Wstawac, όταν η Ιστορία απελευθερώνει - Θανάσης Τριαρίδης

Page 1

κυκλοφορούν:

θανάσης τριαρίδης, Wstawać * όταν η Ιστορία απελευθερώνει Wstawać * όταν η Ιστορία απελευθερώνει

Οι εκδόσεις διάπυροΝ συνθέτουν την απόπειρα γεφύρωσης ενός χάσµατος ανάµεσα σε εσωτερικές συγκρούσεις και στην εξωτερική πραγµατικότητα. Γεννήθηκαν ως ανάγκη να προσεγγισθεί η ανθρώπινη ύπαρξη πάνω από κάθε λογής ιδεολογικούς διαχωρισµούς, κοσµοδιορθωτικά ή «επαναστατικά» οράµατα και κοινωνικούς αποκλεισµούς. Σ’ αυτή τη διαδροµή, οι εκδόσεις διάπυροΝ φιλοδοξούν να συναντήσουν ανθρώπους µε διαφορετικές αφετηρίες, τους οποίους ενώνει η αποστροφή για την κουλτούρα της εκδίκησης, η ανάγκη αντιπρότασης στον πολύµορφο ολοκληρωτισµό· ανθρώπους που, µε τρεµάµενο σώµα και διάπυρη καρδιά, αµφισβητούν ακλόνητες πεποιθήσεις και ιερούς κανόνες, µα πάνω απ’ όλα τον ίδιο τους τον εαυτό.

θανάσης τριαρίδης,

δΝ

δΝ

1. θανάσης τριαρίδης * Το κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται 2. κ. π. καβάφης * Αυτό το αιµατωµένο πράγµα ξεδιαλεγµένο από τον καλό σας Πέτρο Μπόλε 3. θανάσης τριαρίδης * Ονειρεύτηκα τα Λευκά Χριστούγεννα ζωγραφισµένα από την Έλλη Γρίβα 4. νώντας τσίγκας * Μαύρο χιόνι ζωγραφισµένο από τον Μόδη Γούναρη 5. [συλλογική έκδοση] * Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική µια συλλογή κειµένων ενάντια στον τρόµο 6. θεόδωρος λασκαρίδης * Το φονικό µοιραίο βόλι σε επιµέλεια του Νίκου Σαραντάκου 7. µαρία φυντανή * Λυκόφως 8. δηµήτρης δηµητριάδης * Ό,τι πιο πολύ ποθείς 9. Οι προκηρύξεις του Λευκού Ρόδου (1942-1943) * µετάφραση: Μαρία Φυντανή επίµετρο: Γιάννης Ευαγγέλου 10. θανάσης τριαρίδης * Το αγόρι πίσω απ’ το τζάµι ζωγραφισµένο από την Έλλη Γρίβα 11. δηµήτρης δηµητριάδης * Ο αιώνιος στρατός 12. θανάσης τριαρίδης * Wstawać όταν η Ιστορία απελευθερώνει

ISBN: 978-618-5027-13-1

13. γιάννης ευαγγέλου * Μαχνοβτσίνα τριάντα σηµειώσεις

διάπυροN

*

12

δΝ

14. θανάσης τριαρίδης * Τα δάκρυα του δάσους ζωγραφισµένα από την Έλλη Γρίβα



Wstawać όταν η Ιστορία απελευθερώνει


Wstawać όταν η Ιστορία απελευθερώνει

θανασησ τριαριδησ:

εκδόσεις διάπυροΝ – γιαννης ευαγγελου (Μαντινείας 48, 54644, Θεσσαλονίκη τηλ. 6937.16.07.05 και 6937.10.88.81) www.diapyron.com, email: diapyron@gmail.com

& Ομήρου 47, Τ.Κ. 10672, ΑΘΗΝΑ Τηλ. 210 3614968 Φαξ. 210 3613581 Email: info@eurasiabooks.gr

διάπυροΝ * 12 Α΄ έντυπη έκδοση Νοέμβριος 2013 58 σελίδες (12 Χ 20,5 εκ.) ISBN: 978-618-5027-13-1 Σελιδοποίηση-Επιμέλεια: γιαννης ευαγγελου Διορθώσεις: διονυσησ παπαδουκακησ Τυπογραφικές διορθώσεις: γαλατεια-ελενη βασιλειαδου Παραγωγή - Διακίνηση: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΥΡΑΣΙΑ (http://www.eurasiabooks.gr/) Ομήρου 47, Τ.Κ. 10672, ΑΘΗΝΑ Τηλ. 210 3614968 * Φαξ. 210 3613581 Τυπώθηκε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2013 για λογαριασμό των εκδόσεων διάπυροΝ. Kυκλοφορεί σε ηλεκτρονική έκδοση στο diapyron. com/books/wstawac και στο triaridis.gr/wstawac Επίσης, στο διάστημα 1-26 Οκτωβρίου 2013 κυκλοφόρησε στη Σελίδα Facebook https://www.facebook.com/triaridis.wstawac


θανάσης τριαρίδης

*

Wstawać όταν η Ιστορία απελευθερώνει

*

διάπυροΝ



Περιεχόμενα Κόλλημα...................................................................11 Οι Μινωίτες...............................................................12 Από την ιστορία του Πέτρο Μπόλε..............................13 Θάνατος.....................................................................14 Πληκτρολόγιο............................................................15 Ποίηση.......................................................................16 Η ώρα γεννήσεως.......................................................17 Χειροκρότημα............................................................18 Straniero...................................................................19 Ο Οιδίπους.................................................................20 Φύρα.........................................................................21 Η καταστροφή της ... ..............................................23 Ο δαίμονας κι ο ποιητής..............................................24 Απληστία...................................................................25 Εθελοντής στον καταυλισμό των τσιγγάνων, 1999......27 Χάλια μπάλια............................................................29 Fraternité...................................................................31 La Tregua – μια μετάφραση........................................34 Ύπνος.........................................................................37 Χρυσή Αυγή..............................................................38 Ο άγγελος του Πέτρο Μπόλε......................................42 Η απάντηση...............................................................44 Για τον Νιλς Μαρτέν-Ευαγγέλου που γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 2013...........................45 Επονίνη.....................................................................47 Η λωρίδα...................................................................50 Επίλογος....................................................................51



Doctor has just returned most enthusiastic and confident that the little boy is as husky as his big brother. The light in his eyes discernible from here to HighhoId and I could have heard his screams from here to my farm. George L. Harrison, 17 July 1945



Κόλλημα (αντί για πρόλογο) «Έχεις κολλήσει με το Άουσβιτς· δεν είναι καλό πράγμα τα κολλήματα. Και εκείνο το παράγγελμα της έγερσης που φώναζαν οι Meister στους Häftlinge δεν πάει μ’ όλα – δεν είναι για κάθε περίπτωση. »Καλός ο Πρίμο Λέβι, αλλά προσοχή να μην γίνει εμμονή – δεν βγάζουν πουθενά οι εμμονές. »Και γενικότερα: δεν είναι κάθε καιρός καιρός για δυστυχία, ούτε και κάθε ώρα ώρα για θλίψη, εξάλλου το αυριανό πρωί είναι ένα καινούριο πρωί – κάτι θα σου θυμίζει αυτό, μια παλιά σταθερή αξία…» (Αυτά περίπου είναι τα επιχειρήματα και πάντα έχουν τον τόνο φιλικής συμβουλής – είναι το είδος των επιχειρημάτων τέτοιο, που σηκώνει τον φιλικό τόνο.) Ναι, λοιπόν: κάθε ώρα είναι μια καινούρια ώρα. Κάθε πρωί είναι ένα καινούριο πρωί. Μα, αλίμονο (ή όχι και τόσο αλίμονο, θα πει κανείς), κάθε παράγγελμα είναι πάντοτε το ίδιο παράγγελμα: Wstawać. [ 11 ]


Οι Μινωίτες Μαζεύονται κάθε μήνα στο λιμάνι οι Μινωίτες να δούνε τα καινούρια σφάγια που όλο καταφτάνουν: τους νέους και τις νέες που είναι να φαγωθούν απ’ τον Μινώταυρο. Και σιωπηλός τους βλέπει ο λαός τούς στολισμένους αιχ μαλώτους, κάποιοι μέσα από τα δόντια τους λένε «κρίμα τα παιδιά». Κι όλοι το ξέρουν στο νησί πως διόλου δεν υπάρχει τέρας μες στο Λαβύρινθο, πως ο Μινώταυρος είναι ένα χοντροκομμένο παραμύθι. Πως έχει τζατζευτεί η Πασιφάη να τρώει κρέας παρθένων κι ο Μίνωας βρήκε την ιστορία με το τέρας να μην αρχίσουνε τις γκρίνιες οι σύμμαχοι, να μην αγριευτεί ο λαός – αγριεύεται ο λαός με τέτοια… Έτσι οι Μινωίτες: κάθε φορά έβλεπαν τα σφάγια να έρχονται, κι έπειτα διαλύονταν ήσυχα, με κάποια θλίψη βέβαια, μα και με ανακούφιση μεγάλη που σάρκα ξένη, κι όχι η δική τους, τάιζε την τρέλα της Πασιφάης.

[ 12 ]


Από την ιστορία του Πέτρο Μπόλε [προς τι τούτο τούπος ιστορείς;] Πήγαν, που λες, στον Πέτρο Μπόλε, σε μιάνα ανάπαυλα της δουλειάς του (γιομάτος αίματα, σ’ έναν πάγκο λίγο ξαπόσταινε από το κόψιμο των κεφαλιών με το τρυφερό του το μαχαίρι), στάθηκαν απέναντί του οι σοφοί (είχαν φορέσει τα διαδήματα και τα δαχτυλίδια τους και όλα αυτά που συνηθίζουν όταν ψάχνουν την αλήθεια) και τον ρώτησαν: «Πες μας, Πέτρο Μπόλε, συ που ’χεις δει τόσα και τόσα, οι άνθρωποι έχουν ψυχή που αναλαμβάνεται στους ουρανούς, που ζει αιώνια μέσα στο σύμπαν, ή μήπως όχι, μήπως είναι μονάχα σακιά που σωριάζονται, και αφανίζονται στην άβυσσο του μηδενός;» Σκέφτηκε λίγο ο Πέτρο Μπόλε, δυσανασχετώντας κάπως – τι τον έμπλεκαν ετούτον με τη σοφία τους, εκείνος ήσανε για άλλα… Απρόθυμα τους απάντησε και βιαστικά: «Δεν ξέρω τίποτε απ’ όσα λέτε – ξέρω μονάχα πως τ α γ α ί μ α τ α μ υ ρ ί ζ ο υ ν…» Και μονομιάς σηκώθηκε κρατώντας το μαχαίρι του, ν’ αρχίσει πάλι.

[ 13 ]


Θάνατος Κάποτε λέγαμε πως θάνατος είναι οι γυναίκες που αγα πιούνται καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια – και τα παρόμοια. Μετά ήρθανε χρόνια βαριά. είπαμε: ο θάνατος είναι ένας Μeister από τη Γερμανία – είπαμε: ο θάνατος είναι ένας αμερικάνος πιλότος – είπαμε: ο θάνατος είναι ένας άντρας που φτιάχνει τη βόμβα κι έπειτα απαγγέλλει στίχους του Μπαγκαβάντ Γκίτα μπροστά στην κάμερα. Ή, ακόμη, το αγοράκι (πες το και κοριτσάκι, αν θες – το ίδιο είναι) που κουνά το σημαιάκι στην παρέλαση. Μα ποτέ δεν είπαμε πως θάνατος είναι το ενισχυμένο γάλα που δίνουμε στο μωρό μας κλεμμένο από το στόμα ενός άλλου μωρού, ε ν ι σ χ υ μ έ ν ο από τη φυσιολογική πείνα του.

[ 14 ]


Πληκτρολόγιο «Βαρέθηκα να γράφεις πως εμείς τα κάνουμε όλα, πως εμείς λιμοκτονούμε την Αφρική και την Ασία, πως εμείς σκοτώνουμε τους μετανάστες, πως εμείς κατουράμε τους αιχμαλώτους, πως εμείς πεθάναμε τον γέρο ζητιάνο που βρέθηκε παγω μένος από το κρύο. Τούτο το αυτομαστίγωμα είναι γραφικό και υποκριτικό όσο δεν πάει και, επίτρεψέ μου, δεν το λέω για σένα προσωπικά, λίαν ύποπτο. »Και για να μιλήσω για τον εαυτό μου: Εγώ δεν σκότωσα, δεν λιμοκτόνησα, δεν ξεφτέλισα, δεν πέθανα κανέναν… Στ’ αλήθεια έχει γούστο να περιφέρουμε τις δήθεν ενοχές μας, αλλά τούτο το τσουβάλιασμα που μας κάνει όλους ίδιους είναι πρώτης τάξεως άλλοθι για τους πραγματικούς ενόχους (βιομηχάνους, καπιταλιστές και λοιπούς πλουτοκράτες). Με τη μανιέρα σου δικαιώνεις τους δικαστές του Γιόζεφ Κ., πετάς το μωρό μαζί με την μπανιέρα – κι αν είναι όλοι ένοχοι, δεν είναι κανείς…» Έγραφε κάμποσα τέτοια επιχειρήματα στο μέιλ του χτυπώντας με θυμό τα δάχτυλά του στο πληκτρολόγιο που, όπως κι εγώ, είχε αγοράσει με τρία ευρώ, χώρα κατασκευής κάποια μακρινή, Κίνα, Ταϊβάν, κάτι τέτοιο.

[ 15 ]


Ποίηση Ντούμπες με πτώματα. Ανάμεσά τους η Αγαύη αλλοπαρμένη. γ έ ρ α σ ε να φιλιέται με το κεφάλι του γιου της. Ντούμπες με πτώματα – κι άλλες ντούμπες. Ανάμεσά τους η Περσεφόνη, με τα στήθη πρησμένα. η απελπισία της μυρίζει γάλα. Τι τα γυρεύεις: Εμείς θα πούμε: Ή μ α σ τ α ν π α ι δ ι ά. Δεν είδαμε τίποτε λιγότερο από το στήθος του σκοτωμένου παγωνιού. Ήσαν μια εικόνα ποιητική – δεν ήσαν;

[Τι απομένει; ντούμπες με πτώματα ασκήσεις μιας λογοτεχνίας επερχόμενης.]

[ 16 ]


Η ώρα γεννήσεως [Χλωρός ήλιος. Ένας άγγελος Κυρίου μετράει νήπια.] Κοινότοπο, πολύ κοινότοπο: Γεννήθηκα λίγο πριν να ξημερώσει. Ωστόσο, η ώρα γεννήσεώς μου είναι οχτώ και δέκα – πάντοτε οχτώ και δέκα το πρωί.

[ 17 ]


Χειροκρότημα Σε κείνονε τον πρώτο Ιντιάνα Τζόουνς υπάρχει η διάσημη σκηνή – πραγματικά αξέχαστη για όποιον τη δει: Ένας κακός Άραβας ορμάει πάνω στον Ιντιάνα, θαρρείς το πρόσωπό του καλυμμένο, ίδιος με νίντζα μασκοφόρο εκδικητή, στριφογυρνάει το σπαθί γύρω από το κεφάλι, κάνει κολπέτα για να ψαρώσει τον Χάρισον Φορντ, μα ο δικός μας βγάζει βαριεστημένα το πιστόλι και μπαμ, τον ξαπλώνει κάτω… Κι όλο το σινεμά ξεσπά σε γέλια και χειροκροτούμε καραγουστάροντας, που ένας τάχα μασκοφορεμένος έπεσε καταγής, που ένας άνθρωπος έπεσε καταγής.

[ 18 ]


Straniero Κάποτε, διαβάζοντας το ποίημα του Πρίμο Λέβι, εκείνον τον τρομερό πρόλογο απ’ την Ανακωχή, συγκινημένος –πώς αλλιώς;– βάλθηκε να σκεφτεί μια-μια τις λέξεις, θαρρείς να τις μετέφραζε. Μια από τις φράσεις που τον προβλημάτισαν ήταν εκείνο το Il comando straniero πριν το παράγγελμα Wstawać (το παράγγελμα Εγέρθητι που –λέει ο Λέβι– θα ξανακουστεί…) Il comando straniero: μπορούσε να μεταφραστεί ως ξενικό παράγγελμα, ή ανοίκειο ή ακατανόητο ή ακατάληπτο, κάτι από όλα αυτά – σε κάθε περίπτωση παράγγελμα. Μα δεν ήταν τίποτε από αυτά: ούτε ανοίκειο, ούτε ακατανόητο, ούτε ακατάληπτο. Ήταν παράγγελμα οικείο, κατανοητό, καταληπτό – ήταν παράγγελμα ολόδικό μας, βγαλμένο μέσα από τα κόκαλά μας, μέσα απ’ το μεδούλι μας.

[ 19 ]


Ο Οιδίπους Τον λέγανε Οιδίποδα γιατί είχε σημαδεμένα πόδια, κι εκείνος τούς άκουγε σιωπηλός, τα λόγια τους σαν φτυσιές έπεφταν πάνω του, δεν μιλούσε. Ώσπου μια μέρα δεν άντεξε, «δεν με λένε Οιδίποδα», φώναξε σε φίλους και εχθρούς, «με λένε Ιησού και π ά ν τ ο τ ε αγαπιόμουν με τη μάνα μου». (Γι’ αυτό εξάλλου και του κάνανε ό,τι του κάνανε, με τα ακάνθινα τα στεφάνια και τους σταυρούς, του βδελυρού του αιμομίκτη.)

[ 20 ]


Φύρα Είναι πασίγνωστη η εικόνα (όλοι την έχουμε δει): η Ελευθερία που οδηγεί το Λαό του Εζέν Ντελακρουά (στο Λούβρο, ναι, στο Λούβρο φυσικά) όπου ορμάει η ξέστηθη Ελευθερία προς το Μέλλον (με κεφαλαίο Μι, μην γίνεσαι μίζερος) και οι άλλοι ακολουθούν, ζεστά ντουφέκια, έτοιμα πιστόλια, ξιφολόγχες έξοχες, γυμνά σπαθιά να πάλλονται σαν φλόγες, θεληματικά βλέμματα, και βοή –ναι, βοή– της Ιστορίας. Και αναφωνούμε όλοι, ω, τι βυζί και τι ορμή – και τι μεγαλειώδης Ιστορία είναι τούτη, έτσι πρέπει να είναι η Ελευθερία: θεωρητική και νταρντάνα γεμάτη με το γάλα του Μέλλοντος, αν σου αρέσουν οι ποιητικές περιγραφές (κι αν δεν σου αρέσουν, δεν πειράζει, αρέσουν στον κόσμο…) Ωστόσο, είναι γνωστό κι αυτό (κι αυτό όλοι το έχουμε δει – ή, τέλος πάντων, όλοι μπορούμε να το δούμε) πως εκείνη η Ελευθερία και οι συν αυτώ πατούνε πάνω σε κάτι πτώματα, πάνω σε κάτι κακούς πρώην ανθρώπους, πάνω σε κάτι Εχθρούς, ανθρώπους με ακάθαρτο αίμα, [ 21 ]


απάνω σε κάτι μπάζα, σκέτη φύρα του Μέλλοντος… (Μην γίνεσαι μίζερος, μου είπε, κάθε βοή έχει και φύρα, έτσι γίνεται…)

[ 22 ]


Η καταστροφή της … [μια πόλη ήταν, μην το κάνουμε και θέμα]

Στης Τριπολιτσάς τον φρεσκοποτισμένο κάμπο περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα σφαγμένα γυναικόπαιδα τα χέρια πόδια κεφαλές τα ολόσχιστα κρανία και τα ολοσκόρπιστα μυαλά κι από τον κόρφο της βγάζει μικρό εγχειρίδιο και μονομιάς το μπήγει στην καρδιά της, το αίμα της ποτίζει το αθώο χόρτο.

[ 23 ]


Ο δαίμονας κι ο ποιητής [με φόρεμα … σαν του … το …]

Σαν πήγε κείνη τη νυχτιά στον κόντε Διονύσιο ο φοβερός της ποίησης ο δαίμων (εκείνος που πάει μόνο στους μεγάλους ποιητές) τον βρήκε στο κρεβάτι με τα μάτια ανοιχτά να οραματίζεται είδος μικτό, αλλά νόμιμο: Σήκω, Διονύσιε. έχεις να γράψεις ποίηση μεγάλη… Σφαγή τρομερή γίνεται σε κάποιο αλωνάκι. κορμιά σωριάζονται στη γης – το γαίμα τινάζεται μέχρι τα σύννεφα… Και σαν τον έβγαλε από το λήθαργο τον ποιητή μας (αν ήταν λήθαργος και όχι κάτι άλλο), έκανε να φύγει ο σκοτεινός ο δαίμων – μα στη στιγμή ακούστηκε η φωνή του Διονύσιου βγαλμένη από τα έγκατα της γης: Πες μου μονάχα, δαίμονα, ποιοι σφάζουν ποιους – για να ξέρω α ν έ χ ω ξ α ν α δ ε ί ε ν δ ο ξ ό τ ε ρ ο αλωνάκι ή μήπως οι σφαγμένοι είναι τίποτε μ ι α ρ ο ί σ κ ύ λ ο ι που το αίμα τους βρομίζει το αθώο χ ο ρ τ ά ρ ι...

[ 24 ]


Απληστία Όταν σκότωσαν τον Χαμί Νατζάφι, αφγανό μετανάστη δεκαπέντε χρόνων (τον διαμέλισε μια βόμβα «επαναστατική», έξω από ένα δη μόσιο κτίριο, περνούσε συμπτωματικά με τη μάνα του και με την αδελφή του από εκεί), οι αναρχικοί φίλοι μου κι εγώ ήμασταν αμήχανοι. Βλέπεις, τούτη τη φορά δεν έκανε το φόνο ένας μπάτσος, μα ένας από εμάς – σύντροφος μέσες άκρες. και τώρα έπρεπε να μιλήσουμε για αυτό κι όχι για τους αφορισμούς του Γκι Ντεμπόρ και του Αγκάμπεν. Ωστόσο, κάποτε φτιάξαμε μια αφήγηση του γεγονότος (πάντοτε φτιάχνεται μια αφήγηση, είτε από μας είτε από τους παραδίπλα, είναι διαδικασία απαραίτητη για να συνεχίζει η ζωή…) Όλα, λοιπόν, συνέπεσαν μια τυχαία στιγμή: η βόμβα ήτανε στον κάδο των σκουπιδιών (προσοχή στις λέξεις: ή τ α ν ε , θαρρείς να είναι από μόνες τους οι βόμβες, σπαρμένες από τον Θεό ή από το μηχανοδηγό της Ιστορίας), η φαμίλια των Αφγανών πέρασε από εκεί, η μάνα τού ’πε του παιδιού, άσε, μην ψάχνεις σε κείνονε τον κάδο – μα αυτό το σκασμένο ε κ ε ί , ν α ψ ά ξ ε ι . Και με τέτοια λόγια πασχίζαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως φταίει κατά το μείζον η μοίρα, το τυχαίο, το ανυπολόγιστο

[ 25 ]


–θα ’χε μιλήσει για αυτό ο Γκι Ντεμπόρ ή, έστω, ο Αγκάμπεν– και κατά το έλασσον η απληστία του παιδιού.

[ 26 ]


Εθελοντής στον καταυλισμό των τσιγγάνων, 1999

Έγινε μεγάλος ντόρος με την είδηση που βγάλανε οι εθελοντές από τον τσιγγάνικο μαχαλά στην κοίτη του Γαλλικού ποταμού: Τα ποντίκια έφαγαν δύο δάχτυλα ενός μωρού, του αβάφτιστου παιδιού των Τσαβαλαίων. Και να τηλεοράσεις και κοντινά πλάνα στο ακρωτηρια σμένο χέρι, και να τσιγγάνοι να μιλούν on air πως το ποτάμι θα φουσκώσει και θα τους πάρει, και να δηλώσεις των εθελοντών πως οι τσιγγάνοι είναι εγκλωβισμένοι στην κοίτη ενός ποταμού, με τους δημάρχους να τους διώχνουν από παντού σαν να ’τανε σκουπίδια, με την αστυνομία να τους κυνηγά και τις αρρώστιες να τους θερίζουν… Την άλλη μέρα σκέφτηκε πως όλη ετούτη η δημοσιότητα ήτανε πολύ χρήσιμη για το σκοπό τους. Το ζήτημα είναι να βλέπεις τις τηλεοράσεις ως εργαλείο: τόσα χρόνια μιλούσανε για τα δικαιώματα των τσιγγάνων, για το σχολείο των παιδιών τους, για την ανάγκη των εμβολιασμών, και δεν τους άκουγε κανείς. Τώρα, για χάρη του κοντινού πλάνου με τα ακρωτηρια σμένα δάχτυλα, βούιξε ο τόπος. Κι έτσι, το απόγευμα που πήγε στο μαχαλά του Γαλλικού, γύρισε όλες τις παράγκες μία-μία [ 27 ]


κι άφησε χαρτάκι με το κινητό του τηλέφωνο, αν τυχόν ποντίκια φάνε δάχτυλα παιδιού, να τον ενημερώσουν αμέσως, να τηλεφωνήσει στα κανάλια. Μονάχα από την παράγκα των Τσαβαλαίων δεν πέρασε, εκεί τα ποντίκια είχανε κάνει ήδη τη δουλειά.

[ 28 ]


Χάλια μπάλια Όταν σκότωσαν τον Χαμί Νατζάφι, (ξαναθυμίζω: το παιδί που το κομμάτιασε η βόμβα στον σκουπιδοτενεκέ) έγραψε ένα κείμενο στην ηλεκτρονική του λίστα, πως όσοι βάνουν βόμβες είναι νεοναζί και τάγματα εφόδου, ό,τι κι αν λένε για την επανάσταση και για τα ρέστα, και πως όσοι βαδίζουν δίπλα τους μουγγοί είναι συνένοχοι… Κι οι φίλοι που τα διάβασαν αυτά για τη συνενοχή τσι τώθηκαν, του γύρεψαν εξηγήσεις, αν εννοούσε αυτούς ή άλλους. Τους είπε πως εννοεί τους πάντες – άρα και αυτούς. Φυσικά οργίστηκαν. του είπαν πως δεν ήταν ο Θεός για να τους κρίνει όλους, ούτε εισαγγελέας για να αποδίδει κατηγορίες. Τους αντιγύρισε, εριστικά είναι η αλήθεια, αν ξέρουν σε πόσα κομμάτια έδωσαν από το ΕΚΑΒ το σώμα του Νατζάφι στους δικούς του. Ακόμη πιο πολύ τους θύμωσε αυτό. ήταν λαϊκιστής, του είπαν, κι οι ερωτήσεις του ήταν ασφαλίτικες… Δεν θα τους έβαζε την ατζέντα της συζήτησης αυτός, που έκανε μπρακ για τα εκατομμύρια των σκοτωμένων εργατών. Δεν άργησαν να θυμηθούν για κείνον τα γνωστά (αυτά που ήξεραν και ήξερε – φευ, γνωριζόντουσαν στις γειτονιές αυτές): [ 29 ]


πως ήταν ένας ξεφτίλας, ένας υποκριτής με τα λεφτά του μπαμπά του, πως δεν δικαιούνταν να μιλά αυτός που πήγε στρατιώτης, πως ήταν σκάρτος, δεκανίκι, σκατοαστός και πάντα εκ του ασφαλούς, και γενικότερα ένας άνθρωπος βήτα: εγωιστής, επηρμένος, άφιλος, Ιεροεξεταστής – χάλια μπάλια. Τα σκέφτηκε καλά όλα αυτά. Αλίμονο, σε όλα λέγαν το σωστό: και άφιλος και Ιεροεξεταστής κι από όλα ήταν, και σκάρτος και καθοίκι και πήγε και στρατιώτης, και κάνει μπρακ για τα εκατομμύρια των χαμένων εργατών. Έχουνε δίκιο, λοιπόν: ε ί ν’ έ ν α ς χ ά λ ι α μ π ά λ ι α. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως του απάντησαν για τα κομμάτια του Χαμί Νατζάφι.

[ 30 ]


Fraternité Την έβλεπε κάθε πρωί. ήταν μια γυναίκα που ζητιάνευε έξω από το φούρνο της καλής γειτονιάς, καθισμένη πάνω σε ένα αδειανό κασόνι από ρετσίνες. Κάπου στα πενήντα, ίσως και μεγαλύτερη, το δέρμα της σπασμένο από τις κακουχίες, τα ρούχα βρόμικα, φορούσε σαγιονάρες, έμενε κάπου γύρω, σε κάποια αποθήκη ή γκαράζ. Ήτανε έμπειρη στη ζητιανιά, γύρευε τα μάτια του κάθε περαστικού, εκβίαζε το «καλη μέρα σας». όποιος έβγαινε από το φούρνο είχε συνήθως ψιλά και, περνώντας από μπροστά της, ήταν το πιθανότερο κάτι να δώσει. Εκείνος της έδινε ανελλιπώς. ήξερε, ήταν φανερό, πως το είχε για επάγγελμα, αλλά της έδινε – δεν μπορούσε διαφορετικά. Τόσα χρόνια μιλούσε για αλληλεγγύη και για αδελφοσύνη, υπογράμμιζε τις κοινωνικές συνθήκες που γεννούν τη δυ στυχία. Στις παρέες θυμόταν απ’ έξω τις φράσεις του Ουγκό: Όσο λυγίζουν οι άντρες από τη φτώχεια, οι γυναίκες από την πείνα και τα παιδιά από το νυχτέρι, έλεγε, fex urbis, lex orbis, έλεγε, στο τέλος πάντοτε έφτανε στην ΑΝΑΓΚΗ, που κάποτε χαράχτηκε σε έναν πύργο της Νοτρ Νταμ… Κι έτσι ποτέ δεν προσπερνούσε τη γυναίκα που ζητιάνευε – [ 31 ]


ξεδιάλεγε πάντοτε μισό ευρώ και της το άφηνε στο χέρι. Εξάλλου, τι ψυχή έχει ένα πενηντάλεπτο, προκειμένου να μπορείς δίχως τύψεις να ξανατσιτάρεις τον Ουγκό κι εκείνη την ΑΝΑΓΚΗ. Και μάλιστα πρόσεχε πολύ το πώς θα της αφήσει το νόμι σμα στην παλάμη. ήταν μια κίνηση που ήθελε τέχνη, μαεστρία πραγματική… Γιατί δεν ήθελε να πετάξει το κέρμα και να προσβάλει τη γυναίκα (όσο να πεις, θα είχε μια περιφρόνηση αυτή η κίνηση του πετάγματος, στον Ουγκό δεν θα άρεζε κάτι τέτοιο), κι από την άλλη δεν ήθελε να αγγίξει τη γυναίκα, να μην αγγίξει το δέρμα του χεριού της που θα ήταν γεμάτο με μολυσματικές αρρώστιες – δεν θα ήταν; Σκέφτηκε, λοιπόν, μια δική του πρακτική, μια πατέντα: θα έπιανε το πενηντάλεπτο από τη μία άκρη, θα ακουμπούσε την άλλη πάνω στο δέρμα της προτεταμέ νης παλάμης κι αμέσως θα το άφηνε προτού να γίνει η επαφή. κι έτσι, ούτε πέταγμα του κέρματος θα είχε ούτε άγγιγμα… Πράγματι, την εφάρμοσε ετούτη την πατέντα. την τρίτη κιόλας φορά γινόταν με τόση άνεση, που η κίνησή του έδειχνε απολύτως φυσική κι ανεπιτή δευτη. Και μέσα του κρυφά καμάρωνε, που γλίτωνε με τόσο τακτ το άγγιγμα με κείνη τη γυναίκα (το άγγιγμα με τη φτώχεια της, με την ανέχειά της,

[ 32 ]


γιατί φοβάσαι να το πεις; τ ο ά γ γ ι γ μ α μ ε τ η β ρ ο μ ι ά τ η ς) δίχως να τον στεναχωρήσει τον Ουγκό.

[ 33 ]


La Tregua – μια μετάφραση [οδ’ εστίν κείνος ος τοτ’ ην νέος]

Εκείνο το βράδυ κάθισε φουριόζος στον υπολογιστή του. Είχε αποφασίσει να μεταφράσει το πασίγνωστο ποίημα του Πρίμο Λέβι – το ποίημα για το παράγγελμα που θα ξανακουστεί… Ιταλικά δεν καλοήξερε. Μα δεν πολυχρειάζονταν τα Ιταλικά – ήτανε τόσο γνωστό το ποίημα, τόσο οικείο. το παν στη μετάφραση είναι να πιάσεις το πνεύμα του κειμένου… Ξεκίνησε με τον τίτλο: La tregua – Η ανακωχή ή μήπως Η εκεχειρία ή μήπως Η ανάπαυλα – μα τούτο παραήταν ελεύθερο, δεν είναι; ( Ή μήπως πάλι Το διάλειμμα ή και Η σιέστα – Α, διόλου εύκολος δεν ήσανε ο τίτλος.) Οι μέσα στίχοι μοιάζανε πιο καθαροί: Sognavamo nelle notti feroci – Ονειρευόμασταν τις άγριες νύχτες μας (το μας απαραίτητο, το δίχως άλλο) Sogni densi e violenti – Όνειρα πιεσμένα και βίαια Sognati con anima e corpo: – Όνειρα της ψυχής και της σάρκας μας: (αυτό να το ξανάβλεπε, μάλλον ήσαν λάθος) [ 34 ]


tornare; mangiare; raccontare. – αυτό ήταν απλό: να γυρίσουμε, να φάμε, να αφηγηθούμε. Finché suonava breve sommesso – Ώσπου ακουγόταν κοφτό, υπόκωφο, Il comando dell’alba – Το παράγγελμα της αυγής: Wstawać (αυτό, φυσικά, αμετάφραστο) E si spezzava in petto il cuore – Και τρύπαγε την καρδιά μας ή και λόγχιζε την καρδιά μας (το λόγχιζε μάλλον πιο ποιητικό, επιπλέον παραπέμπει και στο πάθος του Ναζωραίου). Εύκολα του βγήκε και η δεύτερη στροφή: Ora abbiamo ritrovato la casa – Τώρα γυρίσαμε στα σπίτια μας, il nostro ventre è sazio. – τώρα χορτάσαμε την πείνα μας. Abbiamo finito di raccontare. Τώρα τελειώσαμε την αφήγησή μας. È tempo. Presto udremo ancora Είναι η ώρα: Όπου να ’ναι, πάλι θ’ ακούσουμε Il comando straniero: Το ακατάληπτο παράγγελμα (straniero – ακατάληπτο; λέμε τώρα): Wstawać. Και φυσικά η ημερομηνία: 11 gennaio 1946 – 11 Ιανουαρίου 1946. Αυτό ήταν – όχι και τόσο δύσκολο… Τώρα θα πήγαινε για ύπνο και το επόμενο πρωινό θα καθαρόγραφε το ποίημα. εν τέλει τα ποιήματα τρέχουν από μόνα τους – [ 35 ]


μπούρδες έλεγε ο Αντόρνο, μεγάλα λόγια… Έτσι πλάγιασε – τι έγινε μετά, ποιος το ξέρει… Ας πούμε πως κοιμήθηκε ό,τι κοιμήθηκε. Ας πούμε πως ονειρεύτηκε ό,τι ονειρεύτηκε. Όμως, την άλλη μέρα κάθισε στον υπολογιστή του και σε καινούριο αρχείο κ α θ α ρ ό γ ρ α ψ ε εκείνη την Tregua: Διαβάζαμε για τις άγριες νύχτες των άλλων, για τα όνειρα της ψυχής και της σάρκας τους: να επιστρέψουνε, να φάνε, να αφηγηθούνε. Ώσπου ακουγόταν κοφτό, υπόκωφο το παράγγελμα της αυγής: Wstawać και τρύπαγε την καρδιά τους. Τώρα κλειδώσαμε τα σπίτια μας, τώρα τεντώσαμε την κοιλιά μας, τώρα τελειώσαμε την ανάγνωσή μας. Ήρθε και πάλι η ώρα μας. Όπου να ’ναι, θα προφέρουμε ξανά το ακατάληπτο παράγγελμα: Wstawać. Κάπως έτσι – 11 Ιανουαρίου του 2006

[ 36 ]


Ύπνος Όταν σου τραγουδούν «Κοιμήσου, αγγελούδι μου», εννοούν «Κοιμήσου, αγγελούδι μου, να βάλω μια στολή να βγω στους δρόμους, να κάψω τους φτωχούς». Κι εσύ κοιμάσαι, πάντοτε κοιμάσαι, απ’ όταν ήσουνα μικρό παιδί, γ λ υ κ ο κ ο ι μ ά σ α ι.

[ 37 ]


Χρυσή Αυγή

Ταξίδευε με το βραδινό δρομολόγιο του τρένου Θεσσαλο νίκη-Αθήνα, αυτό που κρατούσε κοντά εξίμισι ώρες, σταματώντας σε όλες τις στάσεις της διαδρομής, και το χάραμα έφτανε στον τερματικό σταθμό. Φίσκα το τρένο από κόσμο, ντόπιους και μετανάστες, κάποιοι από αυτούς νεοφερμένοι, με τα μπαγκάζια του μεγάλου ταξιδιού: Κωνσταντινούπολη, πέρασμα του Έβρου με τα πόδια, Θεσσαλονίκη, μετά Αθήνα κι έπεται συνέχεια… Κι όσοι επιβάτες είχαν θέσεις σφίγγονταν και κουλουριάζονταν στην καρέκλα τους, κι όσοι περίσσευαν (για να ακριβολογούμε: όσοι από τους μετανάστες περίσσευαν) έγερναν στο διάδρομο και στα χωρίσματα των κουπέ, ο ένας πάνω στον άλλον… Και βασίλευε ο μαγκωμένος δήθεν ύπνος, ο μισο-ύπνος του μουγγού νυχτερινού τρένου, κι άπλωνε και η βαριά μυρωδιά – οι νεοφερμένοι μετανάστες μύριζαν (και πώς αλλιώς; – είχανε μέρες ή και βδομάδες να πλυθούν). Στη Θήβα μπήκαν μέσα στο τρένο οι Χρυσαυγίτες. Ξυρισμένα κεφάλια, μαίανδροι στα μαύρα μπουφάν, ουρ λιαχτά, «Έξω, βρομιάρηδες», «Ουστ», «Ράους», άρχισαν να περιπολούν στο τρένο, να γυρεύουν διαβατήρια, [ 38 ]


να ουρλιάζουν, να κλοτσάνε τους έντρομους μετανάστες, να τους βγάζουνε στο διάδρομο για να τους αδειάσουν στην Οινόη. Με τις σιδερογροθιές ή το κλομπ στο ένα χέρι, και το άλλο μέσα στο μπουφάν έτοιμο να τραβήξει μαχαίρι, πιστόλι – ό,τι χρειαστεί, τέλος πάντων. Κι οι επιβάτες, οι έλληνες επιβάτες (οι νόμιμοι, για να το πούμε έτσι), συνέχιζαν να λαγοκοιμούνται παρά τον τόσο θόρυβο, την τόση βία, τις τόσες φασιστικές κραυγές. Δεν του ήταν κάτι μη αναμενόμενο αυτό το γεγονός: Ήξερε πως συχνά πυκνά κάνουν ντου οι ναζί στο βραδινό τρένο και μαζεύουν τους μετανάστες κι ο κόσμος τούς λέει «Μπράβο, παιδιά, να ξεβρομίσει ο τόπος». Είχε μάλιστα σκεφτεί, αν τύχει κάτι τέτοιο, να αντιδράσει· τόσα είχε γράψει για τους μετανάστες, κι άλλα τόσα για τους νεοναζί και τα τάγματα εφόδου, δεν γινόταν να μην κάνει κάτι… Θα σηκωνόταν και θα φώναζε: «Είστε ναζί, είστε συμμορία φονιάδων, σκοτώνετε τους μετανάστες, είστε δειλοί τραμπούκοι…» Κι αυτοί πρώτα θα αιφνιδιάζονταν, κατόπιν θα τον έβριζαν, αλλά δεν θα τον χτυπούσαν μπροστά σ’ όλο το τρένο… Είχε σκεφτεί πως οι νεοναζί βασίζονται στον αιφνιδιασμό και στο φόβο του κόσμου, μα αν κάποιος αντιδράσει, αιφνιδιάζονται αυτοί. Και, τουλάχιστον ακόμη, θα δίσταζαν να χτυπήσουν κάποιον Έλληνα δημόσια, μπροστά σε άλλους, [ 39 ]


θα το έκαναν μέσα στο μπούγιο ή σε ενέδρα, μα όχι μέσα στο τρένο… «Μα κι άμα με χτυπήσουν» –σκεφτόταν– «μια γροθιά θα είναι, πάντως μαχαίρι δεν θα βγάλουν…» Και στα σίγουρα μια γροθιά από Χρυσαυγίτη θα ήταν παράσημο για αυτόν και για τον αυτοσεβασμό του… Τους κατάλαβε, λοιπόν, από την πρώτη στιγμή που ανέ βηκαν στο τρένο (δεν κοιμότανε, δεν ήταν δυνατόν να κοιμηθεί μέσα σε τόσο στριμωξίδι). «Να, λοιπόν, που ήρθε η ώρα», είπε μέσα του, έκλεισε τα μάτια και συγκέντρωσε το μυαλό του, σαν φτάσουν πλάι από τη θέση του, να σηκωθεί και να κάνει το σαματά… Μα καθώς άκουγε τα ουρλιάγματα των φασιστών να πλη σιάζουν, τα χαιρέκακα παραγγέλματά τους προς τους μετανάστες, τα «Ράους, πιθήκια» και τα «Ελλάδα, ρε», ένιωσε ένα παγωμένο υγρό να του μουδιάζει την καρδιά, κι έμεινε με τα μάτια κλειστά καθώς πέρασαν από δίπλα του οι ναζί με τα κλομπ. Αλίμονο, αυτό πρέπει να επαναληφθεί: Έ μ ε ι ν ε μ ε τ α μ ά τ ι α κ λ ε ι σ τ ά, θαρρείς να κοιμόταν βαθιά, καθώς πέρασαν από δίπλα του οι ναζί. Και τα κράτησε κλειστά τα μάτια μέχρι την Οινόη, όπου οι φασίστες πέταξαν έξω τους μετανάστες βρίζοντάς τους, χτυπώντας τους και ψέλνοντας τον Εθνι κό Ύμνο… [ 40 ]


Και τα κράτησε κλειστά τα μάτια και μέχρι το Σιδηροδρομικό Κέντρο Αχαρνών, και μέχρι την Αθήνα, τον τερματικό σταθμό. Και όλη αυτήν την ώρα σκεφτόταν πως, έτσι κι αλλιώς, δεν ωφελεί να μιλάς με τους ναζί, τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει τα αρρωστημένα μυαλά τους... Πως η απάντηση στη βία τους πρέπει να δοθεί συνολικά από την κοινωνία, πως μπορούσε να γράψει και αυτός κάποιο άρθρο ή κι ένα ποίημα σχετικό… Και ακόμη σκεφτόταν πως, έτσι κι αλλιώς, οι μετανάστες θα έβρισκαν έναν τρόπο να φτάσουν στην Αθήνα, έρχονταν από τα πέρατα του κόσμου, ε δεν θα κολλούσαν στην Οινόη… Κι όταν το τρένο σταμάτησε για πάντα, άνοιξε τα μάτια, τα έτριψε όπως κάνουν οι αγουροξυπνη μένοι, σηκώθηκε, πήρε την τσάντα του, κατέβηκε, χάθηκε μέσα στο ξημέρωμα της Αθήνας.

[ 41 ]


Ο άγγελος του Πέτρο Μπόλε Σαν πέθαινε, που λες, ο Πέτρο Μπόλε (την ώρα που ξεσκιζόταν στα δυο, δεμένος στα φριχτά σκοινιά, κι ο μαζεμένος λαός αδημονούσε να συμβεί το μοιραίο), φτερούγισε πλάι του ο άγγελός του, δηλαδή ο Άγγελος της Ιστορίας, ο φοβερός και απερίγραπτος, ο απόλυτα σοφός, ο Angelus Novus, τέλος πάντων, και του μίλησε με τη συριστική ανέκφραστη φωνή του. «Βλέπεις, Πέτρο Μπόλε, τι λογής προβλήματα γεννάει η συμπόνια; Αν τότε δεν είχες σπλαχνιστεί τα πρόβατά σου και τα έσφαζες με το χασαπομάχαιρο, όπως σε πρόσταξαν, αν δεν είχες ζητήσει από τον γερο-Μουμίν να σου φτιάξει το παναθεματισμένο τρυφερό μαχαίρι σου, δεν θα γινόταν τίποτε από τα όσα τρομερά ακολούθησαν: ούτε σφαγές, ούτε εκατόμβες, ούτε ποτάμια με αίματα, ούτε και η προδοσία της Κωνστάντζας και των δικών της… Θα είχες μείνει ένας βοσκός στα χωριά της Θράκης, θα χάλαγες τα πρόβατα για το στρατό, κάποτε θα σου χάριζαν και γη (όσοι δίνουνε κρέας στο στρατό, πάντοτε βγαίνουν κερδι σμένοι), θα είχες κάνει οικογένεια και πολλά παιδιά, που θα τα μάθαινες κι αυτά να τεμαχίζουνε τα σφάγια, με δυο λόγια, θα ζούσες ευτυχισμένος μέσα στην Ιστορία κι ακόμη πιο ευτυχισμένοι θα βοσκούσαν αυτοί που χάθηκαν από το τρυφερό μαχαίρι σου, και τον φριχτό ρομαντικό σου θρύλο. Γι’ αυτό, καλύτερα να υπακούμε στην Ιστορία, [ 42 ]


δίχως φαντασίες, αναθεωρητισμούς και περιττές ιδέες, και προπάντων να μην σπλαχνιζόμαστε τα πρόβατα, που έτσι κι αλλιώς γεννιούνται για να σφαχτούν…» Αυτά είπε ο Angelus Novus στον Πέτρο Μπόλε, λίγες στιγμές πριν το κορμί του δικού μας χωρίσει στα δυο, μες στους αλαλαγμούς του πλήθους.

[ 43 ]


Η απάντηση Όταν η Σφίγγα τον ρώτησε τι έστιν δίπους, τρίπους και τετράπους και τα παρόμοια τα πνευματώδη που ρωτούσε, εκείνος της απάντησε, ε γ ώ ε ί μ α ι , Οιδίπους μέχρι το τέλος, μέχρι το τέλος της αγάπης μας.

[ 44 ]


Για τον Νιλς Μαρτέν-Ευαγγέλου που γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 2013 Δεν θα σου πω πως ήρθες να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς – θα ’ναι φριχτή κοινοτοπία: όλοι οι καιροί είναι ενδιαφέ ροντες όσο και μικρόχαροι συνάμα. Ούτε σου λέω πως γεννιέσαι σε εποχή φρίκης – ή και αγάπης· κάθε εποχή είναι εποχή ανείπωτης φρίκης και αγάπης ανεπανάληπτης – τούτη η αντίφαση είναι ριζωμένη βαθιά μέσα στη φύση του ανθρώπου. Μήτε και έχω να σου δώσω κάποια συμβουλή ή ορμήνια, δεν βοηθούνε ούτε οι συμβουλές ούτε οι οδηγίες – και κρύβουν έπαρση ανοικονόμητη από αυτόν που τις δίνει. Τίποτε τέτοιο δεν θα σου πω. Το μόνο που έχω να σου δωρίσω για καλωσόρισμα είναι μια εικόνα. Ένα ταξίδι με το τρένο κάποιον Φεβρουάριο: εγώ καθισμένος στην τετράδα, κι απέναντί μου μια ηλικιωμένη κυρία. Σε όλο το ταξίδι κοιτούσε μελαγχολικά απ’ το παράθυρο· το χειμωνιάτικο φως έπεφτε στο πρόσωπό της, έκανε ασημένια τα μαλλιά της, βάθαινε τις ρυτίδες του προσώπου της, σκοτείνιαζε το βλέμμα της, θάμπωνε το βάθος των ματιών της. Μα όταν ήρθε το δειλινό (κοντεύαμε στην πόλη Δ.), την ώρα που μόβιαζε για τα καλά ο ουρανός, το είδα καθαρά: ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της. Α, ένα δάκρυ την ώρα του δειλινού: Ποιος ξέρει τι να σήμαινε, ποια να ήταν η αιτία του… [ 45 ]


Μια θύμηση πικρή, μια θλιβερή ανάμνηση; Κάποιο όνειρο που έχει χαθεί προ πολλού; Έναν απελπισμένο έρωτα, μία στιγμή παραδομού; Μια ματαιωμένη ευτυχία; Μια πρόσκαιρη χαρά; Κάτι που ήταν να γίνει, μα δεν έγινε; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το σκοτάδι ήρθε· το τρένο έτρεξε σαν δαιμονισμένο, έφτασε στο σταθμό. (Μεγαλώνοντας θα το μάθεις αυτό: τα τρένα τρέχουν σαν δαιμονισμένα και, αλίμονο, πάντοτε φτάνουν…) Κι έτσι μου έμεινε η εικόνα – μια τόσο λειψή, τόσο ανολο κλήρωτη εικόνα: εκείνη η ηλικιωμένη γυναίκα να δακρύζει την ώρα του δει λινού. Αυτό το δάκρυ έχω να σου δωρίσω για καλωσόρισμα, μαζί με την αγάπη μου φυσικά. Ένα δάκρυ την ώρα του δειλινού να σε φυλάει, μάτια μου, απ’ τη φαρμακερή συνήθεια της ερημιάς.

[ 46 ]


Επονίνη Από τους ήρωες τις λογοτεχνίας που σαν περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερο μπερδεύονται μες στο μυαλό μου (κι όλο και πιο πολύ θαμπώνουνε, μάλλον γιατί θαμπώνω εγώ και υποχωρώ) στο νου μου πλέον πολύ συχνά περνά η Επονίνη. Είναι εκείνη η κόρη του απαίσιου Θερναδιέρου, μια έφηβη ζητιάνα στους δρόμους του Παρισιού, τελειωμένη αλκοολική, ήδη ξεδοντιάρα, πανάσχημη ακόμη και για πουτάνα, που αγαπάει τον Μάριο μα αυτός δεν το καταλαβαίνει, εξάλλου ο Μάριος είναι για να αγαπηθεί με την Τιτίκα, για αυτό δεν είναι; Κι ο Ουγκό γράφει γι’ αυτήν: «Έχει τα γηρατειά ζωγραφισμένα στο νεανικό της πρό σωπο, θαρρείς πενήντα χρόνια να ενώθηκαν με δεκαπέντε, τόσο αλλόκοτο που γεννά ταυτόχρονα συμπόνια και σι χασιά και τρόμο βέβαια, αν τη ζυγώνεις…» (Και θυμώνει κανείς με την περιγραφή και το βιβλίο, ακόμη και με τον ίδιο τον Ουγκό, που τη βυθίζει σε τέτοια ερημία. Μα ούτε σε ένα μυθιστόρημα, σε ένα γαμημένο κεφάλαιο μυθιστορήματος, δικαιούται μια ελπίδα, μια λιανή ελπίδα,

[ 47 ]


ένα μικρό ελάχιστο φωτάκι, μια πυγολαμπίδα στο βάθος της νύχτας, η καταδικασμένη Επονίνη;) Τα υπόλοιπα είναι αναμενόμενα: Σαν ίσκιος η Επονίνη γυρίζει γύρω από τον Μάριο, μα αυτός έχει το νου του να στείλει γράμματα προς την Τιτίκα, εξάλλου ο έρωτας είναι ο ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα, κι όχι προς το βούρκο, προς τα περιττώματα, προς τα σκατά των υπονόμων. Στο τέλος θα γίνει φυσικά το προβλεπόμενο: στο οδόφραγμα η Επονίνη θα μπει μπροστά, να φάει τη σφαίρα που θα σκότωνε τον Μάριο· θα βάλει την παλάμη της στην κάννη του τουφεκιού που τον σημάδευε, η σφαίρα θα περάσει μέσα από ολόκληρο το χέρι της και θα βγει απ’ την πλάτη… Κι έπειτα εκείνη, ξεψυχώντας στα χέρια του, του το ζητά: αφού πεθάνει, να τη φιλήσει στο μέτωπο, κι ας είναι πια νεκρή, θα το καταλάβει, έτσι του λέει. Ω, μην ανησυχείς, ο Μάριος θα το κάνει: αφού πεθάνει, θα τη φιλήσει ευλαβικά στο ρυτιδιασμένο της μέτωπο, είναι καλό παιδί και ρομαντικό. Κατόπιν, γεμάτος αδημονία θα διαβάσει το γράμμα της Τιτίκας, η ζωή προχωρά, οι σελίδες του μυθιστορήματος γυρίζουν, πάμε παρακάτω. Κι εγώ σκέφτομαι ότι μέσα στην τρομερή της ερημία, [ 48 ]


μέσα στην αιώνια πίκρα του ανεκπλήρωτου έρωτά της, μέσα στους Μάριους και τις Τιτίκες, θα ήταν για μένα μοναδική τιμή άμα μπορούσα να το υποσχεθώ πως θα θυμάμαι πάντοτε την Επονίνη.

[ 49 ]


Η λωρίδα Περνώντας το βράδυ από τον πεζόδρομο είδε ένα ζητιάνο πεσμένο στη γωνία κουκουλωμένο με άθλια ρούχα, ίσως κοιμόταν μεθυσμένος, ίσως να είχε πεθάνει. Δεν βράδυνε το βήμα του, μήτε και γύρισε το πρόσωπό του, έπιασε ό,τι έπιασε με την άκρη του ματιού του – οι άνθρωποι των πόλεων είναι εξασκημένοι να βλέπουν διαγώνια και εν κινήσει: Ανάμεσα στα γένια και το σκουφί του ζητιάνου ίσως να είδε μια λωρίδα προσώπου, ίσως και όχι. Και την επόμενη στιγμή, ενώ μόλις ξεμάκραινε (ή: ενώ ο ζητιάνος ήταν α κ ό μ η πίσω του), σκέφτηκε πως με την εικόνα αυτή, με την ενδεχόμενη λωρίδα ενός προσώπου, θα μπορούσε να φτιάξει ένα ποίημα.

[ 50 ]


Επίλογος Τα παιδιά γεννήθηκαν εντάξει. Όλα τα παιδιά γεννιούνται πια εντάξει.

[ 51 ]




δημοσιευμένα βιβλία του θ. τ. www.triaridis.gr/books.html

~ [αφηγήσεις]

Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2000, Εκδόσεις δήγμα, 2009, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/koupela/, 2009 Το τρυφερό μαχαίρι του Πέτρο Μπόλε και άλλες τρεις ιστορίες δακρύων, αφηγήματα, Εκδόσεις δήγμα, 2010 (Πρώτες εκδόσεις: Το τρυφερό μαχαίρι του Πέτρο Μπόλε, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2002 * Η παγωμένη καρδιά των ευτυχισμένων ανθρώπων, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2002 * Το χαραγμένο σιτάρι, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2002 * Η μουγγή καμπάνα, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2003, ηλεκτρονική έκδοση των τεσσάρων αφηγημάτων: www.triaridis.gr/tessera/, 2010)

H αληθινή ιστορία της Αΐντας και του Ρανταμές, μια αφήγηση, Εκδόσεις mauve, εκτός εμπορίου, 2005, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/aida/, 2005

τα μελένια λεμόνια – η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων, Εκδόσεις τυπωθήτω, 2007, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/melenialemonia/, 2005

Ich bebe – Όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα, ανιστόρηση του τρόμου μου, Εκδόσεις τυπωθήτω, 2008, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/ichbebe/, 2007

Το κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται, Εκδόσεις διάπυροΝ, 2009, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/kopse/, 2008

Ειδύλλια ή τα χύσια του μεσημεριού, οι μεγάλες ώρες της ανθρωπότητας, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/eidyllia/, 2009 (Η απώλεια ή το πώς ένας Πρόλογος γίνεται Κυρίως Θέμα, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/eidyllia/apoleia.htm, 2009 Η ψωλοσυλλέκτρια ή όταν εμφανίζεται η Βεατρίκη, Εκδόσεις γκάβλα, 2008, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/eidyllia/psolosillektria.htm, 2009


Το ξεψύχυσμα ή ημέρα Κυριακή στην Καπέλα Σιξτίνα, Εκδόσεις γκάβλα, 2008, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/eidyllia/xepsihisma.htm, 2009)

Τα χλωρά διαμάντια – το δειλινό των γκαβλωμένων ανθρώπων, βιβλίο πρώτο – δειλινά 1-333, Εκδόσεις δήγμα, 2011, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/diamonds/, 2011

Wstawać – Όταν η Ιστορία απελευθερώνει, Εκδόσεις διάπυροΝ, 2013, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/wstawac/, 2013

~

[θέατρο]

La ultima noche ή οι καρχαρίες,

δήγμα-θέατρο/Εκδόσεις Ευρασία, 2011, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/noche/, 2010

Historia de um amor ή τα μυρμήγκια,

δήγμα-θέατρο/Εκδόσεις Ευρασία, 2012, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/amor/, 2010

Μένγκελε,

ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/mengele/, 2012

Liberté,

ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/liberte/, 2013

Égalité,

ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/egalite/, 2013

Fraternité,

ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/fraternite/, 2013

Humlet,

ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/humlet/, 2013

Οιδίνους, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/Oedinus/, 2013 Ζόοτ, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/zoot/, 2013

~


[εικονογραφημένα παραμύθια]

Ονειρεύτηκα τα Λευκά Χριστούγεννα, ζωγραφισμένα από την Έλλη Γρίβα, Εκδόσεις διάπυροΝ, 2009, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/keimena/keimC001.htm και http://issuu.com/diapyron/docs/lefka_xristougenna?e=2355758/4295107

Το αγόρι πίσω απ’ το τζάμι, ζωγραφισμένο από την Έλλη Γρίβα, Εκδόσεις διάπυροΝ, 2011, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/keimena/keimC005.htm και www.issuu.com/diapyron/docs/agori_flash , 2011

Τα δάκρυα του δάσους, ζωγραφισμένα από την Έλλη Γρίβα, Εκδόσεις διάπυροΝ, 2013, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/keimena/keimC006.htm

~ [δοκίμια]

Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα, κείμενα πολιτικής ανάγκης, Εκδόσεις τυπωθήτω, 2006, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/soma/, 2008

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τα γυμνά μάτια ή το πώς να ζει κανείς με τον μπαλτά, δοκίμιο, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2008, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/keimena/keimA028.htm

Μαρκήσιος ντε Σαντ ή τα υπόγεια του Χριστιανισμού, δοκίμιο, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/keimena/keimA029.htm , 2008

Η επερχόμενη πείνα ή όταν οι άνθρωποι ρίχνουμε τον κλήρο, δοκίμιο για την τραγωδία και την τραγική μόλυνση, ηλεκτρονική έκδοση: www.triaridis.gr/peina/, 2009

~


[δοκίμια υπό έκδοση]

Reset ή τα ανθισμένα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας, μια φαντασμαγορία, ακολουθία δώδεκα βιβλίων 1. Τζιότο, δακρύζω, χύνω, πεθαίνω * 2. Μποτιτσέλι, τα κορίτσια ανοίγουν τα νεσεσέρ τους * 3. Λεονάρντο, φ φ φ ο υ * 4. Μιχαήλ Άγγελος, το σμίξιμο των ανθρώπων και των φιδιών * 5. Ραφαήλ, τριαντάφυλλα στο παράθυρο * 6. Γκρέκο, οι άνθρωποι στις φλόγες του Θεού * 7. Καραβάτζιο, το παράφορο αίμα * 8. Ρέμπραντ, η νύχτα των δολοφόνων αστών * 9. Γκόγια, για να πεθάνουμε τον θάνατό μας * 10. Μονέ, ο ξανακερδισμένος χρόνος * 11. Γκογκέν, οι Ερινύες θα γίνουνε γυμνόστηθες κόρες * 12. Βαν Γκογκ, ο σπορέας του πυρετού

Το έθνος ως πτωματόστρωτο, κείμενα ενάντια στον εθνικισμό

Ο Θεός ως τέρας, κείμενα ενάντια στη θρησκεία

Η Επανάσταση ως λαιμητόμος, κείμενα ενάντια στον επαναστατικό ολοκληρωτισμό

Τα γάργαρα τεχνάσματα, ένα τετράδιο με μελανιές



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.