4 minute read

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ

Next Article
Go On #4

Go On #4

Με τα μάτια των παιδιών σήμερα, για όμορφες και λειτουργικές πόλεις αύριο Του Κωνσταντίνου Σ. Πυλιώτη*

Advertisement

Μια φορά και έναν καιρό, ένας βασιλιάς θέλησε να μεγαλώσει την πόλη που ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου του. Ήθελε, λέει, να φτιάξει σπίτια νέα, ώστε όλοι οι κάτοικοι της πόλης που αυξάνονταν, να καταφέρουν να έχουν σπίτι για αυτούς και τις οικογένειές τους.

Έτσι, ο σοφός βασιλιάς ζήτησε να καλέσουν όλους τους αρχιτέκτονες του βασιλείου και σκαρφίστηκε μια δοκιμασία ώστε να επιλέξει τον καλύτερο. Τους ζήτησε να σχεδιάσουν το πιο όμορφο σπίτι που μπορούσε ο καθένας, μέσα σε 3 ημέρες. Στο τέλος θα έβλεπε το αποτέλεσμα και ο καλύτερος θα κέρδιζε αυτή τη σημαντική θέση. Να γίνει, δηλαδή, ο αρχιτέκτονας του βασιλείου, που θα σχεδίαζε το νέο κομμάτι της πόλης.

Αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς καθυστέρηση, ξεκίνησαν όλοι. Σχέδια, σκίτσα, μακέτες, ώστε να αποδώσουν αυτό που είχαν στο μυαλό τους. Να βλέπατε τι ωραία πράγματα σχεδίασαν: Μεγάλα σπίτια, με ωραία παράθυρα και πόρτες, με στέγες και πολλές καμινάδες με καπνό. Κάθε σπίτι είχε από 10 δωμάτια και 12 μπάνια. Είχε μεγάλες κουζίνες και τραπεζαρίες με 20 καρέκλες. Τα σαλόνια είχαν δύο πελώριες τηλεοράσεις και καμιά φορά και τρεις. Τα υπνοδωμάτια είχαν κάτι τεράστια κρεβάτια, όχι τίποτα μικρά σαν αυτά που είναι για παιδιά. Και που να δείτε τις αυλές που σχεδίασαν! Ήταν όλες πολυτελείς, με μαρμάρινες πολύχρωμες πλάκες, σαν πλατείες, με κάθε λογής διακόσμηση.

Υπήρχε, όμως, ένας μικρός Αρχιτέκτονας που τον έλεγαν Λούη. Ήταν μικρός σε μέγεθος και σε ηλικία. Ίσως ο μικρότερος από όλους. Αυτός, είχαν περάσει οι μέρες και δεν είχε καταφέρει να σχεδιάσει τίποτα. Δεν του ερχόταν καμία ιδέα. Πάνω που πήγαινε να σχεδιάσει κάτι άφηνε το μολύβι και εκεί που πήγαινε να φτιάξει μακέτα έμενε άπραγος. Είχε τεράστιο άγχος και φόβο. Τι γνώμη θα σχημάτιζαν ο βασιλιάς και οι συμπολίτες του για αυτόν;

Με αυτά και με αυτά οι τρεις ημέρες πέρασαν και ο βασιλιάς τους κάλεσε όλους να του παρουσιάσουν τα σχέδια τους. Μπήκαν, λοιπόν, όλοι οι αρχιτέκτονες σε μια σειρά, με όλα τους τα σχέδια, τις μακέτες και τα φωτορεαλιστικά. Μερικοί είχαν προλάβει και είχαν φτιάξει και βίντεο. Ο βασιλιάς περπατούσε,

τα έβλεπε και ευχαριστιόταν η καρδιά του. Όταν έφτασε μπροστά στον Λούη, τι να δει; Το απόλυτο κενό. Οι πινακίδες λευκές, οι μακέτες αδιαμόρφωτες, ούτε λόγος για φωτορεαλιστικές απεικονίσεις ή βίντεο. Δεν του άρεσε καθόλου, εκνευρίστηκε, κοκκίνησε και άρχισε να φωνάζει: “Μα αυτό είναι προσβολή! Προσβολή για εμένα, προσβολή και για τους συμπολίτες σου. Είχατε τρεις μέρες και εσύ δε σχεδίασες τίποτα; Μήπως δε νοιάζεσαι για την πόλη σου;”

