοθήκης του Ανδριανού είναι το ίδιο ατελές με αυτές τις πιο σύγχρονες κατασκευές των καταστημάτων. Στο βάθος ο Παρθενώνας, επίσης ατελής.

3.57 Η κοιλότητα που σχηματίζεται στο Μοναστηράκι με τη βιβλιοθήκη του Αδριανού, το τζαμί και την καθολική εκκλησία, ένα μίγμα ρυθμών, εποχών και πολιτισμών.

Το αττικό ανάγλυφο αποτελεί ένα σύστημα ανοιχτών τόπων σε αλληλοτομίες και συναρμογές που μας καλούν να το επισκεφτούμε, με πεδία που με τη σειρά τους ανοίγουν νέους κόσμους. Συντίθεται μια στρωματογραφία της οποίας το πολύπτυχο μας αποκαλύπτεται ως μια ζωντανή ανθρωπογεωγραφία. Η περιήγηση πάνω σε αυτό δεν εμπνέει μνημειακότητα και αποκρυστάλλωση μιας μονόπλευρης πραγματικότητας, αλλά την αλληλεπίδρασή μας με ένα ανάγλυφο καθημερινό, πλούσιο σε μνήμες και ανοιχτό σε νέες εγγραφές.

3.58 Η στοά του Αττάλου μαζί με το τρένο του ηλεκτρικού.

ακυρώνεται η αίσθηση ότι κάποτε υπήρχε εξέλιξη σε αυτήν την πόλη. Η συνύπαρξη του παλιού και του καινούριου μαζί σε ένα τόπο είναι πλέον οικεία στο περιβάλλον της Αθήνας.

Σε αυτούς τους τόπους ο χρόνος μοιάζει ακίνητος, σαν να διαδραματίζονται όλα σε ενεστώτα χρόνο. Αυτό που μας μαθαίνει η αθηναϊκή τοπογραφία είναι ότι ο χρόνος έχει κάτι το διαρκές, εντοπιζόμενο στο παρόν. Ακόμα, συνειδητοποιούμε ότι μέσα από την

89


4.1


Γ’ μέρος:

ο τόπος και ο τρόπος κατοίκησης

91


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Γ1.Η Κλίμακα

4.2 Πανόραμα της Αθήνας από το Λυκαβηττό.

Στις περισσότερες της Αθήνας, μετέχουν οι λόφοι, άλλοι πιο μεγάλοι, άλλοι πιο μικροί, ωστόσο, είναι μόνιμα παρόντες στις εικόνες του αττικού τοπίου. Φαίνεται μέσα και από τις τομές πως δημιουργείται μια κοιλότητα που περιβάλλεται από λόφους και βουνά, με άνοιγμα στη θάλασσα, προς τον Πειραιά. Η γεωμορφολογία της Αθήνας, λοιπόν, μόνο οριζόντια και ήσυχη δεν θα χαρακτηριζόταν. Λόγω αυτών των φυσικών ορίων, η επιφάνεια «κατακερματίζεται» και δημιουργούνται επιμέρους περιοχές, ανάμεσα σε αυτούς τους λόφους. Λέμε συνήθως “πέφτει η κλίμακα” και πως μικραίνουν τα μεγέθη, εννοώντας ότι οι αναλογίες της πόλης προσπαθούν να έρθουν πιο κοντά στις ανθρώπινες. Άραγε πώς μπορεί κανείς να ορίσει την έννοια της κλίμακας; Κατ’ αρχάς, η κλίμακα αποτελεί ένα ζήτημα γεωμετρικής φύσεως. Πρόκειται στην ουσία για ένα λόγο δύο μεγεθών που συστήνουν μια αναλογία. Υπάρχουν δηλαδή μεγέθη συγκρίσιμα και σε αυτή την περίπτωση υφίσταται η έννοια της κλίμακας. Στην περίπτωση που μια πόλη δεν είχε κάποια σημαντική υψομετρική διαφορά, είχε δηλαδή ένα επίπεδο ανάγλυφο, δεν θα υπήρχε κάποιος αναλογικός λόγος. Γεωμετρικά, στην τομή της θα βλέπαμε μια ευθεία που ρέει ατέρμονα. Στην περίπτωση όμως της Αθήνας όπου ορθώνονται

92

αυτοί οι λόφοι, αποκτά υπόσταση και ευκρίνεια ο κατακόρυφος άξονας, εμφανίζεται δηλαδή η διάσταση του ύψους και έτσι δημιουργείται μια σύγκριση, ένας λόγος και άρα μπορούμε να μιλήσουμε για την έννοια της κλίμακας. Χάρη στους λόφους, δημιουργείται μια ευδιάκριτη και εύκολα απεικονίσιμη σχέση μεταξύ όγκων και χώρου. Η συνειδητοποίηση της έννοιας της κλίμακας συνιστά μια αφετηρία για την αντίληψη και τη σκέψη μας περί χώρου. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την αρχιτεκτονική κλίμακα γενικά ως ένα διαβαθμισμένο σύστημα αξιολόγησης του πραγματικού χώρου που θεμελιώνεται σε μία ιεραρχημένη δομή σχέσεων ανάμεσα σε έννοιες και αξίες.1 Η κλίμακα ενσωματώνεται οργανικά στην αρχιτεκτονική σκέψη από την αρχή του σχεδιασμού και αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο διαφοροποίησης του αρχιτεκτονικού από τον γεωμετρικό χώρο. Ο Δ. Πικιώνης αναφέρει: «Ω γη, συ ανάγεις όλα εις τον εαυτό σου, ως εις μέτρο. Αληθινά εσύ είσαι το modulus που μπαίνεις εις το καθετί. Συ εμόρφωσες το Άστυ και τα πολιτεύματα. Συ καθόρισες τις τέχνες του λόγου και του σχήματος».2 Μέσα από αυτά τα λόγια, βλέπουμε πως η γη δίνει

το μέτρο. Το ανάγλυφο της Αθήνας με τις εξάρσεις και τις κοιλότητές του καθώς και με το χτιστό που αναδύθηκε πάνω σε αυτό χαρακτηρίζεται από μια πολύ άμεση αναφορικότητα του πάνω και του κάτω, του πίσω και μπρος, της θέας και του ορίζοντα, στοιχεία του ανθρωπίνου τρόπου να αντιληφθούμε τα πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι η κλίμακά του είναι ανθρωποκεντρική. Η διαβάθμιση που έχει η αθηναϊκή τοπογραφία δημιουργεί εστίες οικειότητας και συνταύτισης με το περιβάλλον, διδακτικό στοιχείο αν πρόκειται να αναφερθούμε στο σχεδιασμό. Ταυτόχρονα, η ιεράρχηση του περιγραμματικού αποτυπώματος του ανάγλυφου σε ανώτατα και κατώτατα, σταθερά και ρευστά σημεία δημιουργεί βαθύτερες συσχετίσεις. Ας φέρουμε στο νου μας τους κορυφαίους λόφους ή τα κατώτατα ιερά κοίλα (όπως η πηγή της Καλιρρόης). Αυτά τα σημεία μετατρέπονται σε πιο σύνθετα εννοιολογικά περιβάλλοντα, τα οποία δημιουργούν αξιακές κλίμακες.


| Γ’ ΜΕΡΟΣ: ο τόπος και ο τρόπος κατοίκησης

Γ2.Το όριο

4.3 Πανόραμα της Αθήνας από τον Άρειο Πάγο.

Σύμφωνα με τον Martin Heidegger, «Ο τρόπος με τον οποίο είσαι και είμαι, ο τρόπος με τον οποίο εμείς οι άνθρωποι είμαστε πάνω στη γη, είναι η κατοίκηση…». Αλλά «πάνω από τη γη» σημαίνει ότι βρισκόμαστε «κάτω από τον ουρανό». Και «εκείνο που βρίσκεται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό είναι ο κόσμος… Τα κτίσματα, τα χωριά οι πόλεις είναι κατασκευές που φέρνουν τη γη ως κατοικημένο τοπίο κοντά στον άνθρωπο και ταυτόχρονα θέτουν την εγγύτητα της γειτονικής κατοίκησης κάτω από την έκταση του ουρανού».3 Αμέσως αμέσως, προσδιορίζονται οι έννοιες του πάνω και του κάτω, με διαφορετικές κατευθύνσεις: οριζόντιες και κατακόρυφες, αυτές της γης και του ουρανού, που είναι φανερά χωρικές έννοιες. Προσπαθώντας να ορίσουμε το χώρο σημαντική είναι η διάκριση που έκανε ο Giedion μεταξύ του «εκτός» και του «εντός».4 Περιγράφει ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό, έννοιες με χωρικές σημάνσεις που εισάγουν την υπαρξιακή διάσταση του χώρου. Στο ίδιο πνεύμα ο Robert Venturi λέει: «Η αρχιτεκτονική προκύπτει στο σημείο συνάντησης στην τομή των εσωτερικών και των εξωτερικών δυνάμεων της χρήσης και του χώρου».5 Ο Heidegger εξηγεί την έννοια της λέξης «χώρος» στα

γερμανικά: «Ένας χώρος είναι κάτι παραχωρημένο, αποδεσμευμένο, δηλαδή ενταγμένο σε ένα όριο, στα αρχαία ελληνικά πέρας…».6 Διαφορετικά, ο χώρος αρχίζει την παρουσία του από το όριο.

περιβάλλον.9 Οι λόφοι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο μέσα στην πόλη: δημιουργούν επιμέρους περιοχές και διακόπτουν τη συνέχεια των κινήσεων και των ροών.

Τι είναι όμως το όριο; Λέμε πως οποιαδήποτε περίκλειστη περιοχή ορίζεται από ένα όριο ή σύνορο. Τα σύνορα ή όρια ενός κτισμένου χώρου είναι γνωστά ως πάτωμα, τοίχος, οροφή. Τα όρια ενός τοπίου είναι δομικά παρόμοια, και αποτελούνται από το έδαφος, τον ορίζοντα και τον ουρανό. Το όριο περικλείει όμως αυτή η ιδιότητά του, καθορίζεται από τα ανοίγματα.7

Ωστόσο ο Heidegger λέει: «Το όριο δεν είναι αυτό στο οποίο κάτι σταματά, αλλά, όπως το είχαν ήδη αναγνωρίσει οι Έλληνες, το όριο είναι εκείνο απ’ όπου κάτι αρχίζει να εκδιπλώνει την ουσία του. Για αυτό και η έννοια ορισμός, δηλαδή όριο. Ο χώρος είναι ουσιωδώς το παραχωρημένο, το αφημένο να εισέλθει στο όριο του».10

Σε αντιστοιχία με τη δική μας διερεύνηση, η τοπογραφία της Αθήνας φαίνεται να συνίσταται από όρια. Τα βουνά περικλείουν το λεκανοπέδιο, ορίζοντας μια περιοχή έξω και μια περιοχή μέσα. Λειτουργούν ως φυσικά όρια της πόλης. Στο λεξικό Lidell-Scott-Κωνσταντινίδου, η πρώτη ερμηνεία για το όριο είναι το σύνορο ενώ η δεύτερη είναι το βουνό.8 Έχουμε λοιπόν ένα λεκανοπέδιο που δεν είναι τίποτα άλλο από μια κοιλάδα γύρω από ένα κέντρο, όπου ο χώρος καθίσταται περίκλειστος και στατικός. Οι λόφοι και τα βουνά είναι χωρικά συμπληρώματα των κοιλάδων και των λεκανοπεδίων και λειτουργούν ως πρωταρχικά πράγματα που ορίζουν το χώρο μέσα στο ευρύτερο

Αυτή η φράση μας οδηγεί στη σκέψη πως η τοπογραφία της Αθήνας πιθανώς δεν είναι απαραίτητα κάτι το περιοριστικό ή το διαχωριστικό για την πόλη. Ότι για παράδειγμα οι λόφοι αποτελούν μια διακοπή του πολεοδομικού ιστού, εμποδίζοντας τις κινήσεις και προκαλώντας μια μορφή ασυνέχειας μέσα στην πόλη. Μπορεί να συμβαίνει και αυτό, ωστόσο, η ύπαρξη τους έχει μεγάλη αξία. Πολλές φορές, τα όρια έχουν μια γεννεσιουργό δύναμη. Αυτό το ανάγλυφο μπορεί και οριοθετεί και οργανώνει την πόλη. Σε δεύτερη προσέγγιση, θα λέγαμε πως το όριο είναι το σημείο ρήξης της ομοιότητας και η εγγραφή της διαφοράς. Και στη συγκεκριμένη

93


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

περίπτωση βρίσκουμε τη χωρική διαφορά στο εγγενές φυσικό της: κυριολεκτικά ένα ανάγλυφο με χωρικές διαφορές. Και η διαφορά με τη σειρά της έχει μεγάλη αξία, καθώς η σημασία, η ουσία, έλκεται από τη διαφορά. Τα παραπάνω μπορούν να ενισχυθούν από τη θεώρηση του Ηράκλειτου για τη δύναμη των αντιθέτων που σχηματίζουν μια νέα ισορροπία 11 και από την άποψη του Heidegger για τη διαλεκτική συμφιλίωση των αντιθέτων, ο οποίος έγραφε ότι μέσα στην εξαγωγή αυτής της διαμάχης λαμβάνει χώρα το έργο τέχνης.12 Το σίγουρο είναι ότι στην αθηναϊκή τοπογραφία το ενδιάμεσο μαζί με τα όριά του συνθέτουν ένα μοναδικό όλο, το οποίο έτσι κανείς οφείλει να το αντιληφθεί.

4.4 Σκαρφαλωμένοι στο Πέραμα.

Σε συνάρτηση με την πρώτη παρατήρηση πως ο άνθρωπος κατοικεί πάνω στη γη και κάτω από τον ουρανό, συνειδητοποιούμε πως τα βουνά και οι λόφοι αποτελούν ένα πολύμορφο ενδιάμεσο. Ναι μεν ανήκουν στη γη, αλλά υψώνονται προς τον ουρανό. Είναι ένας τόπος συνάντησης αυτών των δύο στοιχείων, το πάντρεμα γης και ουρανού. Είναι το οριακό σημείο αυτής της «διαμάχης» μεταξύ γης και ουρανού, όπου δημιουργείται ένας ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα σε αυτούς τους δύο αντιθετικούς αλλά συμπληρωματικούς πόλους.

4.5, 4.6 Oι συχνά έντονες συζεύξεις που αφήνει το κτιστό αθηναϊκό τοπίο στη συνάντησή του με το διαφαινόμενο ορίζοντα και τον υπερκείμενο ουρανό. 94


| Γ’ ΜΕΡΟΣ: ο τόπος και ο τρόπος κατοίκησης

4.7 Απόκομμα ουρανού.

Μέσα από την αθηναϊκή τοπογραφία μπορώ να επανερμηνεύσω την έννοια του ορίου όχι μόνο ως κάτι που ορίζει και είναι αφετηρία ή εμποδίζει και σταματά. Πολλές φορές, χρειάζεται να σκεφτούμε ένα σύστημα ορίων μέσα στο οποίο μετακινούνται, πραγματοποιούνται ή διαφεύγουν τα δρώμενα. Είναι σημαντική για μένα η κατασκευή της έννοιας του ορίου την οποία μπορώ να εισάγω στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, όχι στατικά αλλά δυναμικά και επανατροφοδοτούμενα. Μετά από τη συνειδητοποίηση περί συστήματος των ορίων, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται σε αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στα όρια για αυτό δηλαδή το ενδιάμεσο που δημιουργείται. Τα ίδια τα όρια σταματούν να έχουν ενδιαφέρον καθώς βλέπουμε

ότι αυτό το ενδιάμεσο κινούμενο κτιστό πάπλωμα προσαρμόζεται πλαστικά, κάνει πυκνώσεις και αραιώσεις ή διαρρέει. Και αυτό το βρίσκουμε μέσα σε δύο κλίμακες: στη μεγάλη κλίμακα της πόλης και στη μικρότερη των δρόμων και των γειτνιάσεων, ακόμα και των φυτικών όγκων που εμφανίζονται, χωρίς να εμφανίζονται τα υπόγεια ύδατα. Διαπιστώνεται μια διαλεκτικότητα του ορίου και αυτού που διαμείβεται ανάμεσά τους. Το τοπίο της Αθήνας συμπληρώνεται διαλεκτικά με τον ουρανό, συμπληρώνεται με το κενό που αφήνεται. Βλέπουμε τις έντονες συζεύξεις που αφήνει το κτιστό αθηναϊκό τοπίο στη συνάντησή του με το διαφαινόμενο ορίζοντα και τον υπερκείμενο ουρανό. Οι γνωστές σε όλους μας

εικόνες των αποκομμάτων της αθηναϊκής πόλης που προσπαθούν να βρουν ηλιασμό, αναπνοές και θέες μέσα στον αττικό ουρανό καταδεικνύουν τον τρόπο που η ίδια η ζωή συμβιβάζεται ή διαρρηγνύει τα όρια του τόπου.

4.9 Ο ενδιάμεσος χώρος.

4.8 Το τοπίο της Αθήνας συμπληρώνεται διαλεκτικά με τον ουρανό. 95


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Γ3.Το συνεχές και τ ο ασυνεχές

4.10 Το ανάγλυφο της Αθήνας ως συνεχές. Από τον Πειραιά προς την Αθήνα. Κολάζ.

Η πρώτη φωτογραφία δείχνει μια προσομοίωση του ανάγλυφου της Αθήνας, το σχηματισμό ενός λεκανοπεδίου με εσωτερικούς πιο σημειακούς λόφους. Στη δεύτερη φωτογραφία, βλέπουμε εξαπλωμένη την πόλη στη σημερινή της μορφή με τις διακοπές των ιστορικών λόφων και τις μεγάλες χαρακιές από τα δίκτυα των μεγάλων δρόμων που πολλές φορές στην ουσία αποτυπώνουν τις ροές των καλυμμένων ποταμών. Στην πρώτη φωτογραφία αναγνωρίζουμε μια συνέχεια λόγω της φυσικότητας του γεωμορφολογικού σχηματισμού, είναι κατανοητές οι εξάρσεις και οι λόφοι, η εσωτερική πεδιάδα και οι χαραγιές που θα μπορούσαν να δημιουργούνται από τον άνεμο ή από τις κατά τόπους ροές των ποταμών. Στην δεύτερη φωτογραφία βλέπουμε μία πολυδιάσπαστη πόλη, ανάμεσα σε φυσικό και χτιστό, όπου διακρίνεται ξεκάθαρα η αίσθηση της ασυνέχειας.

96

Οι λόφοι, ναι μεν λειτουργούν ως φυσικά όρια, ειδικά τα περιφερειακά όρη, ωστόσο ειδικά οι λόφοι στο κέντρο της δεν θα λέγαμε ότι έχουν ακριβώς διαχωριστική ιδιότητα, ως ασυνέχειες στο σύνολο της πόλης. Τελικά στο ερώτημα αν η αθηναϊκή τοπογραφία είναι ένα συνεχές ή ασυνεχές, τι θα έπρεπε να απαντήσουμε; Το ανάγλυφο φαίνεται να ακολουθεί μια κυματοειδή κίνηση, χτυπά σε παλμούς λιγότερο ή περισσότερο δυνατούς, καθώς περιλαμβάνει μια συστοιχία λόφων που έχουν την τάση όσο ανεβαίνουν τόσο να κατεβαίνουν.13 Σε αυτές τις αναδιπλώσεις του εδάφους, τις οποίες φαίνεται να ακολουθεί και το κτιστό κομμάτι της πόλης, η τοπογραφία εκφράζεται περισσότερο στο πρότυπο της μορφής ενός συνεχούς που αποκτά τοπικές εντάσεις διαφοροποίησης, τις οποίες ενσωματώνει σε συνέχειες.14 Για αυτό, και πολλές φορές μπορούμε να μιλήσουμε για την πλαστικότητα του ανάγλυφου, καθώς βρίσκεται σε

μια κατάσταση που μεταβάλλεται, κάμπτεται σε κυρτές και κοίλες επιφάνειες, δεν έρχεται όμως σε ρήξη ή τέλος. Αποτελεί ένα συνεχές. Οι λόφοι μοιάζουν να αποτελούν σταθερούς πόλους, που δίνουν κατεύθυνση στην πορεία των ροών. Και τι αντιπροσωπεύει άραγε αυτές πορείες; Φανερά το υδάτινο στοιχείο που βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση. Αυτό που διατρέχει και διαχωρίζει το ανάγλυφο είναι τα ποτάμια. Και μόνο από τη χρήση του ρήματος διαχωρίζω, διαφαίνεται η λειτουργία τους ως όρια. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε αυτό το ανάγλυφο ως ένα τρισδιάστατο πλέγμα, ή αλλιώς πλεκτό, πάνω στο οποίο κεντούνται ως νήματα τα ποτάμια ανάμεσα στο σύμπλεγμα λόφων που το σχηματίζει. Τα ποτάμια είναι διαδρομές που φέρουν το χαρακτηριστικό της ροής, της κίνησης. Υπό αυτή την έννοια, ενώ έχει δημιουργηθεί μία


| Γ’ ΜΕΡΟΣ: ο τόπος και ο τρόπος κατοίκησης

4.11 Το ανάγλυφο της Αθήνας ως ασυνεχές. Από τον Πειραιά προς την Αθήνα.

ασυνέχεια, βλέπουμε έχει αναδυθεί ένα έκτυπο το οποίο παρακολουθεί το ανάγλυφο. Δεν έχουν αφαιρεθεί τα φυσικά στοιχεία, πολλές φορές βέβαια έχουν μείνει υπολειμματικά. Η δομή του χτιστού προκύπτει από τη μήτρα του φυσικού περιβάλλοντος. Η Αθήνα δεν έχει χάσει το σχήμα της, καθώς προκύπτει από την εσωτερική δομή της τοπογραφίας της. Η Αθήνα μπορεί να θεωρείται μια ά-σχημη πόλη τελικώς όμως έχει σχήμα το οποίο προκύπτει ως έκτυπο και πλαστικό ανάγλυφο. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μία ακόμα ιδιότητα που θα μπορούσε να συνηγορήσει για το συνεχές ή ασυνεχές, για το σχηματοποιημένο ή ά-σχημο αττικό ανάγλυφο. Είναι η παρουσία των λόφων μέσα σε αυτό. Ο Heidegger στο βιβλίο του η Προέλευση του Έργου Τέχνης προσεγγίζει την έννοια του “ξέφωτου” από

μια πιο φιλοσοφική σκοπιά. Εξηγεί πως ο φωτισμός ή αλλιώς το ξέφωτο είναι ο ανοιχτός τόπος, στον οποίο τα όντα μας αποκαλύπτονται και μας επικαλύπτονται. Μιλάει για το ξέφωτο το οποίο αποτελεί τον καταλυτικό παράγοντα που φωτίζει τα όντα, τα περιβάλλει με το φως του.15 Χάρη σε αυτόν οδηγούνται στη φανέρωση, ή αλλιώς στη μη-κρυπτότητα, που για τον Heidegger, η μη-κρυπτότητα είναι η απάντηση στην αναζήτηση της σημασίας της αλήθειας.16 Σε αυτή τη βάση, το ξέφωτο ενός λόφου συνιστά μόρφωμα με αποκαλυπτική ιδιότητα. Δεν είναι ποτέ μια πάγια σκηνή. Παρουσιάζει μια στιγμιαία μορφή της πόλης, όπου διαδραματίζεται το γίγνεσθαι των όντων σε μια αδιάκοπη κίνηση. Διαφαίνεται ένα σύνολο με τα μέρη που το απαρτίζουν. Σε αυτό το σημείο γίνεται μνήμη στον παρατηρητή η πλήρης θέαση της πόλης και πιθανώς η πόλη από ένας ουδέτερος χώρος γίνεται τόπος με τον οποίο μπορεί

κάποιος να αισθανθεί μια σύνδεση, μια μεγαλύτερη οικειότητα. Μέσα από τη συγκεκριμένη θέση, η πόλη αναδύεται ως παρουσία -ως οντότητα-, και ο χώρος της καθίσταται τόπος για τους κατοίκους της. Συγκεκριμένα, βλέπουμε τη φωτογραφία προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τη θάλασσα, όπου ενώ νομίζαμε ότι η πόλη έχει κατακυριεύσει το φυσικό με το χτιστό, στεκούμενοι σε ένα λόφο, συνολικοποιείται η ιδέα που έχουμε για αυτή και αποκαθίσταται η συνέχεια της εικόνας της, έστω και μέσα από ασυνέχειες.

97


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

4.12 Η ματιά μας από τα Τουρκοβούνια φτάνει μέχρι και το Αιγάλεω.

98


| Γ’ ΜΕΡΟΣ: ο τόπος και ο τρόπος κατοίκησης

4.13 Η αντίθετη κατεύθυνση, από την Αθήνα (το λόφο του Φιλοπάππου) προς τον Πειραιά. Σε ένα ξέφωτο, όπου αποκαθίσταται η συνέχεια της εικόνας της πόλης, έστω και μέσα από ασυνέχειες.

99


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Γ4.1 Ο προσανατολισμός

4.14 Ένα όριο δεν είναι απαραίτητο ότι μας περιορίζει. Ίσως τελικά να προσανατολίζει και εν τέλει να μας προσδιορίζει.

Η τέρψη που μπορεί να προσφέρει μια πόλη μπορεί να προκύπτει από την ομορφιά της, στα πλαίσια μιας αισθητικής θεώρησης. Ωστόσο, μπορεί να είναι βαθύτερη όταν προσφέρει ένα βίωμα που μας περιλαμβάνει, που μας εμπεριέχει. Συνήθως, τίποτα δεν βιώνεται ως ένα αυθύπαρκτο αντικείμενο. Βιώνεται πάντα σε σχέση με το περιβάλλον του, την αλληλουχία γεγονότων και πληροφοριών που οδήγησαν σε αυτό, πολλές φορές και σε σχέση με την ιστορική μνήμη που μπορεί να το περιβάλλει. Ο Kevin Lynch στο βιβλίο του “the Image of the City” εντρυφεί εμβριθέστερα στο τι σημαίνει πραγματικά η μορφή της πόλης για τους κατοίκους της, ποιοι παράγοντες και με ποιο τρόπο καθορίζουν την αντίληψή τους για την πόλη και την εμπειρία τους σε αυτή. Το ζήτημα του προσανατολισμού απασχολεί ιδιαίτερα τον Lynch. Εξηγεί πως οι έννοιες του “κόμβου”, του “σημείου”, του “τοπόσημου”, του “μονοπατιού” και της “περιοχής” δηλώνουν βασικές δομές του χώρου που αποτελούν αντικείμενο προσανατολισμού του ανθρώπου.17 Η συσχέτιση αυτών των στοιχείων στο νου μας δημιουργεί μια «περιβαλλοντική εικόνα». Σημειώνει: «Η διαμόρφωση μιας καλής περιβαλλοντικής εικόνας προσφέρει τον κάτοχό της μια σημαντική αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας. Έτσι χτίζεται μια αρμονική σχέση μεταξύ του εαυτού του και του

100

έξω κόσμου. Και αυτή η αίσθηση ασφάλειας δεν ενισχύεται μόνο από πόσο οικείο μας είναι ένα περιβάλλον αλλά από το πόσο διακριτό και αναγνώσιμο είναι αυτό».18 Οι διάφοροι πολιτισμοί έχουν αναπτύξει τα δικά τους συστήματα προσανατολισμού. Στην Αθήνα όμως, το σύστημα προσανατολισμού προκύπτει από τη δεδομένη διάρθρωση του φυσικού χώρου. Η τοπογραφία μοιάζει να είναι ο χάρτης της πόλης, με την μεταφορική έννοια. Πιθανώς, βέβαια, η σπουδαιότητά της να έγκειται σε κάτι παραπάνω από τη λειτουργίας ενός δισδιάστατου χάρτη, ενός συμβολικού διαγράμματος. Βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά ευανάγνωστη πόλη, με την έννοια ότι φαίνεται διακριτή και μοναδική. Βέβαια, δεν σημαίνει ότι η αισθησιακή αντίληψη αυτού του περιβάλλοντος θα απλοποιηθεί -με την έννοια της υπεραπλούστευσης-, αλλά θα επεκταθεί και θα φτάσει σε μεγαλύτερο βάθος. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι μια τέτοια πόλη απαρτίζεται από πολλά ξεχωριστά μέρη με σαφή διασύνδεση, μας δίνει την αίσθηση συνέχειας. Μπορούμε να προσανατολιστούμε και να κινηθούμε εύκολα, έχοντας σχεδόν πλήρη επίγνωση του περιβάλλοντός μας. Κατ’ επέκταση, ενισχύεται η αίσθηση του οικείου και το άνοιγμα προς το «έξω», η εξωστρέφεια.

Βρισκόμαστε πάνω σε ένα ανάγλυφο με εντάσεις που μας προσκαλεί να το εξερευνήσουμε. Η αθηναϊκή τοπογραφία που εξετάζουμε συμβαίνει να έχει μια ιδιαίτερη μορφοπλασία η οποία παράγει μια αιχμηρή εικόνα και δομή, ικανή να καθιστά τα σημεία και τις γειτνιάσεις της πόλης πολύ εύκολα αναγνωρίσιμα, ως αναπόσπαστα μέρη ενός συνεχούς οργανωμένου συνόλου. Πιο απλά, συγκεκριμενοποιείται στο νου μας σχεδόν το σύνολο της πόλης, γεγονός που αποτελεί πηγή προσανατολισμού και κατ’ επέκταση προσδιορισμού και ταύτισης. Ο άνθρωπος μπορεί και προσανατολίζεται, αποκτώντας έτσι ένα υπαρξιακό έρεισμα με τον τόπο. Τότε, μπορεί να υπάρξει ταύτιση και συμφιλίωση. Ανέκαθεν, μια ξεκάθαρη εικόνα του περιβάλλοντος συνιστούσε τη βάση ανάπτυξης του ανθρώπου. Τέλος, θα λέγαμε ότι στην Αθήνα υπάρχει η αίσθηση της εκβολής. Ακόμα και αν δεν ξέρουμε την ακριβή κατεύθυνση, ίσως έχουμε ένα αδιόρατο αίσθημα προσανατολισμού που μας σπρώχνει προς μια φυσική ροή εκβολής προς τη θάλασσα, από εκεί που ανοίγει ο ορίζοντας και έρχεται το λαμπρό φως του νότου.


| Γ’ ΜΕΡΟΣ: ο τόπος και ο τρόπος κατοίκησης

4.15 Καδράρισμα του Λυκαβηττού από το λόφο του Αρδηττού.

«Σταθήτε εις να μέρος των Αθηνών ανοικτόν. Εις το Ζάππειον, εις τα Πατήσια, όπου θέλετε. Αναβήτε εις ένα λοφίσκον, λόφον εις τον Αρδηττόν, εις τον Λυκαβηττόν, εις τον Φιλοπάππον, εις την Ακρόπολιν, εις οιονδήποτε σημείον θέλετε. Προτιμήσατε να αναβήτε εις το εξωκκλήσιον του Αγίου Δημητρίου, υπό την Ακρόπολιν, και στρέφοντες δεξιόθεν όπου σας εχάραξαν και δρόμον να κάμετε ολίγα βήματα μέχρις ότου σας αποκαλυφθούν τα πάντα πανταχόθεν. Τί βλέπετε; Έναν ολόκληρον κόσμον! Εκεί είναι καλύτερα, διότι η κεφαλή του θεατού είναι εις στην γραμμήν με όλους τους λόφους και τα βουνά και βλέπει τα πάντα, ούτε πολύ υψηλόθεν, ούτε πολύ χαμηλόθεν» .19 Περικλής Γιαννόπουλος, Η ελληνική γραμμή και το ελληνικό χρώμα Το ευσύνοπτο - Ένα τοπίο με καθαρές μορφές

101


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Γ4.2 Η αντίληψη του όλου και του έτερου Οι λόφοι της Αθήνας, αποτελούν περίοπτες εξάρσεις του ανάγλυφού της πόλης, σε μεγάλο βαθμό αδόμητες, από τις οποίες γίνεται αντιληπτή η ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου. Οι λόφοι δεν είναι μόνον εξαιρετικά σημεία θέασης για μια πόλη. Προβάλλουν ως τοπόσημα, σημεία αναφοράς των γειτονικών τους αστικών περιοχών. Όπως αναφέραμε, αποτελούν στοιχεία προσανατολισμού, επηρεάζοντας τις κινήσεις και τις ροές της πόλης. Η τοπογραφία αυτή των υψομετρικών διαφορών εμπλουτίζει την περιήγηση μέσα στην Αθήνα. Νέες θέες και εμπειρίες ξεπηδούν. Στεκούμενος κανείς σε κάποιον από τους αττικούς λόφους, στεκούμενος δηλαδή σε μια εποπτική θέση, αποκτά συνολική θέαση της πόλης και της σχέσης δομημένου - αδόμητου χώρου. Έχει την ευκαιρία να σχηματίσει την φυσική εικόνα της πόλης, να αντιληφθεί τους συσχετισμούς και τις γειτνιάσεις του κέντρου, των ευρύτερων περιοχών, των κτηρίων, των δρόμων κλπ. Ίσως αυτή η κίνηση κάποιου, να ανέβει και να δει, είναι η πιο απλή πράξη του ανθρώπου.

Ας σκεφτούμε ότι είμαστε ένας παρατηρητής όπως ο Υπερίωνας της μυθολογίας, δηλαδή ο υψηλά βαίνων, που κινείται υπεράνω ημών,20 πάνω σε κάποιο λόφο. Εκείνες τις στιγμές, βρίσκεται κοντά στην αντίληψη και την συνειδητοποίηση της ολότητας. Τότε, μπορεί να αισθανθεί ότι ανήκει σε αυτό το σύνολο, σε αυτή την εγκατάσταση που ονομάζεται πόλη. Διαμορφώνεται η μορφή της και εκκινεί η αίσθηση του ανήκειν. Με άλλα λόγια, τελείται μια αναμέτρηση και μια ανασύνθεση με το “όλο”. Η ματιά προς το αθηναϊκό τοπίο μπορεί να εμπνέει θαυμασμό και συγκίνηση, όχι μόνο λόγω ενός ρηχού, στιγμιαίου εντυπωσιασμού. Πιθανώς γιατί τον μυεί σε μια παιδευτική διαδικασία, μια διαδικασία ανακάλυψης της ταυτότητας και συγχρόνως της ετερότητας. Στεκούμενος πάνω εκεί, σταματά να είναι ο ίδιος το επίκεντρο. Μπροστά του ξεδιπλώνεται σχεδόν ολόκληρη η πόλη. Η ενατένιση του συνόλου της από ένα λόφο πρόκειται για μια κορυφαία στιγμή γιατί πραγματοποιείται μια μετάβαση από το ταυτό στο έτερο. Αυτό το τοπίο παύει να αποτελεί

4.16 Στο άκρο του λόφου του Φιλοπάππου, μεταβαίνοντας από το ταυτό στο έτερο. 102

ένα απλό φόντο και γίνεται ένα δυναμικό πεδίο αλληλεπίδρασης με το γύρω, με το “έτερο”. Πιο απλά, ο Pierre Vernant αναφέρει: «Για να είσαι ο εαυτός σου, πρέπει να προβληθείς σε αυτό που είναι ξένο, ... να προεκταθείς μέσα σε αυτό και δια μέσου του. Έγκλειστος στην ταυτότητά σου, χάνεσαι, παύεις να υπάρχεις. Συγκροτούμε την ταυτότητά μας μέσω της επαφής μας με τους άλλους. Ανάμεσα στις όχθες του ταυτού και του άλλου, ο άνθρωπος είναι ένα γεφύρι».21 Οδηγούμαστε έτσι στη σκέψη πως το αττικό ανάγλυφο με αυτή την ιδιαίτερη γεωμορφολογία των λόφων συνιστά μια γέφυρα μεταξύ του εαυτού μας και της πόλης. Είναι το μέσο για να προσεγγίσουμε από τη μορφή και τη δομή μέχρι τη μνήμη, την ιστορία και τον πολιτισμό που την χαρακτηρίζουν. Και έχει αξία γιατί τότε η σχέση με σύμβολα και ακλόνητες βεβαιότητες ανασυντάσσεται και τρέπεται σε ενεργό πραγματικότητα.


| Γ’ ΜΕΡΟΣ: ο τόπος και ο τρόπος κατοίκησης

Γ4.3 Το ευσύνοπτο Αναφέραμε πρωτύτερα ότι η Αθήνα διαθέτει ένα ανάγλυφο εξαιρετικά διακριτό και ευανάγνωστο, γεγονός που ευνοεί τον προσανατολισμό των ανθρώπων. Πώς όμως προκύπτει αυτό το γεγονός; Γιατί είναι διακριτό αυτό το ανάγλυφο; Το τοπίο που περιγράψαμε δεν χαρακτηρίζεται ούτε από περίπλοκη πολυμορφία ούτε από υπερβολική ομοιογένεια και μονοτονία. Πρόκειται για μια κατανοητή σύνθεση ξεχωριστών στοιχείων: καθαρά διαγραφόμενοι λόφοι και βουνά, που δεν καλύπτονται από πυκνά και αδιαπέραστα δάση (όπως αυτά του Βορρά), φυσικοί χώροι με σαφές περίγραμμα εύκολα απεικονιζόμενοι όπως κοιλάδες και λεκανοπέδια, που παρουσιάζονται σαν ξεχωριστοί «κόσμοι». Το έδαφος είναι ταυτόχρονα συνεχές και ποικιλόμορφο ενώ ο ουρανός είναι ψηλά και σε αγκαλιάζει ολόγυρα, χωρίς ωστόσο να διαθέτει την απόλυτη ένταση που συναντάμε σε τοπία της ερήμου. H «μικροδομή» και η μικροκλίμακα απουσιάζει, όλες οι διαστάσεις είναι ανθρώπινες και διαμορφώνουν μια πλήρη αρμονική ισορροπία. Έτσι, το περιβάλλον αποτελείται από απτά «πράγματα» που προβάλλουν ξεκάθαρα στο φως. Τέλος, αυτό το τοπίο, κλασικό σύμφωνα με το C. Norberg -Schulz, «δέχεται» το φως χωρίς να χάνει τη συγκεκριμένη απτή παρουσία του.22 Η περίπτωση της Αθήνας δεν είναι η μοναδική. Αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνεται να αφορούν γενικότερα το ελληνικό τοπίο, το οποίο θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα συντεταγμένο σύνολο διακριτών τόπων με νόημα. Ο Ludwig Curtius σημειώνει: «Το ελληνικό τοπίο προσφέρεται φυσικά σαν μία σαφώς οριοθετημένη ενότητα, που εμφανίζεται στο μάτι ως ολοκληρωμένη δομή. Η ελληνική αίσθηση της πλαστικής μορφής και του περιγράμματος, για το όλο και τα μέρη, πηγάζει από το τοπίο.. ».23 Κάθε ελληνικό τοπίο μπορεί να το αγκαλιάσει κανείς με ένα βλέμμα από την κορυφή των βουνών

και να το διασχίσει φτάνοντας στη θάλασσα από οποιοδήποτε σημείο, μέσα σχεδόν σε μία μέρα. Κύρια χαρακτηριστικά του λοιπόν είναι το ευσύνοπτο και η σαφής διάρθρωση που έχει, γνωρίσματα που αφορούν τα δημιουργήματα του ελληνικού πολιτισμού: τα δράματα και τα φιλοσοφικά συστήματα, τους ναούς και τα γλυπτά, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Έχει ειπωθεί πολλές φορές πως το ελληνικό τοπίο φαίνεται να είναι αξεχώριστο από τον ελληνικό πολιτισμό. Το ελληνικό τοπίο έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες, ποιητές και δημιουργούς, τόσο με τη γεωμορφολογία του όσο και με το φως του. Το έντονο φως του ήλιου και ο καθαρός αέρας προσδίδουν στις μορφές μια ασυνήθιστη εμφατική παρουσία. «Λόγω της ρυθμικής εναλλαγής, της καθαρότητας, και της κλίμακας του τοπίου, ο άνθρωπος στην Ελλάδα δεν νιώθει ούτε να κατακλύζεται από το περιβάλλον, ούτε να χάνεται μέσα σε αυτό».24 Αντίστοιχα, και το αττικό τοπίο καθιστά δυνατή μια ανθρώπινη συντροφικότητα όπου μέσα στο σύνολο, το κάθε μέρος διατηρεί τη δική του ταυτότητα. Το άτομο δεν απορροφάται από ένα αφαιρετικό σύστημα, αλλά ούτε χρειάζεται και να βρει το ατομικό του κρησφύγετο. Πώς λοιπόν κατοικεί ο άνθρωπος στο αττικό τοπίο; Θα λέγαμε πως θέτει τον εαυτό του μπροστά στη φύση ως «συνέταιρο». Είναι εκεί που είναι, και αντιμετωπίζει τη φύση ως ένα φυσικό συμπλήρωμα της δικής του ύπαρξης. Αυτή η απλή και σταθερή σχέση βοηθά στην απελευθέρωση της ανθρώπινης ζωτικότητας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι αρχαίοι Έλληνες προσέδιδαν στις θεότητες ανθρώπινα χαρακτηριστικά και γενικότερα προσωποποιούσαν τους διάφορους χαρακτήρες του τοπίου που βίωναν ως ανθρωπομορφικούς θεούς, συνδέοντας έτσι τις φυσικές και τις ανθρώπινες ιδιότητες.

103


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Γ4.3 Η σωματικότητα Η βίωση του ανάγλυφου δεν γίνεται μόνο με το βλέμμα μας, αλλά και μέσω των δυνάμεων του σώματος. Αυτές οι μεταβολές που παρουσιάζει σχεδόν μας εγκαλούν να κινηθούμε πάνω σε αυτό. Το σώμα υπόκειται σε μια «καταπόνηση» όσο ανεβαίνει ή κατεβαίνει, αυτή η πορεία γίνεται βίωμα που εγγράφεται στη μνήμη του σώματος. Πρόκειται για μια περιήγηση η οποία αφορά τη σωματοποίηση των αισθήσεων και μέσα από αυτό το περπάτημα, γίνονται βίωμα και γνώση οι αποστάσεις και τα μεγέθη. Σε αυτά τα περπατήματα μαθαίνει το πόδι και το χέρι, το μάτι και ο νους. Μέσα σε μια συνεχή διαδικασία εναλλαγής της βύθισης και της αιώρησης πάνω στο εμφανές και αφανές ανάγλυφο της Αθήνας. Αυτοί οι περίπατοι γνώσης, άλλοτε κοπιώδεις και άλλοτε απολαυστικοί, βοήθησαν όχι μόνο να ανακαλύψω σημεία, περιοχές και «ιστορίες» της Αθήνας αλλά και να μετέχω με όλες τις αισθήσεις μου, κατανοώντας τη δίδυμη φύση της αθηναϊκής τοπογραφίας. Μετά από αυτές τις περιηγήσεις κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού υπήρξε η βεβαιότητα ότι για να μιλήσει κάποιος για έναν τόπο, πόσο μάλλον να σχεδιάσει για αυτόν, ίσως πρώτα πρέπει να τον γνωρίσει και να τον κατανοήσει εκ των έσω. Να τον έχει περπατήσει και να τον έχει δει, να νιώσει και να βιώσει τις δυνάμεις του για να προχωρήσει σε αυτό που ονομάζουμε κριτική γνώση και δημιουργία Πολλές φορές, μέσα στον τόπο κρύβονται οι ιδέες και τα πιο ουσιαστικά νοήματα, οι τρόποι για να συμπεριφερθείς.

4.17 Geometric chronophotography of the man in the black suit. Étienne Jules Marey

104


| Γ’ ΜΕΡΟΣ: ο τόπος και ο τρόπος κατοίκησης

Γ5. Η ανθρώπινη νόηση Σε όλη τη διάρκεια της ζωής, ο άνθρωπος έχει μια συνεχή ανάγκη για πληροφορίες σχετικά με τη ζωή όπως ξεδιπλώνεται και την κοινωνία που τον περιβάλλει. Καινούριες πληροφορίες ξεδιπλώνονται όπου βρίσκονται άνθρωποι, κάτι που συμβαίνει συνεχώς στο αστικό μας περιβάλλον. Ίσως, λοιπόν, το μεγαλύτερο (αστικό) αξιοθέατο των πόλεων είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, η ζωή της πόλης, μια εικόνα που ανα-διαμορφώνεται και εμπλουτίζεται στα ιδιαίτερα σημεία του αττικού αναγλύφου. Η βίωση της πόλης είναι ένας τρόπος παίδευσης. Οι σκηνές αλλάζουν όσο κινείται κανείς. Όλα όσα έχει να παρατηρήσει, μάλλον σχετίζονται με ένα από τα σημαντικότερα θέματα: τον ίδιο τον άνθρωπο. Άλλωστε, η δήλωση από το Hávamál, ένα παλιό, πάνω από χιλίων ετών, ποίημα της Ισλανδίας, περιγράφει με απόλυτα ευκρινή τρόπο τη χαρά και το ενδιαφέρον που αντλούν οι άνθρωποι από τους άλλους ανθρώπους. Λέει πως «Ο άνθρωπος αποτελεί τη μεγαλύτερη χαρά του ανθρώπου».25 Εν συνεχεία με τις προηγούμενες σκέψεις, θα λέγαμε πως η Αθήνα είναι μια πόλη που χάρη στην τοπογραφία της υπονοεί την “υποταγή” των φυσικών χαρακτηριστικών του τόπου στην ανθρώπινη νόηση. Υπονοεί με άλλα λόγια την αναγνώριση, την κατάταξη και την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της, που οδηγεί σε ένα πυκνότερο πεδίο αναφορών και εκφράσεων που θα συγκροτήσει το κοινωνικό σύνολο.26 Αυτό το φυσικό ανάγλυφο μετατρέπεται σε ένα τοπίο που τείνει να προσδιορίζει χωρικά και κοινωνικά την πόλη. Διαμορφώνεται, λοιπόν, ένας τόπος όπου κτηριακές δομές και φυσικά στοιχεία συντίθεται σε μια ιδιαίτερη σχέση που το ένα διαμορφώνει και εμπλουτίζει το άλλο.

4.18 Aθήνα, η πόλη των ανθρώπων

105


5.1


Επίλογος

107


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Ε1. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Μερικές σκέψεις για την Αθήνα μέσα από τις βόλτες και τις φωτογραφίσεις:

5.2 Τα ρετιρέ της οδού Μακρυγιάννη.

5.3 Κοιτώντας προς τα πάνω από έναν ακάλυπτο.

5.4 Το σπογγώδες της Αθήνας. 5.5 Το αστικό έκτυπο πάνω στην τοπογραφία.

Η Αθήνα δεν είναι άσχημη. Έχει σχήμα από την τοπογραφία, την ιστορία της, τον πολιτισμό που γεννήθηκε εδώ και φαίνεται πλέον παρελθόν, αλλά και από τον τρόπο που βιώνεται μέσα από τις καθημερινές συνήθειες του τόπου στις διαδρομές, στις συναντήσεις, στις πυκνώσεις, στην ελευθερία του κλίματος, στις έστω στιγμιαίες οράσεις του όλου από τους λόφους ή από τα πολύσπαστα «βραχώδη» ρετιρέ της Αθήνας. Περπατώντας στην Αθήνα, ακούμε την αναπνοή του κυματισμού του εδάφους. Μου δημιουργείται η σκέψη πως από αυτές τις διακυμάνσεις του ανάγλυφου προέκυψαν κατά ένα τρόπο τα κλιμακωτά ρετιρέ που αγωνίζονται να βρουν ισομερώς τη σχέση με το άνω, τον ουρανό και τον ήλιο του, για να μοιράζονται πιο δίκαια τη θέα και το φως. Η δομή των οικοδομικών τετραγώνων ειδικά της Πατησίων με την αναλογία μεγεθών 1:2, με τις σκληρές βαθιές χαρακιές των ακαλύπτων, μοιάζει σε σχήμα με ένα ξυράφι. Η πυκνότητα του δομημένου είναι τόσο μεγάλη που η δομή της πόλης στο σύνολο θυμίζει το πορώδες ενός σφουγγαριού. Τον αστικό όγκο διαρρηγνύει το κενό των δρόμων που μοιάζει να σκάφτηκε πάνω σε αυτόν. Πάνω στο χτιστό έκτυπο του ανάγλυφου διαφαίνεται πολλές φορές ένας αμυνόμενος, φτωχός, χωρίς φαντασία νομοθέτης ενώ η αυθαιρεσία μοιάζει συνήθως πιο πλούσια και ευρηματική. Οι ακάλυπτοι -η διάτρητη πλευρά αυτού του σπογγώδους- πολλές φορές παρουσιάζουν ένα πιο δημόσιο χαρακτήρα συμβάντων. Αυτός ο τόπος γεννά κανόνες και αυθαιρεσίες. Πολλές φορές ορθώνεται ένας εσωτερικός μικρόκοσμος μέσα στους κανόνες, ο οποίος γίνεται ένας ιδιότυπος παραδεκτός κανόνας. Η Αθήνα περιλαμβάνει ορισμένες ιδιοτυπίες που

108

έχουν προκύψει από τις ανθρώπινες ανάγκες και επιδιώξεις. Ο άνθρωπος καθόρισε με πολύ ελεύθερο τρόπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πόλης του. Η Αθήνα, παρά την ιδιορυθμία της και παρά τη τηλεηλασία που επιδέχθηκε φαίνεται να είναι ένας τόπος, που μέχρι και σήμερα, άφθονα μοιράζει γη, χώρο και καλοκαιρία. Πιο συνολικά, αυτό το τοπίο δημιουργεί έναν τρόπο ζωής, αντίληψης και βιωμάτων. Υπάρχει μια διαρκής ιστορία χρόνων κατοίκησης, που φανερώνεται πάνω στην ύλη και τη χρήση της και αυτό αφήνει την αίσθηση της συσχέτισης, την αίσθηση του κοινού, ότι κάτι μοιραζόμαστε. Και σίγουρα η ζωή σε αυτό τον τόπο έχει ξεδιπλωθεί επί μακρού με όλες τις «λεηλατικές» αλλά και ζωογόνες παρεμβάσεις. Ακόμα έχουμε αναφορά στους λόφους ή στα ποτάμια, ακόμα διεκδικούμε τις θέες και τα ύψη, ή περπατούμε στα χαμηλά και μέσα στις κοιλότητες. Πάνω στην αθηναϊκή τοπογραφία δημιουργούνται φυσικές και κτιστές συσπειρώσεις και δίπλα σε αυτές αναδύονται αστικότητες δημόσιου χώρου όπου επιτρέπονται οι μετακινήσεις και οι συναντήσεις με το όλον και το έτερο. Συντίθεται ένα τοπίο εναλλαγών και ποικιλίας, στοιχεία που εμπνέουν την αίσθηση της συμπερίληψης και του «ανήκειν», του πιο ελεύθερου και δημοκρατικού. Η αίσθηση ότι κάτι μας ανήκει και μας περιβάλλει ως κοινή μνήμη και βίωμα συνιστά ένα πολιτιστικό αγαθό αυτού του τοπίου. Πάνω σε αυτό, προβάλλει το συνεχές του χρόνου, η αίσθηση μιας βαθιάς διάρκειας, όπου επαναλαμβάνεται ένας κύκλος: της ύλης με την ανακύκλωση και την επαναχρησιμοποίηση και της ζωής με ανθρωπογενή χαρακτηριστικά και κοινά κτήματα. Αυτό, λοιπόν, συνιστά πολιτισμικό χαρακτηριστικό του τοπίου, ένα τοπίο που βιώνεται και φέρει αξίες και νοήματα.


| Επίλογος

5.6 Επεξηγηματικά Σκίτσα

αστική χαράδρα

οικοδομικό τετράηωνο σε μορφή “extruded” ξυραφιού

Οριζόντια τρέχει η Πατησίων με εκατέρωθεν οικοδομικά τετραγωνα σε αναλογία 1:2

109


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Ε2. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

5.7 Άποψη της Αθήνας προς τον Πειραιά. Η πόλη ως ένα σύνθετο τέχνημα.

.«Η όραση είναι η αίσθηση η οποία θα μας οδηγήσει στην πρώτη αντίληψη και κατανόηση του κόσμου γύρω μας. Συχνά βέβαια, χρειάζεται να αναζητήσουμε το μη ορατό για να βρεθούμε πιο κοντά στην κατάκτηση της πραγματικότητας. Δίπλα στο ορατό μπορεί να περιπλανάται ο νους μας στο αόρατο».

110

Στο πλαίσιο αυτής της ερευνητικής εργασίας, προσπάθησα να λειτουργήσω, κατά ένα τρόπο, ως ανιχνευτής ή καλύτερα ως ένα είδος εμπειρικού ραβδοσκόπου σε πολλά σημεία πάνω στο αττικό ανάγλυφο. Επιδίωξα να εξερευνήσω το ορατό ανάγλυφο και συγχρόνως να ανιχνεύσω τι κρύβεται μέσα του, τις βαθύτερες και πιο σύνθετες

πτυχές του, που αποτέλεσαν αφετηρία για άλλες δημιουργίες. Μέσα από αυτή τη διερεύνηση, απώτερη επιθυμία είναι να δημιουργήσω συνθετικά εργαλεία σκέψης και να αναζητήσω αιτίες για να σχεδιάσω. Δύο ήταν οι βασικές συνιστώσες που καθόρισαν


| Επίλογος

5.8 H Aθήνα από τον Υμηττό. Το αττικό τοπίο ως ένα πολυποίκιλο τέχνημα.

αυτή την έρευνα. Η πρώτη: ο τρόπος που το αττικό τοπίο από γεωγραφικό και γεωμορφολογικό επικαθορίζεται και μετασχηματίζεται σε πολιτικό και πολιτισμικό με βάση τις επάλληλες ιστορικές εγγραφές, συνθέτοντας εν τέλει την έννοια του τόπου.

Οδηγούμαστε στη συνειδητοποίηση ότι η αξία αυτού του αττικού τοπίου δεν προκύπτει μόνο από τη γεωφυσική του διάρθρωση, η αισθητική του, δηλαδή, δεν είναι αποτέλεσμα μιας γεωμορφολογικής τάξης. Ουσιαστικά, το αττικό τοπίο είναι και ένα πολιτικό και πολιτισμικό τοπίο. Η δεύτερη: η διαδικασία από το εκμαγείο στο

έκτυπο, η διαδικασία δηλαδή του μετασχηματισμού από το φυσικό στο αστικό, στην οποία θα αναφερθούμε και πιο αναλυτικά παρακάτω. Άραγε είναι η αρχιτεκτονική υπεράνω του φυσικού ή του πολιτισμικού και ιστορικού της υποβάθρου;

111


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Μέσα από την έρευνα, έγινε φανερό πως το ανάγλυφο της Αθήνας συνιστά ένα γεωπολιτιστικό παλίμψηστο πάνω στο οποίο έχουν αποτυπωθεί οι δράσεις του ανθρώπου. Και για να μπορέσει να μιλήσει κανείς για αυτόν τον τόπο, πόσο μάλλον να σχεδιάσει, ίσως χρειάζεται να εξετάσει αυτό το πολύπτυχο. Φαίνεται πως ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός πολλές φορές ξεκινάει από τις δυνάμεις του χώρου, τις αισθήσεις του τόπου. Το έδαφος, λοιπόν, δεν προϋπάρχει ως ένα ουδέτερο στρώμα όπου τοποθετούνται τα κτίρια, αλλά τα χαρακτηριστικά και οι μεταβολές του είναι εξαιρετικά σημαντικά ως υπόβαθρο, καθορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και τον τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνουμε. Συνεχίζοντας, φαίνεται ότι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός επηρεάζεται επίσης από ποικίλες συνθήκες που αφορούν το περιβάλλον, χωρικές και μη. Το πεδίο μας είναι η αρχιτεκτονική, ωστόσο οφείλουμε συγχρόνως να λάβουμε υπ’ όψιν μας τη γεωγραφία που υπάρχει κάτω από αυτά που χτίζουμε, τον πολιτισμό που έχει συγκροτήσει το πεδίο στο οποίο παρεμβαίνουμε, την ιστορία που το σημάδευσε, το κλίμα, τις συνήθειες και πολλά άλλα.

Μια πόλη, όπως η Αθήνα, συνιστά ένα τόπο με πολλαπλές συνιστώσες και μορφώματα. Οι συσχετίσεις είναι θεμιτό να είναι βαθύτερες και πιο σύνθετες από τις άμεσες και φανερές, για να κατανοήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τα οποία άλλωστε συνθέτουν το πνεύμα του τόπου. Μπορούμε να αντιληφθούμε την πόλη ως ένα σύνθετο τέχνημα, που περιέχει το φυσικό υπόβαθρο και τις ανθρωπογενείς κατασκευές, στοιχεία που βρίσκονται σε άμεση αλληλεξάρτηση και αλληλοδιαμόρφωση. Μήπως όμως ο άνθρωπος και η πόλη που δημιουργεί δεν είναι τίποτα άλλο από το έκτυπο του φυσικού τους περιβάλλοντος και των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων; Η πόλη μοιάζει να συνιστά ένα σώμα από εύπλαστο υλικό, και το πολύπτυχο του περιβάλλοντός της μοιάζει να συνιστά το εκμαγείο ή αλλιώς τη μήτρα που θα της δώσει μορφή και σχήμα. Βέβαια, η πόλη είναι γέννημα πολλών αλληλοσυνυφασμένων συνθηκών, όχι μόνο του τόπου ή του τοπίου, ωστόσο η τοπογραφία της συντέλεσε καθοριστικό παράγοντα της υλικής και πνευματικής της διάπλασης.

Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε αυτά τα ερωτήματα, δημιουργείται η ιδέα πως ο όρος τοπίο δεν αναφέρεται μόνο σε ένα φυσικο-γεωγραφικό υπόβαθρο αλλά αναφέρεται στη σύνθεση αυτού του υποβάθρου με την ιστορική πολιτική συνθήκη που τα έχει παράξει. Αντιλαμβανόμαστε πως η έννοια του τοπίου θεμελιώνεται σε μεγάλο βαθμό στη νοητική κατασκευή που αντιπροσωπεύει μια ιδέα. Βρίσκεται υπό διαμόρφωση, με άλλα λόγια ίσως και το τοπίο -εκτός από φύση- να συνιστά και αυτό ένα πολυποίκιλο τέχνημα. Πιο συνολικά, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα «εξώγλυφο» και ένα «εσώγλυφο». Με το εξώγλυφο εννοούμε το πιο ορατό κομμάτι, αυτό που επιτρέπει η μορφολογία, η ύλη του τόπου, τα φανερά κτιστά και ανθρωπογενή. Με τον όρο εσώγλυφο αναφερόμαστε σε μια σειρά συνθηκών (κοινωνικών, ιστορικών, πολιτικών και πολλές φορές συγκυριακών) αλλά και διεργασιών (πρόσληψης και κατανόησης νοημάτων και μηνυμάτων από τον άνθρωπο της πόλης) που αναφέρεται σε κάτι λιγότερο χειροπιαστό ή άμεσα ορατό. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι δύο «γλυπτικές πλάκες» έχουν κοινές χαραγιές, κοινές υλικές και πνευματικές επεξεργασίες.

5.9 Πανόραμα της Αθήνας από το λόφο της Δάφνης. Από τα αριστερά προς τα δεξιά ο Λόφος του Φιλοπάππου, η Ακρόπολη, ο Λυκαβηττός ενώ στο βάθος το Αιγάλεω και η Πάρνηθα. 112


| Επίλογος

Οι σκέψεις του έκτυπου και του εκμαγείου, του εξώγλυφου και του εσώγλυφου ως διαλεκτικού δίπολου κατανόησης του φυσικού - αστικού τοπίου, του γεωφυσικού και ανθρωπογενούς πολιτισμού συνιστούν ουσιαστική αφετηρία που επηρεάζει την αρχιτεκτονική σκέψη και πράξη. Επιχειρώντας να αναζητήσουμε τα ερεθίσματα εκείνα που υποκινούν το σχεδιασμό, θα λέγαμε ότι αφορούν συνθήκες χωρικές και μη, υλικές και άυλες, που ζητούν την κατανόηση και την ερμηνεία τους. Η διερεύνηση αυτή μας οδηγεί στη σκέψη πως η αρχιτεκτονική αποτελεί από μόνη της ένα δίκτυο συσχετίσεων το οποίο ο σχεδιασμός χρειάζεται να ακολουθήσει. Κλείνοντας, θέλω με την ένταση του «νεοφώτιστου» να καταδηλώσω ότι η αλληλεξάρτιση αυτή, συνειδητοποίησα ότι, είναι η ταυτότητα της πόλης. Δεν έχει δημιουργηθεί ερήμην το ένα του άλλου. Η αντιληπτική, καθημερινή, φυσικότροπη και ανθρωπομετρική ταυτότητα της Αθήνας εντοπίζεται στην τομή: στην κοινή μάζα που συναντιέται και τρέφεται το έκτυπο και το εκμαγείο, το φυσικό, υλικό και νοηματικό εσώγλυφο και εξώγλυφο. Και αυτή η τομή έχει γεννήσει τον

τρόπο, τον πολιτισμό δηλαδή. Η ιδιοσυστασία αυτή φέρει τα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά: πολύμορφη, λεηλατούσα και λεηλατημένη, ηλιόλουστη με σκοτεινές χαραγιές των στενών δρόμων και των βαθιών ακαλύπτων, αναδιπλούμενη και κυματίζουσα πάνω ή δίπλα σε κάθε γεωγραφικό εμπόδιο, ανατάσσει τις τοπογραφικές καμπύλες σε γεωμετρικές απολήξεις των ρετιρέ σαν μια αγωνιώδη προσπάθεια θέας και ήλιου, ατομικού μερίδιου και συνύπαρξης μέσα στο κοινό, μέσα στο όλο. Και αυτό είναι το αίσθημα του «ανήκειν», βαθύ χαρακτηριστικό ταυτότητας. Ο περιηγούμενος μέσα στην Αθήνα θα έλεγε: «Είμαι αυτό, είμαι και το άλλο, είμαι εδώ αλλά και μακριά, συνδέομαι με μια πάλλουσα πολλών σημείων καθημερινότητα, με εκτενείς θέες στις νότιες εκβολές των λεωφόρων προς τη θάλασσα, προσανατολίζομαι από το βοριαδάκι που είναι πάντα πίσω μου, βρίσκομαι πάντα έξω στις καλοκαιρίες αλλά και στις προστατευμένες στοές, συναντιέμαι στα πυκνά ανοίγματα και στα ιστορικά ξέφωτα. Γνωρίζω. Μου ανήκουν με αμεσότητα και ανήκω και εγώ σε αυτά».

Αυτή η πολιτιστική ταυτότητα είναι σημαντικότερη από τη μετρήσιμη και την άμεσα ορατή ταυτότητα της πόλης. Όσο και αν δεν το πιστεύουμε και είμαστε συνήθως παραπονούμενοι για όλα -πρόκειται για μια ευχάριστη δυσπιστία λόγω της γενναιοδωρίας αυτού του τόπου-, παραμονεύει η απόδραση και η αίσθηση της συμπερίληψης, της αμεσότητας της ύπαρξης και ενός βάθους διάρκειας. Μπορεί να λέγεται αισιοδοξία, μπορεί δημοκρατία, μπορεί και ελευθερία. Είναι η εμμένεια της Αθήνας που επιτρέπει. Είναι το ά-σχημο αλλά τελικά σχηματισμένο τοπίο, ένας «ανοιχτός» τόπος του συνεχούς χρόνου που εξελίσσεται μέσα από τις πυκνές συναντήσεις της γης και της ζωής των ανθρώπων, που φέρει βαθύτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, νοήματα ορατά και αόρατα, πάντως περισσότερα από αυτά που υποσχόταν σε εμένα και σε εσάς ο τίτλος “Αθηναϊκή Τοπογραφία”.

Φωτ.: Γ. Δημητρακόπουλος. 113


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

5.10 Η ταυτότητα της Αθήνας εντοπίζεται στην τομή. Το λεκανοέδιο από τον Υμηττό.

114

Φωτ.: Γ. Δημητρακόπουλος.


| Επίλογος

5.11 Και αυτή η τομή έχει γεννήσει τον τρόπο, δηλαδή τον πολιτισμό.

Φωτ.: Γ. Δημητρακόπουλος.

115


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

5.12 Αθηναϊκή Τοπογραφία: Ένα κοίλο στο οποίο το χτιστό έκτυπο παρακολουθεί το γεωμορφολογικό εκμαγείο της γης.

116


| Επίλογος

Ευχαριστώ πολύ τους καθηγητές μου που με συμβούλευσαν και με καθοδήγησαν σε αυτή την αναζήτηση:

Ευχαριστώ θερμά για τη στήριξη, την παρότρυνση και τις συζητήσεις μας, τους:

Κώστα Μωραΐτη,

Θοδωρή Ανδρουλάκη Θεώνη Ξάνθη,

Παναγιώτη Τουρνικιώτη,

Μπάμπη Λουϊζίδη,

Ευχαριστώ την παντοτινή φίλη και συνεργάτιδά μου, Έλενα Μυλωνά, όπως και τους Γιώργο Δημητρακόπουλο, Τζανή Τζανετόπουλο, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Ειρήνη Κλειδαρά, Σεμέλη Σχοινά και Αρτεμησία Ζαφρακοπούλου

117


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Σ ημει ώ σ ε ι ς Ε Ι ΣΑΓΩΓΗ 1. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ. 360-361

Α ’ Μ Ε ΡΟΣ

1. Christian Norberg -Schulz, Genius Loci, το πνεύμα του τόπου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, 2009. σελ.186

2. Christian Norberg -Schulz, ο.π. σελ.189 3. Δ. Πικιώνη Κείμενα, Συναισθηματική Τοπογραφία, εκδ. : M.I.E.T, Αθήνα, 2014, σελ. 74 4. Τάσης Παπαϊωάννου, Η Αρχιτεκτονική και η Πόλη, εκδ.: Καστανιώτης, Αθήνα, 2008. σελ. οπισθόφυλλου 5. Aldo Rossi, Η Αρχιτεκτονική της Πόλης, εκδ.: University Studio Press, 1991. σελ. 19, 20 6. Aldo Rossi, ο.π. σελ. 36 7. https://repository.kallipos.gr/bitstream /11419/5762/5/8_rossi.pdf

φαινόμενα, η επιφάνεια διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Συγκεκριμένα, όταν τεμαχίζουμε ένα υλικό, τότε αυτή η μάζα έχει πολύ περισσότερη επιφάνεια και για αυτό το λόγο επιταχύνεται η διάβρωση και το πέτρωμα σιγά σιγά μετατρέπεται σε διάλυμα που καταλήγει στη θάλασσα, όπου μετασχηματίζεται μαζί με άλλα πετρώματα στον πυθμένα της θάλασσας, για να γίνει ένα πέτρωμα επόμενης γενιάς. Έχουμε δηλαδή, να κάνουμε με μια κυκλική επαναλαμβανόμενη διαδικασία”. Διάλεξη του Μανόλη Κορρέ , “Οι λόφοι των Αθηνών”, αμφιθέατρο Τ-ΜΑΧ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα, Μάρτιος, 2013. 12. “Το στοιχείο του νερού αποτελεί παράμετρο τοπιακής μεταβολής. Τα ευμετάβλητα υδρολογικά δεδομένα γίνονται καθοριστικός παράγοντας μελέτης των διαδικασιών του χώρου και ταυτόχρονα παραγωγός νέων αστικών τυπολογιών”. Ηώ Καρύδη, Τοπία σε Μεταβολισμό: Η Τοπιακή Πολεοδομία & το Εδαφικό Ανάγλυφο, Διδακτορική Διατριβή, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα, 2014 σελ. xii, περίληψης

8. https://el.wikipedia.org/wiki/Τοπογραφία 9. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, κείμενο “Συνοπτική Γεωλογική Θεώρηση της Αττικής” του Ν. Κατσίκα, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ. 46, 47

13. “Βέβαια, σε μια κορυφή του Υμηττού, προς το μέρος των Μεσογείων σώζεται ακόμη ένα επιβίωμα της αρχικής επίπεδης επιφάνειας του πετρώματος, όπως αυτό είχε αναδυθεί από την υδάτινη στάθμη πριν από περίπου 5 εκ. χρόνια”.

10. Αυτό το ανάγλυφο δεν εντοπίζεται σε άλλες πολλές πόλεις. Εστιάζοντας στη λεκάνη του Σικουάνα, παρατηρούμε ότι ενώ το Παρίσι απέχει πολλά περισσότερα χιλιόμετρα από τη θάλασσα σε σχέση με την Αθήνα, είναι μόλις 35 μέτρα πάνω από την θάλασσα και δεν διαθέτει κανένα λόφο, παρά μόνο τη Μονμάρτη.

Διάλεξη του Μανόλη Κορρέ , “Οι λόφοι των Αθηνών”, ο.π.

11. “Στα περισσότερα σεισμικά και γεωλογικά

16. https://el.wikipedia.org/wiki/Ιλισός

118

14. Ηώ Καρύδη, ο.π. σελ.258 15. https://el.wikipedia.org/wiki/Κηφισός

17. Δ. Πικιώνη Κείμενα, Συναισθηματική Τοπογραφία, εκδ: M.I.E.T, Αθήνα, 2014. σελ.74, 75 18. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, κείμενο “Σκέψεις πάνω στο τοπίο” του Γ. Κανδύλη, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.264, 265 19. Egon Friedell, Πολιτιστική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μτφρ.: Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ.: Πορεία, ΑΘήνα, 1994. σελ. 30, 31 20. http://www.news247.gr/afieromata/ta-therina-sinema-itan-oli-i-zoi-toy-loykianoy-kilaidoni.6489985.html 21. Δ. Πικιώνη Κείμενα, Συναισθηματική Τοπογραφία, εκδ: M.I.E.T, Αθήνα, 2014. σελ.74 22. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, κείμενο “Η αρμονία της φύσης” της Ε. Σπαθάρη, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.27, 28 23. Δ. Πικιώνη Κείμενα,ο.π.. σελ.76 24. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, “Η Ισορροπία των δυνάμεων” κείμενο της Ε. Σπαθάρη, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.22 25. “Στην Ευρώπη το ενδιαφέρον για το τοπίο είναι αμυδρό. Ο Λ. Ντα Βίντσι στην Τσοκόντα αμυδρά υπαινικτικά τοποθετεί ένα φυσικό τοπίο για φόντο σε μικρή οπτική γωνία. Στη Ρώμη ανέπτυξαν περισσότερο αυτή την τακτική απεικόνισης του τοπίου, κάτι που σίγουρα λείπει από την αρχαία Αθήνα. Σίγουρα κατά την περίοδο του ρομαντισμού (17ο-18ο αι.) το τοπίο ξεκινά να έχει περισσότερο πρωταγωνιστικό ρόλο στην τέχνη”. Διάλεξη του Μανόλη Κορρέ , “Οι λόφοι των


| Σημειώσεις

Αθηνών”, αμφιθέατρο Τ-ΜΑΧ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα, Μάρτιος, 2013 26. Egon Friedell, Πολιτιστική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μτφρ.: Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ.: Πορεία, ΑΘήνα, 1994. σελ. 30, 31 27. Διάλεξη του Μανόλη Κορρέ, ο.π. 28. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, “Η Ισορροπία των δυνάμεων”, κείμενο της Ε. Σπαθάρη, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.26 29. “Η λέξη Παναθήναια σημαίνει «γιορτή για όλους τους Αθηναίους», δηλαδή για όλους τους κατοίκους της Αττικής. Στους αρχαιότερους χρόνους, οι κάτοικοι της Αθήνας, δηλαδή οι κάτοικοι της περιοχής γύρω από την Ακρόπολη γιόρταζαν τα «Αθήναια». Όταν ο Θησέας ένωσε τους δήμους της Αττικής και όρισε την Αθήνα ως πρωτεύουσα, η γιορτή αυτή επεκτάθηκε έτσι ώστε να ταιριάζει στον τώρα μεγαλύτερο ρόλο της Αθήνας, και ονομάστηκε «Παναθήναια», δηλαδή για όλους τους κατοίκους της νεοσύστατης διοικητικής περιοχής”.

34. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, “Αττική Προϊστορία Αρχαιότητα”, κείμενο της Α. Κόκκου, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.158 35. “Στους επόμενους τέσσερις αιώνες τουρκικής κυριαρχίας ο οικισμός αναπτύχθηκε σε μικρή επαρχιακή πόλη με 12.000 κατοίκους, Έλληνες, Αλβανούς και Τούρκους που κατοικούσαν σε χωριστές συνοικίες. Η Αθήνα ήταν μια ταπεινή κωμόπολη που φυτοζωούσε στο περιθώριο της ιστορίας”. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθηνών Αγλάισμα. Εξέλιξη, προβλήματα και μέλλον του αθηναϊκού τοπίου, εκδ.: Ερμής, Αθήνα, 1999. σελ.18,19 36. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Ο Αθηναϊκός Περίπατος και το ιστορικό τοπίο των Αθηνών, εκδ.: Καπόν, Αθήνα, 2010. σελ.28 37. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, κείμενο “Αττικό Τοπίο 17ος-19ος Αιώνας” της Α. Κόκκου, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.174,175 38. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, ο.π.. σελ.176

https://el.wikipedia.org/wiki/Παναθήναια 30. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθηνών Αγλάισμα. Εξέλιξη, προβλήματα και μέλλον του αθηναϊκού τοπίου, εκδ.: Ερμής, Αθήνα, 1999. σελ.18 31. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, ο.π. σελ.24-26 32. Δ. Πικιώνη Κείμενα, Γαίας Ατίμωσις, Αθήνα, εκδόσεις : M.I.E.T, 2010, σελ. 130, 131 33. Λεξικό Lidell-Scott-Κωνσταντινίδου , pg_0551, pg_0574

39. Hermann Pückler-Muskau, Südöstlicher Bildersaal, Griechische Leiden, Στουτγάρδη 1840, εκδ.: A.R. Meyer, 1944. σελ. 35 40. “Α stranger, who may be unable to appreciate all the architectural beauties of the temples of Athens, yet can admire the splendid assemblage they form in their position, outline and colouring; can trace out the pictures of the poets in the vale of Cephissus, the hill of Colonos and the purple ridges of Himettus; can look over one side upon the sea of Salamis, on the other upon the heights of Phyle; and can tread upon the spots which have acquired sanctity

from the genius and philosophy, of which they were once the seats”. Henry Holland, Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia… during the Years 1812 and 1813, London, 1819. https://archive.org/details/travelsinioniani02holliala, σελ. 180,181 41. Νάσια Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην Ευρωπαϊκή Αυτοσυνείδηση, 17ος-18ος αιώνας, εκδ.: Εστία, Αθήνα, 2011. σελ. 245 42. Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Σχήματα Τοπίου: Ο Σχεδιασμός του Τοπίου ως ειδική περίπτωση Αρχιτεκτονικής Διδακτικής, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράματα και Βοηθήματα. σελ. 29 https://repository.kallipos.gr/handle/11419/2796 43. Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Το τοπίο, πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου. Σημειώσεις για τη νεότερη τοπιακή επεξεργασία του τόπου, εκδ.: Ι. Σιδέρη, Αθήνα, 2015. 44. Νάσια Γιακωβάκη, ο.π. σελ. 271 45. http://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ σχεδιάζοντας-την-αθήνα-τον-19ο-αιώνα/ 46. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Ο Αθηναϊκός Περίπατος και το ιστορικό τοπίο των Αθηνών, εκδ.: Καπόν, Αθήνα, 2010. σελ.19 47. Διάλεξη του Μανόλη Κορρέ , “Οι λόφοι των Αθηνών”, αμφιθέατρο Τ-ΜΑΧ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα, Μάρτιος, 2013 48. Άρθρο με τίτλο: “Στα τέλη του 19ου αιώνα,

119


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

διέσχιζαν το λεκανοπέδιο 700 χείμαρροι, ποτάμια και ρυάκια. Η οδός Σταδίου ήταν ποτάμι και μπαζώθηκε μαζί με τον αρχαίο Ιλισό, Ηριδανό και Κυκλοβόρο. Από τότε συνέχεια βουλιάζουμε”. http://www.mixanitouxronou.gr/sta-teli-tou19ou-eona-dieschizan-to-lekanopedio-700-chimarri-potamia-ke-riakia-i-odos-stadiou-itan-potami-ke-bazothike-mazi-me-ton-archeo-iliso-iridano-ke-kiklovoro-apo-tote-sinechia-vouliazou/ 49. Ζήσης Κοτιώνης, Πες, πού είναι η Αθήνα, εκδ: Άγρα, 2006. σελ.123, 124

Β ’ Μ ΕΡ Ο Σ 1. “Η μακεδονική ξυλεία, γνωστής ποιότητας στην αρχαία αγορά, ήταν για πάρα πολλά χρόνια η πρώτη ύλη στα αττικά ναυπηγεία”. http://kpe-kastor.kas.sch.gr/biodiversity_site/b/ article121.htm

8. Μπούρας Χ. Θ. ο.π. σελ. 156 9. http://www.geol.uoa.gr 10. Μπούρας Χ. Θ. ο.π. σελ.181

2. https://el.wikipedia.org/wiki/Μακρά_Τείχη 11. Μπούρας Χ. Θ. ο.π. σελ.181,341 3. “Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, αφού εδενδροτόμησαν την πεδιάδα, προήλασαν εις την περιφέρειαν την καλουμένην Παραλίαν, μέχρι του Λαυρίου, όπου ευρίσκονται τ’ αργυρούχα μεταλλεία των Αθηναίων. Και πρώτον μεν εδενδροτόμησαν το μέρος που βλέπει προς την Πελοπόννησον, έπειτα δε το μέρος που αντικρύζει την Εύβοιαν και την Άνδρον. Ο Περικλής, ο οποίος ήτο και τότε στρατηγός, είχε την ιδίαν γνώμην, όπως και κατά την προηγουμένην εισβολήν, ότι δεν έπρεπεν οι Αθηναίοι να εξέλθουν, δια να συνάψουν μάχην.” Θουκυδίδου Ιστορίαι (Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου), Βιβλίο Β’, §47-57 https://www.mikrosapoplous.gr/thucy/vivlia/ vivlio2_2b_frame_main.htm#2_47 4. Egon Friedell, Πολιτιστική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μτφρ.: Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ.: Πορεία, ΑΘήνα, 1994. σελ.33 5 α. Μπούρας Χ. Θ., Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής τόμος Ι, Αθήνα, 1999. σελ. 13-22 και β. el.wikipedia.org, λήμμα “Εποχή του Λίθου”. 6. λατομείο = < λαα=λίθος + τέμνω > Όπως φαίνεται και από την ετυμολογική ανάλυση του όρου ονομάζεται ο τόπος από τον οποίο εξάγονται λίθοι συνήθως οικοδομικοί λίθοι, μάρμαρα, αδρανή υλικά, σχιστολιθικές πλάκες κλπ.

120

7. Μπούρας Χ. Θ., Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής τόμος Ι, Αθήνα, 1999. σελ. 181, 341

12. www.arxaiologia.gr 13. Ξενοφώντος τα σωζόμενα, Πόροι ή περί προσοδών, Κεφ. Α. σελ.700 https://books.google.gr/books?id=wacMAAAAYAAJ&pg=PA700&lpg=PA700&dq=ξενοφ ων+ποροι+ή+περι+προσοδων+πεφυκε+μεν+γαρ +λιθος&source=bl&ots=Fv3g5mtz01&sig=uEnvrf6ovTIK9ttN1fa3Qg_4VwA&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwio4Kb-keXaAhUG26QKHSLqCjIQ6AEIUjAF#v=onepage&q&f=false 14. Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, κείμενο “Αττική Προϊστορία Αρχαιότητα” της Α. Κόκκου, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.158 15. α. Μπίρης Κ. Η., ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, εκδ.: Μέλισσα, Αθήνα, 2005. σελ. 10, 48 και β. Καρύδης Δ. Ν., Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, εκδ.: Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006. σελ. 29, 30 16. Μπίρης Κ. Η., ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, εκδ.: Μέλισσα, Αθήνα, 2005. σελ. 46 17. Μπίρης Κ. Η., ο. π. σελ. 70-72


| Σημειώσεις

18 α. Μπίρης Κ. Η., ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, εκδ.: Μέλισσα, Αθήνα, 1995. σελ. 70-72 και β. Μπίρης Κ. Η., Για την σύγχρονη Αθήνα μελέτες και αγώνες, Αθήνα, 1956-1957, σελ. 39, 40

γηπέδου, εκτάσεως τριών χιλιάδων στρεμμάτων, συνορευόμενο γύρωθεν με την Οδό Κηφισίας και παλαιό δρόμο Αμαρουσίου, Καλογρέζα, και Όμορφη Εκκλησιά». Όλη η ανωτέρω εισφερθείσα στην Εταιρία έκταση, οριοθετείται σήμερα από τα όρια του Δήμου Παλαιού Ψυχικού”.

19. Μπίρης Κ. Η., ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, εκδ.: Μέλισσα, Αθήνα, 1995. σελ. 192

http://www.kekrops.gr/σύντομο-ιστορικό/ http://www.capital.gr/epixeiriseis/762129/ kekrops-i-etaireia-pou-eftiaxe-to-p-psuxiko

20. “Εκείνο τον καιρό οι Αθηναίοι δεν “συμπαθούσαν” τον Κλεάνθη γιατί είχε αναμειχθεί σε μια υπόθεση με δύο Γερμανούς επιχειρηματίες σχετικά με την ύδρευση της Αθήνας: προσπάθησε να συγκεντρώσει τα ποσά για μελλοντική υδροδότηση τα οποία ήταν όμως υπέρογκα και για αυτό η ύδρευση της Αθήνας δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Έτσι και ο Κλεάνθης περιορίστηκε στις λατομικές του επιχειρήσεις”. Διάλεξη του Μανόλη Κορρέ , “Οι λόφοι των Αθηνών”, αμφιθέατρο Τ-ΜΑΧ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα, Μάρτιος, 2013 21 Μπίρης Κ. Η., ο.π. σελ. 72 22. “Συγκεκριμένα η ακίνητη περιουσία της εταιρίας Κέκροψ αποκτήθηκε από εισφορές των ιδρυτών της Γεωργίου Ησαΐα και της Ανωνύμου Εταιρίας «Αθηναϊκή Εταιρία προς ενίσχυση του Εμπορίου και της Βιομηχανίας». Ειδικότερα ο Γεώργιος Ανδρέου Ησαΐας συνεισέφερε, παραχώρησε και μεταβίβασε στην Εταιρία «το δυτικομεσημβρινό τμήμα του όλου γηπέδου, εκτάσεως χιλίων στρεμμάτων, συνορευόμενο ανατολικά με την Εθνική Οδό Αθηνών Κηφισίας και δυτικά με τις κορυφές των Λόφων Τουρκοβουνίων». Η «Αθηναϊκή Εταιρία προς ενίσχυση του Εμπορίου και της Βιομηχανίας» συνεισέφερε, παραχώρησε και μεταβίβασε στην Εταιρία «το εφαπτόμενο προς το προηγούμενο κτήμα του Γεωργίου Ησαΐα βορειοανατολικό τμήμα του όλου

23. Καρύδης Δ. Ν., Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, εκδ.: Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006. σελ. 253

32. Πλέον η λατομική δραστηριότητα έχει μετατοπιστεί εκτός του λεκανοπεδίου, στα όρια του νομού και για την επιλογή αυτή ευθύνονται οι σοβαρές επιπτώσεις της εξορυκτικής δραστηριότητας. Αρκετά λατομεία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους δημιούργησαν προβλήματα περιβαλλοντικής φύσης στους παρακείμενους οικισμούς με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της ελκυστικότητας και της αξίας της γης, προκαλώντας έτσι τις αντιδράσεις και τις διαμαρτυρίες των κατοίκων. 33. Henri Lefebvre, Δικαίωμα στην πόλη. Χώρος και πολιτική, εκδ: Κουκκίδα, Αθήνα, 2007.

24. Σαρηγιάννης Γ. Μ., Αθήνα 1830-2000 ΕξέλιξηΠολεοδομία-Μεταφορές, Αθήνα, 2000. σελ. 104

34. Δ. Πικιώνη Κείμενα, Γαίας Ατίμωσις, Αθήνα, εκδ: M.I.E.T, 2014. σ.127

25. Καρύδης Δ. Ν., ο.π, σελ. 255 26. http://www.mixanitouxronou.gr/h-ftochogitonia-pou-o-tipos-apokalouse-i-grafikotera-athliotis-ke-egine-tenia-apo-ton-aleko-alexandraki-alla-logokrithike-ipirxe-gketo-tis-athinas-ke-i-katiki-tou-evazan-froura-gia-na-e/ 27. Καρύδης Δ. Ν., ο.π. σελ. 269 28. Μπίρης Κ. Η., ο.π. σελ. 273 29, Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθηνών Αγλάισμα. Εξέλιξη, προβλήματα και μέλλον του αθηναϊκού τοπίου, εκδ.: Ερμής, Αθήνα, 1999. σελ.18 30. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, ο.π. σελ.19 31. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Ο Αθηναϊκός Περίπατος και το ιστορικό τοπίο των Αθηνών , εκδ.: Καπόν, Αθήνα, 2010. σελ.28

121


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Γ ’ ΜΕ ΡΟΣ 1. Νικόλαος-Ίωνας Τερζόγλου, άρθρο «Κλίμακα και Χώρος : Αναγνώσεις μίας Πολύπλοκης Σχέσης» http://www.greekarchitects.gr/gr/αρχιτεκτονικεςματιες/κλίμακα-και-χώρος-αναγνώσεις-μίαςπολύπλοκης-σχέσης-id1868 2. Δ. Πικιώνη Κείμενα, Συναισθηματική Τοπογραφία, Αθήνα, εκδ: M.I.E.T, 2014. σελ. 77 3. Christian Norberg -Schulz, Genius Loci, το πνεύμα του τόπου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, 2009. σελ.12 4. S. Giedion, The Eternal Present: the Beginnings of Architecture, London, 1964. 5. R. Venturi, Η Πολυπλοκότητα και η Αντίφαση στην Αρχιτεκτονική, εκδ: Σ. Κατσούλης, Αθήνα. σελ.94 6. Martin Heidegger, Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2008. σελ. 51 7. Christian Norberg -Schulz, ο.π. σελ.16 8. Λεξικό Lidell-Scott-Κωνσταντινίδου , pg_0351: όριο: όρος, σύνορον, τέρμα όριο: υποχωρ. του όρους, ο μικρός όρυς, το βουνό 9. Christian Norberg -Schulz ο.π. σελ. 44 10. Martin Heidegger, o.π. σελ. 51-53 11. Ο Ηράκλειτος υποστήριξε πως οι φαινομενικά αντίθετες καταστάσεις, τάσεις και δυνάμεις,

122

συνδέονται με μια συνεκτική σχέση αρμονίας. Η σχέση των αντιθέτων εκφράζεται ως «πόλεμος» μια άλλη όψη της αρμονίας, μια κοσμική σταθερά που διέπει τα αντίθετα και παράγει διαρκώς μέσω συγκρούσεων νέες ισορροπίες. Ο πόλεμος είναι η δύναμη της γέννησης των όντων, τα διαφυλάσσει και τα διοικεί, διατηρώντας τα στην ουσιώδη τους υπόσταση. Ο Ηράκλειτος ουσιαστικά θεωρεί τη διαμάχη μεταξύ των αντιθέτων ως τη βάση που υπάρχει το κάθε τι. Λέει: “Δεν καταλαβαίνουν ότι κάτι, ενώ περικλείει μέσα του αντίρροπες δυνάμεις, συμφωνεί με τον εαυτό του”. Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, μετφρ.: Ευάγγελος Ν. Ρούσσος, εκδ: Παπαδήμα, Αθήνα, 1987 12. Ο Heidegger αναπτύσσει τον συγκεκριμένο προβληματισμό στο βιβλίο αυτό, με σκοπό να ερμηνεύσει την προέλευση του έργου τέχνης και έτσι καταλήγει στο ότι “Μέσα στη διεξαγωγή αυτής της διαμάχης λαβαίνει χώρα η ενότητα του έργου τέχνης”. Εν συνεχεία ξανά, ο Heidegger προβληματίζεται πάρα πολύ από αυτή τη “διαμάχη” και επηρεάζεται από την ηρακλείτεια εναρμόνιση των αντιθέτων. Ορίζει ως αντίθετα τη γη και τον κόσμο. Σύμφωνα με την προσέγγισή του ο κόσμος ως αυτοανοιγόμενη ανοιχτότητα προσπαθεί να διανοίξει την αυτοεκλειόμενη γη, γιατί “δεν ανέχεται κάτι το έγκλειστο”. Από το μέρος της πάλι η γη προσπαθεί να συμπεριλάβει μέσα της και να σιγουρεύει τον κόσμο. Η διαμάχη αυτή ανάμεσα στον αυτοανοιγόμενο κόσμο και στην αυτοεγκλειόμενη γη είναι ένας ηρακλείτειος πόλεμος, χωρίς ελπίδα διαλεκτικής συμφιλίωσης της αντιθετικότητας. Ωστόσο διαμαχόμενοι ο κόσμος και η γη όχι μόνο ανυψώνουν ο ένας τον άλλον πάνω από τον εαυτό του, αλλά έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον, οδηγώντας στην αυτοεπιβεβαίωση της ουσίας τους. Αντιλαμβανόμαστε πως η αντίθεση που

διακρίνει ένα ζεύγος αντιθέτων, δεν αντανακλά αυτά κάθε αυτά τα αντίθετα αλλά τη διάνοια το πνεύμα που τα συλλαμβάνει. Martin Heidegger, Η Προέλευση του Έργου Τέχνης, εκδ.: Δωδώνη, μεταφρ.: Γιάννης Τζαβάρας, Αθήνα. 13. Η περίπτωση του ανάγλυφου της Αθήνας είναι ιδιαίτερη. Ελάχιστες πρωτεύουσες στην Ευρώπη έχουν λόφους. Μόνο Ρώμη και Κωνσταντινούπολη έχουν κυρίως. Το Λονδίνο δεν έχει υψόμετρα, σχεδόν ούτε το Παρίσι (εκτός της Μονμάρτης), η Βουδαπέστη έχει ένα ύψωμα. Η Λισαβώνα είναι όλη μια πλαγιά, δεν έχει λόφους που τους ανεβαίνεις και τους κατεβαίνεις. Μία άλλη περίπτωση πόλης με λόφους, η θλιβερότερη από όλες, είναι ο λόφος Teufelsberg στο Βερολίνο. Είναι ένα τεχνητό βουνό που είναι το αποτέλεσμα της συσσώρευσης των χαλασμάτων του Πολέμου, σωρός από μπάζα από τις καταστροφές που άφησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. 14. Στην τοπολογία μπορούμε να μεταβάλλουμε τη μορφή ενός σώματος και να πάρουμε ένα ισοδύναμο με τέντωμα, συμπίεση, περιστροφή ή συστροφή. Δεν μπορούμε να το κόψουμε ή να το επικολλήσουμε. Η μοντέρνα τυπολογική θεωρία που θα εισάγει ο Poincare στις αρχές του 20ου αι. , και οι πρόσφατες αποδείξεις της εικασίας του Poincare που θα δώσει το 2002 ο μαθηματικός Grigori Pelerman, θα επιτρέψουν την ανάκαμψη γεωμετρικών μεθόδων για τη μελέτη δυναμικών μεταβολών επιτρέποντας τη μοντελοποίηση σχέσεων των οποίων η πολυπλοκότητα προσπερνάει τα όρια μιας αλγεβρικής έκφρασης. Η τοπολογία ευρύτερα επιτρέπει την καταγραφή επεισοδίων μεταβολής. Ενδιαφέρει την αρχιτεκτονική επειδή μεταφέρει στον αναπαραστατικό χώρο όχι παγιωμένες μορφές αλλά πολυσχιδείς


| Σημειώσεις

πολλαπλότητες, πολύπτυχα μορφώματα ( έννοια που αντιπροσωπεύεται από το μαθηματικό όρο manifold, που περιγράφει την “πολλαπλότητα” διάστασης. Ενσωματώνει τη μορφοποιητική μεταβολή χωρίς να καταστρέφει την εσωτερική δομή οργάνωσης του χώρου.

18. “Legibility is crucial in the city settings. A distinctive and legible environment not only offers security but also heightens the potential depth and intensity of the human life”.

Ηώ Καρύδη, Τοπία σε Μεταβολισμό: Η Τοπιακή Πολεοδομία & το Εδαφικό Ανάγλυφο, Διδακτορική Διατριβή, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα, 2014. σελ. 270, 271, 273

19. http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/ periklhs_giannopoylos_h_ellhnikh_grammh_ kai_to_ellhniko_xrwma.htm

15. Martin Heidegger, Η Προέλευση του Έργου Τέχνης, εκδ.: Δωδώνη, μεταφρ.: Γιάννης Τζαβάρας, Αθήνα. σελ. 87-88, 92 16. Ο φωτισμός για τον Heidegger φαίνεται να ιδιάζει στο ανθρώπινο Είναι, χωρίς ωστόσο να είναι ο ίδιος ένα από τα όντα. Κατά τον Heidegger, μέσα στο έργο τέχνης ποιείται η αλήθεια. Προσπαθώντας να ορίσει την αλήθεια, αφορμάται από την προσέγγιση των Αρχαίων Ελλήνων για τους οποίους η αρχέγονη αλήθεια εντοπίζεται ετυμολογικά στον ελληνικό όρο αλήθεια, έτσι όπως αντιπαραβάλλεται μέσα στο 1ο απόσπασμα του Ηρακλείτου προς την ασχετοσύνη των ασύνετων, στους οποίους τα όντα λανθάνει (= παραμένουν κρυφά), καθόσον αυτοί τα επικαλύπτουν, επιλανθάνονται (=τα λησμονούν). Εγκαθιδρύει λοιπόν μέσα στον στοχασμό του ως αρχέγονη αλήθεια τη μη-κρυπτότητα, την αποκάλυψη των όντων μέσα στο Είναι τους. Martin Heidegger, ο.π. 17. “The five elements: path, edge, district, node and landmark”. Kevin Lynch, The Image of The City, The M.I.T. Press, Cambridge Massachusetts, 1960. σελ. 109

Kevin Lynch, ο.π. σελ. 3-5

26. “Ο όρος τοπίο και η εφαρμογή του για την ενιαία περιγραφή του φυσικού και αστικού τόπου. Κ. Μωραΐτης, Το τοπίο, πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου, Σημειώσεις για τη νεότερη, τοπιακή επεξεργασία του τόπου, Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, Αθήνα, 2015. σελ. 37, 38

20. Υπερίων: υιός του Ουρανού και της Γης, πατέρας του Ήλιου και της Σελήνης, κατά τον Ησίοδο εν Θεογενεία, 134,374. Λεξικό Lidell-Scott-Κωνσταντινίδου 21. Jean-Pierre Vernant, Περί Ορίων Ανάμεσα στον μύθο και την Πολιτική ΙΙ, εκδ.: Σμίλη, Αθήνα, 2008. σελ. 216, 244 22. Απόσπασμπα από την περιγραφή του Schulz για το κλασικό τοπίο. Διακρίνει τέσσερα είδη τοπίων: το Ρομαντικό τοπίο του νορδικού δάσους στο Βορρά, το Κοσμικό τοπίο της ερήμου στο Νότο, το Κλασσικό τοπίο ανάμεσα σε Βορρά και Νότο που συνιστά μια σύνθεση ξεχωριστών στοιχείων και τα Σύνθετα Τοπία. C. Norberg -Schulz, ο.π. σελ. 51 23. L. Curtius, Die antike Kunst II, Die Klassische Kunst Griechenlands, Potsdam 1938. σελ. 15,19 24. V. Scully, The Earth, The Temple and the Gods, New Haven, 1962. σελ. 9 25. Jan Gehl , Ανθρώπινες πόλεις, εκδ.: ΜΒΙΚΕ, 2013. σελ. 20

123


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Πη γές ε ι κόνων Ε Ι ΣΑΓΩΓΗ 1.1_σελ. 8 “Αθήνα Μητρόπολις ‘04” περιοδική συλλεκτική έκδοση 1.2_σελ. 10 προσωπικό αρχειακό υλικό 1.3_σελ. 11 Αρχείο Τ.Χ. Ζενέτου, Αθήνα 1.4_σελ. 12 προσωπικό αρχειακό υλικό 1.5_ σελ.13 ιστότοποι:

https://www.pinterest.com.au/pin/466474473881102648/ http://www.missbloom.gr/casaviva/architecture/2284/o-le-corbusier-i-arxitektoniki-kai-i-ellada

2.6_σελ. 22 προσωπικό αρχειακό υλικό 2.7, 2.8_σελ. 23 προσωπικό αρχειακό υλικό

https://1.bp.blogspot.com/-q8-5prB8ruY/V9p5d3pQmlI/ AAAAAAACAEA/TRFVGgmyo2EQCcbl7LmvA6gxsBJn6z-dwCLcB/ s1600/111KHF.jpg

2.9, 2.10_σελ. 24, 25 προσωπικό αρχειακό υλικό

2.29_σελ. 35 ιστότοπος:

2.11_σελ. 26, 27 προσωπικό αρχειακό υλικό 2.12_σελ. 28 ιστότοπος: 2.13_σελ. 28

2.31_σελ. 35 προσωπικό αρχειακό υλικό

2.14, 2.15 _σελ. 29 προσωπικό αρχειακό υλικό

2.32_σελ. 36 Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.33

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/5/51/Athens4_ tango7174.jpg

2.16_σελ. 30 προσωπικό αρχειακό υλικό 2.17_σελ. 30 ιστότοπος:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:View_of_Athens_from_ the_Parthenon_001.jpg

2.1_σελ. 16 “Αθήνα Μητρόπολις ‘04” περιοδική συλλεκτική έκδοση

2.18_σελ.31 ιστότοπος:

2.2_σελ. 18 προσωπικό αρχειακό υλικό

2.19_σελ.30 ιστότοπος:

https://repository.kallipos.gr/bitstream /11419/5762/5/8_rossi.pdf

2.4_σελ. 20 Συλλογικό έργο των: Δημήτρης Πικιώνης, Αγνή Πικιώνη, Θανάσης Μουτσόπουλος, Δημήτρης Φιλιππίδης, Γιώργος Λέστος κ.ά., “Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968”, εκδ.: Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2010. σελ. 70 2.5_σελ. 21 Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ. 59

124

2.30_σελ. 35 ιστότοπος:

http://drawlight-gr.weebly.com/iotalambdaiotasigmasigma972sigmaf-mu941rhoomicronsigmaf-1.html

Α ’ Μ Ε ΡΟΣ

2.3_σελ. 19 ιστότοπος:

https://de.wikipedia.org/wiki/Datei:20090426_Kifissos_river_under_the_highway_view_Athens.jpg

http://6syn1athens.blogspot.com/p/blog-page_6.html

http://pccarthistory.blogspot.com/2014/01/helpful-links.html https://veredes.es/blog/wp-content/uploads/2017/07/OIZA-en-elPartenón-1984-Imagen-revista-el-croquis-n.32-33.jpg

2.28_σελ. 34 ιστότοπος:

http://www.lifo.gr/uploads/image/1261606/arditos3.jpg

https://el.wikipedia.org/wiki/Άρειος_Πάγος_(λόφος)

2.20_σελ. 30 ιστότοπος: https://el.wikipedia.org/wiki/Λόφος_Στρέφη

2.21_σελ. 31 προσωπικό αρχειακό υλικό 2.22, 2.23, 2.24, 2.25, 2.27_σελ. 32, 33 προσωπικό αρχειακό υλικό 2.26_σελ. 32 ιστότοπος:

http://www.mixanitouxronou.gr/pia-ine-i-adia-leoforos-tis-athinaspou-xekinise-na-kataskevazete-to-1898-me-schedia-enos-michanikou-tou-stratou/

2.33, 2.34_σελ.37 φωτογραφίες Τζανή Τζανετόπουλου 2.35, 2.36_σελ. 38 Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.34, 35 2.37_σελ. 38 Δ. Πικιώνη Κείμενα, Συναισθηματική Τοπογραφία, Αθήνα, εκδ: M.I.E.T, 2014. σελ. 78 2.38_σελ. 39 Ιωάννης Τραυλός, Πολεοδομικη Εξέλιξις των Αθηνών, εκδ.: ΚΑΠΟΝ, Αθήνα 2005. 2.39_σελ.39 ιστότοπος:

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/b/b7/Elgin_Marbles_east_pediment.jpg/1200px-Elgin_Marbles_east_pediment.jpg

2.40_σελ. 40 στιγμιότυπο βίντεο

https://www.youtube.com/watch?v=kRka1ocGkz8


| Πηγές εικόνων

2.41_σελ. 40 προσωπικό αρχειακό υλικό

Η. Κ. Μπίρης, ο.π. σελ. 36

2.72, 2.73_σελ. 57 επεξεργασμένες αεροφωτογραφίες από google maps

2.42_σελ. 41 John McK Camp II, “Η Αγορά της Αρχαίας Αθήνας: σύντομος οδηγός”, εκδόσεις ASCSA, 2003. σελ. 24, 25

2.56_σελ 50 Η. Κ. Μπίρης, ο.π. σελ. 38

2.74, 2.75_σελ. 58

2.57_σελ.50-51 Η. Κ. Μπίρης, ο.π. σελ. 86

2.76_σελ. 59 προσωπικό αρχειακό υλικό

επεξεργασμένες αεροφωτογραφίες από google maps

2.43_σελ. 41 προσωπικό αρχειακό υλικό 2.44_σελ. 42 προσωπικό αρχειακό υλικό 2.45_σελ. 42 ιστότοπος:

2.58_σελ. 50-51 Η. Κ. Μπίρης, ο.π. σελ. 87

http://images.slideplayer.gr/79/12970579/slides/slide_8.jpg

2.59_σελ. 51 Η. Κ. Μπίρης, ο.π. σελ. 100

2.46_σελ. 43 προσωπικό αρχειακό υλικό

2.60_σελ. 51 ιστότοπος:

2.47, 2.48_σελ. 44 φωτ. Μουσείου Μπενάκη Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.176, 177

2.61, 2.62, 2.63_σελ. 52

2.49_σελ. 45 Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.181 2.50, 2.51_σελ. 46 φωτ. Μουσείου Μπενάκη Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ. 184, 185

http://digi.ub.uni-heidelberg.de/diglit/curtius1895a/0003/image

επεξεργασμένες αεροφωτογραφίες από google maps

2.64, 2.65_σελ. 53 επεξεργασμένες αεροφωτογραφίες από google maps

2.66_σελ. 54 ιστότοπος http://urbanlife.gr/wp-content/uploads/2016/05/AthensSyggrou-summer-1978-by-Scott-Woodard.jpg

2.67, 2.68 Φωτ. Μπάμπη Λοϊζίδη

Β ’ ΜΕΡ Ο Σ 3.1_σελ. 60 “Αθήνα Μητρόπολις ‘04” περιοδική συλλεκτική έκδοση 3.2_σελ. 62 ιστότοπος:

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/A_Lyk/ makra_tixi.jpg

3.3, 3.4_σελ. 64 Μ. Κορρές, Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα, εκδ.: Μέλισσα, Αθήνα, 1994. σελ.11, 63 3.5, 3.6_σελ. 64 Μ. Κορρές, ο.π. σελ. 19, 17 3.7_σελ. 64 Μ. Κορρές, ο.π. σελ. 68,69

2.69_σελ. 56 ιστότοπος

http://www.mixanitouxronou.gr/wp-content/up loads/2014/10/Athens-Ilisos-1927.jpg

3.8_σελ. 65 Φωτ. Ν. Τομπάζη Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ.155

http://www.athenssocialatlas.gr/wp-content/uploads/TX1_01.jpg

2.70_σελ. 56 ιστότοπος

3.9_σελ. 66

2.54_σελ. 49 Η. Κ. Μπίρης, “ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα”, εκδ.: Μέλισσα, Αθήνα, 2005. σελ. 27

2.71_σελ. 56 ιστότοπος

3.10-3.16_σελ. 66 - 69 Φωτ. Γ. Δημητρακόπουλου

2.52_σελ. 47 ιστότοπος: http://remacle.org/bloodwolf/erudits/pausanias/laconi1.jpg

2.53_σελ. 48 ιστότοπος:

2.55_σελ. 50

https://thecaller.gr/wp-content/uploads/2017/11/1-River_Illissos_1900.jpg

http://www.mixanitouxronou.gr/wp-content/uploads/2014/10/Ilissos_Stadio_kalypci_1937.jpg

http://travelogues.gr/archive/fullsize/d5130bbe6f849986f20d52c2066e59a2.jpg

http://drawlight-gr.weebly.com/

3.17, 3.18_σελ. 70

125


Αθηναϊκή Τοπογραφία. Το φυσικό εκμαγείο και το ανθρωπογενές έκτυπο, ως διαλεκτικό δίπολο κατανόησης και επανερμηνείας του αττικού τοπίου

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Ο Αθηναϊκός Περίπατος και το ιστορικό τοπίο των Αθηνών, εκδ.: Καπόν, Αθήνα, 2010. σελ.21 3.19_σελ. 71 Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, ο.π. σελ.20 3.20_σελ. 71 ιστότοπος:

h t t p s : / / p a l e t a a r t . wo r d p r e s s . c o m / 2 0 1 2 / 0 6 / 0 6 / χατζηκυριάκος-γκίκας-νίκος-nikos-hadjikyriakos-ghikas-1906-1994/χατζηκυριάκος-γκίκας-νίκος-θέα-των-αθ/

3.33, 3.34_σελ. 78 ιστότοπος: Φωτό: Δημήτρης Χαρισιάδης. Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, http://www.lifo.gr/mag/features/3725

3.35_σελ. 79 ιστότοπος:

3.51_σελ. 85 προσωπικό αρχειακό υλικό 3.52_σελ. 87 προσωπικό αρχειακό υλικό 3.53_σελ. 84 ιστότοπος:

Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν / Πηγή: http://www.lifo.gr/mag/ features/4451

http://3.bp.blogspot.com/-FpRY1tcJdfA/VOc20yDXFxI/ AAAAAAAAAws/DbHhegZ4mnc/s1600/evelpidon1896.jpg

http://athensopenmuseum.com/palies-fotografies/gymnotopio-stin-pnyka-kai-stou-filopappou-gyro-sta-mesa-tou19ou-aiona/

3.54_σελ. 88 ιστότοπος:

3.21_σελ. 72, 73 ιστότοπος:

3.36_σελ. 79

3.55_σελ. 88 προσωπικό αρχειακό υλικό

www.AthensΟpenMuseum.com

Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ. 263

3.22_σελ. 73 ιστότοπος:

http://neoclassicalgreece.blogspot.com/2013/03/blogpost_19.html

3.37_σελ. 80 ιστότοπος: https://metaxourgeio.wordpress.com/tag/χεζολίθαρο/

3.23_σελ. 74 Κ. Η. Μπίρης, ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, εκδ.: Μέλισσα, Αθήνα, 2005. σελ. 151

3.38_σελ. 80 ιστότοπος:

3.24_σελ. 74 Κ. Η. Μπίρης , ο.π. σελ. 73

3.39, 3.40_σελ. 80 ιστότοπος:

3.25, 3.26_σελ. 75 Κ. Η. Μπίρης , ο.π. σελ. 76, 77

3.41_σελ. 81 ιστότοπος:

3.27_σελ. 76 Αττικό Τοπίο και Περιβάλλον, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1989. σελ 285

3.42_σελ. 81 Φωτ: Α.Καρανικόλα

3.28_σελ. 76 προσωπικό αρχειακό υλικό 3.29, 3.31_σελ. 77

http://www.mixanitouxronou.gr/h-ftochogitonia-pou-o-tipos-apokalousei-grafikotera-athliotis-ke-egine-tenia-apo-ton-aleko-alexandraki-allalogokrithike-ipirxe-gketo-tis-athinas-ke-i-katiki-tou-evazan-froura-gia-na-e/

3.30_σελ. 77 προσωπικό αρχειακό υλικό 3.32_σελ. 78 ιστότοπος:

126

https://filopappou.files.wordpress.com/2009/07/pnyka1865. jpg?w=500&h=397

https://i1.wp.com/dasarxeio.com/wp-content/uploads/2014/05/5.jpg?resize=502%2C348

αρχείο Αντώνιου Β. Καπετάνιου , https://dasarxeio.com/2014/05/17/13516/

3.43-3.46_σελ. 81 ιστότοπος: https://i1.wp.com/dasarxeio.com/wp-content/ uploads/2014/05/1.jpg?resize=375%2C550 3.47, 3.48_σελ. 82 προσωπικό αρχειακό υλικό 3.49_σελ. 83 προσωπικό αρχειακό υλικό 3.50_σελ. 84 προσωπικό αρχειακό υλικό

https://el.wikipedia.org/wiki/Ιλισός#/media/File:Ilissos_leftovers.JPG

3.56_σελ. 89 ιστότοπος:

https://www.trip2athens.com/userfiles/articlephotos/plaka-monastiraki/plaka_kai_monastiraki_05.jpg?w=619&h=348&mode=crop&scale=both&quality=80

3.57_σελ. 89 ιστότοπος:

https://e-thessalia.gr/enas-palmografos-lachtarise-epivates-ke-el-as-sto-monastiraki/

3.58_σελ. 89 ιστότοπος:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Stoa_of_Attalos_-_Στοά_του_Αττάλου_-_panoramio_(1).jpg


| Πηγές εικόνων

Γ ’ ΜΕ ΡΟΣ

Ε Π Ι Λ Ο ΓΟ Σ

4.1_σελ. 90 προσωπικό αρχειακό υλικό

5.1_σελ. 106 Φωτ. Ν. Γεωργακόπουλος

4.2_σελ. 92 ιστότοπος: http://6syn1athens.blogspot.com/p/blog-page_6.html

4.3_σελ. 93_ιστότοπος

https://www.georgakopoulos.org/work/multimedia/taratses/

5.2-5.5_σελ. 108 Φωτ. Ν. Γεωργακόπουλος https://www.georgakopoulos.org/work/multimedia/taratses/

https://el.wikipedia.org/wiki/Αθήνα#/media/File:20101024_Panoramic_Image_of_Athens_from_Areopagus_hill_Greece.jpg

5.6_σελ. 109 προσωπικό αρχειακό υλικό

4.4_σελ. 94 Φωτ. Αλίκη Καρανικόλα

5.7, 5.8_σελ. 110, 111 Φωτ. Ν. Γεωργακόπουλος https://www.georgakopoulos.org/work/multimedia/taratses/

4.5_σελ. 94 ιστότοπος: https://aspectsofathens.wordpress.com/2013/04/12/urban-landscapes/

4.6_σελ. 94 ιστότοπος: http://aff.bstatic.com/images/hotel/max500/378/37800523.jpg

5.9_σελ. 112, 113 Φωτ.: Γ. Δημητρακόπουλος 5.10, 5.11_σελ. 114, 115 Φωτ.: Γ. Δημητρακόπουλος 5.12_σελ. 116 προσωπικό αρχειακό υλικό

4.7, 4.8, 4.9_σελ. 95 προσωπικό αρχειακό υλικό 4.10_σελ. 96 προσωπικό αρχειακό υλικό 4.11_σελ. 97 αεροφωτογραφία από google maps 4.12_σελ. 98 προσωπικό αρχειακό υλικό 4.13_σελ. 99 προσωπικό αρχειακό υλικό 4.14_σελ. 100 ιστότοπος: http://6syn1athens.blogspot.com/p/blog-page_6.html

4.15_σελ. 101 προσωπικό αρχειακό υλικό 4.16_σελ. 102 προσωπικό αρχειακό υλικό 4.17_σελ. 104 ιστότοπος: https://gr.pinterest.com/pin/9148005462574746/

4.18_σελ. 105 προσωπικό αρχειακό υλικό

127



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.