“Όχι, όχι βασιλιά μου!” μίλησε με κάποια συστολή ο μικρός Λούη. “Δεν είναι αυτό…Είναι μάλλον το αντίθετο. Νοιάζομαι πάρα πολύ για τους ανθρώπους και θέλω να σχεδιάσω ένα σπίτι που να είναι κατάλληλο να στεγάσει αυτούς και τα όνειρά τους. Αλλά κάθε φορά που ξεκινούσα να σχεδιάσω, κολλούσα και αναρωτιόμουν: Σε αυτό το σπίτι, πόσοι άνθρωποι θα μείνουν; Πόσα δωμάτια χρειάζονται; και… πόσες τουαλέτες; Η τραπεζαρία πόσους ανθρώπους θα εξυπηρετεί; Θέλει είκοσι καρέκλες ή έξι είναι αρκετές; Το καθιστικό; Χρειάζονται δυο και τρεις τηλεοράσεις; Ή μήπως καλυτέρα να είχε ένα τζάκι που θα μαζεύονται όλοι να λένε ιστορίες;”

Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε, ξεκοκκίνησε και σώπασε. Τι ερωτήσεις ήταν αυτές; Γιατί δεν τις είχε σκεφτεί άλλος νωρίτερα; Πώς, δηλαδή, σχεδιάζουν 10 δωμάτια και 12 μπάνια και τραπεζαρίες με 20 καρέκλες; Πώς βάζουν οι προηγούμενοι τεράστια κρεβάτια; Και τα παιδιά; Κανείς δε σκέφτηκε τα παιδιά; Ο μικρός Λούη συνέχισε… “ Έπειτα προβληματίστηκα βασιλιά μου. Σε ποιο σημείο της πόλης θα είναι το νέο σπίτι; Θα είναι στα βόρεια της πόλης που κάνει κρύο; Να βάλω χοντρούς τοίχους; Ή στο νότο που κάνει ζέστη και να βάλω μεγάλα παράθυρα; Θα είναι στο βουνό που έχει χιόνι να βάλω ψηλή στέγη με κεραμίδια; Ή θα είναι στη θάλασσα που έχει ήλιο να κάνω μια μεγάλη επίπεδη πλάκα για σκιά; Η αυλή να γίνει με πλάκες σαν άδεια πλατεία; Ή να βάλω μερικά δέντρα που μας δίνουν οξυγόνο και έρχονται και μένουν πάνω τους μικρά ζωάκια; Που στο κάτω κάτω έχουν κι αυτά ανάγκη για σπίτι.”

Ο βασιλιάς κοντοστάθηκε και αναρωτήθηκε: “Δε μπορεί, έχει δίκιο ο μικρός Λούη. Πώς θα σχεδιάσουμε τα νέα σπίτια; Πώς θα αλλάξουμε την πόλη χωρίς να τα ξέρουμε όλα αυτά;” Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε μια μεγάλη αλήθεια. Ότι ο αρχιτέκτονας, για να σχεδιάσει ένα κτήριο, πρέπει πρώτα απ’ όλα να γνωρίζει τη ζωή των ανθρώπων που θα το κατοικήσουν, και ακόμα πρέπει να γνωρίζει, τον τόπο, τη γη μέσα στην οποία θα το σχεδιάσει. Αφού λοιπόν τον κοίταξε καλά καλά, έσπασε τη σιωπή του και αναφώνησε: “Βρήκαμε άνθρωπο που αγαπά πραγματικά την αρχιτεκτονική! ” Τον κράτησε κοντά του, του έδωσε ό,τι πληροφορίες χρειαζόταν και τον απαραίτητο χρόνο για να δουλέψει. Σε λίγο χρόνο η πόλη είχε αλλάξει! Τα σπίτια ήταν πιο όμορφα και έκαναν και τους ανθρώπους τους χαρούμενους.

Και ζήσανε αυτοί καλά…. και εμείς στο χέρι μας είναι να ζήσουμε καλύτερα!

*Ο Κωνσταντίνος Σ. Πυλιώτης είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός. Δημιούργησε το αρχιτεκτονικό γραφείο P4 architecture. Μελέτες του έχουν αποσπάσει πανελλήνιες και διεθνείς διακρίσεις. Συνεχίζει την ακαδημαϊκή του έρευνα στο MSc Research in Architecture Program στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Παράλληλα προσφέρει επικουρικό διδακτικό έργο στο τομέα των Συνθέσεων.

Web: p4architecture.com

This article is from: